Χορευτική ανάπαυλα
Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται μια γιορτή που διοργάνωσε ο στρατός των Μυρίων, όταν βρισκόταν στην παραλιακή πόλη του Πόντου Κοτύωρα, προς τιμήν των απεσταλμένων του βασιλιά της Παφλαγονίας Κορύλα (η Παφλαγονία ήταν ορεινή περιοχή μεταξύ Βιθυνίας και Πόντου). Οι απεσταλμένοι του βασιλιά επεδίωκαν ειρηνική συνεννόηση με τους Μυρίους, οι οποίοι όμως επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν την επόμενη μέρa. To βράδυ ωστόσο διοργάνωσαν γιορτή, στην οποία προσκάλεσαν, εκτός των απεσταλμένων, εκλεκτούς πολίτες των Κοτυώρων και της Σινώπης. Το πρώτο μέρος της γιορτής που περιγράφεται περιλάμβανε θυσία, δείπνο, σπονδές και την ευχαριστήρια ωδή προς τους θεούς, τον παιάνα. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκαν διάφοροι πολεμικοί χοροί (όπως ακριβώς στα συνήθη συμπόσια το δείπνο ακολουθούσε τραγούδι, χορός ή παντομίμα, ακόμη και ακροβατικά, από επαγγελματίες καλλιτέχνες). Η λεπτομερής περιγραφή του Ξενοφώντα προσφέρει μια σπάνια εικόνα του συγκεκριμένου είδους χορών.
Κύρου ἀνάβασις 6, 1, 1-13
[6.1.1] ἐκ τούτου δὲ ἐν τῇ διατριβῇ οἱ μὲν ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἔζων, οἱ δὲ καὶ λῃζόμενοι ἐκ τῆς Παφλαγονίας. ἐκλώπευον δὲ καὶ οἱ Παφλαγόνες εὖ μάλα τοὺς ἀποσκεδαννυμένους, καὶ τῆς νυκτὸς τοὺς πρόσω σκηνοῦντας ἐπειρῶντο κακουργεῖν· καὶ πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων. [6.1.2] ὁ δὲ Κορύλας, ὃς ἐτύγχανε τότε Παφλαγονίας ἄρχων, πέμπει παρὰ τοὺς Ἕλληνας πρέσβεις ἔχοντας ἵππους καὶ στολὰς καλάς, λέγοντας ὅτι Κορύλας ἕτοιμος εἴη τοὺς Ἕλληνας μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι. [6.1.3] οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπεκρίναντο ὅτι περὶ μὲν τούτων σὺν τῇ στρατιᾷ βουλεύσοιντο, ἐπὶ ξένια δὲ ἐδέχοντο αὐτούς· παρεκάλεσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀνδρῶν οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι. [6.1.4] θύσαντες δὲ βοῦς τῶν αἰχμαλώτων καὶ ἄλλα ἱερεῖα εὐωχίαν μὲν ἀρκοῦσαν παρεῖχον, κατακείμενοι δὲ ἐν σκίμποσιν ἐδείπνουν, καὶ ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων, οἷς ἐνετύγχανον ἐν τῇ χώρᾳ. [6.1.5] ἐπεὶ δὲ σπονδαί τε ἐγένοντο καὶ ἐπαιάνισαν, ἀνέστησαν πρῶτον μὲν Θρᾷκες καὶ πρὸς αὐλὸν ὠρχήσαντο σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ ἥλλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως καὶ ταῖς μαχαίραις ἐχρῶντο· τέλος δὲ ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον παίει, ὡς πᾶσιν ἐδόκει {πεπληγέναι τὸν ἄνδρα}· ὁ δ᾽ ἔπεσε τεχνικῶς πως. [6.1.6] καὶ ἀνέκραγον οἱ Παφλαγόνες. καὶ ὁ μὲν σκυλεύσας τὰ ὅπλα τοῦ ἑτέρου ἐξῄει ᾄδων τὸν Σιτάλκαν· ἄλλοι δὲ τῶν Θρᾳκῶν τὸν ἕτερον ἐξέφερον ὡς τεθνηκότα· ἦν δὲ οὐδὲν πεπονθώς. [6.1.7] μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν, οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις. [6.1.8] ὁ δὲ τρόπος τῆς ὀρχήσεως ἦν, ὁ μὲν παραθέμενος τὰ ὅπλα σπείρει καὶ ζευγηλατεῖ, πυκνὰ δὲ στρεφόμενος ὡς φοβούμενος, λῃστὴς δὲ προσέρχεται· ὁ δ᾽ ἐπειδὰν προΐδηται, ἀπαντᾷ ἁρπάσας τὰ ὅπλα καὶ μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους· καὶ οὗτοι ταῦτ᾽ ἐποίουν ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν αὐλόν· καὶ τέλος ὁ λῃστὴς δήσας τὸν ἄνδρα καὶ τὸ ζεῦγος ἀπάγει· [6.1.9] ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ζευγηλάτης τὸν λῃστήν· εἶτα παρὰ τοὺς βοῦς ζεύξας ὀπίσω τὼ χεῖρε δεδεμένον ἐλαύνει. μετὰ τοῦτο Μυσὸς εἰσῆλθεν ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἔχων πέλτην, καὶ τοτὲ μὲν ὡς δύο ἀντιταττομένων μιμούμενος ὠρχεῖτο, τοτὲ δὲ ὡς πρὸς ἕνα ἐχρῆτο ταῖς πέλταις, ποτὲ δ᾽ ἐδινεῖτο καὶ ἐξεκυβίστα ἔχων τὰς πέλτας, ὥστε ὄψιν καλὴν φαίνεσθαι. [6.1.10] τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο κρούων τὰς πέλτας καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο· καὶ ταῦτα πάντα ἐν ῥυθμῷ ἐποίει πρὸς τὸν αὐλόν. [6.1.11] ἐπὶ δὲ τούτῳ {ἐπιόντες} οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν Ἀρκάδων ἀναστάντες ἐξοπλισάμενοι ὡς ἐδύναντο κάλλιστα ᾖσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥσπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς προσόδοις. ὁρῶντες δὲ οἱ Παφλαγόνες δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι. [6.1.12] ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς, πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς κούφην αὐτῇ. ἡ δὲ ὠρχήσατο πυρρίχην ἐλαφρῶς. [6.1.13] ἐνταῦθα κρότος ἦν πολύς, καὶ οἱ Παφλαγόνες ἤροντο εἰ καὶ γυναῖκες συνεμάχοντο αὐτοῖς. οἱ δ᾽ ἔλεγον ὅτι αὗται καὶ αἱ τρεψάμεναι εἶεν βασιλέα ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τῇ μὲν νυκτὶ ταύτῃ τοῦτο τὸ τέλος ἐγένετο.
***
[1] Έπειτα απ᾽ αυτά τα γεγονότα κατά την παραμονή τους στα Κοτύωρα άλλοι ζούσαν αγοράζοντας τα τρόφιμα από την αγορά κι άλλοι λεηλατώντας την Παφλαγονία. Λεηλατούσαν όμως κι οι Παφλαγόνες με πολλή επιτηδειότητα όσους ήταν σκορπισμένοι και προσπαθούσαν να κακοποιούν όσους κατεσκήνωναν τη νύχτα μακριά. Απ᾽ αυτές τις πράξεις οι Έλληνες κι οι Παφλαγόνες ήταν μεταξύ τους σε σχέσεις εχθρικότατες.
[2] Ο Κορύλας λοιπόν, που τότε συνέβαινε να είναι αρχηγός των Παφλαγόνων, στέλνει στους Έλληνες απεσταλμένους με άλογα και ωραίες στολές να τους ειπούν πως ήταν πρόθυμος μήτε να αδικεί τους Έλληνες, αλλά και μήτε να αδικείται. [3] Οι στρατηγοί όμως αποκρίθηκαν ότι γι᾽ αυτό το ζήτημα θα αποφασίσουν μαζί με το στρατό, δέχθηκαν όμως να τους φιλοξενήσουν. Στη φιλοξενία προσκάλεσαν κι από τους Έλληνες όσους εθεωρούσαν κατ᾽ εξοχήν αξίους μιας τέτοιας τιμής.
[4] Αφού λοιπόν θυσίασαν βόδια, που είχαν πάρει από τους εχθρούς και άλλα ζώα κατάλληλα για θυσία, οργάνωσαν ένα μεγάλο συμπόσιο κι εδειπνούσαν ξαπλωμένοι σε στοιβάδες φύλλων από δένδρα κι έπιναν κρασί από κεράτινα ποτήρια, που τα εύρισκαν εκεί σ᾽ αυτή τη χώρα.
[5] Όταν έκαμαν σπονδές κι ετραγούδησαν τον παιάνα,1 πρώτα σηκώθηκαν Θράκες και, συνοδεία αυλού, χόρεψαν οπλισμένοι και πηδούσαν ψηλά και ελαφρά, κρατώντας και τα μαχαίρια τους. Τέλος κτυπά ο ένας τον άλλον ώστε να φανεί σ᾽ όλους πως τον πλήγωσε· κι ο πληγωμένος έπεσε κάτω με αρκετή τέχνη. [6] Και οι Παφλαγόνες φώναξαν δυνατά. Τότε ο νικητής εσκύλευσε τα όπλα του νικημένου και βγήκε από τον τόπο που χόρευαν, τραγουδώντας το τραγούδι του Σιτάλκα,2 ενώ άλλοι Θράκες μετέφεραν έξω τον νικημένο, που τάχα ήταν νεκρός, πράγματι όμως τίποτε δεν είχε πάθει.
[7] Ακολούθως σηκώθηκαν Αινιάνες και Μάγνητες,3 που χόρεψαν ένοπλοι το χορό που λέγεται καρπαία. [8] Ο τρόπος που χόρευαν ήταν τούτος: ένας βάζει κάτω στη γη τα όπλα κι αρχίζει δήθεν να σπέρνει και να οδηγεί τα βόδια, συχνά όμως στρέφει προς τα πίσω το κεφάλι του, σα φοβισμένος, και να που άλλος παρουσιάζεται και κάνει το ληστή. Μόλις ο πρώτος τον ιδεί από μακριά, αρπάζει τα όπλα του από κάτω, τον συναντά και μάχεται μαζί του εμπρός στο ζευγάρι τα βόδια. Κι αυτά όλα τα έκαναν με ρυθμό σύμφωνα με τη μουσική του αυλού. Στο τέλος ο ληστής δένει το ζευγολάτη και φεύγει, παίρνοντας μαζί του και το ζευγάρι τα βόδια. [9] Καμιά φορά όμως δένει ο ζευγολάτης το ληστή κι έπειτα ζέχνει το ληστή κοντά στα βόδια και με τα χέρια του δεμένα πίσω οδηγεί κι εκείνον και τα βόδια.
Έπειτα άρχισε να χορεύει ένας Μυσός4 κρατώντας σε κάθε του χέρι από μια μικρή από κλωνάρια ιτιάς ασπίδα, κι άλλοτε, χορεύοντας, έκανε πως μαχόταν με δυο αντιπάλους κι άλλοτε χρησιμοποιούσε τις μικρές ασπίδες για ν᾽ αποκρούσει τον ένα, άλλοτε πάλι, κρατώντας τις ασπίδες στροβιλιζόταν κι έκανε τούμπες προς τα πίσω κι έτσι φαινόταν ένα ωραίο θέαμα. [10] Στο τέλος χόρεψε τον περσικό χορό, κτυπώντας τις ασπίδες και καθόταν οκλαδόν και ξανασηκωνόταν.5 Κι όλ᾽ αυτά τα έκανε ρυθμικά, σύμφωνα με το σκοπό που του έδινεν ο αυλός.
[11] Αμέσως κατόπιν, στρατιώτες απ᾽ τη Μαντίνεια και μερικοί άλλοι Αρκάδες σηκώθηκαν και, φέροντας όσο το δυνατό πιο ωραίον οπλισμό, βάδιζαν ρυθμικά σύμφωνα με τον ενόπλιο ρυθμό που έδινεν ο αυλός κι έπειτα τραγούδησαν τον παιάνα και χόρεψαν, όπως ακριβώς γίνεται με την προσέλευση της ιεράς πομπής προς το βωμό. Βλέποντας οι Παφλαγόνες έμειναν κατάπληκτοι με όλους αυτούς τους ένοπλους χορούς.
[12] Κατόπιν αυτών βλέποντας ο Μυσός εκείνους να τα έχουν χαμένα, έπεισε κάποιον Αρκάδα που είχε μια χορεύτρια και την έφερε μέσα στον τόπο του χορού, αφού την ετοίμασε και την στόλισε, όσο γινόταν πιο όμορφα, και της έδωσε να κρατεί μιαν ελαφρά ασπίδα. Εκείνη χόρεψε ανάλαφρα την πυρρίχη.6 [13] Τότε χαλασμός έγινε από τα χειροκροτήματα κι οι Παφλαγόνες ρώτησαν αν μαζί τους πολεμούσαν και γυναίκες. Κι εκείνοι τους είπαν πως αυτές ήταν που έτρεψαν εις φυγήν το βασιλιά απ᾽ το στρατόπεδό του! Έτσι τελείωσε η νύχτα εκείνη.
----------------
Κύρου ἀνάβασις 6, 1, 1-13
[6.1.1] ἐκ τούτου δὲ ἐν τῇ διατριβῇ οἱ μὲν ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἔζων, οἱ δὲ καὶ λῃζόμενοι ἐκ τῆς Παφλαγονίας. ἐκλώπευον δὲ καὶ οἱ Παφλαγόνες εὖ μάλα τοὺς ἀποσκεδαννυμένους, καὶ τῆς νυκτὸς τοὺς πρόσω σκηνοῦντας ἐπειρῶντο κακουργεῖν· καὶ πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων. [6.1.2] ὁ δὲ Κορύλας, ὃς ἐτύγχανε τότε Παφλαγονίας ἄρχων, πέμπει παρὰ τοὺς Ἕλληνας πρέσβεις ἔχοντας ἵππους καὶ στολὰς καλάς, λέγοντας ὅτι Κορύλας ἕτοιμος εἴη τοὺς Ἕλληνας μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι. [6.1.3] οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπεκρίναντο ὅτι περὶ μὲν τούτων σὺν τῇ στρατιᾷ βουλεύσοιντο, ἐπὶ ξένια δὲ ἐδέχοντο αὐτούς· παρεκάλεσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀνδρῶν οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι. [6.1.4] θύσαντες δὲ βοῦς τῶν αἰχμαλώτων καὶ ἄλλα ἱερεῖα εὐωχίαν μὲν ἀρκοῦσαν παρεῖχον, κατακείμενοι δὲ ἐν σκίμποσιν ἐδείπνουν, καὶ ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων, οἷς ἐνετύγχανον ἐν τῇ χώρᾳ. [6.1.5] ἐπεὶ δὲ σπονδαί τε ἐγένοντο καὶ ἐπαιάνισαν, ἀνέστησαν πρῶτον μὲν Θρᾷκες καὶ πρὸς αὐλὸν ὠρχήσαντο σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ ἥλλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως καὶ ταῖς μαχαίραις ἐχρῶντο· τέλος δὲ ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον παίει, ὡς πᾶσιν ἐδόκει {πεπληγέναι τὸν ἄνδρα}· ὁ δ᾽ ἔπεσε τεχνικῶς πως. [6.1.6] καὶ ἀνέκραγον οἱ Παφλαγόνες. καὶ ὁ μὲν σκυλεύσας τὰ ὅπλα τοῦ ἑτέρου ἐξῄει ᾄδων τὸν Σιτάλκαν· ἄλλοι δὲ τῶν Θρᾳκῶν τὸν ἕτερον ἐξέφερον ὡς τεθνηκότα· ἦν δὲ οὐδὲν πεπονθώς. [6.1.7] μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν, οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις. [6.1.8] ὁ δὲ τρόπος τῆς ὀρχήσεως ἦν, ὁ μὲν παραθέμενος τὰ ὅπλα σπείρει καὶ ζευγηλατεῖ, πυκνὰ δὲ στρεφόμενος ὡς φοβούμενος, λῃστὴς δὲ προσέρχεται· ὁ δ᾽ ἐπειδὰν προΐδηται, ἀπαντᾷ ἁρπάσας τὰ ὅπλα καὶ μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους· καὶ οὗτοι ταῦτ᾽ ἐποίουν ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν αὐλόν· καὶ τέλος ὁ λῃστὴς δήσας τὸν ἄνδρα καὶ τὸ ζεῦγος ἀπάγει· [6.1.9] ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ζευγηλάτης τὸν λῃστήν· εἶτα παρὰ τοὺς βοῦς ζεύξας ὀπίσω τὼ χεῖρε δεδεμένον ἐλαύνει. μετὰ τοῦτο Μυσὸς εἰσῆλθεν ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἔχων πέλτην, καὶ τοτὲ μὲν ὡς δύο ἀντιταττομένων μιμούμενος ὠρχεῖτο, τοτὲ δὲ ὡς πρὸς ἕνα ἐχρῆτο ταῖς πέλταις, ποτὲ δ᾽ ἐδινεῖτο καὶ ἐξεκυβίστα ἔχων τὰς πέλτας, ὥστε ὄψιν καλὴν φαίνεσθαι. [6.1.10] τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο κρούων τὰς πέλτας καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο· καὶ ταῦτα πάντα ἐν ῥυθμῷ ἐποίει πρὸς τὸν αὐλόν. [6.1.11] ἐπὶ δὲ τούτῳ {ἐπιόντες} οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν Ἀρκάδων ἀναστάντες ἐξοπλισάμενοι ὡς ἐδύναντο κάλλιστα ᾖσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥσπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς προσόδοις. ὁρῶντες δὲ οἱ Παφλαγόνες δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι. [6.1.12] ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς, πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς κούφην αὐτῇ. ἡ δὲ ὠρχήσατο πυρρίχην ἐλαφρῶς. [6.1.13] ἐνταῦθα κρότος ἦν πολύς, καὶ οἱ Παφλαγόνες ἤροντο εἰ καὶ γυναῖκες συνεμάχοντο αὐτοῖς. οἱ δ᾽ ἔλεγον ὅτι αὗται καὶ αἱ τρεψάμεναι εἶεν βασιλέα ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τῇ μὲν νυκτὶ ταύτῃ τοῦτο τὸ τέλος ἐγένετο.
***
[1] Έπειτα απ᾽ αυτά τα γεγονότα κατά την παραμονή τους στα Κοτύωρα άλλοι ζούσαν αγοράζοντας τα τρόφιμα από την αγορά κι άλλοι λεηλατώντας την Παφλαγονία. Λεηλατούσαν όμως κι οι Παφλαγόνες με πολλή επιτηδειότητα όσους ήταν σκορπισμένοι και προσπαθούσαν να κακοποιούν όσους κατεσκήνωναν τη νύχτα μακριά. Απ᾽ αυτές τις πράξεις οι Έλληνες κι οι Παφλαγόνες ήταν μεταξύ τους σε σχέσεις εχθρικότατες.
[2] Ο Κορύλας λοιπόν, που τότε συνέβαινε να είναι αρχηγός των Παφλαγόνων, στέλνει στους Έλληνες απεσταλμένους με άλογα και ωραίες στολές να τους ειπούν πως ήταν πρόθυμος μήτε να αδικεί τους Έλληνες, αλλά και μήτε να αδικείται. [3] Οι στρατηγοί όμως αποκρίθηκαν ότι γι᾽ αυτό το ζήτημα θα αποφασίσουν μαζί με το στρατό, δέχθηκαν όμως να τους φιλοξενήσουν. Στη φιλοξενία προσκάλεσαν κι από τους Έλληνες όσους εθεωρούσαν κατ᾽ εξοχήν αξίους μιας τέτοιας τιμής.
[4] Αφού λοιπόν θυσίασαν βόδια, που είχαν πάρει από τους εχθρούς και άλλα ζώα κατάλληλα για θυσία, οργάνωσαν ένα μεγάλο συμπόσιο κι εδειπνούσαν ξαπλωμένοι σε στοιβάδες φύλλων από δένδρα κι έπιναν κρασί από κεράτινα ποτήρια, που τα εύρισκαν εκεί σ᾽ αυτή τη χώρα.
[5] Όταν έκαμαν σπονδές κι ετραγούδησαν τον παιάνα,1 πρώτα σηκώθηκαν Θράκες και, συνοδεία αυλού, χόρεψαν οπλισμένοι και πηδούσαν ψηλά και ελαφρά, κρατώντας και τα μαχαίρια τους. Τέλος κτυπά ο ένας τον άλλον ώστε να φανεί σ᾽ όλους πως τον πλήγωσε· κι ο πληγωμένος έπεσε κάτω με αρκετή τέχνη. [6] Και οι Παφλαγόνες φώναξαν δυνατά. Τότε ο νικητής εσκύλευσε τα όπλα του νικημένου και βγήκε από τον τόπο που χόρευαν, τραγουδώντας το τραγούδι του Σιτάλκα,2 ενώ άλλοι Θράκες μετέφεραν έξω τον νικημένο, που τάχα ήταν νεκρός, πράγματι όμως τίποτε δεν είχε πάθει.
[7] Ακολούθως σηκώθηκαν Αινιάνες και Μάγνητες,3 που χόρεψαν ένοπλοι το χορό που λέγεται καρπαία. [8] Ο τρόπος που χόρευαν ήταν τούτος: ένας βάζει κάτω στη γη τα όπλα κι αρχίζει δήθεν να σπέρνει και να οδηγεί τα βόδια, συχνά όμως στρέφει προς τα πίσω το κεφάλι του, σα φοβισμένος, και να που άλλος παρουσιάζεται και κάνει το ληστή. Μόλις ο πρώτος τον ιδεί από μακριά, αρπάζει τα όπλα του από κάτω, τον συναντά και μάχεται μαζί του εμπρός στο ζευγάρι τα βόδια. Κι αυτά όλα τα έκαναν με ρυθμό σύμφωνα με τη μουσική του αυλού. Στο τέλος ο ληστής δένει το ζευγολάτη και φεύγει, παίρνοντας μαζί του και το ζευγάρι τα βόδια. [9] Καμιά φορά όμως δένει ο ζευγολάτης το ληστή κι έπειτα ζέχνει το ληστή κοντά στα βόδια και με τα χέρια του δεμένα πίσω οδηγεί κι εκείνον και τα βόδια.
Έπειτα άρχισε να χορεύει ένας Μυσός4 κρατώντας σε κάθε του χέρι από μια μικρή από κλωνάρια ιτιάς ασπίδα, κι άλλοτε, χορεύοντας, έκανε πως μαχόταν με δυο αντιπάλους κι άλλοτε χρησιμοποιούσε τις μικρές ασπίδες για ν᾽ αποκρούσει τον ένα, άλλοτε πάλι, κρατώντας τις ασπίδες στροβιλιζόταν κι έκανε τούμπες προς τα πίσω κι έτσι φαινόταν ένα ωραίο θέαμα. [10] Στο τέλος χόρεψε τον περσικό χορό, κτυπώντας τις ασπίδες και καθόταν οκλαδόν και ξανασηκωνόταν.5 Κι όλ᾽ αυτά τα έκανε ρυθμικά, σύμφωνα με το σκοπό που του έδινεν ο αυλός.
[11] Αμέσως κατόπιν, στρατιώτες απ᾽ τη Μαντίνεια και μερικοί άλλοι Αρκάδες σηκώθηκαν και, φέροντας όσο το δυνατό πιο ωραίον οπλισμό, βάδιζαν ρυθμικά σύμφωνα με τον ενόπλιο ρυθμό που έδινεν ο αυλός κι έπειτα τραγούδησαν τον παιάνα και χόρεψαν, όπως ακριβώς γίνεται με την προσέλευση της ιεράς πομπής προς το βωμό. Βλέποντας οι Παφλαγόνες έμειναν κατάπληκτοι με όλους αυτούς τους ένοπλους χορούς.
[12] Κατόπιν αυτών βλέποντας ο Μυσός εκείνους να τα έχουν χαμένα, έπεισε κάποιον Αρκάδα που είχε μια χορεύτρια και την έφερε μέσα στον τόπο του χορού, αφού την ετοίμασε και την στόλισε, όσο γινόταν πιο όμορφα, και της έδωσε να κρατεί μιαν ελαφρά ασπίδα. Εκείνη χόρεψε ανάλαφρα την πυρρίχη.6 [13] Τότε χαλασμός έγινε από τα χειροκροτήματα κι οι Παφλαγόνες ρώτησαν αν μαζί τους πολεμούσαν και γυναίκες. Κι εκείνοι τους είπαν πως αυτές ήταν που έτρεψαν εις φυγήν το βασιλιά απ᾽ το στρατόπεδό του! Έτσι τελείωσε η νύχτα εκείνη.
----------------
1 Στο τέλος του συμποσίου προσέφεραν σπονδή στον αγαθό δαίμονα και τραγουδούσαν τον παιάνα.
2 Νικητήριο άσμα που είχε πάρει το όνομά του από τον βασιλιά των Οδρυσών της Θράκης Σιτάλκη, γνωστό, μεταξύ άλλων, για την εκστρατεία του εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα (429 π.Χ.).
3 Οι Αινιάνες ήταν λαός της Θεσσαλίας που ζούσε στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού. Οι Μαγνήτες κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή της Όσσας και του Πηλίου.
4 Η Μυσία ήταν περιοχή της βορειοδυτικής Μ. Ασίας, ανατολικά της χώρας των Τρώων.
5 Ο χορός αυτός ονομαζόταν και ὄκλασμα.
6 H πυρρίχη ήταν πολεμικός χορός που χορευόταν από οπλισμένους με περικεφαλαία, ασπίδα και δόρυ άνδρες, οι οποίοι με τις κινήσεις τους μιμούνταν τυπικές στρατιωτικές κινήσεις κατά την επίθεση και την άμυνα.