Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (800-843)

800 ΚΡ. πότερα νομίζεις δυστυχεῖν ἔμ᾽ εἰς τὰ σὰ
ἢ σ᾽ εἰς τὰ σαυτοῦ μᾶλλον ἐν τῷ νῦν λόγῳ;
ΟΙ. ἐμοὶ μέν ἐσθ᾽ ἥδιστον εἰ σὺ μήτ᾽ ἐμὲ
πείθειν οἷός τ᾽ εἶ μήτε τούσδε τοὺς πέλας.
ΚΡ. ὦ δύσμορ᾽, οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανῇ
805 φρένας ποτ᾽, ἀλλὰ λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ;
ΟΙ. γλώσσῃ σὺ δεινός· ἄνδρα δ᾽ οὐδέν᾽ οἶδ᾽ ἐγὼ
δίκαιον ὅστις ἐξ ἅπαντος εὖ λέγει.
ΚΡ. χωρὶς τό τ᾽ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὸ καίρια.
ΟΙ. ὡς δὴ σὺ βραχέα, ταῦτα δ᾽ ἐν καιρῷ λέγεις.
810 ΚΡ. οὐ δῆθ᾽ ὅτῳ γε νοῦς ἴσος καὶ σοὶ πάρα.
ΟΙ. ἄπελθ᾽, ἐρῶ γὰρ καὶ πρὸ τῶνδε, μηδέ με
φύλασσ᾽ ἐφορμῶν ἔνθα χρὴ ναίειν ἐμέ.
ΚΡ. μαρτύρομαι τούσδ᾽, οὐ σέ, πρός γε τοὺς φίλους
οἷ᾽ ἀνταμείβῃ ῥήματ᾽, ἤν σ᾽ ἕλω ποτέ …
815 ΟΙ. τίς δ᾽ ἄν με τῶνδε συμμάχων ἕλοι βίᾳ;
ΚΡ. ἦ μὴν σὺ κἄνευ τοῦδε λυπηθεὶς ἔσῃ.
ΟΙ. ποίῳ σὺν ἔργῳ τοῦτ᾽ ἀπειλήσας ἔχεις;
ΚΡ. παίδοιν δυοῖν σοι τὴν μὲν ἀρτίως ἐγὼ
ξυναρπάσας ἔπεμψα, τὴν δ᾽ ἄξω τάχα.
820 ΟΙ. οἴμοι. ΚΡ. τάχ᾽ ἕξεις μᾶλλον οἰμώζειν τάδε.
ΟΙ. τὴν παῖδ᾽ ἔχεις μου; ΚΡ. τήνδε τ᾽ οὐ μακροῦ χρόνου.
ΟΙ. ἰὼ ξένοι, τί δράσετ᾽; ἦ προδώσετε,
κοὐκ ἐξελᾶτε τὸν ἀσεβῆ τῆσδε χθονός;
ΧΟ. χώρει, ξέν᾽, ἔξω θᾶσσον· οὔτε γὰρ τανῦν
825 δίκαι᾽ ἃ πράσσεις, οὔθ᾽ ἃ πρόσθεν εἴργασαι.
ΚΡ. ὑμῖν ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν
ἄκουσαν, εἰ θέλουσα μὴ πορεύσεται.
ΑΝ. οἴμοι τάλαινα, ποῖ φύγω; ποίαν λάβω
θεῶν ἄρηξιν ἢ βροτῶν; ΧΟ. τί δρᾷς, ξένε;
830 ΚΡ. οὐχ ἅψομαι τοῦδ᾽ ἀνδρός, ἀλλὰ τῆς ἐμῆς.
ΟΙ. ὦ γῆς ἄνακτες. ΧΟ. ὦ ξέν᾽, οὐ δίκαια δρᾷς.
ΚΡ. δίκαια. ΧΟ. πῶς δίκαια; ΚΡ. τοὺς ἐμοὺς ἄγω.

ΟΙ. ἰὼ πόλις. [στρ.]
ΧΟ. τί δρᾷς, ὦ ξέν᾽; οὐκ ἀφήσεις; τάχ᾽ εἰς
835 βάσανον εἶ χερῶν.
ΚΡ. εἴργου. ΧΟ. σοῦ μὲν οὔ, τάδε γε μωμένου.
ΚΡ. πόλει μαχῇ γάρ, εἴ τι πημανεῖς ἐμέ.
ΟΙ. οὐκ ἠγόρευον ταῦτ᾽ ἐγώ; ΧΟ. μέθες χεροῖν
τὴν παῖδα θᾶσσον. ΚΡ. μὴ ᾽πίτασσ᾽ ἃ μὴ κρατεῖς.
840 ΧΟ. χαλᾶν λέγω σοι. ΚΡ. σοὶ δ᾽ ἔγωγ᾽ ὁδοιπορεῖν.
ΧΟ. προβᾶθ᾽ ὧδε, βᾶτε, βᾶτ᾽, ἔντοποι·
πόλις ἐναίρεται, πόλις ἐμά, σθένει·
προβᾶθ᾽ ὧδέ μοι.

***
800 ΚΡ. Και ποιός νομίζεις τώρα πως βγαίνει δυστυχής
σ᾽ αυτή μας τη συζήτηση; εγώ με τα καμώματά σου;
εσύ μ᾽ αυτά που λες και κάνεις;
ΟΙ. Όχι, για μένα η πιο μεγάλη απόλαυση είναι
που δεν μπορείς κανέναν με τα λόγια σου να πείσεις,
σίγουρα όχι εμένα, μήτε κι αυτούς που παραστέκονται.
ΚΡ. Κακόμοιρε, τα χρόνια φαίνεται δεν σου έβαλαν μυαλό
805 και τώρα μαγαρίζεις τα γεράματά σου.
ΟΙ. Κόβει καλά η γλώσσα σου. Όμως κι εγώ τ᾽ ομολογώ
δίκαιο άνθρωπο ποτέ δεν γνώρισα που να τα λέει όλα ωραία.
ΚΡ. Άλλο να λες πολλά, κι άλλο τα καίρια.
ΟΙ. Όπως τώρα κι εσύ, λίγα τα λόγια σου, αλλά στην ώρα τους.
810 ΚΡ. Όχι για κάποιον με λειψό μυαλό, σαν το δικό σου.
ΟΙ. Φύγε επιτέλους. Θα μιλήσω καθαρά, με μάρτυρες αυτούς εδώ:
μη με κατασκοπεύεις, ώστε να δεις πού, από δω και πέρα,
είναι γραφτό να κατοικήσω.
ΚΡ. Τους ίδιους μάρτυρες κι εγώ επικαλούμαι,
πως θα πληρώσεις ακριβά τ᾽ αχάριστά σου λόγια,
αν πέσεις κάποτε στα χέρια μου.
ΟΙ. Ποιός όμως θα μπορούσε να με πάρει μέσα απ᾽ τα χέρια
815 αυτών που τώρα συμμαχούν μαζί μου;
ΚΡ. Αλλά κι αυτό να μη συμβεί, έχεις να λυπηθείς.
ΟΙ. Ποιά πράξη εννοείς μ᾽ αυτή την απειλή σου;
ΚΡ. Από τις δυο σου θυγατέρες, τη μια την έχω
στο χέρι κιόλας, την ξαπόστειλα. Την άλλη
δεν θ᾽ αργήσω να την πάρω.
ΟΙ. Οίμοι.
820 ΚΡ. Γρήγορα θα ᾽χεις κι άλλη αφορμή ν᾽ αναστενάζεις.
ΟΙ. Κατακρατείς αλήθεια τη μια μου θυγατέρα;
ΚΡ. Κι αυτήν εδώ σε λίγο, δεν θ᾽ αργήσω.
ΟΙ. Ξένοι μου, άπρακτοι θα μείνετε; πάτε να με προδώσετε;
δεν θα πετάξετε αυτόν τον ασεβέστατο έξω απ᾽ τη χώρα σας;
ΧΟ. Φύγε από δω, ξένε, και γρήγορα. Γιατί κι αυτά που τώρα
825 πράττεις άδικα είναι, άδικες όμως κι οι τελεσμένες πράξεις σου.
ΚΡ. Ώρα, έστω και με το ζόρι, πάρτε την από δω.
ΑΝ. Οίμοι, τάλαινα. Πού να προσφύγω; ποιόν άνθρωπο
να βρω και ποιόν θεό να με συντρέξει;
ΧΟ. Τί πας να κάνεις ξένε;
830 ΚΡ. Αυτόν δεν τον πειράζω. Παίρνω μονάχα τη δική μου.
ΟΙ. Ω άρχοντες της χώρας.
ΧΟ. Άδικες είναι, ξένε, οι πράξεις σου.
ΚΡ. Δίκαιες, λέω εγώ.
ΧΟ. Πώς δίκαιες;
ΚΡ. Ό,τι μου ανήκει παίρνω.
ΟΙ. Ω πόλη της Αθήνας.
ΧΟ. Τί πας να κάνεις, ξένε, επιτέλους;
Κάτω τα χέρια σου, αλλιώς θα δοκιμάσεις και
835 των δικών μου των χεριών τη δύναμη.
ΚΡ. Τραβήξου πίσω.
ΧΟ. Όχι από σένα που τολμάς ν᾽ ασκήσεις βία.
ΚΡ. Μάχη θ᾽ ανοίξεις με την πόλη μου, αν με βλάψεις.
ΟΙ. Όλα συμβαίνουν, όπως τα φαντάστηκα.
ΧΟ. Άφησε αμέσως την κοπέλα, κάτω τα χέρια σου.
ΚΡ. Διαταγές δεν δέχομαι, δεν είσαι αφεντικό μου.
ΧΟ. Είπα, χαλάρωσε τα χέρια σου.
840 ΚΡ. Κι εγώ σου λέω πάρε δρόμο.
ΧΟ. Εδώ, όλοι εδώ, ελάτε, συμπολίτες,
προστρέξτε, τρέξτε, καταπατείται η πόλη,
η πόλη μας βιάζεται.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 7. Οι Μεγάλοι Απόλογοι

7.3. Η σύνταξη


Οι «Μεγάλοι Απόλογοι» χρωστούν τον δίκαιο έπαινο που τους αποδίδει ο Αλκίνοος στο διάλειμμα της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 363-369) σε δύο αρετές, οι οποίες συστήνουν κυρίως την αφηγηματική τους σύνταξη. Ο φιλόξενος και φιλόμουσος βασιλιάς των Φαιάκων υπογραμμίζει πρώτα την αξιοθαύμαστη μορφή των λόγων (μορφή ἐπέων, λέει το πρωτότυπο κείμενο) και μετά το ξάστερο μυαλό του αφηγητή, που δεν θολώνει το νόημα και τη ροή της διήγησής του (φρένες ἐσθλαί, λέει το πρωτότυπο κείμενο). Ανάλογες εξάλλου αρετές αναγνωρίζει και ο Οδυσσέας στον Δημόδοκο (θ 487-498), παρακινώντας τον να επιδείξει την τέχνη του με ένα ακόμη τραγούδι, ιστορώντας τον διάσημο δόλο του δουρείου ίππου κατὰ κόσμον και κατὰ μοῖραν (ώστε το σύνολο να ακολουθεί την πρέπουσα τάξη, τα μέρη να βρίσκουν τη σωστή τους σειρά). Από τους δύο αυτούς επαίνους συμπεραίνουμε ότι μια καλή διήγηση κρίνεται όχι μόνον από τη θέση και το θέμα της αλλά προπάντων από τον τρόπο της. Στην περίπτωσή μας τρόπος και σύνταξη συμπίπτουν. Για να εκτιμηθεί ωστόσο κόσμια και σωστά η σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πρέπει να συγκριθεί με τη θέση και με το θέμα που την υποστηρίζουν.

Η θέση (το πού και το πότε) των «Μεγάλων Απολόγων» στη Σχερία δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Γιατί, στον βαθμό που η μακρά αυτή διήγηση αντιστοιχεί σε συγγενικές διηγήσεις ξενιτεμένων, οι οποίοι (επιστρέφοντας αργά και απροσδόκητα, αγνώριστοι συνήθως, στον τόπο τους) διηγούνται στους δικούς τους τις περιπέτειες που έζησαν και τους κινδύνους που ξεπέρασαν, φαίνεται να ανατρέπει τυπικούς κανόνες: χρόνου, τόπου, ακροατηρίου. Πράγματι οι «Μεγάλοι Απόλογοι» του Οδυσσέα και της Οδύσσειας ελέγχονται από τυπική άποψη αντικανονικοί: εκφέρονται προτού επιστρέψει ο ήρωας στην Ιθάκη (σε ενδιάμεσο επομένως χρόνο)· εντοπίζονται σε ξένο (φιλόξενο βέβαια) τόπο· απευθύνονται σε ξένο (πρόθυμο ασφαλώς) ακροατήριο. Αυτή ωστόσο η αντικανονική τοποθέτηση των «Μεγάλων Απολόγων» σε «λάθος» χρόνο, «λάθος» τόπο και «λάθος» ακροατήριο αποτελεί σήμα της πρωτότυπης σύνταξής τους και μαρτυρεί τη συνθετική ιδιοφυΐα του ποιητή της Οδύσσειας. Για τον απλό λόγο ότι μέσα στο αποφασισμένο γενικό σχέδιο του έπους η ανατρεπτική θέση των «Μεγάλων Απολόγων» κρίνεται υποχρεωτική· οποιαδήποτε μετακίνησή τους θα κατέστρεφε την αφηγηματική οικονομία της Οδύσσειας.

Τυπικά ο απολογισμός της ξενιτιάς τοποθετείται στο τέρμα μιας περιπετειώδους διήγησης, επικυρώνοντας την επιστροφή του ξενιτεμένου, τον αναγνωρισμό του από την πιστή σύζυγο, την εγκατάστασή του στο συζυγικό σπίτι και στη συζυγική κλίνη. Ο απόλογος προσφέρεται τότε από τον άντρα στη γυναίκα του ως αναπλήρωση της μακρόχρονης απουσίας του και καταλήγει σε αμοιβαίο ύπνο, με τον οποίο κλείνει ήρεμα η αυλαία της διήγησης. Όλες αυτές οι συνθήκες ισχύουν, όπως είδαμε, στους ολιγόστιχους «Μικρούς Απολόγους» της Οδύσσειας, που τοποθετούνται στο τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Δεν ισχύουν όμως καθόλου για τους «Μεγάλους Απολόγους». Γιατί;

Είδαμε ότι ο νόστος του Οδυσσέα μοιράζεται και μοιράζει το έπος στα δύο: δώδεκα ραψωδίες αναφέρονται (έμμεσα στην αρχή και άμεσα μετά) στον εξωτερικό και άλλες δώδεκα στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος δεν είναι μόνον ο εξωτερικός αλλά και ο εσωτερικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος μάλιστα εξελίσσεται με τη "Μνηστηροφονία" σε φονικό νόστο, που πραγματοποιείται μέσα στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης. Τούτο σημαίνει ότι το δεύτερο μέρος του έπους είχε προοριστεί από τον ποιητή για το ταραχώδες θέμα της «Μνηστηροφονίας», το οποίο δεν άφηνε πρόσφορο χώρο και ήρεμο χρόνο, για να αναπτυχθεί η μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων». Με άλλα λόγια: η «Μνηστηροφονία», καλύπτοντας το δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, έσπρωξε τους «Μεγάλους Απολόγους» στο πρώτο μέρος της, το οποίο αποδείχτηκε όχι απλώς κατάλληλο αλλά ιδανικό.

Καταρχήν, ευνοεί εδώ ο χώρος με τις συνθήκες του. Το νησί της Σχερίας, το βασιλικό παλάτι, το βασιλικό ζεύγος, η ωραία και θαρραλέα κόρη, οι ίδιοι οι Φαίακες συστήνουν, με τον ειρηνικό και φιλόξενο πολιτισμό τους, μια πρώτης τάξεως υποδοχή τόσο για τον αφηγητή Οδυσσέα όσο και για τη διεξοδική του διήγηση. Ευνοϊκός όμως αποδείχνεται και ο χρόνος των «Μεγάλων Απολόγων»: ως εγκιβωτισμένο παρελθόν τέμνει το ποιητικό παρόν του έπους στην κρισιμότερη καμπή του. Ο Οδυσσέας μόλις έχει σωθεί από το τελευταίο συντριπτικό του ναυάγιο· εξουθενωμένος και εξαγριωμένος από την πάλη του με την τρικυμισμένη θάλασσα, αντικρίζει στην παραποτάμια όχθη της Σχερίας τη Ναυσικά, η οποία, λούζοντας και ντύνοντας το γυμνό του σώμα, τον εξανθρωπίζει πάλι και πρόθυμα τον οδηγεί στο βασιλικό παλάτι. Όπου, αδιάγνωστος ακόμη, φιλοξενείται γενναιόδωρα από την Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους επιφανείς Φαίακες, εξασφαλίζοντας αμέσως την υπόσχεση του νόστου του. Και όταν μετά πιέζεται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα πάθη του νόστου του όχι μόνο για να τον γνωρίσουν οι άλλοι (ανάμεσά τους και ο ακροατής του έπους), αλλά και για να αναγνωρίσει ο ίδιος τον ρημαγμένο εαυτό του. Από την άποψη αυτή οι «Μεγάλοι Απόλογοι» προσφέρουν γνώση αλλά ομολογούν και αυτογνωσία. Παρελθόν και παρόν του ήρωα ξαναβρίσκουν τώρα τη συνοχή τους, για να αντιμετωπίσουν το προβληματικό μέλλον.

Συμπέρασμα: η πρωτοτυπία των οδυσσειακών «Απολόγων» δεν βρίσκεται, όπως συχνά λέγεται, στον αναδρομικό εγκιβωτισμό τους μέσα στο ποιητικό παρόν του έπους, καθιερώνοντας για πρώτη, υποτίθεται, φορά την τεχνική του φλας μπακ. Αλλά στην «αντικανονική» μετάθεσή τους σε ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου, επέχοντας θέση γέφυρας, ώστε να περάσουμε από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας ενήμεροι για το ποιος είναι, τι έπαθε και τι κατόρθωσε ο Οδυσσέας, προτού πατήσει το πόδι του στην Ιθάκη, όπου τον περιμένει η δοκιμασία της μνηστηροφονίας.

Πρωτότυπο όμως δεν είναι μήτε και το περιεχόμενο των «Μεγάλων Απολόγων». Η ομηρική έρευνα έχει αποδείξει ότι τουλάχιστον ορισμένα τερατικά επεισόδια (τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, τους γιγάντιους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη) ο ποιητής τα δανείστηκε από ένα αρχαιότερο έπος, γνωστό ως Αργοναυτικά, και μετασχηματισμένα τα ενσωμάτωσε στο δικό του έπος. Την οφειλή του εξάλλου αυτή, έμμεσα έστω, την ομολογεί ο ποιητής της Οδύσσειας, μνημονεύοντας στη δωδέκατη ραψωδία τη διάσημη Αργώ, που τη χαρακτηρίζει μάλιστα πασιμέλουσα: όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν (μ 70). Τούτο σημαίνει ότι η θεματική πρωτοτυπία των «Μεγάλων Απολόγων» αναγνωρίζεται περισσότερο από τον τρόπο της διάταξης και της σύνταξης των διαδοχικών επεισοδίων τους.

Τρεις συν μία (ι-μ) είναι οι ραψωδίες που αφιερώνονται στους «Μεγάλους Απολόγους». Εννέα συν ένα βγαίνουν μετρημένα τα διαδοχικά τους επεισόδια. Τούτο σημαίνει ότι στην κάθε ραψωδία αναλογούν τρία επεισόδια, με την εξαίρεση της ενδέκατης ραψωδίας, που την καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου το επεισόδιο της «Μεγάλης Νέκυιας» (νέκυς θα πει «νεκρός», και νέκυια είναι ο λόγος για τις σκιές του κάτω κόσμου). Τριαδική επομένως είναι η αρχή που καθορίζει τη σύνταξη των επεισοδίων στις ραψωδίες ι, κ, μ. Συγκεκριμένα: στην ένατη ραψωδία (στην πρώτη των «Απολόγων») συντάσσονται τα επεισόδια των Κικόνων, των Λωτοφάγων και των Κυκλώπων· στη δέκατη τα επεισόδια του Αιόλου, των Λαιστρυγόνων και της Κίρκης· στη δωδέκατη τα επεισόδια των Σειρήνων, της Σκύλλας-Χάρυβδης και της Θρινακίας. Πρόκειται επομένως για αποφασισμένη συμμετρική αρχή, η οποία αναλογεί στη γεωμετρική τέχνη της ίδιας εποχής, ιδιαίτερα στη συμμετρική διακόσμηση επιτάφιων αγγείων.

Η τριαδική όμως συμμετρία διαπιστώνεται και στην έκταση των τριών επεισοδίων που φιλοξενούν οι ραψωδίες ι, κ και μ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις προτάσσονται δύο συνοπτικά επεισόδια και ακολουθεί κάθε φορά, διεξοδικά αναπτυγμένο, το τρίτο. Έτσι στη ραψωδία ι συνοπτική είναι η αφήγηση των επεισοδίων με τους Κίκονες και τους Λωτοφάγους, ενώ αναπτύσσεται σε μεγάλη έκταση το επεισόδιο της «Κυκλώπειας». Ο κανόνας αυτός τηρείται και στις ραψωδίες κ και μ: δύο συνοπτικά επεισόδια (τον Αίολο και τους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες και τη Σκύλλα-Χάρυβδη αντίστοιχα) τα παρακολουθεί ένα τρίτο διεκταμένο (η Κίρκη στη ραψωδία κ, η Θρινακία στη ραψωδία μ). Τελικά το διπλό αυτό τριαδικό σχήμα, λειτουργώντας σταυρωτά (οριζόντια δηλαδή και κάθετα) εξασφαλίζει στέρεη άρθρωση στα μέρη και στα μέλη των «Μεγάλων Απολόγων». Ας πούμε πως μοιάζει με κλαδωτή σιδεριά, πάνω στην οποία πλέκονται και συγχρόνως ξεχωρίζουν τα εννέα επεισόδια των τριών ραψωδιών.

Το συμμετρικό πάντως αυτό σταυρόλεξο διαθέτει και διαχωριστικές τομές, με τις οποίες αποφεύγεται η ισομετρική μονοτονία. Τομή, λόγου χάριν, αναγνωρίζεται αμέσως μετά το επεισόδιο των Κικόνων: η θυελλώδης τρικυμία του Δία παρασύρει τον στόλο του Οδυσσέα, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ακρωτήρι του Μαλέα και τα Κύθηρα, εγκαταλείπει τώρα τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, για να εισβάλει στο εξωτικό, φανταστικό και τερατικό τοπίο, με πρώτο σταθμό τη χώρα των Λωτοφάγων. Δεύτερη τομή εντοπίζεται μεταξύ ένατης και δέκατης ραψωδίας: μετά την επιθετική έπαρση του Οδυσσέα στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας» (που κοστίζει τον φριχτό σπαραγμό έξι συντρόφων από τον Πολύφημο) η συμπεριφορά του ήρωα μετατρέπεται σε αμυντική· δεν προκαλεί πια τον κίνδυνο, αλλά προσπαθεί να τον διαχειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε οι απώλειες να περιοριστούν στο ελάχιστο. Μια τρίτη, τέλος, τομή, σημαντικότερη για τη σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πέφτει στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων, όπου καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από ένα, που το κυβερνά ο ίδιος ο Οδυσσέας. Αυτό το έσχατο πλοίο θα συντριβεί στα ανοιχτά της Θρινακίας από τη διόσταλτη καταιγίδα στο τέλος των «Απολόγων», αφανίζοντας και όλους τους επιζήσαντες εταίρους - παρ᾽ ολίγον και τον ίδιο τον Οδυσσέα.

Εναλλακτική όμως ποικιλία διαπιστώνεται και στη διαδοχή των επεισοδίων που συνθέτουν τους «Μεγάλους Απολόγους», αν κριθούν με μέτρο τον αρνητικό ή τον μεικτό ρόλο που παίζουν ως προς την πρόοδο του εξωτερικού νόστου του ήρωα. Υπάρχουν επεισόδια με σαφώς ανάγωγο χαρακτήρα, που εμποδίζουν δηλαδή (λιγότερο ή περισσότερο, προσωρινά ή οριστικά) τον νόστο του Οδυσσέα και των εταίρων του. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: οι Λωτοφάγοι, ο Κύκλωπας, οι Λαιστρυγόνες, το ζεύγος Σκύλλα-Χάρυβδη, ασφαλώς η Θρινακία. Μεγαλύτερο ωστόσο και ερεθιστικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεικτά επεισόδια: εκείνα δηλαδή που μεταλλάσσονται στην εξέλιξή τους και ή γίνονται από θετικά αρνητικά ή αντίστροφα από αρνητικά θετικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μεταβατικό επεισόδιο του Αιόλου· στη δεύτερη το οριακό επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο εκβάλλει στη «Μεγάλη Νέκυια». Έτσι φτάνουμε στο πιο ατίθασο από συμμετρική άποψη επεισόδιο, που με την ανταρσία του αυτή φαίνεται να διεκδικεί ένα είδος γενικότερης αυτονομίας.

Η απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων» ελέγχεται εύκολα. Καθώς παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ενδέκατη και στη δωδέκατη ραψωδία, επιβαρύνει τη ραψωδική τριάδα (ι, κ, μ) με μια εμβόλιμη ραψωδία, επαυξάνοντας τον αριθμό τρία σε τέσσερα. Εξάλλου, η τριαδική απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» διπλασιάζεται, γιατί εδώ κατ᾽ εξαίρεση ένα μόνο επεισόδιο πιάνει μια ολόκληρη ραψωδία, ενώ οι άλλες τρεις ραψωδίες των «Απολόγων» φιλοξενούν από τρία επεισόδια η καθεμιά. Παρά ταύτα, η «Μεγάλη Νέκυια» ισορροπεί την εξωτερική της ασυμμετρία με μια δική της, εσωτερική τώρα, συμμετρία, η οποία σέβεται και τον τριαδικό κανόνα.

Καταρχήν, μοιράζεται σε τρία κεφάλαια: πρόλογο, κορμό και επίλογο. Ο πρόλογος ιστορεί το θαλάσσιο ταξίδι του Οδυσσέα προς τη χώρα των Κιμμερίων και την κάθοδό του στον Άδη. Ο κορμός αφιερώνεται στις εντεταλμένες από την Κίρκη θυσίες και στις συνομιλίες του ήρωα με τις σκιές του κάτω κόσμου. Τέλος, ο επίλογος, απότομος και σύντομος, ανεβάζει τον Οδυσσέα στον πάνω κόσμο, συνοψίζοντας το ταξίδι της επιστροφής του προς το νησί της Κίρκης με το επόμενο μαγευτικό δίστιχο (λ 639-640):

Έτσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,
πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.


Ο τριαδικός εξάλλου κανόνας συντηρείται και στον διμερή κορμό της «Μεγάλης Νέκυιας». Στα δύο μέρη του συντάσσονται ανά τρεις οι συνομιλίες του Οδυσσέα με τις σκιές των νεκρών: στο πρώτο μέρος εξελίσσονται οι διάλογοι με τον Ελπήνορα, τον Τειρεσία και την Αντίκλεια· στο δεύτερο με τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα. Στο πρώτο μέρος οι συνομιλίες αφορούν αμεσότερα τον Οδυσσέα: την ταφή ενός άταφου εταίρου, την τελική έκβαση του ασυντέλεστου ακόμη νόστου, τον σπαραγμό του ήρωα μπροστά στην άπιαστη σκιά της πεθαμένης μάνας του. Στο δεύτερο μέρος ο κύκλος ανοίγει σε τρεις διάσημους εταίρους του τρωικού πολέμου. Ο δραματικός τόνος παραλλάσσει από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά και στο εσωτερικό κάθε μέρους, καθώς διαδέχεται η μία σκιά την άλλη. Στο πρώτο μέρος εξέχει ο συνταρακτικός διάλογος μάνας και γιου. Στο δεύτερο καθηλώνει τον ακροατή η μελαγχολική ομολογία του Αχιλλέα για την άδοξη ζωή και τον ένδοξο θάνατο: θα προτιμούσε, λέει, ζωντανός να ξενοδουλεύει πάνω στη γη, παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. Ακολουθεί η περήφανη, ανυποχώρητη σιωπή του Αίαντα, ο οποίος αρνείται να ανταποκριθεί στον λόγο του Οδυσσέα, γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο της μανίας και της αυτοκτονίας του.

Απείθαρχη και συνάμα πειθαρχική η «Μεγάλη Νέκυια» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων», υπερασπίζεται τον εξαιρετικό της ρόλο, προχωρώντας σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκαλύπτει τον βυθό της Οδύσσειας, κάτω από την τρικυμισμένη επιφάνειά της, όπου σμίγουν τα δύο γονιμότερα σπέρματα του έπους: ο νόστος και ο θάνατος. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας οφείλει να κατέβει στον Άδη, για να μάθει από τη σκιά του μάντη Τειρεσία (του μόνου εχέφρονα νεκρού στον κάτω κόσμο) την εξέλιξη και την έκβαση του νόστου του (αλλά και το οριστικό τέλος της ζωής του), δείχνει ότι νόστος και θάνατος επικοινωνούν εδώ μεταξύ τους· ότι στην παραδειγματική αυτή περίπτωση ο θάνατος γίνεται αγωγός του νόστου· ότι ο νόστος οφείλει να περάσει μέσα από τον αγωγό του θανάτου για να συντελεστεί· ότι ο νόστος αποτελεί αποδοχή και συνάμα υπέρβαση του θανάτου.

Υπάρχει στην πέμπτη ραψωδία μια παρομοίωση που εικονογραφεί αποκαλυπτικά αυτό τον συνειρμό θανάτου και νόστου: ο Οδυσσέας, συντριμμένος από τον Ποσειδώνα ναυαγός μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας, στο όριο θανάσιμης εξάντλησης, ανυψωμένος στην κορυφή ενός κύματος, βλέπει επιτέλους αντίκρυ του στεριά, και ξαφνικά τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση (ε 388-398):

Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους -
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
αγάλλεται· τόση αγαλλίαση φέρνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης.


Ανάλογο συνειρμό νόστου και θανάτου υπονοούν και τα ετυμολογικά λεξικά. Όπου το ουσιαστικό νόστος και το ρήμα νοστέω σημασιολογούνται ως δείκτες απροσδόκητης σωτηρίας κάποιου μετά από θανάσιμη αρρώστια.

Το ζεύγος ωστόσο νόστου-θανάτου εμφανίζεται και στην κρίσιμη εκείνη ακμή του έπους, όταν ο Οδυσσέας μεταφέρεται ενύπνιος, με το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, εξαντλώντας τον εξωτερικό του νόστο και εγκαινιάζοντας τώρα τον εσωτερικό του νόστο. Πρόκειται για τους στίχους 70-92 της δέκατης τρίτης ραψωδίας, ως τελευταίο σταθμό των «Μεγάλων Απολόγων». Σ᾽ αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο βαθύς ύπνος που έχει απορροφήσει τον Οδυσσέα, σε όλη τη διάρκεια της θαλασσινής επιστροφής του προς την πατρίδα, χαρακτηρίζεται με τρία, φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους, κατηγορούμενα. Ονομάζεται: νήδυμος, νήγρετος και θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. Που πάει να πει: ύπνος γλυκύς, αξύπνητος, με θάνατο απαράλλακτος. Εδώ λοιπόν νόστος και θάνατος προς στιγμή εξισώνονται, και το ίσον της παράξενης αυτής εξίσωσης το καταλαμβάνει ο ύπνος.

Με άλλα λόγια, ο ύπνος γίνεται αρμός μεταξύ νόστου και θανάτου, σχηματίζοντας τώρα το ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό τρίπτυχο: «νόστος-ύπνος-θάνατος». Υπενθυμίζεται ότι στον Ησίοδο Ύπνος και Θάνατος θεωρούνται αδέλφια. Ως αδελφοί εξάλλου στην Ιλιάδα επιφορτίζονται από τον Δία να μεταφέρουν στην πατρική Λυκία το νεκρό σώμα του γιου του Σαρπηδόνα, εκτελώντας την αποστολή ενός νεκρώσιμου νόστου (Π 676-683). Ο νόστος βέβαια του Οδυσσέα δεν είναι νεκρώσιμος, όπως του Σαρπηδόνα και του Έκτορα στην Ιλιάδα. Η «Μεγάλη Νέκυια» της Οδύσσειας ωστόσο δείχνει ότι κάθε ασυντέλεστος νόστος ακουμπά στο όριο του θανάτου. Πως πρέπει να περάσει από το σύνορο αυτό, για να συντελεστεί, ώστε έτσι να γυρίσει σε προσωρινή ανάσταση. Γιατί, τον τελευταίο λόγο, έτσι κι αλλιώς, τον έχει ο θάνατος. Καλόδεκτος, όταν έρχεται στην ώρα του, καταπώς λέει ο Τειρεσίας στον Οδυσσέα, προλέγοντας τα τέλη της ζωής του (λ 134-137):

Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα,
ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ᾽ρθει για να σε σβήσει
σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,
αλάνθαστος κι αληθινός.

Το Εγώ και η παρούσα στιγμή

Η πιο σημαντική, η αρχέγονη σχέση στη ζωή μας είναι η σχέση μας με το Τώρα ή, καλύτερα, με οποιαδήποτε μορφή λαμβάνει το Τώρα, δηλαδή αυτό που υπάρχει ή αυτό που συμβαίνει. Αν η σχέση μας με το Τώρα είναι δυσλειτουργική, τότε αυτή η δυσλειτουργία θα αντικατοπτρίζεται σε κάθε μας σχέση και σε κάθε κατάσταση που συναντάμε. Απλώς το εγώ θα οριζόταν ως μια δυσλειτουργική σχέση με την παρούσα στιγμή.

Ζώντας στο παρόν

Σε αυτή τη στιγμή μπορούμε να αποφασίσουμε ποιου είδους σχέση θέλουμε να έχουμε με την παρούσα στιγμή.

Όταν προσεγγίσουμε ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας, θα είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε ποια σχέση θέλουμε με την παρούσα στιγμή. Θέλουμε η παρούσα στιγμή να είναι φίλος ή εχθρός μας;

Η παρούσα στιγμή δεν διαχωρίζεται από τη ζωή και έτσι αποφασίζουμε επί της ουσίας τι είδους σχέση επιδιώκουμε να έχουμε με τη ζωή. Όταν θα έχουμε αποφασίσει ότι θέλουμε η παρούσα στιγμή να είναι φίλος μας, πρέπει εμείς να κάνουμε την πρώτη κίνηση: να γίνουμε φιλικοί απέναντί της, να την καλωσορίσουμε ανεξάρτητα από το πώς έρχεται μεταμφιεσμένη, και σύντομα θα διαπιστώσουμε τα αποτελέσματα. Η ζωή γίνεται φιλική προς εμάς. Οι άνθρωποι προσφέρουν τη βοήθειά τους, οι συνθήκες μάς ευνοούν.

Μια απόφαση μεταβάλλει ολόκληρη την πραγματικότητά μας. Αυτή τη συγκεκριμένη απόφαση όμως πρέπει να την παίρνουμε συνεχώς, ξανά και ξανά -μέχρι που να το ζούμε έτσι θα καταλήξει να είναι ο φυσικός τρόπος ζωής μας.

Η απόφαση να κάνουμε φίλη μας την παρούσα στιγμή σημαίνει το τέλος του εγώ. Το εγώ δεν μπορεί ποτέ να ευθυγραμμιστεί με την παρούσα στιγμή, δηλαδή με τη ζωή, επειδή η ίδια του η φύση το αναγκάζει να αγνοεί, να αντιστέκεται ή να απαξιώνει το Τώρα.

Ο χρόνος δίνει ζωή στο εγώ. Όσο πιο σθεναρό είναι το εγώ, τόσο περισσότερο κυριαρχεί στη ζωή μας. Υπό αυτή τη συνθήκη, σχεδόν κάθε σκέψη που κάνουμε συνδέεται με το παρελθόν ή το μέλλον, και η αίσθηση του εαυτού μας εξαρτάται από το παρελθόν όσον αφορά την ταυτότητά μας, και από το μέλλον όσον αφορά την ολοκλήρωσή της. Ο φόβος, το άγχος, η προσδοκία, η μεταμέλεια, η ενοχή και ο θυμός είναι δυσλειτουργίες μιας κατάστασης συνειδητότητας που δεσμεύεται από τον χρόνο.

Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους το Εγώ αντιμετωπίζει την παρούσα στιγμή: ως μέσο για έναν σκοπό, ως εμπόδιο ή ως εχθρό. Θα τους εξετάσουμε με τη σειρά, ούτως ώστε, όταν θα λειτουργεί αυτό το πρότυπο μέσα μας, να είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε -και να επαναπροσδιορίσουμε τις αποφάσεις μας.

Το παρόν αντιλαμβανόμενο ως εμπόδιο

Υπό ιδανικές συνθήκες, η παρούσα στιγμή θα χρησιμεύσει στο εγώ μόνο ως το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μας μεταφέρει σε κάποια μελλοντική στιγμή η οποία θεωρείται σημαντικότερη, παρά το γεγονός ότι το μέλλον δεν εμφανίζεται παρά μόνο ως παρούσα στιγμή, άρα δεν είναι τίποτα άλλο από μια σκέψη στο μυαλό μας.

Για να το εκφράσω αλλιώς, δεν είμαστε ποτέ απόλυτα εδώ, γιατί μας απασχολεί πάντα η προσπάθεια να φθάσουμε κάπου αλλού.

Όταν υπερισχύει αυτό το πρότυπο, κάτι ιδιαίτερα σύνηθες, η παρούσα στιγμή θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσουμε.

Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται η ανυπομονησία, η ματαίωση των προσδοκιών και το στρες, και στον πολιτισμό μας αυτή είναι η καθημερινή πραγματικότητα πολλών ανθρώπων, η φυσιολογική κατάσταση ύπαρξης. Η Ζωή, η οποία είναι Τώρα, εκλαμβάνεται ως «πρόβλημα», και καταλήγουμε να ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα τα οποία πρέπει να βρουν λύση για να μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι και ολοκληρωμένοι ή για να αρχίσουμε όντως να ζούμε - ή έτσι νομίζουμε.

Το πρόβλημα είναι ότι στη θέση κάθε προβλήματος που βρίσκει τη λύση του, εμφανίζεται ένα άλλο. Από τη στιγμή που η παρούσα στιγμή θεωρείται εμπόδιο, τα προβλήματα δεν έχουν τέλος.

Η παρούσα στιγμή ως εχθρός

Στο χειρότερο σενάριο, που επίσης είναι σύνηθες, η παρούσα στιγμή αντιμετωπίζεται ως εχθρός. Όταν απεχθανόμαστε αυτό που κάνουμε, δυσφορούμε με το περιβάλλον μας, βλαστημάμε για αυτά που συμβαίνουν ή συνέβησαν. Και όταν ο εσωτερικός μας διάλογος συγκροτείται μόνο από «πρέπει» και «δεν πρέπει», από καταγγελτισμό και μομφές, τότε αντιδικούμε με αυτό που υπάρχει, αντιδικούμε με αυτό που πάντα ισχύει ήδη.

Κάνουμε τη Ζωή εχθρό μας και αυτή λέει: «Πόλεμο θέλεις, θα τον έχεις».

Και τότε η εξωτερική πραγματικότητα, η οποία πάντα αντανακλά την εσωτερική μας κατάσταση, βιώνεται ως εχθρική.

Ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα που πρέπει να θέτουμε συχνά στον εαυτό μας είναι το εξής: Ποια είναι η σχέση μου με την παρούσα στιγμή; Για να ανακαλύψουμε την απάντηση πρέπει να περάσουμε σε κατάσταση εγρήγορσης. Μήπως συμπεριφερόμαστε στο Τώρα σαν να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα μέσο για έναν σκοπό; Το βλέπουμε ως εμπόδιο; Το κάνουμε εχθρό μας;

Ποια είναι η σχέση μας με τη Ζωή;

Και αφού η παρούσα στιγμή είναι το μόνο που έχουμε, αφού η Ζωή δεν διαχωρίζεται από το Τώρα, ουσιαστικά το ερώτημα γίνεται το εξής: Ποια είναι η σχέση μου με τη Ζωή; Αυτό το ερώτημα είναι ένας ιδανικός τρόπος για να αποκαλυφθεί το εγώ μέσα μας και να βρεθούμε στην κατάσταση της Παρουσίας.

Μονολότι η ερώτηση δεν ενσωματώνει την απόλυτη αλήθεια (σε τελική ανάλυση, εμείς και η παρούσα στιγμή είμαστε ένα), αποτελεί έναν χρήσιμο σηματοδότη που δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται να θέτουμε συχνά αυτό το ερώτημα στον εαυτό μας, μέχρις ότου να μη χρειάζεται πλέον.

Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τη δυσλειτουργική μας σχέση με την παρούσα στιγμή; Αυτό που έχει σημασία είναι να τη δούμε στον εαυτό μας, στις σκέψεις και στις πράξεις μας. Τη στιγμή που τη βλέπουμε, που αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση μας με το Τώρα είναι δυσλειτουργική, είμαστε παρόντες.

Η παρατήρηση είναι η αναδυόμενη Παρουσία. Από τη στιγμή που δούμε τη δυσλειτουργία, αυτή θα αρχίσει να καταρέει. Κάποιοι άνθρωποι γελούν όταν το παρατηρούν αυτό. Με την παρατήρηση εμφανίζεται και η δύναμη της επιλογής - η επιλογή να πούμε «ναι» στο Τώρα, να το κάνουμε φίλο μας.

Η εμπιστοσύνη είναι ένα δύσκολο συναίσθημα, γιατί κερδίζεται με κόπο και μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή

Η εμπιστοσύνη είναι ένα δύσκολο συναίσθημα. Είναι επικίνδυνο. Γιατί κερδίζεται με κόπο και μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή. Δεν είναι κάτι που απαιτείς, ούτε που ζητάς. Είναι κάτι που λαμβάνεις αφότου το αποδείξεις. Κι αν δεν μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι άξιος εμπιστοσύνης, τότε δεν την αξίζεις.

Όλοι οι άνθρωποι γύρω μας καθημερινά χρήζουν ακριβώς αυτό – να τους εμπιστευτούμε, έστω και λίγο. Από τον οδηγό του λεωφορείου ή μετρό στο οποίο τόσο συχνά επιβιβαζόμαστε, στο άτομο που μας φτιάχνει τον καφέ ή το φαγητό που παίρνουμε απέξω, στους συναδέλφους και συνεργάτες μας. Για να λειτουργήσει σωστά ο κόσμος πρέπει να δίνουμε και να λαμβάνουμε εμπιστοσύνη.

Πόσο συχνά όμως μετανιώνουμε για το πόσο εύκολα εμπιστευτήκαμε κάποιον; Υπάρχουν φορές που νιώθουμε να έχουμε πιαστεί κορόιδα, όχι επειδή είμαστε χαζοί, αλλά επειδή εμπιστευόμαστε τους άλλους περισσότερο από όσο αξίζουν. Οι υγιείς σχέσεις – σε όλα τα επίπεδα – θέλουν αμοιβαία συναισθήματα και ίση προσπάθεια. Δεν πρέπει να συναγωνίζεσαι τον άλλον για το ποιος δίνει ή κάνει περισσότερα. Το θέμα είναι να δίνουν και οι δύο το ίδιο, χωρίς να κρατούν λογαριασμό και αντίποινα.

Στην πραγματικότητα, καταλαβαίνεις έναν άνθρωπο μόνο όταν μπεις ολοκληρωτικά στη θέση του και δεις τα πράγματα από τη δική του οπτική. Όταν μπορέσεις να καταλάβεις γιατί ενοχλείται, γιατί ζηλεύει, γιατί γκρινιάζει, γιατί θέλει τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Δεν είναι ψυχαναγκασμός, ούτε παραξενιά, είναι απλά ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου που νοιάζεται ίσως υπερβολικά και που εμπιστεύεται τόσο εύκολο όσο πληγώνεται για αυτό. Όλοι πλάθουμε σενάρια στο μυαλό μας όταν δεν μας δίνονται εξηγήσεις. Γιατί πιστεύουμε πως κι όλοι οι άλλοι είναι ξεκάθαροι με και πιστοί σε εμάς όπως είμαστε εμείς.

Δεν είναι όμως έτσι. Η εμπιστοσύνη μπορεί να κλονιστεί σε μια στιγμή. Μια στιγμή της οποίας την αξία δεν είχες αναγνωρίσει έως ότου πλέον χαθεί.

Ο έρωτας ως απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο

Ο Επίκουρος έλεγε: “Όταν εμείς είμαστε εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακρυά, όχι με την έννοια του να ξορκίσουμε το θάνατο ή να κάνουμε πως δεν υπάρχει, μιας και ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο και τετελεσμένο της ύπαρξης, αλλά συνειδητοποιώντας τη θνητότητά μας, να μπορέσουμε να απολαύσουμε και να ζήσουμε ευχάριστα και αγαπητικά τη ζωή μας. Η ζωή, είναι ένας στίβος πιθανοτήτων, μια ανοιχτή δυνατότητα ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν.

Συναντώ κάθε μέρα ανθρώπους που αποφεύγουν το θάνατο μέσω της αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων χωρίς επεξεργασία, της υπερκατανάλωσης αγαθών, όπου κανείς δεν χορταίνει εντελώς, μέσω της επίσκεψης στους πλαστικούς χειρουργούς και πολλών άλλων, μήπως και πείσουν τους εαυτούς τους ότι ο θάνατος δε θα τους αγγίξει. Αυτό που δε συνειδητοποιούν όμως είναι ότι αποφεύγοντας το θάνατο, αποφεύγουν και τη ζωή, γιατί πεθαίνουν λίγο λίγο κάθε μέρα. Χάνουν τη χαρά της έκπληξης, του απρόβλεπτου, τη χαρά ότι είναι υγιείς και γερνούν και μπορούν να απολαύσουν τις ρυτίδες τους ως κληρονομιά εμπειριών ζωής. Χάνουν τη δυνατότητα να μπορούν να χαίρονται τον εαυτό τους, όπως είναι, με τα καλά και τα δυσάρεστα της κάθε ηλικιακής φάσης, κατορθώνοντας έτσι ακόμα και από τα δυσάρεστα βιώματα να αποκομίσουν κάτι κάλο και γόνιμο για τους ίδιους.

Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούνται στην κατάθλιψη και στη μοιραία παράδοση στο πεπρωμένο, μην παίρνοντας τα ηνία της ζωής τους.

Επομένως, η απάντηση στο θάνατο δεν είναι η μάταιη απάρνησή του. Η απάντηση που αντιστοιχεί στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι ο έpωτας. Ο θάνατος είναι το μηδέν και ο έpωτας το είναι. Ο έpωτας με την έννοια του εpωτισμού, της εpωτικής στάσης απέναντι στη ζωή. Βάζω εpωτισμό στη σε ότι κάνω, στη δουλειά μου, στη σχέση μου με το παιδί μου, το σύντροφό μου, με το συνάδελφο, με το φίλο. Εpωτισμό βάζει η καλή μαγείρισσα στο φαγητό της, γιατί κανένα φαγητό δεν μπορεί να βγει νόστιμο, αν δεν υπάρξουν συστατικά όπως το μεράκι και το νοιάξιμο. 

Ζωή χωρίς εpωτισμό είναι πικρή, άγευστη, βαρετή. Ο θάνατος είναι αναμεμειγμένος με τη ζωή. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο και θάνατος χωρίς ζωή. Όπως δεν υπάρχει πόνος χωρίς χαρά και το αντίστροφο. Ακόμα και στη φύση βλέπουμε αυτή την εναλλαγή, με τις σκοτεινές νύχτες και τα υπέρλαμπρα πρωινά. Άλλωστε, μέχρι να συναντήσουμε τον οριστικό, τον απόλυτο θάνατο, συναντάμε μικρούς θανάτους κατά την πορεία της ζωής μας. Όχι μόνο με την έννοια της απώλειας, άλλα με την ταχεία εναλλαγή κύκλων που κλείνουν και άλλων που ανοίγουν. Το παιδί που αφήνει την πατρική εστία για να πάει να σπουδάσει ή να ανοίξει το δικό του σπιτικό είναι μια απώλεια για το γονιό, το κλείσιμο ενός κύκλου ζωής. Είναι όμως και ένα μεγάλο ΝΑΙ στη ζωή, μια δέσμευση, μια εξέλιξη, ένα προχώρημα, ένα προσωπικό στοίχημα του νεαρού ενήλικα για να σταθεί μόνος στη ζωή και να τον καμαρώσουν και απολαύσουν οι γονείς του.

Το εφήμερο της ζωής είναι που προσκαλεί για βίωμα με αυθεντικά εpωτικό τρόπο. Οι θεοί του Ολύμπου προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ίντριγκες και παρουσιάζονται από τη μυθολογία ότι ζούσαν μια ζωή ανιαρή, διότι γνώριζαν πως είναι αθάνατοι.  Αυτό το τέλος λοιπόν είναι που προστάζει να ζήσουμε τη ζωή μας με τέλος , δηλαδή με σκοπό. Μιας και το τέλος έχει διττή σημασία, σημαίνει το τέρμα, άλλα και το σκοπό.

Η απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι η επένδυση σε καλές και υγιείς σχέσεις, να φροντίζουμε τις σχέσεις μας , όπως φροντίζουμε τα λουλούδια στην αυλή μας για να μη μαραθούν, να μην πεθάνουν. Να βάζουμε εpωτισμό και αγάπη σε ό, τι κάνουμε, να αφουγκραζόμαστε ακόμα και τα δυσάρεστα συναισθήματά μας και να τα επεξεργαζόμαστε, γιατί είναι αυτά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη μας διάσταση και τη θνητότητά μας και συνηγορούν στην ανάπτυξη και την ολοκλήρωση, να βρούμε ένα προσωπικό νόημα ζωής και να το υπηρετήσουμε. Όπως στα μεγάλα ναι και τα μεγάλα όχι του Καβάφη, ας πούμε ένα μεγάλο «ΝΑΙ»  στη ζωή.

Παραιτήσου από το κατάλοιπο της ταυτότητας που άλλοι σου όρισαν

Ο αληθινά σοφός δεν δραπετεύει από την κοινωνία, απλώς προσπαθεί να παραιτηθεί από το κατάλοιπο της ταυτότητας που άλλοι του όρισαν.

Εδώ και χιλιάδες χρόνια, άντρες και γυναίκες ζούμε κατά κάποιον τρόπο φυλακισμένοι μέσα στις ταυτότητες μας, στις κουλτούρες μας, στους περιορισμούς, στους φόβους και στις ενοχές μας. Οι φυλακές που κλείνουν τις άκαμπτες προσωπικότητες μας δεν αποκαλούνται «φυλακές». Τις έχουμε βαφτίσει με πιο ωραία και απατηλά ονόματα: τις λένε ναούς, θρησκεία, πολιτικά κόμματα, ιδεολογία, κουλτούρα, πολιτισμός, φήμη, εξουσία και τιμές, πάντως, μην τρομάζεις άδικα. Ποτέ δεν μπήκες φυλακή. Γεννήθηκες μέσα, και σε διέταξαν να μείνεις εκεί-όπως κι εμένα-, προτού αποκτήσεις συνείδηση (και ίσως κανείς απ’ τους δυο μας να μην την απόκτησε ακόμα).

Σε περιόρισαν για να σπουδάσεις, να δουλέψεις, να ερωτευτείς και να παντρευτείς μέσα στη φυλακή.

Σε προπόνησαν και σε υπνώτισαν για να μην μπορείς να δεις τα κάγκελα.

Σ’ έσπρωξαν να πιστέψεις ότι μόνο εκεί θα είσαι προστατευμένος.

Σου είπαν (και τους πιστέψαμε) ότι, τελικά, αυτό θα ήταν το καλύτερο που μπορούσες να ελπίζεις.

Τη μέρα που θα καταλάβεις που βρίσκεσαι και θα προσπαθήσεις να το φωνάξεις δυνατά, οι άλλοι, οι συγκρατούμενοι σου στη φυλακή, θα σου πουν ότι είναι ψέματα κι ότι η αληθινή φυλακή είναι έξω από αυτούς τους τοίχους. Θα θρηνούν και θα καταριούνται όλους εκείνους που προσπάθησαν να σου δείξουν την αλήθεια. Και θα σου πουν ότι ελευθερία δεν υπάρχει, κι ότι έξω είναι η κόλαση.

Θα σου δείχνουν ότι μέσα μπορείς να έχεις αληθινά ό,τι επιθυμείς (εκτός απ’ την ελευθερία σου, φυσικά). Θα προσπαθήσουν να σε δελεάσουν με βραβεία κι επευφημίες για να μείνεις, θα σου προσφέρουν χρήματα, σεξ, πολυτέλειες και «σπέσιαλ» συνθήκες, γιατί (θα σου λένε πως) είσαι και εσύ «σπέσιαλ».

Και για να σ’ εμποδίσουν να φύγεις, θα σε απειλούν με τιμωρίες και βασανιστήρια που θα υποστείς αν δεν δεχτείς την προσφορά τους. Κι αν παρ’ όλα αυτά φύγεις, θέλω να ξέρεις ότι…θα βγουν να σε ψάξουν. Γιατί, έξω από τη φυλακή αποτελείς απειλή. Θα τρέξουν να σε φέρουν πίσω, εσένα ή το πτώμα σου, για ν’ αποδείξουν έτσι σε όλους ότι η ζωή είναι αδύνατη εκεί έξω.

Μην απελπίζεσαι όμως, και μην τρομάζεις…

Απ’ τη στιγμή που θα είσαι ελεύθερος, κανένας πια δεν θα μπορεί να σε φυλακίσει αν δεν το θέλεις κι εσύ»

Παραιτήσου από το κατάλοιπο της ταυτότητας που άλλοι σου όρισαν, πάρε τα ηνία και ζήσε στο παρόν έντονα, με αφοσίωση και αληθινά.

Ο πραγματικός πλούτος είναι στην ψυχή

Βιασύνη, άγχος, καταστροφές, συμφέροντα, απάτες, ψέματα κι όλα αυτά γιατί;

Πως μπορεί ο άνθρωπος να νιώθει ευτυχισμένος κυνηγώντας λάθος ιδανικά;

Πως μπορεί ο άνθρωπος να εξελιχθεί όταν οι στόχοι του τον πηγαίνουν προς τον όλεθρο;

Πως μπορεί να γίνει καλύτερος όταν παθιάζεται με την δόξα και τα χρήματα αψηφώντας τα υπόλοιπα;

Όταν λειτουργεί σε βάρος των άλλων;

Ο πραγματικός πλούτος αγαπημένε είναι στην ψυχή σου..

Αλλά εσύ δεν είσαι συνδεδεμένος μαζί της, έχεις χάσει τον δρόμο σου.

Η ψυχή σου σε χρειάζεται κι εσύ το ίδιο. Τάισε την, ξεδίψασε την, σεβάσου την, άκουσε την, χαλάρωσε την και βοήθησε την να συνδεθεί και με άλλες!

Βρες τα πατήματα σου ξανά απ' την αρχή, άλλαξε τα ιδανικά σου.

Πως μπορεί να βοηθήσει κάποιος την κοινωνία όταν αδιαφορεί για όλα, ακόμη και για την ανέλιξή του;

Σίγουρα θα θυμάσαι τις πιο όμορφες στιγμές σου, κι αυτές θα είναι χαμόγελα από ανθρώπους που αγαπάς ή αγάπησες, γέλια από αυτούς αλλά και κοινά, καταστάσεις ξεγνοιασιάς, βόλτες κοντά στην φύση, η αρμονία, η ηρεμία, ακόμη και η τρέλα σου που μοιράστηκες με κάποιους άλλους.

Χωρίς τον άλλον άνθρωπο δεν μπορείς να είσαι τα πάντα. Η ανθρωπότητα είναι μια αλυσίδα, προσπάθησε να την κρατήσεις ενωμένη. Μην εκμεταλλεύεσαι τον κρίκο της αλυσίδας κάνοντας το σκαλοπάτι για να πατήσεις. Θα την διαλύσεις.

Αυτό που έχει ουσία ,είναι στιγμές που περνάμε μαζί και ενωμένοι, κι αυτές οι στιγμές είναι που θα μένουν πάντα χαραγμένες στην καρδιά μας. Στον κίνδυνο; Στον αγώνα για το δίκαιο; Στις μεγαλύτερες χαρές μας; Στις μεγαλύτερες μας λύπες; Στην ηρεμία μας;

Ασφαλώς πως, πρωτίστως οι στιγμές με τον εαυτό μας έχουν ύψιστη σημασία, αν δεν μπορέσουμε να ακούσουμε αυτά που έχει μέσα του, δεν μπορούμε αλήθεια να συνδεθούμε με υγεία μαζί με κάποια ή κάποιες άλλες ψυχές αντίστοιχα.

Σκέψου και αναρωτήσου!

Θέλω να μοιράζω χαμόγελα ή πόνο;
Θέλω να είμαι ήρεμος ή αναστατωμένος;
Θέλω να είμαι ελεύθερος ή εξαρτημένος;
Θέλω να είμαι μέρος της αλυσίδας ή εκμεταλλευτής;
Θέλω να είμαι ειρηνιστής ή πολεμοχαρής;
Θέλω να έχω συνείδηση ή να αψηφώ τα πάντα;

Πλάι στα πιο αγνά συναισθήματα και στα καθάρια γεννιούνται οι πιο σημαντικές νίκες.

Φρόντισε την ψύχη σου κι όχι το πορτοφόλι σου, τα λεφτά πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι δώσαμε αξία σε αυτά τα χαρτιά.

Ενώ η ψυχή, θα βρίσκεται μέσα σου για πάντα. Φρόντισε την, αγάπησε την, σύνδεσε την με το έσω το δικό σου, αλλά και των άλλων, αυτή είναι η πραγματική περιπέτεια, αυτό είναι συναρπαστικό και μαγικό. Αυτό αλήθεια καλούμαστε να κάνουμε σε αυτή τη ζωή. Όχι να ζούμε σε έναν διαρκή πόλεμο για τα ανόητα αυτά χαρτιά..

Σήμερα αναθεώρησε, σήμερα βρες ξανά την εμπιστοσύνη σου, σήμερα δώσε θετική επιρροή και ενέργεια στην ανθρωπότητα, από αύριο θα είναι όλα καλύτερα...

Κανένας δεν θα επέλεγε να ζει χωρίς φίλους

H φιλία είναι αρετή ή προϋποθέτει την αρετή, και επιπλέον είναι εντελώς απαραίτητη για τη ζωή. Πραγματικά, κανένας δε θα επέλεγε να ζει δίχως φίλους, κι ας είχε όλα τα υπόλοιπα αγαθά. Ακόμη και οι πλούσιοι άνθρωποι, όπως και αυτοί που έχουν αξιώματα και εξουσία, έχουν -όλος ο κόσμος το πιστεύει- ιδιαίτερα μεγάλη ανάγκη από φίλους. 

Αλήθεια, ποιο το όφελος όλης αυτής της καλής τους κατάστασης, αν δεν υπάρχει η δυνατότητα της ευεργεσίας, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο και στην πιο αξιέπαινη μορφή της προς τους φίλους; Και από την άλλη, πώς θα μπορούσε όλη αυτή η καλή κατάσταση να διατηρηθεί και να διαφυλαχθεί δίχως τους φίλους; Γιατί όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο επισφαλέστερη είναι. Αλλά και στη φτώχεια και στις άλλες δυστυχίες της ζωής οι άνθρωποι θεωρούν τους φίλους ως το μόνο καταφύγιο.

ΦΙΛΕΩ, -Ω: αγαπώ.
ΦΙΛΗΣΙΣ: η αγάπη, η φιλία
ΦΙΛΗΤΟΝ: το αντικείμενο της αγάπης.
ΦΙΛΙΑ (εκ του ρήματος: «φιλώ» που στα αρχαία σημαίνει αγαπώ): δηλώνει κάθε αμοιβαία έλξη ανάμεσα σε δύο άτομα που συνδέονται με συγγενικούς ή άλλους δεσμούς.
ΦΙΛΟΣ: αυτός που είναι αγαπητός σε εμάς, ο έταιρος εγώ!

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Θ, 1155α 1-12

Όταν αντιμετωπίζεις ένα ηλίθιο άτομο, βρίσκεσαι ολοκληρωτικά στο έλεός του

Στην ουσία, οι ηλίθιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι και επιβλαβείς επειδή οι λογικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να συλλάβουν και να κατανοήσουν την παράλογη συμπεριφορά. Ένα ευφυές άτομο πιθανά να κατανοήσει τη λογική ενός κακοποιού. Οι πράξεις των κακοποιών ακολουθούν ένα σχέδιο με κάποια συλλογιστική – επίβουλη συλλογιστική μεν, αλλά παρ’ όλα αυτά συλλογιστική. Ο κακοποιός επιθυμεί ενεργητικό στο λογαριασμό του. Εφόσον δεν είναι αρκετά έξυπνος ώστε να σχεδιάσει πρακτικές που θα του αποφέρουν όφελος και παράλληλα θα ωφελήσουν κι εσάς, θα παραγάγει το ενεργητικό του προκαλώντας παθητικό στο δικό σας λογαριασμό. 

Η συμπεριφορά του είναι κατακριτέα, αλλά διέπεται από μία λογική, και ένας λογικός άνθρωπος μπορεί να την προβλέψει. Μπορείς να μαντέψεις πώς θα ενεργήσει ένας κακοποιός, τους κακόβουλους χειρισμούς του και τις υστερόβουλες φιλοδοξίες του και συχνά είναι εφικτό να θωρακίσεις τις άμυνές σου…

Με ένα ηλίθιο άτομο, αυτό είναι παντελώς αδύνατο, όπως εξηγείται από τον Τρίτο Βασικό Νόμο. Ένα ηλίθιο πλάσμα σε κατατρέχει χωρίς λόγο, χωρίς να προσβλέπει σε κάποιο πλεονέκτημα, χωρίς σχέδιο ή μεθόδευση και στις πλέον ακατάλληλες στιγμές και μέρη. Όταν αντιμετωπίζεις ένα ηλίθιο άτομο, βρίσκεσαι ολοκληρωτικά στο έλεός του.

Επειδή οι ενέργειες του ηλίθιου ατόμου δε διέπονται από τους νόμους της λογικής, συνεπάγεται ότι: α) η επίθεση, κατά κανόνα, σε βρίσκει απροετοίμαστο, β) ακόμη και όταν κάποιος αντιληφθεί ότι δέχεται επίθεση, αδυνατεί να οργανώσει λογικά αντίμετρα, γιατί η ίδια η επίθεση στερείται λογικής δομής.

Το γεγονός πως οι δραστηριότητες και οι ενέργειες του ηλίθιου πλάσματος είναι απόλυτα αλλοπρόσαλλες και παράλογες δεν καθιστά μόνο την άμυνα προβληματική αλλά και την όποια αντεπίθεση εξαιρετικά δύσκολη – σαν να προσπαθείς να στοχεύσεις ένα αντικείμενο που μπορεί να κινηθεί με τις πιο απίθανες και απροσδόκητες κινήσεις.

Παραλογισμός

Στη φιλοσοφία το «παράλογο», αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης τάσης για την αναζήτηση εγγενούς αξίας και νοήματoς στη ζωή απο την μία πλευρά και την ανθρώπινη αδυναμία να τα βρουν από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο παράλογο δεν σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως αδύνατο». Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα.

Σίσυφος — το σύμβολο του παραλογισμού της ύπαρξης — του Franz Stuck.

Κατά συνέπεια, παραλογισμός είναι μια φιλοσοφική σχολή σκέψης η οποία δηλώνει ότι οι προσπάθειες της ανθρωπότητας να βρει εγγενή έννοια τελικά θα αποτύχουν (και ως εκ τούτου είναι παράλογες), διότι ο τεράστιος όγκος πληροφοριών καθώς κι η ευρεία σφαίρα του αγνώστου καθιστούν την απόλυτη πεποίθηση αδύνατη. Ως φιλοσοφικό ρεύμα, ο παραλογισμός διερευνά επιπλέον τη θεμελιώδη φύση του Παραλόγου και το πώς τα άτομα, όταν συνειδητοποιήσουν το Παράλογο, θα πρέπει να ανταποκριθούν. Ο παραλογιστής φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ δήλωσε ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεχτούν την παράλογη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, επίσης, να συνεχίσουν αγέρωχα να αναζητούν νόημα και να συνεχίσουν να εξερευνούν.

Ο παραλογισμός μοιράζεται ορισμένες έννοιες, και ένα κοινό θεωρητικό πρότυπο με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Έχει τις ρίζες του στο έργο του Δανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο οποίος επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με το Παράλογο, αναπτύσσοντας τη δική του υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο παραλογισμός ως ένα σύστημα πεποιθήσεων γεννήθηκε από το ευρωπαϊκό υπαρξιακό κίνημα που ακολούθησε, ειδικά όταν ο Γαλλο-Αλγερινός φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ απέρριψε ορισμένες πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης και δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Μύθος του Σίσυφου. Τον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρείχε το κοινωνικό περιβάλλον που επέτρεπαν την ανάπτυξη παραλογιστικών απόψεων και επέτρεπε τη λαϊκή τους ανάπτυξη, ειδικά στην κατακρεουργημένη χώρα της Γαλλίας.

Επισκόπηση

Στην παραλογιστική φιλοσοφία, το Παράλογο προκύπτει από τη θεμελιώδη δυσαρμονία μεταξύ της ατομικής αναζήτησης για το νόημα και την έλλειψη νοήματος του σύμπαντος. Ως όντα που ψάχνουν για νόημα σε ένα κόσμο χωρίς νόημα, οι άνθρωποι έχουν τρεις τρόπους για να επιλύσουν το δίλημμα. Ο Κίρκεγκωρ και ο Καμύ περιγράφουν τις λύσεις στα έργα τους, Ασθένεια μέχρι το Θάνατο (1849) και Ο Μύθος του Σίσυφου (1942), αντίστοιχα:

Αυτοκτονία (ή, “απόδραση από την ύπαρξη”): μια λύση κατά την οποία ένα άτομο τελειώνει την ίδια του τη ζωή. Τόσο ο Κίρκεγκωρ όσο και ο Καμύ απορρίπτουν την βιωσιμότητα αυτής της επιλογής. Ο Καμύ δηλώνει ότι δεν επιλύει το Παράλογο. Αντίθετα, το γεγονός ότι κάποιος διάλεξε να τερματίσει τη ζωή του περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση.

Θρησκευτική, πνευματική, ή αφηρημένη πίστη σε ένα υπερβατικό βασίλειο, ον ή ιδέα: μια λύση στην οποία κάποιος πιστεύει στην ύπαρξη μιας πραγματικότητας που είναι πέρα από το Παράλογο, και έτσι έχει νόημα. Ο Κίρκεγκωρ δήλωσε ότι η πίστη σε κάτι πέρα από το Παράλογο απαιτεί μια παράλογη, αλλά ίσως αναγκαία θρησκευτική αποδοχή σε κάτι άυλο και σε κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά (συνήθως αναφέρεται ως ένα «άλμα πίστης»). Ωστόσο, ο Καμύ και άλλοι θεώρησαν αυτή τη λύση ως «φιλοσοφική αυτοκτονία».

Η αποδοχή του Παραλόγου: μια λύση στην οποία κάποιος δέχεται το Παράλογο και συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από αυτό. Ο Καμύ ενέκρινε τη λύση αυτή, πιστεύοντας ότι με την αποδοχή του Παραλόγου, μπορεί κανείς να επιτύχει την απόλυτη ελευθερία, και χωρίς να αναγνωρίζει κανένα θρησκευτικό ή ηθικό περιορισμό. Επαναστατώντας ενάντια στο Παράλογο, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόμενος το γεγονός ότι είναι αιώνιο, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να είναι ευχαριστημένος από το προσωπικό νόημα που αποκόμισε στη πορεία. Ο Κίρκεγκωρ, από την άλλη πλευρά, θεωρούσε αυτή τη λύση ως “δαιμονική τρέλα”: “Αυτός μαίνεται κυρίως με τη σκέψη ότι η αιωνιότητα μπορεί να μπει μέσα στο κεφάλι του για να πάρει τη μιζέρια απ ‘ αυτόν!”

Σχέση με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό

Ο Παραλογισμός προήλθε από τη συνέχιση των κινημάτων του υπαρξισμού και του μηδενισμού στον 20ο αιώνα. Μοιράζεται μαζί τους κάποια εμφανή βασικά σημεία, αλλά επίσης φθάνει σε συμπεράσματα που είναι μοναδικά. Και οι τρεις σχολές προέκυψαν από την ανθρώπινη εμπειρία της αγωνίας και της σύγχυσης που απορρέει από το Παράλογο: τη φαινομενική έλλειψη νοήματος σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι, παρ ‘ όλα αυτά, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ή να δημιουργήσουν το δικό τους νόημα. Από εκεί και πέρα, οι τρεις σχολές σκέψης αποκλίνουν. Ο Υπαρξισμός γενικά υποστήριξε την κατασκευή νοήματος της ζωής από το κάθε άτομο ξεχωριστά καθώς και την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ο Μηδενισμός, αντίθετα, υποστηρίζει ότι “είναι μάταιο να αναζητάμε ή να δηλώνουμε ότι υπάρχει νόημα εκεί που δεν μπορεί να βρεθεί.” Ο Παραλογισμός, όπως σχηματίστηκε από τον Καμύ, αποδέχεται, αν και διστακτικά, την πιθανότητα ύπαρξης νόηματος ή αξίας στη ζωή. Διστάζει όμως να αποδεχτεί τόσο την αξία του προσωπικά κατασκευασμένου νοήματος που διδάσκει ο Υπαρξισμός όσο και την ολοκληρωτική αδυναμία εύρεσης νοήματος που υποστηρίζει ο Μηδενισμός. Ο Παραλογισμός του Καμύ επίσης, απαξιώνει ή κατάφορα απορρίπτει την ελεύθερη βούληση, ενθαρρύνοντας απλώς το άτομο να ζει επαναστατικά και αυθεντικά , παρά την ψυχολογική ένταση του Παραλόγου.

Ο Καμύ ο ίδιος με πάθος εργαζόταν για την αντιμετώπιση του μηδενισμού, όπως εξήγησε στο δοκίμιό του “Ο Επαναστάτης”, ενώ, επίσης, απέρριψε κατηγορηματικά την ετικέτα του “υπαρξιστικός” στο δοκίμιό του “το Αίνιγμα” και στη συλλογή Το Λυρικό και κριτικά Δοκίμια του Αλμπέρ Καμύ, αν και ήταν, και ακόμα χαρακτηρίζεται από μερικούς ως υπαρξιστής.Τόσο ο υπαρξισμός και ο παραλογισμός ασχολούνται με τις πρακτικές εφαρμογές της συνειδητοποίησης της αλήθειας του υπαρξιακού μηδενισμού: δηλαδή, πώς κάποιος ενθουσιώδης αναζητητής θα πρέπει να ενεργεί όταν ξαφνικά βρεθεί αντιμέτωπος με την φαινομενική απόκρυψη, ή παντελή απουσία νοήματος στο σύμπαν. Η αντίληψη του Καμύ για τον κόσμο (π. χ., η αδιαφορία στο διήγημα Ο Ξένος), και κάθε όραμα που είχε για την πρόοδό του, ωστόσο, τον θέτει εκτός από το ρεύμα του υπαρξισμού.

Το νόημα της ζωής

Σύμφωνα με τον παραλογισμό, οι άνθρωποι προσπαθούσαν ιστορικά να βρουν το νόημα της ζωής. Παραδοσιακά, η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε ένα από τα εξής δύο συμπεράσματα: είτε ότι η ζωή δεν έχει νόημα ή ότι η ζωή έχει νόημα, όπως αυτή ορίζεται από μία ανώτερη δύναμη – πίστη στον Θεό ή αφοσίωση σε κάποια θρησκεία η άλλη αφηρημένη έννοια.

Προσωπικό νόημα

Για τον Καμύ, η ομορφιά που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη ζωή είναι αυτή που την κάνει να αξίζει να την ζούμε. Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν νόημα στη δική τους ζωή, το οποίο μπορεί να μην είναι το αντικειμενικό νόημα της ζωής (εάν υπάρχει) αλλά μπορεί να παρέχει κάτι για να μοχθήσει κανείς. Ωστόσο, επέμεινε ότι κάποιος θα πρέπει πάντα να κρατάει μια ειρωνική απόσταση μεταξύ αυτού του τεχνητού νοήματος και της γνώσης του παραλόγου, μήπως το τεχνητό νόημα πάρει τη θέση του παραλόγου.

Ελευθερία

Η ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί πέρα από αυτό που επιτρέπει ο παραλογισμός της ύπαρξης, ωστόσο, το πιο κοντινό που μπορεί κανείς να έρθει στην απόλυτη ελευθερία είναι μέσω της αποδοχής του Παραλόγου. Ο Καμύ εισήγαγε την ιδέα της “αποδοχή χωρίς παραίτηση”, ως έναν τρόπο που ασχολείται με την αναγνώριση του παραλογισμού, ρωτώντας η αν ο άνθρωπος μπορεί να “ζήσει χωρίς έφεση”, καθορίζοντας μια “συνειδητή εξέγερση” κατά της αποφυγής του παραλογισμού του κόσμου. Σε έναν κόσμο που στερείται υψηλότερο νόημα ή μετά θάνατον ζωή στην οποία όλα κρίνονται, η ανθρώπινη φύση γίνεται όσο πιο κοντά στη απόλυτη ελευθερία όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό.

Ελπίδα

Η απόρριψη της ελπίδας, στον Παραλογισμό, δηλώνει την άρνησή κάποιου να πιστέψει σε κάτι περισσότερο από αυτό που του παρέχει η παράλογη ζωή του. Ο Καμύ τονίζει, ωστόσο, ότι η ελπίδα δεν έχει τίποτα να κάνει με την απελπισία (που σημαίνει ότι οι δύο όροι δεν είναι αντίθετοι). Μπορεί κανείς να εξακολουθεί να ζει πλήρως, ενώ απορρίπτει την ελπίδα, και, στην πραγματικότητα, μπορεί αυτό να το πράξει χωρίς ελπίδα. Η ελπίδα γίνεται αντιληπτή από τους παραλογιστές ως μια άλλη δόλια μέθοδος για να αποφύγει το Παράλογο, και μη έχοντας ελπίδα, έχει κανείς κίνητρο να ζει την κάθε στιγμή στο έπακρο. Σύμφωνα με τα λόγια στο επιτύμβιο του Νίκου Καζαντζάκη: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.

Ακεραιότητα

Οι παραλογιστές δεν καθοδηγούνται από την ηθική, αλλά μάλλον, από τη δική τους ακεραιότητα. Ο παραλογιστής είναι στην πραγματικότητα ανήθικος (με την έννοια ότι του λείπει η αίσθηση της ηθικής) αλλά όχι απαραίτητα έκλυτος (με την έννοια της ακολασίας, της λαγνείας). Η Παράλογη άποψη της ηθικής συνεπάγεται μια ακλόνητη αίσθηση σιγουριάς του απόλυτου σωστού και λάθους σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ η ακεραιότητα υποννοεί ειλικρίνεια με τον εαυτό κάποιου και συνοχή στις πράξεις και της αποφάσεις κάποιου.

Οι μηχανισμοί καταστροφής της αλήθειας

Λόγω επαγγέλματος, οι πολιτικοί παίκτες καταστρέφουν την αλήθεια για λόγους και με μέσα που ποικίλουν ανάλογα με το είδος της εξουσίας τους.

Οι μονοκράτορες έχοντας όλα τα μέσα επικοινωνίας και εκφράσεως υπό τις άμεσες διαταγές τους, αποσιωπούν το παρόν και ξαναγράφουν το παρελθόν.

Οι δημοκράτες, επειδή για καλή τους τύχη έλκουν την επιρροή τους από την ικανότητα τους να πείθουν, αφιερώνουν τόση πολλή ενέργεια για να παρουσιάσουν τα γεγονότα ως ευνοϊκά για τις προσπάθειες τους, ώστε ξεσυνηθίζουν σιγά-σιγά να εξετάζουν την ουσία των θεμάτων. Η επιδεξιότητα της συνηγορίας αναπληροί γι’ αυτούς τη γνώση της υποθέσεως.

Παρατηρούμε λοιπόν μερικές φορές στις ελεύθερες κοινωνίες δόλιες διορθώσεις του παρελθόντος που δεν προέρχονται, όπως στις υπόδουλες, από τη βάναυση λογοκρισία και την απάτη του κράτους, αλλά από την ηρεμία, την πειθώ με νόμιμα μέσα και την ελεύθερη διάδοση κάθε νοθευμένης εκδοχής ενός εξ ολοκλήρου φανταστικού γεγονότος. Αυτή η εκδοχή, με τη δύναμη της επαναλήψεως, παίρνει τη θέση της ανάμεσα στις ήδη υφιστάμενες ιδέες, ενσωματώνεται στο πλήθος των διαφορετικών πεποιθήσεων και αποκτά τίτλο νομιμότητας, ώστε κανείς σχεδόν δεν σκέπτεται να ελέγξει την προέλευσή της.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.21.10-4.22.8)

[4.21.10] Ξυνέβη δὲ χειμῶνί τε κακοπαθῆσαι αὐτῷ τὴν στρατιὰν πολλῆς χιόνος ἐπιπεσούσης ἐν τῇ πολιορκίᾳ καὶ ἅμα ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἐπιέσθησαν. ἀλλὰ Χοριήνης ἐς δίμηνον σιτία ἔφη δώσειν τῇ στρατιᾷ καὶ ἔδωκεν σῖτόν τε καὶ οἶνον τῶν ἐν τῇ πέτρᾳ ἀποθέτων κρέα τε ταριχηρὰ κατὰ σκηνήν. καὶ ταῦτα δοὺς οὐκ ἔφασκεν ἀναλῶσαι τῶν παρεσκευασμένων ἐς τὴν πολιορκίαν οὐδὲ τὴν δεκάτην μοῖραν. ἔνθεν ἐν τιμῇ μᾶλλον τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἦν ὡς οὐ πρὸς βίαν μᾶλλον ἢ κατὰ γνώμην ἐνδοὺς τὴν πέτραν.
[4.22.1] Ταῦτα δὲ καταπραξάμενος Ἀλέξανδρος αὐτὸς μὲν ἐς Βάκτρα ᾔει, Κρατερὸν δὲ τῶν ἑταίρων ἱππέας ἔχοντα ἑξακοσίους καὶ τῶν πεζῶν τήν τε αὑτοῦ τάξιν καὶ τὴν Πολυπέρχοντος καὶ Ἀττάλου καὶ τὴν Ἀλκέτα ἐπὶ Κατάνην τε καὶ Αὐστάνην ἐκπέμπει, οἳ δὴ μόνοι ἔτι ὑπελείποντο ἐν τῇ Παρειτακηνῶν χώρᾳ ἀφεστηκότες. [4.22.2] καὶ μάχης γενομένης πρὸς αὐτοὺς καρτερᾶς νικῶσιν οἱ ἀμφὶ Κρατερὸν τῇ μάχῃ· καὶ Κατάνης μὲν ἀποθνήσκει αὐτοῦ μαχόμενος, Αὐστάνης δὲ ξυλληφθεὶς ἀνήχθη παρ᾽ Ἀλέξανδρον· τῶν δὲ ξὺν αὐτοῖς βαρβάρων ἱππεῖς μὲν ἀπέθανον ἑκατὸν καὶ εἴκοσι, πεζοὶ δὲ ἀμφὶ τοὺς χιλίους πεντακοσίους. ταῦτα δὲ ὡς ἐπράχθη τοῖς ἀμφὶ Κρατερόν, καὶ οὗτοι ἐς Βάκτρα ἦσαν. καὶ ἐν Βάκτροις τὸ ἀμφὶ Καλλισθένην τε καὶ τοὺς παῖδας πάθημα Ἀλεξάνδρῳ ξυνηνέχθη.
[4.22.3] Ἐκ Βάκτρων δὲ ἐξήκοντος ἤδη τοῦ ἦρος ἀναλαβὼν τὴν στρατιὰν προὐχώρει ὡς ἐπ᾽ Ἰνδούς, Ἀμύνταν ἀπολιπὼν ἐν τῇ χώρᾳ τῶν Βακτρίων καὶ ξὺν αὐτῷ ἱππέας μὲν τρισχιλίους καὶ πεντακοσίους, πεζοὺς δὲ μυρίους. [4.22.4] ὑπερβαλὼν δὲ τὸν Καύκασον ἐν δέκα ἡμέραις ἀφίκετο εἰς Ἀλεξάνδρειαν πόλιν τὴν κτισθεῖσαν ἐν Παραπαμισάδαις, ὅτε τὸ πρῶτον ἐπὶ Βάκτρων ἐστέλλετο. καὶ τὸν μὲν ὕπαρχον, ὅστις αὐτῷ ἐπὶ τῆς πόλεως τότε ἐτάχθη, παραλύει τῆς ἀρχῆς, ὅτι οὐ καλῶς ἐξηγεῖσθαι ἔδοξε· [4.22.5] προσκατοικίσας δὲ καὶ ἄλλους τῶν περιοίκων τε καὶ ὅσοι τῶν στρατιωτῶν ἀπόμαχοι ἦσαν ἐς τὴν Ἀλεξάνδρειαν Νικάνορα μέν, ἕνα τῶν ἑταίρων, τὴν πόλιν αὐτὴν κοσμεῖν ἐκέλευσε, σατράπην δὲ Τυρίεσπιν κατέστησε τῆς τε χώρας τῆς Παραπαμισαδῶν καὶ τῆς ἄλλης ἔστε ἐπὶ τὸν Κωφῆνα ποταμόν. [4.22.6] ἀφικόμενος δὲ ἐς Νίκαιαν πόλιν καὶ τῇ Ἀθηνᾷ θύσας προὐχώρει ὡς ἐπὶ τὸν Κωφῆνα, προπέμψας κήρυκα ὡς Ταξίλην τε καὶ τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, κελεύσας ἀπαντᾶν ὅπως ἂν ἑκάστοις προχωρῇ. καὶ Ταξίλης τε καὶ οἱ ἄλλοι ὕπαρχοι ἀπήντων, δῶρα τὰ μέγιστα παρ᾽ Ἰνδοῖς νομιζόμενα κομίζοντες, καὶ τοὺς ἐλέφαντας δώσειν ἔφασκον τοὺς παρὰ σφίσιν ὄντας, ἀριθμὸν ἐς πέντε καὶ εἴκοσιν.
[4.22.7] Ἔνθα δὴ διελὼν τὴν στρατιὰν Ἡφαιστίωνα μὲν καὶ Περδίκκαν ἐκπέμπει ἐς τὴν Πευκελαῶτιν χώραν ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμόν, ἔχοντας τήν τε Γοργίου τάξιν καὶ Κλείτου καὶ Μελεάγρου καὶ τῶν ἑταίρων ἱππέων τοὺς ἡμίσεας καὶ τοὺς μισθοφόρους ἱππέας ξύμπαντας, προστάξας τά τε κατὰ τὴν ὁδὸν χωρία ἢ βίᾳ ἐξαιρεῖν ἢ ὁμολογίᾳ παρίστασθαι καὶ ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἀφικομένους παρασκευάζειν ὅσα ἐς τὴν διάβασιν τοῦ ποταμοῦ ξύμφορα. ξὺν τούτοις δὲ καὶ Ταξίλης καὶ οἱ ἄλλοι ὕπαρχοι στέλλονται. [4.22.8] καὶ οὗτοι ὡς ἀφίκοντο πρὸς τὸν Ἰνδὸν ποταμόν, ἔπρασσον ὅσα ἐξ Ἀλεξάνδρου ἦν τεταγμένα. Ἄστις δὲ ὁ τῆς Πευκελαώτιδος ὕπαρχος νεωτερίσας αὐτός τε ἀπόλλυται καὶ τὴν πόλιν προσαπώλεσεν, ἐς ἥντινα ξυμπεφεύγει. ἐξεῖλον γὰρ αὐτὴν ἐν τριάκοντα ἡμέραις προσκαθήμενοι οἱ ξὺν Ἡφαιστίωνι. καὶ αὐτὸς μὲν Ἄστις ἀποθνήσκει, τῆς πόλεως δὲ ἐπιμελεῖσθαι ἐτάχθη Σαγγαῖος, ὃς ἔτι πρόσθεν πεφευγὼς Ἄστιν παρὰ Ταξίλην ηὐτομολήκει· καὶ τοῦτο ἦν αὐτῷ τὸ πιστὸν πρὸς Ἀλέξανδρον.

***
[4.21.10] Τον χειμώνα εκείνο έτυχε να υποφέρει πολύ ο στρατός του Αλεξάνδρου, επειδή έπεσε πολύ χιόνι κατά την πολιορκία και συγχρόνως ταλαιπωρήθηκε πολύ από έλλειψη τροφίμων.
Αλλά ο Χοριήνης υποσχέθηκε να δώσει τρόφιμα στον στρατό του Αλεξάνδρου για δύο μήνες και έδωσε σιτάρι και κρασί από τα αποθέματα που είχε στον βράχο, καθώς και παστά κρέατα για την κάθε σκηνή. Όταν τα έδινε, είπε ότι από τα εφόδια που είχε ετοιμάσει για την πολιορκία δεν κατανάλωσε ούτε καν το ένα δέκατο. Για τον λόγο αυτόν τον εκτίμησε περισσότερο ο Αλέξανδρος, επειδή από δική του μάλλον απόφαση του παρέδωσε τον βράχο παρά υποκύπτοντας στη χρήση βίας.
[4.22.1] Αφού τακτοποίησε τα ζητήματα αυτά ο Αλέξανδρος, προχώρησε ο ίδιος για τα Βάκτρα και απέστειλε τον Κρατερό με εξακόσιους εταίρους ιππείς και από τους πεζούς τη φάλαγγά του και τις φάλαγγες του Πολυπέρχοντα, του Αττάλου και του Αλκέτα εναντίον του Κατάνη και του Αυστάνη, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που παρέμεναν ακόμη επαναστατημένοι στην περιοχή των Παρειτακηνών. [4.22.2] Σε σφοδρή μάχη που έγινε με αυτούς νίκησαν οι άνδρες του Κρατερού. Ο Κατάνης σκοτώθηκε εκεί πολεμώντας, ενώ ο Αυστάνης αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στον Αλέξανδρο. Από τους βαρβάρους που ήταν μαζί τους σκοτώθηκαν εκατόν είκοσι ιππείς και χίλιοι πεντακόσιοι περίπου πεζοί. Μετά τις επιτυχίες αυτές οι άνδρες του Κρατερού ήρθαν και αυτοί στα Βάκτρα. Στα Βάκτρα συνέβη το θλιβερό για τον Αλέξανδρο επεισόδιο με τον Καλλισθένη και τους βασιλικούς παίδες.
[4.22.3] Όταν τελείωνε πλέον η άνοιξη, ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του τον στρατό και προχώρησε προς την Ινδία, αφήνοντας πίσω στη χώρα των Βακτρίων τον Αμύντα με τρεις χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς και δέκα χιλιάδες πεζούς.
[4.22.4] Πέρασε τον Καύκασο μέσα σε δέκα μέρες και έφθασε στην πόλη Αλεξάνδρεια που είχε ιδρύσει στη χώρα των Παραπαμισαδών, όταν εκστράτευσε για πρώτη φορά στα Βάκτρα. Απέλυσε από το αξίωμά του τον ύπαρχο που είχε διορίσει τότε στην πόλη, επειδή νόμιζε ότι δεν διοικούσε καλά. [4.22.5] Εγκατέστησε στην Αλεξάνδρεια και άλλους εποίκους από τις γύρω περιοχές, καθώς και όσους στρατιώτες του ήταν ανίκανοι για μάχη και διέταξε τον Νικάνορα, έναν από τους εταίρους, να διοικεί την πόλη και διόρισε τον Τυρίεσπη σατράπη της χώρας των Παραπαμισαδών, καθώς και της υπόλοιπης περιοχής μέχρι τον ποταμό Κωφήνα. [4.22.6] Αφού έφθασε στην πόλη Νίκαια και θυσίασε στην Αθηνά, προχώρησε προς τον Κωφήνα. Προηγουμένως έστειλε κήρυκα στον Ταξίλη και στους Ινδούς που κατοικούσαν στην από δω μεριά του Ινδού διατάζοντάς τους να τον συναντήσουν με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας. Και ο Ταξίλης, καθώς και οι άλλοι ύπαρχοι, τον συνάντησαν φέρνοντας μαζί τους όσα δώρα θεωρούσαν οι Ινδοί πολύ σπουδαία και υπόσχονταν να του παραδώσουν και τους ελέφαντες που είχαν και ήταν είκοσι πέντε τον αριθμό.
[4.22.7] Εδώ, λοιπόν, ο Αλέξανδρος διαίρεσε τον στρατό του· απέστειλε τον Ηφαιστίωνα και τον Περδίκκα στην περιοχή της Πευκελαώτιδας, προς την κατεύθυνση του Ινδού ποταμού, με τις φάλαγγες του Γοργία και του Κλείτου και του Μελεάγρου, καθώς και τους μισούς από τους εταίρους ιππείς και όλους τους μισθοφόρους ιππείς. Τους διέταξε ή να καταλάβουν με τα όπλα ή να εξαναγκάσουν σε παράδοση κατόπιν συμφωνίας όσους οχυρούς τόπους συναντούσαν στον δρόμο τους και, όταν φθάσουν στον Ινδό ποταμό, να ετοιμάσουν αυτά που θα ήταν χρήσιμα για τη διάβαση του ποταμού. Μαζί με αυτούς έστειλε τον Ταξίλη και τους άλλους υπάρχους. [4.22.8] Και όταν αυτοί έφθασαν στον Ινδό ποταμό, εκτέλεσαν όσα τους είχε διατάξει ο Αλέξανδρος. Στασίασε και ο Άστης, ο ύπαρχος της Πευκελαώτιδας, με καταστρεπτικό αποτέλεσμα και για τον ίδιο και για την πόλη, στην οποία είχε καταφύγει, γιατί την πολιόρκησαν οι άνδρες του Ηφαιστίωνα και την κατέλαβαν μέσα σε τριάντα μέρες. Ο ίδιος ο Άστης σκοτώθηκε και διοικητής της πόλης διορίσθηκε ο Σαγγαίος, ο οποίος είχε εγκαταλείψει προηγουμένως τον Άστη και είχε αυτομολήσει στον Ταξίλη. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε απόδειξη της αφοσίωσής του στον Αλέξανδρο.