Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (310-336)

310 ΑΝ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω; ποῖ φρενῶν ἔλθω, πάτερ;
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Ἀντιγόνη; ΑΝ. γυναῖχ᾽ ὁρῶ
στείχουσαν ἡμῶν ἆσσον, Αἰτναίας ἐπὶ
πώλου βεβῶσαν· κρατὶ δ᾽ ἡλιοστερὴς
κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει.
315 τί φῶ;
ἆρ᾽ ἔστιν; ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμη πλανᾷ;
καὶ φημὶ κἀπόφημι, κοὐκ ἔχω τί φῶ.
τάλαινα,
οὐκ ἔστιν ἄλλη. φαιδρὰ γοῦν ἀπ᾽ ὀμμάτων
320 σαίνει με προσστείχουσα· σημαίνει δέ τι·
μόνης τόδ᾽ ἐστί, δῆλον, Ἰσμήνης κάρα.
ΟΙ. πῶς εἶπας, ὦ παῖ; ΑΝ. παῖδα σήν, ἐμὴν δ᾽ ὁρᾶν
ὅμαιμον· αὐδῇ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔξεστιν μαθεῖν.
ΙΣΜΗΝΗ
ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ
325 ἥδιστα προσφωνήμαθ᾽, ὡς ὑμᾶς μόλις
εὑροῦσα λύπῃ δεύτερον μόλις βλέπω.
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἥκεις; ΙΣ. ὦ πάτερ δύσμοιρ᾽ ὁρᾶν.
ΟΙ. τέκνον, πέφηνας; ΙΣ. οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι.
ΟΙ. πρόσψαυσον, ὦ παῖ. ΙΣ. θιγγάνω δυοῖν ὁμοῦ.
330 ΟΙ. ὦ σπέρμ᾽ ὅμαιμον. ΙΣ. ὦ δυσάθλιαι τροφαί.
ΟΙ. ἦ τῆσδε κἀμοῦ; ΙΣ. δυσμόρου τ᾽ ἐμοῦ τρίτης.
ΟΙ. τέκνον, τί δ᾽ ἦλθες; ΙΣ. σῇ, πάτερ, προμηθίᾳ.
ΟΙ. πότερα πόθοισι; ΙΣ. καὶ λόγων γ᾽ αὐτάγγελος,
ξὺν ᾧπερ εἶχον οἰκετῶν πιστῷ μόνῳ.
335 ΟΙ. οἱ δ᾽ αὐθόμαιμοι ποῦ νεανίαι πονεῖν;
ΙΣ. εἴσ᾽ οὗπέρ εἰσι· δεινὰ τἀν κείνοις τανῦν.

***
310 ΑΝ. Ω Δία, τί να πω και τί να βάλει ο νους μου;
ΟΙ. Τί τρέχει, Αντιγόνη κόρη μου; ΑΝ. Κάποια γυναίκα
βλέπω να ᾽ρχεται ολοταχώς, πάνω σε μια
φοράδα από την Αίτνα, φορώντας στο κεφάλι της
πλατύγυρο θεσσαλικό, που της σκεπάζει για καλά το πρόσωπο,
να μην το κάψει ο ήλιος.
315 Δεν ξέρω αλήθεια τί να πω;
Είναι; δεν είναι; με γελούν τα μάτια μου;
Ταλαίπωρη είμαι,
κι όμως είναι αυτή, δεν είναι άλλη. Πλησιάζει,
320 και το χαρούμενό της βλέμμα με χαϊδεύει· τώρα μου γνέφει.
Σίγουρα είναι αυτή, Ισμήνη αγαπημένη μου.
ΟΙ. Τι λες, παιδί μου; ΑΝ. Πως βλέπω τη δική σου
θυγατέρα και τη δική μου αδελφή· μπορείς κι εσύ
ν᾽ αναγνωρίσεις τη φωνή της.
ΙΣΜΗΝΗ
325 Γλυκύτατα, διπλά ονόματα, της αδελφής και του πατέρα.
Πολύς ο μόχθος να σας βρω, πολύς ο πόνος να σας ξαναδώ.
ΟΙ. Ω κόρη μου, είσαι εδώ; ΙΣ. Ναι, δύσμοιρε πατέρα,
με την άθλια όψη.
ΟΙ. Φάνηκες, θυγατέρα μου; ΙΣ. Δύσκολα όμως και με κόπο.
ΟΙ. Έλα παιδί μου, χάιδεψέ με. ΙΣ. Σας αγκαλιάζω και τους δυο.
330 ΟΙ. Σπέρμα μου κι αίμα μου εσείς. ΙΣ. Ζωές αξιοθρήνητες.
ΟΙ. Μιλάς για μένα και γι᾽ αυτήν; ΙΣ. Είμαι κι εγώ,
τρίτη και δύστυχη.
ΟΙ. Παιδί μου, πες, εδώ τί σ᾽ έφερε; ΙΣ. Πατέρα, η φροντίδα μου
για σένα.
ΟΙ. Ο πόθος να με ξαναδείς; ΙΣ. Ήθελα και να φέρω μόνη μου
το νέο, μαζί μ᾽ αυτόν τον υπηρέτη, που πιστός μού απόμεινε.
335 ΟΙ. Κι οι νεαροί, τα προκομμένα αδέλφια σου, τί κάνουν;
ΙΣ. Είναι εκεί που είναι· τώρα σε φοβερή κατάσταση.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.1.2. Οι διηγήσεις του Φοίνικα


Σημαντικότερη ωστόσο από κάθε άποψη είναι η μακρά, εσωτερική διήγηση του Φοίνικα, παιδαγωγού του Αχιλλέα. Ακούγεται στο πλαίσιο της «Πρεσβείας» και αποτελεί τον αφηγηματικό κορμό της ένατης ραψωδίας (Ι 430-605). Η ικετευτική αυτή αποστολή εξελίσσεται μέσα στη νύχτα, χωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη μάχιμη μέρα της Ιλιάδας, και σκοπεύει στον κατευνασμό του οργισμένου και απόλεμου Αχιλλέα. Με αντάλλαγμα αμέτρητα δώρα, που είναι πρόθυμος να προσφέρει στον θυμωμένο ήρωα ο Αγαμέμνονας για να τον εξευμενίσει, ώστε να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ενόψει τώρα του έσχατου κινδύνου που απειλεί το (περιφραγμένο και τειχισμένο) ναυτικό στρατόπεδο των Δαναών, εξαιτίας της ακατάσχετης επιθετικής ορμής του Έκτορα.

Η «Πρεσβεία» εντοπίζεται στη σκηνή του Αχιλλέα, με παρόντα και τον Πάτροκλο, όπου καταφθάνουν, ως απεσταλμένοι της συμφιλιωτικής προσφοράς του Αγαμέμνονα, ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας. Πρώτος παίρνει τον λόγο ο Οδυσσέας, η επιχειρηματολογία του όμως απορρίπτεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος όχι μόνον εμμένει στην απόλεμη οργή του, αλλά απειλεί κιόλας πως ξημερώντας θα μπαρκάρει με τους Μυρμηδόνες του στα πλοία, επιστρέφοντας στη Φθία, αφήνοντας τους Αχαιούς στο έλεος του Έκτορα και των Τρώων. Παρεμβαίνει τότε δεύτερος ομιλητής ο Φοίνικας, με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, ως εντεταλμένος από τον Πηλέα παιδαγωγός και σύμβουλος του Αχιλλέα, για τον οποίο ο γιος της Θέτιδας ομολογεί εξαρχής τρυφερή συμπάθεια. Ο διεξοδικός παραινετικός λόγος του Φοίνικα κλιμακώνεται σε δύο ένθετες διηγήσεις: αυτοβιογραφική και νοβελιστική η πρώτη· επική η δεύτερη.

Η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοινίκα επιμένει στην αμετάκλητη οργή του πατέρα του, η οποία τον οδήγησε στην αυτοεξορία, και τελικά τον έφερε στη Φθία, στο παλάτι του Πηλέα, που τον υποδέχτηκε και τον όρισε παιδαγωγό και σύμβουλο του Αχιλλέα. Αιτία της πατρικής οργής υπήρξε μια σκλάβα παλλακίδα, που πέρασε από το κρεβάτι του γέρου πατέρα στην αγκαλιά του νεαρού γιου, με σχέδιο εκδικητικό της μάνας, το οποίο ο γιος αποδέχτηκε και πραγματοποίησε. Το συνωμοτικό σχέδιο όμως το πήρε είδηση ο πατέρας, και έξω φρενών καταράστηκε τον γιο του: να μείνει στείρος και άτεκνος για πάντα· ποτέ να μην κρατήσει ο ίδιος στα γόνατά του εγγόνι απ᾽ αυτόν. Η πατρική κατάρα εισακούστηκε από τις σκληρές Ερινύες, τον Δία και την ανελέητη θεά του κάτω κόσμου, την Περσεφόνη. Οπότε ο γιος, ο Φοίνικας, ταλαντεύεται: να σκοτώσει τον πατέρα του; να παραμείνει στο οικογενειακό αρχοντικό, έκθετος στην πατρική οργή, όπως επιμένουν φίλοι και δικοί, τάζοντάς του ως αντάλλαγμα γλέντια και χαρές νεανικές; ή κρυφά από τους φύλακές του να δραπετεύσει και να ξενιτευτεί γυρεύοντας αλλού τύχη καλύτερη; Διαλέγει την τρίτη λύση. Έτσι βρήκε στη Φθία δεύτερο πατέρα τον Πηλέα, αναλαμβάνοντας και την αγωγή του Αχιλλέα.

Μολονότι η διήγηση αυτή εντάσσεται στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, ο παραδειγματικός της ρόλος δεν είναι τόσο σαφής, όπως ξεκάθαρα συμβαίνει στη επόμενη ένθετη διήγηση για τον Μελέαγρο, η οποία λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή για την περίπτωση του Αχιλλέα. Παρά ταύτα, και στην πρώτη, αυτοβιογραφική, όπως είπαμε, διήγηση του Φοίνικα, ξεχωρίζουν δύο τουλάχιστον θέματα, που, συνειρμικά έστω, παραπέμπουν στην προκείμενη εμπλοκή του Αχιλλέα. Πρώτα ο αμετάκλητος θυμός του πατέρα, που οδηγεί τον γιο στην εξορία· θέμα που αναλογεί στη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα και στην απόφαση του Αχιλλέα να απόσχει από τη μάχη. Ύστερα η ίδια η αφορμή της ρήξης στη σχέση πατέρα και γιου: η ανώνυμη εδώ παλλακίδα κρατεί τη θέση της Βρισηίδας, που υπήρξε μήλο της έριδας μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κανένα ωστόσο από τα δύο αυτά θέματα δεν οδηγεί άμεσα στον κύριο στόχο της παραίνεσης του Φοίνικα, που είναι: να δεχθεί ο Αχιλλέας τη μεταμέλεια και τις εξιλαστήριες προσφορές του Αγαμέμνονα, να κατευνάσει την οργή του και να ξαναγυρίσει στο πεδίο της μάχης, ώστε να προλάβει ενδεχόμενη πανωλεθρία των Αχαιών.

Με τους όρους αυτούς η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοίνικα μπορεί να εκτιμηθεί μάλλον ως νοβελιστική εισαγωγή στην επόμενη επική διήγηση περί του Μελεάγρου. Γιατί, καθώς θυμίζει θέματα της πρώτης ραψωδίας (τη φιλονικία δηλαδή Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, την αιτία και τις συνέπειές της), ανακεφαλαιώνει κατά κάποιον τρόπο τα προηγούμενα της «Πρεσβείας», τις προϋποθέσεις της, και μάλιστα από τη σκοπιά του Φοίνικα. Ο οποίος μοιάζει να λέει στον Αχιλλέα: δεν μιλώ στον αέρα, έχω προσωπική πείρα από τέτοιου είδους εμπλοκές, τις έζησα κι εγώ στο πετσί μου, άκου λοιπόν τη συμβουλή μου.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Φοίνικας δεν διστάζει εξ υστέρου να βγάλει τα παραινετικά του συμπεράσματα. Επιμένει λοιπόν πως πρέπει ο Αχιλλέας να μερώσει την οργή του, καταπώς το θέλουν οι θεοί. Να αποδεχτεί τις προσφορές, όπως το επιβάλλουν οι συμφιλιωτικές Λιτές, κόρες του Δία. Ν᾽ ακούσει και να υπολογίσει τα λόγια και τις συμβουλές όσων προσήλθαν για να τον μεταπείσουν, αναγνωρίζοντας την αξία τους. Μετά όμως παίρνει απότομα στροφή ο νους του, και θυμάται ο Φοίνικας μια παλιά ιστορία, που αποφασίζει, φίλος σε φίλους, να τη διηγηθεί. Η επεισοδιακή αυτή διήγηση λέει σε παράφραση τα εξής (I 527-605):

Κουρήτες και Αιτωλοί έχουν ανοίξει μεταξύ τους άγριο πόλεμο γύρω από την Καλυδώνα. Οι Αιτωλοί την υπερασπίζονται, ενώ οι Κουρήτες θέλουν να την κουρσέψουν. Θεολογική αιτία του πολέμου: ο θυμός της Άρτεμης, που οργίστηκε με τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, γιατί τη λησμόνησε στις προσφορές καρπών πρώτης σοδειάς, στις απαρχές δηλαδή. Οπότε η θεά στέλνει στη γη της Καλυδώνας κάπρο φοβερό, που ρήμαζε τα χτήματα, ξερίζωνε τα δέντρα, δεν άφηνε τίποτα όρθιο μπροστά του. Την εξόντωσή του ανέλαβε τότε ο γιος του Οινέα, ο Μελέαγρος, καλώντας απ᾽ όλη την Ελλάδα ξακουστούς αγριμολόγους, κι έτσι άρχισε η περίφημη θήρα του καλυδωνείου κάπρου, που αποτυπώθηκε και σε εικαστικά έργα. Τελικά τον κάπρο τον σκοτώνει ο Μελέαγρος, αλλά μετά ξεσπά άγρια διαμάχη ανάμεσα σε Αιτωλούς και Κουρήτες για το κεφάλι του κάπρου, ποιος θα το κρατήσει. Αποτέλεσμα: φονικός πόλεμος.

Όσο τη μάχη την κυβερνούσε ατρόμητος ο Μελέαγρος, οι Κουρήτες την είχαν άσχημα. Ο πόλεμος όμως γύρισε ανάποδα, όταν οργίστηκε βαριά ο Μελέαγρος και πήρε την απόφαση να απόσχει από τη μάχη, οπότε οι Κουρήτες πήραν το πάνω χέρι. Αιτία του θυμού: η μάνα του Μελέαγρου, η Αλθαία, που καταράστηκε τον ίδιο της τον γιο να σκοτωθεί, γιατί της σκότωσε τον αδελφό της. Μ᾽ αυτό το βάρος της μητρικής κατάρας θυμωμένος αποτραβήχτηκε ο Μελέαγρος στον συζυγικό κοιτώνα, πλαγιάζοντας με την πανέμορφη γυναίκα του, κόρη της Μάρπησσας και του Ίδα, την Κλεοπάτρα. Που είχε και παρονόμι: οι γονείς της την έλεγαν και Αλκυόνη.

Στο μεταξύ, ο πόλεμος κρατούσε καλά για τους Κουρήτες, που βρέθηκαν τώρα να χτυπούν πύλες και πύργους της τειχισμένης Καλυδώνας. Οπότε οι άρχοντες των Αιτωλών στέλνουν ιερουργούς να παρακαλέσουν τον Μελέαγρο, τάζοντας δώρα πολλά και πολύτιμα, ώστε να γυρίσει πίσω στη μάχη και να υπερασπιστεί την πύλη. Μάταια όμως, εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Οπότε πέφτει στα γόνατα ο πατέρας του Μελεάγρου, μπρος στο κατώφλι του νυφικού θαλάμου, χτυπώντας τα κλειστά θυρόφυλλα. Εκείνος τίποτα. Μετά έρχεται η μάνα του παρακαλώντας, ανάβει όμως κι άλλο τον θυμό του. Μήτε τους πιο αγαπημένους του συντρόφους άκουσε ο Μελέαγρος, που προσέτρεξαν κι εκείνοι με τη σειρά τους.

Μόνο την τελευταία στιγμή, όταν τα βέλη του εχθρού έπεφταν πια μέσα στο σπίτι, και οι Κουρήτες ανεβασμένοι στις επάλξεις έβαζαν φωτιά στο κάστρο, τότε και μόνο τότε ενέδωσε στην ικεσία της γυναίκας του ο Μελέαγρος. Όταν του θύμισε δηλαδή η Κλεοπάτρα ποια τύχη περιμένει τους ηττημένους του πολέμου: οι άντρες σκοτώνονται, γυναίκες και παιδιά σέρνονται στη σκλαβιά. Τότε σκίρτησε ο νους του Μελεάγρου και λύγισε η καρδιά του: τινάχτηκε πάνω, φόρεσε τη λαμπρή του αρματωσιά, απώθησε τον εχθρό και γλίτωσε την πόλη και τους Αιτωλούς, δίχως να πάρει όμως όσα δώρα του είχαν τάξει. Και ο Φοίνικας, σφραγίζοντας την ιστορία του, επιλέγει: δεν πρέπει ο Αχιλλέας να φτάσει στο σημείο αυτό· όσο είναι καιρός ακόμη, οφείλει να χαλαρώσει την τεντωμένη οργή του, να δεχτεί τις προσφορές, να ξαναγυρίσει στη μάχη.

Τόσο η έκταση όσο και η σύνταξη της ένθετης αυτής διήγησης μαρτυρούν αφηγηματική επιμέλεια, σχεδόν αυτοτέλεια. Παρά ταύτα, η παρεμβολή της στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, που την καθιστά παράδειγμα προς αποφυγή (επομένως αντιπαράδειγμα για τον Αχιλλέα), δεν εκπληρώνει τους αυστηρούς όρους της εσωτερικής διήγησης. Κανείς δεν την προκάλεσε, η επιλογή της οφείλεται αποκλειστικά στις συμβουλευτικές προθέσεις του Φοίνικα, ο οποίος διηγείται από μνήμης μια ιστορία μάλλον γνωστή στους εξωτερικούς ακροατές της εποχής εκείνης. Ως παραινετικό αντιπαράδειγμα ωστόσο κολλάει καλά στα συμφραζόμενα της «Πρεσβείας», στη μῆνιν του Αχιλλέα προπαντός, η οποία τώρα βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή της: θα υποχωρήσει ή θα συνεχιστεί; Τελικά ο θυμός του Αχιλλέα θα αποδειχτεί ανυποχώρητος και θα ξεπεραστεί μόνο την τελευταία στιγμή, κάτω από οριακές και αναπότρεπτες πλέον συνθήκες, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Μελεάγρου.

Στο σημείο αυτό μια λοξή παρατήρηση. Μπορεί ο εξωτερικός ακροατής του έπους να δυσφορεί με το αγύριστο κεφάλι του Αχιλλέα, που θα στοιχίσει, εκτός των άλλων, και τον θάνατο του φίλου του, του Πατρόκλου. Από την άλλη όμως μεριά η αρνητική στάση του θυμωμένου ήρωα στη φάση αυτή είναι συνθετικά υποχρεωτική για τη συνέχεια της Ιλιάδας. Τούτο σημαίνει ότι το σχέδιο του έπους, όπως το ξέρουμε και το βλέπουμε μέσα από το συντελεσμένο κείμενο, δεν άφηνε περιθώρια για άλλου είδους συμπεριφορά του Αχιλλέα. Θα έπρεπε δηλαδή να ανατραπεί η συνέχεια του έπους, στην περίπτωση που θα υποχωρούσε εδώ ο Αχιλλέας στην παραίνεση του Φοίνικα. Με άλλα λόγια: η παρατεινόμενη οργή του μεγάλου ήρωα δεν χρεώνεται τόσο στον αλύγιστο χαρακτήρα του όσο στο αφηγηματικό πρόγραμμα, όπως το αποφάσισε ο ποιητής και το υπερασπίζεται τώρα με νύχια και με δόντια.

Έστω και ένθετη, η διήγηση αυτή του Φοίνικα στο πλαίσιο ενός παραινετικού λόγου ανακαλεί, όπως είπαμε, μια γνωστή ιστορία. Ίσως ένα προηγούμενο προφορικό έπος αιτωλικής καταγωγής, που πιθανόν το είχε υπόψη του ο ποιητής της Ιλιάδας και το συνταίριαξε με το δικό του έπος, επειδή του έδινε την ευκαιρία να διπλασιάσει το κεντρικό θέμα της οργής και της αποχής ενός ήρωα από τη μάχη. Αποτέλεσμα: η διήγηση του Φοίνικα για τον θυμό του Μελεάγρου και τα παρεπόμενά της μικροσκοπεί την αφήγηση για τη μῆνιν του Αχιλλέα και τις δικές της συνέπειες, θέμα που αποτελεί τον αφηγηματικό άξονα ολόκληρης της Ιλιάδας. Το γεγονός αυτό εξώθησε κάποιους ομηριστές να διατυπώσουν την υποθετική θεωρία ότι πίσω από την ομηρική Ιλιάδα κρύβεται μια προηγούμενη Μελεαγρίδα, η οποία αποτέλεσε και το πρότυπό της.

Τέλος, ενδιαφέρουν και κάποια κοινά θεματικά στοιχεία ανάμεσα στην πρώτη (τη νοβελιστική) και στη δεύτερη (την επική) διήγηση του Φοίνικα, πέρα από τον παραινετικό τύπο που τις περιβάλλει. Το ένα είναι το θέμα του ανυποχώρητου θυμού: έντονο ήδη θέμα στον πατέρα του Φοίνικα και πιο ενισχυμένο στον Μελέαγρο. Το άλλο έχει να κάνει με το μοτίβο της κατάρας, που εκτοξεύεται τόσο από τον πατέρα του Φοίνικα εναντίον του όσο και από τη μάνα του Μελεάγρου εις βάρος του γιου της. Η κατάρα του πατέρα και η κατάρα της μάνας με στόχο τον γιο μοιάζει να συμπληρώνει η μία την άλλη, μολονότι η δεύτερη είναι βαρύτερη από την πρώτη, και ακούγεται αποτρόπαιη: μια μάνα καταριέται το παιδί της να σκοτωθεί στη μάχη, γιατί (πιθανόν άθελά του) σκότωσε τον αδελφό της. Ωστόσο, η προτίμηση αυτή του αδελφού έναντι του γιου επιβεβαιώνει μια παραδοσιακή ιεράρχηση αγαπημένων προσώπων, που τη συναντούμε στον Ηρόδοτο (3.119) και στον Σοφοκλή (Αντιγόνη 909-915). Σύμφωνα με την οποία ιεραρχικά πρωτεύει ο αδελφός τόσο από τον γιο όσο και από τον σύζυγο, επειδή θεωρείται αναντικατάστατος, σε περίπτωση που έχουν πεθάνει οι γεννήτορες, ο πατέρας δηλαδή και η μάνα των αδελφών.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 1. Τι ήταν αυτοί οι Ρωμαίοι;

1.6. Η Ρώμη μαθαίνει Ελληνικά


Η θετική πλευρά αυτής της ιστορίας ήταν ότι το «παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού» επέτρεψε στους κατοίκους της Ρώμης να δουν από κοντά αριστουργήματα της Ελληνικής τέχνης. Πολύ γρήγορα η Ρώμη γέμισε από ιδιωτικές «γκαλερί» με ελληνικά εκθέματα, ενώ πολλά από αυτά τα έργα τοποθετήθηκαν και σε δημόσιους χώρους. Το σημαντικότερο ήταν, όμως, ότι οι ελληνικοί θησαυροί ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φιλελληνικό ρεύμα στη Ρώμη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τέχνης από ντόπιους καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων τόσο από την κυρίως Ελλάδα όσο και από την ελληνόφωνη ανατολική Μεσόγειο άρχισαν να συρρέουν στην πρωτεύουσα της Ιταλίας. Τι ζητούσαν εκεί όλοι αυτοί;

«Οτιδήποτε καλό έβλεπαν οι προγονοί μας σε ξένους λαούς, εχθρούς ή συμμάχους, το υιοθετούσαν αμέσως με μεγάλη προθυμία· προτιμούσαν να μιμούνται παρά να φθονούν τα καλά πράγματα».
Σαλλούστιος, Ρωμαίος ιστορικός

Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι πήγαν εκεί όχι επειδή το επιθυμούσαν οι ίδιοι αλλά επειδή τους ανάγκασαν οι Ρωμαίοι. Θύματα τέτοιας αναγκαστικής μετανάστευσης ήταν συνήθως άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι έκαναν εισαγωγές καθηγητών, καθένας για λογαριασμό του βέβαια. Έτσι, πολλοί νικηφόροι στρατηγοί έφεραν από την Ελλάδα και από άλλα σημεία του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου αιχμαλώτους πολέμου και τους ανέθεσαν να κάνουν στα παιδιά τους «ιδιαίτερα μαθήματα» - ανάμεσα στα οποία σημαντικότατη θέση είχε η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Και η μόνη ξένη γλώσσα στην οποία άξιζε να πάρεις το «προφίσιενσι» εκείνο τον καιρό ήταν τα ελληνικά. Έτσι, εκτός από το πλιάτσικο οι Ρωμαίοι επινόησαν και έναν άλλο τρόπο για να φέρουν την Ελλάδα στη Ρώμη: την απαγωγή. Πολλοί άλλοι όμως πήγαιναν με τη θέλησή τους: μερικοί, όπως οι γιατροί, για να ασκήσουν την τέχνη τους, άλλοι για να προωθήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα, και άλλοι, όπως οι διάφοροι φιλόσοφοι, για να διδάξουν όσα πίστευαν· και αφού οι Ρωμαίοι δεν είχαν αναπτύξει δικές τους φιλοσοφικές σπουδές, τα φιλοσοφικά φροντιστήρια που άνοιγαν οι Έλληνες διανοούμενοι είχαν συνήθως πολλή πελατεία και μεγάλες ουρές.

Ωστόσο, η παρουσία τους στη Ρώμη προκάλεσε πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους πιο παραδοσιακούς Ρωμαίους. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε απλώς έκφραση δυσπιστίας, άλλες φορές όμως οι ρωμαϊκές αρχές τούς αφαίρεσαν την «άδεια διδασκαλίας» και τους έδιωξαν από την πόλη, προφανώς επειδή πίστευαν ότι τα μαθήματά τους δεν έκαναν καλό στη ρωμαϊκή νεολαία και έρχονταν σε σύγκρουση με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη. Τέτοιες δυσπιστίες παρατηρούνται συχνά όταν ένας λαός με απλούστερη μορφή πολιτισμικής οργάνωσης συναντηθεί με πιο σύνθετους και προχωρημένους πολιτισμούς.

Δεν έφταιγε όμως μόνο η παραδοσιακή επιφυλακτικότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι μετανάστες από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Ελλάδα δεν ήταν μόνο γιατροί που είχαν πάρει τον ιπποκρατικό όρκο αλλά και κομπογιαννίτες χωρίς σύνορα· δεν ήταν μόνο εμπνευσμένοι καλλιτέχνες αλλά και «αρτίστες» που ανήκαν στον χώρο του υποκόσμου· δεν ήταν μόνο ήσυχοι μετανάστες που έκαναν τίμια τη δουλειά τους αλλά και πεινασμένοι απατεώνες που ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για την επιβίωσή τους· δεν ήταν μόνο κάθε είδους επαγγελματίες αλλά και κάθε λογής τσαρλατάνοι.

Αυτό όμως που ερέθιζε περισσότερο όσους νοιάζονταν για τα παραδοσιακά ήθη της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν οι ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο ζωής και διασκέδασης που προκαλούσε η ελληνική επίδραση. Ξαφνικά η Ρώμη έμαθε να διασκεδάζει με ελληνικού τύπου συμπόσια, να συχνάζει σε θεατρικές παραστάσεις και σε λογοτεχνικά σαλόνια, να ενδιαφέρεται για γαστρονομία, για υψηλή ραπτική και για καλλυντικά - γενικά να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο σε πράγματα που στο παρελθόν ήταν άγνωστα ή θεωρούνταν αταίριαστα με τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η βιομηχανία του θεάματος και της ψυχαγωγίας είχαν ελληνική σφραγίδα και ελληνική ορολογία. Ό,τι συμβαίνει σήμερα με τα αγγλικά συνέβαινε τότε στη Ρώμη με τα ελληνικά· γιατί ακόμη και απλοί άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χρησιμοποιούσαν ένα σωρό ελληνικές λέξεις για να αναφερθούν στο καινούργιο σκηνικό που έκανε τη Ρώμη του γερο-Κάτωνα να αισθάνεται και να μιλάει ελληνικά.

Αλλά ο γερο-Κάτωνας αντιστεκόταν. Για τους Έλληνες σπανίως είχε καλό λόγο, και για τους Έλληνες γιατρούς που ασκούσαν το επάγγελμά τους στη Ρώμη ήταν βέβαιος για ένα πράγμα: ότι είχαν ορκιστεί και συνωμοτήσει να ξεκάνουν τη ρωμαϊκή φύτρα. Ενώ ο κόσμος γύρω του βούιζε από ελληνικά, εκείνος αρνιόταν να τα μάθει· και όταν με τον καιρό κατάλαβε ότι πάλευε μάταια ενάντια σε μια νέα τάξη πραγμάτων που δεν γινόταν πια να αλλάξει, τότε σε βαθιά γεράματα καταπιάστηκε να μάθει αυτό που για χρόνια περιφρονούσε και φοβόταν μαζί. Πριν πεθάνει θα είχε καταλάβει σίγουρα ότι όσα είχε γράψει παλιότερα για τους «καλούς νοικοκυραίους» θα μάζευαν τώρα σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι νέες ρωμαϊκές γενιές από δω και πέρα θα αναζητούσαν την πνευματική τους προκοπή, την κουλτούρα της καθημερινής ζωής, την αισθητική τους, την κοινωνικότητά τους, αλλά και τις ασωτείες και τις υπερβολές τους, στο ελληνικό παράδειγμα. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα έγινε ουσιαστικά ρωμαϊκή επαρχία· αλλά ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες η κοσμοκράτειρα Ρώμη θα γινόταν Ελληνική πόλη;

Προσοχή σε ποιον δίνετε το χέρι σας για βοήθεια, και για πόσο τον αφήνετε να σας το κρατάει

Είναι κι αυτοί που δεν θέλουν πραγματικά να "σωθούν".

Τους είναι πιο εύκολο να τραβήξουν κι άλλους στο βούρκο της μιζέριας τους.

Πολλοί δεν ζητάνε βοήθεια να ξεφύγουν, αλλά "παρέα", "συντροφιά", ώστε να τους είναι πιο ευχάριστη, η παραμονή στο βούρκο..

Είναι αυτοί οι μίζεροι άνθρωποι που αντί να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους , να παλέψουν με αυτά που τους τρώνε, προτιμούν να "μειώσουν" κι άλλους, ώστε να μην υπάρχει κάτι "ανώτερο" από αυτούς να συγκρίνουν.

Γιατί αλλιώς, θα πρέπει να ξεφύγουν από αυτό το βούρκο που έχουν τόσο συνηθίσει.

Και για να ξεφύγουν χρειάζεται προσπάθεια, κόπος, θέληση.

Η δική μας αποτυχία, είναι η δική τους ευτυχία, γιατί δεν θα μείνουν μόνοι...

Δεν θα έχουν κάτι να συγκρίνουν, κάτι να ζηλέψουν...

Προσοχή σε ποιον δίνετε το χέρι σας για βοήθεια, και για πόσο τον αφήνετε να σας το κρατάει...

Αν νιώσετε πως βουλιάζετε και εσείς, μην διστάσετε να το αφήσετε...

Είναι η μιζέρια ένα τέρας που καταπίνει ανθρώπους, με ένα τρόπο περίεργα γλυκό, που δύσκολα ξεφεύγεις...

Και συνήθως έχει για δόλωμα ανθρώπους δικούς μας, και αυτό το κάνει ακόμη πιο ύπουλο...

Η Εξέλιξη του Ανθρώπου

Έχουν περάσει τουλάχιστον 500.000 χρόνια από τότε που ο άνθρωπος άφησε το προανθρώπινο στάδιο και πέρασε από το προσυνειδητό χάος στην συνείδηση κι έγινε πραγματικά άνθρωπος. Από τότε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος εξελίχθηκε αρκετά αλλά έχει ακόμα πολύ μέλλον. Στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε στα μέσα της εξέλιξής του σαν είδος. Ο τέλειος άνθρωπος που οραματίστηκαν ο Βούδας, ο Πλάτωνας, κι άλλοι σπουδαίοι άνθρωποι, παραμένει ένα μακρινό ιδανικό σε σύγκριση με τον σημερινό ανολοκλήρωτο άνθρωπο. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, μολονότι οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν ότι είναι ολοκληρωμένα όντα, ότι έχουν γνώση, μέσα, πολιτισμό, στην πραγματικότητα, η παγκόσμια κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση, αποδεικνύουν ότι είναι ακόμα βάρβαροι. Πνευματικά (με την έννοια του συνόλου των νοητικών δυνατοτήτων) ο άνθρωπος παραμένει σε ημιάγρια κατάσταση. Ο άνθρωπος είναι φιλοσοφικά τελείως αγράμματος ακόμα κι αυτοί που τελειώνουν πανεπιστήμια.

Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του πλανήτη είναι ακόμα σε μία πνευματική ομίχλη ή ψευδαίσθηση, που οι αρχαίοι ανατολικοί ονόμαζαν «Μάγια». Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι ταυτίζουν την Πραγματική Ύπαρξή τους με την αντίληψη που έχουν για την ύπαρξή τους, με τις σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο, με τις εξωτερικές αντιλήψεις, τις αισθητήριες εμπειρίες, κλπ. Ταυτίζουν δηλαδή την Ύπαρξη (την «Συνείδηση Του Είναι») με το περιεχόμενο της Συνείδησης, με την δραστηριότητα της Συνείδησης. Θεωρούν ό,τι όταν λέμε ότι η Πραγματική Ύπαρξη αποτελεί Ένα Υπόβαθρο Ανεξάρτητο από το περιεχόμενό της κι ότι μέσω του Διαλογισμού (του σταματήματος της νοητικής δραστηριότητας) μπορούμε να Βιώσουμε την Αληθινή Ύπαρξη, υποστηρίζουμε κάτι αδύνατο κι ανόητο. Εφόσον θεωρούν ότι η ύπαρξή τους είναι το νοητικό περιεχόμενο πιστεύουν πως σταματώντας την νοητική δραστηριότητα οδηγούνται στην μη ύπαρξη, στην μη συνείδηση της ύπαρξης. Αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν η συνείδηση (που εξορισμού είναι αντίληψη της ύπαρξης) να έχει αντίληψη της μη ύπαρξης. Είναι, λογικά, αντιφατικό κι ανόητο.

Στην πραγματικότητα, λόγω της μη εξέλιξης του είδους, λόγω ανωριμότητας, κάνουν ένα χονδροειδές λογικό σφάλμα. Ταυτίζουν πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικές λογικές κατηγορίες. Η Ύπαρξη (η Συνείδηση) Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από το περιεχόμενο της Συνείδησης. Το Ένα ανήκει στην κατηγορία Ουσία και το άλλο στην κατηγορία δραστηριότητα. Για να δανειστούμε ένα παράδειγμα από τον φυσικό κόσμο είναι σαν να θέλουμε να ταυτίσουμε την θάλασσα με τις διακυμάνσεις της επιφάνειας. Το ένα ανήκει στην κατηγορία ουσία, το άλλο στην κατηγορία δραστηριότητα. Πως μπορούν να ταυτιστούν; Το ίδιο συμβαίνει με την Ύπαρξη (την Συνείδηση), Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από το περιεχόμενό της. Είναι σαν να στεκόμαστε σε ένα παράθυρο. Κοιτάμε έξω, έχουμε αλληλεπίδραση, αντίληψη και αντίδραση, σε όσα συμβαίνουν έξω και μετά κλείνουμε το παράθυρο και στρεφόμαστε μέσα. Τώρα έχουμε συναίσθηση του εσωτερικού χώρου. Όταν λοιπόν με τον Διαλογισμό (το σταμάτημα της νοητικής δραστηριότητας) ξεπερνάμε την εξωτερική αντίληψη, την σκεπτοδιαδικασία και τον συσχετισμό με το έξω, ακόμα και την αντίληψη μίας ύπαρξης κάπου στον εξωτερικό χώρο, δεν οδηγούμαστε στο τίποτα αλλά αρχίζουμε να έχουμε Συναίσθηση της Ιδίας Ύπαρξης, του Εαυτού, σαν Απλής και Καθαρής Ύπαρξης, χωρίς προσδιορισμούς. (Χρησιμοποιούμε αντί για την λέξη αντίληψη την λέξη Συναίσθηση γιατί η αντίληψη του εξωτερικού είναι μία δραστηριότητα, μία ενέργεια, που διοχετεύεται σε κάτι «άλλο», ενώ η Συναίσθηση είναι μία ενέργεια που διερευνά το Εαυτό). Αυτό που Βιώνουμε όταν σταματήσει η νοητική δραστηριότητα είναι η Ύπαρξη, Τελείως Απλή, Καθαρή, χωρίς προσδιορισμούς. Μία Ύπαρξη που δεν έχει όριο και όσο κι αν επεκτείνεται δεν έχει όρια αλλά καταλαμβάνει τον επεκτεινόμενο χώρο. Όσο ωριμάζει αυτή η αντίληψη, συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι η Συνείδηση που Απλώνεται σε όλο τον χώρο, η Συνείδηση Είναι Άπειρη και περικλείνει τον χώρο. Συμβαίνει δηλαδή μία αντιστροφή εδώ. Δεν είμαστε μέσα στον χώρο, Εμείς περικλείνουμε τον χώρο. Αυτού του Είδους η Ύπαρξη, επειδή ακριβώς λείπουν οι προσδιορισμοί, ταυτίζεται με την μη-ύπαρξη. Στην πραγματικότητα έχουμε εμπειρία Μίας Διευρυμένης Ύπαρξης, όπου ύπαρξη και μη-ύπαρξη δεν έχουν νόημα. Είναι το Παγκόσμιο Πνεύμα, ο Παγκόσμιος Λόγος των δυτικών, ο Ισβάρα των ανατολικών. Η εγκατάλειψη ακόμα κι αυτής της Αντίληψης οδηγεί στο Απόλυτο, στο Άπειρο Θείο, στο Ιερό.

Αν κι όλα αυτά που λέγονται και περιγράφονται εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, ξεκινώντας από τις Ουπανισάδ, τον Βούδα, τον Λάο Τσε, τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο, κι όλη σχεδόν την Δυτική Φιλοσοφία, μέχρι τους σύγχρονους υπαρξιστές, οι σύγχρονοι άνθρωποι (ακόμα κι αυτοί που θεωρούνται μορφωμένοι), εξακολουθούν να ζουν μέσα στην πνευματική αμάθεια ταυτίζοντας την Ύπαρξη (δηλαδή την «Ουσία») με την νοητική δραστηριότητα (το μικρό, ψυχολογικό, εγώ, την προσωπικότητα τους). Κάνει μάλιστα εντύπωση πως ενώ όλοι οι Σοφοί προσπαθούν να ξεπεράσουν το μικρό εγώ για να Αναδυθούν στο Άπειρο, όλοι αυτοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, κι αυτοί που τους ακολουθούν, ταυτίζονται τόσο πολύ με την τυφλή προσωπικότητά τους, που οδηγούν την ανθρωπότητα σε ένα παγκόσμιο παραλήρημα.

Είναι σίγουρο πως το ανθρώπινο είδος για να εξελιχθεί και να φτάσει στο επίπεδο του φωτισμένου (κατά τον Βούδα), ή του άγιου, του θεωμένου, του Αληθινού Όντος (κατά τον Πλάτωνα), της Αληθινής Ύπαρξης (κατά τους σύγχρονους υπαρξιστές), θα χρειαστεί κάποιες χιλιετηρίδες. Μέχρι τότε οι Σοφοί θα φωνάζουν στην έρημο της άγνοιας, ενώ οι έμποροι των εθνών, οι μεσάζοντες και τα πρόβατα θα εμπορεύονται ψυχές και σάρκες.

Πως να διαχειρίζεσαι καλύτερα τους ανθρώπους σου

Το να “διαχειρίζεται” κάποιος ανθρώπους και να ηγείται μιας ομάδας είναι ευθύνη και σίγουρα δεν είναι πάντα εύκολο. Πολλοί δεν θέλουν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη και σε ακόμη περισσότερους δεν αρέσει το γεγονός να έχουν ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι τους. Ωστόσο, σχεδόν όλοι μας θέλουμε να ανήκουμε σε μια ομάδα που «πετάει». Αυτές οι ομάδες που «πετάνε» διοικούνται από ηγετικές φυσιογνωμίες και όχι από «αφεντικά!»

Εδώ αναφέρουμε 10 tips για να βελτιώσετε τις ηγετικές σας δεξιότητες και να πετύχετε ακόμη περισσότερα με την ομάδα των συνεργατών σας.

1) ΟΡΑΜΑ & ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Οι καλοί ηγέτες είναι και οραματιστές. Γνωρίζουν τι ακριβώς θέλουν και συνεχώς σκέφτονται και δημιουργούν το μέλλον ως εικόνα στο μυαλό τους. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε και να πιστεύουμε ότι μπορούμε και μας αξίζει να το πετύχουμε. Λειτουργεί ως πυξίδα για όλες τις αποφάσεις μας.

2) ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ

Ένας καλός ηγέτης θα δημιουργήσει την κουλτούρα των επιθυμητών αξιών και αρχών μέσα στην ομάδα. Αντίθετα, οι άνθρωποι με ελλείψεις ηγεσίας, αφήνουν αυτή τη λειτουργία καθαρά στην τύχη της. Η κουλτούρα και το ύφος της συνεργασίας πρέπει να προστατεύονται και να προστατεύουν τους ανθρώπους της ομάδας. Όταν έχουμε υιοθετήσει και ακολουθούμε μια συγκεκριμένη κουλτούρα, τότε προσελκύουμε και ανθρώπους που ταυτίζονται με τις αξίες και τις αρχές της επιχείρησής μας.

3) ΥΠΟΚΙΝΗΣΗ ΝΕΩΝ ΙΔΕΩΝ

Μην φοβάστε τις νέες ιδέες και τον νέο τρόπο σκέψης. Ότι λειτουργούσε καλά στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι θα λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά για πάντα. Οι άνθρωποι αλλάζουν, έρχονται νέες τάσεις, νέες καταστάσεις και ένας καλός ηγέτης πρέπει να αφουγκράζεται το νέο και να το υιοθετεί. Ενθαρρύνετε τους ανθρώπους της ομάδας σας να δοκιμάζουν νέα πράγματα και να σκέφτονται έξω από τα δεδομένα.

4) ΔΩΣΤΕ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ & ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ

Μην φοβάστε τους ανθρώπους της ομάδας που θέλουν να βγαίνουν μπροστά και να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες. Αντίθετα, δώστε τους εξουσιοδότηση να το κάνουν και ταυτίστε αυτή την δράση με την ευθύνη για το αποτέλεσμα. Ωθήστε τους ανθρώπους της ομάδας να δρουν μαζί και αυτόνομα με σκοπό το συνολικό όφελος της επιχείρησης. Αυτό προϋποθέτει να κερδίζουν όλοι κάτι από την ανάπτυξη και όχι μόνο ο ηγέτης.

5) ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Οι αποτελεσματικοί ηγέτες δημιουργούν εκπαιδευτικές συνθήκες στο εργασιακό περιβάλλον. Βοηθήστε όλους τους ανθρώπους να έχουν ίση και ανάλογη πρόσβαση σε εκπαιδεύσεις και σεμινάρια. Δώστε την έξτρα ώθηση σε συγκεκριμένες δεξιότητες και διαφορετικές κλίσεις που μπορεί να έχει το κάθε μέλος της ομάδας.

6) ΓΙΝΕΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Μην λέτε στους άλλους τι να κάνουν, αυτό αποτελεί φυσιογνωμία παραδοσιακού αφεντικού. Αντίθετα ο σωστός ηγέτης διοικεί με το παράδειγμα. Γίνεται ο ίδιος το παράδειγμα και κάνει όλα όσα απαιτεί από τους άλλους να κάνουν. Δεν μπορεί να ζητά κάποιος από τους άλλους να είναι ευγενικοί και φιλικοί προς τους πελάτες, όταν ο ίδιος είναι απόμακρος. Οι πράξεις μας είναι πολύ πιο ηχηρές και αποτελεσματικές στην ομάδα από ότι τα λόγια μας.

7) ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΥ ΒΕΛΤΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ

Ο ηγέτης που γνωρίζει τι θέλει να πετύχει θέτει προκλητικούς αλλά και εφικτούς στόχους για την ομάδα του. Επιβραβεύει τον κόπο για την επίτευξη και προτείνει διορθωτικές ενέργειες για τυχόν αποκλίσεις από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι στόχοι πρέπει να ορίζονται με τρόπο που κάνουν την ομάδα και τους ανθρώπους καλύτερους.

8) ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΔΡΑΣΗ

Για να έρθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα χρειάζεται ένας καλός συνδυασμός δράσης και έμπνευσης προς της σωστή κατεύθυνση. Η σκληρή δουλειά είναι σημαντική, ωστόσο η εμπνευσμένη δράση είναι αποτελεσματικότερη. Εμπνευσμένη δράση, σημαίνει να γνωρίζουμε τι θέλουμε να πετύχουμε και να φροντίζουμε οι περισσότερες δράσεις μας να οδηγούν στο επιθυμητό.

9) «ΤΡΙΜΑΡΙΣΜΑ»

Ο όρος αυτός προέρχεται από την ιστιοπλοΐα και έχει να κάνει με τις ενέργειες που διορθώνουν την πορεία και την ταχύτητα του σκάφους. Το ίδιο πρέπει να σκέφτεται ο καλός ηγέτης μέσα στην ομάδα του. Τι μπορεί να διορθωθεί έτσι ώστε το «ταξίδι» να γίνει καλύτερο για όλους!

10) ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Οι εξαιρετικοί ηγέτες έχουν επίγνωση των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων της ομάδας ως σύνολο αλλά και των ανθρώπων ξεχωριστά. Όταν η ομάδα προσθέτει αξία στην συνολική προσφορά, τότε τα μέλη της πρέπει να αμείβονται ανάλογα. Από την άλλη δεν θα πρέπει να ζητάμε από τους ανθρώπους πράγματα τα οποία δεν έχουν τις ικανότητες να πετύχουν. Αυτό είναι το βασικό κομμάτι της επίγνωσης, να ξέρουμε μέχρι που έχουν διάθεση να φτάσουν οι άνθρωποι μας και να τους βοηθάμε να ξεπερνούν κατά λίγο τα όρια τους.

Επίσης σαν ηγέτης θα πρέπει:

–Να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια. Θέλει εξάσκηση, ξεκίνα από τώρα.

–Σκέψου. Διάλεξε μια ώρα κάθε μέρα -ή μία την εβδομάδα αν είσαι πιεσμένος- και απλώς σκέψου. Μην ακούς, μη διαβάζεις, μη μιλάς, μην τρως, μην πίνεις. Μόνο σκέψου.

–Τακτοποίησε και άδειασε το inbox σου. Δύο φορές την ημέρα πρέπει να είναι αρκετές. Αν για σένα δεν είναι, τότε μάλλον έχεις πρόβλημα διαχείρισης χρόνου και επικοινωνίας.

–Μην χρησιμοποιείς πομπώδη επίθετα και εκφράσεις. Όταν κάθε πρόταση έχει μέσα και από ένα «θεμελιώδες», «οπωσδήποτε», «επιτακτική ανάγκη» κ.λπ., τότε η σημασία τους υποβαθμίζεται και κανείς δεν τα παίρνει στα σοβαρά. Πες αυτό που θες να πεις χωρίς μεγαλοστομίες.

–Ρώτα «τι μπορώ να κάνω για σένα;». Πολλοί ηγέτες ξεχνούν πόσο σημαντικοί και χρήσιμοι μπορούν να γίνουν για την ομάδα τους – αν είναι διαθέσιμοι και αν προσφερθούν για κάτι τέτοιο.

-Σήκω από το γραφείο σου και πήγαινε εκεί που συμβαίνει η δράση. Όχι, δεν συμβαίνει εκεί που κάθεσαι.

–Μην αφήνεις τις προκαταλήψεις σου να επηρεάζουν συζητήσεις και αποφάσεις. Κάποιες φορές μπορεί να είναι χρήσιμες, κάποιες όχι.

–Αμφισβήτησε αυτό που νομίζεις σωστό. Όχι συνέχεια, απλώς τόσο συχνά όσο να ξανασκέφτεσαι πού και πού αυτά που θεωρείς δεδομένα.

–Μην σκέφτεσαι δυνατά. Εκείνος που σε ακούει δεν ξέρει αν αυτό που εσύ χρησιμοποιείς ως εργαλείο είναι εντολή ή οδηγία ή αν πρέπει να γίνει κάτι με βάση αυτό. Χρησιμοποίησέ το στο brainstorming, όταν όλοι έχουν λόγο να σκέφτονται δυνατά.

–Δώσε feedback, κυρίως θετικό, τρεις φορές συχνότερα από όσο δίνεις τώρα. Όχι, δεν το κάνεις αρκετά συχνά.

-Αν έχεις χώρο στο γραφείο σου, τοποθέτησε χαμηλά έπιπλα και καθίσματα στα οποία θα κάθεστε όταν θες να μιλήσεις με συνεργάτες. Κάνε το προσωπικό σου γραφείο χώρο εργασίας και όχι σύμβολο εξουσίας.

–Να ρωτάς περισσότερο και να διατάζεις λιγότερο. Φυσικά και ο ρόλος σου περιλαμβάνει το να δίνεις εντολές, όμως o ηγέτης πρέπει να ξέρει να ερευνά και να ακούει.

–Πες αυτό που θες ξανά και ξανά. Τη στιγμή που θα σε πιάνει πονοκέφαλος και μόνο στη σκέψη ότι θα το πεις για χιλιοστή φορά, είναι η στιγμή που οι άλλοι ίσα που θα έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν τι θες να πεις.

–Το email είναι μόνο για να κοινοποιείς πληροφορίες και στοιχεία. Το πληκτρολόγιό σου δεν είναι υποκατάστατο επικοινωνίας με τους ανθρώπους.

–Να έχεις επαφή με τουλάχιστον δύο επίπεδα ιεραρχίας κάτω από το δικό σου. Μην φτιάξεις μια «αυλή» υπαρχηγών με τους οποίους θα μιλάς αποκλειστικά. Δουλειά σου είναι να διοικείς την επιχείρηση, όχι τους άμεσους υφισταμένους σου.

–Να είσαι ευγενικός. Όποιον λόγο κι αν νομίζεις ότι έχεις που δικαιολογεί το να φερθείς άσχημα, κάνεις λάθος.

Επίσης ένας ηγέτης θα πρέπει:

• Να εστιάζει σε ό,τι μπορεί να ελέγξει, σε ό,τι γνωρίζει με βεβαιότητα και μπορεί να διαχειριστεί κάθε φορά: Έτσι καθιστά την επικοινωνία με την ομάδα πιο αποτελεσματική και αποφεύγει να απολογείται για ό,τι δε γνωρίζει.

• Να διατηρεί ζωντανή τη σύνδεση με το νόημα και την αποστολή του/της: Μέσα από τους στόχους που καλείται να εκπληρώσει με τους ανθρώπους του σε όλα τα επίπεδα αλλά και το όραμα της εταιρείας ή του οργανισμού που εκπροσωπεί.

• Να αντλεί έμπνευση από τον ηγετικό ρόλο που συχνά χρειάζεται να αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους: Αρκεί να αναρωτηθεί “Είμαι ο/η ηγέτης-ιδα που θα ήθελα να έχω;”.

• Να ενεργεί από θέση αισιοδοξίας και ελπίδας: Η διατήρηση ενός τέτοιου πνεύματος ανοίγει το πεδίο για άμεση επικοινωνία και επηρεάζει θετικά τη διάθεση και την απόδοση των εργαζομένων.

• Να συνειδητοποιεί πως δεν είναι εφικτό να είναι όλοι χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι: Είναι ευθύνη των ηγετών να κάνουν το καλύτερο για τις ομάδες των επαγγελματιών που έχουν την ευθύνη τους, δεν είναι όμως υπεύθυνοι για τις τελικές επιλογές των ανθρώπων τους.

• Να δημιουργεί ένα πλαίσιο υποστήριξης από συνεργάτες-ηγέτες: Με νοοτροπία που διέπεται από δημιουργικό πνεύμα, θετικότητα και διάθεση για ανταλλαγή και συμπαράσταση.

• Να υπενθυμίζει στον εαυτό του/της τη μέχρι τώρα πορεία, κάθε τι που έχει καταφέρει ή ξεπεράσει: Έχει μοναξιά η ηγεσία γι’ αυτό έχει σημασία ο εσωτερικός διάλογος με έμφαση στον αναλογισμό επιτυχημένων στιγμών.

• Να κρατάει ζωντανή τη σύνδεση και με κάθε άλλο τομέα της ζωής όπως οι φίλοι, η οικογένεια και η προσωπική ανάπτυξη: Είναι εύκολο η ευθύνη της ομάδας να επικρατήσει σαν κύρια σκέψη χρειάζονται όμως διαλείμματα και ενασχόληση με όλους τους τομείς για να υπάρχει ισορροπία.

Η ζωή είναι δημιουργία και όχι τυχαία γεγονότα

Οι περισσότεροι από εμάς μαθαίνουμε από νωρίς ότι είμαστε “άτυχοι” δίνοντας τεράστια σημασία σε αυτά που μας λένε οι άλλοι, αρχής γενομένης των γονέων μας.

Μας προτρέπουν να μην ακούμε την εσωτερική μας φωνή αλλά να ζούμε σύμφωνα με τις ανάγκες τις προσδοκίες και τις επιθυμίες των άλλων. Και συνήθως στην παιδική και εφηβική ηλικία αυτό προκαλεί συγκρούσεις και έντονες αντιπαραθέσεις με το περιβάλλον μας διότι τα παιδιά διαισθητικά γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι λάθος.

Επιπλέον αργότερα στην κοινωνία για να ενταχθούμε πρέπει να είμαστε σαν κι αυτούς, να πιστεύουμε αυτό που πιστεύουν και να κάνουμε αυτό που “πρέπει”. Και φυσικά να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε καμία “τύχη”. Η ανασφάλεια μας να είναι τόση ώστε να μην τολμήσουμε ποτέ να βγάλουμε το κεφάλι από τη σακούλα και να δούμε γύρω μας.

Μας φαίνεται πιο φυσιολογικό να είμαστε άτυχοι παρά τυχεροί.

Μια φράση που χρησιμοποιούμε όλοι πολύ συχνά είναι το “ποιός έχασε την τύχη του για να την βρω εγώ”;.

Όπως πολύ συχνά βλέπουμε κάποιους ανθρώπους και σκεφτόμαστε ότι έχουν όλη την τύχη με το μέρος τους.

Ο παράγοντας “τύχη” δεν υπάρχει. Η ζωή είναι δημιουργία και όχι τυχαία γεγονότα.

Ο όρος “τύχη” δημιουργήθηκε για να εκφράσει τη μη αντίληψη μας ότι όλα είναι δικά μας δημιουργήματα. Αυτός που ενδόμυχα πιστεύει ότι είναι άτυχος θα βιώσει αυτό ακριβώς, την α-τυχία. Και το αντίθετο φυσικά.

Οι λεγόμενοι “τυχεροί” είναι αυτοί που πιστεύουν ότι είναι τυχεροί. Είναι ο νόμος του αίτιου και του αιτιατού και δε μπορεί να γίνει διαφορετικά.

Η πίστη στην αδυναμία και τη μη τύχη είναι ο απόλυτος έλεγχος πάνω μας. Και εδώ είναι η πρόκληση μας. Η υπέρβαση που πρέπει να γίνει.

Όταν και αν καταφέρουμε να το αλλάξουμε αυτό, δηλαδή να καταλάβουμε και να πιστέψουμε ότι έμεις έχουμε τη δύναμη και εμείς δημιουργούμε τα πάντα, θα δούμε ότι η ζωή θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται με απρόβλεπτους τρόπους.

Και όλα αυτά τα προκαλεί η δημιουργική σκέψη, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που τα κάναμε μέχρι τώρα.

Παλιές συνήθειες και νοοτροπίες που προάγουν το φόβο δε μας εξυπηρετούν.
Αν απο δω και στο εξής σκεφτόμαστε και πράτουμε με το δικό μας τρόπο ότι κι αν σημαίνει αυτό, θα δημιουργούμε αυτό ακριβώς που πιστεύουμε ότι αξίζουμε.

Και το πρώτο βήμα για την έξοδο από το λούκι είναι να σταματήσουμε την τρεχάλα και να σκεφτούμε τι πραγματικά θέλουμε. Με ειλικρίνεια. “Ακούγοντας” προσεκτικά.

Γιατί ο κάθε ένας από εμάς δικαιούται να είναι αυτό που ΕΙΝΑΙ και να γίνει ότι επιλέξει.

Πώς τελειώνουν οι γυναίκες;

– Ναι γεια σας, μια κορύφωση θα ήθελα!

– Βεβαίως, έφτασε! Θα την πάρετε εδώ ή πακέτο;

– Εδώ και τώρα, παρακαλώ.

Αχ και να ήταν, λέει, τόσο απλό. Να μπορούσαν οι  γυναίκες να ζητήσουν έναν οργασμό κι αυτός να έρχεται- κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μερικές φορές, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Κάτι οι πολλές ορολογίες της λέξης, κάτι οι διφορούμενες περιγραφές όσων των βιώνουν, κάτι οι ποικίλες αντιλήψεις για το τι –θα έπρεπε να- περιλαμβάνει, ενίοτε γίνεται δύσκολο να καταλάβουν ακόμα κι αν τελικά τον νιώσανε. Κι όμως, οι λέξεις κλειδιά βρίσκονται ακριβώς σε αυτή την πρόταση. Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσουν να σκέφτονται και να αρχίσουν να νιώθουν.

Γι’ αρχή ας δοκιμάσουμε να δώσουμε έναν ορισμό. Με τους ιατρικούς ορισμούς κι αυτούς από τους ειδικούς ψυχικής υγείας να μην ταυτίζονται, με την αίρεση του φύλου που πιθανά διαφοροποιεί το πώς ένας οργασμός βιώνεται και περιγράφεται, το ερώτημα «έχω οργασμό;» φαίνεται να κινδυνεύει να μείνει αναπάντητο. Ωστόσο, εννοιολογικά, με τη λέξη οργασμός αναφερόμαστε στην κορύφωση, η οποία δεν προϋποθέτει ερωτική πράξη και μπορεί να προκύψει κι από αυτοϊκανοποίηση αλλά και με άλλους τρόπους. Τώρα, αν αυτός ο ορισμός είναι βοηθητικός ή αν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα του πώς νιώθεις όταν σου συμβαίνει, είναι μια άλλη συζήτηση και προφανώς η απάντηση είναι αρνητική. Όχι, ο ορισμός δεν αρκεί. Χρειάζεται να πάμε πιο βαθιά για να εντοπίσουμε την ουσία της λέξης- και της πράξης.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα μιας λέξης που κρύβει μια από τις πιο απολαυστικές καταστάσεις της ζωής κι ανθρώπων που την αναζητούν, αλλά και άλλων που παρουσιάζονται σα να μην τη δικαιούνται ή να μην μπορούν να τη γνωρίσουν, καθιερώθηκε το 1998 η Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού. Ο εορτασμός της ορίστηκε για τις 8 Αυγούστου και η καθιέρωση έγινε με πρωτοβουλία του Alexander Hirka, καλλιτέχνη, φωτογράφου και ακτιβιστή. Το σκεπτικό και η πρόθεση ήταν διττή. Αφενός, να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο στο θέμα, την εμπειρία αλλά και το δικαίωμα στον οργασμό για όλους. Αφετέρου, να καταρρίψει το ταμπού γύρω από τη λέξη αλλά και την πράξη του οργασμού μέσα από μια ημέρα αφιερωμένη σε αυτόν.

Πέρα από τις 8 Αυγούστου και την Παγκόσμια Μέρα Οργασμού, υπάρχουν χώρες, όπως, για παράδειγμα η Βραζιλία, που έχουν καθιερώσει επιπλέον και τη Μέρα Γυναικείου Οργασμού. Ανεξάρτητα, πάντως, από την ύπαρξη ή όχι ξεχωριστής μέρας για το γυναικείο οργασμό, είναι ένα φαινόμενο που αξίζει ξεχωριστής αναφοράς. Καταρχάς να τονιστεί ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν επιστήμονες που αμφισβητούσαν ακόμα και την ύπαρξή του! Στην πορεία, και μετά την αναγνώρισή του, έπρεπε να ακολουθήσει το, εξίσου δύσκολο, στάδιο της επίτευξής του αλλά και της αποδοχής του.

Αιώνες έρευνας ιατρικής, ανατομικής αλλά και ψυχοσυναισθηματικής, ταλαντεύτηκαν για τον τρόπο επίτευξης του γυναικείου οργασμού. Με τους, στη συντριπτική πλειοψηφία άντρες, επιστήμονες να αναζητούν, εντοπίζουν, περιγράφουν και μετακινούν το περιβόητο “σημείο g” κατά πώς υπέθεταν ότι ταιριάζει καλύτερα, ο γυναικείος οργασμός παρέμενε εν πολλοίς μυστήριο για δυνατούς λύτες. Παράλληλα, τα πατριαρχικά μοντέλα πολλών κοινωνιών, θεωρούσαν περιττό ως και προσβλητικό να έχει μια γυναίκα οργασμό. Έτσι, δημιουργήθηκε και θέριεψε το επονομαζόμενο orgasm gap, η διάσταση -απόσταση, δηλαδή, μεταξύ του οργασμού- ως αίσθηση, συχνότητα, δικαίωμα, απόλαυση- από τους άντρες σε σχέση με εκείνου από τις γυναίκες.

Τα ποσοστά, ακόμα και σε μελέτη του 2019, λένε ότι 95% των ανδρών νιώθει οργασμό σε σχέση με το 65% των γυναικών. Η ορολογία, πάντως, ούτε εδώ βοήθησε ιδιαίτερα, με τους γυναικείους οργασμούς να διαχωρίζονται σε κολπικούς και κλειτοριδικούς και μάλιστα, συχνά, με τον τελευταίο να δαιμονοποείται ως υποδεέστερος ή άσεμνος. Οι αιώνες ευτυχώς πέρασαν, τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στις μελέτες εξελίχθηκαν, οι ίδιες οι μελέτες έγιναν πιο ολοκληρωμένες και φαίνεται, πια όλο και πιο ξεκάθαρα ότι η κλειτοριδική συμμετοχή είναι απαραίτητη για τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών. Ο μύθος, δε, του κολπικού οργασμού που είναι καλύτερος και ανώτερος, βαίνει προς κατάρρευση.

Ένας, ακόμα, μύθος περί οργασμού, ενισχυμένος ιδιαιτέρως από την πορνογραφία, που χρειάζεται να καταρριφθεί, σύμφωνα με τη σεξολόγο, Laurie Mintz, αφορά στο συσχετισμό του με τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Αυτό το όσο περισσότερο τόσο καλύτερα έχει στείλει πολλούς εκπροσώπους του αρσενικού φύλου σε ειδικούς ανησυχώντας για τις επιδόσεις και τα αποτελέσματά τους. Μύθος. Η διάρκεια της διείσδυσης, αναφέρει η Mintz, σε ένα μέσο ζευγάρι, είναι 3-5 λεπτά. Οι πολύωρες επαφές με διαρκή στύση είναι, τονίζει, κινηματογραφικό προϊόν και απέχουν από τη μέση πραγματικότητα των καθημερινών ζευγαριών.

Οργασμός, μια λέξη που αρκεί για να φέρει αναταραχή, ενίοτε και διέγερση. Ο τρόπος που τη βιώνει ο καθένας είναι τελείως ατομικός και προσωπικός. Ωστόσο, παρόλο που δεν υπάρχουν συνταγές επιτυχίας, φαίνεται ότι η έντονη επιθυμία αλλά και η άνεση στην επικοινωνία και στην έκφραση των αναγκών τη στιγμή της πράξης παίζουν σημαντικό ρόλο. Επιπλέον σημαντική φαίνεται να είναι η διέγερση με πολλούς τρόπους και οδούς, τα προκαταρκτικά στάδια, το στοματικό, τα παρατεταμένα αγγίγματα μεταξύ των συμμετεχόντων, ανοίγουν πιο εύκολα το δρόμο προς τον τελικό στόχο.

Με όλα τα παραπάνω και όσα ακόμα καθένας επιλέγει, γίνεται πιο πιθανό να τον συναντήσουμε στο τέλος της διαδρομής. Και θα είναι σίγουρα απολαυστικός. Ο οργασμός, άλλωστε, είναι μια βουτιά στην απόλαυση, που τελειώνει τη στιγμή που αυτή κορυφώνεται. Ποιος μπορεί- και θέλει- να αντισταθεί σε μια τέτοια βουτιά;

Θεσμοί και αγωγή στην αρχαία Σπάρτη

Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τη διαρρύθμιση του σπαρτιατικού πολιτεύματος, που είχε γίνει με βάση τους κρητικούς θεσμούς, στον Λυκούργο. Για τη ζωή του Λυκούργου επικρατούν πολλές αμφιβολίες και διαφωνίες. Άλλοι τον θεωρούν απόγονο του Ευρυσθένη και άλλοι απόγονο του Προκλή.

Ο Ευρυσθένης ήταν γιός του Αριστοδήμου (από το γένος των Ηρακλειδών) και της Αργείας κόρης του Αυτεσίωνα, ο οποίος με το νεώτερο αδελφό του Προκλή, μετά το θάνατο του Αριστοδήμου κατέλαβε την αρχή στη Λακεδαίμονα. Και οι δύο υπήρξαν οι γενάρχες των δύο Σπαρτιατικών βασιλικών οίκων, αν και δεν ονομάζονται συνήθως Ευρυσθενίδες και Προκλείδες, αλλά Αγιάδες και Ευρυπωντίδες.

Η Σπάρτη δεν καταλαμβάνει αυτοτελή θέση ούτε στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ούτε στην Ιστορία της Τέχνης. Στην Ιστορία, όμως, της Αγωγής η Σπάρτη έχει ασφαλώς ορισμένη θέση. Το χαρακτηριστικότερο πράγμα από όσα παρήγαγε η Σπάρτη είναι το πολιτειακό της σύστημα, το οποίο για πρώτη φορά εμφανίζεται σαν δύναμη που ασκεί αγωγή με όλη τη σημασία της λέξεως.

Οι πηγές από τις οποίες αντλούμε τις γνώσεις μας για τον ιδιότυπο αυτόν οργανισμό είναι δυστυχώς ασαφείς. Εν τούτοις, αποτελεί ευτύχημα το γεγονός ότι η κεντρική ιδέα που διαποτίζει τη σπαρτιατική αγωγή μέχρι και των τελευταίων λεπτομερειών αποκαλύπτεται με καθαρό και σαφή τρόπο στα ποιήματα του Τυρταίου. Χάρη στα ποιήματα αυτά η σπαρτιατική αγωγή μπόρεσε να αποσπασθεί από τον ιστορικό της χώρο και να ασκήσει μόνιμη επίδραση. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τον Όμηρο και τον Ησίοδο δεν πληροφορούμαστε από τις ελεγείες του Τυρταίου παρά μόνο για το ιδεώδες αυτής της αγωγής. Είναι χρήσιμο εδώ να σημειώσουμε, ότι η ελεγειακή ποίηση αποτελεί μετάβαση από το έπος στη λυρική ποίηση και διακρίνεται σε τέσσερα ήδη: α) πολεμική, β) ερωτική, γ) ηθική και πολιτική, δ ) γνωμική. Δηλαδή η ποίηση του Τυρταίου δεν μας δίνει στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε να συνθέσουμε το ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο προέκυψε το ιδανικό αυτό. Για να το πετύχουμε πρέπει να καταφύγουμε σε μεταγενέστερες πηγές.

Η κυριότερη από τις πηγές αυτές, η «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» του Ξενοφώντα είναι προϊόν του εν μέρει φιλοσοφικού, εν μέρει πολιτικού «ρομαντισμού» του 4ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος έβλεπε στο σπαρτιατικό κράτος ένα είδος παρθενικής αποκάλυψης. Τη χαμένη «Πολιτεία των Λακεδαιμονίων» του Αριστοτέλη μπορούμε να ανασυνθέσουμε μόνο ως προς ορισμένες λεπτομέρειές της, οι οποίες διασώθηκαν στα άρθρα λεξικών της μεταγενέστερης αρχαιότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική κατεύθυνση του έργου θα ήταν όμοια προς εκείνη, η οποία έχει αποτυπωθεί στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη, όπου επιχειρείται η αξιολόγηση του σπαρτιατικού κράτους. Η αξιολόγηση αυτή διακρίνεται για τη νηφαλιότητα με την οποία συντελείται η κρίση, αντίθετα προς τη συνήθη αποθέωση της Σπάρτης από τους άλλους φιλοσόφους. Ο Ξενοφών (430-352 π.Χ.), που διάκειται φιλικά προς τη Σπάρτη, έχει προσωπική εμπειρία των πραγμάτων ενώ ο Πλούταρχος (46-120 μ.Χ.) αναμιγνύει στη βιογραφία του Λυκούργου, παλαιότερες φιλολογικές πηγές, κάθε μία από τις οποίες έχει διαφορετική αξία. Κατά την αξιολόγηση των μαρτυριών αυτών δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές προήλθαν από την ενσυνείδητη ή ασυνείδητη αντίδραση κατά της νέας παιδείας του 4ου π.Χ. αιώνα. Στις αρχαϊκές συνθήκες της Σπάρτης βλέπουν συχνά την υπέρβαση δυσχερειών, τις οποίες αντιμετώπιζαν οι ίδιοι και τη λύση προβλημάτων, τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχαν απασχολήσει καθόλου το σοφό Λυκούργο. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί κατά την εποχή του Ξενοφώντα η ακριβής ηλικία των σπαρτιατικών θεσμών. Η μόνη ασφαλής εγγύηση για την αρχαϊκότητα της προέλευσής τους βρίσκεται στον περιβόητο συντηρητισμό, ο οποίος κατέστησε τους Σπαρτιάτες το ιδεώδες όλων των αριστοκρατών και στον οποίο οφείλεται η απέχθεια των δημοκρατών. Όπως, όμως, είναι φυσικό και η Σπάρτη γνώρισε κάποια εξέλιξη.

Από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη προέρχεται η κρίση, ότι η σπαρτιατική αγωγή ήταν μια μονομερής και επίπονη πολεμική άσκηση. Η μορφή αυτού του είδους είναι ήδη γνωστή στον Πλάτωνα, ο οποίος και την έχει διαρκώς υπόψη, όταν διαγράφει στους «Νόμους» την πνευματική εικόνα του κράτους του Λυκούργου. Η αδιαφιλονίκητη ηγεμονία της Σπάρτης στον ελληνικό χώρο, που θεμελιώθηκε με τη νικηφόρο έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.-404 π.Χ.), είχε μετά από τρεισήμισι δεκαετίες εκμηδενιστεί με την καταστροφή στα Λεύκτρα (371 π.Χ. στον πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Θήβας υπό τους Κλεόμβροτο και Επαμεινώνδα αντίστοιχα). Ο θαυμασμός προς τη σπαρτιατική ευνομία είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα. Η αποστροφή των Ελλήνων κατά των καταπιεστών είχε γίνει γενική, από τότε, ιδίως, που η ακόρεστη επιθυμία της Σπάρτης για απόκτηση δύναμης κυριάρχησε και κατήργησε την παλιά τιμημένη ανατροφή. Το χρήμα, το οποίο κάποτε ήταν σχεδόν άγνωστο στη Σπάρτη, είχε τώρα εισέλθει σε αυτήν κι έτσι η απληστία του χρήματος κατέστρεψε τη Σπάρτη.

Ορισμένοι ιστορικοί εμφορούμενοι από το ηθικό μεγαλείο των Δωριέων, το οποίο θέλησαν να τονίσουν και να προβάλουν σε αντίθεση προς την «λατρεία» της Αθήνας, είχαν αντιληφθεί τον παλιό σπαρτιατικό πολεμικό κόσμο ως κάθε τι άλλο παρά ως συνέχεια μιας παλαιότατης κατάστασης του Δωρικού φύλου, η οποία διατηρήθηκε στη Λακωνία, λόγω των εκεί ιδιαίτερων συνθηκών, από τις ημέρες των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων και της εγκατάστασης των Δωριέων στη Λακωνία μέχρι τους μεταγενέστερους χρόνους.

Πάντως, θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες αποτελούν ένα ολιγάριθμο τμήμα του Λακωνικού πληθυσμού που κατέχει ηγετική θέση. Υπό τας διαταγάς των ευρίσκονται οι περίοικοι, μια ελεύθερη αγροτική τάξη και οι είλωτες που τελούσαν σε κατάσταση δουλείας και στους οποίους δεν αναγνωριζόταν κανένα δικαίωμα. Οι αρχαίες πηγές περιγράφουν τη Σπάρτη σαν ένα είδος πολεμικού στρατοπέδου «εν ενεργεία». Ο χαρακτήρας αυτός καθορίζεται περισσότερο από την εσωτερική κατάσταση της κοινότητας παρά από μια διάθεση για εξωτερικές κατακτήσεις. Ο θεσμός της διπλής βασιλείας των Ηρακλειδών, ο οποίος κατά τους ιστορικούς χρόνους είχε χάσει την πολιτική του δύναμη, και ο οποίος επανακτούσε την αρχική του σημασία μόνο στο πεδίο της μάχης, είναι κατάλοιπο του παλιού θεσμού του πολεμικού βασιλιά από τους χρόνους της δωρικής μετανάστευσης, και προέρχεται πιθανόν από δύο διαφορετικές φυλές, των οποίων οι ηγέτες διατηρούσαν παράλληλα την δύναμή τους. 

Η σπαρτιατική λαϊκή συνέλευση εξακολουθεί να αποτελεί την κοινότητα των πολεμιστών. (Η λέξη «στρατός», παράγωγο του ρήματος στρώννυμι ή στρωννύω και στορέννυμι ή στόρνυμι =στρώνω, έχει κατά τους αρχαϊκούς χρόνους την έννοια «λαός», έτσι διατηρεί ένα αξιόλογο ίχνος της καταγωγής εκείνων, τα οποία αποκαλούμε ελεύθερους θεσμούς). Τα πολιτικά δικαιώματα του πολίτη της αρχαίας πόλης αρχικά προέρχονται από τον τομέα ο οποίος ήταν αρμόδιος για την άμυνα της χώρας. Κατά τη σπαρτιατική λαϊκή συνέλευση δεν διεξάγεται καμία συζήτηση, απλά αυτή αποφασίζει με ένα ναι ή ένα όχι στις προτάσεις τις οποίες εισάγει το συμβούλιο των γερόντων. Το συμβούλιο αυτό έχει το δικαίωμα να διαλύει την εθνοσυνέλευση ή να αποσύρει τις αρχικές προτάσεις του στην περίπτωση που η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης δεν ήταν η επιθυμητή. Οι έφοροι συγκροτούσαν την πολιτικά ισχυρότερη αρχή του κράτους, η οποία περιόριζε στο ελάχιστο τις αρμοδιότητες των βασιλέων. Η καθιέρωση του θεσμού των εφόρων έχει την έννοια της συμβιβαστικής διεξόδου από το δίλημμα της δυναμικής έντασης μεταξύ αρχόντων και λαού. Με αυτόν τον τρόπο παραχωρείται μεν στο λαό ένα ελάχιστο μέτρο δικαιωμάτων, από την άλλη μεριά, όμως, προφυλάσσεται ο χαρακτήρας αυθεντικότητας της δημόσιας ζωής. Είναι χαρακτηριστικό, το ότι οι έφοροι αποτελούν το μοναδικό θεσμό, ο οποίος δεν αναγόταν στη νομοθεσία του Λυκούργου. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι ο θεσμός των εφόρων αποδίδεται από τον Πλούταρχο στο βασιλιά Θεόπομπο (και τον συμβασιλέα του Πολύδωρο), αλλά ο Τυρταίος ο οποίος περιγράφει τα διάφορα στοιχεία της Σπαρτιατικής Πολιτείας στο ποίημά του «Ευνομία», γράφοντας δύο γενεές μετά τους χρόνους του Θεοπόμπου, δεν αναφέρει τους εφόρους.

Αυτή η δήθεν νομοθεσία είναι το ακριβώς αντίθετο εκείνου, το οποίο οι αρχαίοι έλληνες εννοούσαν με τη λέξη αυτή. Δεν είναι ένα είδος κωδικοποιήσεως επί μέρους διατάξεων Δημοσίου, Αστικού και Ποινικού Δικαίου αλλά ο ίδιος ο Νόμος στην πρωταρχική του έννοια, η προφορική παράδοση που ισχύει και από την οποία μόνο λίγοι βασικοί νόμοι που καθιερώθηκαν πανηγυρικά είχαν πάρει γραπτή διατύπωση. Δηλαδή, τέτοια γραπτή διατύπωση είχαν πάρει οι λεγόμενες ρήτρες, (ρήτρα, λέξη συνώνυμη με την λέξη χρησμός), όπως π.χ. αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες της λαϊκής συνέλευσης , για τις οποίες γράφει ο Πλούταρχος,. Οι αρχαίες πηγές δεν θεωρούν το χαρακτηριστικό αυτό σαν κατάλοιπο πρωτόγονων καταστάσεων. Αντίθετα διαβλέπουν σ’ αυτό, σε αντίθεση με την ατέρμονη παραγραφομανία της Δημοκρατίας του 4ου αιώνα, τη σοφία του Λυκούργου, ο οποίος θεωρούσε την δύναμη της ΑΓΩΓΗΣ και τη μόρφωση άρτιου πολιτικού φρονήματος, σπουδαιότερη από τις ξηρές γραπτές διατάξεις, έχοντας στο σημείο αυτό την ίδια γνώμη με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Ορθό είναι βέβαια, ότι η αποστολή που καλείται να επιτελέσει η αγωγή και η γενική προφορική παράδοση (έθιμο) προσλαμβάνει τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο λιγότερο ρυθμίζει ο νόμος με εξωτερικό τρόπο τις λεπτομέρειες της ζωής. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του «μεγάλου Παιδαγωγού» Λυκούργου στηρίζεται στη μεταγενέστερη εξιδανικευμένη ερμηνεία των σπαρτιατικών δεδομένων. Η απουσία γραπτών νόμων ερμηνεύεται από τον Πλούταρχο από το γεγονός ότι η εκπαίδευση στη Σπάρτη ήταν παντοδύναμη. Η λειτουργία της νομοθεσίας είχε υποκατασταθεί παντελώς από την ΠΑΙΔΕΙΑ.

Τέτοιο ήταν το πολίτευμα της Σπάρτης. Τίποτε άλλο, δηλαδή, από αριστοκρατία πολύ περιορισμένη σε πρόσωπα, η οποία διατήρησε όλους τους τύπους του Ομηρικού πολιτεύματος, βασιλεία, βουλή των γερόντων, αγορά του δήμου και η οποία κατόρθωσε να αφαιρέσει από αυτά κάθε πραγματική εξουσία και να άρχει άμεσα με πέντε επιτρόπους της, τους εφόρους. Αριστοκρατίες, όμως, επικράτησαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας στα πρώτα αυτά ιστορικά χρόνια. Οι αριστοκρατίες αυτές δεν είχαν ποτέ τη δύναμη που απέκτησε η αριστοκρατία της Σπάρτης, και πολλές φορές μάλιστα, όταν πλούτισε ο λαός, απέβαλαν ολοκληρωτικά το παλιό αξίωμά τους, ενώ η αριστοκρατία της Σπάρτης δεν δυνάμωσε μόνο την εξουσία της, αλλά για πολλά χρόνια διατήρησε το κύρος της αμετάβλητο.

Ζήτα αυτό που θέλεις και να είσαι προετοιμασμένος να το πάρεις

Όσες σκέψεις και να κάνουμε, θετικές ή αρνητικές, πάντα στο τέλος έρχεται μια ευχή. Αν είναι αρνητικές οι σκέψεις, ευχόμαστε να τελειώσουν τα όσα μας βασανίζουν. Αντίθετα, όταν οι σκέψεις μας φέρνουν ένα γεμάτο καλάθι από χαρούμενα συναισθήματα, παρακαλούμε αυτό να μην τελειώσει ποτέ.

Η αρχαία κινέζικη σοφία μας προειδοποιεί να προσέχουμε τι ευχόμαστε. Γιατί να είναι αυτή η συμβουλή σχεδόν αποτρεπτική; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν εννοεί με αυτό να πάψουμε να ευχόμαστε. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πώς πρέπει να γνωρίζουμε τί ευχόμαστε.

Ευχήσου καλύτερα.

Το να συγκρατούμε την ψυχή μας είναι κάτι που ούτε εύκολο είναι και ούτε καλό. Δεν μπορούμε να διατάζουμε συναισθήματα να μπουν σε «σειρά προτεραιότητας». Πηγαίο συναίσθημα είναι και η κάθε ευχή. Η συμβουλή της Maya Angelou στοχεύει στο να μας βοηθήσει να «ευχόμαστε καλύτερα». Πριν ευχηθούμε κάτι, οφείλουμε να γνωρίζουμε τι θέλουμε να ζητήσουμε στην ευχή αυτή. Αυτό, δεν είναι κάτι εύκολο.

Σκεφτείτε πόση ώρα σας αναλώνει να βρείτε θέση να κάτσετε σε μια άδεια καφετέρια και αντίστοιχα, πόση ώρα κάνετε να βρείτε θέση όταν είναι γεμάτη η καφετέρια. Στη δεύτερη περίπτωση κάνετε πιο γρήγορα, γιατί πολύ απλά, οι θέσεις είναι λίγες και η απόφαση, ευκολότερη. Στην πρώτη περίπτωση, οι πιθανές αποφάσεις για το πού θα κάτσουμε είναι όσα και τα κενά τραπέζια. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τις ευχές. Είναι τόσα αυτά που επιθυμούμε που πρέπει να κάνουμε πέντε-πέντε και δέκα-δέκα τις ευχές μας, μαζί.

Συγκέντρωσε τη δύναμη της θέλησης στην ευχή σου.

Όσο το τζίνι του Αλαντίν λοιπόν, μένει στο λυχνάρι του, αυτό που ζητάμε επίμονα, οφείλουμε να το έχουμε περάσει από εξετάσεις αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης. Τί χρειαζόμαστε; Τι θέλουμε πραγματικά; Το να γνωρίζουμε τί θέλουμε είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο γιατί ακονίζουμε την αυτογνωσία μας αλλά επειδή έτσι, συγκεντρώνουμε τη δύναμη της θέλησής μας σε αυτόν το σκοπό. Εκεί που ο στόχος ήταν κινούμενος, ξαφνικά εστιάζουμε και στοχεύουμε σε σταθερό σημείο. Τα αιτήματα με παραλήπτη τον ουρανό, είναι καλό να τα αντιμετωπίζουμε όπως την προετοιμασία του σπιτιού μας όταν έχουμε προσκαλέσει φίλους. Χαιρόμαστε να προετοιμάζουμε το χώρο μας όταν ξέρουμε ότι θα φιλοξενήσουμε ιδιαίτερα προσφιλή πρόσωπα σε μας. Τους προετοιμάζουμε την ατμόσφαιρα που θεωρούμε ό,τι τους αξίζει. Πριν ευχηθούμε κάτι, πρέπει να είμαστε σε ανάλογη ετοιμότητα με αυτήν που έχουμε όταν αναμένουμε να χτυπήσει το κουδούνι από τα αγαπημένα μας πρόσωπα.

Προσγειώνουμε ομαλά όσα έρθουν.

Όλα αυτά, δεν είναι τίποτε άλλο από το να προσπαθούμε να κάνουμε το ευκταίο, εφικτό. Προσκαλούμε αυτό που ζητάμε. Δημιουργούμε όλες εκείνες τις συνθήκες που θα «προσγειώσουν ομαλά» τα όσα καλέσαμε να έρθουν από ψηλά.

Είμαι έτοιμος να ευχηθώ κάτι, σημαίνει έχω σκεφτεί και έχω νιώσει από πριν αυτό που θέλω. Όταν ζητήσω κάτι, οφείλω να δείξω σε αυτό που θέλω, σα να ήταν προσφιλές πρόσωπο σε μένα, το πόσο το θέλω. Κάνω τα πάντα προκειμένου να του επιφυλάξω την καλύτερη δυνατή φιλοξενία. Δεν πρέπει να ξεχνάω, πως πριν ρίξω το κέρμα, πρέπει πρώτα να έχει νερό το συντριβάνι που θα δεχτεί το κέρμα μου. Είμαστε έτοιμοι; Ας ευχηθούμε.

Ζήτα αυτό που θέλεις και να είσαι προετοιμασμένος να το πάρεις

ΑΙΣΩΠΟΣ: Όμως το φως των αστεριών δεν σβήνει ποτέ

Ένα λυχνάρι, που ήταν γεμάτο λάδι κι έφεγγε, καυχιόταν ότι λάμπει περισσότερο από τον ήλιο.

Όταν όμως φύσηξε ο άνεμος, αμέσως έσβησε.

Ανάβοντάς το για δεύτερη φορά ο κύριός του του είπε: «Φέγγε, λυχνάρι, και μην μιλάς, το φως των αστεριών δεν σβήνει ποτέ».

Η έπαρση είναι κακός σύμβουλος στις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Μύθοι του Αισώπου

Ποια γεγονότα μπορούν να προκαλέσουν ένα ψυχικό τραύμα;

Η λέξη «τραύμα» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «τιτρώσκω» που σημαίνει «πληγώνω». Η ιατρική έννοια του τραύματος είναι «η ξαφνική ή βίαιη λύση της συνέχειας των ιστών του δέρματος και συνήθως αιμορραγία».

Σε επίπεδο φυσιολογίας, όταν κάποια πίεση ξεπεράσει τα όρια της αντοχής του σώματός μας, επέρχεται σωματικός τραυματισμός: οι τένοντες και οι μύες παθαίνουν θλάση, τα οστά σπάνε.

Ψυχικό τραύμα

Σε ψυχικό επίπεδο, όταν βιώνουμε ένα υπέρμετρα στρεσογόνο γεγονός, επιστρατεύονται μέσα μας όλες οι (ψυχικές) δυνάμεις, ώστε να επεξεργαστούμε, όσο το δυνατόν καλύτερα, αυτή την εμπειρία. Όταν οι προσπάθειές μας δεν επαρκούν, τότε δημιουργούνται εσωτερικά «ρήγματα». Ο τραυματισμός εγγράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη, καθώς και στο σώμα μας, χωρίς να είμαστε σε θέση να τον ξεπεράσουμε.

Ποια γεγονότα όμως μπορούν να προκαλέσουν ένα ψυχικό τραύμα;

Ας αναλογιστούμε αν τα παραδείγματα που ακολουθούν στη συνέχεια αποτελούν τραυματικές εμπειρίες.

Τροχαίο ατύχημα-ληστεία-κακοποίηση κατα την παιδική ηλικία-σεισμός-πόλεμος. Ενδεχομένως, πολλοί από τους αναγνώστες μας απαντήσουν καταφατικά. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για την ορθότητα της κρίσης μας; Πιθανόν κάποιοι που είχαν παρόμοια βιώματα να τα επεξεργάσθηκαν ως ιδιαίτερα επιβαρυντικές εμπειρίες, και να μην είχαν μακροπρόθεσμες ψυχικές συνέπειες. Άλλοι, πάλι μπορεί να βιώσουν ακόμα και ένα ατύχημα, όπου έσπασαν απλώς το χέρι τους, ως τραυματική εμπειρία.

Η απάντηση στο ερώτημα δίνεται εύκολα, αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην ενδοψυχική επεξεργασία που διενεργείται στο ίδιο το άτομο. Ποια βιώματα είναι δυνάμει τραυματικά είναι εντελώς υποκειμενικό και εξαρτάται από την προσωπικότητα του ατόμου, τον ψυχισμό του, από προηγούμενες εμπειρίες, καθώς και από τη μετέπειτα αντίδραση του περιβάλλοντός του.

Αφορμή ενός τραύματος είναι πάντοτε ένα πραγματικό, ιδιαίτερα στρεσογόνο γεγονός.

Αντίθετα με την ψυχαναλυτική παράδοση, δεν αποκαλούμε τραύματα τις εσωτερικές συγκρούσεις, ακόμα κι αν αυτές μπορεί να προκαλούν υπερβολικό άγχος.

Για παράδειγμα, το δίλημμα ενός νέου αν θα πρέπει να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του, ή μουσικός, όπως του υπαγορεύει η κλίση του, δεν αποτελεί τραύμα αλλά εσωτερική σύγκρουση. Και η σύγκρουση αυτή μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα, όπως κατάθλιψη ή κρίσεις πανικού, καθώς η επεξεργασία της διέπεται από διαφορετικούς κανόνες απ' ό,τι η επεξεργασία ενός τραυματικού γεγονότος.

Τραυματικά γεγονότα

Για να μας τραυματίσει ένα γεγονός, θα πρέπει να προκαλέσει έναν ασφυκτικό κλοιό που η Huber τον παρομοιάζει με τραυματική τανάλια. Όταν το σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών του εγκεφάλου μας αξιολογήσει ένα στρεσογόνο γεγονός ως ακραίο κίνδυνο, προκαλείται ένα είδος υπερχείλισης: είναι σαν να τελειώνουν όλα, να χάνεται κάθε ελπίδα, να ανοίγεται ένα βάραθρο που κινδυνεύουμε να μας καταπιεί. Ο φόβος του θανάτου είναι τεράστιος. Στη συνέχεια ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

1. Μια γυναίκα περιμένει αμέριμνα μέσα στο αυτοκίνητό της, μέχρι ο σηματοδότης να γίνει πράσινος. Ξαφνικά, ένας άγνωστος ανοίγει την πόρτα του οχήματος και την τραβά με βία προς τα έξω.

2. Κατά την προληπτική εξέταση μαστογραφίας, μια γυναίκα μαθαίνει ξαφνικά πως έχει καρκίνο και θα πρέπει να εγχειρισθεί άμεσα.

3. Ένας σύζυγος μαθαίνει ξαφνικά πως η γυναίκα του και η μητέρα των ανήλικων παιδιών του σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.

4. Ένα παιδί είναι μάρτυρας πολυάριθμων ξυλοδαρμών της μητέρας του από τον πατέρα του.

5. Ένας πυροσβέστης αναγκάζεται να ανασύρει νεκρούς μετά από κατάρρευση κτιρίου λόγω σεισμού.

6. Ένα κοριτσάκι παρενοχλείται σεξουαλικά από έναν υπάλληλο σε παιδική κατασκήνωση.

7. Μια γυναίκα σκοτώνει τον επίδοξο βιαστή της στην προσπάθειά της να αμυνθεί.

Τα παραπάνω τυπικά παραδείγματα ακραίων εμπειριών που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά: είναι απρόβλεπτες και βρίσκουν το άτομο εντελώς απροετοίμαστο, αβοήθητο και ανίκανο να αμυνθεί ή να δραπετεύσει. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά καθιστούν αυτές τις εμπειρίες δυνάμει τραυματικές.

Σύμφωνα με τους Fischer & Riedesser (1998), μια εμπειρία μπορεί να οδηγήσει σε τραύμα, όταν το άτομο νιώσει:
  • ανίκανο να αμυνθεί
  • αβοήθητο
  • και χωρίς να είναι σε θέση να δραπετεύσει
  • από ένα σοβαρό απειλητικό γεγονός
  • το οποίο δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί με τη βοήθεια προηγούμενων εμπειριών του.
Τα κριτήρια αυτά υπογραμμίζουν τον υποκειμενικό χαρακτήρα του τραύματος που επισημάναμε και παραπάνω. Μια εμπειρία μπορεί να είναι τραυματική, τόσο για κάποιον που βρίσκεται στον ρόλο του θύματος όσο και για τον ίδιο τον θύτη (βλ. παράδειγμα 7).

Στο παράδειγμα 5, ο πυροσβέστης είναι απλός μάρτυρας του βίαιου θανάτου των άλλων, καθώς όμως έρχεται αντιμέτωπος με τις σκηνές αυτές, χωρίς να είναι ικανός να βοηθήσει, θεωρείται πιθανό να τραυματιστεί ψυχικά.

Παρεμφερή βιώματα είναι δυνατόν να στιγματίσουν ανεπανόρθωτα ή (και) να ανατρέψουν οριστικά τη ζωή ενός ατόμου.

Ηράκλειτος: Η ζωή και η φιλοσοφία του

Η ζωή και η φιλοσοφία του

Ηράκλειτος θα πει Ηρα-κλειτός, δηλαδή αυτός που χρωστά τη δόξα του στην Ήρα.

«Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο επονομαζόμενος σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης».

Ο Ηράκλειτος είναι ένας στοχαστής. Αυτός για πρώτη φορά στοχάζεται μέσα από τα πλαίσια του Λόγου τι είναι Κόσμος. Η σκέψη του παραμένει ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και αινιγματική, αποσπασματική και ποιητική. Δεν κατασκευάζει κάποιο σύστημα. Ο Ηράκλειτος στοχάζεται πριν ακόμα συσταθεί η μεταφυσική και διαμορφωθούν οι φιλοσοφικές σχολές. Ήταν το σπέρμα της δικής του σκέψης που έθρεψε όλη τη φιλοσοφία και μάλιστα πριν τη διαμόρφωσή της σε Μεταφυσική, Θεολογία, Λογική, Φυσική και Ηθική.

Με χρονολογική σειρά ασχολήθηκαν μαζί του, επικρίνοντας τον ή ενστερνιζόμενοι τις απόψεις του, οι Ελεάτες, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Χέγκελ, ο Λένιν, ο Κίρκεγκωρ, και ο Νίτσε. Επηρέασε όχι μόνο τους φιλόσοφους της Αναγέννησης αλλά και τους: Πασκάλ, Σπινόζα, Γκαίτε, Χαίλντερλιν, Νοβάλις, Σοπενεχάουερ, Προυντόν, Μπερξόν, και Φρόιντ. Οι απόψεις του επηρέασαν ακόμη και τον σουρεαλισμό. Η σκέψη του διατρέχει το χρόνο και φθάνει έως τις μέρες μας ζωογονώντας σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα.

Η φιλοσοφία του διαμορφώθηκε από στοιχεία αντιθετικά δίχως όμως να διασπάται η ενότητά της, εκφράζοντας έτσι την ενότητα των αντιθέτων του κόσμου μας - «…και εκ των πάντων έν και εξ ενός τα πάντα». (απ 10)

Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε πριν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Σε ότι αφορά στη ζωή του, οι μαρτυρίες που έχουν φθάσει σε εμάς είναι αντιφατικές και κινούνται λίγο - πολύ στην περιοχή του μύθου. Από τον Διογένη τον Λάερτιο πληροφορούμαστε ότι έφθασε στην ακμή της ζωής του περίπου το 500 π.Χ. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια που οι ρίζες της έφθαναν στον ηγεμόνα της Εφέσου και η οποία είχε κληρονομήσει κάποιο βασιλικό αξίωμα. Ο Ηράκλειτος όμως, ενώ γεννήθηκε αριστοκράτης αποποιήθηκε με τη θέλησή του το βασιλικό αξίωμα παραχωρώντας το στον αδελφό του.

Από παιδί εκδήλωσε τη χαρισματική του φύση. Ενώ ήταν ακόμη νέος ισχυριζόταν πως δεν γνώριζε τίποτα, ενώ όταν έφθασε στην ώριμη ηλικία ισχυριζόταν ότι γνώριζε τα πάντα. Δεν ακολούθησε τη διδασκαλία κανενός, δε μαθήτευσε σε κανένα φιλόσοφο, κι αναζήτησε μόνος του να ανακαλύψει τον εαυτό του μαθαίνοντας με τη δική του θέληση. Μελέτησε και στοχάστηκε πάνω στους μεγάλους ποιητές, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τις θεωρίες των Μιλησίων, των Πυθαγορείων και του Ξενοφάνη, καθώς και την ιστοριογραφική «Επιστήμη» του Εκαταίου, και στα αποσπάσματά του αναφέρεται συχνά σε αυτούς. Έτσι εντρυφά στην ποιητική, τη θεολογία και τη θεωρητική, αφομοιώνοντας όλες αυτές τις διδασκαλίες καθώς και την επιστημονική παιδεία του καιρού και του τόπου του.

Αφομοίωσε και ξεπέρασε όλες αυτές τις διδασκαλίες συλλαμβάνοντας τον κόσμο με ένα νέο τρόπο και στη συνέχεια συνέλαβε την θέση του ίδιου του εαυτού του μέσα στον κόσμο.

Ο Ηράκλειτος προσέφερε το έργο του ανάθημα στο ναό της Αρτέμιδας, ο οποίος πυρπολήθηκε αργότερα από τον Ηρόστρατο που θέλησε μ αυτή την πράξη του να περάσει στην αθανασία.

Ο χαρακτήρας του φαίνεται ότι ήταν αρκετά ιδιόρρυθμος. Περήφανος και ακατάδεκτος λένε ορισμένοι συγγραφείς, ενώ η μοναχικότητά του ίσως να ερμηνεύτηκε λάθος ως ένδειξη μελαγχολίας.

Καταφέρει βίαια κτυπήματα ενάντια στην ανθρώπινη αφέλεια και τη λήθη του μέσου ανθρώπου. Περιφρονεί τις μάταιες κουβέντες που κυλάνε σαν ποτάμι και απορρίπτει τη ρητορική και τα τεχνάσματα της. Βασίζεται στον λόγο (που σημαίνει ταυτόχρονη σκέψη και γλώσσα) για να πει αυτά που θέλει, κι ενώ κρίνει αυστηρά τους ανθρώπους, ταυτόχρονα τους προσφέρει τη βοήθεια του. Η απέχθεια για την ανθρώπινη αφέλεια μετατρέπεται έτσι σε μια επιτακτική ανάγκη να τη διορθώσει και γι’ αυτό χρησιμοποιεί την καυστική ειρωνεία, παραμένοντας λακωνικός.

Φαίνεται ότι δεν ταξίδεψε, παραμένοντας συγκεντρωμένος στο έργο του. Ο Ηράκλειτος ζούσε στην γειτονιά του ιερού. Ανήκε, όπως προαναφέρθηκε, σε βασιλική οικογένεια και οι προπάτορες του είχαν την ευθύνη της διοργάνωσης των εορτών της Ελευσίνιας Δήμητρας. Ίσως και ο ίδιος να ήταν μυημένος στα Ελευσίνια μυστήρια που τελούνταν στην Έφεσο σε συνάρτηση με τη λατρεία της Αρτέμιδος. Ωστόσο, όλα αυτά δεν τον εμπόδισαν να ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στην καθιερωμένη θρησκεία. Η θρησκευτικότητα του Ηράκλειτου ήταν διαφορετική. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Ηράκλειτος αποτραβήχτηκε στον ναό της Αρτέμιδος, όπου και προσέφερε τα βιβλία του. Και όλα αυτά τα έκανε ενώ ταυτόχρονα στηλίτευε δριμύτατα την επίσημη θρησκεία.

Ο Ηράκλειτος δεν κόβει τους δεσμούς του με το Θείο αν και ο δικός του δρόμος επικοινωνίας ακολουθεί δρόμους διαφορετικούς από εκείνους των κοινών ανθρώπων.

Η πολιτική έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ζωή του, αν και αρνείται να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική ζωή. Όταν οι συμπολίτες του τον έκριναν άξιο να γίνει νομοθέτης τους εκείνος τους αγνόησε διότι η πόλη βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία ενός διεφθαρμένου καθεστώτος. Και σαν να μην έφθανε αυτό αποτραβήχτηκε στον περίβολο του ναού της Αρτέμιδος και έπαιζε με τα παιδιά τους πεσσούς, γιατί τα παιδιά μοιάζουν με τον «Χρόνο που παις εστί, πεσσεύων» (απ 52).

Η πολιτική σκέψη του Ηράκλειτου και η σύλληψη ενός οικουμενικού νόμου παραμένουν ύψιστα αφηρημένες και δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

Ζει σε μια ταραγμένη εποχή κατά την οποία υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα - Περσία), ανταγωνισμός ανάμεσα στα Ελληνικά κράτη (Αθήνα-Σπάρτη), σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα (αριστοκράτες-δημοκράτες). Όλα διαδραματίζονται κάτω από την επιρροή του θεού Άρη, του πολεμιστή. Κι έτσι ο Ηράκλειτος διακηρύσσει νηφάλια τη βασιλεία του πολέμου.

Ο ίδιος ο Ηράκλειτος ήταν η πραγμάτωση της ενότητας των αντιθέτων Αγαπούσε και περιφρονούσε τους συμπατριώτες του που με την σειρά τους τον αγαπούσαν και τον περιφρονούσαν. Ενώ διακήρυσσε την αναγκαιότητα του πολέμου, ήθελε να βοηθήσει τους Εφέσιους να ζήσουν ειρηνικά

Έχουμε πολλές εκδοχές του θανάτου του. Μια από αυτές είναι ότι χολωμένος από τους ανθρώπους, αποτραβήχτηκε στα βουνά όπου ζούσε τρώγοντας φύλλα και χόρτα, ώσπου έπαθε υδρωπικία, οπότε και επέστρεψε στην πόλη και ρωτούσε με αινιγματικά λόγια του γιατρούς να μάθει αν μπορεί να μετατρέψει μια μπόρα σε ξηρασία. Επειδή εκείνοι δεν τον καταλάβαιναν, κλείστηκε σε έναν στάβλο ελπίζοντας πως με την ζέστη της κοπριάς όπου χώθηκε, θα εξατμιζόταν το νερό από το σώμα του. Μα ούτε και με αυτόν τον τρόπο θεραπεύτηκε και πέθανε σε ηλικία εξήντα ετών.

Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε τους δομικούς λίθους της φιλοσοφίας του, ξεκινώντας από τον «Λόγο», με οδηγό μας τον Κώστα Αξελό, γνήσιο ερευνητή της σκέψης του Ηράκλειτου, και σε επόμενο άρθρο θα μελετήσουμε τον «Κόσμο» και τη «Φωτιά».

O Λόγος «Πρώτος ο Ηράκλειτος ανάβει απ τη φωτιά του σύμπαντος –τη δάδα του Λόγου. Ο λόγος του φωτίζει. Ο Λόγος είναι εκείνο το ξύπνημα της απορίας της αφηρημένης σκέψης που κάνει τον άνθρωπο να βγει από τον κόσμο των ονείρων και να τον οδηγήσει στον κόσμο του φωτός».

«Ο Λόγος είναι αυτό που συνδέει τα φαινόμενα μεταξύ τους, που τα συνδέει ως φαινόμενα ενός και μόνου Σύμπαντος, κι αυτό που συνδέει την ομιλία με τα φαινόμενα. Ο Λόγος είναι ένας σύνδεσμος. Αυτό που γίνεται φανερό ως φαινόμενο είναι ήδη διαποτισμένο από τον λόγο γι αυτό και μπορεί να συλληφθεί».

«Ο άνθρωπος είναι ο ομιλών θεματοφύλακάς του Λόγου, αν είναι ξύπνιος».

O Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται τον κόσμο αδιαχώριστα συνδεδεμένο με τον Λόγο. Εννοεί τον Λόγο ως τη δύναμη και το νόημα του σύμπαντος, ως αυτό που ζωογονεί κάθε σκέψη και είναι πηγή της. Είναι η ίδια η σκέψη και η σοφία. Είναι τελικά το φως που με την καθαρότητα του διαπερνά το σκοτάδι, βάζοντας τάξη στο χάος. Ο Λόγος είναι εκείνος που συλλαμβάνει την αληθινή πραγματικότητα.

Όπως δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στο πριν από τον Χρόνο, έτσι δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στο πριν από τον Λόγο. Ο Λόγος διατρέχει τον Χρόνο και είναι από τη φύση του αιώνιος. Αποτελεί τελικά την ουσία, τη σημασία του σύμπαντος. Ο Λόγος είναι το ίδιο το σύμπαν που πορεύεται σε μια γνώση.

Ο Λόγος γίνεται κατανοητός, αντιληπτός, εφόσον είμαστε σε εγρήγορση. Όντας απρόσεχτοι και αφηρημένοι αδυνατούμε να κατανοήσουμε και επομένως να αντιληφθούμε την συνεχή παρουσία του Λόγου.

Η Ανθρώπινη μάζα αντιστέκεται στην συνεχή ροή του Λόγου. Δεν σκεπτόμαστε, δεν διακρίνουμε αυτά που συμβαίνουν, κρίνουμε επιφανειακά, δεν αντιλαμβανόμαστε τις βαθύτερες αιτίες και εν τέλει δρούμε σαν κοιμισμένοι. Ζούμε μέσα στην πλάνη, πιστεύοντας ότι έχουμε μια νόηση ιδιαίτερη, ξεχωριστή, η οποία μας αποκόπτει τελικά από το σύμπαν.

«Ο Ηράκλειτος σφυροκοπά και αναθεματίζει τους ανθρώπους που φαντάζονται ότι μπορούν να απομονωθούν και να δράσουν ξεχωριστά από τον Λόγο».

«Ο Ηράκλειτος ζητά με τρόπο μαχητικό από τους ανθρώπους να ξέρουν να ακούνε, να μιλούν να πράττουν αλλά κυρίως να αναγνωρίζουν την διαποτίζουσα τα πάντα ύπαρξη του Λόγου.»

Το φως του Λόγου διαπερνώντας το σκοτάδι, φανερώνει το ενωτικό νόημα του σύμπαντος. Το Ενιαίο Όλον.

«Οι άνθρωποι μπορούν ν αναγνωρίσουν τον Λόγο επειδή η σκέψη είναι κάτι κοινό σ όλους και κατοικία της έχει την ψυχή τους. Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι σκέφτονται, πράττουν και μιλούν σύμφωνα με την αληθινή φύση. Το ανθρώπινο ον μπορεί να γίνει το φωτισμένο φερέφωνο του Λόγου, δεν είναι όμως ο ιδρυτής του, ο Λόγος το ξεπερνάει. Ο Λόγος κάνει δυνατή την σύλληψη μιας αλήθειας, αλήθειας που δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται».

Η σκέψη του Ηράκλειτου, διατηρεί την πλαστικότητά της, την ευελιξία της, όντας ταυτόχρονα συγκεκριμένη και αφηρημένη.

«Ήρωας Προμηθεϊκός της σκέψης, φέρνει στους κοιμισμένους την φωτιά του Λόγου»

«Ενώ ο Λόγος είναι συμπαντικός, τα ανθρώπινα πλάσματα ενεργούν σαν να είχαν μια ιδιαίτερη δική του νόηση το καθένα. Οι άνθρωποι που αγρυπνούν έχουν ένα μόνο κόσμο κοινό. Αντίθετα, εκείνοι που είναι βυθισμένοι στον ύπνο, απομονώνονται, ο καθένας για τον εαυτό του σε κόσμους ιδιαίτερους. Το πλήθος βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου και οι κοινοί άνθρωποι δεν έχουν παρά μικρές ιδιωτικές απόψεις. Οι λίγοι φωτισμένοι είναι ξύπνιοι και ξέρουν πως η νόηση δεν είναι νόηση παρά μόνον όταν έχει στήριγμα της το συμπαντικό. Την ευθύνη της συμπαντικότητας δεν την αναλαμβάνει ο όχλος αλλά οι προφύλακες, γιατί η συμπαντικότητα είναι κάτι έντονο και ποιοτικό κι όχι ποσοτικό κι εκτατικό. Η αληθινή ομοφωνία είναι μια ενημερωμένη συμμετοχή στο συμπαντικό. Ο σύμπας κόσμος είναι ο κόσμος της αλήθειας, ενώ ο ιδιωτικός κόσμος είναι ο κόσμος που δεν κατέχει την αληθινή πραγματικότητα αφού είναι κόσμος της αυθαιρεσίας και της απομόνωσης.

Μόνο τα άτομα που θυσιάζουν την ιδιαιτερότητα τους εξασφαλίζουν τα θεμέλια της κοινότητας και παίρνουν πάνω τους την ευθύνη αυτών των θεμελίων. Οι κοινοί άνθρωποι δεν αποτελούν, ούτε κι οικοδομούν, την κοινότητα, που είναι μια μορφή της συμπαντικότητας. Ωστόσο ακόμα κι οι κοιμισμένοι δεν μπορούν να ξεφύγουν απ την ροή του κόσμου κι αυτοί συμμετέχουν μα άθελα τους, παθητικά. Παρά την θέλησή τους, η «πονηριά της λογικής» τους σπρώχνει να πάρουν μέρος στο παιχνίδι, έτσι, το σκοτάδι τους φωτίζεται από τον Λόγο. Και πράγματι, οι κοιμισμένοι συνεργάζονται στα γεγονότα του κόσμου εφόσον είναι «άτομα» του κόσμου, μόρια της κοινότητας. Για να απομονωθούν ολότελα, θα έπρεπε να πάψουν να υπάρχουν.

Συνοχή έχουν μόνο οι σκέψεις μερικών που βλέπουν ξεκάθαρα ότι ο κόσμος είναι κοινός. Οι σκέψεις των κοιμισμένων και των υπνοβατών είναι ασυνάρτητες επειδή είναι μη συμπαντικές. Κοινός για όλους μόνον ένας κόσμος υπάρχει. Οι κόσμοι των κοιμισμένων είναι πολλαπλοί, κι εκείνοι που καταφεύγουν σ αυτούς τους κόσμους, δεν μπορούν ούτε μεταξύ τους να συνεννοηθούν, γιατί τους λείπει κάθε είδους αναφορά στο συμπαντικό.

Μόνη η κατάσταση της εγρήγορσης δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει τους προδρόμους, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που, όσο ξύπνιοι και αν είναι, δεν ξέρουν τι κάνουν.

Η εγρήγορση, μόνον όταν φωτίζεται από το φως του Λόγου κάνει τον άνθρωπο νηφάλιο, τον κάνει να ριζώσει στο ορατό και στο αόρατο και τον κατευθύνει προς τους ορίζοντες της γνώσης. Το ξύπνημα είναι μια έξοδος από το βασίλειο του ύπνου, η σκέψη δεν φωτίζεται παρά μόνον όταν ξεπερνά το όνειρο. Το φως αναγνωρίζει και σκορπίζει τα σκότη»

«Η σκέψη του Ηράκλειτου δεν παραπαίει σε διλήμματα όπως: αισθήσεις-λογικό, ρεαλισμός-ιδεαλισμός, υλισμός-πνευματικότητα. Αυτή η σκέψη δεν θέλει να εδραιώσει τις διακρίσεις: φαινόμενο-νοούμενο, φαντασία-αντίληψη, νους-λογικό. Ο Ηράκλειτος, βλέπει, σκέπτεται, εκφράζεται και μιλάει με ολόκληρο το είναι του, με ολόκληρη την ελληνική και ιωνική ιδιοσυγκρασία του. Η ευαισθησία του συλλαμβάνει και την μονιμότητα των φαινομένων και την αλλαγή τους: Τα μάτια είναι αυτά που βλέπουν να κυλούν τα νερά του ποταμού. Ο Λόγος είναι η δομή του κάθε τι που είναι»

«Ο Ηράκλειτος δεν διαχωρίζει σε καμία περίπτωση αυτό που είναι θεωρητικά αληθινό από εκείνο που αποδεικνύεται πρακτικά αληθινό. Η πολυδιάστατη αλήθεια δεν είναι, στην ενότητα της, ούτε θεωρητική ούτε πρακτική. Είναι μέσα στο γίγνεσθαι και μπορεί να συλλαμβάνει ταυτόχρονα την γλύκα και την πίκρα του κάθε τι που είναι.

Η απλή πολυμάθεια δεν μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε, οι άνθρωποι όμως που αγαπούν τη σοφία, πρέπει να γνωρίζουν πάρα πολλά πράγματα. ο Ηράκλειτος ξέρει πως πρέπει να ψάξει πολύ για να βρει την αληθινή σοφία, και ξέρει ακόμα πως δεν θα βρει παρά μόνον αποσπάσματά της.»

Η αναζήτηση σε βάθος πρέπει να προχωρεί ακαταπόνητα. Η αναζήτηση του χρυσού είναι η αναζήτηση της Σοφίας.

Η αγάπη του Ηράκλειτου για την Σοφία ταυτίζεται με την Σοφία της Αγάπης. Η Σοφία είναι Αγάπη και Λόγος και νόμος συμπαντικός.

Δεν πρέπει να αντιληφθούμε την δύναμη του Θείου νόμου σαν μια δύναμη ξεχωριστή. Ο Θείος νόμος απλώνει την δύναμη του και συνδέει τα μέρη του σύμπαντος. Η Σοφία είναι ο Θείος Νόμος.

Ο Ηράκλειτος θεωρεί ότι το Όλον πληρούται από κρυφή αρμονία. «Ο ανθρώπινος λόγος προσπαθεί να συλλάβει τον λόγο του κόσμου. Αυτή η αναζήτηση που ζωογονείται από την κοσμική αγάπη, τοποθετείται στον δρόμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει, χωρίς να παύει να είναι ο ίδιος δρόμος. Αφού η ολότητα βρίσκεται σε γίγνεσθαι, ο δρόμος που οδηγεί στη σύλληψή της δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτός ένα γίγνεσθαι». Για τον Ηράκλειτο η αλήθεια είναι αυτό που αποκαλύπτεται και βγαίνει στο φως εγκαταλείποντας τα σκότη. Η αλήθεια είναι αυτό που συλλαμβάνουμε, όταν είμαστε ξύπνιοι. Η σύλληψη αυτή δεν είναι φευγαλέα, επειδή είμαστε προικισμένοι με μνήμη. Αυτό που συλλαμβάνουμε, με τον Λόγο μας σαν αλήθεια είναι απ την ουσία της συμπαντική, σ’ όλους κοινή. Η χονδροειδέστατη «πλάνη» ανήκει στα όντα εκείνα που είναι βυθισμένα στον ύπνο τους και τους λείπει η μνήμη. Αυτά τα ξεμοναχιασμένα όντα δεν επικοινωνούν παρά από μεγάλη απόσταση με την συμπαντικότητα, παραμένοντας κλεισμένα μέσα στα απατηλά όρια της (ψευτο-ιδιαιτερότητας) τους.

Η αλήθεια δεν βρίσκεται από την πλευρά του σκεπτόμενου υποκειμένου, η αλήθεια είναι η αλήθεια της ολότητας που αποκαλύπτεται σε όποιον αγαπά την σοφία και προσπαθεί να τη συλλάβει με τη σκέψη και να την εκφράσει με την γλώσσα. Μαζί με τον λόγο και το σοφό, αποτελεί την αρμονία της ολότητας. Αυτή η αρμονία είναι φυσικά πολεμίστρια, δηλαδή είναι διαλεκτική. Η αλήθεια βρίσκεται μέσα σ ολόκληρο το ακατάπαυστο γίγνεσθαι του είναι.»

«Η πλάνη, η αυταπάτη, η ψευτιά και η βλακεία είναι κι αυτές εξίσου και είναι επίσης αληθινές.» Αν και ατελείς μορφές που εκφράζουν μονάχα ιδιαιτερότητες. Αποτελούν αλλοτριώσεις της σοφίας.

«Ενώ η αλήθεια είναι συμπαντική, η πλάνη είναι ανθρώπινη κι ατομική, δεν είναι παρά μια επιπόλαιη σύλληψη της πληρότητας του κόσμου».

Ο Ηράκλειτος στοχάζεται τον Λόγο και μας προσανατολίζει προς την αναζήτηση της γνώσης και της Αλήθειας. Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις. Για να ξεπεράσουμε το στάδιο της ιδιαίτερης γνώμης πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για να διακρίνουμε πέρα από την επιφάνεια των φαινομένων, την κρυμμένη αρμονία, να σκεφτούμε με τρόπο υγιή που συλλαμβάνει και επικοινωνεί με τον συμπαντικό Σοφό-Λόγο που είναι το θεμέλιο κάθε σκέψης.

«Όλη η κίνηση της Ηρακλειτικής σκέψης, υπακούοντας στον ρυθμό της κίνησης της ολότητας, ενώνει την αρχή και το τέλος, και θα μπορούσε να απεικονιστεί με σπείρες. Ο δρόμος όμως που ακολουθεί ο στοχαστής δεν θα ήταν αληθινός αν δεν οδηγούσε στην καρδιά του σύμπαντος».

Αποσπάσματα

απ 2: «Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε τον κοινό Λόγο γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δική τους φρόνηση».

απ 34: «Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς. Μαρτυρεί γι αυτούς η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν».

απ 70: «Παιχνίδια παιδιών οι ανθρώπινες δοξασίες».

απ 97: «Κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ αυτιά για τους ανθρώπους, όταν οι ψυχές τους είναι βάρβαρες».

απ 46: «Η έπαρση είναι νόσος ιερή και η όραση ψεύδεται».

απ 41::«Γιατί μια είναι η σοφία: Το να γνωρίζεις την σκέψη που μέσα απ΄ όλα τα κυβερνάει όλα».

απ 116:«Όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και την σωφροσύνη».

απ 112: «Σωφροσύνη, η μέγιστη αρετή, και σοφία το να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με την φύση-ακούγοντας την».

απ 115: «Ο λόγος της ψυχής αυξάνει απ’ τον εαυτό του».

απ 54: «Η αφανής αρμονία καλύτερη από την φανερή».

απ 123: «Η φύση αγαπά να κρύβεται».

απ 22: « Όσοι γυρεύουν χρυσάφι σκάβουν πολύ την γη και λίγα βρίσκουν».

απ 114: «Για να μιλάμε με νόημα πρέπει να αντλούμε δύναμη απ αυτό που είναι σ όλα κοινό, όπως η πόλη αντλεί από τον νόμο, κι ακόμα περισσότερο, γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα νόμο, το θείο. Αυτός κρατάει όσο θέλει την εξουσία του αρκεί για όλα και τα υπερβαίνει».

Η φωτιά

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος υποστήριζε ότι η αρχή του κόσμου είναι η φωτιά. Με αφετηρία την σκέψη του σύγχρoνου φιλόσοφου Κ. Αξελού, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι ακριβώς εννοούσε ο Ηράκλειτος κι ας συλλογιστούμε τι μπορεί να σημαίνουν αυτά για την σημερινή εποχή.

Ο Θαλής δηλώνει πως τα πάντα προέρχονται από το νερό.

Ο Αναξίμανδρος συλλαμβάνει την αέναη κίνηση που μέσα της τα αντίθετα, το ζεστό και το κρύο, το υγρό και το στεγνό, παράγουν τα κοσμικά φαινόμενα.

Ο Αναξιμένης δίνει προτεραιότητα στον αέρα.

Ο Πυθαγόρας αφοσιώνεται στην κοσμική αρμονία, στη μελέτη των αριθμών και των μορφών και το πνεύμα του είναι γεωμετρικό και μαθηματικό.

Ο Ξενοφάνης στρέφεται προς την γη ως πρωταρχικό κοσμικό στοιχείο.

Ο Ηράκλειτος είναι το μεγάλο ενοποιητικό πνεύμα. Νερό και γη, αέρας και φωτιά, υπακούουν σε μέτρα κι αποτελούν τον Κόσμο. Η αρμονία δεν ξεχωρίζεται από την σύγκρουση. Είναι κεφαλαιώδης η σημασία των αντιθέτων μέσα στην αέναη κίνηση του κόσμου.

Ο Κόσμος αποτελείται από το σύνολο των όντων και των πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στο χώρο και τον χρόνο που τα περιέχουν. Ο χώρος μας περιέχει μα εμείς δεν μπορούμε να τον περιέχουμε επειδή μας απορροφάει. Τότε συλλαμβάνει η σκέψη τον χρόνο και τον προωθεί στην σειρά του πρωταίτιου του γίγνεσθαι του κόσμου.

Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει μια κοσμολογία που θέλει να ξεπεράσει το κοσμογονικό στάδιο. Αυτή η κοσμολογία, επειδή μεταχειρίζεται «σύμβολα» για να εκφράσει τις φυσικές δυνάμεις κι αποδίδει μια δύναμη σε αυτά τα σύμβολα, συνδέεται με τη μυθολογία και γίνεται δημιουργός μύθων. Βέβαια η σύλληψη του κοσμικού παιχνιδιού είναι μια πράξη του λογισμού.

Τι μας λέει για το σύμπαν ο Ηράκλειτος; -Αυτόν τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο (απ.30) -Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα πράγματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα πράγματα-(απ.90) -Η φωτιά ζει τον θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το θάνατο του αέρα και η γη του νερού-(απ.76)-Το ψυχρό θερμαίνεται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξηρό νοτίζει-(απ.126)

Ο Κόσμος δεν έχει αρχή. Οι μυθολογικές κοσμογονίες, ο Όμηρος κι ο Ησίοδος, εκθρονίζονται. Παρακολουθούμε το πέρασμα απ' την κοσμο-γονία στην κοσμο-λογία. Ο κόσμος δε δημιουργήθηκε ήταν από πάντα, είναι και θα είναι. Ο κόσμος είναι το Σύμπαν, δηλαδή η τακτοποιημένη ολότητα.

Κόσμος αιώνιος και αιώνια φωτιά υπακούουν το ένα στο άλλο. Ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε ποιος είναι ο δεσμός τους. Η φωτιά είναι ως προς τον κόσμο αυτό που ως προς την ανθρώπινη ζωή είναι ένα ποτάμι. Μεταβάλλονται και τα δύο ακατάπαυστα μέσα στη μονιμότητα του γίγνεσθαι του είναι. Η φωτιά είναι ακόμη πιο μεγαλοπρεπής απ' το ποτάμι. Η φωτιά υπακούει σε μέτρα. Και το χρυσάφι λάμπει, έχει το χρώμα και την αξία της φωτιάς, επιβάλλει ένα μέτρο και μεταβάλλει τα πράγματα. Η φωτιά μπορεί να συγκριθεί με το χρυσάφι.

Η φωτιά είναι ουσία η στοιχείο; Ας μην ξεχνάμε ότι οι κοσμικές δυνάμεις που με την δική τους βοήθεια σκέφτονται οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές τον κόσμο, δεν είναι «υλικές». Το νερό του Θαλή δεν είναι παρά μια θεμελιακή μονιμότητα, ούτε υλική ούτε ιδεατή. Ο αέρας του Αναξιμένη και το άπειρον του Αναξίμανδρου απέχουν πολύ απ το να είναι ουσίες. Η Ηρακλειτική φωτιά είναι ακόμα λιγότερο ουσία, πράγμα που δεν σημαίνει ότι έχει κάποια φυσική και συγκεκριμένη εμφάνιση. Δεν είναι όμως ούτε και λογική αρχή.

Οι πρώτοι έλληνες στοχαστές συλλαμβάνουν τις θεμελιακές τους διαισθήσεις αλλά όχι σαν ουσίες. Ιδεατότητα και πραγματικότητα είναι αξεχώριστες. Η ερώτηση αν οι αρχές είναι πραγματικές η ιδεατές, δεν μπορεί να πάρει απάντηση γιατί δεν υπάρχει απάντηση γι' αυτή την ερώτηση.

Έτσι η ηρακλειτική φωτιά είναι «αρχή» που κατευθύνει την ροή και την σύλληψη των πραγμάτων, αφανής και φανερή αλήθεια των ορατών κι αοράτων φαινομένων.

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ «Την ελληνική λέξη αρχή πρέπει να την κατανοήσουμε με το πλήρες νόημα της. Η λέξη αυτή ονομάζει αυτό που παίρνοντάς το κάποιο πράγμα σαν αφετηρία αποκτά διέξοδο. Αυτό όμως το (παίρνοντάς το σαν αφετηρία), με την απόκτηση της διεξόδου δεν αφήνεται πίσω. Η αρχή έχει να κάνει μάλλον μ΄ αυτό που λέει το ρήμα άρχειν - μ΄ αυτό δηλαδή που δεν παύει να κυριαρχεί» Πρόκειται δηλαδή για μια λέξη κλειδί.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει:

«Αυτά που ο Ηράκλειτος πίστευε σε γενικές γραμμές είναι: τα πάντα συνίστανται από φωτιά και μέσα σ΄ αυτήν αναλώνονται. Τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα με την ειμαρμένη και η συναρμολόγηση των όντων πραγματοποιείται με την εναντιοδρομία… Όσο για τις λεπτομέρειες αυτών των θεωριών του, ιδού πως έχουν τα πράγματα. Η φωτιά είναι στοιχείο και τα πάντα ανταλλάσσονται με την φωτιά και γίνονται με την αραίωση και την πύκνωση. Τίποτα όμως δεν εκθέτει με σαφήνεια. Τα πάντα γίνονται με την εναντιότητα και κυλούν σαν ποτάμι. Η ολότητα είναι κάτι το πεπερασμένο κι ο κόσμος ένας. Αυτός ο κόσμος γεννιέται απ΄ τη φωτιά και ξαναπαίρνει κατά περιόδους φωτιά, κι αυτό γίνεται εναλλάξ, στον αιώνα τον άπαντα. Αυτό συμβαίνει σύμφωνα με την ειμαρμένη. Από τα αντίθετα, εκείνο που οδηγεί στην γένεση ονομάζεται πόλεμος και έρις, κι εκείνο που οδηγεί στην ανάφλεξη, ομόνοια και ειρήνη κι η μεταβολή είναι ένας δρόμος που ανεβαίνει και κατεβαίνει κι ο Κόσμος φτιάχνεται σύμφωνα μ΄ αυτή την μεταβολή. Γιατί, όταν η φωτιά πυκνώνει, γίνεται ρευστή κι όταν μαζεύεται, γίνεται νερό. Το νερό όταν πήζει μεταβάλλεται σε γη-αυτός ο δρόμος κατεβαίνει. Η γη ξαναγίνεται ρευστή κι απ΄ αυτήν γίνεται το νερό κι απ΄ το νερό όλα τα υπόλοιπα. Γιατί αναφέρει ότι όλα σχεδόν προέρχονται απ την αναθυμίαση που βγαίνει απ΄ τη θάλασσα-κι αυτός είναι ο δρόμος που ανεβαίνει. Οι αναθυμιάσεις προέρχονται τόσο απ΄ τη γη όσο κι απ΄ τη θάλασσα, άλλες λαμπερές και καθαρές κι άλλες σκοτεινές. Με τις λαμπερές αυξάνει η φωτιά και με τις άλλες η υγρασία. Όσο για το περιέχον δεν μας αποκαλύπτει τι είναι».

Η φωτιά για τον Ηράκλειτο είναι μια ενεργειακή δύναμη. Παίρνει μορφή συγκεκριμένη χωρίς να καταλήγει σε φλόγα. Υπόστρωμα, στοιχείο και ανώτατη αρχή, πανίσχυρη μεταφορά, η φωτιά είναι όλα αυτά και δεν είναι.

Στην σπαρακτική ερώτηση τι είναι κόσμος; Ο Ηράκλειτος απαντάει: αιώνια ζωντανή φωτιά.

Τα τέσσερα στοιχεία, με ηγεμόνα το ένα απ΄ αυτά, τη φωτιά, διατρέχουν ένα δρόμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει. Ο δρόμος που ανεβαίνει (από το βαρύτερο στο ανώτατο) οδηγεί από τη γη στο νερό, κι από τον αέρα στη γη. Το ζεστό και το κρύο, το υγρό και το στεγνό (που απορρέουν από τα τέσσερα στοιχεία) αντιτίθενται μεταξύ τους και συνταιριάζονται μέσα στον κύκλο που ρυθμίζεται από την ένωση της σύγκρουσης και της αρμονίας.

Την κοσμική διαδικασία-φωτιά, αέρας, νερό, γη, νερό, αέρας, φωτιά-πρέπει να την συλλάβει κανείς σαν κάτι κυκλικό κι όχι σαν μια ευθύγραμμη πορεία η σαν μια κάθετη άνοδο και κάθοδο. Η κοσμική κίνηση είναι κυκλική, γι αυτό τον λόγο ο δρόμος που ανεβαίνει και κατεβαίνει είναι ο ίδιος. Έτσι είναι δυνατόν να επιλέξουμε ως αρχή και τέλος το νερό, την γη, τον αέρα η την φωτιά. Η φωτιά όμως είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει τον κύκλο να γυρίζει, αυτή τον κρατάει σε κίνηση. Η ολότητα είναι μια μεγάλη ακολουθία μετασχηματισμών που ξαναγυρίζει στον εαυτό της. Πρόκειται για την εικόνα του φιδιού που δαγκώνει την ουρά του.

Ποιος είναι ο ρόλος του Χρόνου, που είναι ο ρυθμός του μεγάλου χώρου; Ο Αέτιος μας πληροφορεί ότι κατά τον Ηράκλειτο «ο κόσμος γεννιέται όχι σύμφωνα με τον χρόνο αλλά σύμφωνα με την σκέψη» Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος δεν γεννιέται κι ο χρόνος δεν είναι χωρισμένος απ΄ την σκέψη. Ο χρόνος είναι δεμένος με την σκέψη, δηλαδή με τον λόγο. Κατά τον Σέξτο τον Εμπειρικό, ο Ηράκλειτος είχε ταυτίσει το Ον και το Χρόνο. Πρέπει να δοθεί μια σωστή ερμηνεία σ΄ αυτή την μαρτυρία. Ο Λόγος κι ο Κόσμος, ο Χρόνος κι η Φωτιά, είναι βαθιά ενωμένα το ένα με το άλλο, όμως δε συγχέονται. Ο λόγος εκφράζει την αρμονία και την αντίθεση των αντιθέτων, μέσα στον Κόσμο που είναι ένα γίγνεσθαι, με την δύναμη της φωτιάς΄ όλα αυτά μέσ’ από το Χρόνο. Η ηρακλειτική διαλεκτική διδάσκει την ενότητα της ενότητας και της μη ενότητας (δηλ της πολλαπλότητας). Ο Χρόνος είναι ένας και πολλαπλός, κάνει τον αιώνιο αληθινό λόγο χρονικό, εναρμονίζει τις βίαιες κοσμικές αλλαγές κι ενώνεται με την φωτιά δίχως να ταυτίζεται μαζί της. Ο Κόσμος ως τάξη της αταξίας, ως Ολότητα που περιέχει τα στοιχεία που την αποτελούν, υπακούει στο ρυθμό του Χρόνου.

Το κοσμικό γίγνεσθαι γίνεται φανερό μέσα στο χρόνο. Η φωτιά εμψυχώνει αυτή την διαδικασία που υπακούει σ΄ ένα ρυθμό. Η φωτιά υπακούει στα μέτρα των ανταλλαγών της και των μετατροπών της. Γιατί, οι μεγάλες κοσμικές δυνάμεις που είναι το νερό, η γη, ο αέρας, μπορεί να εμφανίζονται περισσότερο μέσα στον χώρο και να κυριαρχούν στον πάντα ορατό ορίζοντα των πραγμάτων του κόσμου, η φωτιά όμως εμψυχώνει, φωτίζει και κεραυνώνει όλο τον χώρο, δίνει την κατεύθυνσή του στο γίγνεσθαι, προκαλεί βαθιές αλλαγές, γεννάει και μετατρέπει σε στάχτη το κάθε τι που είναι. Η πορεία του χρόνου δεν είναι ευθύγραμμη αλλά κυκλική, μια πορεία φτιαγμένη από εναλλαγές και περιόδους. Η ακατάπαυστη μεταβολή είναι μια σταθερή του σύμπαντος. Φυσικά η αλλαγή γίνεται μέσα στο χώρο κι είναι αναγκαστικά περιορισμένη σ ένα τόπο. Ωστόσο, κάθε περιορισμός σ΄ ένα τόπο δεν είναι παρά μια «στιγμή» της χωρικής έκτασης, κι αυτή η έκταση είναι υποταγμένη στην χρονική έκταση. Τα μέτρα των ανταλλαγών εξασφαλίζουν την τάξη του κόσμου και προστατεύουν τα πράγματα που βρίσκονται σε γίγνεσθαι από το να βουλιάξουν στο χάος. Είναι αλήθεια ότι τα φυσικά πράγματα μετατοπίζονται, πριν απ' όλα όμως γίνονται «άλλα», μέσα στον χρόνο, παραμένοντας συγχρόνως ίδια. Η φωτιά είναι που κυβερνάει αυτές τις μεταβολές και υπακούει στα μέτρα.

Χάρη στη φωτιά, το ένα και πεπερασμένο σύμπαν ξετυλίγεται μέσα στον χωρόχρονο. Ο ρυθμός των μεταβολών της φωτιάς είναι ο ρυθμός του κόσμου κι αυτός ο ρυθμός είναι αυστηρός και δίκαιος. Με το ρυθμό των ανταλλαγών και των μεταβολών, η «ποσότητα» αλλάζει και γίνεται «ποιότητα». Η φωτιά είναι η βάση της κίνησης του χρόνου και έχει ως μέτρο τον κόσμο στην ολότητά του. Ο χρόνος είναι η κίνηση, που είναι τόσο η στιγμή όσο και η μεγάλη χρονιά (10.800 ηλιακές χρονιές). Ακόμη κι η μεγάλη χρονιά μπορεί να συλληφθεί μέσα σε μια στιγμή, αποτελώντας ένα λεπτό της σκέψης. Ο Ηράκλειτος εξωτερίκευσε με το λόγο του πάνω στο σύμπαν τον εσωτερικό ρυθμό του σύμπαντος αυτού. Δίδαξε ότι στην περιφέρεια ενός κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν, ότι ο δρόμος που είναι ανηφορικός και κατηφορίζει είναι ο ίδιος, ότι ο πόλεμος είναι συμπαντικός και η δικαιοσύνη διχόνοια. Κάποια στιγμή, η γη (πάνω την οποία ζούμε και κινούμαστε), αφού πρώτα έγινε νερό κι αέρας, γίνεται φωτιά. Αυτό όμως το στάδιο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το τέλος της κοσμικής τραγωδίας που δεν έχει τέλος. Η φωτιά ξαναγίνεται αέρας, ο αέρας νερό, το νερό γη. Βρισκόμαστε πάλι πάνω στην γη. Τα μέτρα του χρόνου είναι τα μέτρα της αιωνιότητας. Η κυκλική κίνηση του κοσμικού γίγνεσθαι ακολουθεί, δηλαδή περιέχει, το δικό της ρυθμό που είναι φτιαγμένος από εναλλαγές και περιόδους.

Η φωτιά του κόσμου είναι ταυτόχρονα «ενυπάρχουσα» και «υπερβατική». Είναι μέσα στον κόσμο και τον κυβερνά.. Όλα τα κυβερνά ο κεραυνός (απ. 64). Ο κεραυνός εκφράζει την πιο πολεμική και την πιο θεϊκή πλευρά της φωτιάς, επιπλέον είναι το όπλο του Δία του κεραυνωτή. Ωστόσο, η φωτιά που κεραυνώνει δεν υπερίπταται του σύμπαντος και δεν το καίει απ΄ έξω γιατί η κοσμική φωτιά είναι η ίδια κριτής του εαυτού της, αφού περιέχει τα ίδια της τα μέτρα που είναι και τα μέτρα του κοσμικού χρόνου. Ο κεραυνός πέφτει και χτυπάει κάθε ιδιαιτερότητα, παραμένει όμως εγκλωβισμένος μέσα στην ολότητα που περιέχει τόσο την «ενύπαρξή» του όσο και την «υπέρβασή» του. Η διαλεκτική κίνηση αποκλείει την απόλυτη αρχή και το απόλυτο τέλος, χωρίς πάλι, για το λόγο αυτό, να υποστηρίζει την κίνηση που αρχίζει με μια σχετική αρχή και καταλήγει σ’ ένα τέλος σχετικό. Αυτή η διαλεκτική κίνηση είναι η διαλεκτική της ολοκληρωτικής κι αέναης κίνησης που συνιστά το απόλυτο. Ο Ηρακλειτικός Κόσμος είναι αιώνιος κι αιώνια είναι και η Φωτιά και ο Λόγος.

Η φωτιά που είναι η βαθιά αλήθεια του κόσμου, είναι συνάμα και το νόημα του, και μ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί τη σοφία του συμπαντικού γίγνεσθαι. Αυτή η σοφία δεν είναι καθόλου διασκεδαστική η στοχαστική σοφία, αλλά μια σοφία κοσμική που είναι σοφία της ολότητας. Η φωτιά είναι κεραυνοβόλα και θεϊκή, πολεμίστρια και σοφή. Ενώνεται με τον λόγο και με τη θεότητα. Εκφράζει τον κοσμικό λόγο (το σοφόν) και σφραγίζει το φυσικό κόσμο.

Η φωτιά ωστόσο δεν είναι η αιτία της κυβέρνησης του Σύμπαντος. Η κυβέρνηση του κόσμου ενυπάρχει στον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι μια βάρκα που βαρκάρη της έχει την φωτιά. Η κοσμική φωτιά υπακούει στα δικά της μέτρα και μετράει τις ανταλλαγές των κοσμικών στοιχείων. Η εσωτερική ανάγκη της τη σπρώχνει στην αλλαγή, γιατί η ανάγκη αυτή είναι έλλειψη, χορταίνει αυτή την ανάγκη της με τις αέναες αλλαγές κι αναπαύεται με τη μεταμόρφωσή της. Έτσι η φωτιά είναι αυτό που η ίδια γίνεται, δηλαδή είναι αλλαγή κι ανάπαυση, κρυφή αρμονία και κεραυνός. Περιέχει κι ο κόσμος αυτή τη φωτιά που δεν είναι η αιτία της κυβέρνησης του σύμπαντος αλλά η ίδια η κυβέρνηση του, στο εσωτερικό του περιέχοντος. Η φωτιά φωτίζει τον κόσμο και τον κάνει διάφανο. Πώς μπορεί λοιπόν να μην είναι η Σοφία;

Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Αιώνιος Κόσμος φανερώνεται μέσα στον Χρόνο κι η Φωτιά ως κεραυνός και σοφία του εξασφαλίζει το σφρίγος του, τη λάμψη και τη συνοχή του. Ο πόλεμος είναι αναγκαίος, είναι αρμονία κι ο ολικός ρυθμός του Κόσμου είναι η κορυφαία μοίρα του, η άρχουσα Ενότητα που περιέχει και συνέχει κάθε τι που είναι μέσα στο χρόνο.

Στο τρίτο μέρος τού αφιερώματος στον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο, προσεγγίζονται οι απόψεις του σχετικά με το θείο και την σχέση του με τον Κόσμο και τον άνθρωπο.

Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος, η φωτιά Ο Θεός: μέρα-νύχτα, χειμώνας- καλοκαίρι, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός. Αλλοιώνεται όπως η φωτιά που όταν αναμιχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός (απόσπ. 67).

Το είναι του Θεού βρίσκεται σε γίγνεσθαι. Ο Θεός είναι σε κίνηση, μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Το γίγνεσθαι είναι θείο. Ο Θεός είναι ενωμένος με το λόγο, με τον κόσμο, με τη φωτιά. Είναι η ενότητα των αντιθέτων. Το φωτεινό (η μέρα) και το σκοτεινό (η νύχτα), το ζεστό (το καλοκαίρι) και το κρύο (ο χειμώνας), η σύγκρουση και η ειρήνη, η αφθονία και ο λιμός, βρίσκουν σ΄ αυτόν την αρμονία τους και παύουν να είναι αντίθετα όπως είναι για τους ανθρώπους. Η θεότητα είναι το θεμέλιο και η λύση των αντιφάσεων που για την ανθρώπινη αδυναμία, πάντα αλληλοσπαράζονται και σπαράζουν και τους άλλους. Η θεότητα δεν καταργεί τις αντιθέσεις, δεν εμποδίζει την μέρα να είναι μέρα και τη νύχτα νύχτα, αυτή όμως είναι μια απ' όλες τις πολλαπλές της εκδηλώσεις.

Ο Θεός συνδέεται με την κοσμική φωτιά. Η φωτιά των θυσιών που προσφέρονται στον Θεό είναι αρωματισμένη κι έχει πολλά ονόματα. Η ποικιλία ωστόσο των ονομάτων της δεν εκφράζει παρά μία μόνο αλήθεια. Με τον ίδιο τρόπο, οι άνθρωποι δίνουν στη μια θεότητα διάφορα ονόματα. Η θεότητα είναι η συμπαντική Σοφία. Για τη Σοφία ξέρουμε από τα αποσπάσματα 50 και 41 ότι μας κάνει να καταλαβαίνουμε πως «τα Πάντα είναι Ένα» και πως «όλα κατευθύνονται απο όλα».

Ο Θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και καλοκαίρι. Αυτά δεν τα προκαλεί ο Θεός. Αυτός είναι ο ιερός ρυθμός του γίγνεσθαι. Τότε, μήπως είναι ο ίδιος ο κόσμος;

Είναι φανερό πως ο Θεός δεν δημιουργεί τίποτα αφού, «αυτόν τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς Θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Η θεότητα είναι το νόημα του κόσμου. Σαν νόημα που είναι ενώνεται με το λόγο.

Ο Θεός κι ο λόγος ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται. Ο Ηρακλειτικός λόγος είναι θείος και η θεότητα είναι λόγος. Λόγος και Θεός αποτελούν τους αρμούς του Σύμπαντος κι είναι παρόντες μέσα στην ανθρώπινη σκέψη. Η ανθρώπινη σκέψη σκέπτεται τη θεότητα και μιλά γιά αυτήν και με αυτήν, επειδή κάθε λόγος είναι διάλογος. Η Ηρακλειτική σκέψη συλλαμβάνει με την σκέψη και εκφράζει με την γλώσσα την αλήθεια και το νόημα της ολότητας του κόσμου, αυτή την ολότητα που είναι αιώνια και καθόλου δημιούργημα. Ενώ η χριστιανική θεολογία πιστεύει σε έναν κόσμο που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον Θεό.

Μόνο ένας παγανιστής Θεός μπορεί να εμφανιστεί μέσω της φωτιάς και μάλιστα με την πιο βίαιη μορφή της, τον κεραυνό. Η φωτιά είναι η ζωή του κόσμου κι ο Θεός το νόημα του. Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, πως η φωτιά είναι σοφή (απόσπ 64). Ο κεραυνός που κυβερνά τα πάντα είναι η πιο σφριγηλή εμφάνιση της κοσμικής φωτιάς. Κι ο Θεός έχει τις ίδιες «ιδιότητες» με την φωτιά. Η φωτιά ονομάζεται σοφή κι ο Ζεύς αποκαλείται κεραυνοβόλος. Ο Θεός και η φωτιά έχουν ζωή αιώνια. Ωστόσο, ο Θεός δεν είναι ο κεραυνός κι ο κεραυνός δεν είναι ο Θεός. Υπάρχει χώνευση, αλλά όχι και συγχώνευση.

Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος και η φωτιά ενώνονται χωρίς να ταυτίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αντίθετα, που ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται μέσα στους κόλπους της θεότητας. Ο Θεός είναι πόλεμος και ειρήνη (απόσπ 67). Μέσα στον Θεό, η ομόνοια αντιτίθεται στην διχόνοια και συντίθεται μαζί της, αφού η δικαιοσύνη είναι διχόνοια. Ο επικούρειος Φιλόδημος μας πληροφορεί «πως ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο πόλεμος και ο Θεός είναι ταυτόσημοι». Ο πόλεμος, που είναι δύναμη συμπαντική, πρέπει να έχει για θεμέλιο του τον Θεό. Φυσικά ο Θεός είναι ταυτόχρονα και ειρήνη αφού η αέναη αλλαγή του συμπίπτει με την αιώνια ανάπαυση. Η υπέρτατη κίνηση είναι συνάμα και υπέρτατη ανάπαυση.

Η μοναδικότητα του κάνει τον Θεό να είναι και το θεμέλιο κάθε νόμου γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα νόμο, τον Θείο. Αυτός κρατάει όσο θέλει την εξουσία του, αρκεί για όλα και τα υπερβαίνει όλα (απόσπ. 114). Ο νόμος, δομή της φύσης και της πόλης, είναι μια αρμονία των αντιτιθέμενων εντάσεων κι αντλεί τη δύναμή της από τον ίδιο τον ρυθμό της ολότητας την οποία εκφράζει. Είναι νόμος μόνον όταν τρέφεται ακατάπαυστα από το μοναδικό θείο νόμο.

Η αλήθεια του μοναδικού θείου νόμου, που κάνει τα αντίθετα να συμπίπτουν κι είναι παρούσα μέσα στο σφρίγος της κοσμικής φωτιάς, φανερώνεται δια του χρόνου. Αυτός ο αιώνιος χρόνος είναι ο πρωταίτιος της σύγκρουσης των αντιθέτων και εγχρονίζει τις περιοδικές αλλαγές της φωτιάς. Συνεπώς ο Θεός είναι κεραυνοβόλος και σοφός, οιστρηλατημένος και ατάραχος. Δεν ενώνεται μόνο με το λόγο, με τον κόσμο, τη φωτιά, την κρυμμένη αρμονία και τον πόλεμο αλλά και με τον χρόνο. Για τον χρόνο το απόσπασμα 52 μας είχε πει πως είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας τα ζάρια, πως είναι η βασιλεία ενός παιδιού. Ο κόσμος είναι το θέατρο του θείου παιχνιδιού, που είναι παιχνίδι βασιλικό και παιδικό.

Το παιχνίδι και ο χρόνος ο αιώνια παρών είναι τα βαθιά γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και σκέψης. Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει την σπουδαιότητα του δεσμού που ενώνει το παιχνίδι, τον πόλεμο και τον χρόνο που συνδέονται με τη θεότητα. Οι πόλεμοι που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι κι αυτοί ένα παιχνίδι, και μέσα στην καρδιά του τρωικού πολέμου παίζονται παιχνίδια. Και στις γιορτές της Ολυμπίας επίσης ανταμώνουν ο οίστρος και το ιερό. Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Αυτή η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στον αγώνα, στο παιχνίδι και στο ιερό θεμελιώνεται τώρα απ’ τον Ηράκλειτο πάνω στην ίδια τη δομή του Σύμπαντος, εκεί όπου εκδηλώνεται ο θείος λόγος. Εντός του Θεού, ο συμπαντικός πόλεμος γίνεται συμπαντική σοφία, και το παιχνίδι του χρόνου, ειμαρμένη του κόσμου.

Γιατί η θεότητα είναι η ειμαρμένη του κόσμου. Μια ειμαρμένη που ενυπάρχει στον κόσμο γιατί η ίδια η αναγκαιότητα του κόσμου δεν κάνει άλλο παρά να εκφράζει τη συγκλίνουσα δύναμη των ονομάτων και των φανερωμάτων της ολότητας, δηλαδή του λόγου, της φωτιάς, του κεραυνού, του χρόνου, της αρμονίας, του παιχνιδιού και του μοναδικού θείου νόμου. Το συμπαντικό περιέχον, δηλαδή η ολότητα, αποκαλύπτει κάθε φορά κι έναν απ τους τρόπους ύπαρξης του. Το ανθρώπινο βλέμμα θεωρεί την εκδήλωση αυτών των όψεων, υπάρχει όμως κίνδυνος να τις απομονώσει. Η σκέψη φιλοδοξεί να συλλάβει την ολότητα σαν ολότητα. Όσο κρατάει η φιλοδοξία της αυτή, η σκέψη ανταμώνει τη θεότητα (θεμέλιο του κάθε τι που είναι) και, στην προσπάθεια της να μιλήσει γι’ αυτήν, μετατρέπεται σε θεο-λογία. Η Ηρακλειτική θεότητα, επειδή είναι η ενότητα, δείχνει ότι μπορεί να εξασφαλίσει τον απαραίτητο συγχρονισμό όλων αυτών των πολλαπλών εκδηλώσεων.

Η θεότητα φανερώνει παντού την παρουσία της. Η πανταχού παρουσία όμως δεν είναι η ιδιότητα της. Ο Κόσμος δεν είναι ο καθρέφτης όπου καθρεφτίζεται η θεότητα. Είναι η κατοικία της. Ο κεραυνός δεν είναι το εργαλείο της. Είναι μια από της εκφράσεις της. Το παιχνίδι που παίζει με τις πιο αντιτιθέμενες δυνάμεις έχει ως πεδίο του τον κόσμο, και περιλαμβάνεται και αυτή στο παιχνίδι αυτό. Το γεγονός ότι σ΄ αυτή τη θεότητα τα αντίθετα συμπίπτουν δεν μας επιτρέπει σε καμία περίπτωση να τη θεωρήσουμε σαν ένα είδος συμπαντικής ουδετερότητας και σαν ένα θεοποιημένο ουδέτερο: το θείο. Η θεότητα δεν εξουδετερώνει τίποτα, γιατί διατηρεί επίσης και την σύγκρουση των αντιθέτων, χωρίς την οποία ο κόσμος θα καταποντιζόταν. Η θεότητα είναι πόλεμος και αρμονία. Είναι το ενωτικό παιχνίδι.

Το θείο και οι άνθρωποι

Το θείο φανερώνεται στους ανθρώπους που πρέπει να ξέρουν ν’ ακούνε τη φωνή του. Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα εξ αιτίας της απιστίας διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά (απόσπ. 86).

Ο Ηράκλειτος αρχίζει με μια προειδοποίηση. Πρέπει να προετοιμάζεται κανείς για να γνωρίσει την θεότητα, όπως πρέπει να ελπίζει για να ανταμώσει το ανέλπιστο «αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απόσπ. 18).

Η ελπίδα και η πίστη έχουν σκοπό να κάνουν εφικτό τον διάλογο ανάμεσα στον θείο λόγο και στον ανθρώπινο. Η πίστη δεν αντιτίθεται στο λογικό ούτε η διαισθητική γνώμη στη λογική γνώση. Ο ανθρώπινος λογισμός πρέπει να είναι διαθέσιμος να δεχτεί το κάλεσμα της θεότητας. Αφού η θεότητα εξασφαλίζει την δομή του κόσμου, ο ανθρώπινος λογισμός είναι η σύλληψη αυτής της αόρατης δομής, αυτής της καλυμμένης αρμονίας.

Η πρώτη σύλληψη, δια της σκέψης, της θεότητας δεν είναι καθόλου βέβαιη γνώση. Η προσπάθεια της σκέψης είναι η αρχική κίνηση που θα τη διαδεχθεί ίσως η γνώση. Η θεσμοποιημένη πίστη ακινητοποιεί την σκέψη. Η σκέψη προετοιμάζεται να δεχτεί αυτό που μπορεί να φανεί απίστευτο. Η πίστη έρχεται μετά. Ο Ηράκλειτος απαιτεί το άνοιγμα του νου.

Η ανθρώπινη σκέψη που κατευθύνεται προς την θεότητα, δεν μπορεί πραγματικά να κατευθυνθεί προς αυτήν παρά μόνον αν ακούσει πρώτα το κάλεσμα της. Με την έννοια αυτή, η θεότητα είναι αυτό που έρχεται πρώτο. Η σκέψη όμως του ανθρώπου, όταν πορεύεται προς τις πιο ψηλές σφαίρες της γνώσης, σκοντάφτει πάνω σ’ αυτό που δεν μπορεί να γνωρίσει κι έτσι αναγνωρίζει την θεότητα σαν το τελευταίο εμπόδιο. Αυτή η αναζήτηση αποτελεί μια μεγάλη περιπέτεια. Πρέπει να αγωνιζόμαστε να συλλάβουμε αυτό που μας ξεπερνάει και να μην μειώνουμε αυτό που είναι μεγάλο. Η ανθρώπινη έπαρση είναι ίσως μια ιερή νόσος, επειδή μας εμποδίζει να επικοινωνήσουμε με τα ιερό και η όραση μας ξεγελάει όταν προσκολλάται με τρόπο εξαιρετικά αποκλειστικό σ΄ αυτό που είναι άμεσα ορατό, εμποδίζοντάς μας να δούμε. Γιατί ο ορίζοντας του ορατού παραμένει αόρατος και το ορατό δεν είναι παρά ένα απόσπασμα του αόρατου, μολονότι ο ορίζοντας των οριζόντων μας αφήνει, μέσ’ από το ορατό που δίνει παρουσία στο αόρατο, να τον διαβλέψουμε, δεχόμενος και μη δεχόμενος τα ονόματα που του δίνουν, που τα αποζητάει και δε τ’ αποζητάει.

Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα μέσα στο πεδίο της θεότητας και του είναι αδύνατον να κρυφτεί απ’ αυτό που δεν εξαφανίζεται ποτέ (Απόσπ. 16).

Η συμπαντικότητα του θείου νόμου είναι η μοναδική πηγή όλων των ιδιαίτερων νόμων που πάρα πολύ συχνά, αν όχι πάντα, το ρεύμα τους παρεκκλίνει απ’ τον σωστό δρόμο. Ο άνθρωπος, για να παραμείνει μέσα στην αλήθεια, άλλο δεν έχει να κάνει απ’ το σκέφτεται την καταγωγή του. Με μεγάλο μόχθο μπορεί να γίνει φιλόσοφος (απόσπ. 35). Αντίθετα, ο Θεός είναι αυτό το ολικό γίγνεσθαι που περιέχει και του ανθρώπου την πορεία, μόνον αυτός είναι ο Σοφός (απόσπ.32) Η αγάπη της Σοφίας που θεμελιώνει και γονιμοποιεί τη βασική αναζήτηση, μετατρέπεται έτσι σε αγάπη της θεότητας, αφού η θεότητα είναι η συμπαντική σοφία.

Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν τους νόμους του αθάνατου παιχνιδιού. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να κατασκευάζει την εικόνα του Θεού του σύμφωνα με την δική του εικόνα. Ο Θεός είναι τα Όλο (και το Όλο είναι ο Θεός), ενώ ο άνθρωπος χωρίς να είναι το Τίποτα είναι ένα Μέρος. Με τον Ηράκλειτο κάνει την εμφάνιση της η αφηρημένη σκέψη με το θεμελιακό της ερώτημα που δεν παύει ν’ αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη κι όταν κινείται μέσα σ’ ένα « πλαίσιο» που περιέχει ήδη μερικές απαντήσεις. Ο Ηράκλειτος εγκαθιστά στην καρδιά της θεολογικής μέριμνας τον ερωτηματικό στοχασμό. Τα μαθήματα που βλασταίνουν απ αυτό το γεγονός είναι τραγικά: οι άνθρωποι είναι παιδιά που κάνουν ερωτήσεις, κι αυτές οι ανοιχτές ερωτήσεις που μπήγονται σαν νυστέρια, διατηρούνται ανοιχτές, παρά τις απαντήσεις και μές από τις απαντήσεις που παίρνουν, γιατί αυτές οι ερωτήσεις είναι αινίγματα. Κάθε αληθινή σκέψη περιέχει μια αντίφαση, η μια αντινομία, δηλαδή ένα στοιχείο τραγικό. Η σκέψη του Ηράκλειτου προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις με την σύλληψη της ενωτικής θεότητας. Οι αντιθέσεις ωστόσο παραμένουν σπαρακτικές για τους θνητούς που το είναι τους είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι. Αυτή η σύλληψη της θεότητας πραγματοποιείται με την σκέψη που είναι ανοιχτή στο αίνιγμα του κόσμου.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ CERN

Όλοι όσοι ασχολούνται με την φυσική, υποστηρίζουν ότι η σειρά των πειραμάτων που διεξάγονται στο CERN, ένα πασίγνωστο πλέον χάρη στην πρόσφατη δημοσιότητα που του παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ευρωπαϊκό εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής (ενώ λειτουργεί αθόρυβα και συστηματικά επί πέντε και πλέον δεκαετίες), θα προσφέρει απαντήσεις σε προβλήματα που βασανίζουν την σύγχρονη φυσική επί δεκαετίες και ίσως και την φιλοσοφία που αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα επί χιλιετίες.

· Όμως σύμφωνα με τον νομπελίστα φυσικό Werner Heisenberg (1901-1976)∗, τον εισηγητή της κβαντομηχανικής, η σύγχρονη φυσική πλησιάζει ή μάλλον επαναφέρει την ερμηνεία του Ηρακλείτου για τον κόσμο, καθώς εάν το πῦρ, που άλλοτε ορίζεται ως εμφανές και άλλοτε ως αφανές (το οποίο κατά τον Ηράκλειτο είναι και το ισχυρότερο), νοηθεί ως ενέργεια, τότε οι αποφάνσεις του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου, απηχούν λέξη προς λέξη όχι μόνον τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής αλλά και τις τάσεις που καταλήγουν στα πειράματα του CERN.

Η ενέργεια συνιστά ουσιαστικά το υλικό, από το οποίο παράγονται όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, τα άτομα και γενικά τα πάντα στον κόσμο, αλλά παράλληλα η ενέργεια κινεί τα πάντα στον κόσμο, αποτελώντας μία αναλλοίωτη ουσία, που το συνολικό της ποσό δεν μεταβάλλεται, με τα στοιχειώδη σωματίδια να αποτελούν παράγωγά της, όπως πιστοποιούν πάμπολλα πειράματα, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε κίνηση, σε θερμότητα, σε φωτεινή ακτινοβολία ή σε διαφορά δυναμικού, προκαλώντας ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα.

Είναι η αιτία όλων των μεταβολών, που εκπροσωπεί μία θεμελιώδη αρχή, την αλλαγή, την άφθαρτη μεταβολή που ανανεώνει τον κόσμο, και αν και αυτή καθαυτή η αλλαγή δεν αποτελεί υλικό αίτιο, ο εκπρόσωπός της, το πῦρ, συνιστά ως θεμελιώδης αρχή και την κινούσα δύναμη.

Στο κοσμολογικό τμήμα του έργου του με τίτλο ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ, ο Ηράκλειτος δηλώνει αφοριστικά πως…

· DK B30 Κόσμον <τόνδε> τὸν αὐτὸν ἁπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησε, ἀλλʹ ἦν αἰεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα. (1).

· (Ο κόσμος παραμένει αναλλοίωτος για όλα τα όντα και δεν είναι δημιούργημα κανενός θεού και κανενός ανθρώπου, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα, ως πύρ αείζωον, που αναφλέγεται σύμφωνα με καθορισμένα μέτρα και αποσβένεται με καθορισμένα μέτρα).

Πρόκειται μάλλον για την σχεδόν προγραμματική δήλωση του φιλοσόφου που εισάγει τον αναγνώστη στις κοσμολογικές του αντιλήψεις, στοιχείο που προδίδεται από την πρόταξη του όρου κόσμος, τον οποίο ο Σιμπλίκιος ερμηνεύει αξιοποιώντας την έννοια διακόσμησις και ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς την έννοια διαρκὴς διάταξις, αλλά είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος εννοεί το σύμπαν και μάλιστα ο ενικός αριθμός δηλώνει ότι δεν αποδέχεται την άποψη του Αναξιμάνδρου για την ύπαρξη απείρων κόσμων.

Ένα άλλο πρόβλημα απορρέει από την εισαγωγή του όρου μέτρον που προσδιορίζει αφές και σβέσεις του αείζωου πυρός, καθώς ορισμένοι θεωρούν πως είναι ποσοτικός και άλλοι χρονικός, αν και από άλλα αποσπάσματα προδίδεται ότι διατηρεί ταυτόχρονα ποσοτική και χρονική σημασία. Ο Πλούταρχος (2), που εντυπωσιάζεται με την αφοριστική και προκλητική σαφήνεια του αποσπάσματος, καθώς είναι ένα εντελώς ασυνήθιστο χαρακτηριστικό για το ύφος του Ηρακλείτου, θεωρεί ότι ο μεγάλος Εφέσιος επιθυμεί να διευκρινίσει πως απορρίπτει την θεουργία, αλλά και παράλληλα να αναιρέσει κάθε μεταφυσική αντίληψη για την σχέση του ανθρώπου με την δημιουργία.

Ο Κλήμης που παραθέτει το συγκεκριμμένο απόσπασμα στο έργο του με τίτλο ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ συνεχίζει για άγνωστο λόγο με δύο άλλα αλληλένδετα αποσπάσματα…

· DK B31 Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα· θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ… Θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι †γῆ†. (3).

· (Η πρώτη μεταβολή του πυρός είναι σε θάλασσα, όπου ο υγρός όγκος αποτελείται κατά το ήμισυ από γή και κατά το ήμισυ από φλεγόμενο αέρα… Η θάλασσα διαχέεται και διατηρεί το ίδιο μέτρο αναλογίας, το οποίο ίσχυε πριν μετατραπεί σε γή).

Ο Ηράκλειτος διατυπώνει με τις προτάσεις αυτές ένα κομβικό αξίωμα, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη πρόταση είναι ακατανόητη στην διασωζόμενη μορφή της. Οι Diels και Krantz, που επιχειρούν στην έκδοση των Προσωκρατικών αποκαταστάσεις των αποσπασμάτων, θεωρούν πως η δεύτερη πρόταση έχει την μορφή… Γῆ θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον… δηλαδή ότι η γή αναλύεται σε θάλασσα, διατηρώντας το ίδιο μέτρο αναλογίας.

Το αξίωμα αυτό δεν είναι παρά μία απλή διατύπωση που εξηγεί πως το συνολικό ποσό ενέργειας και ύλης δεν μεταβάλλεται, με εφαρμογή της αντίστροφης μετατροπής, όπου το στερεό στοιχείο μεταβάλλεται σε υγρό και το υγρό καταλήγει στο πύρ, δηλαδή σε ενέργεια, με μοναδικό αμετάβλητο χαρακτηριστικό το ποσοτικό μέτρο. Η αντίστροφη μετατροπή αναδύεται και σε άλλο απόσπασμα, όπου…

· DK B76…ζῇ πῦρ τὸν ἀέρος θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν γῆς θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος. (4).

· (Το πύρ ζεί από τον θάνατο της γής και ο αέρας ζεί από τον θάνατο του πυρός, το νερό ζεί από τον θάνατο της γής, ενώ η γή από τον αντίστοιχο του νερού).

Ο Πλούταρχος (5), αξιοποιεί τμήμα του αποσπάσματος, σημειώνοντας πως…πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις, ακολουθούμενος από τον Μάρκο Αυρήλιο (6) που τονίζει …ὅτι γῆς θάνατος ὕδωρ γενέσθαι καὶ ὕδατος θάνατος ἀέρα γενέσθαι καὶ ἀέρος πῦρ καὶ ἔμπαλιν.

Αναμφίβολα η ιδέα της αέναης μετατροπής συναρπάζει επί αιώνες τους μεταγενέστερους συγγραφείς, πλην όμως στην πλήρη μορφή του αποσπάσματος που παραδίδει ο Μάξιμος, αποκαλύπτεται ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται σε ένα κύκλο υλοενέργειας, με τέσσερις διακριτές καταστάσεις (καθαρή ενέργεια, και αέρια, υγρή, στερεά κατάσταση υλικού σώματος), που αποτελούν εκφάνσεις του συμπαντικού κόσμου και είναι εντελώς αλληλένδετες μεταξύ τους.
Μάλιστα επεκτείνει την διαδικασία αυτή και στα έμβια όντα, όπως επισημαίνει ο Πορφύριος, θεωρώντας προφανώς ότι δεν αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα του κόσμου, καθώς υπόκεινται στο ίδιο αξίωμα…

· DK B77 …ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇισι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι, τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν, ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον. (7).

· (Όπου και ο Ηράκλειτος αποφαίνεται ότι για τις ψυχές η τέρψη είναι ο θάνατος με την μετάπτωση στην υγρή κατάσταση, ενώ η τέρψη τους είναι και η μετάπτωση της γέννησης, καθώς και σε άλλο σημείο αποφαίνεται πως εμείς βιώνουμε τον θάνατό τους, ενώ εκείνες τον θάνατό μας).

Είναι αξιοσημείωτο ότι με τον όρο τέρψις, καλύπτονται και οι δύο καταστάσεις, δηλαδή ο θάνατος της ψυχής (που οδηγεί στην γένεση του εμβίου όντος), αλλά και ο θάνατος του εμβίου όντος (που καταλήγει στην γένεση της ψυχής), καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος συμπεραίνει πως αυτή καθαυτή η μεταβολή συνιστά την ουσία του ζητήματος και όχι οι εκφάνσεις της μίας ή της άλλης κατάστασης, ενώ το γεγονός ότι αναφέρεται πλέον σε ένα ανθρώπινο όν ενταγμένο στην συμπαντική διαδικασία, συνιστά μία πρώτη υπόμνηση κατά του ανθρωποκεντρισμού.

Ο θάνατος βέβαια δεν νοείται με την έννοια της εποχής μας, καθώς κατά τον Ηράκλειτο, απλώς ορίζει το φαινόμενο της μετάπτωσης από μία κατάσταση σε μία άλλη και δεν εμπεριέχει ως έννοια μεταφυσικά χαρακτηριστικά.

Όμως είναι πολύ πιθανόν ο σκοτεινός φιλόσοφος να προχωρεί μετά το εισαγωγικό του απόσπασμα για το σύμπαν σε δύο βασικές έννοιες με τις οποίες ορίζει τον συμπαντικό κύκλο, τις έννοιες χρησμοσύνη (ανάγκη) και κόρος (κορεσμός), που διασώζονται σε τρία αποσπάσματα από τον Ιπόλυτο…

· DK B64 …πυρὸς γίνεσθαι λέγων οὕτως· τὰ δὲ πὰντα οἰακίζει κεραυνός, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν [τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον. λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι] τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν DK B65 ὄλων αἴτιον· καλεῖ δὲ αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον χρησμοσύνη δὲ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ΄ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις DK B66 κόρος. πάντα γάρ, φησί, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται. (8).

· (Η γένεση του πυρός, όπως εξηγεί, ακολουθεί αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο τα πάντα καθοδηγεί, δηλαδή κατευθύνει ο κεραυνός – εννοεί το αείζωον πύρ, το οποίο διαθέτει φρόνηση, το πύρ, που αποτελεί το αίτιο διοίκησης των πάντων· το αποκαλεί μάλιστα ανάγκη και κορεσμό, όπου κατά την άποψή του η ανάγκη είναι η διακόσμηση και ο κορεσμός η εκπύρωση. Τα πάντα υποστηρίζει, κρίνονται και αναλώνονται από το πύρ).

Είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος ορίζει έναν συμπαντικό κύκλο, στον οποίο κυριαρχεί η ενέργεια, που είτε εκδηλώνεται άμεσα και ορατά (κεραυνός), είτε ανάλογα με τις συνθήκες, ιεραρχεί την πορεία και την εξέλιξή του έως την φάση της εκπύρωσης, που προδίδεται ότι αποτελεί την αφετηρία ενός νέου κύκλου, ο οποίος οφείλει την έναρξή του στην μεγάλη έκρηξη (Big Bang), με παντοτινό και αιώνιο πηδαλιούχο του την ενέργεια. Ο Διογένης Λαέρτιος, επιχειρεί να ερμηνεύσει αυτό τον κύκλο, αναλύοντας ότι…

· Πεπεράνθαι τε τὸ πᾶν καὶ ἕνα εἶναι κόσμον· γεννᾶσθαί τε αὐτὸν ἐκ πυρὸς καὶ πάλιν ἐκπυροῦσθαι κατά τινας περιόδους ἐναλλὰξ τὸν σύμπαντα αἰώνα· τοῦτο δε γίνεσθαι καθ’ ἰμαρμένην, τῶν δὲ ἐναντίων τὸ μὲν ἐπὶ τὴν γένεσιν ἄγον καλεῖσθαι πόλεμον καὶ ἕριν, τὸ δὲ ἐπὶ τὴν ἐκπύρωσιν ὁμολογίαν καὶ εἰρήνην, καὶ τὴν μεταβολὴν ὁδὸν ἄνω κάτω, τον τε κόσμον γίνεσθαι κατ’ αὐτὴν. (9)

· (Ο κόσμος είναι ένας, μοναδικός και πεπερασμένος· γεννάται από το πύρ και μετατρέπεται πάλι σε πύρ, σε εναλλασσόμενες περιόδους κατά την διάρκεια ολόκληρης της αιωνιότητας· αυτή η διαδικασία είναι καθορισμένη, όπου από τις αντιτιθέμενες – δυνάμεις, εκείνες που οδηγούν στην γένεση αποκαλούνται έρις και πόλεμος, ενώ εκείνες που οδηγούν στην εκπύρωση, συμφωνία και ειρήνη, η δε μεταβολή ορίζεται οδός άνω κάτω και ο κόσμος οφείλει σε αυτή την γένεσή του).

Ο δοξογράφος Αέτιος, θεωρεί πως ο Ηράκλειτος εννοεί ότι…

· Ἐκ πυρὸς γὰρ πάντα γίγνεσθαι καὶ εἰς πῦρ πάντα τελευτᾶν· τούτου δὲ κατασβεννυμένου κοσμοποιεῖσθαι τὰ πάντα…πάλιν δὲ τὸν κόσμον καὶ τὰ σώματα πάντα ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναλοῦσθαι ἐν τῇ εκπυρώσει. (10).

· (Από το πύρ δημιουργούνται τα πάντα και τα πάντα καταλήγουν στο πύρ· μάλιστα η κατάσβεσή του οδηγεί στην εμφάνισή του κόσμου – όπως μας είναι γνωστός…αλλά και πάλι, τα πάντα και ο κόσμος αναλώνονται από το πύρ κατά την διάρκεια της εκπύρωσης).

Οι ερμηνείες αυτές είναι κατά πέντε και πλέον αιώνες μεταγενέστερες του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου και μάλιστα σε μία εποχή που κυριαρχείται από τις δοξασίες των Στωϊκών, με συνέπεια η πραγματική αντίληψη του Ηρακλείτου στο συγκεκριμμένο ζήτημα να παραμένει ασαφής. Είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη διακόσμηση που προέρχεται από μία μεγάλη έκρηξη, να αποτελεί μία εξελικτική διαδικασία, ίσως με την έννοια της διαστολής, όπου μετά από ένα όριο αντιστρέφεται σε συστολή και μάλλον η έννοια του κορεσμού δηλώνει ακριβώς αυτή την κατάσταση, η οποία αναπόφευκτα καταλήγει στην εκπύρωση.

Στην πραγματικότητα ένα ανάλογο φαινόμενο σε μικρογραφία χαρακτηρίζει την εξελικτική διαδικασία ενός υπερκαινοφανούς αστέρα (super nova), όπου στο τελικό στάδιο η εσωτερική του κατάρρευση λόγω συστολής ή κορεσμού, οδηγεί σε μία απίστευτη έκρηξη και στην δημιουργία μαύρης οπής. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο αντίθετες κινήσεις που εξελίσσονται διαδοχικά και νοούνται με τον όρο ἐναντιοδρομία που τον επαναλαμβάνουν σχεδόν άκριτα οι μεταγενέστεροι αρχαίοι σχολιαστές του, χωρίς να αντιλαμβάνονται την σημασία του.

Η εξέλιξη αυτή που περιλαμβάνει τις δύο αντίθετες κινήσεις είναι μονόδρομος και αυτός είναι ο λόγος που ορίζεται με την έκφραση ὁδὸς ἄνω κάτω, καθώς σε άλλο απόσπασμα δηλώνεται αφοριστικά πως… DK B60 … ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή. (11).

Αναπόφευκτα η ενέργεια συνιστά το καθοριστικό στοιχείο του σύμπαντος, καθώς εκφράζει την αέναη κίνηση, το γίγνεσθαι, με συνέπεια να εισάγεται μέσω αυτής μία αρχή, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη ίσως υπέρβαση της ελληνικής φιλοσοφίας.

Με την σημασία που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ενέργεια, παρακάμπτει όλα τα στατικά προβλήματα της φιλοσοφίας και η αναζήτηση της αιώνιας αρχής των πάντων μετατρέπεται σε ένα πρόβλημα περιγραφής ενός σχεδόν μαθηματικού προτύπου ικανού να ερμηνεύσει την ροή των αισθητών, το κεφαλαιώδες ζήτημα έρευνας του σκοτεινού φιλοσόφου. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται στο απόσπασμα που αναφέρεται σε ενεργειακά ισοδύναμα, όπου…

· DK B90 Πυρὸς τε ἀνταμοιϐὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων, ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός. (12).

· (Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πύρ και το πύρ με τα πάντα, όπως ο χρυσός ανταλλάσσεται με εμπορεύματα και τα εμπορεύματα με χρυσό).

Αξιοποιώντας ένα οικονομικό ανάλογο, πολύ κοινό όχι μόνον για τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά και για τον σύγχρονο κόσμο, ο Ηράκλειτος εισάγει ένα αξίωμα ισοδυναμιών, όπου οποιαδήποτε κατάσταση ύλης αντιστοιχίζεται με το ενεργειακό της ισοδύναμο, αλλά και αντίστροφα μία ενεργειακή στάθμη αντιστοιχίζεται ισοδύναμα με κάποια κατάσταση ύλης. Πρόκειται για την πρώτη θεωρητική διατύπωση του αξιώματος στο οποίο βασίζεται η ειδική θεωρία της σχετικότητας (Ε = mc2), ενώ επιπλέον δηλώνεται πως όλα τα φαινόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν είναι αναστρεπτά. Παράλληλα εξηγώντας την υφή των φυσικών φαινομένων αποφαίνεται
πως…

· DK B10 …συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα. (13).

· (…συσχετισμοί πλήρεις αλλά και μη πλήρεις, κάτι που διατηρεί ομοιογενή, αλλά και ανομοιογενή κατεύθυνση κίνησης, αρμονική αλλά και συγχρόνως δυσαρμονική προσαρμογή, όπου η ενότητα απαρτίζεται από τα πάντα, όπως και η ποικιλία των πάντων πηγάζει από την ενότητα).

Πρόκειται για ένα από τα στρυφνότερα αποσπάσματα του Ηρακλείτου, όπου ο όρος σύναψις, εννοεί ένα σύνολο που σχηματίζεται με τον συσχετισμό ή την αλληλεπίδραση δύο πραγμάτων ή καταστάσεων. Το σύνολο αυτό είναι ανάλογο με την ενότητα που σχηματίζεται από την άμεση διαδοχή δύο καταστάσεων, δηλαδή από την μετάπτωση της πρώτης στην δεύτερη, όπου όμως η έκφραση ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, που δηλώνει πληρότητα ή μη του φαινομένου, εισάγει μάλλον αριθμολογική διάκριση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος γνωρίζει πως οι έρευνες των Πυθαγορείων στα ασύμμετρα μεγέθη, καταλήγουν σε συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία η σχέση ασύμμετρων μεγεθών (μη πλήρης), οδηγεί σε σύμμετρα (πλήρης).

Αν και υπερβολικό, ο Ηράκλειτος αξιοποιεί ίσως ένα θεωρητικό πρότυπο εξαντλητικής μεθόδου, όπως αυτή εμφανίζεται έναν περίπου αιώνα αργότερα με τον Εύδοξο, για να ερμηνεύσει μεταβολές που από το στάδιο μερικής πληρότητας, καταλήγουν στην πλήρη. Με την διαδικασία αυτή συνδέεται μάλλον το απόσπασμα που αναφέρεται στην αρμονία, όπου δηλώνεται πως…

· DK B54 Ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείσσων. (14).

· (Η αόρατη αρμονία είναι ισχυρότερη της ορατής).

Ο όρος ἁρμονία πιθανότατα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σύναψις, εννοώντας συνεπαφή, συσχετισμό, αλληλεπίδραση, ή διαδραστική διαδικασία, αλλά τονίζεται ότι όταν δεν είναι αντιληπτή, είναι ισχυρότερη και σταθερότερη, με συνέπεια να δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα εάν και κατά πόσον ο σκοτεινός φιλόσοφος αναφέρεται στον μικρόκοσμο, προαναγγέλλοντας την κατά μερικές δεκαετίες μεταγενέστερη ατομική θεωρία του Δημοκρίτου. Σαφέστατα δεν αντιστοιχεί στην έννοια που του αποδίδεται στην εποχή μας, καθώς σε άλλο του απόσπασμα ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως…

· DK B124…ἀλλ΄ ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένον ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, [ὁ] κόσμος. (15).

· (…όπως το χαοτικό χάσμα, εμφανίζεται χυμένο, [παρουσιάζεται] ο ωραιότερος κόσμος, δηλώνει ο Ηράκλειτος).

Η ωραιότητα του κόσμου συνδέεται άμεσα με την αταξία του χάσματος, είναι δηλαδή ένα χαοτικό φαινόμενο, παραπέμποντας στο ζήτημα της αρμονίας, που κατά τον σκοτεινό φιλόσοφο αποτελεί το αίτιο αυτής της εικόνας και συσχετίζεται με την εξέλιξή του στον χρόνο, για τον οποίο αποφαίνεται πως…

· DK B52 Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη… (16).

· (Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς και η βασιλεία του ανήκει…)

Από το απόσπασμα προκύπτουν δύο κύρια σημεία για την ουσία του χρόνου, όπου το πρώτο πηγάζει από τον προσδιορισμό του ως παιδιού, αλλά όχι νηπίου, προδίδοντας ότι διανύει στην αιωνιότητα αυτό το στάδιο ανεξέλικτος, χωρίς να ωριμάζει.

Το δεύτερο επικεντρώνεται στην περίεργη αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, αντί των αντίστοιχων των αστραγάλων ή των κύβων που κυριαρχούνται από τον παράγοντα της τύχης και είναι ιδιαίτερα αγαπημένα στις παιδικές ηλικίες.

Η αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, ένα παιγνίδι τακτικής της αρχαιότητας με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την πολλαπλότητα των επιλογών, πιστοποιεί ότι αφαιρεί το στοιχείο της τύχης στον χρόνο, εισάγοντας στην θέση του το στοιχείο της αβεβαιότητας, μέσω των πολλαπλών επιλογών, ένα αξίωμα που επανέρχεται με την αρχή της απροσδιοριστίας.

Όμως, λόγω του ότι οι πεσσοί κινούνται μόνον εμπρός ή πλαγίως, στοιχειοθετείται ότι κατά την άποψή του ο χρόνος, ασχέτων των επιλογών (που συνδέονται όχι με την υφή του αλλά με το φαινόμενο σε εξέλιξη), δεν εναντιοδρομεί. Παραμένει ακαθόριστο το πως εννοεί ο Ηράκλειτος τον όρο βασιλεία και εάν στην συγκεκριμμένη περίπτωση η σημασία του είναι ταυτόσημη με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής, καθώς αντίθετα στον ελλαδικό και περιελλαδικό χώρο της εποχής του ο όρος καλύπτει τελετουργικά πλέον αξιώματα, χωρίς καμμία ουσιαστική εξουσία που είναι απογυμνωμένα παρά τον πομπώδη τίτλο, από κάθε έννοια πολιτικής ισχύος.

Οι πιθανότητες συγκλίνουν προς την δεύτερη περίπτωση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος είναι απόγονος του αχαϊκού βασιλικού οίκου της Αττικής, και μάλιστα αποποιείται το τελετουργικό του αξίωμα υπέρ του αδελφού του (17), με αποτέλεσμα η χρήση του όρου να ανακλά μάλλον τα προσωπικά
του βιώματα.

Ο χρόνος λογίζεται κατά συνέπεια ως ένα διαρκές τελετουργικό δρώμενο στον συμπαντικό κύκλο, ένας αέναος χορός, χωρίς άλλη ισχύ και εξουσία. Επιπλέον σε άλλο του απόσπασμα συνδέει τον χρόνο με το σύμπαν, θεωρώντας τον πρώτο απόρροια του δεύτερου, δηλαδή παράγωγο της υλοενέργειας και της κίνησής της, αφού…

· DK B100 …οὕτως οὖν ἀναγκαίαν πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔχων συμπλοκὴν καὶ συναρμογὴν ὁ χρόνος οὐκ ἁπλῶς ἐστι κίνησις ἀλλʹ, ὥσπερ εἴρηται, κίνησις ἐν τάξει μέτρον ἐχούσῃ καὶ πέρατα καὶ περιόδους. (18).

· (Κατά συνέπεια ο χρόνος διατηρώντας μία απαραίτητη συναρμογή και σχέση με τον ουρανό δεν αποτελεί απλώς κίνηση, αλλά κατά μία έννοια διατεταγμένη κίνηση που έχει μέτρο, περιοδικότητα και πέρατα).

Επομένως ο χρόνος δεν υπάρχει κατά την στιγμή της εκπύρωσης, αλλά προκύπτει ως παράγωγο της δημιουργίας του κόσμου, ακολουθώντας τον συμπαντικό κύκλο έως την λήξη του, οπότε και παύει να υπάρχει, όπως δηλώνει η χρήση του όρου πέρας.

Πάντως πέραν της θαυμαστής φιλοσοφικής υπέρβασης που επιχειρεί ο Ηράκλειτος, το μεγάλο πρόβλημα στην κοσμολογική θεώρηση του σύμπαντος, δεν πηγάζει τόσον από την εισαγωγή της ενέργειας (το πῦρ) ως βασικής αρχής στο πρότυπό του, αλλά κυρίως από το πώς εννοεί την δυνατότητά της να παράγει μάζα, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτή η δυνατότητα του ενός (του πυρὸς), είναι ικανή να παράγει τα πάντα, μέσω κάποιας δυναμικής αρχής, εγκαινιάζοντας τον συμπαντικό κύκλο. Στο πρόβλημα αυτό μάλλον απαντούν τα αποσπάσματα που αναφέρονται στον λόγο, τα οποία διασώζει ο ιατρός και φιλόσοφος του ΙΙ μεταχριστιανικού αιώνα Σέξτος Εμπειρικός (19).

· DK B22.1 …(τοῦ δὲ) λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος (ἀεὶ) ἀξύνετοι γίγνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ (πάντων) κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι διαιρέων ἕκαστον κατὰ φύσιν καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἔγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται. DK B22.2 …διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δὲ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

· (…αν και ο λόγος παραμένει πάντοτε πραγματικός και αναλλοίωτος, οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, είτε όταν ενημερώνονται για πρώτη φορά, είτε όταν ήδη είναι ενήμεροι· ενώ δηλαδή τα πάντα εξελίσσονται σύμφωνα με τον λόγο, οι άνθρωποι εμφανίζονται να τον αγνοούν, αν και διαθέτουν την εμπειρία και των σχετικών ερμηνειών και των έργων εκείνων, τα οποία διηγούμαι προσδιορίζοντας το καθένα κατά την φύση του και εξηγώντας την πραγματική του ουσία. Όμως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν όσα πράττουν σε εγρήγορση, όπως ακριβώς λησμονούν όταν κοιμούνται. Εξ αιτίας αυτού, οφείλει να ακολουθείται το ξυνόν πράγμα, δηλαδή το κοινό. Ο δε λόγος ενώ είναι κοινός, οι περισσότεροι ζούν, θεωρώντας ότι διαθέτουν ο καθένας διαφορετική αυτόνομη φρόνηση [δηλαδή αγνοούν ότι διέπονται από μία κοινή δυναμική αρχή]).

Ο Σέξτος ακολουθεί τον προκάτοχό του σκεπτικιστή Αινεσίδημο και προσπαθεί όπως και αυτός να καταρτίσει με βάση την ηρακλείτειο κοσμολογική θεωρία ένα σύστημα ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Όμως ο όρος λόγος που χρησιμοποιείται από τον Ηράκλειτο δεν έχει την σημασία που του αποδίδει η σχεδόν μεταφυσική και μεταγενέστερη μεταχριστινιανική θεώρηση του κόσμου.

Ο σκοτεινός φιλόσοφος γράφει στις αρχές του V προχριστιανικού αιώνα και εκείνη την εποχή, ο όρος ως παράγωγος του ρήματος λέγειν (αριθμώ, απαριθμώ, καταλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, λογαριάζω, υπολογίζω, θεωρώ, ομιλώ), δηλώνει κυρίαρχα λογισμό ή λογαριασμό. Αυτές οι έννοιες διακρίνονται και στον σύγχρονό του όρο λογάς (συνειλεγμένος, συναθροισμένος), αλλά και στους κατά αιώνες μεταγενέστερους σύνθετους συλλογή και σύλλογος, στους οποίους επιβιώνουν οι αρχικές έννοιες (20).

Αν και μάλλον δεν εννοεί κάποιο βασικό μαθηματικό αξίωμα, με το οποίο να οριοθετείται η ροή των αισθητών, ορίζει μία δυναμική αρχή που εμπεριέχει μαθηματικό λογισμό και ρυθμίζει την πορεία των κοσμικών φαινομένων, με την οποία συνάπτεται η Δίκη, δηλαδή η απαραβίαστη τάξη τους, καθώς όπως διευκρινίζει…

· DK B94 Ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερϐήσεται [τὰ] μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν (21).

· (…Ο Ήλιος δεν πρόκειται να υπερβεί τα καθορισμένα μέτρα· εάν συμβεί το αντίθετο, οι Ερινύες που επικουρούν την Δίκη, θα τον ανακαλύψουν [και θα τον συλλάβουν]).

Στο πρόβλημα που θέτει ο Ηράκλειτος, αγωνίζονται επί πέντε τουλάχιστον δεκαετίες να απαντήσουν με προμετωπίδα το CERN τα εργαστήρια σωματιδιακής φυσικής ανά τον κόσμο. Ήδη από το 1928 ο Paul Adrian Maurice Dirac, εισάγει ένα μαθηματικό πρότυπο δίδυμης γένεσης που επαληθεύεται πειραματικά το 1932, αποκαλύπτοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα να παραχθεί από φωτόνιο, δηλαδή ένα κύμα ισχυρής ακτινοβολίας με μηδενική μάζα, ένα ηλεκτρόνιο και ένα ποζιτρόνιο, δηλαδή δύο σωμάτια που έχουν έστω και αμελητέα μάζα, αλλά αντίθετα ηλεκτρικά φορτία.

Η αποκάλυψη αυτή οδηγεί σε υποψίες ως προς το ότι μεταπτώσεις αυτής της μορφής είναι πιθανόν να διεξάγονται σε πολύ μεγαλύτερες κλίμακες με συνέπεια τα περισσότερα πειράματα να στρέφονται πλέον προς την κατεύθυνση της επαλήθευσης ύπαρξης του μηχανισμού που επιτρέπει την δημιουργία μάζας και στον τομέα η θεωρητική έρευνα του Σκώτου φυσικού Peter Higgs, που εισάγει την πρόταση της ύπαρξης μίας σωματιδιακής μορφής ή μορφών ικανών να προσφέρουν μάζα σε ήδη γνωστά σωμάτια είναι αναμφίβολα πρωτοποριακή.

· Όμως η πρόταση του Higgs, προκαλεί νέες απορίες ως προς την εσώτερη υφή της μάζας, καθώς προβάλλει ο γρίφος μίας σωματιδιακής μορφής ικανής να προσφέρει ύλη μέσω αλληλεπίδρασης, παραβαίνοντας όλους τους γνωστούς κανόνες και τα αξιώματα για την υφή και την ουσία της μάζας. Για να επιλύσει τον γρίφο ο Σκώτος φυσικός θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ενός πεδίου σε μορφή νεφελώματος διάχυτου πλέον σε ολόκληρο το σύμπαν (μετά την εκπύρωση), το οποίο ενώ είναι ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, συσχετίζεται και με την φυσική του στερεού σώματος (λόγω αδράνειας) και είναι γνωστό από τα σχετικά πειράματα πως η διέλευση ενός ηλεκτρονίου από ένα θετικά φορτισμένο πλέγμα ατόμων (το στερεό στην συγκεκριμμένη περίπτωση) αυξάνει κατά 40(!) φορές την μάζα του.

Κατά τρόπο ανάλογο το πεδίο που οραματίζεται ο Higgs, είναι δυνατόν να προσφέρει μάζα λόγω των παραμορφώσεων που προκαλούνται στο πλέγμα του, δημιουργώντας την ενδιάμεση σωματιδιακή μορφή. Ο ηλεκτρομαγνητισμός και η σωματιδιακή φυσική εξηγούν το πως τα διάφορα σωμάτια αντιδρούν με φωτόνια μηδενικής μάζας, όπως επίσης και το πως δύο άλλα σωμάτια, γνωστά ως W και Z, αντιδρούν με ηλεκτρόνια, νετρίνα, και άλλα μικροσωματίδια.

Όμως τα σωμάτια W και Z έχουν τεράστια μάζα αναλογικά με τα υπόλοιπα (100 φορές μεγαλύτερη από τα πρωτόνια και μεγαλύτερη ακόμη και από ολόκληρο το άτομο του σιδήρου) καιδημιουργούν μαθηματικά, λόγω της υπέρμετρης διαφοράς μεγεθών, σημαντικά κενά και αδυναμίες στα ισχύοντα πρότυπα, καθώς οι σχέσεις είναι σχεδόν ασύμβατες.

Αυτές οι αδυναμίες μαθηματικής ερμηνείας της συμπεριφοράς τους στις αλληλεπιδράσεις, οδηγούν σε μία επιβεβλημένη προσφυγή στην πρόταση του Higgs, σύμφωνα με την οποία το πεδίο που φέρει το όνομά του, είναι ικανό να παράγει σωματιδιακές μορφές που προσφέρουν αναλογικά, μεγάλες ποσότητες μάζας.

Την ύπαρξη αυτών των μορφών καλείται να επιβεβαιώσει το CERN, αποδεικνύοντας πειραματικά ότι τα μποζόνια (δηλαδή οι σωματιδιακές μορφές) του ιδιοφυούς Βρεταννού φυσικού, δεν αποτελούν μία μαθηματική επινόηση για την παράκαμψη προβλημάτων της σωματιδιακής φυσικής, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της πραγματικότητας στον μικρόκοσμο.

Επιστρέφοντας όμως στον Heisenberg και στο διεισδυτικό του σχόλιο για τις αποφάνσεις του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου, που απηχούν λέξη προς λέξη τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής, δημιουργείται η εύλογη απορία ως προς το εάν και κατά ποσον όροι όπως η σύναψις, η ἀφανὴς ἁρμονία, ή το σάρμα αντιπροσωπεύουν περιγραφικούς προσδιορισμούς ενεργειακών πεδίων, υπεύθυνων για την δημιουργία της μάζας και την εξέλιξη του σύμπαντος, με την πιθανή επαλήθευση από το CERN αναλόγων προτύπων, να καταλήγει μάλλον αναπόφευκτα πως έστω και με καθυστέρηση εικοσιπέντε αιώνων, ο Ηράκλειτος αποτελεί διαχρονικά την μεγαλύτερη φυσιογνωμία της θεωρητικής φυσικής της ανθρωπότητας.

Ούτως ή άλλως ο σκοτεινός Εφέσιος είναι γνώστης αυτών των προβλημάτων στην έρευνα της φύσης, όταν προειδοποιεί τους αναγνώστες του πως…

· DK B123 Φύσις δὲ καθ΄ Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ (22)…

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

∗ Werner Heisenberg: Physics and Philosophy, The Revolution in Modern Science, 1958, George Allen and Unwin Edition, 1959. Πρόκειται για την σειρά διαλέξεων Gilford στο πανεπιστήμιο Saint Andrews της Σκωτίας της περιόδου 1955-1956.

(1) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 2, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,

Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.

(2) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΙΜΑΙΩΙ ΨΥΧΟΓΟΝΙΑΣ, 5, c.1014, Vol. XIII, Loeb.

(3) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 3, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,

Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.

(4) Μάξιμος Τύριος: ΔΙΑΛΟΓΟΙ, ΧΙΙ.4, c.489, B. G. Teubner.

(5) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 18, c. 392, Vol. V, Loeb.

(6) Μάρκος Αυρήλιος: ΕΣ ΕΜΑΥΤΟΝ, IV.46, B. G. Teubner.

(7) Πορφύριος: ΑΝΤΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ, 10, B.G. Teubner.

(8) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.7, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.

(9) Διογένης Λαέρτιος: ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ, ix.7, Vol. ΙΙ, Loeb.

(10) DOXOGRAPHI GRAECI, Αetius, 238, Η. Diels,

(11) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.

(12) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 8, c.388, Vol. V, Loeb.

(13) Αριστοτέλης: ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ, V.396b7, Vol. ΙΙΙ, Loeb.

(14) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.5, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.

(15) Θεόφραστος: ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, 15, W. D. Ross & F.H. Fobes, Clarendon Press, Oxford, 1929.

(16) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.

(17) Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, ΧΙV, 3, Vol. VΙ, Loeb.

(18) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, viii. 4, c.1007, Vol. XIII, Loeb.

(19) Σέξτος Εμπειρικός: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ, VII. 132, 133, J. A. Fabricius, Leizig,

1718 & B. G. Teubner.

(20) J. B. Hofmann: ETYMOLOGISCHES WÖRTERBUCH DES GRIECHISCHEN, R. Oldenburg, München, 1950,

Λήμμα Λέγω.

(21) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ, c. 604a, Vol. VII, Loeb.

(22) Procli Diadochi: IN PLATONIS REM PUBLICAM COMMENTARII, II , W. Kroll, Β. G. Teubner &

Θεμίστιος: ΛΟΓΟΙ, v. c.69 = xii. c. 159, Β. G. Teubner.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Ό Λόγος και το Έν

1.
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.
Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2.
ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.
Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3.
Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.
Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4.
ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.
Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5.
ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.
Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6.
τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται.

7.
ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.
Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

8.
Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.
Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.

9.
ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.
Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10.
οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.
Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11.
Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.
Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12.
ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.
Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδιά του καθενός.

13.
ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.
Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.

14.
ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.
Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15.
διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.

16.
ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.
Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του.

17.
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.
Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.

18.
Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.

19.
ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.
Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

20.
νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.
Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21.
ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.
Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.

Ο Πόλεμος και η Έρις

22.
πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.

23.
εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.

24.
καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.

Η Αρμονία των Αντιθέτων

25.
τὸ ἀντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν (καὶ πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι).
Το αντίθετο συγκλίνει, και απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο όμορφη αρμονία, και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια.

26.
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων.
Η αφανής αρμονία είναι καλύτερη απ' τη φανερή.

27.
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.
Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

28.
Γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιὴ (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ γναφείῳ περιστροφὴ εὐθεῖα καὶ σκολιὴ· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέρχεται) μία ἐστὶ, φησὶ, καὶ ἡ αὐτὴ.
Στο γναφείο ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

29.
συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα.
Συνδέσεις όλα κι όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ' όλα και από το Ένα όλα.

30.
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος.
Του τόξου το όνομα είναι ζωή, αλλά το έργο θάνατος.

31.
οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.
Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα.

32.
ταὐτὸ τ' ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ (τὸ) ἐγρηγορὸς καὶ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιόν· τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα.
Το ίδιο πράγμα υπάρχει σε μας, το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο· γιατί αυτά μεταβάλλονται σ' εκείνα και, αντίθετα, εκείνα μεταβάλλονται σ' αυτά.

33.
θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθύσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον, ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον.
Η θάλασσα είναι το πιο καθαρό και το πιο μολυσμένο νερό· για τα ψάρια είναι πόσιμο και σωτήριο, αλλά για τους ανθρώπους μη πόσιμο και ολέθριο.

34.
ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι. ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες.
Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι· αυτοί ζουν από το θάνατο εκείνων κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών.

35.
Ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇσι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι· τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν· ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον.
Είναι τέρψη ή θάνατος για τις ψυχές να γίνονται υγρές. Είναι τέρψη γι' αυτές η πτώση τους στη γέννηση. Η ζωή μας γεννιέται από το θάνατο τους και η ζωή τους γεννιέται από το θάνατο μας.

36.
Καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν (ἕν ἐστιν). Οἱ γοῦν ἰατροὶ, φησὶν Ἡράκλειτος, τέμνοντες, καίοντες, πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας, ἐπαιτέονται μηδὲν ἄξιοι μισθὸν λαμβάνειν παρὰ τῶν ἀρρωστοῦντων, ταὐτὰ ἐργαζόμενοι τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς νόσους.
Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό. Γιατί οι γιατροί, λέει ο Ηράκλειτος, που κόβουν και καίνε και με κάθε τρόπο βασανίζουν τους αρρώστους, τους ζητούν, ενώ δεν το αξίζουν, κι αμοιβή, ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν κι οι αρρώστιες.

37.
διδάσκαλος δὲ πλείστων Ἡσίοδος· τοῦτον ἐπὶστανται πλεῖστα εἰδέναι, ὅστις ἡμέρην καὶ εὐφρόνην οὐκ ἐγίνωσκεν· ἔστι γὰρ ἕν.
Δάσκαλος των πιο πολλών ανθρώπων είναι ο Ησίοδος· αυτοί είναι βέβαιοι πως αυτός γνωρίζει πάρα πολλά, αυτός που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη μέρα και τη νύχτα· γιατί αυτές είναι ένα.

38.
Περὶ δ' ἡμερῶν ἀποφράδων εἴτε χρή τίθεσθαί τινας εἴτε ὀρθῶς Ἡράκλειτος ἐπέπληξεν Ἡσίοδῳ τὰς μὲν ἀγαθὰς ποιουμένῳ, τάς δὲ φαύλας, ὡς ἀγνοοῦντι φύσιν ἡμέρας ἁπάσης μίαν οὖσαν, ἑτέρνωθι διηπόρηται.
Ο Ηράκλειτος επέπληξε τον Ησίοδο που άλλες μέρες τις κάνει καλές κι άλλες κακές, για την άγνοια του ότι μια είναι η φύση κάθε μέρας. Κάθε μέρα είναι όμοια με όλες τις άλλες.

Το Γίγνεσθαι

39.
ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν.
Στα ίδια ποτάμια και μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, και είμαστε και δεν είμαστε.

40.
Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ' Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)· ἀλλ' ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ' ὕστερον, ἀλλ' ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι.
Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν' αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, (και μάλιστα όχι πάλι, ούτε αργότερα, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται και χάνεται) και πλησιάζει κι απομακρύνεται.

41.
ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ· καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται (;).
Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά· κι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (;).

42.
ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.
Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ' το νερό ψυχή.

43.
ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας.
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίτουν.

44.
ζῇ πῦρ τὸν γῆς θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν ἀέρος θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος.
Η φωτιά ζει το θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το θάνατο του αέρα και η γη του νερού.

45.
Τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται.
Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται.

46.
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία.

47.
εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο, ῥῖνες ἂν διαγνοῖεν.
Αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, θα το γνωρίζαμε με τα ρουθούνια.

Το Πύρ

48.
Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν ὅλων αἴτιον· καλεῖ δ` αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον· χρησμοσύνη δέ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ᾿ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος· πάντα γὰρ, φησὶ, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός. Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός.
τὸ πῦρ χρησμοσύνη καὶ κόρος. Η φωτιά είναι χρεία και χορτασμός· γι' αυτόν χρεία είναι η τάξη, και η εκπύρωση χορτασμός.
πάντα γὰρ τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος λέει ότι η φωτιά, όταν επέλθει, θα κρίνει και θα καταλάβει τα πάντα.

49.
πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός.
Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.

50.
μεταβάλλον ἀναπαύεται.
(Η φωτιά) μεταβαλλόμενη αναπαύεται.

51.
Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;
Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ' αυτό που δεν δύει ποτέ;

52.
κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.
Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ' ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

53.
Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα, θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστὴρ· δυνάμει γὰρ (Ἡράκλειτος) λέγει ὅτι πῦρ ὑπὸ τοῦ διοικοῦντος λόγου καὶ θεοῦ τὰ σύμπαντα δι' ἀέρος τρέπεται εἰς ὑγρὸν τὸ ὡς σπέρμα τῆς διακοσμήσεως, ὃ καλεῖ θάλασσαν, ἐκ δὲ τούτου αὖθις γίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐμπεριεχόμενα· ὅπως δὲ πάλιν ἀναλαμβάνεται καὶ ἐκπυροῦται, σαφῶς διὰ τούτων δηλοῖ· (γῆ) θάλασσα διαχέεται, καὶ μετρέεται εἰς τὸν αὐτὸν λόγον, ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι γῆ.
Η φωτιά μετατρέπεται πρώτα σε θάλασσα· και το μισό της θάλασσας γίνεται γη και το άλλο μισό σίφουνας. (Ο Ηράκλειτος) θέλει να πει μ' αυτό πως με τη δύναμη της η φωτιά, υπό την επήρεια του θείου Λόγου που κυβερνά τα πάντα, μετατρέπεται δια μέσου του αέρα σε υγρασία, πυρήνα της όλης διάταξης του σύμπαντος, και την οποία ονομάζει θάλασσα. Από αυτήν ξαναγεννιούνται η γη ο ουρανός και ό,τι εμπεριέχουν. Το πώς ο κόσμος οδηγείται ξανά προς τα πίσω και αφανίζεται από τη φωτιά, το εξηγεί καθαρά: Η (γη) διαλύεται σε θάλασσα και φτάνει στο ίδιο μέτρο αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη.

Ο Άνθρωπος

54.
Ἔφη ὡς ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του.

55.
πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβάλλειν.
Ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων.

56.
ἀνθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίᾳ καὶ κάλλει καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν.
Ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα.

57.
sic(ut) aranea, ait, stans in medio telae sentit, quam cito musca aliquem filum suum corrumpit itaque illuc celeriter currit quasi de fili persectione dolens, sic hominis anima aliqua parte corporis laesa illuc festine meat quasi impatiens laesionis corporis, cui firme et proportionaliter iuncta est.
Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το αισθάνεται και τρέχει γρήγορα σαν να υπέφερε για το κομμένο νήμα, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος τραυματίζεται, ορμάει προς τα 'κεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη γερά και αρμονικά.

58.
εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ' ἂν· ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν.
Γιατί αν δεν οργάνωναν πομπή για το Διόνυσο και δεν τραγουδούσαν το φαλλικό ύμνο, όσα έκαναν θα ήταν αναιδέστατα. Άλλα ο Άδης και ο Διόνυσος είναι το ίδιο πράγμα, που στ' όνομά του μαίνονται και βακχεύουν.

59.
Καὶ διὰ τοῦτο εἰκότως αὐτὰ ἄκεα Ἡράκλειτος προσεῖπεν ὡς ἐξακεσόμενα τὰ δεινὰ καὶ τὰς ψυχὰς ἐξάντες ἀπεργαζόμενα τῶν ἐν τῇ γενέσει συμφορῶν.
Ο Ηράκλειτος είπε ότι η ίδια “γιατρειά” θεραπεύει φοβερές ασθένειες και ελευθερώνει τις ψυχές από συμφορές.

60.
θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ τι γὰρ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται.
Είναι δύσκολο να πολεμά κανείς την καρδιά του· γιατί αυτό που θέλει, το αγοράζει με ψυχή.

61.
αἱ ψυχαὶ ὀσμῶνται καθ᾽ Ἅιδην.
Οι ψυχές οσμίζονται μέσα στον Άδη.

62.
ἔνθα δ᾽ ἐόντι ἐπανίστασθαι καὶ φύλακας γίνεσθαι ἐγερτὶ ζώντων καὶ νεκρῶν.
Εκεί πέρα, μπροστά σ' αυτόν που είναι, ανασταίνονται και γίνονται άγρυπνοι φύλακες των ζωντανών και των νεκρών.

63.
ἀνθώπους μένει ἀποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσιν.
Πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατο τους.

64.
μόροι γὰρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
Οι πιο μεγάλοι θάνατοι έχουν την πιο μεγάλη μοίρα.

65.
Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ... ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι, και ύπνος όσα κοιμισμένοι.

66.
ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑαυτῷ (ἀποθανὼν) ἀποσβεσθεὶς ὄψεις, ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, (ἀποσβεσθεὶς ὄψεις) ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος.
Όταν τα μάτια του σβήνουν, ο άνθρωπος ανάβει φως για τόν εαυτό του μέσα στη νύχτα. Ζωντανός στον ύπνο του, όταν τα μάτια του κλείνουν, αγγίζει τον πεθαμένο, ξύπνιος, αγγίζει αυτόν που κοιμάται.

67.
Ὁ Ἡράκλειτός φησι τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.
Για τους ξύπνιους ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος ξαναγυρνά στο δικό του ιδιαίτερο κόσμο.

68.
τοὺς καθεύδοντας ἐργάτας εἶναι καὶ συνεργοὺς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων.
Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σ' αυτά που γίνονται στον κόσμο.

Η Φύση

69.
φύσις δὲ καθ' Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ.
Η φύση αγαπά να κρύβεται.

70.
εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν.
Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα.

71.
περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ ἀναδεικνύναι καὶ ἀναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ο ήλιος, κύριος και φύλακας των περιόδων, ορίζει, κατανέμει, φανερώνει και αποκαλύπτει τις μεταβολές και τις εποχές που φέρνουν τα πάντα.

72.
ἠοῦς καὶ ἑσπέρας τέρματα ἡ ἄρκτος καὶ ἀντίον τῆς ἄρκτου οὖρος αἰθρίου Διός.
Της αυγής και της εσπέρας τέρματα η άρκτος και απένανντι στην άρκτο, το όριο του λαμπερού Δία.

73.
ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.
Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη δικαιοσύνη.

74.
(Περὶ μεγέθους ἡλίου) εὖρος ποδὸς ἀνθρωπείου.
Ο ήλιος έχει το πλάτος ανθρώπινου ποδιού.

75.
ὁ ἥλιος οὐ μόνον, καθάπερ ὁ Ἡράκλειτός φησι, νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἐστίν, ἀλλ᾽ ἀεὶ νέος συνεχῶς.
Ο ήλιος καθημερινά είναι νέος, είναι νέος διαρκώς και ακατάπαυστα.

Αποσπάσματα για μια Ηθική

76.
Μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει.
Πρέπει να θυμόμαστε και εκείνον που ξεχνάει πού οδηγεί ο δρόμος.

77.
εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων.
Γιατί μια είναι η σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που κυβερνάει όλα μέσα απ' όλα.

78.
<Ἡρακλείτου> ὁκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς ἀφικνεῖται ἐς τοῦτο, ὥστε γινώσκειν ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχωρισμένον.
Απ' όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο, να αναγνωρίσει, δηλαδή, πως το σοφό είναι απ' όλα χωρισμένο.

79.
σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας.
Η σωφροσύνη είναι η πιο μεγάλη αρετή, και η σοφία του να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με τη φύση, ακούγοντας την.

80.
χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι <. κατ' Ἡράκλειτον>
Γιατί πρέπει οι φιλόσοφοι να γνωρίζουν καλά πολλά πράγματα.

81.
πολυμαθίη νόον <ἔχειν> οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον.
Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.

82.
οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν· καὶ γὰρ καὶ τότε δοκοῦμεν ποιεῖν καὶ λέγειν.
Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε ούτε να μιλάμε όπως όταν κοιμόμαστε· γιατί και τότε νομίζουμε πως κάνουμε και μιλάμε.

83.
ἐξηπάτηνται, φησὶν, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν γνῶσιν τῶν φανερῶν παραπλησίων Ὸμήρῳ, ὃς ἐγένετο τῶν Ἑλλήνων σοφώτερος πάντων· ἐκεῖνόν τε γὰρ παῖδες φθεῖρας κατακτείνοντες ἐξηπάτησαν εἰπόντες· ὅσα εἴδομεν καὶ ἐλάβομεν, ταῦτα ἀπολείπομεν, ὅσα δὲ οὔτε εἴδομεν οὔτ᾽ ἐλάβομεν, ταῦτα φέρομεν.
Εξαπατούνται οι άνθρωποι ως προς τη γνώση των φανερών πραγμάτων, ακριβώς όπως ο Όμηρος που υπήρξε ο σοφότερος απ' όλους τους Έλληνες. Πράγματι, και εκείνον, κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, τον εξαπάτησαν λέγοντας του: “Όσα είδαμε και πιάσαμε, τ' αφήνουμε, κι όσα ούτε είδαμε ούτε πιάσαμε, αυτά τα παίρνουμε”.

84.
τίς γὰρ αὐτῶν νόος ἢ φρήν; δήμων ἀοιδοῖσι πείθονται καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ οὐκ εἰδότες ὅτι “οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί”.
Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται απ' τους τραγουδιστές του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλο τους, χωρίς να ξέρουν ότι “οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι”.

85.
Γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν, μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
Όταν γεννιούνται, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους.

86.
οὐ δεῖ (ὡς) παῖδας τοκεώνων, τοῦτ' ἔστι κατὰ ψιλὸν· καθότι παρειλήφαμεν.
Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά υπό την κηδεμονία γονέων, δηλαδή απλούστερα, επειδή έτσι τα έχουμε παραλάβει.

87.
ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν.
Αναζήτησα τον εαυτό μου.

88.
ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω.
Όσα μπορώ να δω, ν' ακούσω και να μάθω, αυτά είναι που προτιμώ.

89.
Πόσῳ δὴ οὖν βέλτιον Ἡράκλειτος παῖδες ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα.
Παιδιών παιχνίδια οι ανθρώπινες γνώμες.

90.
εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι.
Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος.

91.
Ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτος φησιν ὄνους σύρματ' ἄν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις.
Διαφορετική είναι η ηδονή για το άλογο, το σκυλί και τον άνθρωπο, αφού τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι. Γιατί πιο ευχάριστη είναι η τροφή για τα γαϊδούρια παρά το χρυσάφι.

92.
Sί modo credimus Εphesίο Heracleto qui ait sues caeno, cohortales aves pulvere vel cinere lavari.
Τα γουρούνια πλένονται στο βόρβορο, τα πουλερικά στη σκόνη ή στις στάχτες.

93.
Δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν μήτε βορβόρῳ χαίρειν καθ' Ἡράκλειτον.
Ὕες βορβόρῳ ἥδονται μᾶλλον ἢ καθαρῷ ὕδατι.
Γιατί ο άνθρωπος ο ευγενικός δεν πρέπει να είναι ακάθαρτος ούτε άπλυτος ούτε να χαίρεται στο βόρβορο.
Τα γουρούνια τέρπονται πιο πολύ στο βόρβορο παρά στο καθαρό νερό.

94.
si felicitas esset in delectationibus corporis, boves felices diceremus, cum inveniant orobum ad comedendum.
Αν η ευτυχία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα λέγαμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε.

95.
αἱρεῦνται γὰρ ἓν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν, οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα.
Οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την αιώνια δόξα των θνητών. Αλλά οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη.

96.
χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον.
Όσοι ζητούν χρυσάφι σκάβουν πολύ τη γη και λίγα βρίσκουν.

97.
πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται.
Κάθε τι που έρπει εξουσιάζεται με χτυπήματα.

98.
ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν.
Την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά.

99.
μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος.
Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως ακριβώς για τα τείχη του.

100.
μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα.
Για τα μέγιστα πράγματα ας μη κάνουμε υποθέσεις στην τύχη.

101.
τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια.
Για το θεό όλα τα πράγματα είναι όμορφα, αγαθά και δίκαια· αλλά οι άνθρωποι μερικά πράγματα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.

102.
βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει.

103.
ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον.
Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν.

104.
νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι.
Γα πτώματα είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά

105.
κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι.
Τα σκυλιά γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν.

106.
νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, λιμὸς κόρον, κάματος ἀνάπαυσιν.
Η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστο και καλό πράγμα, η πείνα το χορτασμό, η κούραση την ανάπαυση.

107.
ἀμαθίην γὰρ ἄμεινον κρύπτειν, ἔργον δὲ ἐν ἀνέσει καὶ παρ᾽ οἶνον.
Κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν.
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια, αλλά αυτό είναι δύσκολο όταν γίνεται μέσα στην κραιπάλη και στο μεθύσι.
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια παρά να την αποκαλύπτεις παντού.

108.
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες.
Γιατί τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά.

109.
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές.

110.
τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι).
Ο Ηράκλειτος ονομάζει την έπαρση νόσο ιερή και λέει ότι η όραση ψεύδεται.

111.
Ἀγχιβατεῖν (ἀγχιβασίην) Ἡράκλειτος.
Διφορούμενο = προσέγγιση, κατά τον Ηράκλειτο.

112.
ἐφ᾽ ἑνὸς ἄν ποτε γένοιτο . . . ἢ τινων ὀλίγων (sc. θυσίαι κεκαθαρμένων παντάπασιν ἀνθρώπων).
Από ένα... ή από λίγους θα μπορούσαν να γίνουν (θυσίες ανθρώπων ολωσδιόλου καθαρών).

113.
Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν.
Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομα της Δικαιοσύνης, αν αυτά τα πράγματα (οι αδικίες) δεν υπήρχαν.

114.
δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει· καὶ μέντοι καὶ Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας καὶ μάρτυρας.
Εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει και δε φυλάει παρά μόνο τα καλά να πιστεύει κανείς πράγματα· αλλά η Δικαιοσύνη θα πιάσει αυτούς που κατασκευάζουν και μαρτυρούν ψέματα.

115.
ἀρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι.
Οι θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη.

116.
Τίσι δὴ μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις· τούτοις ἀπειλεῖ τὰ μετὰ θάνατον, τούτοις μαντεύεται τὸ πῦρ· τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ᾽ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦεται.
Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους, βάκχους, μαινάδες και μύστες· αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ' αυτούς προφητεύει τη φωτιά· γιατί στα καθιερωμένα απ' τους ανθρώπους μυστήρια μυούνται με τρόπο ανίερο.

117.
καθαίρονται δ᾽ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο· μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τις αὐτὸν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα· καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι.
Καθαρίζονται μιαινόμενοι μ' άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ' εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες.

118.
κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.
Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ' τους ίδιους.

119.
μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, <ἔφη,> Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.
Ποτέ να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βγαίνει στη φόρα η πονηριά σας.

120.
ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν, οἵτινες Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες· ἡμέων μηδὲ εἷς ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλη τε καὶ μετ᾽ ἄλλων.
Όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι θα έπρεπε να κρεμαστούν και ν' αφήσουν την πόλη τους στους ανήλικους, γιατί εκείνοι έδιωξαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: “Κανείς από μας ας μην είναι ο πιο άξιος. Ειδεμή, ας πάει αλλού και με άλλους”.

121.
ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς ἀνήβου σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκη βαίνει, ὑγρὴ τὴν ψυχὴν ἔχων.
Ένας άντρας, όταν μεθύσει, αφήνεται να οδηγείται από ένα ανήλικο παιδί: παραπατάει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή.

122.
αὐγὴ ξηρὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη, ἢ καλύτερα: αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη.
Η ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη.

123.
Ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, ὁ κόσμος.
Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη.

124.
Τὸν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως.
Ο Όμηρος αξίζει απ' τους αγώνες να τον διώχνουν και να τον ραπίζουν, καθώς κι ο Αρχίλοχος.

125.
Ἡράκλειτος ἐντεῦθεν ἀστρολόγον φησὶ τὸν Ὅμηρον.
Ο Όμηρος ήταν αστρολόγος.

126.
Δοκεῖ δὲ κατὰ τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι . . . μαρτυρεῖ δ' αὐτῷ καὶ Ἡράκλειτος καὶ Δημόκριτος.
Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος μαρτυρούν πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος.

127.
Ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλείων λόγος ἢ τῶν ἄλλων.
Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, γιος του Τευτάμου, που ο λόγος του ξεπερνά όλων των άλλων.

128.
Πυθαγόρης κοπίδων ἐστὶν ἀρχηγός.
(Ο Πυθαγόρας) είναι αρχηγός στους αγύρτες.

Αποσπάσματα αμφίβολα ή απόκρυφα

129.
κατὰ λόγον δὲ ὡρέων συμβάλλεται ἑβδομὰς κατὰ σελήνην, διαιρεῖται δὲ κατὰ τὰς ἄρκτους, ἀθανάτου μνήμης σημείω.
Σύμφωνα με το νόμο των ετών, η εβδομάδα ενώνεται με τη σελήνη, αλλά διαιρείται με τις άρκτους, τα δυο σημεία της αθάνατης μνήμης.

130.
Ἄλλως ἄ(λλο ἀεὶ αὔξε)ται πρὸς ὅ (ἄν ᾖ ἐλλι)πὲς
Κάθε πράγμα αυξάνει με τον τρόπο του, σύμφωνα μ' αυτό που του χρειάζεται.

131.
Ὁ αἀτὸς πρὸς Αἰγυπτίους ἔφη· εἰ θεοὶ εἰσιν, ἵνα τὶ θρηνεῖτε αὐτοὺς; εἰ δὲ θρηνεῖτε αὐτοὺς, μηκέτι τούτους ἡγεῖσθε θεοὺς.
Ο Ηράκλειτος είπε στους Αιγυπτίους: “Αν είναι θεοί, γιατί τους θρηνείτε; Αλλά εάν τους θρηνείτε, μη τους θεωρείτε πια θεούς ους”.

132.
Ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας γέρα τοῖς δαίμοσιν πονέμοντας εἶπεν· δαιμόνων ἀγάλμασιν εὔχονται οὐκ ἀκούουσιν ὥσπερ ἀκούοιεν, οὐκ ἀποδιδοῦσιν, ὥσπερ οὐκ ἀπαιτοῖεν.
Ο Ηράκλειτος, βλέποντας τους Έλληνες να προσφέρουν δώρα στους θεούς, είπε: “Προσεύχονται στα αγάλματα των θεών σαν να μπορούσαν να τους ακούσουν, ενώ δεν τους ακούνε, δεν δίνουν, όπως και δεν μπορούν τίποτα να ζητήσουν”.

133.
Πυθαγόρης Μνησάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας τὰς συγγραφὰς ἐποιήσατο ἑωυτοῦ σοφίην, πολυμαθίην, κακοτεχνίην.
Ο Πυθαγόρας, ο γιος του Μνησάρχου, άσκησε περισσότερο απ' όλους τους ανθρώπους την έρευνα, και αφού διάλεξε τούτες τις γραφές, έκανε μ' αυτές μια δική του σοφία: πολυμάθεια, κακοτεχνία.

134.
non convenit ridiculum esse ita, ut ridiculus ipse videaris, Heraclitus dixit.
Δεν πάει να αστειεύεται κανείς σε σημείο που ο ίδιος να γίνεται γελοίος, έλεγε ο Ηράκλειτος.

135.
Ἡράκλειτος ἔλεγε τὴν οἴησιν προκοπῆς ἐγκοπὴν.
Ο Ηράκλειτος έλεγε πως η έπαρση είναι εμπόδιο στην προκοπή.

136.
Τιμαὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καταδουλοῦνται.
Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς και ανθρώπους.

137.
Ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι.
Οι κακοί άνθρωποι είναι εχθροί εκείνων που λένε την αλήθεια.

138.
Τὴν παιδείαν ἕτερον ἥλιον εἶναι τοῖς πεπαιδευμένοις.
Η παιδεία είναι ένας άλλος ήλιος για τους μορφωμένους.

139.
Συντομωτάτην ὁδὸν ἔλεγεν εἰς εὐδοξίαν τὸ γενέσθαι ἀγαθὸν.
Ο συντομότερος δρόμος για ν' αποκτήσεις καλή φήμη είναι το να γίνεις καλός.

140.
Ἡρακλείτου· ψυχαὶ ἀρηίφατοι καθαρώτεραι ἢ ἑνὶ νούσοις.
Κατά τον Ηράκλειτο, οι ψυχές που πέσανε μαχόμενες είναι καθαρότερες από εκείνες που κύλησαν σ' αρρώστιες.

141.
Γράφει γοῦν “ἔστι γὰρ εἱμαρμένα πάντως...”.
Υπάρχει σ' όλα επέμβαση της ειμαρμένης (;)...