Η πολιτική αστάθεια και οι δύσκολες συνθήκες δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται στην πόλη των Αθηνών και στους κατοίκους της, παρά την πρόσκαιρη απελευθέρωσή τους από τον ζυγό των Μακεδόνων.
Το 304 ο Κάσσανδρος πολιόρκησε ξανά την Αθήνα και την κατέλαβε. Αλλά ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, που μόλις είχε λύσει την πολιορκία της Ρόδου, με 330 πλοία του επιτέθηκε. Ο Κάσσανδρος ηττήθηκε και με δυσκολία διέφυγε για την Μακεδονία, ενώ ο Δημήτριος, αντί να κυνηγήσει τον Κάσσανδρο, έμεινε στην Αθήνα για έναν χειμώνα διασκεδάσεων και συμποσίων.
Ένας από τους σύγχρονους του Δημήτριου, ο ποιητής Φιλιππίδης, κατηγόρησε τον βασιλιά ότι είχε μετατρέψει τον Παρθενώνα σε πορνείο, διαμένοντας στον ιερό χώρο με εταίρες. Για μία από αυτές τις εταίρες, μάλιστα, τη Λάμια, γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, μόρφωσης και ευφυΐας, που ήταν η επίσημη αγαπημένη του, δαπανούσε τεράστια ποσά που έπρεπε να καλύψει η πόλη, ενώ επέβαλε να λατρεύεται η ευνοούμενή του ως προσωποποίηση της Αφροδίτης.
Παρακολουθώντας να συμβαίνουν όλα αυτά, αλλά κι από τις προηγούμενες προστριβές του με την εξουσία (π.χ. όταν κινδύνεψε η ζωή του στη Μυτιλήνη), σε μια Αθήνα όπου οι πολιτικές αναταραχές ήταν συνεχείς, σε μια αλλοτριωμένη και προβληματική κοινωνία όπου οι αντιπαραθέσεις, οι αντιπαλότητες, οι έχθρες, οι άσκοποι ανταγωνισμοί, το μίσος και ο φθόνος είχαν αντικαταστήσει την ελληνική αντίληψη για την φύση των ελληνικών κοινωνιών της κλασικής περιόδου, ο Επίκουρος πείστηκε ότι το καλύτερο θα ήταν να μείνει έξω από τη διαφθορά της πολιτικής ζωής και να αποφύγει ένα παιχνίδι που για χάρη του θα έπρεπε να συμβιβάζεται με τις λαϊκές προκαταλήψεις, και να συμμετέχει, όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι, σε ένα ματαιόδοξο, γεμάτο έριδες, αγώνα δρόμου, προκειμένου να γίνει αρεστός στους ηγεμόνες.
Ο Επίκουρος ασφαλώς και είχε πολιτικές ανησυχίες, θεωρούσε όμως ότι από τη στιγμή που έχουν εκφυλιστεί ο θεσμός της πόλης και η έννοια του πολίτη, παύοντας να υφίστανται εκείνες οι προϋποθέσεις που θα εξασφάλιζαν στον άνθρωπο τα απαραίτητα κι αναγκαία αγαθά για μια καλύτερη ζωή, θα ήταν πιο σοφό να αποσυρθεί. Αντιλήφθηκε ότι η πολιτική διαφθορά προκύπτει μέσα από τη ματαιοδοξία και την απληστία του ανθρώπου για δόξα, πλούτη και εξουσία, πράγμα αντίθετο προς τον φυσικό του σκοπό.
Η εξουσία ανέκαθεν προσέλκυε τους συκοφάντες, τους επίδοξους σφετεριστές, δημιουργούσε έχθρες, ανταγωνισμούς και δεν μπορείς να την κερδίσεις χωρίς δουλικότητα απέναντι στις μάζες και στους δυνάστες. Αυτές οι αφύσικες επιθυμίες που μετέτρεπαν τον άνθρωπο σε θηρίο, κάνοντάς τον να διαπράττει τα χειρότερα εγκλήματα, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω της φιλοσοφίας που, κατά τον ίδιο, ήταν ικανή να πλάσει σκεπτόμενους, ευδαίμονες και ελεύθερους ανθρώπους, που με την σειρά τους θα πρόσφεραν συμβατές με την φύση και τις ανθρώπινες ανάγκες λύσεις στα προβλήματα της κοινωνικής συμβίωσης.
Ποιά φιλοσοφία όμως ήταν η καταλληλότερη για να προσφέρει αυτές τις λύσεις;
Ο Επίκουρος δεν πίστευε σε ιδανικές πολιτείες μαζικής ευτυχίας, αλλά σε ευτυχισμένα άτομα, που αλληλεπιδρώντας θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα ευτυχισμένο σύνολο, ούτε σε απομονωμένα άτομα που αναγόρευαν την αλήθεια τους ως μοναδική, πράγματα που πολλοί συνεχίζουν να τα ευαγγελίζονται ακόμη και στις μέρες μας, αλλά που δυστυχώς γι’ αυτούς αποδεικνύονται ανεφάρμοστα και ουτοπικά. Ιδέες όπως Ειρήνη, Αγάπη, Αλληλεγγύη, Ελευθερία, Δικαιοσύνη, όταν γενικεύονται, γίνονται αόριστες και θολές έννοιες, και, στην κυριολεξία, είναι φύσει αδύνατον να επιτευχθούν.
Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ειρηνικοί μεταξύ τους, διαφέρουν λόγω του χαρακτήρα τους, των πεποιθήσεών τους, των προσωπικών τους συμφερόντων. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να αγαπούν, να είναι δίκαιοι ούτε να είναι αλληλέγγυοι με όλους τους ανθρώπους. Μπορεί οι περισσότεροι να τείνουν προς αυτές, αλλά ποτέ στην Ιστορία της Ανθρωπότητας οι ιδέες αυτές δεν επικράτησαν μαζικά για το σύνολό της. Αντίθετα, από τα αρχαία χρόνια, τα συρτάρια της Ιστορίας είναι γεμάτα από πολέμους με άπειρες αφορμές και αιτίες, ομαδικά και ατομικά, σφαγές, ανισότητες, εκμετάλλευση και κυρίως δουλεία που εμφανίζεται με πολλές και διαφορετικές μορφές, σύγχρονη πλέον ως και την εποχή μας.
Η λανθασμένη πλατωνική θέση που μας εισάγει στις κατασκευές του νου λέγοντάς μας ότι όλες οι ιδέες προϋπήρχαν ως «αναλλοίωτες αλήθειες» σε έναν φανταστικό κόσμο των Ιδεών, καθώς και η θρησκευτική αντίληψη ότι όλα τα καλά θα γίνουν πραγματικότητα σε μιαν άλλη ζωή, αποπροσανατολίζουν τους ανθρώπους οδηγώντας τους σε αδιέξοδα*.
Όλες οι ιδέες εξάγονται από πράγματα που έχουμε αντιληφθεί μέσω των αισθήσεων και έχουμε βιώσει μέσω των συναισθημάτων μας. Καμία δεν ενυπάρχει ως «αυθύπαρκτη» ουσία στο σύμπαν, ούτε είναι φυτεμένη στο νου εξ αποκαλύψεως. Μέσω των αισθήσεων και των συναισθημάτων επιβάλουμε τη διάνοιά μας, έτσι ώστε να φανταστούμε τα συναισθηματικά αποτελέσματα που θα έχουν επάνω μας, να ξεχωρίσουμε το καλό (ηδονή) από το κακό (πόνο) και να επιλέξουμε εκείνες που θα συμβάλλουν σε έναν ευδαιμονικό βίο.
Η ελληνική αντίληψη για την φύση των ελληνικών κοινωνιών είχε ανθρωποκεντρικό πρόσημο. Κοινωνίες που ήταν φτιαγμένες από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν – όχι μέσω του ιδεατού αλλά μέσω του πραγματικού – τις συνθήκες εκείνες που θα ανταποκρίνονταν στο αίτημα για όσο το δυνατόν πιο δίκαιη κοινωνία που θα τους εξασφάλιζε το Ευ Ζην σε ένα περιβάλλον ελευθερίας.
Το γνήσιο ελληνικό αίτημα για μια δίκαιη κοινωνία που να μπορεί υπό κατάλληλες προϋποθέσεις να υπάρξει, παραμένει διαχρονικό, αλλά εξίσου ουτοπικό όταν μιλάμε αόριστα για το σύνολο των κοινωνιών της Ανθρωπότητας. Η λογική μας υποδεικνύει ότι ρεαλιστικός στόχος είναι η επίτευξή της πρώτα σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή να εφαρμόζεις τα δίκαια στους φίλους σου, στην οικογένειά σου, στην κοινότητά σου, στην πόλη σου στην χώρα σου, και εφόσον διαμορφωθούν και υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τα διεκδικήσουν σε ευρύτερο πεδίο. Διότι οι ιδέες μετατρέπονται σε αξίες όταν επαληθεύονται και εφαρμόζονται σε πραγματικές συνθήκες, διαφορετικά παραμένουν απλές ιδέες, χωρίς κανένα αντίκρισμα.
Η κατάλυση της Άμεσης Κληρωτής Δημοκρατίας ήταν η αιτία που οδήγησε τον Επίκουρο να αποστασιοποιηθεί από το πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του, αφού διαπίστωσε ότι οι συνθήκες που κάποτε μετέτρεψαν τις ιδέες σε αξίες – ικανές για την επίτευξη μιας ευδαιμονικής ζωής – πλέον έπαψαν να υφίστανται. Η αποχή εν τέλει δεν σήμαινε αποχή από τα κοινά, από τα θέλω δηλαδή του πολίτη ή τα «καθήκοντά» του (όπως τα εννοούμε σήμερα) απέναντι στην «πόλη», αλλά την διαφοροποίησή του από το υπάρχον εκφυλισμένο και διεφθαρμένο καθεστώς.
Η πολιτική στάση που ακολούθησε ο Επίκουρος, έγινε γνωστή μέσω του Πλούταρχου με την φράση «Λάθε Βιώσας», που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, διαστρεβλώθηκε και πέρασε ως «κάποιος που ζει λαθραία, σε βάρος των άλλων».
Τρεις αιώνες σχεδόν αργότερα ο «οραματιστής ιερέας» του Απόλλωνα Πλούταρχος τον ειρωνεύεται, λέγοντας ότι το «Λάθε Βιώσας» είναι κόλπο του Επίκουρου για να ζουν οι άλλοι στην αφάνεια και αυτός να παίρνει τη δόξα. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Συνέχισε τη διαστρέβλωση με μεγαλύτερη δριμύτητα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι επικούρειοι αποτρέπουν τους μαθητές τους από «του τα κοινά πράττειν» και τους προτρέπουν να περιφρονούν τον νόμο εάν δεν υπάρχει φόβος τιμωρίας. Επίσης ότι χλευάζουν τους πολιτικούς άνδρες όπως τον Επαμεινώνδα, χαρακτηρίζοντάς τον «σκληρή καρδιά» για να εκμηδενίσουν τη φήμη του και ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να φροντίζουν για την κοιλιά τους.
Ο Αθηναίος σε αντίθεση με τον Πλούταρχο δείχνει να συμφωνεί και σε ένα επίγραμμα του, υμνεί τον Επίκουρο γι’ αυτή του την θέση ως εξής:
«
Ανθρωποι, μοχθείτε για τα χειρότερα και για το κέρδος
άπληστοι συγκρούσεων άρχετε και πολέμων·
ο πλούτος της φύσης όμως έχει ένα όριο
ενώ οι κενές κρίσεις μιαν απέραντη οδό,
αυτό είναι που αποκόμισε ο υιός του Νεοκλή
από τις Μούσες ή από την Πυθία των ιερών τριπόδων».
Ο Επίκουρος συμβούλευε στο βιβλίο του «Περί βίων» να μην πολιτευτείς (ούδε πολιτεύσεται), αλλά ούτε να ασκήσεις ποτέ τυραννική εξουσία (ουδέ τυραννεύσειν).Την θέση του Επίκουρου συνηγορεί και ο μαθητής του ο Κωλώτης, ο οποίος αναφέρει:
«Πρέπει να προχωρήσουμε για να πούμε πώς ένας άνθρωπος θα υποστηρίξει καλύτερα τον σκοπό της φύσης του και πώς με δική του ελεύθερη βούληση δεν πρόκειται να παρουσιαστεί για δημόσιο αξίωμα καθόλου».
Οι κατοπινοί επικούρειοι ακολούθησαν την προτροπή του κι όταν η Αθήνα έστειλε μία αντιπροσωπεία από εξέχοντες φιλοσόφους στην Ρώμη (155 π.K.E.) που στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη στη δυτική Μεσόγειο, για να διαπραγματευτούν ένα πρόστιμο 150 ταλάντων που είχε επιβάλλει η Σύγκλητος στον Δήμο της Αθήνας, απέκλεισε τους επικούρειους που αρνούνταν, για λόγους αρχής, να μετέχουν σε δημόσιες υποθέσεις. Και είναι λογική η στάση που κράτησαν, αφού το κυνήγι της εξουσίας, οι ψεύτικες φιλίες, οι κολακείες στο πλήθος και στους άρχοντες, οι ψεύτικες υποσχέσεις και οι κενού περιεχομένου φιλοδοξίες δεν ταιριάζουν στον τρόπο ζωής των επικούρειων.
«Αν καλοεξετάσει κανείς τι είναι εχθρικότερο για την φιλία και τι παραγωγικότερο για την έχθρα» έλεγε ο φιλόδημος «θα βρει την πολιτική, επειδή αυτή δίνει αφορμή στη ζήλια και γεννά τη συντρόφισσά της, την φιλοπρωτία, και τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις».
Τη συμβουλή του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική (που και αυτή συνιστά πολιτική πράξη) πρέπει να τη δούμε σαν παραίνεση που έχει ως σκοπό να διαφυλάξει κάποιος την προσωπική του γαλήνη – και όχι ως δογματική θέση. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Επίκουρος το διευκρινίζει:
«Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν την φυσική ορμή τους για πολιτική. Γιατί η απραγματοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται…».
Το «Λάθε Βιώσας» δεν σημαίνει αποχή από οποιαδήποτε πολιτική δράση. Αν διαπιστώσουμε ότι κάποιος πολιτικός είναι έντιμος και ικανός ή το απαιτήσουν ειδικές συνθήκες, τότε ο επικούρειος θα συμμετέχει, όπως μας λέει ο Σενέκας που έχει διασώσει κάποιες φράσεις του Επίκουρου. «Ο σοφός δεν θα μπλεχτεί με την πολιτική εκτός αν συντρέξουν λόγοι σοβαροί», αλλά, συνεχίζει ο Επίκουρος, «θα επιχειρήσει κάτι, μόνο όταν μπορεί να το κάνει στις κατάλληλες συνθήκες και στην κατάλληλη ευκαιρία. Μα, όταν έρθει η κατάλληλη ευκαιρία, να είναι έτοιμος να την αρπάξει».
Οι κατάλληλες συνθήκες φαίνεται ότι παρουσιάστηκαν στον Ιδομενέα, που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σενέκα, κατείχε σημαντικό δημόσιο αξίωμα στη διοίκηση της πόλης της Λαμψάκου. Ο Επίκουρος του εφιστά την προσοχή μήπως αλλοτριωθεί από τα αξιώματα και τα καθήκοντά του και απομακρυνθεί από τον αρχικό του σκοπό, καταλήγοντας σε έναν δυστυχισμένο βίο.
-------------------
*
Σχόλιο: Ο Πλάτων θεωρούσε ότι στον κόσμο αυτό μόνο οι ιδέες είναι πραγματικές. Όλα τα άλλα είναι πλάνη. Οι ιδέες αυτές καθαυτές είναι τα πρότυπα, τα λεγάμενα αρχέτυπα. Υπεράνω όλων βρίσκεται η ιδέα του Αγαθού που εκτός από άυλη και αόρατη, όπως όλες οι ιδέες, είναι και θεία. Οι ιδέες αυτές δεν είναι αφηρημένη σκέψη αλλά ουσία που υπάρχει ανεξάρτητα από τη σκέψη, αντικειμενικά στον πνευματικό χώρο.