Στάδιο Circus Maximus
Οι Ρωμαίοι αγαπούσαν το θέατρο αλλά είχαν πάθος για τις αρματοδρομίες· και το μεγαλύτερο από τα στάδια της Ρώμης χωρούσε κάπου 200.000 φανατικούς των αρματοδρομιών. Το στάδιο, σε σχήμα πετάλου, είχε τρία διαζώματα: το χαμηλότερο, που βρισκόταν πιο κοντά στον αγωνιστικό χώρο, είχε θέσεις από μάρμαρο και προοριζόταν για τις ανώτερες τάξεις· οι μικρομεσαίοι καταλάμβαναν το μεσαίο διάζωμα, όπου τα καθίσματα ήταν ξύλινα· στο πάνω διάζωμα, όπου συγκεντρώνονταν «πατείς με, πατώ σε» τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, υπήρχε μόνο χώρος για ορθίους. Οι θέσεις ξεχωριστές, αλλά το πάθος κοινό για όλους.
Τις περισσότερες φορές οι αρματοδρόμοι διαγωνίζονταν με άρματα που τα έσερναν τέσσερα άλογα (τέθριππα). Κάθε αρματοδρομία περιελάμβανε 7 γύρους μέσα στον αγωνιστικό χώρο· ένας ολοκληρωμένος γύρος ήταν 568 μέτρα και έτσι η συνολική απόσταση που κάλυπταν οι αρματοδρόμοι (τουλάχιστον αυτοί που έμεναν στην κούρσα μέχρι το τέλος) ήταν 3.976 μέτρα. Έξι ή εφτά λεπτά αρκούσαν για να αναδείξουν τον νικητή της κούρσας, το άρμα του οποίου θα πρέπει να έτρεχε με μέση ωριαία ταχύτητα 40 χιλιομέτρων. Με δώδεκα ή και περισσότερες αρματοδρομίες τη μέρα, μπορούμε να φανταστούμε ότι το στάδιο, και μαζί του το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού της πρωτεύουσας, αναστέναζε ολημερίς.
Κάθε αρματοδρόμος ανήκε σε έναν από τους τέσσερις ιππικούς ομίλους, που ξεχώριζαν από τα χρώματα τους: Λευκοί, Πράσινοι, Γαλάζιοι και Κόκκινοι. Κάθε όμιλος είχε τους δικούς του οπαδούς ανάμεσα στο ρωμαϊκό πλήθος - από απλούς λάτρεις του αθλήματος μέχρι τους οργανωμένους «χούλιγκαν». Πίσω από τους τέσσερις ιππικούς ομίλους βρισκόταν ένα πυκνό δίκτυο παραγόντων με ποικίλα οικονομικά συμφέροντα, ενώ ένας εκτεταμένος μηχανισμός πρακτόρων φρόντιζε για τα στοιχήματα, που έδιναν και έπαιρναν πριν από κάθε κούρσα. Ο ρωμαϊκός ιππόδρομος λειτουργούσε έτσι και ως ένα απέραντο καζίνο με ανυπολόγιστο τζίρο. Τη διαπλοκή αθλητισμού και οικονομικών συμφερόντων συμπλήρωνε η πολιτική - αλλά αυτό θα το δούμε λίγο πιο κάτω.
Η ρωμαϊκή «Φόρμουλα 1»
Ένα στάδιο 200.000 θέσεων, ονόματι Circus Maximus (που σημαίνει στα λατινικά «Μέγιστος Κύκλος»), στην καρδιά της Ρώμης. Εδώ συρρέουν, σε περιόδους δημόσιων αργιών και γιορτών, μυριάδες Ρωμαίοι όλων των κοινωνικών τάξεων - προς μεγάλη τέρψη των λιανοπωλητών και μικροεμπόρων που διαφημίζουν την πραμάτεια τους στους γύρω χώρους και στις στοές κάτω από τις εξέδρες του σταδίου· και προς ακόμη μεγαλύτερη τέρψη των ταχυδακτυλουργών της απάτης και των πορτοφολάδων. Μέσα στο στάδιο χάνονται περιουσίες σε στοιχήματα· αλλά χάνονται και πορτοφόλια.
Πριν από το κανονικό πρόγραμμα των αρματοδρομιών οι θεατές έχουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν με μια ποικιλία από ακροβατικές επιδείξεις και νούμερα τσίρκου (circus - τσίρκο): αναβάτες που ιππεύουν δύο άλογα εναλλάξ, ξαπλώνουν, γονατίζουν, ανακλαδίζονται και κυβιστούν πάνω στη ράχη τους ή πηδούν από τη ράχη του αλόγου πάνω σε κινούμενο άρμα. Ορισμένοι από το πλήθος συζητούν με πάθος τα φαβορί της κούρσας και μαθαίνουν τις τελευταίες πληροφορίες για τα καινούργια ισπανικά καθαρόαιμα των Γαλάζιων - και φυσικά στοιχηματίζουν διάφορα ποσά στη βάση τέτοιων πληροφοριών. Άλλοι προτιμούν να παρακολουθούν την πολύχρωμη παρέλαση φυσιογνωμιών, εμφανίσεων και ενδυμασιών στις εξέδρες και τους διαδρόμους. Γυναίκες και άνδρες μπορούν να κάθονται δίπλα δίπλα - και αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται ένας κομψευόμενος νεαρός, για τις κινήσεις του οποίου λεπτομέρειες θα δώσουμε αργότερα.
Και κάποια στιγμή οι σάλπιγγες αναγγέλλουν την προσέλευση του καίσαρα, ο οποίος μπαίνει στο στάδιο περιστοιχισμένος από τα μέλη της οικογένειάς του και πλήθος ακολούθων και κατευθύνεται στο αυτοκρατορικό θεωρείο, από όπου θα δοθεί το σύνθημα για την έναρξη της κούρσας. Όρθιος, φορώντας πορφυρή επίσημη τήβεννο, και αφού χαιρετήσει τη λαοθάλασσα, ο καίσαρ αφήνει ένα λευκό μαντίλι να πέσει από το ύψος του θεωρείου στην αρένα - το σύνθημα για την εκκίνηση της αρματοδρομίας.
Τέσσερα τέθριππα, ένα για κάθε ιππικό όμιλο, έχουν ήδη πάρει τη θέση τους με κλήρωση στην αφετηρία. Πάνω στο άρμα, ντυμένοι ο καθένας στα χρώματα του ομίλου του, οι αρματηλάτες με κράνος και μαστίγιο στο χέρι - ξεκινούν. Σύννεφα σκόνης, μυριόστομες προτροπές, ζητωκραυγές, ένταση και πάθος. Ευνοημένος από την καλή εκκίνηση που του έδωσε η κλήρωση, ο Γαλάζιος προηγείται κατά τους τρεις πρώτους γύρους. Τον ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής ο Πράσινος. Στον τέταρτο γύρω ένα (όχι ασυνήθιστο) ατύχημα: ο αριστερός τροχός του Λευκού αρματοδρόμου ξύνει την πέτρινη στήλη που βρίσκεται στην καμπή της διαδρομής και το άρμα του ανατρέπεται καθώς ακούγεται το μαζικό βογκητό του πλήθους. Τα άλογα συνεχίζουν να τρέχουν σέρνοντας πίσω τους τον ηνίοχο που έχει τα λουριά τυλιγμένα στο σώμα του· εκείνος με το ειδικό μαχαίρι που έχει πάνω του γι᾽ αυτό τον σκοπό κόβει τα λουριά, απελευθερώνεται και σπεύδει να απομακρυνθεί από τον διάδρομο κουτσαίνοντας. Θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, αλλά έχει απλώς τραυματιστεί στο πόδι και το χέρι· το σίγουρο είναι ότι εγκαταλείπει τον αγώνα - στον οποίο τελικά, μετά από συνεχείς και αγωνιώδεις εναλλαγές, προηγείται, τώρα στον έκτο γύρο, και πάλι ο Γαλάζιος. Τα τέσσερα ισπανικά του καθαρόαιμα φαίνονται πολύ πιο νευρώδη και στον τελευταίο γύρο κερδίζουν σαφές προβάδισμα από τον αντίπαλο. Οι οπαδοί του Γαλάζιου αρματοδρόμου ζητωκραυγάζουν στις εξέδρες· και πιο δυνατά από όλους πανηγυρίζουν όσοι πόνταραν στον τελικό νικητή.
Το όνομά του είναι Scorpus, ανήκει στους Γαλάζιους εδώ και τρία χρόνια και έχει αναδειχτεί μέχρι τώρα 422 φορές νικητής· με άλλα λόγια πρόκειται για «σταρ» της αρματοδρομίας και μέγα είδωλο των φανατικών του αθλήματος. Φυσικά είναι πάμπλουτος και διάσημος. Το όνομά του φιγουράρει σε τοίχους σπιτιών και δάπεδα πλατειών, και κυκλοφορούν αναρίθμητα πορτρέτα του. Είναι ο πρώτος στο είδος του, αλλά δεν είναι ο μόνος. Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του είναι ο Σκόπας, ελληνικής καταγωγής, που ανήκει στους Πράσινους. Στη γενική κατάταξη ο Σκόπας, που είναι εξίσου διάσημος, είναι δεύτερος με 397 νίκες. Η δουλειά που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικά για λίγους, γιατί απαιτεί σκληρές προπονήσεις, άριστη φυσική κατάσταση και τη μέγιστη αυτοσυγκέντρωση στη διάρκεια της κούρσας. Κάθε φορά που ανεβαίνουν στο άρμα αποθεώνονται από τα πλήθη, αλλά και κάθε φορά που διαγωνίζονται έχουν μοιρασμένες πιθανότητες: μπορεί να γίνουν πιο πλούσιοι αλλά μπορεί και να χάσουν τη ζωή τους. Πολλοί από τους αρματοδρόμους πεθαίνουν εκατομμυριούχοι - αλλά νέοι. Στην κεντρική είσοδο του σταδίου, πάνω σε περίοπτη μαρμάρινη πλάκα, μνημονεύεται ο Fuscus, νεκρός στα 24 χρόνια του μετά από 57 νίκες· ο Crescens που έφυγε πλούσιος, αλλά στα 22 του· ο Aurelius Mollicius, που πρόλαβε να σηκώσει το τρόπαιο 125 φορές, πριν τραυματιστεί θανάσιμα στα 20 του. Οι πιο ανθεκτικοί, ικανοί ή απλώς τυχεροί αποσύρονται από τους αγωνιστικούς χώρους όταν οι φυσικές τους αντοχές μειώνονται. Αλλά οι αρματοδρόμοι λατρεύουν τον κίνδυνο, και ο κόσμος λατρεύει τους αρματοδρόμους. Κάθε καιρός έχει τη δική του «Φόρμουλα 1», το δικό του «Grand Prix», τους ήρωες και τα θύματά του.
Ένα στάδιο για όλες τις δουλειές
Αλλά ένα στάδιο, όπως ο Circus Maximus με τις 200.000 θέσεις του, χρησιμεύει και για άλλα πράγματα, που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με τον αθλητισμό. Οι Ρωμαίοι, κυρίως αυτοί που ανήκουν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και δεν συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στο σύστημα της πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας, έχουν εδώ μια μοναδική ευκαιρία να νιώσουν περήφανοι πολίτες μιας μεγάλης αυτοκρατορικής δύναμης η οποία, αφού κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του γνωστού κόσμου, φρόντισε να κοσμήσει την πρωτεύουσά της με κολοσσιαίες αρχιτεκτονικές κατασκευές και περίτεχνα μνημεία. Η παρουσία των πολιτικών ηγεμόνων, και κυρίως του αυτοκράτορα με όλη τη συνοδευτική πομπή του, στο θεωρείο και οι διάφορες τελετές που γίνονται πριν από την επίσημη έναρξη των αγώνων προβάλλουν μια μεγιστοποιημένη, πανηγυρική εικόνα πολιτικής ομόνοιας και συνοχής. Μέσα σ᾽ αυτή την ατμόσφαιρα εορτασμού και επίδειξης, οι ισχυροί του πρώτου διαζώματος με τα μαρμάρινα καθίσματα μοιάζει να βεβαιώνονται για τα προνόμιά τους· και ο απλός λαός που συνωθείται στις θέσεις ορθίων του πάνω διαζώματος μοιάζει να αντλεί, έστω για μερικές ώρες, κύρος καθώς βλέπει τον πλανητάρχη να τον χαιρετά όρθιος από το θεωρείο του. Αυτές οι 200.000 ψυχές που βρίσκονται εδώ ανανεώνουν κάθε φορά ένα συμβόλαιο ισχύος, που είναι εν μέρει πραγματικότητα και εν μέρει ψευδαίσθηση. Ηγεμόνες και υπήκοοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, υπήρξαν πάντα επιρρεπείς στην αυθυποβολή. Όποια και αν είναι η ατομική μοίρα του καθενός ξεχωριστά, το πλήθος των 200.000 Ρωμαίων αποκτά μέσα στο στάδιο μια συλλογική αίσθηση ισχύος· και το στάδιο γίνεται έτσι ένα από τα σύμβολα της ρωμαϊκής υπερδύναμης.
Πολλούς αιώνες αργότερα, τις μέρες του ιταλικού φασισμού, ο Μπενίτο Μουσολίνι θυμήθηκε την ιστορία του Circus Maximus και προσπάθησε να ξαναζωντανέψει τους συμβολισμούς του χώρου. Έβλεπε, προφανώς, τον εαυτό του ως θεματοφύλακα και αναβιωτή του ρωμαϊκού imperium («εξουσία, ισχύς»)· και οι Ιταλοί που τον πίστεψαν συγκεντρώνονταν στον χώρο όπου κάποτε υψωνόταν το τεράστιο αυτό οικοδόμημα για να τον επευφημήσουν. Την ιστορία συχνά τη γράφουν οι ψευδαισθήσεις· αλλά τις ψευδαισθήσεις τις συνειδητοποιούμε μόνο όταν γίνονται ιστορία.
Σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύει αυτός ο Circus Maximus; Ο Κικέρων δήλωσε κάποτε: «Σε τρεις περιπτώσεις ο λαός εκφράζει τη βούληση του: στις πολιτικές συγκεντρώσεις, στις εκλογές, και στα στάδια.» Αλλά ο Κικέρων έχει στο μυαλό του την περίοδο της Δημοκρατίας, όταν υπήρχαν αρκετές πολιτικές ελευθερίες. Καθώς περνούν τα χρόνια και οι αυτοκράτορες συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερες εξουσίες στα χέρια τους, τα στάδια, με πρώτο τον Circus Maximus, γίνονται ο πιο σημαντικός δημόσιος χώρος πολιτικής έκφρασης του λαού. Μυριάδες λαού βρίσκουν εδώ την ευκαιρία να απευθύνουν εν χορώ αιτήματα προς τον ηγέτη τους. Δεν είναι ίσως δύσκολο να απορρίψεις τα αιτήματα μιας αντιπροσωπείας που σε επισκέπτεται· είναι όμως πολύ δύσκολο να κωφεύσεις στο βροντώδες «απαιτούμε» 200.000 ανθρώπων, όταν βρίσκεσαι ανάμεσα τους. Πολλά τέτοια αιτήματα για φορολογικές ελαφρύνσεις ή απαλλαγές ή για κάθε είδους παροχές ακούστηκαν και ικανοποιήθηκαν επιτόπου - μέσα στο στάδιο. Πολλοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούν αυτές τις ευκαιρίες για να κάνουν «λαϊκίστικη πολιτική υποσχέσεων» και να ενισχύσουν την πολιτική τους θέση· αλλά δεν είναι όλοι τους αρκετά προσεκτικοί. Ένας από αυτούς, πριν από τους αγώνες και ενθουσιασμένος από τις επευφημίες του πλήθους, γύρισε στον υπουργό οικονομικών και του είπε: «Δώσ᾽ τα όλα» · αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε και απέφευγε να πηγαίνει στο στάδιο για να έχει το κεφάλι του πιο ήσυχο. Αυτό ήταν το δεύτερο λάθος: γιατί έχασε την εκτίμηση του λαού ακριβώς επειδή δεν πήγαινε στο στάδιο. Το λάθος, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν επικοινωνιακό.
Ορισμένοι, όμως, από τους ρωμαίους ηγέτες είναι χαρισματικοί από επικοινωνιακή άποψη και τα καταφέρνουν θαυμάσια από το θεωρείο (το «μπαλκόνι», ας πούμε) του σταδίου, πιάνοντας κουβέντα με το πλήθος είτε διαμέσου κηρύκων είτε γραπτώς: δηλαδή, ακούν τα συνθήματα του κόσμου και στη συνέχεια υπαγορεύουν την απάντησή τους σε κάποιον που την αναγράφει σε μεγάλα «πλακάτ», ώστε να μπορεί να διαβαστεί από μεγάλη απόσταση - και ούτω καθεξής. Σε άλλες περιπτώσεις ο ηγέτης επικοινωνεί με χειρονομίες, σαν ηθοποιός στη σκηνή. Φυσικά, οι Ρωμαίοι έχουν αδυναμία στους ηθοποιούς που διαθέτουν εκφραστική κίνηση. Έτσι, το ρωμαϊκό στάδιο, εκτός από αθλητικό κέντρο, είναι και καζίνο και ένα είδος ανοιχτής βουλής και χώρος πολιτικών διαδηλώσεων: σπορ, χρήμα, πολιτική. Τι λείπει από την εικόνα;
Προσοχή στους «χούλιγκαν»
Μετά τον τερματισμό της τελευταίας αρματοδρομίας της ημέρας, οι μυριάδες του Circus Maximus αρχίζουν να βγαίνουν από το στάδιο. Ο μεγαλύτερος όγκος των θεατών βιάζονται να γυρίσουν στα σπίτια τους και σκορπίζουν στους γύρω δρόμους. Κάποιοι άλλοι δεν φαίνεται να βιάζονται ιδιαίτερα και καθυστερούν, κατά ομάδες, έξω από το στάδιο παρατηρώντας τις επιγραφές (τα «γκράφιτι») στους εξωτερικούς τοίχους. Χαραγμένες επιγραφές παντού, παλιότερες και καινούργιες. Μερικές άσχετες: «Ο Κόιντος αγαπάει τη Σεπτιμίλλα» και «Ο Μίλων είναι ωραίο παιδί» - μάλλον παλιές και ξεθωριασμένες αγάπες που ήταν μια φορά κι έναν καιρό. Άλλες επιγραφές μνημονεύουν ξακουστές νίκες ξακουστών αρματοδρόμων· αλλού το όνομα του Γαλάζιου πρωταθλητή έχει σβηστεί από κάποιους που προτιμούν να διαφημίσουν τον δικό τους Πράσινο· και πιο ωραία απ᾽ όλες η ποιητικότατη επιγραφή που ανακεφαλαιώνει όλες τις υπόλοιπες:
Τοίχε κακόμοιρε, που κουβαλάς γραμμένη πάνω σου τόση βλακεία,
πώς είσαι ακόμα όρθιος και δεν γκρεμίστηκες; Ιδού η απορία!
Κάποιος, που δεν εκτιμά το μήνυμα της επιγραφής, επιμένει να προσθέσει κάτι δικό του: «Σκόπα, σε αγαπάμε.» Ο μεγάλος πρωταθλητής των Πράσινων δεν ήταν σε καλή μέρα σήμερα, αλλά το «fan club» είναι απτόητο. Στη διάρκεια της τελευταίας αρματοδρομίας οι Πράσινοι και Γαλάζιοι θεατές αντάλλαξαν συνθήματα -όχι ιδιαίτερα ευγενικά. Και καθώς έβγαιναν από το στάδιο, οι θερμόαιμοι των δύο παρατάξεων φιλοδώρησαν αλλήλους μερικές πέτρες- μέχρι που έπεσαν πάνω τους οι στρατιώτες και τους χώρισαν.
Το μόνο καλό είναι ότι άρχισε κιόλας να νυχτώνει. Η νύχτα στην αρχαία Ρώμη είναι πολύ σκοτεινή - ακόμη και για τους χούλιγκαν. Ο Circus Maximus είναι τώρα απέραντος, άδειος και σιωπηλός· και η ρωμαϊκή νύχτα έχει κιόλας χωνέψει νικητές και ηττημένους, κερδισμένους και χαμένους, πλούσιους και φτωχούς.
Σε απευθείας σύνδεση με τον Circus Maximus - και με τον ποιητή Οβίδιο.
Για να ᾽μαι, δεσποινίς, ειλικρινής, από άλογα δεν έχω εγώ χαμπάρι·
εύχομαι, όμως, να νικήσει τελικώς το άλογο που έχετε ποντάρει.
Βρίσκομαι εδώ για να ᾽μαστέ κοντά· θέλω μαζί σας λίγο να μιλήσω,
τον έρωτα που έχω στην καρδιά θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω.
Εγώ αρκούμαι να κοιτώ εσάς· εσείς, βεβαίως, βλέπετε τα άτια:
καθένας βλέπει ό,τι προτιμά κι ό,τι γουστάρουν καθενός τα μάτια.
Ποιου αναβάτη είστε οπαδός; Μάλλον του Πράσινου, απ᾽ ό,τι είδα…
Νομίζω ότι είναι τυχερός που ᾽χει οπαδό μια τέτοια δεσποινίδα.
Αχ, να ᾽μουνα στη θέση του εγώ! Σα σίφουνας με τ᾽ άρμα θα κινούσα,
μ᾽ επιμονή και με ηρωισμό τ᾽ αλόγατα θα έριχνα στην κούρσα:
είτε με χαλινάρια χαλαρά είτε χτυπώντας το μαστίγιό μου,
με τον αριστερό μου τον τροχό θα έξυνα τη στήλη του διαδρόμου.
Και θα με βλέπατε με θαυμασμό… μόνο που εν τοιαύτη περιπτώσει
κίνδυνος θα υπήρχε σοβαρός η προσοχή μου εντελώς να χαλαρώσει.
Γιατί αποτραβιέστε, δεσποινίς; Είμαι ο διπλανός σας βάσει νόμου,
καθ᾽ όσον είναι σύστημα μεικτόν το σύστημα αυτού του ιπποδρόμου.
Φίλε, εσύ στα δεξιά, για προσοχή! Δε σου ανήκει όλη η κερκίδα·
πρόσεχε τον αγκώνα σου γιατί νομίζω ενοχλείς τη δεσποινίδα.
Κι εσύ, από την πίσω τη σειρά, μάζεψε τις αρίδες σου κομμάτι -
δεν έχεις το θεό σου δηλαδή, της κάρφωσες τα γόνατα στην πλάτη.
Αχ, δεσποινίς, κοιτάξτε λίγο εδώ! Το φόρεμα σας ακουμπάει χάμου!
Μαζέψτε το…, ή μάλλον όχι εσείς, καλύτερα τα χέρια τα δικά μου.
Τι ζέστη ανυπόφορη κι αυτή! Απ᾽ τον ιδρώτα έχω γίνει χάλια -
αν θέλετε αέρα, δεσποινίς, κουνάω ευχαρίστως τη βεντάλια.
Εκτός, βεβαίως, κι αν η κάψα αυτή δεν είναι κάτι που ᾽ρχεται απ᾽ έξω,
μα βγαίνει απ᾽ τη φλόγα της καρδιάς - κι αυτό δεν ξέρω αν θα το αντέξω.
Αλλά τι βλέπω… σκονιστήκατε… Παλιοαέρα, τι μας έχεις κάνει!
Κι εσύ, καταραμένη σκόνη, γρήγορα φύγε απ᾽ της κυρίας το φουστάνι!
Όμως η ώρα έφτασε, ιδού, έτοιμα για να κάψουνε το νήμα
τα τέθριππα είν᾽ όλα στη γραμμή! Να το μαντίλι, δόθηκε το σήμα!
Ιδού ο Πράσινός σας, δεσποινίς! Έλα, μεγάλε, πρέπει να νικήσεις!
Το θέλει η κυρία από δω - το θέλουνε και τ᾽ άλογά σου επίσης!
Πρόσεξε, ρε μεγάλε, τη στροφή· την πήρες ανοιχτά, πιο μέσα κάνε!
Κάνε πιο μέσα, λέμε, ρέεεε! Οι άλλοι από πίσω θα μας φάνε!
Πιο μέσα, έτσι μπράβο, δυνατά! Η κοπελιά σού ζήτησε μια χάρη·
πάρε ξανά την εσωτερική, τράβα τ᾽ αριστερό σου χαλινάρι!
ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΑΧΟΥ
Πλούσιος, σακάτης ή νεκρός
Στη Ρώμη όλοι με λένε Πορσήνα, αλλά το πραγματικό μου όνομα είναι Νέκαρ. Είμαι Γερμανός, και γεννήθηκα σ᾽ ένα χωριό του Μέλανα Δρυμού, όπου μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου και οκτώ αδέρφια πέρασα σκληρά αλλά ήσυχα παιδικά χρόνια κάνοντας τον γεωργό και τον υλοτόμο - όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Ήμουν είκοσι χρονών, όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός ήρθε στα μέρη μας με τις λεγεώνες του. Ήρθε, έλεγαν τότε, για να υποτάξει τους πολεμάρχους της περιοχής που δεν έμεναν ήσυχοι και που είχαν κάνει παλιότερα ζημιές στον ρωμαϊκό στρατό. Μπορεί να είναι κι έτσι· αλλά εγώ πιστεύω ότι οι Ρωμαίοι θα έρχονταν μια μέρα έτσι κι αλλιώς, γιατί είχαν σχέδιο να κάνουν τα μέρη μας δικά τους. Πολέμησα μαζί με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια μου. Οι δυο σκοτώθηκαν, ο τρίτος δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, εγώ πιάστηκα αιχμάλωτος και μεταφέρθηκα στη Ρώμη. Εκεί ο ρωμαίος αξιωματικός, που ήταν και το αφεντικό μου, με οδήγησε σε έναν δουλέμπορο, που φαινόταν πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αφού ήμουν ψηλός, γεροδεμένος, με δυνατές πλάτες, και σίγουρα θα έπιανα πολύ καλή τιμή στην αγορά.
Δεν ήταν γραφτό μου να καταλήξω δούλος όπως οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες μου που ήρθαν αιχμάλωτοι στην Ιταλία. Την πρώτη κιόλας μέρα που ο νέος ιδιοκτήτης μου με έβγαλε στο παζάρι για πούλημα, ένας μελαμψός και βλοσυρός τύπος με πρόσεξε, με εξέτασε με το βλέμμα του από την κορφή ως τα νύχια και άρχισε αμέσως να κάνει ερωτήσεις στον δουλέμπορο. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν ήξερα ακόμη τη γλώσσα των Ρωμαίων. Ο πελάτης με πλησίασε, άνοιξε το στόμα μου, κοίταξε τα δόντια και ψηλάφησε με τα χέρια του το πάνω μέρος του κορμιού μου, κάνοντας συνεχώς μορφασμούς που μάλλον έδειχναν ικανοποίηση. Μετά, από ό,τι κατάλαβα, άρχισε να παζαρεύει την τιμή. Δεν καθυστέρησε πολύ. Το «εμπόρευμα» του άρεσε και πρέπει να έδωσε κάτι παραπάνω για να το αποκτήσει.
Με ανέβασαν πάνω σε μια άμαξα, πάντα αλυσοδεμένο. Το ταξίδι πρέπει να κράτησε πολλές ώρες, γιατί θυμάμαι ότι κοιμήθηκα, ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα. Φτάσαμε κάποτε σ᾽ ένα κτήμα κοντά στη Νάπολη (όπως έμαθα αργότερα). Είχε μια τεράστια αυλή και γύρω τρία ή τέσσερα κτίρια χτισμένα έτσι που να σχηματίζουν κάτι σαν τετράγωνο που του έλειπε η μια πλευρά. Στον χώρο της αυλής άντρες με γυμνασμένα σώματα, άλλοι γυμνοί κι άλλοι φορώντας πανοπλίες και κρατώντας διάφορα όπλα, έκαναν ασκήσεις. Με κατέβασαν και με πήγαν μέσα σ᾽ ένα από τα κτίρια - σ᾽ ένα δωμάτιο, μάλλον μικρό, με εφτά κρεβάτια. Σε λίγο εμφανίστηκε πάλι εκείνος ο βλοσυρός τύπος που με είχε αγοράσει. Μαζί του είχε κάποιον που μου φαινόταν γνώριμος - γνώριμος γιατί, όπως σε λίγο κατάλαβα, ήταν ίδια ράτσα μ᾽ εμένα, Γερμανός. Μιλούσε πολύ διαφορετικά από ό,τι στα δικά μας μέρη, αλλά τον καταλάβαινα και με καταλάβαινε αρκετά καλά. Ρώτησε το όνομα μου. Του είπα το όνομα και ότι πεινούσα πολύ. Κάτι είπε στον μελαμψό τύπο κι εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά. Τότε ο συμπατριώτης μου υποσχέθηκε ότι στο εξής θα έτρωγα σαν βασιλιάς· θα έτρωγα σαν βασιλιάς, αλλά θα γυμναζόμουν σκληρά από το πρωί ως το βράδυ. Βρισκόμουν, μου είπε, στην πιο φημισμένη Σχολή Μονομάχων της Ιταλίας. Από εκεί θα έβγαινα με τον καιρό μονομάχος και, ποιος ξέρει, μπορεί να γινόμουν πλούσιος. «Πλούσιος;» ρώτησα, χωρίς να καταλαβαίνω. «Πλούσιος,» μου είπε, «ή σακάτης, ή νεκρός. Από σένα εξαρτάται.»
Ο διχτάς, ο Σαμνίτης και τ᾽ άλλα παιδιά
Ο άνθρωπος που με είχε αγοράσει στη Ρώμη ήταν ο ιδιοκτήτης της Σχολής, παλιός μονομάχος και ο ίδιος. Η Σχολή του είχε κάπου εκατό εκπαιδευόμενους. Ήταν όλοι τους αιχμάλωτοι πολέμου, σαν εμένα, δούλοι ή βαρυποινίτες από φυλακές, και ορισμένοι μάλιστα θανατοποινίτες. Στο δωμάτιο, ή καλύτερα στο κελί, που μου έδωσαν υπήρχαν άνθρωποι όλων αυτών των κατηγοριών. Η Σχολή είχε πολύ προσωπικό: φρουρούς, εκπαιδευτές και δούλους που μαγείρευαν. Το πρόγραμμα ήταν βαρύ, άρχιζε με το χάραμα της μέρας και τέλειωνε με το σούρουπο, αλλά πολλές φορές συνεχιζόταν και με το φως των πυρσών. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Πολέμων και η καταγωγή του ήταν από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ήταν σκληρός άνθρωπος αλλά για μένα έδειξε από την αρχή κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια - ίσως γιατί είχε επενδύσει πολλά πάνω μου.
Όταν κάποιος ρωμαίος αξιωματούχος στη Ρώμη, και σπανιότερα σε άλλες επαρχιακές πόλεις, γιόρταζε κάτι (ας πούμε μια στρατιωτική νίκη) ή ήθελε να καλοπιάσει τον λαό, πρόσφερε με δικές του δαπάνες αγώνες μονομάχων. Φυσικά πλήρωνε τους ιδιοκτήτες των σχολών για να του δώσουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για τους αγώνες· οι μονομάχοι του Πολέμωνα ήταν περιζήτητοι.
Ήμουν εκπαιδευόμενος για έναν ολόκληρο χρόνο. Οι μονομάχοι, ανάλογα με τη σωματική τους διάπλαση και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους, χωρίζονται ήδη από το στάδιο της εκπαίδευσης σε διάφορες κατηγορίες: οι πιο σωματώδεις και δυσκίνητοι αγωνίζονται με πλήρη πανοπλία, ασπίδα και ξίφος· οι βαρύτερα οπλισμένοι ονομάζονται «Σαμνίτες», και αυτοί που έχουν κάπως ελαφρύτερη εξάρτυση είναι οι «Θρακιώτες»· ύστερα είναι οι λεγόμενοι «διχτάδες», δηλαδή αυτοί που είναι οπλισμένοι μόνο με μια τρίαινα και ένα δίχτυ, που το χρησιμοποιούν για να ακινητοποιήσουν τον αντίπαλο σαν θήραμα για να τον καρφώσουν στη συνέχεια με την τρίαινα. Οι πιο βαρείς και αργόστροφοι αγωνίζονται με βαριά ξίφη και φορούν περικεφαλαίες με σιδερένια προσωπίδα που όμως δεν έχει τρύπες για να βλέπουν· έτσι μονομαχούν στα τυφλά. Οι θεατές διασκεδάζουν εξαιρετικά με αυτό το είδος της τυφλής μονομαχίας· αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν το διασκεδάζουν καθόλου.
Στην αρχή ο Πολέμων με προόριζε για Σαμνίτη· ύστερα άλλαξε γνώμη και με έκανε διχτά, επειδή παρ᾽ όλο τον όγκο μου ήμουν πολύ ευκίνητος. Οχτώ μήνες αλύπητης εκπαίδευσης στην ειδικότητα του διχτά. Ο αρχιεκπαιδευτής ήταν ενθουσιασμένος με τις επιδόσεις μου, έπινε κυριολεκτικά νερό στο όνομά μου και προέβλεπε ότι θα έκανα θραύση στις αρένες. Στο κελί μου είχα συγκάτοικο και έναν Ισπανό, που τον ήξεραν όλοι σαν «Μυταρά». Ο Μυταράς ήταν ψηλός και ζύγιζε όσο τρεις κανονικοί άνθρωποι μαζί. Αυτός έγινε Σαμνίτης· ήταν ο καλύτερος φίλος μου.
Θυμάμαι ότι όσο ήμουν στη Σχολή μάς έδιναν φαγητό τρεις φορές τη μέρα. Μιλάμε για πολύ και καλό φαΐ. Ποτέ άλλοτε δεν είχα φάει τόσο πολύ και τόσο καλά στη ζωή μου· το ίδιο έλεγαν και οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι· και όλοι μαζί διασκεδάζαμε με τον Μυταρά τον Ισπανό, που έτρωγε πάντα διπλάσιες μερίδες και όταν δεν χόρταινε, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά, καθάριζε και τα αποφάγια των άλλων.
Φαΐ και εκπαίδευση, εκπαίδευση και φαΐ. Έμαθα να χειρίζομαι με μεγάλη μαεστρία το δίχτυ και να ακινητοποιώ τον αντίπαλο με το αριστερό χέρι· με το δεξί κρατούσα την τρίαινα και χτυπούσα. Ο Πολέμων έτριβε τα χέρια του. Μου είχε, όπως είπα, κάποια συμπάθεια (που δεν έδειχνε συνήθως για κανέναν και για τίποτε), αλλά ποτέ δεν νοιάστηκε να με ρωτήσει για την προηγούμενη ζωή μου. Κι ήταν αυτός που μου έδωσε το ρωμαϊκό όνομα «Πορσήνας», επειδή, έλεγε, του θύμιζα κάποιον Πορσήνα. Δεν μου έδωσε ποτέ περισσότερες εξηγήσεις· άλλωστε ήταν τύπος που ελάχιστα μιλούσε.
Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω
Πάνω στον χρόνο έμαθα ότι ήμουν έτοιμος για την πρώτη επίσημη εμφάνισή μου σε μονομαχία. Μέχρι τότε ήξερα μόνο από ψευτομονομαχίες για προπόνηση, αν και μια δυο φορές από εκνευρισμό λίγο έλειψε να «καθαρίσω» κάποιον συμμαθητή μου. Ένα πρωί ο αρχιεκπαιδευτής, παρουσία του Πολέμωνα, μας συγκέντρωσε στη μεγάλη αυλή της Σχολής και μας ανακοίνωσε ότι τριάντα από μας θα ταξίδευαν στη Ρώμη για τους αγώνες μονομαχίας που έδινε ο καίσαρας. Ήμουν φυσικά ένας από τους τριάντα. Μας είπαν ακόμη ότι θα μονομαχούσαμε σε ζεύγη· ο αντίπαλός μας μπορεί να ήταν από άλλη Σχολή, αλλά δεν αποκλειόταν η κλήρωση να μας έφερνε αντιμέτωπους με πρώην συμμαθητές μας. Αυτό το τελευταίο δεν μας άρεσε και πολύ· όταν το ακούσαμε κοιταχτήκαμε σιωπηλά στα μάτια με τον Μυταρά - γιατί ξέραμε ότι διχτάδες και Σαμνίτες ήταν συνδυασμός που πολύ ενθουσίαζε τους ρωμαίους θεατές. Μας έδωσαν κι άλλες οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουμε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα - που θα γινόταν, μας είπαν, στο αμφιθέατρο του Φλαβίου στη Ρώμη, που είχε εγκαινιαστεί πέντε χρόνια νωρίτερα και χωρούσε κάπου 50.000 θεατές.
Ήταν η τέταρτη χρονιά της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού· κι ήταν η δεύτερη φορά, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, που πήγαινα στη Ρώμη, αυτή τη φορά όχι σαν αιχμάλωτος πολέμου αλλά σαν «αριστούχος απόφοιτος» της Σχολής Μονομάχων της Νάπολης. Σεπτέμβρης μήνας κι η πόλη γιόρταζε. Νόμιζα πως οι άμαξες θα μας μετέφεραν κατευθείαν στο αμφιθέατρο για τους αγώνες. Αλλά μας περίμενε μια έκπληξη - και μια εμπειρία από αυτές που δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.
Όσοι είχαν σχολές μονομάχων, σαν τον Πολέμωνα, είχαν καθιερώσει τη συνήθεια να παραθέτουν επίσημο δείπνο στους μονομάχους που επρόκειτο να αγωνιστούν στην αρένα την επόμενη μέρα. Το δείπνο μας, λοιπόν, γινόταν με την ευγενή χορηγία του δικού μας Πολέμωνα και ενός άλλου σχολάρχη, που οι μονομάχοι του θα έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Το μενού ήταν πολύ πλούσιο· αλλά τι να το κάνεις; Ο ποιητής Οράτιος, αν δεν κάνω λάθος, λέει κάπου ότι και το βασιλικότερο γεύμα είναι άνοστο γι᾽ αυτόν που νιώθει ότι από πάνω του κρέμεται το σπαθί του Δαμοκλή. Από πάνω μας κρέμονταν τα σπαθιά των αυριανών αντιπάλων μας, και συνειδητοποιήσαμε ακριβώς εκείνες τις ώρες ότι για πολλούς από μας εκείνο θα ήταν το τελευταίο δείπνο.
Εκείνο το βράδυ κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το προαίσθημα του θανάτου κάνει τους ανθρώπους να φέρονται με παράξενους τρόπους. Ορισμένοι από τους θανατοποινίτες, που ήξεραν ότι έτσι κι αλλιώς οι ώρες τους ήταν μετρημένες, έτρωγαν ασταμάτητα και με φοβερή βουλιμία ό,τι περνούσε μπροστά από τα μάτια τους και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν με τα χέρια τους - μέχρι που έγερναν μισολιπόθυμοι από το φαγητό. Άλλοι έμεναν σιωπηλοί και κοίταζαν στο κενό, ακουμπώντας μετά βίας τα φαγητά. Ο Μυταράς ήταν ένας από αυτούς· γύριζε συχνά και με κοίταζε χωρίς να μιλάει· δεν φαινόταν να φοβάται αλλά ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του και έμενε πολύ μακριά από τις συνηθισμένες γαστριμαργικές επιδόσεις του. Άλλοι πάλι έχαναν σε κάποια στιγμή την ψυχραιμία τους, ξεσπούσαν σε λυγμούς και ζητούσαν να κάνουν τη διαθήκη τους.
Πρέπει να διευκρινίσω ότι αυτό το δείπνο ήταν ελεύθεροι να το παρακολουθούν ως απλοί θεατές διάφοροι περίεργοι, από τους φανατικούς των μονομαχιών, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες φανερώνοντας μια αρρωστημένη ικανοποίηση από το θέαμα. Γι᾽ αυτούς η ιδέα του θανάτου ήταν ένα παιχνίδι που το έβλεπαν από απόσταση ασφαλείας. Προφανώς ηδονίζονταν με το παιχνίδι και διασκέδαζαν με τους ακούσιους παίκτες. Ίσως, είπα τότε στον εαυτό μου, πιο σκληρή κι από τον θάνατο να είναι η ανθρώπινη φύση.
Αλλά στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να αποσυρθούμε για ύπνο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σκεφτόμουν, και έφερνα τόσο καθαρά στο μυαλό μου για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τους δικούς μου, το χωριό μου στη Γερμανία, τα περήφανα δάση του Μέλανα Δρυμού, όπου μεγάλωσα και όπου ένιωσα τη χαρά της ελευθερίας. Τα έβλεπα καθαρά αλλά και πολύ μακριά, παράξενα μακριά. Στο χάραμα οι φύλακες μας ξύπνησαν φωνάζοντας δυνατά και μας παρότρυναν να ετοιμαστούμε.
Μονομαχία στο Κολοσσαίο
Έτσι αντίκρισα για πρώτη φορά το κολοσσιαίο αμφιθέατρο του Φλάβιου. Μας έβαλαν μέσα από μια ειδική είσοδο και μας συγκέντρωσαν σε μια αίθουσα κάτω από τις εξέδρες. Ακούγαμε τις κραυγές του κόσμου που περίμενε ανυπόμονα να αρχίσει το πρόγραμμα των μονομαχιών. Κάποια στιγμή μας είπαν ότι έγινε η κλήρωση των ζευγαριών που θα μονομαχούσαν - συνολικά είκοσι ζευγάρια. Εγώ έβγαινα πέμπτος στην αρένα και είχα να αντιμετωπίσω έναν Σαμνίτη - ευτυχώς όχι από τη δική μας ομάδα. Ο Μυταράς κληρώθηκε δεύτερος, κι αυτός με αντίπαλο από το άλλο στρατόπεδο. Η αγωνία μας είχε κορυφωθεί, όταν μας είπαν ότι πρέπει να βγούμε όλοι μαζί στην αρένα και να παρελάσουμε πριν από τον αγώνα. Είχαμε εντολή να σταματήσουμε μπροστά στο αυτοκρατορικό θεωρείο και να χαιρετήσουμε τον καίσαρα.
Προχωρήσαμε, και τα είκοσι κληρωμένα ζεύγη μαζί, σ᾽ έναν μακρύ διάδρομο· καθώς προχωρούσαμε, το φως της μέρας μέσα στον διάδρομο ζωήρευε και οι ιαχές του κόσμου ακούγονταν όλο και πιο βροντερές. Τέλος φτάσαμε μπροστά σε μια καγκελωτή σιδερένια πόρτα· την άνοιξαν και βγήκαμε στην αρένα. Αξέχαστη στιγμή, που μας έλυσε τα γόνατα και μας έκοψε την ανάσα. Ο ήλιος ήταν κιόλας ψηλά στον ουρανό, που μου φαινόταν θολός και πένθιμος· ξαφνικά ένιωσα ότι ολόκληρη η Ρώμη, συναγμένη μέσα στο τεράστιο εκείνο αμφιθέατρο, ήταν σκυμμένη πάνω από τα κεφάλια μας και ούρλιαζε μανιασμένη μέσα στ᾽ αφτιά μας. Το πλήθος ήταν όρθιο στις εξέδρες, παραληρούσε. Κάναμε τον γύρο του αμφιθεάτρου και σταματήσαμε μπροστά σε μια ειδική εξέδρα, όπου μπορούσα να ξεχωρίσω τους επισήμους, και πρώτον απ᾽ όλους τον αυτοκράτορα ντυμένο με πορφυρή τήβεννο. Σταθήκαμε, υψώσαμε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε, το δεξί χέρι και φωνάξαμε όλοι μαζί: «Χαίρε Καίσαρα, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν!» Το πλήθος αλάλαξε άλλη μια φορά. Μας οδήγησαν πάλι, μέσα από την ίδια δίοδο, κάτω από τις εξέδρες· και πριν προλάβουμε να κοιταχτούμε μεταξύ μας, δυο οπλισμένοι άντρες κάλεσαν το πρώτο ζευγάρι μονομάχων και το οδήγησαν έξω στην αρένα.
Τον θάνατο έμαθα πρώτα να τον ακούω και να τον αφουγκράζομαι, πριν μάθω να τον βλέπω με τα μάτια μου. Προφανώς η πρώτη αναμέτρηση είχε αρχίσει. Μπορούσα να το καταλάβω από τις εναλλαγές των κραυγών του πλήθους: μικρά διαστήματα βουβαμάρας, όπου άκουγες τον μεταλλικό ήχο των όπλων, ύστερα βροντερές επευφημίες ή το μυριόστομο βογκητό των θεατών, ύστερα πάλι εκείνη η ψυχρή κλαγγή όπλων. Δεν θυμάμαι να πω πόσο κράτησε, αλλά κάποια στιγμή άκουγα όλο το αμφιθέατρο να φωνάζει ρυθμικά κάτι που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω· και μετά από λίγο οι δυο οπλισμένοι άντρες γύρισαν και οδήγησαν το δεύτερο ζευγάρι στην αρένα. Ήταν η σειρά του Ισπανού του Μυταρά - που τον είδα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα να προσεύχεται. Τον χτύπησα στην πλάτη καθώς σηκωνόταν. Νόμιζα πως δεν θα τον ξαναδώ. Ευτυχώς έκανα λάθος.
Έζησα βουβός μια μικρή αιωνιότητα, ακούγοντας τη μανία του πλήθους σαν μέσα σ᾽ ένα κακό όνειρο, μέχρι που σήμανε η ώρα της πέμπτης μονομαχίας. Βγήκαμε στην αρένα και κατευθυνθήκαμε στο κέντρο. Εκείνη την ώρα δεν άκουγα σχεδόν τίποτε πέρα από ένα πνιγμένο βουητό, που δεν ήξερα αν ήταν από τον έξω κόσμο ή μέσα από το κεφάλι μου. Δεν σκεφτόμουν, μόνο παρακολουθούσα τις κινήσεις του αντιπάλου μου. Σταθήκαμε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Απέφυγα να τον κοιτάξω στα μάτια· έβλεπα μόνο το τεράστιο σώμα του και άρχισα να σκέφτομαι με το ένστικτό μου ότι έπρεπε να τον παγιδεύσω. Ο Σαμνίτης ήταν δυσκίνητος και δεν είχε πολύ καλή φυσική κατάσταση, γιατί μετά τις πρώτες άστοχες επιθετικές του κινήσεις άρχισε να ανασαίνει βαριά και σήκωνε με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία το βαρύ ξίφος. Βαθμιαία συνειδητοποίησα ότι το κοινό ενθουσιαζόταν κάθε φορά που με τη σβελτάδα μου απέφευγα τα χτυπήματά του· και όταν τελικά κατάφερα, μετά από αρκετή ώρα, να του ρίξω το δίχτυ σκεπάζοντας το κεφάλι και τη δεξιά ωμοπλάτη του, ήξερα ότι η εξέδρα ήταν με το μέρος μου. Ήταν ήδη κατάκοπος, παραπάτησε και σωριάστηκε στην άμμο. Δίστασα για λίγο, αλλά όταν είδα ότι σηκωνόταν πάλι, με το ξίφος ακόμη στο χέρι, έπεσα πάνω του και έσπρωξα με δύναμη την τρίαινα ακριβώς κάτω από τον θώρακά του, στο διάφραγμα.
Δεν θα ντραπώ να ομολογήσω ότι τη στιγμή εκείνη με πλημμύρισε μια άγρια χαρά, όπως όταν σκότωσα τον πρώτο μου κάπρο στα βουνά της πατρίδας μου. Ο Σαμνίτης φαινόταν «τελειωμένος»· το αίμα ανάβλυζε από το βαθύ τραύμα, και τα μάτια του φαίνονταν να βασιλεύουν. Καθώς το πρώτο συναίσθημα της χαράς άρχισε να υποχωρεί και το πλήθος συνέχιζε να με επευφημεί, έβλεπα το αίμα του να αναβλύζει και να βάφει την άμμο· ήταν ακίνητος, όταν δυο άτομα τον έπιασαν από τα πόδια και τα χέρια και τον έσυραν γρήγορα έξω από τον στίβο, ενώ δυο τρεις άλλοι ανακάτευαν την άμμο για να σκεπάσουν τη λίμνη του αίματος στο σημείο όπου είχε πέσει ο αντίπαλός μου. Επέστρεψα στον χώρο κάτω από τις εξέδρες, όπου με βαθιά ανακούφιση ξαναβρήκα τον Μυταρά. Είχε το δεξί χέρι δεμένο με πανιά που τα είχε ποτίσει το αίμα· αλλά είχε νικήσει τον αντίπαλό του. Σφίξαμε αμίλητοι τα χέρια μας. Το ίδιο βράδυ έμαθα από τον Πολέμωνα ότι η νίκη μου μου είχε αποφέρει ένα σεβαστό ποσό - και ότι όλο το αμφιθέατρο ρωτούσε να μάθει ποιος είναι αυτός ο ξανθός διχτάς. Η μοίρα με είχε υποδεχτεί χαμογελαστή στην επίσημη πρώτη μου· χαιρόμουν γι᾽ αυτό, αλλά δεν ήξερα πόσο θα κρατούσε η εύνοιά της - ή οι δικές μου δυνάμεις και ικανότητες.
Στη μνήμη του Ισπανού του «Μυταρά»
Κράτησαν· και το χαμόγελο της μοίρας και οι δυνάμεις μου. Έγινα μεγάλο όνομα, απόκτησα θαυμαστές και θαυμάστριες, συγκέντρωσα ένα σημαντικό ποσό, μονομαχώντας για εφτά χρόνια και νικώντας συνολικά πάνω από εκατό αντιπάλους. Δεν τους αποτελείωνα όλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι θεατές ζητούσαν χάρη για λογαριασμό του νικημένου, και ο επίσημος από το θεωρείο έστρεφε τον αντίχειρα προς τα πάνω δίνοντας τη συγκατάθεσή του. Άλλοτε, όταν ο αντίπαλος έδινε την εντύπωση δειλίας ή γενικά δεν ικανοποιούσε τους θεατές με την επίδοση του στην αρένα, το πλήθος ζητούσε επίμονα και επιτακτικά τη χαριστική βολή - και τότε ο επίσημος αντίχειρας στρεφόταν προς τα κάτω. Είδαν πολλά τα μάτια μου αυτά τα εφτά χρόνια: ρωμαλέους μονομάχους που πανικοβάλλονταν όταν ερχόταν η σειρά τους και αρνιούνταν να βγουν στην αρένα, παρακαλώντας και κλαίγοντας σα μικρά παιδιά - οπότε οι οπλισμένοι υπάλληλοι του αμφιθεάτρου τους ανάγκαζαν να αγωνιστούν σπρώχνοντάς τους με πυρακτωμένα σίδερα στην αρένα. Είδα τραυματισμένους ανθρώπους να πέφτουν πάνω στην άμμο και να καμώνονται τους σκοτωμένους για να γλιτώσουν τη ζωή τους - οπότε οι πανταχού παρόντες άνθρωποι του αμφιθεάτρου χτυπούσαν τους κροτάφους τους με σφυριά για να διαπιστώσουν αν πράγματι είναι «τελειωμένοι». Είδα μονομάχους να παρακαλούν τον αντίπαλο να τους χαρίσει τη ζωή - κάτι που μερικές φορές το πετύχαιναν, αν και οι ίδιοι δεν είχαν χαρίσει στο παρελθόν τη ζωή των αντιπάλων τους.
Μετά από εφτά χρόνια και 108 νίκες κέρδισα, εκτός από χρήματα, το δικαίωμα του «ξύλινου σπαθιού» - που σημαίνει ότι μπορούσα πλέον να κρεμάσω το δίχτυ και την τρίαινα μου και να αποσυρθώ από την αρένα. Με τα χρήματα που είχα κερδίσει μπορούσα άνετα να αγοράσω την ελευθερία μου και να περάσω στην τάξη των «απελεύθερων». Αγόρασα ένα σπίτι - όσο πιο μακριά γινόταν από το φλαβιανό αμφιθέατρο. Παρ᾽ όλα αυτά, συχνά όταν γίνονταν αγώνες, το μανιασμένο βουητό των 50.000 θεατών έφτανε καθαρό και γνώριμο στ᾽ αφτιά μου. Δεν πήγα ποτέ στους αγώνες ως θεατής - εκείνη την άγρια χαρά της πρώτης νίκης μου πάνω στον Σαμνίτη τη θυμόμουν με ένα παράξενο, ανάμεικτο συναίσθημα απόστασης, ευγνωμοσύνης και αποστροφής. Κάποτε ήμουν ένας ορεσίβιος νεαρός Γερμανός, ευχαριστημένος με τη μοίρα του και τον τόπο του· ύστερα έγινα ένας διάσημος διχτάς που σκεφτόταν με το ένστικτο της επιβίωσης, ζούσε παρέα με τον κίνδυνο και του έφτανε που ξυπνούσε το πρωί «ζωντανός»· μετά έγινα ένας ευκατάστατος απελεύθερος που προσπαθούσε να συμβιβαστεί με το ματωμένο παρελθόν του. Τρεις εποχές, τρεις διαφορετικοί εαυτοί. Δεν επέστρεψα ποτέ στον Μέλανα Δρυμό - αλλά συνέχισα να τον ονειρεύομαι, όπως ονειρεύομαι ακόμη το σπίτι μου, τη μάνα, τον πατέρα μου και τα αδέλφια μου.
Τα τελευταία χρόνια πλήρωσα έναν δάσκαλο· έμαθα να γράφω και να διαβάζω, ανακάλυψα ότι μου άρεζε το θέατρο, πηγαίνω πού και πού στις αρματοδρομίες και συχνά διαβάζω ιστορία και ποίηση. Γνώρισα την τυφλή αδικία της μοίρας όταν αιχμάλωτος κατέληξα στην εξέδρα του δουλεμπόρου· είδα με τα μάτια μου, τα αφτιά μου, τις αισθήσεις και την ψυχή μου την ακατέργαστη, σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων· τώρα θέλω να ανακαλύψω και να εκμεταλλευτώ αυτό που μας χωρίζει από τα θηρία - κυρίως τα ανθρώπινα. Ακούω κάποτε συζητήσεις ανάμεσα σ᾽ αυτούς που υποστηρίζουν τον θεσμό της μονομαχίας και σ᾽ εκείνους που ζητούν την κατάργησή του στο όνομα των θεών και του ανθρωπισμού. Ομολογώ ότι ελπίζω πιο πολύ στον δεύτερο παρά στους πρώτους, ίσως γιατί είδα τους περισσότερους από τους συμμαθητές μου να τους σέρνουν κομματιασμένους έξω από την αρένα - αυτούς που λίγες στιγμές πριν προσεύχονταν δακρυσμένοι. Ελπίζω στο μέλλον οι συζητήσεις αυτές να πιάσουν τόπο· ελπίζω αυτοί που θέλουν τις μονομαχίες να νιώσουν κάποτε -έστω και για μια ελάχιστη στιγμή- αυτό που νιώθει ο μονομάχος την ώρα που χαιρετάει σαν μελλοθάνατος το αυτοκρατορικό θεωρείο… να νιώσουν ότι ο άνθρωπος που τυλίγει στο δίχτυ του σαν θήραμα έναν άλλον άνθρωπο για να τον πετσοκόψει δεν θα μπορέσει ποτέ πια στη ζωή του να γελάσει χωρίς μελαγχολία.
Είπα να κάτσω και να καταγράψω μνήμες από αυτή τη ζωή που μου έλαχε. Δεν είμαι λογοτέχνης, και αυτά που γράφω μπορεί να μην τα δεχτεί ποτέ κανένας εκδότης. Τα γράφω όμως γιατί έτσι νιώθω πως οι αναμνήσεις μού επιτρέπουν να λογοδοτήσω στον εαυτό μου γι᾽ αυτό που είμαι σήμερα· τα γράφω γιατί ίσως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· τα γράφω και στη μνήμη του Μυταρά, που κάποτε με αγκάλιασε με τα τεράστια χέρια του πριν βγει στην αρένα, μου είπε: «Θα τα ξαναπούμε μετά τους αγώνες» και δεν μπόρεσε ποτέ να τηρήσει την υπόσχεσή του.