Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (1016-1038)

ΧΟ. ὁ φόνος ἦν ὃν Ἀργολὶς ἔχει πέτρα
τότε μὲν περισαμότατος καὶ ἄπιστος Ἑλλάδι
τῶν Δαναοῦ παίδων·
τάδε δ᾽ ὑπερέβαλεν παρέδραμεν τὰ τότε
1020 κακὰ τάλανι διογενεῖ κόρωι.
μονότεκνον Πρόκνης φόνον ἔχω λέξαι
θυόμενον Μούσαις· σὺ δὲ τέκνα τρίγον᾽, ὦ
δάιε, τεκόμενος
λυσσάδι συγκατειργάσω μοίραι.
1025 αἰαῖ, τίνα στεναγμὸν
ἢ γόον ἢ φθιτῶν ὠιδὰν ἢ τίν᾽ Ἅι-
δα χορὸν ἀχήσω;
φεῦ φεῦ·
ἴδεσθε, διάνδιχα κλῆιθρα
1030 κλίνεται ὑψιπύλων δόμων.
ἰώ μοι·
ἴδεσθε δὲ τέκνα πρὸ πατρὸς
ἄθλια κείμενα δυστάνου,
εὕδοντος ὕπνον δεινὸν ἐκ παίδων φόνου,
1035 περὶ δὲ δεσμὰ καὶ πολύβροχ᾽ ἁμμάτων
ἐρείσμαθ᾽ Ἡράκλειον
ἀμφὶ δέμας τάδε λαΐνοις
ἀνημμένα κίοσιν οἴκων.

***
ΧΟΡ. Ο φόνος που έγινε στους βράχους
της Αργολίδας απ᾽ τις κόρες
του Δαναού ήταν ο πιο ξακουστός
και σ᾽ όλη την Ελλάδ᾽ απίστευτος.
Μα τούτα τα κακά τα τότες
τα παραβγήκαν και τα πέρασαν!
1020 Και για τον δύστυχο, θεογέννητο
τον γιο της μονοπαίδας Πρόκνης
έχω να ειπώ μεγάλο θάνατο,
οπού θυσιάστηκε στις Μούσες·
μα συ, ω ολέθριε, τρία παιδιά
τα ξέκαμες με λύσσας μοίρα.
Τί στεναγμό ή τί γογγυτό
ή μοιρολόι των πεθαμένων
ή τί χορό του Κάτω Κόσμου
να παίξω; Αλίμονο κι αλί!
γιά ιδέτε ανοιούν οι κλειδωνιές
1030 των παλατιών των αψηλόθυρων.
Ωιμένα!
Γιά ιδέτε τ᾽ άθλια αυτά παιδιά
πεσμέν᾽ απ᾽ τον πικρό πατέρα,
που ύπνο κοιμάται φοβερό
μετά απ᾽ τον φόνο των παιδιών του!
Και ιδού, σκοινιά και με πολλές
θηλιές πολύκομπα δεσίματα
στο κορμί γύρω του Ηρακλή
είναι δεμέν᾽ απ᾽ τις κολόνες
τις πέτρινες του παλατιού.
Και σαν πουλί, των άφτερων παιδιών θρηνώντας
1040 τον πόνο ο γέροντας, με αργόφταστο ποδάρι
πικρό ερχομό βιαζόμενος, ιδού τον, ήρθε.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.5. Ανάγλυφα του «αυστηρού ρυθμού»: Νάξιοι και Πάριοι γλύπτες

Η παρουσία λατομείων μαρμάρου στη Νάξο και στην Πάρο συνετέλεσε, όπως είδαμε, στην ανάπτυξη της μαρμαρογλυπτικής στα δύο αυτά νησιά ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη η διαπίστωση ότι και στον 5ο αιώνα π.Χ. γλύπτες από τα δύο αυτά νησιά δούλευαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως πιστοποιούν ορισμένα ενυπόγραφα γλυπτά, κυρίως επιτύμβια ανάγλυφα. Τέτοιο παράδειγμα είναι μια επιτύμβια στήλη από τον Ορχομενό της Βοιωτίας σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, φτιαγμένη από σκούρο τοπικό μάρμαρο, που χρονολογείται γύρω στο 480 π.Χ.. Ανάμεσα σε δύο παραστάδες, που ορίζουν το ανάγλυφο πεδίο, εικονίζεται ένας ώριμος άνδρας με κοντά μαλλιά και γένια, ντυμένος με μακρύ ιμάτιο, που στηρίζεται στο ραβδί του και παίζει με τον σκύλο του δείχνοντάς του μιαν ακρίδα· το ζώο σηκώνεται στα πισινά του πόδια για να την πιάσει. Είναι ένα μοτίβο παρμένο από την καθημερινή ζωή. Τη μορφή του γενειοφόρου άνδρα με το ραβδί και το σκυλί τη συναντούμε αρκετά συχνά σε επιτύμβια ανάγλυφα του τέλους του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα, και πρέπει να την ερμηνεύσουμε ως απεικόνιση π.χ. ενός ευκατάστατου πολίτη της ανώτερης τάξης, που έχει βγει περίπατο στην αγορά.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι μια στήλη από παριανό μάρμαρο, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης στην Ιταλία, που ανήκε παλαιότερα στη συλλογή Borgia και προέρχεται πιθανότατα από κάποιο νησί του Αιγαίου· η στήλη αυτή είναι λίγο παλαιότερη και χρονολογείται γύρω στο 490 π.Χ. Η επίστεψη της στήλης από τον Ορχομενό ήταν δουλεμένη χωριστά και δεν σώζεται, ήταν όμως πιθανότατα ένα ανθέμιο, όπως στην περίπτωση της στήλης Borgia. Στο κάτω μέρος υπάρχει μια έμμετρη επιγραφή που λέει: «Ο Αλξήνωρ με έφτιαξε ο Νάξιος· αλλά για κοιτάξτε!» Είναι προφανές ότι ο γλύπτης ήταν περήφανος για το έργο του και αυτό εξηγείται από την τολμηρή σχεδιαστικά σύνθεση με τις προοπτικές βραχύνσεις και τη συστροφή του σώματος. Ο Αλξήνωρ ανήκε στους καλλιτέχνες που υιοθέτησαν νωρίς τη νέα τεχνοτροπία του «αυστηρού ρυθμού», για την οποία μιλήσαμε, όπως φαίνεται και από τις επίπεδες κυματοειδείς πτυχές του ιματίου, που τονίζουν το πάχος του υφάσματος και διαφέρουν πολύ από τις σχηματοποιημένες επάλληλες πτυχώσεις των αρχαϊκών έργων, που τις βλέπουμε ακόμη στη στήλη Borgia.
 
Γύρω στο 460 π.Χ., περίπου 20 χρόνια μετά το ανάγλυφο του Αλξήνορα, χρονολογείται μια μικρή σχετικά, αλλά δεξιοτεχνικά δουλεμένη στήλη από παριανό μάρμαρο, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο και εικονίζει μια όρθια νεαρή κοπέλα, ντυμένη με άζωστο πέπλο, που κρατάει στο αριστερό της χέρι μιαν ανοιγμένη πυξίδα (το καπάκι βρίσκεται στο έδαφος μπροστά στα πόδια της), από όπου βγάζει με το δεξί ένα κόσμημα, πιθανόν περιδέραιο. Το θέμα είναι και πάλι παρμένο από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της ανώτερης τάξης: βλέπουμε ένα κορίτσι που στολίζεται· την επιμελημένη εμφάνισή του την υπογραμμίζουν το πλούσιο ένδυμα και τα καλοχτενισμένα μαλλιά, που συγκρατούνται από μια φαρδιά ταινία. Η στήλη αυτή, πριν αγοραστεί από το Κρατικό Μουσείο του Βερολίνου, ανήκε στη βενετσιάνικη συλλογή Giustiniani και προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή του Αιγαίου· μπορούμε να την αποδώσουμε με ασφάλεια σε Πάριο γλύπτη.
 
Αναθηματικό μάλλον και όχι επιτύμβιο είναι ένα περίπου σύγχρονο (460-450 π.Χ.) μαρμάρινο ανάγλυφο από τη Θάσο, που βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Εδώ εικονίζεται μια σκηνή συμποσίου, στο οποίο, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, μετέχει ένας μόνο συμπότης. Ο άνδρας είναι ανακεκλιμένος σε κλίνη και προτείνει με το δεξί χέρι μια φιάλη για να κάνει σπονδή. Στην άκρη της παράστασης ένας γυμνός νεαρός οινοχόος αντλεί με μια οινοχόη κρασί από έναν στρογγυλό κρατήρα τοποθετημένο επάνω σε στήριγμα (ἐπίστατον ή ὑποκρητήριον). Μπροστά στην κλίνη υπάρχει τραπέζι, στο οποίο θα υπήρχαν εδέσματα δηλωμένα με χρώμα. Κάτω από το τραπέζι ένας σκύλος τρώει ό,τι περίσσεψε από το γεύμα του κυρίου του. Πίσω από την κλίνη κάθεται σε πολυτελή θρόνο μια γυναίκα, που κρατάει στα χέρια αλάβαστρο, αγγείο που περιέχει άρωμα. Κάτω από τον θρόνο διακρίνεται μια πέρδικα. Η σκηνή τοποθετείται σε ένα δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου είναι κρεμασμένα όπλα: διακρίνουμε ένα κράνος και μιαν ασπίδα. Το ανάγλυφο πρέπει να ήταν αφιερωμένο σε έναν ήρωα, δηλαδή έναν θνητό που είχε ζήσει είτε στο μυθικό είτε στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ο οποίος τιμήθηκε με λατρεία. Οι αρχαίοι ίδρυαν ιερά για τους ήρωες και τους τιμούσαν ιδιαίτερα, επειδή πίστευαν ότι είχαν τη δύναμη να τους βοηθήσουν ή ακόμη και να τους βλάψουν (ανάλογα με την περίσταση) από τον άλλο κόσμο. Ήταν δηλαδή οι ήρωες των αρχαίων περίπου σαν τους αγίους της χριστιανικής θρησκείας. Η απεικόνιση των ηρώων σε σκηνές συμποσίων θέλει να δείξει τη διαρκή ευδαιμονία που απολαμβάνουν στη μεταθανάτια ζωή. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο εικονιζόμενος ήρωας, ούτε αν ήταν μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο· η λατρεία του όμως πρέπει να ήταν σημαντική για τους Θασίους.

Friedrich Nietzsche: Ευγένεια, χυδαιότητα, χαμένη αξιοπρέπεια

«Η ευτυχία μου: Από τότε που κουράστηκα να γυρεύω, έμαθα να βρίσκω. Από τότε που κάποιος άνεμος μου εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους». -Φρίντριχ Νίτσε.
 
Πάντα βρίσκω όλους τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι' αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας.
 
Παρ' όλο που τα καταφέρνουμε αρκετά γρήγορα μπορώ να πω, με τη συνηθισμένη φυσικά μυωπία μας, να ξεχωρίζουμε από απόσταση πέντε βημάτων τους ομοίους μας, σε χρήσιμους και σε άχρηστους, σε καλούς και σε κακούς ανθρώπους, ωστόσο αν καθίσουμε και τα βάλουμε κάτω και κάνουμε έναν απολογισμό και σκεφτούμε το γενικό σύνολο αυτού του ξεχωρίσματος, καταλήγουμε σε μια φοβερή δυσπιστία. Δεν μας ικανοποιεί το ξεχώρισμα, δεν είμαστε σίγουροι και στο τέλος τα παρατάμε.
 
Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί...
 
Ευγένεια και χυδαιότητα
 
Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα -να τους λείπει-, η αληθοφάνεια.
 
Όταν μιλούν γι' αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σαν να λένε: «Κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ' αυτό· δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ' έναν ελιγμό.
 
Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτόν σαν έναν τρελό· του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του.
 
Και αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά; Πώς μπορεί να ζητά να ζημιώσει; Σίγουρα, το πάθος της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια του λογικού!».
 
Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν μέσα τους, έτσι σκέπτονται, όπως σκέπτεται κάποιος εμπρός στη χαρά που αισθάνεται ένας τρελός για την έμμονη ιδέα του.
 
Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν προσέξει κανείς δυο βασικά πράγματα.
 
Πρώτον -μια χυδαία φύση- δεν λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της·
 
Δεύτερον, η μανία αυτή του σκοπού του κέρδους, είναι σ' αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο.
 
Μέλημά της και αξιοπρέπειά της είναι το να μην παρασύρεται από την άλογη παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις.
 
Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά του· στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του.
 
Ένα αρσενικό ζώο που προστατεύει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή που ακολουθεί το θηλυκό στον θάνατο, την εποχή του οργασμού, δεν λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτό γιατί ακόμα κι η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μην τύχει και τα αποχωρισθεί, το κυριεύουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο από ότι συνήθως είναι, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό, στον γενναιόφρονα άνθρωπο.
 
Μέσα του, ο ευγενικός άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη, που μπροστά τους η διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτ'  άλλο παρά να σωπάσει ή και να παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους. Η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος».
 
Βέβαια, συμβαίνει πολλές φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή του πάθους κατά κάποιον τρόπο, όπως π.χ. στον Φοντενέλ, που κάποιος του έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: «Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα, φίλτατέ μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».
 
Στο ευγενικό ον, εκείνο που περιφρονεί ο όχλος, είναι ο παραλογισμός του πάθους του, η λανθασμένη λογική του, και προπαντός όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη, θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει στο πάθος του στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής της τυραννίας· εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι, π.χ., το πως μπορεί κάποιος να παίζει την υγεία του και την ευτυχία του από πάθος για τη γνώση.
 
Το γούστο των ανωτέρων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά, σε πράγμα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς από τους άλλους ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά.
 
Η ανώτερη φύση μετρά τις αξίες σε προσωπική κλίμακα.
 
Γενικά όμως, δεν πιστεύει πως αυτή η κλίμακα προσιδιάζει ιδιαίτερα στην καλαισθητική της ιδιοσυγκρασία. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα· εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μη, και πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο.
 
Μια ανώτερη φύση είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο· γενικά πιστεύει μυστικά πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου του κόσμου και η πίστη αυτή αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της.
 
Αν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν τον εαυτόν τους, πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;
 
Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλα, για έλλειψη πνεύματος, ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» της ανθρωπότητας, και παραξενεύονται για το τρένο της ζωής αυτού του ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του πράγμα». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.
 
Η χαμένη αξιοπρέπεια
 
Σήμερα ο στοχασμός έχει χάσει όλη του την εξωτερική αξιοπρέπεια. Έχουν ρεζιλέψει το τελετουργικό και την επίσημη στάση εκείνου που στοχάζεται· δεν μπορούμε πλέον να ανεχθούμε έναν σοφό της παλιάς σχολής.
 
Σήμερα σκεφτόμαστε αρκετά γρήγορα, στην πορεία, την ώρα που περπατάμε, μέσα σε κάθε λογής υποθέσεις, ακόμα και όταν σκεφτόμαστε τα σοβαρότερα πράγματα.
 
Δεν έχουμε ανάγκη από πολλή προετοιμασία, ούτε και από πολλή σιωπή. Όλα πραγματοποιούνται σαν να είχαμε στο κεφάλι μας μια μηχανή που να γυρίζει ασταμάτητα και που συνεχίζει να δουλεύει, ακόμα και στις ασχημότερες συνθήκες.
 
Παλαιότερα, όταν κάποιος προσπαθούσε να σκέφτεται -και ήταν αυτό κάτι το πολύ σπάνιο- το καταλάβαινες αμέσως. Έβλεπες πως προσπαθούσε, ήθελε να γίνει πιο σοφός και προετοιμαζόταν για μια ιδέα.
 
Σταματούσε στη μέση του δρόμου, έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος, σαν να προσευχόταν, έμενε ασάλευτος για ολόκληρες ώρες, στο ένα του πόδι ή και στα δυο, σαν να «του έρχονταν η ιδέα». Ε, τότε το πράγμα «άξιζε τον κόπο αυτόν».
 
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Ξέρουμε να ακούμε;

«Όταν ξέρει κανείς ν’ ακούει, μιλάει πάντα καλά…» -Μολιέρος

«Κάθε φορά που μου μιλάς σκέφτομαι τα δικά μου. Πιστεύω ότι σ’ ακούω, προσπαθώ να σου βρω λύσεις και να σου δώσω συμβουλές, όμως, όταν φεύγεις δεν είμαι και πολύ σίγουρος τι ακριβώς μου είπες και καμιά στιγμή δεν σκέφτηκα πώς νιώθεις, πώς βλέπεις τα πράγματα και γιατί…»

Και τελικά αναρωτιέμαι: Ξέρω να ακούω τους άλλους;

Πολλές φορές κατηγορούμε τους άλλους ότι δεν ακούν, ότι δεν είναι εδώ όταν τους μιλάμε και ότι μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Ας στραφούμε όμως στον εαυτό μας.

Τι σημαίνει σ’ ακούω;

-Δεν παρεμβαίνω όταν μου μιλάς, δεν σε διακόπτω, δεν σ’ εμποδίζω να εκφραστείς όπως θέλεις, να μου πεις αυτά που σκέφτεσαι και αισθάνεσαι, δεν αλλάζω θέμα και σου δίνω χρόνο για να σκεφτείς και να μου μιλήσεις.

-Σιωπώ και αφοσιώνομαι σε όσα μου λες.

-Προσπαθώ να μπω στη θέση σου και να δω το θέμα από τη δική σου οπτική γωνία.

-Δεν σου ασκώ κριτική, προσπαθώ να κατανοήσω αυτά που λες.

Τι λάθη όμως κάνουμε στην προσπάθειά μας να ακούσουμε τους άλλους:

– Υποβαθμίζουμε το πρόβλημα ή τις δυσκολίες του άλλου για να τον κάνουμε να αισθανθεί καλύτερα (Έλα δεν έχεις τίποτα, πως κάνεις έτσι;). Το μήνυμα που μεταδίδουμε είναι «Για να παρηγορήσουμε κάποιον φτάνει να αρνηθούμε τον πόνο του».

Πόσες φορές έχουμε αντιμετωπίσει άρνηση του πόνου μας, ελάχιστη διάθεση ή αδιαφορία να μας ακούσουν, μαθήματα ηθικής ή τα γέλια και την κοροϊδία των άλλων. Από παιδιά ακόμη παρατηρούμε και αντιγράφουμε τους τρόπους των μεγάλων, μαθαίνουμε τους ‘σωστούς’ κανόνες επικοινωνίας, την ίδια στιγμή που και αυτοί οι ίδιοι σιωπηλά υπέφεραν, καθώς δεν είχαν κάποιο να τους ακούσει, να μοιραστεί μαζί τους τις έγνοιες τους και να τους καταλάβει.

– Για να διατηρήσουμε την προσωπική μας ηρεμία, εμποδίζουμε τον άλλο να εκφράσει αυτό που μας ενοχλεί με κάθε μέσο, τον αποθαρρύνουμε να μιλήσει.

– Αρχίζουμε να δίνουμε συμβουλές ή να του υπαγορεύουμε λύσεις. Όταν έχουμε ανάγκη κάποιον να μας ακούσει, σίγουρα δεν έχουμε ανάγκη από συμβουλές και καθοδήγηση. Και πώς είμαστε σίγουροι ότι εμείς ξέρουμε, ότι είμαστε οι κατάλληλοι για να δώσουμε λύσεις;

– Ακυρώνουμε αυτά που μας λέει ο άλλος ή τα δεχόμαστε χωρίς όμως να του δώσουμε περισσότερη σημασία.

– Τα εκμεταλλευόμαστε για να κάνουμε μονόλογο, να μιλήσουμε για εμάς και για τα επιτεύγματα ή τις δυσκολίες μας.

– Ερμηνεύουμε τα λόγια του άλλου με βάση αυτά που εμείς έχουμε στο μυαλό μας.

Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον εαυτό μας και λειτουργώντας ως παράδειγμα για τους άλλους, ας ακούμε περισσότερο και ας είμαστε πιο ανοιχτοί στους άλλους. Αν ο άλλος πιστεύει κάτι που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό που εμείς πιστεύουμε δεν σημαίνει πως εμείς πιστεύουμε το σωστό και ο άλλος το λάθος… απλά έχουμε διαφορετικές απόψεις, αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Θα πρέπει να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα του καθενός και τον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται τα πράγματα και συμπεριφέρεται, τον τρόπο που αισθάνεται και εκφράζει τα συναισθήματά του, τον τρόπο που λειτουργεί μέσα στις σχέσεις του…

Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν

Αδιαφορούμε εδώ και χρόνια. 
 
Γι’ αυτό «φορτώσαμε» με απ’ ευθείας ανάθεση σε ένα τεράστιο, κοστοβόρο, απρόσωπο, απάνθρωπο, πελατειακό, αδυσώπητο, αντιδημοκρατικό, ανελεύθερο κράτος τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της κοινωνίας των πολιτών, του δικού μας χρέους, του δικού μας καθήκοντος και της δικής μας συμμετοχής στα κοινά.

Του ζητάμε να καλύψει το έλλειμμα της δικής μας εθελοντικής παρουσίας και προσφοράς. Αξιώνουμε να παράγει περισσότερη αλληλεγγύη απο αυτήν που παράγουμε εμείς ως άτομα, απαιτούμε να παρέχει περισσότερη φροντίδα απ’ όση δίνουμε εμείς, να σέβεται την αξιοπρέπεια περισσότερο απ’ όσο την κουβαλάμε πάνω μας εμείς, να δίνει ελπίδα χωρίς ποτέ να τη δίνουμε εμείς!

Ας βάλουμε τώρα λοιπόν τα πρόσωπά μας, τις συμπεριφορές μας δίπλα σ’ αυτά των αναποτελεσματικών και αποτυχημένων ηγετίσκων απο τους οποίους απαιτούμε να ικανοποιούν τα προσωπικά μας αιτήματα (κάποιοι «κακεντρεχείς» τα λένε και «ρουσφέτια») για να τους αναδείξουμε τοπικούς άρχοντες, Περιφερειάρχες, Υπουργούς, Πρωθυπουργούς!

Όσο μας βολεύει το στερεότυπο «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι», θα είμαστε θύματα των χρεοκοπιών, των κοινωνικών διχασμών και εθνικών καταστροφών που θα προκαλούν ο λαϊκισμός και οι ηγετίσκοι που τον μοιράζουν απλόχερα κι όχι πολίτες μιας δημοκρατίας, μιας κοινωνίας που θα εκλέγουν ταγούς με πνευματικές, παιδευτικές αρετές και αξίες.
 
Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν

Δημήτρης Λιαντίνης: Η επιταγή της ζωής σου

Ρωτάς: ποια είναι η χρέωση, και ποια είναι η σπατάλη μου;

Μα είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή η δική σου που έζησες, με όλες τις χαρές που σου ‘δειξε.

Ότι είδες τον ήλιο το πρωί, και τη θάλασσα τον Ιούλιο. Ότι περπάτησες σε μια ρεματιά το Μάη μ’ ένα κορίτσι στο πλάι σου, κι ακούσατε τ’ αηδόνι.

Ότι δίψασες, και ήπιες το κρύο νερό της πηγής. Αυτά πληρώνεις την ώρα που πεθαίνεις.

Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή της ανεκλάλητης χρείας και της φρικτής εγκατάλειψης είναι ακριβώς που εδιάλεξε η εκκλησία να φορτώσει τον αφελή χριστιανό με τους αιώνιους τρόμους της Κόλασης:

Θα ζεις, του λέει, αιώνια κλεισμένος σ΄ έναν πύρινο τάφο.

Θα περνάς τους αιώνες με το αίσθημα του ραγδαίου ιλίγγου ενός ανθρώπου που γκρεμίζεται από τον τριακοστό όροφο.

Θα περπατάς γυμνός σε άδεντρο τόπο, κάτου από ένα ορμητικό φλογοβρόχι.

Θα σε ρίχνουν χωρίς σταματημό σ΄ ένα βαθύ πηγάδι γιομάτο με κόκκινα, και μαύρα, και κίτρινα φίδια. Κόμπρες, οχιές, κροταλίες.

Θα βουτάς σε βόθρους. Και θα πνίγεσαι επαναληπτικά και ακαταύπαστα μπουκωμένος στα περιττώματα.

Μυτερώνυχοι διάβολοι θα σε καρφώνουν ανάσκελα με τεράστιες πηρούνες.

Θα’ σαι φυτεμένος αιώνια στους πάγους, και θα σε φυσάει κατάγυμνο ο δρεπανηφόρος Κακίας.

Θα μεταμορφώνεσαι σε δέντρο, σε φίδι, σε τέρας. Θα ζεις, δηλαδή το μαρτύριο της αλλαγής της σάρκας σου.

Και όλα αυτά τα φρικώδη στους αιώνες των αιώνων. Χωρίς την ελπίδα της παύλας. Ο Δάντης εκείνους που διαβαίνουν την πύλη της Κόλασης τους βάζει να διαβάζουν μια επιγραφή που δεν παρηγοριέται με τίποτα:

Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε!

Να φορτώνεις λοιπόν τον άνθρωπο τον αφελή και τον αθώο κάπου, γιατί είναι το μεγάλο σου θύμα, με τέτοιες φρικτές φαντασίες την πανίερη και την υπέρτατη και τη φοβερή ώρα που ψυχομαχεί την ώρα που δίνει την πιο άγρια μάχη – τι’ ναι μπροστά της τα Γαυγάμηλα και οι Κάννες και η Μάχη των Εθνών! – να βγει η ψυχούλα του για να λυτρωθεί από την αγωνία του θανάτου.

Ερωτώ: ποιος σατανάς, ποιο ανθρώπινο τέρας, ποιος αρχιτέκτονας του σκότους και του ουαί θα μπορούσε να δείξει αγριότερο μίσος και να επινοήσει χειρότερο μαρτύριο για τους ανθρώπους;
 
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δε θα ήταν άνθρωπος

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δε θα ήταν άνθρωπος.

Προσοχή όμως: ο ερωτισμός δεν είναι ξέφρενη ακολασία, ξέφραγη ασέλγεια, κουτή και κούφια κραιπάλη.

Ο ερωτισμός είναι μοναξιά, σιωπή, αγωνία, τρόμος κι αντιμετώπιση της ακρότητας, δηλαδή του θανάτου.

Ο ερωτισμός δεν είναι ηδονισμός χαρούμενος, επιπόλαιος και εύκολος, δεν είναι ικανοποίηση των ενστίκτων, χορτασμός των ορμών, παιχνίδι των ιδιόρρυθμων τάσεων, ανακούφιση μιας επιτακτικής φυσικής ανάγκης, χαλάρωση της έντασης του πόθου και κατευνασμός του πάθους, μηχανική εκσπερμάτωση, το σύνολο των «διαστροφών», και κάποιος ιδιωτικός ή κοινωνικός τίτλος τιμής που κάνει τα άτομα να ξιπάζονται και να αισθάνονται απαλλαγμένα από τα «περιττά βάρη» ή βασανιστικά συμπλέγματα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απελευθέρωση.

Ο ερωτισμός είναι μια συμπεριφορά, που οδηγεί στα άκρα, δηλαδή στην αγωνία και στην πτώση, στη διακύβευση της ακεραιότητας, στο διασυρμό των αξιών, στην απώλεια, στην παράδοση άνευ όρων στα χέρια της τύχης και στην καταστροφή.

Η καταστροφή, εδώ, έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία. Η «καταστροφή», μέσα από τη διάσταση του ερωτισμού, παίρνει έναν καθολικό χαρακτήρα και σημαδεύει καίρια την ανθρώπινη ζωή, ξεγυμνώνοντάς της απ’ όλες της τις αυταπάτες και δείχνοντάς της, μέσα σε κατάσταση ιλίγγου και έξαρσης, το αβυσσαλέο βάθος των αποθεμάτων της…

Ο ερωτισμός είναι απόλυτο κι απεριόριστο ξόδεμα όλων των δυνάμεων, ένας παροξυσμός τους, μια δαπάνη του ανθρώπινου δυναμικού που δεν έχει σχέση ούτε με τη διαλεκτική ούτε με το δυϊσμό, αλλά κατευθύνεται ίσια και προς ένα μοναδικό σημείο όπου ο άνθρωπος τα παίζει όλα για όλα, γι αυτό και η κατεύθυνσή του είναι πρόσ-τυχη, μια κατεύθυνση δηλαδή που οδηγεί μόνη αυτή στην κυριαρχία του ανθρώπου και στην υπέρτατη κατάκτησή του, που δεν είναι άλλη από την ακραία βίωση της πληγής του, η οποία δεν κλείνει ποτέ και με τίποτα”.

Διότι η ερωτική πράξη μπορεί να επέλθει με οιονδήποτε, ο οργασμός όμως, ο αφανισμός του ενός σώματος μέσα στο άλλο, ο σχεδόν θανατηφόρος σπασμός του, δεν μπορεί να «επιτευχθεί με οιονδήποτε.

Όπως γράφει και ο Βίλχελμ Ράιχ, “βιοενεργητικά, ο οργασμός σημαίνει απώλεια της ατομικότητας του ανθρώπου μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης”.

Γιατί οι Μαύρες Τρύπες μπορούν να “διαγράψουν” το ίδιο το Σύμπαν;

Οι μαύρες τρύπες είναι τα πιο ισχυρά πράγματα στο σύμπαν. Είναι μάλιστα τόσο δυνατά που μπορούν να κόψουν ολόκληρα αστέρια σε κομμάτια σε μέγεθος ατόμων! Αυτό βέβαια είναι αρκετά τρομακτικό. Έχουν ακόμη μία πιο ισχυρή και σκοτεινή ιδιότητα.. μπορούν να διαγράψουν το ίδιο το σύμπαν!

Μια μαύρη τρύπα εμφανίζεται όταν μια εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα ύλης συγκεντρώνεται σε ένα μικροσκοπικό χώρο. Στο κέντρο τους η βαρύτητα είναι σχεδόν απείρως ισχυρή και ότι πλησιάζει πολύ κοντά σχίζεται στα σωματίδια του. Ούτε καν το φως μπορεί να ξεφύγει και έτσι τις αντιλαμβανόμαστε σαν μαύρες σφαίρες. Αν έπεφτες σε μία μαύρη τρύπα τίποτα κακό δεν επρόκειτο να συμβεί μέχρι και αφού διέσχιζες το εξωτερικό της όριο το event horizon. Aυτό το σύνορο διαχωρίζει πλήρως τις μαύρες τρύπες από το υπόλοιπο σύμπαν: δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτό εκτός και αν είμαστε διατεθειμένοι να μην επιστρέψουμε ποτέ!

Στα άκρα τους οι μαύρες τρύπες ακτινοβολούν την μάζα τους μακριά, όπως μια ζεστή κατσαρόλα στο μάτι που χάνει το νερό καθώς γίνεται ατμός. Αυτή ονομάζεται ακτινοβολία Hawking.

Οι μαύρες τρύπες χάνουν συνεχώς μικρή ποσότητα της μάζας τους μια διαδικασία που είναι απίστευτα αργή… Δηλαδή στο πολύ μακρινό μέλλον όταν το τελευταίο αστέρι στο σύμπαν θα έχει πεθάνει εδώ και τρισεκατομμύρια χρόνια , οι μαύρες τρύπες θα γίνουν όλο και πιο μικροσκοπικές μέχρι να εξαφανιστούν αφήνοντας πίσω μόνο ένα μικρό κομμάτι ακτινοβολίας. Κατά την διαδικασία αυτή όμως οι μαύρες τρύπες μπορεί να διαγράψουν κάτι θεμελιώδες: Πληροφορίες…

Οι πληροφορίες δεν είναι τίποτα το απτό. Γίνεται κατανοητό ως μία διάταξη των σωματιδίων. Τι σημαίνει πρακτικά όμως αυτό; Φανταστείτε μία δέσμη των ατόμων άνθρακα. Τοποθετήστε τα με έναν τρόπο και θα έχετε διαμάντι, με έναν άλλο τρόπο θα έχετε κάρβουνο. Τα άτομα δηλαδή είναι τα ίδια απλά αλλάζουν οι πληροφορίες. Χωρίς τις πληροφορίες τα πάντα στο σύμπαν θα ήταν τα ίδια, γι' αυτό η πληροφορία είναι άφθαρτη μπορεί να αλλάξει σχήμα αλλά ποτέ δεν μπορεί να χαθεί. Εδώ λοιπόν οι μαύρες τρύπες παίρνουν διαφορετικά πράγματα και τα κάνουν το ίδιο δηλαδή καταστρέφουν πληροφορίες. Αυτό είναι που δημιουργεί το παράδοξο της πληροφορίας…

Ύπαρξη ανυπαρξία… Χωρίς πληροφορίες τα πάντα είναι σχετικά. Πώς όμως μπορούμε να λύσουμε αυτό το παράδοξο; Υπάρχουν μερικές πιθανότητες:

1) Οι πληροφορίες χάνονται για πάντα «πετώντας» όλους τους νόμους της φυσικής

2) Οι πληροφορίες είναι κρυμμένες. Ίσως ένα μέρος της μαύρης τρύπας διασπάται και φτιάχνει ένα μαύρο σύμπαν. Οι πληροφορίες θα μεταφέρονταν με τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε αλλά τεχνικά δεν θα χάνονταν.

3) Οι πληροφορίες είναι ασφαλείς μετά από όλα αυτά, δεν έχουν χαθεί ή κρυφτεί.

Γνωρίζουμε λοιπόν ότι οι μαύρες τρύπες παγιδεύουν και μπορούν να διαγράψουν πληροφορίες αλλά ποτέ δεν σκεφτήκαμε τι γίνεται με αυτές στο ενδιάμεσο. Γι' αυτό θα δώσουμε ένα παράδειγμα για να το σκεφτούμε λίγο καλύτερα…

Ας δημιουργήσουμε λοιπόν μια μαύρη τρύπα με άπλυτα. Καταρχάς θα γεμίσουμε ένα δωμάτιο με καλάθια για άπλυτα: Όσα περισσότερα άπλυτα θα τοποθετήσεις τόσο περισσότερο καλάθια θα βάλεις στο δωμάτιο. Αλλά κάποια στιγμή κάθε καλάθι είναι γεμάτο και το δωμάτιο είναι πλήρες στοιβαγμένο και ούτε μια επιπλέον κάλτσα δεν μπορεί να μπει. Αν όμως εξακολουθούμε να πιέζουμε την κάλτσα με πολλή ενέργεια και βία, το δωμάτιο καταρρέει στον εαυτό του και σχηματίζει μία μαύρη τρύπα. Όμως η ικανότητα του ίδιου του δωματίου δεν έχει αλλάξει η τοποθέτηση περισσότερων πραγμάτων ή πληροφοριών είναι ακόμη αδύνατη, οπότε τι θα συμβεί αν πετάξουμε περισσότερα άπλυτα σε αυτό το ίδιο το δωμάτιο; Μεγαλώνει λίγο για να φτιάξει χώρο για τις νέες πληροφορίες.

Μπορούμε άρα να καταλάβουμε πως μια μαύρη τρύπα μεγαλώνει την επιφάνεια της κατά ένα μικρό «πίξελ» για κάθε μικρή πληροφορία που «πετάμε» μέσα τους. Δηλαδή περισσότερες πληροφορίες μεγαλύτερη επιφάνεια.

Οι πληροφορίες είναι πράγματι αποθηκευμένες στην μαύρη τρύπα, τότε η ακτινοβολία Hawking έχει μια πιθανότητα να μάθει γι' αυτές τις πληροφορίες και να τις πάρει μακριά από εκεί. Έτσι οι πληροφορίες δεν χάνονται οι τρύπες «ξεθωριάζουν». Το παράδοξο λοιπόν λύθηκε!

Εν κατακλείδι ξέρουμε ότι το σύμπαν είναι παράξενο και περίπλοκο γι αυτό τον λόγο οι μαύρες τρύπες μπορεί να είναι το κλειδί για την κατανόηση του χρησιμοποιώντας πάντα την φυσική όπως όλα τα άλλα. Οπότε αν αυτή η τρελή δυαδικότητα μεταξύ δισδιάστατου και τρισδιάστατου λειτουργεί για τις μαύρες τρύπες τότε θα μπορούσε να λειτουργήσει για ολόκληρο το σύμπαν και μέσα σε αυτό! Δεδομένου ότι ένα πρόσωπο μέσα σε μια μαύρη τρύπα δεν θα συνειδητοποιούσε ότι θα είναι κωδικοποιημένο σε μία πεπλατυσμένη επιφάνεια θα μπορούσαμε να μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα: Μπορεί στην πραγματικότητα να είσαι τεντωμένος σε μια επίπεδη οθόνη στο τέλος του σύμπαντος…

Αλλά ακόμη πρέπει να αλλάξουμε την αντίληψη μας για την πραγματικότητα με κάποιο τρόπο. Αν ότι πέφτει μες στην μαύρη τρύπα είναι αποθηκευμένο στο ορίζοντα γεγονότων της, αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι τα τρισδιάστατα πράγματα κωδικοποιούνται σε μια επίπεδη επιφάνεια. Αν οτιδήποτε πέφτει στην μαύρη τρύπα είναι αποθηκευμένο στον ορίζοντα γεγονότων της, έχουμε ένα όνομα σε αυτό: Ολόγραμμα…

Ένα ολόγραμμα είναι σαν μία τρισδιάστατη φωτογραφία, ένα επίπεδο κομμάτι πλαστικού που κωδικοποιεί μια τρισδιάστατη εικόνα. Μία μαύρη τρύπα είναι σαν ένα ολόγραμμα γιατί τα πάντα μέσα σε αυτή κωδικοποιούνται στο ορίζοντα γεγονότων της. Ένα πρόσωπο μέσα σε μία μαύρη τρύπα θα βιώσει την συνήθη τρισδιάστατη ζωή, αλλά για μας απέξω είναι πεπλατυσμένες εικόνες στην επιφάνεια της μαύρης τρύπας.

Από όλη λοιπόν την «βιογραφία» της μαύρης τρύπας συνειδητοποιούμε πως οι μαύρες τρύπες είναι πολύ ακραία «αντικείμενα» αλλά δεσμεύονται πάντα με τους ίδιους κανόνες…

Κάπως έτσι συμπεριφέρονται μεταξύ τους οι άνθρωποι

Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον φόβο για να εξημερώσουν τους άλλους, και ο φόβος μας αυξάνεται όταν βιώνουμε την αδικία. Το αίσθημα της αδικίας είναι σαν ένα μαχαίρι που ανοίγει πληγές στο συναισθηματικό μας σώμα. Το συναισθηματικό δηλητήριο δημιουργείται από την αντίδρασή μας σε αυτό που θεωρούμε άδικο. Κάποιες πληγές επουλώνονται, άλλες ωστόσο μολύνονται με όλο και περισσότερο δηλητήριο. Μόλις γεμίσουμε με συναισθηματικό δηλητήριο, έχουμε ανάγκη να απαλλαγούμε από αυτό και εξασκούμαστε στο να το απελευθερώνουμε στέλνοντάς το σε κάποιον άλλο. Πώς το πετυχαίνουμε αυτό; Τραβώντας τους την προσοχή.

Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός συνηθισμένου ζευγαριού.

Για έναν οποιονδήποτε λόγο, η γυναίκα είναι θυμωμένη. Έχει συναισθηματικό δηλητήριο από κάποια αδικία που έκανε ο άντρας της. Ο άντρας της δεν είναι σπίτι, αλλά εκείνη θυμάται την αδικία και το δηλητήριο συσσωρεύεται μέσα της. Όταν εκείνος γυρίζει, το πρώτο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να του τραβήξει την προσοχή, γιατί μόλις το κάνει, όλο το δηλητήριο θα πάει στον άντρα της και η ίδια θα ανακουφιστεί. Με το που θα του πει πόσο κακός, πόσο χαζός ή πόσο άδικος είναι, το δηλητήριο που έχει μέσα της μεταδίδεται σε εκείνον.

Μιλάει συνεχώς, μέχρι να του τραβήξει την προσοχή. Εκείνος, τελικά, αντιδρά και θυμώνει, και τότε η γυναίκα αισθάνεται καλύτερα. Όμως, τώρα έχει εκείνος το δηλητήριο μέσα του και πρέπει να την εκδικηθεί. Πρέπει να της τραβήξει την προσοχή και να το απελευθερώσει, κι όχι μόνο όσο του μετέδωσε, αλλά το δικό της συν το δικό του. Αν προσέξετε αυτή την αλληλεπίδραση, θα δείτε ότι αγγίζει ο ένας τις πληγές του άλλου και παίζουν συναισθηματικό πιγκ πογκ με το δηλητήριο. Έτσι, αυτό συνεχίζει να αυξάνεται, μέχρι που μια μέρα ένας από τους δύο θα ξεσπάσει. Κάπως έτσι συμπεριφέρονται μεταξύ τους οι άνθρωποι.

Τραβώντας την προσοχή, η ενέργεια μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο. Η προσοχή είναι μια πανίσχυρη λειτουργία του ανθρώπινου νου. Όλοι πασχίζουμε να τραβήξουμε την προσοχή των άλλων. Όταν τα καταφέρνουμε, δημιουργούμε κανάλια επικοινωνίας. Το όνειρο μεταδίδεται, η δύναμη μεταδίδεται, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με το συναισθηματικό δηλητήριο.

Συνήθως, απελευθερώνουμε το δηλητήριο στο άτομο που θεωρούμε υπεύθυνο για την αδικία, αλλά αν το άτομο αυτό είναι τόσο ισχυρό που δεν μπορούμε να του το μεταφέρουμε, δεν μας νοιάζει σε ποιον θα το στείλουμε, αρκεί να το ξεφορτωθούμε. Έτσι, το στέλνουμε στα παιδιά, που δεν έχουν αναπτύξει άμυνες εναντίον μας, και με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι σχέσεις κακοποίησης. Οι ισχυροί κακοποιούν τους λιγότερο ισχυρούς, επειδή θέλουν να απελευθερώσουν το συναισθηματικό τους δηλητήριο. Είναι μια ανάγκη που έχουμε, και πολλές φορές δεν θέλουμε δικαιοσύνη παρά μόνο να απελευθερώσουμε το δηλητήριό μας για να ηρεμήσουμε. Γι’ αυτό οι άνθρωποι αποζητούν συνεχώς τη δύναμη, επειδή όσο δυνατότεροι είναι, τόσο ευκολότερο είναι να απελευθερώσουν το δηλητήριό τους σε όσους δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Φυσικά, μιλάμε για τις σχέσεις στην κόλαση αυτής της ζωής, για την ψυχική ασθένεια που υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν φταίει κάποιος για αυτή, δεν είναι καλή ή κακή, δίκαιη ή άδικη- είναι η φυσιολογική παθολογία της ασθένειας. Κανείς δεν φταίει για την παθολογική του συμπεριφορά. Όπως οι άνθρωποι του φανταστικού πλανήτη δεν έφταιγαν για τη δερματική τους ασθένεια, ούτε εσείς φταίτε που οι πληγές σας είναι μολυσμένες με συναισθηματικό δηλητήριο. Όταν έχετε κάποια σωματική ασθένεια ή έναν τραυματισμό, δεν κατηγορείτε τον εαυτό σας ούτε αισθάνεστε ένοχοι. Τότε, γιατί να αισθάνεστε άσχημα ή να νιώθετε ενοχές επειδή νοσεί το συναισθηματικό σας σώμα;

Το σημαντικό είναι να έχετε επίγνωση του προβλήματος. Όταν έχουμε επίγνωση, έχουμε την ευκαιρία να θεραπεύσουμε το συναισθηματικό μας σώμα και τον συναισθηματικό μας νου, και να σταματήσουμε να υποφέρουμε. Χωρίς αυτή την επίγνωση δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, παρά μόνο να συνεχίσουμε να υποφέρουμε από την αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό μας, γιατί αγγίζουμε και μόνοι μας τις πληγές μας, για να αυτοτιμωρηθούμε.

HEGEL – KANT: Η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο

Λίγοι φιλόσοφοι θα διαφωνήσουν ότι οι άνθρωποι είμαστε, σε μεγάλο βαθμό, ιστορικές οντότητες, με την έννοια ότι κληρονομούμε πράγματα από το παρελθόν, τα αλλάζουμε, και έπειτα τα κληροδοτούμε στις μελλοντικές γενιές. Η γλώσσα, για παράδειγμα, είναι κάτι που μαθαίνουμε και αλλάζουμε καθώς το χρησιμοποιούμε, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιστήμη -οι επιστήμονες ξεκινούν με μια θεωρία, και στη συνέχεια είτε την επαληθεύουν είτε τη διαψεύδουν. Το ίδιο ισχύει για τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η οικογένεια, το κράτος, οι τράπεζες, οι εκκλησίες, και ούτω καθεξής, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι τροποποιημένες μορφές προγενέστερων πρακτικών ή θεσμών. Συνεπώς, η ύπαρξη των ανθρώπινων όντων ποτέ δεν ξεκινά από το μηδέν, αλλά πάντοτε εντός κάποιου πλαισίου -το οποίο μερικές φορές μεταβάλλεται έτσι ριζικά κατά τη διάρκεια μίας μόνο γενιάς. Ωστόσο, μερικά πράγματα, δεν φαίνεται να έχουν ιστορικό χαρακτήρα ή να υπόκεινται σε αλλαγές.

Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας οντότητας είναι η συνείδηση. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά που συνειδητοποιούμε θα αλλάξουν, αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι η σημασία της συνείδησης-τι σημαίνει είμαι σε εγρήγορση, έχω επίγνωση, μπορώ και σκέφτομαι και αποφασίζω- ήταν πάντοτε ίδια για όλους. Παρομοίως, είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συλλογιστικές δομές δεν έχουν ιστορικό χαρακτήρα -ότι η συλλογιστική δραστηριότητα, και οι διανοητικές λειτουργίες στις οποίες βασίζεται (μνήμη, αντίληψη, κατανόηση, και ούτω καθεξής), ήταν πάντοτε ίδιες για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι αυτά πίστευε ο μεγάλος ιδεαλιστής προκάτοχος του Χέγκελ, ο Ιμάνουελ Καντ -και για να κατανοήσουμε τον Χέγκελ, είναι απαραίτητο να δούμε τι πίστευε για το φιλοσοφικό έργο του Καντ.

Οι κατηγορίες του Καντ

Σύμφωνα με τον Καντ, οι θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας της σκέψης, και οι βασικές δομές της συνείδησης, είναι a priori -δηλαδή, υφίστανται πριν από την εμπειρία (και, άρα, δεν προκύπτουν από αυτήν). Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανεξάρτητα από οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή συνειδητοποιούμε, αλλά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιστορική επίδραση ή εξέλιξη.

Ο Καντ ονομάζει αυτές τις νοητικές δομές «κατηγορίες», και σε αυτές περιλαμβάνονται οι έννοιες της «αιτίας», της «ουσίας», της «ύπαρξης», και της «πραγματικότητας». Για παράδειγμα, η εμπειρία μας παρέχει γνώσεις για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορεί να μας διδάξει ότι ο εξωτερικός κόσμος περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αιτίες και αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση της φυσικής δομής του εξωτερικού κόσμου είναι a priori. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι γεννιόμαστε με ορισμένες έμφυτες κατηγορίες, οι οποίες παρέχουν το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την εμπειρία -ένα μέρος του οποίου είναι η υπόθεση ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, η ύπαρξη, αυτού του «a priori» πλαισίου σημαίνει ότι η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας, και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο- δηλαδή τον κόσμο «αυτόν καθ’ εαυτόν». Ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο κόσμος «αυτός καθεαυτόν» -τον οποίο ονομάζει «νοητό κόσμο»-είναι ακατάληπτος. Σύμφωνα με τον Καντ, οι μόνες γνώσεις που μπορούμε να απoκομίσουμε είναι αυτές για τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω του πλαισίου των κατηγοριών -αυτός ο αντιληπτός κόσμος είναι ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά και που ο Καντ ονομάζει «φαινομενικό».

Η κριτική του Χέγκελ για τον Καντ

Ο Χέγκελ πιστεύει ότι μολονότι ο Καντ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει τη φιλοσοφία από αφελείς απόψεις, οι αναφορές του στον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» και στις κατηγορίες μαρτυρούν
επιπόλαιες υποθέσεις. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Καντ είναι ανεπαρκής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Καταρχήν, ο Χέγκελ θεωρεί άτι η ιδέα του Καντ για τον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» είναι κενή νοήματος. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, οτιδήποτε υπάρχει εκδηλώνεται στη συνείδηση -για παράδειγμα, ως κάτι αισθητό ή ως κάτι νοητό. Ο Χέγκελ υποστηρίζει επίσης ότι ο Καντ κάνει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση των κατηγοριών. Στόχος του Χέγκελ είναι να κατανοήσει αυτές τις κατηγορίες χωρίς να κάνει καμία απολύτως υπόθεση ο Χέγκελ θεωρεί άτι η χειρότερη υπόθεση που πραγματοποιεί ο Καντ αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών. Ο Καντ υποθέτει ότι οι κατηγορίες είναι πρωτογενείς και διακριτές ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες είναι «διαλεκτικές» οντότητες, δηλαδή, υπόκεινται σε αλλαγές. Ο Καντ πιστεύει σε ένα αμετάβλητο βιωματικό πλαίσιο, αλλά ο Χέγκελ πιστεύει ότι αυτό το βιωματικό πλαίσιο μεταβάλλεται, και μάλιστα στον βαθμό που μεταβάλλεται και ο κόσμος που βιώνουμε. Άρα, η συνείδηση – και όχι απλώς όλα όσα συνειδητοποιούμε – αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία είναι “διαλεκτική” -μια έννοια που έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία στη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ.

Η διαλεκτική του Χέγκελ

Η έννοια της διαλεκτικής κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτά που ο Χέγκελ αποκαλεί εγγενή (εσωτερική) ερμηνεία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι με την ερμηνεία του εξασφαλίζει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, την αποφυγή υποθέσεων. Δεύτερον, την υιοθέτηση όσο γίνεται γενικότερων εννοιών, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι ισχυρισμοί. Τρίτον, εξηγεί πώς μια γενική έννοια δημιουργεί άλλες, ειδικότερες, έννοιες. Τέταρτον, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία συμβαίνει «εντός» της ίδιας της έννοιας. Αυτός ο τέταρτος περιορισμός αποκαλύπτει τον πυρήνα της λογικής του Χέγκελ -δηλαδή, ότι κάθε έννοια, ή “θέση”, ενέχει μια αντίφαση, ή “αντίθεση”, η οποία αίρεται μόνο με την ανάδειξη από την αρχική έννοια μιας νέας, περιεκτικότερης έννοιας, η οποίο ονομάζεται “σύνθεση”. Μια συνέπεια αυτής της εγγενούς διαδικασίας είναι ότι η σύνθεση μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως αυτά που αρχικά θεωρούσαμε ως αντίφαση της θέσης είναι απλώς μια φαινομενική αντίφαση, η οποία προκαλείται από ελλιπή κατανόηση της αρχικής έννοιας.

Η διαλεκτική του Χέγκελ δείχνει πώς αίρονται οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, ένα τυραννικό καθεστώς δημιουργεί την ανάγκη για ελευθερία -αλλά από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ελευθερία, δεν μπορεί παρά να υπάρξει αναρχία έως ότου η ελευθερία συνδυαστεί με ένα στοιχείο τυραννίας για να δημιουργηθεί η σύνθεση “νόμος”.

THOMAS HOBBES: Περί των παθών του νου – Η ΔΟΞΑ

Η ΔΟΞΑ (glory), ή μύχια υπερηφάνεια ή θρίαμβος του πνεύματος, είναι το πάθος το οποίο απορρέει από τη φαντασίωση ή την αντίληψη ότι η προσωπική μας ισχύς είναι μεγαλύτερη από εκείνη του ανταγωνιστή μας. Οι ενδείξεις αυτής της μεγαλύτερης ισχύος, πέραν των σωματικών εκδηλώσεών της που δεν μπορούν να περιγραφούν, είναι η επιδεικτικότητα στα λόγια και η θρασύτητα στα έργα.

Το πάθος αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια από εκείνους τους οποίους δυσαρεστεί. Εκείνοι τους οποίους ευχαριστεί το αποκαλούν δίκαιη αυτοεκτίμηση. Αυτή η φαντασίωση της προσωπικής δύναμης ή αξίας μας μπορεί να βασίζεται στη βεβαιότητα μιας πείρας προερχόμενης από τις ίδιες μας τις πράξεις- τότε η δόξα είναι δίκαιη και θεμελιωμένη, και δημιουργεί την άποψη ότι μπορεί να επαυξηθεί από νέες πράξεις. Σε αυτό συνίσταται η επιθυμία την οποία αποκαλούμε ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ (aspiring) ή επιθυμία αναβάθμισης της ισχύος. Το ίδιο πάθος μπορεί να προέρχεται όχι απ’ την όποια συνείδηση των πράξεών μας, αλλά από το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι μας εξυμνούν και μας εμπιστεύονται.

Εξ αυτών μπορεί κάποιος να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και όμως να αυταπατάται. Αυτό ονομάζεται ΨΕΥΔΗΣ ΔΟΞΑ (false glory), και η φιλοδοξία που πηγάζει από αυτήν οδηγεί σε αποτυχία. Επιπλέον, η φαντασίωση κατορθωμάτων που στην πραγματικότητα ποτέ δεν επιτελέσαμε είναι τρόπος αυτοπροβολής, καθώς όμως δεν εμπνέει καμία επιθυμία ή προσπάθεια για κάτι ουσιαστικό, είναι κούφια και ανώφελη. Όπως όταν κάποιος φαντάζεται ότι είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής ενός ρομάντζου που διαβάζει ότι μοιάζει σε κάποιον άλλο, τις πράξεις του οποίου θαυμάζει. Αυτό ονομάζεται ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ (vain glory). Ένα παράδειγμα βρίσκουμε στο μύθο με τη μύγα που κάθεται στον άξονα της άμαξας και σκέφτεται: «Πόση σκόνη σηκώνω!».

Η έκφραση της ματαιοδοξίας είναι αυτό που ονομάζουμε ευσεβή πόθο, τον οποίο κάποιες Σχολές εξέλαβαν λανθασμένα ως μια διακριτή επιθυμία και την ονόμασαν «ψευδή προδιάθεση», δημιουργώντας έναν νέο όρο, και άρα ένα νέο πάθος που δεν υπήρχε πριν. Ενδείξεις έκδηλης ματαιοδοξίας ορισμένων ανθρώπων είναι η μίμηση των άλλων, η προσποιητή προσήλωση σε πράγματα που δεν κατανοούν καν, οι επιτηδευμένοι τρόποι, η προσπάθεια καταξίωσης απ’ τα όνειρά τους και τις μικρές ιστορίες της ζωής τους ή από τη χώρα τους, το όνομά τους κλπ.

THOMAS HOBBES, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Μακκαβαίοι: Οι Σφαγείς των Ελλήνων που… Γιορτάζουμε

Είναι θλιβερό όταν οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, αλλά ούτε καν τα όποια θρησκευτικά πιστεύω τους και τις γιορτές τους. Είναι σχήμα οξύμωρο, αν όχι παρανοϊκό, να θεωρείς τον εαυτό σου Έλληνα, απόγονο των αρχαίων Ελλήνων αλλά και χριστιανό, όταν η πίστη σου γιορτάζει τους σφαγείς των προγόνων σου…

O Αριστίων μας γράφει:

Στις 13 Αυγούστου είναι η επέτειος της μητέρας όλων των μαχών που διεξήχθη στον Μαραθώνα το 490 π.α.χ.χ. Ακολουθεί στις 20 Αυγούστου η επέτειος της μάχης των Θερμοπυλών του 480 π.α.χ.χ όπου απεδείχθη κατά τον Ηρόδοτο ότι «άνθρωποι πολλοί, άνδρες ελάχιστοι». Στις 29 Αυγούστου ακολουθεί η επέτειος της μάχης των Πλαταιών το 479 π.α.χ.χ, όπου θάφτηκε το «όνειρο» των περιούσιων για εξαφάνιση της Ελλάδος και των αξιών της μαζί με τον εκπρόσωπό τους Μαρδοχάι-Μαρδόνιο. Και έναν μήνα αργότερα 28 Σεπτεμβρίου του 480 η μναυμαχία των ναυμαχιών όπου διεσώθη ολόκληρος η Ευρώπη και ο πανανθρώπινος πολιτισμός.

Και όμως! Οι ναζωραίοι κατακτητές «φρόντισαν», όλα αυτά να «ξεχαστούν». οι τύμβοι των ηρώων να καταντήσουν σκουπιδότοποι και ονόματα όπως Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Παυσανίας, Θέρσιππος, Κυναίγειρος, Ευχίδας, Σκιλίας, Διηνέκης, Αριστόδημος, Θεμιστοκλής, Αμεινίας και τόσα άλλα Ελλήνων Ηρώων, να «αμαυρωθούν» (μην ξεχνάτε εκείνον τον γελοίο που απεκάλεσε τους 300 του Λεωνίδα «κιναιδικά ζευγάρια» κρίνοντας ίσως εξ ιδίων τα αλλότρια και «ξεχνώντας» εντέχνως τον αιμομίκτη «προπάτορα» του Λωτ και όλα τα μπουμπούκια του κοπαδιού της ερήμου) επιβάλλοντας τις δικές τους «εορτές» και «ήρωες» που τους αποκαλούν «αγίους».

Είδατε κάποιον «υπερπατριώτη» ιουδαιοχριστιανό απ’ αυτούς που το «παίζουν» ελληνάρες, να προτείνει επαναφορά των εορτών αυτών; Το δε χείριστο όλων, είναι ότι αυτοί που θέλουν να ονομάζονται Έλληνες. τρέχουν με τα τέσσερα στα ιουδαιομαντριά και προσκυνούν (αν είναι δυνατόν» τους σφαγείς των αντί να φωνάξουν με όλη την δύναμη της ψυχής τους. «ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ». Μόλις το καταλάβουν τα ιουδαιχριστιανικά πρόβατα που τρέχουν στα μαντριά με τα τέσσερα γιορτάζοντας τους σφαγείς των, τότε θα αρχίσει και η πραγματική απελευθέρωση της Ελλάδος!

Σήμερα, όπως κάθε χρονιά την 1η Αυγούστου, η Ορθόδοξη Εκκλησία και το σύνολο του ποιμνίου της, δίχως έως σήμερα μία ελάχιστη έστω φωνή διαμαρτυρίας ή απλή ένσταση, εορτάζουν την μνήμη των «Αγίων» 7 Μακκαβαίων. Εορτάζουν την μνήμη 7 Ιουδαίων αδελφών, φανατικών όσο και φανταστικών (αφού η πραγματική πηγή γι’ αυτούς είναι το προπαγανδιστικό, γραμμένο από την ιουδαϊκή διασπορά στα ελληνικά, «Β' βιβλίο των Μακκαβαίων»), που υποτίθεται ότι εκτελέστηκαν από τον Έλληνα βασιλιά της Συρίας Αντίοχο τον Δ' τον Επιφανή λίγο πριν την εξέγερση του Ιούδα Μακκαβαίου (167 – 160) επειδή αρνήθηκαν να φάνε… θυσιασμένο χοιρινό!

Οι πραγματικοί, ιστορικά υπαρκτοί Μακκαβαίοι ή Ασμοναίοι (δηλαδή ο Ματαθίας Ασμοναίος και οι απόγονοί του) τιμώνται ωστόσο από τους μονοθεϊστές Ιουδαίους ως εθνικοί και θρησκευτικοί ήρωες, πράγμα λογικό, αφού με την άγρια τρομοκρατία τους κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ολοκληρωτική εξαφάνιση της λατρείας του Θεού Ιαχωβά και την πλήρη αφομοίωση των ομοφύλων τους από τον κυρίαρχο τότε Ελληνισμό, αφού όλοι σχεδόν οι αξιόλογοι Ιουδαίοι της εποχής είχαν εξελληνισθεί. Για τους μονοθεϊστές Ιουδαίους, οι πραγματικοί Μακκαβαίοι, που κατέσφαξαν τόσο τους Έλληνες Εθνικούς όσο και τους υπερπολλαπλάσιους των Ελλήνων ελληνίζοντες ομοφύλους τους, απετέλεσαν έκτοτε το υπέρτατο σύμβολο της απόλυτης πειθαρχίας στον μωσαϊκό νόμο, της πεισματώδους αντίστασης και της πέρα από τα αναμενόμενα επιβίωσης.

Όλα αυτά είναι συνεπώς απολύτως λογικά όσο και σεβαστά, ασχέτως της εκ των πραγμάτων αντιπαλότητας προς το έθνος των Ελλήνων: κάποιοι τιμούν, στην εορτή που ονομάζουν «χανουκά», τους όχι ομοφύλους τους (αφού ο μακκαβαϊκός πόλεμος στο μεγαλύτερο τμήμα του ήταν εμφύλιος), αλλά ομοϊδεάτες και ομοθρήσκους τους, που δίχως εκείνους, σήμερα αυτοί οι κάποιοι απλώς… δεν θα υπήρχαν.

Αντίθετα, ο παραλογισμός, η ανηθικότητα και το σκάνδαλο αναβλύζουν από την εθνοκάπηλη και πατριδοκάπηλη (αφού αυτό που εκπροσωπεί μισεί τα έθνη και τις πατρίδες) Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμά την μνήμη των, όχι απλώς «ηρώων» άλλα «αγίων» και όχι ιστορικά πραγματικών αλλά φανταστικών, Μακκαβαίων, την ίδια ώρα που τόσο η ίδια όσο και η πολύμορφη «παραγοντική» συντεχνία που την προσκυνάει και την στηρίζει σε βάρος του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού, εξακολουθητικά κάνουν απατεωνίστικα λόγο για «εθνική συνοχή». «Τίνος έθνους;» θα ρωτήσουμε εμείς. Γιατί όσο και να στηρίζεται η χριστιανική κατοχή του τόπου μας στην κατάρριψη κάθε κανόνα της Λογικής και την πλήρη αντιστροφή των αξιών και της ιστορικής πραγματικότητας, η τιμή από το παπαδαριό και τους πολιτικούς υπηρέτες τους που παριστάνουν τους «Έλληνες» προς 7 μέλη, έστω και φανταστικά, ενός ιστορικά υπαρκτού ωστόσο κινήματος που κάποτε κατέσφαξε Έλληνες, σπάζει κάθε προηγούμενο φράγμα τρέλας ή θρασύτητας.

Σήμερα, 1η Αυγούστου, όπως και κάθε χρόνο, η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει με κάθε ξεδιαντροπιά την μνήμη των 7 υποτιθέμενων «αγίων» του 2ου προχριστιανικού αιώνα, τους οποίους μάλιστα εξυμνεί ως «επτάριθμο δήμο των Μακκαβαίων», «προ Μαρτύρων μεγίστους Μάρτυρες», «καλλιμάρτυρας Χριστού», «επταρίθμους στύλους Σοφίας Θεού», «θείου φωτός επταφώτους λυχνίας» και «φρουρούς και φύλακας των του (μωσαϊκού) Νόμου δογμάτων». Ουσιαστικά εορτάζει τους ίδιους τους πραγματικούς, ιστορικά υπαρκτούς Μακκαβαίους, τους εθνικοθρησκευτικούς ήρωες του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού και σφαγείς των Ελλήνων και των ελληνιστών, τους αναστηλωτές του Ιαχωβά και ακυρωτές του εξελληνισμού της Παλαιστίνης του 2ου προχριστιανικού αιώνα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει ουσιαστικά την μνήμη των θρησκευτικών της προγόνων, δίχως τους οποίους αυτή δεν θα είχε ποτέ υπάρξει γιατί απλώς κανείς δεν θα μπορούσε να παραστήσει τον «ενσαρκωμένο Ιαχωβά» μέσα σε πληθυσμούς που είχαν ήδη προ δύο αιώνων υιοθετήσει την ελληνική κοσμοθέαση και παιδεία. Καλά κάνει λοιπόν και εορτάζει τους «Μακκαβείμ». Τον Ελληνισμό μόνο να μην πιάνει στο στόμα της, όπως και τους όρους «έθνος» και «πατρίδα».

«Πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται»
(Τα ερπετά κουμαντάρονται με πλήγματα)
Μέγας Ηράκλειτος, DK B11.
 
Γεννήθηκε γαμώφιδο στου Αβραάμ το γένος
Σφάζει αρχαίες πατριές με γυναικείο μένος.
Όλο τον κόσμο διαιρεί δύο χιλιάδες χρόνια
Τα έθνη κάνει αχταρμά, τα δίνει σε κλεφτρόνια.
Πουλάει φτηνιάρικο καλό, μούφα ελεημοσύνη
Πίνει το αίμα με μπουρί, γαμεί νοημοσύνη.

Σφαγή, πουστιά και διχασμός, αιώνες προμελέτης
Τοκογλυφία, τεκτονισμός και λείπει ο ηγέτης.
Ισλάμ, Μεσσίας, παπαδαριά, της μήτρας εφευρέσεις,
Των δούλων τα αποχέσματα χυσοβολούν αιρέσεις.
Η αστροπύλη άνοιξε σε δράκους άλλης Γης,
Φυλάξτε τα κουλούρια σας, ΤΟ ΠΕΟΣ ΓΑΡ ΕΓΓΥΣ!!!

Από την συλλογή «Ο Αντίχυστος ήρθε και την έχει μεγάλη»

Πόσο επίκαιρος είναι ο Διαφωτισμός;

Βασικές αρχές του Διαφωτισμού: Η ισχύς τους χτες και σήμερα

§1

Τον 18ο αιώνα διαμορφώθηκε στην Ευρώπη ένα στοχαστικά αισιόδοξο πολιτισμικό και πνευματικό κλίμα, που αντανακλούσε την καθίδρυση του Διαφωτισμού. Αντλούσε τη συγκεκριμένη του αισιοδοξία από τα θεμέλια του Λόγου, έτσι όπως τα έθεσαν οι μεγάλοι διανοητές με την Πνευματική Επανάσταση του 17ου αιώνα [με αυτή την Επανάσταση θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις]. Η κυριαρχία του ορθολογικού Λόγου (Vernunft) είναι πλέον γεγονός. Με βάση αυτό τον Λόγο υπάρχει:

Ι. Μια διαρθρωμένη Λογικά τάξη, όπου έχουν λόγο ύπαρξης όλα τα ζωντανά πλάσματα και μέσα στην οποία ο άνθρωπος αποτελεί ένα από τα πολλά διαρθρωτικά στοιχεία. Η υπευθυνότητά του στο πεδίο της θεωρίας και ακόμα πιο πολύ της πράξης είναι αντίστοιχη προς την ανάπτυξη από τον ίδιο της Λογικής του ικανότητας και από τον πνευματικό του αγώνα για εξάλειψη του παραλογισμού από την κοινωνία των πολιτών.

ΙΙ. Ένα ορθολογικά οργανωμένο σύμπαν, όπου δεν μπορεί να υπάρχει κάποιος ιδιόρρυθμος θεός, που με την πρακτική των επεμβάσεων και των θαυμάτων αντιστρατεύεται, περιφρονεί και εν τέλει καταργεί αυτή τούτη την ύπαρξη των φυσικών νόμων. Ο ρόλος του θεού, και τούτο ισχύει για όσους από τους Δια-φωτιστές πίστευαν στην ύπαρξή του, ήταν να προωθεί, κατά τρόπο αρχέγονο, την ισχύ και την εφαρμογή των φυσικών νόμων. Η Δια-φωτιστική κριτική στη χριστιανική βασικά θρησκεία στρεφόταν κυρίως ενάντια στον ανεπιστημονικό χαρακτήρα της Βίβλου με όλα τα συνεπακόλουθα: καταδίκη του προπατορικού αμαρτήματος, των επιλεκτικών επιλογών, των ισχυρισμών περί κολάσεως και παραδείσου κ.λπ.

ΙΙΙ. Ένα σύστημα ορθολογικής διαβίωσης, που το ήθος του δεν συμβιβάζεται με τις ηθικές ντιρεκτίβες του οργανωμένου θρησκευτικού συστήματος του χριστιανισμού, αλλά αναζητεί τις αρχέγονες ρίζες του στον κλασικό πολιτισμό της αρχαιότητας. Εδώ μέσα ανιχνεύονται οι πιο διαφορετικοί διανοητές με τις πιο διαφορετικές ιδέες, χωρίς να χρειάζεται μονοσήμαντη προσκόλληση στον ένα διανοητή ή στη μια ιδέα και όχι στον άλλο ή την άλλη.

ΙV. Η έγνοια για το παρόν με βάση γήινα και όχι θεϊκά πρότυπα. Έτσι το ζητούμενο είναι: Να εγκύπτουμε στην οργάνωση, λειτουργία, χρησιμότητα και καλύτερη δυνατή κατανόηση του παρόντος κόσμου. Όχι εναπόθεσης της ελπίδας σε ουράνιους μελλοντικούς κόσμους. Η συγκεκριμένη καθημερινότητα δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορουςˑ γι’ αυτό η χρήση του Λόγου, η εφαρμογή της Λογικής μπορεί να αποδιώξει από μέσα μας, αλλά και από το Λογικό μας σύμπαν την ατιμία, την απανθρωπιά, όπως επίσης τη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις.   

§2

Ι. Ο χαρακτήρας του Διαφωτιστικού κινήματος ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ανατρεπτικός: με το νόημα ότι δεν επέφερε βαθιές αλλαγές μόνο στον τρόπο σκέψης, αλλά και στη στάση ζωής. Ορισμένως λοιπόν μετέδωσε ένα είδος ριζοσπαστικού τρόπου σκέψης, οργάνωσης και ανθρώπινης επικοινωνίας και σε άλλα πεδία της ζωής, όπως για παράδειγμα στην οικονομία γενικώς ή πιο ειδικά στο εμπόριο. Επίσης προκάλεσε ένα ρεύμα ανθρωπισμού, άρρηκτα συνδεδεμένο με την προώθηση διαφόρων μεταρρυθμίσεων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Δημιούργησε έτσι νέους όρους για να σκέπτεται κανείς εδώ και τώρα τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου και να επιχειρεί βελτιώσεις στις επί μέρους περιοχές της θρησκείας, της δικαιοσύνης, της πολιτικής οργάνωσης, της κοινωνικής δικαιοσύνης κ.λπ.

ΙΙ. Το Διαφωτιστικό άνοιγμα της σκέψης βρήκε πολλούς αποδέκτες, αλλά όχι και λίγους επικριτές. Τα πιο προχωρημένα, σε επίπεδο μόρφωσης, στρώματα της κοινωνίας βρήκαν απαντήσεις σε θέματα ύπαρξης, επιστήμης και συνολικής απελευθέρωσης του συναισθηματικού και νοητικού τους κόσμου. Την ίδια στιγμή ωστόσο τα πιο αμόρφωτα στρώματα σπρώχνονταν να αναζητούν τη λύτρωσή τους στις δεήσεις, στη δαιμονολογία και σε εκστρατείες θεολογικών κηρυγμάτων για σωτηρία από τις αμαρτίες τους, μόνο εάν πιστεύουν ακράδαντα στην αγάπη του θεού.

ΙΙΙ. Ένα από τα αρνητικά του σημεία στη διαμάχη του με τη θρησκεία θεωρεί ο Χέγκελ την απολυτοποίηση του Λόγου, την υποταγή των πάντων στην απόλυτη εξουσία του τελευταίου. Ως συνέπεια τούτου, βαθμιαία τείνει να επικρατήσει, αλλά με αντιστροφή των όρων της σχέσης, εκείνη ακριβώς η κατάσταση που ο Διαφωτισμός υποτίθεται ότι αντιμαχόταν: εάν ως τότε η απόλυτη εξουσία του θρησκευτικού-θεολογικού Λόγου δεν συμβιβαζόταν παρά μόνο με την ολοσχερή καταστροφή του ορθού Λόγου, με τον Διαφωτισμό η απόλυτη κυριαρχία του Λόγου κυοφορεί μια ανάλογη εκμηδένιση του Λόγου της θρησκείας.

ΙV. Η άνευ όρων και ορίων κυριάρχηση του ψυχρού ορθολογισμού εξέθρεψε έκτοτε έναν ασύδοτο εργαλειακό Λόγο της Δυτικής Παιδείας. Έτσι, από την εξάλειψη του φεουδαλισμού με τον αγώνα του Διαφωτισμού, με τον ίδιο αγώνα φτάσαμε τελικά στο φεουδαλισμό της πιο άσπλαχνης, πιο άκαρδης και όχι λιγότερο απολυταρχικής οργάνωσης της ζωής, με βάση ακριβώς τις επιταγές του εν λόγω Λόγου. Και όταν κυριαρχεί ένας τέτοιος ψυχρός, απρόσωπος, σιδερένιος, άτεγκτος εργαλειακός Λόγος, τα πιο ανίκανα όντα αναλαμβάνουν τη διαχείριση ανθρώπων και πραγμάτων και διαιωνίζουν την εξουσία των ασημαντοτήτων.

ΠΛΑΤΩΝ: Μενέξενος (234a-235c)

Εισαγωγική σκηνή: Σωκράτης και Μενέξενος

[234a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐξ ἀγορᾶς ἢ πόθεν Μενέξενος;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ἐξ ἀγορᾶς, ὦ Σώκρατες, καὶ ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί μάλιστα σοὶ πρὸς βουλευτήριον; ἢ δῆλα δὴ ὅτι παιδεύσεως καὶ φιλοσοφίας ἐπὶ τέλει ἡγῇ εἶναι, καὶ ὡς ἱκανῶς ἤδη ἔχων ἐπὶ τὰ μείζω ἐπινοεῖς τρέπεσθαι, καὶ ἄρχειν ἡμῶν, ὦ θαυμάσιε, ἐπιχειρεῖς τῶν πρεσβυτέρων [234b] τηλικοῦτος ὤν, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ὑμῶν ἡ οἰκία ἀεί τινα ἡμῶν ἐπιμελητὴν παρεχομένη;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ἐὰν σύ γε, ὦ Σώκρατες, ἐᾷς καὶ συμβουλεύῃς ἄρχειν, προθυμήσομαι· εἰ δὲ μή, οὔ. νῦν μέντοι ἀφικόμην πρὸς τὸ βουλευτήριον πυθόμενος ὅτι ἡ βουλὴ μέλλει αἱρεῖσθαι ὅστις ἐρεῖ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν· ταφὰς γὰρ οἶσθ᾽ ὅτι μέλλουσι ποιεῖν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ γε· ἀλλὰ τίνα εἵλοντο;
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Οὐδένα, ἀλλὰ ἀνεβάλοντο εἰς τὴν αὔριον. οἶμαι μέντοι Ἀρχῖνον ἢ Δίωνα αἱρεθήσεσθαι.
[234c] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ μήν, ὦ Μενέξενε, πολλαχῇ κινδυνεύει καλὸν εἶναι τὸ ἐν πολέμῳ ἀποθνῄσκειν. καὶ γὰρ ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει, καὶ ἐὰν πένης τις ὢν τελευτήσῃ, καὶ ἐπαίνου αὖ ἔτυχεν, καὶ ἐὰν φαῦλος ᾖ, ὑπ᾽ ἀνδρῶν σοφῶν τε καὶ οὐκ εἰκῇ ἐπαινούντων, ἀλλὰ ἐκ πολλοῦ χρόνου λόγους παρεσκευασμένων, οἳ οὕτως καλῶς ἐπαινοῦσιν, ὥστε καὶ τὰ [235a] προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες, κάλλιστά πως τοῖς ὀνόμασι ποικίλλοντες, γοητεύουσιν ἡμῶν τὰς ψυχάς, καὶ τὴν πόλιν ἐγκωμιάζοντες κατὰ πάντας τρόπους καὶ τοὺς τετελευτηκότας ἐν τῷ πολέμῳ καὶ τοὺς προγόνους ἡμῶν ἅπαντας τοὺς ἔμπροσθεν καὶ αὐτοὺς ἡμᾶς τοὺς ἔτι ζῶντας ἐπαινοῦντες, ὥστ᾽ ἔγωγε, ὦ Μενέξενε, γενναίως πάνυ διατίθεμαι ἐπαινούμενος ὑπ᾽ αὐτῶν, καὶ ἑκάστοτε ἐξέστηκα [235b] ἀκροώμενος καὶ κηλούμενος, ἡγούμενος ἐν τῷ παραχρῆμα μείζων καὶ γενναιότερος καὶ καλλίων γεγονέναι. καὶ οἷα δὴ τὰ πολλὰ ἀεὶ μετ᾽ ἐμοῦ ξένοι τινὲς ἕπονται καὶ συνακροῶνται πρὸς οὓς ἐγὼ σεμνότερος ἐν τῷ παραχρῆμα γίγνομαι· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι ταὐτὰ ταῦτα δοκοῦσί μοι πάσχειν καὶ πρὸς ἐμὲ καὶ πρὸς τὴν ἄλλην πόλιν, θαυμασιωτέραν αὐτὴν ἡγεῖσθαι εἶναι ἢ πρότερον, ὑπὸ τοῦ λέγοντος ἀναπειθόμενοι. καί μοι αὕτη ἡ σεμνότης παραμένει ἡμέρας πλείω [235c] ἢ τρεῖς· οὕτως ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φθόγγος παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα, ὥστε μόγις τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ ἀναμιμνῄσκομαι ἐμαυτοῦ καὶ αἰσθάνομαι οὗ γῆς εἰμι, τέως δὲ οἶμαι μόνον οὐκ ἐν μακάρων νήσοις οἰκεῖν· οὕτως ἡμῖν οἱ ῥήτορες δεξιοί εἰσιν.
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ. Ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας. νῦν μέντοι οἶμαι ἐγὼ τὸν αἱρεθέντα οὐ πάνυ εὐπορήσειν· ἐξ ὑπογύου γὰρ παντάπασιν ἡ αἵρεσις γέγονεν, ὥστε ἴσως ἀναγκασθήσεται ὁ λέγων ὥσπερ αὐτοσχεδιάζειν.

***
[234a] ΣΩ. Απ᾽ την αγορά έρχεσαι, Μενέξενε, ή από πού αλλούθε;
ΜΕΝ. Απ᾽ την αγορά, Σωκράτη, και μάλιστα από το βουλευτήριο.
ΣΩ. Και τί δουλειά έχεις εσύ στο βουλευτήριο; Ή στα σωστά σού περνάει απ᾽ το νου πως είσαι πια φτασμένος στην κορυφή της παιδείας και της φιλοσοφίας, και κρίνοντας βέβαια ώριμο πια και ικανό τον εαυτό σου στοχάζεσαι ν᾽ αφοσιωθείς στα υψηλότερα προβλήματα της ζωής, κι επιχειρείς, αξιοθαύμαστέ μου, [234b] αν και τόσο νέος, να κυβερνήσεις εμάς τους μεγαλύτερούς σου στην ηλικία, για να μην πάψει ποτέ η γενιά σας να μας χαρίζει έναν από τους άρχοντές μας αφιερωμένο στα κοινά της πολιτείας;
ΜΕΝ. Με την άδειά σου, Σωκράτη, κι αν με συμβουλεύσεις ν᾽ αφοσιωθώ στην πολιτική για να κυβερνήσω την πολιτεία, θα το κάμω με μεγάλη μου χαρά και μ᾽ ενθουσιασμό. Αλλιώς όχι. Ωστόσο επήγα σήμερα στο βουλευτήριο, γιατί άκουσα πως η βουλή μας έμελλε να εκλέξει το ρήτορα που θ᾽ απαγγείλει τον επιτάφιο λόγο της τελετής του εγκωμιασμού των νεκρών του πολέμου· γιατί ξέρεις δα, πως η πολιτεία μας μέλλει να οργανώσει προς τιμή τους πάνδημη κηδεία.
ΣΩ. Βεβαιότατα. Αλλά ποιόνε εκλέξανε ως ρήτορα της ημέρας;
ΜΕΝ. Κανένα, αλλ᾽ αναβλήθηκε η εκλογή γι᾽ αύριο. Πιστεύω όμως εγώ πως θα εκλέξουν τον Άρχίνο ή το Δίωνα.
[234c] ΣΩ. Στ᾽ αληθινά, Μενέξενε, για πολλούς λόγους είναι ωραίος ο θάνατος του ανθρώπου στον πόλεμο για την πατρίδα του. Γιατί και ωραία και μεγολόπρεπη πάνδημη κηδεία απ᾽ όλη την πολιτεία γίνεται του ήρωα που πέφτει στη μάχη πολεμώντας τους εχτρούς της πατρίδας του, κι αν ακόμα πεθάνει πάμφτωχος, κι εγκωμιάζεται, έστω κι αν είναι και ο πιο άσημος, από σοφούς άντρες, που απαγγέλλουν τους πανηγυρικούς επιτάφιους λόγους τους όχι αυτοσχεδιάζοντάς τους στη στιγμή της απαγγελίας τους, αλλ᾽ έχοντάς τους προπαρασκευάσει από πολύν καιρό. Τα εγκώμια των αντρών τούτων είναι τόσο ωραία, ώστε κι όλες [235a] τις αρετές εξυμνούν καθενός από τους ήρωες που επέθαναν για την πατρίδα τους, πραγματικές ή φανταστικές, και με ωραιότατα λογής λογής στολίδια της γλώσσας και της τέχνης του λόγου μαγεύουν τις ψυχές όλων των ανθρώπων, εγκωμιάζοντας μ᾽ όλους τους τρόπους κι όλες τις χάρες της τέχνης και την πόλη μας και τους ήρωες που δώσανε τη ζωή τους στον πόλεμο κι όλους τους προγόνους μας κι όλους εμάς που ζούμε ακόμα, ώστε ακούγοντας εγώ, Μενέξενε, να εγκωμιάζομαι από τους σοφούς αυτούς άντρες νιώθω βαθιά μέσα μου τα πιο υψηλά και πιο ωραία αισθήματα, και γοητεμένος στέκομαι κάθε φορά [235b] και τους ακροάζομαι μ᾽ ανοιχτό το στόμα από θαμασμό κι αναγαλλιάζει όλη η ψυχή μου απ᾽ τα εγκώμιά τους και τη μαγεία των λόγων τους και συνεπαρμένος απ᾽ τον ενθουσιασμό μου θαρρώ τις στιγμές αυτές, πως έχω κιόλας ανέβει σε υψηλότερες σφαίρες της ζωής κι έχω γίνει πιο δυνατός, πιο μεγαλόψυχος και πιο ωραίος. Και στ᾽ ακροάσματά μου αυτά, όπως συμβαίνει πάντα κατά τη συνήθειά μου, με συντροφεύουν και πολλοί ξένοι π᾽ ακροάζονται κι αυτοί μαζί μ᾽ έμενα τους ρήτορές μας κι αυτό με κάνει να παίρνω αμέσως έναν αέρα θριάμβου απέναντί τους και βαθιάς περηφάνειας, γιατί έχω το αίσθημα πως στις στιγμές αυτές νιώθουν μέσα στις ψυχές τους τα ίδια αισθήματα θαυμασμού και για μένα και για το μεγαλείο της πόλης μας, που με τη γοητεία των εγκωμίων των ρητόρων μας φαντάζει μπρος στα μάτια τους πιο αξιοθαύμαστη από πρωτύτερα. Και το αίσθημα αυτό της αξιοσύνης και του θριάμβου μου κρατάει μέσα μου περισσότερο [235c] από τρεις ημέρες. Και τα εγκώμια των ρητόρων και η μουσική των λόγων τους ηχούν τόσο ωραία μέσα μου και μαγεύουν τόσο βαθιά την ψυχή μου, ώστε μόλις την τέταρτη ή πέμπτη ημέρα κατορθώνω να συνέρχομαι και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου κι αισθάνομαι τότε πού γης βρίσκομαι· ως τη στιγμή αυτή έχω το αίσθημα πως δε ζω παρά μονάχα στα νησιά των μακάρων. Τόσο φοβεροί και τρομεροί και αξιοθαύμαστοι είναι οι ρήτορές μας.
ΜΕΝ. Πάντα εσένα, Σωκράτη, σ᾽ αρέσει να ειρωνεύεσαι τους ρήτορες. Τώρα όμως εγώ έχω την ιδέα, πως ο εκλεκτός μας ρήτορας, που θ᾽ απαγγείλει τον πανηγυρικό λόγο των νεκρών του πολέμου, δε θα ᾽ναι και τόσο καλότυχος και θα δυσκολευτεί πάρα πολύ στο λόγο του, γιατί η εκλογή του έγινε ολωσδιόλου ξαφνικά, ώστε ίσως αναγκαστεί ν᾽ αυτοσχεδιάσει τον επιτάφιο λόγο του.