161. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΔΙΟΣ [161.1] λύκος καταπιὼν ὀστοῦν περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον. περιτυχὼν δὲ ἐρωδιῷ τοῦτον παρεκάλει ἐπὶ μισθῷ τὸ ὀστοῦν ἐξελεῖν. κἀκεῖνος καθεὶς τὴν ἑαυτοῦ κεφαλὴν εἰς τὸν φάρυγγα αὐτοῦ τὸ ὀστοῦν ἐξέσπασε καὶ τὸν ὡμολογημένον μισθὸν ἀπῄτει. ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «ὦ οὗτος, οὐκ ἀγαπᾷς ἐκ λύκου στόματος σῴαν τὴν κεφαλὴν ἐξενεγκών, ἀλλὰ καὶ μισθὸν ἀπαιτεῖς;»
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι μεγίστη παρὰ τοῖς πονηροῖς εὐεργεσίας ἀμοιβὴ τὸ μὴ προσαδικεῖσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν.
162. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΙΞ
[162.1] λύκος θεασάμενος αἶγα ἐπί τινος κρημνοῦ νεμομένην ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο αὐτῆς ἐφικέσθαι, παρῄνει αὐτὴν κατωτέρω καταβῆναι, μὴ καὶ πέσῃ λαθοῦσα, λέγων, ὡς καὶ ὁ λειμὼν καὶ ἡ πόα παρ᾽ αὐτῷ φαιδροτάτη. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἀλλ᾽ οὐκ ἐμὲ ἐπὶ νομὴν καλεῖς, αὐτὸς δὲ τροφῆς ἀπορεῖς».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ πονηροί, ὅταν παρὰ τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται, ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται.
163. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΥΣ
[163.1] λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν. ὡς δὲ ἐγένετο κατά τινα ἔπαυλιν, ἀκούσας γραὸς παιδὶ κλαίοντι ἀπειλουμένης, ἐὰν μὴ παύσηται, βαλεῖν αὐτὸν τῷ λύκῳ, προσέμενεν οἰόμενος ἀληθεύειν αὐτήν. ἑσπέρας δὲ γενομένης ὡς οὐδὲν τοῖς λόγοις ἀκόλουθον ἐγένετο, ἀπαλλαττόμενος ἔφη· «ἐν ταύτῃ τῇ ἐπαύλει οἱ ἄνθρωποι ἄλλα μὲν λέγουσιν, ἄλλα δὲ ποιοῦσιν».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, οἳ τοῖς λόγοις ἀκόλουθα τὰ ἔργα οὐκ ἔχουσιν.
164. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΟΝ
[164.1] λύκος τροφῆς κεκορεσμένος ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος, ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτὸ λέγων, ὡς, ἐὰν τρεῖς αὐτῷ λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. ‹τὸ› δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βούλεσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο εἵμαρτο, τυφλῷ, τρίτον δέ· «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ᾽ ἡμῶν κακὸν πολεμεῖτε ἡμᾶς». καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.
165. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΗΝ
[165.1] λύκος ἀκολουθῶν ποίμνῃ προβάτων οὐδὲν ἠδίκει. ὁ δὲ ποιμὴν κατὰ μὲν ἀρχὰς ἐφυλάττετο αὐτὸν ὡς πολέμιον καὶ δεδοικὼς παρετηρεῖτο. ἐπεὶ δὲ συνεχῶς ἐκεῖνος παρεπόμενος οὐδὲν ἁρπάζειν ἐπεχείρει, τὸ τηνικαῦτα ἐννοήσας φύλακα μᾶλλον αὐτὸν εἶναι ἢ ἐπίβουλον, ἐπειδὴ χρεία τις αὐτὸν κατέλαβεν εἰς ἄστυ παραγενέσθαι, καταλιπὼν παρ᾽ αὐτῷ τὰ πρόβατα ἀπηλλάγη. καὶ ὃς καιρὸν ἔχειν ὑπολαβὼν τὰ πλείω διέφθειρεν. ὁ δὲ ποιμὴν ἐπανελθὼν καὶ θεασάμενος τὴν ποίμνην διεφθαρμένην ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ λύκῳ πρόβατα ἐπίστευον;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φιλαργύροις τὰς παρακαταθήκας ἐγχειρίζοντες εἰκότως ἀποστεροῦνται.
***
161. Ο λύκος και ο ερωδιός.
[161.1] Ήταν μια φορά ένας λύκος που σκάλωσε στο λαρύγγι του ένα κόκαλο και γύρευε κάποιον να τον γιατρέψει. Με τα πολλά συνάντησε τον ερωδιό και τον εκλιπαρούσε να τραβήξει το κόκαλο έξω, τάζοντάς του αμοιβή. Ο ερωδιός, λοιπόν, έχωσε το κεφάλι του βαθιά μέσα στην καταπιόνα του θεριού και τελικά κατόρθωσε να ξεσφηνώσει και να βγάλει έξω το κόκαλο. Μετά από αυτό, ζητούσε φυσικά την πληρωμή που είχαν συμφωνήσει. Όμως ο λύκος τού έκοψε την όρεξη με τα εξής λόγια: «Βρε χαμένε, δεν σου αρκεί που έβαλες το κεφάλι στο στόμα του λύκου και το έβγαλες χωρίς να πάθεις το παραμικρό; Τί ζητάς και πληρωμή από πάνω;».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα κάνεις το καλό στους παλιανθρώπους, η πιο μεγάλη ανταμοιβή που μπορείς να περιμένεις από δαύτους είναι να μη σε βλάψουν κιόλας.
162. Ο λύκος και η κατσίκα.
[162.1] Ήταν ένας λύκος που πήρε το μάτι του μια κατσίκα να βόσκει στην άκρη του γκρεμού. Το θηρίο δεν μπορούσε βέβαια να τη φτάσει εκεί πάνω. Συνεπώς, βάλθηκε να την παροτρύνει να κατεβεί πιο χαμηλά: «Όχι τίποτε άλλο», της έλεγε, «μην τυχόν και πέσεις κατά λάθος. Ξέρεις τί ωραίο που είναι το λιβάδι και το χορτάρι του εδώ κάτω κοντά μου; Χάρμα οφθαλμών!». Όμως η κατσίκα τού αντιγύρισε: «Καλά, δεν σε ξέρω, θαρρείς; Σκοτίστηκες για τη δική μου βοσκή — εσύ δεν βρίσκεις να φας, γι᾽ αυτό με προσκαλείς».
Έτσι συμβαίνει και με τους κακούς ανθρώπους: Όσο και αν πάνε να τυλίξουν με πονηριές εκείνους που τους ξέρουν καλά, δεν βγάζουν κανένα όφελος από τις πανουργίες τους.
163. Ο λύκος και η γριά.
[163.1] Ήταν κάποιος λύκος που τον έκοψε άγρια πείνα και τριγυρνούσε γυρεύοντας τροφή να φάει. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πέρασε απ᾽ έξω από ένα αγρόκτημα. Εκεί άκουσε ένα παιδάκι να κλαίει, ενώ μια γριά το απειλούσε: «Βγάλε τον σκασμό πια, να μη σε πετάξω στον λύκο!». Ο λύκος, λοιπόν, νόμισε πως η γυναίκα το εννοούσε στα αλήθεια, γι᾽ αυτό κάθισε με τις ώρες και περίμενε. Έφτασε όμως το βράδυ και δεν είχε ακόμη γίνει τίποτε ανάλογο με όσα φώναζε η γριά. Έτσι ο λύκος σηκώθηκε με βαριά καρδιά να φύγει, και μουρμούριζε: «Μωρέ αγροτόσπιτο να σου πετύχει! Εδώ πέρα, μου φαίνεται, άλλα λένε οι άνθρωποι και άλλα κάνουν».
Ο μύθος ταιριάζει για εκείνους τους ανθρώπους που τα έργα τους δεν είναι σύμφωνα με τα λεγόμενά τους.
164. Ο λύκος και το πρόβατο.
[164.1] Μια φορά ο λύκος είχε χορτάσει καλά από φαΐ. Όταν λοιπόν είδε ένα πρόβατο πεσμένο φαρδύ πλατύ καταγής, κατάλαβε πως το ζωντανό είχε πάρει αυτή τη στάση από φόβο για τον ίδιον. Γι᾽ αυτό πλησίασε κοντά του και βάλθηκε να του δίνει κουράγιο: «Μη φοβάσαι», του υποσχέθηκε, «αν μου πεις τρεις αλήθειες, θα σε αφήσω ελεύθερο». Τότε το πρόβατο ξεκίνησε και δεν έβαζε γλώσσα μέσα του: «Λοιπόν, η πρώτη αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να μην σε έχω συναντήσει ποτέ στον δρόμο μου. Η δεύτερη: Άμα ήταν της μοίρας μου να σε συναντήσω, τουλάχιστον εύχομαι να ήσουνα τυφλός. Θες να σου πω και την τρίτη; Μακάρι να σας πάρει ο διάβολος όλους εσάς τους λύκους, που μας πολεμάτε συνέχεια δίχως να έχετε πάθει το παραμικρό κακό από εμάς». Ο λύκος τότε αναγνώρισε ότι το πρόβατο έλεγε την καθαρή αλήθεια και το άφησε να φύγει.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλές φορές η αλήθεια μετράει ακόμη και για τους εχθρούς μας.
165. Ο λύκος και ο βοσκός.
[165.1] Ήταν ένας λύκος που ακολουθούσε απλώς κάποιο κοπάδι πρόβατα, χωρίς να τους κάνει κανένα κακό. Ο βοσκός, βέβαια, είχε τον νου στην αρχή και φυλαγόταν από το θεριό, ξέροντας τις εχθρικές διαθέσεις του· κάθε τόσο, λοιπόν, του έριχνε ματιές γεμάτες φόβο. Όμως ο λύκος απλώς τους είχε πάρει στο κατόπι, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια για να αρπάξει το παραμικρό. Έτσι, μετά από λίγο ο βοσκός σχημάτισε την εντύπωση ότι το ζώο αυτό είναι μάλλον κάτι σαν φύλακας του κοπαδιού, και όχι ύπουλος εχθρός. Γι᾽ αυτό, όταν σε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ανάγκη να μεταβεί ο τσοπάνος στην πόλη, άφησε τα ζωντανά του στη φύλαξη του λύκου και έφυγε ξέγνοιαστος. Τότε ο λύκος βρήκε την πολυπόθητη ευκαιρία και κατασπάραξε τα πιο πολλά πρόβατα. Όταν αργότερα γύρισε ο άνθρωπος και είδε το κοπάδι του λιανισμένο, έβαλε τις φωνές: «Μωρέ καλά να πάθω! Τί με έπιασε και εμπιστεύτηκα τα πρόβατά μου στον λύκο;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όποιος παραδώσει τις οικονομίες του στη φύλαξη κανενός τσιγκούνη, φυσικό είναι να τις χάσει.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι μεγίστη παρὰ τοῖς πονηροῖς εὐεργεσίας ἀμοιβὴ τὸ μὴ προσαδικεῖσθαι ὑπ᾽ αὐτῶν.
162. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΙΞ
[162.1] λύκος θεασάμενος αἶγα ἐπί τινος κρημνοῦ νεμομένην ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο αὐτῆς ἐφικέσθαι, παρῄνει αὐτὴν κατωτέρω καταβῆναι, μὴ καὶ πέσῃ λαθοῦσα, λέγων, ὡς καὶ ὁ λειμὼν καὶ ἡ πόα παρ᾽ αὐτῷ φαιδροτάτη. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἀλλ᾽ οὐκ ἐμὲ ἐπὶ νομὴν καλεῖς, αὐτὸς δὲ τροφῆς ἀπορεῖς».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ πονηροί, ὅταν παρὰ τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται, ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται.
163. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΥΣ
[163.1] λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν. ὡς δὲ ἐγένετο κατά τινα ἔπαυλιν, ἀκούσας γραὸς παιδὶ κλαίοντι ἀπειλουμένης, ἐὰν μὴ παύσηται, βαλεῖν αὐτὸν τῷ λύκῳ, προσέμενεν οἰόμενος ἀληθεύειν αὐτήν. ἑσπέρας δὲ γενομένης ὡς οὐδὲν τοῖς λόγοις ἀκόλουθον ἐγένετο, ἀπαλλαττόμενος ἔφη· «ἐν ταύτῃ τῇ ἐπαύλει οἱ ἄνθρωποι ἄλλα μὲν λέγουσιν, ἄλλα δὲ ποιοῦσιν».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, οἳ τοῖς λόγοις ἀκόλουθα τὰ ἔργα οὐκ ἔχουσιν.
164. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΟΝ
[164.1] λύκος τροφῆς κεκορεσμένος ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον, αἰσθόμενος, ὅτι διὰ τὸν ἑαυτοῦ φόβον πέπτωκε, προσελθὼν παρεθάρσυνεν αὐτὸ λέγων, ὡς, ἐὰν τρεῖς αὐτῷ λόγους ἀληθεῖς εἴπῃ, ἀπολύσει αὐτό. ‹τὸ› δὲ ἀρξάμενον ἔλεγε πρῶτον μὲν μὴ βούλεσθαι αὐτῷ περιτυχεῖν, δεύτερον δέ, εἰ ἄρα τοῦτο εἵμαρτο, τυφλῷ, τρίτον δέ· «κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε πάντες οἱ λύκοι, ὅτι μηδὲν παθόντες ὑφ᾽ ἡμῶν κακὸν πολεμεῖτε ἡμᾶς». καὶ ὁ λύκος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὸ ἀψευδὲς ἀπέλυσεν αὐτό.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις ἀλήθεια καὶ παρὰ πολεμίοις ἰσχύει.
165. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΗΝ
[165.1] λύκος ἀκολουθῶν ποίμνῃ προβάτων οὐδὲν ἠδίκει. ὁ δὲ ποιμὴν κατὰ μὲν ἀρχὰς ἐφυλάττετο αὐτὸν ὡς πολέμιον καὶ δεδοικὼς παρετηρεῖτο. ἐπεὶ δὲ συνεχῶς ἐκεῖνος παρεπόμενος οὐδὲν ἁρπάζειν ἐπεχείρει, τὸ τηνικαῦτα ἐννοήσας φύλακα μᾶλλον αὐτὸν εἶναι ἢ ἐπίβουλον, ἐπειδὴ χρεία τις αὐτὸν κατέλαβεν εἰς ἄστυ παραγενέσθαι, καταλιπὼν παρ᾽ αὐτῷ τὰ πρόβατα ἀπηλλάγη. καὶ ὃς καιρὸν ἔχειν ὑπολαβὼν τὰ πλείω διέφθειρεν. ὁ δὲ ποιμὴν ἐπανελθὼν καὶ θεασάμενος τὴν ποίμνην διεφθαρμένην ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ λύκῳ πρόβατα ἐπίστευον;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φιλαργύροις τὰς παρακαταθήκας ἐγχειρίζοντες εἰκότως ἀποστεροῦνται.
***
161. Ο λύκος και ο ερωδιός.
[161.1] Ήταν μια φορά ένας λύκος που σκάλωσε στο λαρύγγι του ένα κόκαλο και γύρευε κάποιον να τον γιατρέψει. Με τα πολλά συνάντησε τον ερωδιό και τον εκλιπαρούσε να τραβήξει το κόκαλο έξω, τάζοντάς του αμοιβή. Ο ερωδιός, λοιπόν, έχωσε το κεφάλι του βαθιά μέσα στην καταπιόνα του θεριού και τελικά κατόρθωσε να ξεσφηνώσει και να βγάλει έξω το κόκαλο. Μετά από αυτό, ζητούσε φυσικά την πληρωμή που είχαν συμφωνήσει. Όμως ο λύκος τού έκοψε την όρεξη με τα εξής λόγια: «Βρε χαμένε, δεν σου αρκεί που έβαλες το κεφάλι στο στόμα του λύκου και το έβγαλες χωρίς να πάθεις το παραμικρό; Τί ζητάς και πληρωμή από πάνω;».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα κάνεις το καλό στους παλιανθρώπους, η πιο μεγάλη ανταμοιβή που μπορείς να περιμένεις από δαύτους είναι να μη σε βλάψουν κιόλας.
162. Ο λύκος και η κατσίκα.
[162.1] Ήταν ένας λύκος που πήρε το μάτι του μια κατσίκα να βόσκει στην άκρη του γκρεμού. Το θηρίο δεν μπορούσε βέβαια να τη φτάσει εκεί πάνω. Συνεπώς, βάλθηκε να την παροτρύνει να κατεβεί πιο χαμηλά: «Όχι τίποτε άλλο», της έλεγε, «μην τυχόν και πέσεις κατά λάθος. Ξέρεις τί ωραίο που είναι το λιβάδι και το χορτάρι του εδώ κάτω κοντά μου; Χάρμα οφθαλμών!». Όμως η κατσίκα τού αντιγύρισε: «Καλά, δεν σε ξέρω, θαρρείς; Σκοτίστηκες για τη δική μου βοσκή — εσύ δεν βρίσκεις να φας, γι᾽ αυτό με προσκαλείς».
Έτσι συμβαίνει και με τους κακούς ανθρώπους: Όσο και αν πάνε να τυλίξουν με πονηριές εκείνους που τους ξέρουν καλά, δεν βγάζουν κανένα όφελος από τις πανουργίες τους.
163. Ο λύκος και η γριά.
[163.1] Ήταν κάποιος λύκος που τον έκοψε άγρια πείνα και τριγυρνούσε γυρεύοντας τροφή να φάει. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πέρασε απ᾽ έξω από ένα αγρόκτημα. Εκεί άκουσε ένα παιδάκι να κλαίει, ενώ μια γριά το απειλούσε: «Βγάλε τον σκασμό πια, να μη σε πετάξω στον λύκο!». Ο λύκος, λοιπόν, νόμισε πως η γυναίκα το εννοούσε στα αλήθεια, γι᾽ αυτό κάθισε με τις ώρες και περίμενε. Έφτασε όμως το βράδυ και δεν είχε ακόμη γίνει τίποτε ανάλογο με όσα φώναζε η γριά. Έτσι ο λύκος σηκώθηκε με βαριά καρδιά να φύγει, και μουρμούριζε: «Μωρέ αγροτόσπιτο να σου πετύχει! Εδώ πέρα, μου φαίνεται, άλλα λένε οι άνθρωποι και άλλα κάνουν».
Ο μύθος ταιριάζει για εκείνους τους ανθρώπους που τα έργα τους δεν είναι σύμφωνα με τα λεγόμενά τους.
164. Ο λύκος και το πρόβατο.
[164.1] Μια φορά ο λύκος είχε χορτάσει καλά από φαΐ. Όταν λοιπόν είδε ένα πρόβατο πεσμένο φαρδύ πλατύ καταγής, κατάλαβε πως το ζωντανό είχε πάρει αυτή τη στάση από φόβο για τον ίδιον. Γι᾽ αυτό πλησίασε κοντά του και βάλθηκε να του δίνει κουράγιο: «Μη φοβάσαι», του υποσχέθηκε, «αν μου πεις τρεις αλήθειες, θα σε αφήσω ελεύθερο». Τότε το πρόβατο ξεκίνησε και δεν έβαζε γλώσσα μέσα του: «Λοιπόν, η πρώτη αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να μην σε έχω συναντήσει ποτέ στον δρόμο μου. Η δεύτερη: Άμα ήταν της μοίρας μου να σε συναντήσω, τουλάχιστον εύχομαι να ήσουνα τυφλός. Θες να σου πω και την τρίτη; Μακάρι να σας πάρει ο διάβολος όλους εσάς τους λύκους, που μας πολεμάτε συνέχεια δίχως να έχετε πάθει το παραμικρό κακό από εμάς». Ο λύκος τότε αναγνώρισε ότι το πρόβατο έλεγε την καθαρή αλήθεια και το άφησε να φύγει.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλές φορές η αλήθεια μετράει ακόμη και για τους εχθρούς μας.
165. Ο λύκος και ο βοσκός.
[165.1] Ήταν ένας λύκος που ακολουθούσε απλώς κάποιο κοπάδι πρόβατα, χωρίς να τους κάνει κανένα κακό. Ο βοσκός, βέβαια, είχε τον νου στην αρχή και φυλαγόταν από το θεριό, ξέροντας τις εχθρικές διαθέσεις του· κάθε τόσο, λοιπόν, του έριχνε ματιές γεμάτες φόβο. Όμως ο λύκος απλώς τους είχε πάρει στο κατόπι, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια για να αρπάξει το παραμικρό. Έτσι, μετά από λίγο ο βοσκός σχημάτισε την εντύπωση ότι το ζώο αυτό είναι μάλλον κάτι σαν φύλακας του κοπαδιού, και όχι ύπουλος εχθρός. Γι᾽ αυτό, όταν σε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ανάγκη να μεταβεί ο τσοπάνος στην πόλη, άφησε τα ζωντανά του στη φύλαξη του λύκου και έφυγε ξέγνοιαστος. Τότε ο λύκος βρήκε την πολυπόθητη ευκαιρία και κατασπάραξε τα πιο πολλά πρόβατα. Όταν αργότερα γύρισε ο άνθρωπος και είδε το κοπάδι του λιανισμένο, έβαλε τις φωνές: «Μωρέ καλά να πάθω! Τί με έπιασε και εμπιστεύτηκα τα πρόβατά μου στον λύκο;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όποιος παραδώσει τις οικονομίες του στη φύλαξη κανενός τσιγκούνη, φυσικό είναι να τις χάσει.