Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Το μυαλό είναι η συνείδησή σας είναι εσείς


Τι είναι το Μυαλό; Ποτέ αυτός ο όρος δεν ήταν τόσο κακομεταχειρισμένος, τόσο λίγο κατανοητός.
Πληροφορούμαστε έγκυρα ότι το Μυαλό είναι η ικανότητα της σκέψης, η πνευματική αρχή ή η συνείδηση στον άνθρωπο: πρόθεση, σκοπός, κλίση, επιθυμία, σκέψη, γνώμη, μνήμη, μνημονικό, διάθεση. Είναι επίσης κάτι άλλο πολύ με πολύ μεγαλύτερη σημασία. Το μυαλό είναι η συνείδησή σας. Είναι εσείς.

Αμέσως μόλις συλλάβετε την ιδέα, θα αντιληφθείτε ότι είναι η ακαταμάχητη και απλή αλήθεια - γιατί μόνο ο πολύ πρωτόγονος άνθρωπος φαντάζεται ότι το σώμα του είναι αυτός ο ίδιος.
Ακόμη και στα πρώτα παιδικά χρόνια, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε συναίσθηση ότι κατοικούμε στα σώματά μας και ότι αυτά είναι τα όργανα της θέλησης και των επιθυμιών μας. Το μυαλό είναι η συνείδησή σας. Το μυαλό είστε εσείς.
Αλλά εσείς είστε μέρος της Παγκόσμιας Συνείδησης, του Παγκόσμιου Μυαλού με το οποίο και στο οποίο ζούμε.
Ο διακεκριμένος Γάλλος Επιστήμονας, Μ. Γκουπίλ, γράφοντας σε ένα όχι λιγότερο περίφημο αστρονόμο, το έθεσε πολύ καθαρά.
«Πάρε μια χούφτα από τον ωκεανό και θα έχεις νερό. Πάρε μια χούφτα από την ατμόσφαιρα και θα έχεις αέρα. Μ' αυτό τον τρόπο το ερμηνεύω. Να γιατί το Μυαλό είναι πάντα παρόν, έτοιμο να ανταποκριθεί όταν βρίσκει οπουδήποτε ένα κίνητρο που το παρακινεί και ένα οργανισμό που του επιτρέπει να εκδηλώνεται».
Πώς μπορείτε να αναπτύξετε το Μυαλό σας - πώς μπορείτε να μάθετε να χρησιμοποιείτε τη δύναμη που υποβόσκει σε κάθε φυσιολογική ανθρώπινη ύπαρξη; Βασιστείτε στον εαυτό σας και μάθετε να χρησιμοποιείτε την κρίση σας σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής σας.
Έχετε ελεύθερη βούληση και ελευθερία εκλογής, και αν δεν τις εξασκείτε, η ευθύνη είναι δική σας - και δεν μπορείτε να την αποφύγετε. Συνειδητοποιείστε τη δύναμη του Μυαλού σας, όσο μικρή και αν είναι, και αρχίστε να τη χρησιμοποιείτε συνειδητά και σταθερά, δίχως να χρονοτριβείτε.
Η δύναμη του Μυαλού σας είναι μια αληθινή και πραγματική δύναμη, όπως η δύναμη του χεριού σας. Αυτό που απεικονίζει το μυαλό σας καθαρά, και που απαιτεί η θέλησή σας δυνατά και ακούραστα, μπορείτε να το φέρετε κοντά σας και να το κάνετε δικό σας, αργά ή γρήγορα.
Κανένα επιχείρημα δεν χρειάζεται για να σας πείσει για την ακρίβεια αυτού του ισχυρισμού, γιατί μπορείτε να τον δείτε να λειτουργεί συνεχώς και ακριβώς γύρω σας, σε όλη τη ζωή σας.
Καθετί που έχει κάνει ο άνθρωπος για τη χρήση του, την ευκολία του ή την ευχαρίστησή του, υπήρξε σε σκέψη πριν γίνει πραγματικότητα! Κάποιος έκανε μια νοερή εικόνα του μεταφορικού μέσου με το οποίο ταξιδεύετε, του σπιτιού όπου ζείτε, της πένας με την οποία γράφετε, ακόμη και των ίδιων των ρούχων που φοράτε, πριν αυτά γίνουν πραγματικότητες.
Η δύναμη της θέλησης κάποιου μεταφέρθηκε για να στηρίξει εκείνες τις σκέψεις-εικόνες, και αυτές αναπτύχθηκαν σε πραγματικότητες. Μπορείτε να κάνετε το ίδιο, αν είστε αποφασισμένος και επίμονος. Υπήρξε ποτέ δυνατότερη ή πιο ακατάπαυστη απαίτηση από εκείνη που είχε η ανθρωπότητα για να βρει τη δύναμη να πετάξει;
Υπήρξε ποτέ επιθυμία που χλευάστηκε και εμπαίχτηκε πιο αλύπητα από αυτή; Κι όμως, αυτή η απαίτηση βρήκε ανταπόκριση, και ένας τύπος που πειραματίζεται κάνοντας περιστροφές στον αέρα, ή οδηγώντας με ξέπνοη ταχύτητα ανάμεσα στα σύννεφα το ηλιοβασίλεμα, δεν τραβά περισσότερο την προσοχή από εκείνον που παίζει ανέμελα με τα κύματα της θάλασσας, όπως είχαν κάνει οι πρόγονοι του πριν απ' αυτόν, αιώνες και αιώνες.
Ο άνθρωπος είναι ένα πολύ πιο θαυμάσιο και πολύπλοκο δημιούργημα απ' όσο φανταζόταν ότι ήταν πριν από λίγα χρόνια. Είστε πολύ πιο αξιοθαύμαστος από όσο ίσως φαντάζεστε ότι είστε τώρα. Μπορείτε να καταλάβετε και να αντιληφθείτε τις πέντε αισθήσεις σας.
Προσπαθήστε να συνειδητοποιήσετε τη δύναμη του Μυαλού σας. Εκείνος ο μεγάλος ερευνητής των ψυχικών φαινομένων, ο Myers, γράφει στην Ανθρώπινη Προσωπικότητα: «Η ιατρική παρατήρηση (Felida, Alma), αποδείχνει ότι υπάρχει μέσα μας μια βασική υπερφυσική ικανότητα, κάτι που πιθανόν μας είναι άχρηστο, αλλά που δείχνει την ύπαρξη κάτω από το επίπεδο της συνείδησης μας, ενός αποθέματος άδηλων ανυποψίαστων δυνάμεων του Μυαλού. Ένα απόθεμα άδηλων ανυποψίαστων ικανοτήτων - ένα απόθεμα από άδηλες δυνάμεις του Μυαλού.
«Το σύμπαν είναι ένας μεγάλος οργανισμός που ελέγχεται από ένα δυναμισμό της ψυχικής τάξης. Το μυαλό λάμπει μέσα από κάθε του άτομο. Το περιβάλλον της ατμόσφαιρας είναι ψυχικό. Υπάρχει Μυαλό σε όλα,-όχι μόνο στην ανθρώπινη και στην έμβια ζωή, αλλά στα φυτά, στα ορυκτά, στο διάστημα». -Μυστηριώδεις Ψυχικές Δυνάμεις: Camille Flammarion.
Καθετί που χρειάζεται ο άνθρωπος για την ευτυχία του και την ευημερία του είναι μέσα στα όριά του, και οι «άδηλες ανυποψίαστες ικανότητές» του, όταν αναπτυχθούν και χρησιμοποιηθούν μόνιμα, θα τον κάνουν πιο συνειδητά κύριο της μοίρας του απ' όσο είναι τώρα.
Καταλάβετε το Μυαλό σας - αντιληφθείτε τη συνείδηση σας. Μετά, επιλέξτε σοφά, συγκεντρώστε το Μυαλό σας σταθερά και δυνατά πάνω σ' αυτό που έχετε επιλέξει, ώσπου να το έχετε κάνει δικό σας.
Το να συγκεντρωθείτε σημαίνει απλά να σταθεροποιήσετε το Μυαλό σας για ωφέλιμη χρήση ακριβώς όπως ένας έμπειρος εργάτης θα σταθεροποιούσε το χέρι του για κάποια εργασία. Εφόσον τα πλούτη είναι το μέσο για να αγοράζουμε σχεδόν καθετί για τη διευκόλυνση του κορμιού και την ευχαρίστηση των αισθήσεων, ο περισσότερος κόσμος τα καθιστά την πρώτη ζήτηση.
Είναι αλήθεια ότι «τα πλούτη δεν φέρνουν πάντα ευτυχία». Αυτοί που συγκεντρώνονται στην ιδέα του πλούτου αποκλείοντας καθετί άλλο, συνήθως τα αποκτούν - και αποδεικνύουν την αλήθεια του ρητού.
Θα μπορούσα να αναφέρω παραδείγματα πολλών χωρικών για τους οποίους εκατό ή διακόσιες λίρες αντιπροσώπευαν τα πλούτη, και που, καθορίζοντας αυτό το ποσόν ως ένα όριο, το εξασφάλιζαν με απίστευτες προσπάθειες και στερήσεις - χάνοντας ανεκτίμητη υγεία και οικογενειακή ευτυχία στην πορεία.
Και επιτυχημένους επιχειρηματίες, έρημους ανάμεσα στα πλούτη τους, στο τέλος μιας εντατικής σταδιοδρομίας - επειδή όλα είχαν πετάξει μακριά τους εκτός από τα πλούτη που δεν μπορούν να αγοράσουν τα νιάτα ή την υγεία ή την αγάπη - ή τη γαλήνη.
Επομένως, χρησιμοποιείστε την κρίση σας και διαλέξτε σοφά, όταν βάζετε τη δύναμη του Μυαλού σας σε ενέργεια. Να είστε απόλυτα σίγουροι ότι αυτό που επιθυμείτε θα είναι για το καλό σας - επειδή αν είστε ειλικρινείς και δυνατοί και επίμονοι στη χρήση αυτής της μεγάλης φυσικής δύναμής σας, πιθανότατα θα αποκτήσετε εκείνα που έχετε ονειρευτεί και που έχετε αποφασίσει να αποκτήσετε.

Θουκυδίδης - Ο ιδρυτής της επιστήμης της ιστορίας


Ο Θουκυδίδης (περίπου 460 -398 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας στρατηγός και ιστορικός, παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου
Ο Μεγάλος επιστήμων, ιστορικός, πολιτικός και στρατηγός, γεννήθηκε στον Δήμο Αλλιμούντα (Άλιμος) της Αττικής.

Ήταν γιος του Ολόρου, ο οποίος ήταν συγγενής του μεγάλου στρατηγού Μιλτιάδη. Αυτή η συγγένεια αποδεικνύεται και από το ότι όταν πέθανε, τάφηκε στο επίσημο Κιμώνειο νεκροταφείο, διότι ο πολιτικός και στρατηγός Κίμων ήταν γιος του Μιλτιάδη.
Η μητέρα του Ηγησιούλη, ήταν κόρη του Βασιλιά της Θράκης Ολόρου, από αυτήν είχε κτήματα και ορυχεία χρυσού στην Θράκη, στην θέση Σκαπτή Ύλη.
Έτυχε σπουδαίας εκπαιδεύσεως και μορφώσεως, είχε ως δασκάλους τους Φιλοσόφους και παιδαγωγούς Αναξαγόρα και Αντιφώντα. Έφηβος, ενώ παρακολουθούσε τον Ηρόδοτο να διαβάζει ένα μέρος από την ιστορία του, από την μεγάλη συγκίνησή του δάκρυσε. Ο Ηρόδοτος όταν το παρατήρησε, είπε στον πατέρα του Όλορο: «Οργά η φύσις του υιού σου προς τα μαθήματα Όλορε».
Το 430 π.Χ. που ήταν το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, έπεσε στην Αθήνα φοβερός λοιμός, που τον είχαν μεταφέρει τα πληρώματα των Αθηναϊκών πλοίων, όταν επέστρεψαν από την Πελοπόννησο. Τότε ασθένησε σοβαρά και ο Θουκυδίδης και χάρη στην λεπτομερή περιγραφή της ασθένειάς του από τον ίδιο, από την εμφάνισή της έως και την ίασή του, γνωρίζουμε σήμερα το είδος του λοιμού και την τεράστια συμφορά που επέφερε στους Αθηναίους και κατ’ επέκταση στον Ελληνισμό. Τα επόμενα χρόνια πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και ναυτικές επιχειρήσεις στον Κορινθιακό κόλπο με τον Φορμίωνα, το 428 π.Χ., στην Αιτωλία και Ακαρνανία το 426 π.Χ. με τον στρατηγό Δημοσθένη.
Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός, αυτό το αναφέρει ο ίδιος στην ιστορία του, όπου και τον έστειλαν στην Αμφίπολη της Θράκης, επειδή γνώριζε την περιοχή. Ο στρατηγός των Σπαρτιατών Βρασίδας, εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αμφίπολη και σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους και δίχως να δώσει μάχη, ειρηνικά κατέλαβε την πόλη.
Ο Θουκυδίδης βρισκόταν στην Θάσο όταν συνέβη αυτό, τον ειδοποίησε ο Φρούραρχος της Αμφίπολης Ευκλέας, έτρεξε αμέσως στην Αμφίπολη, αλλά η παράδοση είχε γίνει. Πολέμησε εναντίον περισσοτέρων Σπαρτιατών και κατόρθωσε να κρατήσει ελεύθερο το επίνειο της Αμφίπολης, Ηνιόνα.
Στην Αθήνα του απάγγειλαν κατηγορία, ότι δήθεν αυτός παρέδωσε την Αμφίπολη στον Βρασίδα, ο Θουκυδίδης κατάλαβε ότι η κατηγορία είχε γίνει από τους πολιτικούς του αντιπάλους, δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και προτίμησε να αυτοεξοριστεί, διότι η ποινή θα ήταν θάνατος. Από το 424 μέχρι το 404 π.Χ., έμεινε κυρίως στα κτήματά του στην Σκαπτή Ύλη της Θράκης. Εκεί άρχισε να γράφει την λεπτομερή ιστορία του με επιστημονική μεθοδολογία.
Οι λεπτομερείς περιγραφές και οι ακριβείς γεωγραφικές και τοπογραφικές αναφορές του, μας φανερώνουν ότι, έχοντας οικονομική ευχέρεια, ταξίδευε στα πεδία των μαχών, συγκέντρωνε και διασταύρωνε τις πληροφορίες που έγραφε για την Πελοπόννησο, την Ιωνία, την Ιταλία, την Σικελία και σε άλλα μέρη.
Το 404 π.Χ., με το τέλος του πολέμου, ο Δήμος των Αθηναίων με ψήφισμά του κατόπιν εισηγήσεως του Οικοβίου, επέτρεψε την επιστροφή όλων των εξορίστων. Ο Θουκυδίδης επανήλθε στην ταπεινωμένη και κατεστραμμένη Αθήνα. Πόσο έμεινε ακριβώς μας είναι άγνωστο, όπως το πότε και που πέθανε δεν το γνωρίζουμε ακριβώς, έχουν χαθεί αυτές οι πληροφορίες, μάλλον φαίνεται ότι πνίγηκε σε ναυάγιο.
Ο Μαρκελλίνος που έγραψε τον «Βίο του Θουκυδίδη», μας αναφέρει ότι στον τάφο του ήταν στημένο ένα «Ικρίον» (κατάρτι), έτσι συνήθιζαν να κοσμούν τους τάφους αυτών που χάνονταν στα ναυάγια.
Από τα έργα του, διέσωσε η κόρη του μόνο την ιστορία του η οποία αποτελείται από οκτώ βιβλία. Σε αυτά περιγράφει με πολλές και ακριβείς λεπτομέρειες όλα τα πολιτικά και τα στρατιωτικά γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου, από το 431 έως το 411 π.Χ., η ιστόρηση αυτών μοιάζει πολύ με τα άρθρα των σημερινών καλών πολεμικών ανταποκριτών.
Το έργο του όμως σταματάει απότομα, φταίει προφανώς ο ξαφνικός του θάνατος, που δεν του επέτρεψε να το ολοκληρώσει.
Τα υπόλοιπα χρόνια αυτού του πολέμου τα περιγράφει ο Ξενοφών στο έργο του «Ελληνικά».
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, το έργο του το παρουσίασε με σεβασμό ο Ξενοφών, ο οποίος στηρίχθηκε σε αυτό. Τον χωρισμό του έργου του σε 8 βιβλία και 900 κεφάλαια, τον έκαναν αργότερα οι Αλεξανδρινοί σοφοί της Βιβλιοθήκης, όταν αντιγράψανε το έργο του και έκαναν περισσότερα αντίγραφα.
Η χρονολόγηση που ακολουθεί ο Θουκυδίδης, είναι με τα χρόνια του πολέμου, χωρίζει τον χρόνο σε θέρος (8 μήνες) και σε χειμώνα (4 μήνες). Για μεγαλύτερη ακρίβεια χρησιμοποιεί τρεις συγχρόνως χρονολογήσεις, του Άργους, της Αθήνας και της Σπάρτης, επειδή οι αντίπαλοι δεν είχαν κοινή χρονολόγηση.
Η χρησιμοποίηση των Ολυμπιάδων, σαν χρονική σταθερά για την χρονολόγηση, έγινε για πρώτη φορά από τον Τίμαιο τον Ταυρομένιο, (η περίφημη σήμερα Ταορμίνα της Σικελίας) 346 – 250 π.Χ. από την Μεγάλη Ελλάδα.
Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός της κλασικής αρχαιότητας που χρησιμοποιεί μεθοδικά την κριτική έρευνα, την διασταύρωση και την αξιολόγηση των πληροφοριών που συγκεντρώνει. Επίσης έχει απαράμιλλη παρατηρητικότητα και πλήρη αμεροληψία, καταπνίγοντας τις προσωπικές του πολιτικές προτιμήσεις.
Είναι ο πρώτος που αντιλήφθηκε την σπουδαιότητα του οικονομικού παράγοντα για την διεξαγωγή κάθε πολέμου, όπως είναι οι εφεδρείες, τα πολεμοφόδια, καθώς επίσης το ηθικό του στρατεύματος και η ψυχολογία των πολιτών.
Πίστευε, ότι όλα τα γεγονότα έχουν ανθρώπινη αιτιολογία και σκοπό. Ο πόλεμος γίνεται είτε από την υπέρμετρη φιλοδοξία των ανθρώπων, είτε για τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η τύχη για αυτόν, δεν είναι παρά η αλληλουχία γεγονότων, τα οποία δεν έχουν προβλεφθεί πολλές φορές, που έχουν ενδοκοσμική αιτία και όχι θεϊκούς παράγοντες (εδώ αποδεικνύεται ότι ήταν και καλός φιλόσοφος και ότι, ήταν απαλλαγμένος από θρησκευτικές αγκυλώσεις, προλήψεις, προκαταλήψεις και εμμονές ).
Ο Θουκυδίδης καταγράφει λεπτομερώς τους λόγους και τις δημηγορίες των πολιτικών αρχηγών και των στρατηγών, οι οποίες εκφωνήθηκαν προς τους πολίτες και τους στρατιώτες. Αυτά είναι και τα πλέον προσεγμένα μέρη της ιστορίας του, από τα 900 κεφάλαια του έργου του τα 180 είναι δημηγορίες.
Σαν επιστήμων ιστορικός, δεν σχολιάζει και δεν δείχνει καμία προτίμηση για τα πολιτεύματα των εμπλεκομένων. Εκδηλώνεται με δημοκρατικό τρόπο, αλλά στο βάθος διακρίνει ο ερευνητής μία σοβαρότητα προς μία Αριστοκρατική Ηθική, Ιωνικής, Πυθαγόρειας, Σωκρατικής και Πλατωνικής υφής.
Ακολουθώντας τον τρόπο γραφής του μεγάλου τραγικού Αισχύλου, δημιουργεί και αυτός δικές του λέξεις «Πυργώνει ρήματα», ουδέτερα επιθέτων και μετοχών αντί για αφηρημένα ουσιαστικά. Από τον Θουκυδίδη εισάγονται πολλά νέα στοιχεία στην Τέχνη της ιστοριογραφίας, όπου σε συνδυασμό με την νηφαλιότητά του, το αντικειμενικό και απρόσωπο ύφος του, δίνουν στο έργο του απαράμιλλη αξία και τον κατατάσσουν μεταξύ των κλασικών συγγραφέων.
Συνοψίζοντας, ο Θουκυδίδης είναι ο πιο αξιόλογος ιστορικός της Αρχαίας Ελλάδας, είναι ο πρώτος που εφάρμοσε αμερόληπτα την κριτική στην ιστορική έρευνα και, αναζήτησε τις αιτίες πίσω από όλα τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία τον απασχόλησαν κατά την συγγραφή του μνημειώδους έργου του.
Δίκαια θεωρείται λοιπόν από τους ειδικούς ως ο θεμελιωτής και ιδρυτής της Επιστήμης της Ιστορίας.

Διογένης ο Λαέρτιος


Πιθανολογείται πως έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, όμως για τη ζωή του, την καταγωγή του, τη μόρφωση του, το σύνολο του έργου του, την προσωπικότητα του, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε, ενώ δεν υπάρχουν και αντίστοιχα σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, καθώς οι αρχαίοι συγγραφείς δεν δίνουν σχετικές πληροφορίες.

Βεβαιότητα δεν υπάρχει ούτε για το όνομα του αφού τα χειρόγραφα άλλες φορές δίνουν το όνομα Διογένης Λαέρτιος και άλλες Διογένης ο Λαερτιεύς. Μια εικασία περιγράφει πως το Λαέρτιος ίσως προέρχεται από κάποιον πρόγονό του που λεγόταν Διογένης Λαερτιάδης.
Τα επιχειρήματα που τοποθετούν τη ζωή του στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. έχουν να κάνουν με την διερεύνηση της σκεπτικής σχολής στο βιβλίο Θ του έργου του, έως τον διάδοχο του Σέξτο Εμπειρικό στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., όπως επίσης με την διαπίστωση ότι δεν κάνει λόγο για τον νεοπλατωνισμό.
Πάντως, σύμφωνα με τα πιο ασφαλή όρια που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν, ο Λαέρτιος δεν έζησε πριν το 200 μ.Χ. και με βάση τη μαρτυρία του Στέφανου Βυζαντίου που τον αναφέρει ως έναν αρκετά παλαιό συγγραφέα, μάλλον έζησε πολύ πριν το 500 μ.Χ. με πιθανή χρονολογία για τους περισσότερους ερευνητές τις αρχές του 3ου αιώνα.
Το έργο του
Το κυριότερο έργο του, που σώθηκε ολόκληρο, περιέχει τους βίους των αρχαίων φιλοσόφων και αποτελείται από 10 βιβλία. Είναι πιθανό για κάποιους, το έργο αυτό να κυκλοφόρησε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Συνήθως ονομάζεται Βίοι φιλοσόφων, αλλά στην πραγματικότητα έχει έναν μακροσκελή τίτλο: Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων και των εκάστη αιρέσει αρεσκόντων εν επιτόμω συναγωγή.
Στο προοίμιο του έργου του, ο συγγραφέας αναζητά την καταγωγή της φιλοσοφίας, και αναλύει τις ανατολικές επιδράσεις στους Έλληνες φιλοσόφους. Δίνει τον ορισμό της φιλοσοφίας και παρά τη μετριότητα των κριτικών και αξιολογικών στοιχείων, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη βιογραφία και τη διδασκαλία γνωστών φιλοσόφων της αρχαιότητας.
Ο ίδιος δεν προβαίνει σε κρίσεις γιατί δεν ήταν οπαδός καμιάς φιλοσοφικής σχολής ούτε είχε λάβει συστηματική φιλοσοφική παιδεία. Ήταν όμως φιλομαθής και πρέπει να είχε διαβάσει τα περισσότερα σχετικά φιλοσοφικά συγγράμματα, από τα οποία άντλησε τεράστιο υλικό γνώσεων.
Αν κάποιος θα ήθελε να βρει σε ένα μόνο αρχαίο έργο μια περίληψη των ελληνικών ηθικών συστημάτων, αναμφισβήτητα το έργο αυτό θα ήταν οι Βίοι Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου.

Το Τρισυπόστατο της Εκάτης και οι Τριαδικές Θεότητες


Θα ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικό να θεωρήσει κάποιος την αρχαία Ελληνική Μυθολογία σαν εξιστόρηση φανταστικών γεγονότων με διάφορους συμβολισμούς και, ταυτόχρονα, να αγνοήσει το επιστημονικό και μεταφυσικό μήνυμα που αυτή εκπέμπει από τα βάθη των αιώνων.

Γιατί μπορεί μεν η Ελληνική Μυθολογία να πλημμυρίζει από το φως του Ήλιου και την ανθρώπινη διάσταση των Θεών της που δεν διστάζουν να κατεβαίνουν από τον Όλυμπο, να αναμειγνύονται με τους θνητούς, να ερωτεύονται και να συναλλάσσονται όπως αυτοί, εμφορούμενοι από τα ίδια με αυτούς συναισθήματα, πολλοί όμως συμβολισμοί της Μυθολογίας, όπως ο αριθμός τρία και οι, διαφόρων εκφάνσεων τριαδικές θεότητες εκφράζουν μία βαθύτερη φιλοσοφική και υπαρξιακή αντίληψη για τη γένεση, το θάνατο και, γενικά, τη μοίρα του ανθρώπου, χωρίς ιδιαίτερες δαιμονικές ή μοιρολατρικές προλήψεις.
Έτσι και η πιο σκοτεινή θεότητα της αρχαίας Ελλάδας, η Εκάτη δεν έχει τίποτα κοινό με τα ξωτικά της Αγγγλοσαξωνικής μυθολογίας ή τους μυθικούς δαίμονες της Μεσοποταμίας, όπως την πρωτόπλαστη Lilith της Kabbale και του Talmud.
Η Εκάτη ήταν κόρη Τιτάνων (του Πέρση και της Αστερίας), προϋπήρχε των Θεών του Ολύμπου και κυριαρχούσε σε Γη, Θάλασσα και Ουρανό. Και όταν ο Ζευς αναγνωρίσθηκε Θεός των Θεών και των θνητών την τίμησε διατηρώντας όλες τις θεϊκές της δυνάμεις, όπως ο Ησίοδος μας γνωρίζει στη Θεογονία του (στ. 411-412): «η (Αστερία) δ’ υποκυσαμένη Εκάτην τέκε, την περί πάντων Ζευς Κρονίδης τίμησε».
Η Εκάτη ήταν γνήσια Ελληνική θεότητα. Προστάτευε όσους απένειμαν δικαιοσύνη, τους κυνηγούς, τους πολεμιστές, τους ψαράδες και τα κοπάδια των βοσκών, εξ’ ου και η προσωνυμία της κουροτρόφος. Είχε στενή σχέση με τον Άδη και η μυθολογία την θέλει διαμεσολαβητή της επανόδου της Περσεφόνης από τον κάτω κόσμο και της απόδοσής της στη μητέρα της Δήμητρα.
Αργότερα, στους κλασσικούς χρόνους, η θεότητα της Εκάτης αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση. Πρώτος ο Ευριπίδης στη «Μήδεια» την παρουσιάζει σαν προστάτιδα των μαγισσών άποψη, που μετά πολλούς αιώνες, μας μεταφέρει και ο W. Shakespeare στην τραγωδία του «Macbeth». Ίσως από την κλασσική αρχαιότητα και μετά, η Εκάτη «ταυτίζεται» με τη Δήμητρα (ή την Άρτεμη) και την Περσεφόνη σε μία τριαδική οντότητα, θηλυκού γένους όπως αυτές που συναντούμε σε πολλές θρησκείες.
Η ταύτιση αυτή είναι καθαρά συμβολική, δεδομένου ότι εκφράζει την επικυριαρχία των τριών θεϊκών οντοτήτων στον Ουρανό και τη Σελήνη (Εκάτη), στη Γη (Άρτεμη) και στον Άδη (Περσεφόνη). Τρεις όμως ήσαν και οι μυθικές Γοργόνες, η Σθενώ (Δύναμη), η Ευρυάλη (Θάλασσα) και η Μέδουσα (Σοφία), αλλά και οι φοβερές Ερινύες, Τισεφόνη, Αλυκτώ και Μέγαιρα, που γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού όταν αυτός ακρωτηριάσθηκε από τον Κρόνο.
Αλλά και η ίδια η Εκάτη, στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας, εμφανίζεται σαν τρισυπόστατη εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Οι προς τιμήν της εορτές, τα Εκάτεια ετελούντο σε τρίστρατα, κατά προτίμηση εκτός των πόλεων ενώ, σε μία άλλη γιορτή κάθαρσης των οικιών, τα Οξυθύμια, επικαλούντο το όνομά της για την εκδίωξη των κακών πνευμάτων. Τα αγάλματα της θεάς έφεραν, συνήθως, τρία πρόσωπα ενώ, σε άλλες εκδοχές το πρόσωπο της γυναίκας συνόδευαν ένα πρόσωπο αλόγου και ένα, λέοντα.
Ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε το 3 ως τον αριθμό του Παντός και οι Πυθαγόρειοι πίστευαν στο τριγωνικό (πρωταρχικό) σχήμα της γήινης επιφάνειας γι’ αυτό και οι Ναοί και οι Πόλεις κτίζονταν στις γωνίες ισοσκελών τριγώνων όπως, π.χ. η Ακρόπολη των Αθηνών, ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα και ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το Ορφικό Τρίπτυχο συντίθετο από τις έννοιες της Ύπαρξης, της Ζωής και της Διάνοιας ενώ στην Αλχημεία τα αιθερικά στοιχεία ήσαν τρία, το αλάτι, ο υδράργυρος και το θείο.
Το τρίμορφο και τρισυπόστατο της Εκάτης αποτελεί, ίσως, την πιο παλιά και αρχέγονη προσέγγιση του ανθρώπινου υπαρξιακού προβλήματος μέσα από τη συσχέτισή του με το Θείο και τον Θάνατο. Δεν είναι, εξάλλου τυχαία, η -με διάφορες μορφές- υιοθέτηση τριαδικών θεϊκών σχημάτων σε πολλές μεταγενέστερες θρησκείες, όπως τους αρχαίους Κέλτες, τους Βουδιστές, τους προ-Ισλάμ Άραβες, τους Ινδουιστές κ.ά.
Πολλές είναι και οι αρχαιοελληνικές τριαδικές θεότητες, είτε αμιγώς θηλυκές, όπως η Κόρη (της οποίας το όνομα θεωρείται τόσο ιερό ώστε να απαγορεύεται η προφορά του), η Δήμητρα και η Εκάτη, είτε μικτές όπως στην Αρκαδία όπου ελατρεύοντο ο Ποσειδώνας, η Δήμητρα και η άλλη κόρη τους, η Δέσποινα ή στα Καβείρια Μυστήρια όπου ελατρεύοντο ο Αξιόκερσος (Άδης), η Αξιόκερσα (Περσεφόνη) και ο Καδμίλος (Ερμής). Το δωδεκάθεο χωρίζεται ισότιμα σε 6 (3x2) θηλυκές θεότητες και 6 (3x2) αρσενικές ενώ και ήσσονος σημασίας θεότητες (Ώρες, Χάριτες, Μοίρες) αναφέρονται πάντα σε τριάδες.
Στις δύο από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμό και Ισλάμ) η Τριαδική Θεότητα καταργήθηκε πλήρως, ενώ στο Χριστιανισμό προσέλαβε τη μορφή της Αγίας Τριάδας με τις όποιες δογματικές - θεολογικές ιδιομορφίες της. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι το θηλυκό στοιχείο εξοβελίσθηκε πλήρως από τη Χριστιανική αντίληψη της θεότητας και περιορίσθηκε μόνο στην αναγνώριση της «θεοτόκου» και «παναγίας» Μητέρας του Ιησού, «αειπαρθένου» (;) και «μεσολαβήτριας» υπέρ των ανθρώπων, όχι όμως θεάς.
Μέσα από αυτή την αντίληψη δεν είναι περίεργη η δαιμονοποίηση του θηλυκού στοιχείου στα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια και το Μεσαίωνα. Ακόμα και στον W. Shakespeare, οι μάγισσες («Macbeth») είναι μάλλον (!) θηλυκές και η Εκάτη αναγνωρισμένη από όλους θεά των. Η θεά-μητέρα των αρχαίων θρησκειών υποτιμήθηκε τόσο τα χρόνια της μονοθεϊστικής-θεοκρατικής αντίληψης που θα έπρεπε να περάσουν πολλοί αιώνες για να αναγεννηθεί, έστω και μερικώς, η αρχαιοελληνική άποψη της «ισοθεΐας» των δύο φύλων μέσα από την πρόοδο και την εξέλιξη των κοινωνιών και των πολιτικών συστημάτων.
Τα νερά των ποταμών δεν γυρίζουν πίσω όσο και αν τα διέτασσε ο Κανύτ, ο βασιλιάς των Σαξώνων. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι οι δαιμονοποιήσεις δεν μπορούν να αποτελούν διαμορφωτές της ιστορίας του μέλλοντος, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Σε μία τέτοια μελλοντική κοινωνία πιστεύουμε ότι «Θεότητες» σαν την Εκάτη θα βρουν τη θέση που τους αρμόζει στο Πάνθεον της Φιλοσοφίας και της Κοινωνικής και Αισθητικής αρμονίας.

Ελληνική τέχνη - Ορισμός τραγωδίας


Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας:
«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής πράξης, με αξιόλογο περιεχόμενο. Είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή, αλλά δημιουργική κι ελεύθερη, με τάση εξιδανίκευσης.
Ο χαρακτηρισμός τέλεια δηλώνει ότι η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει σαφή αντίληψη και του συνολικού έργου και του επιμέρους. Άλλωστε η μίμηση γίνεται με λόγο ηδυσμένο (γλυκό), που έχει δηλαδή ρυθμό, μελωδία κι αρμονία.
Όμως τα στοιχεία αυτά δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση και αναφέρεται στην κίνηση των προσώπων.
Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλά, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου, τους οποίους υποδύονται. Η δράση διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική «συνίσταται στην ψυχική κίνηση των προσώπων, στην αντιθετική κίνηση των παθών, των συναισθημάτων και πιο πολύ στη σύγκρουση των προσώπων και στην πάλη των ιδεών.
Εξωτερική είναι η δράση της εισόδου και εξόδου των προσώπων στη σκηνή» (Β. Καλογεράς). Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς και η ιδιαίτερη συγκίνηση».
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από το έλεος και τον φόβο, στην κάθαρση, έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει για αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και το έλεος (συμπάθεια), αποτελούν τη χαρακτηριστική (οικεία) ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία.
Η ηδονή αυτή είναι βαθύτερη και πιο ουσιαστική από την ηδονή που προσφέρουν τα άλλα είδη της λογοτεχνίας, γιατί προέρχεται από ένα είδος τέχνης τόσο σύνθετο και ζωντανό και κυρίως από την πρόκληση του φόβου και του ελέους. Ο θεατής συμμετέχει λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα. Ανησυχεί για τη τύχη του τραγικού ήρωα και για τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένος και νιώθει συμπόνια γι’ αυτόν και τα βάσανά του.
Ο ήρωας αναξιοπαθεί και τα σωματικά του παθήματα (πάθη), που διεγείρουν στον θεατή ισχυρά συναισθήματα φόβου και ελέους, είναι πολύ πιο οδυνηρά, απ’ όσο αντέχει το αίσθημα δικαιοσύνης του θεατή, καθώς συγκρούεται συνήθως με τη Μοίρα, λόγω κάποιου λάθους (αμαρτία) και συντρίβεται.
Κατά την άποψη που επικρατεί, με την κάθαρση, που προκαλεί η τραγωδία σαν έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.

Το αίνιγμα της Σφίγγας


Το αίνιγμα της Σφίγγας.
«Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»
Αυτό ήταν το αίνιγμα που έβαζε η Σφίγγα σε όποιον περνούσε από το δρόμο της. Είναι σαφές από το μύθο. Όποιος δεν απαντά, καταδικάζεται σε θάνατο. Γκρεμίζεται στα τάρταρα της ανυπαρξίας.

Ο καιρός περνά, μα απάντηση δε μπορεί να δώσει κανείς. Πλήθος οι νεκροί που δεν γνώρισαν την αλήθεια. Κάποτε όμως περνά από εκεί κι ο Οιδίποδας, ο αληθινά σοφός.
Ο αληθινά έλλογος.
Η Σφίγγα ακούγεται σαν εσωτερική φωνή του ανθρώπινου είδους. Αναγκάζει τον άνδρα να αναρωτηθεί για το ρόλο και τη πορεία του στο κόσμο. Τον κοιτάζει στα μάτια. Απόλυτα και τρομερά. Του επιβάλλει να γνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του. Η απάντηση, για πρώτη φορά δίνεται σωστή. Είναι φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Μέσα από τον Οιδίποδα η ανθρωπότητα για πρώτη φορά συνειδητοποιεί τον ακριβή ρόλο της μέσα σε απέραντους αιώνες ανυπαρξίας. Ενδοσκοπείται. Κοιτάζει από μακριά, μα κι από κοντά τον εαυτό της, δίχως την αποπροσανατολιστική φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Καταλαβαίνει ο άνθρωπος επιτέλους.
Είναι προδιαγεγραμμένος ο κύκλος της ζωής του. Τρεις φάσεις υπάρχουν σε αυτό το κύκλο. Γέννηση, ακμή και πτώση. Φάσεις αναπόδραστες, από πριν ορισμένες. Για πρώτη φορά αποτινάσσει από επάνω του το φόβο του θανάτου, εφόσον για πρώτη φορά αποδέχεται το αναπόφευκτο, χωρίς κραυγές και δάκρυα.
Έτσι, μόνος, βλέπει καθαρά, δίχως τους παραμορφωτικούς φακούς του σήμερα του χθες και του αύριο. Έτσι παίρνει απόφαση να ζήσει για πάντα. Να νικήσει στο μεγάλο αγώνα της ύπαρξης. Και ένας είναι ο τρόπος για να μη πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος. Να ζήσει γενναία και με πάθος κάθε στιγμή της ζωής, απολαμβάνοντας τους δροσερούς χυμούς του έρωτα και περπατώντας το δρόμο της αρετής, αφήνοντας πίσω του μνημεία και ίχνη ορατά και ψηλαφητά.
«Άνθρωπον λέγεις!» απαντά ενθουσιασμένος ο Οιδίποδας. Η διαπίστωση του αυτή, όπως κάθε μεγάλη ανακάλυψη, φέρει πόνο και γνώση. Και χαρά όμως. Ο άνθρωπος γνωρίζει πια τα όρια του. Τα έχει «ορίσει». Είναι εκεί, μπροστά τους. Τα σέβεται, μα δε τα φοβάται πια. Είναι εκεί για να τα ξεπεράσει! Και η Σφίγγα, σαν άλλος εσωτερικός δαίμονας της ανθρώπινης ψυχής, που δε μπορεί άλλο να πνίγει τους ανθρώπους με το αγωνιώδες του ερωτήματος της, γκρεμίζεται στα βάραθρα του ασυνείδητου μας. Δε χάνεται ποτέ.
Οι αιώνες πέρασαν. Ο γρίφος της Σφίγγας όμως δεν άλλαξε διόλου. Γκρεμισμένη στην άβυσσο, ακόμη εξετάζει τον άνθρωπο, τις στιγμές που αυτός αποφασίζει να την ακούσει. Μοιάζει σαν να μη θυμάται πλέον την απάντηση του Οιδίποδα και τη σημασία της. Είναι γιατί από τη στιγμή που απαντήθηκε ο γρίφος, έπαψε να αποτελεί απορίας άξιον. Έπαψε να τον προβληματίζει. Έπαψε να τον εμπνέει προς το ευ διάγειν.
Το αίνιγμα της μνήμης
Κάποιοι τώρα, μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν, θυμούνται τη Σφίγγα και το φρικτό της αίνιγμα. Ανάμεσα στους μεγάλους, μεγάλοι ως άγγελοι τέτοιων μηνυμάτων στέκουν οι QUEEN. We will rock you, ένα κομμάτι που προτρέπει σε ενεργητική, θετική στάση ζωής, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της.
Αρχίζουμε λοιπόν τη ζωή μας με ενθουσιασμό, χαρά και αφέλεια, αναστατώνοντας τους γύρω μας με τις φωνές μας, χωρίς να νοιαζόμαστε, κι ας έχουμε λάσπη στο πρόσωπο μας, μόλις τώρα πλασμένοι, όχι τέλειοι, μα σίγουρα αγαπητοί.
Αργότερα, νέοι, δυνατοί και ανεξάρτητοι, να διεκδικούμε όσα μας ανήκουν, ατάραχοι με έξαψη και αίμα στο πρόσωπο μας, έτοιμοι για αγώνες, με σημαία τις ιδέες μας.
Καταλήγουμε γέροι, αδύναμοι, πένητες, ταπεινωμένοι, με λάσπη στο πρόσωπο, αυτή τη φορά της απαξίωσης και της λήθης, καταδυναστευμένοι και εντελώς παραγκωνισμένοι από τον νέο άνθρωπο που μας διαδέχεται. Και είναι ντροπή.
Όλα τα παραπάνω, συνιστούν μια αυθεντική φωνή της Σφίγγας. Το μυστήριο αυτή την φορά, είναι να αναγνωρίσει κανείς το αίνιγμα. Η απάντηση του δίνεται αυτούσια, ως παράδειγμα αποφυγής. Για όποιον είναι αρκετά γενναίος και δυνατός να την ανακαλύψει, το αίνιγμα είναι που δίνει κίνητρο, λόγο και στόχο. Δίνει έναν δρόμο για μελέτη θανάτου. Την ανακάλυψη της ζωής μπροστά στα μάτια του, γύρω του και μέσα του.
Επίλογος
Αν υπάρχει μια ελπίδα για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, είναι αυτή:
Να γνωρίσει επειγόντως ξανά τον εαυτό του, να αντιληφθεί ποιο είναι πεδίο της ζωής του και να το επαν-ορίσει όπως θέλει αυτός, μέσα στα πλαίσια που του δίνονται. Έτσι, αν και θα πεθάνει, δε θα φοβηθεί ποτέ και ο βίος του θα αποκτήσει αληθινό νόημα.
Έτσι θα ζήσει πραγματικά.

Θέμις - Προστάτιδα του δικαίου




Η Θέμις σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ανήκε στους Τιτάνες, τα παιδιά της Γαίας και του Ουρανού.
Αποτελούσε την ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της φυσικής και της ηθικής τάξης καθώς και της εθιμοτυπίας.
Η λέξη θέμις παράγεται από το ρήμα τίθημι και δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, το ισχύον. Σε πρακτικό συμβολικό επίπεδο αντιπροσωπεύει τον νόμο και την απαρασάλευτη τάξη, το θείο δίκαιο.

Ο Ησίοδος δεν θα μπορούσε διαφορετικά μια τέτοια τιτάνια αλληγορικής σημασίας θεότητα να μη τη συμπεριλάβει στους πρώτους θεούς κόρη του πρώτου θεϊκού ζεύγους του Ουρανού και της Γαίας η οποία στη συνέχεια εμφανίζεται ως η δεύτερη σύντροφος του Δία.
Ο γάμος του μαζί της σηματοδότησε, μετά την κατάποση της πρώτης του συζύγου Μήτιδος, τη σταθεροποίηση της βασιλείας του πιο δυνατού από όλους τους θεούς. Μια βασιλεία που από εκείνη τη στιγμή ήταν εγγύηση σταθερών κανόνων που ισχύουν για θνητούς και θεούς.
Η Θέμις στη μυθολογία είναι εκείνη που θεσμοθετεί. Το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό και ισχύει και για τους θεούς και είναι ανώτερο ακόμη και από τη βούλησή τους. Ως θεά είχε τρισυπόστατη εκπροσώπηση ως θεά φυσικής τάξης, θεά της ηθικής τάξης και προφήτις θεά, ιδιότητα που την κληρονόμησε από την μητέρα της Γαία.
Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω θυγατέρες της Θέμιδος ως εκπροσωπούσα τη φυσική τάξη φέρονταν οι Ώρες (= οι εποχές με το τυπικό της ακριβούς εναλλαγής των,), ως εκπροσωπούσα την ηθική τάξη φέρονταν η Ευνομία, η Δίκη, και η Ειρήνη, που αποτελούν τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας, καθώς και οι Μοίρες, (η Κλωθώ, η Λάχεση και η Άτροπος) που προσωποποιούσαν το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου και στις οποίες ο πατέρας τους Δίας τις είχε αναθέσει να διανέμουν στους ανθρώπους τα αγαθά, και τέλος ως εκπροσωπούσα την προφητεία φέρονταν οι Νύμφες καθώς και η παρθένα Αστραία, επίσης προσωποποίηση της δικαιοσύνης. Αρχικά η Θέμις έχοντας κληρονομήσει την μαντική ικανότητα από την μητέρα της αντικατέστησε εκείνη πρώτη στο Μαντείο των Δελφών.


Όταν όμως γεννήθηκε ο Απόλλωνας επέδειξε προς αυτόν ιδιαίτερη αγάπη και στοργή και σύμφωνα με τη μυθολογία αυτή πρώτη του πρόσφερε τροφή, θεωρούμενη έτσι και τροφός του Απόλλωνα παραδίδοντάς του αργότερα το εν λόγω Μαντείο.
Ο Όμηρος σύμφωνα με τα έπη του τονίζει ότι η Θέμις εκτελεί παρά τον Δία καθήκοντα κήρυκος και ότι εξ ονόματός του συγκαλούσε τα συμβούλια των ολυμπίων θεών και ότι επόπτευε την τάξη κατά τις τελετές των συμποσίων τους. Επίσης ότι αυτή κάθε φορά εξαγγέλλει τις αποφάσεις του Δία εξ ου και αποκαλούνταν "Διός θέμιστες" όπως έτσι λέγονταν οι νόμοι και οι αποφάσεις που δημιουργούσαν οι άνθρωποι κατ΄ εικόνα της δικαιοσύνης του Ολύμπου.
Με αυτές τις αντιλήψεις ο Ησίοδος έπλασε στη Θεογονία του την Θέμιδα, ως σύζυγο του Δία, αφού η ιδέα της τάξης είναι συνυπάρχουσα ιδιότητα του υπέρτατου θεού. Έτσι παρουσιάζεται η Θέμις προστάτιδα του δικαίου και της φιλοξενίας και τιμωρός κάθε παράβασης επ΄ αυτών, ιδιαίτερα κατά του Πάριδος που καταπάτησε τις αρχές, με τον Τρωικό πόλεμο που συναποφάσισε με τον Δία.
Η Θέμις προσαγορεύονταν άλλοτε Ιχναία θεά, δηλαδή θεά που αναζητεί ίχνη αδικοπραξιών, καθώς και Πανδερκής θεά εκ του γεγονότος ότι τίποτε δεν της διέφευγε. Επί του τελευταίου κάποιοι μυθογράφοι θεώρησαν την Θέμιδα κόρη του Ήλιου υπό το φως του οποίου ουδέν αποκρύπτεται.
Μάλιστα λεγόταν πως η Θέμις έβλεπε τα πάντα πριν ακόμα τα δουν οι άνθρωποι. Από αυτό κρινόταν επίσης και ως μάντης θεά.
Επ΄ αυτού ο Αισχύλος αναγνωρίζει την Θέμιδα μητέρα του προορατικού Προμηθέα. Ιερά της Θέμιδος υπήρχαν στη Θεσσαλία, Αττική, Βοιωτία και Ολυμπία.
 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ. ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ. ΟΙ ΑΘΕΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ

Οι άθεοι βγήκαν στην επίθεση- Επιστήμη και θρησκεία: δυο κόσμοι σε συνεχή σύγκρουση. Mέχρι πριν από μερικά χρόνια οι άθεοι κάθονταν ήσυχοι στη γωνιά τους και στα πανεπιστήμιά τους.

Κοιτούσαν αφ’ υψηλού τις λαοθάλασσες των πιστών και μπορεί να έκαναν καμιά μελέτη για το εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας που είχε στο επίκεντρο των αντιλήψεών της το θείο. Η πίστη, αν και διαδεδομένη, δεν ήταν γι’ αυτούς παρά μία ψευδής αντίληψη και οι τελετουργίες της δεν διέφεραν από την καθημερινή συνήθεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων να ρίχνουν το πρωί μια ματιά στα ζώδια. Οι λίγες απόπειρες εισβολής των θεϊκών «εξηγήσεων» στις επιστήμες αντιμετωπιζόταν με σηκωμένο το φρύδι και την ιστορική ρήση του Λαπλάς: «Ο Θεός είναι μια παράμετρος που δεν χρειάστηκε στις εξισώσεις μου». Αυτή η κατάσταση ήταν περισσότερο απόρροια ενός ιστορικού συμβιβασμού, ο οποίος σιωπηρά είχε επέλθει στη Δύση.
Μετά από αιώνες θρησκευτικών πολέμων, διώξεων και σφαγών, οι κληρονόμοι του Διαφωτισμού συμβιβάστηκαν με αντίτιμο την ελευθερία τους. Δεν ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, τους αρκούσε που τους επετράπη να κάνουν τη δουλειά τους. Τα πανεπιστήμια γίνονταν οάσεις ελευθερίας κι εξάλλου υπήρχε πολύς φυσικός κόσμος να ασχοληθούν για να μπλέξουν στον λαβύρινθο του μεταφυσικού. Υπήρξαν, βέβαια, διαπρύσιοι κήρυκες του αθεϊσμού, όπως ο μαθηματικός Μπέρναρντ Ράσελ ή ο φυσικός Αλμπερτ Αϊνστάιν, αλλά τα φιλοσοφικά τους δοκίμια γίνονταν κτήμα μόνον ενός μικρού κύκλου εγγραμμάτων και η πολυπλοκότητα του στοχασμού τους οριακά μπορούσε να επηρεάσει την τεράστια πελατεία κάθε θρησκευτικού δόγματος. Γενικώς, πάντως, στη Δύση η θρησκεία έγινε θέμα ταμπού. Ενώ οι άθεοι τη θεωρούσαν μια ιδεολογία σαν όλες τις άλλες, απέφευγαν να κριτικάρουν τα δόγματά της.
Και ύστερα ήλθε η 11η Σεπτεμβρίου…Ο ιστορικός συμβιβασμός της Δύσης διερράγη από την επίθεση που έγινε στο όνομα του Ισλάμ και από τους πολέμους του «σταυροφόρου» Μπους, ο οποίος, αν θυμάστε, συνομιλούσε με το Θεό. Ενάντια στις κραυγές και στους εκφοβισμούς των θρησκόληπτων κάθε δόγματος, μια μικρή ομάδα διανοουμένων αρχίζουν να υψώνουν τη φωνή τους στις αγγλοσαξονικές χώρες. Ο Τύπος τούς ονόμασε «τέσσερις ιππότες του νέου αθεϊσμού», σε αντιστοιχία με τους τέσσερις αγγέλους της Αποκάλυψης. Είναι ο Ρίτσαρντ Ντόουκινς, ο θεωρητικός της θεωρίας της εξέλιξης και συγγραφέας του βιβλίου «Το εγωιστικό Γονίδιο», ο Ντάνιελ Ντένετ, φιλόσοφος που ανακηρύχθηκε, το 2004, «ουμανιστής της χρονιάς», ο φιλόσοφος και συγγραφέας Σαμ Χάρις και ο Χίτσενς: «Και οι τρεις συνάδελφοί μου έχουν γράψει πολλά βιβλία, ασκώντας ριζική κριτική στη θρησκεία. Τους κάλεσα σπίτι μου και γίναμε επισήμως «οι τέσσερις ιππότες του αθεϊσμού», γιατί θεωρούμε πως πρέπει να δώσουμε τέλος στην επικράτηση του Θεού στον πλανήτη», λέει ο συγγραφέας στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν».
Η «αθεϊστική αντίδραση» ξεκίνησε στη Βρετανία με πρωτοβουλία της δημοσιογράφου Αριάν Σερίν. Αυτό που τα αμερικανικά ΜΜΕ ονομάζουν «επιστροφή των άθεων». Με ένα έξυπνο σλόγκαν («Μάλλον δεν υπάρχει Θεός. Σταματήστε να ανησυχείτε, λοιπόν, και ζήστε τη ζωή σας») και με αρκετά ισχυρή χρηματική υποστήριξη (οι κάθε είδους δωρεές ξεπέρασαν τις 150.000 λίρες), κατέκτησε τις δημόσιες συγκοινωνίες σε πλείστες όσες πόλεις ανά τη Γηραιά Αλβιώνα.
Μετά τη Βρετανία τη σκυτάλη πήρε η Βαρκελώνη. Θα είναι η πρώτη πόλη της καθολικής Ισπανίας, η οποία θα αντιγράψει την αμφιλεγόμενη βρετανική αθεϊστική εκστρατεία. Η Μαδρίτη, η Βαλένθια και άλλες πόλεις αναμένεται να ακολουθήσουν. Οι διοργανωτές λένε ότι με το 20% των Ισπανών να δηλώνει ότι δεν πιστεύει στον Θεό, είναι καιρός ο αθεϊσμός να γίνει ορατό φαινόμενο. «Είναι καιρός, όσοι δεν πιστεύουν να αποκαλύψουν εαυτούς και να υποστηρίξουν με υπερηφάνεια τις δικές τους πεποιθήσεις», ανακοίνωσε ο σύλλογος αθεϊστών της Καταλωνίας.
Η εκστρατεία προκάλεσε την αντίδραση της καθολικής αρχιεπισκοπής στη Βαρκελώνη. «Η πίστη στον Θεό δεν είναι πηγή ανησυχίας ούτε εμπόδιο να απολαύσεις τη ζωή», αναφέρει σε ανακοίνωσή της. Συντηρητικοί αξιωματούχοι στη Μαδρίτη και τη Βαλένθια δέχονται πιέσεις από καθολικούς παράγοντες να εμποδίσουν τη διάδοση των αθεϊστικών μηνυμάτων στους δρόμους τους. Η προώθηση της εκστρατείας και σε άλλες ισπανικές πόλεις ενδεχομένως να εξαρτηθεί από το πολιτικό χρώμα των δήμων, που είναι ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των αστικών λεωφορείων.
Η αθεϊστική εκστρατεία κάνει την εμφάνισή της τη στιγμή που η Καθολική Εκκλησία της Ισπανίας εμπλέκεται όλο και περισσότερο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Μετά την εναντίωσή της σε νόμους της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Θαπατέρο, που επιτρέπουν τον γάμο ομοφυλοφίλων, απλοποιούν τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου και μειώνουν τη σημασία της θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία, αγωνίζεται εναντίον της αλλαγής της νομοθεσίας για τις εκτρώσεις στην Ισπανία. Παρότι ισχύει ο διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, η Καθολική Εκκλησία χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση.
Την ίδια εκστρατεία προσπάθησαν να τη μιμηθούν οι αθεϊστές και στην Ιταλία. Προσπάθησαν, αλλά… δεν τα κατάφεραν! Δεν τους έλειψαν ούτε η χρηματική υποστήριξη (συγκέντρωσαν 15.000 ευρώ), ούτε το ευρηματικό σύνθημα («Η κακή είδηση είναι ότι δεν υπάρχει θεός. Η καλή, ότι δεν τον έχεις ανάγκη»).
Είχαν, μάλιστα, ορίσει ως πρώτη ημέρα κυκλοφορίας των «αθεολεωφορείων» την 4η Φεβρουαρίου, στην πόλη της Γένοβας. Παρ’ ότι, όμως, η δήμαρχος Μάρτα Βιτσέντζι τοποθετήθηκε ευμενώς απέναντι στην πρωτοβουλία, η εταιρεία IGP Decaux, που ελέγχει τις διαφημίσεις στα λεωφορεία της Γένοβας, υποχώρησε στις πιέσεις των φανατικών καθολικών. Επεσε, λοιπόν, απαγόρευση και η καμπάνια της οργάνωσης UAAR («Ενωση Αθέων, Αγνωστικιστών και Ορθολογιστών») δεν εμφανίστηκε ποτέ στην Ιταλία.
Κανένα πρόβλημα, απαντά η UAAR! Μαζεύουμε ακόμη περισσότερα λεφτά και επανερχόμαστε με ένα εντελώς αισιόδοξο σύνθημα: «Η καλή είδηση είναι ότι υπάρχουν εκατομμύρια άθεοι στην Ιταλία. Η ακόμη καλύτερη, ότι πιστεύουν στην ελευθερία της έκφρασης». Αυτό, τουλάχιστον, θα είναι δύσκολο να τους το απορρίψουν…
Και στο Χάλιφαξ του Καναδά έπεσε πάντως βαρύς ο πέλεκυς: Η οργάνωση «Humanist Canada» ήθελε να τοποθετήσει στα λεωφορεία το σλόγκαν «Μπορείς να είσαι καλός χωρίς τον Θεό», αλλά οι τοπικές αρχές έκριναν μάλλον εμπρηστική τη φράση. Και απάντησαν με ένα βροντερό «όχι».
Χίτσενς: Ένας μαχητικός άθεος
Συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Βρετανός Κρίστοφερ Χίτσενς, που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, είναι ένας μαχητικός άθεος.
Το βιβλίο του, που έχει υπότιτλο «Πώς η θρησκεία διαβρώνει τα πάντα», έχει ήδη γίνει μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Έξυπνο, γραμμένο με χιούμορ, τεκμηριωμένο, με βαθιές αναλύσεις κειμένων του Κορανίου, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έγινε ανάρπαστο. Ο Χίτσενς δεν αφήνει κανένα χώρο για συμβιβασμούς και βάλλει κατά του Θεού με όλους τους τρόπους. Γιατί τόσο μίσος; «Γιατί, για μένα, δεν υπάρχουν ημίμετρα· η θρησκεία είναι η χειρότερη επινόηση του ανθρώπου», απαντά. «Είμαι μανιώδης άθεος κι αυτό το βιβλίο μου είναι το βιβλίο μιας ολόκληρης ζωής».
Τι ακριβώς λέει ο Χίτσενς στο βιβλίο του; Επαναλαμβάνει πως η θρησκεία είναι βάρβαρη και βίαιη, πως είναι ένα δηλητήριο και υπενθυμίζει πως το Κοράνι δικαιολογεί ακόμη και τη σκλαβιά. Θεωρεί το θρησκευόμενο άτομο, παρανοϊκό και για παράδειγμα αναφέρει πως, στη Νιγηρία, οι μουσουλμάνοι αρμόδιοι απαγόρευσαν στους πιστούς να εμβολιάζουν τα παιδιά τους κατά της πολιομυελίτιδας γιατί δήθεν το εμβόλιο ήταν ένα όπλο των Αμερικανών με το οποίο θα στείρωνε τους αληθινούς πιστούς. Επίσης, καταλογίζει στους θρησκευόμενους τον πόλεμο που κάνουν κατά του ανθρώπινου σώματος και του σεξ. «Αναθρεμμένοι να περιφρονούν τη μητέρα και τις αδελφές τους, οι φανατικοί μουσουλμάνοι ενηλικιώνονται χωρίς ποτέ να έχουν κάνει μια συζήτηση, χωρίς να έχουν μια κανονική σχέση με μια γυναίκα». Η σεξουαλική εμμονή των θρησκειών εκνευρίζει πολύ τον συγγραφέα: «Το Κοράνι -λέει στο περιοδικό «Μαριάν»- με κάνει να γελάω με όλες αυτές τις ατελείωτες σεξουαλικές απαγορεύσεις αλλά και την υπόσχεσή του για ένα άγριο όργιο στη μέλλουσα ζωή».
Ορισμένοι ωστόσο βλέπουν κάποια από τα επιχειρήματα του Χίτσενς με κριτική ματιά. Σύμφωνα με αυτούς, ο Βρετανός συγγραφέας έχει εμμονή με την κυριολεκτική ερμηνεία των ιερών κειμένων που χρησιμοποιούν οι φανατικοί. Λησμονεί τους μετριοπαθείς και δεν λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη των λαών. «Ολοι οι μύθοι της δημιουργίας του κόσμου είναι ψεύτικοι», γράφει ο Χίτσενς, ο οποίος πιστεύει στην αιώνια σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και αυτό γιατί, όπως πολλοί από τους συμπατριώτες του, εξακολουθεί να ερμηνεύει κατά λέξη τα θρησκευτικά κείμενα και αρνείται τον χαρακτήρα του μύθου και των συμβόλων που περιλαμβάνουν. Έτσι, αυτός ο αθεϊστικός πόλεμος, άλλοτε ευχάριστος και άλλοτε απογοητευτικός, έχει ως αποτέλεσμα να παραχωρεί στη θρησκεία μια ηγεμονία που στην πραγματικότητα δεν έχει.
Τι ζητά τελικά ο Χίτσενς; Μα να τον αφήσουν ήσυχο, αυτό τον έντιμο άνθρωπο και ορθολογιστή, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζεται, γιατί «οι φανατικοί θρησκευόμενοι δεν ησυχάζουν αν δεν καταφέρουν να γονατίσουν όλο τον κόσμο».

Βιβλιογραφία
-Sam Harris, «Επιστολή προς ένα Χριστιανικό έθνος», εκδ. Κέδρος
-Michel Onfray, «Πραγματεία περί αθεολογίας», εκδ. Εξάντας
-Bernarnd Russell, «Κείμενα για την θρησκεία», εκδ. Scripta
Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη, εκδ. Κάτοπτρο
Cristopher Hichens, Ο Θεός δεν είναι μeγάλος, εκδ. Scrpta

Βαφτισμένοι καθημερινά μέσα στην κολυμπήθρα της θρησκευτικής υποκρισίας

Η αργοπορία της χώρας της Ρωμιοσύνης, πάνω στο μονοπάτι του Διαφωτισμού,  δεν οφείλεται τόσο στους θρήσκους. Οφείλεται περισσότερο στην πλειονότητα  των Ρωμιών που παίζουν ανάμεσα από τους θρήσκους και τους άθρησκους. Στούς  Ναιαλλαέλληνες (από το ναι μεν αλλά). «Να, ξέρεις εγώ δεν είμαι θρήσκος αλλά…». «Δεν θέλω να στενοχωρήσω τους γονείς μου γι’ αυτό…».
Αλλά και οι περισσότεροι άθρησκοι δεν πάνε παραπίσω. Λίγα πράγματα καταλαβαίνουν από την ζημιά που εξακολουθεί να κάνει η θρησκεία στα παιδιά τους και σ΄ολόκληρη την χώρα. Για τον λόγο αυτόν φέρονται πολύ μαλθακά απέναντι στο θρησκευτικό χτικιό.

Η θρησκεία και τα κλισέ
Αν κάτι γίνεται πιο ενοχλητικό και από τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, είναι τα κλισέ τόσο των θρήσκων, όσο και των άθρησκων. Πάμε να τα πάρουμε από την αρχή:
Έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα, και μεγάλη μάζα κόσμου ξεκινάει την νηστεία. Άντε να πεις οι γιαγιάδες και οι παππούδες έτσι έμαθαν έτσι κάνουν. Οι νεότεροι όμως συνεχίζουν μια υποκριτική παράδοση και αναπαράγουν την συνολική λαϊκή ηλιθιότητα. Το κάνουν όμως παραθέτοντας συχνά μια κλισέ δικαιολογία: «δεν το κάνω για θρησκευτικούς λόγους, για αποτοξίνωση το κάνω». Κόψε τις δικαιολογίες, είσαι απλά η γιαγιά σου σε πιο νέο σώμα και το γεγονός ότι έχεις smartphone δεν σε κάνει σύγχρονο άνθρωπο.
«Δεν πηγαίνω στην εκκλησία, πηγαίνω μόνο στην Ανάσταση για το έθιμο». Αν παραδεχόσουν τουλάχιστον ότι πηγαίνεις στην εκκλησία για να δεις κανένα ωραίο πρόσωπο θα ήσουν ειλικρινής. Δεν πηγαίνεις στην εκκλησία για το έθιμο, άλλωστε δεν μπαίνεις μέσα, περιμένεις να πάει 12 να πει ο παπάς ό,τι έχει να πει, να ανάψεις την λαμπάδα σου και να πας για μαγειρίτσα. Κανένα έθιμο δεν σε ενδιαφέρει, μόνο η κοπελίτσα από το διπλανό στενό που έσκασε με ένα κοντό φορεματάκι στην εκκλησία.

Λες ότι δεν πιστεύεις ιδιαίτερα και δεν είσαι σαν αυτούς τους φανατικούς. Πιστεύεις με έναν δικό σου τρόπο. Μάλιστα κάπου άκουσες και σου φάνηκε ψαγμένο το «όλοι κάπου πιστεύουμε, σε κάτι δικό μας» και το επαναλαμβάνεις κάθε φορά που ακολουθείς το αναχρονιστικό τελετουργικό μιας σάπιας, εκκοσμικευμένης εξουσίας την οποία πληρώνεις αδρά.
«Σημασία έχει να κάνεις καλές πράξεις», επαναλαμβάνεις άλλες φορές. Λίγο μετά παρκάρεις το αμάξι σου στη ράμπα των ανάπηρων, ρουφιανεύεις τον συνάδελφό σου, κλέβεις τον ανυποψίαστο πελάτη του μαγαζιού σου, κυνηγάς κανέναν πακιστανό και ψηφίζεις νεοναζί.
«Το νόημα των ημερών είναι η αγάπη». Άλλη μια συνηθισμένη βλακεία. Ας υποθέσουμε για την οικονομία της συζήτησης ότι υπάρχει ένα είδος συναισθήματος, η αγάπη, που με μεταφυσικό τρόπο μπορεί να φωλιάσει στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παρά το γεγονός ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί η εκμετάλλευση και οι διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Που είδες εσύ ρε πιστέ την αγάπη να έχει σχέση με τη θρησκεία σου; Στους πολέμους που έγιναν στο όνομα της; Στα γεμάτα μίσος κηρύγματα των παλιών και σύγχρονων εκπροσώπων της; Στα γεμάτα μίσος βλέμματα των φανατικών οπαδών της; Θα μου πεις ότι την αγάπη την δίδαξε ο Χριστός που ήταν καλός και αγαθός. Ψέμα! Ο Χριστός δίδαξε την υποταγή, δίδαξε την αποδοχή της εκμετάλλευσης, την νομιμοποίηση της βίας του ισχυρού με αντίτιμο την εγωιστική αιώνια σωτηρία. Καμία αγάπη δεν δίδαξε. Και στην τελική αν θέλεις να αγαπάς κάποιον δεν σε εμποδίζει κανείς. Μπορείς να το κάνεις και χωρίς να επικαλείσαι κάποια θρησκεία.
«Σε μια δύσκολη στιγμή όμως, λες Θεέ μου βοήθησέ με, άρα πιστεύεις». Ναι, και επίσης αν βάλει καμιά γκολάρα ο Μέσι λες «τι έκανε ο πούστης». Λες να νομίζει κανείς ότι ο Μέσι είναι ομοφυλόφιλος; Επίσης αν σε ότι λέμε κρύβεται μια υπόρρητη απόδειξη της ύπαρξης του θεού τότε εξήγησε μου τι ακριβώς μπορεί να αποδεικνύει το lol, c u, bb;
Αυτά κι άλλα πολλά σε έχουν κάνει ένα άθλιο υποταγμένο υποκείμενο. Αποδέχεσαι από τη θρησκεία ό,τι χρειάζεσαι για να δικαιολογήσεις την θέση σου, για να μην αισθάνεσαι τύψεις για την αθλιότητά σου. Για παράδειγμα αποδεχόμενος την πατριαρχική δομή της θρησκείας πιστεύεις –ακόμα κι αν δεν το δείχνεις πάντα- στην ανωτερότητα του άνδρα, γίνεσαι εύκολα σεξιστής, φαλλοκράτης ή υποταγμένη γυναίκα. Αποδέχεσαι την μοιρολατρία ότι «έτσι έχουν τα πράγματα» ή «αν θέλει ο θεός θα γίνει κάτι καλό και για εμάς», αντιμετωπίζοντας εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ως αντικείμενο και όχι ως άνθρωπο. Εσύ που μια μέρα κάθε χρόνο πηγαίνεις στον επιτάφιο και όλες τις υπόλοιπες αναρωτιέσαι τι θα αλλάξει αν βγεις στο δρόμο.
Όμως και εμείς οι άθεοι και άθρησκοι έχουμε τα κλισέ μας. «Σέβομαι το θρησκευτικό συναίσθημα του άλλου…». Τι ακριβώς να σεβαστώ όταν γνωρίζω ή όταν θα έπρεπε να γνωρίζω πως και γιατί έχει καλλιεργηθεί αυτό το συναίσθημα; Δεν γεννήθηκε ποτέ κανένας άνθρωπος με το κουσούρι του θρησκευτικού συναισθήματος. Αυτό του το εγχάραξε μια συγκεκριμένη κοινωνία που τον θέλει υποταγμένο. Μια κοινωνία που θέλει τον άνθρωπο να υποτάσσεται στους νόμους της καθ’ εικόνα και καθ’ομοίωση της υποταγής στον θεό. Τον εκπαίδευσε αυτή η κοινωνία με τα κατηχητικά της, τα υποχρεωτικά θρησκευτικά, τον προσηλυτισμό, το πάντα υψηλό κοινωνικό στάτους που απολάμβαναν οι παπάδες, τα ήθη και τα έθιμά της, αλλά κυρίως με την καλλιέργεια της αντίληψης ότι είσαι δούλος και όσο πιο δούλος είσαι τόσο το καλύτερο.
Ωστόσο το να αποδεχτείς την αιτιολόγηση ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν δεν φταίνε αλλά το κάνουν από συνήθεια, γιατί έτσι έμαθαν ή γιατί είναι ανίκανοι να σκεφτούν πέρα από το προφανές δεν είναι παρά μια ακόμα χαζή δικαιολογία. Και ο φασίστας έγινε φασίστας για κοινωνικούς ή ψυχολογικούς λόγους. Μπορείς να τον δικαιολογήσεις; Και αυτός που κακοποιεί την γυναίκα του τα παιδιά του ή τον σκύλο του κάποια δικαιολογία θα βρει.
Αυτή η ευκολία με την οποία αποδεχόμαστε την βλακεία, μπορεί να μας δίνει την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας, αφού εμείς κατανοούμε κάτι που οι φτωχοί τω πνεύματι δεν μπορούν να κατανοήσουν, αλλά μας στερεί την δυνατότητα να τους αντιμετωπίσουμε ως κανονικούς ανθρώπους. Οπότε ας μην τρομάζουμε από την παντελή αδυναμία τους να συμπεριφερθούν ως κανονικοί άνθρωποι.

Ποίμνιο, ποιμένες και…«ιερά» ποιμνιοστάσια

Δέον και ιδεώδες είναι να γνωρίζουν οι άνθρωποι τι πιστεύουν, γιατί τότε είναι νοήμονες και ως νοήμονες και ευφυείς λειτουργούν και αναπτύσσουν πολιτεία νοημόνων και ευφυών. Όσο περισσότερο γνωρίζουν, τόσο περισσότερο αναπτυγμένη είναι η κοινωνία. Η αμάθεια γεννάει πνευματική φτώχεια, καθυστέρηση και υποβίβαση του ανθρώπου. Πάνω στην αμάθεια στηρίζεται ο σχηματισμός ποιμνίων. Γνώρισμα λοιπόν των ποιμνίων είναι η αμάθεια, η έλλειψη λογικής, η έλλειψη ευφυΐας και η κυριαρχία του ασυνειδήτου, του άμορφου συναισθήματος και η καταρράκωση της προσωπικότητας.

Περί ποιμνίων γενικώς
Από τα ποίμνια, άλλα μεν αποτελούνται από τετράποδα ζώα, άλλα δε από δίποδα. Χαρακτηριστικό αυτών είναι ότι είναι άβουλα και ως εκ τούτου χρειάζονται πάντοτε έναν υπεράνω αυτών κυρίαρχο, έναν ποιμένα. Τα τετράποδα ποίμνια, ως γνωστόν, διαβιούν σε ορισμένο τόπο, τον ποιμνιοχώρο και κοιμούνται ή αρμέγονται, αν πρόκειται περί προβάτων, στο ποιμνιοστάσιο, που κοινώς και ευπρεπώς αποκαλείται μαντρί. Τα δίποδα ποίμνια δεν έχουν κατ’ ανάγκη ποιμνιοχώρο, διότι δεν βόσκουν χορτάρια αλλά άλλου είδους ποιμνιοτροφή, μα ούτε και κατ’ ανάγκη οικοδομημένο ποιμνιοστάσιο διαθέτουν και σ’ αυτό διαφέρουν των τετραπόδων.
Από τα τετράποδα ζώα, άλλα εκ φύσεως σχηματίζουν αγέλες, άλλα ουδέποτε ποιμνιοποιούνται. Οι λέοντες, λόγου χάριν, ζουν σε αγέλες, αλλά ουδείς θνητός και ουδέποτε μέχρι σήμερον έχει γίνει ποιμενάρχης λεόντων. Μα ούτε ποιμενάρχης ή ποιμήν λύκων έχει εμφανιστεί. Χαρά λοιπόν στους λέοντες και λύκους, ακόμη και στις γάτες, που δεν απέκτησαν ποιμένα. Σ’ αυτά αξίζει το νόημα της ελευθερίας. Οι αγελάδες όμως, πιο αφελείς, έχουν αποκτήσει βουκόλους και παρά την τερατώδη δύναμη τους, ανέχονται και τον ζυγό. Ιδεώδες όμως τετραποδικό ποίμνιο είναι η αγέλη των προβάτων, τα οποία πρόβατα, αγαθά και άτολμα, αποκτούν ποιμένα και, αν τον χάσουν ψάχνουν για έναν άλλο. Γιατί ο δούλος πάντοτε ψάχνει κύριο, αφού κύριος ο ίδιος ούτε έμαθε να είναι, ούτε και επιθυμεί, αφού ευθύνες κυρίου θα ‘χει. Δίνει λοιπόν το πρόβατο ευχαρίστως την ελευθερία του στον ποιμένα και του λέει: «Πάρε την ελευθερία μου, το γάλα μου και τα μαλλιά μου και τελικά το κρέας μου, αλλά όσο θα ζω θα με φροντίζεις αναλόγως, με την βοήθεια της ποιμενικής σου ράβδου». Αλίμονο στα ζώα που έμαθαν να κηδεμονεύονται από ποιμένα. Αιωνίως θα τρέφουν την δουλεία τους υπό την σκέπη και κυριαρχία των δεσποτών κυρίων.
Από τα δίποδα δυο κατηγορίες υπάρχουν, πτηνά και άνθρωποι. Εκ των πτηνών άλλα μεν ζουν ελεύθερα πετώντας στους ουρανούς, άλλα δε περπατούν επί της γης, αφού έχουν χάσει την πτητική τους ικανότητα. Όλοι υποθέτω θαυμάζουν τον αετό, γιατί είναι βασιλέας των αιθέρων και ουδέποτε απέκτησε ποιμένα. Υπάρχουν όμως οι πάπιες, οι χήνες και οι όρνιθες και οι τελευταίες έμαθαν να ζουν σε ορνιθοτροφεία κάτω από την βαρβαρότητα του ποιμένα πτηνοτρόφου, ή κοινώς κοτά. Έδωσαν λοιπόν στον ορνιθοφρουρό την ελευθερία τους, τα αυγά τους, τα παιδιά τους και το κρέας τους τέλος, ίσως και τα πούπουλα τους και την κοτσιλιά τους με ανταμοιβή καλαμπόκι και ψαροτροφές. Από την χαρά τους μάλιστα καθημερινώς γεννούν και, ανόητες ούσες, κακαρίζουν από πάνω. Πόσο ανόητο γίνεται λοιπόν το πτηνό όταν αποκτά ορνιθοφρουρό ή κοτά!
Ερχόμαστε τέλος στην τελευταία κατηγορία των δίποδων, τον άνθρωπο, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στο εξής. Αυτό το είδος είναι το παραδοξότερο των λοιπών ζώων, γιατί άλλοτε ζει ελεύθερο ως θεός και άλλοτε δούλος και ποίμνιο ως το χειρότερο των ζώων. Από τους παραδοξοτέρους των ανθρώπων είναι ο ελληνικός άνθρωπος, γιατί παρουσιάζει έντονα αντιφατικά γνωρίσματα όσο κανένας άλλος. Αυτό δε γιατί καταλήγει στις ακρότητες, είτε είναι ελεύθερος, μέγας δημιουργός, γίγας και ημίθεος, είτε δούλος, υποτακτικό ποίμνιο, καταγέλαστο πειθήνιο ον, μαζοχούμενος αχθοφόρος ποιμένων, δεσποτών και ποιμεναρχών.
Από τα ανθρώπινα ποίμνια άλλο είναι περιστασιακό, δηλαδή ένας πρόσκαιρος όχλος, άλλο περισσότερης διάρκειας, άλλο δε είναι μόνιμο, αιώνιο και αυτό είναι το γνήσιο ποίμνιο, όπως το ποίμνιο του Θεού. Ο μεν όχλος δεν έχει κατ’ ανάγκη οχλάρχη ή ποιμένα, ποίμνιο όμως δεν υπάρχει χωρίς ποιμένα. Γι’ αυτό, αν ρωτήσεις κάποιον ποιμνιοποιημένο τίνος ποιμενάρχη ποίμνιο είναι, θα σου αποκριθεί ευχαρίστως, γιατί γνωρίζει τον ποιμένα του, στον οποίο είναι αλυσοδεμένος κατά βούληση. Μα ούτε ποιμήν ή ποιμενάρχης υπάρχει άνευ ποιμνίου, αν ρωτήσεις δε αυτόν ή αυτήν τίνος ποιμνίου δεσπότης είναι, σου απαντά μετά χαράς την ονομασία, σου περιγράφει τον βαθμό υπακοής, το ποσοστό συμμετοχής και εν γένει το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι το ποίμνιο στην μαντροποίησή του και στο άρμεγμά του. Καθαρό μάλιστα παράδειγμα και υπόδειγμα ποιμνίου είναι το χριστεπώνυμο ορθόδοξο ποίμνιο. Εξ ίσου καθαρό υπόδειγμα ποιμενάρχη είναι το χριστόδουλο ιερατείο, το οποίο είναι ποιμενικό προς τα κάτω, προς το ποίμνιο που εξουσιάζει και, δουλικό προς τα άνω, γι’ αυτό και χριστόδουλο. Αυτή δε ακριβώς η θέση και αντίληψη, δηλαδή δουλικός προς τα άνω και δεσποτικός προς τα κάτω, διαπερνά ολόκληρο το χριστεπώνυμο ποίμνιο στην καθημερινή του ζωή, είτε στην οικογένεια, είτε στον δήμο, είτε στην κοινωνία. Γι’ αυτό, να φοβάσαι τον ποιμνιοποιημένο άνθρωπο, γιατί ως προϊστάμενος σου γίνεται δεσπότης τύραννος και ως υφιστάμενος σου γίνεται χαμερπής δούλος.
Ρωμανία: Η χώρα των Ρωμιών
Τα ποίμνια των ζώων κατοικούν σε ζωτική γι’ αυτά χώρα, στην ποιμνιοχώρα, στην προβατόχωρα, όταν πρόκειται περί προβάτων, ή την βοϊδόχωρα, όταν πρόκειται περί βοοειδών. Ας έρθουμε στα δίποδα, στους ανθρώπους. Όταν αυτοί εγκατέλειψαν τα δάση και τις λίμνες, δημιούργησαν χωριά και πόλεις και οι όμαιμοι, οι ομόθρησκοι και οι ομόγλωσσοι σχημάτισαν έθνος, που δεν ήταν κατ’ ανάγκην κράτος. Η Ελλάς της αρχαιότητας αποτελείτο από ένα μεγάλο αριθμό ανεξαρτήτων πόλεων που η κάθε μια συγκροτούσε δική της πολιτεία και κράτος. Το άθροισμα όμως των πόλεων αποτελούσε τη χώρα των Ελλήνων, την Ελλάδα. Η χώρα των Ελλήνων, πολύ λογικά, λεγόταν Ελλάς, η χώρα των Γερμανών Γερμανία, των Ρώσων Ρωσία και ούτω καθεξής. Ευτυχώς που υπάρχει μια λογική σειρά στις ονομασίες των λαών και των χωρών τους, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Δεν μπορείς λ.χ. να αποκαλείς την προβατόχωρα Γερμανία, ή τη χώρα των Ιταλών, Αυστραλία. Αυτή η προαιώνια λογική έχει καταργηθεί στη σύγχρονη χώρα που λέγεται Ελλάδα, γιατί οι κάτοικοι της αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί και στην ουσία είναι Ρωμιοί. Χαίρονται δε όταν τους ονομάζουν Ρωμιούς και ηδονίζονται όταν επίσης τους αποκαλούν Έλληνες. Πώς γίνεται όμως να είναι και Ρωμιοί και Έλληνες, αποτελεί ένα από τα θαύματα της σχιζοφρένιας που δέρνει το σημερινό Ελλαδίτη…
Η έλευση των Ρωμαίων και η μακραίωνη κατάκτηση τους, γέννησε έναν άλλο χαρακτήρα ανθρώπου, τον παρηκμασμένο Έλληνα, ο οποίος ακόμη διατηρούσε τόση αίγλη και δόξα, μεγαλοπρέπεια και ωραιότητα, ικανή να αιχμαλωτίσει το Λάτιο πολιτιστικά, όπως είπε ο Βιργίλιος. Οι Λατίνοι ενστερνίστηκαν τον πολιτισμό των Ελλήνων και κατά πολύ απεδέχθησαν το έθος τους. Γι’ αυτό σχημάτισαν πόλεις κατά τα ελληνικά πρότυπα, χαρακτηριστικά των οποίων ήταν το θέατρο, η βιβλιοθήκη, το γυμναστήριο, τα λουτρά και προπάντων η οργανωμένη παιδεία. Ο Χριστιανισμός στη συνέχεια έρχεται ως η μεγάλη λαίλαπα που αναιρεί και καταργεί τα στοιχεία του πολιτισμού, ακόμη και τις πόλεις τις ίδιες και οι ελάχιστες μικρές που έμειναν ήταν χωρίς παιδεία και πολιτισμό. Εκεί θάφτηκε η πνευματική Ελλάς, η οποία ανακηρύχτηκε ως ο μοναδικός εχθρός και η ταφόπετρα έγινε αιώνια. Οι κάτοικοι του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που παλιότερα ήταν κάτω από τη σκιά και την ομπρέλα του Ρωμαίου, τώρα, διά του Χριστιανισμού, μετετρέποντο όλοι σε Ρωμιοί. Ο Ρωμιός έχει, συνεπώς, σαν βασικό και κυρίαρχο γνώρισμα τον Χριστιανισμό και το ιουδαΐζον έθος του, μιλά ελληνικά, σκέπτεται γραικυλικά και πράττει φαρισαϊκά, υποκριτικά, ενώ εχθρεύεται την Ελλάδα, όπως είχε διδαχτεί από τους άγιους πατέρες της χριστιανικής μισαλλοδοξίας. Οι Ρωμιοί έχουν πλέον μία δική τους συνείδηση, ένα άλλο συν-ειδέναι (=ομού γνωρίζω), διαποτισμένο από τους μύθους της ιουδαϊκής παραδόσεως. Επειδή το ελληνικό έθος, εντελώς αλλιώτικο από του Ρωμιού, είχε δική του οντότητα, σχημάτιζε ένα ιδιάζον εκ του έθους έθνος, το ελληνικό. Επειδή επίσης το έθος του Ρωμιού, διαφορετικό από του Έλληνα, έχει άλλη, δική του οντότητα, το δε εκ του έθους του έθνος δεν είναι ελληνικό, αλλά το ρωμανικό, αν θέλουμε να είμαστε λογικοί και συνεπείς με τους ειρμούς της νοημοσύνης και φρονήσεως.
Επειδή, υπάρχει λογική στα πράγματα και η Γερμανία κατοικείται από Γερμανούς και οι Ιταλοί κατοικούν την Ιταλία και οι Άγγλοι την Αγγλία και, ουδείς Γερμανός έχει συνειδησιακή πατρίδα την Αγγλία ή Ρώσος την Ιταλία, είναι φυσικό η Ελλάδα να είναι η χώρα των Ελλήνων. Πώς θα λέγεται όμως η χώρα των Ρωμιών, οι οποίοι έχουν έθος και εθνότητα Ρωμανική. Ασφαλώς Ρωμανία. Ο Ρωμιός λοιπόν έχει πατρίδα τη Ρωμανία, όπως πολύ ορθά ονομάζεται το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και, όπως πολύ σωστά τραγουδιέται στο ποντιακό τραγούδι, «Η Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλον». Η γλώσσα είναι σοφή. Οι Έλληνες ήταν εντελώς άλλοι από τους Ρωμιούς και εκφράζουν εκ διαμέτρου αντιθέτους χαρακτήρες, είναι πολέμιοι μεταξύ τους. Είναι ιστορικά δε τεκμηριωμένο ότι οι Ρωμιοί, πιστοί στην ιουδαΐζουσα συνείδηση τους, κυνήγησαν και κατέστρεψαν την Ελλάδα. Όλα τα ιερά των Ελλήνων, οι περικαλλείς ναοί, οι βιβλιοθήκες, τα θέατρα, τα γυμναστήρια, γκρεμίστηκαν από τους χριστορωμιούς, οι οποίοι μάλιστα και σήμερα πιστεύουν ότι έπρατταν μία θεάρεστη πράξη. Αρχής γενομένης από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (5ον αιώνα) μέχρι και τον Ιουστινιανό (6ο αιώνα), θάφτηκε οριστικώς η Ελλάδα και το Ελληνικό πνεύμα και, γι αυτή την ταφή χαίρονται και επαίρονται οι χριστοποιμένες μέχρι σήμερα. Συνεπώς, Ρωμιός και Έλληνας είναι εχθρικές έννοιες, εκφράζουν διαφορετικούς και αντιθέτους τύπους κοινωνίας και ανθρώπου και κατά συνέπεια είναι ασυμβίβαστες αναμεταξύ τους.
Μα, πώς όμως γίνεται να αυτοχαρακτηρίζονται Ρωμιοί και Έλληνες οι ίδιοι άνθρωποι; Αυτό το παράδοξο είναι η απόδειξη της συγχύσεως ενός ολοκλήρου λαού. Ο λαός αποτελεί ένα σύνολο που έχει ένα ενιαίο συλλογικό ασυνείδητο, μέσα στο οποίο μπορούν να αποθηκευτούν τα πιο αντιφατικά πράγματα. Το ελλαδίτικο ασυνείδητο λοιπόν είναι εμποτισμένο από κάθε σύγχυση που μπορεί να φανταστεί κανείς, γιατί μπήκε μέσα του, ως παθητικός ιός, ένα ξένο σώμα, ο Ιουδαιοχριστιανισμός που έκανε τον οργανισμό να βρίσκεται σε αιώνια ασθένεια. Ο αιώνιος ασθενής βλέπει πλέον θολά, νιώθει αδύναμα, τρικλίζει και χάνει τον εαυτό του. Έκφραση αυτής της ασθένειας είναι ο Ρωμιός, ο οποίος, ενώ είναι Ρωμιός, αρέσκεται να είναι ταυτοχρόνως Έλληνας, εκεί που τον συμφέρει. Θέλει να έχει δύο προπάτορες ταυτοχρόνως, τον Δευκαλίωνα και τον Νώε και αυτό του προκαλεί αστάθεια στη ζωή. Στην πράξη είναι Αβραάμ και στους λόγους Δευκαλίων και Προμηθεύς…
Όχλος και ποίμνιο
Η λέξη «όχλος» συνήθως σημαίνει κάτι το αρνητικό και αναρχικό, κάτι που, τέλος πάντων, δεν έχει τάξη. Πράγματι, είναι αληθές ότι όχλος σημαίνει κάτι το άμορφο, το απρόσωπο, κάτι το χυδαίο. Γι’ αυτό, η κατάσταση στην οποία κυριαρχεί ο όχλος λέγεται οχλοκρατία και είναι ταυτισμένη με τον εκφυλισμό. Γενικά και αυθόρμητα λέμε ότι υπάρχουν μερικά βασικά χαρακτηριστικά του όχλου, όπως η κατάλυση της ατομικότητας και προσωπικότητας, ισοπέδωση των ανθρώπων προς τα κάτω, κυριαρχία του παραλόγου και αναρχική παρορμητικότατα.
Όπως είναι γνωστόν στους περισσοτέρους, υπάρχουν πολλών ειδών όχλοι, όπως οι ευκαιριακοί ή αυθόρμητοι, οι επαναστατικοί και οι εκφυλιστικοί. Οι αυθόρμητοι όχλοι είναι ένα πολύ σύνηθες φαινόμενο. Ένα πλήθος π.χ. που περιμένει ένα πολύ καθυστερημένο λεωφορείο στην στάση, σχηματίζει έναν προσωρινό όχλο ατάκτως διαμαρτυρομένων ανθρώπων, που κοινό σύνδεσμο έχουν την αταξία των λεωφορειακών γραμμών. Σ’ αυτό το θέμα είναι όλοι το ίδιο, αφού κοινή μοίρα έχουν και επικοινωνούν θαυμάσια μεταξύ τους φωνάζοντας και υβρίζοντας τους υπευθύνους. Στο θέμα αυτό, ένας επιστήμων επικοινωνεί και συνεννοείται μ’ έναν κρεοπώλη, ένας παπάς με μια ιερόδουλη, ένας καφεποιός με έναν σκουπιδοσυλλέκτη· όλοι ανεξαιρέτως συνεννοούνται κάτω από την ίδια ομπρέλα των αστικών συγκοινωνιών. Όταν εμφανιστούν μερικά λεωφορεία το ένα πίσω από το άλλο, επιβιβάζονται οι επιβάτες, φωνάζουν ίσως για τελευταία φορά και ο όχλος εκείνος διαλύεται, ενώ ο καθένας γίνεται και πάλι άτομο… Άλλο είδος όχλου είναι ο επαναστατικός, που είναι περισσότερο σοβαρός, περισσότερης διαρκείας και περισσότερο οργανωμένος κάτω από απλά συνθήματα. Ένας τέτοιος όχλος ήταν της Γαλλικής και της Μπολσεβίκικης Επαναστάσεως.
Υπάρχει όμως ένα άλλο είδος όχλου, ο οποίος είναι σταθερός, επαναλαμβανόμενος και ίσως αιώνιος. Είναι ο θρησκευτικός όχλος, που πολύ εύστοχα έχει ονομαστεί ποίμνιο και είναι ουσιώδης στην διάρθρωση της σημερινής Ρωμανίας. Παραπλεύρως και παραλλήλως με το θρησκευτικό υπάρχουν και άλλα είδη ποιμνίων και ποιμνιοστασίων, που έχουν κυριαρχήσει σ’ αυτή τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον, όπως το πολιτικό και το ποδοσφαιρικό, με δεσπόζον πάντοτε το θρησκευτικό. Ποια είναι τα είδη των ποιμνίων και σε τι διαφέρουν από τον όχλο;
Ο όχλος, είτε αυθόρμητος, είτε επαναστατικός, είτε ψυχολογικός, είτε οτιδήποτε άλλο, έχει συνήθως ημερομηνία λήξεως και δεν έχει κατ’ ανάγκη αρχηγό ή οχλάρχη. Το ποίμνιο όμως είναι προηγμένη μορφή όχλου στην πλέον νοσηρή του κατάσταση. Είναι ένας ασθενής οργανισμός με χρόνια πάθηση. Διαφέρει επίσης από τον όχλο στο ότι πάντοτε έχει αρχηγό, έχει ποιμένα και ίσως ποιμεναρχία, δηλαδή οργανωμένη ιεραρχία ποιμένων, όπως η χριστιανική ιεραρχία.
Ποίμνιο όμως και όχλος έχουν ένα βασικό κοινό γνώρισμα, την ισοπέδωση και κατάργηση του λόγου και έτσι την κυριαρχία του αλόγου ανθρώπου. Μέσα στον όχλο οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται λογικά, δεν υπάρχει ο ανθός του ορθού λόγου, ενώ η συνείδηση και η προσωπικότητα εξαλείφονται, ισοπεδώνονται και συνθλίβονται κάτω από την αδυσώπητη ισχύ του συναισθήματος και του βουβού ασυνειδήτου. Γνωρίζεις ότι το συναίσθημα είναι ο άβουλος, βουβός και αχαλίνωτος εαυτός μας που σχηματίζεται με τα υλικά που του προστίθενται κάτω από καθορισμένες συνθήκες. Αν λ.χ. ένα παιδί διδαχθεί, στην πλέον τρυφερή ηλικία του, τον καλό Χριστούλη και την Παναγίτσα, τον καλό γιδοβοσκό Αβραάμ, τον «θεογεννήτορα» Ιωσήφ και τον «ιερό» βασιλέα Δαβίδ, αυτά τοποθετεί στα συναισθήματα του, που μένουν σ’ όλη του τη ζωή. Συμβαίνει δε να υπερνικά την λογική, να κυριαρχεί και να φτιάχνει τον άνθρωπο του αχαλίνωτου συναισθήματος, τον φανατικό και δογματικό, τον άνθρωπο της πίστεως και της πνευματικής τυφλώσεως. Εκεί δεν υπάρχει πλέον προσωπικότητα και ουδέποτε γίνεται λογικός διάλογος. Μόνο ομόπιστοι συνεννοούνται…
Ποιμνίωσις και ποιμνίτης
Οι περισσότερες ασθένειες θεραπεύονται με ειδική αγωγή που επιβάλλει η ιατρική επιστήμη. Υπάρχουν όμως μερικές που είναι ανίατες, αλλά όχι θανατηφόρες, είναι παρούσες με εξάρσεις και υφέσεις, ώστε να κάνουν το άτομο να είναι συνεχώς ασθενές, κακοδιάθετο και δυστυχισμένο. Μια από τις ασθένειες της ψυχής που δεν θεραπεύεται, αλλά κάνει τον ασθενή χρονίως πάσχοντα, είναι η ποιμνίωσις. Αυτή είναι μια ασθένεια στο τελευταίο στάδιο της, διότι εκεί ο ασθενής έχει αφεθεί πλήρως και έχει κυριευτεί από τον ιό της νόσου.
Αυτό το δυστυχές άτομο περνάει πολλά στάδια για να φτάσει εκεί. Πρώτα γίνεται απλός συμπαθών, κατόπιν οπαδός, κατόπιν ενεργό μέλος, ύστερα όχλος και τέλος ποίμνιο. Αφού φτάσει εκεί, δεν υπάρχει εύκολη ανάρρωση και αν κατέβει ένα σκαλοπάτι παρακάτω φτάνει στην ποιμνίωση, δηλαδή σε ανίατη νόσο, σε ψύχωση. Μ’ άλλα λόγια, η ποιμνίωσις είναι η νοσηρή κατάσταση του ποιμνίου σε προηγμένη μορφή. Εκεί έχει το άτομο, ή ένα πλήθος, υποστεί πλήρη συναισθηματική υποδούλωση και δεν υπάρχει πλέον ως προσωπικότητα, είναι ένα άβουλο, πειθήνιο ον, ένα υποκείμενο, στου οποίου το σώμα και την ψυχή ρέουν οι συντελεστές της αρρώστιας του. Από αυτή την ασθένεια της ποιμνιώσεως είχαν καταληφθεί οι νεαροί σηίτες μουσουλμάνοι, Πέρσες και Παλαιστίνιοι, ο οποίοι ενεδύοντο οβίδες και θυσίαζαν την ζωή τους, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες στο όνομα του Αλλάχ και να απολαμβάνουν αιωνίως παρθένες και πιλάφι, ασφαλώς μετά θάνατον. Γιατί, αυτές οι ιουδαΐζουσες θρησκείες, ο Ισλαμισμός και ο Χριστιανισμός είναι καταπληκτικές στην ποιμνίωση και στη μετατόπιση της αληθινής ζωής από αυτό τον κόσμο στον μεταθανάτιο. Το ποίμνιο τους δεν ζει για να ζει εδώ, αλλά ζει για να προετοιμαστεί για την άλλη, αόρατη ζωή. Γι’ αυτό είναι θανατόφιλες θρησκείες και τρέφονται από τον θάνατο, γιατί διαρκώς θυμίζουν τον θάνατο και την μεταθανάτια ζωή του Παραδείσου ή της Κολάσεως.
Ο ποιμνιωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ζει για κάποια ιερή αποστολή σ’ αυτό τον κόσμο, την αποστολή του Κυρίου και εντάσσεται και συντάσσεται μ’ αυτή σαν να είναι ο εαυτός του, και πράγματι είναι ο εαυτός του, γιατί ζει και αναπνέει μόνο μέσα από το πνεύμα της αποστολής. Πέφτει δε σε αγώνα και θυσιάζεται για την αποστολή και χαίρεται για την θυσία του. Θα ρωτήσεις βέβαια, είναι τότε ένας ήρωας, όπως οι Έλληνες τους θεωρούσαν; Ασφαλώς όχι. Είναι μάλιστα το αντίθετο του. Ο ήρωας, εκτελεί γενναίες πράξεις για το καλό της κοινωνίας και έχει επίγνωση του σκοπού του και της πράξεως του, διακατέχεται από υψηλά ιδανικά και είναι αυτόβουλος. Δηλαδή έχει γνώση της πράξεως του και πάντοτε συνοδεύεται η πράξη του από την αρετή και την μεγαλοψυχία. Ο ποιμνιωμένος αντιθέτως είναι όργανο άλλων, δεν έχει λογική και γνώση, δεν γνωρίζει την αρετή και απέχει από την μεγαλοψυχία, αλλά απλώς ακολουθεί ένα ογκώδες συναίσθημα που άλλοι του έχουν εμφυσήσει και γίνεται δούλος του συναισθήματος του και των άλλων. Οι χριστιανοί λ.χ. απέφευγαν να ονομάσουν ήρωες του ποιμνιωμένους δικούς τους, που έπεφταν με τύφλα στα βασανιστήρια και στο θάνατο. Τους ονόμασαν μάρτυρες. Η διαφορά είναι ουσιώδης. Ο ήρωας είναι γίγας της λογικής, ο μάρτυρας είναι άλογος και άνευ ιδίας βουλήσεως, ο ήρωας είναι αυτόβουλος, ο μάρτυρας ετερόβουλος, ο ήρωας της Ελλάδας θυσιαζόταν για το κοινό καλό, ο χριστιανός μάρτυρας για να κερδίσει ο ίδιος την αιώνια μεταθανάτια ζωή στους ουρανούς, ο ήρωας τέλος είναι ψυχή εύρωστη, ο μάρτυρας ψυχή ψυχωμένη και άρρωστη.
Η κατάσταση του ποιμνιωμένου είναι οδυνηρή. Υποφέρει από την πίστη του, βασανίζεται και χτυπιέται, χάνεται μέσα στο βόρβορο που εισήλθε σαν συντελεστής της ποιμνιώσεως… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται κάποιος επιτήδειος, ή κάποιοι και με πανουργία τον χειραγωγούν και ασκούν την ποιμνίωσή του. Αυτός ο κάποιος είναι ο ποιμνίτης, που είτε λόγω θέσεως, είτε λόγω ικανότητας, ασκεί την ποιμνίωση του υπηκόου του. Ένας ποιμνίτης είναι ποιμένας ή ποιμενάρχης, δηλαδή αρχηγός του ποιμνίου, αλλά είναι η πλέον αρρωστημένη έκφραση του. Είναι κι’ αυτός ασθενής όπως ο ποιμνιωμένος, αλλά από την αντίθετη πλευρά. Είναι άρρωστος, γιατί θέλει ποιμνιωμένους οπαδούς και παίζει με την ψυχή τους, όπως η γάτα το ποντίκι… Ο σπουδαιότερος όλων ήταν ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος, δια της φοβερής ροής της γλώσσας του, κατασκεύαζε φαντάσματα και τέρατα που επρόκειτο να κατασπαράξουν τους απίστους και τους αμαρτωλούς και έκανε το ποίμνιο να θρηνεί πανικόβλητο την «άθλια κατάσταση του», να γονατίζει, να κλαίει και να οδύρεται. Οι χριστοπατέρες σήμερα εκπαιδεύονται και διδάσκονται την ποιμενική, δηλαδή τον τρόπο ποιμνιιώσεως των πιστών.
Πίσω από κάθε ποιμνίωση βρίσκεται ένας εξαίσιος ποιμνίτης, ένας δηλαδή ταλαντούχος ασθενής, αντιπρόσωπος κάποιου θεού. Αποτελεί δε αυτός ειδική περίπτωση ψυχασθενείας και αντικείμενο Ψυχιατρικής, σαν ιδεώδης τύπος σαδιστή και σαδισμού. Επειδή ο σαδισμός είναι ασθένεια και ο ασθενής είναι πάντοτε ασθενής σε οποιαδήποτε πλευρά κι αν βρίσκεται, ο σαδιστής είναι τύραννος και ηδονίζεται εκ των βασανισμών που επιβάλλει στα θύματα του. Ουδέποτε δε υπάρχει κορεσμός και τέλος στη σαδιστική ασθένεια. Γι’ αυτό, από τη στιγμή που ένας ποιμνίτης σαδιστής αποκτήσει ποίμνιο, περνάει σε μια άνευ προηγουμένου ηδονή και χειρίζεται το ποίμνιο του καταλλήλως και μεθοδικώς, για να το έχει υπό μια υποταγή διαρκείας χωρίς τέλος, γιατί ο σαδιστής είναι ψυχικώς ακόρεστος. Έχει δε έμφυτη και την πανουργία να πείθει το ποίμνιο του ότι ενεργεί πάντοτε για το καλό του, για το αγαθό και δήθεν υποφέρει όταν εκείνο υποφέρει. Και το κάνει να υποφέρει φυτεύοντας του ενοχές και το θύμα σιγά-σιγά πιστεύει στην ενοχή του, στην αμαρτία του και όσο υποβιβάζεται, τόσο αισθάνεται το θύμα ότι είναι αμαρτωλός και ένοχος που του αξίζει η τιμωρία. Ο βασανισμός τότε έρχεται σαν απολύτρωση… Δεν είναι παράδοξο να βλέπεις ποιμνιωμένο άνθρωπο να διανύει δύο τρία χιλιόμετρα με αιμόφυρτα γόνατα, καθ’ οδόν προς την Παναγία της Τήνου. Όταν φτάσει μπροστά στην πύλη, τον (την) υποδέχεται ο ποιμνίτης, ο δε δεσπότης, που στέκεται αγέρωχος και υπερφυσικός και απολαμβάνει την κατάντια του θύματός του…
Οι χριστιανοί, πάντοτε συγχυσμένοι ως ποίμνιο, δεν συνδέουν τα πράγματα σωστά και λογικά. Έχουν ανακηρύξει τον Χριστό ως θεό της αγάπης, αλλά ξεχνούν το άλλο μισό, την τιμωρία και το πάθος του να παιδεύει εκείνους που αγαπά. Αυτή τη θεϊκή τακτική και πρότυπο ακολούθησαν πολύ αποτελεσματικά, οι άγιοι πατέρες, οι χρισμένοι ποιμένες του Κυρίου, για να υποτάξουν τους ανθρώπους, να τους ποιμνιώσουν και ν’ απολαμβάνουν κατόπιν την ηδονή του βασανισμού και της ψυχώσεως των ιερών ψυχωμένων πιστών. Τέτοιοι ποιμνιωμένοι «ιεροί πιστοί» εξήλθαν, ως φυσική συνέπεια, από τα χριστιανικά ποιμνιοστάσια του 7ου και 8ου αιώνα, που έπεφταν, σεληνιασμένοι από το πάθος, κατά γης και οδύροντο. Ήταν οι περίφημοι ιεροί σαλοί (=σαλεμένοι). Αυτή η σχέση αγάπης και βασανισμού αποτελεί ακριβώς τον ορισμό του σαδισμού από την Ψυχολογική Επιστήμη. Θα ήθελες εσύ κάποιον βάρβαρο από πάνω σου να σε αγαπά, να σε χαϊδεύει και στο όνομα της αγάπης του να σε βασανίζει; Ασφαλώς όχι, αφού είσαι ψυχικά υγιής.
Αυτή η αρρωστημένη, ψυχωτική σχέση ποιμνίτη και ποιμνιωμένου, επιφέρει την σύγχυση στον ποιμνιωμένο, ο οποίος δεν δύναται να ξεχωρίζει τι είναι τι. Από την μια νιώθει την αγάπη, τη μεγάλη στοργή, την ασφάλεια κάτω από την υπερβολική ισχύ του ποιμνίτη και, από την άλλη τον βασανισμό, το μαρτύριο, την εκμηδένιση της προσωπικότητας και την ψυχική ισοπέδωση. Νιώθει την «άπειρη» αγάπη του Κυρίου και των αντιπροσώπων του, αλλά και τον άπειρο βασανισμό ταυτοχρόνως και του προκαλεί σύγχυση. Αυτό άλλωστε είναι και ο σκοπός των ποιμνιτών, να προκαλούν σύγχυση και τελικώς απόλυτη υποταγή.
Το ποίμνιο λοιπόν είναι έκφραση αμάθειας και ισοπεδώσεως της λογικής, αλλά η ποιμνίωση, έκφραση τραυμάτων και ασθένειας του ποιμνίου. Γι’ αυτό, ποίμνιο, ποιμνίωση και ποιμένες και ποιμνίτες, είναι ανώμαλες καταστάσεις που εκμηδενίζουν τον άνθρωπο, τον υποβιβάζουν σαν πνευματική οντότητα και τον καταρρακώνουν ψυχικά… Η ποιμνίωση δεν μπορεί να προκληθεί χωρίς την ύπαρξη ενός ποιμνίτη, ποιμνιωμένος δε και ποιμνίτης είναι αρρωστημένες καταστάσεις, αλλά αποτελούν τον ιδεώδη πυρήνα και την κύρια μορφή ενός ποιμνίου. Κατά την γνώμη της Εκκλησίας ο πιο ιδανικός χριστιανός είναι ο ποιμνιωμένος, που παντελώς έχει χάσει την προσωπικότητα του και έχει ταυτιστεί με τον Χριστό και την Παναγία, υπό την απόλυτη κυριαρχία των επιγείων αντιπροσώπων. Ο πιο ιδανικός ποιμνίτης είναι εκείνος ο ποιμένας που έχει κατορθώσει να επιβάλλει την κυριαρχία του Κυρίου και του εαυτού του στο ποίμνιο… Σήμερα που πολλοί αναχωρούν από την ποιμνιακή τους κατάσταση, οι ποιμνίτες ξεσηκώνονται για να επαναφέρουν τους ανθρώπους τους στην από αιώνων ασθένεια τους. Αυτή είναι η χάρις του Χριστού…
Πως σχηματίζονται τα ποίμνια
Πως σχηματίζονται τα ποίμνια άραγε; Υπάρχουν, πολλές και ποικίλες αιτίες σχηματισμού ποιμνίων. Συνήθως η ανάπτυξη τους και η κυριαρχία τους στην κοινωνική ζωή είναι έκφραση ασθενείας της κοινωνίας και των κοινωνικών θεσμών. Όταν μια κοινωνία χάνει τον δρόμο της προς την πρόοδο, προς την ανάπτυξη, όταν μια κοινωνία είναι εκφυλισμένη και νοσηρή, όταν αποτρέπει και ευνουχίζει την δημιουργική ικανότητα των ανθρώπων, τότε αναπτύσσεται όχλος, κυριαρχεί η οχλοκρατία και εξ αυτής της νοσηρής καταστάσεως προκύπτουν τα ποίμνια. Διότι μια εύρωστη κοινωνία, που επιτρέπει την άνθιση της λογικής των ανθρώπων για να είναι εύρωστη, δεν αφήνει περιθώρια για τον σχηματισμό ποιμνίων. Θα είναι παρά φύσιν, παράξενο και αδιανόητο ένας ελεύθερος και ευφυής πολίτης ν’ αφήσει την ελευθερία του και να γίνει δούλος και ποίμνιο μιας ποιμεναρχίας.
Για να είναι μία κοινωνία υγιής και δημιουργική προϋποθέτει και απαιτεί ανθρώπους πνευματικώς υγιείς και δημιουργικούς, σκεπτόμενους και λογικούς. Διότι η δημιουργία βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει έναν δικό του όγκο λογικής και συναισθήματος, τα οποία εκτυλίσσονται και εκχύνονται σε έργο και ο νους τίκτει και κάνει τις ιδέες και τη γνώση, την τέχνη (τέχνη=τίκτει νους)… Αντιθέτως, μια πολιτεία που φτιάχνει ανασταλτικούς θεσμούς, που ευνουχίζει την ορμέμφυτη ανάγκη των ανθρώπων για τέχνη, που εμποδίζει την πνευματική ανάπτυξη και υποδουλώνει το συναίσθημα δια χαμηλών κι εκφυλιστικών αποβλήτων, η πολιτεία εκείνη δεν μπορεί παρά να έχει μόνο ποιμένες και ποίμνια. Εκεί ο άνθρωπος χάνει την αυτονομία της προσωπικότητας του, δεν είναι αυτόφωτος και, ο νους δεν τίκτει εξ ιδίων δυνάμεων. Η αυτονομία μεταπίπτει σε εξάρτηση ή δουλεία και σε ακραίες καταστάσεις η ψυχή εκχύνει ό,τι η υπεράνω άρχουσα πηγή επιτρέπει και επιβάλλει…
Γίνονται όμως όλοι οι άνθρωποι ποίμνιο; Βεβαίως όχι. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ανθρώπων που είναι περισσότερο επιρρεπείς στην οχλοποίηση και ποιμνιοποίηση. Τα αίτια των κατηγοριών αυτών έχουν κοινωνική προέλευση, άλλες δε ψυχολογική και άλλες είναι ανάμεικτες. Συνήθως, οι πνευματικά αμόρφωτοι και αδαείς είναι δεισιδαίμονες και μονοδιάστατοι στη σκέψη, σ’ αντίθεση προς τους μορφωμένους που έχουν έναν ευρύτερο ορίζοντα και διαθέτουν νοητική αυτάρκεια. Γι’ αυτό, οι πρώτοι και φανατικότεροι της ποιμνιώσεως είναι οι αδαείς, που αποτελούν τον όχλο ή την αγέλη ενός ποιμνίου. Επειδή δε είναι πολυπληθείς, έχουν πάντοτε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ή στην ανατροπή της.
Όμως ο αγράμματος δεν είναι πάντοτε και κατ’ ανάγκην υλικό ποιμνιώσεως. Μεταξύ των εγγραμμάτων αντιθέτως, μπορεί να συναντήσει κανείς πλούσιο υλικό για σχηματισμό ποιμνίου. Αυτό δε οφείλεται στο ότι αυτοί, ανεξαρτήτως παιδείας, διαθέτουν μια ψυχική ανεπάρκεια, προερχομένη από διάφορα ψυχικά τραύματα που έχουν υποστεί νωρίτερα στο βίο. Εκείνων το συναίσθημα είναι πολύ τραυματισμένο και συνεπώς γεμάτο από ανασφάλειες. Μ’ ελάχιστο δε κλονισμό της λογικής και του κοινωνικού στύλου, συγχύζονται και αποτελούν ένα εύκολο ζυμάρι στα χέρια ποιμένων και ποιμεναρχών.
Άλλη κατηγορία ποιμνιοποιήσεως μπορεί να είναι γέννημα των παραδόσεων, της κατηχήσεως και της συνήθειας. Το τέκνο ενός δούλου διδάσκεται να είναι δούλος και το τέκνο ενός δούλου του Χριστού διδάσκεται να παραμένει χριστόδουλος σ’ όλη του τη ζωή. Εδώ η διαιώνιση της ποιμνιοποιήσεως στηρίζεται κυρίως στην εμφύτευση της δουλείας από την αρχή του βίου. Αυτό άλλωστε έχει πολύ επιτυχώς επιβάλλει ο Χριστιανισμός για την αναπαραγωγή του.
Το χριστεπώνυμο ποίμνιο
Ο ποιμνιοποιημένος άνθρωπος έχει αφήσει τους συντελεστές της ποιμνιοποιήσεώς του να εισχωρήσουν βαθιά στο Είναι του, να είναι ένα και το αυτό με τον εαυτό του και να δρα και αντιδρά σύμφωνα με τους συντελεστές του, χωρίς καν να το σκέφτεται, χωρίς την παρέμβαση της λογικής. Ο θρησκευτικά ποιμνιοποιημένος είναι εκείνος που αυθόρμητα σταυροκοπιέται μπροστά σε μια εικόνα ή εκκλησία, εκείνος που τρομάζει την οργή του Κυρίου, εκείνος που βουβά και ασυναίσθητα ακολουθεί τα μυστήρια, εκείνος που έχει απριόρι δεχτεί τους προφήτες και τους αγίους, ή εκείνος που δέχεται τον παπά σαν αντιπρόσωπο του Θεού. Εν ολίγοις, ποίμνιο είναι εκείνος που ασυνειδήτως έχει θέσει τον εαυτό του κάτω από την θρησκεία και τον οίκο της, χωρίς να έχει δύναμη να την υποβάλλει σε λογική εξέταση. Σε καίριες στιγμές, όταν θρησκεία και λογική τύχει να είναι αντιμέτωπες, τότε ο ποιμνιοποιημένος ακολουθεί την θρησκεία, αφού ξυπνάει μέσα του ο χορός των αγγέλων, ο θυμός των αρχαγγέλων και ο φόβος του Σατανά, που εκτοπίζουν την λογική. Μ’ αυτά τα γνωρίσματα ως ορισμό, το χριστεπώνυμο πλήθος είναι ένα καλό ποίμνιο, διότι, υπαγόμενος κάποιος κάτω από την χριστιανική ομπρέλα του ποιμάντορα Γιαχβέ, χάνει την προσωπικότητα του, τον λόγο του, την ανεξάρτητη ηθική του υπόσταση, και καθίσταται ένα άβουλο ον της συναθροίσεως. Η λογική του χριστιανού είναι ανεπαρκής για ν’ αναρωτηθεί και ν’ αμφισβητήσει την ιερότητα των ιουδαϊκών κειμένων και γραφών, το οποία εξ αρχής και άνευ αντιρρήσεως αποδέχεται ως θεόπνευστα. Εκεί τελειώνει ο κριτικός λόγος και αναλαμβάνει το θλιβερό έργο της η τυφλή πίστη, η οποία, άμορφη και άοσμη, αποδέχεται ό,τι πιο παράλογο μπορεί να εισχωρήσει κάτω από την σφραγίδα του Χριστού. Η ηθική αυτόνομη υπόσταση, που είναι αποτέλεσμα γνώσεως και λογικής, εκλείπει από τον χριστιανό, ο οποίος έχει δοθεί στην θεοκρατία και έχει χάσει τον αυτόνομο λόγο του, ακολουθώντας τους χριστιανικούς κανόνες εκ πίστεως και παραδόσεως. Αυτάρκης ηθικός άνθρωπος δε είναι εκείνος που γνωρίζει και δια της γνώσεως και ιδίας βουλήσεως πράττει το καλό και αποστρέφεται το κακό. Η απολαβή του είναι η εσωτερική του ικανοποίηση και όχι η μεταθανάτια αποζημίωση των χριστιανών…
Δεν είναι τυχαία η ανακήρυξη των πιστών σε ποίμνιο από την ίδια την Εκκλησία, όσο και παραβολική αν φαίνεται. Ισχυρίζονται βέβαια οι χριστοπατέρες ότι αυτά είναι συμβολικά, ή ότι χρησιμοποιούνται παραβολικά για να γίνονται κατανοητά από τον αμαθή λαό. Αυτό αποδεικνύει δύο πράγματα, ότι απευθύνονται πάντοτε σε αμαθείς και δεύτερον, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους ανόητους εξ’ αρχής. Γιατί δεν έκαναν το ίδιο οι προχριστιανικοί Έλληνες όταν έγραφαν τα θεολογικά τους κείμενα; Γιατί δεν χαρακτήριζαν τον λαό ποίμνιο, αλλά αντιθέτως του έδωσαν νοημοσύνη και λόγο, ανακηρύσσοντας τον λόγο σε ύψιστη έννοια και στοιχείο θεμελιώσεως πολιτείας; Γιατί έδωσαν σε όλους δικαίωμα λογικής και ελευθερίας να εκφραστούν, ενώ οι χριστιανοί αφήνουν αυτό το δικαίωμα στην ποιμαντορία;
Δεν είναι τυχαία λοιπόν αυτή η υποβίβαση των πιστών σε ποίμνιο προβάτου. Ισοπεδώνει την προσωπικότητα όλων σε μια γραμμή, στο ποίμνιο, εκεί που όλοι ανεξαιρέτως είναι ίδιοι κάτω από την πυγμή του Θεού και την ισχύ της ποιμεναρχίας. Η ταυτότητα του χριστιανού είναι η πίστη και η ισοπέδωση, η ταπείνωση, και η αιώνια δουλεία, πράγμα που κάνει το ποίμνιο να μην μπορεί να απαλλαγεί από την ποιμνιακή του κατάσταση, γιατί μ’ αυτά τα υλικά είναι χτισμένο…
Η ρωμαϊκή δουλεία γέννησε δούλους του Κυρίου, η αμάθεια πρόσφερε το έδαφος για καλλιέργεια του χριστιανικού παραλόγου και η βία βρήκε την προσωποποίηση της στην ποιμαντορία και στα νέα αυτοκρατορικά αξιώματα. Από την στιγμή που χριστιανοί έγιναν αυτοκράτορες, πέρασε ο Χριστιανισμός στην πολιτική και κυριάρχησε η ιδεα τού Ιουστινιανού, «ένας αυτοκράτορας, μία θρησκεία η χριστιανική, ένα έθνος το ρωμανικό». Η δουλεία, η αμάθεια, και η βία συνεπώς είναι οι τρεις αδελφές χάριτες του Χριστιανισμού που οδήγησαν στην εκκόλαψη και εκτροφή του…
Με την κυριαρχία του Χριστιανισμού, η αγραμματοσύνη απλώθηκε στον πληθυσμό, τα σχολεία χάθηκαν και μαζί τους ο ανθρώπινος λόγος. Τα γράμματα ήταν μονοπώλιο της Εκκλησίας και μάθαιναν όσοι προορίζοντο για ιερείς και ποιμένες, με σκοπό να διαβάζουν τις «άγιες γραφές» και τα συναξάρια. Το αμόρφωτο πλήθος γύρισε στον καιρό της πρωτόγονης καταστάσεως, μ’ αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί για αιώνες και ακόμη να βρίσκεται υπό την κυριαρχία της ποιμαντορίας ως ένα αγαθό ποίμνιο… Οι Ρωμιοί δε σήμερα, ανίκανοι να κάνουν αποδοχή της κληρονομιάς των Ελλήνων και να μετατραπούν σε Έλληνες, στέκονται ως αλλόφυλοι θεατές προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος βρίσκεται κυρίως έξω από την Ρωμανία. Επειδή δεν υπάρχουν σαφείς, ουσιαστικοί και γενεαλογικοί κληρονόμοι των Ελλήνων, αφού εμείς έχουμε δείξει ανεπάρκεια κληρονομήσεως, έχουν απομείνει μόνο οι πνευματικοί κληρονόμοι και οι κλέφτες κληρονόμοι να σφετερίζονται τον ελληνικό πλούτο. Οι Ρωμιοί, που δήθεν φωνάζουν κάπου-κάπου, δεν αισθάνονται βαθιά στην ψυχή τους να έχουν συγγένεια ούτε με τον Αλέξανδρο, ούτε με τον Αριστοτέλη. Αυτοί αγαπούν τον Ιουστινιανό, τον Φώτιο, τον Ησαΐα και τον Ζαχαρία. Η ανθρωπότητα λοιπόν βρήκε, με καθυστέρηση αιώνων, το δρόμο προς τον πολιτισμό, μακριά από τις ποιμαντορίες και τα αποκυήματα της θεοκρατίας, ενώ η Ελλάς τιμωρήθηκε και ακόμη τιμωρείται από τη κυριαρχία του Χριστιανισμού, μ’ αποτέλεσμα η χώρα αυτή να μην είναι πλέον Ελλάς, αλλά Ρωμανία.
Εκκλησία ή Ιερό Ποιμνιοστάσιο;
Η λέξη «εκκλησία» βγαίνει από το ρήμα «εκκαλέω» που σημαίνει προσκαλώ κάποιον για κάτι, ή από το ρήμα εκκλησιάζω που σημαίνει συνέρχομαι σε συνέλευση προς συζήτηση. Η σοφή ελληνική γλώσσα ακριβολογεί στην ετυμολογίας της. Εκκλησία λοιπόν, είτε ως κάλεσμα, είτε ως συνέλευση, χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους για να χαρακτηρίσουν την συνάθροιση των δημοτών, γι αυτό την ονόμασαν Εκκλησία του Δήμου. Εκείνη όμως η συνέλευση προϋπέθετε τον λογικό και βουληφόρο πολίτη και στηριζόταν επ’ αυτού, γιατί δεν μπορούσε να γίνει διάλογος και να ληφθούν αποφάσεις για την πόλη, αν ο πολίτης δεν είχε λόγο και δεν συμμετείχε (σ.σ.: όποιος δεν συμμετείχε στα κοινά, ονομάζονταν υποτιμητικά «ιδιώτης» [ο Θουκιδίδης μάλιστα, ονόμαζε τους απαθείς πολίτες, «αχρείους»] και είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη πέρασε με την αρνητική σημασία της και στην αγγλική γλώσσα -κι όχι μόνο- ως «idiot», που σημαίνει τον ηλίθιο, τον καθυστερημένο, τον μαλάκα). Η δημοκρατική πόλη είχε απαλλαγεί από την ελέω θεού βασιλεία και από την δια προσώπου διακυβέρνηση και είχε εγκαταστήσει την διά νόμου διακυβέρνηση. Ο νόμος, τον οποίο νομοθέτης και κυβερνήτης πρέπει να εφαρμόζουν όπως οι άλλοι, έβγαινε πλέον από την λογική συζήτηση των νοημόνων πολιτών. Γι’ αυτό βασικό γνώρισμα της δημοκρατίας ήταν ο υπεύθυνος, ο βούληση έχων πολίτης, ο οποίος λειτουργεί λογικά και λογικά συμπεριφερόταν προς την πόλη. Ο λόγος, ο λογικός πολίτης, ο δημοκρατικός νόμος, η συζήτηση και αντιπαράθεση, ήταν ακρογωνιαία συστατικά της Εκκλησίας στην αρχαιότητα.
Οι χριστιανοί αντιθέτως, πήραν ελληνικούς όρους, άλλαξαν και εκφύλισαν το νόημα τους για να εκφράσουν ιουδαϊκές θεοκρατικές αντιλήψεις. Ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει ότι η λέξη Εκκλησία βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη και «δηλοί την θεοκρατουμένην του ισραηλιτικού λαού κοινωνίαν, ην εκ πάντων των λαών συνελέξατο και συνήγαγεν ο Κύριος» (σελ. 23-24). Εκκλησία λοιπόν εδώ δεν είναι συνέλευση προς συζήτηση, αλλά πρόσκληση του Γιαχβέ προς τον ισραηλιτικό λαό, τον οποίο, όπως μαρτυρεί ο άγιος, διάλεξε και συγκρότησε ο Κύριος υπεράνω των άλλων λαών. Εκκλησία δηλαδή είναι η θεοκρατούμενη κοινωνία, αλλά και συγκεκριμένα αυτή του Ισραήλ. Γι’ αυτό, εσύ που ανήκεις στους Έλληνες, δεν είσαι εκλεκτός του Κυρίου, και να προσέχεις τα ελληνικά σου, γιατί Εκκλησία των Ελλήνων είναι συνδεδεμένη με το κοσμικό κράτος και την λογική του, ενώ Εκκλησία των ιουδύλων είναι η θεοκρατούμενη κοινωνία των Εβραίων.
Οι χριστοπατέρες, πιστοί στην αρχαία τους παράδοση της θεοκρατίας, συνέχισαν να δίνουν την ίδια σημασία στη λέξη, ώστε Εκκλησία πλέον να σημαίνει την θεοκρατούμενη κοινωνία των χριστιανών, να σημαίνει την ορατή βασιλεία του Θεού επί της γης… Συνεπώς, Εκκλησία των χριστιανών είναι η πνευματική καταβολή του Γιαχβέ προς τον ιερό του λαό τού Ισραήλ, η οποία περνάει μέσα από τους προχριστιανικούς πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, Μωυσή, Δαβίδ, από τους Ιουδαίους προφήτες και συνεχίζει με την παρουσία του «θεανθρώπου» Χριστού. Σ’ αυτό, αξίζει να ενσκήψουν οι ιουδύλοι Ρωμιοί, η οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού. Πόσο πλανώνται πράγματι και πόσο είναι δέσμιοι της ποιμνιοποιήσεως, ώστε να μην επιτρέπουν στον ορθό λόγο να διακρίνει την αλήθεια. Ακόμη κι εκείνοι που θέλουν να αποβάλλουν την Παλαιά Διαθήκη από την Ορθοδοξία, πόσο αταίριαστα και ανυπόστατα πράγματα ζητούν. Γιατί, πώς θα αφαιρέσουν από το νόημα της Εκκλησίας ολόκληρη την κληρονομιά της; Πώς θα κατεδαφίσουν τον πρώτο όροφο, χωρίς να πέσει ολόκληρο το κτίριο;
Η Εκκλησία λοιπόν σαν θεοκρατική κοινωνία των χριστιανών, θεμελιώθηκε με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους 82 αποστόλους, όπως είδαμε παραπάνω. Αυτό το θαυματουργό κατασκεύασμα και εύρημα, το Άγιο Πνεύμα, εξυπηρετούσε θαυμάσια την αγιοσύνη των αποστόλων, αλλά και τον καθαγιασμό της οργανώσεως, στην οποία ήλθε και την οδηγεί. Τι θαυμάσια και τι ιδεώδης οργάνωση να είναι αγιασμένη από τον Θεό! Έτσι έγιναν όλοι άγιοι, ιεροί και θεϊκοί και οι απόστολοι και οι εξ αυτών χειροτονημένοι, καθώς και η συνωμοτική τους οργάνωση. Όλοι λοιπόν ήταν ευχαριστημένοι, και η οργάνωση είχε οριστικώς και δια θείου συμβολαίου τον Θεό μαζί της στον αιώνα, αλλά και το άγιο ομοίωμα της στους ουρανούς, κάπου στον κήπο του Γιαχβέ.
Αφού οι αρχικοί ποιμενάρχες και ποιμένες και η οργάνωση τους προσέλαβαν θεϊκή και υπερκόσμια υπόσταση, έπρεπε ν’ αποκτήσουν οπαδούς, όχι βέβαια στους ουρανούς, αλλά στον επίγειο λαό, τον οποίο θεώρησαν εξ αρχής ποίμνιο. Γι’ αυτό εκλήθη η Εκκλησία «ποίμνη λογική προβάτων» και αυτή η ποίμνη οδηγείται και φυλάγεται από την «αγία» του Θεού ποιμαντορία, η οποία είχε προηγουμένως φροντίσει να κάνει τον εαυτό της θεόπνευστη και αγιασμένη.
Η Εκκλησία του Χριστού, χωρίζεται σε δύο, των ποιμένων και του ποιμνίου… Εντός του κόλπου της αγίας Εκκλησίας ασκείται το λυτρωτικό έργο του Σωτήρος, δηλαδή η αφαίρεση του λόγου, η αποβολή του πολιτισμού και της ανυψώσεως του ανθρωπίνου είδους, για να σχηματίσει το αιώνιο σκότος, όπως αυτό του «αγίου» Μεσαίωνα. Η «αγία» Εκκλησία, παρουσιάζεται ως η επίγεια βασιλεία του Θεού και των αντιπροσώπων του για την κυριαρχία της ιουδυλικής κοσμοθεωρήσεως, που εκδηλώνεται με την εξίσου «αγία» αρπαγή του πλούτου από το ποίμνιο, με την εκποιμνίωση των πιστών και την οργή του Κυρίου. Κάτω από το πρόσχημα της αγιοσύνης της Εκκλησίας ασκείται η ανήλεη πνευματική, ηθική και οικονομική εκμετάλλευση του ποιμνίου, ασκείται η αιώνια αποβλάκωση και η αιώνια εξουσία των δεσποτάδων.
Αυτή η θαυμάσια ιερή επιχείρηση έχει στηθεί με αξιοζήλευτο τρόπο, για να έχει την αιωνιότητα. Με την σημαία της σωτηρίας των ψυχών και της αποκαταστάσεως της βασιλείας του Θεού επί της γης στήνουν το σκηνικό της απάτης του ανθρώπου. Από τι όμως να σωθούν οι άνθρωποι και ποιά βασιλεία επί της γης; Δύο κατηγορίες ανθρώπων πρέπει να σωθούν, οι αλλόθρησκοι και οι αμαρτωλοί, οι δύο βυθισμένοι στην αμαρτία που τους επιφόρτωσαν οι χριστιανοί. Οι θεοπατέρες έφτιαξαν τις αμαρτίες και οι ίδιοι θέλουν να τις απαλείψουν. Έφτιαξαν δε την απάτη της μονοπωλήσεως της αληθείας και της αληθινής θεότητας. Είπαν λοιπόν εξ αρχής: «Εμείς κατέχομε την αλήθεια και τον αληθινό Θεό και όλοι οι άλλοι είναι χαμένοι, ψεύτικοι και πρέπει να σωθούν στο όνομα του Χριστού». Μ’ αυτό το «άγιο» δόγμα του μόνου και αληθινού θεού και της αγίας σωτηρίας των ετεροδόξων ως αρχή και, σκοπό βίασαν, εξεβίασαν και θανάτωσαν τους Έλληνες κατά χιλιάδες, όπως στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης, για να γίνουν χριστιανοί, καταστρέφοντας τον πολιτισμό τους, μ’ αυτό επίσης εξοντώνουν τις διάφορες φυλές της Αμερικής και Αφρικής.
Αυτή η καλοκάγαθη σωτηρία των μη χριστιανών, κρύβει την οργή του Κυρίου και το άγιο σπαθί της ποιμαντορίας, διότι, όπως κηρύττει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, αλίμονο σ’ εκείνους που άκουσαν τον λόγο του Κυρίου και δεν τον δέχτηκαν. Φαίνεται πως η ουσία και η μέθοδος των χριστιανών είναι η σωτηρία μέσω βιασμού και εξαπατήσεως. Η άλλη σωτηρία των αμαρτωλών απευθύνεται στο χριστεπώνυμο ποίμνιο, το οποίο είναι εξ αρχής και ανελλιπώς αμαρτωλό για να υπάρχει ανελλιπώς η έννοια της σωτηρίας. Γιατί πώς θα σώσεις κάποιον όταν δεν κινδυνεύει. Έφτιαξαν πρώτα τον διαρκή κίνδυνο της Κολάσεως και δεύτερον την ανάδειξη όλων σε αμαρτωλούς καθ’ οδόν προς το πυρ το εξώτερον. Τότε και με δόξα έρχεται η αγία του Χριστού Εκκλησία να σώσει τους αμαρτωλούς. Δηλαδή, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει. Πώς όμως θα είχε νόημα η Εκκλησία αν δεν δημιουργούσε τη θεία αποστολή της σωτηρίας; Έπρεπε λοιπόν να φτιάξει αιώνια αμαρτία, για να υπάρχει αιώνια Εκκλησία, για να προσφέρει αιώνια σωτηρία, κυνηγώντας τον Σατανά, που η ίδια δημιούργησε. Η αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού επί της γης σημαίνει την πλήρη κυριαρχία των ρασοφόρων και την εγκαθίδρυση της απόλυτης θεοκρατίας…
Ανακεφαλαιώνοντας, η χριστιανική Εκκλησία δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την ελληνική Εκκλησία του Δήμου. Στην χριστιανική συναντάς τον δούλο του Θεού, το άβουλο ποίμνιο που συναθροίζεται για να προσευχηθεί και όχι να συζητήσει, στην ελληνική συναντάς τον βουληφόρο πολίτη που συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις με τους γύρω με βάση πάντοτε τον ορθό λόγο, στην χριστιανική δεν υπάρχει καν ο λόγος του ανθρώπου, δεν υπάρχει η προσωπικότητα παρά ο ταπεινός και κακομοίρης, ο άβουλος και άοσμος, το ποίμνιο του πνεύματος και της ψυχής, στην ελληνική κυριαρχεί η προσωπικότητα, ο υπερήφανος, μεγαλόψυχος και βουληφόρος άνθρωπος, που ανυψώνεται δια του λόγου και της γνώσεως, στην χριστιανική άρχει η πίστη που βγαίνει από το άλογο συναίσθημα και προσδοκία για μια μεταθανάτια αμοιβή, στην ελληνική η αμφισβήτηση, η διαλεκτική, ο ορθολογισμός, το έλλογο ον, η αρετή και ηθική δια της γνώσεως με προσδοκία τον σχηματισμό ενάρετης επίγειας πολιτείας, στην χριστιανική τέλος κυριαρχούν και κυβερνούν οι εκλεκτοί αντιπρόσωποι του Θεού, που μονοπωλούν την παράσταση και τον λόγο, αυτοί που εξουσιάζουν τους άλλους, τους μη χειροτονημένους, ως άρχοντες και αρχόμενοι, με κυρίαρχη την εκλεκτή ποιμαντορία, στην ελληνική Εκκλησία κυβερνήτες και κυβερνώμενοι αλληλοκαθορίζονται και αμφισβητούνται, ενώ κυρίαρχος είναι η αυτού μεγαλειότης ο πολίτης, που είναι θεμελιακής της έλλογης πολιτείας ανθρώπων του πολιτισμού.
Οι διαφορές αυτές είναι ουσιώδεις και στην ελληνική ανήκει ο γνήσιος όρος της Εκκλησίας. Στον Χριστιανισμό δεν ανήκει ο όρος εκκλησία, αλλά κάποια άλλη έκφραση μάλλον να ταιριάζει καλύτερα, ίσως θεοκατοικία, ή προφητοστάσιο, ή τέλος ποιμνιοστάσιο… Αφού οι πιστοί παρουσιάζονται σαν αγαθά πρόβατα, αφού οι ποιμένες παρουσιάζονται με κλίτσα και ραβδί, γιατί να μην έχουν το όλο οικοδόμημά τους σε ποιμνιοστάσιο;…

Ανύπαρκτος ο Ιησούς από την ιστοριογραφία του 1ου αιώνα

Όσο κι αν φαίνεται απίθανο στον αδαή, το σύμβολο Χριστός, κατά τον πρώτο αιώνα, δε συνδέθηκε ποτέ με το όνομα Ιησούς. Δεκάδες προσωπικότητες που έγραφαν την περίοδο εκείνη και διαβάζονταν μανιωδώς, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεν αναφέρουν κουβέντα για τον Ιησού!
Φιλόσοφοι σαν τον Πλούταρχο, το Σενέκα και τον Επίκτητο που παραπέμπουν σε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες και ποιητές σαν το Γιουβενάλη και τον Πετρώνιο που με τα ποιήματά τους τόσο πιστά προσεγγίζουν την ηθική παρακμή, τον εκφυλισμό και την καθημερινότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αγνοούν το όνομα αυτό, γιατί σε καμιά κίνηση δεν πρωτοστατεί κανένας Ιησούς και πουθενά δεν αναφέρεται. Ο τελευταίος, μάλιστα, υπηρετώντας επί Νέρωνα κυβερνήτης της Βιθυνίας, είχε την ευκαιρία από πρώτο χέρι, όχι μόνον να αναφέρει, αλλά και να καυτηριάσει σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις προκειμένου να παρουσιάσει ρεαλιστικότερα την καθημερινή ζωή της εποχής του.
Θεωρώντας ότι στο θέμα αυτό, τίποτα ουσιωδέστερο δε θα μπορούσε να ειπωθεί, ακόμα κι αν αναφέραμε δεκάδες τέτοια παραδείγματα, θα αναφερθώ απλά σε τρία ονόματα Λατίνων. Ενός πολιτικού συγγραφέα και δυο ιστορικών (1) που περισώζουν ψήγματα σχετικών μαρτυριών, για δεοντολογικούς και μόνο λόγους.
 
Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113) θετός γιος του Πλίνιου του πρεσβύτερου, ήταν Ρωμαίος συγγραφέας και συγκλητικός που έκανε χρέη αποικιακού κυβερνήτη, διοικώντας τη Βιθυνία του Πόντου, από το 111 μέχρι το 113. Σε μία επιστολή του, το 112, προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό ζητά οδηγίες μεταχείρισης για μία νεοεμφανιζόμενη ομάδα δεισιδαιμόνων. Η λέξη «Χριστιανοί» για πρώτη φορά στην ιστορία λανσάρεται! Μετά από τις ανακρίσεις που διενεργεί ο Πλίνιος, να τι γράφει ξανά στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
«Με διαβεβαίωσαν ότι το μόνο παράπτωμά τους ήταν αυτό. Οι Χριστιανοί συνήθιζαν να μαζεύονται μία ορισμένη μέρα πριν βγει ο ήλιος ψάλλοντας ο ένας μετά τον άλλον ύμνο στο Χριστό, σαν να είναι θεός. Μετά ορκίζονταν, όχι να κάνουν έγκλημα, αλλά ότι δε θα κλέψουν, δε θα ληστέψουν και δε θα μοιχεύσουν… Δεν απέμεινε πόλη ή κόμη ή ακόμα και αγρός, που να μην εισέδυσε το μόλυσμά της. Οι ναοί των θεών μας ερημώθηκαν και εδώ και καιρό δεν προσφέρονται θυσίες σε αυτούς». (2)
Αν κι ο λόγος φαίνεται πολύ εγκωμιαστικός ενώ θα έπρεπε να δείχνει την ταραχή του ρωμαίου διοικητή, ζητώντας οδηγίες αντιμετώπισης από τον αυτοκράτορα, δε θα σταθούμε στις όποιες επεμβάσεις που μάλλον και εδώ έκανε κάποιος χριστιανός αργότερα. Προφανώς όπως αναφέρει και ο Τερτυλλιανός η σύγχυση του Ρωμαίου διοικητή οφειλόταν στην ταραχή του από το μεγάλο αριθμό των οπαδών, που θεωρήθηκε ανησυχητικός. (3)
Η απάντηση του Τραϊανού ήταν, αν και χωρίς να αναζητούνται (οι ένοχοι χριστιανοί) όταν συναντιούνται να τιμωρούνται αναλόγως! (4) Η απάντηση αυτή, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο αναγνώστης, δε συνάδει με την ερώτηση του Πλίνιου. Αν έτσι απάντησε ο Τραϊανός κάτι περισσότερο επιλήψιμο πρέπει αρχικά να έγραφε, ο διοικητής του Πόντου, που το χέρι του παραχαράκτη, φαίνεται, δεν ήθελε να μάθουμε. Επειδή όμως, ελλείψει άλλων στοιχείων, τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εικάσουμε, σε γενικές γραμμές, ίσως θα μπορούσαμε να δεχτούμε τη μαρτυρία αυτή σχεδόν γνήσια.
Όμως ακόμα κι αν θεωρηθεί γνήσια εξ ολοκλήρου η επιστολή αυτή, δεν αναιρεί τίποτα απ’ ό,τι μέχρι στιγμής κάναμε δεκτό. Το όνομα Ιησούς, η ιστορία, ακόμα και το 112, φαίνεται να το αγνοεί. Την εποχή αυτή, μάλλον, εμφανίζεται για πρώτη φορά το όνομα Χριστός, ονομάζοντας τους οπαδούς της κίνησης αυτής, Χριστιανούς. Η ιδιότητα του Μεσσία φαίνεται να βγήκε από την Παλαιστίνη μέσω της διασποράς των Εβραίων και ταυτίστηκε με τη λέξη Χριστός σαν προσιτή «εθνική» έκφραση.
 
Την εποχή εκείνη περίπου γράφουν δύο ακόμα Λατίνοι ιστορικοί, ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος. Και οι δυο τους αναφέρονται στην πιο πάνω δεισιδαιμονία. Ο Τάκιτος(56-120) σπουδαίος ρήτορας και ιστορικός, φίλος και συμμαθητής του Πλίνιου του νεότερου, φέρεται να γράφει στα «Χρονικά» του μεταξύ άλλων και για το Νέρωνα τα εξής.
«Η κοινή γνώμη κατηγορεί το Νέρωνα σαν αυτουργό της πυρκαγιάς. Για να κατασιγαστούν οι θρύλοι αυτοί ο Νέρων υπέδειξε άλλους σαν ενόχους επιβάλλοντας πρωτοφανείς ποινές σε εκείνους για τους οποίους η κοινή γνώμη μισούσε για τα βδελυρά τους έργα και τους ονόμαζε Χριστιανούς. Ο Χριστός από τον οποίο πήραν το όνομα τους, είχε εκτελεστεί από τον procuratorem (επίτροπο) Πόντιο Πιλάτο επί αυτοκρατορίας Τιβέριου. Η βδελυρή αυτή δεισιδαιμονία αρχικά ελεγχόταν στην Ιουδαία, αλλά ξέσπασε τώρα και στη Ρώμη, στην πόλη που όλα τα τρομερά και αισχρά πράγματα βρίσκουν πατρίδα. Άρχισε λοιπόν να συλλαμβάνει εκείνους που ομολογούσαν ένοχοι (χριστιανοί) και μετά με την υπόδειξη του πλήθους καταδικάζονταν όχι τόσο με την κατηγορία του εμπρησμού της πόλης, όσο με την κατηγορία του μίσους κατά της ανθρωπότητας. Ο εμπαιγμός προστέθηκε στους θανάτους τους. Καλυμμένοι με τομάρια ζώων ξεσκίζονταν από τα σκυλιά ή καρφωμένοι σε σταυρούς ή καταδικασμένοι στην πυρά, καίγονταν σαν νυχτερινός φωτισμός όταν έφευγε το φως της ημέρας. Ο Νέρων πρόσφερε τους κήπους του για θέαμα παρουσιάζοντας αγώνα στον Ιππόδρομο ενώ ο ίδιος χάνονταν μέσα στο πλήθος ντυμένος Ηνίοχος ή κορδώνονταν πάνω σε άρμα. Γι αυτό ακόμα και για εγκληματίες που άξιζαν μία υποδειγματική τιμωρία τους έπρεπε κάποια συμπόνια, γιατί όπως φαίνεται δεν καταδικάζονταν εκείνοι για το κοινό καλό αλλά για να πληρωθεί η κακία ενός ανθρώπου». (5)
Δεν είναι περίεργο, ο Τάκιτος, να πληροφορήθηκε από το φίλο του τον Πλίνιο γύρω από την κίνηση των νεοεμφανιζόμενων χριστιανών. Άλλωστε κι ο ίδιος το 112 ήταν ανθύπατος στη Μικρά Ασία. Όμως να συνδέει τους χριστιανούς με την εποχή του Νέρωνα, πρώτα-πρώτα δε θα τον τιμούσε σαν ιστορικό, τη στιγμή που κανένας ιστορικός δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Έπειτα, μία τέτοια πληροφορία, θα αντέφασκε φανερά με την πληροφορία του Πλίνιου, που γράφει για νεοεμφανιζόμενους χριστιανούς του δεύτερου αιώνα στην Μικρά Ασία. Πόσο μάλλον στη Ρώμη, μισό αιώνα νωρίτερα!

Ο Σουητώνιος ο έτερος ιστορικός, που φέρεται να έγραψε κι αυτός για τους Χριστιανούς, όπως επίσης και λίβελο ενάντια στο Νέρωνα, κάνοντας λόγο για την πυρκαγιά της Ρώμης, δεν την συνδέει με αυτούς. Επιχειρώντας μία αντιπαράθεση στοιχείων μεταξύ των Λατίνων ιστορικών, όπως κάναμε και μεταξύ του Ιώσηπου, του Ωριγένη και του Ευσέβιου, θα επιχειρήσουμε να βρούμε τη χρυσή τομή της αλήθειας.
Ο Σουητώνιος που έγραψε το 122 τη «Ζωή των Καισάρων» (De VitaCaesarum) γράφει συγκεκριμένα.
«Επειδή οι Ιουδαίοι δημιουργούσαν συνεχώς ταραχές, με την υποκίνηση του Χρήστου, τους έδιωξε από τη Ρώμη». (6)
Επίσης.
«…ένας άλλος νόμος προέβλεπε ποινές για τους χριστιανούς, μια παράνομη, θρησκευτικά και νομικά, θρησκευτική λατρεία». (7)
Συνηθίζοντας ο Σουητώνιος να αναμειγνύει παράλληλα με την ιστορική του διήγηση φήμες και διαδόσεις, δε φαίνεται να συνδέει την πυρκαγιά της Ρώμης με τους χριστιανούς. Αν ο Τάκιτος πραγματικά είχε γράψει όλο εκείνο τον οχετό για το Νέρωνα, σίγουρα ο Σουητώνιος θα το είχε υπ’ όψιν του και σαν υλικό θα το αξιοποιούσε κατάλληλα. Άρα λοιπόν η νοθεία στον Τάκιτο έγινε μετά το 120, όταν ο ίδιος είχε πεθάνει και οι βιογραφίες των Καισάρων από το Σουητώνιο είχαν γραφτεί. Όμως το κείμενο εκείνο μας βάζει σε σοβαρές υποψίες. Ποιος θα μπορούσε να είχε κάνει μία τέτοια νοθεία γράφοντας για παράνομες και βδελυρές πράξεις χριστιανών; Σίγουρα ο παρεμβολέας δεν πρέπε να ήταν χριστιανός. Αυτός που ήταν ικανός για κάτι τέτοιο έπρεπε να είχε μεγάλο μίσος, όχι μόνο για τους χριστιανούς αλλά και για το Νέρωνα και τέτοιος δεν μπορεί να ανήκε πουθενά αλλού παρά μονάχα στους Ιουδαίους!
Γράφοντας, ο Τάκιτος, για την ενοχή τους, μετά την έρευνα που διενήργησε ο αυτοκράτορας, κάποιος ιουδαίος νόθευσε την πληροφορία, βάζοντας στη θέση των Ιουδαίων το όνομα των Χριστιανών, τη μισητή τους αίρεση, έτσι απλά και γρήγορα, όπως σπρώχνουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Έτσι απλά, σαν προβοκάτσια!

Συνηθισμένη συμπεριφορά και προσφιλής ιουδαϊκή τακτική η παραχάραξη της ιστορίας από τη φυλή αυτή. Όμως σαν βιβλιοθηκονόμος του Αδριανού, ο Σουητώνιος, έχοντας υπ’ όψιν τους διωγμούς των Εβραίων από τη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα, προφανώς έτσι ξερά αναφέρει το γεγονός, πράγμα που έκανε πολλούς χριστιανούς αργότερα να μπερδεύουν το όνομα των Ιουδαίων με τη δική τους θρησκεία.
Χριστιανοί (ιουδαιοχριστιανοί τότε) και Ιουδαίοι πολλές φορές συγχέονταν, αφού αμφότεροι Εβραίοι ήταν, πιστεύοντας μάλιστα στον ίδιο Θεό. Η αναφορά του Σουητώνιου στο βιβλίο του Νέρωνα, κάνοντας λόγο για βδελυρές πράξεις, φαίνεται προκλητικά να αντλείται από την επιστολή του Πλίνιου, αφού για τους Έλληνες και Ρωμαίους η πίστη στο χριστιανισμό ήταν μια παράνομη ενέργεια (βδελυρή πράξη) και γι αυτό μάλιστα αποκαλούσαν τους χριστιανούς άθεους. (8)
Όσο για την αναφορά στον «Κλαύδιο» αν δεν αναφέρεται σε κάποιο ντόπιο, ονόματι Χρήστο, (9) που υποκινούσε ταραχές, τότε όπως είπαμε αναφέρεται απλά και μόνο στους Ιουδαίους ταραξίες. Όπως και να έχει όμως, το όνομα Ιησούς ήταν ανύπαρκτο ακόμα το 122 ή έστω η διάδοση του τόσο περιορισμένη που παραμένει ακόμα φωλιασμένη μέσα στα όρια της Ιουδαίας ή πέριξ αυτής. Αν όμως, ούτε σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε γνήσια την επιστολή του Πλίνιου, τότε ίσως ακόμα αργότερα, ο Χριστός σαν σύμβολο ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό Μεσσία και μέσω αυτού ο Ιησούς με το Χριστό. Η μεγάλη διασπορά άλλωστε θα πραγματοποιηθεί μετά την ήττα του Μπαρ Κεχομπά το 135/136, σταθμό στην ιστορία του εβραϊκού έθνους, όταν ανάμεσα στους διεσπαρμένους ιουδαίους αναζητείται ο… αποδιοπομπαίος τράγος για τον εξοβελισμό του από την Ιουδαία. Αναζητείται δηλαδή ο αμαρτωλός που σαν υπεύθυνος των γεγονότων, Ιουδαίοι και αιρετικοί (ιουδαιοχριστιανοί), εξορίστηκαν από την πατρίδα.
Πριν ακόμα χρισθεί Μεσσίας και «Γιος του άστρου» ο Μπαρ Κεχομπά από τους Ιουδαίους δεν υπήρχαν αντιζηλίες ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Ιουδαιοχριστιανούς, πέρα από τις διαφορές που έχουν δυο αντίθετα πολιτικά κόμματα. Όταν όμως η διασπορά πήρε διαστάσεις και οι Ιουδαίοι διώχτηκαν μακριά από την Ιουδαία αμφότεροι μπήκαν στη διαδικασία να αποδείξουν του λόγου το αληθές. Αληθές για τους Ιουδαιοχριστιανούς ήταν ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός Μεσσίας (Χριστός) που σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους. Για τους Ιουδαίους όμως, που ο δικός τους Μεσσίας μπροστά στην ανωτερότητα των Ρωμαίων, φαινόταν τόσο μικρός και ψεύτικος, που πολεμώντας τους τα έχασε όλα και ο ίδιος σαν ποντικός πιάστηκε, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να συκοφαντήσουν τους ιουδαιοχριστιανούς που τους χρέωναν την τιμωρία της διασποράς. Ο εσωτερικός εχθρός συνήθως είναι αισχρότερος από το βάρβαρο (εθνικό), γιατί συν τοις άλλοις, αποδεικνύεται και προδότης. Έτσι φάνηκαν οι Χριστιανοί στα μάτια των Ιουδαίων που ο πόλεμος εναντίον τους στην ουσία μόλις τότε άρχιζε. Για τους χριστιανούς, ο Μπαρ Κεχομπά πήρε τον τίτλο Μπαρ Κοζίμπα (Γιος του Ψεύδους) και για τους Ιουδαίους, ο Ιησούς ήταν ο νόθος γιος μιας πόρνης, που την έδιωξε ο άνδρα της, ένας μαραγκός, σαν αντελήφθη ότι τον απατούσε με ένα στρατιώτη ονόματιΠάνθηρα! (10)

Οι Μεσσιανιστές, αυτοί δηλαδή που αργότερα ονομάστηκαν Χριστιανοί, έπρεπε τάχιστα να βρουν ένα ιστορικό άλλοθι για το δικό τους Μεσσία. Τότε ξεθάφτηκε ο ξεχασμένος Ιησούς, εκείνος ο επαναστάτης ζηλωτής που ξεσήκωνε τον κόσμο και διέδιδε πως ήταν απεσταλμένος του θεού.
Μα ποιος απ’ όλους;
Τι σημασία έχει…
Ο μύθος που κτίστηκε γύρω του, τον έκανε αγνώριστο! Είχε ζήσει πριν από έναν αιώνα σχεδόν, (11) χρόνος προσιτός και ομιχλώδης, όπως πρέπει να είναι για κάθε μυθικό ήρωα, που αργότερα θα λαμπρύνουν οι επιτήδειοι και πλαστογράφοι της ιστορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Ιούστος του πρώτου αιώνα αν και ιουδαίος ιστορικός που έγραψε «Το Χρονικό των Ιουδαίων Βασιλέων» αρχίζοντας από το Μωυσή και φθάνοντας μέχρι τον Αγρίππα το Β΄ τίποτα απολύτως δεν έγραψε, κι αυτός, για τον περιβόητο Ιησού της εποχής του!
2 Πλίνιος «Epistulae» (Επιστολές) Χ 96. 7.
3 «Tertullian Apologeticum» (Απολογητικός Τερτυλλιανού) ΙΙ 6-7.
4 Πλίνιος «Epistulae» (Χ 97. 2).
5 Τάκιτος «Annales» (Χρονικά) XV 44.
6 «Κλαύδιος» 25.
7 «Νέρων» 16.
8 Ιουστίνος «Α΄ Απολογία 6.1.
9 Το κείμενο γράφει «impulsore Chresto» που κακώς πολλοί το ερμηνεύουν «με αφορμή στο Χριστό». Το σωστό είναι με την «υποκίνηση του Χρήστου» υπονοώντας ότι κάποιος Χρήστος, που βρίσκεται εκεί, ξεσηκώνει τους Ιουδαίους. «Χρηστός» είναι ο έντιμος, ο ηθικός ή και ο χρήσιμος, όπως ένας δούλος και όχι ο Χριστός, αυτός δηλαδή που έχει χρισθεί. Το όνομα άλλωστε αυτό (Χρήστος) συνηθιζόταν την εποχή εκείνη ανάμεσα στους δούλους της Ρώμης που ήταν χρήσιμοι!
10 Την πληροφορία αυτή χρησιμοποιεί και ο Κέλσος στο βιβλίο του «Αληθής Λόγος» που γράφτηκε το 178. Να τι γράφει «Η γέννηση του Ιησού από μία παρθένο είναι δική του επινόηση, για να συγκαλύψει την πραγματική του καταγωγή: γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ιουδαίας από μία ντόπια, άπορη χειρώνακτα που ο άντρας της, ένας μαραγκός, την έδιωξε από το σπίτι σαν έμαθε ότι τον απατούσε μ’ ένα στρατιώτη που τον έλεγαν Πάνθηρα. Και διωγμένη και ταπεινωμένη περιπλανήθηκε και γέννησε κρυφά. Ο ίδιος επειδή ήταν φτωχός, πήγε να δουλέψει στην Αίγυπτο όπου έμαθε μερικά από τα τεχνάσματα για τα οποία περηφανεύονται οι Αιγύπτιοι, και με τη βοήθεια αυτών των τεχνασμάτων, όταν ξαναγύρισε ανακήρυξε τον εαυτό του θεό»! (Α΄ 37) Απόδοση Π. Οικονόμου και Γ. Χριστοδούλου. Εκδόσεις Θύραθεν Επιλογή σελ. 33.
11 Δεν είναι αναγκαίο ο επαναστάτης εκείνος να λεγόταν Ιησούς. Το όνομα αυτό τότε το πήρε για να εκφράσει συμβολικά το «Θεραπευτή» της Εσαιικής κοινότητας και όχι μόνον.