Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

5. Το α΄ συνθετικό είναι κάποια άλλη επιρρηματική λέξη


§ 63. Εδώ συγκαταλέγονται μεμονωμένες περιπτώσεις που είναι κάπως διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά δεν μπορούν να ενταχθούν σε μεγαλύτερες ομάδες.

αἰει-γενέτης 'αιώνιος' (Όμ.), ἀεί-φρουρος 'σε διαρκή επιφυλακή' (Σοφ.), ἀεί-χλωρος 'πάντα πράσινος' (Ευφορίων).

παλαι-γενής 'γεννημένος πριν από χρόνια, ηλικιωμένος' (Όμ.), -φατος 'ειπωμένος από παλιά, πανάρχαιος' (Όμ.), -χθων 'επιχώριος από παλιά' (Αισχύλ.).

ἠρι-γένεια 'γεννημένη νωρίς (Ηώς)' (Όμ.) και ύστερα ἠρι-πόλη 'που κίνησε νωρίς' (Παλατινή Ανθολογία· και πάλι προσδιορίζει το Ηώς).

χαμαι-ευνής και -ευνάς 'που κείτεται στη γη' (Όμ.), -γενής 'γεννημένος στη γη' (Ομηρικοί ύμνοι), επίσης με έκθλιψη χάμ-ευνα 'αχυρόστρωμα' (Αισχύλ.)· αργότερα χρησιμοποιείται για τροποποιήσεις ονομάτων φυτών: χαμαί-πιτυς 'είδος πεύκου', -ράφανος 'αχλαδιά' κτλ.

§ 64. Το πᾰν- ως επίρρημα είναι πολύ συνηθισμένο· μερικά παραδείγματα από τον Όμηρο: παγ-χρύσεος, παμ-μέλας, -πρωτος, παν-αίολος 'πολύχρωμος', -άπαλος, -άποτμος 'πολύ δυστυχισμένος', -υπέρτατος, -ύστατος. Διαφορετικό είναι το παν-ῆμαρ· το παν-δαμάτωρ 'που όλα τα δαμάζει' (Όμ.) έχει αιτιατική αντικειμένου ή θεματικό πᾰν- (αντί για παντ- ή παντο-), όπως το πάν-νυχος παν-νύχιος 'ολονύκτιος' (Όμ.), που βασίστηκε κυρίως στο παν-ημέριος (Όμ.· παράγεται από το παν-ῆμαρ)· το πᾰν- ως θέμα απαντά και στα Παν-έλληνες (Όμ.), παμ-μήτειρα 'μητέρα όλων' (Ομηρικοί Ύμνοι), παμ-μήκης (Σοφ.), παν-δόκος 'που τους δέχεται όλους' (Πίνδ.)· παν-οῦργος 'πρόθυμος να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, πανούργος' (κλασ.· παντουργός Σοφ.)· στα πιο παλιά παραδείγματα με το παντο- ανήκουν τα παντο-μισής 'πολύ μισητός' (Αισχύλ.), παντό-μορφος 'με πολλές μορφές' (Σοφ.) και πάντ-αρχος 'που κυβερνά τα πάντα' (Σοφ.).

δισ-θανής 'δυο φορές νεκρός' (Όμ.), τρισ-άθλιος, -άσμενος 'τριπλά ευχαριστημένος, μ' όλη του την καρδιά', -όλβιος κτλ. (κλασ. αλλά στον Όμηρο ε 306 ακόμη τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις), επιπλέον δισ-χίλιοι,τρισ-μύριοι κτλ.

§ 65. Το ἡμι- (= λατ. s ē mi, πρβ. ἥμισυς) 'μισο-' συντίθεται με ουσιαστικά, και μάλιστα ως ουσιαστικό: ἡμί-θεος (Όμ.), ἡμί-ονος 'μισός γάιδαρος, μουλάρι' (Όμ.), ἡμι-τάλαντον 'μισό τάλαντο' (Όμ.), και ως επίθετο: ἡμι-τελής (από το τέλος) (Όμ.), ἡμί-οπος 'μισοτρυπημένος' (Αισχύλ.)· αργότερα και με ανεξάρτητα επίθετα: ἡμί-κακος (κλασ.), ἡμί-μεστος 'μισογεμάτος' (Πολυδεύκης), ιδίως με ρηματικά επίθετα: ἡμί-βρωτος 'μισοφαγωμένος' (Ξεν.), ἡμί-λουτος 'μισολουσμένος' (Κρατίνος)· πρβ. ἡμι-θνής 'μισοπεθαμένος' (Αριστοφ.).

Η Φιλοσοφία και η Θρησκεία Σήμερα: Η Θεωρία της Μιας Πραγματικότητας

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η οποιαδήποτε συνείδηση) έχει μία Αντικειμενική Φύση άσχετα από το τι αντιλαμβάνεται η Συνείδηση, άσχετα δηλαδή από τις όποιες υποκειμενικές αντιλήψεις. Αυτή η Αντικειμενική Φύση, η Βαθύτερη Φύση της κάθε συνείδησης μπορεί να διερευνηθεί μόνο βιωματικά, όταν υπερβαίνουμε όλες τις ατομικές νοητικές ή άλλες δραστηριότητες. Για να γίνει αυτό ξεκινάμε από την Δεδομένη Συνείδηση σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Απλά πρέπει να υπερβούμε τις ατομικές δραστηριότητες.

Βέβαια, στην διάρκεια της ιστορίας, η αντίληψη για την Πραγματική Φύση (την Αντικειμενική Φύση, την Ύστατη Πραγματικότητα, το Βαθύτερο Είναι μας) έχει αλλάξει. Και η Δεδομένη Συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ πιο κοντά στην Πραγματικότητα από ό,τι ήταν η Δεδομένη Συνείδηση του πρωτόγονου ανθρώπου. Η Φιλοσοφική και Θρησκευτική εμπειρία προσέγγισε την Αλήθεια σε μεγαλύτερο βαθμό και η Αντικειμενική Φύση της Συνείδησης έγινε πιο ευδιάκριτη.

Τις δύο τελευταίες χιλιετηρίδες επικράτησαν φιλοσοφικές αντιλήψεις και θρησκείες που αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει Μία και Μόνη Πραγματικότητα, Ένα και Μοναδικό Είναι, στο Οποίο αναφέρεται κάθε είναι.

Πριν 2500 χρόνια ο Πλάτωνας έθετε το Όντως Ον, το «τελείως είναι», σαν την Βάση στην Οποία αναφερόταν κάθε είναι. Το «τελείως είναι» είναι Αντικειμενική Αρχή, πέραν της νοήσεως, δεν είναι μία γενική ιδέα που συλλαμβάνουμε με την σκέψη. Πολύ αργότερα, λίγους αιώνες πριν, ο Χέγγελ ταύτιζε ουσιαστικά το ΝΟΕΙΝ με το ΕΙΝΑΙ δίνοντας έτσι στο ΕΙΝΑΙ όχι μία ουσιαστική φύση αλλά μία δυναμική δραστηριότητα. Το ΕΙΝΑΙ δεν είναι Ουσία είναι Ενέργεια, συνειδησιακή κατάσταση. Αυτό το ΕΙΝΑΙ περιέχει τα πάντα. Σε Αυτό το ΕΙΝΑΙ αναφέρονται όλες οι συνειδησιακές καταστάσεις, όλα τα φαινόμενα. Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι προσέγγισαν μέσα από την Δεδομένη Συνείδηση το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ σαν την Ίδια, την Πραγματική Φύση μας.

Στον ίδιο δρόμο μεγάλα θρησκευτικά κινήματα, όπως ο Βουδισμός ή το Βεδάντα, έφτασαν στην Ίδια Πραγματικότητα, την Μία και Μοναδική, μέσα στην Οποία συγχωνεύονται όλα. Ακόμα και θρησκείες που αντιλαμβάνονταν την Ύστατη Πραγματικότητα σαν κάτι Απροσδιόριστο, του Οποίου μόνο την Εικόνα, τον Παγκόσμιο Λόγο, μπορούμε να προσεγγίσουμε, όπως ο χριστιανισμός, έφτασαν μέσω ορισμένων εκπροσώπων τους, στην αντίληψη ότι Μόνο ο Θεός Υπάρχει κι ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τον Θεό μόνο όταν ο νους κενωθεί από όλα τα ατομικά στοιχεία του. Για τους ισλαμιστές σούφι δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον Θεό, το εγώ αποτελεί μία βλαστήμια. Μονάχα όταν οποιαδήποτε ατομική αντίληψη εξαλειφθεί φτάνουμε σε αυτό που ορίζουν σαν φανά φι ΄λλαχ (σβήσιμο μέσα στον Θεό).

Αν πρόκειται λοιπόν να υιοθετηθεί μία φιλοσοφική άποψη, ή μία θρησκευτική αντίληψη, τον εικοστό πρώτο αιώνα, αυτή θα πρέπει να αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Μία και Ενιαία, Εντός της Οποίας συγχωνεύονται όλες οι άλλες πραγματικότητες. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΥΣΗ μας είναι Αιώνια, Αναλλοίωτη, Πλήρης. Δεν εκπίπτει, δεν διασώζεται. Όλα αυτά είναι μόνο επιφανειακές μεταβολές. Ανήκουμε στο Απόλυτο, όποια ηλίθια δεδομένη συνείδηση κι αν βιώνουμε. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα.

Ψευδής συσχέτιση: Πώς να μην επιτρέψουμε στις προκαταλήψεις να επηρεάζουν τις αποφάσεις μας

Η ψευδής συσχέτιση ορίζεται ως μια γνωστική προκατάληψη κατά την οποία η αντίληψη ενός ατόμου για τη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών διαστρεβλώνεται, δημιουργώντας μια ψευδή σύνδεση. Παραδείγματα ψευδούς συσχέτισης στην καθημερινή ζωή περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι ορισμένες ομάδες ατόμων είναι πιο επιρρεπείς στη βία ή ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής προκαλεί ορισμένες ασθένειες.

Το φαινόμενο αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη λήψη αποφάσεων και να οδηγήσει σε λανθασμένες υποθέσεις σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Για να αποτρέψουμε την ψευδαισθητική συσχέτιση από το να επηρεάζει τις αποφάσεις μας, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς λειτουργεί αυτή η προκατάληψη και να λαμβάνουμε μέτρα για να μειώσουμε τις επιπτώσεις της.

Γιατί και πώς εμφανίζεται η ψευδής συσχέτιση;

Οι αιτίες και οι μηχανισμοί της ψευδούς συσχέτισης περιλαμβάνουν γνωστικές προκαταλήψεις, υπερβολική έμφαση σε ασυνήθιστα γεγονότα και νοητικές συντομεύσεις.

Γνωστικές προκαταλήψεις

Οι γνωστικές προκαταλήψεις που συμβάλλουν στην ψευδαισθητική συσχέτιση περιλαμβάνουν την προκατάληψη επιβεβαίωσης και την ευρετική της διαθεσιμότητας.

Η προκατάληψη επιβεβαίωσης είναι όταν δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή σε στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μας, ενώ αγνοούμε ή υποβαθμίζουμε τα στοιχεία που τις αντικρούουν.

Η ευρετική της διαθεσιμότητας εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι υπερεκτιμούν την πιθανότητα να συμβεί ένα γεγονός απλώς και μόνο επειδή είναι πιο εύκολο να το θυμηθούν.

Υπερτονισμός των ασυνήθιστων γεγονότων

Σπάνια συμβάντα ή ξεχωριστά χαρακτηριστικά μπορεί να οδηγήσουν σε υπερτονισμό της συσχέτισής τους, ενισχύοντας την ψευδαισθητική συσχέτιση.

Για παράδειγμα, αν ένα άτομο παρατηρήσει δύο περιπτώσεις πονοκεφάλου που εμφανίζονται μετά την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τροφίμου, το άτομο μπορεί να συσχετίσει αυτή τη συμπεριφορά με το συγκεκριμένο τρόφιμο. Παρόλο που αυτό θα μπορούσε να είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, είναι πιο πιθανό να ξεχωρίσει στη μνήμη του ατόμου και να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υπεργενίκευση και στερεοτυπική αντιμετώπιση ορισμένων ομάδων ανθρώπων.

Διανοητικές συντομεύσεις

Ο εγκέφαλός μας συχνά βασίζεται σε ευρετικές μεθόδους, όπως η αναγνώριση προτύπων και η απλούστευση, οι οποίες μπορεί ακούσια να δημιουργήσουν ψευδείς συσχετισμούς. Όταν τους παρουσιάζονται πάρα πολλές πληροφορίες ή δεδομένα, οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν συντομεύσεις δημιουργώντας συσχετισμούς που βασίζονται σε πολύ λίγα στοιχεία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβή συμπεράσματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.

Παράγοντες που επηρεάζουν την ψευδή συσχέτιση

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ψευδή συσχέτιση περιλαμβάνουν το πλαίσιο και τις προσδοκίες, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις και την επιρροή των μέσων ενημέρωσης.

Πλαίσιο και προσδοκίες

Οι προκαταλήψεις και οι προσδοκίες μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη της συσχέτισης μεταξύ άσχετων γεγονότων ή χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο αναμένει ότι δύο γεγονότα σχετίζονται μεταξύ τους, αυτή η προσδοκία μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία της κατάστασης και να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Ομοίως, το πλαίσιο μπορεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς τη σχέση μεταξύ μεταβλητών, όπως όταν οι προκαταλήψεις κάποιου για ορισμένες ομάδες ανθρώπων διαμορφώνουν την κατανόησή του για τους ανθρώπους αυτούς.

Στερεότυπα και προκαταλήψεις

Τα υπάρχοντα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις μπορούν να ενισχύσουν την τάση αντίληψης ψευδών συσχετίσεων, οδηγώντας σε προκαταλήψεις και διακρίσεις. Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο έχει αρνητική γνώμη για ορισμένες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες, μπορεί να είναι πιο πιθανό να πιστέψει ότι η εγκληματικότητα είναι πιο συχνή μεταξύ αυτών των ομάδων, ακόμη και όταν τα στοιχεία δεν το υποστηρίζουν αυτό.

Πώς οι άνθρωποι αναπτύσσουν προκαταλήψεις

Επιρροή των μέσων ενημέρωσης

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση ψευδών συσχετισμών μέσω της επιλεκτικής πληροφόρησης, του εντυπωσιασμού και της απεικόνισης ψευδών συσχετισμών. Για παράδειγμα, τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να εστιάζουν σε ορισμένα εγκλήματα που διαπράττονται από άτομα μιας συγκεκριμένης φυλής ή εθνικότητας, οδηγώντας στο ψευδές συμπέρασμα ότι η εγκληματικότητα είναι πιο διαδεδομένη σε αυτές τις ομάδες.

Ποιες είναι οι συνέπειες της ψευδούς συσχέτισης;

Οι συνέπειες της ψευδούς συσχέτισης περιλαμβάνουν προκαταλήψεις και διακρίσεις, λανθασμένες πεποιθήσεις και σφάλματα λήψης αποφάσεων.

Προκατάληψη και διακρίσεις

Η ψευδής συσχέτιση συμβάλλει στη διαμόρφωση και ενίσχυση στερεοτύπων, οδηγώντας σε προκατάληψη και συμπεριφορές διακρίσεων. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλες μορφές, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων στην απασχόληση και τη στέγαση, των ανισοτήτων στα αποτελέσματα της ποινικής δικαιοσύνης και των μεροληπτικών πρακτικών υγειονομικής περίθαλψης.

Ψευδείς πεποιθήσεις

Η ψευδής συσχέτιση μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη και διαιώνιση ψευδών πεποιθήσεων, παραπληροφόρησης και θεωριών συνωμοσίας. Οι άνθρωποι τείνουν να δημιουργούν συνδέσεις μεταξύ γεγονότων που δεν σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους και μπορεί ακόμη και να επινοούν αιτιώδεις σχέσεις όπου δεν υπάρχουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δυσανάλογα ισχυρές αρνητικές αντιδράσεις ή φόβο για ορισμένα άτομα, ομάδες και καταστάσεις που δεν βασίζονται στην πραγματικότητα.

Σφάλματα λήψης αποφάσεων

Η ψευδής συσχέτιση μπορεί να επηρεάσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προκαταλήψεις σε διάφορους τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η ποινική δικαιοσύνη και οι προσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι μπορεί να λαμβάνουν αποφάσεις με βάση λανθασμένες υποθέσεις και ψευδείς συνδέσεις, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ανακριβείς κρίσεις και κακά αποτελέσματα.

Πώς να μειώσετε την ψευδή συσχέτιση

Ο ψευδής συσχετισμός μπορεί να μειωθεί μέσω δεξιοτήτων κριτικής σκέψης, αναζήτησης διαφορετικών προοπτικών και εμπειρικών στοιχείων.

Δεξιότητες κριτικής σκέψης

Η καλλιέργεια δεξιοτήτων κριτικής σκέψης, συμπεριλαμβανομένου του σκεπτικισμού, της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της εξέτασης εναλλακτικών εξηγήσεων, είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για τη μείωση της επιρροής της ψευδούς συσχέτισης. Οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν επίγνωση του τρόπου με τον οποίο οι προκαταλήψεις και οι υπάρχουσες προκαταλήψεις μπορούν να διαμορφώσουν την αντίληψή τους και να προσπαθούν να λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τα γεγονότα και όχι τις ψευδείς συσχετίσεις.

Αναζήτηση διαφορετικών προοπτικών

Η αναζήτηση διαφορετικών προοπτικών και η αμφισβήτηση των δικών μας παραδοχών είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της επιρροής της ψευδούς συσχέτισης. Η πρόσκληση διαφορετικών απόψεων και η αναζήτηση εναλλακτικών ερμηνειών μπορεί επίσης να βοηθήσει στον εντοπισμό λανθασμένων παραδοχών και εσφαλμένων συμπερασμάτων.

Εμπειρικά στοιχεία

Η στήριξη σε εμπειρικές αποδείξεις, επιστημονικές έρευνες και δεδομένα για τη διαμόρφωση ακριβών κρίσεων και πεποιθήσεων είναι ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ψευδούς συσχέτισης.

Η συλλογή δεδομένων και η έρευνα των τάσεων μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό πραγματικών μοτίβων σχέσεων μεταξύ γεγονότων ή χαρακτηριστικών, αντί για αντιληπτούς συσχετισμούς. Επιπλέον, η αποφυγή στερεοτύπων και αβάσιμων υποθέσεων μπορεί να συμβάλει στη μείωση της επιρροής της ψευδούς συσχέτισης.

Δεν έχω ανάγκη την αρνητική σου ενέργεια, μη σου τη στερώ

Δεν τη θέλω την αρνητική σου ενέργεια.

Δε μου λείπει… Δεν την έχω ανάγκη, μη σου τη στερώ. Δε θέλω τη στραβή σου καλημέρα και για να είμαι ειλικρινής, έτσι που τη λες, δεν τη θέλω και καθόλου!

Νομίζεις πως όλος ο κόσμος πρέπει να περιστρέφεται γύρω από τα προβλήματά σου.

Τα υποτιθέμενά σου προβλήματα. Γιατί εσύ συνήθως για κάθε λύση έχεις κι ένα πρόβλημα. Πιστεύεις πως είσαι το θύμα και ζητάς συμπαράσταση και κατανόηση από όλους. Ή μάλλον δε ζητάς, απαιτείς την κατανόηση όλων, στη δύστυχη – όπως θεωρείς– ζωή σου. Κι όποιος δεν είναι μαζί σου, είναι απέναντί σου.

Για κοίτα λίγο γύρω σου. Πόσοι άνθρωποι έχουν περισσότερα και πιο ουσιαστικά προβλήματα από εσένα. Περισσότερους λόγους για να είναι θλιμμένοι και απογοητευμένοι. Τόσο με τους άλλους, όσο και με την ίδια τη ζωή. Κι όμως δεν το βάζουν κάτω, δεν χρωματίζουν τα λόγια τους με δυστυχία, ούτε γεμίζουν το βλέμμα τους με μιζέρια. Δεν φοράνε τη μάσκα του κακομοίρη, για να τους λυπούνται. Αντιθέτως, προσπαθούν να φτιάξουν και τη δική σου διάθεση, να σε δουν να χαμογελάς, να σε γεμίσουν με τη δική τους θετική ενέργεια.

Κι εσύ τι κάνεις; Τους ψέγεις για την καλή τους διάθεση και για την συμπαράσταση, που θεωρείς πως σου στερούν. Τους επιπλήττεις για την ανικανότητά τους να σε κατανοήσουν, να πέσουν στα πατώματα μαζί σου, να είναι εκεί για σένα, όποτε τους χρειαστείς, οποιαδήποτε ώρα και ημέρα. Γιατί όλοι, για ένα περίεργο λόγο, πρέπει να προσαρμοζόμαστε στην κακή και ανάποδη διάθεσή σου, γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι σε βολεύει, γιατί αυτό σε θρέφει….

Ναι σε θρέφει! Θρέφει ουσιαστικά την εγωκεντρική σου συμπεριφορά, γιατί κατά βάθος αυτό θέλεις. Να είσαι στο επίκεντρο της προσοχής. Κι επειδή δεν μπορείς να το καταφέρεις ή δεν το προσπαθείς με την προσωπικότητά σου, το απαιτείς με την ενοχή που προκαλείς στους ανθρώπους, διότι “…εσείς δεν ξέρετε τι τραβάω εγώ, τόσα προβλήματα, τόσες στεναχώριες…”.

Ξέρω πολλούς ανθρώπους που περνάνε πολύ δύσκολα είτε λόγω υγείας, είτε λόγω καταστάσεων. Κι όμως δεν κλαίγονται. Μπορεί να κλαίνε για να ξελαφρώσουν, αλλά δεν κλαίγονται. Πιστεύουν πως όλα θα ξεπεραστούν και θα τα καταφέρουν. Θα πάνε ένα βήμα παραπέρα γιατί “…έτσι πρέπει. Δε γίνεται αλλιώς…”. Κοίταξέ τους και προβληματίσου, τι κάνεις λάθος, γιατί κάνεις λάθος! Η στάση ζωής σου είναι λάθος. Παραδειγματίσου από τους ανθρώπους που προσπαθούν να δουν θετικά τη ζωή τους και να τη ζήσουν.
Όσο καλύτερα μπορούν.

Πολλές φορές αρκεί, να ανταποδώσεις κι εσύ ένα χαμόγελο και να πεις μία γλυκιά καλημέρα, για να αλλάξει έστω και λίγο η διάθεσή μας. Σκέψου με πόσα χαμόγελα και πόσες καλημέρες θα γεμίσεις θετική ενέργεια για όλη τη μέρα. Δε χρειάζονται πολλά για να είμαστε ευτυχισμένοι. Λίγα πράγματα μόνο…

Άδειασε το μυαλό σου από τις τοξικές σκέψεις που μολύνουν εσένα και τους άλλους και προχωρά μπροστά. Δώσε χαμόγελο για να το πάρεις πίσω. Άναψε το φως και φύγε από το σκοτάδι που επέλεξες. Σε κανέναν δεν αξίζει το σκοτάδι.
Ούτε να το ζει, αλλά ούτε και να το δίνει

Μη ζεις κάνοντας διαρκώς συγκρίσεις… Μην αξιολογείς αυτό που έχεις με βάση τι έχει ο άλλος

Ωστόσο, έχουμε μάθει να δημιουργούμε, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερες προσδοκίες.

Για να ανακαλύψουμε πώς θα απαλλαγούμε απ’αυτές, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς δημιουργούνται.

Μπορούν να δημιουργηθούν με δύο τρόπους: έναν παθητικό και έναν ενεργητικό.

Η παθητική μέθοδος συνίσταται, βασικά, στην υπάκουη συμπεριφορά να συσσωρεύει κανείς γονεϊκές εντολές και αντιλήψεις χωρίς να τις εξετάζει…ποτέ.

Να τρέχω, δηλαδή, πίσω από την επιθυμία να ανταποκριθώ σ’ εκείνη την εξιδανικευμένη εικόνα που αντανακλά πιστά αυτό που περίμεναν από μένα οι γονείς μου, ο παππούς μου, ο δάσκαλός μου ή δεν ξέρω ποιος άλλος.

Η δεύτερη μέθοδος απαιτεί προσωπική δουλειά και συνενοχή κατά τη διαδικασία. Συνίσταται στην εφαρμογή των εντολών και των υποδείξεων που πήρε κανείς προκειμένου να συγκρίνει ό,τι έχει, με όλα όσα έχουν, είχαν ή μπορεί να φτάσουν να έχουν στο μέλλον οι άλλοι. Η αναμενόμενη ικανοποίηση έρχεται από τη στιγμή που θα καταφέρει να έχει κανείς όλα όσα έχουν οι άλλοι ή, ακόμη καλύτερα, παραπάνω απ’αυτούς.

Εξέγερση κατά της εντολής, είναι να μην κοιτάς το φαγητό στο πιάτο του διπλανού σου όταν σου σερβίρουν το δικό σου. Μπορεί να σ’αρέσει ή να μη σ’αρέσει το δικό σου φαγητό, αλλά αυτό δεν πρέπει να εξαρτάται από το πώς είναι το φαγητό του διπλανού. Μπορεί να είναι βέβαιο ότι δε σου αρέσει, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το πώς είναι το φαγητό του άλλου. Δεν μπορεί να πάψει να σου αρέσει το δικό σου μόλις δεις ότι το φαγητό του άλλου είναι πιο τραγανό, πιο τρυφερό ή πιο μεγάλο. Δεν είναι έτσι.

Αν δεν θέλεις πραγματικά να ζεις σ’έναν κόσμο γεμάτο προσδοκίες, μη ζεις κάνοντας διαρκώς συγκρίσεις…

Μην αξιολογείς αυτό που έχεις με βάση τι έχει ο άλλος.
Μην κάνεις σαν τρελός για να πετύχεις στο μέτρο που πέτυχε ο άλλος.
Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους: έτσι δεν θα εξαρτάται η ευτυχία σου από το πώς είναι οι άλλοι.

Οι αξιολάτρευτοι γονείς μας μας έμαθαν αν δημιουργούμε τις δικές μας προσδοκίες και φύτεψαν στον κήπο μας τις δικές τους για να ευδοκιμήσουν.

Ακόμη και οι καλύτεροι, οι πιο φωτισμένοι γονείς, εμφανίζονται συχνά ως υπαίτιοι για τις μεγαλύτερες ατυχίες, τους πιο άτυχους δρόμους.

Πρέπει να το παραδεχτούμε. Σε ορισμένα πράγματα όπως αυτό, οι γονείς είμαστε ανίκανοι, ή τουλάχιστον αναποτελεσματικοί.

Πώς θα μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό;

Για να είμαστε καλοί στη δουλειά που κάνουμε κάθε μέρα χρειαστήκαμε χρόνια εξάσκησης και δοκιμών, αν όχι ειδική εκπαίδευση. Ωστόσο, περιμένει κανείς να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας, που γεννήθηκαν ευάλωτα και απόλυτα εξαρτημένα από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο μέχρι και πέρα από την εφηβεία, χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία (εκτός αν ονομάζουμε εμπειρία το εντελώς αξιοθρήνητο μοντέλο που μας κληροδότησαν οι δικοί μας γονείς…).

Κι από πάνω, να μας υποχρεώνει η κοινωνία να φορτωθούμε ευθύνες σχεδιασμένες μάλλον για παντοδύναμα όντα, παρά για έναν συνηθισμένο πατέρα ή μια κοινή μητέρα.

Το δηλώνω φωναχτά: εμείς οι γονείς, δεν είμαστε αλάθητοι θεοί!!! Και τι μ’αυτό;

Είναι βέβαια πως η εξουσία των γονιών πάνω στα παιδιά είναι σχεδόν άδικη. Μας παρηγορεί, όμως, έστω και λίγο, το γεγονός πως είναι άδικη για όλους.

Με βάση τη λογική, ως παιδιά, δεν θα έπρεπε να έχουμε υποστεί τις συνέπειες της ανεπάρκειας των γονιών μας για όλη μας τη ζωή: τον υπερβολικό έλεγχο ή την απόμακρη συμπεριφορά, τους καβγάδες μεταξύ τους και την έλλειψη σεβασμού που προερχόταν από τον ανόητο αυταρχισμό της εξουσίας τους.

Ούτε τις φρικτές προθέσεις τους- λίγο πολύ συγκαλυμμένες, ανάλογα με την περίπτωση-, να καλύψουμε εμείς τα κενά της ζωής τους… να συνεχίσουμε το έργο τους… ή να φτάσουμε εμείς εκεί που εκείνοι θα ήθελαν να είχαν φτάσει.

Γι’αυτούς και πολλούς άλλους λόγους- που δεν πρόκειται να απαριθμήσω εδώ-, μερικές φορές οι γονείς που θέλουν ειλικρινά να μας βοηθήσουν να γίνουμε ευτυχισμένοι, ενεργούν μόνο μέσα από την υποκειμενική τους άποψη για το τι είναι καλύτερο, κι έτσι μετατρέπονται σε πραγματικά εμπόδια γι’αυτήν την ευτυχία.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι όλα αυτά είναι άδικα, και το θέμα δεν θα ήταν, ίσως, τόσο σοβαρό, αν σ’αυτές τις αδυναμίες και σ’αυτές τις πληγές δεν ερχόταν να προστεθεί η κακοήθεια ορισμένων που προσπαθούν να τις εκμεταλλευτούν προς όφελός τους.

Πρέπει να πάρω μιαν απόφαση:

Αντί να επιτρέψω να σταθούν όλα αυτά εμπόδιο στην ευτυχία μου- πράγμα που, απλώς, θα σηματοδοτούσε νίκη της ομάδας των “κακοπροαίρετων”-, πρέπει να βρω το κουράγιο για ν’αρχίσω να παλεύω εναντίον τους, να διορθώσω ό,τι διορθώνεται, να αναπληρώσω ό,τι μου λείπει και να δημιουργήσω από τις στάχτες έναν καλύτερο κόσμο.

Πάντα, όταν φτάνω σ’αυτό το σημείο, κάποιος θα με ρωτήσει αν υπάρχει στ’ αλήθεια κακοήθεια.

Η απάντησή μου είναι ναι.
Μετά, με ρωτάνε αν είναι έμφυτη.
Απαντώ όχι.
Με ρωτάνε τι να κάνουν με την κακοήθεια.
Και απαντώ:

Η κακοήθεια είναι αποτέλεσμα άγνοιας.
Και η άγνοια αποτέλεσμα της έλλειψης παιδείας.
Η κακοήθεια αντιμετωπίζεται με περισσότερη και περισσότερη και περισσότερη μόρφωση.

Οι χώρες μας δεν πρόκειται να λύσουν τα προβλήματα της αυξανόμενης εγκληματικότητας, της βίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς μόνο με αυστηρότερους νόμους, χτίζοντας φυλακές ή ενισχύοντας τα Σώματα Ασφαλείας. Όλα αυτά μπορεί να είναι σημαντικά και να αποδίδουν βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η οριστική λύση μπορεί να είναι μόνο:

Περισσότερα σχολεία, περισσότεροι δάσκαλοι, περισσότερα χρήματα στον κρατικό προϋπολογισμό για την παιδεία, περισσότερες υποτροφίες, περισσότερη εκπαίδευση.

Εγώ του είπα: «πάρε το χέρι μου»

Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια, χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.

Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:

– Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!

Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:

– Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!

Τίποτα αυτός.

Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.

Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος που είναι.

Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.

Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.

– Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;

– Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.

– Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.

– Εγώ του είπα: «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν

Χρειαζόμαστε πάντα αληθινές στενές σχέσεις με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη διαρκή μας ανάπτυξη

Η απομόνωση είναι μια εκφοβιστική έννοια για τα περισσότερα άτομα. Έχουμε βαθειά ανάγκη για συντροφικότητα, για τη δημιουργία σχέσεων. Έχουμε μια ισχυρή φυσική τάση για αισθησιακή και σεξουαλική ικανοποίηση. Χρειαζόμαστε στοργή, βοήθεια, ενθάρρυνση και αγάπη.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με την επιλογή, είτε να μπούμε σε στενή σχέση, πράγμα που απαιτεί ένα βαθμό παραίτησης και αναπροσαρμογής από τον αποκτηθέντα εαυτό, είτε να απομονωθούμε. Η τελευταία εκλογή είναι πολύ βαρειά και απειλητική. Οι περισσότεροι θα επιλέξουν τις στενές σχέσεις με οποιοδήποτε αντίτιμο -γιατί η εναλλακτική λύση είναι η μοναξιά.

Χρειαζόμαστε πάντα τους άλλους για τη διαρκή μας ανάπτυξη και επιβεβαίωση. Η αληθινή στενή σχέση είναι μια θετική ισχύς μόνον αν είναι ο συνδυασμός δυνάμεων και ενέργειας με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη συνεχή ανάπτυξη και των δύο. Είναι μια σκόπιμη παραίτηση ορισμένων πλευρών του αυτόνομου εαυτού κάποιου,με την επιθυμία να πάρει περισσότερα. Μέσα, κύρια, από τη στενή σχέση, τη διαρκή συντροφικότητα μπορούμε να δούμε τον γνήσιο κόσμο ενός άλλου ανθρώπου και να έχουμε μια γνήσια αντανάκλαση του δικού μας. Για το λόγο αυτό είναι τόσο εύκολο να αγαπάμε περιστασιακούς φίλους και τόσο δύσκολο να αγαπάμε εραστές. Η επένδυσή μας σ’ ένα φίλο είναι πολύ λιγότερο αποκαλυπτική και απαιτητική από εκείνη σ’ ένα σύντροφο στη ζωή μας, και επίσης, μακροπρόθεσμα, πολύ λιγότερο αποδοτική στην ανταμοιβή της για την ανάπτυξη.

Διαφορετικοί βαθμοί οικειότητας μπορούν να βρεθούν σε μια ποικιλία σχέσεων στο ξεκίνημά τους, που ικανοποιούν διάφορες ανάγκες οικειότητας, από περιστασιακές κοινωνικές και σεξουαλικές σχέσεις μέχρι βαθειές και παρατεταμένες φιλίες και προσπάθειες δημιουργίας μιας μόνιμης ένωσης, όπως ο γάμος. Οι περιστασιακές σχέσεις και φιλίες μπορούν να δώσουν στο άτομο την ευκαιρία σύντομων κοινών εμπειριών και την ανταλλαγή πληροφοριών, συναισθημάτων και ιδεών που μπορούν ν’ αποτελέσουν τον αντίποδα των συναισθημάτων απομόνωσης και πλήξης. Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι μόνον οι στενές σχέσεις που εκτείνονται πέραν της κοινωνικότητας και προσφέρουν τις προϋποθέσεις για παρατεταμένη συντροφικότητα, όπως η συμβίωση ή ο γάμος, μπορούν να μας δώσουν το πιο παραγωγικό αναπτυξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να εκφραζόμαστε ελεύθερα σ’ ένα αξιόπιστο, ασφαλές, δεκτικό, ενθαρρυντικό και έμπιστο περιβάλλον. Μας δίνουν την πιο ζωτική προϋπόθεση για να ξεπεράσουμε τη μοναξιά, να αναλάβουμε και να εξερευνήσουμε την ανθρώπινη εμπειρία χωρίς φόβο και παραλογισμό.

Λέγεται συχνά ότι η καλύτερη ένδειξη της ωριμότητάς μας βρίσκεται στην ικανότητά μας να δημιουργούμε αναπτυσσόμενες, γεμάτες και διατηρούμενες σχέσεις. Όπως παρατηρεί ο Έριχ Φρομ, “Ο ώριμος άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και τις ρίζες του μόνο σε δημιουργική σχέση με τον κόσμο και την αίσθηση της ενότητας με όλους τους ανθρώπους και τη φύση”.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Για δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν

Κάποιος για να κουβαλήσει ένα ξύλινο άγαλμα θεού το φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι. Καθώς πηγαίνανε, όσοι τους συναντούσαν στο δρόμο, προσκυνούσαν.

Το γαϊδούρι νόμιζε ότι προσκυνάνε το ίδιο: “για δες, όλοι όσοι με συναντούν, με προσκυνούν!”.

Έτσι, τόσο χάρηκε, που άρχισε να χοροπηδάει και θα έριχνε κάτω το άγαλμα.

Τότε το αφεντικό του του έδωσε ένα ξύλο για να τον επαναφέρει στην τάξη και του είπε: “επειδή κουβαλάς το άγαλμα ενός θεού, μη θάρρεψες ότι είσαι και με τους θεούς ομότιμος!”

Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ξόανον ἦγε· πολλοὶ δὲ προσεκύνουν τῶν συναντώντων. Ὁ δὲ ὄνος τυφωθείς, νομίζων αὐτὸν προσκυνεῖν τοὺς ἀγροίκους, σκιρτῶν ἤμελλε τὸν θεὸν ῥίψειν. Ἀλλὰ τοῦτον ξύλοις παίων ὁ δεσπότης εἶπεν· Ὄνος εἶ θεὸν φέρων, ἀλλ᾿ οὐ θεοῖς ὑπάρχεις ὁμότιμος.
[Ὅτι] κτηνώδεις ἄνδρας, τοὺς τυφωμένους ἐπ᾿ ἀλλοτρίαις δόξαις ὁ μῦθος ἐλέγχει.


ΑΙΣΩΠΟΣ

Η διάρκεια είναι πάθος

Να μην κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς.
Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια.
Κι η διάρκεια είναι πάθος.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που σιγοκαίει.

Σύμφωνοι χωρίς φλόγες αφού τις καταπίνει.
Αλλά και χωρίς καπνούς. Με λιγότερη στάχτη.
Δεν κορώνει μου λες. Ούτε κρυώνει.
Αντιθέτως κρατάει ζωντανή τη φωτιά.
Έστω τη σπίθα. Είναι κάτι κι αυτό.

Είναι πολύ. Είναι αυτό που μας λείπει.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυο ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.

Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια
χωρίς να το ξέρουν.

Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ.
Μου κάνει καλό.
Όπως η αγάπη μου για σένα φερ’ ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο κι από σένα ενίοτε.

Έλα, σε πειράζω.
Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά.

Αγάπη - Έλξη - Εμπιστοσύνη

“Στενή σχέση” λέμε μια συναισθηματική σχέση που ξεφεύγει από την πεπατημένη γιατί ξεκινάει από μια σιωπηρή συμφωνία: ακυρώνουμε μέσα μας το φόβο μήπως εκτεθούμε και δεσμευόμαστε να είμαστε αυτοί που είμαστε. Μια σχέση γίνεται δεσμός ανάλογα με το πόσο σέβομαι όσα έχουμε πει και με το πόσο ξέρω, εκ των προτέρων, ότι μπορώ να υπολογίζω σε σένα. Η στενή σχέση μου επιτρέπει, όπως καμία άλλη, την απόλυτη έκφραση αυθεντικότητας.

Η ευθύτητα, η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη είναι πραγματικά εξαιρετικά σημαντικά για να τα χαρίσει κανείς στον πρώτο τυχόντα. Το δίχως άλλο, η στενή σχέση ΕΙΝΑΙ εξ ορισμού ευάλωτη και συνεπώς αναπόφευκτα επικίνδυνη. Με την καρδιά μου ορθάνοιχτη, το κακό που μπορεί να μου κάνει αυτός που είναι δίπλα μου και έχω μαζί του μεγάλη οικειότητα, είναι πολύ μεγαλύτερο απ ότι σε οποιαδήποτε άλλη σχέση. Η αφοσίωση συνεπάγεται ότι βγάζω την πανοπλία και μένω εκτεθειμένος, ευαίσθητος και απροστάτευτος.

Έχω στενή σχέση με κάποιον, σημαίνει ότι του δίνω τα εργαλεία και το κλειδί για να μπορέσει να με βλάψει, είμαι όμως βέβαιος πως δεν πρόκειται να το κάνει. Γιαυτό η στενή σχέση είναι κάτι που δεν παραχωρείται γρήγορα, αλλά πλάθεται μέσα σε μια συνεχή διαδικασία εξέλιξης και αλλαγής. Παίρνουμε όλα τα ρίσκα στη σειρά, γινόμαστε αφοσιωμένοι, και όσο περισσότερο μας αποδέχονται, τόσο αποκαλύπτουμε τα μυστικά μας και κάνουμε εκμυστηρεύσεις.

Μια στενή σχέση θα προκύψει μόνο αν σταθώ ικανός να παρακάμπτω τις δυσκολίες, να χαίρομαι και να στηρίζομαι στις ομοιότητες και τα κοινά μας σημεία, ενώ δέχομαι και σέβομαι τις διαφορές μας.

Οι ομοιότητες μας φέρνουν κοντά.
Οι διαφορές μας επιτρέπουν να επωφελούμαστε από την σχέση μας.

Το θέμα είναι: μπορώ να έχω μια στενή σχέση με κάποιον που δεν μου αρέσει;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι: ΟΧΙ

Για να δημιουργηθεί μια στενή σχέση υπάρχουν κάποια πράγματα που ΠΡΕΠΕΙ να συμβαίνουν.
Είναι οι τρεις πλευρές του ανθρώπινου δεσμού.στο οποίο στηρίζονται όλα όσα αποτελούν μια στενή σχέση:
  • Αγάπη
  • Έλξη
  • Εμπιστοσύνη

Οι νευρώσεις της κοινωνίας γίνονται και δικές σου

Θέλεις να έχεις τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σου. Είναι πολύ πιθανόν να έχεις τελειώσει κάποια πανεπιστημιακή σχολή που να σου εγγυάται το επαγγελματικό σου μέλλον. Να δουλεύεις για μια επιχείρηση με σύμβαση αορίστου χρόνου. Να έχεις πάρει δάνειο από τράπεζα για να αγοράσεις και να έχεις ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα. Κι επίσης ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για να μη χρειαστεί να ανησυχείς όταν φτάσει η μέρα της συνταξιοδότησής σου. Τελικά, σίγουρα θα έχεις ακολουθήσει κατά γράμμα αυτό που το σύστημα σου έχει πει να κάνεις για να έχεις μια φυσιολογική ζωή. Δηλαδή, πλήρως προγραμματισμένη και, πρωταρχικά, σίγουρη και χωρίς κανέναν κίνδυνο. 

Με κάθε απόφαση που παίρνεις λαχταράς να έχεις τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για τη σωστή επιλογή, προλαμβάνοντας σφάλματα και λάθη. Ωστόσο, αυτός ο τύπος συμπεριφοράς δηλώνει πασιφανώς ότι αισθάνεσαι ανυπεράσπιστος και ανασφαλής. Κι αυτό, με τη σειρά του, αποκαλύπτει ότι γενικά δεν ξέρεις να συμβιώνεις με την αβεβαιότητα, αναπόσπαστη από την ύπαρξή σου. Παραδόξως, αν η προσπάθεια να έχεις τον έλεγχο σου προκαλεί ένταση, η αποποίησή του σου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο άγχος. Γι’ αυτό αισθάνεσαι παγιδευμένος.

Η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει είναι ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνεις. Κι εν τω μεταξύ, είσαι καταδικασμένος να παίρνεις αποφάσεις. Ωστόσο, η έλλειψη θάρρους σε εμποδίζει να κάνεις χρήση της ελευθερίας σου να επιλέξεις. Όσο μεγαλύτερες είναι οι αβεβαιότητες σου, τόσο περισσότερο αφήνεσαι να σε οδηγεί η γνώμη της πλειοψηφίας, αρνούμενος τη δυνατότητα ν’ ακούσεις τον εαυτό σου. Κι έτσι επιτρέπεις στις νευρώσεις της κοινωνίας να γίνονται και δικές σου. Σε πολλές περιπτώσεις βιώνεις φόβο χωρίς να απειλείσαι από κάποιον πραγματικό και επερχόμενο κίνδυνο. Το νοσηρό της υπόθεσης είναι ότι για να δικαιολογήσεις και να διατηρήσεις τον φόβο σου, συνηθίζεις να επινοείς αυτά τα απειλητικά σενάρια μες στο μυαλό σου. Πόσες φορές δε φοβήθηκες ότι θα έχανες κάτι χωρίς να υπάρχει καμιά επιστημονική εκτίμηση που να υποστηρίζει ότι πράγματι ήσουν σε σημείο να το χάσεις; Αυτή η γνωστική στρέβλωση είναι γνωστή στην καθομιλουμένη ως «αν-ησυχία». Και το ίδιο με το «άγχος», τον «φόβο» και την «ανασφάλεια», δηλώνει πασιφανώς έλλειμμα «εμπιστοσύνης». Το χάρισμα αυτό ασκείται και αναπτύσσεται όταν αρχίζεις ν’ ακούς την εσωτερική σου φωνή, τολμώντας να παίρνεις αποφάσεις από μόνος σου, αποδεχόμενος τις συνέπειες των πράξεών σου. Και σου επιτρέπει να διακρίνεις το κάρμα που εσύ ο ίδιος δημιουργείς κάθε φορά που διαλέγεις τη μία ή την άλλη επιλογή, όσο μικρή κι ασήμαντη και να νομίζεις πως είναι.

Υποφέρεις επειδή σκέφτεσαι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί, πιστεύοντας πως έτσι, σε περίπτωση που σου συμβεί θα είσαι περισσότερο προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσεις. Επίσης, υποφέρεις επειδή φοβάσαι να χάσεις αυτό που έχεις, πιστεύοντας πως σε περίπτωση που το χάσεις, δε θα μπορείς να είσαι ευτυχισμένος.

Αντιλαμβάνεσαι το παράλογο της δοκιμασίας σου; Ο φόβος σου δεν είναι καθόλου πραγματικός· Είναι παντελώς φανταστικός. Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου. Για να ξεπεράσεις τους φόβους σου οφείλεις να κατανοήσεις ότι η αναζήτηση εξωτερικής σιγουριάς είναι μια μάχη προκαταβολικά χαμένη. Η αληθινή σιγουριά δεν έχει σχέση με τις εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες διέπονται από συμπαντικούς νόμους που δεν μπορείς να ελέγξεις. Πρόκειται για μια εσωτερική ψυχική κατάσταση η οποία σου επιτρέπει να ζεις με εμπιστοσύνη, θάρρος και γενναιότητα, απελευθερώνοντάς σε από τη ριζωμένη εμμονή σου να σκέφτεσαι δυνητικές απειλές και μελλοντικούς κινδύνους. Μάθε να πιστεύεις πως, ό,τι και να συμβεί, κάποιο όφελος θα έχεις. Και προπαντός, βρες τη βεβαιότητα μέσα σου ότι ποτέ δε θα σου λείψει το αναγκαίο για να μπορείς να είσαι ευτυχισμένος. Η εμπιστοσύνη στη ζωή είναι το φάρμακο που χρειάζεσαι για να θεραπεύσεις τους φόβους και τις ανασφάλειές σου.

Ο Αριστοτέλης για τη μουσική παιδεία

Από τη στιγμή που ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της μουσικής κρίνεται αναμφισβήτητος, αυτό που μένει είναι ο καθορισμός του πλαισίου μέσα στο οποίο πρέπει να εντάσσεται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και βέβαια, η πρακτική πάνω σε μουσικά όργανα κρίνεται απαραίτητη: «Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι είναι πολύ διαφορετικό για τη διάπλαση της ποιότητας του ήθους, αν συμμετέχει το ίδιο το άτομο στην εκτέλεση μουσικών έργων. Γιατί είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο άνθρωποι χωρίς μουσική πρακτική πείρα να γίνονται σπουδαίοι κριτές». (1340b 22 – 25).

Η αναγκαιότητα της απασχόλησης με κάποιο μουσικό όργανο δεν αποτελεί μόνο έναυσμα για την μουσική καλλιέργεια και κατ’ επέκταση την ευρύτερη ηθικοπλαστική διαμόρφωση των νέων, αλλά και εποικοδομητική διέξοδο της άκρατης ενεργητικότητάς τους. Όπως το μωρό απασχολείται με την κουδουνίστρα προκειμένου να είναι ήσυχο ή να μην κάνει ζημιές, έτσι και ο νέος είναι καλό να ασχολείται με κάποιο μουσικό όργανο, ώστε να αποφευχθούν άλλες – ενδεχομένως επιβλαβείς – δραστηριότητες: «και τα παιδιά είναι καλό να έχουν μια απασχόληση και συνεπώς σωστά επιδοκιμάζεται το κρόταλο του Αρχύτα» (πρόκειται για κάτι σαν κουδουνίστρα) «το οποίο δίνεται στα παιδιά για να παίζουν με αυτό και να μη σπάνε τα αντικείμενα του σπιτιού, διότι η παιδική ηλικία είναι ανήσυχη. Το κρόταλο αυτό λοιπόν είναι κατάλληλο παιχνίδι για τα νήπια, και η μουσική παιδεία είναι το “κρόταλο” για τους μεγαλύτερους νέους». (1340b 25 – 31).

Το ζήτημα είναι τα όρια που πρέπει να υπάρχουν στην εκμάθηση των μουσικών οργάνων: «το σωστό είναι η γνώση στην εκτέλεση μουσικών έργων να μην εμποδίζει το μετέπειτα πρακτικό βίο ούτε να καθιστά το σώμα ανεπίδεκτο και άχρηστο στις στρατιωτικές και πολιτικές δραστηριότητες, είτε κατά την εκπαιδευτική διαδικασία είτε αργότερα κατά την πρακτική εφαρμογή». (1341a 6 – 9).

Με άλλα λόγια, ο κύριος στόχος της μουσικής παιδείας είναι η διαμόρφωση καλών και ενάρετων πολιτών σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πόλη: «Αυτό θα μπορούσε να γίνει στη μουσική αγωγή, αν οι νέοι δεν επιδίδονταν με τόσο ζήλο στη συμμετοχή τους στους μουσικούς αγώνες που απαιτούν μεγάλη δεξιοτεχνία, ούτε στην εκτέλεση των θαυμαστών μεν αλλά ανώφελων έργων που τώρα συμπεριλήφθηκαν στους μουσικούς αγώνες και από τους μουσικούς αγώνες στα προγράμματα παιδείας». (1341a 9 – 13).

Η υπερβολική ενασχόληση με την εκτέλεση των μουσικών έργων λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, αφού μετατρέπει τη μουσική παιδεία από μέσο απόκτησης της αρετής σε αυτοσκοπό: «ενδείκνυται να επιδίδονται οι νέοι σε πρακτικές μουσικές ασκήσεις, όχι όμως σαν αυτές που αναφέρθηκαν, έως ότου αποκτήσουν την ικανότητα να αισθάνονται ευχαρίστηση από τις ευγενείς μελωδίες και ρυθμούς και να μη συμμετέχουν απλώς στην κοινή για όλους ευχαρίστηση από τη μουσική, όπως συμβαίνει και σε μερικούς άλλους ζωικούς οργανισμούς και ακόμη σε πλήθος δούλων και παιδιών». (1341a 13 – 17).

Από κει και πέρα, η εντρύφηση στα μουσικά όργανα που αποσκοπεί στη δεξιοτεχνία και στη συμμετοχή στους μουσικούς αγώνες παραπέμπει περισσότερο στον επαγγελματισμό, γεγονός που βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη: «θεωρούμε επαγγελματική εκπαίδευση εκείνη που απαιτείται στους αγώνες, γιατί ο μουσικός που συμμετέχει στους αγώνες δε χρησιμοποιεί τη δεξιοτεχνία του για προσωπική του ευχαρίστηση, αλλά για να τέρψει τους ακροατές του και μάλιστα χυδαία. Έτσι κρίνουμε ότι η εργασία αυτή δεν ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους, αλλά έχει κάτι το δουλοπρεπές». (1341b 10 – 14).

Κι αν κάποιος αναρωτιέται, γιατί η τέρψη που προσφέρει ο επαγγελματίας μουσικός αποκαλείται χυδαία, ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Και όντως συμβαίνει αυτοί οι μουσικοί να γίνονται χυδαίοι, αφού ο σκοπός προς τον οποίο αποβλέπουν είναι πονηρός. Διότι το κοινό με τη χυδαιότητά του επηρεάζει συνήθως τη μουσική, με αποτέλεσμα να μεταβάλλει ηθικά και σωματικά τους μουσικούς που ενδιαφέρονται να το ικανοποιήσουν». (1341b 14 – 18).

Είναι προφανές ότι ενοχλείται από το λαϊκισμό που επιφέρει η αναζήτηση της δημοτικότητας. Αυτού του είδους οι συμπεριφορές δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους πολίτες. Κατά συνέπεια, όχι απλώς ματαιώνουν το νόημα της μουσικής παιδείας, αλλά επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

Επιπλέον, πρέπει να διερευνηθεί και ποια όργανα είναι κατάλληλα για την ηθική διαμόρφωση των νέων: «Από αυτά συνάγεται καθαρά και ποια όργανα ταιριάζει να χρησιμοποιούνται στη μουσική αγωγή τους.» (εννοείται των νέων) «Έτσι ούτε αυλοί προτείνουμε να εισάγονται στην εκπαίδευση, ούτε άλλο όργανο που απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, όπως η κιθάρα ή κάποιο άλλο παρόμοιο, αλλά όσα θα καταστήσουν τα παιδιά επαρκείς ακροατές ή της μουσικής παιδείας ή του υπόλοιπου εκπαιδευτικού προγράμματος». (1341a 17 – 21).

Το πρώτο στοιχείο ακαταλληλότητας αυτών των οργάνων είναι η απαιτητικότητα που επιβάλλει η εκμάθησή τους, η οποία αντίκειται στα όρια, όπως αυτά είχαν τεθεί προηγουμένως. Η «ιδιαίτερη δεξιοτεχνία» παραπέμπει στον επαγγελματισμό κι ως εκ τούτου δεν αφορά την παιδαγωγική χρήση της μουσικής.

Όμως, πέρα απ’ αυτό υπάρχει κι άλλος, βαθύτερος λόγος που πρέπει να αποφεύγονται αυτά τα όργανα και ιδιαίτερα ο αυλός: «Επιπλέον ο αυλός δε συμβάλλει στην ηθική διάπλαση των παιδιών αλλά είναι οργιαστικό όργανο, και συνεπώς ενδείκνυται να χρησιμοποιείται σε εκείνες τις περιστάσεις στις οποίες η παρουσία του έχει ως αποτέλεσμα την κάθαρση μάλλον παρά τη μάθηση». (1341a 21 – 24). Σχετικά με τον όρο κάθαρση: «Η κάθαρση, όρος μάλλον ιατρικός, αποδίδει την ψυχική γαλήνη, την ανακούφιση που αισθάνεται κανείς μετά από μια κορύφωση των ψυχικών παθών».

Ο αυλός, ως «χρωματισμένο» όργανο από τη λατρεία του Διονύσου, συνδέεται – σχεδόν ενστικτωδώς – με τα υψηλά πάθη και τις εντάσεις τις ψυχής, που, από παιδαγωγικής άποψης, δεν κρίνονται εποικοδομητικά. Γι’ αυτό και ο χαρακτηρισμός «οργιαστικό όργανο». (Σ’ αυτό οφείλεται και η σύνδεσή του με την κάθαρση, ως ανακούφιση μετά την έξαρση). Οι παλιότεροι είχαν δίκιο που δεν τον επικροτούσαν: «Για το λόγο αυτό και σωστά οι παλαιότεροι αποδοκίμαζαν τη χρήση του στην εκπαίδευση των νέων και των ελεύθερων, αν και στην αρχή τον χρησιμοποίησαν». (1341a 26 – 28).

Η επίδραση που ασκεί η μουσική στα ανθρώπινα συναισθήματα θα ήταν αδύνατο να μη ληφθεί υπόψη, όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για παιδαγωγικούς σκοπούς: «Γιατί οι συναισθηματικές διαθέσεις που κατακυριεύουν μερικές ψυχές, ενυπάρχουν σε όλες τις ψυχές με τη διαφορά ότι σε άλλες εκδηλώνονται λιγότερο και σε άλλες περισσότερο έντονα, όπως για παράδειγμα ο έλεος και ο φόβος, ακόμη και ο ενθουσιασμός». (1342a 5 – 7).

Η επίγνωση των ψυχικών εντάσεων που μπορεί να προκαλέσει ο αυλός τον καθιστούν απολύτως ακατάλληλο στην εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στα ακριβώς αντίθετα ερεθίσματα: «Γιατί κάποιοι είναι πολύ επιρρεπείς σε αυτή την ψυχική διέγερση, με την επιρροή όμως των ιερών μελωδιών, όταν χρησιμοποιούν τις μελωδίες που συναρπάζουν την ψυχή, παρατηρούμε ότι περιέρχονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη της θεραπείας και της κάθαρσης». (1342a 7 – 11). Κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει η εκπαίδευση να προτιμήσει τέτοιου είδους ακούσματα, αφού βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους παιδαγωγικούς στόχους.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την αποστειρωμένη οπτική της συντήρησης, που θέλει να αποκλείσει οτιδήποτε αντιτίθεται στην τρέχουσα ηθική ως βάρβαρο ή βέβηλο ούτε για την κακώς εννοούμενη επιβολή της ηθικής στάσης που λειτουργεί λογοκριτικά, αλλά για τη βαθύτερη αναγνώριση της επίδρασης που ασκεί η μουσική στον ανθρώπινο χαρακτήρα, η οποία παίρνει σχεδόν σωματικές διαστάσεις.

Στη μουσική το πνεύμα γίνεται σώμα από μόνο του και χωρίς τη μεσολάβηση της ύλης. Όπως λέει, ο μουσικός ήχος είναι το αποπνευματοποιημένο σώμα ή το σωματοποιημένο πνεύμα, γι’ αυτό και μετεωρίζεται ανάμεσα στο υλικό και το πνευματικό χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο εντελώς: ούτε καθαρή ύλη, ούτε καθαρό πνεύμα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που η μουσική είναι διεθνής κι αμετάφραστη γλώσσα. Αντιλαμβανόμενοι τη μουσική ως συναισθηματική γλώσσα είναι αναπόφευκτο να προβούμε και στις κατάλληλες επιλογές, όταν πρόκειται για διαπαιδαγώγηση.

Η υποκειμενικότητα που σημειώνεται στη συναισθηματική ερμηνεία του καθενός απέναντι σε κάθε μουσικό ερέθισμα δεν αλλάζει την ουσία της συλλογιστικής, που καθιστά τη μουσική διεθνή γλώσσα, αλλά εξηγεί τη γοητεία που ασκεί πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό: «Ακόμα και ο ίδιος ο συνθέτης, λέει ο Χάσλικ, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τις ιδέες και τα συναισθήματα που τον ενέπνευσαν. Η γοητεία της μουσικής στηρίζεται στην ασάφειά της, όπως και κάθε μορφή γοητείας. Τίποτα το πολύ σαφές και εκλογικεύσιμο δεν είναι δυνατό να μας γοητεύσει, αυτό είναι βέβαιο».

Από αυτή την άποψη, κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης της γοητείας που ασκεί η μουσική θα ήταν σαν απόπειρα εκμηδένισής της. Γι’ αυτό μιλάμε για επιρροή στα ανθρώπινα συναισθήματα. Αν ήταν διαφορετικά, θα μιλούσαμε για την ανθρώπινη λογική. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Αυτό το ίδιο πραγματικά υφίστανται κατ’ ανάγκη με τη μουσική και οι επιρρεπείς στον έλεο και το φόβο και στα άλλα συναισθήματα συνολικά, και οι άλλοι ανάλογα με το βαθμό της συναισθηματικής ευαισθησίας που χαρακτηρίζει τον καθένα». (1342a 11 – 14). Είναι προφανές ότι τα ανεξέλεγκτα συναισθήματα δεν αρμόζουν στην παιδαγωγική διαδικασία.

Τελικά, για τον Αριστοτέλη, είναι ζήτημα μελωδίας, αφού κάθε μελωδία επιδρά διαφορετικά: «Επειδή αποδεχόμαστε την κατηγοριοποίηση των μελωδιών, όπως την προτείνουν ορισμένοι φιλόσοφοι, σε ηθικές, πρακτικές και ενθουσιαστικές,» «οι τρεις κατηγορίες των μελωδιών αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το χαρακτήρα, την ενέργεια και τη συγκίνηση» «και όπως κατανέμουν διάφορες αρμονίες μεταξύ αυτών των κατηγοριών ανάλογα με τη συγγένεια της καθεμιάς αρμονίας με το ένα ή το άλλο είδος, υποστηρίζουμε ότι δεν μας είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τη μουσική για χάρη μίας μόνο ωφέλειας αλλά περισσότερων». (1341b 32 – 37).

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η μουσική μπορεί να εξυπηρετήσει πολλές ωφέλειες είναι απολύτως προφανές ότι οι μουσικές προτιμήσεις οφείλουν να συνάδουν με την ωφέλεια που θέτουν ως στόχο: «Γίνεται φανερό από αυτά ότι ενδείκνυται να χρησιμοποιήσουμε όλες τις αρμονίες, όχι όμως όλες με τον ίδιο τρόπο, αλλά για παιδευτικούς σκοπούς αυτές που διακρίνονται για τον υψηλό ηθικό τους χαρακτήρα, αντίθετα τις πρακτικές και ενθουσιαστικές για ακουστική απόλαυση δεξιοτεχνών εκτελεστών μουσικών έργων». (1342a 1 – 4).

Μ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται σαφές ότι δε γίνεται αναφορά στη μουσική με την ευρύτερη έννοια της τέχνης, αλλά με τη στενότερη έννοια του εκπαιδευτικού εργαλείου. Γι’ αυτό κι επαναλαμβάνει: «Για παιδευτικούς σκοπούς όμως, επαναλαμβάνουμε, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε μελωδίες με ηθικοπλαστικό χαρακτήρα και τις ανάλογες αρμονίες». (1342a 28 – 29). Κι αν κάποιος αναρωτιέται ποια είναι τα κριτήρια που προσδίδουν ηθικοπλαστικό χαρακτήρα στη μουσική, ο Αριστοτέλης παραθέτει τρία: το «μέσον», το «δυνατόν» και το «πρέπον».

Το «μέσον» δε χρειάζεται ιδιαίτερες διευκρινίσεις. Είναι η γνωστή αριστοτελική μεσότητα, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στην αναζήτηση της αρετής σε όλα τα επίπεδα. Σχετικά με τη μουσική η μεσότητα καθορίζεται από την αποφυγή των ακραίων εξάρσεων, ρυθμών ή εντάσεων κι αυτός είναι και ο λόγος που για τους νέους προτείνεται ως καταλληλότερο άκουσμα η δωρική αρμονία: «επειδή επαινούμε τη μεσότητα σε σχέση με τις υπερβολές και ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να την επιδιώκουμε, και επιπλέον επειδή η δωριστί αρμονία τέτοια θέση έχει από τη φύση της σε σχέση με τις άλλες αρμονίες, φαίνεται καθαρά ότι οι νεότεροι πρέπει να διαπαιδαγωγούνται περισσότερο με τις δώριες μελωδίες». (1342b 14 – 17). Όμως, οι δώριες μελωδίες πρέπει να προτιμούνται για τους νέους και για έναν ακόμη λόγο: «Για τη δωριστί αρμονία όλοι συμφωνούν ότι είναι η πλέον σοβαρή και έχει πολύ ανδρείο χαρακτήρα». (1342b 12 – 14).

Όσο για το «δυνατόν» και το «πρέπον», ο Αριστοτέλης είναι αρκούντως κατατοπιστικός: «Ακόμη δύο είναι οι σκοποί, το δυνατόν και το πρέπον, και μάλιστα είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώκουμε πιο πολύ πράγματα δυνατά και πρέποντα για κάθε περίπτωση ανθρώπων. Αυτά είναι ήδη ορισμένα από τις ηλικίες, για παράδειγμα οι άνθρωποι με λιγότερες δυνάμεις λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν τραγουδούν εύκολα πολύ δυνατές αρμονίες, αλλά η κατάστασή τους επιτρέπει σε αυτές τις ηλικίες πιο χαμηλόφωνες αρμονίες». (1342b 17 – 23).

Με δυο λόγια, το «δυνατόν» και το «πρέπον» σχετίζονται με τις δυνατότητες και το τι ταιριάζει σε όλους τους ανθρώπους (θα λέγαμε ότι το ένα προεξοφλεί το άλλο). Η ηλικία προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας και των δύο κριτηρίων (σκοπών, όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, αφού τα κριτήρια είναι ανάλογα με τους σκοπούς που εξυπηρετούν).

Τα αναπόφευκτα γηρατειά είναι ακόμη ένα στοιχείο που πρέπει να λάβει υπόψη της η παιδεία στο πλαίσιο της διδασκαλίας της μουσικής: «Συνεπώς για τη μελλοντική μεγαλύτερη ηλικία τους, τη γεροντική, ενδείκνυται οι νέοι να γνωρίζουν τις ανάλογες αρμονίες και μελωδίες, όπως και κάθε άλλη επίσης ανάλογη αρμονία, η οποία ταιριάζει στην παιδική ηλικία, επειδή μπορεί να συνδυάσει κοσμιότητα και παιδεία». (1342b 27 – 32).

Το τελικό συμπέρασμα για τη μουσική παιδεία δηλώνεται πλέον απερίφραστα: «Έχουμε αποδείξει λοιπόν ότι αυτούς τους τρεις όρους οφείλουμε να θέσουμε ως βάση στην παιδεία, το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον». (1342b 33 – 34).

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.22–7.1.31

Ο Ξενοφώντας αποτρέπει την κατάληψη του αρχαίου Βυζαντίου

Μετά την άρνηση του Ξενοφώντα να αναλάβει την αρχηγία (βλ. ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.25–6.1.31), οι Μύριοι εξέλεξαν αρχηγό τον Χειρίσοφο και έπλευσαν αρχικά για την Ηράκλεια και στη συνέχεια για τη Χρυσόπολη. Με παρότρυνση του σατράπη της Μικρής Φρυγίας Φαρνάβαζου, που φοβόταν εκστρατεία των Μυρίων ενάντια στην επικράτειά του, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Αναξίβιος τους κάλεσε να περάσουν στο αρχαίο Βυζάντιο, υποσχόμενος μισθοδοσία. Όταν, όμως, αθέτησε την υπόσχεσή του και τους εγκατέλειψε έξω από τα τείχη της πόλης, αυτοί εξοργίστηκαν και προέτρεψαν τον Ξενοφώντα να καταλάβει το Βυζάντιο. Στο παρακάτω απόσπασμα δίνεται η απάντησή του.


[7.1.22] ὁ δ’ ἀπεκρίνατο· Ἀλλ’ εὖ γε
λέγετε καὶ ποιήσω ταῦτα· εἰ δὲ τούτων ἐπιθυμεῖτε, θέσθε
τὰ ὅπλα ἐν τάξει ὡς τάχιστα· βουλόμενος αὐτοὺς κατη-
ρεμίσαι· καὶ αὐτός τε παρηγγύα ταῦτα καὶ τοὺς ἄλλους
ἐκέλευε παρεγγυᾶν [καὶ] τίθεσθαι τὰ ὅπλα. [7.1.23] οἱ δὲ αὐτοὶ
ὑφ’ ἑαυτῶν ταττόμενοι οἵ τε ὁπλῖται ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ εἰς
ὀκτὼ ἐγένοντο καὶ οἱ πελτασταὶ ἐπὶ τὸ κέρας ἑκάτερον
παρεδεδραμήκεσαν. [7.1.24] τὸ δὲ χωρίον οἷον κάλλιστον ἐκτά-
ξασθαί ἐστι τὸ Θρᾴκιον καλούμενον, ἔρημον οἰκιῶν καὶ
πεδινόν. ἐπεὶ δὲ ἔκειτο τὰ ὅπλα καὶ κατηρεμίσθησαν,
συγκαλεῖ ὁ Ξενοφῶν τὴν στρατιὰν καὶ λέγει τάδε. [7.1.25] Ὅτι
μὲν ὀργίζεσθε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, καὶ νομίζετε δεινὰ
πάσχειν ἐξαπατώμενοι οὐ θαυμάζω. ἢν δὲ τῷ θυμῷ χαρι-
ζώμεθα καὶ Λακεδαιμονίους τε τοὺς παρόντας τῆς ἐξαπάτης
τιμωρησώμεθα καὶ τὴν πόλιν τὴν οὐδὲν αἰτίαν διαρπάσωμεν,
ἐνθυμεῖσθε ἃ ἔσται ἐντεῦθεν. [7.1.26] πολέμιοι μὲν ἐσόμεθα ἀπο-
δεδειγμένοι Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς συμμάχοις. οἷος δὲ
πόλεμος ἂν γένοιτο εἰκάζειν δὴ πάρεστιν, ἑορακότας καὶ
ἀναμνησθέντας τὰ νῦν δὴ γεγενημένα. [7.1.27] ἡμεῖς γὰρ οἱ Ἀθη-
ναῖοι ἤλθομεν εἰς τὸν πόλεμον τὸν πρὸς Λακεδαιμονίους καὶ
τοὺς συμμάχους ἔχοντες τριήρεις τὰς μὲν ἐν θαλάττῃ τὰς δ’
ἐν τοῖς νεωρίοις οὐκ ἐλάττους τριακοσίων, ὑπαρχόντων δὲ
πολλῶν χρημάτων ἐν τῇ πόλει καὶ προσόδου οὔσης κατ’
ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον
χιλίων ταλάντων· ἄρχοντες δὲ τῶν νήσων ἁπασῶν καὶ ἔν τε
τῇ Ἀσίᾳ πολλὰς ἔχοντες πόλεις καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ ἄλλας
τε πολλὰς καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Βυζάντιον, ὅπου νῦν ἐσμεν,
ἔχοντες κατεπολεμήθημεν οὕτως ὡς πάντες ὑμεῖς ἐπίστασθε.
[7.1.28] νῦν δὲ δὴ τί ἂν οἰόμεθα παθεῖν, Λακεδαιμονίοις μὲν καὶ τῶν
ἀρχαίων συμμάχων ὑπαρχόντων, Ἀθηναίων δὲ καὶ οἳ ἐκεί-
νοις τότε ἦσαν σύμμαχοι πάντων προσγεγενημένων, Τισσα-
φέρνους δὲ καὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ ἄλλων βαρβάρων πάντων
πολεμίων ἡμῖν ὄντων, πολεμιωτάτου δὲ αὐτοῦ τοῦ ἄνω
βασιλέως, ὃν ἤλθομεν ἀφαιρησόμενοι τὴν ἀρχὴν καὶ ἀπο-
κτενοῦντες, εἰ δυναίμεθα; τούτων δὴ πάντων ὁμοῦ ὄντων
ἔστι τις οὕτως ἄφρων ὅστις οἴεται ἂν ἡμᾶς περιγενέσθαι;
[7.1.29] μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα μηδ’ αἰσχρῶς ἀπολώμεθα πολέμιοι
ὄντες καὶ ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς ἡμετέροις αὐτῶν φίλοις τε
καὶ οἰκείοις. ἐν γὰρ ταῖς πόλεσίν εἰσι πάντες ταῖς ἐφ’
ἡμᾶς στρατευσομέναις, καὶ δικαίως, εἰ βάρβαρον μὲν πόλιν
οὐδεμίαν ἠθελήσαμεν κατασχεῖν, καὶ ταῦτα κρατοῦντες,
Ἑλληνίδα δὲ εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν πόλιν, ταύτην ἐξαλα-
πάξομεν. [7.1.30] ἐγὼ μὲν τοίνυν εὔχομαι πρὶν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ’
ὑμῶν γενόμενα μυρίας ἐμέ γε κατὰ τῆς γῆς ὀργυιὰς γενέσθαι.
καὶ ὑμῖν δὲ συμβουλεύω Ἕλληνας ὄντας τοῖς τῶν Ἑλλήνων
προεστηκόσι πειθομένους πειρᾶσθαι τῶν δικαίων τυγχάνειν.
ἐὰν δὲ μὴ δύνησθε ταῦτα, ἡμᾶς δεῖ ἀδικουμένους τῆς γοῦν
Ἑλλάδος μὴ στέρεσθαι. [7.1.31] καὶ νῦν μοι δοκεῖ πέμψαντας
Ἀναξιβίῳ εἰπεῖν ὅτι ἡμεῖς οὐδὲν βίαιον ποιήσοντες παρελη-
λύθαμεν εἰς τὴν πόλιν, ἀλλ’ ἢν μὲν δυνώμεθα παρ’ ὑμῶν
ἀγαθόν τι εὑρίσκεσθαι, εἰ δὲ μή, ἀλλὰ δηλώσοντες ὅτι οὐκ
ἐξαπατώμενοι ἀλλὰ πειθόμενοι ἐξερχόμεθα.

***
Αυτός δε θέλων να τους καθησυχάση τους απάντησε: «Πολύ ορθώς ομιλείτε και θα κάμω όσα ζητείτε∙ εάν θέλετε να πραγματοποιηθούν αι επιθυμίαι σας, καταθέσατε τα όπλα και συνταχθήτε αμέσως». Τότε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επρότεινεν εις όλον το στράτευμα και τους άλλους συνεβούλευε να μεταδίδουν προς αλλήλους την περί καταθέσεως των όπλων εντολήν του. Αυτοί δε μόνοι των ετακτοποιούντο. Και οι μεν οπλίται εντός ελαχίστου χρόνου παρετάχθησαν εις βάθος οκτώ ανδρών, οι δε πελτασταί έτρεχον εις τας δύο πτέρυγας του στρατεύματος. Ο τόπος, εις τον οποίον ετάχθησαν οι στρατιώται ήτο κατ' εξοχήν κατάλληλος προς παράταξιν στρατεύματος, ωνομάζετο δε Θράκιον και ήτο έρημον οικιών και πεδινόν. Επειδή λοιπόν τα όπλα κατετέθησαν και οι στρατιώται παρετάχθησαν ηρεμήσαντες πλέον, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στρατόν και λέγει τα εξής: «Στρατιώται, ότι μεν οργίζεσθε και νομίζετε ότι πάσχετε δεινά, με το να εξαπατάσθε, δι' αυτό δεν απορώ. Αν όμως παρασυρώμεθα από τον θυμόν μας και τους παρόντας Λακεδαιμονίους τιμωρήσωμεν δια την απάτην και την πόλιν, ήτις ουδόλως πταίει, διαρπάσωμεν, συλλογισθείτε ποία θα είναι η συνέπεια τούτων. Θα γίνωμεν κεκηρυγμένοι πολέμιοι των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος δύναται εκ τούτου να προέλθη, ημπορείτε βεβαίως να συμπεράνετε, αφού επί των ημερών μας έχομεν ίδει και ενθυμούμεθα ακόμη εκείνα τα οποία προ ολίγου έχουν συμβή. Διότι ημείς οι Αθηναίοι, ηρχίσαμεν τον πόλεμον με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, έχοντες τριήρεις άλλας εις την θάλασσαν και άλλας εις τα νεώρια, όχι ολιγωτέρας των τριακοσίων, είχομεν δε και πολλά χρήματα εις την πόλιν∙ επίσης είχομεν εισοδήματα κατ' έτος και από τους φόρους τους εισπραττομένους εν τη Αττική και από τους φόρους των συμμάχων όχι ολιγώτερα των χιλίων ταλάντων. Καίτοι δε είμεθα κύριοι όλων των νήσων και είχομεν υπό την εξουσίαν μας και εις την Ασίαν πολλάς πόλεις και εις την Ευρώπην, και πολλάς άλλας πόλεις και αυτό το ίδιον το Βυζάντιον, όπου τώρα ευρισκόμεθα, εν τούτοις ενικήθημεν κατά κράτος, όπως όλοι σας γνωρίζετε. Τώρα δε τι νομίζομεν ότι ηθέλομεν πάθει, ότε οι Λακεδαιμόνιοι έχουν ακόμη και τους αρχαίους συμμάχους, οι Αθηναίοι και όλοι οι τότε σύμμαχοι εκείνων έχουν προστεθή εις αυτούς (τους Λακεδαιμονίους), ο δε Τισσαφέρνης και όλοι οι κατοικούντες εις τα παραθαλάσσια βάρβαροι είναι εχθροί μας, καθώς εχθρός μας είναι και ο ίδιος ο βασιλεύς των Περσών, κατά του οποίου εξεστρατεύσαμεν δια να του αφαιρέσωμεν την αρχήν και να τον φονεύσωμεν, εάν ηδυνάμεθα; Αφού λοιπόν όλοι ούτοι είναι ηνωμένοι, υπάρχει κανείς τόσον ανόητος ώστε να νομίζη ότι ημείς θα τους ενικώμεν; Όχι, δι' όνομα των θεών, ας μη είμεθα τρελλοί και ας μη καταστραφώμεν κατά τρόπον επονείδιστον, κηρυσσόμενοι πολέμιοι και των πατρίδων μας και των φίλων μας και των οικείων μας. Όλοι ούτοι είναι εις τας πόλεις, αι οποίαι θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και δικαίως, εάν λεηλατήσωμεν την πρώτην ελληνικήν πόλιν εις την οποίαν εφθάσαμεν, αφού καμμίαν εχθρικήν πόλιν δεν ηθελήσαμεν να καταλάβωμεν και μάλιστα, ότε είμεθα νικηταί. Εγώ μεν λοιπόν εύχομαι προτού ζήσω και ίδω να γίνωνται ταύτα από σας, να χωθώ μέσα εις την γην πολλάς οργυιάς. Και σας συμβουλεύω, αφού είσθε Έλληνες, να προσπαθήτε να επιτυγχάνετε όσα θέλετε, πειθόμενοι εις τους ευρισκομένους επί κεφαλής της Ελλάδος. Εάν δε δεν δύνασθε να εύρετε το δίκαιόν σας, πρέπει ημείς να υπομείνωμεν την αδικίαν, ίνα μη στερηθώμεν τουλάχιστον της Ελλάδος. Και τώρα έχω την γνώμην, αφού στείλωμεν πρέσβεις προς τον Αναξίβιον, να του καταστήσωμεν γνωστόν ότι ημείς εισήλθομεν εις την πόλιν ουχί διά να διαπράξωμεν κάτι το βίαιον, αλλά διά να επιτύχωμεν από αυτούς κάτι καλόν, αν δυνηθώμεν, ει δε μη, τουλάχιστον διά να δηλώσωμεν εις αυτούς, ότι εξερχόμεθα της πόλεως όχι εξαπατώμενοι, αλλά πειθόμενοι».