61. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΤΥΧΗ [61.1] γεωργός τις χρυσίον εὑρὼν ἐν γῇ σκάπτων ἔστεφε τὴν Γῆν καθ᾽ ἡμέραν ὡς εὐεργετηθεὶς παρ᾽ αὐτῆς. τούτῳ δὲ ἐπιστᾶσά φησιν ἡ Τύχη· «ὦ οὗτος, τί τῇ Γῇ τὰ ἐμὰ δῶρα προστιθεῖς, ἅπερ ἐγὼ σοὶ δέδωκα πλουτίσαι βουλομένη σε; ἂν γὰρ ὁ καιρὸς μεταλλάξῃ τὴν φύσιν καὶ †εἰς ἄλλας χρείας μοχθηρὰς ἀναλώσῃ, πάλιν τὴν Τύχην μέμψῃ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι χρὴ ἐπιγιγνώσκειν τὸν εὐεργέτην καὶ τούτῳ χάριτας ἀποδιδόναι.
62. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΦΙΣ
[62.1] γεωργὸς χειμῶνος ὥραν ὄφιν εὑρὼν ὑπὸ κρύους πεπηγότα τοῦτον ἐλεήσας καὶ λαβὼν ὑπὸ κόλπον ἔθετο. θερμανθεὶς δὲ ἐκεῖνος καὶ ἀναλαβὼν τὴν ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε. ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε
«δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἀμετάθετοί εἰσιν αἱ πονηρίαι, κἂν τὰ μέγιστα φιλανθρωπεύωνται.
63. ΔΗΜΑΔΗΣ Ο ΡΗΤΩΡ
[63.1] Δημάδης ὁ ῥήτωρ δημηγορῶν ποτε ἐν Ἀθήναις ἐκείνων δὲ μὴ πάνυ τι αὐτῷ προσεχόντων ἐδεήθη αὐτῶν, ὅπως ἐπιτρέψωσιν αὐτῷ Αἰσώπειον μῦθον εἰπεῖν. τῶν δὲ συγχωρησάντων αὐτῷ ἀρξάμενος ἔλεγε· «Δήμητρα καὶ χελιδὼν καὶ ἔγχελυς τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τινα ποταμὸν ἡ μὲν χελιδὼν ἀνέπτη, ἡ δὲ ἔγχελυς κατέδυ». καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐσιώπησεν. ἐρομένων δὲ αὐτῶν· «ἡ οὖν Δήμητρα τί ἔπαθεν;» ἔφη· «κεχόλωται ὑμῖν, οἵ τινες τὰ τῆς πόλεως πράγματα ἐάσαντες Αἰσωπείων μύθων ἀκούειν ἀνέχεσθε».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν, ὅσοι τῶν μὲν ἀναγκαίων ὀλιγωροῦσι, τὰ δὲ πρὸς ἡδονὴν μᾶλλον αἱροῦνται.
64. ΚΥΝΟΔΗΚΤΟΣ
[64.1] δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον. εἰπόντος δέ τινος [οὕτως] ὡς ἄρα δέοι αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν, ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἐὰν τοῦτο πράξω, δεήσει με ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυνῶν δάκνεσθαι».
οὕτω καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων πονηρία δελεαζομένη ἔτι μᾶλλον ἀδικεῖν παροξύνεται.
65. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΩΝ
[65.1] Διογένης ὁ κύων ὁδοιπορῶν ὡς ἐγένετο κατά τινα ποταμὸν πλημμυροῦντα, εἱστήκει πρὸς τὰς διαβάσεις ἀμηχανῶν. εἷς δέ τις τῶν διαβιβάζειν εἰθισμένων θεασάμενος αὐτὸν διαποροῦντα προσελθὼν διεπέρασεν αὐτόν. ὁ δὲ ἀγάμενος αὐτοῦ τὴν φιλοφροσύνην εἱστήκει τὴν αὑτοῦ πενίαν μεμφόμενος δι᾽ ἣν ἀμείψασθαι τὸν εὐεργέτην οὐ δύναται. ἔτι δὲ αὐτοῦ ταῦτα διανοουμένου ἐκεῖνος θεασάμενος ἕτερον ὁδοιπόρον διελθεῖν μὴ δυνάμενον προσδραμὼν καὶ αὐτὸν διεπέρασε. καὶ ὁ Διογένης προσελθὼν αὐτῷ εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι σοι χάριν ἔχω ἐπὶ τῷ γεγονότι· ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐ κρίσει ἀλλὰ νόσῳ τοῦτο ποιεῖς».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ‹οἱ› μετὰ τῶν σπουδαίων καὶ τοὺς ἀνεπιτηδείους εὐεργετοῦντες οὐκ εὐεργεσίας δόξαν, ἀλογιστίαν δὲ μᾶλλον ὀφλισκάνουσι.
65a. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΦΑΛΑΚΡΟΣ
[65a.1] Διογένης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ εἶπεν· «ἐγὼ μὲν οὐ λοιδορῶ, μὴ γένοιτο. ἐπαινῶ δὲ τὰς τρίχας, ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν».
***
61. Ο γεωργός και η Τύχη.
[61.1] Ήταν ένας γεωργός που ανακάλυψε χρυσάφι καθώς σκάλιζε το χώμα. Ύστερα από αυτό, που λέτε, ο άνθρωπος πρόσφερε στεφάνια στη θεά Γη καθημερινά, θεωρώντας πως αυτή είναι η ευεργέτιδά του. Τότε όμως εμφανίστηκε μπροστά του η Τύχη και διαμαρτυρήθηκε: «Γιά άκου να σου πω, βρε αχάριστε, γιατί καταλογίζεις στη Γη τα δικά μου δώρα; Να ξέρεις, εγώ σου τα έδωσα αυτά για να σε κάνω πλούσιο. Αλλά έτσι μου είσαστε: άμα αλλάξουν αργότερα οι καιροί και εσύ σπαταλήσεις το χρυσάφι κάνοντας κακή χρήση του, πάλι στην Τύχη θα ρίξεις το φταίξιμο».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να αναγνωρίζουμε τον ευεργέτη μας και να του αποδίδουμε τις πρέπουσες ευχαριστίες.
62. Ο γεωργός και το φίδι.
[62.1] Ήταν κάποιος γεωργός που βρήκε ένα φίδι, χειμώνα καιρό, να έχει ξυλιάσει από το κρύο. Το λυπήθηκε, λοιπόν, και το πήρε να το βάλει στον κόρφο του. Μόλις όμως το φίδι ζεστάθηκε, άρχισε πάλι να διακατέχεται από τη φυσική του κλίση, με αποτέλεσμα να δαγκώσει τον ευεργέτη του και να τον ξεκάνει. Ψυχορραγώντας, ο άνθρωπος ψέλλισε:
«Καλά να πάθω, που έδειξα συμπόνια στον αχρείο».
Το δίδαγμα του μύθου: Η κακία δεν αλλάζει, με όση φιλανθρωπία και αν της φερθείς.
63. Ο ρήτορας Δημάδης.
[63.1] Μια φορά ο Δημάδης, ο γνωστός ρήτορας, έβγαζε λόγο δημόσια στην Αθήνα. Ο κόσμος όμως δεν του έδινε ιδιαίτερη προσοχή. Γι᾽ αυτό ο Δημάδης, με τα πολλά, τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τους διηγηθεί έναν μύθο του Αισώπου. Το ακροατήριο του έδωσε την άδεια, και έτσι ο ρήτορας έπιασε να εξιστορεί ως εξής: «Κάποτε περπατούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο η Δήμητρα, το χελιδόνι και το χέλι. Έφτασαν, που λέτε, μπροστά σε ένα ποτάμι, και εκεί το χελιδόνι πέταξε ψηλά ενώ το χέλι βούτηξε μέσα στο νερό». Και σε αυτό το σημείο ο ρήτορας σταμάτησε να μιλάει. Ο κόσμος τότε βάλθηκε να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις: «Και η Δήμητρα; Τί έκανε η Δήμητρα; Πες μας». Και ο Δημάδης αποκρίθηκε: «Έγινε έξω φρενών εναντίον σας, φυσικά, αφού αδιαφορείτε για τις υποθέσεις του κράτους και κάθεστε να ακούτε ιστορίες από τον Αίσωπο».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Είναι άμυαλοι όσοι παραμελούν τα απαραίτητα και προτιμούν αντίθετα να καταγίνονται με ό,τι τους κάνει κέφι.
64. Το δάγκωμα του σκυλιού.
[64.1] Ήταν ένας άνθρωπος που τον δάγκωσε σκυλί και τριγυρνούσε γυρεύοντας κάποιον να τον γιατρέψει. Με τα πολλά βρέθηκε κάποιος και βάλθηκε να του δίνει οδηγίες: «Το και το, πρέπει να σκουπίσεις τα αίματα με ένα κομμάτι ψωμί και μετά να το πετάξεις στο σκυλί που σε δάγκωσε». Όμως ο δαγκωμένος τον διέκοψε, βάζοντας τις φωνές: «Είσαι με τα καλά σου; Άμα το κάνω αυτό, σίγουρα θα πέσουν μετά πάνω μου να με γεμίσουν δαγκωνιές όλα τα σκυλιά της πόλης!».
Έτσι συμβαίνει και με τους αχρείους ανθρώπους: Άμα δελεάσεις την κακία τους, ξεσηκώνονται και διαπράττουν ακόμη περισσότερο κακό.
65. Ο Διογένης πεζοπορεί.
[65.1] Μια φορά ο Διογένης, ο διάσημος Κυνικός φιλόσοφος, ταξίδευε με τα πόδια και έφτασε στις όχθες κάποιου ποταμού που ήταν γεμάτος νερό. Στεκόταν λοιπόν μπροστά στο πέρασμα και δεν ήξερε τί να κάνει. Με τα πολλά τον πρόσεξε κάποιος από εκείνους που είχαν αναλάβει την αποστολή να περνούν τον κόσμο απέναντι. Τούτος, που λέτε, βλέποντας τον φιλόσοφο να κοντοστέκεται άπραγος, τον πήρε και τον διαπόρθμευσε στην άλλη όχθη. Ο Διογένης έμεινε έκπληκτος με την καλοσύνη του ανθρώπου· γι᾽ αυτό έμεινε κολλημένος επιτόπου και ελεεινολογούσε την άμοιρη τη φτώχεια του, που εξαιτίας της δεν ήταν σε θέση να ανταμείψει κατάλληλα τον ευεργέτη του. Ενώ όμως ο φιλόσοφος καθόταν και τα αναλογιζόταν όλα αυτά, ο περαματάρης πρόσεξε κάποιον άλλον ταξιδιώτη που δεν μπορούσε να διαβεί αντίπερα. Ευθύς λοιπόν έτρεξε προς το μέρος του και τον διαπόρθμευσε και αυτόν. Τότε ο Διογένης πήγε κοντά του και του είπε: «Ξέρεις, κύριος, δεν αισθάνομαι πια να σου έχω καμία υποχρέωση για αυτό που έγινε. Εξ όσων βλέπω, ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από ορθή κρίση αλλά από καθαρή τρέλα».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι ευεργετούν αδιάκριτα τους ανάξιους μαζί με τους σπουδαίους, δεν αποκτούν τη δόξα του ευεργέτη. Απεναντίας, ο κόσμος τούς περνάει μάλλον για ανόητους.
65a. Ο Διογένης και ο φαλακρός.
[65a.1] Μια φορά κάποιος φαλακρός περιγελούσε τον Διογένη, τον γνωστό Κυνικό φιλόσοφο. Ο Διογένης, όμως, τον συγύρισε κατάλληλα: «Εγώ, αγαπητέ, δεν θα σε βρίσω· μακριά από μένα τέτοιο πράγμα. Εγώ έχω μονάχα επαίνους — επαίνους για τα πρώην μαλλιά σου, εννοείται, που σηκώθηκαν και έφυγαν από τέτοια ξεκουτιασμένη κούτρα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι χρὴ ἐπιγιγνώσκειν τὸν εὐεργέτην καὶ τούτῳ χάριτας ἀποδιδόναι.
62. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΦΙΣ
[62.1] γεωργὸς χειμῶνος ὥραν ὄφιν εὑρὼν ὑπὸ κρύους πεπηγότα τοῦτον ἐλεήσας καὶ λαβὼν ὑπὸ κόλπον ἔθετο. θερμανθεὶς δὲ ἐκεῖνος καὶ ἀναλαβὼν τὴν ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε. ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε
«δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἀμετάθετοί εἰσιν αἱ πονηρίαι, κἂν τὰ μέγιστα φιλανθρωπεύωνται.
63. ΔΗΜΑΔΗΣ Ο ΡΗΤΩΡ
[63.1] Δημάδης ὁ ῥήτωρ δημηγορῶν ποτε ἐν Ἀθήναις ἐκείνων δὲ μὴ πάνυ τι αὐτῷ προσεχόντων ἐδεήθη αὐτῶν, ὅπως ἐπιτρέψωσιν αὐτῷ Αἰσώπειον μῦθον εἰπεῖν. τῶν δὲ συγχωρησάντων αὐτῷ ἀρξάμενος ἔλεγε· «Δήμητρα καὶ χελιδὼν καὶ ἔγχελυς τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τινα ποταμὸν ἡ μὲν χελιδὼν ἀνέπτη, ἡ δὲ ἔγχελυς κατέδυ». καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐσιώπησεν. ἐρομένων δὲ αὐτῶν· «ἡ οὖν Δήμητρα τί ἔπαθεν;» ἔφη· «κεχόλωται ὑμῖν, οἵ τινες τὰ τῆς πόλεως πράγματα ἐάσαντες Αἰσωπείων μύθων ἀκούειν ἀνέχεσθε».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν, ὅσοι τῶν μὲν ἀναγκαίων ὀλιγωροῦσι, τὰ δὲ πρὸς ἡδονὴν μᾶλλον αἱροῦνται.
64. ΚΥΝΟΔΗΚΤΟΣ
[64.1] δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον. εἰπόντος δέ τινος [οὕτως] ὡς ἄρα δέοι αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν, ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἐὰν τοῦτο πράξω, δεήσει με ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυνῶν δάκνεσθαι».
οὕτω καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων πονηρία δελεαζομένη ἔτι μᾶλλον ἀδικεῖν παροξύνεται.
65. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΩΝ
[65.1] Διογένης ὁ κύων ὁδοιπορῶν ὡς ἐγένετο κατά τινα ποταμὸν πλημμυροῦντα, εἱστήκει πρὸς τὰς διαβάσεις ἀμηχανῶν. εἷς δέ τις τῶν διαβιβάζειν εἰθισμένων θεασάμενος αὐτὸν διαποροῦντα προσελθὼν διεπέρασεν αὐτόν. ὁ δὲ ἀγάμενος αὐτοῦ τὴν φιλοφροσύνην εἱστήκει τὴν αὑτοῦ πενίαν μεμφόμενος δι᾽ ἣν ἀμείψασθαι τὸν εὐεργέτην οὐ δύναται. ἔτι δὲ αὐτοῦ ταῦτα διανοουμένου ἐκεῖνος θεασάμενος ἕτερον ὁδοιπόρον διελθεῖν μὴ δυνάμενον προσδραμὼν καὶ αὐτὸν διεπέρασε. καὶ ὁ Διογένης προσελθὼν αὐτῷ εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι σοι χάριν ἔχω ἐπὶ τῷ γεγονότι· ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐ κρίσει ἀλλὰ νόσῳ τοῦτο ποιεῖς».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ‹οἱ› μετὰ τῶν σπουδαίων καὶ τοὺς ἀνεπιτηδείους εὐεργετοῦντες οὐκ εὐεργεσίας δόξαν, ἀλογιστίαν δὲ μᾶλλον ὀφλισκάνουσι.
65a. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΦΑΛΑΚΡΟΣ
[65a.1] Διογένης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ εἶπεν· «ἐγὼ μὲν οὐ λοιδορῶ, μὴ γένοιτο. ἐπαινῶ δὲ τὰς τρίχας, ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν».
***
61. Ο γεωργός και η Τύχη.
[61.1] Ήταν ένας γεωργός που ανακάλυψε χρυσάφι καθώς σκάλιζε το χώμα. Ύστερα από αυτό, που λέτε, ο άνθρωπος πρόσφερε στεφάνια στη θεά Γη καθημερινά, θεωρώντας πως αυτή είναι η ευεργέτιδά του. Τότε όμως εμφανίστηκε μπροστά του η Τύχη και διαμαρτυρήθηκε: «Γιά άκου να σου πω, βρε αχάριστε, γιατί καταλογίζεις στη Γη τα δικά μου δώρα; Να ξέρεις, εγώ σου τα έδωσα αυτά για να σε κάνω πλούσιο. Αλλά έτσι μου είσαστε: άμα αλλάξουν αργότερα οι καιροί και εσύ σπαταλήσεις το χρυσάφι κάνοντας κακή χρήση του, πάλι στην Τύχη θα ρίξεις το φταίξιμο».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να αναγνωρίζουμε τον ευεργέτη μας και να του αποδίδουμε τις πρέπουσες ευχαριστίες.
62. Ο γεωργός και το φίδι.
[62.1] Ήταν κάποιος γεωργός που βρήκε ένα φίδι, χειμώνα καιρό, να έχει ξυλιάσει από το κρύο. Το λυπήθηκε, λοιπόν, και το πήρε να το βάλει στον κόρφο του. Μόλις όμως το φίδι ζεστάθηκε, άρχισε πάλι να διακατέχεται από τη φυσική του κλίση, με αποτέλεσμα να δαγκώσει τον ευεργέτη του και να τον ξεκάνει. Ψυχορραγώντας, ο άνθρωπος ψέλλισε:
«Καλά να πάθω, που έδειξα συμπόνια στον αχρείο».
Το δίδαγμα του μύθου: Η κακία δεν αλλάζει, με όση φιλανθρωπία και αν της φερθείς.
63. Ο ρήτορας Δημάδης.
[63.1] Μια φορά ο Δημάδης, ο γνωστός ρήτορας, έβγαζε λόγο δημόσια στην Αθήνα. Ο κόσμος όμως δεν του έδινε ιδιαίτερη προσοχή. Γι᾽ αυτό ο Δημάδης, με τα πολλά, τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τους διηγηθεί έναν μύθο του Αισώπου. Το ακροατήριο του έδωσε την άδεια, και έτσι ο ρήτορας έπιασε να εξιστορεί ως εξής: «Κάποτε περπατούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο η Δήμητρα, το χελιδόνι και το χέλι. Έφτασαν, που λέτε, μπροστά σε ένα ποτάμι, και εκεί το χελιδόνι πέταξε ψηλά ενώ το χέλι βούτηξε μέσα στο νερό». Και σε αυτό το σημείο ο ρήτορας σταμάτησε να μιλάει. Ο κόσμος τότε βάλθηκε να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις: «Και η Δήμητρα; Τί έκανε η Δήμητρα; Πες μας». Και ο Δημάδης αποκρίθηκε: «Έγινε έξω φρενών εναντίον σας, φυσικά, αφού αδιαφορείτε για τις υποθέσεις του κράτους και κάθεστε να ακούτε ιστορίες από τον Αίσωπο».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Είναι άμυαλοι όσοι παραμελούν τα απαραίτητα και προτιμούν αντίθετα να καταγίνονται με ό,τι τους κάνει κέφι.
64. Το δάγκωμα του σκυλιού.
[64.1] Ήταν ένας άνθρωπος που τον δάγκωσε σκυλί και τριγυρνούσε γυρεύοντας κάποιον να τον γιατρέψει. Με τα πολλά βρέθηκε κάποιος και βάλθηκε να του δίνει οδηγίες: «Το και το, πρέπει να σκουπίσεις τα αίματα με ένα κομμάτι ψωμί και μετά να το πετάξεις στο σκυλί που σε δάγκωσε». Όμως ο δαγκωμένος τον διέκοψε, βάζοντας τις φωνές: «Είσαι με τα καλά σου; Άμα το κάνω αυτό, σίγουρα θα πέσουν μετά πάνω μου να με γεμίσουν δαγκωνιές όλα τα σκυλιά της πόλης!».
Έτσι συμβαίνει και με τους αχρείους ανθρώπους: Άμα δελεάσεις την κακία τους, ξεσηκώνονται και διαπράττουν ακόμη περισσότερο κακό.
65. Ο Διογένης πεζοπορεί.
[65.1] Μια φορά ο Διογένης, ο διάσημος Κυνικός φιλόσοφος, ταξίδευε με τα πόδια και έφτασε στις όχθες κάποιου ποταμού που ήταν γεμάτος νερό. Στεκόταν λοιπόν μπροστά στο πέρασμα και δεν ήξερε τί να κάνει. Με τα πολλά τον πρόσεξε κάποιος από εκείνους που είχαν αναλάβει την αποστολή να περνούν τον κόσμο απέναντι. Τούτος, που λέτε, βλέποντας τον φιλόσοφο να κοντοστέκεται άπραγος, τον πήρε και τον διαπόρθμευσε στην άλλη όχθη. Ο Διογένης έμεινε έκπληκτος με την καλοσύνη του ανθρώπου· γι᾽ αυτό έμεινε κολλημένος επιτόπου και ελεεινολογούσε την άμοιρη τη φτώχεια του, που εξαιτίας της δεν ήταν σε θέση να ανταμείψει κατάλληλα τον ευεργέτη του. Ενώ όμως ο φιλόσοφος καθόταν και τα αναλογιζόταν όλα αυτά, ο περαματάρης πρόσεξε κάποιον άλλον ταξιδιώτη που δεν μπορούσε να διαβεί αντίπερα. Ευθύς λοιπόν έτρεξε προς το μέρος του και τον διαπόρθμευσε και αυτόν. Τότε ο Διογένης πήγε κοντά του και του είπε: «Ξέρεις, κύριος, δεν αισθάνομαι πια να σου έχω καμία υποχρέωση για αυτό που έγινε. Εξ όσων βλέπω, ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από ορθή κρίση αλλά από καθαρή τρέλα».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι ευεργετούν αδιάκριτα τους ανάξιους μαζί με τους σπουδαίους, δεν αποκτούν τη δόξα του ευεργέτη. Απεναντίας, ο κόσμος τούς περνάει μάλλον για ανόητους.
65a. Ο Διογένης και ο φαλακρός.
[65a.1] Μια φορά κάποιος φαλακρός περιγελούσε τον Διογένη, τον γνωστό Κυνικό φιλόσοφο. Ο Διογένης, όμως, τον συγύρισε κατάλληλα: «Εγώ, αγαπητέ, δεν θα σε βρίσω· μακριά από μένα τέτοιο πράγμα. Εγώ έχω μονάχα επαίνους — επαίνους για τα πρώην μαλλιά σου, εννοείται, που σηκώθηκαν και έφυγαν από τέτοια ξεκουτιασμένη κούτρα».