ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Α’
Πλαθάνη, Πλαθάνη, δεῦρ᾽ ἔλθ᾽. ὁ πανοῦργος οὑτοσί,
550 ὃς εἰς τὸ πανδοκεῖον εἰσελθών ποτε
ἑκκαίδεκ᾽ ἄρτους κατέφαγ᾽ ἡμῶν— ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Β’. νὴ Δία,
ἐκεῖνος αὐτὸς δῆτα. ΞΑ. κακὸν ἥκει τινί.
ΠΑ. Α’ καὶ κρέα γε πρὸς τούτοισιν ἀνάβραστ᾽ εἴκοσιν
ἀνημιωβολιαῖα— ΞΑ. δώσει τις δίκην.
555 ΠΑ. Α’ καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά. ΔΙ. ληρεῖς, ὦ γύναι,
κοὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι λέγεις. ΠΑ. Α’ οὐ μὲν οὖν με προσεδόκας,
ὁτιὴ κοθόρνους εἶχες, ἂν γνῶναί σ᾽ ἔτι.
τί δαί; τὸ πολὺ τάριχος οὐκ εἴρηκά πω.
ΠΑ. Β’ μὰ Δί᾽ οὐδὲ τὸν τυρόν γε τὸν χλωρόν, τάλαν,
560 ὃν οὗτος αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κατήσθιεν.
ΠΑ. Α’ κἄπειτ᾽ ἐπειδὴ τἀργύριον ἐπραττόμην,
ἔβλεψεν εἴς με δριμὺ κἀμυκᾶτό γε—
ΞΑ. τούτου πάνυ τοὔργον· οὗτος ὁ τρόπος πανταχοῦ.
ΠΑ. Α’ καὶ τὸ ξίφος γ᾽ ἐσπᾶτο μαίνεσθαι δοκῶν.
565 ΠΑ. Β’ νὴ Δία, τάλαινα. ΠΑ. Α’ νὼ δὲ δεισάσα γέ πω
ἐπὶ τὴν κατήλιφ᾽ εὐθὺς ἀνεπηδήσαμεν·
ὁ δ᾽ ᾤχετ᾽ ἐξᾴξας γε τὰς ψιάθους λαβών.
ΞΑ. καὶ τοῦτο τούτου τοὔργον. ΠΑ. Α’ ἀλλ᾽ ἐχρῆν τι δρᾶν.
ἴθι δὴ κάλεσον τὸν προστάτην Κλέωνά μοι—
570 ΠΑ. Β’ σὺ δ᾽ ἔμοιγ᾽ ἐάνπερ ἐπιτύχῃς Ὑπέρβολον·
ΠΑ. Α’ ἵν᾽ αὐτὸν ἐπιτρίψωμεν. ὦ μιαρὰ φάρυξ,
ὡς ἡδέως ἄν σου λίθῳ τοὺς γομφίους
κόπτοιμ᾽ ἄν, οἷς μου κατέφαγες τὰ φορτία.
ΞΑ. ἐγὼ δέ γ᾽ εἰς τὸ βάραθρον ἐμβάλοιμί σε.
575 ΠΑ. Β’ ἐγὼ δὲ τὸν λάρυγγ᾽ ἂν ἐκτέμοιμί σου
δρέπανον λαβοῦσ᾽, ᾧ τὰς χόλικας κατέσπασας.
ΠΑ. Α’ ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ἐπὶ τὸν Κλέων᾽, ὃς αὐτοῦ τήμερον
ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος.
ΔΙ. κάκιστ᾽ ἀπολοίμην, Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ.
580 ΞΑ. οἶδ᾽ οἶδα τὸν νοῦν· παῦε παῦε τοῦ λόγου.
οὐκ ἂν γενοίμην Ἡρακλῆς αὖ. ΔΙ. μηδαμῶς,
ὦ Ξανθίδιον. ΞΑ. καὶ πῶς ἂν Ἁλκμήνης ἐγὼ
υἱὸς γενοίμην δοῦλος ἅμα καὶ θνητὸς ὤν;
ΔΙ. οἶδ᾽ οἶδ᾽ ὅτι θυμοῖ, καὶ δικαίως αὐτὸ δρᾷς·
585 κἂν εἴ με τύπτοις, οὐκ ἂν ἀντείποιμί σοι.
ἀλλ᾽ ἤν σε τοῦ λοιποῦ ποτ᾽ ἀφέλωμαι χρόνου,
πρόρριζος αὐτός, ἡ γυνή, τὰ παιδία,
κάκιστ᾽ ἀπολοίμην, κἀρχέδημος ὁ γλάμων.
ΞΑ. δέχομαι τὸν ὅρκον κἀπὶ τούτοις λαμβάνω.
***
Βγαίνει μια ξενοδόχα, βλέπει το Διόνυσο με τη λεοντή και το ρόπαλο και παίρνοντάς τον για τον Ηρακλή φωνάζει μιαν άλλη ξενοδόχα, που ερχόταν από πίσω.
Η ΠΡΩΤΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Πλαθάνη, τρέξε. Νά ο αχρείος που μπήκε
550 κάποτε μες στο χάνι και δεκάξι
μας έφαγε ψωμιά…
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Ναι, εκείνος είναι.
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα μπλέξει. Α’ ΞΕΝ. μα και κρέας βρασμένο,
είκοσι, του μισού οβολού, μερίδες…
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα παιδευτεί. Α’ ΞΕΝ. και πλήθος σκόρδα.
ΔΙΟ. Κυρά, παραμιλάς· τί λες δεν ξέρεις.
Α’ ΞΕΝ. Θαρρούσες, βρε, πως δε θα σε γνωρίσω,
γιατί φοράς κοθόρνους; Μα και τ᾽ άλλο;
δεν είπα ακόμα τα παστά, έναν κόσμο.
Β’ ΞΕΝ. Ούτε το χλωροτύρι, συφορά μου,
560 που με τα τυροβόλια το ᾽χαψε όλο.
Α’ ΞΕΝ. Κι ύστερα, τα λεφτά σα ζήτησα, άγρια
με κοίταξε και μούγκριζε… ΞΑΝ. Είναι, βλέπεις,
συνήθεια του· έτσι φέρνεται όπου πάει.
Α’ ΞΕΝ. κι έσυρε το σπαθί του σαν τρελός.
Β’ ΞΕΝ. Ναι, δόλια, αλήθεια. Α’ ΞΕΝ. Εμείς απ᾽ την τρομάρα
χωθήκαμε κι οι δυο μες στη σοφίτα·
κι αυτός τις ψάθες άρπαξε και δρόμο.
ΞΑΝ. Κι αυτά τα συνηθάει. Α’ ΞΕΝ. Μα κάτι πρέπει
να κάμουμε. Για τρέξε φώναξέ μου
τον Κλέωνα τον προστάτη μου. Β’ ΞΕΝ. Δικός μου
570 ο Υπέρβολος· για κοίτα, αν τον πετύχεις…
Α’ ΞΕΝ. Να τον ταράξουμε. (Στο Διόνυσο.) Α, βρε σιχαμένο
στόμα, πώς θα χαρώ να σου τσακίσω
μ᾽ ένα κοτρόνι αυτούς τους τραπεζίτες,
που τόση μου μασήσανε πραμάτεια.
ΞΑΝ. Και πάλι εγώ, στο βάραθρο αν σε ρίξω.
Β’ ΞΕΝ. Κι εγώ μ᾽ ένα δρεπάνι να σου κόψω
το λαρύγγι που τ᾽ άντερα κατάπιε.
Α’ ΞΕΝ. Στον Κλέωνα πάω· αυτός θα τον μηνύσει
και θα τον κάμει ευθύς να τα ξεράσει.
Οι δυο γυναίκες φεύγουν.
ΔΙΟ. Αν τον Ξανθία δεν αγαπώ, ας πεθάνω.
580 ΞΑΝ. Σώπα, και ξέρω πού το πας· για πάψε.
Εγώ Ηρακλής δεν ξαναγίνομαι, όχι.
ΔΙΟ. Ω μην το λες αυτό, καλέ Ξανθία.
ΞΑΝ. Και πώς εγώ, ο θνητός μαζί και δούλος,
ο γιος μπορώ να γίνω της Αλκμήνης;
ΔΙΟ. Το ξέρω, έχεις θυμώσει· κι έχεις δίκιο·
και να με δείρεις, δε θ᾽ αντιμιλήσω.
Αλλ᾽ αν σου ξαναπάρω αυτά τα ρούχα,
κακό χαμό συφάμελα να βρούμε,
ο ίδιος εγώ, η γυναίκα, τα παιδιά μου,
κι ο Αρχέδημος μαζί μας ο τσιμπλιάρης.
ΞΑΝ. Με αυτούς τους όρους, ναι· δεχτός είν᾽ ο όρκος.
Δίνει τα ρούχα του στο Διόνυσο και ξαναπαίρνει τη λεοντή και το ρόπαλο.
Πλαθάνη, Πλαθάνη, δεῦρ᾽ ἔλθ᾽. ὁ πανοῦργος οὑτοσί,
550 ὃς εἰς τὸ πανδοκεῖον εἰσελθών ποτε
ἑκκαίδεκ᾽ ἄρτους κατέφαγ᾽ ἡμῶν— ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Β’. νὴ Δία,
ἐκεῖνος αὐτὸς δῆτα. ΞΑ. κακὸν ἥκει τινί.
ΠΑ. Α’ καὶ κρέα γε πρὸς τούτοισιν ἀνάβραστ᾽ εἴκοσιν
ἀνημιωβολιαῖα— ΞΑ. δώσει τις δίκην.
555 ΠΑ. Α’ καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά. ΔΙ. ληρεῖς, ὦ γύναι,
κοὐκ οἶσθ᾽ ὅ τι λέγεις. ΠΑ. Α’ οὐ μὲν οὖν με προσεδόκας,
ὁτιὴ κοθόρνους εἶχες, ἂν γνῶναί σ᾽ ἔτι.
τί δαί; τὸ πολὺ τάριχος οὐκ εἴρηκά πω.
ΠΑ. Β’ μὰ Δί᾽ οὐδὲ τὸν τυρόν γε τὸν χλωρόν, τάλαν,
560 ὃν οὗτος αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κατήσθιεν.
ΠΑ. Α’ κἄπειτ᾽ ἐπειδὴ τἀργύριον ἐπραττόμην,
ἔβλεψεν εἴς με δριμὺ κἀμυκᾶτό γε—
ΞΑ. τούτου πάνυ τοὔργον· οὗτος ὁ τρόπος πανταχοῦ.
ΠΑ. Α’ καὶ τὸ ξίφος γ᾽ ἐσπᾶτο μαίνεσθαι δοκῶν.
565 ΠΑ. Β’ νὴ Δία, τάλαινα. ΠΑ. Α’ νὼ δὲ δεισάσα γέ πω
ἐπὶ τὴν κατήλιφ᾽ εὐθὺς ἀνεπηδήσαμεν·
ὁ δ᾽ ᾤχετ᾽ ἐξᾴξας γε τὰς ψιάθους λαβών.
ΞΑ. καὶ τοῦτο τούτου τοὔργον. ΠΑ. Α’ ἀλλ᾽ ἐχρῆν τι δρᾶν.
ἴθι δὴ κάλεσον τὸν προστάτην Κλέωνά μοι—
570 ΠΑ. Β’ σὺ δ᾽ ἔμοιγ᾽ ἐάνπερ ἐπιτύχῃς Ὑπέρβολον·
ΠΑ. Α’ ἵν᾽ αὐτὸν ἐπιτρίψωμεν. ὦ μιαρὰ φάρυξ,
ὡς ἡδέως ἄν σου λίθῳ τοὺς γομφίους
κόπτοιμ᾽ ἄν, οἷς μου κατέφαγες τὰ φορτία.
ΞΑ. ἐγὼ δέ γ᾽ εἰς τὸ βάραθρον ἐμβάλοιμί σε.
575 ΠΑ. Β’ ἐγὼ δὲ τὸν λάρυγγ᾽ ἂν ἐκτέμοιμί σου
δρέπανον λαβοῦσ᾽, ᾧ τὰς χόλικας κατέσπασας.
ΠΑ. Α’ ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ἐπὶ τὸν Κλέων᾽, ὃς αὐτοῦ τήμερον
ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος.
ΔΙ. κάκιστ᾽ ἀπολοίμην, Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ.
580 ΞΑ. οἶδ᾽ οἶδα τὸν νοῦν· παῦε παῦε τοῦ λόγου.
οὐκ ἂν γενοίμην Ἡρακλῆς αὖ. ΔΙ. μηδαμῶς,
ὦ Ξανθίδιον. ΞΑ. καὶ πῶς ἂν Ἁλκμήνης ἐγὼ
υἱὸς γενοίμην δοῦλος ἅμα καὶ θνητὸς ὤν;
ΔΙ. οἶδ᾽ οἶδ᾽ ὅτι θυμοῖ, καὶ δικαίως αὐτὸ δρᾷς·
585 κἂν εἴ με τύπτοις, οὐκ ἂν ἀντείποιμί σοι.
ἀλλ᾽ ἤν σε τοῦ λοιποῦ ποτ᾽ ἀφέλωμαι χρόνου,
πρόρριζος αὐτός, ἡ γυνή, τὰ παιδία,
κάκιστ᾽ ἀπολοίμην, κἀρχέδημος ὁ γλάμων.
ΞΑ. δέχομαι τὸν ὅρκον κἀπὶ τούτοις λαμβάνω.
***
Βγαίνει μια ξενοδόχα, βλέπει το Διόνυσο με τη λεοντή και το ρόπαλο και παίρνοντάς τον για τον Ηρακλή φωνάζει μιαν άλλη ξενοδόχα, που ερχόταν από πίσω.
Η ΠΡΩΤΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Πλαθάνη, τρέξε. Νά ο αχρείος που μπήκε
550 κάποτε μες στο χάνι και δεκάξι
μας έφαγε ψωμιά…
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ
Ναι, εκείνος είναι.
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα μπλέξει. Α’ ΞΕΝ. μα και κρέας βρασμένο,
είκοσι, του μισού οβολού, μερίδες…
ΞΑΝ., μέσα του.
Κάποιος θα παιδευτεί. Α’ ΞΕΝ. και πλήθος σκόρδα.
ΔΙΟ. Κυρά, παραμιλάς· τί λες δεν ξέρεις.
Α’ ΞΕΝ. Θαρρούσες, βρε, πως δε θα σε γνωρίσω,
γιατί φοράς κοθόρνους; Μα και τ᾽ άλλο;
δεν είπα ακόμα τα παστά, έναν κόσμο.
Β’ ΞΕΝ. Ούτε το χλωροτύρι, συφορά μου,
560 που με τα τυροβόλια το ᾽χαψε όλο.
Α’ ΞΕΝ. Κι ύστερα, τα λεφτά σα ζήτησα, άγρια
με κοίταξε και μούγκριζε… ΞΑΝ. Είναι, βλέπεις,
συνήθεια του· έτσι φέρνεται όπου πάει.
Α’ ΞΕΝ. κι έσυρε το σπαθί του σαν τρελός.
Β’ ΞΕΝ. Ναι, δόλια, αλήθεια. Α’ ΞΕΝ. Εμείς απ᾽ την τρομάρα
χωθήκαμε κι οι δυο μες στη σοφίτα·
κι αυτός τις ψάθες άρπαξε και δρόμο.
ΞΑΝ. Κι αυτά τα συνηθάει. Α’ ΞΕΝ. Μα κάτι πρέπει
να κάμουμε. Για τρέξε φώναξέ μου
τον Κλέωνα τον προστάτη μου. Β’ ΞΕΝ. Δικός μου
570 ο Υπέρβολος· για κοίτα, αν τον πετύχεις…
Α’ ΞΕΝ. Να τον ταράξουμε. (Στο Διόνυσο.) Α, βρε σιχαμένο
στόμα, πώς θα χαρώ να σου τσακίσω
μ᾽ ένα κοτρόνι αυτούς τους τραπεζίτες,
που τόση μου μασήσανε πραμάτεια.
ΞΑΝ. Και πάλι εγώ, στο βάραθρο αν σε ρίξω.
Β’ ΞΕΝ. Κι εγώ μ᾽ ένα δρεπάνι να σου κόψω
το λαρύγγι που τ᾽ άντερα κατάπιε.
Α’ ΞΕΝ. Στον Κλέωνα πάω· αυτός θα τον μηνύσει
και θα τον κάμει ευθύς να τα ξεράσει.
Οι δυο γυναίκες φεύγουν.
ΔΙΟ. Αν τον Ξανθία δεν αγαπώ, ας πεθάνω.
580 ΞΑΝ. Σώπα, και ξέρω πού το πας· για πάψε.
Εγώ Ηρακλής δεν ξαναγίνομαι, όχι.
ΔΙΟ. Ω μην το λες αυτό, καλέ Ξανθία.
ΞΑΝ. Και πώς εγώ, ο θνητός μαζί και δούλος,
ο γιος μπορώ να γίνω της Αλκμήνης;
ΔΙΟ. Το ξέρω, έχεις θυμώσει· κι έχεις δίκιο·
και να με δείρεις, δε θ᾽ αντιμιλήσω.
Αλλ᾽ αν σου ξαναπάρω αυτά τα ρούχα,
κακό χαμό συφάμελα να βρούμε,
ο ίδιος εγώ, η γυναίκα, τα παιδιά μου,
κι ο Αρχέδημος μαζί μας ο τσιμπλιάρης.
ΞΑΝ. Με αυτούς τους όρους, ναι· δεχτός είν᾽ ο όρκος.
Δίνει τα ρούχα του στο Διόνυσο και ξαναπαίρνει τη λεοντή και το ρόπαλο.