Επάνω σε μια χάλκινη πλάκα ήταν χαραγμένος ο χάρτης όλης της γης
Το 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία;
Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου.
Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία.
Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560-546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.
Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.
Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση.
Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.
Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου.
Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.
Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα.
Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.)
Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους.
Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους.
Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525.
Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία.
Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.»
Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στα παιδιά τους, στα οποία δίδασκαν τρία πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος.
Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες.
Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων.
Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές.
Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση.
Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο.
Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους.
Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή.
Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό.
Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων.
Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες.
Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες.
Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια.
Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.
Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων.
Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος, ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.
Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους
Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, γαμπρός του Δαρείου, προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες - ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων.
Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος.
Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη.
Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα.
Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία.
Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε.
Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες.
Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν.
Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις.
Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.
Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα.
Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία.
Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα.
Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη.
Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες.
Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο.
Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους.
Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192.
Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά.
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη.
Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465).
Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία».
Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του.
Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι.
Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι.
Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα.
Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί.
Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του.
Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.
Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής.
Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους.
Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές.
Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής.
Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη.
Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν.
Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης.
Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός.
Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα.
Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά.
Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά.
Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα.
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά.
Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά.
Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.
Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία.
Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή.
Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.
Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του.
Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων. Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες.
Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν.
Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.
Αγαπούμε το ωραίο διακριτικά
Ορισμένα από τα επιφανέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας συντελέστηκαν στην Πεντηκονταετίαν. Τότε άκμασε ο Σοφοκλής και ο Φειδίας, η ποιητική και η εικαστική ολοκλήρωση της κλασικής εποχής. Ο λόγος και η μορφή απέκτησαν δυναμισμό και κίνηση, σαν να ήταν πράγματα ζωντανά. Η διογκωμένη αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μετατράπηκε σε δημιουργικό οργασμό προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας διοχετεύτηκε στον πολιτισμό.
Κάποιοι μεταγενέστεροι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή όχι πια ως αγώνα αλλά ως θεατρικό έργο, στο οποίο καθένας έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που οφείλει να υποδυθεί με επιτυχία. Αυτή η σύλληψη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την τραγωδία. Από όλα τα πολιτιστικά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχηθεί η Αθήνα κανένα άλλο δεν αποτελεί δική της επινόηση. Η τραγωδία είναι το κατεξοχήν βλάστημα της αττικής γης: εκεί γεννήθηκε και ωρίμασε, με τους συνθετικούς χυμούς ενός πνεύματος που είχε ζήσει πολιτικές αλλαγές και πολεμική κινητοποίηση σε ευρεία κλίμακα.
Αντιλαμβανόμενοι τη σημασία των Περσικών Πολέμων στην ανάπτυξη της τραγικής τέχνης, ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς διηγούνται ότι την επαύριο της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα βρέθηκαν, με έναν συμβολικό τρόπο, μαζί οι τρεις μεγάλοι τραγωδοποιοί του αιώνα: ο Αισχύλος, που είχε πολεμήσει με αξιοθαύμαστη ανδρεία· ο νεαρός Σοφοκλής, που πρωτοστατούσε ως όμορφος έφηβος στον επινίκιο χορό· και ο Ευριπίδης, που γεννιόταν την ίδια ακριβώς ημέρα.
Η τραγωδία δημιουργήθηκε στο μέσον του 6ου αιώνα από τη σύνθεση της επικής αφήγησης με τη λυρική έκφραση (Κακριδής 3.5.Γ [σ. 111-127]). Ένας ποιητής διθυράμβων, ο θρυλικός Θέσπις, είχε την ιδέα να αποσπαστεί από τον πολυμελή χορό και να του απευθυνθεί διαλογικά. Με την κίνηση αυτή δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα στη μυθική πλοκή να παρασταθεί ενώπιον θεατών, αντί να αποτελεί το αντικείμενο μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης ενώπιον ακροατών. Επειδή ο διθύραμβος περιλάμβανε μουσική και χορό, η νεογέννητη τραγωδία κληρονόμησε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η αθηναϊκή σύνθεση ήταν το πληρέστερο ποιητικό είδος που ανέπτυξε η αρχαιότητα: ικανοποιούσε τόσο την όραση όσο και την ακοή, τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, και τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις όχι λιγότερο από τον απαιτητικό νου.
Από το σύνολο των υποψήφιων ποιητών επιλέγονταν τρεις που θα διαγωνίζονταν στο πλαίσιο μιας διονυσιακής εορτής (Λήναια, Μεγάλα Διονύσια). Αυτοί έπαιρναν στη συνέχεια χορό, τη δαπάνη του οποίου αναλάμβαναν πλούσιοι πολίτες, που γίνονταν κυριολεκτικά χορηγοί. Η επιλογή των ποιητών και η οργάνωση του εορταστικού διαγωνισμού βρίσκονταν στη δικαιοδοσία δύο αρχόντων της Αθήνας: του βασιλέως και του ἐπωνύμου. Οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν το σύνθετο προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του ποιητή, της πολιτικής εξουσίας, που μπορούσε να αποδεχθεί ή να αρνηθεί το ανέβασμα ενός έργου, και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των πλουσίων, που υποχρεώνονταν μεν από το κράτος σε δημόσιες δαπάνες για το κοινό καλό (λειτουργίας), αλλά είχαν το ελεύθερο να επιλέξουν ποιο δημόσιο αγαθό θα χρηματοδοτούσαν.
Ολόκληρο τον 5ο αιώνα οι παραστάσεις γίνονταν σε ξύλινα παραπήγματα που στήνονταν στη νοτιοανατολική παρυφή της Ακρόπολης, εκεί όπου βρισκόταν, από την εποχή του Πεισίστρατου, το ιερό του Διονύσου. Κάθε ποιητής ήταν ταυτόχρονα σκηνοθέτης των έργων του, μουσικός συνθέτης των λυρικών μερών τους και, συχνότατα, υποκριτής ο ίδιος. Διαγωνιζόταν με μια σειρά τεσσάρων δραμάτων, μια τετραλογίαν, από τα οποία τα τρία πρώτα ήταν τραγωδίες και το τελευταίο ένα σατυρικό δράμα - θεατρικό είδος με έντονα διονυσιακά και κωμικά χαρακτηριστικά, που εισήγαγε μάλλον στην Αθήνα ο Πρατίνας από τον Φλειούντα για να απαλύνει την ένταση των τραγωδιών.
Ορισμένοι από τους πρώτους τραγικούς ποιητές είναι γνωστοί μόνο ως ονόματα. Για τον Φρύνιχο, ωστόσο, υπάρχει η πληροφορία ότι τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή το 493 ανέβασε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, όπου περιέγραφε την κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες και θύμισε στους συμπολίτες του οἰκεῖα κακά, τις δικές τους συμφορές. Το γεγονός δείχνει τη διαπλοκή πολιτικής και πολιτισμού διπλά. Η θεματολογία της τραγωδίας του Φρυνίχου είχε αντληθεί από την πολιτική επικαιρότητα, στην οποία η Αθήνα είχε άμεση εμπλοκή με τις παραλείψεις των διπλωματικών και πολεμικών χειρισμών της. Από την άλλη μεριά, η οργισμένη αντίδραση του κοινού και των αρχόντων βασιζόταν σε κριτήρια περισσότερο πολιτικά παρά αισθητικά. Είναι πιθανό ότι ο Φρύνιχος θέλησε να ψέξει τη φιλοπερσική πτέρυγα των Αθηναίων και αυτή πήρε την εκδίκησή της τιμωρώντας τον. Λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα, πάντως, και συγκεκριμένα το 476, ο ίδιος ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο για το έργο του Φοίνισσες, όπου δοξαζόταν η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα. Η καλλιτεχνική αρτιότητα δεν ήταν φυσικά το μοναδικό κριτήριο του ενθουσιασμού που αισθάνθηκε το κοινό για την τραγωδία αυτή.
Ο πρώτος βεβαιωμένα μεγάλος τραγικός ποιητής και αληθινός δεύτερος δημιουργός της τραγωδίας υπήρξε ο Αισχύλος από την Ελευσίνα (περ. 525-456). Αυτός ο ευσεβής πολίτης εισήγαγε ορισμένες καθοριστικής σημασίας καινοτομίες στην τραγωδία: πρόσθεσε τον δεύτερο υποκριτή, μείωσε την έκταση των λυρικών μερών προς όφελος των επεισοδίων και εισήγαγε νέους τύπους όρχησης. Οι καινοτομίες του είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι δραματικές δυνατότητες της τραγωδίας. Ο Αισχύλος κατόρθωσε επίσης να πραγματευτεί μακροσκελή μυθικά θέματα με την τριλογική σύνθεση, που πιθανότατα αποτελεί επίσης δική του επινόηση. Ενώ οι προγενέστεροι ποιητές συνέθεταν τρεις τραγωδίες με διαφορετικό θέμα, ο Αισχύλος συνέθεσε τριλογίας, δηλαδή τραγωδίες με ενιαία και συνεχή πλοκή από την πρώτη έως την τελευταία. Αυτή ήταν η μοναδική καινοτομία που δεν έγινε αποδεκτή από τους μεταγενέστερους ποιητές.
Στην αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία ο Αισχύλος ακολούθησε το παράδειγμα του Φρυνίχου και συνέθεσε έργο με θεματολογία αντλημένη από τα σύγχρονα πολεμικά συμβάντα - αυτά στα οποία είχε λάβει μέρος ο ίδιος. Οι Πέρσες ἐδιδάχθησαν (δηλαδή παραστάθηκαν) το 472, με χορηγό τον Περικλή, που έκανε τότε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του, και αφηγούνται την ελληνική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η παρουσίαση του θέματος γίνεται από την πλευρά του ηττημένου Ξέρξη και των υπηκόων του, με τρόπο τόσο χαρακτηριστικά οικουμενικό, ώστε ο μεγάλος βασιλιάς μετατρέπεται σε πανανθρώπινο σύμβολο των συνεπειών που έχει η καταστροφική ὕβρις. Η συμπάθεια του Αισχύλου για την προσωπικότητα και την πολιτική οξύνοια του Θεμιστοκλή βρίσκεται πίσω από αυτή την τραγωδία, που παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά στις Συρακούσες, όταν ο Αισχύλος ήταν προσκεκλημένος του τυράννου Ιέρωνα και πέρασε αρκετό χρόνο στην αυλή του. Τότε έγραψε μάλλον και μια χαμένη τραγωδία με τίτλο Αιτναίες, για να τιμήσει την επανίδρυση της κατεστραμμένης Κατάνης.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Αισχύλος επισκέφθηκε και πάλι τη Σικελία. Μάλιστα, πέθανε στη Γέλα, την πόλη καταγωγής και κατοικίας του Ιέρωνα πριν αναλάβει την τυραννία στις Συρακούσες. Στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε για να τον συνοδεύσει στον τάφο, ο ποιητής μνημόνευσε όχι την τέχνη του και την επιτυχία που είχε στο αθηναϊκό ή το σικελικό κοινό, αλλά τη συμμετοχή του στην ηρωική αντιμετώπιση των Περσών. Ο αδελφός του είχε σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα με τρόπο τόσο θρυλικό, ώστε να απαθανατιστεί στην Ποικίλη Στοά και να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για αιώνες. Σε αυτή την ένδοξη μάχη αναφερόταν και ο ίδιος με το επιτύμβιο επίγραμμά του.
Η Ποικίλη Στοά, στο βορειοδυτικό τμήμα της αθηναϊκής αγοράς, κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα με πρωτοβουλία του Κίμωνα και πήρε το όνομά της από τις ζωγραφικές παραστάσεις πολεμικών συγκρούσεων που τη διακοσμούσαν: Αμαζονομαχία, Τρωικός Πόλεμος, Αθήνα εναντίον Σπάρτης, μάχη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι ζούσαν το παρόν ως μια συνέχεια του ηρωικού παρελθόντος, μυθικού και ιστορικού. Εγγράφοντας τον εαυτό του σε αυτή την παράδοση, ο Αισχύλος ήθελε να τον θυμούνται ως έναν Αθηναίο οπλίτη. Εξάλλου, το κυρίαρχο θέμα που διέπνεε τα έργα του ήταν το πρόβλημα των σχέσεων του ατόμου με την οικογένεια και του οἴκου με την πόλιν. Ενώ διέθετε μια αρχαϊκού τύπου εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του Δία, ο Αισχύλος αφουγκραζόταν ταυτόχρονα τα ζητήματα που έθετε η εποχή του.
Ο δεύτερος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Σοφοκλής (περ. 496-406) από τον δήμο του Κολωνού, αποτελεί το πνευματικό σύμβολο του αθηναϊκού μεγαλείου. Ο Σοφοκλής υπήρξε, όπως και ο προκάτοχός του, μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή -προσθήκη που αποδέχθηκαν όλοι οι τραγικοί ποιητές-, αύξησε τον αριθμό των μελών του χορού από 12 σε 15 και ανέπτυξε τη σκηνογραφία με την εγκατάσταση περιστρεφόμενων πινάκων ζωγραφικής στα δύο άκρα της σκηνής. Το δραματικό σύμπαν του Σοφοκλή ήταν γνήσια τραγικό. Ο Οἰδίπους τύραννος (που διδάχθηκε στη δεκαετία του 420), η πρότυπη τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη, δείχνει με μεγάλη ενάργεια τις αρετές και τον κεντρικό άξονα προβληματισμού του Σοφοκλή, που υπήρξε, όσο ζούσε, ο δημοφιλέστερος τραγικός ποιητής των Αθηναίων.
Ο Σοφοκλής δραματοποίησε το τεράστιο πρόβλημα της σχέσης της ανθρώπινης ευφυΐας με την ευδαιμονία. Διερεύνησε ειδικά την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα στην περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση και την υπέρτερη σοφία των θεών. Η τραγικότητα της ζωής παρουσιάστηκε ως το αποτέλεσμα μιας γνώσης που δεν μπορεί να είναι ποτέ ασφαλής και που έρχεται όχι με αναστοχασμό αλλά μέσα από την οδύνη και τη βιωμένη συμφορά, όταν είναι ήδη αργά. Οι επτά σωζόμενες τραγωδίες του χαρακτηρίζονται από έναν αποτελεσματικό χειρισμό των δραματικών τεχνικών, και ιδίως της ηθογραφίας και της τραγικής ειρωνείας, σε σκηνές εξαιρετικής έντασης και πάθους.
Ο Ευριπίδης δεν εισήγαγε καινοτομίες στη μορφή της τραγωδίας. Πρωτοτύπησε όμως στο περιεχόμενό της (Κακριδής 3.5.Γ.ii [σ. 123-127). Επηρεασμένος από το νέο πνεύμα των φυσικών φιλοσόφων και σοφιστών τόνισε την αυθαιρεσία πολλών κοινωνικών συμβάσεων και την τάση της ανθρώπινης φύσης να κατακλύζεται από δυνατά συναισθήματα και να χάνει κάθε λογικό έλεγχο. Τέτοια ισχυρά πάθη, κατά τη γνώμη του, γεννούν και ανακυκλώνουν τις μεγαλύτερες συμφορές. Ειδικά σε δύο έργα με θέμα τη μυθική άλωση της Τροίας (Εκάβη, Τρωάδες) ο Ευριπίδης είδε τα δεινά του πολέμου μέσα από τα μάτια αιχμαλωτισμένων γυναικών που έχουν χάσει συζύγους και γιους και βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Ο αντιπολεμικός τόνος των δύο αυτών τραγωδιών, που παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δείχνει τη δύναμη των ποιητών να ασκούν έμμεση κριτική στις πολιτικές αποφάσεις των συμπολιτών τους. Δείχνει όμως επίσης γιατί ο Ευριπίδης δεν υπήρξε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του βίου του, αλλά θαυμάστηκε ιδιαιτέρως μετά τον θάνατό του: οι μεταγενέστεροι μπορούσαν να διακρίνουν καθαρότερα και αντικειμενικότερα το ανθρωπιστικό μήνυμά του. Αν και η οικονομία της μυθικής δράσης στα έργα του δεν είναι πάντοτε συνεπής ή εύλογη, οι τραγωδίες του παρουσιάζουν μεγάλη δραματικότητα και χαρακτηριστική αληθοφάνεια στη διαγραφή του ψυχισμού γυναικών, παιδιών και δούλων. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι σώθηκαν επειδή μπορούσαν να τραγουδήσουν λυρικά άσματα του Ευριπίδη ή να εκθέσουν την υπόθεση κάποιων τραγωδιών του.
Μετά τον Σοφοκλή έπαυσαν οι μορφολογικές αλλαγές στην τραγική ποίηση, διότι η τραγωδία είχε βρει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την οἰκείαν φύσιν. Η ανάπτυξή της ήταν όμοια με αυτή ενός υπεραιωνόβιου δέντρου δίχως σημαντικούς απογόνους. Όταν προς το τέλος του αιώνα πέθαναν, με διαφορά λίγων μηνών, οι Σοφοκλής και Ευριπίδης, η τραγική τέχνη πρακτικά έσβησε μαζί τους. Η αδιανόητη ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο μιας τέχνης που είχε τόσο στενά συνδεθεί με την πολιτική δύναμη της πόλης στην οποία αναπτύχθηκε. Από τον επόμενο αιώνα, τα έργα των τριών τραγικών ποιητών ανέβαιναν ετησίως στη σκηνή, παράλληλα με τις νέες παραγωγές, ως συντελεσμένα αριστουργήματα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν καταστεί, ήδη κατά την ύστερη κλασική εποχή, οι κλασικοί τραγωδοποιοί.
Αν η τραγωδία ήταν μια αθηναϊκή επινόηση, η κωμωδία είχε, όπως αναγνώριζε ήδη ο Αριστοτέλης, δωρική καταγωγή (Κακριδής 3.5.Γ.iii [σ. 127-133]). Τόσο οι Μεγαρείς και οι Κορίνθιοι στην Πελοπόννησο όσο και οι Δωριείς της Σικελίας γνώριζαν το θέατρο στην εύθυμη και σκωπτική μορφή του. Οι μῖμοι ήταν ένα θεατρικό είδος σε πεζό λόγο που αναπτύχθηκε στις Συρακούσες και έμελλε να επηρεάσει τόσο την αττική πεζογραφία (στο λογοτεχνικό είδος των σωκρατικών διαλόγων) όσο και τη μεταγενέστερη ελληνιστική ποίηση (στο βουκολικό ειδύλλιο). Στις Συρακούσες έδρασε και ο Επίχαρμος, κωμικός ποιητής με ιδιαίτερα φιλοσοφημένη στάση ζωής, που είχε μάλλον γεννηθεί σε άλλη δωρική πόλη. Κατά τον 5ο αιώνα, η Κάτω Ιταλία και η Σικελία βρίσκονταν μόνο από γεωγραφική άποψη στην περιφέρεια του ελληνισμού. Από την άποψη του πολιτισμού ήταν ήδη σπουδαία κέντρα.
Στην αυλή του Ιέρωνα βρέθηκαν κατά καιρούς οι πιο διάσημοι ποιητές της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως ήταν οι Κείοι Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (θείος και ανεψιός), ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Αισχύλος. Ο Πίνδαρος ειδικά, αναντίρρητα ο πιο βαθύνους και ποικίλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (Κακριδής 3.5.Β.i [σ. 107-108]), εξύμνησε τον πλούτο και την αίγλη τυράννων, οι οποίοι, κάνοντας επίδειξη της οικονομικής και πολιτικής ισχύος τους, άλλοτε κέρδιζαν το πιο πολυδάπανο αγώνισμα της Ολυμπίας, το τέθριππον, και άλλοτε αφιέρωναν πολυτελή έργα τέχνης στους πανελλήνιους Δελφούς. Ο διάσημος Ηνίοχος που εκτίθεται στους Δελφούς αποτελεί μια τέτοια αναθηματική προσφορά του αδελφού του Ιέρωνα, που ήταν τύραννος της Γέλας. Αλλά και πολλές από τις σωζόμενες ωδές του Πινδάρου αποτελούν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μισθωμένων παραγγελιών από σημαντικούς πολιτικούς άνδρες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Επειδή ο Πίνδαρος ήταν, κατά κοινή ομολογία, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της εποχής, η αμοιβή που απαιτούσε και εισέπραττε δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Η πολιτική αποζητούσε τον υψηλό πολιτισμό για να δοξάσει τα δικά της, ειρηνικά ή πολεμικά, επιτεύγματα, όπως και ο πολιτισμός επωφελούνταν από τις επιτυχίες και φιλοδοξίες της πολιτικής σκηνής.
Αυτή την εποχή οι κατοικίες των Ελλήνων, ακόμη και των πλουσίων, ήταν πλίθινες και αρχιτεκτονικά ασήμαντες. Οι καλύτερες διέθεταν εσωτερική αυλή για φωτισμό -αφού δεν είχαν παράθυρα στις εξωτερικές πλευρές- και δύο πατώματα. Όλες οι πολυτελείς κατασκευές (ναοί, στοές, γυμνάσια, αρχεία) ήταν δημόσια κτίρια.
Αντίθετα από την ποίηση, η μνημειώδης αρχιτεκτονική απαιτούσε μεγάλα κονδύλια και ήταν αδιανόητη χωρίς ακμαία οικονομία και αντίστοιχη πολιτική βούληση. Τέτοια ήταν η δημοσιονομική πολιτική του Περικλή. Η ανακάλυψη των αργυρωρυχείων του Λαυρίου το 483, που αύξησε απρόσμενα τον πλούτο της πόλης, η αφθονία σε κοντινή απόσταση από το άστυ του πεντελικού μαρμάρου και η παρουσία στην Αττική ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού αποτελούμενου από μέτοικους, δούλους και ελεύθερους πολίτες ήταν αναγκαίες προϋποθέσεις για το μεγαλόπνοο σχέδιο ανανέωσης της αθηναϊκής Ακρόπολης. Το σχέδιο όμως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολιτική απόφαση της μεταφοράς του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα και τη διάθεση των συμμαχικών πόρων σε δημόσια έργα για τον εξωραϊσμό της πόλης.
Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, ο τότε ανεγειρόμενος ναός της Αθηνάς -στην τοποθεσία που επρόκειτο να οικοδομηθεί αργότερα ο νεότερος Παρθενώνας- βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο: δύο ή το πολύ τρεις σειρές σπονδύλων είχαν ανεγερθεί πάνω στον στυλοβάτη, και η απαιτητικότερη εργασία των κιονόκρανων και του θριγκού φάνταζε ακόμη μακρινή. Ο ναός καταστράφηκε από τους κατακτητές, όπως και πολλά άλλα οικήματα θεών στην αθηναϊκή Ακρόπολη και την ελληνική επικράτεια συνολικά. Μετά τις Πλαταιές, οι Έλληνες ορκίστηκαν να μην τα ανακατασκευάσουν, για να θυμούνται την περσική πράξη και να πάρουν στο μέλλον εκδίκηση. Μάλιστα, ορισμένοι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού της Αθηνάς ενσωματώθηκαν συμβολικά στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, για να δείχνουν την περσική βαρβαρότητα. Τα χρόνια όμως περνούσαν και η αρχική οργή εξασθενούσε. Δεν μπορούσαν ούτε οι άνθρωποι ούτε οι θεοί να ζουν επί μακρόν μέσα σε συντρίμμια. Λίγο μετά το μέσον του αιώνα η απόφαση για την κατασκευή ενός νέου Παρθενώνα είχε ήδη ληφθεί.
Το έργο ανατέθηκε συνολικά στον Φειδία, ενώ ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης ήταν υπεύθυνοι για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Για την ολοκλήρωση του απαιτήθηκαν 15 χρόνια εντατικής δουλειάς (447-432), χρόνος ελάχιστος αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος και την τεχνολογία της εποχής. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια θα πρέπει να φανταστούμε ένα πλήθος ανθρώπων να δουλεύουν πυρετωδώς, όχι μόνο στην Ακρόπολη, αλλά επίσης στην Πεντέλη και στον Πειραιά καθώς και σε διάφορα εργαστήρια της αγοράς. Έναν χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου με τη Σπάρτη, η Αθήνα είχε στεγάσει και πάλι την προστάτιδα θεά της και είχε κατασκευάσει μια ιδιαίτερα πολυτελή είσοδο στον ιερό βράχο.
Ο Παρθενώνας είναι, από πολλές απόψεις, ένας μη τυπικός ελληνικός ναός. Ενώ είναι δωρικός, έχει ωστόσο περίτεχνη ιωνική ζωοφόρο στο εσωτερικό, πίσω από το περιστύλιο, κρυμμένη στη σκιά. Αντί για έξι κίονες στις μικρές πλευρές, αυτός έχει οκτώ - για μείζονα μεγαλοπρέπεια. Αντί για ευθείες γραμμές, έχει μόνο καμπύλες. Η προοπτική διόρθωση της οφθαλμαπάτης, που είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε άλλους ναούς, οδηγήθηκε σε ακραία τελειότητα. Αν προεκτείνει κανείς τις γραμμές των κιόνων προς το ουράνιο διάστημα, αυτές θα συναντηθούν περίπου δύο χιλιόμετρα πάνω από το έδαφος. Το έργο αυτό ήταν το σύμβολο της ενότητας των Ελλήνων υπό την ηγεσία της Αθήνας, την οποία οραματιζόταν ο Περικλής.
Ομοίως, μη τυπικά και εντελώς πρωτότυπα ήταν επίσης τα Προπύλαια, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μνησικλής. Κατασκευάστηκαν στη διάρκεια των ετών 436-432 για να υπογραμμίσουν το μεγαλείο της δύναμης της Αθήνας, το οποίο συμβόλιζαν τα μνημειώδη έργα της Ακρόπολης και ειδικά ο νέος Παρθενώνας. Τα Προπύλαια, που έμειναν ημιτελή από την απορρόφηση των αθηναϊκών δυνάμεων στα νέα έργα του πολέμου, βασίζονταν σε μια λιγότερο πολυτελή κατασκευή, κατεστραμμένη από τους Πέρσες, και αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό του επισκέπτη κατά την είσοδό του στον χώρο λατρείας. Η βορειοδυτική πλευρά του Παρθενώνα χάριζε μέσα από αυτή τη μεγαλοπρεπή κιονοφόρο είσοδο θέαμα αλησμόνητο.
Οι μετόπες του Παρθενώνα αφηγούνταν συμβολικά τη νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητας: άνθρωποι εναντίον Αμαζόνων και Κενταύρων, θεοί εναντίον Γιγάντων και Έλληνες εναντίον Τρώων αποτελούσαν συμβολικές απεικονίσεις της πρόσφατης νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών. Τα αετώματα, από την άλλη, παρουσίαζαν την επικράτηση της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα, που διεκδικούσε επίσης τη χώρα της Αττικής (δυτικό αέτωμα), και την ίδια τη γέννηση της θεάς (ανατολικό αέτωμα, στην κυρίως είσοδο του ναού), με μια θεματική εκζήτηση και ανεπανάληπτη προσοχή στη λεπτομέρεια. Το θέμα της σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων επανήλθε λίγο αργότερα στο κομψοτέχνημα της αθηναϊκής Ακρόπολης, τον μικρό ναό της Αθηνάς Νίκης, που κατασκευάστηκε μέσα στην τριετία 427-424.
Τελευταίο από τα έργα της Ακρόπολης ήταν το Ερεχθείο (όπως ονομάστηκε αργότερα), μια ιδιαίτερα πολύπλοκη και πρωτότυπη κατασκευή προς τιμήν της Αθηνάς και των πρώτων, αυτόχθονων όπως πίστευαν, βασιλέων της Αττικής. Ξεκίνησε με το τέλος της πρώτης φάσης του πολέμου με τη Σπάρτη και ολοκληρώθηκε λίγο πριν από την οριστική ήττα της Αθήνας (περ. 421-406). Από επιγραφές μαθαίνουμε ότι στην κατασκευή του εργάστηκαν όλες οι κατηγορίες κατοίκων της Αθήνας μαζί. Κατά τη φάση αποπεράτωσης του ναού εργάζονταν 44 κτίστες, 19 ξυλουργοί, 9 γλύπτες και πολλοί άλλοι τεχνίτες διαφορετικών ειδικοτήτων. Από τους κτίστες ένα ποσοστό 36% ήταν δούλοι, 27% μέτοικοι και 20% ελεύθεροι πολίτες. (Οι υπόλοιποι παραμένουν άγνωστης προέλευσης.) Στους ξυλουργούς τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21% δούλοι, 36% μέτοικοι και 26% πολίτες. Στους γλύπτες, αντίθετα, δεν συγκαταλεγόταν κανένας δούλος: τα 2/3 απαρτίζονταν από μέτοικους. Οι περισσότεροι ειδικευμένοι τεχνίτες στην Αθήνα προς το τέλος του αιώνα ήταν άνθρωποι με ελευθερία στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά δίχως πολιτικά δικαιώματα.
Ένα άλλο αρχιτεκτονικό έργο, στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης αυτό, δείχνει από μια διαφορετική προοπτική τη σύμπραξη πολέμου, πολιτικής και πολιτισμού. Το λεγόμενο Ωδείο του Περικλέους ήταν ένα στεγασμένο κτίριο τεράστιων διαστάσεων για μουσικές παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ιδέα της κατασκευής του ανήκε στον Αθηναίο πολιτικό. Αλλά αξιοσημείωτη υπήρξε η στέγη του: κατασκευάστηκε έτσι ώστε να θυμίζει τη σκηνή εκστρατείας του Μεγάλου Βασιλιά και κοσμήθηκε με κατάρτια περσικών πλοίων που αλώθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εδώ τα λάφυρα και οι εικόνες του πολέμου μετασχηματίστηκαν σε υλικό για τον πολιτισμό.
Η τραγωδία και η γλυπτική του 5ου αιώνα διέθεταν έντονα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική παραγωγή στο σύνολό της: αδρή ενότητα περιεχομένου και σημασία στη λεπτομέρεια, έμφαση στο καθολικό και το καίριο δίχως απομάκρυνση από τη γοητεία του ζωντανού και του συγκεκριμένου, βαθιά αίσθηση της σωστής αναλογίας, καθαρότητα στη μορφή που κρύβει τεράστια τεχνική εκζήτηση, εμμονή στην αληθοφάνεια και αίσθηση της πραγματικότητας - ό,τι οι αρχαίοι ονόμαζαν μίμησιν.
Η λάμψη του ηρωικού μεγαλείου και η οδύνη της απρόσμενης αλλά ποτέ αδικαιολόγητης πτώσης, η ανθρώπινη μεγαλοσύνη και η ανθρώπινη ασημαντότητα, αποτελούσαν το υφάδι και το στημόνι του τραγικού και γλυπτικού ρεπερτορίου. Παρόμοια θέματα επεξεργάστηκε με τον αφηγηματικό και όχι αναπαραστατικό τρόπο που είχε στη διάθεση του ο Όμηρος. Δεν είναι διόλου άξιο απορίας που ορισμένοι θεωρούσαν ως αρχηγέτη της τραγωδίας αυτόν ακριβώς τον πρώτο ποιητή της ελληνικής ιστορίας. Ούτε ξαφνιάζουν ιστορίες που αποδίδουν την έμπνευση του Φειδία για τη δημιουργία του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην αντίστοιχη ομηρική περιγραφή του πατέρα των θεών. Αν ο Αθηναίος γλύπτης που εργάστηκε στην Ολυμπία δημιούργησε ένα από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, ο πανέλλην Όμηρος έπρεπε να έχει το δικό του μερίδιο στη δόξα.
Η μεγάλη τεχνική κατάρτιση των καλλιτεχνών της κλασικής εποχής και η συνειδητοποίηση τόσο των πρακτικών δυσκολιών όσο και των πολύπλοκων κανόνων της τέχνης τους φαίνονται από το γεγονός ότι κάποιοι δεν αρκέστηκαν μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά συνέγραψαν επίσης θεωρητικές πραγματείες. Ο Σοφοκλής, για παράδειγμα, συνέγραψε ένα (χαμένο σήμερα) θεωρητικό έργο Περὶ χοροῦ, και ο διάσημος γλύπτης του Άργους Πολύκλειτος, ο μεγαλύτερος ανδριαντοποιός του αιώνα, συνέγραψε θεωρητική μελέτη περί αναλογιών - τον περίφημο Κανόνα, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα πολύτιμα, όσο και αινιγματικά, αποσπάσματα. Οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν επιστημονικές εξηγήσεις των μεθόδων ορθής σύλληψης, σύνθεσης και εκτέλεσης των έργων τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι ιπποκρατικοί γιατροί περιέγραφαν τις μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας των ασθενειών. Η ποιητική και η γλυπτική αποτελούσαν συνειδητοποιημένα και εν μέρει συστηματοποιημένα είδη γνώσης. Το αντίστοιχό τους βρίσκεται στην ορθολογική μεθοδολογία της επιστήμης της εποχής.
Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες
Το 431 η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα ήταν πλέον αναπόφευκτη. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, όταν οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαν αντιμετωπίσει τους Πέρσες πολεμώντας πλάι πλάι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει· ολόκληρος ο κόσμος έδειχνε να έχει αλλάξει. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή και ότι το Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητα μια ελληνική θάλασσα.
Οι Σπαρτιάτες παρέμεναν, όπως πάντα, περιορισμένοι, όσο μπορούσαν, στην πόλη τους, χωρίς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και χωρίς να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αγωγή, που τους καθιστούσε άριστους πολεμιστές. Ασπίδα τους ήταν η ανδρεία τους στη μάχη και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, είχαν επενδύσει στο ναυτικό τους. Ηγεμόνευαν σε μια πολύ μεγάλη συμμαχία και αισθάνονταν κυρίαρχοι των θαλασσών. Με την πολυπραγμοσύνη τους γίνονταν συνεχώς ισχυρότεροι. Κάθε νέο βήμα που πραγματοποιούσαν μείωνε την επιρροή και το κύρος της Σπάρτης. Είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιμετώπιζαν ακόμη και τους συμμάχους τους με υπεροψία. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν περισσότερο ως δυνάστες και λιγότερο ως προστάτες. Όταν μάλιστα κάποια πόλη επιχειρούσε να αποστατήσει, την υποχρέωναν να συνετιστεί, επιδεικνύοντας συχνά υπέρμετρη σκληρότητα. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν. Εάν αδρανούσαν, η Αθήνα θα γινόταν ακαταμάχητη.
Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Ο επερχόμενος πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί από μία μάχη στην ξηρά ούτε από μία ναυμαχία. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης θα ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευδαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων.
Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα.
Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου.
Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη.
Ο Πελοποννησιακός ή Αττικός Πόλεμος, όπως τον αποκαλούσαν οι Πελοποννήσιοι, κράτησε με διαλείμματα 27 χρόνια. Όπως είχε προβλέψει ο βασιλιάς Αρχίδαμος, αυτοί που τον ξεκίνησαν τον κληροδότησαν στα παιδιά τους. Η πρώτη δεκαετία έμεινε γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, με κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί.
Εκείνο που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ο λοιμός που έπληξε την πόλη και εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Όμως, για κακή τους τύχη πέθανε από τον λοιμό λίγους μήνες αργότερα. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή και με πολλές διακυμάνσεις. Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη.
Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή.
Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν.
Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. (Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα.) Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας.
Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας. Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της.
Παρά τη συνθήκη, οι αναμετρήσεις στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν. Το 417, σε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιόδου, οι Αθηναίοι υπέταξαν την ουδέτερη Μήλο, την οποία κατοικούσαν Δωριείς. Στις διαπραγματεύσεις, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν […].
Ισχυρότεροι καθώς ήταν, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν όλους τους ενήλικες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Στη θέση τους εγκατέστησαν δικούς τους αποίκους. Οι Σπαρτιάτες δεν αντέδρασαν, πιθανότατα επειδή τους ανησυχούσε η εχθρότητα του Άργους.
Ενθαρρυμένοι οι Αθηναίοι, έσπευδαν να αναμειχθούν σε υποθέσεις των Περσών, υποστηρίζοντας την εξέγερση ενός σατράπη. Ο βασιλιάς Δαρείος Β' (423-404), που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Αρταξέρξη Α', διαπίστωσε έτσι ότι μια συνεχιζόμενη ουδετερότητα μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τα συμφέροντά του. Η ὕποπτος ἀνακωχή, όπως την αποκαλεί ο Θουκυδίδης, κράτησε έως το 415.
Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.
Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος.
Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών.
Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β' (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες.
Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο.
Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες - οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα, όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς.
Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία.
Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.
Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε
Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή.
Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες.
Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος -πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς.
Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών.
Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία.
Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες γενιές. Μαζί με τα άλλα επιτεύγματα, το ποσοστό αλφαβητισμού και εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς.
Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα.
Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού.
Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.
Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.
Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια.
Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων.
Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικών-φιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις:
Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες.
Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου.
Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη.
Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.
Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους.
Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.
Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε
Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή.
Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες.
Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος -πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς.
Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών.
Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία.
Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες γενιές. Μαζί με τα άλλα επιτεύγματα, το ποσοστό αλφαβητισμού και εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς.
Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα.
Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού.
Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.
Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.
Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια.
Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων.
Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικών-φιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις:
Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες.
Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου.
Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη.
Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.
Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους.
Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.
Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης
Άβδηρα ήταν μια ακμάζουσα πόλη της Θράκης. Η εισφορά της στο ταμείο της Δήλου τη φέρνει τρίτη στον κατάλογο των πλουσιότερων πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Πρωταγόρας. Οι Λεοντίνοι ήταν μια αποικία της σικελικής Νάξου, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον 6ο αιώνα. Η πόλη, κτισμένη δέκα χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα του μεγάλου νησιού, υπήρξε μία από τις λίγες περιπτώσεις ελληνικής αποικίας που δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Λόγω του εύφορου εδάφους του τόπου και της αγροτικής οικονομίας που ακολούθησαν οι άποικοι, οι Λεοντίνοι έγιναν γρήγορα ο σιτοβολώνας της Σικελίας. Από εκεί καταγόταν ο Γοργίας. Η Ήλιδα, μια σημαντική πόλη της Πελοποννήσου που είχε τη δικαιοδοσία των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν ο τόπος καταγωγής του Ιππία. Ο Πρόδικος καταγόταν από την Κέα, το μικρό νησί των Κυκλάδων στα ανατολικά της Αττικής.
Οι τέσσερις αυτοί άνδρες, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της ελληνικής επικράτειας, και πολλοί άλλοι με παρόμοια στάση ζωής, ταξίδεψαν πολύ. Όλοι τους πέρασαν και από την Αθήνα. Στόχος τους ήταν να διδάξουν συστηματικά τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάποιος να πείσει ένα ακροατήριο για την ορθότητα των απόψεών του. Δεν τους ενδιέφερε αν αυτό που θα υποστήριζε ο μαθητής τους ήταν σωστό ή λάθος, αληθές ή ψευδές. Τους απασχολούσε η ίδια η δύναμη της πειθούς.
Αν και ήδη στον Όμηρο οι Έλληνες θαύμαζαν την όμορφη ομιλία, η ρητορική δεινότητα των περισσότερων ομιλητών μέχρι τον 5ο αιώνα ήταν αποτέλεσμα έμφυτου ταλέντου και ερασιτεχνικής άσκησης. Τη συστηματική τέχνη της πειστικότητας στον λόγο εφηύραν, περίπου ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, άνθρωποι σαν αυτούς που αναφέραμε, οι οποίοι δεν σχετίζονταν προσωπικά μεταξύ τους, δεν είχαν κοινό πρόγραμμα σκέψης και δράσης ούτε ομοιόμορφες ιδέες, αλλά δρούσαν με γνώμονα το ατομικό τους συμφέρον και είχαν ως στόχο την αύξηση της προσωπικής τους φήμης σε πανελλήνια κλίμακα και τον πλουτισμό μέσω της διδαχής. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους σοφιστάς -που τότε ακόμη σήμαινε τους σοφούς-, και έτσι τους αποκαλούσαν και τους αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοί τους: ως ανθρώπους με ιδιαίτερη και σπάνια γνώση. Το μόνο κοινό στοιχείο που ξεχώριζε τη διδασκαλία τους από τα διδάγματα των φιλοσόφων ήταν η επικέντρωση της προσοχής στον άνθρωπο και στην κοινωνία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 6 [σ. 87-109]). Τα φιλοσοφικά προβλήματα για την αρχή ή τις αρχές από τις οποίες προήλθε ο κόσμος, για τα αίτια της κίνησης και της μεταβολής στη φύση, για τη σταθερότητα των άστρων και για τη φύση των θεών δεν τους απασχολούσαν. Χαρακτηριστικά ο Πρωταγόρας έλεγε:
Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τούτη τη γνώση, και πρωτίστως η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής.
Οι σοφιστές ενδιαφέρθηκαν για τη γλώσσα, την ψυχολογία, την ερμηνεία της ποίησης, τις κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική και κυρίως τον νόμον, δηλαδή τις συμβάσεις και τα έθιμα των ανθρώπινων κοινωνιών. Στόχος τους ήταν να δείξουν ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με ένα πανίσχυρο όργανο, τον λόγο, το οποίο μπορούσε να τελειοποιηθεί και να γίνει εξαιρετικά αποτελεσματικό. Όπως κάθε κατασκευαστής ή μεταπράτης εργαλείων, έτσι και οι σοφιστές δεν ενδιαφέρονταν για τη χρήση του όπλου που εμπορεύονταν. Η καλή ή κακή χρήση εναπόκειται, όπως πίστευαν, στη δικαιοδοσία του ίδιου του χρήστη. Υπόσχονταν, πάντως, ότι το όπλο τους μπορούσε να κλονίσει τις παγιωμένες πεποιθήσεις των ανθρώπων και να εμφανίσει την ασθενέστερη άποψη ως ισχυρότερη. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασαν τη συστηματική αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων, τους ἀγῶνας λόγων. Για να υπογραμμίσουν μάλιστα την ικανότητα που είχαν να υπερασπίζονται εναλλάξ τις δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, σκηνοθέτησαν ακόμη και φανταστικές δίκες, συγγράφοντας οι ίδιοι τους λόγους κατηγορίας και υπεράσπισης των υποθετικών αντιδίκων.
Η έπαρση των σοφιστών στα ζητήματα της θεωρητικής και πρακτικής γνώσης ήταν κάποτε σκανδαλώδης. Κάποιοι διατείνονταν ότι μπορούν να μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα, είτε σε μορφή μονολόγου είτε σε διάλογο με ερωταποκρίσεις. Οι επιδείξεις της τέχνης τους ήταν μνημειώδεις. Ο Πρωταγόρας προκάλεσε τόση αίσθηση όταν, γύρω στο 450, πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα, ώστε έξι χρόνια αργότερα ο Περικλής τού ανέθεσε τη συγγραφή των νόμων για τους Θούριους, τη νέα πανελλήνια αποικία των Αθηναίων στην περιοχή της κατεστραμμένης Σύβαρης στην Κάτω Ιταλία. Ο Ιππίας λέγεται ότι κυκλοφορούσε στους δρόμους των ελληνικών πόλεων διατεινόμενος ότι όλα όσα φορούσε, από τα σανδάλια έως τον χιτώνα και τα χρυσά δακτυλίδια, ήταν κατασκευασμένα από τον ίδιο.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις πόλεις καταγωγής των σοφιστών είναι περιορισμένες. Στους Λεοντίνους και τα Άβδηρα οι δημοκρατικοί θεσμοί ήταν ήδη καλά θεμελιωμένοι στο μέσον του 5ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πολλά ούτε για το πνευματικό επίπεδο των πολιτών ούτε των συζητήσεων στην αγορά ή την Εκκλησία, ούτε βέβαια για τις τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, αν και γνωρίζουμε την ανάπτυξη του θεάτρου. Στον Ακράγαντα της Σικελίας, μια άλλη μεγάλη αποικία που είχε ιδρυθεί από αποικία, έζησε ο περίφημος Εμπεδοκλής, και από αυτό τον υποτιθέμενο θεμελιωτή της ρητορικής λέγεται ότι διδάχτηκε ο Γοργίας. Μύθος ή ιστορία; Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο: πάμπολλες πόλεις στην ανατολική και δυτική, βόρεια και νότια ακρώρεια του ελληνισμού διέθεταν ένα επίπεδο πνευματικής και πολιτιστικής ζωής που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και για τις αντίστοιχες σύγχρονες περιφερειακές κωμοπόλεις με την τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Οι σοφιστές κέρδισαν ενθουσιώδεις οπαδούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά δημιούργησαν και άσπονδους εχθρούς. Η διδασκαλία τους βρισκόταν κάποτε σε αντίθεση με την παραδοσιακή ηθική που εξέφραζαν ορισμένοι ποιητές, και ειδικά ο Όμηρος. Πολλοί θεώρησαν ότι με τη νέα διδασκαλία ανατρέπονταν τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνικής τάξης και του πυρήνα της μέσα στην παραδοσιακά ιεραρχημένη οικογένεια. Και είχαν εν μέρει δίκιο.
Οι σοφιστές ήθελαν να καταστήσουν την πολιτική αριστεία ένα σοβαρό και μεταβιβάσιμο αντικείμενο γνώσης, χωρίς να αμφισβητούν γενικά την ισχύουσα πολιτική κατάσταση. Ωστόσο, ορισμένες απόψεις τους ήταν πραγματικά καινοφανείς για την εποχή. Ο Αντιφών, ο μόνος μαζί με τον Κριτία σημαντικός σοφιστής που παρήγαγε η Αθήνα, υποστήριξε, για παράδειγμα, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση όμοιοι και ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στις καλές και τις ταπεινές οικογένειες ή ανάμεσα στους Έλληνες και στους βαρβάρους αποτελούν ανθρώπινες συμβάσεις. Ο ρήτορας Αλκιδάμας, που υπήρξε μαθητής του Γοργία, έφτασε να υποστηρίζει το αδιανόητο για την εποχή: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση ελεύθεροι και ότι η δουλεία είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού - μια κοινωνική σύμβαση βασισμένη στη βία. Αν και δεν γνωρίζουμε το ακριβές πλαίσιο στο οποίο διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, είναι βέβαιο ότι προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Κάποιοι ποιητές σαν τον Ευριπίδη είχαν παρουσιάσει παρόμοιες απόψεις από τα χείλη τραγικών ηρώων τους. Η ευθεία τοποθέτηση πάνω στο θέμα αυτό, όμως, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από την έμμεση λογοτεχνική κρίση, που μπορούσε να περιλαμβάνει ειρωνεία ή να εξυπηρετεί τον συνολικό σκοπό του δράματος.
Πολλοί σύγχρονοι του Αντιφώντα και του Αλκιδάμαντα είχαν αναμφίβολα ταραχθεί βλέποντας Έλληνες πολίτες ηττημένους στον πόλεμο ή λεηλατημένους στη θάλασσα από πειρατές να εξανδραποδίζονται και να υπηρετούν ως δούλοι, αλλά κανένας δεν μπορούσε εύκολα -και δεν θα ήθελε, εκτός αν ήταν ο ίδιος δούλος- να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα ότι η δουλεία είναι αφύσικος θεσμός. Η πλειονότητα των δούλων της κλασικής εποχής προερχόταν, εξάλλου, από αλλοεθνείς πληθυσμούς - γεγονός που μπορούσε να καθησυχάσει τις όποιες συνειδησιακές τύψεις των δεσποτών τους και να εντείνει, ιδίως μετά τα Περσικά, την ιδεολογία περί φυσικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων.
Οι συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη της ρητορικής τέχνης ήταν προφανώς πολιτικές. Στην Εκκλησία του Δήμου όλα κρίνονταν από το πόσο πειστικός φαινόταν στο κοινό ο ομιλητής που υποστήριζε τον πόλεμο έναντι του πολιτικού αντιπάλου του που αξίωνε ειρήνη. Στα δικαστήρια συνέβαινε το ίδιο. Οι αντίδικοι μιλούσαν εναλλάξ και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την εύνοια ενός πολυάριθμου ακροατηρίου, που στην Αθήνα αριθμούσε 201, 401, 501 ή και περισσότερα μέλη. Η δυνατότητα εκπροσώπησης του κατήγορου ή του κατηγορουμένου από δικηγόρο ήταν άγνωστη. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει όποιος αναγκαζόταν να βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου ήταν να μισθώσει έναν επαγγελματία ρήτορα, να αποστηθίσει την απολογία που εκείνος είχε συγγράψει και να την απαγγείλει προφορικά, σαν να ήταν έκθεση επιχειρημάτων που είχε ο ίδιος σκεφτεί.
Για όσους αξίωναν ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους η ευφράδεια ήταν απαραίτητο προσόν - και όχι μόνο για την Εκκλησία του Δήμου. Οι πολιτικοί αντίπαλοι καραδοκούσαν για να καταγγείλουν δημόσια οποιοδήποτε πραγματικό ή υποθετικό παράπτωμα της ιδιωτικής ζωής των εχθρών τους. Η πιθανότητα να βρεθεί ο καθένας, αλλά ιδίως ένας πολίτης με έντονη δράση, στη δυσάρεστη θέση του εναγομένου ήταν πολύ μεγάλη. Ένας διαρκής κίνδυνος ελλόχευε στη ζωή των δημόσιων προσώπων και μπορούσε να τους καταστρέψει ανά πάσα στιγμή. Αν κατόρθωναν να πείσουν τους δικαστές για την αθωότητά τους και για τα πραγματικά κίνητρα των αντιπάλων τους, μπορούσαν να σωθούν. Ο χρηματισμός ή ο πολιτικός εκβιασμός ενός τόσο πολυπληθούς και ετερογενούς δικαστηρίου ήταν αδύνατος. Μοναδικό βέβαιο όπλο ήταν η τέχνη της πειθούς, ο αξιόπιστος, ο λογικά ευρηματικός και ο κατάλληλα συναισθηματικός λόγος.
Οι σοφιστές ήρθαν να καλύψουν ένα υπαρκτό κενό στην εκπαίδευση των νέων. Έως την ηλικία των επτά ετών τα παιδιά βρίσκονταν υπό την προστασία των μανάδων τους στο σπίτι. Στη συνέχεια οι εύποροι πολίτες ανέθεταν τους γιους τους σε ιδιωτικούς δασκάλους, τους παιδαγωγούς, που συχνά ήταν δούλοι, και τους μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και μουσική, με βάση τα κείμενα του Ομήρου και άλλων ποιητών. Η πόλη ενδιαφερόταν -και όχι μόνο στη Σπάρτη- περισσότερο για τη σωματική ανάπτυξη των νέων, που επρόκειτο να γίνουν οπλίτες και να υπερασπιστούν την αυτονομία της πόλης τους, και λιγότερο για την καλλιέργεια του πνεύματός τους.
Δημόσια γυμνάσια υπήρχαν σε κάθε πόλη -και ήταν μάλιστα ένα διακριτό χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου ζωής-, αλλά δημόσια σχολεία πουθενά. Η παιδεία των πολιτών προερχόταν από τις δημόσιες συζητήσεις, την απαγγελία ποίησης σε εορταστικές εκδηλώσεις και την προσωπική αναζήτηση. Στην Αθήνα ειδικά υπήρχε, επίσης, το θέατρο. Πάντως, το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν μεγάλο, και οι ελληνικές πόλεις ήταν, μέχρι τον 4ο αιώνα, κοινωνίες προφορικού λόγου, στις οποίες η μετάδοση της γνώσης γινόταν πρωτίστως με την προσωπική επαφή.
Οι σοφιστές ήταν αυτοί που εγκαινίασαν μιαν «ανώτατη» εκπαίδευση σε σχετικά ευρεία κλίμακα. Το οικονομικό τίμημα που απαιτούσαν για τούτη τη δυσεύρετη γνώση ήταν απρόσιτο στους πολλούς. Μόνο οι λίγοι πλούσιοι μπορούσαν να χαρούν το αγαθό αυτής της νέας παιδείας - γεγονός που συνέβαλε στην αρνητική στάση αρκετών συντηρητικών ανθρώπων απέναντι στο κίνημα των σοφιστών.
Το 427 ο Γοργίας ήρθε ως πρεσβευτής των Λεοντίνων στην Αθήνα, για να ζητήσει πολιτική και στρατιωτική στήριξη στη διαμάχη που είχε η γενέτειρα του με τις Συρακούσες. Οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν από τη ρητορική του δεινότητα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο εικοσάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία Νεφέλες. Το έργο δεν είχε επιτυχία στο κοινό. Ο κωμικός ποιητής, που είχε ήδη κερδίσει δύο πρώτα βραβεία με προηγούμενες κωμωδίες, δεν κατάφερε να συγκινήσει τους θεατές και ήρθε τρίτος. Παρά τη νεότητά του, ο Αριστοφάνης είχε απόψεις παραδοσιακές και μάλλον συντηρητικές. Ήταν ο πρώτος που επισήμανε -ή μάλλον εφηύρε- τη διαβρωτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην κοινωνία η νέα διδασκαλία των σοφιστών και των φυσικών φιλοσόφων, όσων πίστευαν στη δύναμη του νου και αδιαφορούσαν για τους θεούς και το υπεραισθητό. Οι συμπολίτες του, υπό την επήρεια ακόμη του πνεύματος της μεγάλης και κοσμοπολίτικης Αθήνας του Περικλή, δεν ένιωθαν ιδιαίτερο κίνδυνο.
Ο Αριστοφάνης επέμεινε στις απόψεις του και αναθεώρησε, λίγα χρόνια μετά, το κείμενο των αποτυχημένων Νεφελών του, ίσως για να διδάξει όσους ενδιαφέρονταν να το διαβάσουν. Στη μορφή αυτή, τη μόνη που σώζεται, ο Σωκράτης είναι ένας βασικός ήρωας του έργου και κατατάσσεται μαζί με τους σοφιστές. Αν εξαιρέσουμε την ιδιότυπα ατημέλητη εμφάνιση του μοναδικού φιλοσόφου που παρήγαγε η Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα, η εικόνα ενός Σωκράτη σοφιστή δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Η μόνη ουσιαστική διαφορά του από τους υπόλοιπους σοφιστές ήταν ότι ο Σωκράτης δεν ζητούσε αμοιβή για τη διδασκαλία που παρείχε ούτε υποσχόταν βέβαιη γνώση. Ούτως ή άλλως, οι διαφορές ανάμεσα στους σοφιστές ήταν ήδη μεγάλες. Για ένα μάτι που έβλεπε τα πράγματα από ψηλά, παραμερίζοντας τις ατομικές λεπτομέρειες, ο Σωκράτης μπορούσε κάλλιστα να ταξινομηθεί μαζί με όσους άλλους κόμιζαν τη νέα παιδεία: ενδιαφερόταν και αυτός για τη διαπαιδαγώγηση των νέων, ασκούσε κριτική στις παραδοσιακές αξίες αν δεν περνούσαν επιτυχώς τη βάσανο της λογικής, εστίαζε την προσοχή του στην ηθική και την πολιτική αριστεία και, προπάντων, αντιλαμβανόταν την αρετή ως γνώση.
Η ανάδειξη της παραδοσιακής ηθικής που καθοδηγούσε τους Μαραθωνομάχους έναντι της καινούργιας παιδείας που υποτίθεται ότι διέφθειρε τους νέους υπήρξε ένα σταθερό μέλημα του Αριστοφάνη. Το 405, έναν μόλις χρόνο μετά τον θάνατο, μέσα σε λίγους μήνες, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, ο κωμικός ποιητής παρουσίασε τον Διόνυσο, τον θεό του θεάτρου, επί σκηνής να αναζητά κάποιον μεγάλο τραγικό και να αναγκάζεται να κατεβεί στον Άδη. Το σκηνικό του κάτω κόσμου έγινε έτσι ο χώρος μιας φανταστικής αντιπαράθεσης του παραδοσιακού Αισχύλου με τον νεωτερικό Ευριπίδη σε έναν αγώνα λόγων που είναι, όπως δηλώνεται στο κείμενο, ένας ἀγὼν σοφίας. (Ο Σοφοκλής δεν μετέχει, διότι βρίσκεται με την πλευρά που εκπροσωπεί ο Αισχύλος.) Σε κάποιο σημείο εμφανίζεται η εξής χαρακτηριστική στιχομυθία:
Διόνυσος: Πάρε κι εσύ λίγο λιβάνι και ρίξ᾽ το στην πυρά.
Ευριπίδης: Εντάξει. Όμως εγώ προσεύχομαι σ᾽ άλλους θεούς.
Διόνυσος: Πρόκειται για δικούς σου; καινούργιο φρούτο;
Ευριπίδης: Βεβαίως.
Διόνυσος: Εμπρός, λοιπόν. Προσευχήσου σε ιδιωτικούς θεούς.
Ευριπίδης: Ω Αιθέρα και Στρόφαλε της Γλώσσας και Λογική
και Κυνηγετικά Ρουθούνια, βοηθήστε με να καταρρίπτω
επιτυχώς τα επιχειρήματα των αντιπάλων μου.
Ο Ευριπίδης εκπροσωπεί το νέο πνεύμα. Ο Αισχύλος, όμως, δεν πτοείται. Υποστηρίζει σθεναρά το αρχαίο ήθος. Καθώς οι αντίπαλοι είναι περίπου ισοδύναμοι, ο Διόνυσος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παρακάμπτοντας τις αμφιβολίες του, δίνει τελικά τη νίκη στον Αισχύλο. Η προτροπή του Αριστοφάνη στους συμπολίτες του ήταν σαφής. Η διάβρωση είχε διεισδύσει ακόμη και στην ποίηση, προπύργιο της παραδοσιακής σοφίας.
Αν πιστέψουμε τους πολυάριθμους μαθητές που επηρέασε βαθιά ο Σωκράτης, και ιδίως τον Πλάτωνα, η κριτική του Αριστοφάνη έφερε τελικώς αποτέλεσμα - αν και ίσως βαρύτερο από το αναμενόμενο. Πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς της πόλεως και διαφθορά των νέων. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο με 281 καταδικαστικές ψήφους και 220 αθωωτικές. Μετά τη δευτερολογία του, είκοσι -σύμφωνα με άλλη εκτίμηση έως και ογδόντα- πολίτες που τον είχαν θεωρήσει αθώο συμφώνησαν να καταδικαστεί σε θάνατο. Τόση ήταν η οργή που τους είχε προκαλέσει η αλαζονική και αμεταμέλητη στάση του απολογούμενου, ο οποίος έφτασε στο σημείο να ζητήσει δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο ως μεγάλος ευεργέτης της πόλεως - σαν τους Ολυμπιονίκες. Η ποινή εκτελέστηκε ύστερα από λίγες ημέρες.
Η γραφὴ ἀσεβείας (δηλαδή η έγγραφη και ονομαστική καταγγελία στον άρχοντα βασιλέα για το αδίκημα της ελλιπούς αναγνώρισης ή δυσπιστίας προς τους παραδοσιακούς θεούς που διέπραττε κάποιος πολίτης ή ξένος στην Αθήνα) ήταν μια αποδεκτή νομική διαδικασία. Ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας είχαν νωρίτερα κατηγορηθεί με το ίδιο αιτιολογικό. Όμως, σε καμία άλλη περίπτωση δεν είχε επιβληθεί η θανατική καταδίκη.
Τα αίτια της καταδίκης ενδέχεται να είχαν και πολιτική διάσταση. Μετά την ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στην Αθήνα, ο δήμος ψήφισε μια φρόνιμη πρόταση πολιτικής αμνηστίας, για να παύσουν οριστικά οι πολιτικές και προσωπικές έριδες ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους φιλολάκωνες ολιγαρχικούς που είχαν προδώσει την πάτριον πολιτείαν. Μετά το 403, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που έφταναν στα δικαστήρια δεν μπορούσαν πλέον να επικαλούνται πολιτικές πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν πριν από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πιθανόν κάποιοι Αθηναίοι να θεώρησαν ότι βαθύτερη αιτία της ήττας ήταν η διάβρωση των ηθών που προκάλεσε η νέα παιδεία.
Ο Σωκράτης ίσως αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα, που συγκέντρωσε πάνω του τη λαϊκή οργή. Κάποιοι μνημόνευαν καυστικά τη φιλική σχέση του με σημαίνοντα πρόσωπα του ολιγαρχικού πραξικοπήματος. Πάντως, στις δύο λογοτεχνικές απολογίες του Σωκράτη που μας έχουν σωθεί, τα πολιτικά κίνητρα της καταδίκης δεν μνημονεύονται. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο δεδομένου ότι οι συγγραφείς αυτοί (ο Πλάτων και ο Ξενοφών) είχαν τους δικούς τους πολιτικούς λόγους να μέμφονται την αθηναϊκή δημοκρατία. Συμβολικά, η καταδίκη του Σωκράτη σήμανε το τέλος της πολιτικής και πολιτιστικής ακμής της Αθήνας, η οποία οριοθετήθηκε από δύο μεγάλους πολέμους.
Το 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία;
Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου.
Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία.
Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560-546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.
Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.
Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση.
Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.
Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου.
Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.
Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα.
Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.)
Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους.
Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους.
Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525.
Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία.
Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.»
Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στα παιδιά τους, στα οποία δίδασκαν τρία πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος.
Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες.
Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων.
Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές.
Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση.
Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο.
Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους.
Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή.
Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό.
Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων.
Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες.
Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες.
Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια.
Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.
Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων.
Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος, ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.
Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους
Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, γαμπρός του Δαρείου, προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες - ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων.
Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος.
Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη.
Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα.
Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία.
Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε.
Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες.
Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν.
Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις.
Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.
Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα.
Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία.
Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα.
Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη.
Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες.
Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο.
Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους.
Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192.
Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά.
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη.
Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465).
Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία».
Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του.
Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι.
Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι.
Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα.
Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί.
Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του.
Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.
Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής.
Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους.
Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές.
Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής.
Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη.
Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν.
Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης.
Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός.
Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα.
Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά.
Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά.
Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα.
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά.
Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά.
Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.
Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία.
Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή.
Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.
Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του.
Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων. Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες.
Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν.
Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.
Αγαπούμε το ωραίο διακριτικά
Ορισμένα από τα επιφανέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας συντελέστηκαν στην Πεντηκονταετίαν. Τότε άκμασε ο Σοφοκλής και ο Φειδίας, η ποιητική και η εικαστική ολοκλήρωση της κλασικής εποχής. Ο λόγος και η μορφή απέκτησαν δυναμισμό και κίνηση, σαν να ήταν πράγματα ζωντανά. Η διογκωμένη αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μετατράπηκε σε δημιουργικό οργασμό προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας διοχετεύτηκε στον πολιτισμό.
Κάποιοι μεταγενέστεροι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή όχι πια ως αγώνα αλλά ως θεατρικό έργο, στο οποίο καθένας έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που οφείλει να υποδυθεί με επιτυχία. Αυτή η σύλληψη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την τραγωδία. Από όλα τα πολιτιστικά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχηθεί η Αθήνα κανένα άλλο δεν αποτελεί δική της επινόηση. Η τραγωδία είναι το κατεξοχήν βλάστημα της αττικής γης: εκεί γεννήθηκε και ωρίμασε, με τους συνθετικούς χυμούς ενός πνεύματος που είχε ζήσει πολιτικές αλλαγές και πολεμική κινητοποίηση σε ευρεία κλίμακα.
Αντιλαμβανόμενοι τη σημασία των Περσικών Πολέμων στην ανάπτυξη της τραγικής τέχνης, ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς διηγούνται ότι την επαύριο της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα βρέθηκαν, με έναν συμβολικό τρόπο, μαζί οι τρεις μεγάλοι τραγωδοποιοί του αιώνα: ο Αισχύλος, που είχε πολεμήσει με αξιοθαύμαστη ανδρεία· ο νεαρός Σοφοκλής, που πρωτοστατούσε ως όμορφος έφηβος στον επινίκιο χορό· και ο Ευριπίδης, που γεννιόταν την ίδια ακριβώς ημέρα.
Η τραγωδία δημιουργήθηκε στο μέσον του 6ου αιώνα από τη σύνθεση της επικής αφήγησης με τη λυρική έκφραση (Κακριδής 3.5.Γ [σ. 111-127]). Ένας ποιητής διθυράμβων, ο θρυλικός Θέσπις, είχε την ιδέα να αποσπαστεί από τον πολυμελή χορό και να του απευθυνθεί διαλογικά. Με την κίνηση αυτή δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα στη μυθική πλοκή να παρασταθεί ενώπιον θεατών, αντί να αποτελεί το αντικείμενο μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης ενώπιον ακροατών. Επειδή ο διθύραμβος περιλάμβανε μουσική και χορό, η νεογέννητη τραγωδία κληρονόμησε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η αθηναϊκή σύνθεση ήταν το πληρέστερο ποιητικό είδος που ανέπτυξε η αρχαιότητα: ικανοποιούσε τόσο την όραση όσο και την ακοή, τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, και τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις όχι λιγότερο από τον απαιτητικό νου.
Από το σύνολο των υποψήφιων ποιητών επιλέγονταν τρεις που θα διαγωνίζονταν στο πλαίσιο μιας διονυσιακής εορτής (Λήναια, Μεγάλα Διονύσια). Αυτοί έπαιρναν στη συνέχεια χορό, τη δαπάνη του οποίου αναλάμβαναν πλούσιοι πολίτες, που γίνονταν κυριολεκτικά χορηγοί. Η επιλογή των ποιητών και η οργάνωση του εορταστικού διαγωνισμού βρίσκονταν στη δικαιοδοσία δύο αρχόντων της Αθήνας: του βασιλέως και του ἐπωνύμου. Οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν το σύνθετο προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του ποιητή, της πολιτικής εξουσίας, που μπορούσε να αποδεχθεί ή να αρνηθεί το ανέβασμα ενός έργου, και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των πλουσίων, που υποχρεώνονταν μεν από το κράτος σε δημόσιες δαπάνες για το κοινό καλό (λειτουργίας), αλλά είχαν το ελεύθερο να επιλέξουν ποιο δημόσιο αγαθό θα χρηματοδοτούσαν.
Ολόκληρο τον 5ο αιώνα οι παραστάσεις γίνονταν σε ξύλινα παραπήγματα που στήνονταν στη νοτιοανατολική παρυφή της Ακρόπολης, εκεί όπου βρισκόταν, από την εποχή του Πεισίστρατου, το ιερό του Διονύσου. Κάθε ποιητής ήταν ταυτόχρονα σκηνοθέτης των έργων του, μουσικός συνθέτης των λυρικών μερών τους και, συχνότατα, υποκριτής ο ίδιος. Διαγωνιζόταν με μια σειρά τεσσάρων δραμάτων, μια τετραλογίαν, από τα οποία τα τρία πρώτα ήταν τραγωδίες και το τελευταίο ένα σατυρικό δράμα - θεατρικό είδος με έντονα διονυσιακά και κωμικά χαρακτηριστικά, που εισήγαγε μάλλον στην Αθήνα ο Πρατίνας από τον Φλειούντα για να απαλύνει την ένταση των τραγωδιών.
Ορισμένοι από τους πρώτους τραγικούς ποιητές είναι γνωστοί μόνο ως ονόματα. Για τον Φρύνιχο, ωστόσο, υπάρχει η πληροφορία ότι τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή το 493 ανέβασε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, όπου περιέγραφε την κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες και θύμισε στους συμπολίτες του οἰκεῖα κακά, τις δικές τους συμφορές. Το γεγονός δείχνει τη διαπλοκή πολιτικής και πολιτισμού διπλά. Η θεματολογία της τραγωδίας του Φρυνίχου είχε αντληθεί από την πολιτική επικαιρότητα, στην οποία η Αθήνα είχε άμεση εμπλοκή με τις παραλείψεις των διπλωματικών και πολεμικών χειρισμών της. Από την άλλη μεριά, η οργισμένη αντίδραση του κοινού και των αρχόντων βασιζόταν σε κριτήρια περισσότερο πολιτικά παρά αισθητικά. Είναι πιθανό ότι ο Φρύνιχος θέλησε να ψέξει τη φιλοπερσική πτέρυγα των Αθηναίων και αυτή πήρε την εκδίκησή της τιμωρώντας τον. Λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα, πάντως, και συγκεκριμένα το 476, ο ίδιος ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο για το έργο του Φοίνισσες, όπου δοξαζόταν η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα. Η καλλιτεχνική αρτιότητα δεν ήταν φυσικά το μοναδικό κριτήριο του ενθουσιασμού που αισθάνθηκε το κοινό για την τραγωδία αυτή.
Ο πρώτος βεβαιωμένα μεγάλος τραγικός ποιητής και αληθινός δεύτερος δημιουργός της τραγωδίας υπήρξε ο Αισχύλος από την Ελευσίνα (περ. 525-456). Αυτός ο ευσεβής πολίτης εισήγαγε ορισμένες καθοριστικής σημασίας καινοτομίες στην τραγωδία: πρόσθεσε τον δεύτερο υποκριτή, μείωσε την έκταση των λυρικών μερών προς όφελος των επεισοδίων και εισήγαγε νέους τύπους όρχησης. Οι καινοτομίες του είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι δραματικές δυνατότητες της τραγωδίας. Ο Αισχύλος κατόρθωσε επίσης να πραγματευτεί μακροσκελή μυθικά θέματα με την τριλογική σύνθεση, που πιθανότατα αποτελεί επίσης δική του επινόηση. Ενώ οι προγενέστεροι ποιητές συνέθεταν τρεις τραγωδίες με διαφορετικό θέμα, ο Αισχύλος συνέθεσε τριλογίας, δηλαδή τραγωδίες με ενιαία και συνεχή πλοκή από την πρώτη έως την τελευταία. Αυτή ήταν η μοναδική καινοτομία που δεν έγινε αποδεκτή από τους μεταγενέστερους ποιητές.
Στην αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία ο Αισχύλος ακολούθησε το παράδειγμα του Φρυνίχου και συνέθεσε έργο με θεματολογία αντλημένη από τα σύγχρονα πολεμικά συμβάντα - αυτά στα οποία είχε λάβει μέρος ο ίδιος. Οι Πέρσες ἐδιδάχθησαν (δηλαδή παραστάθηκαν) το 472, με χορηγό τον Περικλή, που έκανε τότε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του, και αφηγούνται την ελληνική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η παρουσίαση του θέματος γίνεται από την πλευρά του ηττημένου Ξέρξη και των υπηκόων του, με τρόπο τόσο χαρακτηριστικά οικουμενικό, ώστε ο μεγάλος βασιλιάς μετατρέπεται σε πανανθρώπινο σύμβολο των συνεπειών που έχει η καταστροφική ὕβρις. Η συμπάθεια του Αισχύλου για την προσωπικότητα και την πολιτική οξύνοια του Θεμιστοκλή βρίσκεται πίσω από αυτή την τραγωδία, που παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά στις Συρακούσες, όταν ο Αισχύλος ήταν προσκεκλημένος του τυράννου Ιέρωνα και πέρασε αρκετό χρόνο στην αυλή του. Τότε έγραψε μάλλον και μια χαμένη τραγωδία με τίτλο Αιτναίες, για να τιμήσει την επανίδρυση της κατεστραμμένης Κατάνης.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Αισχύλος επισκέφθηκε και πάλι τη Σικελία. Μάλιστα, πέθανε στη Γέλα, την πόλη καταγωγής και κατοικίας του Ιέρωνα πριν αναλάβει την τυραννία στις Συρακούσες. Στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε για να τον συνοδεύσει στον τάφο, ο ποιητής μνημόνευσε όχι την τέχνη του και την επιτυχία που είχε στο αθηναϊκό ή το σικελικό κοινό, αλλά τη συμμετοχή του στην ηρωική αντιμετώπιση των Περσών. Ο αδελφός του είχε σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα με τρόπο τόσο θρυλικό, ώστε να απαθανατιστεί στην Ποικίλη Στοά και να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για αιώνες. Σε αυτή την ένδοξη μάχη αναφερόταν και ο ίδιος με το επιτύμβιο επίγραμμά του.
Η Ποικίλη Στοά, στο βορειοδυτικό τμήμα της αθηναϊκής αγοράς, κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα με πρωτοβουλία του Κίμωνα και πήρε το όνομά της από τις ζωγραφικές παραστάσεις πολεμικών συγκρούσεων που τη διακοσμούσαν: Αμαζονομαχία, Τρωικός Πόλεμος, Αθήνα εναντίον Σπάρτης, μάχη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι ζούσαν το παρόν ως μια συνέχεια του ηρωικού παρελθόντος, μυθικού και ιστορικού. Εγγράφοντας τον εαυτό του σε αυτή την παράδοση, ο Αισχύλος ήθελε να τον θυμούνται ως έναν Αθηναίο οπλίτη. Εξάλλου, το κυρίαρχο θέμα που διέπνεε τα έργα του ήταν το πρόβλημα των σχέσεων του ατόμου με την οικογένεια και του οἴκου με την πόλιν. Ενώ διέθετε μια αρχαϊκού τύπου εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του Δία, ο Αισχύλος αφουγκραζόταν ταυτόχρονα τα ζητήματα που έθετε η εποχή του.
Ο δεύτερος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Σοφοκλής (περ. 496-406) από τον δήμο του Κολωνού, αποτελεί το πνευματικό σύμβολο του αθηναϊκού μεγαλείου. Ο Σοφοκλής υπήρξε, όπως και ο προκάτοχός του, μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή -προσθήκη που αποδέχθηκαν όλοι οι τραγικοί ποιητές-, αύξησε τον αριθμό των μελών του χορού από 12 σε 15 και ανέπτυξε τη σκηνογραφία με την εγκατάσταση περιστρεφόμενων πινάκων ζωγραφικής στα δύο άκρα της σκηνής. Το δραματικό σύμπαν του Σοφοκλή ήταν γνήσια τραγικό. Ο Οἰδίπους τύραννος (που διδάχθηκε στη δεκαετία του 420), η πρότυπη τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη, δείχνει με μεγάλη ενάργεια τις αρετές και τον κεντρικό άξονα προβληματισμού του Σοφοκλή, που υπήρξε, όσο ζούσε, ο δημοφιλέστερος τραγικός ποιητής των Αθηναίων.
Ο Σοφοκλής δραματοποίησε το τεράστιο πρόβλημα της σχέσης της ανθρώπινης ευφυΐας με την ευδαιμονία. Διερεύνησε ειδικά την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα στην περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση και την υπέρτερη σοφία των θεών. Η τραγικότητα της ζωής παρουσιάστηκε ως το αποτέλεσμα μιας γνώσης που δεν μπορεί να είναι ποτέ ασφαλής και που έρχεται όχι με αναστοχασμό αλλά μέσα από την οδύνη και τη βιωμένη συμφορά, όταν είναι ήδη αργά. Οι επτά σωζόμενες τραγωδίες του χαρακτηρίζονται από έναν αποτελεσματικό χειρισμό των δραματικών τεχνικών, και ιδίως της ηθογραφίας και της τραγικής ειρωνείας, σε σκηνές εξαιρετικής έντασης και πάθους.
Ο Ευριπίδης δεν εισήγαγε καινοτομίες στη μορφή της τραγωδίας. Πρωτοτύπησε όμως στο περιεχόμενό της (Κακριδής 3.5.Γ.ii [σ. 123-127). Επηρεασμένος από το νέο πνεύμα των φυσικών φιλοσόφων και σοφιστών τόνισε την αυθαιρεσία πολλών κοινωνικών συμβάσεων και την τάση της ανθρώπινης φύσης να κατακλύζεται από δυνατά συναισθήματα και να χάνει κάθε λογικό έλεγχο. Τέτοια ισχυρά πάθη, κατά τη γνώμη του, γεννούν και ανακυκλώνουν τις μεγαλύτερες συμφορές. Ειδικά σε δύο έργα με θέμα τη μυθική άλωση της Τροίας (Εκάβη, Τρωάδες) ο Ευριπίδης είδε τα δεινά του πολέμου μέσα από τα μάτια αιχμαλωτισμένων γυναικών που έχουν χάσει συζύγους και γιους και βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Ο αντιπολεμικός τόνος των δύο αυτών τραγωδιών, που παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δείχνει τη δύναμη των ποιητών να ασκούν έμμεση κριτική στις πολιτικές αποφάσεις των συμπολιτών τους. Δείχνει όμως επίσης γιατί ο Ευριπίδης δεν υπήρξε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του βίου του, αλλά θαυμάστηκε ιδιαιτέρως μετά τον θάνατό του: οι μεταγενέστεροι μπορούσαν να διακρίνουν καθαρότερα και αντικειμενικότερα το ανθρωπιστικό μήνυμά του. Αν και η οικονομία της μυθικής δράσης στα έργα του δεν είναι πάντοτε συνεπής ή εύλογη, οι τραγωδίες του παρουσιάζουν μεγάλη δραματικότητα και χαρακτηριστική αληθοφάνεια στη διαγραφή του ψυχισμού γυναικών, παιδιών και δούλων. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι σώθηκαν επειδή μπορούσαν να τραγουδήσουν λυρικά άσματα του Ευριπίδη ή να εκθέσουν την υπόθεση κάποιων τραγωδιών του.
Μετά τον Σοφοκλή έπαυσαν οι μορφολογικές αλλαγές στην τραγική ποίηση, διότι η τραγωδία είχε βρει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την οἰκείαν φύσιν. Η ανάπτυξή της ήταν όμοια με αυτή ενός υπεραιωνόβιου δέντρου δίχως σημαντικούς απογόνους. Όταν προς το τέλος του αιώνα πέθαναν, με διαφορά λίγων μηνών, οι Σοφοκλής και Ευριπίδης, η τραγική τέχνη πρακτικά έσβησε μαζί τους. Η αδιανόητη ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο μιας τέχνης που είχε τόσο στενά συνδεθεί με την πολιτική δύναμη της πόλης στην οποία αναπτύχθηκε. Από τον επόμενο αιώνα, τα έργα των τριών τραγικών ποιητών ανέβαιναν ετησίως στη σκηνή, παράλληλα με τις νέες παραγωγές, ως συντελεσμένα αριστουργήματα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν καταστεί, ήδη κατά την ύστερη κλασική εποχή, οι κλασικοί τραγωδοποιοί.
Αν η τραγωδία ήταν μια αθηναϊκή επινόηση, η κωμωδία είχε, όπως αναγνώριζε ήδη ο Αριστοτέλης, δωρική καταγωγή (Κακριδής 3.5.Γ.iii [σ. 127-133]). Τόσο οι Μεγαρείς και οι Κορίνθιοι στην Πελοπόννησο όσο και οι Δωριείς της Σικελίας γνώριζαν το θέατρο στην εύθυμη και σκωπτική μορφή του. Οι μῖμοι ήταν ένα θεατρικό είδος σε πεζό λόγο που αναπτύχθηκε στις Συρακούσες και έμελλε να επηρεάσει τόσο την αττική πεζογραφία (στο λογοτεχνικό είδος των σωκρατικών διαλόγων) όσο και τη μεταγενέστερη ελληνιστική ποίηση (στο βουκολικό ειδύλλιο). Στις Συρακούσες έδρασε και ο Επίχαρμος, κωμικός ποιητής με ιδιαίτερα φιλοσοφημένη στάση ζωής, που είχε μάλλον γεννηθεί σε άλλη δωρική πόλη. Κατά τον 5ο αιώνα, η Κάτω Ιταλία και η Σικελία βρίσκονταν μόνο από γεωγραφική άποψη στην περιφέρεια του ελληνισμού. Από την άποψη του πολιτισμού ήταν ήδη σπουδαία κέντρα.
Στην αυλή του Ιέρωνα βρέθηκαν κατά καιρούς οι πιο διάσημοι ποιητές της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως ήταν οι Κείοι Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (θείος και ανεψιός), ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Αισχύλος. Ο Πίνδαρος ειδικά, αναντίρρητα ο πιο βαθύνους και ποικίλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (Κακριδής 3.5.Β.i [σ. 107-108]), εξύμνησε τον πλούτο και την αίγλη τυράννων, οι οποίοι, κάνοντας επίδειξη της οικονομικής και πολιτικής ισχύος τους, άλλοτε κέρδιζαν το πιο πολυδάπανο αγώνισμα της Ολυμπίας, το τέθριππον, και άλλοτε αφιέρωναν πολυτελή έργα τέχνης στους πανελλήνιους Δελφούς. Ο διάσημος Ηνίοχος που εκτίθεται στους Δελφούς αποτελεί μια τέτοια αναθηματική προσφορά του αδελφού του Ιέρωνα, που ήταν τύραννος της Γέλας. Αλλά και πολλές από τις σωζόμενες ωδές του Πινδάρου αποτελούν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μισθωμένων παραγγελιών από σημαντικούς πολιτικούς άνδρες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Επειδή ο Πίνδαρος ήταν, κατά κοινή ομολογία, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της εποχής, η αμοιβή που απαιτούσε και εισέπραττε δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Η πολιτική αποζητούσε τον υψηλό πολιτισμό για να δοξάσει τα δικά της, ειρηνικά ή πολεμικά, επιτεύγματα, όπως και ο πολιτισμός επωφελούνταν από τις επιτυχίες και φιλοδοξίες της πολιτικής σκηνής.
Αυτή την εποχή οι κατοικίες των Ελλήνων, ακόμη και των πλουσίων, ήταν πλίθινες και αρχιτεκτονικά ασήμαντες. Οι καλύτερες διέθεταν εσωτερική αυλή για φωτισμό -αφού δεν είχαν παράθυρα στις εξωτερικές πλευρές- και δύο πατώματα. Όλες οι πολυτελείς κατασκευές (ναοί, στοές, γυμνάσια, αρχεία) ήταν δημόσια κτίρια.
Αντίθετα από την ποίηση, η μνημειώδης αρχιτεκτονική απαιτούσε μεγάλα κονδύλια και ήταν αδιανόητη χωρίς ακμαία οικονομία και αντίστοιχη πολιτική βούληση. Τέτοια ήταν η δημοσιονομική πολιτική του Περικλή. Η ανακάλυψη των αργυρωρυχείων του Λαυρίου το 483, που αύξησε απρόσμενα τον πλούτο της πόλης, η αφθονία σε κοντινή απόσταση από το άστυ του πεντελικού μαρμάρου και η παρουσία στην Αττική ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού αποτελούμενου από μέτοικους, δούλους και ελεύθερους πολίτες ήταν αναγκαίες προϋποθέσεις για το μεγαλόπνοο σχέδιο ανανέωσης της αθηναϊκής Ακρόπολης. Το σχέδιο όμως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολιτική απόφαση της μεταφοράς του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα και τη διάθεση των συμμαχικών πόρων σε δημόσια έργα για τον εξωραϊσμό της πόλης.
Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, ο τότε ανεγειρόμενος ναός της Αθηνάς -στην τοποθεσία που επρόκειτο να οικοδομηθεί αργότερα ο νεότερος Παρθενώνας- βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο: δύο ή το πολύ τρεις σειρές σπονδύλων είχαν ανεγερθεί πάνω στον στυλοβάτη, και η απαιτητικότερη εργασία των κιονόκρανων και του θριγκού φάνταζε ακόμη μακρινή. Ο ναός καταστράφηκε από τους κατακτητές, όπως και πολλά άλλα οικήματα θεών στην αθηναϊκή Ακρόπολη και την ελληνική επικράτεια συνολικά. Μετά τις Πλαταιές, οι Έλληνες ορκίστηκαν να μην τα ανακατασκευάσουν, για να θυμούνται την περσική πράξη και να πάρουν στο μέλλον εκδίκηση. Μάλιστα, ορισμένοι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού της Αθηνάς ενσωματώθηκαν συμβολικά στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, για να δείχνουν την περσική βαρβαρότητα. Τα χρόνια όμως περνούσαν και η αρχική οργή εξασθενούσε. Δεν μπορούσαν ούτε οι άνθρωποι ούτε οι θεοί να ζουν επί μακρόν μέσα σε συντρίμμια. Λίγο μετά το μέσον του αιώνα η απόφαση για την κατασκευή ενός νέου Παρθενώνα είχε ήδη ληφθεί.
Το έργο ανατέθηκε συνολικά στον Φειδία, ενώ ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης ήταν υπεύθυνοι για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Για την ολοκλήρωση του απαιτήθηκαν 15 χρόνια εντατικής δουλειάς (447-432), χρόνος ελάχιστος αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος και την τεχνολογία της εποχής. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια θα πρέπει να φανταστούμε ένα πλήθος ανθρώπων να δουλεύουν πυρετωδώς, όχι μόνο στην Ακρόπολη, αλλά επίσης στην Πεντέλη και στον Πειραιά καθώς και σε διάφορα εργαστήρια της αγοράς. Έναν χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου με τη Σπάρτη, η Αθήνα είχε στεγάσει και πάλι την προστάτιδα θεά της και είχε κατασκευάσει μια ιδιαίτερα πολυτελή είσοδο στον ιερό βράχο.
Ο Παρθενώνας είναι, από πολλές απόψεις, ένας μη τυπικός ελληνικός ναός. Ενώ είναι δωρικός, έχει ωστόσο περίτεχνη ιωνική ζωοφόρο στο εσωτερικό, πίσω από το περιστύλιο, κρυμμένη στη σκιά. Αντί για έξι κίονες στις μικρές πλευρές, αυτός έχει οκτώ - για μείζονα μεγαλοπρέπεια. Αντί για ευθείες γραμμές, έχει μόνο καμπύλες. Η προοπτική διόρθωση της οφθαλμαπάτης, που είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε άλλους ναούς, οδηγήθηκε σε ακραία τελειότητα. Αν προεκτείνει κανείς τις γραμμές των κιόνων προς το ουράνιο διάστημα, αυτές θα συναντηθούν περίπου δύο χιλιόμετρα πάνω από το έδαφος. Το έργο αυτό ήταν το σύμβολο της ενότητας των Ελλήνων υπό την ηγεσία της Αθήνας, την οποία οραματιζόταν ο Περικλής.
Ομοίως, μη τυπικά και εντελώς πρωτότυπα ήταν επίσης τα Προπύλαια, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μνησικλής. Κατασκευάστηκαν στη διάρκεια των ετών 436-432 για να υπογραμμίσουν το μεγαλείο της δύναμης της Αθήνας, το οποίο συμβόλιζαν τα μνημειώδη έργα της Ακρόπολης και ειδικά ο νέος Παρθενώνας. Τα Προπύλαια, που έμειναν ημιτελή από την απορρόφηση των αθηναϊκών δυνάμεων στα νέα έργα του πολέμου, βασίζονταν σε μια λιγότερο πολυτελή κατασκευή, κατεστραμμένη από τους Πέρσες, και αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό του επισκέπτη κατά την είσοδό του στον χώρο λατρείας. Η βορειοδυτική πλευρά του Παρθενώνα χάριζε μέσα από αυτή τη μεγαλοπρεπή κιονοφόρο είσοδο θέαμα αλησμόνητο.
Οι μετόπες του Παρθενώνα αφηγούνταν συμβολικά τη νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητας: άνθρωποι εναντίον Αμαζόνων και Κενταύρων, θεοί εναντίον Γιγάντων και Έλληνες εναντίον Τρώων αποτελούσαν συμβολικές απεικονίσεις της πρόσφατης νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών. Τα αετώματα, από την άλλη, παρουσίαζαν την επικράτηση της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα, που διεκδικούσε επίσης τη χώρα της Αττικής (δυτικό αέτωμα), και την ίδια τη γέννηση της θεάς (ανατολικό αέτωμα, στην κυρίως είσοδο του ναού), με μια θεματική εκζήτηση και ανεπανάληπτη προσοχή στη λεπτομέρεια. Το θέμα της σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων επανήλθε λίγο αργότερα στο κομψοτέχνημα της αθηναϊκής Ακρόπολης, τον μικρό ναό της Αθηνάς Νίκης, που κατασκευάστηκε μέσα στην τριετία 427-424.
Τελευταίο από τα έργα της Ακρόπολης ήταν το Ερεχθείο (όπως ονομάστηκε αργότερα), μια ιδιαίτερα πολύπλοκη και πρωτότυπη κατασκευή προς τιμήν της Αθηνάς και των πρώτων, αυτόχθονων όπως πίστευαν, βασιλέων της Αττικής. Ξεκίνησε με το τέλος της πρώτης φάσης του πολέμου με τη Σπάρτη και ολοκληρώθηκε λίγο πριν από την οριστική ήττα της Αθήνας (περ. 421-406). Από επιγραφές μαθαίνουμε ότι στην κατασκευή του εργάστηκαν όλες οι κατηγορίες κατοίκων της Αθήνας μαζί. Κατά τη φάση αποπεράτωσης του ναού εργάζονταν 44 κτίστες, 19 ξυλουργοί, 9 γλύπτες και πολλοί άλλοι τεχνίτες διαφορετικών ειδικοτήτων. Από τους κτίστες ένα ποσοστό 36% ήταν δούλοι, 27% μέτοικοι και 20% ελεύθεροι πολίτες. (Οι υπόλοιποι παραμένουν άγνωστης προέλευσης.) Στους ξυλουργούς τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21% δούλοι, 36% μέτοικοι και 26% πολίτες. Στους γλύπτες, αντίθετα, δεν συγκαταλεγόταν κανένας δούλος: τα 2/3 απαρτίζονταν από μέτοικους. Οι περισσότεροι ειδικευμένοι τεχνίτες στην Αθήνα προς το τέλος του αιώνα ήταν άνθρωποι με ελευθερία στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά δίχως πολιτικά δικαιώματα.
Ένα άλλο αρχιτεκτονικό έργο, στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης αυτό, δείχνει από μια διαφορετική προοπτική τη σύμπραξη πολέμου, πολιτικής και πολιτισμού. Το λεγόμενο Ωδείο του Περικλέους ήταν ένα στεγασμένο κτίριο τεράστιων διαστάσεων για μουσικές παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ιδέα της κατασκευής του ανήκε στον Αθηναίο πολιτικό. Αλλά αξιοσημείωτη υπήρξε η στέγη του: κατασκευάστηκε έτσι ώστε να θυμίζει τη σκηνή εκστρατείας του Μεγάλου Βασιλιά και κοσμήθηκε με κατάρτια περσικών πλοίων που αλώθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εδώ τα λάφυρα και οι εικόνες του πολέμου μετασχηματίστηκαν σε υλικό για τον πολιτισμό.
Η τραγωδία και η γλυπτική του 5ου αιώνα διέθεταν έντονα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική παραγωγή στο σύνολό της: αδρή ενότητα περιεχομένου και σημασία στη λεπτομέρεια, έμφαση στο καθολικό και το καίριο δίχως απομάκρυνση από τη γοητεία του ζωντανού και του συγκεκριμένου, βαθιά αίσθηση της σωστής αναλογίας, καθαρότητα στη μορφή που κρύβει τεράστια τεχνική εκζήτηση, εμμονή στην αληθοφάνεια και αίσθηση της πραγματικότητας - ό,τι οι αρχαίοι ονόμαζαν μίμησιν.
Η λάμψη του ηρωικού μεγαλείου και η οδύνη της απρόσμενης αλλά ποτέ αδικαιολόγητης πτώσης, η ανθρώπινη μεγαλοσύνη και η ανθρώπινη ασημαντότητα, αποτελούσαν το υφάδι και το στημόνι του τραγικού και γλυπτικού ρεπερτορίου. Παρόμοια θέματα επεξεργάστηκε με τον αφηγηματικό και όχι αναπαραστατικό τρόπο που είχε στη διάθεση του ο Όμηρος. Δεν είναι διόλου άξιο απορίας που ορισμένοι θεωρούσαν ως αρχηγέτη της τραγωδίας αυτόν ακριβώς τον πρώτο ποιητή της ελληνικής ιστορίας. Ούτε ξαφνιάζουν ιστορίες που αποδίδουν την έμπνευση του Φειδία για τη δημιουργία του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην αντίστοιχη ομηρική περιγραφή του πατέρα των θεών. Αν ο Αθηναίος γλύπτης που εργάστηκε στην Ολυμπία δημιούργησε ένα από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, ο πανέλλην Όμηρος έπρεπε να έχει το δικό του μερίδιο στη δόξα.
Η μεγάλη τεχνική κατάρτιση των καλλιτεχνών της κλασικής εποχής και η συνειδητοποίηση τόσο των πρακτικών δυσκολιών όσο και των πολύπλοκων κανόνων της τέχνης τους φαίνονται από το γεγονός ότι κάποιοι δεν αρκέστηκαν μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά συνέγραψαν επίσης θεωρητικές πραγματείες. Ο Σοφοκλής, για παράδειγμα, συνέγραψε ένα (χαμένο σήμερα) θεωρητικό έργο Περὶ χοροῦ, και ο διάσημος γλύπτης του Άργους Πολύκλειτος, ο μεγαλύτερος ανδριαντοποιός του αιώνα, συνέγραψε θεωρητική μελέτη περί αναλογιών - τον περίφημο Κανόνα, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα πολύτιμα, όσο και αινιγματικά, αποσπάσματα. Οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν επιστημονικές εξηγήσεις των μεθόδων ορθής σύλληψης, σύνθεσης και εκτέλεσης των έργων τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι ιπποκρατικοί γιατροί περιέγραφαν τις μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας των ασθενειών. Η ποιητική και η γλυπτική αποτελούσαν συνειδητοποιημένα και εν μέρει συστηματοποιημένα είδη γνώσης. Το αντίστοιχό τους βρίσκεται στην ορθολογική μεθοδολογία της επιστήμης της εποχής.
Την ημέρα εκείνη άρχισαν μεγάλες συμφορές για τους Έλληνες
Το 431 η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα ήταν πλέον αναπόφευκτη. Σαράντα οκτώ χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, όταν οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις είχαν αντιμετωπίσει τους Πέρσες πολεμώντας πλάι πλάι, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει· ολόκληρος ο κόσμος έδειχνε να έχει αλλάξει. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι οι Πέρσες δεν αποτελούσαν πλέον σημαντική απειλή και ότι το Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητα μια ελληνική θάλασσα.
Οι Σπαρτιάτες παρέμεναν, όπως πάντα, περιορισμένοι, όσο μπορούσαν, στην πόλη τους, χωρίς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και χωρίς να απομακρύνονται από την παραδοσιακή αγωγή, που τους καθιστούσε άριστους πολεμιστές. Ασπίδα τους ήταν η ανδρεία τους στη μάχη και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, είχαν επενδύσει στο ναυτικό τους. Ηγεμόνευαν σε μια πολύ μεγάλη συμμαχία και αισθάνονταν κυρίαρχοι των θαλασσών. Με την πολυπραγμοσύνη τους γίνονταν συνεχώς ισχυρότεροι. Κάθε νέο βήμα που πραγματοποιούσαν μείωνε την επιρροή και το κύρος της Σπάρτης. Είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιμετώπιζαν ακόμη και τους συμμάχους τους με υπεροψία. Σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν περισσότερο ως δυνάστες και λιγότερο ως προστάτες. Όταν μάλιστα κάποια πόλη επιχειρούσε να αποστατήσει, την υποχρέωναν να συνετιστεί, επιδεικνύοντας συχνά υπέρμετρη σκληρότητα. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν ότι έπρεπε να δράσουν. Εάν αδρανούσαν, η Αθήνα θα γινόταν ακαταμάχητη.
Πριν αρχίσει η μεγάλη σύγκρουση, οι δύο πλευρές μέτρησαν τις δυνάμεις τους και σχεδίασαν τη στρατηγική που όφειλαν να ακολουθήσουν. Ο επερχόμενος πόλεμος δεν επρόκειτο να κριθεί από μία μάχη στην ξηρά ούτε από μία ναυμαχία. Η Σπάρτη δεν κινδύνευε από εισβολή, και η Αθήνα ήταν καλά προστατευμένη από τα Μακρά Τείχη της. Πεδίο σύγκρουσης θα ήταν όλος ο κόσμος όπου κατοικούσαν Έλληνες, από την Ανατολή έως τη Δύση. Γι᾽ αυτό και οι διάφορες πόλεις έσπευδαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Τα προμηνύματα του πολέμου δεν συγκλόνισαν άλλωστε μόνο τους Έλληνες αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων.
Ο Θουκυδίδης εκτίμησε ότι επρόκειτο για εξελίξεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, που άξιζε τον κόπο να καταγραφούν με κάθε δυνατή σχολαστικότητα. Χάρη στις οξυδερκείς του παρατηρήσεις, είναι γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες του πολέμου. Στην αρχή κιόλας της αφήγησής του ο ιστορικός βάζει στο στόμα του Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμου Β' (περ. 469-427) μια γενική επισκόπηση της κατάστασης: Οι Σπαρτιάτες όφειλαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που αναλάμβαναν ήταν δύσκολος. Για έναν στρατό που μπορούσε να μετακινηθεί κυρίως διά ξηράς, η Αθήνα βρισκόταν μακριά. Επιπλέον, οι Αθηναίοι ήταν άριστα προετοιμασμένοι. Διέθεταν μεγάλο πλούτο (ιδιωτικό και δημόσιο), ναυτικό, ιππικό, όπλα, εφεδρείες και συμμάχους που κατέβαλλαν φόρους. Ακόμη και αν οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τη γη τους με συχνές επιδρομές, αυτοί είχαν τον τρόπο να προμηθεύονται ό,τι χρειάζονταν από τη θάλασσα. Η λύση ίσως βρισκόταν στην αποστασία των συμμάχων τους, αλλά, για να επιτευχθεί αυτό, οι Σπαρτιάτες χρειάζονταν ισχυρό ναυτικό, το οποίο δεν διέθεταν. Εκτός από στόλο, οι Σπαρτιάτες έπρεπε να εξασφαλίσουν νέους συμμάχους, πέρα από τους Πελοποννήσιους, Έλληνες αλλά και βαρβάρους, δηλαδή Πέρσες. Ο Αρχίδαμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου θα καθόριζαν περισσότερο τα χρήματα και λιγότερο τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που έδινε ασφαλώς προβάδισμα στην Αθήνα.
Την ίδια γνώμη είχαν και οι Αθηναίοι. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου πήραν τις αποφάσεις τους, μίλησε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Περικλής. Ο Θουκυδίδης βάζει στο στόμα του μια γενική επισκόπηση της κατάστασης, η οποία επιβεβαιώνει τα λόγια του Αρχίδαμου. Ιδιαίτερο βάρος εμφανίζεται να αποδίδει ο Αθηναίος πολιτικός στην τροφοδοσία και γενικότερα σε οικονομικά θέματα. Στον τομέα αυτό οι Αθηναίοι υπερείχαν από κάθε άποψη. Άλλωστε, όπως εξήγησε, τον πόλεμο τον συντηρούσαν τα αποθέματα, όχι οι αναγκαστικές εισφορές, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να καταφύγουν οι Πελοποννήσιοι. Σε άλλη ευκαιρία, ο Περικλής, για να εμψυχώσει τους Αθηναίους, απαρίθμησε με ακρίβεια το μέγεθος των αποθεμάτων τους, τον συμμαχικό φόρο, τα ιδιωτικά και τα δημόσια αφιερώματα στους θεούς, τους θησαυρούς των ναών - ακόμη και τον χρυσό στο άγαλμα της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε συγκεντρωμένο μέσα στα τείχη της ούτε ένα μικρό μέρος αυτού του πλούτου.
Ο Περικλής απέφυγε, όσο μπορούσε, να θυμίσει στους Αθηναίους ότι οι Σπαρτιάτες διέθεταν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο: εμφανίζονταν ως απελευθερωτές των Ελλήνων. Οι πάντες γνώριζαν ότι η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε ένα είδος τυραννίας. Αυτό το παραδεχόταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, και ο ίδιος. Εάν οι σύμμαχοι δέχονταν τους Σπαρτιάτες ως απελευθερωτές, τότε όλα τα μεγάλα πλεονεκτήματα της Αθήνας γίνονταν επισφαλή. Ο Περικλής αναγνώριζε ότι η τυραννία ήταν άδικη, αλλά προειδοποιούσε ότι η παραίτηση από αυτή ήταν επικίνδυνη.
Ο Πελοποννησιακός ή Αττικός Πόλεμος, όπως τον αποκαλούσαν οι Πελοποννήσιοι, κράτησε με διαλείμματα 27 χρόνια. Όπως είχε προβλέψει ο βασιλιάς Αρχίδαμος, αυτοί που τον ξεκίνησαν τον κληροδότησαν στα παιδιά τους. Η πρώτη δεκαετία έμεινε γνωστή ως Αρχιδάμειος Πόλεμος, με κύριο χαρακτηριστικό τις εισβολές των Πελοποννήσιων στην Αττική. Η λεηλασία της αττικής γης ήταν αναμενόμενη. Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα τείχη τους και απέφυγαν να δώσουν μάχη στο ανοιχτό πεδίο, όπου δεν είχαν ελπίδα να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στους Σπαρτιάτες. Όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν, όπως συνήθιζαν, σε έναν από τους επιφανέστερους πολίτες να εκφωνήσει τον επιτάφιο για τους πολεμιστές που είχαν σκοτωθεί. Ο Περικλής, που ανέλαβε αυτό το έργο, επέλεξε να τιμήσει τους νεκρούς εξυμνώντας τη δημοκρατία της πόλης για την οποία είχαν αγωνιστεί.
Εκείνο που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ήταν ο λοιμός που έπληξε την πόλη και εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα στον πανικό τους, οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τον Περικλή τη στρατηγία που κατείχε για 15 συνεχή χρόνια, αλλά το 429 τον εξέλεξαν και πάλι στρατηγό. Όμως, για κακή τους τύχη πέθανε από τον λοιμό λίγους μήνες αργότερα. Όπως πληροφορεί ο Πλούταρχος, η εξέλιξη της αρρώστιας του ήταν αργή και με πολλές διακυμάνσεις. Πεθαίνοντας, δεν παινεύτηκε για τις πολλές του νίκες, αλλά επειδή, όπως ισχυρίστηκε, κανένας δεν είχε φορέσει μαύρα εξαιτίας του - εννοώντας ότι δεν είχε προκαλέσει καμία θανατική καταδίκη.
Οι Αθηναίοι δεν υπέκυψαν. Αποκλεισμένοι στην πόλη τους έκαναν διαρκείς επιδρομές με τον στόλο τους στην Πελοπόννησο. Οι ενέργειές τους έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών δεν είχαν τη δική τους ευχέρεια στον ανεφοδιασμό. Το 425 πέτυχαν περιφανή νίκη στη Σφακτηρία, ένα μικρό νησί έξω από την Πύλο, σκοτώνοντας πολλούς και αιχμαλωτίζοντας 292 άνδρες, από τους οποίους οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Η σύλληψη τόσο πολλών οπλιτών μαζί ήταν κάτι πρωτοφανές που πανικόβαλε τη Σπάρτη και έδωσε την ευκαιρία σε πολυάριθμους είλωτες να λιποτακτήσουν. Στην επιχείρησή τους οι Αθηναίοι είχαν στρατηγό τον Δημοσθένη, αλλά το σχέδιο ήταν του Κλέωνα, που εξελισσόταν σε ηγετική μορφή στη θέση του Περικλή.
Οι δύο αντίπαλοι έστρεψαν επίσης την προσοχή τους στη Δύση. Η Σικελία ήταν ένας πλούσιος τόπος που μπορούσε να λύσει το πρόβλημα επισιτισμού των Πελοποννήσιων. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αντιθέσεις όσων κατάγονταν από τη Χαλκίδα και ήταν Ίωνες με τους απογόνους των Δωριέων και προσπάθησαν να επέμβουν. Αλλά οι κάτοικοι της Σικελίας αποδέχθηκαν τη πρόταση του Συρακούσιου πολιτικού Ερμοκράτη, που τους καλούσε να διαφυλάξουν το νησί για τον εαυτό τους, και κατάφεραν να ενωθούν.
Η αναμέτρηση μεταφέρθηκε στο βόρειο Αιγαίο. Τον στρατό των Σπαρτιατών διοικούσε ο ικανός στρατηγός Βρασίδας, που είχε στρατολογήσει εκατοντάδες απελευθερωμένους είλωτες. Εμφανίστηκε ως απελευθερωτής, με κύριο στόχο την αποστασία των Αθηναίων συμμάχων. Μολονότι διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι περισσότεροι δεν ήταν πρόθυμοι να ελευθερωθούν, πέτυχε στρατιωτικές νίκες που έφεραν σε δύσκολη θέση τους Αθηναίους. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη, όπως είχε αναλάβει, και τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους με εξορία. (Η αποτυχία αυτή του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ιστορικό του σύγγραμμα.) Σε μια κρίσιμη μάχη σκοτώθηκαν ο Κλέων αλλά και ο Βρασίδας.
Το 421, εξαντλημένες από τις συνεχείς αναμετρήσεις, οι δύο πλευρές συνομολόγησαν ειρήνη, που ονομάστηκε Νικίειος, επειδή από την πλευρά των Αθηναίων την πρωτοβουλία είχε πάρει ο στρατηγός Νικίας. Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την κύρωση της συνθήκης, ο εικοσιτριάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε στα Διονύσια την κωμωδία με τον σημαίνοντα τίτλο Ειρήνη. Σε αυτή ο ποιητής εμφανίζεται καταφανής υπέρμαχος της ανακωχής. Η επιλογή και πραγμάτευση του θέματος της ειρήνης αποσκοπούσαν προφανώς να μεταπείσουν τους φιλοπόλεμους συμπολίτες για τα οφέλη που θα αποκόμιζε η πόλη από την παύση της σύγκρουσης. Οι διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους και, ενόσω ο Αριστοφάνης δούλευε πάνω στην κωμωδία του, η έκβασή τους ήταν ακόμη αβέβαιη. Η επιλογή από τους άρχοντες να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο έργο στο αθηναϊκό κοινό σχετιζόταν ασφαλώς με την πολιτική ειρήνης που υποστήριζε ο ποιητής. Ενδεικτικό, πάντως, του πολιτικού κλίματος της εποχής είναι το γεγονός ότι τελικά η κωμωδία δεν κατόρθωσε να αποσπάσει το πρώτο βραβείο, αλλά ήρθε δεύτερη. Όσον αφορά την ίδια τη συνθήκη με τους Σπαρτιάτες, προβλεπόταν ότι κάθε πλευρά έπρεπε να επιστρέψει στην άλλη ό,τι είχε κυριεύσει με τα όπλα. Αυτό σήμαινε ότι κερδισμένη έβγαινε η Αθήνα, αφού διατήρησε τη συμμαχία της.
Παρά τη συνθήκη, οι αναμετρήσεις στο Αιγαίο δεν σταμάτησαν. Το 417, σε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της περιόδου, οι Αθηναίοι υπέταξαν την ουδέτερη Μήλο, την οποία κατοικούσαν Δωριείς. Στις διαπραγματεύσεις, όπως παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Από ό,τι μπορεί κανείς να εικάσει για τους θεούς και από ό,τι είναι βέβαιο για τους ανθρώπους, πιστεύουμε ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι ακολουθούν πάντα έναν απόλυτο νόμο της φύσης, να επιβάλλουν πάντα την εξουσία τους αν έχουν τη δύναμη να το επιτύχουν. Τον νόμο αυτόν ούτε τον θεσπίσαμε, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι. Τον βρήκαμε να ισχύει και τον ακολουθούμε, όπως θα τον ακολουθούν αιώνια όσοι μας διαδεχτούν […].
Ισχυρότεροι καθώς ήταν, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί, σκότωσαν όλους τους ενήλικες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Στη θέση τους εγκατέστησαν δικούς τους αποίκους. Οι Σπαρτιάτες δεν αντέδρασαν, πιθανότατα επειδή τους ανησυχούσε η εχθρότητα του Άργους.
Ενθαρρυμένοι οι Αθηναίοι, έσπευδαν να αναμειχθούν σε υποθέσεις των Περσών, υποστηρίζοντας την εξέγερση ενός σατράπη. Ο βασιλιάς Δαρείος Β' (423-404), που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον πατέρα του Αρταξέρξη Α', διαπίστωσε έτσι ότι μια συνεχιζόμενη ουδετερότητα μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τα συμφέροντά του. Η ὕποπτος ἀνακωχή, όπως την αποκαλεί ο Θουκυδίδης, κράτησε έως το 415.
Το 415 οι Αθηναίοι αποφάσισαν ένα παράτολμο εγχείρημα. Με πολύ ισχυρές δυνάμεις οργάνωσαν μια εκστρατεία στη Σικελία. Στο νησί είχαν εκδηλωθεί νέες αντιθέσεις, που τους έδιναν μεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Όπως ισχυρίζεται ο Θουκυδίδης, η πραγματική τους πρόθεση ήταν να κατακτήσουν ολόκληρο το νησί. Εκμεταλλεύτηκαν πάντως την πρόσκληση συμμάχων τους, που τους καλούσαν με πολύ πιο περιορισμένο στόχο. «Εάν δεν μας βοηθήσετε εναντίον των εχθρών μας», ισχυρίστηκαν οι Εγεσταίοι, «τότε σύντομα θα κυριεύσουν το νησί οι Συρακούσιοι, και αυτοί θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους Σπαρτιάτες.» Οι Εγεσταίοι, που δεν ήταν Έλληνες (κάτι που λησμονεί να σημειώσει ο Θουκυδίδης), υπόσχονταν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία.
Στο διπλωματικό πεδίο οι Αθηναίοι είχαν κινηθεί από νωρίς με δεξιότητα, κερδίζοντας τη συμμαχία πολλών πόλεων. Συνομίλησαν με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδόνιους και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Σικελίας. Οι διαβεβαιώσεις που έλαβαν φαίνονταν πειστικές. Το εγχείρημα προπαγάνδιζε έντονα και ο νέος πολιτικός Αλκιβιάδης, προστατευόμενος παλαιότερα του Περικλή και μαθητής του Σωκράτη. Αφού λοιπόν συζήτησαν το θέμα διεξοδικώς, όλους τους έπιασε σφοδρή επιθυμία να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, την ηγεσία του αθηναϊκού στρατού ανέλαβαν ο Νικίας και ο Λάμαχος.
Οι Αθηναίοι διέπραξαν το σφάλμα να ανακαλέσουν, τελευταία στιγμή, τον Αλκιβιάδη. Το βάρος έπεσε έτσι στον Νικία, που δεν ενέκρινε το εγχείρημα. Αλλά το σοβαρότερό τους λάθος ήταν, καθώς φαίνεται, η ίδια η μεγάλη δύναμη που απέστειλαν. Οι σύμμαχοί τους στη Σικελία τρομοκρατήθηκαν και αρνήθηκαν τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η εκστρατεία κατέληξε έτσι σε μια τραγική ήττα από την οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Ο Λάμαχος, ο Νικίας και ο Δημοσθένης σκοτώθηκαν, ενώ ο Αλκιβιάδης άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Σπάρτη. Λέγεται ότι οι ελάχιστοι Αθηναίοι που σώθηκαν από τις αποπνικτικές συνθήκες των λατομείων, στα οποία είχαν φυλακιστεί, ήταν όσοι γνώριζαν από στήθους χορικά του Ευριπίδη και προτιμήθηκαν ως οικόσιτοι δούλοι στα σπίτια πλούσιων Σικελιωτών.
Με την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία το 413, η μεγάλη αναμέτρηση εισήλθε στην τελική της φάση, που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους Δεκελεικός Πόλεμος, επειδή οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον βασιλιά Άγη Β' (περ. 427-400), γιο του Αρχίδαμου, ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη: κατέλαβαν και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, από όπου απειλούσαν άμεσα την Αθήνα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ενώ περισσότεροι από 20.000 δούλοι βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Ο ίδιος πόλεμος ονομάστηκε και Ιωνικός, επειδή οι περισσότερες συγκρούσεις έγιναν στα ιωνικά παράλια. Για τη διεξαγωγή του και οι δύο πλευρές χρειάζονταν άνδρες και στόλο. Παρά τα προβλήματά τους, οι Αθηναίοι άρχισαν αμέσως να ναυπηγούν νέα πλοία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, διαπίστωναν ότι η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθεταν ήταν ο στόλος των Συρακουσών. Στράφηκαν έτσι στους Πέρσες, οι οποίοι τους συνέδραμαν οικονομικά με προθυμία. Αλλά με την επιτυχία τους αυτή στερήθηκαν το βασικό ιδεολογικό τους όπλο. Ενώ είχαν αναλάβει να ελευθερώσουν τους Έλληνες από την τυραννία των Αθηναίων, έσπευδαν να παραδώσουν ελευθερωμένες πόλεις στους Πέρσες.
Η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία. Το 411, ενώ ο στόλος απουσίαζε στη Σάμο, η δημοκρατία ανατράπηκε και τη θέση της πήρε μια καταπιεστική τυραννία τετρακοσίων ανδρών. Οι άνδρες του στόλου αντέδρασαν και ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, που βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους Πέρσες. Στο μεταξύ την τυραννία διαδέχθηκε ένα μετριοπαθέστερο καθεστώς, που βασιζόταν σε 5.000 άνδρες, και σύντομα η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Το ναυτικό, που παρέμενε ακόμη στη Σάμο, νικούσε συστηματικά τους Σπαρτιάτες. Ενωμένη πάλι και δημοκρατική, η Αθήνα άρχιζε να ελπίζει. Ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη στρατηγός, αλλά σύντομα δυσαρέστησε ξανά τους Αθηναίους και κατέφυγε στην Περσία, όπου βρήκε τον θάνατο.
Το 406 οι Αθηναίοι, με νέο στόλο που ναυπήγησαν χάρη στη συνδρομή των Μακεδόνων, πέτυχαν μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες. Ωστόσο, παρά την επιτυχία τους καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς τους, επειδή δεν είχαν περισυλλέξει ναυαγούς και νεκρούς. Εκλαμβάνοντας τον πόλεμο ως τρόπο ζωής, οι απλοί Αθηναίοι πολίτες, που διακινδύνευαν συνεχώς τη ζωή τους για την πόλη, απαιτούσαν τον μέγιστο σεβασμό από τους στρατηγούς τους: σεβασμό προς τους ζωντανούς, ναυαγούς και αιχμαλώτους, αλλά και προς τους νεκρούς. Μόνο ο σοφός Σωκράτης είχε το σθένος να αντιταχθεί σε αυτή την ακραία απόφαση. Για τις ανάγκες της ναυμαχίας οι Αθηναίοι είχαν απελευθερώσει ακόμη και δούλους. Αυτό που τους όφειλαν, το διατύπωσε ωραία ο Αριστοφάνης: Στους Βατράχους του, ο Χάρων απαξιούσε να παραλάβει με τη βάρκα του στον κάτω κόσμο δούλους, εκτός από εκείνους που είχαν ναυμαχήσει στις Αργινούσες - οι υπόλοιποι έπρεπε να περιδιαβούν τη λίμνη πεζή. Τέτοιου είδους στράτευση δούλων για τη σωτηρία των δεσποτών τους δεν ήταν συνήθης. Μια ακόμη πιο ακραία περίπτωση είχε συμβεί στην Κέρκυρα, όταν οι δημοκρατικοί πολεμούσαν εναντίον των ολιγαρχικών για τον έλεγχο της πόλης. Και οι δύο πλευρές έσπευσαν στην ύπαιθρο να στρατολογήσουν δούλους, με την υπόσχεση να τους απελευθερώσουν. Οι περισσότεροι δούλοι προτίμησαν, πάντως, να συνταχθούν με τους δημοκρατικούς.
Τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο έκρινε μια τελευταία ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Οι Σπαρτιάτες, με στρατηγό τον Λύσανδρο, συνέτριψαν το 405 τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι τον τελευταίο τους στόλο και τους τελευταίους ικανούς άνδρες. Όταν η είδηση έφτασε στο άστυ από τον Πειραιά, κανείς δεν έκλεισε μάτι. Δεν πενθούσαν για τους σκοτωμένους (σημειώνει ο Ξενοφών, που ανέλαβε να συμπληρώσει το ημιτελές αφήγημα του Θουκυδίδη), αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με μοναδική εξαίρεση τη Σάμο, οι πάντες εγκατέλειψαν την Αθήνα, που ήταν υποχρεωμένη να συνθηκολογήσει με τους πλέον ταπεινωτικούς όρους. Το 404, με μεγάλη πλειοψηφία, η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και να προσχωρήσει η πόλη στη συμμαχία της Σπάρτης. Στη θέση της δημοκρατίας την εξουσία ανέλαβαν τριάντα άνδρες, που έμειναν γνωστοί ως Τριάκοντα τύραννοι. Αυτοί διοίκησαν την πόλη με μνησικακία και σκληρότητα, θανατώνοντας περίπου 1.500 πολίτες. Πάντως, έναν χρόνο αργότερα, οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τους τυράννους. Η νέα δημοκρατία επέδειξε τη μεγαλοψυχία της κηρύσσοντας γενική αμνηστία.
Στη Σικελία, εντωμεταξύ, οι ελληνικές πόλεις είχαν αρχίσει και πάλι τις διαμάχες τους. Οι Καρχηδόνιοι επενέβησαν και επιβλήθηκαν εύκολα. Μοναδική δύναμη ικανή να αντισταθεί απέμεναν οι Συρακούσες. Ενώπιον του κινδύνου, ο στρατηγός Διονύσιος ανέτρεψε τη δημοκρατία και επέβαλε την τυραννία του, που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια.
Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε
Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή.
Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες.
Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος -πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς.
Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών.
Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία.
Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες γενιές. Μαζί με τα άλλα επιτεύγματα, το ποσοστό αλφαβητισμού και εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς.
Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα.
Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού.
Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.
Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.
Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια.
Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων.
Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικών-φιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις:
Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες.
Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου.
Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη.
Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.
Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους.
Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.
Αυτά που έγιναν και θα γίνονται πάντοτε
Με την αρρώστια που τη λένε ιερή ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι, όμως, είτε από άγνοια είτε γιατί τους έκανε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες- τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. […] Κατά τη δική μου γνώμη, οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτήν την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάνουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τέλειά τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή.
Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ήταν γιατρός. Έζησε προς το τέλος του 5ου αιώνα και ανήκε στη σχολή του Ιπποκράτη, του μεγαλύτερου γιατρού της αρχαιότητας, που θεμελίωσε επιστημονικά την ιατρική. Σήμερα σώζονται περίπου 60 πραγματείες με το όνομα του Ιπποκράτη, οι οποίες έχουν στην πραγματικότητα συντεθεί από διάφορα μέλη της σχολής που ίδρυσε ο ίδιος στην Κω, καθώς και της ανταγωνιστικής σχολής που υπήρχε στην κοντινή Κνίδο της Μικράς Ασίας. Ορισμένες πραγματείες φέρουν καθαρά τη σφραγίδα της σοφιστικής ρητορικής. Άλλες είναι καταφανώς μεταγενέστερες.
Ἱερά νόσος ή (στην ιωνική διάλεκτο) ἱρή νοῦσος ονομαζόταν η επιληψία. Παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, που προκαλούσαν ξαφνικές κρίσεις και έφερναν τον άρρωστο εκτός εαυτού, ταξινομούνταν στο ίδιο γένος. Στόχος του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι η ιερά νόσος προκαλείται από καθαρά φυσικές αιτίες, όπως και όλες οι άλλες αρρώστιες, και δεν προέρχεται από την παρεμβολή δαιμόνων ή θεών. Κατά τη γνώμη του, η νόσος προκύπτει όταν η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου παρεμποδίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού φλέγματος ή χολής.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του για να αποδείξει ότι το κέντρο της συνείδησης του ανθρώπου είναι ο εγκέφαλος και όχι το διάφραγμα (φρένες), όπως πίστευε ο Όμηρος, ούτε η καρδιά, όπως θεωρούσαν κάποιοι σαν τον Εμπεδοκλή. Ο λόγος του βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, εύλογες υποθέσεις και συλλογισμούς που τον οδηγούσαν σε πειστικά συμπεράσματα. Από τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη προκειμένου να εξηγήσει τη λειτουργία της νόσου, ο συγγραφέας απέκλεισε εντελώς τον θεϊκό παράγοντα. Η ιερά νόσος -πρέσβευε- έχει τη δική της σταθερή μορφή (φύσιν) και τη δική της φυσική αιτία (πρόφασιν): δεν είναι απρόβλεπτη ή παράλογη ή χαώδης και, αν κάποιος γνωρίσει τη φυσική αιτία που την προκαλεί, μπορεί να τη θεραπεύσει, προτείνοντας στον άρρωστο αγωγή που να εναντιώνεται κατάλληλα στην αιτία και να την υπερνικά. Η νόσος δεν θεραπεύεται με μαγικές επωδές και τελετουργικούς καθαρμούς, όπως διατείνονταν οι περιπλανώμενοι αγύρτες, που έκρυβαν την άγνοιά τους επικαλούμενοι τους θεούς.
Ο συγγραφέας είχε ανακαλύψει τον αυτόνομο χώρο της φύσης που διαθέτει δική της νομοτέλεια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, «όλα τα νοσήματα είναι θεϊκά και όλα είναι ανθρώπινα». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί η φύση λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί. Αυτή είναι η θεϊκή πλευρά της. Μπορούμε όμως να γνωρίσουμε την κανονικότητά της. Πώς αλληλεπιδρούν τα τέσσερα στοιχεία μεταξύ τους (η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά), πώς το θερμό έρχεται σε επαφή με το ψυχρό (και το υγρό με το ξηρό), πόσα είναι τα ζωτικά υγρά του ανθρώπινου σώματος και τι ιδιότητες έχουν, ποια κλίματα ευνοούν ποιες νόσους και ποιες δίαιτες τις παρεμποδίζουν: όλα αυτά είναι πράγματα κανονικά, γνωρίσιμα και προβλέψιμα. Και είναι αυτή η γνώση -ισχυρίζεται- ικανοποιητική για την πρόληψη και την ίαση των ασθενειών.
Αυτός ήταν ο νέος κόσμος στον οποίο ανδρωνόταν ο Θουκυδίδης. Η ανακάλυψη της φύσης των πραγμάτων αποτελούσε την πρώτιστη προτεραιότητα της σκέψης. Σε μια τέτοια έρευνα, όπως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη κοινωνική πραγματικότητα, επιδίδονταν και οι σοφιστές, οι οποίοι έφταναν στην πολιτιστικά προηγμένη και πολιτικά ηγεμονική Αθήνα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της Ελλάδας, για να διδάξουν και να δοξαστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας Αθηναίος δεν είχε ουσιαστικά διαπρέψει στη φιλοσοφία ή την επιστήμη. Ωστόσο, κατά την Πεντηκονταετία, η Αθήνα, με την επεκτατική πολιτική της και τον αυξανόμενο πλούτο της, γινόταν σταδιακά ο σταθερός πόλος έλξης όλων των διανοουμένων της Ελλάδας. Το σπίτι του Περικλή έγινε εστία φιλοξενίας των μεγαλύτερων πνευμάτων της εποχής. Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο φυσικός φιλόσοφος Αναξαγόρας ήταν προσωπικοί του φίλοι. Ορισμένοι πλούσιοι Αθηναίοι, που αποζητούσαν είτε μάθηση είτε κοινωνική προβολή είτε και τα δύο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Κατά την τριακονταετία του Πελοποννησιακού Πολέμου η Αθήνα είχε καταστεί πολιτιστικά η πεμπτουσία της Ελλάδας. Τέτοια και τόση συγκέντρωση πνευματικού δυναμικού είναι πολύ σπάνια στην ιστορία.
Λίγο μετά το μέσον του αιώνα λέγεται ότι ο Ηρόδοτος έφτασε στην Αθήνα και διάβασε δημοσίως μεγάλα αποσπάσματα της ιστορίας του στην αγορά. Οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν κάθε λόγο να συγκινηθούν και να επευφημήσουν, όχι μόνο γιατί στη νίκη κατά των Περσών είχαν συμβάλει αποφασιστικά οι ίδιοι, αλλά και γιατί ο ιστορικός της δωρικής Αλικαρνασσού παρουσίαζε έτσι τα πράγματα, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η διπλή αποτυχία των Περσών ήταν, στην ουσία, διπλή επιτυχία της Αθήνας και της φρόνιμης πολιτικής που είχε ακολουθήσει. Πολύ αργότερα, κάποιοι αρχαίοι λόγιοι και ιστορικοί έψεξαν τον Ηρόδοτο για φιλαθηναϊκή μονομέρεια. Ίσως είχαν δίκιο. Ο Ηρόδοτος έγραφε θαμπωμένος από τη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας και από τη θαλασσοκρατορία της στο Αιγαίο. Ίσως επίσης διέβλεπε ότι μέσω της Αθήνας θα μπορούσε να διασφαλιστεί η λογοτεχνική του φήμη στις επερχόμενες γενιές. Μαζί με τα άλλα επιτεύγματα, το ποσοστό αλφαβητισμού και εγγραμματοσύνης των Αθηναίων ανέβαινε, συγκριτικά με άλλες πόλεις, ταχύτερα. Ορισμένοι έψεξαν τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρον, διότι αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στην περιγραφή των εθίμων και των δοξασιών λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σκύθες και οι Πέρσες. Οι επικριτές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι έργο του ιστορικού ήταν να αναζητεί το δίκαιο και τη λογική κάθε πλευράς.
Η ιστορία του Ηροδότου εγγράφεται συνδυαστικά στην παράδοση των ποιητών και στη νεωτερική φυσική φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί στην Ιωνία. Από τους πρώτους κληρονόμησε την όρεξη να προστατέψει με τον γραπτό λόγο του τα «μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων και των βαρβάρων για να μην αφανιστούν», όπως εξαλείφονται τα δυνατά χρώματα που χτυπά αλύπητα ο ήλιος. Μέριμνά του ήταν η διατήρηση της ανάμνησης των σημαντικών γεγονότων που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του καθώς και των εθνογραφικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος, ρωτώντας και ταξιδεύοντας σε ξένους τόπους. Από την ιωνική φυσιολογία πήρε την κριτική αποτίμηση των πληροφοριών, την αμφιβολία, τη σύγκριση και την ταξινόμηση. Με τον προγενέστερό του Μιλήσιο Εκαταίο, που πρώτος συνέστησε τον κλάδο της συστηματικής γεωγραφίας συγγράφοντας το έργο Γῆς περίοδος (περιδιάβαση στη γη), ο Ηρόδοτος, που είχε ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για τους τόπους και τις παραδόσεις των λαών, κάποτε διαφωνούσε. Ο κόσμος του, όμως, δεν ήταν ο κόσμος της αυτόνομης φύσης των φιλοσόφων και των ιπποκρατικών γιατρών, όπου το θείο και το φυσικό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι θεοί των ποιητών τον έθελγαν ιδιαίτερα.
Αν ο πρώτος ιστορικός της Ελλάδας ήθελε κάτι να αποδείξει μέσα από τα πολλά και ασύνδετα περιστατικά που δεν κουράζεται να αφηγείται και μέσα από τις ανεκδοτολογικές ιστορίες για πρόσωπα ηγεμονικά της Ασίας και της Αιγύπτου, είναι ότι η υπερβολή οδηγεί στην πτώση και ότι στον κόσμο επικρατεί τελικά η δικαιοσύνη, όσο και αν η τιμωρία κάποτε αργεί να φανεί. Το ιστορικό του αφήγημα δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση της περιέργειας των φιλομαθών και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Έχει επίσης διάσταση ηθική. Ο «πατέρας της ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε ο Κικέρων, αισθανόταν πολύ καλά μέσα στον κόσμο όπου ζούσε. Η εμπιστοσύνη του στους θεούς και την κρυφή δράση τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ήταν ακλόνητη. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ονομάτων και των λατρειών, οι θεοί τού φάνηκαν κατά βάθος, αν όχι οι ίδιοι παντού, τουλάχιστον παρόμοιοι. Η σύγκριση τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα. Παράλληλα ο Ηρόδοτος συνειδητοποίησε την τεράστια ποικιλία των πεποιθήσεων και των εθίμων των διαφορετικών λαών και περιέγραψε τις διαφορές αυτές με την αντικειμενικότητα που παρέχει η ολύμπια απόσταση και ο σεβασμός του διαφορετικού.
Ανάμεσα στους Αθηναίους που άκουσαν τον Ηρόδοτο να διαβάζει δημόσια τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων ήταν και ο νεαρός Θουκυδίδης. Τόσο ζήλεψε τη δόξα του Αλικαρνασσέα, ώστε αποφάσισε να τον μιμηθεί και να τον ξεπεράσει. Αυτή τουλάχιστον την υποθετική ιστορία γνωριμίας των δύο ανδρών επινόησαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι, που εντόπισαν τόσο γραμμές συνέχειας ανάμεσα στα έργα των δύο ιστορικών όσο και σημαντικές αποκλίσεις.
Ο Θουκυδίδης συνέλαβε το σχέδιο καταγραφής του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη από την έναρξή του. Αν εξαιρούσε κανείς τις μυθώδεις διηγήσεις του Ομήρου και τα συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, που ήταν χαμένα στην αχλύ του θρύλου, δεν είχε ποτέ πριν υπάρξει τόσο διευρυμένη πολεμική κινητοποίηση των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες έβλεπαν την υπερβολική και ταχύτατη αύξηση της δύναμης των Αθηναίων με μεγάλη καχυποψία και φόβο. Οι σύμμαχοί τους στην Πελοπόννησο, και κυρίως οι Κορίνθιοι, που είχαν εκτεταμένο εμπόριο και σημαντικό στόλο, απειλούνταν και ζητούσαν βοήθεια. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Το συμφέρον τους βρισκόταν στη διαρκή επέκταση. Αν αποφάσιζαν να ανακόψουν την ηγεμονική πολιτική που είχαν ακολουθήσει μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να χάσουν όσα με κόπους είχαν αποκτήσει, αλλά και να ηττηθούν ολοσχερώς από το συσσωρευμένο μίσος των καταπιεσμένων συμμάχων τους. Αν δεν προχωρούσαν βίαια, κατ᾽ ανάγκην θα υποχωρούσαν τραγικά. Ικανοποίηση με τα κεκτημένα, άφεση στα υπάρχοντα και στασιμότητα δεν μπορούσαν πλέον να υπάρξουν. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και προβλεπόταν μακρύς και επώδυνος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Θουκυδίδη, που άρχισε να συλλέγει το υλικό του ήδη από το 431, με αυτοψία και μαρτυρίες όσων συμμετείχαν.
Ως Αθηναίος πολίτης, ο Θουκυδίδης κλήθηκε να πολεμήσει. Είχε ο ίδιος προσωπικά γευτεί τον πόλεμο, όπως είχε άμεσα βιώσει και τον μεγάλο λοιμό που έπεσε στην Αθήνα. Ήξερε από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλούσε. Όμως, δεν αρκέστηκε στις προσωπικές του πικρίες και απογοητεύσεις. Προσπάθησε να δει τα πράγματα από μια υψηλότερη προοπτική. Θέλησε να ανακαλύψει την ίδια τη φύση του πολέμου και να διαχωρίσει τις εξωτερικές αφορμές (τὰς ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας) από την πραγματική αιτία του (τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν). Η περίπτωση του πολέμου που συνέβη να ζήσει ο ίδιος ήταν παραδειγματική. Σαν μια αρρώστια του σώματος, είχε και αυτός εμφανή συμπτώματα και βαθύτερα αίτια.
Ο Θουκυδίδης απέφευγε τις άμεσες κρίσεις και τις γενικεύσεις. Προτιμούσε να υποδηλώνει τις απόψεις του μέσα από τη δομή της αφήγησής του. Με την επιλογή των σημαντικών γεγονότων από την αχανή δεξαμενή της ανθρώπινης πράξης και με την επιμελημένη σύνθεση των πολιτικών αποφάσεων, των πολεμικών προετοιμασιών και των μαχών σε μια εύλογη σειρά αιτίων και αποτελεσμάτων, έδειχνε καθαρά πώς αντιλαμβανόταν το έργο της ιστορίας. Η έκθεση των πολεμικών γεγονότων θα ήταν όμως ελλιπής -σκέφτηκε-, αν δεν συμπληρωνόταν από τους λόγους που οδήγησαν τους πρωταγωνιστές σε αυτά. Αν τα ακριβή λόγια όσων αγόρευσαν στην Εκκλησία του Δήμου ή ενώπιον της σπαρτιατικής Γερουσίας δεν μπορούσαν να βρεθούν, γιατί δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμοι στενογράφοι και αρχεία, μπορούσαν να ανασυντεθούν εκ των υστέρων με βάση το πιθανό. Η αφήγηση του Θουκυδίδη αποτελεί μια εύκρατη εναλλαγή πολιτικών δημηγοριών και πολεμικών συμβάντων. Σε μία μάλιστα περίπτωση το επίπεδο δραματικότητας του λόγου ανέρχεται τόσο, ώστε η αντιπαράθεση Αθηναίων και Μηλίων εκτίθεται σε ευθύ διάλογο - όπως σε μια τραγωδία. Η ανθρώπινη φύση αποκαλύπτεται ως πράξη στον πόλεμο και ως λόγος στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική των κρατών και των ηγεμονικών δυνάμεων.
Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης εκφράζει άμεσα την προσωπική του κρίση εστιάζει το βλέμμα στην αλλοίωση των ηθών, που συνέβη ως αποτέλεσμα του εσωτερικού διχασμού στην Κέρκυρα. Αυτός ήταν ο προάγγελος ενός γενικευμένου πολέμου που επρόκειτο να διχάσει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε της πόλη σε καιροσκοπικές παρατάξεις δημοκρατικών-φιλαθηναίων και ολιγαρχικών-φιλολακώνων. Το ύφος του ιστορικού γίνεται εδώ πυκνό και δύσβατο, σαν να θέλει να περιλάβει ύλες τις αποχρώσεις των συμπτωμάτων μιας φυσικής ασθένειας μέσα σε ελάχιστες φράσεις:
Έπεσαν πολλές και δυσβάστακτες συμφορές στις πόλεις με την εμφύλια διαμάχη, συμφορές που συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντοτε, όσο είναι ίδια η φύση των ανθρώπων, με περισσότερο ήπιο, όμως, τρόπο και με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες και το μέγεθος των μεταπτώσεων. Κατά τις ειρηνικές περιόδους ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ανώτερο φρόνημα, γιατί δεν πέφτουν στην ακούσια ανάγκη. Ο πόλεμος, όμως, υποκλέπτοντας την ευπορία της καθημερινής διαβίωσης, γίνεται δάσκαλος βιαιότητας και εξομοιώνει την οργή του πλήθους προς τις εκάστοτε συνθήκες.
Κατά τον Θουκυδίδη, η ανθρώπινη φύση εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη γυμνότητα στις ακραίες καταστάσεις. Τότε αποκαλύπτεται ο δυναμισμός του πλάσματος που, όπως επισήμαινε ο συμπολίτης του Σοφοκλής, είναι το «φοβερότερο» (με όλες τις σημασίες του όρου) από όλα τα ζωντανά του κόσμου: του ανθρώπου.
Στη θεώρηση του Θουκυδίδη οι θεοί, οι χρησμοί και οι μαντικές προβλέψεις δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο εκτός από το να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Τίθεται όμως πάντοτε το ζήτημα της ερμηνείας τους. Για την επίλυση των αινιγματικών γρίφων που θέτουν τα θεϊκά σημάδια οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με εκείνη τη γνωστική δύναμη που ο Θουκυδίδης ονόμασε γνώμην, και η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική αλλά και τη διαίσθηση. Μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκυρίας στο παρόν, να προβλέψουν το άμεσο μέλλον και να συμβάλουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων με καίριες αποφάσεις. Η δυνατότητα αυτή βασίζεται στην ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης, που καθιστά τη γενική πρόβλεψη υπόθεση εφικτή. Ωστόσο, παρεμβαίνουν επίσης απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα ένας σεισμός και η ξαφνική αλλαγή στην κατεύθυνση των ανέμων, που καθιστούν την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης αδιάγνωστη. Τους παράγοντες αυτούς συγκεντρώνει ο Θουκυδίδης κάτω από τον γενικό όρο τύχη.
Την τύχη δεν την αποδίδει ρητά στη βούληση των θεών. Στην αφήγηση του ιστορικού, όμως, υποφώσκει η ιδέα ότι η τύχη δεν είναι τελικά κάτι εντελώς τυχαίο! Αν μπορεί να βρεθεί, έστω και αναδρομικά, ένα βαθύτερο νόημα στην ιστορική πορεία που εξηγεί γιατί τα πράγματα κατέληξαν έτσι και όχι αλλιώς, η καθαρή τυχαιότητα δεν αρκεί, εφόσον δεν μπορεί να γίνει πραγματικό αντικείμενο γνώσης. Πίσω από τη θουκυδίδεια τύχη κρύβεται μια πίστη στην κοσμική δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή που απέδιδαν στους προσωπικούς θεούς οι τραγικοί ποιητές και στο θεῖον ο Ηρόδοτος.
Ο Θουκυδίδης είδε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως την εμπράγματη φανέρωση μιας προγενέστερης πνευματικής σύγκρουσης δύο πολιτικών νοοτροπιών: του τολμηρού και νεωτερικού πνεύματος, που δεν έβρισκε ησυχία πουθενά, και του συντηρητικότερου πνεύματος της πολιτικής σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στην παράδοση. Το πρώτο εκπροσωπούσαν οι Αθηναίοι, το δεύτερο οι Λακεδαιμόνιοι. Ορισμένοι σύμμαχοι του ενός ή του άλλου στρατοπέδου ανήκαν ουσιαστικά στην αντίπαλη πτέρυγα από την άποψη της νοοτροπίας, αλλά είχαν συνταχθεί με βάση τα συμφέροντά τους και την ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Κορίνθιοι ήταν τόσο τολμηροί όσο και οι αντίπαλοί τους Αθηναίοι, οι Σάμιοι, που συντάχθηκαν με τους Αθηναίους, οπαδοί της ησυχίας και της πολιτικής αυτονομίας, όπως και οι Σπαρτιάτες. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών στάσεων ζωής αποτελεί την πολιτική εκδήλωση μιας πολύ βαθύτερης διάστασης που έρεε υπογείως στον ελληνικό πολιτισμού. «Μη λησμονείς ποτέ ότι είσαι θνητός», έλεγε η μία τάση. «Προσπάθησε όσο μπορείς να γίνεις αθάνατος», έλεγε η άλλη. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που αναπτυσσόταν μεταξύ τους ήταν ο κοσμικός πόλεμος του Ηράκλειτου. Η ένταση ανάμεσα στις δύο τάσεις εκφράστηκε στην ιστοριογραφία, αφού πριν η πολιτική ιστορία είχε φανερώσει την ύπαρξή της σε έναν πόλεμο που ξεπερνούσε σε μέγεθος τους προηγούμενους.
Το ιστορικό αφήγημα του Θουκυδίδη, η ξυγγραφή, δεν είναι μια απλή καταγραφή αξιομνημόνευτων συμβάντων. Είναι πρωτίστως ένα έργο εφαρμοσμένης πολιτικής φιλοσοφίας. Όπως δίκαια πίστεψε ο ίδιος χωρίς υποκριτική ταπεινοφροσύνη, η ιστορία του είναι «ένα απόκτημα για την αιωνιότητα» (κτῆμα ἐς αἰεί) που στόχο έχει να διδάξει, όχι να τέρψει ή να διασκεδάσει, όπως θα έκανε μια χρονογραφία. Μελετώντας την μπορεί κανείς να βρει τους νόμους της πολιτικής δράσης των ανθρώπων, που δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά και αφηρημένα. Την πραγματική ισχύ τους την ανακαλύπτει όποιος ζει και ταυτόχρονα αναλογίζεται την ιστορία. Η ξυγγραφή του Θουκυδίδη είναι ο μεγεθυντικός φακός αυτής της αναζήτησης.
Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης
Άβδηρα ήταν μια ακμάζουσα πόλη της Θράκης. Η εισφορά της στο ταμείο της Δήλου τη φέρνει τρίτη στον κατάλογο των πλουσιότερων πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Πρωταγόρας. Οι Λεοντίνοι ήταν μια αποικία της σικελικής Νάξου, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον 6ο αιώνα. Η πόλη, κτισμένη δέκα χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα του μεγάλου νησιού, υπήρξε μία από τις λίγες περιπτώσεις ελληνικής αποικίας που δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Λόγω του εύφορου εδάφους του τόπου και της αγροτικής οικονομίας που ακολούθησαν οι άποικοι, οι Λεοντίνοι έγιναν γρήγορα ο σιτοβολώνας της Σικελίας. Από εκεί καταγόταν ο Γοργίας. Η Ήλιδα, μια σημαντική πόλη της Πελοποννήσου που είχε τη δικαιοδοσία των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν ο τόπος καταγωγής του Ιππία. Ο Πρόδικος καταγόταν από την Κέα, το μικρό νησί των Κυκλάδων στα ανατολικά της Αττικής.
Οι τέσσερις αυτοί άνδρες, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της ελληνικής επικράτειας, και πολλοί άλλοι με παρόμοια στάση ζωής, ταξίδεψαν πολύ. Όλοι τους πέρασαν και από την Αθήνα. Στόχος τους ήταν να διδάξουν συστηματικά τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάποιος να πείσει ένα ακροατήριο για την ορθότητα των απόψεών του. Δεν τους ενδιέφερε αν αυτό που θα υποστήριζε ο μαθητής τους ήταν σωστό ή λάθος, αληθές ή ψευδές. Τους απασχολούσε η ίδια η δύναμη της πειθούς.
Αν και ήδη στον Όμηρο οι Έλληνες θαύμαζαν την όμορφη ομιλία, η ρητορική δεινότητα των περισσότερων ομιλητών μέχρι τον 5ο αιώνα ήταν αποτέλεσμα έμφυτου ταλέντου και ερασιτεχνικής άσκησης. Τη συστηματική τέχνη της πειστικότητας στον λόγο εφηύραν, περίπου ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, άνθρωποι σαν αυτούς που αναφέραμε, οι οποίοι δεν σχετίζονταν προσωπικά μεταξύ τους, δεν είχαν κοινό πρόγραμμα σκέψης και δράσης ούτε ομοιόμορφες ιδέες, αλλά δρούσαν με γνώμονα το ατομικό τους συμφέρον και είχαν ως στόχο την αύξηση της προσωπικής τους φήμης σε πανελλήνια κλίμακα και τον πλουτισμό μέσω της διδαχής. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους σοφιστάς -που τότε ακόμη σήμαινε τους σοφούς-, και έτσι τους αποκαλούσαν και τους αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοί τους: ως ανθρώπους με ιδιαίτερη και σπάνια γνώση. Το μόνο κοινό στοιχείο που ξεχώριζε τη διδασκαλία τους από τα διδάγματα των φιλοσόφων ήταν η επικέντρωση της προσοχής στον άνθρωπο και στην κοινωνία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 6 [σ. 87-109]). Τα φιλοσοφικά προβλήματα για την αρχή ή τις αρχές από τις οποίες προήλθε ο κόσμος, για τα αίτια της κίνησης και της μεταβολής στη φύση, για τη σταθερότητα των άστρων και για τη φύση των θεών δεν τους απασχολούσαν. Χαρακτηριστικά ο Πρωταγόρας έλεγε:
Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τούτη τη γνώση, και πρωτίστως η ασάφεια του θέματος και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής.
Οι σοφιστές ενδιαφέρθηκαν για τη γλώσσα, την ψυχολογία, την ερμηνεία της ποίησης, τις κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική και κυρίως τον νόμον, δηλαδή τις συμβάσεις και τα έθιμα των ανθρώπινων κοινωνιών. Στόχος τους ήταν να δείξουν ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με ένα πανίσχυρο όργανο, τον λόγο, το οποίο μπορούσε να τελειοποιηθεί και να γίνει εξαιρετικά αποτελεσματικό. Όπως κάθε κατασκευαστής ή μεταπράτης εργαλείων, έτσι και οι σοφιστές δεν ενδιαφέρονταν για τη χρήση του όπλου που εμπορεύονταν. Η καλή ή κακή χρήση εναπόκειται, όπως πίστευαν, στη δικαιοδοσία του ίδιου του χρήστη. Υπόσχονταν, πάντως, ότι το όπλο τους μπορούσε να κλονίσει τις παγιωμένες πεποιθήσεις των ανθρώπων και να εμφανίσει την ασθενέστερη άποψη ως ισχυρότερη. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασαν τη συστηματική αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων, τους ἀγῶνας λόγων. Για να υπογραμμίσουν μάλιστα την ικανότητα που είχαν να υπερασπίζονται εναλλάξ τις δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, σκηνοθέτησαν ακόμη και φανταστικές δίκες, συγγράφοντας οι ίδιοι τους λόγους κατηγορίας και υπεράσπισης των υποθετικών αντιδίκων.
Η έπαρση των σοφιστών στα ζητήματα της θεωρητικής και πρακτικής γνώσης ήταν κάποτε σκανδαλώδης. Κάποιοι διατείνονταν ότι μπορούν να μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα, είτε σε μορφή μονολόγου είτε σε διάλογο με ερωταποκρίσεις. Οι επιδείξεις της τέχνης τους ήταν μνημειώδεις. Ο Πρωταγόρας προκάλεσε τόση αίσθηση όταν, γύρω στο 450, πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα, ώστε έξι χρόνια αργότερα ο Περικλής τού ανέθεσε τη συγγραφή των νόμων για τους Θούριους, τη νέα πανελλήνια αποικία των Αθηναίων στην περιοχή της κατεστραμμένης Σύβαρης στην Κάτω Ιταλία. Ο Ιππίας λέγεται ότι κυκλοφορούσε στους δρόμους των ελληνικών πόλεων διατεινόμενος ότι όλα όσα φορούσε, από τα σανδάλια έως τον χιτώνα και τα χρυσά δακτυλίδια, ήταν κατασκευασμένα από τον ίδιο.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις πόλεις καταγωγής των σοφιστών είναι περιορισμένες. Στους Λεοντίνους και τα Άβδηρα οι δημοκρατικοί θεσμοί ήταν ήδη καλά θεμελιωμένοι στο μέσον του 5ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πολλά ούτε για το πνευματικό επίπεδο των πολιτών ούτε των συζητήσεων στην αγορά ή την Εκκλησία, ούτε βέβαια για τις τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, αν και γνωρίζουμε την ανάπτυξη του θεάτρου. Στον Ακράγαντα της Σικελίας, μια άλλη μεγάλη αποικία που είχε ιδρυθεί από αποικία, έζησε ο περίφημος Εμπεδοκλής, και από αυτό τον υποτιθέμενο θεμελιωτή της ρητορικής λέγεται ότι διδάχτηκε ο Γοργίας. Μύθος ή ιστορία; Όπως και να έχει, ένα είναι βέβαιο: πάμπολλες πόλεις στην ανατολική και δυτική, βόρεια και νότια ακρώρεια του ελληνισμού διέθεταν ένα επίπεδο πνευματικής και πολιτιστικής ζωής που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και για τις αντίστοιχες σύγχρονες περιφερειακές κωμοπόλεις με την τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Οι σοφιστές κέρδισαν ενθουσιώδεις οπαδούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά δημιούργησαν και άσπονδους εχθρούς. Η διδασκαλία τους βρισκόταν κάποτε σε αντίθεση με την παραδοσιακή ηθική που εξέφραζαν ορισμένοι ποιητές, και ειδικά ο Όμηρος. Πολλοί θεώρησαν ότι με τη νέα διδασκαλία ανατρέπονταν τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνικής τάξης και του πυρήνα της μέσα στην παραδοσιακά ιεραρχημένη οικογένεια. Και είχαν εν μέρει δίκιο.
Οι σοφιστές ήθελαν να καταστήσουν την πολιτική αριστεία ένα σοβαρό και μεταβιβάσιμο αντικείμενο γνώσης, χωρίς να αμφισβητούν γενικά την ισχύουσα πολιτική κατάσταση. Ωστόσο, ορισμένες απόψεις τους ήταν πραγματικά καινοφανείς για την εποχή. Ο Αντιφών, ο μόνος μαζί με τον Κριτία σημαντικός σοφιστής που παρήγαγε η Αθήνα, υποστήριξε, για παράδειγμα, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση όμοιοι και ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στις καλές και τις ταπεινές οικογένειες ή ανάμεσα στους Έλληνες και στους βαρβάρους αποτελούν ανθρώπινες συμβάσεις. Ο ρήτορας Αλκιδάμας, που υπήρξε μαθητής του Γοργία, έφτασε να υποστηρίζει το αδιανόητο για την εποχή: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση ελεύθεροι και ότι η δουλεία είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού - μια κοινωνική σύμβαση βασισμένη στη βία. Αν και δεν γνωρίζουμε το ακριβές πλαίσιο στο οποίο διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, είναι βέβαιο ότι προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Κάποιοι ποιητές σαν τον Ευριπίδη είχαν παρουσιάσει παρόμοιες απόψεις από τα χείλη τραγικών ηρώων τους. Η ευθεία τοποθέτηση πάνω στο θέμα αυτό, όμως, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από την έμμεση λογοτεχνική κρίση, που μπορούσε να περιλαμβάνει ειρωνεία ή να εξυπηρετεί τον συνολικό σκοπό του δράματος.
Πολλοί σύγχρονοι του Αντιφώντα και του Αλκιδάμαντα είχαν αναμφίβολα ταραχθεί βλέποντας Έλληνες πολίτες ηττημένους στον πόλεμο ή λεηλατημένους στη θάλασσα από πειρατές να εξανδραποδίζονται και να υπηρετούν ως δούλοι, αλλά κανένας δεν μπορούσε εύκολα -και δεν θα ήθελε, εκτός αν ήταν ο ίδιος δούλος- να καταλήξει στο εύλογο συμπέρασμα ότι η δουλεία είναι αφύσικος θεσμός. Η πλειονότητα των δούλων της κλασικής εποχής προερχόταν, εξάλλου, από αλλοεθνείς πληθυσμούς - γεγονός που μπορούσε να καθησυχάσει τις όποιες συνειδησιακές τύψεις των δεσποτών τους και να εντείνει, ιδίως μετά τα Περσικά, την ιδεολογία περί φυσικής ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων.
Οι συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη της ρητορικής τέχνης ήταν προφανώς πολιτικές. Στην Εκκλησία του Δήμου όλα κρίνονταν από το πόσο πειστικός φαινόταν στο κοινό ο ομιλητής που υποστήριζε τον πόλεμο έναντι του πολιτικού αντιπάλου του που αξίωνε ειρήνη. Στα δικαστήρια συνέβαινε το ίδιο. Οι αντίδικοι μιλούσαν εναλλάξ και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την εύνοια ενός πολυάριθμου ακροατηρίου, που στην Αθήνα αριθμούσε 201, 401, 501 ή και περισσότερα μέλη. Η δυνατότητα εκπροσώπησης του κατήγορου ή του κατηγορουμένου από δικηγόρο ήταν άγνωστη. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει όποιος αναγκαζόταν να βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου ήταν να μισθώσει έναν επαγγελματία ρήτορα, να αποστηθίσει την απολογία που εκείνος είχε συγγράψει και να την απαγγείλει προφορικά, σαν να ήταν έκθεση επιχειρημάτων που είχε ο ίδιος σκεφτεί.
Για όσους αξίωναν ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του τόπου τους η ευφράδεια ήταν απαραίτητο προσόν - και όχι μόνο για την Εκκλησία του Δήμου. Οι πολιτικοί αντίπαλοι καραδοκούσαν για να καταγγείλουν δημόσια οποιοδήποτε πραγματικό ή υποθετικό παράπτωμα της ιδιωτικής ζωής των εχθρών τους. Η πιθανότητα να βρεθεί ο καθένας, αλλά ιδίως ένας πολίτης με έντονη δράση, στη δυσάρεστη θέση του εναγομένου ήταν πολύ μεγάλη. Ένας διαρκής κίνδυνος ελλόχευε στη ζωή των δημόσιων προσώπων και μπορούσε να τους καταστρέψει ανά πάσα στιγμή. Αν κατόρθωναν να πείσουν τους δικαστές για την αθωότητά τους και για τα πραγματικά κίνητρα των αντιπάλων τους, μπορούσαν να σωθούν. Ο χρηματισμός ή ο πολιτικός εκβιασμός ενός τόσο πολυπληθούς και ετερογενούς δικαστηρίου ήταν αδύνατος. Μοναδικό βέβαιο όπλο ήταν η τέχνη της πειθούς, ο αξιόπιστος, ο λογικά ευρηματικός και ο κατάλληλα συναισθηματικός λόγος.
Οι σοφιστές ήρθαν να καλύψουν ένα υπαρκτό κενό στην εκπαίδευση των νέων. Έως την ηλικία των επτά ετών τα παιδιά βρίσκονταν υπό την προστασία των μανάδων τους στο σπίτι. Στη συνέχεια οι εύποροι πολίτες ανέθεταν τους γιους τους σε ιδιωτικούς δασκάλους, τους παιδαγωγούς, που συχνά ήταν δούλοι, και τους μάθαιναν γραφή, ανάγνωση και μουσική, με βάση τα κείμενα του Ομήρου και άλλων ποιητών. Η πόλη ενδιαφερόταν -και όχι μόνο στη Σπάρτη- περισσότερο για τη σωματική ανάπτυξη των νέων, που επρόκειτο να γίνουν οπλίτες και να υπερασπιστούν την αυτονομία της πόλης τους, και λιγότερο για την καλλιέργεια του πνεύματός τους.
Δημόσια γυμνάσια υπήρχαν σε κάθε πόλη -και ήταν μάλιστα ένα διακριτό χαρακτηριστικό του ελληνικού τρόπου ζωής-, αλλά δημόσια σχολεία πουθενά. Η παιδεία των πολιτών προερχόταν από τις δημόσιες συζητήσεις, την απαγγελία ποίησης σε εορταστικές εκδηλώσεις και την προσωπική αναζήτηση. Στην Αθήνα ειδικά υπήρχε, επίσης, το θέατρο. Πάντως, το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν μεγάλο, και οι ελληνικές πόλεις ήταν, μέχρι τον 4ο αιώνα, κοινωνίες προφορικού λόγου, στις οποίες η μετάδοση της γνώσης γινόταν πρωτίστως με την προσωπική επαφή.
Οι σοφιστές ήταν αυτοί που εγκαινίασαν μιαν «ανώτατη» εκπαίδευση σε σχετικά ευρεία κλίμακα. Το οικονομικό τίμημα που απαιτούσαν για τούτη τη δυσεύρετη γνώση ήταν απρόσιτο στους πολλούς. Μόνο οι λίγοι πλούσιοι μπορούσαν να χαρούν το αγαθό αυτής της νέας παιδείας - γεγονός που συνέβαλε στην αρνητική στάση αρκετών συντηρητικών ανθρώπων απέναντι στο κίνημα των σοφιστών.
Το 427 ο Γοργίας ήρθε ως πρεσβευτής των Λεοντίνων στην Αθήνα, για να ζητήσει πολιτική και στρατιωτική στήριξη στη διαμάχη που είχε η γενέτειρα του με τις Συρακούσες. Οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν από τη ρητορική του δεινότητα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο εικοσάχρονος τότε Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία Νεφέλες. Το έργο δεν είχε επιτυχία στο κοινό. Ο κωμικός ποιητής, που είχε ήδη κερδίσει δύο πρώτα βραβεία με προηγούμενες κωμωδίες, δεν κατάφερε να συγκινήσει τους θεατές και ήρθε τρίτος. Παρά τη νεότητά του, ο Αριστοφάνης είχε απόψεις παραδοσιακές και μάλλον συντηρητικές. Ήταν ο πρώτος που επισήμανε -ή μάλλον εφηύρε- τη διαβρωτική επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην κοινωνία η νέα διδασκαλία των σοφιστών και των φυσικών φιλοσόφων, όσων πίστευαν στη δύναμη του νου και αδιαφορούσαν για τους θεούς και το υπεραισθητό. Οι συμπολίτες του, υπό την επήρεια ακόμη του πνεύματος της μεγάλης και κοσμοπολίτικης Αθήνας του Περικλή, δεν ένιωθαν ιδιαίτερο κίνδυνο.
Ο Αριστοφάνης επέμεινε στις απόψεις του και αναθεώρησε, λίγα χρόνια μετά, το κείμενο των αποτυχημένων Νεφελών του, ίσως για να διδάξει όσους ενδιαφέρονταν να το διαβάσουν. Στη μορφή αυτή, τη μόνη που σώζεται, ο Σωκράτης είναι ένας βασικός ήρωας του έργου και κατατάσσεται μαζί με τους σοφιστές. Αν εξαιρέσουμε την ιδιότυπα ατημέλητη εμφάνιση του μοναδικού φιλοσόφου που παρήγαγε η Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα, η εικόνα ενός Σωκράτη σοφιστή δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Η μόνη ουσιαστική διαφορά του από τους υπόλοιπους σοφιστές ήταν ότι ο Σωκράτης δεν ζητούσε αμοιβή για τη διδασκαλία που παρείχε ούτε υποσχόταν βέβαιη γνώση. Ούτως ή άλλως, οι διαφορές ανάμεσα στους σοφιστές ήταν ήδη μεγάλες. Για ένα μάτι που έβλεπε τα πράγματα από ψηλά, παραμερίζοντας τις ατομικές λεπτομέρειες, ο Σωκράτης μπορούσε κάλλιστα να ταξινομηθεί μαζί με όσους άλλους κόμιζαν τη νέα παιδεία: ενδιαφερόταν και αυτός για τη διαπαιδαγώγηση των νέων, ασκούσε κριτική στις παραδοσιακές αξίες αν δεν περνούσαν επιτυχώς τη βάσανο της λογικής, εστίαζε την προσοχή του στην ηθική και την πολιτική αριστεία και, προπάντων, αντιλαμβανόταν την αρετή ως γνώση.
Η ανάδειξη της παραδοσιακής ηθικής που καθοδηγούσε τους Μαραθωνομάχους έναντι της καινούργιας παιδείας που υποτίθεται ότι διέφθειρε τους νέους υπήρξε ένα σταθερό μέλημα του Αριστοφάνη. Το 405, έναν μόλις χρόνο μετά τον θάνατο, μέσα σε λίγους μήνες, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, ο κωμικός ποιητής παρουσίασε τον Διόνυσο, τον θεό του θεάτρου, επί σκηνής να αναζητά κάποιον μεγάλο τραγικό και να αναγκάζεται να κατεβεί στον Άδη. Το σκηνικό του κάτω κόσμου έγινε έτσι ο χώρος μιας φανταστικής αντιπαράθεσης του παραδοσιακού Αισχύλου με τον νεωτερικό Ευριπίδη σε έναν αγώνα λόγων που είναι, όπως δηλώνεται στο κείμενο, ένας ἀγὼν σοφίας. (Ο Σοφοκλής δεν μετέχει, διότι βρίσκεται με την πλευρά που εκπροσωπεί ο Αισχύλος.) Σε κάποιο σημείο εμφανίζεται η εξής χαρακτηριστική στιχομυθία:
Διόνυσος: Πάρε κι εσύ λίγο λιβάνι και ρίξ᾽ το στην πυρά.
Ευριπίδης: Εντάξει. Όμως εγώ προσεύχομαι σ᾽ άλλους θεούς.
Διόνυσος: Πρόκειται για δικούς σου; καινούργιο φρούτο;
Ευριπίδης: Βεβαίως.
Διόνυσος: Εμπρός, λοιπόν. Προσευχήσου σε ιδιωτικούς θεούς.
Ευριπίδης: Ω Αιθέρα και Στρόφαλε της Γλώσσας και Λογική
και Κυνηγετικά Ρουθούνια, βοηθήστε με να καταρρίπτω
επιτυχώς τα επιχειρήματα των αντιπάλων μου.
Ο Ευριπίδης εκπροσωπεί το νέο πνεύμα. Ο Αισχύλος, όμως, δεν πτοείται. Υποστηρίζει σθεναρά το αρχαίο ήθος. Καθώς οι αντίπαλοι είναι περίπου ισοδύναμοι, ο Διόνυσος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παρακάμπτοντας τις αμφιβολίες του, δίνει τελικά τη νίκη στον Αισχύλο. Η προτροπή του Αριστοφάνη στους συμπολίτες του ήταν σαφής. Η διάβρωση είχε διεισδύσει ακόμη και στην ποίηση, προπύργιο της παραδοσιακής σοφίας.
Αν πιστέψουμε τους πολυάριθμους μαθητές που επηρέασε βαθιά ο Σωκράτης, και ιδίως τον Πλάτωνα, η κριτική του Αριστοφάνη έφερε τελικώς αποτέλεσμα - αν και ίσως βαρύτερο από το αναμενόμενο. Πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς της πόλεως και διαφθορά των νέων. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο με 281 καταδικαστικές ψήφους και 220 αθωωτικές. Μετά τη δευτερολογία του, είκοσι -σύμφωνα με άλλη εκτίμηση έως και ογδόντα- πολίτες που τον είχαν θεωρήσει αθώο συμφώνησαν να καταδικαστεί σε θάνατο. Τόση ήταν η οργή που τους είχε προκαλέσει η αλαζονική και αμεταμέλητη στάση του απολογούμενου, ο οποίος έφτασε στο σημείο να ζητήσει δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο ως μεγάλος ευεργέτης της πόλεως - σαν τους Ολυμπιονίκες. Η ποινή εκτελέστηκε ύστερα από λίγες ημέρες.
Η γραφὴ ἀσεβείας (δηλαδή η έγγραφη και ονομαστική καταγγελία στον άρχοντα βασιλέα για το αδίκημα της ελλιπούς αναγνώρισης ή δυσπιστίας προς τους παραδοσιακούς θεούς που διέπραττε κάποιος πολίτης ή ξένος στην Αθήνα) ήταν μια αποδεκτή νομική διαδικασία. Ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας είχαν νωρίτερα κατηγορηθεί με το ίδιο αιτιολογικό. Όμως, σε καμία άλλη περίπτωση δεν είχε επιβληθεί η θανατική καταδίκη.
Τα αίτια της καταδίκης ενδέχεται να είχαν και πολιτική διάσταση. Μετά την ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων και την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στην Αθήνα, ο δήμος ψήφισε μια φρόνιμη πρόταση πολιτικής αμνηστίας, για να παύσουν οριστικά οι πολιτικές και προσωπικές έριδες ανάμεσα στους δημοκρατικούς και τους φιλολάκωνες ολιγαρχικούς που είχαν προδώσει την πάτριον πολιτείαν. Μετά το 403, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που έφταναν στα δικαστήρια δεν μπορούσαν πλέον να επικαλούνται πολιτικές πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν πριν από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πιθανόν κάποιοι Αθηναίοι να θεώρησαν ότι βαθύτερη αιτία της ήττας ήταν η διάβρωση των ηθών που προκάλεσε η νέα παιδεία.
Ο Σωκράτης ίσως αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα, που συγκέντρωσε πάνω του τη λαϊκή οργή. Κάποιοι μνημόνευαν καυστικά τη φιλική σχέση του με σημαίνοντα πρόσωπα του ολιγαρχικού πραξικοπήματος. Πάντως, στις δύο λογοτεχνικές απολογίες του Σωκράτη που μας έχουν σωθεί, τα πολιτικά κίνητρα της καταδίκης δεν μνημονεύονται. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο δεδομένου ότι οι συγγραφείς αυτοί (ο Πλάτων και ο Ξενοφών) είχαν τους δικούς τους πολιτικούς λόγους να μέμφονται την αθηναϊκή δημοκρατία. Συμβολικά, η καταδίκη του Σωκράτη σήμανε το τέλος της πολιτικής και πολιτιστικής ακμής της Αθήνας, η οποία οριοθετήθηκε από δύο μεγάλους πολέμους.