«Άνθρωπος που χορεύει δεν μπαίνει σε θρησκευτικό μαντρί». Εκ πείρας.
«Ο αχόρευτος είναι και αχώνευτος;». Υποψία αρχαίων Ελλήνων.
Δείτε έναν μπόμπιρα, ο οποίος προτού καν μάθει να μιλάει και προτού καν σταθεί καλά-καλά στα πόδια του, χορεύει μ’ ολόκληρο το σώμα του και με την ψυχή του. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν του δίδαξε κανέναν χορό κι όμως ξεσαλώνει με το τραγούδι και τον ρυθμό. Ποια ανάγκη του ικανοποιεί; Με ποιόν τρόπο άραγε επιδρά αρνητικά η παιδεία στο ένστικτο αυτό! Ποιος θα ήταν ο φυσιολογικός τρόπος καλλιέργειας της ανθρώπινης αυτής ανάγκης, από την νηπιακή κιόλας ηλικία! Ποιοι απεχθάνονται τον χορό; Σχετικά με το τελευταίο ερώτημα θα σας αφηγηθώ ένα αληθινό γεγονός
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΜΠΙΡΑ
ΟΥ ΧΟΡΕΨΕΙΣ. ΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣΕΙΣ
ΑΣΒΕΣΤΗ ΑΚΟΜΑ Η ΑΠΕΧΘΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΟΡΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Η ιστορία που θα σας περιγράψουμε ξετυλίχτηκε σ’ ένα καμποχώρι των Σερρών, στις αρχές της δεκαετίας του 90. Τι σημασία έχει πιο είναι ακριβώς το χωριό αυτό; Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε χωριό της χώρας. Το παπαδαριό δρα παντού με την ίδια ευχέρεια. Σε κάθε τόπο της χώρας της Ελλάδος θα βρεθούν κάποιοι σκοταδιστές χριστιανοί, που να πάρουν κατά γράμμα τις επιταγές των ανώμαλων πατέρων της εκκλησίας. Ποιες είναι αυτές; Ιδου:
Στο «ΠΗΔΑΛΙΟ» (εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσς/νίκη) κατά τον χριστιανικό κόσμο «είναι η Διαθήκη μετά την καινή και την παλαιά, η μετά τας αγίας γραφάς αγία Γραφή») διαβάζουμε από την εν Λαοδικεία τοπική σύνοδο εν έτει 364, κανών 53ος : «ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχήσθαι αλλά σεμνώς δειπνείν ή αιριστείν ως πρέπει Χριστιανοίς». Κατηγορηματική δηλαδή απαγόρευση του τραγουδιού και του χορού, των κατ’ εξοχήν Ελληνικών αυτών στοιχείων.
Στον 55ο κανόνα διαβάζουμε: «ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ’ ουδέ λαϊκούς, εκ συμβολής συμπόσια επιτελείν». Απαγόρευση των συμποσίων στους πάντες: κληρικούς και λαϊκούς. Μας είναι γνωστό όμως τι συνέβαινε στα συμπόσια: «μολπή τ’ ορχηστός τε, τα γαρ αναθήματα δαιτός», μας πληροφορεί ο Όμηρος. Ότι το τραγούδι κι ο χορός είναι τα στολίδια του συμποσίου.
Στην περίπτωσή μας, το ζήτημα ήταν ότι ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού είχε προχωρήσει αρκετά, σε πολύ επικίνδυνες δραστηριότητες οι οποίες «έβλαπταν» σοβαρά τις ψυχές των παιδιών.
Οι δραστηριότητές του επεκτείνονταν σε τρεις τομείς. Εκμάθηση παραδοσιακών και λαϊκών μουσικών οργάνων, διδασκαλία παραδοσιακών και λαϊκών χορών και μαθήματα ζωγραφικής. Τα τελευταία μάλιστα από καθηγητή, πτυχιούχο της σχολής καλών τεχνών.
Η τελευταία περίπτωση και περισσότερο το είδος του καθηγητή, είναι λόγος ικανός για να ωθήσει το παπαδαριό στην κρούση της καμπάνας του κινδύνου, της εκκλησίας του σκοταδισμού. Τις προηγούμενες αποκριές μάλιστα τα παιδιά είχαν ζωγραφίσει κάτι πανέμορφες μάσκες, οι οποίες είχαν εντυπωσιάσει ιδιαίτερα όλον τον κόσμο. Χώρια οι γιορτές και οι χοροί που διοργάνωνε τακτικά ο σύλλογος.
Είχε η μητρόπολη και τις σχετικές πληροφορίες πως κι ο δάσκαλος της μουσικής δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με την θρησκεία κι έτσι αποφάσισαν να λάβουν τα μέτρα τους.
Διάλεξαν το μέτρο της επανασύστασης του κατηχητικού σχολείου. Διότι όσο και να το ήθελαν δεν μπορούσαν να επιτεθούν στα ίσα στον σύλλογο. Κι ο ποιο αγράμματος και καθυστερημένος άνθρωπος του χωριού θα επέμενε ότι οι δραστηριότητες του συλλόγου ήταν χρήσιμες και παιδαγωγικές. Κάποιοι απόρεσαν που μετά από δέκα και πάνω χρόνια η μητρόπολη ενδιαφέρθηκε και πάλι γι’ αυτό το θέμα, αλλά δεν το πήγαν το ζήτημα παραπέρα.
Ο σύλλογος τα πήγαινε περίφημα. Σχεδόν τα περισσότερα παιδιά του χωριού συμμετείχαν στις δραστηριότητές του. Ήταν μεγάλο το χωριό και τα παιδιά πολλά.
Ξαφνικά, κάποια χρονιά, ο αριθμός των παιδιών μειώθηκε περίπου στο μισό. Ο πρόεδρος του συλλόγου έκανε συζήτηση με τον δάσκαλο της μουσικής για τη μεταβολή αυτή δίχως να μπορέσουν όμως να μπορέσουν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Ώσπου κάποια μέρα ο πρόεδρος ζήτησε την συμβουλή του Στράτου, του δασκάλου της μουσικής, για κάποιο ζήτημα που τον απασχολούσε σχετικά με τον μικρό του γιο.
Ο μικρός ζήτησε να πάει στο κατηχητικό, αλλά ο πατέρας του προβληματίστηκε αν θα έπρεπε να τον στείλει. Φοβήθηκε μη του χαλάσουν το παιδί, επειδή γνώριζε, εξ ιδίων, την αρρωστημένη ατμόσφαιρα των κατηχητικών.
Ο Στράτος είχε την γνώμη ν’ αφήσει το παιδί ελεύθερο να πάει στο κατηχητικό, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η απαγόρευση μάλλον θα δημιουργούσε αντίθετα αποτελέσματα. Μάλιστα του είπε επί πλέον:
Θανάση μη τον φοβάσαι αυτόν. Αυτός είναι γεννημένος τρεις μέρες πριν από τον διάολο. Αυτός δεν μπαίνει στη χριστιανική στρούγκα με κανέναν θεό. Δεν τον βλέπεις τι διαολόσπορος είναι. Επτά χρονών μαϊμούνι και έμαθε την φλογέρα του τόσο καλά. Τον έβλεπα προχθές που χόρευε τα κορίτσια και δεν το πίστευα. με τέτοια άνεση που θαρρείς κι ήταν τριάντα χρόνια στο κουρμπέτι! Κάποια στιγμή, που λες, τον τρώγανε τα κουνούπια και τι έκανε το νούμερο; Μόλις η μελωδία έφτασε να παίζεται με το αριστερό του χέρι τράβηξε το άλλο χέρι πάνω από την φλογέρα κι έξυνε τα τσιμπήματα. Πεθάναμε από τα γέλια όλοι όσοι είδαμε αυτό το σκηνικό. Δεν παίζεται αυτός σου λέω. Άσ’ τον να πάει και θα δούμε.
Πήγε λοιπόν το παιδί στο κατηχητικό δυο τρεις φορές. Όταν γύρισε στο σπίτι, μετά την τελευταία φορά, εκεί που έπαιρνε η οικογένεια το βραδινό της, ο μικρός έκανε την δήλωσή του:
- Μπαμπά, δεν ξαναπηγαίνω στο κατηχητικό.
- Γιατί παιδί μου, ρώτησε καθησυχασμένος ο μπαμπάς;
- Μπαμπά αυτή η δασκάλα του κατηχητικού είναι χαζή.
- Χαζή!
- Ναι χαζή. Μας είπε ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα.
Οι γονείς του Δημητράκη και ο μεγάλος του αδελφός, μόλις άκουσαν τα λόγια του μικρού ξεκαρδίστηκαν από το γέλιο.
Πού να αντιληφθεί η κακόψυχη κι άσχημη αυτή κατηχήτρια – μη μου πείτε ότι έχετε δει ποτέ θεούσα γυναίκα που να είναι όμορφη – ότι δεν γίνεται το παιδί να πορευτεί στη ζωή δίχως το ψέμα. Και σιγά τα ψέματα που θα πει ένα παιδί. Εξάλλου δεν τα λέμε αθώα ψεματάκια; Και πώς να γίνει αλλιώτικα; Τι πιο φυσιολογικό για τα παιδιά να λένε αθώα ψεματάκια; Από την μια το κάνουν λόγω της φτωχής τους ακόμα εμπειρίας κι από την άλλη διότι έτσι καλλιεργούν, εντελώς φυσικά, την φαντασία τους.
Όμως και οι γονείς δεν λένε τακτικά αθώα ψεματάκια στα παιδιά τους, είτε λόγω της αδυναμίας κατανόησης, από την πλευρά των παιδιών, ορισμένων πραγμάτων είτε για να τα καθησυχάσουν, όταν αυτά θορυβούνται από φυσιολογικά συμβάντα, τα οποία αδυνατούν ακόμα να εξηγήσουν;
Έτσι, γελώντας ακόμα ο πατέρας του Δημητράκη, διηγήθηκε στον Στράτο τα καμώματα του γιου του. Και τότε κατέβηκε στο μυαλό του τελευταίου μια υποψία. Στο επόμενο λοιπόν μάθημα κράτησε τελευταίο τον Δημητράκη, και μόλις έμειναν μόνοι τον ρώτησε:
Δημητράκη, για πες μου, τι άλλο σας έλεγε η κατηχήτρια, εκτός του να μη λέτε ψέματα; Σας είπε τίποτα για την μουσική, για τον χορό και την ζωγραφική;
Ναι, μας έλεγε ότι δεν είναι καλά πράγματα. Και για τα καρναβάλια ότι είναι αμαρτία να ντυνόμαστε έτσι γιατί αυτά είναι διαβολικά πράγματα. Και ότι πρέπει να τραγουδάμε μόνο χριστιανικά τραγούδια. Κι αν μας αρέσει η ζωγραφική τότε θα μας πάει αυτή στα Σέρρας, εκεί στη σχολή της μητρόπολης που κάνουν μαθήματα βυζαντινής αγιογραφίας. Τώρα πηγαίνουν εκεί και δυο φίλοι μου, ο Γιάννης και ο Αργύρης.
Το πράμα δεν ήθελε και ρώτημα. Να τι έφταιγε που ο αριθμός των παιδιών, που πήγαιναν στο σύλλογο, μειώθηκε δραματικά.
Την επόμενη φορά που συναντήθηκε ο Θανάσης με τον Στράτο συζήτησαν το θέμα διεξοδικά. Και τους έπιασε μεγάλη στεναχώρια όταν διαπίστωσαν ότι αισθάνονταν εντελώς αδύναμοι να λάβουν προφυλακτικά μέτρα, απέναντι σ’ αυτόν τον ύπουλο εχθρό του πολιτισμού, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Ο Θανάσης έγινε έξω φρενών:
Ρε, να μας πολεμάνε τα καθίκια τόσο άνετα και να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια! Τι να κάνω; Να τους καταγγείλω; Σε ποιόν; Ποιος θα μ’ ακούσει; Εδώ όλοι κοιμούνται όρθιοι. Θα μας χαλάσουν τα καθάρματα τον σύλλογο. Έκανα και την μαλακία να κάνω κουμπάρο τον παπά του χωριού. Καλά να πάθω ο μαλάκας. Τέτοια κεφάλια τέτοιο κούρεμα θέλουν.
Πλανάται, τη σήμερον, η αίσθηση ότι ο χριστιανικός σκοταδισμός έχει αμβλυνθεί. Μάλλον υπάρχει εδώ μια αλήθεια, με την διευκρίνιση ότι η μεταβολή αυτή δεν οφείλεται τόσο στην καλή πρόθεση του ιερατείου όσο στην αδυναμία του να δράσει απέναντι στην αφύπνιση της δημοκρατικής συνείδησης του λαού. Διότι τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, όπως και να το κάνουμε, το δημοκρατικό φρόνημα έχει ανέλθει κάποια σκαλοπάτια ψηλότερα, από τα πριν. Μπορεί η πορεία του αυτή να γίνεται με αργά βήματα αλλά σημασία έχει ότι υφίσταται.
Στο ξεκίνημα της πορείας αυτής τα δόντια του σκοταδισμού έκοβαν ακόμα φαρμακερά. Θα αναφέρω ένα τέτοιο θανατηφόρο δάγκωμα, το οποίο δέχτηκα προσωπικά. Κι όχι τόσο για να διαμαρτυρηθώ για τη αφεντιά μου όσο για λογαριασμό του θέματος το οποίο υποστήριζα. Διότι τα θέματα παραμένουν και συνεχίζουν την πορεία τους, ακόμα και εν μέσω των οποιωνδήποτε προβλημάτων που τυχόν αντιμετωπίζουν, ενώ οι άνθρωποι εξαφανίζονται γρήγορα από το πρόσωπο της γης.
Τον Σεπτέμβριο του 1978, μόλις απολύθηκα από τον στρατό, ξεκίνησα να επανασυστήσω την διαλυμένη φιλαρμονική μπάντα, του χωριού μου Άνω Πορροΐα. Ξεκίνησα έχοντας σχεδόν στα μαθήματα όλα τα παιδιά του χωριού. Τριάντα περίπου αγόρια κι άλλα τόσα κορίτσια. Μετά από τρεις με τέσσερις περίπου μήνες, ίσα-ίσα που άρχίσαν να στρώνουν τα παιδιά τις νότες πάνω στα όργανά τους, έμεινα ξαφνικά μόνο μ’ ένα κορίτσι. Ένα ατίθασο και γεμάτο ζωντάνια πλάσμα. Μια «κατσίκα» απ’ αυτές που απεχθάνεται ο θεός των χριστιανών. Ένα θηλυκό που δεν μπαίνει στη στρούγκα με κανέναν θεό.
Μόλις δηλαδή είχα τελειώσει το δυσκολότερο μέρος της διδασκαλίας, έμεινα κυριολεκτικά στον άσσο. Όσο κι αν ερεύνησα τότε τοζήτημα, δεν κατόρθωσα να βρω καμμιά άκρη.
Η άκρη βρέθηκε μετά από έναν περίπου χρόνο. Κάποιος γονιός, ενός από τους μαθητές που είχα, δεν άντεξε άλλο το άδικο που είχε γίνει, και μου ξέρασε το μυστικό. Επειδή ήταν αδύνατο η σκοταδιστική κλίκα του χωριού να επιτεθεί άμεσα στη μουσική, την οποία μουσική οι κάτοικοι του χωριού υπεραγαπούσαν, βρήκαν ένα πρόσχημα, με το οποίο ήταν σίγουροι ότι θα κέρδιζαν το παιχνίδι.
Το δόλωμα που έριξαν ήταν το πλέον κατάλληλο για το ψάρι που ήθελαν να πιάσουν. Το ονόμασαν «κομουνιστική προπαγάνδα». Έψαξαν ανάμεσά τους τον ψαρά που θα έριχνε με το καλάμι του το δόλωμα και διάλεξαν τον γραμματέα του χωριού. Η μηχανή κουρντίστηκε στην εντέλεια. Ο αχρείος αυτός άνθρωπος πήγε από σπίτι σε σπίτι και ενημέρωσε όλους τους γονείς, που είχαν παιδιά στην μουσική, ότι ο δάσκαλος της μουσικής έκανε κομουνιστική προπαγάνδα στα παιδιά. Μια συκοφαντία η οποία δεν είχε καμμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Διότι όσο και να το θέλει κανείς είναι αδύνατο από το ντο ρε μι να φτάσει στον Μαρξ και στον Λένιν.
Γιατί όμως έχαψαν όλοι το δόλωμα αυτό; Για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η φασιστική τρομοκρατία που είχε επιβληθεί στους κατοίκους λόγω της ύπαρξης στρατοπέδου στο κέντρο του χωριού. Το στρατόπεδο αυτό μάλιστα έκλεισε μέσα στη δεκαετία του 90. Και μόνο η λέξη κομουνισμός λοιπόν δημιουργούσε ανείπωτη φοβία σους κατοίκους.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ο ίδιος ο γραμματέας. Επί τριάντα χρόνια «χόρευε στο ταψί» τον κάθε κάτοικο που δεν γούσταρε, είτε γιατί τον υποψιάζονταν για αριστερών φρονημάτων είτε γιατί δεν του έκανε δουλειές αμισθί είτε γιατί δεν εκκλησιάζονταν τακτικά είτε… Την εποχή εκείνη ακόμα λειτουργούσε η συμμορία των τεσσάρων: διοικητής του τάγματος, αστυνόμος, παπάς και γραμματέας της κοινότητας. Αυτός ο τελευταίος εκτελούσε ουσιαστικά χρέη προέδρου της κοινότητας επειδή οι πρόεδροι ήταν σχεδόν αγράμματοι.
Θα μπορούσα να γράψω πολυσέλιδο βιβλίο μόνο για τα δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι του χωριού από τον συγκεκριμένο γραμματέα. Και μάλιστα αναφέροντας μόνο τα περιστατικά για τα οποία είχα άμεση αντίληψη. Να φανταστείτε ότι μόλις ο κακούργος αυτός βγήκε στη σύνταξη, αμέσως οι κάτοικοι του έβγαλαν το παρατσούκλι «ο πεθαμένος», υπονοώντας βεβαίως ότι από Δερβέν Αγάς έγινε ένα τίποτα.
Κι όποιος δεν πιστεύει αυτά που εξιστόρησα, για την εποχή εκείνη, μπορεί όποτε θέλει να πάει στο χωριό αυτό και ν’ αντικρίσει ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο. Η μια γωνία του σπιτιού του εν λόγω γραμματέα είναι κυριολεκτικά βγαλμένη μέσα στο δρόμο. Ένα στενό δρομάκι από το οποίο μετά δυσκολίας περνούσε ένα αυτοκίνητο ακόμα και πριν το καταλάβει το σπίτι, με τη εξέχουσα γωνία του.
Αλλά και κάτι για το σήμερα. Στις αρχές μόλις της τρίτης χιλιετίας βούιξε όλη η χώρα από ένα απαράδεκτο γεγονός που συνέβη στην πόλη των Σερρών. Ο Μητροπολίτης της πόλης αυτής κατάφερε να ματαιώσει παράσταση αρχαίας κωμωδίας, του Λάκη Λαζόπουλου, με το πρόσχημα ότι δίπλα από τον χώρο της παράστασης υπήρχε χριστιανικός ναός. Ναός που είναι χτισμένος πάνω σε ερείπια αρχαίου ελληνικού ναού.