Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (510-548)

510 ΧΟ. δεινὸν μὲν τὸ πάλαι κείμενον ἤδη [στρ. α]
κακόν, ὦ ξεῖν᾽, ἐπεγείρειν·
ὅμως δ᾽ ἔραμαι πυθέσθαι …
ΟΙ. τί τοῦτο;
ΧΟ. τᾶς δειλαίας ἀπόρου φανείσας
ἀλγηδόνος, ᾇ ξυνέστας.
515 ΟΙ. μὴ πρὸς ξενίας ἀνοίξῃς
τᾶς σᾶς ἃ πέπονθ᾽ ἀναιδῆ.
ΧΟ. τό τοι πολὺ καὶ μηδαμὰ λῆγον
χρῄζω, ξεῖν᾽, ὀρθὸν ἄκουσμ᾽ ἀκοῦσαι.
ΟΙ. ὤμοι.
ΧΟ. στέρξον, ἱκετεύω.
ΟΙ. φεῦ φεῦ.
520 ΧΟ. πείθου· κἀγὼ γὰρ ὅσον σὺ προσχρῄζεις.

ΟΙ. ἤνεγκον κακότατ᾽, ὦ ξένοι, ἤνεγκ᾽ [αντ. α]
ἀέκων μέν, θεὸς ἴστω·
τούτων δ᾽ αὐθαίρετον οὐδέν.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐς τί;
525 ΟΙ. κακᾷ μ᾽ εὐνᾷ πόλις οὐδὲν ἴδριν
γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ.

ΧΟ. ἦ ματρόθεν, ὡς ἀκούω,
δυσώνυμα λέκτρ᾽ ἐπλήσω;
ΟΙ. ὤμοι, θάνατος μὲν τάδ᾽ ἀκούειν,
530 ὦ ξεῖν᾽· αὗται δὲ δύ᾽ ἐξ ἐμοῦ ‹μὲν› …
ΧΟ. πῶς φῄς;
ΟΙ. παῖδε, δύο δ᾽ ἄτα
ΧΟ. ὦ Ζεῦ.
ΟΙ. ματρὸς κοινᾶς ἀπέβλαστον ὠδῖνος.

ΧΟ. σαί τ᾽ εἴσ᾽ ἄρ᾽ ἀπόγονοί τε καὶ … [στρ. β]
535 ΟΙ. κοιναί γε πατρὸς ἀδελφεαί.
ΧΟ. ἰώ. ΟΙ. ἰὼ δῆτα μυ-
ρίων γ᾽ ἐπιστροφαὶ κακῶν.
ΧΟ. ἔπαθες ΟΙ. ἔπαθον ἄλαστ᾽ ἔχειν.
ΧΟ. ἔρεξας ΟΙ. οὐκ ἔρεξα. ΧΟ. τί γάρ; ΟΙ. ἐδεξάμην
540 δῶρον ὃ μήποτ᾽ ἐγὼ ταλακάρδιος
ἐπωφελήσας πόλεος ἐξελέσθαι.

ΧΟ. δύστανε, τί γάρ; ἔθου φόνον … [αντ. β]
ΟΙ. τί τοῦτο; τί δ᾽ ἐθέλεις μαθεῖν;
ΧΟ. πατρός; ΟΙ. παπαῖ, δευτέραν
ἔπαισας, ἐπὶ νόσῳ νόσον.
545 ΧΟ. ἔκανες … ΟΙ. ἔκανον. ἔχει δέ μοι …
ΧΟ. τί τοῦτο; ΟΙ. πρὸς δίκας τι. ΧΟ. τί γάρ; ΟΙ. ἐγὼ φράσω·
καὶ γὰρ ἄνους ἐφόνευσ᾽ ἀπό τ᾽ ὤλεσα·
νόμῳ δὲ καθαρός, ἄιδρις ἐς τόδ᾽ ἦλθον.

***
510 ΧΟ. Φριχτό, μετά από τόσα χρόνια, ξένε,
ένα κακό που πια κοιμήθηκε, τώρα να το ξυπνάς.
Όμως με φλέγει ο πόθος να το μάθω.
ΟΙ. Τί μου ζητάς;
ΧΟ. Τη φοβερή, αδυσώπητη, οδυνηρή σου συμφορά,
που φάνηκε μπροστά σου,
κι έσμιξες μαζί της.
515 ΟΙ. Μη, σ᾽ εξορκίζω στης φιλοξενίας το όνομα,
μη θες ν᾽ ανοίξεις πάλι πληγές ξεδιάντροπες.
ΧΟ. Τη διαβόητη, την ακατάπαυστη εκείνη φήμη
θέλω ν᾽ ακούσω από το στόμα σου
αν είναι αλήθεια.
ΟΙ. Αλίμονο.
ΧΟ. Σε ικετεύω, στρέξε.
ΟΙ. Αλίμονο και πάλι αλίμονο.
ΧΟ. Μην το αρνηθείς, αφού κι εγώ ό,τι ζητάς
520 δεν στο αρνούμαι.

ΟΙ. Έπεσαν πάνω μου οι πιο μεγάλες, ξένοι,
συμφορές, χωρίς να θέλω τις φορτώθηκα,
μάρτυς μου ο θεός, τίποτε απ᾽ αυτά αυτόβουλο.
ΧΟ. Πώς το εννοείς;
525 ΟΙ. Σε απαίσια κλίνη μ᾽ έδεσε, δίχως να ξέρω,
η πόλη, με τύφλωσε με ολέθριο γάμο.
ΧΟ. Μοιράστηκες, όπως ακούω, δυσώνυμο
κρεβάτι, πλάγιασες με τη μάνα σου.
530 ΟΙ. Θάνατος είναι αυτό που ακούστηκε, κι αυτές οι δυο από μένα —
ΧΟ. Τί πας να πεις;
ΟΙ. δύο παιδιά, δυο συμφορές.
ΧΟ. Ω Δία.
ΟΙ. Βγήκαν κι οι δυο, όπως κι εγώ, από την ίδια μητρική κοιλιά.

ΧΟ. Είναι λοιπόν συνάμα κόρες σου —
535 ΟΙ. και αδελφές με τον πατέρα τους.
ΧΟ. Ιώ.
ΟΙ. Ιώ. Οι συμφορές μου αμέτρητες
κι απανωτές.
ΧΟ. Έπαθες —
ΟΙ. πάθη αλησμόνητα.
ΧΟ. Έπραξες —
ΟΙ. όχι, δεν έπραξα,
ΧΟ. Και τότε τί;
540 ΟΙ. Δέχτηκα δώρο από την πόλη, δυστυχία θεέ μου,
αντίδωρο στην προσφορά μου, που να μην έσωνα να το κρατήσω.

ΧΟ. Δύσμοιρε, κι άλλο ακόμη· έγινες ο φονιάς —
ΟΙ. Τί λες; τί θες να μάθεις;
ΧΟ. του πατέρα σου.
ΟΙ. Φρίκη, δεύτερο χτύπημα κι αυτό,
πληγή επάνω στην πληγή.
ΧΟ. Σκότωσες.
545 ΟΙ. Σκότωσα, έχω ωστόσο με το μέρος μου —
ΧΟ. τί;
ΟΙ. και κάποιο δίκιο.
ΧΟ. Ποιό;
ΟΙ. Θα σου το πω· τον σκότωσα
μ᾽ άδειο μυαλό και τον αφάνισα·
μπροστά στον νόμο είμαι καθαρός·
δίχως να ξέρω ποιόν σκοτώνω, σκότωσα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.3. Ο ακροατής


Αφήγηση χωρίς ακρόαση είναι αδιανόητη. Ο αφηγητής δίχως ακροατή πέφτει στο κενό. Οι δύο πόλοι σχηματίζουν κύκλωμα. Ο ένας εξυπακούει τον άλλον: πομπός και δέκτης, ζεύγος αχώριστο, όπου ο δεύτερος όρος υποδέχεται τον πρώτο και τελικά τον αξιολογεί. Η αφηγηματική αυτή αρχή εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο στις εσωτερικές διηγήσεις της Οδύσσειας, όπου ο ακροατής απαντά σε όλες τις δυνατές εκδοχές του. Μπορεί να είναι ένας, δύο ή πολλοί· άμεσος ή έμμεσος. Ο ένας δηλαδή και αναφαίρετος ακροατής μπορεί να διπλασιαστεί ή να πολλαπλασιαστεί. Άμεσος θεωρείται ο ακροατής εκείνος που εξαρχής προκαλεί και εισπράττει τη διήγηση. Έμμεσος εκείνος που συμπαρίσταται σε μια διήγηση, συνοδεύοντας ή πλαισιώνοντας τον άμεσο ακροατή.

Με τους όρους αυτούς στα προηγούμενα παραδείγματα εσωτερικών διηγήσεων αναγνωρίζουμε, παράλληλες ή διαπλεκόμενες, όλες τις παραλλαγές του ακροατή. Έτσι, στη διήγηση του Νέστορα (τρίτη ραψωδία) άμεσος ακροατής είναι ο Τηλέμαχος, αυτός που προκαλεί και τη διήγηση του βασιλιά της Πύλου· ενώ η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, παίζει τον ρόλο του έμμεσου ακροατή, που συμπαρίσταται στον νεαρό Τηλέμαχο. Το ίδιο σχήμα ισχύει λίγο πολύ και στη Σπάρτη το πρώτο βράδυ, όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος φτάνουν στο παλάτι του Μενελάου (τέταρτη ραψωδία). Μόνο που εδώ το ακροατήριο ενδιαμέσως διευρύνεται, καθώς εμφανίζεται στην αίθουσα και η Ελένη, η οποία, σχεδόν αυθαίρετα, παίρνει τον λόγο από τον Μενέλαο, για να πει μια δική της σύντομη ιστορία. Παραλλαγή αυτού του σχήματος έχουμε στο παλάτι των Φαιάκων, όταν ο Οδυσσέας προκαλείται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του και να ομολογήσει τα πάθη του (ένατη ραψωδία). Όπου άμεσος ακροατής, που προκαλεί τη διήγηση, είναι ο Αλκίνοος, έμμεσοι ακροατές οι προσκεκλημένοι Φαίακες, που ακούν τους «Απολόγους» του Οδυσσέα, καθισμένοι ένα γύρο στη μεγάλη αίθουσα. Κάπου στη μέση, ως παράπλευρος ακροατής, αναγνωρίζεται η γυναίκα του Αλκίνοου, η Αρήτη, η οποία στο διάλειμμα της μεγάλης αφήγησης, παίρνει τον λόγο, για να κάνει τη δική της αξιολόγηση και τη δική της πρόταση.

Στις πιο εμπιστευτικές συνομιλίες τα υποκείμενα της εσωτερικής διήγησης περιορίζονται σε δύο: σ᾽ αυτόν που διηγείται και σ᾽ εκείνον που ακούει τη διήγηση. Παραδείγματα: ο πρωινός μακρός απόλογος του Μενελάου, που προσφέρεται τώρα αποκλειστικά στον Τηλέμαχο (δ 306-592)· αλλά και οι δύο αμοιβαίες διηγήσεις, του Οδυσσέα στον Εύμαιο και του Εύμαιου στον Οδυσσέα, πλαστή η μία και γνήσια η άλλη (ξ 192-359 και ο 390-484). Επίσης, η μακρά πλαστή διήγηση του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 165-202, 221-248, 261-307), όπως και η σύντομη αναγνωριστική διήγηση του Οδυσσέα στον Λαέρτη (ω 302-314). Έτσι το φάσμα των ακροατών στην Οδύσσεια συμπληρώνεται και ευνοεί διαφορετικές ακροαματικές αντιδράσεις.

Η πιο τυπική αντίδραση αναλογεί στο πληθυντικό ακροατήριο, που, ακούγοντας από κάποια απόσταση μια εσωτερική διήγηση, γοητεύεται και υποδέχεται το τέλος της με παρατεινόμενη σιωπή, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό και την κατάπληξή του. Παράδειγμα η αντίδραση των Φαιάκων, όταν κλείνει ο Οδυσσέας τους «Απολόγους» του (ν 1-2). Η παθολογικότερη ανταπόκριση του ακροατή εκδηλώνεται με θρήνο - κάτι που θυμίζει την αντίδραση του ίδιου του Οδυσσέα, όταν ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Δύο συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα: το ένα αφορά τον Τηλέμαχο, το άλλο την Πηνελόπη.

Η πρώτη και συνοπτικότερη ομολογία συμπάθειας του Μενελάου για τον αγνοούμενο Οδυσσέα (δ 78-112) προκαλεί στον Τηλέμαχο βουβό κλάμα, που προσπαθεί ο νεαρός να το κρύψει, σκεπάζοντας τα μάτια του με την πορφυρή του χλαμύδα. Ο μοναχικός ωστόσο θρήνος του σε λίγο γενικεύεται, όταν, με την αναγνωριστική παρέμβαση της Ελένης, ο Τηλέμαχος ταυτίζεται με τον μονάκριβο γιο του Οδυσσέα. Οπότε όλοι θρηνούν: η Ελένη και ο Μενέλαος από αναμνηστική συμπάθεια· ο Τηλέμαχος από πόνο για τον απόντα πατέρα του· ο συνοδός Πεισίστρατος για τον σκοτωμένο στην Τροία αδελφό του Αντίλοχο. Ώσπου ο γενικός θρήνος κατευνάζεται: πρώτα με τη φρόνιμη υπόδειξη του Πεισιστράτου (δεν έχει, λέει, νόημα η θρηνητική επιμονή, είναι καιρός να δειπνήσουν)· μετά με το μαγικό βοτάνι της Ελένης, που η βασίλισσα της Σπάρτης το ρίχνει στο κρασί τους, και όλοι ξεχνούν τον πόνο τους. Έτοιμοι είναι τώρα ν᾽ ακούσουν τη δική της διήγηση για ένα πρώιμο τρωικό κατόρθωμα (του Οδυσσέα και δικό της). Διήγηση που τη διπλασιάζει ο Μενέλαος, μιλώντας και αυτός για τον Οδυσσέα μέσα στην κοιλιά του δούρειου ίππου: πώς κατόρθωσε να αποκρούσει τον πειρασμό της Ελένης, που κόντεψε με τις μιμητικές της φωνές να ματαιώσει τον πιο διάσημο δόλο του ήρωα.

Το άλλο παράδειγμα θρηνητικής αντίδρασης ανήκει στην Πηνελόπη. Μόλις έχει τελειώσει ο αδιάγνωστος ακόμη Οδυσσέας το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησής του, και ο ποιητής σχολιάζει (τ 203-209):

Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά -
το στοίβαξε ο πουνέντες, μετά το λιώνει φυσώντας ο σιρόκος
και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν·
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας - ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.


Ο θρήνος (άλλοτε σπαρακτικός, άλλοτε ανακουφιστικός) αναλογεί σε ακροατές που έχουν προσωπική σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της εσωτερικής διήγησης: γιος με πατέρα, γυναίκα με τον άντρα της, πολεμιστής με τον συντροφικό του φίλο. Αλλιώς η συγκίνηση του ακροατή δηλώνεται πιο συγκρατημένη. Κάποτε εξάλλου ο ακροατής εκφράζεται και με αξιολογικό σχόλιο για την τέχνη του διηγητή. Δύο χαρακτηριστικά και συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα.

Όταν στη μέση περίπου της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 330-332) ο Οδυσσέας κόβει μάλλον απότομα τη διήγησή του, γιατί αισθάνεται πως πέρασε η ώρα, παρεμβαίνει πρώτη η Αρήτη, σπάζοντας τη σιωπή των άλλων γοητευμένων Φαιάκων. Μ᾽ έναν λοξό έπαινο για τον αφηγητή Οδυσσέα, εξαίρει το ωραίο και επιβλητικό του παρουσιαστικό, που αντιστοιχεί σε τετράγωνο μυαλό. Προσόντα που της δίνουν το δικαίωμα να ονομάσει τώρα δικό της φιλοξενούμενο τον Οδυσσέα, προτείνοντας συνάμα στους Φαίακες να διπλασιάσουν τα φιλόξενα δώρα τους. Στον έμμεσο αυτόν έπαινο θα προσθέσει ο Αλκίνοος τον δικό του, άμεσο έπαινο. Απαλλάσσει πρώτα τον αφηγητή Οδυσσέα από την υποψία του περιφερόμενου λογά και απατεώνα. Μετά ο έπαινος γίνεται απροκάλυπτα θετικός: ο Αλκίνοος αναγνωρίζει πως τα λόγια του αφηγητή Οδυσσέα έχουν συγκροτημένη μορφή και το μυαλό του λάμπει· κατέχει καλά την τέχνη να ιστορεί τα πάθη των Αργείων και τα δικά του βάσανα· σαν αοιδός με άρτια γνώση - ἐπισταμένως, λέει το πρωτότυπο κείμενο. Τεχνικός όρος που θα τον χρησιμοποιήσει αργότερα και ο Ησίοδος στα Έργα (105-106) για τον εαυτό του, διαφημίζοντας τη δική του αφηγηματική δεξιοσύνη.

Την εξίσωση του αφηγητή Οδυσσέα με αοιδό την επικυρώνει στην Ιθάκη και ο Εύμαιος, συστήνοντας τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα στην Πηνελόπη μ᾽ αυτά τα λόγια (ρ 515-521):

Εγώ τον κράτησα τρεις νύχτες στο καλύβι μου, τον φύλαξα
τρεις μέρες· γιατί σ᾽ εμένα πρώτα κούρνιασε, ξεφεύγοντας
απ᾽ το καράβι. Κι όμως δεν πρόλαβε διηγώντας
ν᾽ αποτελειώσει τη βασανισμένη μοίρα του.
Πώς κάποιος προσηλώνεται σ᾽ έναν αοιδό, που από θεού γνωρίζει
να τραγουδά για τους ανθρώπους συναρπαστικά τραγούδια,
και λαχταρούν ακούγοντας οι άλλοι ποτέ να μην τελειώσει
το τραγούδι που άρχισε· έτσι κι αυτός εμένα, καθισμένος
στο μαντρί, με μάγεψε.


Η ρητή εξομοίωση του Οδυσσέα με δεξιοτέχνη και γοητευτικό αοιδό τόσο από τον Αλκίνοο όσο και από τον Εύμαιο επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στον πρόλογο των «Απολόγων» (ι 1-11), επαινώντας ο ήρωας τον Δημόδοκο για τα προηγούμενα τραγούδια του, προκαταβάλλει διακριτικά και τον δικό του έπαινο· τον αυτοέπαινό του δηλαδή, προτού αρχίσει τη μακρά του διήγηση, που θα αποδειχτεί αντάξια ενός αναγνωρισμένου αοιδού. Αν υπολογίσουμε ότι η μορφή του αοιδού στο εσωτερικό της Οδύσσειας παραπέμπει, λοξά έστω, στη μορφή του εξωτερικού αφηγητή, δηλαδή του ποιητή, τότε η εξομοίωση του εσωτερικού αφηγητή, δηλαδή του Οδυσσέα, με έναν καλό αοιδό, τον εξομοιώνει, λοξά πάλι, και με τον ποιητή.

Για να το πούμε αλλιώς: στην Οδύσσεια η αφηγηματική τέχνη εκπροσωπείται σε πρώτη δόση από τον παραδοσιακό αοιδό, σε δεύτερη από τον αφηγητή Οδυσσέα, ο οποίος ανταγωνίζεται και επισκιάζει τον αοιδό, εκπροσωπώντας τον ποιητή, επειδή οι συμβάσεις του αρχαϊκού έπους δεν επιτρέπουν την άμεση προβολή του μέσα στο έργο. Επομένως, ο Οδυσσέας δεν είναι μόνον ο ήρωας του σημαντικότερου μετατρωικού νόστου αλλά και ο καλύτερος αφηγητής του, και τούτο το οφείλει στον ποιητή της Οδύσσειας, που του ανέθεσε και αυτό τον ρόλο. Συμπέρασμα: ο υπερθετικός έπαινος της αφηγηματικής τέχνης, που μεταφέρεται στον πρόλογο των «Μεγάλων Απολόγων» από τον αοιδό Δημόδοκο στον αφηγητή Οδυσσέα, καταλήγει στον ποιητή. Αυτόν τον συνειρμό φρόντισε ο ίδιος ο επικός ποιητής να τον υποβάλει μέσα στο έπος του, σχηματίζοντας μια αναβατική κλίμακα: αοιδός-αφηγητής-ποιητής.

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο.

Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.

Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα.

Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες.

Πολλοί θα πέσουν μέσα.

Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.

Κανείς δεν θα φυτρώσει.

Ποτέ μην προσπαθήσεις να κρύψεις αυτό που είσαι

Να είσαι πάντα ο εαυτός σου. Ποτέ μην προσπαθήσεις να κρύψεις αυτό που είσαι. Η μόνη ντροπή είναι το να έχεις ντροπή. Πάντα να υπερασπίζεσαι αυτό που πιστεύεις. Πάντα να αμφισβητείς αυτό που σου λένε οι άλλοι.

Ποτέ μη μετανιώνεις για το παρελθόν. Είναι χάσιμο χρόνου. Υπάρχει κάποιος λόγος για όλα. Κάθε λάθος, κάθε στιγμή αδυναμίας, κάθε φρικτό πράγμα που σου συνέβη. Μάθε από αυτά. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις τον σεβασμό των άλλων είναι να τους δείξεις ότι σέβεσαι τον εαυτό σου και το πιο σημαντικό, ότι κάνεις το κομμάτι σου και δεν απολογείσαι για αυτό που είσαι.

Ξέρω ότι μερικές φορές νιώθεις σαν να παραιτείσαι. Κάθε καινούργια μέρα που έρχεται βλέπεις ότι δεν αλλάζει κάτι στη ζωή σου. Όλοι οι μπελάδες της καρδιάς σου και οι ανησυχίες σου, δείχνουν να χειροτερεύουν. Αναρωτιέσαι γιατί όλα συμβαίνουν σε εσένα. Εξακολουθείς να αναρωτιέσαι γιατί δεν είσαι τυχερός όπως όλοι οι άλλοι. Τώρα, άρχισες να χάνεις την ελπίδα σου. Τώρα νομίζεις ότι ίσως τελικά ήταν γραφτό να ζεις έτσι ή κάποιος ίσως σε έχει καταραστεί.

Αλλά τι είναι αυτό που θέλω να σου πω φίλε μου; Δεν ήταν γραφτό σου να ζεις έτσι και δεν σε έχουν καταραστεί. Η ζωή είναι σιωπηλή αλλά σε παρακολουθεί μέρα νύχτα. Σε ακούει και έχει κάτι ξεχωριστό για εσένα. Απλά μείνε δυνατός, συγκεντρωμένος. Συνέχισε να προσπαθείς σκληρά. Κράτα το στο μυαλό σου ότι δεν είσαι μόνος σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Βρισκόμαστε όλοι στη ίδια βάρκα. Για αυτό, μην παραιτείσαι αγαπημένε μου φίλε. Έρχεται σύντομα η δική σου ώρα.

ΠΛΑΤΩΝ: Η τιμωρία του Αρδιαίου

Στην Πολιτεία ο Πλάτων μας διηγείται έναν μύθο. Ο Ηρ, ο γιος του Αρμένιου, από το γένος των Παμφύλων, σκοτώθηκε στον πόλεμο αλλά το σώμα του παρέμεινε απρόσβλητο από τη σήψη. Όταν θέλησαν οι επιζώντες, τη δωδέκατη μέρα έπειτα από το σκοτωμό του, να τον αποτεφρώσουν, εκεί που τον είχαν επάνω στην πυρά, αυτός ξαναγύρισε στη ζωή και άρχισε να διηγείται όσα η ψυχή του, αφού βγήκε από το σώμα του, μπόρεσε να δει στον άλλο κόσμο. Μετά το θάνατο, οι δικαστές προετοιμάζουν τις ψυχές των δικαίων να πορευθούν σ` έναν δρόμο που οδηγεί πάνω στον ουρανό και τις ψυχές των αμαρτωλών σ` ένα δρόμο που κατεβαίνει κάτω. Κάθε αδικία τιμωρείται δέκα φορές και κάθε τιμωρία διαρκεί εκατό χρόνια.

“Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα. Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από ‘κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω. 

Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που ‘χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να ‘ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.”

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ 615c–616b

Παντού τ’ ανθρώπινα προβλήματα, παρ’ όλο που φαινομενικά δε μοιάζουν, στην πραγματικότητα είναι λίγο πολύ ίδια

Όταν ταξιδεύει κανείς βλέπει πεντακάθαρα ότι παντού τ’ ανθρώπινα προβλήματα, παρ’ όλο που φαινομενικά δε μοιάζουν, στην πραγματικότητα είναι λίγο πολύ ίδια. Τα προβλήματα της βίας και το πρόβλημα της ελευθερίας το πρόβλημα της δημιουργίας μιας πραγματικής και καλύτερης σχέσης μεταξύ των ανθρώπων έτσι ώστε να μπορούν να ζουν ειρηνικά, με κάποια αξιοπρέπεια και να μην είναι διαρκώς σε σύγκρουση ούτε με τον εαυτό τους ούτε με τους γειτόνους τους. Υπάρχει ακόμα το πρόβλημα της φτώχειας, της πείνας και της ολοκληρωτικής απελπισίας των φτωχών, που βλέπει κανείς ο’ ολόκληρη την Ασία. Και υπάρχει το πρόβλημα, σ’ αυτήν εδώ τη χώρα και στη Δυτική Ευρώπη, της ευημερίας. Όπου υπάρχει ευημερία χωρίς λιτότητα- υπάρχει βία- υπάρχει κάθε μορφή ανήθικης χλιδής ή μια εντελώς διεφθαρμένη και ανήθικη κοινωνία.

Υπάρχει το θέμα της αγάπης και του θανάτου. Τόσα πολλά προβλήματα που συνδέονται το ένα με τ’ άλλο. Ο γράφων δεν εκπροσωπεί κανένα σύστημα θεωρητικής σκέψης ή ιδεολογία. Αν μπορούμε να κουβεντιάσουμε μαζί τα πολλά αυτά προβλήματα, όχι όπως τα συζητάει κανείς με έναν εμπειρογνώμονα ή μ’ έναν ειδικό -γιατί ο ομιλητής δεν είναι ούτε το ένα ούτε τ’ άλλο- τότε ίσως μπορέσουμε να πετύχουμε μια σωστή επικοινωνία. Αλλά έχετε στο νου σας ότι η λέξη δεν είναι το πράγμα, και ότι η περιγραφή, όσο λεπτομερειακή, περίτεχνη, ορθολογιστική και όμορφη κι αν είναι, δεν είναι εκείνο που περιγράφεται.

Υπάρχουν οι εντελώς χωριστοί κόσμοι, οι ιδεολογικές διαιρέσεις.

Αυτές οι ιδεολογίες έφεραν πολέμους. Παρ’ όλο που μπορεί να υπάρχει θρησκευτική ανοχή, αυτή φτάνει μόνο ως ένα σημείο. Μετά απ’ αυτό: η καταστροφή, η μισαλλοδοξία, η βαρβαρότητα, η βία -οι θρησκευτικοί πόλεμοι. Παρόμοια, υπάρχουν οι εθνικές και φυλετικές διαιρέσεις, που έχουν προκληθεί από ιδεολογίες, ο μαύρος εθνικισμός και οι διάφορες φυλετικές εκφράσεις.

Υπάρχει καμιά δυνατότητα να ζήσει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς βία, ελεύθερα, ενάρετα; Η ελευθερία είναι απολύτως αναγκαία· όχι όμως η ελευθερία του να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, γιατί ο καθένας είναι διαμορφωμένος -είτε ζει σ’ αυτή τη χώρα είτε στην Ινδία ή οπουδήποτε αλλού- είναι διαμορφωμένος από την κοινωνία του, από την παιδεία του, από την όλη δομή της σκέψης του. Είναι δυνατό να είναι κανείς ελεύθερος απ’ αυτή τη διαμόρφωση, όχι ιδεολογικά, όχι σαν μια ιδέα, αλλά πραγματικά και άμεσα, ψυχολογικά, εσωτερικά ελεύθερος; Αλλιώς, δε βλέπω πώς μπορεί να υπάρξει δημοκρατία ή σωστή συμπεριφορά. Και πάλι, η έκφραση «σωστή συμπεριφορά» έχει υποτιμηθεί, αλλά ελπίζω ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις λέξεις για να μεταδώσουμε το νόημα χωρίς να το μειώνουμε.

Η ελευθερία δεν είναι ιδέα. Μια φιλοσοφία περί ελευθερίας δεν είναι ελευθερία. Ή είσαι ελεύθερος ή δεν είσαι. Είσαι φυλακισμένος, όσα στολίδια κι αν έχει η φυλακή, και ο φυλακισμένος είναι ελεύθερος μόνον όταν δεν είναι πια στη φυλακή. Η ελευθερία δεν είναι η κατάσταση ενός νου αιχμάλωτου της σκέψης. Η σκέψη δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερη. Η σκέψη είναι ανταπόκριση της μνήμης, της γνώσης και της εμπειρίας. Είναι πάντοτε προϊόν του παρελθόντος και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να φέρει ελευθερία, γιατί η ελευθερία είναι κάτι που είναι στο ζωντανό ενεργό παρόν, στην καθημερινή ζωή. Η ελευθερία δεν είναι ελευθερία από κάτι -η ελευθερία από κάτι είναι απλή αντίδραση.

Γιατί ο άνθρωπος έδωσε τόσο εξαιρετική σημασία στη σκέψη; Στη σκέψη που διατυπώνει μια έννοια και που σύμφωνα μ’ αυτήν προσπαθεί να ζήσει. Η διατύπωση ιδεολογιών και η προσπάθεια συμμόρφωσης σ’ αυτές τις ιδεολογίες είναι κάτι που παρατηρείται σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Ο άνθρωπος έδωσε πάντοτε στη σκέψη μια τέτοια φοβερή σημασία και σπουδαιότητα. Όσο πιο εξειδικευμένη, όσο πιο εκλεπτυσμένη είναι η σκέψη, τόσο αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ρωτάμε λοιπόν: μπορεί ποτέ η σκέψη να λύσει τα ανθρώπινα προβλήματά μας;

Υπάρχει το πρόβλημα της βίας, όχι μόνο στη φοιτητική εξέγερση στο Παρίσι, τη Ρώμη, το Λονδίνο και την Κολομβία, εδώ και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κι αυτή η εξάπλωση του μίσους και της βίας, ο μαύρος ενάντια στον άσπρο, ο Ινδουιστής ενάντια στο Μουσουλμάνο. Υπάρχει η απίστευτη βαρβαρότητα και η τρομακτική βία που κουβαλούν οι ανθρώπινες καρδιές, παρ’ όλο που εξωτερικά έχουν διαπαιδαγωγηθεί, έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να επαναλαμβάνουν προσευχές ειρήνης. Τα ανθρώπινα όντα είναι εκπληκτικά βίαια.

Αυτή η βία είναι αποτέλεσμα πολιτικών και φυλετικών διαιρέσεων και θρησκευτικών διακρίσεων. Αυτή τη βία, που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη σε κάθε ανθρώπινο ον, μπορεί άραγε κανείς να την μετασχηματίσει πραγματικά, να την αλλάξει ολοκληρωτικά, έτσι ώστε να ζήσει ειρηνικά; Είναι ολοφάνερο ότι αυτή τη βία την κληρονόμησε ο άνθρωπος από το ζώο κι από την κοινωνία στην οποία ζει. Ο άνθρωπος παραδίνεται στον πόλεμο, ο άνθρωπος αποδέχεται τον πόλεμο σαν τρόπο ζωής. Ίσως να υπάρχουν μερικοί ειρηνιστές εδώ κι εκεί που κουβαλάνε αντιπολεμικά συνθήματα, αλλά υπάρχουν εκείνοι που αγαπούν τον πόλεμο κι έχουν και τους αγαπημένους τους πολέμους! Υπάρχουν εκείνοι που ίσως δεν επιδοκιμάζουν τον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά θα πολεμούσαν για κάτι άλλο, θα έκαναν κάποιο άλλο είδος πολέμου. Ο άνθρωπος έχει στην πραγματικότητα αποδεχτεί τον πόλεμο, δηλαδή τη σύγκρουση, όχι μόνο μέσα του αλλά και έξω απ’ αυτόν, σαν έναν τρόπο ζωής.

Αυτό που είναι το ανθρώπινο ον συνολικά, τόσο στο συνειδητό όσο και στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησής του, παράγει μια κοινωνία με την αντίστοιχη δομή- είναι ολοφάνερο. Και ξαναρωτάει κανείς: είναι δυνατόν ο άνθρωπος, που έχει αποκτήσει συνήθειες μέσα από την εκπαίδευση, μέσα από την αποδοχή του κοινωνικού κανόνα και της κοινωνικής κουλτούρας, είναι δυνατό να κάνει μια βαθιά ψυχολογική επανάσταση μέσα στον ίδιο του τον εαυτό- όχι απλώς μια εξωτερική επανάσταση.

Είναι δυνατό να επιφέρει κανείς άμεσα μια ψυχολογική επανάσταση; Όχι χρονικά, όχι βαθμιαία, γιατί δεν υπάρχει χρόνος- όταν το σπίτι καίγεται δεν συζητάτε να σβήσετε σιγά-σιγά τη φωτιά, δεν έχετε χρόνο, ο χρόνος είναι αυταπάτη. Τι λοιπόν θα κάνει τον άνθρωπο ν’ αλλάξει; Τι θα κάνει εσάς ή εμένα, σαν ανθρώπινα όντα, ν’ αλλάξουμε; Το κίνητρο, που είναι είτε η ανταμοιβή είτε η τιμωρία; Αυτό το έχουμε προσπαθήσει. Οι ψυχολογικές ανταμοιβές, η υπόσχεση του παραδείσου, η τιμωρία της κόλασης, έχουν δοθεί σε αφθονία κι απ’ ό,τι φαίνεται ο άνθρωπος δεν άλλαξε, εξακολουθεί να είναι ζηλόφθονος, άπληστος, βίαιος, προληπτικός, γεμάτος φόβο, κλπ. Το κίνητρο και μόνο, είτε δίνεται εξωτερικά είτε εσωτερικά, δε φέρνει καμιά ριζική αλλαγή. Η αναζήτηση- μέσα από ανάλυση- του λόγου που ο άνθρωπος είναι τόσο βίαιος. τόσο γεμάτος φόβο, τόσο πολύ κτητικός, ανταγωνιστικός, τόσο βίαια φιλόδοξος – πράγμα που είναι πολύ εύκολο- αυτή η αναζήτηση θα φέρει καμιά αλλαγή; Προφανώς όχι. Ούτε αυτή η ανακάλυψη του κινήτρου. Τότε τι θα φέρει την αλλαγή; Τι θα φέρει, όχι βαθμιαία αλλά άμεσα, την ψυχολογική επανάσταση; Αυτό μου φαίνεται, πως είναι το μοναδικό ζήτημα.

Έτσι λυτρώθηκε ο Προμηθέας

Η αρχική περιοχή της Αρτέμιδος, το χοροστάστι της απάνω στις σπαθωτές βουνοπλαγιές και το αγαπημένο της βουνό, όπως ο Ταΰγετος, ήταν ο Ερύμανθος στη νοτιοδυτική γωνία της Αρκαδίας, όπου συνορεύει με την Αχαΐα και την Ήλιδα. Εκεί στάλθηκε ο Ηρακλής με την τέταρτη εντολή: να πιάση τον κάπρο. Όταν η θεά οργισμένη έστρεφε το πρόσωπό της σε μια χώρα, όπως στην Ιστορία του Μελεάγρου, έστελνε έναν μανιασμένο κάπρο, που κατάστρεφε τους αγρούς των χωρικών. Γι’ αυτό δεν αναφέρεται τίποτα εδώ, μόνο ότι οι κάτοικοι της Ψωφίδος παραπονιούνταν για τον Ερυμάνθιο κάπρο. Αλλά δεν ήταν αυτός πάλι ο λόγος που ο Ηρακλής έπρεπε να τον πιάση ζωντανό και να τον φέρη στις Μυκήνες. Στους γεωργούς θ’ αρκούσε, αν σκότωνε το ζώο.

Ο ήρωας περιπλανήθηκε κι αυτή τη φορά σ’ όλη την Αρκαδία κι έφτασε πρώτα στα δάση της Φολόης, του οροπεδίου ανάμεσα στην κοιλάδα του Αλφειού και στον Ερύμανθο. Σ’ αυτή την περιοχή κατοικούσαν οι Κένταυροι, που είχαν την ίδια φύση και τις ίδιες συνήθειες όπως οι ζωώδεις αντίπαλοι των Λαπιθών στη Θεσσαλία. Υπήρχαν επίσης και Λαπίθαι στα γύρω, με τους οποίους δεν είχε καμιά δουλειά ο Ηρακλής. Φιλοξενήθηκε εγκάρδια από τον Κένταυρο Φόλο, που κατοικούσε δω σε μια σπηλιά. Ο οικοδεσπότης του πρόσφερε ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος έτρωγε ωμό. Σύμφωνα με μια διήγηση, ήταν μαζί τους και ο σοφός Κένταυρος Χείρων, ο πιο δίκαιος ανάμεσα στους Κενταύρους. Ο Χείρων είχε αποτραβηχτή από τους Θεσσαλούς Λαπίθας στην Πελοπόννησο και, αντί να κατοική στο Πήλιο, κατοικούσε στο Ακρωτήριο Μαλέα. Ζήτησε άραγε ο Ηρακλής κρασί, ή ήταν κι αυτό μέσα στη φιλοξενία του Φόλου; Άνοιξε το κοινό κρασί των Κενταύρων, που ο Φόλος το φύλαγε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι.

Αυτό το κρασί θα πρέπη να ήταν δώρο του Διονύσου προορισμένο απ’τον ίδιο το θεό για τον ήρωα. Ήταν ένα επικίνδυνο δώρο, που τη φύση του δεν την ήξεραν προφανώς οι Κένταυροι. Παλιοί αγγειογράφοι παριστάνανε μ’ ευχαρίστηση τη σκηνή, πως ο Ηρακλής άντλησε πρώτος από το μεγάλο βαρέλι.

Το άρωμα του κρασιού δελέασε τώρα και τους άλλους Κενταύρους, και το κενταυρικό συμπόσιο μεταβλήθηκε σε λίγο σε κενταυρική μάχη, που πάλι παρουσίαζαν ευχαρίστως οι καλλιτέχνες και οι αφηγητές. ‘Ισχυρίστηκαν ότι η μάχη απλώθηκε από το βουνό Φολόη μέχρι τη σπηλιά του Χείρωνος στο ακρωτήριο Μαλέα. Μέχρις εκεί θα κυνήγησε ο Ηρακλής με τα δηλητηριασμένα βέλη του τους Κενταύρους. Ένα βέλος, προορισμένο για τον Έλατο, αστόχησε και χτύπησε τον θεϊκό Χείρωνα. Μάταια προσπάθησε ο ήρωας να τον γιατρέψει με χειρονικά γιατρικά: το δηλητήριο της Ύδρας ήταν πολύ δραστικό.

Τραυματισμένος στο γόνατο ο Χείρων, δεν μπορούσε ούτε να γίνη καλά, αλλά ούτε και να πεθάνη. Έτσι αποτραβήχτηκε με την αγιάτρευτη πληγή του στη σπηλιά του και βασανιζόταν εκεί, μέχρι που μπόρεσε, αντί για τον βασανιζόμενο Προμηθέα, να προσφέρη στο Δία τον εαυτό του. Έτσι πέθανε ο Χείρων και λυτρώθηκε ο Προμηθεύς. Από ένα βέλος του Ηρακλέους πέθανε επίσης ο καλός Φόλος μ’ αυτό τον τρόπο: τράβηξε το δηλητηριασμένο βέλος από κάποιο πτώμα Κενταύρου κι απορούσε πως ένα τόσο μικρό πράγμα μπόρεσε να θανατώση ένα τόσο μεγάλο πλάσμα. Τότε το βέλος έπεσε στο πόδι του και σκότωσε και τον ίδιο. Ο Ηρακλής όμως έθαψε το φίλο του και πήρε το δρόμο για τον Ερύμανθο.

Εκεί καταδίωξε τον κάπρο από την κρυψώνα του. Τον παράσυρε στα χιόνια της κορυφής, τον έπιασε με μια θηλιά κι έριξε το ζώο στους ώμους του. Μετά τράβηξε για τις Μυκήνες, παίρνοντας και το ζώο μαζί του. Τότε ακολούθησε η από παλιά γνωστή σκηνή, που οι αγγειογράφοι απεικόνιζαν πάλι μ’ ευχαρίστηση. Ο ήρωας, με τ’ αγριογούρουνο στην πλάτη, πάτησε με το ένα του πόδι στην άκρη του υποχθόνιου πιθαριού, όπου είχε γλιστρήσει ο Ευρυσθεύς. Βλέπει κανείς μόνο τα κεφάλι και τα χέρια του φοβητσιάρη. Τόσο τρόμαξε, όταν είδε τον κάπρο, λες κι έβλεπε το θάνατο.

Αν δεν σας ενδιαφέρει να είστε ευαίσθητοι, τότε είστε σαν νεκροί

Και πώς μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει ευαισθησία; Πώς θα γεννηθεί αυτή η ευαισθησία που θα σε κάνει να βρίσκεσαι σ’ επαγρύπνηση ώστε να μη βλάπτεις άλλους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια;

Σας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Θα έπρεπε. Αν δεν σας ενδιαφέρει να είστε ευαίσθητοι, τότε είστε σαν νεκροί, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι. Παρόλο που έχουν εξασφαλισμένο το φαγητό τους, έχουν τη δουλειά τους, κάνουν παιδιά, οδηγούν αυτοκίνητα, φοράνε κομψά ρούχα, οι περισσότεροι είναι τόσο καλοί όσο κι οι νεκροί.

Ξέρετε τι σημαίνει να είσαι ευαίσθητος; Σίγουρα σημαίνει να έχεις ένα αίσθημα στοργής για πράγματα που γίνονται γύρω σου: Να βλέπεις ένα ζώο που υποφέρει και να κάνεις κάτι γι’ αυτό, να βγάζεις μια πέτρα από το μονοπάτι γιατί περνάνε πάρα πολλά γυμνά πόδια από εκεί και μπορεί να τραυματιστούν, να μαζεύεις από το δρόμο ένα καρφί, γιατί μπορεί να σκάσει το λάστιχο του αυτοκινήτου κάποιου ανθρώπου. Το να είσαι ευαίσθητος σημαίνει ότι έχεις αισθήματα για τους ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα λουλούδια, για τα δέντρα – όχι επειδή είναι δικά σου, αλλά απλώς επειδή έχεις επίγνωση της εξαιρετικής ομορφιάς των πραγμάτων. Και πώς μπορεί να γεννηθεί αυτή η ευαισθησία;

Από τη στιγμή που είσαι βαθιά ευαίσθητος, είναι φυσικό να μην ξεριζώνεις τα λουλούδια, δεν έχεις τη διάθεση να καταστρέφεις τίποτα, να πληγώνεις τούς ανθρώπους, που σημαίνει ότι έχεις μέσα σου πραγματικό σεβασμό, αγάπη για τα πάντα. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε αγάπη; Αν αγαπάς κάποιο πρόσωπο επειδή αυτό ανταποκρίνεται στην αγάπη σου, σίγουρα αυτό δεν είναι αγάπη. Αγάπη είναι να υπάρχει μέσα σου εκείνη η μοναδική αίσθηση στοργής που δεν ζητάει τίποτα για αντάλλαγμα. Μπορεί να είσαι πολύ έξυπνος από παιδί, να περνάς όλες σου τις εξετάσεις, να παίρνεις διπλώματα και να φτάνεις σε υψηλά αξιώματα, αλλά αν δεν έχεις αυτή την ευαισθησία, αυτή την αίσθηση της στοργής, αυτή την αίσθηση της απλής αγάπης, τότε η καρδιά σου θα είναι άδεια και θα είσαι δυστυχισμένος για το υπόλοιπο της ζωής σου.

Λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό για την ίδια την καρδιά να είναι γεμάτη από αυτή την αίσθηση στοργής, γιατί τότε δεν θα καταστρέφετε ποτέ τίποτα, δεν θα είστε άσπλαχνοι και δεν θα υπάρχουν πια πόλεμοι. Τότε θα είστε ευτυχισμένα πλάσματα.

Τώρα, πώς μπορεί να γεννηθεί αυτή η αγάπη; Σίγουρα, η αγάπη πρέπει να ξεκινήσει από το σχολείο, από το δάσκαλο. Αν ο δάσκαλος, παράλληλα με τις γνώσεις που σας δίνει για τα μαθηματικά, τη γεωγραφία ή την ιστορία, έχει και αυτή την αίσθηση της αγάπης μέσα στην καρδιά του και μιλάει γι’ αυτήν, αν αυθόρμητα βγάζει μια πέτρα από το δρόμο για να μη σκοντάψει κάποιος, αν δεν αφήνει τους βοηθούς του να κάνουν όλες τις βαριές δουλειές, αν στις συζητήσεις του, στη δουλειά του, στο παιχνίδι, όταν τρώει, όταν είναι μαζί ας ή μόνος του αισθάνεται αυτό το περίεργο πράγμα και σας μιλάει συχνά γι’ αυτό, τότε θα γνωρίσετε κι εσείς τι σημαίνει ν’ αγαπάς.

Μπορεί να έχεις ένα όμορφο πρόσωπο, να φοράς ωραία ρούχα ή να είσαι σπουδαίος αθλητής, αλλά αν δεν υπάρχει αγάπη στην καρδιά σου θα είσαι ένα άσχημο ανθρώπινο πλάσμα, άσχημο πέρα από κάθε μέτρο. Αντιθέτως, όταν αγαπάς, το πρόσωπά σου – είτε είναι άσχημο είτε είναι ωραίο- θα έχει μια ακτινοβολία. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή και είναι πολύ σημαντικό να μιλάς για την αγάπη, να την αισθάνεσαι, να τη θρέφεις, να τη φυλάς σαν θησαυρό, αλλιώς γρήγορα θα διαλυθεί, γιατί ο κόσμος είναι πολύ βάρβαρος. Αν, όταν είσαι νέος, δεν νιώθεις αγάπη, αν δεν βλέπεις με αγάπη τους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια, τότε, όταν μεγαλώσεις, θα ανακαλύψεις ότι η ζωή σου είναι άδεια· θα νιώθεις πολλή μοναξιά και η σκοτεινή σκιά του φόβου θα σε ακολουθεί πάντα. Από τη στιγμή, όμως, που έχεις στην καρδιά σου αυτό το εκπληκτικό πράγμα που ονομάζεται αγάπη και νιώθεις το βάθος, τη χαρά, την έκστασή της, θα ανακαλύψεις ότι για σένα ο κόσμος έχει μεταμορφωθεί.

Αδριανός: Από τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας, προτιμώ την πραγματική δουλεία

Με την μορφή επιστολής γράφει ο πρώτος “Ελληνιστής” Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, λίγο πριν πεθάνει, προς στον υιοθετημένο γιο του Μάρκο Αυρήλιο, στην οποία αναπολεί τους θριάμβους και τις ήττες του και όλη τη φιλοσοφία του.

Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας.
Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της.

Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί.

Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο.

Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.

ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Όλα ξεκίνησαν όταν ο Κύρος παρέστησε τον βασιλιά

Ο Αστυάγης, γιος του Κυαξάρη, ήταν σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο τέταρτος και τελευταίος βασιλιάς των Μήδων που βασίλεψε κατά πάσα πιθανότητα από το 585 ως το 549 π.Χ. Η βασιλεία του τελείωσε με την ήττα του Μηδικού στρατού από τον Περσικό στρατό με αρχηγό τον εγγονό του Αστυάγη, Κύρο.

Γέννηση Κύρου

Ο Αστυάγης είχε για κόρη του την Μανδάνη που εξαιτίας ενός ονείρου που είδε την πάντρεψε με έναν Πέρση, τον Καμβύση. Αργότερα είδε ένα άλλο όνειρο που σήμαινε, σύμφωνα με τους ερμηνευτές, ότι ο γιος της Μανδάνης θα του έπαιρνε τον θρόνο. Έτσι όταν το παιδί γεννήθηκε ο Αστυάγης ανέθεσε στον Άρπαγο, συγγενή του και διαχειριστή της ιδιοκτησίας του, να το θανατώσει. Ο Άρπαγος μη θέλοντας να αναμειχθεί σε τέτοιο φόνο διέταξε έναν από τους βοσκούς του βασιλιά, τον Μιτραδάτη να παρατήσει το βρέφος στο βουνό. Όμως εκείνος το λυπήθηκε και παρουσίασε στον Άρπαγο όχι τον νεκρό Κύρο, αλλά τον γιο του που είχε γεννηθεί νεκρός.

Νεανικά χρόνια

Όταν ο Κύρος έφτασε σε ηλικία δέκα ετών η ταυτότητα του αποκαλύφθηκε. Ο Κύρος έκανε τον βασιλιά σ ’ένα παιχνίδι που έπαιζε με άλλα παιδιά. Ο γιος ενός επιφανούς Μήδου όμως δεν τον υπάκουσε και έτσι ο Κύρος τον μαστίγωσε. Μετά από παράπονα του πατέρα του παιδιού ο Αστυάγης κάλεσε τον Κύρο και τον βοσκό στο παλάτι του και έτσι κατάλαβε ποιος ήταν. Μετά από αυτά ο Αστυάγης για να τιμωρήσει τον Άρπαγο έσφαξε τον γιο του και του τον έδωσε να τον φάει. Επίσης έστειλε τον Κύρο πίσω στην Περσία, στους γονείς του, επειδή οι μάγοι του είπαν ότι δεν υπήρχε πια κίνδυνος να του πάρει τον θρόνο, με τη δικαιολογία ότι έγινε ήδη βασιλιάς στο παιχνίδι που έπαιζε με τα άλλα παιδιά.

Ο Κύρος κατακτά την Μηδική αυτοκρατορία

Τα επόμενα χρόνια ο Άρπαγος για να εκδικηθεί τον Αστυάγη έπεισε τους Μήδους ευγενείς να εκθρονίσουν τον Αστυάγη για χάρη του Κύρου. Έτσι, όταν οι Πέρσες έκαναν εκστρατεία εναντίον της Μηδίας στην μάχη που έγινε οι Μήδοι που ήταν μπλεγμένοι στην συνωμοσία αυτομόλησαν στους Πέρσες και έτσι οι Πέρσες νίκησαν. Σ ’αυτή την μάχη ο Αστυάγης όρισε αρχηγό τον Άρπαγο ξεχνώντας προφανώς πώς του είχε φερθεί. Στην συνέχεια έγινε και άλλη μάχη όπου οι Μήδοι ηττήθηκαν εκ νέου και ο Αστυάγης πιάστηκε αιχμάλωτος. Έτσι η βασιλεία του Αστυάγη έλαβε τέλος μετά από τριάντα πέντε χρόνια.

Η κατάσταση Πασκάλ

Το Μια νύχτα με τη Μοντ (Ma nuit chez Maude, 1969), από τις κορυφαίες ταινίες του Ερίκ Ρομέρ γενικότερα, αποτελεί τον τέταρτο από τους «Έξι Μύθους Περί Ηθικής». Πρόκειται για μια «περιπέτεια της σκέψης», όπου οι τρεις πρωταγωνιστές - ο μαρξιστής καθηγητής, ο καθολικός μηχανικός και η Μοντ μιλούν ατελείωτα για την πίστη, το Θεό, τον έρωτα, την ηθική και τη φιλοσοφία.

Σε μια χαρακτηριστική σκηνή ο μαρξιστής καθηγητής και μελετητής του αιρετικού καθολικού Pascal εξακολουθεί να πιστεύει στην ιστορική αναγκαιότητα αλλά ήδη έχει παρεκκλίνει προς μια μεταφυσική της ερμηνεία μέσα απ’ την έννοια της μαθηματικής προσδοκίας:

Μαρξιστής καθηγητής: Αμφιβάλω ότι η ιστορία έχει λογική. Στοιχηματίζω και βρίσκομαι σε κατάσταση Πασκάλ. Υπόθεση Α: η κοινωνική ζωή δεν έχει νόημα. Υπόθεση Β: η ιστορία έχει νόημα. Δεν είμαι σίγουρος ότι η υπόθεση Β είναι πιο σωστή. Ας πούμε ότι έχει 10% πιθανότητες … ενώ η υπόθεση Α, 90%. Παρ’ όλα αυτά, θα στοιχηματίσω υπέρ της Β … γιατί είναι η μόνη που μου επιτρέπει να ζω. Αν στοιχηματίσω για την Α και επιβεβαιωθεί η Β … τότε έχω χάσει εντελώς τη ζωή μου. Άρα πρέπει να διαλέξω τη Β γιατί δικαιολογεί τη ζωή μου. Έχω 90% πιθανότητα να κάνω λάθος, μα δεν έχει σημασία.

Καθολικός μηχανικός: Αυτή είναι η μαθηματική προσδοκία. Η υπόθεση Β έχει λίγες πιθανότητες … αλλά το κέρδος είναι άπειρο, γιατί είναι η ζωή σου.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.15.1-4.15.8)

[4.15.1] Παρ᾽ Ἀλέξανδρον δὲ ἧκεν καὶ αὖθις Σκυθῶν τῶν ἐκ τῆς Εὐρώπης πρεσβεία ξὺν τοῖς πρέσβεσιν οἷς αὐτὸς ἐς Σκύθας ἔστειλεν. ὁ μὲν δὴ τότε βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν ὅτε οὗτοι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐπέμποντο τετελευτηκὼς ἐτύγχανεν, ἀδελφὸς δὲ ἐκείνου ἐβασίλευεν. [4.15.2] ἦν δὲ ὁ νοῦς τῆς πρεσβείας ἐθέλειν ποιεῖν πᾶν τὸ ἐξ Ἀλεξάνδρου ἐπαγγελλόμενον Σκύθας· καὶ δῶρα ἔφερον Ἀλεξάνδρῳ παρὰ τοῦ βασιλέως τῶν Σκυθῶν ὅσα μέγιστα νομίζεται ἐν Σκύθαις· καὶ τὴν θυγατέρα ὅτι ἐθέλει Ἀλεξάνδρῳ δοῦναι γυναῖκα βεβαιότητος οὕνεκα τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον φιλίας τε καὶ ξυμμαχίας. [4.15.3] εἰ δὲ ἀπαξιοῖ τὴν Σκυθῶν βασίλισσαν γῆμαι Ἀλέξανδρος, ἀλλὰ τῶν γε σατραπῶν τῶν τῆς Σκυθικῆς χώρας καὶ ὅσοι ἄλλοι δυνάσται κατὰ τὴν γῆν τὴν Σκυθίδα, τούτων τὰς παῖδας ἐθέλειν δοῦναι τοῖς πιστοτάτοις τῶν ἀμφ᾽ Ἀλέξανδρον· ἥξειν δὲ καὶ αὐτὸς ἔφασκεν, εἰ κελεύοιτο, ὡς παρ᾽ αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου ἀκοῦσαι ὅσα ἐπαγγέλλοι. [4.15.4] ἀφίκετο δ᾽ ἐν τούτῳ παρ᾽ Ἀλέξανδρον καὶ Φαρασμάνης ὁ Χορασμίων βασιλεὺς ξὺν ἱππεῦσι χιλίοις καὶ πεντακοσίοις. ἔφασκεν δὲ ὁ Φαρασμάνης ὅμορος οἰκεῖν τῷ τε Κόλχων γένει καὶ ταῖς γυναιξὶ ταῖς Ἀμαζόσι, καὶ εἰ θέλοι Ἀλέξανδρος ἐπὶ Κόλχους τε καὶ Ἀμαζόνας ἐλάσας καταστρέψασθαι τὰ ἐπὶ τὸν πόντον τὸν Εὔξεινον ταύτῃ καθήκοντα γένη, ὁδῶν τε ἡγεμὼν ἔσεσθαι ἐπηγγέλλετο καὶ τὰ ἐπιτήδεια τῇ στρατιᾷ παρασκευάσειν.
[4.15.5] Τοῖς τε οὖν παρὰ τῶν Σκυθῶν ἥκουσι φιλάνθρωπα ἀποκρίνεται Ἀλέξανδρος καὶ ἐς τὸν τότε καιρὸν ξύμφορα, γάμου δὲ οὐδὲν δεῖσθαι Σκυθικοῦ, καὶ Φαρασμάνην ἐπαινέσας τε καὶ φιλίαν καὶ ξυμμαχίαν πρὸς αὐτὸν ξυνθέμενος αὑτῷ μὲν τότε οὐκ ἔφη ἐν καιρῷ εἶναι ἐλαύνειν ἐπὶ τὸν Πόντον· Ἀρταβάζῳ δὲ τῷ Πέρσῃ, ὅτῳ τὰ Βακτρίων ἐξ Ἀλεξάνδρου ἐπετέτακτο, καὶ ὅσοι ἄλλοι πρόσχωροι τούτῳ σατράπαι ξυστήσας Φαρασμάνην ἀποπέμπει ἐς τὰ ἤθη τὰ αὐτοῦ. [4.15.6] αὑτῷ δὲ τὰ Ἰνδῶν ἔφη ἐν τῷ τότε μέλειν. τούτους γὰρ καταστρεψάμενος πᾶσαν ἂν ἤδη ἔχειν τὴν Ἀσίαν· ἐχομένης δὲ τῆς Ἀσίας ἐπανιέναι ἂν ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖθεν δ᾽ ἐφ᾽ Ἑλλησπόντου τε καὶ τῆς Προποντίδος ξὺν τῇ δυνάμει πάσῃ τῇ τε ναυτικῇ καὶ τῇ πεζικῇ ἐλάσειν εἴσω τοῦ Πόντου· καὶ ἐς τὸ τότε ἠξίου ἀποθέσθαι Φαρασμάνην ὅσα ἐν τῷ παραυτίκα ἐπηγγέλλετο.
[4.15.7] Αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸν Ὄξον τε ποταμὸν ᾔει αὖθις καὶ εἰς τὴν Σογδιανὴν προχωρεῖν ἐγνώκει, ὅτι πολλοὺς τῶν Σογδιανῶν ἐς τὰ ἐρύματα ξυμπεφευγέναι ἠγγέλλετο οὐδὲ ἐθέλειν κατακούειν τοῦ σατράπου, ὅστις αὐτοῖς ἐξ Ἀλεξάνδρου ἐπετέτακτο. στρατοπεδεύοντος δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ Ὄξῳ οὐ μακρὰν τῆς σκηνῆς τῆς αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου πηγὴ ὕδατος καὶ ἄλλη ἐλαίου πηγὴ πλησίον αὐτῆς ἀνέσχε. [4.15.8] καὶ Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου τῷ σωματοφύλακι ἐπειδὴ ἐσηγγέλθη τὸ τέρας, Πτολεμαῖος Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασεν. Ἀλέξανδρος δὲ ἔθυεν ἐπὶ τῷ φάσματι ὅσα οἱ μάντεις ἐξηγοῦντο. Ἀρίστανδρος δὲ πόνων εἶναι σημεῖον τοῦ ἐλαίου τὴν πηγὴν ἔφασκεν, ἀλλὰ καὶ νίκην ἐπὶ τοῖς πόνοις σημαίνειν.

***
[4.15.1] Ήρθαν και πάλι στον Αλέξανδρο πρέσβεις των Ευρωπαίων Σκυθών μαζί με τους πρέσβεις που είχε στείλει ο ίδιος στους Σκύθες. Όταν όμως απέστελλε τους πρέσβεις ο Αλέξανδρος, έτυχε να έχει πεθάνει ο τότε βασιλιάς των Σκυθών και βασίλευε ο αδελφός του. [4.15.2] Η πρεσβεία είχε σκοπό να δηλώσει ότι οι Σκύθες ήταν πρόθυμοι να κάμουν όλα όσα τους διατάξει ο Αλέξανδρος. Οι πρέσβεις έφεραν και δώρα στον Αλέξανδρο από τον βασιλιά των Σκυθών, από εκείνα που οι Σκύθες θεωρούσαν πολύ σπουδαία. Είπαν ακόμη ότι ο βασιλιάς τους ήταν πρόθυμος να δώσει την κόρη του ως σύζυγο στον Αλέξανδρο, για να εξασφαλίσει τη φιλία και τη συμμαχία του. [4.15.3] Αν όμως ο Αλέξανδρος έκρινε ανάξιο να νυμφευθεί την πριγκίπισσα των Σκυθών, ήταν πρόθυμος ο βασιλιάς τους να δώσει τις κόρες των σατραπών της Σκυθίας και τις κόρες όλων των άλλων αρχόντων της χώρας των Σκυθών στους πιο έμπιστους φίλους του Αλεξάνδρου. Είπαν επίσης ότι, αν ο Αλέξανδρος τον προσκαλούσε, θα ερχόταν και αυτός για να ακούσει από τον ίδιο τον Αλέξανδρο όσα τον διατάζει. [4.15.4] Στο μεταξύ έφθασε στον Αλέξανδρο και ο Φαρασμάνης, ο βασιλιάς των Χορασμίων, με χίλιους πεντακόσιους ιππείς. Ο Φαρασμάνης έλεγε ότι κατοικεί σε περιοχή γειτονική με τη φυλή των Κόλχων και με τις Αμαζόνες γυναίκες και αν ήθελε ο Αλέξανδρος να εκστρατεύσει εναντίον των Κόλχων και των Αμαζόνων, για να υποτάξει τις φυλές που φθάνουν στο μέρος αυτό ως τον Εύξεινο Πόντο, υποσχόταν ότι θα είναι οδηγός του και θα εφοδιάσει τον στρατό του Αλεξάνδρου με τρόφιμα.
[4.15.5] Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, απάντησε στους απεσταλμένους των Σκυθών με τρόπο φιλικό, όπως άρμοζε στις τότε περιστάσεις, ότι δεν αισθανόταν την ανάγκη για σκυθικό γάμο. Επαίνεσε επίσης τον Φαρασμάνη και συνήψε φιλία και συμμαχία μαζί του, του είπε όμως ότι δεν ήταν τότε η κατάλληλη περίσταση γι᾽ αυτόν να εκστρατεύσει στον Εύξεινο Πόντο. Σύστησε επίσης τον Φαρασμάνη στον Αρτάβαζο τον Πέρση, στον οποίο είχε αναθέσει τη σατραπεία της Βακτριανής, όπως και σε όλους τους άλλους γειτονικούς σατράπες και τον έστειλε πίσω στη χώρα του. [4.15.6] Του είπε ακόμη ότι ο ίδιος ενδιαφέρεται τώρα για την Ινδία, γιατί, αν υποτάξει και αυτήν, θα γίνει πλέον κύριος όλης της Ασίας. Και αφού κυριεύσει την Ασία, θα επιστρέψει στην Ελλάδα και από εκεί θα προχωρήσει προς τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα και με όλες τις ναυτικές και τις πεζικές του δυνάμεις θα εισβάλει μέσα στον Πόντο. Είχε λοιπόν την αξίωση να αναβάλει για τότε ο Φαρασμάνης όσα τώρα του υποσχόταν.
[4.15.7] Ο ίδιος κατευθύνθηκε πάλι προς τον Όξο ποταμό. Είχε πάρει την απόφαση να προχωρήσει προς τη Σογδιανή επειδή του ανήγγειλαν ότι πολλοί Σογδιανοί είχαν καταφύγει στα οχυρά τους και ότι δεν ήθελαν να υπακούσουν στον σατράπη που ο Αλέξανδρος είχε διορίσει στη χώρα τους. Ενώ ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στον Όξο ποταμό, όχι μακριά από τη σκηνή του ανέβλυσε από τη γη πηγή νερού και κοντά σε αυτήν άλλη πηγή λαδιού. [4.15.8] Όταν ανήγγειλαν στον σωματοφύλακα Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, το θεϊκό αυτό σημάδι, εκείνος το είπε στον Αλέξανδρο και ο Αλέξανδρος έκανε τις θυσίες που του υπέδειξαν οι μάντεις για το παράδοξο αυτό φαινόμενο. Ο Αρίστανδρος είπε ότι το λάδι που ανέβλυζε σήμαινε δοκιμασίες, αλλά και νίκη που θα ακολουθούσε τις δοκιμασίες.