Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (8.433-8.498)

Ὣς ἔφατ᾽, Ἀρήτη δὲ μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν ὅττι τάχιστα.
435 αἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾽ ἕστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ,
ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι.
γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ᾽ ὕδωρ.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ Ἀρήτη ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν
ἐξέφερεν θαλάμοιο, τίθει δ᾽ ἐνὶ κάλλιμα δῶρα,
440 ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν·
ἐν δ᾽ αὐτὴ φᾶρος θῆκεν καλόν τε χιτῶνα,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αὐτὸς νῦν ἴδε πῶμα, θοῶς δ᾽ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον,
μή τίς τοι καθ᾽ ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ᾽ ἂν αὖτε
445 εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον ἰὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
αὐτίκ᾽ ἐπήρτυε πῶμα, θοῶς δ᾽ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλε
ποικίλον, ὅν ποτέ μιν δέδαε φρεσὶ πότνια Κίρκη,
αὐτόδιον δ᾽ ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἀνώγει
450 ἔς ῥ᾽ ἀσάμινθον βάνθ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀσπασίως ἴδε θυμῷ
θερμὰ λοέτρ᾽, ἐπεὶ οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν,
ἐπεὶ δὴ λίπε δῶμα Καλυψοῦς ἠϋκόμοιο·
τόφρα δέ οἱ κομιδή γε θεῷ ὣς ἔμπεδος ἦεν.
τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
455 ἀμφὶ δέ μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας
ἤϊε· Ναυσικάα δὲ θεῶν ἄπο κάλλος ἔχουσα
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
θαύμαζεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα,
460 καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρε, ξεῖν᾽, ἵνα καί ποτ᾽ ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ
μνήσῃ ἐμεῖ᾽, ὅτι μοι πρώτῃ ζωάγρι᾽ ὀφέλλεις.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ναυσικάα, θύγατερ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
465 οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης,
οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι·
τῶ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην
αἰεὶ ἤματα πάντα· σὺ γάρ μ᾽ ἐβιώσαο, κούρη.»
Ἦ ῥα καὶ ἐς θρόνον ἷζε παρ᾽ Ἀλκίνοον βασιλῆα.
470 οἱ δ᾽ ἤδη μοίρας τ᾽ ἔνεμον κερόωντό τε οἶνον.
κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν,
Δημόδοκον, λαοῖσι τετιμένον· εἷσε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸν
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας.
δὴ τότε κήρυκα προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
475 νώτου ἀποπροταμών, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο,
ἀργιόδοντος ὑός, θαλερὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή·
«Κῆρυξ, τῆ δή, τοῦτο πόρε κρέας, ὄφρα φάγῃσι,
Δημοδόκῳ, καί μιν προσπτύξομαι, ἀχνύμενός περ.
πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ
480 τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, οὕνεκ᾽ ἄρα σφέας
οἴμας Μοῦσ᾽ ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, κῆρυξ δὲ φέρων ἐν χερσὶν ἔθηκεν
ἥρῳ Δημοδόκῳ· ὁ δ᾽ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
485 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Δημόδοκον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Δημόδοκ᾽, ἔξοχα δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾽ ἁπάντων·
ἢ σέ γε Μοῦσ᾽ ἐδίδαξε, Διὸς πάϊς, ἢ σέ γ᾽ Ἀπόλλων.
λίην γὰρ κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις,
490 ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾽ ἐμόγησαν Ἀχαιοί,
ὥς τέ που ἢ αὐτὸς παρεὼν ἢ ἄλλου ἀκούσας.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ,
ὅν ποτ᾽ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς,
495 ἀνδρῶν ἐμπλήσας οἳ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν.
αἴ κεν δή μοι ταῦτα κατὰ μοῖραν καταλέξῃς,
αὐτίκ᾽ ἐγὼ πᾶσιν μυθήσομαι ἀνθρώποισιν
ὡς ἄρα τοι πρόφρων θεὸς ὤπασε θέσπιν ἀοιδήν.»

***
Ακούγοντας τον λόγο του, δίνει η Αρήτη εντολή στις δούλες της
να στήσουν, δίχως καθυστέρηση, μεγάλο τρίποδα επάνω στη φωτιά.
Κι αυτές στήνουν στη λάμπουσα φωτιά τρίποδο λέβητα, τον γέμισαν
νερό για το λουτρό, βάζοντας από κάτω ξύλα να καούν.
Κι ευθύς η φλόγα τύλιξε την κοιλιά ολόγυρα στο τρίποδο λεβέτι,
και το νερό ζεστάθηκε.
Στο μεταξύ η Αρήτη μεταφέρει από την κάμαρή της μια πανέμορφη
κασέλα για τον ξένο, έβαλε μέσα τα λαμπρά του δώρα,
440 χρυσό και ρούχα, που του χάρισαν οι Φαίακες,
πρόσθεσε δικό της πανωφόρι κι όμορφο χιτώνα.
Ύστερα στράφηκε στον ξένο, κι όπως επήγε να μιλήσει,
τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Μόνος σου τώρα φρόντισε το σκέπασμα και κοίταξε
καλά πώς θα το δέσεις
μήπως και κάποιος στο ταξίδι το πειράξει, αν βυθιστείς εσύ
σ᾽ ύπνο γλυκό, καθώς θα ταξιδεύεις
με το μαύρο τους καράβι.»
Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ευθύς συνάρμοσε το σκέπασμα, το σύνδεσε σφιχτά μ᾽ άλυτο
κόμπο, όπως τον δίδαξε η Κίρκη κάποτε,
με την πανέξυπνή της γνώμη.
Κι αμέσως η κελάρισσα τον κάλεσε ν᾽ ανέβει στον λουτρό,
450 για να λουστεί· εκείνος βλέποντας θερμά λουτρά,
γέμισε αγαλλίαση — δεν είχε βρει τέτοια φροντίδα,
αφότου άφησε για πάντα τα δώματα της Καλυψώς
της καλλιπλόκαμης· εκεί τον φρόντιζαν πολύ
και συνεχώς, σάμπως να ήτανε κι αυτός θεός.
Κι αφού τον έλουσαν οι δούλες και τον άλειψαν με λάδι,
του φόρεσαν ωραία χλαμύδα και χιτώνα. Κι έτσι λαμπρός
βγήκε από τον λουτρό και προχωρούσε προς τους άλλους
που έπιναν κρασί. Τότε κι η Ναυσικά, με τα θεόσταλτά της κάλλη,
στάθηκε πλάι στον παραστάτη της καλοδεμένης στέγης
κι έμεινε εκεί να τον θαυμάζει, το βλέμμα προσηλώνοντας
στον Οδυσσέα. Ύστερα μίλησε, κι όπως τον προσφωνούσε,
460 τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω ξένε. Όταν μια μέρα φτάσεις στην πατρίδα σου,
να με θυμάσαι· γιατί σ᾽ εμένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου.»
Ευθύς της αποκρίθηκε με την πολύτροπή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Ναυσικά, κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκινόου!
Άμποτε ο Δίας να ενδώσει, κεραυνοβόλος σύζυγος της Ήρας,
κι εγώ να φτάσω στην πατρίδα, να δω του νόστου μου τη μέρα·
τότε, το υπόσχομαι, σ᾽ εσένα, σαν θεά, εκεί τις προσευχές μου
θα αναπέμπω, μέχρι το τέλος της ζωής μου,
γιατί σ᾽ εσένα, κόρη μου, χρωστώ που ακόμη ζω.»
Μιλώντας, κάθησε σε θρόνο, στο πλάι του βασιλιά Αλκινόου,
470 κι ήταν η ώρα που το κρέας μοίραζαν και συγκερνούσαν το κρασί.
Τότε φτάνει κι ο κήρυκας φέρνοντας μέσα τον Δημόδοκο,
τον αοιδό που ο κόσμος αγαπούσε και τιμούσε·
τον κάθισε στο μέσο των συνδαιτυμόνων, κοντά σε μια ψηλή
κολόνα, να στηρίζεται.
Κι αμέσως τον κήρυκα προσφώνησε πολύγνωμος ο Οδυσσεύς,
κόβοντας απ᾽ την πλάτη ένα κομμάτι (το πιο πολύ τ᾽ άφησε ανέπαφο)
από ένα χοίρο μ᾽ άσπρα δόντια, γυάλιζε το λίπος πάνω του:
«Ορίστε, κήρυκα, πρόσφερε τούτο το κρέας στον Δημόδοκο,
να το γευτεί· θέλω να δείξω την εκτίμησή μου,
κι ας με βαραίνει η τόση θλίψη.
Γιατί πάνω στη γη όλοι οι θνητοί οφείλουν σέβας και τιμή
480 στους αοιδούς, που η Μούσα τούς εδίδαξε τον δρόμο
στα τραγούδια τους κι αγάπησε πολύ των αοιδών το γένος.»
Μίλησε, κι ευθύς ο κήρυκας πήρε και δίνει στου μυθικού Δημόδοκου
τα χέρια το κομμάτι· αυτός το δέχτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του.
Τότε κι οι άλλοι απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε με το φαΐ, με το πιοτό,
γύρισε στον Δημόδοκο με την πολύτροπή του γνώση
ο Οδυσσεύς και τον προσφώνησε:
«Δημόδοκε, εσένα ξεχωρίζω από όλους τους θνητούς στον έπαινό μου·
σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, ή κι ο Απόλλων,
έτσι που τραγουδάς με τάξη εξαίρετη των Αχαιών τη μοίρα,
490 τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει·
σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε.
Μα τώρα λέω άλλαξε σκοπό, ιστόρησέ μας για τον δούρειο ίππο,
το πώς τον έφτιαξε με τέχνη ο Επειός, και η Αθηνά μαζί του·
το πώς τον δόλο αυτόν τον έφερε επάνω στην ακρόπολη
ο θείος Οδυσσεύς, κλείνοντας μέσα του πλήθος ανδρών —
αυτούς που ερήμωσαν το Ίλιο.
Ανίσως κατορθώσεις με τη σωστή σειρά κι αυτά ν᾽ ανιστορήσεις,
τότε κι εγώ θα ομολογήσω σ᾽ όλους τους ανθρώπους ότι
ένας θεός καλόγνωμος σου χάρισε το θείο τραγούδι.»

Έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες και αγάπη να ερωτεύεσαι τις διαφορές

Αν σου επισημαίνω διαρκώς τα λάθη σου, αν ζω για να σου υποδεικνύω πώς θα έπρεπε να είχες συμπεριφερθεί, αν ασχολούμαι συνεχώς με το να σου μάθω πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα, ίσως καταφέρω (ίσως) να σε κάνω να νιώσεις ηλίθιος, ή χειρότερα, να σε διώξω από το πλάι μου, ή ακόμα χειρότερα να σε κάνω να μείνεις για να με μισήσεις.

Έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες και αγάπη, να ερωτεύεσαι τις διαφορές.

Κάθε σχέση που δεν ευνοεί την επέκταση του Εγώ, που εμποδίζει την ανάπτυξη, ακόμα κι αν είναι σταθερή και φαινομενικά ικανοποιητική, εμπεριέχει το σπόρο της ίδιας της καταστροφής της. Η ικανότητα να δούμε αυτούς τους περιορισμούς την κατάλληλη στιγμή, έχει ανυπολόγιστη αξία. Η αληθινή σχέση με τον άλλον-που κάποια συγκεκριμένη στιγμή πιστέψαμε και χάρη στην παρουσία του καταφέραμε να ξεπεράσουμε το άγχος μας για τη μοναξιά και την αυτάρκεια-, είναι μια από τις ωραιότερες καταστάσεις, καθώς μας επιτρέπει να πλησιάσουμε τα ανθρώπινα πλάσματα με αγάπη.

Το δίνω είναι από μόνο του και παίρνω. Εγώ παίρνω χαρά επειδή εσύ παίρνεις κάτι καλό που έχω να σου δώσω. Παίρνω τη χαρά που με ακούς και που εκτιμάς αυτά που σου δίνω. Δεν έχει νόημα να δίνουμε περιμένοντας κάτι πέρα από την ίδια την πράξη της προσφοράς.

Όταν περνάει ο έρωτας, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα του άλλου.

Στενή σχέση με στρατηγικές δεν γίνεται. Με αυτές δεν μπορούμε να αισθανθούμε. Μπορούμε να φτάσουμε στους στόχους μας, να ζήσουμε τη χαρά της κατάκτησης και της εξουσίας πάνω στον άλλον, να τον κάνουμε να μας κοιτάξει. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική συνάντηση, με την οικειότητα, με την αγάπη. Στη σχέση μας θα έπρεπε να αφήνουμε χώρο για τον πόνο και τη σύγχυση που παρουσιάζονται όταν αφοπλίζουμε τις στρατηγικές μας. Αυτός είναι ο δρόμος για το σπίτι, ο δρόμος για την ένωση μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Ο δρόμος της αγάπης.

Αναζητούμε την ένταση της επαφής, αλλά μόλις έρθει τρομάζουμε. Χάνουμε την ισορροπία μας. Και, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να μην την αποζητούμε, γιατί διαισθανόμαστε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο υγιές από μια αυθεντική συνάντηση, χωρίς μάσκες, χωρίς απάτες, εδώ και τώρα, χωρίς προσδοκίες. Αλλά, επίσης, διαισθανόμαστε πως ρισκάρουμε να πονέσουμε πολύ-κάτι που κοστίζει ακριβά. Νομίζω ότι μας προκαλεί τόσο φόβο να παραδοθούμε, να ενωθούμε με τον άλλον, που μπορούμε να το κάνουμε μόνο εν μέρει. Είναι μια προσπάθεια να προστατευτούμε απέναντι στα δύο μεγάλα τέρατα: την απόρριψη και την εγκατάλειψη.

Όταν κάποιος ερωτεύεται, στην πραγματικότητα δεν βλέπει τον άλλον στο σύνολό του. Αντιθέτως, αυτός ο άλλος λειτουργεί σαν μια οθόνη όπου ο ερωτευμένος προβάλλει τις εξιδανικευμένες πλευρές του.

Η ζήλια είναι ο φόβος να χάσεις κάποιον τον οποίον, αν χάσεις εξαιτίας του φόβου σου μη τον χάσεις, δεν θα άξιζε τον κόπο να τον κρατήσεις.

Η διατήρηση κάποιων χώρων ανεξαρτησίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, τους κάνει απολύτως εξαρτημένους.

Για να είσαι πραγματικά ζωντανός πρέπει να αναγεννηθείς, και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να πεθάνεις, και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να ξυπνήσεις.

Όπως υπάρχει μια σχέση ζεύγους με ένα άλλο ανθρώπινο ον, έτσι υπάρχει και μια εσωτερική σχέση ζεύγους μεταξύ των θηλυκών κι των αρσενικών πλευρών του ίδιου του ατόμου.

Το παιδί χρειάζεται την αγάπη των γονιών και χτίζει την προσωπικότητά του για να κερδίσει αυτήν την αγάπη. Αν βλέπω ότι με προσέχουν περισσότερο όταν είμαι αδύναμος, θα πλάσω μια προσωπικότητα γύρω από την αδυναμία.

Αν δω πως αισθάνονται υπερήφανοι για την ανεξαρτησία μου, θα σχεδιάσω μια δυνατή προσωπικότητα, θα πω στον εαυτό μου πως εγώ μπορώ μόνος μου και πως δεν χρειάζομαι βοήθεια. Η προσωπικότητα που δημιουργούμε μας χρησιμεύει για να πετύχουμε την αγάπη των άλλων. Δημιουργούμε ένα προσωπείο κι ταυτιζόμαστε με αυτό. Σιγά σιγά ξεχνάμε ποιοι είμαστε και τι πραγματικά θέλουμε.

Δεν χρειάζεται να μεταμφιεστώ σε δυνατό για να με αγαπήσεις. Αν το κάνω, ποτέ δεν θα μάθω αν είσαι ικανός να με αγαπήσεις όπως πραγματικά είμαι: ευάλωτος, αδύναμος ή ο,τιδήποτε.

Να σ’ αγαπώ με τα μάτια κλειστά, σημαίνει να σε αγαπώ τυφλά. Να σε αγαπώ και να σε βλέπω κατά πρόσωπο… θα ήταν τρέλα… εγώ θα ήθελα να με αγαπούν με τρέλα…

Ζωή χωρίς φόβο

Είμαστε ελεύθεροι να είμαστε ο εαυτός μας;

Η απάντηση είναι όχι. Η αληθινή ελευθερία έχει να κάνει με το ανθρώπινο πνεύμα – ισοδυναμεί με το να είναι κανείς ο εαυτός του.

Ποιος μας εμποδίζει να είμαστε ελεύθεροι;

Κατηγορούμε την κυβέρνηση, τον καιρό, τους γονείς μας, τους άλλους.

Ποιος, όμως, είναι ο πραγματικός ένοχος;

Μα ο εαυτός μας – εμείς εμποδίζουμε τον εαυτό μας.

Τι σημαίνει να είναι κανείς ελεύθερος;

Συχνά, όταν παντρευόμαστε, λέμε ότι χάσαμε την ελευθερία μας, όταν, όμως, παίρνουμε διαζύγιο, πάλι δεν είμαστε ελεύθεροι.

Τι μας εμποδίζει; Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας;

Φανταστείτε ότι σας έχει δοθεί η άδεια να είστε ευτυχισμένοι και να απολαμβάνετε την κάθε στιγμή.

Η ζωή σας δεν επιφυλάσσει πια την παραμικρή σύγκρουση με τον εαυτό σας ή με τους άλλους.

Φανταστείτε ότι ζείτε χωρίς να φοβάστε να εκφράσετε τις επιθυμίες σας.

Γνωρίζετε τι δεν θέλετε, γνωρίζετε τι θέλετε και πότε το θέλετε.

Είστε ελεύθεροι να αλλάξετε τη ζωή σας και να της δώσετε τη μορφή που πραγματικά επιθυμείτε.

Δεν φοβάστε να ζητήσετε αυτό που έχετε ανάγκη, δεν φοβάστε να πείτε ναι ή να πείτε όχι.

Φανταστείτε ότι ζείτε δίχως την αγωνία της κρίσης των άλλων.

Δεν προσαρμόζετε πια τη συμπεριφορά σας σύμφωνα με το τι πιθανόν να πιστεύουν οι άλλοι για σας.

Δεν αισθάνεστε πια υπεύθυνοι για τις γνώμες των άλλων.

Δεν νιώθετε την ανάγκη να ελέγξετε κανέναν, ούτε κανείς ελέγχει εσάς.

Φανταστείτε ότι ζείτε δίχως να κρίνετε τους ανθρώπους γύρω σας.

Μπορείτε εύκολα να συγχωρήσετε και να ξεχάσετε τις κρίσεις που κάνατε στο παρελθόν.

Δεν αισθάνεστε πια την ανάγκη να έχετε δίκιο, ούτε την ανάγκη να αποδεικνύετε ότι οι άλλοι κάνουν λάθος.

Σέβεστε τον εαυτό σας και τους άλλους και, σε αντάλλαγμα, σας σέβονται κι εκείνοι.

Φανταστείτε ότι ζείτε αγαπώντας ακόμα κι όταν δεν σας αγαπούν.

Δεν σας τρομάζει πια η απόρριψη και δεν νιώθετε την ανάγκη της αποδοχής.

Μπορείτε να πείτε «σ’ αγαπώ» χωρίς ντροπή και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος.

Μπορείτε να προχωρήσετε μπροστά με την καρδιά ορθάνοιχτη, δίχως να φοβάστε μήπως πληγωθείτε.

Φανταστείτε ότι ζείτε χωρίς να φοβάστε να διακινδυνεύσετε ή να εξερευνήσετε τη ζωή.

Δεν έχετε την αγωνία της απώλειας.

Δεν φοβάστε να ζείτε μέσα στον κόσμο και δεν φοβάστε να πεθάνετε.

Φανταστείτε ότι αγαπάτε τον εαυτό σας ακριβώς όπως είναι.

Αγαπάτε το σώμα σας ακριβώς όπως είναι και το ίδιο αγαπάτε και τα συναισθήματά σας.

Ξέρετε ότι είστε τέλειος/α ακριβώς όπως είστε.

Έχουμε αναμνήσεις από πολύ παλιά, από μια εποχή που υπήρξαμε ελεύθεροι και που απολαμβάναμε την ελευθερία μας, αλλά έχουμε ποια ξεχάσει τι σημαίνει στ’ αλήθεια ελευθερία.

Ας πάρουμε ένα παιδί δύο, τριών ή και τεσσάρων ετών – να ένας ελεύθερος άνθρωπος.

Γιατί είναι ελεύθερος αυτός ο άνθρωπος;

Επειδή εξακολουθεί να κάνει αυτό που επιθυμεί.

Το παιδί είναι ένα άγριο πλάσμα - ένα λουλούδι, ένα δέντρο ή ένα ζώο που δεν έχει ακόμα εξημερωθεί!

Κι αν παρατηρήσουμε ανθρώπους ηλικίας δύο χρόνων, θα προσέξουμε ότι τις περισσότερες φορές αυτοί οι άνθρωποι διασκεδάζουν κι έχουν ένα φωτεινό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.

Εξερευνούν τον κόσμο.

Δεν φοβούνται να παίξουν.

Φοβούνται όταν πονούν, όταν πεινάνε, όταν κάποιες ανάγκες τους μένουν ανικανοποίητες, αλλά δεν ανησυχούν για το παρελθόν, δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον – ζουν μονάχα στην παρούσα στιγμή.

Τα πολύ μικρά παιδιά δεν διστάζουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.

Διαπνέονται από τόση αγάπη, ώστε όταν την αντιληφθούν γύρω τους, αφήνονται απόλυτα σε αυτήν.

Δεν φοβούνται ούτε για μια στιγμή να αγαπήσουν.

Αυτή είναι η περιγραφή ενός φυσιολογικού ανθρώπινου όντος.

Όταν είμαστε παιδιά, δεν φοβόμαστε το μέλλον ούτε ντρεπόμαστε για το παρελθόν.

Η φυσιολογική ανθρώπινη τάση είναι η ευχαρίστηση, το παιχνίδι, η εξερεύνηση, η ευτυχία και η αγάπη.

Σκέψη: Η πρώτη αρχή της επιστήμης της αφθονίας

Η Σκέψη είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να παράγει απτά πλούτη από την Άμορφη Ουσία. Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα όλα τα πράγματα είναι ένα υλικό που σκέφτεται και μια σκεπτομορφή εμφυτευμένη μέσα σε αυτή την ουσία είναι που παράγει τη μορφή.

Η Πρωταρχική Ουσία κινείται ανάλογα με τις σκέψεις της. Κάθε μορφή και διαδικασία που συναντάτε στη φύση είναι η ορατή έκφραση μιας σκέψης στην Πρωταρχική Ουσία. Το Άμορφο Υλικό καθώς σκέφτεται μια μορφή, παίρνει αυτή τη μορφή καθώς σκέφτεται μια κίνηση, κάνει αυτή την κίνηση.

Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν τα πάντα.

Ζούμε σε έναν κόσμο σκέψης, που αποτελεί μέρος ενός σύμπαντος σκέψης.

Η σκέψη ενός κινούμενου σύμπαντος μεταδόθηκε μέσα από την Άμορφη Ουσία, και η Νοητική Ύλη κινήθηκε σύμφωνα με αυτή τη σκέψη, πήρε τη μορφή του πλανητικού συστήματος και διατηρεί αυτή τη μορφή.

Η ‘’Νοητική Υλη’’ παίρνει τη μορφή της σκέψης της και κινείται ανάλογα με τη σκέψη. Διατηρώντας την ιδέα ενός κυκλικού συστήματος ήλιων και κόσμων, παίρνει τη μορφή αυτών των σωμάτων και τα κινεί κατά βούληση.

Όταν σκέφτεται τη μορφή μιας αργά αναπτυσσόμενης βελανιδιάς, κινείται ανάλογα και δημιουργεί το δέντρο, αν και ίσως χρειαστούν αιώνες για να επιτελεστεί το έργο. Κατά τη διαδικασία της δημιουργίας, το Άμορφο δείχνει να κινείται σύμφωνα με τις γραμμές κίνησης που έχει ήδη εδραιώσει.

Η σκέψη μιας βελανιδιάς δεν προκαλεί την άμεση δημιουργία ενός πλήρως αναπτυγμένου δέντρου, αλλά θέτει σε λειτουργία, τις δυνάμεις που θα δημιουργήσουν το δέντρο, μέσα από εδραιωμένες γραμμές ανάπτυξης.

Κάθε σκεπτομορφή, που διατηρείται στη Νοητική Ύλη, προκαλεί τη δημιουργία της μορφής, αλλά πάντα, ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, μέσω γραμμών ανάπτυξης και δράσης που έχουν ήδη εδραιωθεί.

Η σκέψη ενός σπιτιού, χτισμένου με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αν είχε εντυπωθεί στην Άμορφη Ουσία, ίσως να μην προκαλούσε τον άμεσο σχηματισμό του σπιτιού, αλλά θα προκαλούσε την τροπή δημιουργικών ενεργειών που ήδη λειτουργούν σε τέτοια κανάλια, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στο γρήγορο χτίσιμο του σπιτιού. Και αν δεν υπήρχαν κανάλια μέσα από τα οποία μπορούσε να δράσει η δημιουργική ενέργεια, τότε το σπίτι θα δημιουργούνταν άμεσα από Πρωταρχική ουσία, χωρίς να υπάρχει αναμονή για τις αργές διαδικασίες του οργανικού και του ανόργανου κόσμου.

Καμία σκεπτομορφή δεν μπορεί να εντυπωθεί στην Πρωταρχική Ουσία χωρίς να προκαλέσει τη δημιουργία της μορφής.

Ο άνθρωπος είναι ένα κέντρο σκέψης και μπορεί να παράγει σκέψη. Όλα τα σχήματα που ο άνθρωπος τροποποιεί με τα χέρια του πρέπει πρώτα να υπάρξουν στη σκέψη του. Δεν μπορεί να διαμορφώσει κάτι αν δεν το έχει πρώτα σκεφτεί.

Και προς το παρόν ο άνθρωπος περιορίζει τις προσπάθειές του εξ ολοκλήρου στα δημιουργήματα των χεριών του. Έχει εφαρμόσει χειρωνακτική εργασία στον κόσμο των μορφών, επιζητώντας να αλλάξει ή να τροποποιήσει τις ήδη υπάρχουσες. Δεν έχει ποτέ σκεφτεί να προσπαθήσει να προκαλέσει τη δημιουργία νέων μορφών, εντυπώνοντας τις σκέψεις του στην Αμορφη Ουσία.

‘Οταν ο άνθρωπος έχει μια σκεπτομορφή, παίρνει υλικό από τις μορφές της φύσης και φτιάχνει μια εικόνα της μορφής που έχει στον νου του. Προς το παρόν, έχει κάνει ελάχιστη, αν όχι καθόλου, προσπάθεια να συνεργαστεί με την Άμορφη Νοημοσύνη, να εργαστεί «μαζί με τον πατέρα του». Δεν έχει ονειρευτεί ότι μπορεί «να κάνει αυτό που είδε να κάνει ο Πατέρας του». Ο άνθρωπος αναδιαμορφώνει και τροποποιεί τις υπάρχουσες μορφές με χειρωνακτική εργασία. Δεν έχει δώσει προσοχή στο ερώτημα αν μπορεί να δημιουργήσει πράγματα από την Άμορφη Ουσία μεταβιβάζοντας τις σκέψεις του σε αυτήν. Προτιθέμεθα να αποδείξουμε ότι μπορεί να το κάνει.

Να αποδείξουμε ότι κάθε άντρας ή γυναίκα μπορεί να το κάνει, και να δείξουμε και πώς. Ως πρώτο βήμα, πρέπει να θέσουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις.

Πρώτον, βεβαιώνουμε ότι υπάρχει μια πρωταρχική άμορφη ύλη ή ουσία, από την οποία δημιουργούνται τα πάντα. Όλα τα φαινομενικά διαφορετικά στοιχεία αποτελούν απλώς διαφορετικές εκδηλώσεις ενός στοιχείου.

Όλες οι μορφές που συναντώνται στην οργανική και την ανόργανη φύση είναι απλώς διαφορετικές μορφές, φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Και αυτό το υλικό είναι νοητική ύλη. Μια σκέψη που παραμένει σε αυτή τη νοητική ύλη δημιουργεί τη σκεπτομορφή. Η σκέψη, στη νοητική ύλη, παράγει τα σχήματα. Ο άνθρωπος είναι ένα κέντρο σκέψης, ικανός για πρωτότυπη σκέψη. Αν ο άνθρωπος μπορεί να μεταδώσει τη σκέψη του στην αυθεντική νοητική ύλη, μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία ή τον σχηματισμό αυτού το οποίο σκέφτεται. Και για να συνοψίσουμε:

Υπάρχει μια νοητική ύλη από την οποία δημιουργούνται τα πάντα, και η οποία, στην πρωταρχική της κατάσταση, διαπερνά και γεμίζει τα ενδιάμεσα διαστήματα του σύμπαντος.

Μια σκέψη, σε αυτή την ύλη, παράγει το αντικείμενο την εικόνα του οποίου δημιουργεί η σκέψη.

Ο άνθρωπος μπορεί να σχηματίσει πράγματα στη σκέψη του και εντυπώνοντας τη σκέψη του στην άμορφη ουσία μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία αυτού το οποίο σκέφτεται.

Ίσως να ρωτήσετε αν μπορώ να αποδείξω αυτές τις δηλώσεις. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, απαντώ ότι μπορώ να το κάνω, τόσο μέσω της λογικής όσο και μέσω της εμπειρίας.

Αναλογιζόμενος τα φαινόμενα της μορφής και της σκέψης, καταλήγω σε μια πρωταρχική νοητική ύλη και, προχωρώντας από αυτήν τη νοητική ύλη, καταλήγω στη δύναμη του ανθρώπου να προκαλέσει τη δημιουργία αυτού το οποίο σκέφτεται.

Και μέσω πειραματισμού, ανακαλύπτω ότι ο συλλογισμός είναι αληθής, και αυτή είναι η ισχυρότερη απόδειξή μου.

Αν ένας άνθρωπος διαβάσει το βιβλίο και πλουτίσει ακολουθώντας τις οδηγίες του, αυτή είναι μια απόδειξη που στηρίζει τους ισχυρισμούς μου.

Αλλά αν κάθε άνθρωπος που ακολουθήσει τις οδηγίες γίνει πλούσιος, αυτή είναι μια θετική απόδειξη μέχρι κάποιος να ακολουθήσει τη διαδικασία και να αποτύχει. Η θεωρία είναι αληθινή μέχρι να αποτύχει η διαδικασία, και αυτή η διαδικασία δεν θα αποτύχει, γιατί κάθε άνθρωπος που θα ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του βιβλίου θα γίνει πλούσιος.

Έχω πει ότι οι άνθρωποι πλουτίζουν όταν ενεργούν με τον Ορθό Τρόπο και, για να το κάνουν αυτό οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να σκέφτονται με τον Ορθό Τρόπο.

Ο τρόπος δράσης ενός ανθρώπου είναι άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου σκέψης του για τα πράγματα.

Για να κάνεις τα πράγματα με τον τρόπο που θέλεις, θα πρέπει να αποκτήσεις την ικανότητα να σκέφτεσαι με τον τρόπο που θέλεις.

Αυτό είναι το πρώτο βήμα να γίνεις πλούσιος.

Το να σκέφτεσαι αυτό που θέλεις να σκέφτεσαι σημαίνει ότι σκέφτεσαι αληθινά, αυθεντικά, άσχετα από τα φαινόμενα.

Κάθε άνθρωπος έχει τη φυσική και έμφυτη δύναμη να σκέφτεται αυτό που θέλει να σκέφτεται, αλλά απαιτείται πολύ περισσότερη προσπάθεια για να γίνει αυτό, από όση χρειάζεται για να σκεφτεί τις σκέψεις που υποβάλλονται από τα φαινόμενα. Το να σκέφτεται κανείς σύμφωνα με τα φαινόμενα είναι εύκολο. Το να σκέφτεται αυθεντικά, άσχετα με τα φαινόμενα, απαιτεί κόπο και απαιτεί την κατανάλωση μεγαλύτερης δύναμης από κάθε άλλο έργο που ο άνθρωπος καλείται να επιτελέσει.

Δεν υπάρχει πιο ενεργοβόρα διαδικασία, από αυτήν της συνεχούς και αυθεντικής σκέψης. Είναι το πιο επίπονο έργο στον κόσμο. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως όταν η αλήθεια είναι αντίθετη με τα φαινόμενα. Κάθε φαινόμενο στον ορατό κόσμο τείνει να δημιουργεί μια αντίστοιχη μορφή στον νου που το παρατηρεί, και αυτό μπορεί να εμποδιστεί μόνο από τη διατήρηση της σκέψης της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

Αν κοιτάξει κανείς το φαινόμενο της ασθένειας, θα δημιουργήσει τη μορφή της ασθένειας στον δικό του νου και τελικά στο σώμα του, εκτός αν διατηρήσει τη σκέψη της αλήθειας, η οποία είναι ότι δεν υπάρχει ασθένεια είναι μόνο ένα φαινόμενο, και η πραγματικότητα είναι η υγεία.

Αν εξετάσει κανείς το φαινόμενο της φτώχιας, θα δημιουργήσει αντίστοιχες μορφές στον δικό του νου, εκτός αν διατηρήσει την αλήθεια ότι δεν υπάρχει φτώχειας υπάρχει μόνο αφθονία.

Το να σκέφτεται κανείς την υγεία όταν περιβάλλεται από την παρουσία ασθένειας, ή να σκέφτεται τα πλούτη όταν βρίσκεται εν μέσω φαινομενικής φτώχειας, απαιτεί δύναμη, αλλά όποιος αποκτήσει αυτή τη δύναμη θα γίνει ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΝΟΥΣ. Θα μπορεί να επιβληθεί στη μοίρα. Θα μπορεί να έχει ό,τι επιθυμεί.

Αυτή η δύναμη μπορεί να κατακτηθεί μόνο αν αντιληφθεί κανείς το βασικό γεγονός που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, και αυτό το γεγονός είναι ότι υπάρχει μία Νοητική Ύλη, μέσω της οποίας και από την οποία δημιουργούνται τα πάντα. Έπειτα πρέπει να συλλάβουμε την αλήθεια ότι κάθε σκέψη που παραμένει σε αυτή την ύλη γίνεται μορφή και ότι ο άνθρωπος μπορεί να εντυπώσει τις σκέψεις του πάνω της ώστε να τις κάνει να πάρουν μορφή και να γίνουν ορατά πράγματα.

‘Οταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, θα χάσουμε κάθε αμφιβολία και φόβο, επειδή γνωρίζουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε ό,τι θέλουμε, μπορούμε να αποκτήσουμε ό,τι λαχταράμε και μπορούμε να γίνουμε ό,τι επιθυμούμε. Το πρώτο βήμα προς τον πλούτο είναι να πιστέψετε στις τρεις θεμελιώδεις δηλώσεις που περιέχονται σε αυτό το κεφάλαιο. Για να τις τονίσω, τις επαναλαμβάνω εδώ:

Υπάρχει μια νοητική ύλη από την οποία δημιουργούνται τα πάντα, και η οποία, στην πρωταρχική της κατάσταση, διαπερνά και γεμίζει τα ενδιάμεσα διαστήματα του σύμπαντος.

Μια σκέψη, σε αυτή την ύλη, παράγει το αντικείμενο την εικόνα του οποίου δημιουργεί η σκέψη.

Κάθε άνθρωπος μπορεί να σχηματίσει πράγματα στη σκέψη του και εντυπώνοντας τη σκέψη του στην άμορφη ουσία μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία αυτού το οποίο σκέφτεται.

Πρέπει να παραμερίσετε όλες τις άλλες αντιλήψεις περί σύμπαντος, πέρα από τη μονιστική και πρέπει να εμείνετε σε αυτήν μέχρι να παγιωθεί στον νου σας και να σας γίνει συνήθεια. Διαβάστε αυτές τις δηλώσεις πίστης ξανά και ξανά, κρατήστε κάθε λέξη στη μνήμη σας και διαλογιστείτε σε αυτές μέχρι να πιστεύετε ακράδαντα αυτό που λένε. Αν αισθανθείτε κάποια αμφιβολία, θεωρήστε την αμαρτία και βάλτε την στην άκρη. Μην ακούτε, επιχειρήματα ενάντια – σε- αυτή την ιδέα, μην πηγαίνετε σε εκκλησίες ή σε διαλέξεις όπου διδάσκεται ή κηρύσσεται μια αντίθετη αντίληψη περί των πραγμάτων. Μη διαβάζετε περιοδικά ή βιβλία που διδάσκουν μια διαφορετική ιδέα. Αν κλονίσετε την πίστη σας, όλες σας οι προσπάθειες θα είναι, μάταιες.

Μη ρωτάτε γιατί ισχύουν αυτά. Μη διατυπώνετε εικασίες ως προς το γιατί είναι αληθινά. Απλώς αποδεχτείτε τα καλή τη πίστη.

Η επιστήμη της αφθονίας αρχίζει με την απόλυτη αποδοχή αυτής της πίστης.

Στη ζωή, εμείς γράφουμε το σενάριο που μας αξίζει

Η ζωή μας είναι μόνο μία, και μάλιστα μικρής διάρκειας. Αυτό το θέατρο μπορούμε να το παίξουμε μόνο μία φορά. Χωρίς πρόβα, χωρίς δοκιμή. Γι’ αυτό, πρέπει να το παίξουμε όσο γίνεται καλύτερα για μας τους ίδιους και για όσους αγαπάμε. Εμείς γράφουμε το σενάριο που μας αξίζει. Εμείς φτιάχνουμε τα σκηνικά που μας αρέσουν. Εμείς επιλέγουμε τους ηθοποιούς. Εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές και ταυτόχρονα οι θεατές. Στο τέλος εμείς θα το απολαύσουμε ή δε θα το απολαύσουμε. Εμείς θα το χειροκροτήσουμε ή δε θα το χειροκροτήσουμε.

Αν αυτή η σκέψη είναι περίπου αλήθεια -δεν πιστεύω ότι υπάρχουν απόλυτες αλήθειες-, τότε οι επιλογές μας είναι που καθορίζουν το θέατρο της ζωής μας. Δεδομένων των περιορισμών και της τυχαιότητας, πιστεύω ότι το είναι μας, το γίγνεσθαι ή πιο απλά το τι και πώς σκεφτόμαστε, τι αισθανόμαστε, το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, το τι κάνουμε, ποιοι είμαστε, τι θα γίνουμε, πού θα πάμε, πώς θα πάμε και το πώς θα φύγουμε, όλ’ αυτά είναι κατ’ ουσίαν αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών. Λίγο ή πολύ, όλοι μας σχεδόν είμαστε αποτελέσματα των επιλογών μας. Συνεπώς. η κατανόηση της ελευθερίας να επιλέγουμε είναι προϋπόθεση για να ζήσουμε τη ζωή μας και να μην αφήσουμε να μας ζήσει αυτή. Να δημιουργήσουμε το πεπρωμένο μας και να μην αφήσουμε να μας το δημιουργήσουν οι άλλοι. Να ζήσουμε δηλαδή μια ζωή που, αν ήταν να την ξαναζήσουμε για δεύτερη φορά, θα θέλαμε να είναι η ίδια. Ο Ρήγας Φεραίος είχε πει ότι «συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ελεύθερα». Είχε δίκιο. Όμως, για να συλλογίζεται κανείς ελεύθερα, πρέπει να διαθέτει γνώση: αυτή είναι που προσδιορίζει κυρίως την ποσότητα, την ποιότητα των εναλλακτικών λύσεων που διαθέτουμε και την ορθότητα των επιλογών που κάνουμε. Άρα την ελευθερία μας. Όσο περισσότερη γνώση, τόσο περισσότερες εναλλακτικές επιλογές και τόσο πιο σωστή η αξιολόγησή μας γι’ αυτές.

Έμπνευση, εφαρμογή και διάδοση της τεχνολογίας στην κοινωνία

Η τεχνολογία αυτοτροφοδοτείται. Η τεχνολογία δημιουργεί πιο προωθημένη τεχνολογία, κι αυτό το διαπιστώνουμε αν ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη των μεταρρυθμίσεων. Οι τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις συντελούνται σε τρία στάδια, αλληλοσυνδεόμενα μέσα σε έναν αυτο-ενισχυόμενο κύκλο. Πρώτα έρχεται η δημιουργική, εφικτή έμπνευση. Δεύτερη, η πρακτική εφαρμογή της. Τρίτο, είναι το στάδιο της διάδοσής της στην κοινωνία.

Η διαδικασία ολοκληρώνεται, ο κύκλος κλείνει, όταν η εξάπλωση της τεχνολογίας που ενσωματώνει τη νέα ιδέα, με τη σειρά της, συμβάλλει στην παραγωγή νέων, δημιουργικών ιδεών. Σήμερα, υπάρχουν ασφαλείς ενδείξεις ότι ο χρόνος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα στάδια αυτού του κύκλου έχει συντομευτεί.

Συνεπώς, δεν είναι μια απλή αλήθεια ότι, όπως συχνά αναφέρεται, το 90% όλων των επιστημόνων που έζησαν στο παρελθόν είναι ακόμα ζωντανοί και νέες επιστημονικές εφευρέσεις επιτυγχάνονται καθημερινά. Αυτές οι νέες ιδέες υλοποιούνται πολύ ταχύτερα σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, καθώς ο χρόνος ανάμεσα στην αρχική σύλληψη και στην πρακτική χρήση έχει μειωθεί δραστικά. Πρόκειται για μια χτυπητή διαφορά ανάμεσα σε μας και τους προγόνους μας. Ο Απολλώνιος εκ Πέργης ανακάλυψε τις κωνικές τομές, αλλά χρειάστηκαν 2.000 χρόνια για να εφαρμοστούν στα προβλήματα μηχανικής. Πέρασαν, κυριολεκτικά, αιώνες, από την εποχή που ο Παράκελσος ανακάλυψε ότι ο αιθέρας μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν αναισθητικό, μέχρι την εποχή που άρχισε να χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό.

Ακόμα και πιο πρόσφατα, υπάρχουν τα ίδια δείγματα καθυστέρησης. Το 1836 εφευρέθηκε μία μηχανή, που θέριζε, αλώνιζε, έδενε το άχυρο σε δεμάτια και έριχνε σπόρο σε σάκους. Αυτή η μηχανή βασιζόταν σε τεχνολογία τουλάχιστον είκοσι χρόνων παλαιότερη από εκείνης της εποχής. Εν τούτοις, αυτή η αλωνιστική μηχανή δε διοχετεύτηκε στην αγορά, παρά μόνο έναν αιώνα αργότερα, στη δεκαετία του ’30. Η πρώτη Αγγλική πατέντα γραφομηχανής κυκλοφόρησε το 1714, αλλά πέρασαν άλλα 150 χρόνια μέχρι οι γραφομηχανές να διατεθούν στο εμπόριο. Ένας ολόκληρος αιώνας μεσολάβησε από εποχή που ο Νίκολας Άπερτ ανακάλυψε τον τρόπο κονσερβοποίησης της τροφής, μέχρι η κονσερβοποίηση να καταστεί απαραίτητη στη βιομηχανία τροφίμων.

Σήμερα, τέτοιες καθυστερήσεις από την ιδέα μέχρι την υλοποίησή της είναι αδιανόητες. Κι αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε πιο ανυπόμονοι ή λιγότερο νωθροί απ’ τους προγόνους μας, αλλά ότι με την πάροδο του χρόνου έχουμε επινοήσει όλων των ειδών τα κοινωνικά εργαλεία για να επισπεύδουμε τις εξελίξεις. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι ο χρόνος ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο στάδιο του μεταποιητικού κύκλου —ανάμεσα στην ιδέα και την εφαρμογή- έχει μειωθεί δραστικά. Ο Φρανκ Λυν, για παράδειγμα, μελετώντας είκοσι, μείζονος σημασίας, μεταρρυθμίσεις, όπως την ψύξη των τροφών, τα αντιβιοτικά, τα κλειστά κυκλώματα και το συνθετικό δέρμα, ανακάλυψε ότι από την αρχή αυτού του αιώνα, ο μέσος χρόνος που απαιτείται ώστε μια πολύ σημαντική εφεύρεση να πάρει χρήσιμη τεχνολογική μορφή, έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 60%. Σήμερα, μια μεγάλη και επεκτεινόμενη βιομηχανία έρευνας και ανάπτυξης στοχεύει στην περαιτέρω μείωση αυτής της καθυστέρησης.

Αλλά αν απαιτείται λιγότερος χρόνος για να πλασαριστεί μια νέα ιδέα στην αγορά, απαιτείται επίσης λιγότερος χρόνος για να κατακτήσει την κοινωνία. Έτσι το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο στάδιο του κύκλου —ανάμεσα στην εφαρμογή και την εξάπλωση έχει, με τον ίδιο τρόπο, μειωθεί, και ο ρυθμός εξάπλωσης αυξάνεται με φανταστική ταχύτητα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ιστορία άφθονων συσκευών οικιακής χρήσης. Ο Ρόμπερτ Γιανγκ, στο Ερευνητικό Ινστιτούτο του Στράτφορντ, μελέτησε το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την πρώτη εμπορική εμφάνιση μιας νέας -ηλεκτρικής συσκευής, μέχρι η κατασκευαστική εταιρεία να αγγίξει το ανώτερο σημείο παραγωγικότητας ως προς το συγκεκριμένο προϊόν.

Ο Γιανγκ. διαπίστωσε ότι για ένα σύνολο συσκευών που παρουσιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από το 1920 – συμπεριλαμβανομένης και της ηλεκτρικής σκούπας, της ηλεκτρικής κουζίνας και του ψυγείου— το μέσο χρονικό διάστημα από την παρουσίαση μέχρι τη μέγιστη παραγωγή ήταν τριάντα τέσσερα χρόνια. Αλλά για ένα άλλο σύνολο, αποτελούμενο από την ηλεκτρική φριτέζα, την τηλεόραση και τον συνδυασμό πλυντηρίου-στεγνωτηρίου, που παρουσιάστηκε κατά την περίοδο 1939-1959, το χρονικό διάστημα ήταν μόνο οκτώ χρόνια. Η καθυστέρηση είχε μειωθεί περισσότερο από 76%. «Το μεταπολεμικό σύνολο συσκευών», δήλωσε ο Γιανγκ, «κατέδειξε χαρακτηριστικά τη ραγδαία επιταχυνόμενη φύση των σταδίων του σύγχρονου κύκλου».

Ο αυξανόμενος ρυθμός της εφεύρεσης, αξιοποίησης και εξάπλωσης με τη σειρά του, επιταχύνει το σύνολο του κύκλο , ακόμη περισσότερο. Διότι οι νέες μηχανές ή τεχνικές δεν απλώς ένα προϊόν, αλλά μια πηγή νέων, δημιουργικών ιδεών.

Κάθε καινούρια μηχανή ή τεχνική μεταβάλλει, κατά μία έννοια όλες τις υπάρχουσες μηχανές και τεχνικές, επιτρέποντάς μας να τις ενοποιήσουμε μέσα από νέους συνδυασμούς. Ο αριθμός των πιθανών συνδυασμών αυξάνεται γεωμετρικά καθώς ο αριθμός των νέων μηχανών ή μεθόδων αυξάνεται αριθμητικά. Πράγματι, ο κάθε νέος συνδυασμός μπορεί να θεωρηθεί σαν μία νέα υπερ-μηχανή.

Ο υπολογιστής, για παράδειγμα, συνέβαλε στην επιτυχία μιας υψηλού επιπέδου προσπάθειας σε σχέση με το διάστημα. Συνδεδεμένος με συσκευές αντίληψης, με εξοπλισμό επικοινωνιών και πηγές ενέργειας, ο υπολογιστής έγινε τμήμα ενός σχηματισμού που σαν συλλογική μορφή απετέλεσε μια μοναδική νέα υπερ-μηχανή —μια μηχανή που εισβάλλει στο πέραν του ηλιακού συστήματος διάστημα και το εξερευνά. Αλλά μηχανές ή μέθοδοι που προορίζονται να συνδυαστούν με νέους τρόπους, πρέπει να τροποποιηθούν, να προσαρμοστούν, να βελτιωθούν ή, διαφορετικά, να αντικατασταθούν. Κατ ’ αυτόν τον τρόπο, αυτή ακριβώς η προσπάθεια να ενσωματώσουμε τις μηχανές σε υπερ-μηχανές, μας υποχρεώνει να προχωρήσουμε σε ακόμη πιο προωθημένες τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις.

Επιπλέον, έχει ζωτική σημασία να κατανοήσουμε ότι η τεχνολογική μεταρρύθμιση δε συνδυάζει και δεν ανασυνθέτει απλώς μηχανές και τεχνικές. Σημαντικές νέες μηχανές —κάνουν πολύ περισσότερα από το να προτείνουν ή να επιβάλλουν αλλαγές σε άλλες μηχανές— προβάλλουν πρωτότυπες λύσεις στα κοινωνικά, φιλοσοφικά, ακόμη και προσωπικά προβλήματα. Μεταλλάσσουν το συνολικό πνευματικό περιβάλλον του ανθρώπου —τον τρόπο που σκέφτεται και αντικρίζει τον κόσμο.

Όλοι διδασκόμαστε από το περιβάλλον μας, ανιχνεύοντάς το συνεχώς —αν και κάπως ασυνείδητα— προκειμένου να υιοθετήσουμε κάποια πρότυποι. Αυτά τα πρότυπα δεν είναι μόνο οι άλλοι άνθρωποι. Είναι, ολοένα και περισσότερο, οι μηχανές. Με την παρουσία τους, ο άνθρωπος υπόκειται διακριτικά σε παράλληλες θεωρήσεις συγκεκριμένων κατευθύνσεων. Έχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, ότι το σύμπαν εμφανίστηκε πριν τη Νευτωνική κοσμική εικόνα, σαν ένας μεγάλος, ομοιάζων με ρολόι μηχανισμός, μια φιλοσοφική αντίληψη που είχε τον απώτατο αντίκτυπο της στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Από αυτήν την εικόνα του σύμπαντος σαν ένα μεγάλο ρολόι, εμφανίστηκαν και οι ιδέες για την αιτία και το αποτέλεσμα, καθώς και για τη σπουδαιότητα των εξωτερικών έναντι των εσωτερικών ερεθισμάτων, τα οποία διαμορφώνουν την καθημερινή συμπεριφορά όλων μας σήμερα. Το ρολόι επηρέασε επίσης και την αντίληψή μας για το χρόνο, έτσι ώστε η θεώρηση ότι η ημέρα υποδιαιρείται σε είκοσι τέσσερα ίσα μέρη των εξήντα λεπτών το καθένα, έχει γίνει, στην κυριολεξία, ένα κομμάτι από μας.

Πρόσφατα, ο κομπιούτερ συνέτεινε σ’ έναν καταιγισμό ανανεωμένων ιδεών για τον άνθρωπο, σαν ένα τμήμα σε αλληλεπίδραση με μεγαλύτερα συστήματα, για την ψυχολογία του, τον τρόπο που μαθαίνει, που θυμάται, που αποφασίζει. Στην ουσία, κάθε πνευματική διεργασία, από την πολιτική επιστήμη μέχρι την ψυχολογία τη; οικογένειας, έχει κατακλυστεί από ένα κύμα υποθέσεων, που διακρίνονται από φαντασία και που ενεργοποιούνται απ’ την εφεύρεση και εξάπλωση του υπολογιστή, του οποίου η επίδραση ακόμη δεν έχει φανεί. Κι έτσι, ο μεταρρυθμιστικός κύκλος, αυτοτροφοδοτούμενος, επιταχύνεται.

Ωστόσο, εάν η τεχνολογία πρόκειται να θεωρηθεί σαν μία κινητήρια δύναμη, ένας ισχυρός επιταχυντής, τότε η γνώση πρέπει να θεωρηθεί σαν το καύσιμό του. Οπότε φτάνουμε στην ουσία της επιταχυντικής διαδικασίας στην κοινωνία, καθώς ο κινητήρας τροφοδοτείται καθημερινά με ολοένα και πιο πλούσια καύσιμα.

Είναι ευθύνη μου να καταστήσω σαφές πως θα μπορέσει κάποιος να μπει στους προσωπικούς μου χώρους μόνο όταν εγώ το εγκρίνω

Πρέπει να θέσω τα όρια του χώρου που καταλαμβάνω. Πρέπει να προασπίσω το γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη που είναι ιδιωτικά (το δωμάτιό μου, η ντουλάπα μου, το συρτάρι μου στο τραπέζι εργασίας, η αλληλογραφία μου, οι τσέπες μου), κι ότι υπάρχουν άλλα μέρη, αφηρημένα, που μου ανήκουν αποκλειστικά (η ζωή μου, η προσωπική μου ιστορία, τα συναισθήματά μου, η σχέση μου με την οικογένειά μου, η ιδεολογία μου, τα σχέδιά μου, η πίστη μου). Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω.

Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο άλλος μπορεί, σε σχέση με την απόφασή μου, να υιοθετήσει ορισμένες στάσεις. Μπορεί να πει τη γνώμη του, να ρωτήσει, να διαφωνήσει, να αμφισβητήσει, μέχρι και να εναντιωθεί, αλλά είναι δική μου ευθύνη να του δώσω να καταλάβει ότι θα μπορέσει να μπει σ’ αυτούς τους χώρους μόνο όταν εγώ το εγκρίνω, μέχρι εκεί που εγώ θέλω και με τον τρόπο που εγώ επιτρέπω. Άλλωστε, γι’ αυτό τους αποκαλώ “χώρους μου”.»

Εμένα μου φαίνεται πως αυτό ισχύει για τις κοινές σχέσεις, όχι όμως και για τους ανθρώπους που αγαπάμε.

Μπορώ να καταλάβω γιατί το λες αυτό, είμαι όμως σίγουρος ότι δεν είναι έτσι. Το να ξέρω να βάζω όρια είναι κάτι που αποκτά σημασία ακριβώς με τα πρόσωπα που αγαπάμε, και ιδιαίτερα μ’ εκείνους με τους οποίους συζούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί, ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι με τους οποίους δεν σχετίζομαι ούτε καν σκέφτονται να παραβιάσουν τους χώρους μου. Αντιθέτως, αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά μου και μ’ αγαπάνε, αυτοί είναι που μπορεί να φτάσουν στην παραβίαση, —άλλοτε χωρίς να το καταλαβαίνουν και άλλοτε έχοντας πλήρη συνείδηση του τι κάνουν—, πεπεισμένοι πως το κάνουν “για το καλό μου”. Τα όρια μας χωρίζουν, αλλά μας φέρνουν και σ’ επαφή.

Δεν καταλαβαίνω. Τότε, κατά τη γνώμη σου, αν ο σύντροφός μου, που θέλει μ’ όλη του την ψυχή να με βοηθήσει, μου δώσει τη συμβουλή του χωρίς εγώ να τη θέλω ή χωρίς να περιμένει να του τη ζητήσω, η αντίδρασή μου θα πρέπει να είναι να του βάλω τις φωνές λέγοντάς του: Άκου να σου πω, κοίτα τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι, δεν σου ζήτησε κανείς τη γνώμη σου!”.

Ξεκινάς από ένα ενδιαφέρον σύνολο προκαταλήψεων. Αφενός δεν χρειάζεται να γίνεις επιθετική για να θέσεις ένα όριο. Δεν είναι ανάγκη να φωνάξεις ούτε να θυμώσεις. Επιπλέον, μπορείς να είσαι πολύ τρυφερή, κι ευγενική ακόμη, και να πεις για παράδειγμα: “Σ’ ευχαριστώ, αναγνωρίζω κι εκτιμώ την πρόθεσή σου, η αλήθεια όμως είναι ότι για την ώρα δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα…” Αφετέρου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σου, όταν μου διευκρινίζεις αυτό που είπες για τον σύντροφό σου “που θέλει μ όλη του την ψυχή να σε βοηθήσει”, μοιάζει να υπαινίσσεσαι ότι, αν το κίνητρό τους είναι ευγενές όσοι είναι κοντά στην ψυχή σου μπορούν να πατάνε πάνω στη ζωή σου σαν να ήταν διάδρομος. Εγώ δεν πιστεύω πως είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, δε μοιάζει να είναι και καμιά φοβερή παραβίαση να σου δώσει κάποιος τη γνώμη του για ένα προσωπικό ζήτημα, αν το κάνει με σεβασμό στη δική σου θέση.

Εκείνοι που θέτουν σκληρά όρια, αντιδρούν έτσι γιατί δεν ξέρουν να το κάνουν με τρυφερότητα. Ανέχονται, ανέχονται κι ανέχονται… ώσπου έρχεται μια μέρα που δεν αντέχουν άλλο, εξοργίζονται, κάνουν την έκρηξη και θέλουν να τα διαλύσουν όλα. Μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά, όμως, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δείξουν πως δεν ξέρουν να οριοθετήσουν το χώρο τους, αλλά ούτε και μπορούν να ζήσουν έξω από έναν οριοθετημένο χώρο.

Αυτός που φωνάζει και χτυπιέται τη στιγμή που προσπαθεί να θέσει τα όριά του, στην ουσία αμφιβάλλει για το κατά πόσο έχει το δικαίωμα να θέτει όρια. Κι αν λέει αυτά που θέλει φωνάζοντας, το κάνει για να δει αν μπορεί —με κάποιον τρόπο— να πείσει τους άλλους για κάτι που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος.

Βλέπεις ότι όλα αυτά σχετίζονται με τον αυτοσεβασμό, καθώς τότε μόνο (αν διαθέτουμε αυτοσεβασμό) μπορούμε και να εμπνεύσουμε σεβασμό στις σχέσεις μας με τον περίγυρο, και ειδικά σ’ εκείνους που μας αγαπάνε περισσότερο.

Πώς μπορούμε να φέρουμε την ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας;

Όλη η ευτυχία και η χαρά έχουν εξαφανιστεί από τη σχέση μας, παρ’ όλο που νιώθουμε ότι ο έρωτας είναι ακόμη εκεί, και δεν θέλω να χωρίσουμε. Πώς μπορούμε να φέρουμε την ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας;

Υπάρχει κάποια παρανόηση στο μυαλό σας. Η ευτυχία δεν έχει φύγει, η ευτυχία δεν ήταν ποτέ εκεί – ήταν κάτι άλλο. Είναι ο ενθουσιασμός που έχει φύγει, αλλά νομίζατε ότι αυτός ο ενθουσιασμός ήταν ευτυχία. Η ευτυχία θα έρθει τώρα· όταν ο ενθουσιασμός υποχωρήσει, μόνο τότε έρχεται η ευτυχία. Η ευτυχία είναι ένα πολύ σιωπηλό φαινόμενο· δεν είναι καθόλου ενθουσιασμός, δεν είναι καθόλου πυρετώδης. Είναι ήρεμη, χαλαρή και ψύχραιμη.

Αλλά αυτή η παρανόηση δεν είναι μόνο δική σας· έχει γίνει ένα πολύ κοινό φαινόμενο. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ενθουσιασμός είναι ευτυχία. Είναι ένα είδος μέθης· το άτομο νιώθει απασχολημένο, τρομερά απασχολημένο. Κατά τη διάρκεια αυτής της απασχόλησης ξεχνά τις έγνοιες του, τα προβλήματά του, τα άγχη του. Είναι σαν να πίνεις αλκοόλ: ξεχνάς τα προβλήματά σου, ξεχνάς τον εαυτό σου, και τουλάχιστον για λίγο είσαι μακριά, μακριά από τον εαυτό σου. Αυτό είναι το νόημα του ενθουσιασμού: δεν είστε πια μέσα στον εαυτό σας, είστε έξω· έχετε δραπετεύσει από τον εαυτό σας. Αλλά επειδή είστε έξω από τον εαυτό σας, αργά ή γρήγορα κουράζεστε. Σας λείπει η θρέψη που σας παρέχει ο πιο μύχιος πυρήνας σας όταν είστε κοντά του.

Έτσι κανένας ενθουσιασμός δεν μπορεί να είναι μόνιμος· μπορεί να είναι μόνο ένα στιγμιαίο φαινόμενο, κάτι προσωρινό. Όλοι οι μήνες του μέλιτος τελειώνουν πρέπει να τελειώσουν, διαφορετικά θα σκοτωθείτε! Αν παραμείνετε ενθουσιασμένοι, θα τρελαθείτε. Πρέπει να υποχωρήσει, πρέπει να τραφείτε πάλι από τον εαυτό σας. Δεν μπορεί να μείνει κανείς ξύπνιος για πολλά βράδια στη σειρά. Για ένα βράδυ, δύο βράδια, τρία βράδια είναι εντάξει, αλλά αν παραμείνετε ξύπνιος για πολλά βράδια, θα αρχίσετε να νιώθετε κουρασμένος, απολύτως κουρασμένος και εξουθενωμένος. Και θα αρχίσετε να νιώθετε αδύναμος και νεκρός· θα χρειάζεστε ξεκούραση. Μετά από κάθε ενθουσιασμό υπάρχει ανάγκη για ξεκούραση. Στην ξεκούραση ανακεφαλαιώνετε, αναρρώνετε· μετά μπορείτε να εισέλθετε ξανά στον ενθουσιασμό.

Αλλά ο ενθουσιασμός δεν είναι ευτυχία, είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία.

Προσπαθήστε να το καταλάβετε ξεκάθαρα: ο ενθουσιασμός είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία. Δίνει μόνο μια ψεύτικη και επιφανειακή εμπειρία ευτυχίας. Επειδή δεν είστε πια δυστυχισμένος νομίζετε ότι είστε ευτυχισμένος· το να μην είστε δυστυχισμένος ισούται με το να είστε ευτυχισμένος. Η αληθινή ευτυχία είναι ένα θετικό φαινόμενο. Η ανυπαρξία της δυστυχίας είναι ένα είδος λησμονιάς. Η δυστυχία σάς περιμένει στο σπίτι, και όποτε γυρίσετε θα είναι εκεί.

Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται, αρχίζει να σκέφτεται κανείς, «Ποιο είναι το νόημα αυτού του έρωτα;» Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν «έρωτα» πεθαίνει με τον ενθουσιασμό, και αυτό είναι συμφορά. Στην πραγματικότητα, ο έρωτας δεν γεννήθηκε ποτέ. Ήταν απλά ένας έρωτας ενθουσιασμού· δεν ήταν πραγματικός έρωτας. Ήταν απλά μια προσπάθεια να απομακρυνθείτε από τον εαυτό σας. Θέλατε απλά να αισθανθείτε.

Πολύ σωστά χρησιμοποιήσατε τη λέξη «χαρά» στην ερώτησή σας· ήταν χαρά, αλλά δεν ήταν οικειότητα. Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και μόλις τώρα αρχίζετε να νιώθετε αγάπη, η αγάπη μπορεί να αναπτυχθεί· τώρα οι πυρετώδεις ημέρες έχουν τελειώσει. Αυτό είναι το πραγματικό ξεκίνημα της αγάπης.

Για μένα, η αληθινή αγάπη ξεκινά όταν τελειώνει ο μήνας του μέλιτος. Αλλά τότε το μυαλό σας νομίζει ότι έχουν τελειώσει όλα: «Ψάξε για άλλη γυναίκα, ψάξε για άλλον άνδρα. Τι νόημα έχει να συνεχίσεις; Δεν υπάρχει πια χαρά!»

Αν συνεχίσετε να αγαπάτε τώρα, η αγάπη θα αποκτήσει ένα βάθος, θα γίνει οικειότητα. Θα αποκτήσει μια χάρη. Θα έχει μια διακριτικότητα τώρα, δεν θα είναι επιφανειακή. Δεν θα είναι χαρά, θα είναι διαλογισμός, θα είναι προσευχή. Θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Η σύντροφός σας θα γίνει καθρέφτης, και μέσα από εκείνην θα μπορέσετε να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Τώρα είναι η ώρα, η σωστή ώρα να αναπτυχθεί η αγάπη, επειδή όλη η ενέργεια που έχει διοχετευτεί στον ενθουσιασμό δεν θα πάει χαμένη, θα πέσει στις ρίζες της αγάπης, και το δένδρο θα μπορέσει να βγάλει πολύ όμορφο φύλλωμα.

Αν μπορέσετε να ωριμάσετε με αυτήν την οικειότητα, που δεν είναι πια ενθουσιασμός, τότε θα δημιουργηθεί η ευτυχία: πρώτα ενθουσιασμός, μετά αγάπη, μετά ευτυχία. Η ευτυχία είναι το ύστατο προϊόν, η εκπλήρωση. Ο ενθουσιασμός είναι απλά μια αρχή, ένα έναυσμα· δεν είναι το τέλος. Και εκείνοι που τελειώνουν τα πράγματα στον ενθουσιασμό δεν θα μάθουν ποτέ τι είναι η αγάπη, δεν θα μάθουν ποτέ το μυστήριο της αγάπης, δεν θα μάθουν ποτέ τη χαρά της αγάπης. Θα μάθουν τις αισθήσεις, τον ενθουσιασμό, τον παθιασμένο πυρετό, αλλά δεν θα μάθουν ποτέ τη χάρη που είναι η αγάπη. Δεν θα μάθουν ποτέ πόσο όμορφο είναι να ζουν με έναν άνθρωπο χωρίς ενθουσιασμό αλλά με σιωπή, χωρίς λέξεις, χωρίς προσπάθεια να κάνουν τίποτε. Απλά να είναι μαζί, να μοιράζονται έναν χώρο, μια ύπαρξη, να μοιράζονται ο ένας τον άλλο, να μη σκέπτονται τι να πουν και τι να κάνουν, πού να πάνε και πώς να χαρούν· όλα αυτά τα πράγματα έχουν εξαφανισθεί. Η καταιγίδα έχει τελειώσει και υπάρχει σιωπή.

Και δεν είναι ότι δεν θα κάνετε έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα είναι μια «ενέργεια»· θα είναι ερωτική πράξη. Θα γίνει από χάρη, από σιωπή, από ρυθμό· θα αναδυθεί από τα βάθη σας, δεν θα είναι από το σώμα. Υπάρχει μια ερωτική συνεύρεση που είναι πνευματική, που δεν έχει καμμία σχέση με το σώμα. Παρ’ όλο που το σώμα λαμβάνει μέρος σ’ αυτό, συμμετέχει σ’ αυτό, δεν είναι η πηγή του. 

Γι’ αυτό η πρότασή μου είναι: Προσέξτε. Τώρα που πλησιάζετε στο ναό, μην δραπετεύσετε. Μπείτε μέσα. Ξεχάστε τον ενθουσιασμό, είναι παιδιάστικος. Και κάτι όμορφο βρίσκεται μπροστά σας. Αν μπορείτε να το περιμένετε, αν έχετε υπομονή και εμπιστοσύνη σ αυτό, θα έρθει.

Είμαστε ικανοί για καθαρή ευτυχία, αλλά δεν ξέρουμε πώς να την διαχειριστούμε.

Ακόμη κι ένας άνδρας σαν τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ένας άνθρωπος μεγάλης ευφυΐας, έχει να πει ότι ο άλλος είναι κόλαση, ότι είναι καλύτερα να είσαι μόνος, ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο. Έγινε τόσο πεσιμιστής ώστε είπε ότι είναι αδύνατον να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο, ότι ο άλλος είναι η κόλασή σου. Κανονικά, έχει δίκιο.

Αυτή είναι η δυστυχία του Δυτικού ανθρώπου. Ο Δυτικός άνθρωπος χάνει την άνθιση της ζωής, χάνει επειδή δεν ξέρει τίποτε από αγάπη. Και για μένα, όπως ακριβώς ο άνδρας και η γυναίκα είναι τα δύο μισά ενός ολόκληρου. Και σ αυτή τη συνάντηση, δημιουργούμε το υπερβατικό ανθρώπινο ον, που δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα. Και αν δεν δημιουργήσουμε τον υπερβατικό άνθρωπο στη γη, δεν υπάρχει ελπίδα.

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ακολούθησέ με για να δεις ξεκάθαρα αυτά που περνούν απαρατήρητα από τους ανόητους

«Θα συναντήσεις», είπε, «κάποτε έναν ισχυρό άνδρα που εξουσιάζει χώρες και ανθρώπους· σε αυτόν ποτέ μη διστάσεις να πεις τούτον εδώ τον μύθο, αν και κάποιοι πρόκειται να σε περιφρονήσουν ως φλύαρο και αγύρτη.»

Απεσταλμένος του Δία ο Ερμής έφτασε στη Θήβα, όπου ανατρεφόταν ο Ηρακλής όταν ήταν νέος, του είπε ποιος είναι και από ποιον στάλθηκε, και τον πήρε και τον οδήγησε σε έναν μυστικό και απάτητο από ανθρώπους δρόμο, έως ότου έφτασε σε μια κορφή βουνού περίβλεπτη και πολύ ψηλή, τρομερά απότομη από την εξωτερική μεριά, με κάθετους γκρεμούς και βαθύ φαράγγι ποταμού που έτρεχε κυκλικά και έκανε πολύ θόρυβο και βουητό, ώστε σε όσους την έβλεπαν από κάτω να φαίνεται μία η κορφή από πάνω, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δύο με μια ρίζα, και μάλιστα απείχαν πολύ μεταξύ τους. Από αυτές η μία αποκαλείτο βασιλική κορφή, αφιερωμένη στον βασιλιά Δία, και η άλλη τυραννική, έχοντας λάβει την ονομασία της από τον Τυφώνα”. Απέξω είχαν δύο δρόμους προς τον εαυτό τους, η βασιλική ασφαλή και πλατύ, ώστε κάποιος επιβαίνοντας σε άρμα να μπαίνει από αυτόν ακίνδυνα και απρόσκοπτα, η άλλη είχε στενό, με στροφές και ανώμαλο, ώστε οι περισσότεροι που τον δοκίμασαν να πέσουν στους γκρεμούς και στο ρέμα, επειδή, πιστεύω, πήγαιναν αντίθετα με το δίκιο. Φαίνονται λοιπόν, όπως έλεγα, στους περισσότερους, επειδή κοιτάζουν από μακριά, και οι δύο μία και σχεδόν ενωμένες, όμως η βασιλική κορυφή υπερέχει τόσο, ώστε εκείνη βρίσκεται υπεράνω των νεφών, στον καθαρό και αίθριο αέρα, ενώ η άλλη βρίσκεται πολύ πιο κάτω, κυρίως γύρω από τους όγκους των νεφών, σκοτεινή και ομιχλώδης.

Οδηγώντας τον, λοιπόν, εκεί ο Ερμής του έδειξε τη φύση της τοποθεσίας. Και επειδή ο Ηρακλής, μιας και ήταν νέος και φιλόδοξος, ήθελε να δει τα εντός, “λοιπόν ακολούθησέ με”, του λέει, “ για να δεις ξεκάθαρα και τη διαφορά των υπολοίπων, που περνούν απαρατήρητα από τους ανόητους”. Του έδειχνε, λοιπόν, πρώτα πάνω στη μεγαλύτερη κορφή καθισμένη σε λαμπρό θρόνο μια γυναίκα ευπαρουσίαστη και μεγαλόσωμη, ντυμένη με άσπρη ενδυμασία, κρατώντας σκήπτρο όχι χρυσό ούτε ασημένιο, αλλά από άλλη ουσία καθαρή και λαμπερότερη, όπως κυρίως ζωγραφίζουν την Ήρα το πρόσωπό της ήταν χαρούμενο και ταυτόχρονα επιβλητικό, ώστε όλοι οι ενάρετοι να την κοιτάζουν με θάρρος, αλλά κανείς κακός να μην μπορεί να την αντικρίσει, όχι περισσότερο απ’ όσο ο αδύνατος στα μάτια μπορεί να κοιτάξει προς τον δίσκο του ηλίου το παρουσιαστικό της ήταν σταθερό και αμετάβλητο στην όψη και το βλέμμα της αδιατάρακτο· βαθιά σιωπή και αθόρυβη ησυχία διακατείχε τον τόπο. Όλα ήταν γεμάτα με άφθονους καρπούς και ζώα από κάθε είδος υπήρχε εκεί σωρευμένο άπλετο χρυσάφι και ασήμι και χαλκός και σίδηρος. Ωστόσο εκείνη δεν έδινε καμία σημασία στο χρυσάφι ούτε ευχαριστιόταν με αυτό, αλλά περισσότερο με τους καρπούς και τα ζώα.

Ο Ηρακλής λοιπόν, μόλις την είδε, ντράπηκε και κοκκίνισε, αποδίδοντας τιμή και σεβασμό σαν καλό παιδί στην ευγενή μητέρα. Και ρώτησε τον Ερμή ποια θεά είναι εκείνος είπε: “Αυτή είναι η μακάρια θεά Βασιλεία, παιδί του βασιλιά Δία”. Ο Ηρακλής χάρηκε και πήρε θάρρος μαζί της. Και πάλι ρώτησε για τις γυναίκες που ήταν μαζί της. “Ποιες είναι;” είπε· “γιατί είναι κόσμιες, μεγαλοπρεπείς και αρρενωπές”. “Τούτη εδώ”, του απάντησε, “που κοιτάει αυστηρά και ήρεμα, καθισμένη από τα δεξιά, είναι η Δικαιοσύνη, η οποία λάμπει με πάμπολλη και εκτυφλωτική ομορφιά. Πλάι της η Ευνομία, πολύ όμοια και λίγο διαφορετική στην εμφάνιση. Από την άλλη μεριά μια γυναίκα πολύ ωραία, ντυμένη με χάρη, χαμογελώντας γαλήνια: Ειρήνη την αποκαλούν και τούτος ο ισχυρός άντρας που έχει σταθεί κοντά στη Βασιλεία, κοντά στο ίδιο το σκήπτρο και μπροστά, ασπρομάλλης και υπερήφανος, αυτός λοιπόν αποκαλείται Νόμος, ενώ ο ίδιος έχει κληθεί και Ορθός Λόγος, σύμβουλος και συμπαραστάτης, χωρίς τον οποίο δεν επιτρέπεται σε εκείνες να πράξουν ή να διανοηθούν τίποτε”.

Ακούγοντας, λοιπόν, και βλέποντας αυτά, χαιρόταν και είχε στραμμένη την προσοχή του, για να μην τα ξεχάσει ποτέ. Αφού κατέβηκαν από εκεί και έφτασαν στην τυραννική είσοδο, είπε: “Εδώ δες και την άλλη, που πολλοί την αγαπούν και για την οποία μπαίνουν σε πολλούς και κάθε λογής μπελάδες, φονεύοντας οι ταλαίπωροι, συνωμοτώντας πολλές φορές τα παιδιά εναντίον των γονιών τους και οι γονείς εναντίον των παιδιών τους και τα αδέρφια εναντίον των αδερφών τους, ποθώντας και μακαρίζοντας το μεγαλύτερο κακό, την εξουσία με αμυαλιά””. Πρώτα λοιπόν του έδειχνε την είσοδο, πώς φαινόταν προφανώς μία, και αυτή σχεδόν όπως προηγουμένως είπα, επικίνδυνη, που οδηγούσε στον ίδιο τον γκρεμό, ενώ υπήρχαν πολλές κρυφές και αόρατες διαβάσεις, και όλος ο τόπος τριγύρω ήταν υπόγεια σκαμμένος και διορυγμένος κάτω από τον ίδιο, πιστεύω, τον θρόνο, ενώ όλοι οι παράδρομοι και τα μονοπάτια ήταν πασαλειμμένα με αίμα και γεμάτα νεκρούς. Δεν τον οδήγησε σε κανένα από αυτά, αλλά από τον εξωτερικό δρόμο, πιστεύω, που ήταν καθαρότερος, επειδή επρόκειτο πιστεύω, να είναι μόνο θεατής.

Μόλις μπήκαν, βρίσκουν την Τυραννία να κάθεται ψηλά επίτηδες, καθώς προσποιούταν και προσπαθούσε να εξομοιώσει τον εαυτό της με τη Βασιλεία, σε πολύ, όπως νόμιζε, υψηλότερο και καλύτερο θρόνο, ο οποίος είχε χιλιάδες άλλες ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν στολισμένος με ένθετη διακόσμηση από χρυσό, ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρι, έβενο και υλικά κάθε λογής χρωμάτων. Στη βάση ο θρόνος δεν ήταν ασφαλής ούτε στερεωμένος, αλλά κουνιόταν και έγερνε. Και τίποτα άλλο δεν ήταν βαλμένο με τάξη, αλλά όλα με σκοπό τη ματαιοδοξία, την αλαζονεία και την ξιπασιά, πολλά σκήπτρα, πολλές τιάρες και διαδήματα” στο κεφάλι. Προσπαθώντας, λοιπόν, να μιμηθεί το ήθος εκείνης, αντί για το προσφιλές χαμόγελο σάρκαζε ταπεινά και ύπουλα, και αντί για το σεβάσμιο βλέμμα κοίταζε σκυθρωπά και άγρια. Για να φαίνεται μεγαλόπρεπη, δεν κοίταζε όσους πλησίαζαν, αλλά τους περιφρονούσε και τους ατίμαζε. Από αυτό ήταν μισητή σε όλους, και υποπτευόταν τους πάντες. Όσο καθόταν, δεν μπορούσε να μείνει ατάραχη, αλλά κοίταζε συνεχώς τριγύρω και αναπηδούσε πολλές φορές από τον θρόνο. Φυλούσε το χρυσάφι πρόστυχα στην αγκαλιά της, και πάλι τρομαγμένη το πετούσε όλο μεμιάς, κι έπειτα αμέσως άρπαζε ό,τι είχε κανείς απ’ όσους ήταν κοντά της, και το παραμικρό. Η ενδυμασία της ήταν ποικιλόχρωμη, αλλού πορφυρή, αλλού καφετιά, αλλού κρόκινη κάποια από τα πέπλα της φαίνονταν λευκά και η περιβολή της ήταν σχισμένη σε πολλά σημεία. Άλλαζε όλων των ειδών τα χρώματα, καθώς φοβόταν και αγωνιούσε και υποπτευόταν και οργιζόταν, άλλοτε ήταν ταπεινή από τη λύπη, και άλλοτε φαινόταν ενθουσιασμένη από τη χαρά, άλλοτε με το πρόσωπό της γελούσε πολύ πρόστυχα, και πάλι αμέσως θρηνούσε. Υπήρχε γύρω της και μια ομήγυρη γυναικών σε τίποτα όμοιων με εκείνες που έλεγα ότι υπάρχουν γύρω από τη Βασιλεία, αλλά η Ωμότητα, η Ξιπασιά, η Ανομία και η Διχόνοια, που όλες τη διέφθειραν και την κατέστρεφαν με τον χειρότερο τρόπο. Αντί για τη Φιλία ήταν δίπλα της η Κολακεία, δουλοπρεπής και ανελεύθερη, η οποία δεν την επιβουλευόταν λιγότερο από καμιά τους, αλλά περισσότερο απ’ όλες ζητούσε να την καταστρέψει.

Μόλις είχε παρατηρήσει αρκετά και αυτά, ο Ερμής τον ρώτησε ποια από τα δύο πράγματα του αρέσουν και ποια από τις δύο γυναίκες. “Μα, την άλλη”, είπε, “τη θαυμάζω και την αγαπώ και μου φαίνεται ότι είναι πραγματικά θεά, αξιοζήλευτη και αξιομακάριστη τούτη τη δεύτερη εγώ τουλάχιστον τη θεωρώ εντελώς μισητή και μικρή, ώστε με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα την γκρέμιζα από τούτο το βράχο και θα την εξαφάνιζα”. Αυτά, λοιπόν, επαίνεσε ο Ερμής και τα είπε στον Δία. Κι εκείνος του επέτρεψε να βασιλεύει σε όλο το γένος των ανθρώπων, με την ιδέα ότι είναι ικανός. Έτσι, όπου έβλεπε τυραννία και τύραννο, τον τιμωρούσε και τον σκότωνε, τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και μεταξύ των βαρβάρων όπου όμως έβλεπε βασιλεία και βασιλιά, τον τιμούσε και τον προστάτευε».

Και γι’ αυτό έλεγε ότι είναι σωτήρας της γης και των ανθρώπων, όχι επειδή τους προστάτευε από τα θηρία – γιατί πόσο θα μπορούσε να τους βλάψει ένα λιοντάρι ή αγριογούρουνο; – αλλά επειδή τιμωρούσε τους ανήμερους και κακούς ανθρώπους και κατέλυε και αφαιρούσε την εξουσία των υπεροπτικών τυράννων. Και τώρα ακόμη αυτό κάνει…

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Η NASA θα στείλει άλλα δύο ελικόπτερα στον Άρη

H NASA θα στείλει άλλα δύο μίνι ελικόπτερα στον Άρη, στο πλαίσιο της προσπάθειας να φέρει πετρώματα και δείγματα από το έδαφος του «κόκκινου πλανήτη».

Με βάση το σχέδιο, το ρόβερ Perseverance θα έχει το «καθήκον» να μεταφέρει τα πετρώματα που έχει συλλέξει στον πύραυλο με τον οποίο θα εκτοξευθούν από τον Άρη, για να φτάσουν πίσω στη Γη σε μία δεκαετία από τώρα.

Το Perseverance έχει ήδη συλλέξει 11 δείγματα και αναμένεται να συνεχίσει. Σε περίπτωση που παρουσιάσει κάποια βλάβη, τα δύο ελικόπτερα θα αναλάβουν να μεταφέρουν τα δείγματα στον πύραυλο, αντί για το ρόβερ.

Τα ελικόπτερα θα είναι παρόμοια με το επιτυχημένο Ingenuity, που έστειλε η NASA στον Άρη μαζί με το Perseverance στις αρχές του 2021 και ήδη έχει κάνει 29 πτήσεις στον «κόκκινο πλανήτη». Το συγκεκριμένο ζυγίζει μόλις 1,8 κιλά, ενώ τα δύο νέα ελικόπτερα θα έχουν τροχούς και βραχίονες που θα μπορούν να «πιάσουν» και να μεταφέρουν τους μικρούς σωλήνες που περιέχουν τα δείγματα των πετρωμάτων από τον Άρη.

Οι εντυπωσιακές επιδόσεις του Perseverance ήταν εκείνες που έκαναν τη NASA να αλλάξει γνώμη και να μην στείλει δεύτερη ρόβερ στον Άρη, όπως σχεδίαζε, αλλά τα ελικόπτερα, ως εναλλακτική επιλογή.

Το σχέδιο είναι πιο απλό, εξήγησε ο Τζεφ Γκράμπλινγκ, επικεφαλής του προγράμματος για την επιστροφή των πετρωμάτων από τον Άρη. Κάθε ελικόπτερο θα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μεταφέρει έναν σωλήνα κάθε φορά, κάνοντας αρκετές πτήσεις.

«Είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να υπολογίζουμε στο Perseverance για τη μεταφορά τον πετρωμάτων και προσθέσαμε τα ελικόπτερα ως εναλλακτική επιλογή», δήλωσε ο Γκράμπλινγκ.

Η NASA συνεργάζεται με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος, στην αποστολή για την επιστροφή των πετρωμάτων. Αν όλα πάνε βάσει σχεδίου, έως 30 δείγματα θα εκτοξευθούν από τον Άρη το 2031 και θα φτάσουν στη Γη το 2033.

Aurélien Robert: Ο Επίκουρος στην Κόλαση, αίρεση, αθεΐα και ηδονισμός στον Μεσαίωνα.

Τίποτα δεν εμποδίσει να σκεφθούμε την ηδονή και ακριβώς αυτό προτείνει ο Aurélien Robert διευθυντής ερευνών στο Γαλλικό Ίδρυμα Ερευνών και ειδικός στην μεσαιωνική φιλοσοφία (γεν. 1977) σε ολόκληρο το βιβλίο του “Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ στην Κόλαση, αίρεση, αθεΐα και ηδονισμός τον Μεσαίωνα”. Ο ερευνητής μας προσκαλεί σε ένα μακρύ φιλοσοφικό ταξίδι επειδή δεν πρόκειται μόνο να περιγράψει ένα φιλοσοφικό σύστημα που ανάγεται στην Αρχαιότητα αλλά επίσης να καταλάβει την επανάληψη του, από την εμφάνιση του μέχρι την Αναγέννηση.

Το έργο εγγράφεται με την πρώτη σε μια μακρόχρονη προοπτική, όπως ακριβώς την προσδιόρισε ο Fernard Braudel και εδώ είναι μια από τις κυριότερες πλευρές της: κανείς πιο πριν δεν είχε βάλει αυτό το στοίχημα. Το βιβλίο του Aurélien Robert έρχεται λοιπόν να καλύψει αυτό το φιλοσοφικό και ιστοριογραφικό χάσμα.

Ο Επίκουρος έχει συζητηθεί από πολλούς συγγραφείς, αλλά οι επικούρειοι, οι ίδιοι, προορίζονται για τον 6ο κύκλο της Κολάσεως του Δάντη. Στην εισαγωγή του, σε μια κατάδυση στην Κόλαση του Δάντη, ο φιλόσοφος προετοιμάζει το έδαφος του προβληματισμού του: γιατί, ανάμεσα σε πολυάριθμους Έλληνες ή Ρωμαίους στοχαστές, οι επικούρειοι είναι οι μόνοι που στέλνονται στον έκτο κύκλο της Κολάσεως; Γιατί αντιλαμβάνονται τον Επίκουρο σαν Αιρετικό; Πως ένας φιλόσοφος που έζησε τέσσερις αιώνες πριν από τον Χριστό μπόρεσε να γίνει αρχέτυπο του εχθρού της χριστιανικής πίστης κατά τον Μεσαίωνα; Και, τελικά, η Αναγέννηση ήταν πράγματι η χρονική στιγμή της εκ νέου ανακάλυψης του Έλληνα φιλοσόφου;

Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην Αρχαιότητα. Αφού ξεκαθαρίζει συνθετικά την φιλοσοφία του δασκάλου, όπου υπενθυμίζει ότι, αντίθετα με κάποιες κοινώς παραδεδεγμένες ιδέες, ο επικουρισμός δεν έχει μεγάλη σχέση ούτε με την αθεΐα ούτε με τον ηδονισμό, ο Aurélien Robert εξηγεί ότι αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα έχει υποστεί επιθέσεις και καταδίκες για ανηθικότητα από τη στιγμή της εμφάνισης του.

Κατόπιν ερευνά την διασπορά των επικούρειων ιδεών στα άκρα της Μεσογείου, στην Ελλάδα, προφανώς, αλλά επίσης στην Αίγυπτο, στη Συρία και στη νότια Ιταλία. Δείχνει ότι τελικά στην Ανατολή οι επικούρειες σχολές έχουν περισσότερο διατηρηθεί, μέχρι την εξαφάνιση τους, ακόμη ανεξήγητη, μέσα στον 3ο αιώνα μ.Χ. Ακολουθούμε λοιπόν την πάλη ανάμεσα στις διαφορετικές κοινότητες, εβραϊκές, χριστιανικές και παγανιστικές, υπό την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δίδεται έμφαση στην δυναμική αντιπαλότητα ανάμεσα στις επικούρειες και χριστιανικές κοινότητες που βρίσκονται στις ίδιες περιοχές. Ο συγγραφέας δείχνει πως οι χριστιανοί συγγραφείς, φιλονικούν με τους παγανιστές, από τη μια μεριά, και τους αιρετικούς, από την άλλη, είχαν την τάση να τους αναμιγνύουν. Ακολουθούν πολλές εμπαθείς σελίδες για τον Justin de Naplouse ή τον Hippolite de Rome και τις προσπάθειες τους να εξομοιώσουν παγανιστές και αιρετικούς.

Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η επικούρεια αίρεση έχει οριστικά παγώσει στη διάρκεια του 5ου αιώνα μ. Χ., δηλαδή σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν πλέον οι επικούρειες σχολές από πολύ πιο πριν. Και όμως: όπως υπογραμμίζει ο Jean-Claude Schmitt στο γνωστό του βιβλίο, Ο Θάνατος μιας αίρεσης, οι κατηγορίες για αίρεση που διατυπώθηκαν κατά το τέλος της Αρχαιότητας από τους Πατέρες της Εκκλησίας είχαν γίνει δεκτές όπως ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Ο φιλόσοφος δίνει νέα απόδειξη πρωτοτυπίας στο δεύτερο μέρος της μελέτης του, χρησιμοποιώντας όχι κοινή μετατόπιση, που μαρτυρά στέρεη πολυμάθεια. Εάν καταδύεται στην χριστιανική πρόσληψη του Επίκουρου, ερευνά εξίσου τις εβραϊκές και ισλαμικές παραδόσεις της ύστερης Αρχαιότητας. Είναι πρώτα οι σημειώσεις για τα δυσνόητα βιβλικά κείμενα που κρατούν την προσοχή του: φαίνονται συνολικά, του Jérôme και του Lactance μέχρι του Pierre de Jean Olivi, πολύ εχθρικά προς τον Επίκουρο και η επίδραση τους γίνεται αισθητή μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα.

Στην παράδοση των ραββίνων, είναι ο όρος απίκορος, μια εβραϊκή λέξη που υποδηλώνει την αίρεση, που αποτελεί το αντικείμενο λεπτομερούς ανάλυσης. Χωρίς αμφιβολία οι απικορισίμ της Mishna (Το Mishnah ή Mishna είναι η πρώτη μεγάλη γραπτή συλλογή των εβραϊκών προφορικών παραδόσεων που είναι γνωστές ως προφορική Τορά. Είναι επίσης το πρώτο μεγάλο έργο της ραβινικής λογοτεχνίας) αναφέρουν με κάποιο τρόπο τους επικούρειους φιλοσόφους. Ξαναβρίσκουμε εξάλλου αυτή την εικόνα του επικούρειου αιρετικού κατά τον Μεσαίωνα σε συγγραφείς όπως ο Maimonide ή ο Isaac Albalag.

Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται τελικά για την ισλαμική παράδοση, κυρίως για τον al Ghazali, νομικό του 11ου αιώνα, και για τον Averroès, κατόπιν ερευνά την αντίληψη τ dahriyya (Οι Νταρίια απεικονίζονται στην Ισλαμική θεολογική λογοτεχνία ως φυσιοδίφηδες και υλιστές που αρνούνται την ύπαρξη οτιδήποτε δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις), που δείχνει γενικά μια κατηγορία απίστων.

Αλλά οι πηγές έχουν την τάση να ενώνουν αυτούς τους απίστους με τους υλιστές, όπως τους προϊσλαμικούς ποιητές Muʿallaquāt (συλλογή επτά προ-ισλαμικών αραβικών qaṣīdah s (ωδές), το καθένα θεωρείται ότι είναι καλύτερο κομμάτι του συντάκτη της. Δεδομένου ότι οι ίδιοι οι συγγραφείς συγκαταλέγονται μεταξύ των δώδεκα περίπου πιο διάσημων ποιητών του 6ου αιώνα, η επιλογή απολαμβάνει μια μοναδική θέση στην αραβική λογοτεχνία, που αντιπροσωπεύει τα καλύτερα της πρώιμης αραβικής ποίησης ), και κατά επέκταση τους επικούρειους. Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες συγκλίνουν και αντιλαμβάνονται ότι: «ο επικούρειος των χριστιανών έγινε το σύμβολο όλων των φιλοσοφικών αιρέσεων δεχόμενος μορφές κοσμολογίας χωρίς θεούς…» (σελ. 124). Παρά λοιπόν την εξαφάνιση των επικούρειων κοινοτήτων, διαπιστώνουμε την επιμονή αυτού που ο συγγραφέας αποκαλεί «αίρεση φάντασμα», την οποίαν η Εκκλησία δεν έπαψε εντούτοις να καταγγέλλει.

Το τρίτο μέρος προσεγγίζει την μεσαιωνική δαιμονοποίηση του Επίκουρου. Ο Aurélien Robert θυμίζει ότι, εκτός από την περίφημη δίκη της Ορλεάνης η οποία, το 1022, έστειλε στην πυρά δώδεκα μέλη του συμβουλίου των επισκόπων του Καθεδρικού, δεν έχουμε κανένα άλλο παράδειγμα καταδίκης για επικουρισμό. Περισσότερο από την πυρά, είναι οι φλόγες της κόλασης τις οποίες πρέπει να φοβάται ο επικούρειος πιστός. Με τρόπο λίγο ταχύ, ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι η μορφή του επικούρειου είναι προορισμένη να προξενεί φόβο και δεν υπάρχει τελικά παρά μόνο στο κήρυγμα. Είναι ίσως εδώ μια σχετική έλλειψη του έργου: θα θέλαμε να μάθουμε εάν αυτή η νεκρανάσταση του αιρετικού επικούρειου δεν είναι συνέπεια της βούλησης για ανάκτηση κατάστασης από την Εκκλησία και της σχετικής καταπίεσης, όπως την περιέγραψε ο Robert I. Moore ( Αιρετικοί. Αντιστάσεις και καταπίεση στην Μεσαιωνική Δύση, Βερολίνο, Παρίσι, 2012).

Από την άλλη μεριά, μια οπτική της επικούρειας αίρεσης σε σχέση με άλλες αιρέσεις, κυρίως των βαλδενσίων (το κίνημα των Βαλδένσιων ξεκίνησε τον 12ο αιώνα -περίπου τέσσερις αιώνες πριν την Μεταρρύθμιση, στις κοιλάδες των Άλπεων, στη Σαβοΐα και στο Πεδεμόντιο, όταν μία ομάδα χριστιανών επιχείρησε κατ’ αυτήν, να επιστρέψει στην αποστολική απλότητα) ή των καθαρών (καθαροί ή Αλβιγινοί ήταν το όνομα που δόθηκε σε μια θρησκευτική σέκτα με χριστιανικές ρίζες, η οποία βασιζόταν σε στοιχεία που προέρχονταν από τον Γνωστικισμό), θα είχε εκτιμηθεί αλλά χωρίς αμφιβολία αυτό είναι αντικείμενο ενός άλλου βιβλίου.

Ο Δάντης αναζήτησε να διακρίνει τον αιρετικό επικούρειο και προορισμένο για τις τιμωρίες της Κολάσεως από τον φιλόσοφο και τη θεωρία του.

Όπως και να είναι, ο φιλόσοφος εξετάζει τις κύριες πηγές της μεσαιωνικής επιχειρηματολογίας ενάντια στους επικούρειους, τις Αναγνωρίσεις του Ψευδο-Κλήμεντα της Ρώμης, τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, ή ακόμη τα κηρύγματα του Julien de Vézelay. Με τον τρόπο των άγριων Ανιχνευτών του Roberto Bolaño, που ερευνούν, στην έρημο της Σονόρα, τα χαμένα ίχνη σουρεαλιστών συγγραφέων, ο Aurélien Robert αρχίζει την έρευνα των φαντασμάτων του Επίκουρου τον 13ο αιώνα.

Μελετά πρώτα απ’ όλα μια ανώνυμη διατριβή η οποία καταγγέλλει την θηριωδία και την ασέβεια των επικούρειων, κατόπιν κάνει τη σύνδεση ανάμεσα σε αυτή τη διατριβή και στα έργα του Guibert de Tournai και του Engelbert d’ Admont, κάτι που μας δείχνει «πως ο επικούρειος του 13ου αιώνα, πρόσωπο φανταστικό για το οποίο δεν σταματάμε να λέμε ότι είναι ήδη εκεί ή έτοιμο να φτάσει, ήταν θεωρητική κατασκευή στη διασταύρωση της ερμηνείας, της θεολογίας και της φιλοσοφίας» (σελ. 157).

Τελειώνει αυτό το μέρος με μια ακριβή ανάλυση του προσώπου του Επίκουρου από τον Δάντη που καταλήγει σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: ο Φλωρεντινός φαίνεται πράγματι να δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στον αιρετικό επικούρειο, που δέχεται τις τιμωρίες της Κολάσεως, και στην προσωπικότητα του Επίκουρου, φιλοσόφου του οποίου οι θέσεις μπορούν να συζητηθούν.

Δυνατός από αυτή τη διαπίστωση, ο συγγραφέας αποδεικνύει, στο τέταρτο μέρος, ότι, πριν από τον Δάντη, πολλοί μεσαιωνικοί συγγραφείς είχαν ζητήσει, τελικά, να σώσουν το Επίκουρο από την επικούρεια αίρεση, δηλαδή να καταδικάσουν την ηδονή και τον υλισμό διατηρώντας εντελώς την ιστορική μορφή του φιλοσόφου. Αυτές οι ιδέες φυτρώνουν στον Abélard αλλά τις βρίσκουμε εξίσου στον Guillaume de Malmesbury ή στον Jean de Salisbury. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διακρίνουμε καθαρά προσπάθειες διάκρισης ανάμεσα σε μια λαϊκή μορφή του επικούρειου και σε αυτή του ίδιου του Επίκουρου. Ο συγγραφέας εξετάζει στη συνέχεια το φιλολογικό είδος των βίων του φιλοσόφου και δείχνει, στηριζόμενος στον Pétrarque και τον Giovani Colonna ότι, αντίθετα με τις κοινά αποδεκτές ιδέες, η μορφή του Επίκουρου είναι εκ νέου το αντικείμενο ισχυρών καταδικών κατά την Αναγέννηση.

Είναι πράγματι σε όλη την επικούρεια ανάλυση της επιθυμίας που θα παρακολουθήσουμε μια πραγματική αποκατάσταση του Επίκουρου, κάτι που είναι το αντικείμενο ενός πέμπτου και τελευταίου μέρους. Εκεί βρίσκουμε κατ’ αρχήν μια ακριβή σύγκριση ανάμεσα στο σύστημα του Επίκουρου και του Αριστοτέλη και τα σημεία της σύγκλισης τους κατόπιν στοιχεία για την πρόσληψη του Επίκουρου στο Βυζάντιο. Κατόπιν ένα κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην άποψη του για την σεξουαλική ηδονή και στις κριτικές οι οποίες του έγιναν γι’ αυτό, από τον Galien μέχρι τον Pietro d’ Abano. Ο Aurélien Robert αφιερώνει ένα τελευταίο κεφάλαιο στην πρόσληψη, στην Αναγέννηση, του Έλληνα φιλοσόφου του οποίου ερευνά την «εκ νέου ανακάλυψη». Όπως έχει δείξει σε όλη την ανάλυση του βιβλίου του, η εργασία της αξιολόγησης του επικουρισμού είχε ολοκληρωθεί, πολύ πριν ο Poggio Bracciolini να ανακαλύψει εκ νέου το De Natura Rerum του Λουκρήτιου το 1417. Τελικά, ο ερευνητής αποδεικνύει ότι οι συγγραφείς της Αναγέννησης ήταν πολύ λιγότερο ευαίσθητοι στην επικουρισμό απ’ όσο πιστεύουμε, τόσο τους απωθούσε ο υλισμός του.

Στο τέλος αυτής της πορείας μέσα στην επικούρεια παράδοση, ο συγγραφέας καταλήγει σε σημαντικά συμπεράσματα: όχι μόνο η εκ νέου ανακάλυψη του Επίκουρου στην Αναγέννηση είναι μύθος, αλλά κυρίως ο Μεσαίωνας δεν έκρυψε τον Έλληνα φιλόσοφο, εντελώς το αντίθετο. Βεβαίως, η φαντασιακή εικόνα του αιρετικού επικούρειου, που κληρονομήθηκε από την Αρχαιότητα, μεταφέρθηκε σημαντικά από το κήρυγμα, αλλά η προσωπικότητα του Επίκουρου και ορισμένα στοιχεία της ηθικής του προκαλούσαν πάντοτε τον θαυμασμό. Πέραν από το γεγονός ότι κάλυψε ένα απίστευτο ιστοριογραφικό κενό, ο Aurélien Robert, μέσα από την κριτική του για τον Stephen Greenblatt (Quattrocento, Flammarion, 2013) θέτει εκ νέου υπό εξέταση αυτό που ονομάζει «μύθο της ουμανιστικής επανάστασης της Αναγέννησης». Κάνοντας αυτό, εγγράφεται, στο πλευρό άλλων, όπως ο Martin Aurell στο βιβλίο του Χριστιανοί ενάντια στις Σταυροφορίες ( Fayard 2013), σε μια επιχείρηση εκ νέου ανάγνωσης ενός Μεσαίωνα πολύ πιο ανοικτού και πολύ πιο πολλαπλού απ’ όσο γενικά πιστεύουμε. Αυτά δεν είναι εδώ οι μόνες αξίες αυτού του έργου. Ανοίγει πράγματι νέες προοπτικές.

Περιμένουμε κυρίως με ανυπομονησία μια συγκριτική έρευνα του φιλοσόφου και του Μωάμεθ. Πράγματι, διαπιστώνουμε εύκολα στην περιγραφή του αιρετικού επικούρειου συγκλίσεις με τον μαύρο μύθο του προφήτη, που και ο ίδιος έχει χαρακτηρισθεί από την κτηνωδία του και την ασέβεια του. Σημειώνουμε εντούτοις αμέσως διαφορές: ορισμένοι μεσαιωνικοί συγγραφείς δεν διστάζουν να επικαλεστούν το ισλάμ για να ασκήσουν καλύτερη κριτική στον επικούρειο υλισμό. Σε αυτή την περίοδο φαίνεται, αυτό το «επικούρειο γουρούνι» ανησυχεί πολύ περισσότερο από τον «άπιστο σκύλο».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.93–94

Η συνεισφορά του Δημοσθένη στη σωτηρία του Βυζαντίου και της Χερσονήσου

Ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον πολιτικό του αντίπαλο, τον Αισχίνη, (βλ. σχετικά ΔΗΜ 18.1–7) ως μίσθαρνο όργανο των Μακεδόνων, ενώ στη συνέχεια επιχείρησε να ανασκευάσει τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, προβάλλοντας τη δική του προσφορά στην πολιτική ζωή της πόλης. Συνεχίζοντας επικαλέστηκε τα ψηφίσματα με τα οποία οι κάτοικοι δύο περιοχών με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, του Βυζαντίου και της Χερσονήσου, τίμησαν με στεφάνους τον δήμο των Αθηναίων ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την συνεισφορά της Αθήνας στην αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου.


[93] Οὐκοῦν οὐ μόνον τὸ Χερρόνησον καὶ Βυζάντιον σῶσαι,
οὐδὲ τὸ κωλῦσαι τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ Φιλίππῳ γενέσθαι
τότε, οὐδὲ τὸ τιμᾶσθαι τὴν πόλιν ἐκ τούτων ἡ προαίρεσις
ἡ ἐμὴ καὶ ἡ πολιτεία διεπράξατο, ἀλλὰ καὶ πᾶσιν ἔδειξεν
ἀνθρώποις τήν τε τῆς πόλεως καλοκἀγαθίαν καὶ τὴν Φι-
λίππου κακίαν. ὁ μὲν γὰρ σύμμαχος ὢν τοῖς Βυζαντίοις
πολιορκῶν αὐτοὺς ἑωρᾶθ’ ὑπὸ πάντων, οὗ τί γένοιτ’ ἂν
αἴσχιον ἢ μιαρώτερον; [94] ὑμεῖς δ’, οἱ καὶ μεμψάμενοι πολλὰ
καὶ δίκαι’ ἂν ἐκείνοις εἰκότως περὶ ὧν ἠγνωμονήκεσαν εἰς
ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, οὐ μόνον οὐ μνησικα-
κοῦντες οὐδὲ προϊέμενοι τοὺς ἀδικουμένους ἀλλὰ καὶ σῴ-
ζοντες ἐφαίνεσθε, ἐξ ὧν δόξαν, εὔνοιαν παρὰ πάντων
ἐκτᾶσθε. καὶ μὴν ὅτι μὲν πολλοὺς ἐστεφανώκατ’ ἤδη τῶν
πολιτευομένων ἅπαντες ἴσασι· δι’ ὅντινα δ’ ἄλλον ἡ πόλις
ἐστεφάνωται, σύμβουλον λέγω καὶ ῥήτορα, πλὴν δι’ ἐμέ,
οὐδ’ ἂν εἷς εἰπεῖν ἔχοι.

***
[93] Η ιδική μου συνεπώς μέθοδος ενεργείας, και η πολιτεία κατώρθωσε όχι μόνον να σώση την Χερρόνησον και το Βυζάντιον, ουδέ ημπόδισε τότε τον Φίλιππον να υποδουλώση τον Ελλήσποντον, ουδέ να τιμάται ένεκα τούτων η πόλις, αλλά και έδειξεν εις όλους τους ανθρώπους, και την μεγαλοψυχίαν της πόλεως, και την κακοήθειαν του Φιλίππου. Διότι, αυτός μεν, αν και ήτο σύμμαχος των Βυζαντίων, εβλέπετο από όλους να τους πολιορκή, αισχρότερον και μιαρώτερον του οποίου, τι ημπορούσε να γίνη;

[94] Σεις δε, καίτοι ευλόγως θα ηδύνασθε να μέμφεσθε αυτούς, διά πολλά και δίκαια, διά των οποίων έχουν φανή αγνώμονες εναντίον σας κατά τους προηγουμένους χρόνους, εδείξατε όχι μόνον, ότι δεν μνησικακείτε, ουδέ ότι εγκαταλείπετε τους αδικουμένους, αλλά και τους σώζετε, εκ των οποίων δόξαν και εύνοιαν παρά πάντων απεκτούσατε. Και βεβαίως, ότι μεν έχετε στεφανώσει πολλούς εκ των πολιτευομένων, όλοι γνωρίζουν, κανείς όμως δεν θα ηδύνατο να ισχυρισθή, ότι η πόλις εστεφανώθη, χάρις εις οιονδήποτε άλλον, σύμβουλον ή ρήτορα εννοώ, εκτός εμού.