Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1-48)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜήδειαΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ᾽ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ᾽ ἐρετμῶσαι χέρας
5 ἀνδρῶν ἀρίστων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν᾽ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ᾽ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος·
οὐδ᾽ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
10 πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγὰς πολίταις ὧν ἀφίκετο χθόνα
αὐτῷ τε πάντα ξυμφέρουσ᾽ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
15 ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ.
νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
20 Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ᾽ ἄσιτος, σῶμ᾽ ὑφεῖσ᾽ ἀλγηδόσιν,
25 τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη,
οὔτ᾽ ὄμμ᾽ ἐπαίρουσ᾽ οὔτ᾽ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων,
30 ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ᾽ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ᾽, οὓς προδοῦσ᾽ ἀφίκετο
μετ᾽ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
35 οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
[βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ᾽ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ᾽· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
40 μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι᾽ ἥπατος,
σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.]
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
45 ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον ᾄσεται.
ἀλλ᾽ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.

***
(Εξέρχεται η Τροφός από το σπίτι της Μήδειας.)
ΤΡΟΦΟΣΩ, ας γινόταν να μην πέταγε η Αργώανάμεσα στις μαύρες Συμπληγάδεςταξιδεύοντας για τη χώρα των Κόλχων·να μην είχε πέσει ποτέ στα φαράγγια του Πηλίουκομμένο το πεύκο,να μη γινότανε κουπί στα χέρια5ανδρών ηρώων, που πήγανε για χάρη του Πελίακαι φέραν το πάγχρυσο δέρας.Τότε και η δέσποινα η δική μου, η Μήδεια,δεν θα είχε πλεύσει ώς τα τείχη της Ιωλκούμε την ψυχή συγκλονισμένη από έρωτα για τον Ιάσονα·ούτε θα έπειθε τις κόρες του Πελίανα θανατώσουν τον πατέρα τους10και δεν θα ζούσε τώρα εδώ στη γη της Κορίνθουμαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της,φροντίζοντας και στους πολίτες της χώραςόπου ευρέθη εξόριστη να είναι αρεστήκαι με τον ίδιο τον Ιάσονα να συμπορεύεται στα πάντα,αυτό που είναι και το μέγιστο,15όταν η γυναίκα με τον άντρα δεν διχογνωμεί.Τώρα βασιλεύει παντού το μίσοςκαι ό,τι αγαπήθηκε με πάθος δοκιμάζεται.Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μουγια την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας,και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.20Και η Μήδεια η δύσμοιρη, ατιμασμένη,ωρύεται για τους όρκους, επικαλείται την ύψιστη πίστηπου αυτός εκύρωσε με το δεξί του χέρικαι καλεί τους θεούς να είναι μάρτυρες,να δούνε πώς την ανταμείβει ο Ιάσονας.Κείτεται άσιτη, το σώμα της αφημένο στους πόνους,25κάθε στιγμή της πνίγεται στο δάκρυ,από τότε που ένιωσε πως την αδίκησε ο άντρας της.Δεν σηκώνει το βλέμμα,δεν παίρνει από τη γη το πρόσωπό της.Όσο και ο βράχος ή το κύμα της θαλάσσηςακούει τους φίλους που τη νουθετούν,30πάρεξ εάν, καμιά φορά, στρέψει τον πάλλευκο λαιμό τηςκαι μιλώντας μόνη σπαράξει για τον αγαπημένο της πατέρα,τη γη της, το σπίτι της, για όσα θυσίασεγια να έρθει εδώ με τον άντρα που τώρα την ταπεινώνει.Τη δίδαξε τη δύσμοιρη η συμφορά35τί θα πει να μην αφήνεις τη γη των πατέρων σου.Μισεί τα παιδιά της, να τα βλέπει δεν χαίρεται.Τη φοβάμαι — φοβάμαι μήπωςσυλλάβει ο νους της κάτι ανήκουστο.[Είναι αδυσώπητη η ψυχή της.Δεν θα ανεχθεί το κακό που της κάνουν—την ξέρω καλά— και φοβάμαι μήπως μπει αθόρυβαστο σπίτι, όπου είναι στρωμένο το κρεβάτι,40και καρφώσει στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι,ή ακόμα σκοτώσει τη βασιλική κόρη και τον γαμπρό,και ύστερα την εύρει πιο μεγάλη συμφορά.]Είναι ανελέητη. Όποιος συγκρουστεί μαζί της45δεν θα τραγουδήσει εύκολα ύμνο επινίκιο.Όμως νά τα παιδιά της, τέλειωσαν το τρέξιμο, έρχονται.Η δυστυχία της μητέρας τους ούτε που τους περνάει από τον νου.Οι τρυφερές ψυχές δεν αγαπάνε, λέει, τον πόνο.

Πλάτωνος «Π Ο Λ Ι Τ Ε Ι Α» - Η συζήτηση περί δικαιοσύνης και αδικίας

Α΄ βιβλίο
 
Η κατάβαση στον Πειραιά, στο σπίτι του Κέφαλου.
 
Η απόπειρα ορισμού : τι είναι δίκαιο;

Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας ανοίγει την αυλαία για το μεγάλο έργο. Μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γιορτής, που γίνεται αφορμή για την κατάβαση του Σωκράτη στον Πειραιά, και την προσδοκία του θανάτου, που επιστεγάζει τα γηρατειά, όπως τη ζει και την εκφράζει ο Κέφαλος, ακολουθεί η συζήτηση για τη δικαιοσύνη, που κορυφώνεται σε μιαν έσχατη αναμέτρηση ανά­μεσα στον βίο του δικαίου και του αδίκου. Απέναντι στον φιλό­σοφο στέκει ο σοφιστής, απέναντι στον αληθινό πολιτικό ο τύραννος.
 
            Ο Κέφαλος, ο γηραιός οικοδεσπότης, είναι ένας μέτοικος, πλούσιος έμπορος, όμως η ζωή του είναι κόσμια και τα πλούτη που κέρδισε, μετρημένα. 'Εχει την αίσθηση ότι έζησε μια δίκαιη ζωή, και ήρεμα, με αγαθή ελπίδα, αντικρύζει τώρα τον θάνατο. 'Οταν αποχωρεί όμως ο Κέφαλος, ο διάλογος αρχίζει έντονος.
 
            Το θέμα ξεκινά από μια παραδοχή της αρχής, που είναι κοινά αποδεκτή και ακολουθεί τη συμβατική ηθική, για να φτάσει σε μια καίρια αμφισβήτηση γύρω από την αξία της ζωής και το μέτρο που κρίνει αυτή την αξία.
 
Στην πρώτη σκηνή ο Σωκράτης συζητά με τον Πολέμαρχο, τον γιο του Κέφαλου.
 
α. Ο παραδοσιακός ορισμός του δικαίου.
 
Η πρώτη προσπάθεια ορισμού, δηλ. της συνειδητοποίησης του τι είναι δίκαιο, αρχίζει.
 
            Δίκαιο, λέει ο Πολέμαρχος, είναι να δίνει κανείς πίσω τα οφει­λόμενα. Με το πνεύμα αυτό αναμένεται να ενεργεί ένας καλός έμπορος στις δοσοληψίες του. Ο ορισμός επεξηγείται όμως: δίκαιο είναι να κάνει κανείς καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς. Και πάλι βρισκόμαστεστε στο επίπεδο μιας γενικά αποδεκτής παραδοσιακής ηθικής. Σε ποιο όμως θέμα; Ο Πολέμαρχος απαντά: στις συναλλαγές, όταν πρόκειται για χρήματα. Ο χώρος είναι, ωστόσο, πολύ στενός για τον καθορισμό του δικαίου.
 
            Ο Πλάτων σκόπιμα διάλεξε ως υποστηρικτή της συμβατικής ηθικής έναν εκπρόσωπο αυτής της αντίληψης που, ως μέτοικος, εύλογα δεν επικαλείται την "πόλη" και τα έθιμά της· ο κανόνας του Κεφάλου δεν χαρακτηρίζει ειδικά μία πόλιν αλλά ένα επάγγελμα. Η ηθική του γέροντα αυτού είναι ακριβώς η χαρακτηριστική ηθική του τιμίου εμπόρου κάθε τόπου. Δίκαιο είναι να εκπληρώνεις τις εμπορικές σου υποχρεώσεις και ο λόγος σιυ "να αποτελεί εγγύηση".
 
            Σ' όλες όμως τις σχέσεις που αφορούν τη χρήση χρημάτων για ωφέλεια ή βλάβη, προβαίνουν, παρατηρεί ο Σωκράτης, οι τέχνες: η τέχνη της πλοήγησης (κυβερνητική), η οικοδομική, η ιππική κτλ. Αυτές λένε τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό.
 
            Η δικαιοσύνη όμως δεν έχει τόπο δικό της, είναι άχρηστη. Κι αν την ταυτίσει κανείς με την τέχνη της σωτηρίας χρημάτων, συμ­βαίνει το παράδοξο, αυτή να γίνεται μια τέχνη που δεν αποκλείει την κλοπή για σκοπούς συντήρησης των χρημάτων.
 
            Στο επίπεδο λοιπόν της οποιασδήποτε τέχνης η δικαιοσύνη γίνεται άχρηστη ή συμμαχεί με την κλοπή (!), αφού όλες οι τέχνες αυτού του είδους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το καλό ή το κακό.
 
β. Ο ορισμός επανέρχεται: αν δίκαιο είναι να ωφελείς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, οι φίλοι είναι οι καλοί, οι εχθροί οι κακοί.
 
            Είναι όμως, παρατηρεί ο Σωκράτης, αυτοί που νομίζουμε ή αυτοί που πράγματι είναι καλοί; Αναμφισβήτητα, αυτοί που είναι πραγματικά καλοί. 'Ετσι τίθεται θέμα γνώμης, ενδεχομένως απα­τηλής, ή γνώσης της αλήθειας. Η δικαιοσύνη έχει να κάνει.όχι με το φαινομενικό, αλλά με την αλήθεια. Και ύστερα, παρατηρεί ο Σωκράτης, πώς είναι δυνατόν ο δίκαιος, που είναι καλός, να προ­ξενεί κακό βλάπτοντας τους εχθρούς;
 
Το δίκαιο είναι μια ηθική αξία ασυμβίβαστη με το άδικο και το κακό.
 
            Η άσκηση του δικαίου δεν μπορεί να οδηγεί στην ανταδικία. Αφήνεται λοιπόν εδώ να υπονοηθεί η επαναστατική για την εποχή της σωκρατική αρχή, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αδικούμε, αλλά και να μην ανταποδίδουμε την αδικία (μή ανταδικεϊν).
 
"οὐ δεῖ ἀδικεῖν, οὐδέ ἀνταδικεῖν ἀδικούμενος" (Κρίτων)
 
            Η αρχή λοιπόν της συμβατικής ηθικής, να ωφελείς τους φί­λους και να βλάπτεις τους εχθρούς, ναυαγεί μέσα στην ίδια την επιφανειακή της προσέγγιση, που δεν αντέχει ούτε στο κριτήριο της γνώσης ούτε στο κριτήριο του αληθινά καλού. Η ηθική στο επίπεδο της δοσοληψίας ερμηνευόμενη έτσι οδηγεί τον άνθρωπο στην ύβρη της πλεονεξίας.
 
            “Ο απλός αυτός κανόνας που ισχύει για τις εμπορικές συναλλαγές δε μπορεί να θεωρηθεί υπέρτατη ηθική αρχή· και τούτο για δύο λόγους :
 
                α) Σε πολλές περιπτώσεις η ενδεχόμενη τήρησή του κατά γράμμα θα αποτελούσε προφανή παραβίαση του πνεύματος της δικαιοσύνης, και 
       
                β) Αν επιχειρήσουμε να τον διατυπώσουμε ως γενική αρχή, προκύπτει μια ηθική αρχή κακή.
 
                Εναντίον της απόψεως του Πολεμάρχου ότι η ηθική ανάγεται στο  "να δίνεις στον καθένα ότι δικαιούται", με το νόημα του να είσαι άκρως πολύτιμος φίλος για τους φίλους σου και άκρως επικίνδυνος εχθρός για τους εχθρούς σου, είναι ανάγκη να δειχτεί ότι για να δεχτεί η συνείδηση ενός τιμίου ανθρώπου τέτοιο κανόνα συμπεριφοράς, πρέπει τουλάχιστον να θεωρήσουμε ότι ως "φίλοι" και "εχθροί" μας εννοούνται, αντιστοίχως, "οι καλοί" και " οι κακοί". ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όμως, μια τέτοια γενική αρχή καταδικάζεται από το γεγονός ότι θεσπίζει ως στοιχείο ηθικής την πρόκληση κακού σε κάποιον”.    
                                                                                                                                                                                                                                                                            Α.Ε. Τaylor
 
Ο διάλογος με τον σοφιστή Θρασύμαχο
 
Στη δεύτερη σκηνή ο Σωκράτης συζητεί με τον σοφιστή Θρα­σύμαχο.
 
Κατά τη συζήτηση αυτή μεταφερόμαστε από την περιοχή των ιδιωτικών σχέσεων στην περιοχή των πολιτικών πραγμάτων, και από τη συμβατική παραδοσιακή ηθική στον επαναστατικό «αντιη­θικισμό».
 
Στο πρόσωπο του Θρασύμαχου έχουμε μιαν άλλη ενσάρκωση του σοφιστή, και στις απόψεις του εντοπίζονται οι αντίστοιχες περί δικαιοσύνης της Σοφιστικής.  Αν ο Γοργίας είναι ο σοφιστής-ρήτορας, ο Καλλι­κλής ο σοφιστής-κήρυκας της βούλησης για δύναμη, ο Θρασύμα­χος είναι ο σοφιστής-εκπρόσωπος του τυράννου.
 
Κατά τον Θρασύμαχο δίκαιο είναι «τό τοῦ κρείττονος συμφέ­ρον», το συμφέρον δηλ. του πιο ισχυρού. Και ο πιο ισχυρός (ὁ κρείττων) είναι αυτός που κατέχει την εξουσία μέσα στην πόλη, ο ηγεμόνας. Όχι λοιπόν ο πλούσιος, ο χρηματιστής (Πολέμαρχος) στις ιδιωτικές του σχέσεις, αλλά ο τυραννικός άνδρας στα πράγ­ματα της πολιτείας, αυτός ενσαρκώνει τη δικαιοσύνη.
 
            Δεν πρόκειται, απαντά στον Σωκράτη, για έναν οποιονδήποτε «δημιουργό» -τεχνίτη ή ειδικό μιας επιστήμης, αλλά γι ' αυτόν που έχει εξουσία πάνω σε όλους, τον ηγεμόνα της πολιτείας. (Και ο Γοργίας στον ομώνυμο διάλογο είχε πει ότι η ρητορική έχει όλες τις δυνάμεις υπό την εξουσία της). Ο αληθινός άρχοντας κάνει ό, τι τον συμφέρει, κι αυτή είναι η δικαιοσύνη.
 
                        Ωστόσο, αντιπαρατηρεί ο Σωκράτης, κάθε τέχνη αποβλέπει πάντοτε στο συμφέρον αυτού, για τον οποίο απεργάζεται το έργο της: ο γιατρός αποβλέπει στο συμφέρον του αρρώστου, ο κυβερνή­της του ταξιδεύοντος κτλ.
 
            Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τον άρχοντα-πολιτικό. Θα πρέπει κι αυτός με την τέχνη του να αποβλέ­πει στο συμφέρον των αρχομένων και όχι του ιδίου. Γι ' αυτό και υπάρχει σε κάθε τέχνη ο μισθός, για να ανταμείβει τον δημιουργό.
 
Η αντιστροφή των βίων
 
Ο Θρασύμαχος όμως είναι ανένδοτος. Η εμπειρία, λέει, της ζωής δείχνει ότι ο ποιμένας, όπως και ο άρχοντας, δεν αποβλέ­πουν στο συμφέρον της αγέλης ή του λαού τους, αλλά στο δικό τους. Ο τύραννος είναι αυτός που φτάνει στην τέλεια αδικία, γιατί κατορθώνει, σε αντίθεση προς τους κοινούς εγκληματίες, που συλλαμβάνονται, όχι μόνο ν' αρπάξει, χωρίς να γίνει αντιλη­πτός, όλα μαζί τα ξένα αγαθά, τα ιδιωτικά και τα δημόσια, τα ιερά και τα όσια, αλλά και να καταστήσει υποχείριούς του όλους τους άλλους. Αυτόν που υπεξαιρεί την ελευθερία των συμπολι­τών του είναι που ονομάζουμε ευδαιμονέστατο, ενώ τους άλλους, που δεν βαστάζει η καρδιά τους να αδικήσουν, αθλιώτατους. Η αδικία, συμπεραίνει, είναι «ἰσχυρότερον καί ἐλευθε­ριώτερον καί δεσποτικώτερον τῆς δικαιοσύνης».
 
            Κατά τη συλλογιστική του στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ηθική υποχρέωση. Πρόκειται για τη θεωρία ότι η δικαιοσύνη ή η ηθική ισοδυναμεί με συμμόρφωση προς το νόμον (υπακοή δηλ. στους θεσμούς και παραδόσεις  της κοινωνίας). Αλλά τους θεσμούς αυτούς τους επέβαλε αρχικά στο λαό η κυρίαρχη εξουσία, με μοναδικό στόχο το όφελός της, και ο μόνος λόγος που πρέπει να τους σεβόμαστε είναι ότι η εξουσία αυτή έχει τη δύναμη να κάνει να υποφέρει αυτόν που δεν τους τηρεί.
 
            Πρόκειται ωστόσο, παρατηρεί ο Σωκράτης, ώ δαιμόνιε Θρα­σύμαχε, για μια πολύ μεγάλη υπόθεση, που δεν αφορά ένα μικρό πράγμα, αλλά την ίδια την «διαγωγήν του όλου βίου». Είναι η ίδια η ζωή μας που συζητείται και καταξιώνεται ή συντρίβεται μέσα στον διάλογο. Γι ' αυτήν πρόκειται, απαντά ο Θρασύμαχος. Κι ο τύραννος έχει τη δική του αξιολογική κλίμακα στηριγμένη στην πλεονεξία και την αδικία. Ο βίος του άδικου, σύμφωνα με την κλίμακα αυτή, είναι ανώτερος από εκείνον του δικαίου.
 
            Κατά συνέπεια:
 - η δικαιοσύνη είναι ευγενής βλακεία. Η αδικία είναι ευβουλία
             - οι άδικοι είναι φρόνιμοι και καλοί. Η αδικία είναι αρετή και σοφία.
 
            Η μεταστροφή των αξιών είναι λοιπόν πλήρης: ο βίος αναποδο­γυρίζεται όπως και τα κριτήρια που τον στηρίζουν. Το συμβατικό, παραδοσιακό νόημα των λέξεων, μεταβάλλει ριζικά τη σημασία του και περνούμε σε μια περιοχή αντισυμβατική, που εγκαθιδρύει μια νέα αντεστραμμένη ηθική, μιαν αντιηθική.
 
            Ο ισχυρισμός όμως του Θρασύμαχου αντιμετωπίζει τρία σημεία της κριτικής του Σωκράτη:
 
                α. Ότι το να άρχεις είναι γνώση. Η γνώση όμως είναι πάντα γνώση ενός μέτρου, όχι η αμετρία της πλεονεξίας. Η δικαιοσύνη γνωρίζει την περιοχή του δικαίου του άλλου, χωρίς όριο είναι η αδικία.
 
                β. Η δύναμη δεν υπάρχει χωρίς γνώση, αλλιώς είναι αδυναμία.
 
                γ. Κάθε ον έχει την αρετή του επιτελώντας το έργο του. Η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη. Εφόσον είναι δίκαιη, θα ζήσει καλά (εὖ βιώσεται), θα είναι ευδαίμων.
 
Ο βίος του δικαίου είναι επομένως αυτός που εγγυάται την ευδαιμονία.
 
            Και τα τρία αυτά σημεία αποδεικνύουν την αντιφατικότητα του ισχυρισμού του Θρασύμαχου, που ορθώνεται σαν μια απειλή και οδηγεί ήδη μέσ' από την ίδια τη σύστασή της στην αυτοκατα­στροφή. Γιατί ο άδικος ζώντας μέσα σ' ένα συνεχή διχασμό δεν μπορεί να συμβιώσει ούτε με τους άλλους, ούτε με τον εαυτό του. Ο Θρασύμαχος με τον αυθάδη κυνισμό του μας φανερώνει έτσι το αντιείδωλο του πολιτικού, που επιχειρεί να ορθώσει ο Σωκράτης. Είναι κι αυτός ένα πρότυπο, που κυοφορείται σε μια εποχή, κατά την οποία η δημοκρατία έχει παραδοθεί στη δημαγω­γία και οι αξίες που συνιστούσαν την παραδεδομένη αρετή, έχουν φθαρεί.
 
                        Ο Σωκράτης όμως ξέρει ότι αυτό το πρότυπο είναι ένας έσχατος κίν­δυνος. Και γι’  αυτό επιχειρηματολογώντας προχωρεί έως τις ρίζες της ελληνικής ηθικής, που είναι ηθική του μέτρου.
 
            Είναι αυτό το μέτρο και η αρμονία, που έχουν πηγή τους την πυθαγόρεια θεωρία της μουσικής και των αριθμών. Είναι η ηθική μιας οντολογικής τάξης, όπως την είδαμε στον Γοργία, που οικεί μέσα στη χορδή της λύρας, την όραση του ματιού, την υγεία του σώματος και την αρετή της ψυχής. Το μέτρο αυτό χαρακτηρίζει τον κόσμο στο σύνολό του ως μια τάξη και όχι ως αταξία και αμετρία.
 
            Το προανάκρουσμα της αντιπαράθεσης των δύο παραδειγμά­των βίου θα αποτελέσει ένα κέντρο αναφοράς σ' όλη την Πολι­τεία, που σχεδιάζοντας τον αληθινό πολιτικό-φιλόσοφο θα βρί­σκεται σε συνεχή αναμέτρηση με το αντεστραμμένο είδωλό του, τον τύραννο ή τον σοφιστή, ώσπου στον μύθο που επιστεγάζει το έργο, η κρίση να γίνει από τη σκοπιά της μεταθανάτιας μοίρας της ψυχής.
 
                Η θεωρία του Θρασύμαχου στην πράξη θα συνέπιπτε με τη θεωρία του Καλλικλή στον “Γοργία”, αλλά υπάρχει η σημαντική διαφορά ότι οι δύο ανηθικιστές ξεκινούν από δύο αντίθετες παραδοχές. Ο Καλλικλής είναι οπαδός της  “φύσεως”, δηλ. πιστεύει ειλικρινά ότι, ο εκ φύσεως ισχυρός έχει πράγματι το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται απόλυτα τη δύναμή του· αντίθετα ο Θρασύμαχος πρεσβεύει την άποψη ότι ολόκληρη η ηθική αποτελεί  “σύμβαση”. Ένδειξη της ορθότητας της θεωρίας του αποτελεί το απλό γεγονός ότι όλα τα κράτη χαρακτηρίζουν ως βαρύτερο έγκλημα την “έσχατη προδοσία”, δηλ. την υπονόμευση της κυρίαρχης εξουσίας. Πρώτη μέριμνα κάθε κράτους είναι να διασφαλίσει το σύνταγμα, προστατεύοντάς το από την επανάσταση. Στη συνέχεια η διασφάλιση του συντάγματος ταυτίζεται με τη διασφάλιση των ιδιωτικών συμφερόντων των εκάστοτε συγκεκριμένων ατόμων που ασκούν την εξουσία. Κατόπιν μνημονεύεται η “ανάποδη όψη” του πολιτικού και του ιδιωτικού βίου, δηλ. η ασυνειδησία και η ιδιοτέλεια των πολιτικών και η ετοιμότητα των ιδιωτών να εξαπατούν τους συμπολίτες τους ή το δημόσιο, όποτε τους δοθεί η ευκαιρία. Η συλλογιστική του Θρασυμάχου βασίζεται στη πρόσθετη παραδοχή  ότι η  “ανάποδη όψη” της ζωής είναι και η μοναδική...
 
                Και ο Σωκράτης, όταν έρχεται η σειρά του να απαντήσει, Δε δυσκολεύεται καθόλου να επικαλεστεί γεγονότα εξ ίσου  “πραγματικά” αλλά πολύ διαφορετικά, λ.χ. το γεγονός ότι ο πολιτικός περιμένει κάποιου είδους ανταμοιβή για το έργο του, πράγμα που δείχνει ότι αυτό καθαυτό δεν είναι απαραίτητα “συμφερτικό”. Ακόμα και όπως έχει ο κόσμος η ζωή του “ισχυρού” δε συνίσταται μόνο σε απόκτηση χωρίς αντιπαροχή. 
                                                                                                                                                                                                                                                                                 Α.Ε. Τaylor
                                                                                                                       
Β΄ βιβλίο
 
            Με την έναρξη του β΄ βιβλίου κάνουμε τη γνωριμία της γνήσιας διατύπωσης της ανηθικιστικής διδασκαλίας (της οποίας υπερβολική παραλλαγή παρουσίασε ο Θρασύμαχος), δηλαδή της θεωρίας ότι ο σεβασμός των ηθικών κανόνων αποτελεί την έσχατη λύση, αναπόφευκτη δυστυχώς για τους κοινούς ανθρώπους.
 
            Η άποψη αυτή αναφέρεται γενικά ως θεωρία του Γλαύκωνα και του Αδειμάντου·· ας σημειωθεί όμως ότι ο Αδείμαντος δεν συμμετέχει στη διατύπωση της θεωρίας, και ο Γλαύκων, που την εξηγεί διεξοδικά, φροντίζει να διαχωρίσει τη θέση του·· την παρουσιάζει ως διαδεδομένη στους μορφωμένους κύκλους της εποχής της Α΄ φάσης του Πελοποννησιακού πολέμου (Αρχιδάμειου) και στηριγμένη σε επιχειρήματα αληθοφανή αλλά, αβάσιμα. Ο ίδιος κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου αναλαμβάνει να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τη θέση που χειρίστηκε αδέξια ο Θρασύμαχος, ώστε να καταστεί αυτή η θέση στη συζήτηση διαψεύσιμη, αφού εξεταστούν τυχόν θετικά της στοιχεία.
 
            Η συλλογιστική του εστιάζεται στο ότι «οι άνθρωποι εφαρμόζουν τους κανόνες του δικαίου όχι από προτίμηση, αλλά επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή». Κατά βάθος καθένας επιδιώκει την ικανοποίηση των παθών του, η οποία όμως εξασφαλίζεται καλύτερα όταν υπάρχει ο φόβος των συνανθρώπων· αυτός αποτρέπει τις επιθετικές πράξεις σε βάρος τους. Όποιος έχει την ευκαιρία να ικανοποιήσει τα πάθη του χωρίς τύψεις, και είναι βέβαιος ότι δεν θα αποκαλυφθεί ούτε θα τιμωρηθεί, θα ήταν ανόητος να μην εκμεταλλευτεί την περίσταση. 
    
            Αυτό είναι το νόημα του παραστατικού μύθου «του δαχτυλιδιού του Γύγη».
 
                Το βασικό γεγονός που δίνει περιεχόμενο και αιχμή στο μύθο είναι απλώς ότι, πασίγνωστα, δεν υπάρχει ανθρώπινη αρετή που δε θα την διέφθειρε η βεβαιότητα της ασυλίας. Για κανένα μας δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα έβγαινε από μια τέτοια δοκιμασία με το χαρακτήρα του αλώβητο.
 
Παρακολουθούμε λοιπόν τον Γλαύκωνα στην αρχή του δευτέρου βιβλίου της «Πολιτείας» και λίγο πριν την παρουσίαση του μύθου του Γύγη να εκθέτει, κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου όπως προαναφέρθηκε, τις απόψεις του περί δικαιοσύνης :
 
            «Είναι, λέγουν από τη φύση καλό πράγμα να αδικεί κανείς, αλλά κακό να αδικείται, και μάλιστα πολύ περισσότερο κακό απ’  ότι είναι καλό να αδικεί· ώστε οι άνθρωποι, αφού με το να αδικούν και να αδικούνται μεταξύ των εδοκίμασαν και τα δύο, όσοι απ' αυτούς δεν είχαν τη δύναμη ούτε να αποφεύγουν τις αδικίες των άλλων, ούτε οι ίδιοι να αδικούν, εσχημάτισαν την ιδέα πως τους είναι συμφερώτερο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νομους και να κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους και να ονομάζουν δίκαιο και νόμιμο εκείνο που προστάζει ο νόμος· και αυτό είναι η γέννηση και η ουσία της δικαιοσύνης, που είναι το μέσο μεταξύ του καλύτερου, δηλ. να αδικεί κανείς χωρίς να παθαίνει τίποτα, και του χειρότερου, δηλ. να μην έχει κανείς τη δύναμη να εκδικείται όταν τον αδικούν· το δίκαιο λοιπόν, που είναι το μέσον αυτών των δύο, ικανοποιεί όχι επειδή είναι αφεαυτού καλό πράγμα, αλλά επειδή η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάνει να το τιμούν για τέτοιο· γιατί ένας που μπορεί να κάνει το άδικο και είναι πραγματικά άντρας, ποτέ δε θα μπορούσε να έρθει με κανένα σε τέτοιο συμβιβασμό, ώστε μήτε να αδικεί, μήτε να αδικείται· γιατί αυτό θα ήταν τρέλλα εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν και τέτοια είναι, Σωκράτη, η φύση της δικαιοσύνης, και από τα τέτοια που είπαμε είναι που γεννήθηκε, καθώς λένε».
 
                Η δικαιοσύνη, ισχυρίζεται ο Γλαύκων, είναι προϊόν αδυναμίας, διότι εάν είχαν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία, και οι δίκαιοι και οι άδικοι, θα έκαν όλοι τα χειρότερα εγκλήματα για να κορέσουν τη φιληδονία τους. Η δικαιοσύνη συνεπώς δεν ανταποκρίνεται σε κάποια καθαρή ψυχική διάθεση, αλλά σε βιασμό της θελήσεως, είναι συμβιβασμός που επιτρέπει τη δύσκολη συνύπαρξη του συλλογικού με το ατομικό και τίποτε άλλο. Η απόδειξη που θα φέρει ο Γλαύκων για να στηρίξει τη θέση του είναι ο μύθος του Γύγη.        
     
                Έτσι ο Γλαύκων θα θέσει στο Σωκράτη το ερώτημα περί της ουσίας της δικαιοσύνης.

Ο Αριστοτέλης για τη μουσική παιδεία

Από τα ωραιότερα και πιο γνωστά έργα του κυκλαδικού πολιτισμού είναι ο λεγόμενος «αρπιστής της Κέρου». Από τη στιγμή που ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της μουσικής κρίνεται αναμφισβήτητος, αυτό που μένει είναι ο καθορισμός του πλαισίου μέσα στο οποίο πρέπει να εντάσσεται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και βέβαια, η πρακτική πάνω σε μουσικά όργανα κρίνεται απαραίτητη: «Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι είναι πολύ διαφορετικό για τη διάπλαση της ποιότητας του ήθους, αν συμμετέχει το ίδιο το άτομο στην εκτέλεση μουσικών έργων. Γιατί είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο άνθρωποι χωρίς μουσική πρακτική πείρα να γίνονται σπουδαίοι κριτές». (1340b 22 – 25).

Η αναγκαιότητα της απασχόλησης με κάποιο μουσικό όργανο δεν αποτελεί μόνο έναυσμα για την μουσική καλλιέργεια και κατ’ επέκταση την ευρύτερη ηθικοπλαστική διαμόρφωση των νέων, αλλά και εποικοδομητική διέξοδο της άκρατης ενεργητικότητάς τους. Όπως το μωρό απασχολείται με την κουδουνίστρα προκειμένου να είναι ήσυχο ή να μην κάνει ζημιές, έτσι και ο νέος είναι καλό να ασχολείται με κάποιο μουσικό όργανο, ώστε να αποφευχθούν άλλες – ενδεχομένως επιβλαβείς – δραστηριότητες: «… και τα παιδιά είναι καλό να έχουν μια απασχόληση και συνεπώς σωστά επιδοκιμάζεται το κρόταλο του Αρχύτα» (η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου επισημαίνει ότι πρόκειται για «κάτι σαν κουδουνίστρα» σελ. 364) «το οποίο δίνεται στα παιδιά για να παίζουν με αυτό και να μη σπάνε τα αντικείμενα του σπιτιού, διότι η παιδική ηλικία είναι ανήσυχη. Το κρόταλο αυτό λοιπόν είναι κατάλληλο παιχνίδι για τα νήπια, και η μουσική παιδεία είναι το “κρόταλο” για τους μεγαλύτερους νέους». (1340b 25 – 31).

Το ζήτημα είναι τα όρια που πρέπει να υπάρχουν στην εκμάθηση των μουσικών οργάνων: «… το σωστό είναι η γνώση στην εκτέλεση μουσικών έργων να μην εμποδίζει το μετέπειτα πρακτικό βίο ούτε να καθιστά το σώμα ανεπίδεκτο και άχρηστο στις στρατιωτικές και πολιτικές δραστηριότητες, είτε κατά την εκπαιδευτική διαδικασία είτε αργότερα κατά την πρακτική εφαρμογή». (1341a 6 – 9).

Με άλλα λόγια, ο κύριος στόχος της μουσικής παιδείας είναι η διαμόρφωση καλών και ενάρετων πολιτών σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πόλη: «Αυτό θα μπορούσε να γίνει στη μουσική αγωγή, αν οι νέοι δεν επιδίδονταν με τόσο ζήλο στη συμμετοχή τους στους μουσικούς αγώνες που απαιτούν μεγάλη δεξιοτεχνία, ούτε στην εκτέλεση των θαυμαστών μεν αλλά ανώφελων έργων που τώρα συμπεριλήφθηκαν στους μουσικούς αγώνες και από τους μουσικούς αγώνες στα προγράμματα παιδείας». (1341a 9 – 13).

Η υπερβολική ενασχόληση με την εκτέλεση των μουσικών έργων λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, αφού μετατρέπει τη μουσική παιδεία από μέσο απόκτησης της αρετής σε αυτοσκοπό: «… ενδείκνυται να επιδίδονται οι νέοι σε πρακτικές μουσικές ασκήσεις, όχι όμως σαν αυτές που αναφέρθηκαν, έως ότου αποκτήσουν την ικανότητα να αισθάνονται ευχαρίστηση από τις ευγενείς μελωδίες και ρυθμούς και να μη συμμετέχουν απλώς στην κοινή για όλους ευχαρίστηση από τη μουσική, όπως συμβαίνει και σε μερικούς άλλους ζωικούς οργανισμούς και ακόμη σε πλήθος δούλων και παιδιών». (1341a 13 – 17).

Από κει και πέρα, η εντρύφηση στα μουσικά όργανα που αποσκοπεί στη δεξιοτεχνία και στη συμμετοχή στους μουσικούς αγώνες παραπέμπει περισσότερο στον επαγγελματισμό, γεγονός που βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη: «… θεωρούμε επαγγελματική εκπαίδευση εκείνη που απαιτείται στους αγώνες, γιατί ο μουσικός που συμμετέχει στους αγώνες δε χρησιμοποιεί τη δεξιοτεχνία του για προσωπική του ευχαρίστηση, αλλά για να τέρψει τους ακροατές του και μάλιστα χυδαία. Έτσι κρίνουμε ότι η εργασία αυτή δεν ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους, αλλά έχει κάτι το δουλοπρεπές». (1341b 10 – 14).

Κι αν κάποιος αναρωτιέται, γιατί η τέρψη που προσφέρει ο επαγγελματίας μουσικός αποκαλείται χυδαία, ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Και όντως συμβαίνει αυτοί οι μουσικοί να γίνονται χυδαίοι, αφού ο σκοπός προς τον οποίο αποβλέπουν είναι πονηρός. Διότι το κοινό με τη χυδαιότητά του επηρεάζει συνήθως τη μουσική, με αποτέλεσμα να μεταβάλλει ηθικά και σωματικά τους μουσικούς που ενδιαφέρονται να το ικανοποιήσουν…». (1341b 14 – 18).

Είναι προφανές ότι ενοχλείται από το λαϊκισμό που επιφέρει η αναζήτηση της δημοτικότητας. Αυτού του είδους οι συμπεριφορές δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους πολίτες. Κατά συνέπεια, όχι απλώς ματαιώνουν το νόημα της μουσικής παιδείας, αλλά επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

Επιπλέον, πρέπει να διερευνηθεί και ποια όργανα είναι κατάλληλα για την ηθική διαμόρφωση των νέων: «Από αυτά συνάγεται καθαρά και ποια όργανα ταιριάζει να χρησιμοποιούνται στη μουσική αγωγή τους.» (εννοείται των νέων) «Έτσι ούτε αυλοί προτείνουμε να εισάγονται στην εκπαίδευση, ούτε άλλο όργανο που απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, όπως η κιθάρα ή κάποιο άλλο παρόμοιο, αλλά όσα θα καταστήσουν τα παιδιά επαρκείς ακροατές ή της μουσικής παιδείας ή του υπόλοιπου εκπαιδευτικού προγράμματος». (1341a 17 – 21).

Το πρώτο στοιχείο ακαταλληλότητας αυτών των οργάνων είναι η απαιτητικότητα που επιβάλλει η εκμάθησή τους, η οποία αντίκειται στα όρια, όπως αυτά είχαν τεθεί προηγουμένως. Η «ιδιαίτερη δεξιοτεχνία» παραπέμπει στον επαγγελματισμό κι ως εκ τούτου δεν αφορά την παιδαγωγική χρήση της μουσικής.

Όμως, πέρα απ’ αυτό υπάρχει κι άλλος, βαθύτερος λόγος που πρέπει να αποφεύγονται αυτά τα όργανα και ιδιαίτερα ο αυλός: «Επιπλέον ο αυλός δε συμβάλλει στην ηθική διάπλαση των παιδιών αλλά είναι οργιαστικό όργανο, και συνεπώς ενδείκνυται να χρησιμοποιείται σε εκείνες τις περιστάσεις στις οποίες η παρουσία του έχει ως αποτέλεσμα την κάθαρση μάλλον παρά τη μάθηση». (1341a 21 – 24). Σχετικά με τον όρο κάθαρση η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει: «Η κάθαρση, όρος μάλλον ιατρικός, αποδίδει την ψυχική γαλήνη, την ανακούφιση που αισθάνεται κανείς μετά από μια κορύφωση των ψυχικών παθών». (σελ. 367).

Ο αυλός, ως «χρωματισμένο» όργανο από τη λατρεία του Διονύσου, συνδέεται – σχεδόν ενστικτωδώς – με τα υψηλά πάθη και τις εντάσεις τις ψυχής, που, από παιδαγωγικής άποψης, δεν κρίνονται εποικοδομητικά. Γι’ αυτό και ο χαρακτηρισμός «οργιαστικό όργανο». (Σ’ αυτό οφείλεται και η σύνδεσή του με την κάθαρση, ως ανακούφιση μετά την έξαρση). Οι παλιότεροι είχαν δίκιο που δεν τον επικροτούσαν: «Για το λόγο αυτό και σωστά οι παλαιότεροι αποδοκίμαζαν τη χρήση του στην εκπαίδευση των νέων και των ελεύθερων, αν και στην αρχή τον χρησιμοποίησαν». (1341a 26 – 28).

Η επίδραση που ασκεί η μουσική στα ανθρώπινα συναισθήματα θα ήταν αδύνατο να μη ληφθεί υπόψη, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για παιδαγωγικούς σκοπούς: «Γιατί οι συναισθηματικές διαθέσεις που κατακυριεύουν μερικές ψυχές, ενυπάρχουν σε όλες τις ψυχές με τη διαφορά ότι σε άλλες εκδηλώνονται λιγότερο και σε άλλες περισσότερο έντονα, όπως για παράδειγμα ο έλεος και ο φόβος, ακόμη και ο ενθουσιασμός». (1342a 5 – 7).

Η επίγνωση των ψυχικών εντάσεων που μπορεί να προκαλέσει ο αυλός τον καθιστούν απολύτως ακατάλληλο στην εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στα ακριβώς αντίθετα ερεθίσματα: «Γιατί κάποιοι είναι πολύ επιρρεπείς σε αυτή την ψυχική διέγερση, με την επιρροή όμως των ιερών μελωδιών, όταν χρησιμοποιούν τις μελωδίες που συναρπάζουν την ψυχή, παρατηρούμε ότι περιέρχονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη της θεραπείας και της κάθαρσης». (1342a 7 – 11). Κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει η εκπαίδευση να προτιμήσει τέτοιου είδους ακούσματα, αφού βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους παιδαγωγικούς στόχους.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την αποστειρωμένη οπτική της συντήρησης, που θέλει να αποκλείσει οτιδήποτε αντιτίθεται στην τρέχουσα ηθική ως βάρβαρο ή βέβηλο ούτε για την κακώς εννοούμενη επιβολή της ηθικής στάσης που λειτουργεί λογοκριτικά, αλλά για τη βαθύτερη αναγνώριση της επίδρασης που ασκεί η μουσική στον ανθρώπινο χαρακτήρα, η οποία παίρνει σχεδόν σωματικές διαστάσεις.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο «Στοιχειώδης Αισθητική» καταφεύγει στις απόψεις του Χάσλικ: «Κατά τον ιδεαλιστή Χάσλικ, λοιπόν, στη μουσική το πνεύμα γίνεται σώμα από μόνο του και χωρίς τη μεσολάβηση της ύλης. Όπως λέει, ο μουσικός ήχος είναι το αποπνευματοποιημένο σώμα ή το σωματοποιημένο πνεύμα, γι’ αυτό και μετεωρίζεται ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο εντελώς: ούτε καθαρή ύλη, ούτε καθαρό πνεύμα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που η μουσική είναι διεθνής κι αμετάφραστη γλώσσα». (σελ. 34). Αντιλαμβανόμενοι τη μουσική ως συναισθηματική γλώσσα είναι αναπόφευκτο να προβούμε και στις κατάλληλες επιλογές, όταν πρόκειται για διαπαιδαγώγηση.

Η υποκειμενικότητα που σημειώνεται στη συναισθηματική ερμηνεία του καθενός απέναντι σε κάθε μουσικό ερέθισμα δεν αλλάζει την ουσία της συλλογιστικής, που καθιστά τη μουσική διεθνή γλώσσα, αλλά εξηγεί τη γοητεία που ασκεί πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό: «Ακόμα και ο ίδιος ο συνθέτης, λέει ο Χάσλικ, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τις ιδέες και τα συναισθήματα που τον ενέπνευσαν. Η γοητεία της μουσικής στηρίζεται στην ασάφειά της, όπως και κάθε μορφή γοητείας. Τίποτα το πολύ σαφές και εκλογικεύσιμο δεν είναι δυνατό να μας γοητεύσει, αυτό είναι βέβαιο». (σελ. 34).

Από αυτή την άποψη, κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης της γοητείας που ασκεί η μουσική θα ήταν σαν απόπειρα εκμηδένισής της. Γι’ αυτό μιλάμε για επιρροή στα ανθρώπινα συναισθήματα. Αν ήταν διαφορετικά, θα μιλούσαμε για την ανθρώπινη λογική. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Αυτό το ίδιο πραγματικά υφίστανται κατ’ ανάγκη με τη μουσική και οι επιρρεπείς στον έλεο και το φόβο και στα άλλα συναισθήματα συνολικά, και οι άλλοι ανάλογα με το βαθμό της συναισθηματικής ευαισθησίας που χαρακτηρίζει τον καθένα». (1342a 11 – 14). Είναι προφανές ότι τα ανεξέλεγκτα συναισθήματα δεν αρμόζουν στην παιδαγωγική διαδικασία.

Τελικά, για τον Αριστοτέλη, είναι ζήτημα μελωδίας, αφού κάθε μελωδία επιδρά διαφορετικά: «Επειδή αποδεχόμαστε την κατηγοριοποίηση των μελωδιών, όπως την προτείνουν ορισμένοι φιλόσοφοι, σε ηθικές, πρακτικές και ενθουσιαστικές,» (Η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου εξηγεί ότι αυτές «οι τρεις κατηγορίες των μελωδιών αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το χαρακτήρα, την ενέργεια και τη συγκίνηση». σελ. 369.) «και όπως κατανέμουν διάφορες αρμονίες μεταξύ αυτών των κατηγοριών ανάλογα με τη συγγένεια της καθεμιάς αρμονίας με το ένα ή το άλλο είδος, υποστηρίζουμε ότι δεν μας είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τη μουσική για χάρη μίας μόνο ωφέλειας αλλά περισσότερων». (1341b 32 – 37).

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η μουσική μπορεί να εξυπηρετήσει πολλές ωφέλειες είναι απολύτως προφανές ότι οι μουσικές προτιμήσεις οφείλουν να συνάδουν με την ωφέλεια που θέτουν ως στόχο: «Γίνεται φανερό από αυτά ότι ενδείκνυται να χρησιμοποιήσουμε όλες τις αρμονίες, όχι όμως όλες με τον ίδιο τρόπο, αλλά για παιδευτικούς σκοπούς αυτές που διακρίνονται για τον υψηλό ηθικό τους χαρακτήρα, αντίθετα τις πρακτικές και ενθουσιαστικές για ακουστική απόλαυση δεξιοτεχνών εκτελεστών μουσικών έργων». (1342a 1 – 4).

Μ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται σαφές ότι δε γίνεται αναφορά στη μουσική με την ευρύτερη έννοια της τέχνης, αλλά με τη στενότερη έννοια του εκπαιδευτικού εργαλείου. Γι’ αυτό κι επαναλαμβάνει: «Για παιδευτικούς σκοπούς όμως, επαναλαμβάνουμε, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε μελωδίες με ηθικοπλαστικό χαρακτήρα και τις ανάλογες αρμονίες». (1342a 28 – 29). Κι αν κάποιος αναρωτιέται ποια είναι τα κριτήρια που προσδίδουν ηθικοπλαστικό χαρακτήρα στη μουσική, ο Αριστοτέλης παραθέτει τρία: το «μέσον», το «δυνατόν» και το «πρέπον».

Το «μέσον» δε χρειάζεται ιδιαίτερες διευκρινίσεις. Είναι η γνωστή αριστοτελική μεσότητα, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στην αναζήτηση της αρετής σε όλα τα επίπεδα. Σχετικά με τη μουσική η μεσότητα καθορίζεται από την αποφυγή των ακραίων εξάρσεων, ρυθμών ή εντάσεων κι αυτός είναι και ο λόγος που για τους νέους προτείνεται ως καταλληλότερο άκουσμα η δωρική αρμονία: «… επειδή επαινούμε τη μεσότητα σε σχέση με τις υπερβολές και ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να την επιδιώκουμε, και επιπλέον επειδή η δωριστί αρμονία τέτοια θέση έχει από τη φύση της σε σχέση με τις άλλες αρμονίες, φαίνεται καθαρά ότι οι νεότεροι πρέπει να διαπαιδαγωγούνται περισσότερο με τις δώριες μελωδίες». (1342b 14 – 17). Όμως, οι δώριες μελωδίες πρέπει να προτιμούνται για τους νέους και για έναν ακόμη λόγο: «Για τη δωριστί αρμονία όλοι συμφωνούν ότι είναι η πλέον σοβαρή και έχει πολύ ανδρείο χαρακτήρα». (1342b 12 – 14).

Όσο για το «δυνατόν» και το «πρέπον», ο Αριστοτέλης είναι αρκούντως κατατοπιστικός: «Ακόμη δύο είναι οι σκοποί, το δυνατόν και το πρέπον, και μάλιστα είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε πιο πολύ πράγματα δυνατά και πρέποντα για κάθε περίπτωση ανθρώπων. Αυτά είναι ήδη ορισμένα από τις ηλικίες, για παράδειγμα οι άνθρωποι με λιγότερες δυνάμεις λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν τραγουδούν εύκολα πολύ δυνατές αρμονίες, αλλά η κατάστασή τους επιτρέπει σε αυτές τις ηλικίες πιο χαμηλόφωνες αρμονίες». (1342b 17 – 23).

Με δυο λόγια, το «δυνατόν» και το «πρέπον» σχετίζονται με τις δυνατότητες και το τι ταιριάζει σε όλους τους ανθρώπους (θα λέγαμε ότι το ένα προεξοφλεί το άλλο). Η ηλικία προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας και των δύο κριτηρίων (σκοπών, όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, αφού τα κριτήρια είναι ανάλογα με τους σκοπούς που εξυπηρετούν).

Τα αναπόφευκτα γηρατειά είναι ακόμη ένα στοιχείο που πρέπει να λάβει υπόψη της η παιδεία στο πλαίσιο της διδασκαλίας της μουσικής: «Συνεπώς για τη μελλοντική μεγαλύτερη ηλικία τους, τη γεροντική, ενδείκνυται οι νέοι να γνωρίζουν τις ανάλογες αρμονίες και μελωδίες, όπως και κάθε άλλη επίσης ανάλογη αρμονία, η οποία ταιριάζει στην παιδική ηλικία, επειδή μπορεί να συνδυάσει κοσμιότητα και παιδεία…». (1342b 27 – 32).

Το τελικό συμπέρασμα για τη μουσική παιδεία δηλώνεται πλέον απερίφραστα: «Έχουμε αποδείξει λοιπόν ότι αυτούς τους τρεις όρους οφείλουμε να θέσουμε ως βάση στην παιδεία, το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον». (1342b 33 – 34).

Αντέχεις να τ' ακούσεις όλα, πριν φύγεις από δω;

Σου μιλάω με ακούς;
Μην φεύγεις, πρέπει να μιλήσουμε.
Έχω να σου πω. Έχεις να μου πεις. Μην το ξεχνάς.
Πως μπορείς και ξεχνάς; Τόσο αδιάφορο ήταν για εσένα όλο αυτό;
Γιατί δεν μου μιλάς; Γύρνα έστω να με κοιτάξεις. Να κάτσεις να ακούσεις τι έχω να σου πω, που ξέρεις μπορεί και να αλλάξεις γνώμη.

Μην φεύγεις έτσι. Άκουσε με τουλάχιστον. Έχω τόσα να σου πω.
Θέλω να σου πω πως σημάδεψες τη ζωή μου μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Πως ήσουν η πρώτη μου σκέψη το πρωί και η τελευταία το βράδυ. Πως ξυπνούσα και με ανοιχτά τα μάτια ονειρευόμουν το χαμόγελό σου.

Θέλω να σου πω πως με έκανες να σε ερωτευτώ. Πολύ. Πολύ και δυνατά. Και νομίζω πως δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Θέλω να σου πω πως ήσουν ο πρώτος που θα έκανα τα πάντα για κείνον. Θα έχανα τα πάντα για κείνον. Θα έδινα τα πάντα για κείνον.

Και έπειτα από όλα αυτά θέλω να σου πω πως με κατέστρεψες. Πως με άφησες μισή. Πως με τα παιχνίδια σου με έκανες να σε σιχαθώ, και σπάνια το λέω αυτό για άνθρωπο. Πως με έκανες να ξεπεράσω τα όρια μου. Πως με έβγαλες εκτός εαυτού. Πως δεν έχω άλλα να δώσω, άλλα να κάνω, άλλα να χάσω.

Θέλω να σου πω πως ακόμα και τώρα που ένα κομμάτι μου χάθηκε ανεπιστρεπτί, ακόμα και τώρα όταν σε βλέπω θέλω να σου φωνάξω πόσο σε αγαπάω. Περίεργο σου φαίνεται έτσι; Το βλέπω στο βλέμμα σου.

Άκουσε με. Ξέρω πως δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ σου αληθινά, για αυτό και δεν μπορείς να με καταλάβεις.

Κοίτα με. Θα δεις πως όλα όσα σου λέω είναι αλήθεια. Μην γελάς. Μην με αποπαίρνεις. Άκουσε με ένα λεπτό και ύστερα φύγε δεν θα σε κρατήσω παραπάνω από όσο μπορείς να αντέξεις. Ποτέ μου δεν το έκανα. Πάντα σε άφηνα. Σε άφηνα να κάνεις τις επιλογές σου όσο κι αν αυτές με πονούσαν. Σε άφηνα να φύγεις. Και ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου.

Ποτέ μου δεν προσπάθησα να σε κρατήσω. Σε άφηνα και σε αφήνω να φύγεις. Και έτσι συνήθισες την ελευθερία σου. Για αυτό και τώρα δεν μπορείς ούτε για λίγο να κάτσεις να με ακούσεις.
Εντάξει, εντάξει. Φύγε. Αφού έτσι θέλεις φύγε. Δεν σε κρατάω άλλο.

Μόνο κάτι τελευταίο. Την επόμενη φορά που θα έρθεις δεν θα είμαι εδώ. Μην με ψάξεις. Δεν θα με βρεις. Δεν θέλω να με βρεις. Και ίσως κάποτε καταλάβεις τι πήγε στραβά με εμάς τους δύο. Ίσως κάποτε μπορέσεις να καταλάβεις πόσο σε αγαπάω. Μέχρι τότε, να περνάς υπέροχα.
Και να θυμάσαι. Σε αγαπάω.

Φύγε τώρα.
Άντε τι περιμένεις; Άσε με σου λέω. Δεν θέλω να με δεις να κλαίω. Φύγε. Μην με κοιτάς. Φύγε αφού έτσι το θες. Φύγε.

Ιερό νησί Δήλου – Γιατί απαγορεύθηκε να γεννιέται και να πεθαίνει κάποιος επάνω σε αυτό


Αυγουστιάτικη πανσέληνος,
στο νησί του Απόλλωνα και της της Άρτεμις, στη Δήλο
Πολλά τα ερωτήματα: Γιατί o Δαρείος απαγόρευσε στον ναύαρχό του Δάτη να εισβάλει στη Δήλο; Γιατί ορίστηκε η απαγόρευση να γεννιέται ή να πεθαίνει κανείς στη Δήλο; Τι σημαίνει άραγε ο όρος «δήλοι» και τι αναφέρει γι’ αυτόν η Παλιά Διαθήκη; Πώς και γιατί οι ανασκαφές έδειξαν ότι πριν λατρευτεί o Απόλλωνας, η Δήλος ήταν τόπος λατρείας της Άρτεμης, γεγονός που μαρτυρά μια συνέχεια στη λατρεία της μεγάλης προελληνικής γυναικείας θεότητας, η οποία περιθωριοποιήθηκε με την επικράτηση της λατρείας του Απόλλωνα; Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί!.

Η ΔΗΛΟΣ, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένα ολοφώτεινο μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. Πάντως, στο νησί απαγορεύεται η παραμονή επισκεπτών μετά τη δύση του Ήλιου.

Στη Δήλο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Απόλλωνας. Στην αρχαιότητα, το νησί υπήρξε λατρευτικό κέντρο μεγάλης σημασίας. Από τη λατρεία του Απόλλωνα αλλά και άλλων θεοτήτων σώζονται σπουδαία δείγματα, καθώς και μαρτυρίες του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε η Δήλος στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

 Το ψηλότερο σημείο της Δήλου (112 μ.) είναι ο Κύνθος, το ιερό όρος στα Α της στενής πεδιάδας, όπου εκτεινόταν η αρχαία πόλη και το ιερό του Απόλλωνα. Άλλοι μικρότεροι λόφοι ορίζουν την πεδιάδα από τα B και τα Ν. Οι ακτές, που είναι διαβρωμένες από τη θάλασσα και γι’ αυτό αφιλόξενες, έχουν δύο μικρά λιμάνια στη δυτική πλευρά: το αρχαίο, στο οποίο αποβιβάζονται και σήμερα οι επισκέπτες, και τους Φούρνους. Υπάρχουν ακόμα δύο μικροί όρμοι, η Γούρνα ΒΑ και ο Σκαρδανάς ΒΔ. Ένας χείμαρρος, ο Ινωπός, που ξεκινά από τη δυτική άκρη του Κύνθου, σχηματίζει ένα έλος, που στην αρχαιότητα αποτελούσε την «Ιερά Λίμνη» της Δ. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται από χαμηλούς θάμνους· από επιγραφές, όμως, προκύπτει πως στην αρχαιότητα υπήρχαν ελιές, συκιές, αμπέλια, κήποι και, μέσα στο τέμενος, ολόκληρο άλσος. Σήμερα στον χώρο του ιερού υπάρχει μόνο ένας φοίνικας, τον οποίο φύτεψαν οι αρχαιολόγοι που έκαναν τις ανασκαφές τον 19ο αι.

Λίγα λόγια για τη Μυθολογία και την Ιστορία.
Η σημαντική θέση της Δήλου, λόγω της ασφάλειας που παρείχε σε όσους ταξίδευαν μεταξύ Μικράς Ασίας, Χίου, Σάμου και κυρίως Ελλάδας, προσέλκυσε κατοίκους ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Αρχικά πρέπει να χρησίμευε ως σταθμός και αργότερα για μόνιμη εγκατάσταση ψαράδων, ναυτικών αλλά και πειρατών.

Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στον Κύνθο, γεγονός που μαρτυρά ότι τα παράλια του νησιού δεν ήταν ασφαλή. Ο πρώτος οικισμός (περίπου δώδεκα καλύβες) ιδρύθηκε από ναυτικούς από τη Μικρά Ασία, ίσως Κάρες, κατά τη μαρτυρία του Θουκυδίδη.

Μέχρι τον 14o αι. π.Χ. η Δ. ήταν άσημη, γιατί το έδαφός της δεν προσφερόταν για ανάπτυξη οικισμού. Από την εποχή αυτή όμως άρχισε η εγκατάσταση κατοίκων στην παραλία και στη θέση του κατοπινού ιερού οικοδομήθηκαν κάποια λατρευτικά κτίρια, άγνωστο ποιας θεότητας· εικάζεται ότι και εκεί, όπως και αλλού στη Μυκηναϊκή Ελλάδα, λατρευόταν η μεγάλη γυναικεία θεότητα της γονιμότητας.

Οι ανασκαφές έδειξαν ότι πριν λατρευτεί o Απόλλωνας, η Δήλος ήταν τόπος λατρείας της Άρτεμης, γεγονός που μαρτυρά μια συνέχεια στη λατρεία της μεγάλης προελληνικής γυναικείας θεότητας, η οποία περιθωριοποιήθηκε με την επικράτηση της λατρείας του Απόλλωνα. Στοιχείο επιβίωσης της παλιάς γυναικείας θεότητας είναι και η λατρεία της Λητούς αλλά και των Υπερβόρειων Παρθένων, τις οποίες η ελληνική μυθολογία υποβίβασε σε ιέρειες της Άρτεμης.

Η εικόνα της Δ. άλλαξε ριζικά στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., με την εγκατάσταση των Ιώνων στο Αιγαίο. Μαζί με τους Ίωνες θα πρέπει να μεταφέρθηκε, από τη Μικρά Ασία, και η λατρεία του Απόλλωνα, του οποίου η μορφή κυριάρχησε στις γυναικείες θεότητες του νησιού και μετέβαλε τη Δήλο σε λατρευτικό κέντρο τεράστιας σημασίας. Έκφραση αυτής της αλλαγής αλλά και των αγώνων που έγιναν για την επικράτηση της απολλώνιας λατρείας πρέπει να αποτελούν τα γεγονότα που αναφέρονται στον λατρευτικό μύθο του Απόλλωνα της Δήλου, σχετικά με τη ζηλοτυπία της Ήρας για τη Λητώ, τη μητέρα του θεού και της Άρτεμης.

Κατά την κυρίαρχη εκδοχή αυτού του μύθου, όπως δίνεται στο πρώτο μέρος του ομηρικού Ύμνου στον Απόλλωνα (περίπου 700 π.Χ.), η Δ., που πλανιόταν στα κύματα, ήταν ο μόνος τόπος που δέχτηκε –όταν όλοι την έδιωχναν επειδή φοβούνταν τη ζήλια της Ήρας– την κυριευμένη από τους πόνους του τοκετού και κυνηγημένη από την Ήρα, Λητώ, για να γεννήσει εκεί. Σε αντάλλαγμα, η Λητώ είχε υποσχεθεί στη Δήλο ότι ο θεός που θα γεννιόταν από την ένωσή της με τον Δία δεν θα περιφρονούσε την άγονη γη του νησιού.

Μόλις η Λητώ, με τη βοήθεια της Ειλειθυίας και όλων των θεών που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, εκτός από την Ήρα φυσικά, έφερε στον κόσμο τον Απόλλωνα, τα πάντα στη Δήλο πλημμύρισαν χρυσό φως και o τόπος γέμισε λουλούδια.

Άλλες εκδοχές του μύθου αναφέρουν πως o ίδιος ο Δίας παρακολούθησε τη γέννηση του Απόλλωνα από την κορυφή του Κύνθου και ότι τα πρώτα δώρα στον Φοίβο τα έφεραν νέοι και νέες από τον τόπο της ευλάβειας και της ευδαιμονίας, τη χώρα των Υπερβορείων, όπου έμενε o Απόλλωνας τους χειμερινούς μήνες.

Η λατρεία του Απόλλωνα
H λατρεία του Απόλλωνα, «του γνησιότερου δημιουργήματος του ελληνικού πνεύματος» (Βιλαμόβιτς), κυριάρχησε στη Δήλο από τους ιστορικούς χρόνους, παραμερίζοντας όλες τις άλλες λατρείες. H μορφή του εδώ ήταν διαφορετική από τη δελφική, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά. Και στα δύο ιερά ήταν θεός της μουσικής και του φωτός!

Ενώ όμως στη Δήλο γιορταζόταν με χορούς και ύμνους και τιμούσαν κυρίως τη γέννησή του, στους Δελφούς ο θεός ήταν αυστηρός και υπέβαλλε τον άνθρωπο σε πολλές δοκιμασίες. Στη Δήλο, παρότι αναφέρεται η ύπαρξη μαντείου, δεν φαίνεται να αναπτύχθηκε αυτή η πλευρά της προσωπικότητας του θεού, ενώ στους Δελφούς ήταν ο θεός που φανέρωνε με σημάδια (σήμαινε) τη θέληση του πατέρα του Δία, και με τη βοήθειά του οι άνθρωποι αποκτούσαν πολιτισμένη και ανώτερη ζωή.

Με την εγκαθίδρυση της λατρείας του Φοίβου, η Δήλος έγινε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Με τον καιρό και με τις αλλαγές της ιστορικής πορείας των ελληνικών πόλεων, η σημασία και o πληθυσμός του νησιού μεγάλωναν, ενώ οι Ίωνες του Αιγαίου και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας συγκεντρώνονταν εκεί μία φορά τον χρόνο για τα Δήλια, γιορτές προς τιμήν του θεού.

Το ενδιαφέρον των Αθηναίων
Αποφασιστικό στοιχείο για την εξέλιξη του δηλιακού ιερού ήταν το ενδιαφέρον των Αθηναίων από την αρχαϊκή περίοδο. Από την εποχή του Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.) οι Αθηναίοι συνέδεσαν παλιές παραδόσεις τους με τη Δήλο: οι Υπερβόρειες Παρθένες πριν φτάσουν στη Δήλο πέρασαν από τις Πρασιές (Πόρτο Ράφτη) της Αττικής· ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας Ερυσίχθων ήταν ο πρώτος θεωρός (προσκυνητής) του ιερού νησιού κ.ά. Οι Αθηναίοι διαδέχτηκαν στην κυριαρχία της Δήλου τη Νάξο, η οποία πρέπει να είχε τα πρωτεία εκεί έως τον 6ο αι., και επικράτησαν έως το 314 π.Χ.

Χαρακτηριστικό της φήμης της Δήλου είναι πως o Δαρείος απαγόρευσε στον ναύαρχό του Δάτη να εισβάλει στο νησί κατά τους Μηδικούς πολέμους.

Το 476 π.Χ., όταν ιδρύθηκε η Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία, η Δ. ορίστηκε έδρα των συνελεύσεων και του ταμείου (το 454 π.Χ. μεταφέρθηκε στην Αθήνα) όπου συγκεντρώνονταν οι φόροι των συμμάχων.

Το 426-5 π.Χ., με τη δεύτερη κάθαρση της Δ. (η πρώτη είχε γίνει το 540 π.Χ.), τη μεταφορά δηλαδή του περιεχομένου όλων των τάφων στη γειτονική Ρήνεια, ορίστηκε η απαγόρευση να γεννιέται ή να πεθαίνει κανείς στη Δήλο, αφού o Απόλλωνας μισεί τον θάνατο και οι νεκροί μιαίνουν το ιερό του.

Το 403 π.Χ. οι Αθηναίοι απομακρύνθηκαν από τη Δήλο, επανήλθαν το 394 π.Χ., μετά τη νίκη του ναυάρχου Κόνωνα και αποσύρθηκαν πάλι το 314 π.Χ.

Από τότε έως το 166 π.Χ. που κυριάρχησαν πάλι (περίοδος της λεγόμενης Δηλιακής ανεξαρτησίας) το ιερό κατακλύστηκε από πλήθος κτίρια, αγάλματα και άλλες δωρεές των ισχυρών. Την περιουσία του ιερού διαχειρίζονταν οι Ιεροποιοί.

Από το 166 π.Χ. έως το τέλος του αρχαίου κόσμου κυριάρχησαν στη Δήλο οι Αθηναίοι, οι οποίοι εκδίωξαν τους κατοίκους για να εγκαταστήσουν Αθηναίους κληρούχους.

Οι Ρωμαίοι αργότερα, για να πλήξουν τη Ρόδο, ανακήρυξαν τη Δήλο ελεύθερο λιμάνι· τότε εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί ξένοι μεταφέροντας μαζί και τις λατρείες των θεών τους. Ύστερα από δύο φοβερές εχθρικές επιθέσεις (88 και 69 π.Χ.) η ζωή στη Δήλο άρχισε να φθίνει και ο συνοικισμός της να περιορίζεται, για να εγκαταλειφθεί εντελώς στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ. Από τότε έρημη, η Δήλος χρησίμευσε μόνο ως βοσκότοπος.

Από την Αναγέννηση και μετά την επισκέφθηκαν διάφοροι περιηγητές αναζητώντας ίχνη της αρχαιότητας.

Τι αναφέρει η Αρχαιολογία
Οι ανασκαφές στη Δήλο –τις οποίες ξεκίνησε το 1873 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή– αποκάλυψαν τα σπουδαιότερα σημεία του ιερού του Απόλλωνα και της αρχαίας πόλης. Όλα αυτά τα ερείπια, οι νεκροί δρόμοι, τα ερειπωμένα σπίτια με τις αυλές που διακοσμούνται με λαμπρά μωσαϊκά, διασώζονται στην αρχική τους θέση ακόμα και σήμερα. Πέρα από την ειδική καλλιτεχνική αξία τους, προσφέρουν άμεση και χαρακτηριστική αίσθηση της καθημερινής ζωής σε έναν χώρο όπου αναπτύχθηκε για τόσους αιώνες μια εξαιρετικά ποικιλόμορφη και πλούσια δραστηριότητα.

To ιερό του Απόλλωνα και τα δημόσια κτίρια που το περιστοιχίζουν βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. Το τέμενος του Απόλλωνα βρίσκεται στη θέση αμέσως μετά το λιμάνι. Μετά τα προπύλαια του ιερού (2ος αι. π.Χ.) και την Αγορά των Κομπεταλιαστών (Ιταλών εμπόρων που είχαν εγκατασταθεί στη Δ.) βρίσκεται ο Οίκος των Ναξίων (560 π.Χ.) και ανατολικότερα το κτίριο Γ, μία από τις πιο καλοδιατηρημένες κατασκευές του νησιού.

Η Ιερά οδός, πλαισιωμένη από αναθηματικές βάσεις, οδηγεί εμπρός στους τρεις ναούς του Απόλλωνα. Γύρω από τον έναν, τον πώρινο, είναι χτισμένοι σε ημικύκλιο πέντε θησαυροί, ένας αρχαϊκός και τέσσερις κλασικοί.

Και οι τάφοι τής Όπιδας και της Άργης, όπως και των Υπερβόρειων Παρθένων;
Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου του ιερού υπάρχει το Πρυτανείο (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Τη βόρεια πλευρά του ιερού διασχίζει η Στοά του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονου (τέλη 3ου αι. π.Χ.), μπροστά από την οποία βρίσκεται η Θήκη, τάφος της Όπιδας και της Άργης, των δύο Υπερβόρειων Παρθένων που παραστάθηκαν στη γέννηση του Απόλλωνα· ο τάφος των δύο άλλων Υπερβόρειων Παρθένων, της Λαοδίκης και της Υπερύμης, βρίσκεται στο Σήμα, στη δυτική πλευρά του τεμένους, η οποία, όπως και η νότια, κλείνει με τη Στοά των Ναξίων.

Κοντά στους ναούς του Απόλλωνα βρίσκεται το Αρτεμίσιο, ναός του 7ου αι. π.Χ., σε έναν χώρο που ήταν λατρευτικός από τη 2η χιλιετία π.Χ., όπως πιστοποιούν πολλά μυκηναϊκά αναθηματικά ευρήματα. Επάνω στον αρχαϊκό ναό κατασκευάστηκε άλλος κατά την ελληνιστική περίοδο.

Βόρεια του Αρτεμισίου βρίσκονται το Εκκλησιαστήριο και το Θεσμοφόριο. Βόρεια του τεμένους του Απόλλωνα βρίσκονται η συνοικία της Λίμνης, ναός αφιερωμένος στους 12 θεούς, το ιερό της Λητούς και η περίφημη Λεωφόρος των λεόντων. Πρόκειται για σπουδαία δείγματα της αρχαϊκής τέχνης της Νάξου, μοναδικά στον ελληνικό χώρο.

Στη συνοικία του θεάτρου, ΝΑ, έχουν αποκαλυφθεί πολλές κατοικίες με ωραία μωσαϊκά. Στα Ν προβάλλει η συνοικία του ποταμού Ινωπού και η Ταράτσα των Ξένων θεών με το Ηραίο, τον μοναδικό ναό ελληνικής θεότητας στην περιοχή (!). Μια σκάλα, νοτιότερα, οδηγεί στην κορυφή του Κύνθου και στο Άντρο, όπου κατά τα ελληνιστικά χρόνια χτίστηκε ένα ιερό του Απόλλωνα. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει το Κύνθιο, ένα από τα ιερότερα σημεία της Δήλου

Γιατί φοβάσαι ανθρωπάκο;

Μια φορά και έναν καιρό βρήκες τον προσωπικό σου μύθο, οπού μπορείς να θεωρήσεις ότι ο προσωπικός σου μύθος μπορεί να είναι ένα μέρος, ένα αντικείμενο, ένας άνθρωπος, μια ιδέα, ή οτιδήποτε άλλο.

Κάθε φορά που κάνεις ένα βήμα προς αυτόν συναντάς κάτι καινούργιο, μαθαίνεις κάτι καινούργιο. Κάποια από αυτά είναι καλά και κάποια άσχημα. Τα καλά σου δίνουν το κίνητρο να συνεχίσεις να προσπαθείς να φτάσεις τον προσωπικό σου μύθο. Τα άσχημα σε αποθαρρύνουν, σε αποσυντονίζουν και μερικές φορές σε κάνουν να ξεχνάς τον στόχο σου και πόσο δρόμο έχεις κάνει για να φτάσεις σε αυτόν. Και τότε σκέφτεσαι να τα παρατήσεις γιατί είσαι πολύ μικρός ακόμα ανθρωπάκο μου για να εμπιστευτείς τον εαυτό σου και να πιστέψεις ότι μπορείς να πετύχεις ακόμα και το ακατόρθωτο.

Είσαι μόλις ένα βήμα μακριά από το να κατακτήσεις αυτό που θες κι όμως τα παρατάς. Γιατί αυτό που θες να πετύχεις είναι άγνωστο, καινούργιο. Και το άγνωστο προκαλεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Και όπως είπα είσαι πολύ μικρός ακόμα ανθρωπάκο μου για να ξεβολευτείς από τις συνήθειες σου και να αντιμετωπίσεις το καινούργιο κι ας είναι εκείνος ο λόγος που ξεκίνησες όλο αυτό το ταξίδι.

Μη φοβάσαι ανθρωπάκο. Αλλά να μου πεις ο φόβος σου είναι που σε κάνει μικρό. Και θα μου πεις γιατί στα λέω όλα αυτά; Λες και εγώ είμαι καλύτερος, λες και εγώ δεν είμαι ανθρωπάκος. Αλλά τουλάχιστον το αναγνωρίζω και ξέρεις κάτι; Δεν θέλω να είμαι πια. Βέβαια όλο αυτό ξεκίνησε ως παραμυθάκι, εε και φυσικά παραμυθάκι είναι και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Χμμ επιμένεις ότι κάτι σου θυμίζει ε; Δεν θα σου πω κάτι άλλο όμως. Ααα ναι το ξέχασα. Θες να μάθεις το τέλος. Αυτοί ζήσανε καλά. Εμείς ζήσαμε καλά. Εσύ γιατί φοβάσαι να ζήσεις καλύτερα;

Τι σημαίνει «γιορτάζω τα γενέθλιά μου»;

Κάποιες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό μου, με αφορμή τα γενέθλιά της φίλης μου Ειρήνης.
Τι σημαίνει πραγματικά "γιορτάζω τα γενέθλιά μου";

Σημαίνει ξαναγεννιέμαι, ψυχικά και πνευματικά…

Σημαίνει ότι κάνω ένα νέο ξεκίνημα, βάζοντας νέους στόχους..

Σημαίνει ότι μπορώ και ονειρεύομαι και ελπίζω

Σημαίνει ότι επενδύω στη ζωή μου

Σημαίνει ότι δε φοβάμαι να αντιμετωπίσω το χρόνο

Σημαίνει ότι δε φοβάμαι να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου

Σημαίνει ότι αγκαλιάζω –κυριολεκτικά και μεταφορικά- τους ωραίους ανθρώπους δίπλα μου

Σημαίνει ότι δεν παίρνω μόνο, αλλά και δίνω

Σημαίνει ότι μετράω όλα τα καλά στη ζωή μου

Σημαίνει ότι νιώθω ευγνωμοσύνη για τη ζωή μου

Το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης και ο Πνευματικός Άνθρωπος

Έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που το περιοδικό Futurist δημοσίευσε το άρθρο του Καθηγητή Clare W. Graves με τίτλο “Η Ανθρώπινη Φύση προετοιμάζεται για ένα Κοσμοιστορικό Κβαντικό Άλμα Συνείδησης ”. Το άρθρο αυτό περιείχε προβλέψεις για το μέλλον του ανθρώπου που αποδείχθηκαν εξαιρετικά ακριβείς. Οι συνθήκες που προέβλεπε ο Graves είναι αυτές που βιώνουμε τώρα, και η θεωρία του αντιμετωπίζει την ανθρώπινη εξέλιξη ως μία διαδικασία που πηγάζει από τις ανθρώπινες αξίες μας, τους κώδικες συμπεριφοράς και μας επιτρέπουν να αλλάξουμε τις συνθήκες της καθημερινότητάς μας.

Πως είναι αυτή η καθημερινότητα όμως σήμερα; Ψυχορραγούμε μέσα στα ασφυκτικά δεσμά της Οικονομικής κρίσης, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με εμπόδια σχεδόν αξεπέραστα, που δοκιμάζουν την ύπαρξή μας όπως η Τρομοκρατία, η κλιματική αστάθεια και κυριότερα, η προσπάθεια ομογενοποίησης των ιδεών του ανθρώπου, αφού η διαφορετικότητα στοχεύεται και χρησιμοποιείται με τρομακτικούς σκοπούς. Όμως φαίνεται πως μέσα σε αυτή την τελματωμένη κατάσταση που βιώνει η ανθρωπότητα, θα ξεδιπλωθεί το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης που χρειαζόμαστε για να φτάσουμε στην επόμενη μεγάλη εποχή του Μετα-Ανθρώπου, ενός ανθρώπου που θα ασπαστεί την Πνευματικότητά του και θα δημιουργήσει μία νέα άγνωστη και συναρπαστική πραγματικότητα.

Αυτό το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης είναι ένα άλμα της Ανθρώπινης Συνειδητότητας. Η Γνωστή ρήση που αποδίδεται στον Αϊνστάιν, πως δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας χρησιμοποιώντας τα συστήματα σκέψης που τα δημιούργησαν, φαντάζει πιο αληθινή από ποτέ. Ο Ίδιος ο Graves είδε τρία πιθανά μονοπάτια για την επίτευξη αυτού του Άλματος. Ίσως να καταφέρουμε να εξελιχτούμε μέσα από την ολοκληρωτική πτώση μας σε πρωτόγονες συνθήκες. Ίσως να κολλήσουμε σε Οργουελικούς εφιάλτες (κάτι που φαίνεται να ισχύει ήδη σε παγκόσμιο επίπεδο) που θα προκαλούνται από τυρρανικές και χειριστικές κυβερνήσεις που θα διαλύσουν τον ανθρωπισμό. Το τρίτο μονοπάτι, που είναι και αυτό που θα επιφέρει το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης είναι το μοναδικό αισιόδοξο σενάριο. Θα μπορούσαμε μέσα από αυτό το άλμα της Συνειδητότητάς μας ως ανθρωπότητα να περάσουμε σε ένα νέο στάδιο που θα επιφέρει την σταθερότητα στον κόσμο και θα βοηθήσει στην εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης..
Το Εξελιγκτικό ταξίδι της Συνειδητότητας

Γνωρίζουμε πως ο άνθρωπος ήταν το τελευταίο σκαλοπάτι της βιολογικής εξέλιξης που διήρκησε 4 Δις χρόνια αλλά γνωρίζουμε πολύ λιγότερο την ψυχολογική και κοινωνική εξέλικη που έχει πραγματοποιηθεί, σε πλαίσια συνειδητής εξέλιξης. Φαίνεται πως αυτό το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης, είναι μία δύσκολη διεργασία που ίσως να μην γίνει μονάχα μέσα από εσωτερικές υπερ-ανθρώπινες διεργασίες, αλλά να πηγάζει από μία Συνειδησιακή Συμπαντική μεταβολή που σπρώχνει τον άνθρωπο προς την αληθινή μαγική φύση του.

Αν τα συστήματα πεποίθησης που διαθέτουμε ήδη είναι ψυχοκοινωνικές ανταποκρίσεις που προσαρμόζονται στις εναλλασόμενες συνθήκες ζωής, τότε πως έχει αλλάξει η Συνείδησή μας ως τώρα; Αν κρίνουμε από το Θρησκευτικό Δόγμα που παλεύει να επιβιώσει μέσα από την μανιασμένη μάχη των Θρησκευτικών συστημάτων, τότε μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε στον Σκοταδισμό της Ελεύθερης σκέψης και έκφρασης, που είναι η αρχή και μία από τις πρώτες ενδείξεις της μεταστροφής της Ανθρώπινης Συνειδητότητας. Έχουμε από την μία την Τεχνολογία, που μέσα σε μερικά μόλις χρόνια αναπροσαρμόζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε και μας ανοίγει τα μάτια προς πραγματικότητες που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε σενάρια επιστημονικής φαντασίας, μία τεχνολογική δίοδος που έχει όλα τα φόντα να αναδιαμορφώσει συνειδήσεις και να προκαλέσει αυτό το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αποτινάξει από πάνω του τις στερεότυπες αντιλήψεις για τις προσωπικές του δυνατότητες, αλλά και τις Συμπαντικές αλήθειες που κρύβονται σε θεωρίες που μένουν να αποκαλυφθούν. Από την άλλη παρατηρούμε την μανιασμένη μάχη των στερεότυπων του παρελθόντος που χρησιμοποιούνται ως όργανα εκφοβισμού και χειραγώγησης, ακόμα και ελέγχου των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Βρισκόμαστε στο τέλμα της ανθρώπινης ελευθερίας, μέσα από τακτικές που δεν αρμόζουν στην σύγχρονη κοινωνία που διαμορφώνεται στις ημέρες μας. Μάλλον η συνειδησιακή επίθεση που γίνεται από όλες τις κατευθύνσεις στοχεύει στην πλήρη υποδούλωση του ανθρώπου που δεν θα τολμά καν να σκεφτεί λογικά, πόσο μάλλον να επιδιώξει να διαμορφώσει την συνειδητότητά του σε ανώτερα επίπεδα δόνησης.. Γιατί αχνοφαίνεται στον ορίζοντα αυτή η συνειδησιακή μεταστροφή, που ίσως τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει πια, αφού φαίνεται πως δεν ήταν και δεν είναι στα χέρια μας. Ότι μέσο χειραγώγησης και αν χρησιμοποιηθεί, ο δρόμος που βαδίζουμε δεν αλλάζει. Το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης βρίσκεται ένα βήμα (μεγάλο, αλλά ένα) μακρυά μας. Είμαστε τα «Παιδιά του Θεού», είμαστε φτιαγμένοι έχοντας μέσα μας την θεική φύση που εξέπεσε στην θνητή και υποδουλωμένη υπόσταση, αναζητώντας τον δρόμο μας προς την πνευματική ανύψωση. Έπειτα μέσα από αυτό το μονοπάτι της εξέλιξης της επιστήμης γίναμε «Τεκνο-Θεοί», αφού ανακαλύψαμε την μηχανική του Νου. Η Συνειδητότητα όμως είναι εκτός των άλλων και ένα ψυχολογικό φαινόμενο.

Το επερχόμενο Στάδιο : Ο Μετανθρωπικός Νους και η βαθύτερη φύση της Συνειδητότητας
Η Εξέλιξη της Συνειδητότητας πραγματοποιείται μέσα από τα συστήματα αξιών, όμως αρκετοί άνθρωποι εκεί έξω αντιλαμβάνονται τον όρο με την αληθινή πνευματική του φύση. Και αυτό που δεν κατανοεί ακόμη η επιστήμη είναι το γεγονός πως η Συνειδητότητα είναι μία θεμελιώδης αρχή του Σύμπαντος. Έχουμε ίσως ήδη συνηθίσει στην ιδέα πως «τα πάντα είναι ενέργεια» και παρηγορούμε τους εαυτούς μας με τα μυστήρια που μας περιβάλλουν, και αποκαλύπτουν πως η επιστήμη δεν γνωρίζει τα πάντα. Τι γίνεται όμως όταν η ενέργεια μετατρέπεται σε ύλη; Γιατί ο κόσμος σχηματίζεται με αυτό τον τρόπο, και γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε; Η Σύντομη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι πως ίσως το Σύμπαν είναι ένα πείραμα αυτο-δημιουργίας. Η Συνειδητότητα βρίσκεται εντός αλλά και εκτός μας.. Είναι η εσώτερη γνώση που λαμβάνουμε για τον εαυτό μας, η γνώση που αποζητάμε για το σύμπαν και τον κόσμο.Όταν το κατανοήσουμε αυτό η εξέλιξη της Συνειδητότητας περνάει σε άλλο επίπεδο.. Εξάλλου είμαστε η αιχμή ενός Σύμπαντος που έχει συνείδηση και εξερευνά τον ίδιο του τον εαυτό.

Θα πρέπει έτσι να εξερευνούμε κάθε πιθανότητα, την εξέλιξη της Επιστήμης και της τεχνολογίας, την Ψυχολογία και τον Πνευματισμό που σε συνδυασμό ίσως να επιφέρουν το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης που θα μας μεταμορφώσει ολοκληρωτικά. Οι σκέψεις και οι πράξεις μας άλλωστε δημιουργούν την πραγματικότητα που βιώνουμε… Το πεδίο της Συνειδητότητας περιέχει τις θεμελιώδεις πληροφορίες για ολόκληρη την ύπαρξη, που συμπεριλαμβάνει τις Συλλογικές πεποιθήσεις μας, τις κοινωνίες που δημιουργούμε, αλλά και ευρύτερα την πραγματικότητα που εδραιώνουμε μέσα από την ζωή και τις πράξεις μας. Ίσως να πρέπει να αποτινάξουμε τα ήδη παγιωμένα δεδομένα που έχουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια, και να ασπαστούμε το συναρπαστικό άγνωστο που περιμένει στην διαδρομή. Ίσως να χρειάζεται να αναζητήσουμε την ισορροπία στα εργαλεία (πνευματικά ή μη) που μας δίνονται έτσι ώστε να επιταχύνουμε αυτό το Κβαντικό Άλμα Συνείδησης, χρησιμοποιώντας την προγνωστική μας δυνατότητα και την πνευματική μας σοφία, έτσι ώστε να σπάσουμε τα «δογματικά» δεσμά μίας σκοτεινής πραγματικότητας του σήμερα. Έτσι και αλλιώς ο κόσμος κινείται, και η θεωρία πρέπει να γίνεται πράξη. Και έστω και αν οι απαντήσεις για αυτό το συνειδησιακό ταξίδι βρίσκονται εντός μας, θα πρέπει να αλληλεπιδράσουμε με τους άλλους, αφού η ισχύς αυξάνεται με την υπερ-συνδεσιμότητά μας με τους συνανθρώπους μας… Γιατί μέσα στις σκοτεινές ημέρες που ζούμε, δεν αντιμετωπίζουμε το θλιβερό πνευματικό τέλος μας, αλλά την φωτεινή διαδρομή προς μία νέα μαγική πραγματικότητα και ένα ανώτερο Υπερ-εαυτό.