Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (863-895)

ΧΟ. ― πότερον ἐγὼ μάταιος, ἢ κλύω τινὸς
οἴκτου δι᾽ οἴκων ἀρτίως ὁρμωμένου;
865 τί φημί;
― ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον, ἀλλὰ δυστυχῆ
κωκυτὸν εἴσω, καί τι καινίζει στέγη.
― ξύνες δὲ
τήνδ᾽ ὡς ἀηδής καὶ συνωφρυωμένη
870 χωρεῖ πρὸς ἡμᾶς γραῖα σημανοῦσά τι.
ΤΡ. ὦ παῖδες, ὡς ἄρ᾽ ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν
ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον.
ΧΟ. τί δ᾽, ὦ γεραιά, καινοποιηθὲν λέγεις;
ΤΡ. βέβηκε Δῃάνειρα τὴν πανυστάτην
875 ὁδῶν ἁπασῶν ἐξ ἀκινήτου ποδός.
ΧΟ. οὐ δή ποθ᾽ ὡς θανοῦσα; ΤΡ. πάντ᾽ ἀκήκοας.
ΧΟ. τέθνηκεν ἡ τάλαινα; ΤΡ. δεύτερον κλύεις.
ΧΟ. τάλαιν᾽, ὀλεθρία· τίνι τρόπῳ θανεῖν σφε φῄς;
ΤΡ. σχετλίῳ τὰ πρός γε πρᾶξιν. ΧΟ. εἰπὲ τῷ μόρῳ,
880 γύναι, ξυντρέχει.
ΤΡ. αὑτὴν διηίστωσε.
ΧΟ. τίς θυμός, ἢ τίνες νόσοι,
τάνδ᾽ αἰχμᾷ βέλεος κακοῦ
ξυνεῖλε; πῶς ἐμήσατο
885 πρὸς θανάτῳ θάνατον
ἀνύσασα μόνα; ΤΡ. στονόεντος
ἐν τομᾷ σιδάρου.
ΧΟ. ἐπεῖδες, ὦ ματαία, τάνδ᾽ ὕβριν;
ΤΡ. ἐπεῖδον, ὡς δὴ πλησία παραστάτις.
890 ΧΟ. τίς ἦν; πῶς; φέρ᾽ εἰπέ.
ΤΡ. αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε.
ΧΟ. τί φωνεῖς; ΤΡ. σαφηνῆ.
ΧΟ. ἔτεκ᾽ ἔτεκε μεγάλαν ἁ
νέορτος ἅδε νύμφα
895 δόμοισι τοῖσδ᾽ Ἐρινύν.

***
Να μου φαίνεται εμένα τάχα, ή ακούω
κάποιο θρήνο να βγαίνει απ᾽ το παλάτι;
αλήθεια, ή όχι;
Και βέβαια ακούεται καθαρά από μέσα
κάποιος να σκούζει· κάτι νέο θα τρέχει.
ΧΟΡ. Και νά, γιά ιδές,
έρχεται κατά μας με σκοτεινή όψη
κι αλλοπαρμένη αυτή η γριά, σα να ᾽χει
870 κακιά είδηση να φέρει. ΒΑΓ. Ω παιδιά μου,
σε τέτοια ηταν λοιπόν κακά μεγάλα
να κάμει αρχή το δώρο το σταλμένο
στον Ηρακλή. ΧΟΡ. Γερόντισσα, τί νέο
λες έχει γίνει; ΒΑΓ. Η Δηιάνειρα έχει πάρει
τον πιο στερνόν απ᾽ όλους δρόμο, δίχως
να κουνήσει ποδάρι. ΧΟΡ. Δε λες βέβαια
πως πέθανε; ΒΑΓ. Άκουσες που σ᾽ το ᾽πα. ΧΟΡ. Αλήθεια,
μα έχει πεθάνει η δύστυχη; ΒΑΓ. Σου το ᾽πα
και δεύτερη φορά ξανάκουσέ το.
ΧΟΡ. Ω συφορά της, ω χαμός,
μα πώς λες πέθανε, μα πώς;
ΒΑΓ. Όπως χειρότερα κανείς
μπορεί να φανταστεί.
ΧΟΡ. Γυναίκα, μα ποιός θάνατος
880 λοιπόν την έχει βρει;
ΒΑΓ. Μόνη της έχει σκοτωθεί.
ΧΟΡ. Ποιά της ψυχής παραφορά,
ποιά βλάβη νου πήρε και αυτήν
μ᾽ όπλου καταραμένου αιχμή;
πώς τον μελέτησε
θάνατο πάνω σε θάνατο
να βγάλει μόνη της πέρα;
ΒΑΓ. Με κόψη ολέθριου σύνεργου.
ΧΟΡ. Κι εμπρός σου ειδες, κακόμοιρη,
την τέτοια αποκοτιά;
ΒΑΓ. Την είδα, ναι· παράστεκα κοντά της.
890 ΧΟΡ. Μα ποιός; μα πώς; λέγε λοιπόν.
ΒΑΓ. Με τα ίδια της τα χέρια το ᾽χει κάμει.
ΧΟΡ. Τί λες; ΒΑΓ. Τη μόνη αλήθεια.
ΧΟΡ. Γέννησε, γέννησε
μεγάλη η νιόφερτη νύφη
σ᾽ αυτά τα σπίτια συφορά.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (4.220-4.291)

220 Ὄφρα τοὶ ἀμφεπένοντο βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον,
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων·
οἱ δ᾽ αὖτις κατὰ τεύχε᾽ ἔδυν, μνήσαντο δὲ χάρμης.
Ἔνθ᾽ οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις Ἀγαμέμνονα δῖον,
οὐδὲ καταπτώσσοντ᾽, οὐδ᾽ οὐκ ἐθέλοντα μάχεσθαι,
225 ἀλλὰ μάλα σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν.
ἵππους μὲν γὰρ ἔασε καὶ ἅρματα ποικίλα χαλκῷ·
καὶ τοὺς μὲν θεράπων ἀπάνευθ᾽ ἔχε φυσιόωντας
Εὐρυμέδων, υἱὸς Πτολεμαίου Πειραΐδαο·
τῷ μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε παρισχέμεν, ὁππότε κέν μιν
230 γυῖα λάβῃ κάματος, πολέας διὰ κοιρανέοντα·
αὐτὰρ ὁ πεζὸς ἐὼν ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν·
καί ῥ᾽ οὓς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων,
τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν·
«Ἀργεῖοι, μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς·
235 οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ᾽ ἀρωγός,
ἀλλ᾽ οἵ περ πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο,
τῶν ἤτοι αὐτῶν τέρενα χρόα γῦπες ἔδονται,
ἡμεῖς αὖτ᾽ ἀλόχους τε φίλας καὶ νήπια τέκνα
ἄξομεν ἐν νήεσσιν, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν.»
240 Οὕς τινας αὖ μεθιέντας ἴδοι στυγεροῦ πολέμοιο,
τοὺς μάλα νεικείεσκε χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν·
«Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες, οὔ νυ σέβεσθε;
τίφθ᾽ οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠΰτε νεβροί,
αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο θέουσαι,
245 ἑστᾶσ᾽, οὐδ᾽ ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή·
ὣς ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες, οὐδὲ μάχεσθε.
ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν, ἔνθα τε νῆες
εἰρύατ᾽ εὔπρυμνοι, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,
ὄφρα ἴδητ᾽ αἴ κ᾽ ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων;»
250 Ὣς ὅ γε κοιρανέων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ Κρήτεσσι κιὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν.
οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἰδομενῆα δαΐφρονα θωρήσσοντο·
Ἰδομενεὺς μὲν ἐνὶ προμάχοις, συῒ εἴκελος ἀλκήν,
Μηριόνης δ᾽ ἄρα οἱ πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας.
255 τοὺς δὲ ἰδὼν γήθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
αὐτίκα δ᾽ Ἰδομενῆα προσηύδα μειλιχίοισιν·
«Ἰδομενεῦ, περὶ μέν σε τίω Δαναῶν ταχυπώλων
ἠμὲν ἐνὶ πτολέμῳ ἠδ᾽ ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ
ἠδ᾽ ἐν δαίθ᾽, ὅτε πέρ τε γερούσιον αἴθοπα οἶνον
260 Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται.
εἴ περ γάρ τ᾽ ἄλλοι γε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
δαιτρὸν πίνωσιν, σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ
ἕστηχ᾽, ὥς περ ἐμοί, πιέειν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι.
ἀλλ᾽ ὄρσευ πόλεμόνδ᾽, οἷος πάρος εὔχεαι εἶναι.»
265 Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα·
«Ἀτρεΐδη, μάλα μέν τοι ἐγὼν ἐρίηρος ἑταῖρος
ἔσσομαι, ὡς τὸ πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα·
ἀλλ᾽ ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ᾽, ἐπεὶ σύν γ᾽ ὅρκι᾽ ἔχευαν
270 Τρῶες· τοῖσιν δ᾽ αὖ θάνατος καὶ κήδε᾽ ὀπίσσω
ἔσσετ᾽, ἐπεὶ πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀτρεΐδης δὲ παρῴχετο γηθόσυνος κῆρ·
ἦλθε δ᾽ ἐπ᾽ Αἰάντεσσι κιὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν·
τὼ δὲ κορυσσέσθην, ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν.
275 ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος αἰπόλος ἀνὴρ
ἐρχόμενον κατὰ πόντον ὑπὸ Ζεφύροιο ἰωῆς·
τῷ δέ τ᾽ ἄνευθεν ἐόντι μελάντερον ἠΰτε πίσσα
φαίνετ᾽ ἰὸν κατὰ πόντον, ἄγει δέ τε λαίλαπα πολλήν,
ῥίγησέν τε ἰδών, ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα·
280 τοῖαι ἅμ᾽ Αἰάντεσσι διοτρεφέων αἰζηῶν
δήϊον ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες
κυάνεαι, σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι.
καὶ τοὺς μὲν γήθησεν ἰδὼν κρείων Ἀγαμέμνων,
καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
285 «Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε χαλκοχιτώνων,
σφῶϊ μέν —οὐ γὰρ ἔοικ᾽ ὀτρυνέμεν— οὔ τι κελεύω·
αὐτὼ γὰρ μάλα λαὸν ἀνώγετον ἶφι μάχεσθαι.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος πᾶσιν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γένοιτο·
290 τῶ κε τάχ᾽ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος,
χερσὶν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε.»

***
220 Εκείνοι τον ανδράγαθον Μενέλαον θεραπεύαν
κι ήλθαν ωστόσο επάνω τους οι φάλαγγες των Τρώων
κι έπιασαν τ᾽ άρματα και αυτοί τον πόλεμον ν᾽ αρχίσουν·
οκνόν τότε δεν θα ᾽βλεπες τον δυνατόν Ατρείδην
να δειλιά, να κρύβεται, την μάχην ν᾽ αποφεύγει,
225 αλλά να ορμά στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ᾽ άνδρες·
το λαμπρό αμάξι, τ᾽ άλογα που φλογερά φυσούσαν,
αφήνει του Ευρυμέδοντος υιού του Πτολεμαίου
του Πειραΐδη και σιμά να τα ᾽χει τον προστάζει
πρόχειρα, οπόταν κάματος τα μέλη του νικήσει
230 εκεί που θα τακτοποιεί σαν αρχηγός, τα πλήθη·
και αυτός πεζός τες φάλαγγες των μαχητών περνούσε
κι όσους θωρούσε Δαναούς στην μάχην να σπουδάζουν,
λόγια τους έλεγε καλά το θάρρος τους ν᾽ αυξήσει:
«Αργείοι, μην αφήνετε την ανδρικήν ορμήν σας.
235 Δεν βοηθεί τους δολερούς ο ύψιστος πατέρας·
και αυτών που πρώτοι αδίκησαν τους όρκους των πατώντας
τα τρυφερά τους σώματα θα καταφάγουν γύπες
και τες γυναίκες τους εμείς και τα μικρά παιδιά τους,
αφού την πόλιν πάρομε, θα σύρομε στα πλοία».
240 Κι όσους τον φρικτόν πόλεμον θωρούσε να τρομάζουν,
«Αργείοι», τους εφώναζε, «του τόξου ανδρειωμένοι,
ουτιδανοί, τάχα εντροπήν δε θα αισθανθείτε ακόμη;
Πώς παγωμένοι στέκεσθε, ωσάν τα ελαφομόσχια,
που ως αποκάμαν τρέχοντας σ᾽ απέραντην πεδιάδα
245 στέκονται, και στα στήθη τους, η δύναμις εκόπη;
Όμοια κι εσείς παγώσατε, ποσώς δεν πολεμείτε·
να ᾽λθουν οι Τρώες θέλετε σιμά κει που τα πλοία
στέκονται τα καλόπρυμνα στην άκρην της θαλάσσης
να ιδείτε αν χέρι σωστικό για σας υψώσει ο Δίας; »
250 Κι όπως αυτός βασιλικά τες τάξες των ανδρείων
εθεωρούσεν, έφθασε στο μέρος που ο γενναίος
Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,
και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου
και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.
255 Άμα τους είδ᾽ εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,
κι εγλυκομίλησεν ευθύς προς τον Ιδομενέα:
«Των ιππομάχων Δαναών τιμώ σε Ιδομενέα,
εξόχως και στον πόλεμον και σ᾽ ό,τι άλλο ακόμη·
και στο τραπέζι που εκλεκτό κρασί και πυρωμένο
260 εις τον κρατήρα συγκερνούν οι πρώτοι πολεμάρχοι
οι ανδρειωμένοι Αχαιοί το πίνουν μετρημένο
καθένας, αλλά πάντοτε συ έχεις το ποτήρι
γεμάτο εμπρός ως το ᾽χω εγώ, να πίνεις όταν θέλεις·
αλλ᾽ όρμησε στον πόλεμον και δείξου ως ήσουν πρώτα »
265 Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπε:
«Αγαπητόν σου σύντροφον θα μ᾽ έχεις εις την άκρην,
Ατρείδη, ως έστερξ᾽ απ᾽ αρχής κι υπόσχεσιν επήρα
τους ανδρειωμένους Αχαιούς τους άλλους να κινήσεις
ν᾽ αρχίσει ευθύς ο πόλεμος· αφού την συμφωνίαν
270 οι Τρώες τώρα εχάλασαν· και ως πάτησαν τους όρκους
και πρώτοι αδίκησαν, κακό τους περιμένει τέλος».
Αυτά είπε και ολόχαρος προχώρησ᾽ ο Ατρείδης
στο στράτευμα όσο πόφθασεν εκεί που εσυνταζόνταν
οι Αίαντες και σύννεφο μ᾽ αυτούς πεζών ανδρείων·
275 ως όταν σύννεφο βοσκός από ψηλά ξανοίγει
να προχωρεί στο πέλαγος με την πνοήν του ανέμου·
και φαίνεται στα μάτια του κατάμαυρο σαν πίσσα,
καθώς το πέλαγος περνά γεμάτο ανεμοζάλες,
τον παίρνει φόβος και οδηγεί μες στ᾽ άντρο το κοπάδι·
280 ομοίως εις τον πόλεμον κινούνταν των Αιάντων
πυκνότατες οι φάλαγγες ανδρειωμένων νέων
μαύρες, και λόγγον έκαναν λόγχες ομού και ασπίδες·
άμα τους είδ᾽ εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης
κι ευθύς τους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:
285 «Αίαντες σεις, ω αρχηγοί των θωρηκτών Αργείων,
εσάς δεν δίδω προσταγήν ότι δεν είναι πρέπον,
αφού και μόνοι τον λαόν στον πόλεμον κινείτε·
και, Απόλλων, είθε, και Αθηνά, και συ, πατέρα Δία,
αν είχαν όλοι την ψυχήν πόχετε σεις στα στήθη,
290 ευθύς εμπρός μας θα ᾽σκυφτεν η πόλις του Πριάμου
ολόβολη απ᾽ τα χέρια μας να μείνει ερημασμένη».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 4. Πώς να γίνετε πλανητάρχης

4.3. Με την ευγενή χορηγία του Μαικήνα


Από τις μεγάλες πεδιάδες της βόρειας Ιταλίας έφτασε μια μέρα στη Ρώμη (ας πούμε γύρω στο 52 π.Χ.) ένας ψηλός, μελαψός και εξαιρετικά ντροπαλός νεαρός, που ονομαζόταν Βιργίλιος. Στη Ρώμη βρέθηκε, κάπου δέκα χρόνια αργότερα, και ο πέντε χρόνια νεότερός του Οράτιος, από τη νότια Ιταλία. Συναντήθηκαν, και έγιναν φίλοι, στον φιλολογικό κύκλο του Μαικήνα.

Ο Μαικήνας ήταν προσωπικός φίλος του Αυγούστου. Αριστοκράτης από παλιό τζάκι και πάμπλουτος, αρνήθηκε σταθερά σε όλη τη ζωή του να αναμειχθεί επίσημα στην πολιτική. Υπήρξε όμως για πολύ καιρό ένας άτυπος «υπουργός πολιτισμού» του αυτοκράτορα και συνέβαλε σημαντικά στην προώθηση της πολιτιστικής και ηθικής πολιτικής του. 

Ο φιλόμουσος και φιλότεχνος αυτός ευπατρίδης έγινε ο μεγαλύτερος «σπόνσορας» της ποίησης στη διάρκεια του αυγούστειου καθεστώτος. Του άρεσαν οι ανέσεις, η πολυτέλεια και η καλή λογοτεχνική συντροφιά· ήταν όμως και οξυδερκής κυνηγός ποιητικών ταλέντων, διέθετε άριστη επικοινωνιακή πολιτική και έτσι κατάφερε να προσελκύσει τον Βιργίλιο και τον Οράτιο στον κύκλο του.

Αλήθεια

Η Οντολογία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μέσω της Συνείδησης – Αναφέρεται στο Είναι, στην Αντικειμενική Πραγματικότητα, κάθε ύπαρξης. Η Μεταφυσική (σαν Εφαρμοσμένη Οντολογία) είναι Αναζήτηση του Είναι μέσα στην Συνείδηση, πέραν του εγώ, της νόησης, των αισθήσεων...

Η Θρησκεία είναι Βίωση του Είναι, της Αντικειμενικής Πραγματικότητας της Ύπαρξης κι όχι θεωρίες ή απλοϊκές δραστηριότητες... (ορθοδοξία ή ορθοπραξία)

Η Αλήθεια Είναι «Εδώ», μέσα μας, όχι εκεί, στην νόηση, ή στον κόσμο...

Κάθε θρησκεία αναζητά την Αντικειμενική Πραγματικότητα, που περιγράψαμε πιο πάνω... Όλες οι ιστορικές θρησκείες προσπαθούν να προσεγγίσουν Αυτή Την Αντικειμενική Πραγματικότητα που περιγράψαμε... Μπορούμε να το αποδείξουμε...

Οι θρησκείες είναι ιστορικά φαινόμενα με πολλές διαστάσεις... Αυτοί που δικαιούνται όμως να μιλούν εξ’ ονόματος μίας θρησκείας, είναι αυτοί που γνωρίζουν σε βάθος και σε πλάτος την διδασκαλία, που Βιώνουν την Αλήθεια της, που προσεγγίζουν το «αντικείμενό» της, που τελειώνονται μέσω της διαδικασίας της, που φτάνουν σε Αυτό που η θρησκεία τους αντιλαμβάνεται σαν Ύστατη Πραγματικότητα... όχι οι κάθε είδους επαγγελματίες, ιερείς, ιεροκήρυκες, ιεραπόστολοι, οι κατ’ όνομα πιστοί, και το πλήθος που ακολουθεί... Όλοι λοιπόν οι «αληθινοί πιστοί», όλων των θρησκειών, προσανατολίζονται προς την Αντικειμενική Πραγματικότητα, που περιγράψαμε... Ας το αποδείξουμε...

Ο «αληθινός βουδιστής» φτάνει (τρόπος του λέγειν)... αφού έχει εξαλείψει διαδοχικά, μέσω των ρούπα-ντυάνα, τα σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα (τρεις βαθμίδες), κι αφού έχει ξεπεράσει διαδοχικά, μέσω των αρούπα-ντυάνα (σαμαπάττι), τις περιοχές του «παγκόσμιου, εσωτερικού, διαστήματος» (τρεις βαθμίδες)... στο Νιρβάνα, την τελική βαθμίδα, που είναι εξάλειψη της προσωπικής ύπαρξης, το Μπούντι, η Πλήρης Αντίληψη... Αυτό που αποκαλύπτεται είναι η Αντικειμενική Πραγματικότητα που στηρίζει όλα τα φαινόμενα... (Αυτό είναι το Σουνυάτα της σχολής Σουνιαβάντα, το Ταθάτα της σχολής Γιογκακάρα, το Ντάρμαντάτου της σχολής Αβαταμσάκα, το Μπούντι (το Γου-σιν) της σχολής Ζεν, το ΝτάρμαΚάγια του Θιβετανικού Βουδισμού, )...

Ο «αληθινός οπαδός της ΑντβάιταΒεδάντα», αντιλαμβάνεται, μέσω της Τζνάνα Γιόγκα (ντυάνα), κι αφού εξαντλήσει της λειτουργίες των μάνας, μπούντι, αχαμκάρα, ότι πέρα από τον παγκόσμιο χαρακτήρα του άτμαν (τρεις βαθμίδες) βρίσκεται η Αχανής Ουσία του Βράχμαν, η Απόλυτη Ενότητα του Είναι... Αυτό που αποκαλύπτεται είναι η Αντικειμενική Πραγματικότητα που στηρίζει τα πάντα...

Ο «αληθινός μύστης» της Ελληνικής θρησκείας «ανυψώνεται» μέσω της κυριαρχίας των δυνάμεων μέσα του, που αντιστοιχούν και σχετίζονται με τις κοσμικές λειτουργίες του Είναι (τους «θεούς»), στα επίπεδα του κόσμου, ως την Αρχή των πάντων (την Γαία, που είναι η κατανοητή όψη του Χάους)... Σε αυτή την πορεία θα πρέπει να βιώσει την απεραντοσύνη του Παγκόσμιου Πνεύματος (Ουρανός, Κρόνος Ζεύς)... αφού έχει ξεπεράσει τις νοητικές διαδικασίες (Αθηνά, Απόλλων-Άρτεμις, Ερμής)... έχοντας εξαγνίσει προηγουμένως τις ζωογόνες δυνάμεις (Αφροδίτη, Ήφαιστος, Άρης)... και το σώμα (Δήμητρα, Περσεφόνη)... Η «Αρχέγονη Γαία» αποκαλύπτεται μέσα στο ον σαν η Αντικειμενική Πραγματικότητα από την Οποία πηγάζουν όλα (Αυτό είναι το Αγαθόν του Πλάτωνα, το «τελείως είναι», που είναι επέκεινα της παγκόσμιας ουσίας. Αυτό είναι το Ένα του Πλωτίνου)...

Ο «αληθινός χριστιανός» (από την ορθόδοξη άποψη), που γνωρίζει την χριστιανική κοσμοθεωρία και βιώνει την χριστιανική αλήθεια, ακολουθεί την παράδοση των ιερών νηπτικών... Μέσω της καθαράς προσευχής φτάνει στην τέλεια αμορφία του νου (ο νους καθίσταται «ανείδεος», «ασχημάτιστος», «άμορφος»)... ενώ τα τρία είδη λογισμών, έχουν ξεπεραστεί σε ένα κατώτερο επίπεδο της πνευματικής άσκησης... Αυτή η κατάσταση της αμορφίας του νου, είναι προϋπόθεση της άμεσης βίωσης, της άμεσης γνώσης του Θεού (αυτή η γνώση είναι «υπέρ νουν»)... Ο Θεός Αποκαλύπτεται Εντός του νου σαν η Αντικειμενική Πραγματικότητα (που Υπερβαίνει, λόγω της Φύσης Της, τον νου), που στηρίζει τα πάντα...

Ο «αληθινός ισλαμιστής» (που ακολουθεί την παράδοση των Σούφι), φτάνει μέσω του Φανά, φώτισης των λατάιφ (που είναι, μιλώντας απλά, η διευθέτηση-μεταμόρφωση των λειτουργιών του Είναι, του ανθρώπινου είναι) στο Φανά φι ‘λλαχ... Ο Αλλάχ, αποκαλύπτεται σαν η Αντικειμενική Πραγματικότητα που στηρίζει τα πάντα...

Σε τελευταία ανάλυση, όλες οι θρησκείες (όπως βιώνονται από τους αληθινούς πιστούς τους), μιλούν για την Ίδια Αντικειμενική Πραγματικότητα... Οι περιγραφές αλλάζουν, οι τρόποι προσέγγισης περιγράφονται διαφορετικά, αλλά τελικά μιλάμε πάντα για το ίδιο πράγμα...

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα Είναι Μία. Η «ανθρώπινη φύση» λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Μπορούμε να Βιώσουμε την Αντικειμενική Πραγματικότητα από παράλληλους δρόμους (που έχουν ομοιότητες και διαφορές), αλλά τελικά φτάνουμε στο ίδιο αντικειμενικό αποτέλεσμα...

Είτε χαράξουμε δικό μας δρόμο (κι αυτό μπορεί να γίνει αμέτρητες φορές, από αμέτρητους ανθρώπους), είτε ακολουθήσουμε κάποια παραδοσιακή θρησκεία, ή φιλοσοφία, φτάνουμε πάντα στην Ίδια Πραγματικότητα, στην Βίωση του Είναι (ή του Μη-Είναι), Εντός της Συνείδησης, σαν Αντικειμενικής Πραγματικότητας...

Αυτή η Εμπειρία, είναι απλά μία Διαπλάτυνση της Συνείδησης, πέρα από το περιορισμένο εγώ, είναι Πλήρης Αντίληψη... Έτσι λειτουργούμε με πλήρη συνειδητότητα μέσα στους χώρους ύπαρξης, στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, στο φυσικό περιβάλλον...

Διαλύει τελικά ο Λόγος την πλάνη;

Ο Λόγος επιβάλλεται στην πλάνη, αυτό είναι προφανές. Το απέδειξε η πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, το απέδειξε η αναγέννηση των Ιώνων φιλοσόφων και η Αναγέννηση στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα, το πρόβλημα είναι πως δεν την διαλύει αυτόματα. Τέτοιες συνειδησιακές αλλαγές στον άνθρωπο δεν γίνονται από την μια μέρα στην άλλη, θέλουν βάθος χρόνου και μάλιστα σε επίπεδο κοινωνίας αρκετές γενιές.

Ο άνθρωπος είναι έλλογο ον και θέλει δεν θέλει το λογικό του, ο νους του, δουλεύει σε κάποιον βαθμό, άσχετα αν οι θρησκείες προσπαθούν στον τομέα αυτό να τον αποκοιμήσουν, να τον διαστρεβλώσουν. Αυτό το βλέπουμε ήδη από κάποιους που έχουν αλλάξει άποψη, πολύ ή λίγο.

Όταν όμως τα στοιχεία είναι συντριπτικά κατά της άποψής σου, κάτι πρέπει να κάνεις.

Τί γίνεται συνήθως και η διαδικασία αλλαγής αργεί και αυτό γίνεται τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο θρησκείας; Το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας ή η ψυχολογία της αυταπάτης είναι αυτό που δρα και αντιστέκεται στον Λόγο. Εν ολίγοις όταν πιστεύεις ακράδαντα μια θεώρηση ή μία ιδεοληψία, ακόμα και να σου έρθουν ατράνταχτα επιχειρήματα ότι η θεώρησή σου είναι λάθος, δεν το δέχεσαι και αν δεν μπορείς τα στοιχεία να τα ανατρέψεις κάτι που φυσικά το προσπαθείς αρχικά, διαμορφώνεις την θεώρησή σου με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως συμβαδίζει τελικά με τα στοιχεία και δεν είναι λάθος όπως νομίζουν οι άλλοι. Εδώ το βασικό μέσο είναι η νέα Ερμηνεία των παλαιών ιδεοληψιών.

Αυτή είναι η ζωή που μας αρμόζει... Ας την ζήσουμε!

ΔΕΣ

Περί του πνευματικού πατερικού βιώματος

Πίστη, βίωμα και εμπειρία

Ολιγόλεπτη κάνε στάση

Έλα ‘δω.

Κάθισε για λίγο.

Άσε εκεί τους φόβους σου. Πέρα.

Ακούμπησε κάτω στο πάτωμα τις προσδοκίες των άλλων.

Κάτσε για λίγο, να μοιραστείς μαζί μου αγαπημένες ιστορίες.

Πώς έτρεχες μικρό παιδί πώς τραγουδούσες.

Ύστερα μίλα μου με σθένος για τα δικά σου θέλω.

Μείνε λίγο εδώ.

Κάνε μια στάση να βρεις ξανά το είναι σου.

Ύστερα κι όταν θυμηθείς πώς νιώθεις σαν εκτιμούν κάθε σου στιγμή,

φύγε πάλι.

Κάνε όμως μια στάση.

Δεν ξέρω σε ποια ζωή ξανά, θα μπορέσω να σε συναντήσω.

Η τέχνη του να προσελκύετε την μαγεία στην ζωή σας

Η ψυχή μας επιθυμεί την μαγεία. Τα παιδιά αγαπούν τις ιστορίες με μαγεία και τα παραμύθια. Ακόμα και καθώς μεγαλώνετε, η μαγεία και η φαντασία έχουν την θέση τους στην καρδιά σας, αλλά γίνεται όλο και πιο εύκολο να ξεχάσετε τα «ξόρκια» που τις φέρνουν προς τα έξω. Και τότε η προσέλκυση της μαγείας στη ζωή σας γίνεται θεμελιώδης ανάγκη.

Οι ιστορίες για αόρατους μαγικούς κόσμους είναι τόσο ελκυστικές στα παιδιά και στους ενήλικες επειδή όλες έχουν τα αρχαία αρχέτυπα που βιώνουμε στο ταξίδι της ζωής μας. Αυτές οι ιστορίες ανοίγουν τις αισθήσεις σας. Τις αφυπνίζουν με ένα τρόπο που σας αφήνουν να δείτε την μαγεία, απλή και θαυμάσια-όπως είναι όλα γύρω σας στη ζωή.

Σε όλο τον κόσμο, κάθε εποχή οι άνθρωποι έγραφαν ιστορίες για φανταστικά πλάσματα και γεγονότα που έχουν εκπλήξει και εμπνεύσει ανθρώπους. Και αυτό συμβαίνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πίσω από όλες αυτές τις ιστορίες, αυτό που μπορείτε να βρείτε είναι η φαντασία μας, αλλά επίσης πολλές ελπίδες και φόβους μας.

Όλοι χρειαζόμαστε μαγεία στη ζωή μας

Όλοι χρειαζόμαστε μαγεία και όταν την απορρίπτετε αυτό σημαίνει πως κάτι πάει λάθος. Αλλά η μαγεία βρίσκεται παντού γύρω σας. Με την απόρριψη της, απορρίπτετε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σας και των δυνατοτήτων σας.

Φαίνεται πως οι δύσκολες περιστάσεις είναι αυτές που σας παγιδεύουν ειδικά σε αυτή την άποψη των ενηλίκων που διώχνει την μαγεία. Είναι άποψη που κρύβει το παιδί που βρίσκεται ακόμα μέσα σας: δεν είναι ότι δεν σας χαροποιεί πλέον, αλλά επίσης σας φέρνει άγχος.

Ως ενήλικες, συνεχώς βρίσκουμε τον εαυτό μας κολλημένο σε προβλήματα, να πολεμάμε (ή να διαμαρτυρόμαστε) τις αδικίες στις οποίες νιώθουμε θύματα. Αυτές είναι κάποιες από τις περιστάσεις που προσπαθείτε να επιβιώσετε, αλλά ενώ το κάνετε ξεχνάτε να κοιτάξετε ψηλά. Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να ελκύσουμε ή να ξανά-ελκύσουμε τη μαγεία. Η διαμόρφωση ενός μαγικού οράματος για μικρά πράγματα είναι μια ψυχική κατάσταση και όλοι έχουν την δύναμη να δημιουργήσουν το δικό τους «μαγικό κουμπί» για να τους φέρει σε αυτή την κατάσταση όποτε θέλουν.

«Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να ζήσετε τη ζωή σας: σαν τίποτα να μην είναι θαύμα ή σαν όλα να είναι θαύμα

Πώς να ελκύσετε τη χαμένη ενέργεια

Το μυαλό σας είναι απίστευτα ισχυρό (περισσότερο από όσο νομίζετε) και με λίγη εκπαίδευση μπορείτε να αλλάξετε εντελώς την νοοτροπία σας. Αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να αποτυπώσετε όλες τις μαγικές στιγμές που σταματήσατε για να τις παρατηρήσετε ενώ κυνηγούσατε το ρολόι το οποίο σε αντίθεση με εσάς δεν πρέπει να σταματά ποτέ.

1. Πιστέψτε στον εαυτό σας

Δεν μπορείτε να βρείτε την ομορφιά έξω αν δεν κοιτάξετε μέσα σας. Αν πάντα αναζητάτε την εξωτερική αποδοχή τότε θα χάσετε πολύτιμο χρόνο. Και εκείνο τον χρόνο θα μπορούσατε να ονειρεύεστε το επόμενο μεγάλο σχέδιο σας ή να αναπτύσσετε μια καινούργια ικανότητα που θέλετε να μάθετε.

Όταν πιστεύετε στον εαυτό σας και στις ικανότητες σας, οι πιθανότητες γίνονται ατελείωτες. Γίνεστε ένα δημιουργικό ανθρώπινο ον, τολμάτε να ονειρευτείτε, να μεγαλώσετε, τολμάτε να μοιραστείτε τα οράματα σας με άλλους ανθρώπους και δεν φοβάστε πλέον ότι θα γελοιοποιηθείτε γι αυτά.

Όλα ξεκινάνε με ένα όνειρο, με ένα όραμα ή με μια ιδέα. Η διαφορά μεταξύ στους ανθρώπους που πιστεύουν στον εαυτό τους και σε αυτούς που δεν πιστεύουν είναι ότι οι πρώτοι θα μπορέσουν να κάνουν ένα βήμα παραπάνω από όσο τους επιτρέπει η δύναμη τους. Και τότε είναι που εμφανίζονται τα θαύματα και οι ίδιοι φτάνουν σε ύψη που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα μπορούσαν να φτάσουν.

«Μαγεία είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου. Αν μπορείς να το κάνεις αυτό, μπορείς να κάνεις τα πάντα.» -Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε

2. Κινηθείτε

Όλοι είμαστε ηγέτες της δικής μας ζωής. Μπορούμε να πράξουμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και να επηρεάσουμε τις συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε, και το πώς θα ενεργήσουμε όλες αυτές τις φορές θα οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Επομένως, είναι σημαντικό να γνωρίζετε την κατάσταση του μυαλού σας όταν πρόκειται να πράξετε. Αν ενεργείτε με αγάπη, συμπόνια και κατανόηση, οι πράξεις σας θα είναι πάντα μαγικές και ισχυρές. Και θα είναι επίσης το κομμάτι ενός μεγαλύτερου καλού. Όταν πράττετε με αγάπη, δεν νιώθετε καλύτερα μόνο εσείς αλλά επίσης εμπνέετε τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Η αγάπη πάντα προσελκύει περισσότερη αγάπη και αυτό ξεπερνά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα οποιασδήποτε πράξης από μόνη της.

Αλλά αν οι πράξεις σας γίνονται σύμφωνα με τον εγωισμό σας, αν έχουν τη βάση τους στην δυσπιστία, στον φόβο, στην υποψία ή στην κριτική, θα προσελκύσετε τα ίδια πράγματα. Θα προσελκύσετε τους ίδιους ανθρώπους και καταστάσεις ξανά και ξανά: εκείνες που σας παγιδεύουν στο ακριβώς ίδιο μοτίβο.

Τώρα είναι καιρός να το αλλάξετε αυτό. Μην φοβάστε. Υπάρχει μαγεία που σας περιμένει και το καλύτερο είναι πως μπορείτε να τη δημιουργήσετε. Έχουμε ήδη πει τα περισσότερα συστατικά για να δημιουργήσουμε μαγεία, και τώρα είναι στα χέρια σας για να την προσελκύσετε.

«Οτιδήποτε μπορείς να κάνεις ή να ονειρευτείς, μπορείς να το ξεκινήσεις. Η τόλμη έχει ευφυΐα, δύναμη και μαγεία μέσα της.» -Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε

3. Βρείτε τη μαγεία στα μικρά πράγματα

Υπάρχει μαγεία σε πολλά πράγματα γύρω σας, στα μικρά καθημερινά πράγματα. Θα μπορούσε να είναι το ηλιοβασίλεμα, ο έναστρος ουρανός, το χαμόγελο ενός παιδιού, το κελάηδημα των πουλιών, το αεράκι στο πρόσωπο σας, η βροχή που αναζωογονεί και θρέφει τη ζωή…

Η μαγεία δεν είναι θέμα φαντασίας. Το να βλέπετε τη μαγεία στα πάντα γύρω σας σημαίνει να αναγνωρίζετε και να είστε ευγνώμονες για όλα τα θαύματα της ζωής σας. Έτσι, για να βρείτε και να προσελκύσετε τη μαγεία πρέπει να ξεκινήσετε ευχαριστώντας για το υπέροχο δώρο που έχετε ήδη, το δώρο που συνεχίζει να δίνει με κάθε κτύπο της καρδιάς σας: τη ζωή. Και αυτό γιατί ένα μεγάλο μέρος της μαγείας για την οποία μιλάμε είναι πραγματικά απλώς η έμπνευση, η δύναμη και η ενέργεια.

«Αυτοί που δεν πιστεύουν στην μαγεία δε θα τη βρουν ποτέ.» -Ρόαλντ Νταλ

Αριστοτέλης: για τη θεωρία του περί φύσει δούλου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 384-322 π.Χ.

Πώς ορίζεται ο δούλος;

1. Η συζήτηση για τον ορισμό, τον προσδιορισμό και τη θέση του δούλου μέσα στην πολιτική κοινωνία από τον Αριστοτέλη είναι μακρά και πολυσύνθετη. Ειδικά στην εποχή μας υπερτονίζεται στρεβλά, ιδιαίτερα στους κόλπους ορισμένων [παρα]μορφωτικών ιδρυμάτων ή και μεμονωμένων μελετητών, πως ο Αριστοτέλης στηρίζει ανεπιφύλακτα τον θεσμό της δουλείας και δεν φείδεται να μιλάει για τον φύσει δούλο. Υπάρχουν όμως και κάποιοι μελετητές που επιχειρούν να διεισδύσουν πιο βαθιά στη σκέψη του Αριστοτέλη και, απαλλαγμένοι από ιδεολογικές παραμορφώσεις, διακρίνουν στη σχετική θεωρία του φιλοσόφου, τον περιορισμό του θεσμού της δουλείας. Το πρώτο ζήτημα, επομένως, που χρειάζεται να μας απασχολεί εδώ είναι γιατί υπάρχουν δούλοι, ποια είναι η χρήση τους και τελικά πώς μπορεί να οριστεί ο δούλος. Η φυσική πραγματικότητα και η πιο σημαντική, συγκριτικά με το άτομο, είναι η πόλη και όλα τα πράγματα καθορίζονται από το έργο που επιτελούν και τις δυνατότητες που έχουν[1]. Αν δεν προσδιορίζονται απ’ αυτά τα στοιχεία, τότε δεν μπορούμε να λέμε ότι είναι αυτά τούτα, ότι είναι ο εαυτός τους, παρά ότι είναι μόνο κατ’ όνομα τέτοια[2]. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το άτομο που αποκόπτεται από το όλο, δηλαδή από την πόλη. Ένα άτομο, που πιστεύει ότι δεν την χρειάζεται την κοινωνία και συμπεριφέρεται ανάλογα, δεν μπορεί να αποτελεί συστατικό στοιχείο της πόλεως και ως εκ τούτου είναι είτε θηρίο είτε θεός[3], κάτι δηλαδή έξω από τον άνθρωπο. Ένα κύριο μέρος αυτής της συνύπαρξης των ανθρώπων ως μελών της κοινωνίας, της πολιτικής κοινότητας, είναι η οικονομία με τις αντίστοιχες σχέσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις σχέσεις κυρίαρχο ρόλο παίζει η σχέση κυρίου, αφεντικού, και δούλου. Επομένως η ουσία του ορισμού του δούλου εντοπίζεται στη σχέση ιδιοκτησίας/περιουσίας, στην οποία αυτός εμπίπτει, και στον καταμερισμό αυτής της περιουσίας[4].

2. Η περιουσία και η τέχνη απόκτησής της ανήκουν στο νοικοκυριό και στη διαχείρισή του. Γι’ αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη ζωή και ακόμη περισσότερο για την καλή ζωή. Ο διαχειριστής του νοικοκυριού για να ολοκληρώσει το έργο του, όπως και κάθε τέχνη, χρειάζεται εργαλεία είτε έμψυχα είτε άψυχα ή και τα δυο μαζί. Η συμβολή του έμψυχου εργαλείου, δηλαδή του βοηθού, του δούλου, έχει νόημα, γιατί επιτρέπει στον διαχειριστή του νοικοκυριού να κατευθύνει τη ζωή προς την καλή ζωή και το νοικοκυριό προς την πόλη, κάτι που το άψυχο εργαλείο δεν μπορεί να το κάνει. Όλα τούτα λοιπόν δείχνουν πράγματι να είναι αλληλένδετα. Η περιουσία, στη συνάφεια τούτη, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο ή εργαλείο για την επίτευξη των σκοπών της ζωής· είναι η ονομασία για πολλά συλλεγμένα πράγματα και ανθρώπινα όντα. Ο δούλος, κατ’ αυτό το πνεύμα, ανήκει μέσα σε τούτη τη συλλογικότητα ως ζωντανό ον· αποτελεί συνεπώς ζωντανή περιουσία, καθώς περιλαμβάνεται μέσα σε τούτη ως ζωντανό εργαλείο. Η αναγκαιότητά του ως τέτοιου εργαλείου προκύπτει από το γεγονός ότι τα άψυχα εργαλεία δεν μπορούν να λειτουργήσουν από μόνα τους. Εάν αυτό ήταν δυνατό, τότε δεν θα ήταν αναγκαίοι οι δούλοι. Σε κάθε περίπτωση, επομένως, έχουμε να κάνουμε με σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους, κάτι που ισχύει και σήμερα και θα ισχύει για πάντα ανεξάρτητα από την ανάπτυξη της τεχνικής. Στο επίπεδο της οικονομίας, που εξετάζεται αυτή σχέση, και τότε και τώρα, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, λειτουργεί ως σχέση αφεντικού και βοηθού ή δούλου. Ο δούλος, λοιπόν, είναι κτήμα με τη μορφή ζωντανού εργαλείου. Αλλά είναι επίσης ένα εργαλείο για να επιτελεί πράξεις, όχι για να παράγει, να ποιεί, να κατασκευάζει. Επομένως ο δούλος είναι εργαλείο για να ενεργεί ή είναι βοηθός σε θέματα που αφορούν την πράξη και διαφέρουν ως προς το είδος από τα εργαλεία κατασκευής[5].

3. Ο δούλος λοιπόν είναι ένα τέτοιου είδους εργαλείο για χάρη της ζωής. Είναι δηλαδή κάτι που επιβάλλει η ίδια η ζωή και όχι η βούληση του ενός ή του άλλου υποκειμένου. Εδώ πρόκειται στ’ αλήθεια για μια σχέση μέρους και όλου. Ο δούλος είναι ένα από τα πολλά μέρη της περιουσίας. Ανήκει, επομένως, εξ ολοκλήρου στον κύριο, στον αφέντη, όπως ένα μέρος ανήκει εξ ολοκλήρου στο όλο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον κύριο: το Είναι του δεν ταυτίζεται με το Είναι του δούλου· δεν είναι το μέρος που λέγεται δούλος ούτε σχετίζεται αποκλειστικά με τον τελευταίο. Στο πλαίσιο ωστόσο της σχέσης κυρίου και δούλου υπάρχει μια ιδιότυπη αλληλεξάρτηση, αλλιώς δεν θα ήταν σχέση και δεν θα υπήρχε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο μεν κύριος εξαρτάται από τον δούλο για την επιβίωση, ο δε δούλος εξαρτάται συνολικά από τον κύριο, αφού εξαρτάται για όλη την πορεία του στη ζωή· κάτι δηλαδή σαν το σώμα που εξαρτάται από την ψυχή και χωρίς αυτήν δεν μπορεί να επιβιώσει. Ο κύριος, απεναντίας, εξαρτάται από τον δούλο μόνο για την επιβίωση: κάτι σαν την ψυχή που εξαρτάται από το σώμα και όχι αντίστροφα. Ο δούλος, κατά ταύτα, ορίζεται, ως προς τη φύση, τη δύναμη ή την ικανότητά του ως εξής: είναι αυτός που, ως ζωντανό εργαλείο, ανήκει σε κάποιον άλλο και προορίζεται να πράττει αυτό που είναι ή θέλει η ζωή. Τούτο, με τη σειρά του, υποδηλώνει και το εξής: αν κάποιος, αν και άνθρωπος, δεν είναι ο εαυτός του, δεν ανήκει από τη φύση του στον εαυτό του αλλά σε έναν άλλο, τότε είναι κτήμα του με συγκεκριμένο σκοπό: να αναπτύσσει δράση, να επιτελεί πράξεις[6].

4. Το ερώτημα, που προκύπτει τώρα για τον Αριστοτέλη, είναι κατά πόσο υπάρχει δούλος από τη φύση του και αν για τον κάθε άνθρωπο, συνακόλουθα, η δουλεία είναι κάτι καλό και δίκαιο. Πράγματι, αν κάποιος είναι δούλος από τη φύση του, η δουλεία πρέπει να είναι κάτι καλό και δίκαιο γι’ αυτόν, όπως επιτάσσει η φύση του. Ο φιλόσοφος, ως αληθινός πραγματιστής, επιχειρεί να εξηγήσει αυτούς τους γρίφους τόσο θεωρητικά όσο και με βάση την εμπειρική πραγματικότητα[7]. Εν πρώτοις, τι μας λέει η εμπειρική πραγματικότητα, δηλαδή αυτό που συμβαίνει στην πράξη και έχει καθολική ισχύ; Μας λέει ότι το άρχειν και το άρχεσθαι, δηλ. η άσκηση εξουσίας και η υπακοή σε τούτη είναι κάτι αναγκαίο και χρήσιμο και πως υπάρχουν πολλά είδη κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Σε κάθε περίπτωση βέβαια πρέπει να μάθει να άρχεται αυτός που θέλει να άρχει. Γι’ αυτό και το καλύτερο είδος είναι αυτό που ασκείται πάνω σε καλύτερους υπηκόους π.χ. πάνω στον άνθρωπο παρά στο θηρίο. Συναφώς, αν άρχοντες και αρχόμενοι είναι καλύτεροι, τότε είναι δυνατή η καλή συνεργασία μεταξύ τους για να παράγεται ένα κοινό και ωφέλιμο έργο. Το στοιχείο του κυβερνώντος και του κυβερνωμένου είναι παρόν σε όλα τα μέρη, σε όλα τα πράγματα και τα όντα. Ειδικά στα έμψυχα όντα είναι παρόν ως εκ της φυσικής δομής του κόσμου κατά τρόπο, που άρχων και αρχόμενος να αναλαμβάνουν ένα έργο και η ουσία της διακυβέρνησης να είναι αυτό το έργο. Όσο, επομένως, το έργο είναι καλύτερο, τόσο καλύτερη είναι και η διακυβέρνηση. Ο κυβερνήτης τότε είναι η ενεργός, κατευθυντήρια δύναμη και ο κυβερνώμενος η αντίστοιχη υλική. Π.χ. σε έναν νικηφόρο πόλεμο ο πρώτος είναι αυτός που πρέπει να καθοδηγήσει ή να κατευθύνει σωστά για να έχει επιτυχία ο πόλεμος, ενώ ο δεύτερος πρέπει να πράξει σωστά.

5. Ας δούμε, κατά δεύτερον, τι μας λέει η λογική θεώρηση για τη σχέση κυρίου και δούλου. Σύμφωνα με τη φυσική δομή του κόσμου, η κυριαρχία πάνω στον δούλο λειτουργεί ως μια κανονιστική πράξη, ως κάποιο είδος κανόνα με ανάλογες ποιοτικές διαβαθμίσεις: π.χ. δίκαιη διακυβέρνηση ή θηριώδης, ανάλογα με το αν αμφότερα τα μέρη μπορούν, ας πούμε, να συνεργαστούν για το κοινό καλό ή όχι. Αν στα ζώα τα κυρίαρχα και τα κυριαρχούμενα στοιχεία είναι ψυχή και πνεύμα, έτσι όπως εκδηλώνονται στη φύση τους, στους ανθρώπους τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ λαμβάνει χώρα η διαφθορά και η αχρειότητα: αν το ένα μέρος, π.χ. ο κυβερνήτης, είναι διεφθαρμένος, τότε είναι και το άλλο μέρος, ο κυβερνώμενος, και αντίστροφα, γιατί αμφότερα τα μέρη αποτελούν μια ενότητα. Όταν π.χ. ένας πρώην κυβερνήτης στην Ελλάδα έλεγε ότι κυβερνά έναν διεφθαρμένο λαό, τότε επιβεβαίωνε και τη δική του διαφθορά αλλά και όλου του επιτελείου του. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω σχέση κυριαρχίας ανάμεσα στους ανθρώπους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κυριαρχία εκείνων των ανθρώπινων όντων, που πληρούν τους όρους καλύτερης διάθεσης σε σώμα και ψυχή, τους όρους, με άλλα λόγια, της μη διαφθοράς, της ηθικότητας, της αρετής, της φρόνησης, της ομορφιάς της ψυχής. Για να κατανοήσει κανείς την ποιότητα της φύσης ενός όντος πρέπει να γνωρίζει την κατάσταση της ψυχικής και πνευματικής του ολοκλήρωσης. Εδώ συμβαίνει όπως π.χ. με τον γιατρό, που δεν περιμένει τον ασθενή για να μάθει τι είναι υγεία, αλλά σπουδάζει το ζήτημα της γνώσης για την υγεία, το εμφυτεύει μέσα του και αποκτά μια τέτοια δύναμη, ως προς το έλλογο μέρος της ψυχής του, που να μπορεί να εξουσιάζει τις παθήσεις του σώματος και να διαγιγνώσκει σωστά. Όταν όμως το σώμα με τις παθήσεις του εξουσιάζει την ψυχή, τότε δεν περιμένει κανείς παρά βλάβη για όλα τα μέρη του ανθρώπου.
----------------------
[1] Αριστοτέλης: Πολιτικά 1253a.

[2] Ό.π.

[3] Ό.π.

[4] Ό.π., 1253b20 κ.εξ.

[5] Ό.π. 1254a κ.εξ.

[6] Ό.π., 1254a 17.

[7] Ό.π. 1254a20-21

Εμπιστεύσου την Καρδιά σου

Έρχεται μια στιγμή, μετά από όλο το «κατέβασμα» της πληροφόρησης που έχουμε ψάξει και βρει, που μόνο η Καρδιά μας είναι ικανή να μας πει την αλήθεια, πέρα από κάθε ψευδαίσθηση, πέρα από κάθε σύγχυση.

Όμως την Καρδιά την μιμείται εύκολα ο απατηλός νους. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε τη διαφορά, όταν τόσο συχνά έχουμε μπερδέψει το ένα με το άλλο;

Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα «εκεί έξω» που μπορεί να σου δείξει την αλήθεια. Δεν υπάρχει κανένα ποσοστό πληροφόρησης που μπορεί να σου αποκαλύψει, την δική σου Καρδιά, που είναι το ισοδύναμο της Ψυχής, του Πνεύματος, της Συνειδητότητας και του Εγώ, όλα σε ένα. Τελικά, θα χρειαστεί να προχωρήσεις πολύ πέρα από κάθε επηρεασμό, κάθε πληροφορία και να παραμείνεις μόνος, ατάραχος και αγνός. Όταν τελικά το έχεις θελήσει και κατακτήσει αυτό, εκεί, θα συναντήσεις την Καρδιά σου.

Σου μιλάει απλά, ειλικρινά και αποκαλύπτει τα πάντα, είτε τις δικές σου είτε τις ψευδαισθήσεις άλλων. Είναι περιεκτική και λυτρωτική, παρόλο που αρχικά μπορεί να φαίνεται πως είναι εναντίον σου. Γνωρίζει τα πάντα και έχει αίσθηση πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου. Είναι δυνατή και διάφανη, πάντα ήταν, απλά δεν το γνώριζες.

Είναι διαδικασία: μια συνεχόμενη πρόκληση που πολεμάς για να αποφύγεις όλη σου τη ζωή. Η εμπιστοσύνη είναι κάτι που χρειάζεται να επαν-ανακαλύψεις, γιατί έχεις ονοματίσει όλα όσα δεν είναι εμπιστοσύνη.

Αλλά η χαρά και η εσωτερική γαλήνη χρειάζεται να είναι μέρος του εσωτερικού σου ταξιδιού. Όλα όσα δεν είναι χαρά και εσωτερική γαλήνη, είναι κάποια «λάθος στροφή» που έχεις πάρει, με σκοπό να εξουδετερώσεις περισσότερες ψευδαισθήσεις από τη συνειδητότητά σου, ανοίγοντας δρόμο προς την παντοτινή αγάπη και ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας, που εκθέτουν τους προγραμματισμούς και συνενώνουν όλες τις αλήθειες, πέρα από τον διαχωρισμό και τη διάσπαση.

Η αληθινή αγάπη αποκαλύπτεται, όχι όταν μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα ή/και ιδέες, απόψεις, αλλά όταν αντιλαμβανόμαστε από κοινού πως μοιραζόμαστε τον ίδιο ανώτερο σκοπό… επειδή ΔΕΝ υπάρχει άλλος.

Μερικές φορές η αλήθεια «σε κτυπά», με αυτά που οι ίδιες οι προβολές του προγραμματισμού της συνειδητότητάς σου έχουν ονομάσει «αρνητικά» ή «σκοτεινά».

Με ήρεμη Καρδιά, χωρίς προσκολλήσεις και ένα ανοιχτό μυαλό για να εξετάζουμε όλες τις εικονικές πραγματικότητες, επιλέγουμε τα βήματά μας προσεκτικά (σοφά) και ανάλαφρα. Τίποτα και όλα έχουν σημασία, γιατί χρειάζεται να παραμένουμε στον δικό μας δρόμο, όπως κι αν φαίνεται ή όποιος κι αν τον κρίνει. Ο κάθε «ένας» που μας επηρεάζει, βρίσκεται μέσα μας, καθώς πρόθυμα αναγνωρίζουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και αντιληπτούς περιορισμούς.

Οτιδήποτε κάνουμε ως «πρόγραμμα» ή συνήθεια ή υποχρέωση, είναι «χωρίς Καρδιά» και επομένως δεν μπορεί να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Μακροπρόθεσμα, δεν έχει πραγματικά σημασία ΤΙ κάνουμε. Αυτό που έχει σημασία και τελικά δηλώνει την επιθυμητή μας βούληση, είναι το επίπεδο της συνειδητότητας από το οποίο ξεκινάμε και βρισκόμαστε, για να δράσουμε: από το την πιο διευρυμένη μας οπτική, τη σοφότερη επιλογή, σύμφωνα με αυτά που χρειάζεται να διαχειριστούμε και βρίσκονται μπροστά μας. Και τότε, τα πάντα έχουν σημασία… κάθε λέξη, κάθε συναίσθημα, κάθε ενέργεια. Γιατί μέσα από όλα, εκφράζουμε, στιγμή με στιγμή, την αλήθεια με την οποία έχουμε συνδεθεί και έχουμε Γίνει.

Επειδή το συνήθισες δεν σημαίνει πως είναι σωστό

Η συνήθεια είναι μία παγίδα, μία φυλακή η οποία σε αποτρέπει από το ερευνήσεις και να αναζητήσεις δικούς σου δρόμους για το κάθε τι.

Η φράση «τόσα χρόνια το κάνω, τώρα θα αλλάξω» είναι μία καταδίκη. Ναι τώρα θα αλλάξεις, αν το αποφασίσεις εσύ, αν το επιλέξεις εσύ και μόνο εσύ. Αυτή τη φράση μέσα σε 5 λεπτά καταφέρνει ο γιατρός να σου την αλλάξει και από εκεί που «τόσα χρόνια έκανες», ξαφνικά μέσα από τον φόβο αλλάζεις αυτόματα. Ύστερα από λίγο καιρό, εσύ πάλι σε κάποιον άλλον που θα πει την ίδια φράση, θα του πεις με καμάρι, όλα είναι θέμα μυαλού και όλα είναι στο μυαλό. Μα ναι, αν δεν ήταν ο γιατρός και ο φόβος ούτε εσύ θα έβγαινες από την «βολική αλλά καταστροφική σου συνήθεια». Τοποθετούσες πάντα και ακόμη το κάνεις τη φράση «το έχω συνηθίσει» και τη φράση «τόσα χρόνια». Τα χρόνια είναι μία αποφυγή στην αντιμετώπιση της αλλαγής, αφού έτσι κι αλλιώς αλλάζεις. Τί σου δείχνει τόσο το σώμα σου αλλά και οι επιλογές σου; Επειδή είχες συνηθίσει την πάνα 2 με 3 χρόνια, μήπως τι, δεν την έκοψες ; Τότε δεν ίσχυε το τόσα χρόνια. Μήπως φοράς ακόμη τα παπούτσια που φορούσες όταν ήσουν παιδί; Όχι έχεις εναρμονιστεί απόλυτα με τις αλλαγές. Οπότε γιατί σε παραμυθιάζεις ότι δεν μπορείς να αλλάξεις;

Μπορείς, όλα τα μπορεί ο άνθρωπος αν επιλέξει να τα κάνει. Γιατί ένας φόβος θα σε κάνει να αλλάξεις μέσα σε λίγα λεπτά ;

Οπότε καλό είναι να σταματήσουμε να ωθούμε τους εαυτούς μας μέσα από τη σκλαβιά της συνήθειας, σε δρόμους που ήδη μας έχουν αποδείξει ότι δεν βγαίνουν σε καλοσύνη αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Όσο πιο πολύ ένας άνθρωπος είναι δεμένος με συνήθειες τόσο πιο πολύ σκληραίνει ως προς τον εαυτό του και τον απομονώνει από την ζωή, από την ελευθερία, από την αρμονία. Γιατί οι συνήθειες είναι αυτές που σου κάνουν τις μέρες σου να είναι ίδιες και απαράλλακτες. Έτσι ενώ ο χρόνος περνάει, εσύ επιλέγεις τη στασιμότητα και όχι την ελευθερία να πράττεις ανάλογα με τα νέα δεδομένα.

Για να ελευθερωθείς από τις συνήθειες δεν είναι απλό ούτε εύκολο, το πρώτο βασικό συστατικό είναι η γνώση. Για να αλλάξεις μία συνήθεια οφείλεις να μάθεις που σε οδηγεί ακριβώς. Θυμήσου ότι με το άκουσμα της αλήθειας- γνώσης ότι σου συμβαίνει κάτι, από το στόμα του γιατρού, άλλαξες αυτόματα ότι σου ζήτησε. Άρα η γνώση είναι το πρώτο και βασικό κομμάτι για την αλλαγή.

Το επόμενο είναι να καταλάβεις ότι αξίζεις την καλύτερη μεταχείριση, όχι εγωιστικά, αλλά ουσιαστικά και με ουσιαστική φροντίδα. Που σημαίνει πως οι συνήθειες σου, είτε καλές είτε όχι, λειτουργούν αθροιστικά στη ζωή σου, δεν είναι αυτοτελή επεισόδια. Γιατί η ζωή σου έχει μία ροή, οπότε κάθε τι αθροίζεται στο σώμα σου, στις σκέψεις σου, στους πόνους σου, στους φόβους σου, στις αδυναμίες σου, στα συναισθήματα σου. Κάθε τι δεν είναι έξω από σένα αλλά ξεκινάει από σένα και σε σένα επιστρέφει. Όλες οι συνήθειες σου λοιπόν έχουν δημιουργήσει πίσω σου ένα τεράστιο γαϊτανάκι το οποίο είναι δεμένο με τα πόδια σου και το σέρνεις μαζί σου.

Ανακάλυψε απόλυτα τις συνήθειές σου, με ποιο τρόπο; Γράψε μία σου συνήθεια σε ένα τετράδιο, ύστερα αναζήτησε από τους ανθρώπους σου που γνωρίζεις πως έχει εξελιχθεί η ζωή τους μέσα από αυτή τη συνήθεια. Τι επιπτώσεις είχε; Γιατί την ακολουθείς; Είναι δική σου επιλογή ή έτσι σε έμαθαν; Τι σημαίνει για σένα αυτή η συνήθεια; Τι σου προσφέρει; Μήπως νομίζεις ότι σου προσφέρει; Τι θα γινόταν αν την άλλαζες αυτή τη συνήθεια;

Υπάρχουν συνήθειες καλές αλλά υπάρχουν και συνήθειες οι οποίες γίνονται μέσα από το υποσυνείδητο χωρίς να έχουμε επίγνωση, όπου αυτές οι συνήθειες μας προκαλούν φθορά και πόνο. Ο λόγος που δεν κάνουμε το βήμα έξω από τη συνήθεια συνήθως είναι τι θα πει ο κόσμος ή καλά τόσα χρόνια όλοι έτσι το κάνουν εγώ θα το αλλάξω. Κι όμως οι αλλαγές στον πλανήτη ήρθαν από τις εξαιρέσεις και όχι από τον κανόνα. Μέσα από τις εξαιρέσεις έγιναν οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις όπως το τηλέφωνο, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και τόσα άλλα που μας απλοποιούν τη ζωή.

Βάλε στη ζωή σου τις δικές σου διαδρομές μέσα από τις δικές σου συνήθειες μέσα από την επίγνωση, την επιλογή της γνώσης δηλαδή να ξέρεις τι κάνεις, γιατί, που αποσκοπείς και τι θα σου φέρει η συνήθεια αυτή.

Είσαι ένα μοναδικά σπάνιο πλάσμα και δεν γίνεται να λειτουργείς σαν μαγεμένος σε δρόμους που βρήκες από τον περίγυρο έτσι επειδή στο έμαθαν ή επειδή στο είπαν. Η ζωή είναι δική σου και όχι εγωιστικά αλλά ουσιαστικά θα τη ζήσεις με τις δικές σου επιλογές.

Διατηρώντας την ταυτότητα

Σ’ αυτή τη μεριά του κόσμου, στον Ελληνικό χώρο, είμαστε ακόμα τόσο ευκολόπιστοι, τόσο δέσμιοι των συνηθειών μας, του παρελθόντος, της ταυτότητάς μας.

Αποτελεί κίνδυνο κοινωνικό και προσωπικό να δείξεις ποιος πραγματικά είσαι, να ξεστρατίσεις, έστω και λίγο από το κοινωνικό κατεστημένο.

Πολλές οι «υποχρεώσεις», οι δεσμεύσεις, όλα όσα λειτουργούν τελείως διαφορετικά, αν τραβήξεις λίγο την κουρτίνα των παρασκηνίων.

Τραγική ειρωνεία. Διαφορετικές πραγματικότητες, με ισότιμη δύναμη, που δεν τολμούν οι άνθρωποι να διαταράξουν. Εις βάρος φυσικά του πραγματικού τους Εαυτού, της εξέλιξης, της ελευθερίας.

Μου θυμίζει καρναβάλι, όμως με «πραγματικές» μάσκες και ρόλους…

Είναι τόσο εμφανές πως είσαι δυστυχισμένος, πως η ζωή σου είναι μια ρουτίνα από την οποία προσπαθείς απλά να δραπετεύσεις, με κάθε ευκαιρία. Η απόδραση κρατάει λίγο και χρειάζεται να την οργανώσεις με προσεκτικές στρατηγικές που δεν καταλαβαίνεις πόση ενέργεια σού κλέβουν.

Οι περισσότερες συζητήσεις σου καταναλώνονται στο «διαφωνώ ή συμφωνώ» χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση των δεδομένων σου. Έτσι επιλέγεις τον κύκλο σου, τις ομάδες σου, την ασφάλεια και την συνέχεια της «άνεσης» σου, της «θαλπωρής» που σου προσφέρει η ψευδαίσθηση ότι ανήκεις κάπου.

Δεν διαταράσσονται επικίνδυνα τα νερά του φτιαχτού κόσμου σου. Μπορείς να κοιμάσαι και να ξυπνάς κάθε μέρα, γνωρίζοντας τη συνέχεια, βασιζόμενος στα προηγούμενα, και η ζωή κυλάει, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις/επικίνδυνα περάσματα που θα σε ανάγκαζαν να αναθεωρήσεις, να δημιουργήσεις, να απαλλαγείς από πολλά ψέματα και άχρηστα που θεωρείς αναγκαία.

Και μόλις συναντάς αυτό που δεν περίμενες, αυτό που δεν σχεδίασες, είτε θετικό είτε αρνητικό, φοβάσαι, αμύνεσαι. Τσαλακώνεται για λίγο η μάσκα, μέχρι να την τακτοποιήσεις ξανά, για να μπορείς να κρυφτείς πίσω της. Για σένα, αυτός ο ενδιάμεσος χρόνος, η φανέρωση της αμηχανίας σου, της άγνοιας και του φόβου σου, δεν υπάρχει. Νομίζεις πως κανείς δεν σε βλέπει, όπως δεν βλέπεις κι εσύ τον Εαυτό σου.

Είναι αλήθεια πως οι πολλοί (όμοιοι σου) δεν θα πάρουν χαμπάρι. Κολυμπάνε στην ίδια «μολυσμένη» θάλασσα όπως κι εσύ. Οι μάσκες βλέπονται σαν μάσκες. Τα κριτήρια είναι εγωιστικά. Σε βλέπουν όμως όσοι έχουν τολμήσει να δουν τον Εαυτό τους…όλα όσα πιστεύεις πως κρύβονται...

Αυτοί, δεν θα σε κρίνουν, δεν θα σε απορρίψουν, ούτε θα σε αποδεχτούν. Δεν τους αφορά για να επικαλεστούν τα ένστικτα της επιβίωσής τους. Όμως, δεν θα ανήκουν στους κύκλους σου, δεν θα ακολουθήσουν προβλέψιμες οδούς, όπως θα ήθελες ή περιμένεις.

Θα τους απορρίψεις όμως εσύ. Και θα προσπαθήσεις να τους βρεις χίλια δυο αρνητικά για να δικαιολογήσεις τη συνέχεια σου….τη διατήρηση του κόσμου σου. Όλο αυτό που έχεις χτίσει γύρω σου και σε δεσμεύει, ενώ θέλεις να πιστεύεις πως είσαι ασφαλής (στη δυστυχία σου).

Άλλη μια μέρα πέρασε…άλλος ένας μήνας, άλλος ένας χρόνος. Μεγαλώνεις τα παιδιά σου όπως είσαι εσύ. Βασίζεσαι σ’ αυτά για να διατηρήσουν την κοινωνική αξία σου. Και απέχεις από επικίνδυνες συζητήσεις που θα απειλούσαν τη δομή του διαμορφωμένου νου σου, που δεν σού ανήκει… Το πλέον τραγικό είναι πως περιμένεις "κάτι να αλλάξει", κάτι, κάποιος να σε φωτίσει, να αναλάβει, κάποιοι να πάρουν την ευθύνη.

Ό,τι κι αν κάνεις....μη μένεις μόνος, μη μένεις στη σιωπή, μη σκέφτεσαι πολύ....η ταυτότητα μιλάει!

Οι μικρές ή μεγάλες βουτιές στο κοινωνικό κατεστημένο είναι προκλήσεις, ενώ ο χρόνος, η πραγματικότητα, η ατομικότητα, ο σκοπός, τα κίνητρα, οι εικόνες δεν είναι αυτές που φαίνονται και είναι συλλογικά αποδεκτά. Παρ' όλη τη δυσφορία, τη θλίψη, είναι πάντα αποκαλυπτικές και διεγείρουν (εκ νέου) την ευθύνη...

Η ΑΓΩΓΗ ΔΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ

Ο ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ


Αν ένα από τα μέσα θεμελίωσης του κύρους του νόμου ήταν να του εξασφαλισθεί μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σταθερότητα, ένα άλλο ήταν να δοθεί στη δράση του μία επέκταση ηθικής κατηγορίας. Η δεύτερη αυτή θέση υπήρξε για τους Έλληνες το ίδιο φυσική όσο και η προηγούμενη. Και μετά την κρίση του νόμου, η θέση αυτή έγινε πιο συγκεκριμένη, προκαλώντας, κατά τον 4ο αιώνα, θεωρίες και αναλύσεις που δεν είναι λιγότερο σημαντικές από όσο στην άλλη περίπτωση και οι οποίες, μερικές φορές, είναι περισσότερο αρχέτυπες - με την έννοια ότι δεν διατηρήθηκαν γενικά στη σύγχρονη σκέψη.

Ο νόμος επιτελούσε πράγματι για τους Έλληνες ένα έργο όχι μόνο απα­γόρευσης και επιτήρησης αλλά και αγωγής.

Οι δύο αυτές λειτουργίες είναι a priori εντελώς διαφορετικές. Και θα φαινόταν ότι η πρώτη ήταν η πιο σημαντική και η πιο ειδική. Ο Αριστοτέ­λης, ως λεπτολόγος ταξινόμος, δεν παρέλειψε να το προσδιορίσει. Παρου­σιάζει τον νόμο σαν να είχε γίνει, πριν απ’ όλα, για μία λειτουργία ανα­γκαστική, της οποίας το προνόμιο εξασφαλίζει με το κύρος του. Το διαπι­στώνουμε είτε όταν συνδέει την ύπαρξη του νόμου με την ύπαρξη της αδικίας[1] (Ηθικά Νικομάχεια, 1134 a) είτε κυρίως όταν αναλύει το ρόλο των ποινών που επιβάλλει ο νόμος (1179 b). Αναγνωρίζει πράγματι ότι «τα πάθη δεν καταστέλλονται διά συμβουλών αλλά διά της βίας»[2] (1179 b) ή ακόμα ότι «η μεγάλη μάζα δεν απέχει από το κακό διότι είναι ατιμωτικόν αλλά επειδή επιβάλλονται ποιναί εναντίον της» (1179). Επίσης «οι νομοθέτες οφείλουν να παρορμούν και να προτρέπουν τους πολίτας εις την άσκησιν της αρετής, επικαλούμενοι το αίσθημα της ποινής. Τοιουτο­τρόπως οι αποκτήσαντες ήδη καλάς έξεις θα τους υπακούουν προθύμως. Τουναντίον οι παρήκοοι και οι στασιάζοντες εναντίον της αρετής πρέπει να τιμωρούνται και να κολάζονται και τέλος οι απολύτως ανεπίδεκτοι βελτιώσεως να εξορίζονται». Για όλα αυτά, το κύρος του νόμου έχει μία αποτελεσματική δύναμη: «Η πατρική εξουσία δεν έχει χαρακτήρα ισχύος και εξαναγκασμού, ουδέ η θέλησις ενός ανθρώπου, εκτός εάν είναι βασι­λεύς ή κατέχει παρόμοιον αξίωμα. Τουναντίον, ο νόμος έχει εξαναγκαστικήν ισχύν διότι είναι η έκφρασις ποιάς τίνος φρονήσεως και διανοίας. Και εναντίον μεν των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι αντιστρατεύονται προς τας ορμάς μας, και αν ακόμη πράττουν τούτο δικαίως, τρέφομεν μίσος, αλλ’ ο νόμος ο διατάσσων να εκτελούμεν το αγαθόν δεν είναι ο μισητός» (1179 b)[3].

Θα μπορούσαμε λοιπόν να σκεφτούμε ότι οι νόμοι έχουν αξία μόνο για τους μέτριους ανθρώπους και δεν ασκούν παιδαγωγικό ρόλο παρά με το κύρος που σκορπίζει ο φόβος.

Διακρίνουμε, ωστόσο, ότι το ίδιο το κείμενο του Αριστοτέλη, που μόλις αναφέραμε, αρχίζει αποδίδοντας μία άλλη αποστολή στους νομοθέτες και ότι την τοποθετεί παράλληλα με τη δεύτερη σε μία ωραία παράθεση: «οι νομοθέτες», λέει, «οφείλουν να παρορμούν και να προτρέπουν τους πολίτας εις την άσκησιν της αρετής, επικαλούμενοι το αίσθημα της τιμής», ενώ «οι παρήκοοι και οι στασιάζοντες εναντίον της αρετής πρέπει να τιμωρού­νται και να κολάζονται» (1180 a).

Οι Έλληνες θεωρούν απαραίτητη μια τέτοια δυάδα. Και θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε πολλά κείμενα όπου αυτές οι δύο λειτουργίες παρουσιάζο­νται με την ίδια τάξη όπως στον Αριστοτέλη[4]. Και γενικά, η καταπιεστική λειτουργία δεν νοείται χωρίς την άλλη με την οποία είναι συνδεδεμένη. Για τους Έλληνες, ο νόμος διαμορφώνει τα ήθη και ο νομοθέτης οφείλει να ενεργεί αναλόγως.

1. Ο νόμος και τα ήθη

Η αντίθεση, όπως διατυπώνεται μεταξύ των δύο λειτουργιών του νόμου, δεν πρέπει να παραπλανά: ήδη, στο επίπεδο της απαγόρευσης των παρα­πτωμάτων, είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση ότι από πολύ νωρίς οι Έλλη­νες απέδωσαν την ποινή που προέβλεπε ο νόμος με όρους σχετικούς με τη διαπαιδαγώγηση.

Από την Ορέστεια του Αισχύλου συναντάμε ήδη την ιδέα ότι η ύπαρξη των θεϊκών ποινών συνιστώ ένα δίδαγμα. Το ίδιο το γεγονός ότι τις θεω­ρούμε ως πιθανές ασκεί κατ’ αρχήν μία ενέργεια πρόληψης, και στις Ευ­μενίδες, η Αθηνά επωμίζεται την άποψη των Ερινύων, αυτών των θεοτή­των της εκδίκησης και της τιμωρίας, όταν δηλώνει: «και να μη διώξουν κάθε φόβο από την πόλη. Γιατί ποιος είναι δίκαιος σαν δεν φοβάται τίπο­τα;» (699)[5]. Και όταν διαπραχθεί το παράπτωμα και επιβληθεί η ποινή, ο ένοχος καλείται να σκεφτεί: γιατί ο Δίας «στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος. Αυτός, ώς και στον ύπνο, στην καρδιά μας στάζει τον πόνο, που θυμίζει με τρόμο τα παθήματά μας κι αθέλητα μας συνετίζει. Μα αλήθεια, χάρη ’ναι και μόνο που κυβερνούν μ’ αυστηροσύνη οι θεοί τον κόσμο απ’ το ψηλό τους θρόνο» (Αγαμέμνων 176-183)[6]. Και συγχρόνως, η τιμωρία αυτή καλεί και τους άλλους να σκεφτούν: τα ατέλειωτα σχόλια του χορού, καθώς προβάλλουν το δίδαγμα από τις πρόσφατες καταστροφές, παρέχουν πολλαπλές αποδείξεις.

Η θεωρία της Ορέστειας αποδίδει λοιπόν στις θεϊκές ποινές μία αξία παιδευτική. Έτσι, κατά τον 5ο αιώνα, η ίδια ιδέα συναντάται πολλές φο­ρές να αναλύεται και να εφαρμόζεται, αυτή τη φορά, στις ανθρώπινες τιμωρίες που προβλέπουν οι νόμοι.

Ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα αποτελούν τις πιο καθορι­στικές μαρτυρίες.

Στον Γοργία, η ιδέα παρεμβαίνει στο τέλος και έχει επίσης σχέση με τις θεϊκές ποινές που επιβάλλονται στον Άδη. Εκφράζεται όμως με μία γενικευμένη μορφή και έχει την ίδια αξία, προφανώς, τόσο για τις ανθρώπινες όσο και για τις θεϊκές ποινές[7]. Το κείμενο αναφέρει: «Ταιριάζει λοιπόν σε καθένα που τιμωρείται, όταν τιμωρείται σωστά από κάποιον άλλον, ή να βελτιώνεται και να οφελείται ή να γίνεται παράδειγμα για τους άλλους. Να τον βλέπουν δηλαδή οι άλλοι να παθαίνει όσα παθαίνει και από τον φόβο τους να γίνονται καλύτεροι» (525 b)[8]. Οι επόμενες φράσεις ξεχωρί­ζουν με ακρίβεια τις πιθανές διαφορετικές περιπτώσεις. Και αυτή η ακρί­βεια αποδεικνύει αρκετά ότι το κείμενο αναφέρεται σε μία θεωρία που έχουν ήδη επεξεργαστεί με σαφήνεια.

Η θεωρία αυτή συναντάται πράγματι, διατυπωμένη με θάρρος, στον Πρωταγόρα, όπου αποδίδεται με ρητούς όρους στο μεγάλο σοφιστή. Εδώ πρόκειται για ανθρώπινες πράξεις και το σύνολο της εξέλιξης συνδέεται κατ’ ευθείαν με την ιδέα της εκπαίδευσης, εφ’ όσον πρόκειται ν’ αποδείξει πώς διδάσκεται η αρετή, εν αγνοία μάλιστα των ανθρώπων. Ο Πρωταγό­ρας εξηγεί ότι η ποινή προϋποθέτει τη μέριμνα μιας αγωγής: «Αν θελή­σεις αλήθεια, Σωκράτη, να στοχαστείς σε τι αποσκοπεί η τιμωρία των αδικούντων, μόνο που αυτό θα σου αποδείξει, ότι ο κόσμος τουλάχιστον πιστεύει ότι η αρετή είναι κάτι που το αποκτά κανείς. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί όσους κάνουν το άδικο, έχοντας το νου του σ’ αυτό, στο ότι αδίκη­σαν, και εξ αιτίας αυτού, όποιος 6έ6αια δε ρίχνεται σαν θηρίο στην εκδί­κηση, ασυλλόγιστα. Όποιος με σκέψη έρχεται στην τιμωρία, δεν τιμωρεί ένεκα του αδικήματος που έγινε - ό,τι έγινε δεν είναι δυνατόν να κάνεις να μη έχει γίνει - αλλά για το μέλλον, για να μη αδικήσει ξανά μήτε αυτός ο ίδιος, μήτε άλλος που είδε να τιμωρούν αυτόν» (324 a-b)[9].

Η θεωρία αυτή, που δεν υστερεί σε ευγένεια, τιμά τους Έλληνες και δείχνει ότι, ακόμα και στην πιο αρνητική όψη του νόμου, οι Έλληνες έβλεπαν ένα υλικό για τη διάπλαση του ανθρώπου και για τη λογική επίδραση. Η κατασταλτική λειτουργία ήταν και αυτή παιδευτική.

Ωστόσο - και τούτο είναι το πιο αξιοσημείωτο - η ελληνική σκέψη δεν θεώρησε ποτέ ότι ο παιδευτικός ρόλος του νόμου περιορίστηκε σε αυτό.

Στις κοινότητες, όπως ήταν οι ελληνικές πόλεις ως τον 4ο αιώνα, με τις περιορισμένες διαστάσεις τους και τους στενούς εσωτερικούς δεσμούς τους, η ιδέα μιας κοινής ζωής που προσδιόριζε ένα σύνολο αξιών επίσης κοινών, ήταν μία ιδέα φυσιολογική. Το είδος της εξάρτησης που καθιερώ­θηκε με τρόπο αυθόρμητο μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας τόνιζε το αποτέλεσμα της αφομοίωσης. Επί πλέον, αυτό το αποτέλεσμα ενισχυόταν ακόμα από την πολλαπλότητα και τη διάρκεια των καθημερινών ανταλλα­γών μεταξύ των πολιτών. Ένα περίφημο απόσπασμα του Σιμωνίδη ανέ­φερε ήδη: «Η πολιτεία διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο» (απ. 50 Bergk-Hiller). Η ιδέα επαναλαμβάνεται συχνά στα κλασικά κείμενα. Όπως οι «κα­νόνες» του πατέρα διαπαιδαγωγούν και διαπλάθουν το παιδί (Σοφοκλής, Αίας, 548), το ίδιο οι νόμοι της πολιτείας δίνουν στα άτομα τις αξίες, τις συνήθειες και τον χαρακτήρα τους.

Αυτό το είδος της λανθάνουσας και συλλογικής αγωγής εμφανίζεται πολύ ωραία στον Θουκυδίδη με αφορμή τη σύγκρουση των δύο πόλεων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Για τη Σπάρτη, η ιδέα διατυπώνεται από τον βασιλιά Αρχίδαμο σε ένα λόγο του, όπου υπερασπίζεται τις σπαρτιατι­κές αξίες καθώς τις συνδέει με την παιδεία της Σπάρτης, δηλαδή με την ανατροφή που δέχεται ο πολίτης από την πολιτεία: «Στην ευνομία μας χρωστούμε και την πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με τη σωφροσύνη και η γενναιότητα με το αίσθημα της ντροπής. Έχομε ευνομία επειδή η ανατροφή[10] μας δεν είναι εκλεπτυσμένη ώστε να μας οδηγεί στο να περιφρονούμε τους νόμους. Είναι όσο χρειάζεται σκληρή για να μας κάνει να τους σεβόμαστε»[11]. Οι αρετές αυτές είναι λοιπόν υπόθεση ανατροφής και για τον Αρχίδαμο όλα περιέχονται σε τούτο: «Άριστος όμως είναι εκείνος που ανατρέφεται σκληρά και με πειθαρχία» (Α, 84, 3-4). Στην εικόνα της σπαρτιατικής παιδείας, αντιτάσσεται η εικόνα της αθηναϊκής παιδείας: διατυπώνεται στον Επιτάφιο του Περικλή, του οποίου μία από τις πρωτο­τυπίες είναι ακριβώς ότι παραμερίζει την παραδοσιακή επίκληση των ά­θλων του παρελθόντος για να την αντικαταστήσει με την ανάλυση των κοινών αξιών. Η εισαγωγή το λέει καθαρά: «Αλλά πριν έρθω στον έπαινο των ανδρείων αυτών θέλω πρώτα να μιλήσω για τους θεσμούς και τις αρχές που έχομε εφαρμόσει για να προσδώσωμε στην πολιτεία το σημερι­νό της μεγαλείο» (Β 36, 4). Ο Επιτάφιος αρχίζει λοιπόν με μία ανάλυση του καθετώτος, η οποία στρέφεται αμέσως σε μία ανάλυση των ηθών, επειδή το καθεστώς ανταποκρίνεται σε ορισμένες αξίες, τις οποίες τα ήθη θέτουν στην πράξη. Κατά τον Περικλή, οι αξίες αυτές είναι τόσο υψηλές ώστε η Αθήνα δεν διαμορφώνει μόνο τους Αθηναίους: η Αθήνα, στο σύνο­λό της, «είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων» (Β, 41,1). Έτσι, οι συμβουλές του για το μέλλον έχουν σκοπό να υπενθυμίσουν και να ενισχύσουν το νόημα αυτού του διδάγματος που ο καθένας αντλεί καθημερινά από την ίδια τη ζωή της πόλης: «Πρέπει να βλέπετε το μεγαλείο της πολιτείας στις καθημερινές της εκδηλώσεις και να συλλογίζεστε πως της το έδωσαν άνδρες γενναίοι που είχαν το αίσθημα του καθήκοντος και μεγάλη φιλοτιμία σε κάθε έργο που αναλάμβαναν» (Β, 43,1).

Η ιδέα μιας κοινής διαπαιδαγώγησης με κοινές αξίες διαπερνά τα δύο αυτά κείμενα του Θουκυδίδη. Εμπνέει επίσης, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, την ωραία μεταφορά του Ισοκράτη, ο οποίος, χωρίς να μιλάει για νόμους με τη στενή έννοια, φαντάζεται ένα σύνολο αρχών που προσδιορίζουν το καθεστώς της πόλης. Το καθεστώς, λοιπόν, είναι γι’ αυτόν «η ψυχή της πόλης» και η ψυχή της πόλης σημαδεύει τον καθένα μέσα από τους νό­μους. «Γιατί ψυχή της πολιτείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πολίτευμα που έχει τόσο μεγάλη δύναμη όσο έχει για τον άνθρωπο η ορθή σκέψη. Γιατί αυτό ακριβώς είναι που φροντίζει για όλα, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει ενώ τις συμφορές προσπαθεί να εξαλείφει. Με αυτό είναι ανάγκη να εξομοιώνονται και οι νόμοι και οι ρήτορες και οι ιδιώται και καθένας απ’ αυτούς να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος πολιτεύμα­τος» (Αρεοπαγιτικός, 14)[12].

Τα διάφορα αυτά κείμενα είναι αποκαλυπτικά. Η σχέση όμως που συν­δέει τους νόμους και τα ήθη δεν αναλύεται σε αυτά με ακρίβεια. Συχνά μάλιστα η λέξη νόμος παραλείπεται. Πρόκειται για κείμενα λογοτεχνικά όπου η ιδέα δεν αναπτύσσεται συστηματικά. Αντίθετα, προωθείται στους τρείς φιλόσοφους που ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για τον νόμο - τον Πρωταγόρα, τον Πλάτωνα, και τον Αριστοτέλη. Στον καθένα από αυτούς, η ιδέα αναπτύσσεται σαν διαυγές σύστημα.

Για τον Πρωταγόρα, οι μόνες πληροφορίες που έχουμε προέρχονται από τον Πρωταγόρα του Πλάτωνα, είναι όμως επαρκείς. Πράγματι, κατά τον σοφιστή, οι νόμοι αναλαμβάνουν πάλι το κύριο έργο να διδάξουν στους ανθρώπους την αρετή. Το εκπληρώνουν με δύο τρόπους. Ο πρώτος, που είναι εμφανέστερος, εκδηλώνεται με μία άμεση πράξη: η πόλη υποχρεώ­νει τα παιδιά να μαθαίνουν τους νόμους, για να τους εντυπωθεί το αίσθη­μα των αξιών οι οποίες ενέπνευσαν αυτούς τους νόμους, και πάνω απ’ όλα το αίσθημα της δικαιοσύνης: «Κι όταν τελειώσουν με τους δασκάλους, τότε η πόλη τους υποχρεώνει να μάθουν τους νόμους και σύμφωνα με αυτούς να ζουν (έχοντάς τους για πρότυπο), για να μη κάνουν μόνοι τους ό,τι τους έλθει. Και όπως οι δάσκαλοι της γραφής τραβούν με το κοντύλι τους γραμμές και έτσι δίνουν την πλάκα στα παιδιά που δεν ξέρουν να γράφουν καλά, και τα υποχρεώνουν να γράφουν ακολουθώντας τις γραμ­μές, το ίδιο και η πόλις έγραψε για υπόδειγμα τους νόμους, ευρήματα καλών και παλαιών νομοθετών, και υποχρεώνει σύμφωνα με αυτούς να κυβερνούμε και να κυβερνιόμαστε» (326 d). Με άλλα λόγια, οι νόμοι είναι η πρώτη μύηση στο καλό.

Η δράση τους όμως δεν περιορίζεται σε αυτή την άμεση μύηση: πριν ακόμα το παιδί μπορέσει να έρθει σε επαφή με το κείμενο των νόμων, οι νόμοι έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση του, εφ’ όσον όλο το περιβάλλον ; στην καθημερινή ζωή δεν έπαψε να του υποβάλλει ή να του επιβάλλει αξίες που είναι οι αξίες της πόλης. Η τροφός, η μητέρα, ο παιδαγωγός, ο τέρας «σε κάθε πράξη ή λόγο του το διδάσκουν και του εξηγούν ότι το a είναι δίκαιο, το άλλο άδικο, τούτο όμορφο, τούτο άσχημο, τούτο όσιο, τούτο ανόσιο, κάνε αυτά, μη κάνεις αυτά» (325 δ). Οι αξίες αυτές, αποδεκτές από την ομάδα, διαδεδομένες με τον έπαινο και τη μομφή, είναι ακριβώς αυτές που βρίσκουν τελικά τη δογματική τους έκφραση στους νόμους.[13]

Η θεωρία αυτή, την οποία δεν θα αποδοκίμαζαν ασφαλώς οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι, ξαναβρίσκεται με σαφήνεια στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ίου κυριαρχεί στις αναλύσεις του 6ου και του 8ου βιβλίου, δείχνοντας ί)ς τα προικισμένα άτομα διαφθείρονται από την κοινωνία και πως, αντί- τα, η πόλη τροποποιεί το καθεστώς και τους νόμους της από την πίεση ορισμένων ηθικών εξελίξεων.

Η πρώτη περίπτωση περιγράφεται στο 6ο βιβλίο, όταν ο Πλάτων αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ο φιλόσοφος, ή εκείνος που θα μπορούσε να γίνει, διαφθείρεται από το περιβάλλον του: η κοινή γνώμη δίνει πίστωση : ορισμένες αξίες, τέτοια που κανένα άτομο δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθεί ούτε και να μη συμμορφωθεί. Το εδάφιο δεν μιλάει για νόμους αλλά ναι πολύ ωραίο και πολύ κοντά στις αναλύσεις του Πρωταγόρα ώστε αξίζει να το παραθέσουμε εδώ ολόκληρο. Εμφανίζει ιδιαίτερα το ρόλο της 3μφής και του επαίνου σε αυτή τη διαπαιδαγώγηση, αντίστροφα από κείνον που ασκεί στην ίδια περίπτωση η πολιτεία. Επικαλείται, πράγμα- , το κύρος των ανθρώπων όταν «Εκεί που μαζεύονται σωρός όλοι μαζί εις συνεδριάσεις του λαού ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή σε καμιά άλλη κοινή σύναξη του πλήθους, και με πολύ θόρυβο άλλοτε αποδοκιμάζουν τους λόγους και τις πράξεις κι άλλοτε επαινούν, υπερβολικά και στη μια και στην άλλη περίσταση, και ξεφωνίζουν και χειροκροτούν, ενώ μαζί μ’ αυτούς κι’ οι πέτρες κι’ ο τόπος γύρω όπου κάθονται αντιλαλεί διπλάσια από τις αποδοκιμασίες ή τους επαίνους των. Μέσα λοιπόν σ’ ένα τέτοιο πανηγύρι, πώς να βαστάξει, που λέει ο λόγος, η καρδιά ενός νέου, ή ποια ατομική του εκπαίδευση θα μπορέσει να ανθέξει και να μη την πάρει το ρέμα, κάτω από την τέτοια πλημμύρα του ψόγου ή του επαίνου, κι όπου την πάει; Και δε θ’ αναγκαστεί κι ο ίδιος να συμμε­ριστεί τις αντιλήψεις των για τα καλά και τα κακά, να συμμορφωθεί με την όλη τους τη διαγωγή και στο τέλος να γίνει όμοιος κι απαράλλακτος μαζί τους;» (.Πολιτεία 6ο, 492 b-c)[14]. Η επανάληψη όρων που σημειώνουν αναλογία και εξομοίωση είναι τελείως συμπτωματική όπως και ο ρόλος της μομφής και του επαίνου. Οπωσδήποτε, αυτές οι φωνές της συνέλευ­σης βρίσκονται μακριά από τον νόμο. Αλλά η διαδικασία με την οποία επιβάλλονται οι αξίες της μάζας στο άτομο είναι η ίδια με εκείνη που ο νόμος επιβάλλει τις δικές του. Τα μέσα του νόμου είναι απλώς πιο εκτετα­μένα. Και ο Πλάτων προσδιορίζει αργότερα ότι η μάζα, όταν δεν πείθει τους ανθρώπους με το λόγο, καταλήγει να τους χτυπήσει «με ατίμωση, με πρόστιμα, με θάνατο»: το παράδειγμα της συνέλευσης δεν είναι λοιπόν παρά η εικόνα, προς το κακό, εκείνου που ο νόμος μπορεί να κάνει προς το καλό.

Άλλωστε, το 8ο βιβλίο εξηγεί σαφέστατα με ποιο τρόπο οι νόμοι ερμη­νεύουν αξίες που καθιερώνονται με την επιρροή των ανθρώπων και οι οποίες, με τη σειρά τους, τους διαμορφώνουν κατά την εικόνα τους[15]. Και εδώ η διαμόρφωση δεν είναι ούτε καλή ούτε υγιής αλλά η ύπαρξη και οι ιδιότητες μιας συλλογικής διαμόρφωσης καθορίζουν το σύνολο της σκέψης.

Το 8ο βιβλίο, όπως είναι γνωστό, έχει οικοδομηθεί πάνω σε ένα σταθερό και αυστηρό παραλληλισμό μεταξύ των διαφορετικών καθεστώτων και των διαφορετικών ατόμων. Ο παραλληλισμός αυτός προβάλλει ίσως πε­ρισσότερο τη θεωρητική ανάλυση παρά την ιστορία, με την έννοια ότι μπορεί να υπάρχουν ολιγαρχικοί σε μία δημοκρατία και το αντίστροφο. Η έκθεση όμως η σχετική με τα διαφορετικά καθεστώτα αποδεικνύει ότι η πόλη εξελίσσεται με τα μέλη της τα οποία και αυτά εξελίσσονται όλα μαζί σύμφωνα με τις συνθήκες ζωής που τους ορίζει η πόλη. Υπάρχει λοιπόν μία αλληλεπίδραση. Οι πολιτικές δομές προσδιορίζονται πράγματι από την κοινή τάση των πολιτών, όπως, στο 544 e: «ή νομίζεις ότι οι πολιτείες γίνονται από δρυ χάχα ή από πέτρα, και όχι από τα ήθη των πολιτών, όσα κατά την διεύθυνση που θα πάρουν, θα παρασύρουν στον ίδιο δρόμο και όλα τ’ άλλα;» ή στο 435 e: «Δεν είναι τάχα απόλυτη ανάγκη να παραδε­χτούμε, πως τα ίδια ιδιώματα και συνήθεια υπάρχουν μέσα στον καθένα από μας όποια και μες στην πόλη; Γιατί βέβαια δεν έχουν ερθεί απ’ αλλού και σ’ αυτή». Αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο και ακόμα πιο σημαντικό για το θέμα που εξετάζουμε εδώ: οι πολιτικές δομές διαπλάθουν τα άτομα. Το επιτυγχάνουν με τη μίμηση και την εκπαίδευση καθώς επίσης και μέσα από τις οικονομικές συγκυρίες. Και κάθε μία από τις αλλαγές που ανέλυσε ο Πλάτων απεικονίζει με τρόπο συστηματικό αυτή την ενέργεια. Η ατέλεια των ανθρώπων, καθώς έχει αναδείξει στην πόλη ένα καθεστώς όπου κυριαρχεί ο πλούτος και όπου μερικοί επωφελούνται από αυτόν στο σκοτάδι, η όρεξη για τον πλούτο μεγαλώνει και, κάποια ημέρα, συντάσ­σουν ένα νόμο που ορίζει ένα φόρο. Τότε, κατά συνέπεια, αυτός ο και­νούργιος νόμος επιφέρει μία αυξημένη ανισότητα στις περιουσίες. Σπείρει στους μεν την απληστεία, στους άλλους τη μνησικακία ή τον φθόνο. Έτσι ώστε μία ωραία ημέρα ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος: οι φτωχοί που νικούν εισάγουν από τότε την ισότητα στους νόμους και καθιερώνουν την κλή­ρωση για τα αξιώματα. Επομένως, αυτός ο καινούργιος νόμος επιφέρει την επιθυμία μιας ελευθερίας χωρίς όρια και εχθρικές υποψίες εναντίον εκείνων που θεωρούνται αντίθετοι προς το καθεστώς: έτσι αναπτύσσεται ένας φόβος που προκαλεί την εμφάνιση ενός προστάτη, ο οποίος προορίζε­ται να γίνει τύραννος. Η εξέλιξη των ηθών αντανακλάται λοιπόν στις διαδοχικές αλλαγές των πολιτικών δομών. Οι ίδιες αυτές δομές, οι καθορι­σμένες από τους νόμους, οδηγούν κάθε φορά στην εμφάνιση νέων ηθών[16].

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται πάντοτε για κακή επιρροή, για λανθασμένη εκπαίδευση. Αλλά η ύπαρξη της ηθικής επιρροής που α­σκούν οι νόμοι έχει γίνει επίσης φανερή. Και είναι σαφές ότι η επιθυμία του Πλάτωνα να δημιουργήσει ένα Κράτος όπου οι νόμοι θα ήταν καλοί συνδέεται με την ιδέα που έχει για το ρόλο τους και για την ισχύ τους. Αν θέλει καλούς νόμους είναι ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν δίκαιοι πολίτες σε ένα Κράτος παρά μόνο οι νόμοι οι οποίοι τους διαμορφώνουν σύμφωνα με τη δικαιοσύνη.

Σε έναν κόσμο πλησιέστερο στην πραγματικότητα βρίσκεται η σκέψη του Αριστοτέλη. Με την οξεία αίσθηση που είχε για το ρόλο της συνή­θειας στην ηθική ζωή επισήμανε τη σπουδαιότητα στην εκπαίδευση των κοινών αξιών και του νόμου που τις εκφράζει: αν πράγματι, ο νόμος οφεί­λει την ισχύ του στη συνήθεια[17], θα λέγαμε ότι, αντίστροφα, δημιουργεί συνήθειες οι οποίες, λίγο-λίγο, διαμορφώνουν τους ανθρώπους.

Έτσι λοιπόν, στο τελευταίο βιβλίο του έργου Ηθικά Νικομάχεια, όταν ο Αριστοτέλης επιμένει στο μέρος που αναλογεί στην πρακτική για την α­πόκτηση της αρετής, δεν ξεχνά το ρόλο των νόμων. Αναγνωρίζει τον κίν­δυνο από τα πάθη και σημειώνει πόσο είναι αναγκαίο ν’ αποκτά ο άνθρω­πος την αίσθηση των πραγματικών αξιών και προσθέτει: «Είναι δύσκολο να λαμβάνει κανείς από την νεανικήν ηλικίαν του υγιά διαπαιδαγώγησιν παρορμώσαν εις την αρετήν, αν δεν ανατραφεί υπό το κράτος σχετικών νόμων, διότι το να ζει τις σωφρόνως και καρτερικώς, δεν είναι ευχάριστον εις τους πολλούς, πολύ δε ολιγότερον εις τους νέους. Διά τούτο η ανατρο­φή και τα επαγγέλματα αυτών δέον να ρυθμίζονται υπό των νόμων, επει­δή ό,τι καταντά συνήθεια δεν γίνεται πλέον αισθητόν ως βάρος» (1179 d)[18]. Και πιο κάτω, μιλώντας για τον παιδευτικό ρόλο του Κράτους, λέει σαφέ­στατα: «είναι φανερόν ότι η διά το κοινόν συμφέρον μέριμνα κανονίζεται υπό των νόμων (γραπτών ή άγραφων). Η αγαθή μέριμνα υπό νόμων αγα­θών» (1180 b). Χρησιμοποιεί μάλιστα αυτή την ιδέα για να παραλληλίσει τον διαφορετικό παιδευτικό ρόλο του πατέρα και των νόμων[19].

Από τον Σιμωνίδη ως τον Αριστοτέλη, περνώντας από τον Θουκυδίδη, τον Πρωταγόρα και τον Πλάτωνα, η γραμμή σκέψης είναι λοιπόν συνε­χής. Φαίνεται ότι οι συγγραφείς που τους διαδέχτηκαν ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλον, αποκτώντας κάθε φορά πιο σαφή συνείδηση για τον παι­δευτικό ρόλο που μπορούν να ασκήσουν οι νόμοι.

Έτσι λοιπόν, η ελληνική σκέψη παρέμενε πιστή, και εδώ επίσης, σε ένα είδος εσωτερικής λογικής. Πράγματι, αν οι νόμοι είναι ήθη επικυρω­μένα από μία κοινότητα, είναι φυσικό ν’ ανταποκρίνονται σε μία νοοτρο­πία χαρακτηριστική αυτής της ομάδας που αντανακλάται σε αυτούς και οι οποίοι καθορίζουν τις αξίες της.

Αλλά - το τελευταίο κείμενο που παραθέσαμε το αποδεικνύει - συμβαί­νει ότι, σε αυτή την περίσταση, οι Έλληνες δεν μπορούσαν ν’ αποδεχτούν μια τέτοια ιδέα χωρίς ν’ αποδώσουν στο συντάκτη των νόμων ένα καθήκον πιο ευγενικό και πιο δύσκολο, αφού ο νομοθέτης είναι έμμεσα ο παι­δαγωγός του λαού.

Οι Έλληνες παραδέχτηκαν απόλυτα αυτή την αμοιβαία συνέργεια και επωμίστηκαν τις συνέπειες της. Ιδιαίτερα, κατά τον 4ο αιώνα, αυτό τους έκανε να εξυμνήσουν το ρόλο του νομοθέτη και να απαιτήσουν από τους νόμους κάτι καλύτερο σε σχέση με την εκπαιδευτική λειτουργία που θα έπρεπε να έχουν. Όλη η ελληνική σκέψη για το ρόλο του νόμου εκφράζε­ται σε μία προσπάθεια να τον καταστήσει ικανό να διατηρήσει αυτόν το ρόλο.

2. Ο νομοθέτης και η αποστολή, του

Η Ελλάδα ζούσε με το σεβασμό προς τους μεγάλους παραδοσιακούς νομοθέτες. Με αυτό εννοούμε σοφούς, δηλαδή εμπνευσμένους ανθρώπους στους οποίους είχε ανατεθεί η φροντίδα να θέσουν στο σύνολό της τη νομοθεσία μιας πόλης και με τρόπο κυριαρχικό. Αυτός ήταν ο ρόλος που είχαν κατά νου οι φιλόσοφοι καθώς αναζητούσαν να ορίσουν ένα ιδανικό Κράτος. Οι κοινοί όμως πολίτες, όταν πρότειναν ένα νόμο για μια ειδικό­τερη περίπτωση μέσα στο σύστημα που ήδη υπήρχε, επωμίζονταν κάπως το μεγαλείο αυτού του ρόλου, όπως επίσης και τις ευθύνες που τον ακο­λουθούν. Έτσι εξηγείται ότι στις αρχαίες αγορεύσεις συναντάμε τόσους επαίνους για τον Σόλωνα μαζί με τόσες επικρίσεις εναντίον εκείνων που συνέταξαν κακούς νόμους.

Είναι γεγονός ότι όποιος γινόταν νομοθέτης, έστω και για μία λεπτομέ­ρεια, παρουσίαζε με τον νόμο ή τους νόμους του, κάποια εικόνα της πολι­τείας και των ηθικών αξιών της. Πρόκειται, ακόμα μία φορά, για μία όψη του νόμου προς την οποίαν ήταν ευαίσθητος ο Δημοσθένης. Στον Κατά Λεπτίνη καταμαρτυρεί στον επίμαχο νόμο ότι είναι ανάξιος των αθηναϊ­κών παραδόσεων: «... να πείσει η πατρίς τον Λεπτίνην να φαίνεται ότι έγινε όμοιος με αυτήν παρά να πεισθεί αύτη από αυτόν να του ομοιάσει. Και χρηστότατος ακόμη εάν είναι (και όσον εξαρτάται από εμέ τουλάχι­στον, ας είναι χρηστότατος) ούτε τότε είναι ανώτερος της πατρίδος κατά τον χαρακτήρα» (14).

Ο στενός αυτός δεσμός ανάμεσα στις αξίες της πόλης και σ’ εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, πριν από τον Montesquieu «πνεύμα των νόμων» είναι δυνατόν ν’ αποτελέσει ένα κριτήριο όταν πρόκειται να επι­κυρωθεί ή όχι ένας νόμος. Όπως επίσης είναι δυνατόν ν’ αναδείξει ένα γενικό αξίωμα: αυτό προκύπτει όταν ο Αριστοτέλης προσδιορίζει ότι οι νόμοι οφείλουν να προσαρμόζονται προς το πολίτευμα (Πολιτικά 1289 a και 1337 a).

Κυρίως όμως, πέρα από το δεσμό με ένα πολίτευμα και με το ιδεώδες που προτείνει, ο νόμος, που επινοήθηκε ως μέσον αγωγής, οφείλει να διαμορ­φώνει ενάρετους ανθρώπους παντού και πάντοτε.

Η ιδέα αυτή εξηγεί πολλά από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της ελληνι­κής σκέψης για τον νόμο.

Ερμηνεύει κατ’ αρχήν τη σημασία που αποδίδει η σκέψη αυτή στους νόμους για την εκπαίδευση. Τούτο επαληθεύεται στον Ισοκράτη που επι­καλείται με νοσταλγία την παιδεία της εποχής των προγόνων, στον Αριστο­τέλη που παραπονείται ότι μόνο η νομοθεσία της Σπάρτης ασχολήθηκε αρκετά με την εκπαίδευση και ο οποίος επιμένει σε αυτή την άποψη στο τέλος των Πολιτικών του[20]. Στον Πλάτωνα επίσης, η Πολιτεία και οι Νόμοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ιδεώδες σύστημα εκπαίδευσης. Στο τελευ­ταίο έργο, ιδιαίτερα, οι νόμοι για την εκπαίδευση παρουσιάζουν συχνά το πιο πλούσιο και πιο πρωτότυπο στοιχείο. Στο έργο, με αρχή τα παιχνίδια της μικρής παιδικής ηλικίας, οι νόμοι εκτίθενται με μία ακρίβεια που αναγγέλει τις σημερινές μας «παιδαγωγικές επιστήμες». Αναφέρονται στο 6ο βιβλίο και καλύπτουν ολόκληρο το 8ο. Πράγματι, το πιο αποτελεσματικό μέσον αγωγής των πολιτών είναι φυσικά η καθοδήγηση των ενεργειών τους από την παιδική ηλικία.

Αλλά ακόμα και όταν δεν πρόκειται για την εκπαίδευση με την κύρια έννοια του όρου, η φροντίδα για ηθική διάπλαση παραμένει σταθερά πα­ρούσα. Και τούτο εξηγεί ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής σκέ­ψης για τους νόμους, το οποίον είναι το επίπεδο όπου βρίσκεται αυτή η σκέψη και το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται.

Το γεγονός είναι ότι στην Ελλάδα, οι φιλόσοφοι πραγματεύονται τα προβλήματα της νομοθεσίας. Αυτοί που μιλούν για νόμους είναι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης οι οποίοι όμως δεν έγραψαν ούτε έναν: οι νόμοι ανήκουν στη αρμοδιότητά τους στο μέτρο που τείνουν προς την αρετή. Έτσι ώστε μία μελέτη του νόμου στην Ελλάδα, αντί να περνάει από τους νομικούς, όπως στη Ρώμη, περνάει τελικά από τον αφηρημένο δρόμο της φιλοσοφίας.

Ένας μόνο συγγραφέας ίου 4ου αιώνα υπαινίσσεται όχι η δημιουργία των νόμων ήταν μία απλή τεχνική. Το λάθος του όμως επισημάνθηκε αμέσως. Το λάθος είναι του Ισοκράτη, η αποκάλυψη ανήκει στον Αριστο­τέλη.

Ο Ισοκράτης, στον Περί Αντιδόσεως, παραλληλίζει τη δραστηριότητα του συγγραφέα λόγων με του νομοθέτη κρίνοντας ότι η πρώτη απαιτεί μεγαλύτερη ικανότητα. Και γράφει: «Επειδή δε έχομεν φθάσει εις το σημείον τούτο, ώστε και οι εκφωνηθέντες λόγοι και οι κείμενοι νόμοι να είναι αναρίθμητοι και εκ μεν των νόμων να επαινούνται οι αρχαιότεροι, εκ δε των λόγων οι νεώτατοι,[21] δεν είναι πλέον έργον της αυτής προσπαθείας, αλλά δι’ εκείνους μεν οι οποίοι προτιμούν να θέτουν νόμους, ως προεργασία υπάρχει το πλήθος των κειμένων νόμων, διότι ουδόλως πρέ­πει αυτοί να αναζητούν άλλους αλλά να προσπαθήσουν να συναγάγουν εκείνους που εν τη εφαρμογή των εις άλλους θεωρούνται άριστοι, πράγμα το οποίον δύναται βεβαίως να κάμει όποιος ήθελε» (82-83)[22].

Δύστυχε Ισοκράτη! Μίλησε εδώ σαν άνθρωπος που κατασκευάζει λό­γους: έκρινε σαν τεχνίτης και όχι σαν φιλόσοφος. Ο Αριστοτέλης τον κα­τακρίνει με υπεροψία στα Ηθικά Νικομάχεια. Αναζητώντας πώς αποκτά­ται η επιστήμη του νομοθέτη μας δείχνει αρχικά ότι δεν γίνεται με αυτούς που ασκούν ενεργό πολιτική ούτε κοντά στους σοφιστές που έχουν επάγ­γελμα τη διδασκαλία της πολιτικής. Αφού επαναλάβει τα λόγια του Ισο­κράτη, δηλώνει: «...και δεν θα εφαντάζοντο, ότι είναι εύκολον να γίνει κανείς νομοθέτης διά της συγκεντρώσεως των νόμων εκείνων, οίτινες έτυχον της κοινής επιδοκιμασίας. Νομίζουν ότι είναι εύκολος η εκλογή των αρίστων νόμων, ως εάν τοιαύτη εκλογή δεν απήτει σύνεσιν και ως εάν η ορθή εν προκειμένω κρίσις δεν θα ήτο το κυριότερον σημείον» (1181 a)[23].

Από αυτή τη μικρή αμφισβήτηση διαφαίνεται το αίσθημα, το τόσο προ­σφιλές στους Έλληνες και το οποίον είχαν εκφράσει τόσες φορές ο Πλά­των και ο Αριστοτέλης, ότι ο νομοθέτης οφείλει να κατέχει μία πραγματι­κή επιστήμη των στόχων της νομοθεσίας, δηλαδή την πολιτική επιστήμη.

Αλλά και η ίδια αυτή η επιστήμη προϋποθέτει μία διαυγή άποψη των τελικών στόχων. Ενώ απέχει πολύ από το να είναι μία απλή τεχνική, συνδέεται στενά με την ηθική και τη μεταφυσική. Σε τέτοιο σημείο ώστε το σύνολο είναι αδιάσπαστο: οι Νόμοι του Πλάτωνα συνεχίζουν την Πολι­τεία, και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη είναι δίδυμα με τα Ηθικά Νικομάχεια[24].

Επίσης, ακόμα και τα κείμενα πρακτικής που μιλούν για νόμους δεν παρουσιάζονται σχεδόν ποτέ με μία απλώς πρακτική άποψη. Εκεί όπου οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι θα μιλήσουν για κυριαρχία και διάκριση των εξουσιών, και ιδίως για βασικές αρχές, όπως το habeas corpus ή το ne bis in idem, οι Έλληνες μιλούν για την αρετή και το «βελτιώνεσθαι». Και σε όλη την πορεία του πιο τεχνικού έργου του Πλάτωνα, δηλαδή στους Νό­μους, συναντάμε εξελίξεις που ανακεφαλαιώνονται σε υπότιτλους όπως «Η υπεροχή της ψυχής», «Η τιμή είναι ανώτερη από τον πλούτο», «Το προσωπικό ιδεώδες», «Η αρετή και η ευτυχία»[25].

Η πολιτική επιστήμη που ίδρυσαν οι Έλληνες δεν είναι μόνο μία πολι­τική φιλοσοφία αλλά μία καθαρή φιλοσοφία.

Ο στενός αυτός δεσμός μεταξύ νομοθεσίας και ηθικής εξηγείται, άλλω­στε, στην ίδια τη δομή της πραγματείας Νόμοι και στη μορφή που αυτή προτείνει για τα νομοθετικά κείμενα. Και εδώ βρίσκεται μία ιδιαιτερότητα της ελληνικής σκέψης, η οποία, αν και αποτελεί αντικείμενο μιας και μόνο πραγματείας, δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτική μιας γενικής τάσης.

Η πραγματεία Νόμοι διαπνέεται από τη φροντίδα για ηθική αγωγή. Τούτο εξηγείται με τον τρόπο προσέγγισης του θέματος. Η συζήτηση κα­ταπιάνεται με τους νόμους της Κρήτης, που προτείνουν, για παράδειγμα, τα κοινά συσσίτια και τις γυμναστικές ασκήσεις. Και αμέσως προβάλλεται το ερώτημα: σε τι στοχεύουν τέτοιοι νόμοι; Η συζήτηση, όπως έχει αρχί­σει, τείνει να καθορίσει ότι οι θεσμοί πρέπει να προτείνουν ως σκοπό όχι τόσο την πολεμική αρετή όσο ολόκληρη την αρετή. Γι’ αυτό το λόγο, ένα από τα καθήκοντα του νομοθέτη πρέπει να είναι η προσαρμογή του σε μια δίκαιη ιεράρχηση των αγαθών και των αξιών (631 d). Οφείλει εξ άλλου «να πληροφορήσει τους πολίτες ότι όλες οι άλλες διατάξεις που τους αφο­ρούν αποβλέπουν σ’ αυτά τα αγαθά», και «καθήκον του νομοθέτη είναι να εξηγεί και να ορίζει τι είναι καλό και τι κακό» (632 a). Αυτό βέβαια προϋ­ποθέτει προφανώς μια σωστή θεώρηση αυτής της ιεράρχησης των αγαθών, που είναι το κλειδί για όλα[26].

Η θεωρία αυτή, με την οποίαν αρχίζει το έργο, υπενθυμίζεται στη συνέ­χεια σχεδόν αδιάκοπα. Ακόμα και τα πιό πρακτικά προβλήματα, όπως εί­ναι η κατάσταση στην πόλη, η ύπαρξη ενός στόλου, πρέπει να θεωρούνται σε συνάρτηση με την αρετή και ο Πλάτων κάθε φορά επιβεβαιώνει την ανάγκη να κρίνονται όλα με αυτό το μέτρο. Για παράδειγμα λέει: «Πι­στεύω λοιπόν ότι καλός είναι ο νόμος που σημαδεύει, όπως ο καλός τοξό­της, ένα μόνο στόχο κάθε φορά, με επακόλουθο κάτι ωραίο, ενώ αδιαφορεί για όλα τ’ άλλα» (706 a)[27]. Λέει ακόμη ότι σκοπός για τον σώφρονα είναι «να γίνει όσο πιο ενάρετος μπορεί και να παραμείνει έτσι σε όλη του τη ζωή» (707 d), επαναλαμβάνει επίσης ότι «...οφείλουμε να υπακούουμε στις αθάνατες αρχές μας για να προσαρμόσουμε σε αυτές τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή μας (Νόμοι 714 a)[28].

Η σημασία όμως της θεωρίας μέσα στο έργο υπολογίζεται λιγότερο από τις επαναλαμβανόμενες επιβεβαιώσεις όσο από τις συνέπειες που απορ­ρέουν από την ίδια την κατάταξη του έργου. Γιατί είναι γεγονός ότι η πραγματεία Νόμοι, για να ανατρέξει καλύτερα κάθε φορά στα πρωταρχικά αξιώματα, δεν παύει να παραλλάσσει τις καθαρά νομοθετικές θεωρήσεις.

Τα τρία πρώτα βιβλία δεν είναι παρά μία ανάλυση των σκοπών που επιδιώκει το έργο[29]. Στο 1ο βιβλίο, ακριβώς μετά τα αξιώματα που αναφέ­ραμε, η έκθεση εμμένει σε έναν ορισμό της εκπαίδευσης: «Για τη διευκό­λυνση της συζήτησης, πρέπει να δώσουμε τον ορισμό της εκπαίδευσης και της δύναμης που διαθέτει» (643 a). Τα παραδείγματα του κρασιού και των συμποσίων, του χορού και της μουσικής, επιδιώκουν να φωτίσουν αυτό το θέμα με το οποίον ασχολείται το 1ο και το 2ο βιβλίο. Όσον αφορά το 3ο βιβλίο, αποδεικνύει, με μία ανάλυση ιστορικού είδους, την ανάγκη κάθε καθεστώτος να διαφυλάξει τις ουσιαστικές αξίες και να εξασφαλίσει μία ισορροπία μεταξύ τους. Μόνο στο 4ο βιβλίο πλησιάζουμε τα πρακτικά προβλήματα τα σχετικά με την ίδρυση μιας πόλης και τη σύνταξη των νόμων της. Ολόκληρη όμως η αρχή της έκθεσης χρησιμεύει να προσδιο­ρίσει καλύτερα τις βασικές αρχές, έτσι ώστε στο 4ο βιβλίο διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε μόνο στο προοίμιο. «Ας ξαναπιάσουμε πάλι το θέμα, για δεύτερη φορά, για να ολοκληρώσουμε όσα λέγαμε κι όχι να συζητάμε στην τύχη. Είπαμε αρκετά για τη λατρεία των θεών και για τις τιμές που οφείλουμε στους προγόνους μας. Ας συνεχίσουμε τώρα με το θέμα μας[30], μέχρι να σου φανεί ότι το προοίμιο συζητήθηκε αρκετά. Ύστερα μπορείς να προχωρήσεις στη διατύπωση των νόμων» (Νόμοι D, 723, e).

Στην πραγματεία Νόμοι, αν η σύνθεση εκπλήσσει είναι γιατί τα προλεγόμενα μετράνε περισσότερο από το αποτέλεσμα και γιατί η εισαγωγή αποκτά μεγαλύτερη σημασία από εκείνο στο οποίο εισάγει.

Από αναβολή σε αναβολή, η εξέταση των νόμων συνεχώς αναστέλλεται και στο μέσον του 5ου βιβλίου είμαστε ακόμα στο προοίμιο: «Στο σημείο αυτό πρέπει να σταματήσουμε τη συζήτηση σχετικά με την εισαγωγή στους νόμους. Μετά απ’ αυτό νομίζω ότι είναι σωστό ν’ ακολουθήσει ο ίδιος ο νόμος ή, για να ακριβολογήσω, το σχέδιο των νόμων μιας πόλης» (734 e)[31].

Αυτή η τόσο χαρακτηριστική μέθοδος, που δίνει ιδιαίτερη σημασία στα προλεγόμενα, παρουσιάζει έναν ουσιαστικό τρόπο της πλατωνικής σκέ­ψης. Τη συναντάμε ήδη στην Πολιτεία, με τον όρο μάλιστα «προοίμιο»[32]. Και την ξαναβρίσκουμε στη θεωρία του Πλάτωνα όσον αφορά τη μορφή που θα δοθεί στους νόμους.

Με αφορμή τη μορφή που θα δοθεί στους νόμους, ο Πλάτων στους Νό­μους, προτείνει, με μεταφορική έννοια, το είδος της μουσικής εισαγωγής.

Τη μεταφορά αυτή χρησιμοποιεί στο 4ο βιβλίο, στις συμβουλές του προς τους νομοθέτες. Όπως γι’ αυτόν όλη η αναζήτηση της ηθικής και της μεταφυσικής αποτελεί το απαραίτητο προοίμιο στον ορισμό μιας νομοθε­σίας, έτσι μια έκθεση των βασικών αξιών αποτελεί το αναγκαίο προοίμιο σε κάθε νόμο. Και, όπως κάθε σκέψη και κάθε δραστηριότητα οφείλει να έχει σκοπό να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους, το ίδιο και η σύνταξη ενός νόμου οφείλει ν’ αναζητεί την πειθώ, τη διδαχή, την πρόοδο μάλλον παρά να επιβάλλει οτιδήποτε. Έτσι εξηγείται η μεγάλη επινόηση του Πλάτωνα ως προς τη νομοθεσία - δηλαδή οι προεισαγωγές.

«Όπως φαίνεται», λέει, «κανένας νομοθέτης δεν σκέφτηκε ότι θα μπο­ρούσε να χρησιμοποιήσει και τις δύο μεθόδους στη θέσπιση των νόμων, δηλαδή την πειθώ και την βία[33], αλλά όλοι χρησιμοποιούν μόνο τον έναν τρόπο για τον αμόρφωτο κόσμο. Δηλαδή νομοθετούν χωρίς να συνδυά­ζουν πειθώ και εξαναγκασμό αλλά μονάχα την καθαρή βία.» (Δ, 722 b). Πώς να γίνει διαφορετικά; Ο Πλάτων υπενθυμίζει τους μεγάλους κύ­κλους της συζήτησης που αναπτύσσονται ως την αρχή του 4ου βιβλίου: «Αρχίσαμε να συζητάμε απ’ το πρωί και τώρα που φτάσαμε σ’ αυτή την όμορφη τοποθεσία έχει πιά μεσημεριάσει. Όλη αυτή την ώρα δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά να μιλάμε για τους νόμους, νομίζω όμως ότι μόλις τώ­ρα μπήκαμε στην ουσία του θέματος κι ότι όλα τα άλλα ήταν απλά μια εισαγωγή» (722 c). Αν είναι έτσι, γιατί να μη θέσουν πριν από τους νό­μους ένα προοίμιο του αυτού είδους - ένα προοίμιο που θα εξηγούσε και θα δικαιολογούσε; «Για παράδειγμα, στους «νόμους», δηλαδή στα τρα­γούδια που συνοδεύονται από την άρπα, αλλά και σε όλα τα άλλα είδη τραγουδιών, υπάρχουν προοίμια που έχουν φτιαχτεί με θαυμαστή τέχνη. Για τους πραγματικούς νόμους όμως, δηλαδή αυτούς που αφορούν την πολιτική, κανένας δεν σκέφτηκε μέχρι τώρα να γράψει κάποιο προοίμιο, λες και αυτό είναι κάτι που δεν ταιριάζει με τη φύση τους». Έτσι, «οι διπλοί αυτοί νόμοι, όπως τους ονομάσαμε, αποτελούν δύο ξεχωριστά πράγματα, τον νόμο και το προοίμιό του[34]. Ο εξαναγκασμός, που τον συ­γκρίναμε με τις συνταγές των ανελεύθερων γιατρών, είναι ο καθαρός νόμος. Εκείνο που προηγείται, το οποίον αυτός (ο Μέγιλλος) χαρακτήρι­σε πειστικό, έχει μία πρόσθετη λειτουργία ανάλογη με την εισαγωγή σε κάποια συζήτηση. Μου φαίνεται ότι ο λόγος που ο νομοθέτης χρησιμο­ποιεί αυτή την εισαγωγή είναι να πείσει εκείνον στον οποίον απευθύνε­ται ο νόμος, έτσι ώστε να τον αποδεχθεί με ευμένεια και, κατά συνέπεια, με μεγαλύτερη διάθεση για μάθηση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το στοιχείο δεν θα ’πρεπε να ονομάζεται νόμος αλλά προοίμιο του νόμου» (722 d - 723 b).

Η μέθοδος που διέπει ολόκληρη τη δομή της πραγματείας Νόμοι συναντάται πάλι ακόμα και μέσα στη σύσταση των ίδιων των νόμων. Δεν υ­πάρχει αμφιβολία ότι η μέθοδος αυτή τους δίνει μια τροπή αρκετά εντυ­πωσιακή, τόσο για τους αρχαίους όσο και για τους σύγχρονους. Εξ άλλου, ο Πλάτων, στις προηγούμενες σελίδες, δίνει ένα παράδειγμα του συλλογι­σμού του παραθέτοντας δύο κείμενα, το ένα από τα οποία είναι απλώς κατηγορηματικό και το άλλο στο οποίο προηγείται μία δικαιολογία που επιδιώκει να πείσει. Το πρώτο λέει: «Ένας άνθρωπος πρέπει να παντρεύε­ται από τα τριάντα μέχρι τα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του, διαφο­ρετικά θα τιμωρείται με πρόστιμο και στέρηση τιμών. Θα πληρώνει δηλα­δή το τάδε πρόστιμο ή θα υφίσταται τον δείνα εξευτελισμό». Όσο για το μεγάλο κείμενο, αυτό λέει: «να παντρεύεται κάποιος ανάμεσα στα τριάντα και στα τριανταπέντε του, έχοντας την αντίληψη ότι η φύση δεν έδωσε στο ανθρώπινο γένος μόνο την αθανασία αλλά και την επιθυμία να μετέ­χει σε αυτήν, κάτι που εκφράζει με κάθε δυνατό τρόπο. Μια έκφραση αυτής της επιθυμίας είναι ο πόθος του ανθρώπου να γίνει ένδοξος και να μην ξεχαστεί το όνομά του μόλις πεθάνει. Το ανθρώπινο γένος υπάρχει από καταβολής κόσμου, συμβαδίζει με το χρόνο και θα συμβαδίζει μαζί του μέχρι την συντέλεια των αιώνων» (721 b-d). Έτσι, μια μακρά αφηρημένη ανάλυση, τόσο μακρά και τόσο αφηρημένη που φαίνεται σχεδόν ει­ρωνική, εξηγεί την αιτία του νόμου και τον δικαιώνει με όρους ηθικής και μεταφυσικής.

Περίεργος νόμος, αλήθεια! Και δεν πρέπει να εκπλαγούμε που δεν ακολουθήθηκε αυτό το παράδειγμα. Πράγματι, η ιδέα θα παραμείνει στενά συνδεδεμένη με το όνομα του Πλάτωνα. Ο Κικέρων, στο βιβλίο De Legibus, II, 17, αφού αναλύσει την έννοια της ευσέβειας και των θρησκευτι­κών νόμων, δηλώνει: «Αυτό είναι το προοίμιο του νόμου, για να επαναλάβω τον όρο του Πλάτωνα». Και οι ιστορικοί του δικαίου δεν παραλείπουν να επισημαίνουν ότι εδώ υπάρχει μία ριζική πρωτοτυπία: ο Μ. Jones επιμένει μάλιστα στη διαμετρικά αντίθετη θέση που ήταν, σχετικά με αυ­τό, η θέση του μεσαιωνικού αστικού δικαίου ή του αγγλικού δικαίου[35]. Για τους σύγχρονους, ο νόμος είναι ένα κείμενο κατηγορηματικό, απρόσωπο, με αρετή του τη λιτότητα. Για τους Έλληνες, ο νόμος απευθυνόταν στα άτομα, τους μιλούσε και, με τη μεσολάβησή του, ο νομοθέτης προσπαθού­σε να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους: Ο Πλάτων δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ωθεί ως τις ακραίες συνέπειες της μία τάση που ενυπήρχε πάντοτε στην ελληνική σκέψη.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, και αυτή τη φορά, με την πολύ επι­τακτική απαίτησή του, ο Πλάτων καταλήγει να υπερβεί αυτό που είχε την πρόθεση να εξυμνήσει. Όπως προτιμούσε από τους νόμους την επιστήμη του ανθρώπου που γνωρίζει το καλό, έτσι, προτείνοντας νόμους, καταλή­γει να προτιμά, από τα κατηγορηματικά κείμενα ενός κώδικα, ένα είδος προτρεπτικής έκθεσης που θα έθετε την πειθώ πριν από τον κανόνα: ο νόμος καθίσταται με τον Πλάτωνα πραγματικά ο ζωντανός λόγος ενός νομοθέτη-φιλόσοφου.

Κατά μίαν έννοια υπάρχει εδώ ένα αδιέξοδο. Αλλά, ο βαθύς προσανατο­λισμός μιας σκέψης προσδιορίζεται ακόμα και από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί. Και φαίνεται εξ ίσου καλά στις πιο τολμηρές και απομονωμένες διατυπώσεις του όσο και στις αργές κατακτήσεις που προορίζονται να γί­νουν αργότερα κοινός τόπος.

Η σκέψη του Πλάτωνα, προσφέροντας με τον νόμο ένα υψηλό μάθημα αρετής, καταλήγει να ξεπεράσει και να αλλοιώσει τη φυσική λειτουργία του. Αλλά έτσι αποκαλύπτει, σαφέστερα από οποιαδήποτε άλλη προσπά­θεια, τη φιλοδοξία που ενυπάρχει γενικά στην ελληνική σκέψη. Ήθελε χάρη στον νόμο να εισαγάγει στη ζωή των πόλεων μία τάξη χρηστή, στα­θερή και ευγενή. Γι’ αυτό, έπρεπε ο νόμος να είναι συγχρόνως η αντανά­κλαση του λόγου και η έκφραση της αρετής: το γεγονός ότι στον Πλάτω­να, η σκέψη καταλήγει να χάνεται και να συγχωνεύεται μέσα στο φως τους, επιβεβαιώνει τελικά αυτό που μια τέτοια επιδίωξη είχε ως ουσιαστι­κό και δυναμικό στις βασικές αρχές της.
-----------------------------------
[1] Με αυτή την έννοια ο Ισοκράτης λέει ότι ο αριθμός των νόμων αυξάνεται όπως ο αριθ­μός των αδικημάτων. Βλ. σ. 169 - 170.

[2] Ηθικά Νικομάχεια, μετ. Α. Δαλέζιου, «Πάπυρος».

[3] Μαθαίνουμε λοιπόν τι παραδέχεται ο Αριστοτέλης: για τους ανθρώπους που υπερέχουν ίων άλλων δεν ισχύει νόμος «διότι αυτοί είναι ο νόμος» (1284 a).

[4] Επίσης ο Πλάτων θεωρεί τον καταπιεστικό ρόλο των νόμων σαν μια συμπληρωματική ενέργεια αφού δρουν «άλλοτε πείθοντας και άλλοτε τιμωρώντας εκείνους που δεν θέλουν να συμμορφωθούν» (Νόμοι, 818 b).

[5] Ευμενίδες, μετ. Ε. Χατζηανέσχης,

[6] Αγαμέμνων, μετ. I. Γρυπάρης. 

[7] Βλ. πιο κάτω: «ωφελούνται και τιμωρούνται από τους θεούς και τους ανθρώπους αυτοί που είχαν διαπράξει ιάσιμα αμαρτήματα...» (Γοργίας, 525 b).

[8] Γοργίας, μεταφραστική ομάδα «Κάκτου».

[9] Πρωταγόρας, μετ. Β. Τατάκης

[10] Η ανάλυση που ακολουθεί εντοπίζεται στη μετοχή, παιδευόμενοι, που διέπει τα διάφορα στοιχεία.

[11] Θουκυδίδης, μετ. Άγγελος Βλάχος, «Ηριδανός». Από την αυτή μετάφραση και τα πα­ραθέματα που ακολουθούν.

[12] Η διατύπωση επαναλαμβάνεται στον Παναθηναϊκό, 138. Το συμπέρασμα αυτού του τρόπου θεώρησης είναι ότι οι Έλληνες της εποχής επέμεναν πάντοτε στην ηθική των νομο­θετών (Ισοκράτης Περί ειρήνης, 53-54, Παναθηναϊκός, 143).

[13] Οι νόμοι, με την ίδια τους την ύπαρξη, εγγυώνται μια ηθική αρχή: «Έτσι να νομίζεις αι τώρα, ότι όποιος σου φαίνεται αδικώτατος μέσα σε ανθρώπους αναθρεμμένους με νόμους, είναι δίκαιος και τεχνίτης αυτού του πράγματος, αν πρόκειται να τον συγκρίνομε με ανθρώπους που ούτε παιδεία έχουν ούτε δικαστήρια ούτε νόμους» (Πρωταγόρας, 327 c).

[14] Επίσης, ο τύραννος που θέλει να αλλάξει τα ήθη της πόλης γίνεται ό ίδιος παράδειγμα και: «επαινεί και τιμά ορισμένες πράξεις, απαγορεύει άλλες και φροντίζει για την τιμωρία εκείνου που δεν υπακούει στους νόμους» (Νόμοι, Δ, 711 b-c).

[15] Ο Πλάτων παραδέχεται προφανώς μία διπλή και αμοιβαία δράση: οι προσπάθειες να καθιερωθεί μια επιλογή και να ωφελήσει η μία από τις δύο επιρροές, θα φανούν μετά από αυτόν. Μοιάζει με τον παραλληλισμό μεταξύ της ψυχής και του Κράτους τον οποίον ο Πλάτων παραδέχεται και ο οποίος είναι τόσο σημαντικός για το σύνολο της σκέψης του, αλλά χωρίς εξήγηση, ενώ οι μεταγενέστεροι σχολιαστές διερωτώνται ποιος από τους δύο τομείς επιβάλλει σε αυτόν, εκείνο που λέει για τον άλλον.

[16] Θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι η αφήγηση η σχετική με τα διάφορα είδη ατόμων δείχνει την επίδραση που μπορεί να έχει στην ψυχή ενός νέου ανθρώπου το περιβάλλον του και ο τρόπος με τον οποίον ταυτίζεται Βαθμιαία με αυτό.

[17]  Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια

[18] Ηθικά Νικομάχεια, μετ. Ανδρ. Δαλέζιος, 

[19] Βλ. Πολιτικά, 1287 a, 25.

[20] Ο Πλάτων αρνείται να δεχτεί ότι οι νόμοι έχουν ως αποστολή τη διασφάλιση των καθε­στώτων (Νόμοι 714 b - 715 c, σ. 179 - 180). Κατ’ αυτόν, οι νόμοι πρέπει ν’ αποβλέπουν στο καλό όλων και να καθιστούν την πολιτεία «ελεύθερη, ενωμένη και λογική» (701 d). Πολιτι­κά, 1337 α. Βλ. Ηθικά Νικομάχεια, 1180 a, σ. 35-37.

[21] Για την ιδέα αυτή περί των αρχαίων νόμων βλ. πιο πάνω.

[22] Περί Αντιδόσεως, μετ. Θ. Παπακωνσταντίνου.

[23] Στο κείμενο του Αριστοτέλη συναντώνται πολλές χαρακτηριστικές λέξεις που χρησιμο­ποιεί και ο Ισοκράτης.

[24] Επίσης, όταν οι συγγραφείς αυτοί μιλούν για νόμους σκεφτόμαστε πάντοτε ότι το όραμά τους είναι γενικό, ότι οι νόμοι αποτελούν ένα σύνολο, καθορίζουν ένα καθεστώς που περι­κλείει όλη τη ζωή της πόλης.

[25] Βλ. έκδοση των Belles Lettres σ. 78, 80, 83, 86, στον τόμο XI, 2ο μέρος.

[26] Επίσης 697 a-b: «Υποστηρίζουμε λοιπόν όχι μία πόλη που θέλει να επιζήσει και να απολαύσει όσο πιο πολλά ανθρώπινα επιτεύγματα μπορεί, πρέπει να κατανέμει δίκαια τους επαίνους και τις τιμωρίες. Το πιο σωστό είναι να βάλουμε πρώτα στη σειρά τα πνευματικά αγαθά, το πόσο μέσα στην ψυχή υπάρχει κι η σωφροσύνη...» Μια ουσιαστική συζήτηση για την ιεράρχηση των αγαθών, 6λ. Νόμοι Β, 660 και Ε, 726 - 730.

[27] Νόμοι, μετ. Γ. Κουτσουνέλος, «Κάκτος». Από την ίδια μετάφραση και τα επόμενα παρα­θέματα.

[28] Οι άλλες πραγματείες του Πλάτωνα περιέχουν αρκετές παρόμοιες επιβεβαιώσεις. Η θεωρία ξαναβρίσκεται σε μία αμφισβητούμενη πραγματεία, ο Μίνως, με υπότιτλο Περί Νό­μου όπου επαινείται ο παραδοσιακός νομοθέτης που θέσπισε νόμους για τους συμπολίτες του και την παντοτινή ευτυχία της Κρήτης.

[29] Στο τέλος του 3ου βιβλίου συναντάμε στη σκέψη των προσώπων του διαλόγου μία αναζήτηση νομοθεσίας.

[30] Η συζήτηση για το προοίμιο κρίνεται επαρκής. Βλ. 724 a: «ικανώς προοιμιασάμεθα».

[31] Για τη σύνθεση των σελίδων που ακολουθούν 6λ. Wilamowitz - Mollendorff στο Her­mes, 1910 σελ. 398 - 406.

[32] Πολιτικός, 531 d: «Η δουλειά του προοιμίου ή τίνος άλλου λες; Ή δεν ξέρομε πως όλ’ αυτά είναι προοίμια απλώς της μελωδίας που πρέπει να μάθομε; Γιατί δεν έχεις βέβαια την ιδέα πως όσοι καταγίνονται και κατέχουν αυτά που αναφέραμε είναι και διαλεκτικοί».

[33]Ο Πλάτων επιμένει, με το παράδειγμα του γιατρού, στο ρόλο της πειθούς; «Αφού μάθει ορισμένα πράγματα, δίνει τις οδηγίες του στον ασθενή και προσπαθεί να τον πείσει με λογικά επιχειρήματα για τα φάρμακα που πρέπει να πάρει. Έτσι επιδιώκει να τον κάνει καλά σιγά σιγά βασιζόμενος στη συνεργασία του. (720 δ). Για την συνύπαρξη των δύο απόψεων βλ. Νόμοι Β, 660 a, 661 c και Πολιτεία Β, 365 d.

[34] Αυτό αναφέρεται σε μία διάκριση που συναντάμε στο βιβλίο Δ, 720 c - e.

[35] Jones σ. 8, σημ. 6.