Για τον Αριστοτέλη η φιλοδοξία σχετίζεται με την επιθυμία του επαίνου, αφού ως φιλόδοξος ορίζεται εκείνος που αναζητά την τιμή. Κι αυτός είναι ο λόγος που η φιλοδοξία είναι εύκολο να ταυτιστεί με τη μεγαλοψυχία, αφού και ο μεγαλόψυχος ενδιαφέρεται για την αναγνώριση: «Φαίνεται ότι στην περιοχή πάντοτε της τιμής υπάρχει μια ακόμη αρετή, που θα μπορούσε, λέω, να θεωρηθεί ότι έχει με τη μεγαλοψυχία παρόμοια σχέση με αυτήν που έχει η ελευθεριότητα με τη μεγαλοπρέπεια». (1125b 4, 1-4).
Το βέβαιο είναι ότι και η φιλοδοξία, όπως όλες οι ηθικές αρετές, διέπεται από την αρχή της μεσότητας: «Όπως στη λήψη και στη δόση χρημάτων και, γενικά, υλικών αγαθών υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη, έτσι μπορεί κανείς να επιθυμεί και την τιμή περισσότερο από αυτό που πρέπει, λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά και από κει που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει». (1125b 4, 6-9).
Και φυσικά, η έλλειψη και η υπερβολή πρέπει να αποφεύγονται, αφού μόνο το μέσο εξασφαλίζει την κατάκτηση κάθε αρετής: «Ψέγουμε, πράγματι, και τον φιλόδοξο, επειδή επιθυμεί την τιμή περισσότερο από ό,τι πρέπει και από εκεί που δεν πρέπει, αλλά και τον αφιλόδοξο, επειδή δεν έχει διάθεση να τιμάται ούτε και για τις ωραίες πράξεις του». (1125b 4, 10-12).
Το ζήτημα είναι ότι λόγω της γλωσσικής ανεπάρκειας δεν υπάρχει κατάλληλη λέξη που να δηλώνει τη μεσότητα στην αναζήτηση της τιμής: «Οι άνθρωποι, λοιπόν, επιθυμούν την τιμή και περισσότερο από ό,τι πρέπει και λιγότερο· άρα υπάρχει και η περίπτωση να την επιθυμούν όπως πρέπει. Αυτή λοιπόν είναι η έξη που επαινείται: μια μεσότητα στο χώρο της τιμής για την οποία δεν υπάρχει λέξη που να τη δηλώνει». (1125b 4, 21-24).
Κι αυτός ό γλωσσικός όρος που λείπει αναγκάζει τις έννοιες φιλοδοξία και αφιλοδοξία να αποκτούν σχετική σημασία ανάλογα με τα μεγέθη που θα εκφραστούν: «Σε σύγκριση με τη φιλοδοξία εμφανίζεται» (εννοείται η λέξη που θα αποκαταστήσει τη μεσότητα) «ως αφιλοδοξία, ενώ σε σύγκριση προς την αφιλοδοξία, εμφανίζεται ως φιλοδοξία· σε σύγκριση και προς τις δύο εμφανίζεται να είναι, κατά κάποιον τρόπο, και τα δύο μαζί… Εδώ τα δύο άκρα φαίνονται να αντιτίθενται το ένα στο άλλο, επειδή δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει το μέσον». (1125b 4, 24-29).
Όμως, η σχετικότητα των εννοιών επιφέρει και τη σχετικότητα στις ερμηνείες. Η λέξη φιλόδοξος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρνητικά, με την έννοια της υπερβολής, αλλά και θετικά με την έννοια της ισορροπίας, που αποκαθιστά τη μεσότητα σε σχέση με τον αφιλόδοξο. Κι αυτός είναι ο λόγος, που (ανάλογα με τις συνθήκες) μπορεί να επαινείται και ο φιλόδοξος και ο αφιλόδοξος: «Είναι, βέβαια, και φορές που επαινούμε τον φιλόδοξο ως ανδροπρεπή και ως φίλο του ωραίου, και τον αφιλόδοξο ως άνθρωπο μετριοπαθή και σώφρονα». (1125b 4, 9-11).
Το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη θα καταδείξει με σαφήνεια τη ρευστότητα των εννοιών: «Από τη στιγμή που η έννοια “φίλος του τάδε ή του τάδε πράγματος” χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες, είναι φανερό ότι με τη λέξη “φιλόδοξος” δεν αναφερόμαστε πάντοτε στο ίδιο πράγμα, αλλά όταν τον επαινούμε, θέλουμε να πούμε ότι αγαπάει τις τιμές περισσότερο από ό,τι τις αγαπάει ο περισσότερος κόσμος, ενώ όταν τον ψέγουμε θέλουμε να πούμε ότι τις αγαπάει περισσότερο από όσο πρέπει». (1125b 4, 15-19).
Η δυσκολία του ακριβούς καθορισμού της μεσότητας σε όλες τις ηθικές αρετές (η υποκειμενικότητα του καθενός κάνει τα όρια δυσδιάκριτα) αφήνει πολλά περιθώρια για παρανοήσεις, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του στο μέσον, ενώ βρίσκεται στην υπερβολή ή στην έλλειψη. Ο θρασύς είναι βέβαιο ότι θα συστήνεται σαν γενναίος μετατοπίζοντας τις ισορροπίες, ώστε να προβάλλει τη δική του υπερβολή σαν μεσότητα. Αν επικρατήσει μια τέτοια αντίληψη, τότε ο πραγματικά γενναίος θα θεωρείται δειλός.
Πρόκειται για τη στρέβλωση των εννοιών, που διαμορφώνουν τα κοινωνικά πρότυπα πάνω σε σαθρές βάσεις. Όμως, η στρέβλωση των προτύπων δεν μπορεί παρά να επιφέρει και τη στρέβλωση των συμπεριφορών. Από αυτή την άποψη, ο λαϊκισμός μετατρέπεται σε δημοτικότητα, η ασυδοσία σε δημοκρατία, ο εθνικισμός σε φιλοπατρία κλπ. Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερες αξιώσεις για την κατάκτηση της συνολικής ευτυχίας, καθώς κάθε έννοια της αρετής έχει χάσει οριστικά το νόημά της.
Στην περίπτωση της φιλοδοξίας τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, αφού η ρευστότητα των εννοιών επιτείνεται κι από τη γλωσσική ανεπάρκεια. Ο υπέρμετρα φιλόδοξος είναι ακόμη πιο εύκολο να παρουσιαστεί σαν εκφραστής του μέσου, καθώς η αφιλοδοξία είναι εύκολο να επικριθεί.
Από αυτή την άποψη, οποιαδήποτε υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί φιλοδοξία ξεχειλώνοντας κάθε όριο του μέσου. Ο άπληστος που συσσωρεύει απύθμενο πλούτο και μάχεται ανελέητα για την εξουσία προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά του μπορεί να γνωρίσει τιμές και να θεωρείται πρότυπο, ως άνθρωπος που ενσαρκώνει το δυναμισμό της φιλοδοξίας. Η κοινωνία που αποδέχεται ως πρότυπα ανθρώπους τέτοιου είδους έχει χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου. Κι αυτή είναι η οριστική κατάλυση της αρετής, που πλέον ορίζεται πάνω στα νέα πρότυπα της υπερβολής.
Ο αδίστακτος, ο άπληστος, ο καιροσκόπος, ο αμοραλιστής, αυτός που μπορεί να πατήσει επί πτωμάτων είναι ο πετυχημένος, ο κοινωνικά αποδεκτός, ο εκφραστής του νέου ήθους της αρετής. Οι πολίτες πρέπει να έχουν πολύ δυνατά αντανακλαστικά για να αντεπεξέλθουν σε τέτοιες προκλήσεις. Κι ο νομοθέτης πρέπει να λάβει τα μέτρα του.
Από αυτή την άποψη, η μεσότητα τίθεται ως κοινωνικό όραμα προς διασφάλιση της ευδαιμονίας. Είναι η στιγμή που η ηθική φιλοσοφία συναντά την πολιτική φιλοσοφία, αφού η διαμόρφωση της ηθικής σε ατομικό επίπεδο θα θέσει και τους όρους της συμβίωσης σε κοινωνικό.
Γι’ αυτό τα «Ηθικά Νικομάχεια» αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα με τα «Πολιτικά». Γιατί η πόλη αποτελείται από άτομα και η διαμόρφωση των ατόμων θα θέσει το πλαίσιο της πόλης. Τα σαθρά άτομα θα συγκροτήσουν και τη σαθρή πόλη. Γι’ αυτό η παιδεία και ο νομοθέτης τίθενται από τον Αριστοτέλη ως οι ακρογωνιαίοι λίθοι της συνύπαρξης. Γιατί αφορούν τη διάπλαση των πολιτών, δηλαδή την ποιότητα της πόλης.
Και βέβαια, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη φιλοδοξία με την κυριολεκτική σημασία του όρου, ως φίλος της τιμής ή της φήμης, γι’ αυτό και δε γίνεται καμία νύξη στην ποιότητα των φιλοδοξιών. Οι χαμηλής ποιότητας φιλοδοξίες θεωρούνται από θέση αρχής ματαιοδοξίες και δε σχετίζονται με την τιμή. Η τιμή αφορά τις πράξεις που προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.
Κι εδώ κρύβεται άλλο ένα πεδίο διαστρέβλωσης. Ο άπληστος που θα παρουσιαστεί σαν φιλόδοξος θα προσπαθήσει να πείσει ότι η συμπεριφορά του είναι και κοινωνικά επωφελής. Θα ισχυριστεί ότι πλούτος του θα περάσει και στην κοινωνία. Το ίδιο και ο αδίστακτος που θα παρασύρει σε πόλεμο την πόλη. Υπηρετώντας προσωπικά συμφέροντα ή φιλοδοξίες θα προφασιστεί ότι αγωνίζεται για το δημόσιο συμφέρον. Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν και τόσο μακρινός.
Οι στρεβλώσεις αυτού του είδους δεν τελειώνουν, όπως και τα ιστορικά παραδείγματα. Σε τελική ανάλυση, η στρέβλωση της ποιότητας της φιλοδοξίας είναι προέκταση της στρέβλωσης της μεσότητας. Όταν η υπερβολή θεωρείται επιτυχία, τότε όλοι θα την αναζητούν, αφού αυτή θα τους καταξιώσει. Κι όταν στρεβλώνουν οι ισορροπίες, όλες οι πράξεις γίνονται συζητήσιμες. Ακόμα και η εκστρατεία στη Σικελία. Ακόμα κι ότι ο Αλκιβιάδης επιδιώκει το δημόσιο συμφέρον. Το ζήτημα είναι να πείσει κανείς. Σε ένα τέτοιο κλίμα ο συνετός είναι αδύνατο να ακουστεί. Κι αυτή θα είναι η καταστροφή της πόλης.
Με την ίδια ακριβώς προτεραιότητα του μέσου ο Αριστοτέλης αποδίδει και την οργή: «Η πραότητα είναι μεσότητα στην περιοχή της οργής. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στη γλώσσα μας λέξη που να δηλώνει το μέσον, όπως, γενικά, και τα δύο άκρα. Χρησιμοποιούμε λοιπόν για το μέσον τη λέξη “πραότητα”, μολονότι αυτή κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης, για την οποία δεν υπάρχει ξεχωριστή λέξη. Για την υπερβολή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λέξη οργιλότητα. Γιατί το πάθος για το οποίο μιλούμε είναι η οργή, και αυτά που την προκαλούν είναι πολλά και διάφορα». (1125b 5, 30-35).
Και τα κριτήρια της μεσότητας παραμένουν σταθερά: «Αυτός λοιπόν που οργίζεται γι’ αυτά που πρέπει και με αυτούς που πρέπει, και ακόμη με τον τρόπο που πρέπει, τότε που πρέπει και για όσον χρόνο πρέπει, αυτός επαινείται. Αυτός, λέω, είναι ο πράος, αφού η πραότητα επαινείται. Πραγματικά, ο πράος θέλει να είναι ατάραχος και να μην άγεται από το πάθος, αλλά να οργίζεται με τον τρόπο, για τα πράγματα και για όσον χρόνο ορίζει ο ορθός λόγος». (1125b 5, 36-40 και 1126a 5, 1).
Ασφαλώς, οι προϋποθέσεις που θέτει ο Αριστοτέλης σε σχέση το χρόνο, τον τρόπο, τα πράγματα και τους ανθρώπους που αξίζει να οργιστεί κανείς, δεν μπορούν να γίνουν απολύτως χειροπιαστές, αφού δεν είναι μετρήσιμες. Δεν μπορούν, δηλαδή, να αποδοθούν με την αυστηρότητα ενός εκ των προτέρων υπολογισμού, σαν κάτι αριθμητικά επιβεβαιωμένο, ώστε να διαπιστώνεται επακριβώς πότε πληρούνται οι επιταγές της μεσότητας και πότε όχι.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης καταδεικνύει το αδύνατο μιας τέτοιας προσέγγισης: «Δεν είναι δυνατό να ορίσουμε με ακρίβεια με ποιον τρόπο, με ποιους, με τι και για πόσο χρόνο πρέπει κανείς να οργίζεται, όπως επίσης και το ως ποιο σημείο ενεργεί κανείς σωστά και ύστερα περνάει στο λάθος». (1126a 5, 37-41).
Κι αυτός είναι ο λόγος που θέτει πάντοτε ως παράμετρο ασφαλείας τη λογική («για όσον χρόνο ορίζει ο ορθός λόγος»). Από τη στιγμή που μετρήσιμα – χειροπιαστά μεγέθη δεν υπάρχουν μόνο η λογική μπορεί να επισφραγίσει τα όρια της μεσότητας. Το ότι δεν κατηγορούνται οι άνθρωποι που παρεκκλίνουν για λίγο από το μέσον καταδεικνύει το δύσκολο του καθορισμού του, που επιβάλλει και την ελαστικότητα της κρίσης: «Γιατί όποιος παρεκκλίνει λίγο μόνο από τη σωστή γραμμή – είτε προς το περισσότερο είτε προς το λιγότερο – δεν ψέγεται· μερικές, πράγματι, φορές επαινούμε αυτούς που ελλείπουν και τους λέμε πράους, και μερικές φορές ονομάζουμε “άντρες” τους ανθρώπους που οργίζονται, γιατί είναι, λέει, ικανοί να κυβερνήσουν. Δεν είναι λοιπόν εύκολο να πούμε με το λόγο μας πόσο και πώς πρέπει να παρεκκλίνει κανείς από τη σωστή γραμμή για να είναι ψεκτός· γιατί η απόφαση εξαρτάται από τα επιμέρους πράγματα και από την εντύπωση της στιγμής». (1126b 5, 1-5).
Αυτό που μένει ως γενικό πλαίσιο είναι η κατεύθυνση προς τη μεσότητα όπως ορίζεται από τη λογική: «Εν πάση περιπτώσει, τόσο τουλάχιστον έχει γίνει φανερό, ότι η μέση έξη είναι επαινετή: αυτή που μας κάνει να οργιζόμαστε με τους ανθρώπους που πρέπει, για τα πράγματα που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και όλα τα άλλα που έχουμε πει». (1126b 5, 6-8). Κι αν κάποιος χρειάζεται επιπλέον αποσαφήνιση, ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει το τελικό συμπέρασμα: «Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι στη μέση έξη». (1126b 5, 10-11).
Η έλλειψη, λοιπόν, πρέπει να αποφεύγεται και στην οργή: «Η έλλειψη – είτε την πούμε αοργησία είτε οτιδήποτε άλλο – ψέγεται. Γιατί αυτοί που δεν οργίζονται για όσα πρέπει, θεωρούνται ανόητοι». (1126a 5, 4-6). Η κατονομασία της έλλειψης με τον όρο «αοργησία» φαίνεται να αντιτίθεται στον αρχικό ισχυρισμό του Αριστοτέλη ότι δεν υπάρχει λέξη που να αποδίδει την έλλειψη στο ζήτημα της οργής. Γι’ αυτό και στην αρχή επικαλέστηκε το μέσον με τη λέξη «πραότητα» θέτοντας επιφυλάξεις επειδή «κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης».
Η δυσκολία στους ορισμούς δεν αίρεται καθώς και η λέξη «αοργησία» τίθεται και πάλι με επιφύλαξη μέσα στη φράση «είτε την πούμε αοργησία είτε οτιδήποτε άλλο». Όπως και να ‘χει, ο μετριασμός της οργής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξάλειψη: «ο άνθρωπος που δεν οργίζεται, θεωρείται ότι δεν έχει την ιδιότητα να αμύνεται· κάτι ακόμη: το να ανέχεται κανείς προπηλακισμούς σε βάρος του ίδιου του εαυτού του και σε βάρος των δικών του ανθρώπων δείχνει ότι έχει χαρακτήρα δούλου». (1126a 5, 8-10).
Από την άλλη, η υπερβολή αφορά το ξεπέρασμα των προϋποθέσεων της μεσότητας: «Η υπερβολή γίνεται με όλες τις προϋποθέσεις που είπαμε (οργίζεται δηλαδή κανείς με τους ανθρώπους που δεν πρέπει, για πράγματα που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει, πιο γρήγορα και για περισσότερο χρόνο), αυτά όμως δεν υπάρχουν, φυσικά, όλα μαζί στο ίδιο άτομο». (1126a 5, 10-13).
Η αναγνώριση ότι ο οργίλος δε σημαίνει ότι παραβαίνει όλες τις προϋποθέσεις ταυτόχρονα, αλλά μόνο κάποιες από αυτές, καθιστά σαφές ότι όλοι οι οργίλοι δεν είναι ίδιοι. Οι λόγοι που προκαλούν την οργή, ο τρόπος που εκφράζεται και το χρονικό διάστημα που κρατάει τους διαφοροποιεί, αφού είναι αδύνατο να συμπεριφέρονται όλοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Το βέβαιο είναι ότι το ευέξαπτο του χαρακτήρα οφείλεται στην εκρηκτικότητα της προσωπικότητας: «Αυτό τους συμβαίνει επειδή δε συγκρατούν την οργή τους, αλλά λόγω της ορμητικότητας του χαρακτήρα, αντιδρούν αμέσως, με φανερό μάλιστα τρόπο – και ευθύς η οργή τους υποχωρεί». (1126a 5, 18-20).
Και αυτή η εκρηκτικότητα του γρήγορου ξεσπάσματος, που εξατμίζεται σχεδόν αμέσως είναι που τους ξεχωρίζει από αυτούς που ο Αριστοτέλης ονομάζει κατσούφηδες ή μουτρωμένους: «Οι μουτρωμένοι και κατσούφηδες άνθρωποι καταπραΰνονται δύσκολα και η οργή τους κρατάει για μεγάλο διάστημα χρόνου· ο λόγος είναι ότι αυτοί συγκρατούν την οργή τους. Η οργή αυτού του ανθρώπου υποχωρεί, όταν ανταποδώσει τα ίσα· η εκδίκηση σταματάει, πράγματι, την οργή, καθώς στη θέση της λύπης προκαλεί ευχαρίστηση. Όσο δε γίνεται αυτό, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μέσα τους το βάρος: καθώς αυτό δεν είναι φανερό, κανένας δεν μπορεί να τους βοηθήσει πείθοντάς τους – και το να χωνέψεις ο ίδιος μέσα σου την οργή, είναι κάτι που θέλει χρόνο». (1126a 5, 22-29).
Η εκδίκηση δεν αφορά τόσο τον εκρηκτικά ευέξαπτο, όσο εκείνον που ξέρει να ελέγχει την οργή του συσσωρεύοντάς τη μέσα του. Αυτός είναι ένας άλλος τύπος οργίλου, που δεν μπορεί να εκτονώσει άμεσα το θυμό, αλλά τον κρατά, μέχρι να βρει την ευκαιρία να τον διοχετεύσει. Γι’ αυτό και λειτουργεί εκδικητικά. Γιατί χρειάζεται χρόνο για να εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Μπορεί να δίνει την εντύπωση του πράου, αλλά αυτό είναι μόνο φαινομενικό. Γι’ αυτό και μπορεί να ξεγελάσει. Οι άνθρωποι αυτού του είδους μπορούν να γίνουν επικίνδυνοι.
Ο χολερικός είναι ένας άλλος τύπος οργίλου, ίσως ο πιο ευέξαπτος από όλους: «Οι χολερικοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά ορμητικοί, οργίζονται για το καθετί και με κάθε ευκαιρία· εξού και το όνομά τους». (1126a 5, 21-22). Τέλος, ο δύστροπος θα πλαισιώσει την παρουσίαση των οργίλων. Πρόκειται για πεισματάρη και ξεροκέφαλο άνθρωπο με εσφαλμένη κρίση, που δε θα ξεχάσει και δε θα συγχωρέσει ποτέ. Μπορεί επίσης να γίνει επικίνδυνος: «Τους ανθρώπους που τα βάζουν με αυτούς που δεν πρέπει, περισσότερο από ό,τι πρέπει και για περισσότερο χρόνο, και που δε συμφιλιώνονται ώσπου να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν τους λέμε δύστροπους». (1126a 5, 30-33).
Τελικά, η πρώτη περίπτωση του ευέξαπτου εκρηκτικού οργίλου είναι μάλλον η πιο συμπαθής. Λειτουργεί ευθέως και δε ζημιώνει τον εαυτό του με απωθημένα.
Σε κάθε περίπτωση οι οργίλοι είναι άνθρωποι της υπερβολής. Και η υπερβολή που χρειάζεται χρόνο για να εκδηλωθεί, στην περίπτωση των δύστροπων και των κατσούφηδων, σημαίνει ότι έχει περάσει και τη διαδικασία της εκλογίκευσης. Φυσικά, όλα σχετίζονται με το μέγεθος της αδικίας που έχουν υποστεί. Όμως, ούτε η εκδίκηση ούτε η συσσώρευση της οργής μπορούν να αποκαταστήσουν την αδικία. Κι αυτό ο συνετός άνθρωπος πρέπει να το γνωρίζει.
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης όταν επικαλείται τη λογική ως παράγοντα καθορισμού της μεσότητας αναφέρεται αποκλειστικά στη λογική του σώφρονα ανθρώπου. Γιατί και η λογική έχει τις δικές της διαβαθμίσεις. Και δεν κρίνονται όλες οι λογικές κατάλληλες.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια