Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

1. Σοφία και φιλοσοφία: Θαλής ο Μιλήσιος

1.1. Η «σοφία» και η «φιλοσοφία»

Η λέξη φιλοσοφία, που σημαίνει «αγάπη για τη σοφία, επιδίωξη της σοφίας», εμφανίζεται αρκετά αργά στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Απαντά σποραδικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και μόνο την εποχή του Πλάτωνα, στις αρχές του 4ου αιώνα, γίνεται προσπάθεια να καθοριστεί η ακριβής σημασία και το εύρος της εφαρμογής της. Η γενική ωστόσο πεποίθηση, τόσο των αρχαίων όσο και η δική μας, είναι ότι η φιλοσοφία έχει γεννηθεί πολύ νωρίτερα, από τις αρχές ακόμη του 6ου αιώνα. Ο Αριστοτέλης θα αποδώσει τον τίτλο των πρώτων φιλοσόφων σε τρεις στοχαστές από τη Μίλητο, στον Θαλή, στον Αναξίμανδρο και στον Αναξιμένη, και έκτοτε θα τον ακολουθήσουν όλοι οι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, αρχικά στις ιωνικές αποικίες και αργότερα στις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας, θα συντελεστεί η μετάβαση «από τον μύθο στον λόγο», η αντικατάσταση δηλαδή του μυθολογικού τρόπου σκέψης που χαρακτηρίζει την αρχαϊκή ποίηση από τον ορθό λόγο της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Από τον Θεόφραστο, τον μαθητή του Αριστοτέλη, ξεκινά και η διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο πεποίθηση ότι οι τρεις μιλήσιοι φιλόσοφοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο με σχέση μαθητείας. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής του Θαλή και ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξίμανδρου.

Αρκετά νωρίς λοιπόν διαμορφώνεται η εικόνα της φιλοσοφίας που θα κυριαρχήσει σε όλη την αρχαία σκέψη: η φιλοσοφία γεννιέται στην Ιωνία του 6ου αιώνα, όταν ένας νέος ορθολογικός τρόπος εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας υιοθετείται από μια ομάδα στοχαστών, όταν δημιουργείται μια πρώτη σχολή φιλοσόφων. Η φιλοσοφία είναι στενά συνδεδεμένη με τη διδασκαλία, αναπτύσσεται μέσα από την κοινή αναζήτηση δασκάλου και μαθητή.

Ιδιαίτερος φαίνεται να είναι ο ρόλος του Θαλή του Μιλήσιου σε αυτή τη θεωρητική επανάσταση. Είναι αυτός που, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, «ίδρυσε αυτή τη φιλοσοφία», όταν θεώρησε ότι πίσω από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα υπάρχει μια «αρχή» (μία φύσις, μία οὐσία) «από την οποία συνίστανται όλα τα πράγματα, από την οποία καταρχάς προήλθαν και στην οποία τελικά με τη φθορά τους θα καταλήξουν» (Μετά τα φυσικά Α 983b6-27). Κατά τον Θαλή, η σταθερή, αιώνια και αναλλοίωτη αυτή ουσία είναι το νερό. Αν η μαρτυρία του Αριστοτέλη είναι σωστή, τότε ο Θαλής δικαίως θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος. Η φιλοσοφία γεννιέται όταν στο μυαλό των ανθρώπων δημιουργείται η πεποίθηση ότι πίσω από το φαινομενικό χάος των γεγονότων υπάρχει μια κρυφή τάξη, μια τάξη που προέρχεται από απρόσωπες δυνάμεις. Το νερό του Θαλή είναι μια τέτοια απρόσωπη δύναμη: είναι η πρώτη φιλοσοφική έννοια.

Δυστυχώς τη σκέψη του Θαλή, όπως και όλων των πρώτων φιλοσόφων, τη γνωρίζουμε μόνο από δεύτερο χέρι. Κείμενα του ίδιου του Θαλή δεν έφτασαν ως τα χέρια μας - άλλωστε είναι εντελώς απίθανο να έγραψε οτιδήποτε ο Θαλής, αφού στην εποχή του ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να ανασυνθέτουμε τη σκέψη του από πολύ μεταγενέστερες, και όχι πάντοτε αξιόπιστες, πηγές.

Ο Πλάτων, για παράδειγμα, μας μεταφέρει ένα ανέκδοτο όπου ο Θαλής εμφανίζεται ως ο τυπικός αφηρημένος φιλόσοφος: «Λένε ότι κάποτε ο Θαλής κατάφερε να πέσει σε ένα πηγάδι, καθώς προχωρούσε παρατηρώντας τα άστρα και κοιτάζοντας προς τα πάνω· τότε μια ομορφούλα και ξύπνια θρακιώτισα υπηρέτρια τον πείραξε λέγοντάς του ότι επιθυμεί να μάθει τι συμβαίνει στον ουρανό και αγνοεί το τι γίνεται πίσω του και πλάι στα πόδια του» (Θεαίτητος 174a). Σε μια ιστορία πάλι του Αριστοτέλη ο Θαλής προβλέπει από τα άστρα μεγάλη σοδειά ελιάς και καπαρώνει εγκαίρως όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου και της Χίου, θέλοντας να αποδείξει σε όσους τον περιφρονούσαν για τη φτώχεια του ότι οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν εύκολα να πλουτίσουν αν το ήθελαν, δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός τους (Πολιτικά 1259a9).

Παράλληλα με την εικόνα του πρώτου φιλοσόφου, πλήθος μαρτυριών μάς ζωντανεύουν έναν διαφορετικό Θαλή, προσγειωμένο, πρακτικό και εφευρετικό. Για τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. ο Θαλής είναι σύμβολο επινοητικότητας και πολυπραγμοσύνης, είναι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Δεν μας είναι απολύτως σαφές τι κοινό είχαν οι επτά αυτές προσωπικότητες. Οι περισσότεροι είχαν πολιτική δράση, κάποιοι ήταν νομοθέτες, κάποιοι άλλοι υπήρξαν και ποιητές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από τους επτά μόνο ο Θαλής διεκδικεί τον τίτλο του φιλοσόφου. Ο σοφός προηγείται του φιλοσόφου, όπως η σοφία είναι προγενέστερη της φιλοσοφίας. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «σοφία» την εμπνευσμένη από την Αθηνά τέχνη του ναυπηγού (Ιλιάδα Ο 411) και ο Σόλων την εμπνευσμένη από τις Μούσες ποιητική τέχνη (Ελεγ. 1.52). Στη συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος, ο Κροίσος αναρωτιέται ποια είναι η πηγή της σοφίας του Σόλωνα και σπεύδει να τη συνδέσει αμέσως με τα πολλά ταξίδια του και την επιθυμία να δει καινούργια πράγματα (Ιστορίαι 1.30). Η «σοφία» λοιπόν της αρχαϊκής εποχής, η οποία είναι ταυτοχρόνως εμπνευσμένη από τους θεούς πρακτική δεξιότητα, χειρισμός του ποιητικού λόγου και επιτόπια έρευνα (ιστορία), κάποια στιγμή θα οδηγήσει στη «φιλοσοφία». Ο Θαλής φαίνεται να συμβολίζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν πρέπει να κατατάξουμε τον Θαλή στους σοφούς ή στους φιλοσόφους.


Βουτώντας (σ)τον καθρέφτη

.Jan van Eyck, Ζεύγος Arnolfini
Το 1474, ο Jan van Eyck έβαλε όλα τα επιτεύγματα της μαεστρίας του, αλλά και των εικαστικών της εποχής του, σε ένα μόνον έργο. Ήταν το Ζεύγος Arnolfini, στημένο ενώπιον του ζωγράφου σε στενόμακρο δωμάτιο και με το φως να εισβάλλει από τζαμωτό στ’ αριστερά. Ο Jan συγκέντρωνε σ’ αυτό όλους τους νέους κανόνες που καθιέρωνε η αναγεννησιακή προ-οπτική: βλέμμα κατευθυνόμενο από μπροστά προς διατάξεις και γραμμές του χώρου που ξεμακραίνουν προς το βάθος. Κι εκεί στο βάθος, κρεμασμένο στον τοίχο ακριβώς απέναντι, κεντραρισμένο στο “σημείο φυγής”, έβαλε κυκλικό κυρτό καθρέφτη, με το γυαλί να πλαισιώνεται με ζωγραφιές θρησκευτικές και με συμβολισμούς τόσο έντονους ώστε η σύγχρονη έρευνα τον αναγνώρισε ως “Μάτι του Θεού”. Στην επιφάνειά του όλα εικονίζονται αντίστροφα. Εδώ είναι οι πλάτες των μορφών που ποζάρουν στον ζωγράφο κι όλα τα πράγματα εικονίζονται απ’ την άλλη τη μεριά. Το έργο το σφραγίζει βεβαιότητα ατμοσφαιρική, καθώς τα μάτια του δημιουργού του βλέπουν με πληρότητα ώς τότε άγνωστη. Εν τέλει, στο Ζεύγος Arnolfini παίρνει ο ίδιος ο Jan τις ιδιότητες του καθρέφτη του. Το μάτι το θεϊκό, σε συμμετρία με τον ζωγράφο, γίνεται ισοδύναμό του. Ο Jan van Eyck δεν είναι πλέον μόνο αυτόπτης μάρτυς. Γίνεται παντεπόπτης

Πριν κάποια χρόνια, συζητούσαμε γι’ αυτά. Φοιτητής Αρχιτεκτονικής, ο Δ. πέταγε στα δάχτυλα και Ιστορία της Τέχνης και Οπτική. Σε δισδιάστατο χαρτί το ’χε εύκολο να σχεδιάζει και πράγματα και χώρους κι άξονες συμμετρίας και σημεία προβολής. Εκεί που τα ’χανε, ήταν όταν στέκονταν ο ίδιος στον καθρέφτη. Κι άγγιζε–ας πούμε– τον δεξί του ώμο, μα το είδωλό του έπιανε αριστερή πλευρά. Και τότε, ό,τι ήτανε στη θεωρία δεδομένο, φαινότανε στην πράξη παραμόρφωση. Διασάλευαν οι προβολές την τάξη των πραγμάτων του. Μπροστά στον καθρέφτη, ο Δ. δεν έβλεπε το είδωλό του. Έβλεπε από αυτό. Μαγεία! Που όμως του την κατέστρεφε μια εμμονικότητα αγχώδης στο κατά γράμμα της προσωπικής μετωπικής ματιάς. Φοβότανε η ομοιοστασία του κόσμου του τη σύμβαση που κρύβει η οφθαλμαπάτη των αντανακλάσεων. Κι έτσι, ό,τι για τον Jan van Eyck υπήρξε θρίαμβος, γινόταν για τον Δ. εμπειρία οδυνηρή.

Δεν υπάρχει τίποτε πιο συμβατικό απ’ τη μαγεία. Προϋπόθεσή της είναι το “έστω” μιας συγκατάβασης στο θάμβος, το “ας γίνει έτσι” μιας συμφιλίωσης με το όνειρο. To 1871, στο Through the looking glass, o Lewis Carroll είχε συνοψίσει τη συνθήκη στην επαναλαμβανόμενη φράση “Let’s pretend that…” που οδήγησε την Alice σε μια σειρά από παραμυθένιες περιπέτειες και, τελικά, την μεταμόρφωσε από λευκό πιόνι σε Ντάμα Κούπα. Η Αλίκη συμφώνησε στη διαφάνεια του καθρέφτη ο οποίος κρεμότανε πάνω απ’ το τζάκι. Καμώθηκε πως ήταν κάτι ομιχλώδες, αραχνοΰφαντο. Σκαρφάλωσε και πέρασε από μέσα του. Συμφώνησε και στις αρχές της συμμετρίας. Κι έτσι, όταν πήδησε στο δάπεδο της άλλης της μεριάς, βρήκε όντως μια φωτιά να καίει. Όμως με την ακόμη εντονότερη ζέση που η φαντασία της φούντωνε. Βρήκε και τα αντικείμενα του νέου δωματίου βαλμένα με την τάξη μιας αναλογίας μ’ αυτό που προηγούμενα ήξερε. Μόνο που, τώρα, ήταν ουσιωδώς πιο ενδιαφέροντα. Μπαίνοντας στο Looking-glass room, η Αλίκη έμπαινε σ’ ένα παιχνίδι. Κι αυτό είχε, βέβαια, τους όρους του. Άρεσαν στην Αλίκη γιατί ήταν “different as possible”.

Η αρχαιότητα είχε κι αυτή τα δικά της ευφάνταστα παιχνίδια με καθρέφτες. Ένα φημισμένο σώζεται από σχολιαστές κι από το λεξικό της Σούδας του 10ου αιώνα μ.Χ. Αφορά όμως τον Πυθαγόρα από τη Σάμο, φιλόσοφο, μαθηματικό και θεωρητικό της μουσικής του 6ου π.Χ. αιώνα. Διαβάζουμε τα εξής: “Του Πυθαγόρα είναι και το εξής παιχνίδι με κάτοπτρο (παίγνιον διὰ τοῦ κατόπτρου). Όταν είναι ολόγιομο το φεγγάρι (πληροσελήνου τῆς σελήνης οὔσης) κι αν κανείς γράψει με το αίμα του πάνω σ’ ένα καθρέφτη ό,τι θέλει (εἴ τις ἔσοπτρον ἐπιγράψειεν αἵματι ὅσα βούλεται), καθώς θα δείχνει προς τη σελήνη αυτά που έγραψε, κάποιος άλλος που θα στέκεται πίσω του, αν κοιτάξει τον κύκλο της σελήνης, θα μπορεί να διαβάσει όλα όσα έχουν γραφεί πάνω στον καθρέφτη σαν να είναι γραμμένα πάνω στο φεγγάρι (ἀναγνοίη πάντα τὰ ἐν τῷ κατόπτρῳ γεγραμμένα ὡς ἐπὶ τῆς σελήνης).” Έψαχνε πιθανά ο Πυθαγόρας τη γεωμετρία των αντανακλάσεων, στήνοντας οπτικές αναμετρήσεις σε μιαν ακολουθία αντιμέτωπων κατόπτρων, σε πλήρες σύστημα αντι-κατοπτρισμών. Τραβούσε τα οπτικά φαινόμενα σε όρια ανυπέρβλητα. Πιο πέρα ίσως απ’ ό,τι θα φαντάζονταν ο Carroll. Σε πάρε δώσε μ’ ένα μάτι θεϊκό μάλλον ασύλληπτο και για τον van Eyck. Δοκίμαζε ο Πυθαγόρας μια συμπαντική επικοινωνία φωτός. Ανταλλαγή μηνυμάτων κοσμικών με το φεγγάρι. Θα δούμε ότι οι παραδόσεις ήθελαν την τεχνική του να ’ναι ανάλογη μ’ εκείνην που εφάρμοζαν οι μάγισσες.

Μα, μοιάζει το φεγγάρι με καθρέφτη, τεράστιο και πανοπτικό.

Σ’ ένα πρώιμο έργο επιστημονικής φαντασίας του 2ου αιώνα μ.Χ., την Ἀληθῆ Ἱστορίαν (1.25-26) του Λουκιανού, αφού έχει προσεληνωθεί το αερόπλοιο της δράσης, ο συγγραφέας βρίσκει φρέαρ αβαθές, απ’ όπου οι Σεληνίτες ακούνε όλα όσα λέγονται στη γη, και ακριβώς από πάνω του ένα τεράστιο κάτοπτρο. Εκεί βλέπει ο Λουκιανός όλες τις πόλεις και τα έθνη. Βλέπει και την πατρίδα και τους οικείους του, ακριβώς όπως είναι κανονικά. Δεν ξέρει όμως αν κι αυτοί τον βλέπουν.

Η παρατήρηση, και μάλιστα η ωμή επέμβαση, στα μυστικά της σελήνης, των ουράνιων σωμάτων και της φύσης ολόκληρης βρισκότανε στη δικαιοδοσία της μαγείας. Μπορούσες να μάθεις καλά όλες τις φάσεις στο γέμισμα και τη χάση του φεγγαριού και, αν το έφερνε η ανάγκη, μπορούσες να το κατεβάσεις. Τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο Ιπποκράτης (Περὶ τῆς ἱερῆς νούσου 1. 4) αγανακτούσε μ’ αυτές τις πεποιθήσεις και πρακτικές: “Λένε πώς ξέρουνε να κατεβάζουν το φεγγάρι και ν’ αφανίζουνε τον ήλιο, να φέρνουνε χειμώνα ή καλοκαίρι, βροχές και καύματα, να κάνουνε τη θάλασσα απέραστη και άφορη τη γη κι όλα τα σχετικά, είτε με τελετές είτε και μέσω κάποιας άλλης γνώσης ή μελέτης (σελήνην καθαιρεῖν καὶ ἥλιον ἀφανίζειν καὶ χειμῶνά τε καὶ εὐδίην ποιεῖν καὶ ὄμβρους καὶ αὐχμοὺς καὶ θάλασσαν ἄπορον καὶ γῆν ἄφορον καὶ τἄλλα τὰ τοιουτότροπα πάντα ὑποδέχονται ἐπίστασθαι, εἴτε καὶ ἐκ τελετέων εἴτε καὶ ἐξ ἄλλης τινὸς γνώμης καὶ μελέτης).

Ανάλογα δυσφορούσε κι ο Πλάτωνας (Γοργίας 513a), που απέδιδε το κατέβασμα της σελήνης στις Θεσσαλές (τὰς τὴν σελήνην καθαιρούσας, τὰς Θετταλίδας). Αργότερα, οι τεράστιες δυνάμεις αυτών των γυναικών θα καταγραφόταν και σε επίγραμμα ανωνύμου το οποίο βρίσκουμε στην Anthologia Graeca (AP 14. 140. 1-3): “έργα… όμοια μ’ αυτά που οι γυναίκες/ παίζουνε οι Θεσσαλές./ Μαραίνουνε το μάτι της Σελήνης” (ἔργα… οἷα γυναῖκες/ Θεσσαλικαὶ παίζουσι. μαραίνεται όμμα Σελήνης).

Η Θεσσαλή η μάγισσα που κατεβάζει το φεγγάρι έγινε κοινός τόπος στη γραμματεία της αρχαιότητας. Οι αριστοφανικές Νεφέλες (749-52) έστησαν με την ευκαιρία χωρατό. Ο Στρεψιάδης έχει χρέη που τα προσαυξάνουν οι τόκοι. Καταφεύγει σ’ ένα “φροντιστήριον” σοφιστών για να μάθει κόλπα που να τον γλυτώσουν απ’ τους δανειστές του κι απ’ τις επαπειλούμενες μηνύσεις στο δικαστήριο. Συζητώντας με τον Σωκράτη, σκέφτεται.

“Αφού προσλάβω μάγισσα Θεσσαλή/ να κατεβάσω τη νύχτα τη σελήνη κι έπειτα/ να την κλείσω σε στρογγυλό κουτί,/ όπως έναν καθρέφτη, κι εκεί να την προσέχω”:

γυναῖκα φαρμακίδ’ εἰ πριάμενος Θετταλήν
καθέλοιμι νύκτωρ τὴν σελήνην, εἶτα δὴ
αὐτὴν καθείρξαιμ’ εἰς λοφεῖον στρογγύλον,
ὥσπερ κάτοπτρον, κᾆτα τηροίην ἔχων.


Ο Αριστοφάνης δίνει την πρωιμότερη μαρτυρία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με την πρακτική. Υποδεικνύει επίσης και τις γενικές γραμμές της λειτουργίας της.

Εστιάζοντας στο σχήμα μιας κυκλικής εφαρμογής –εν προκειμένω, σχήματος τόσο γεωμετρικού, όσο και λογοτεχνικού– προσφέρει το κλειδί της κατανόησης. Το βρίσκουμε στη χρήση του ρήματος τηρῶ, που σημαίνει παράλληλα ότι παρατηρώ, αλλά και κρατάω κάτι φυλαγμένο. Το φεγγάρι χωράει στο στρογγυλό κουτί κι άρα είναι καθρέφτης που με καθρέφτη ελέγχεται. Το θέμα είναι να προσέχεις, να παρατηρείς πώς το φεγγάρι κι ο καθρέφτης επικοινωνούν, σε αλληλεπίδραση ολικού συστήματος, σαν σε κλειστό κύκλωμα συμπαθητικής μαγείας. Κάπως έτσι κατέληξε στο συμπέρασμά του κι ο μεταγενέστερος σχολιαστής των αριστοφανικών Νεφελών, εκείνος του 10ου αιώνα μ.Χ., που απευθείας συνέδεσε τις μαγγανείες των Θεσσαλών γυναικών με το διὰ τοῦ κατόπτρου παίγνιον του Πυθαγόρα.

Η λεπτομέρεια που ο σχολιαστής δεν επεσήμανε –αλλά αξίζει να την αναρωτηθούμε– είναι πως σ’ αυτούς τους στίχους της κωμωδίας μπορεί και να ενσωμάτωσε ο Αριστοφάνης μια αυθεντική γητειά, όπως θα την τραγούδαγε μια Θεσσαλή φαρμακίς. Ο Στρεψιάδης κάνει κατάχρηση δυνατοτήτων –πράγμα βεβαίως που το επιτρέπει η κωμωδία– όταν φαντασιώνει πως ο ίδιος θα κατεβάσει το φεγγάρι κι όταν κατ’ επανάληψιν χρησιμοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο στις ευκτικές του. Αυτές, στην κυριολεξία τους, θα έκφραζαν ευχές –όμοιες μ’ εκείνο το “Let’s pretend that…” της σύμβασης του Lewis Carroll– μάλλον ταιριαστές στην επωδό μιας μάγισσας.

Το καλαμπούρι στις Νεφέλες, προκύπτει απ’ το γεγονός ότι η σκέψη για τη μαγγανεία συνδέεται με τα οικονομικά άγχη που βασάνιζαν τον Στρεψιάδη απ’ την αρχή του έργου, όταν παρατηρούσε τη σελήνη να προχωρεί στην εικοστή της μέρα κι έτσι να φτάνει στο τέλος του ο σεληνιακός μήνας (στ. 16-18). “Τι θα κερδίσεις μ’ αυτό;” –αναρωτιέται ο Σωκράτης μόλις έχει ακούσει την ιδέα για το κατέβασμα του φεγγαριού. “Τι θα κερδίσω;” –αποκρίνεται ο Στρεψιάδης. “Μα, αν ποτέ δεν ξαναβγεί φεγγάρι, δεν θα ’χω να πληρώνω. Τα χρέη υπολογίζονται ανά μήνα” (στ. 754-56).

Εύλογα απόρησε ο Σωκράτης. Γνώστης ο ίδιος των τεχνικών της γοητείας –οι Νεφέλες αφήνουν πολυάριθμες αιχμές εναντίον του ως προς αυτό το σημείο– ήξερε τους λόγους τους πραγματικούς που θα οδηγούσαν το φεγγάρι σ’ ένα καταγώγιον. Επρόκετο για πρακτική μαγείας ερωτικής. Τον 3ο π.Χ. αιώνα, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου, που αναδιηγούνταν θρύλους γύρω απ’ τον πόθο της Μήδειας για τον Ιάσωνα, εμφάνιζαν τη Μήνη, Τιτανίδα θεά του φεγγαριού, να εξαναγκάζεται από επωδούς να χωθεί στο σκοτάδι, στη σπηλιά του έρωτα και με τη σκέψη του έρωτα (μνησαμένη φιλότητος), για να διευκολύνει τα έργα που η μάγισσα αγαπάει (IV 59-61). Ίδια ήταν η περίσταση και με τις επαγγελματίες του έρωτα. Η τεχνική του κατάγειν τὴν σελήνην, την οποία θα έθετε σε κίνηση η φαρμακίς για λογαριασμό μιας εταίρας, αφορούσε στο ξελόγιασμα, στην αποπλάνηση, εντέλει στην υφαρπαγή του επιθυμητού εραστή (ἀπέσπασεν ἀπ’ ἐμοῦ ὑπαγαγοῦσα) όπως την καταγράφουν, για παράδειγμα, οι Εταιρικοί Διάλογοι του Λουκιανού, στη συζήτηση μεταξύ Γλυκέριον και Θαΐδας.

Είτε στην εκδοχή της αιματηρής πυθαγόρειας διερεύνησης, είτε και με τη λάμψη του γυναικείου φτιασιδώματος, τα διά των κατόπτρων παίγνια ούτε εύκολα ήταν ούτε χωρίς κόστος. Προϋπέθεταν μια έλξη κι ένα πάθος. Στο κάτω κάτω της γραφής, για το φεγγάρι επρόκειτο. Ποιος θα το πείραζε ποτέ για πλάκα;

Ο Κήπος της Σιωπηλής Γνώσης: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από τις Λέξεις

Στην αρχή δεν ήταν ο Λόγος, αλλά η Σιωπή που κρατούσε όλες τις λέξεις ανείπωτες


Ο Καθρέφτης της Σάρκας και του Πνεύματος

Υπάρχει ένα ιερό κατώφλι όπου τα βήματα του αναζητητή γίνονται σιωπηλά, όπου η αδιάκοπη φλυαρία της συσσωρευμένης γνώσης διαλύεται σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ανατέλλοντα ήλιο. Εδώ, σε αυτόν τον μεταιχμιακό χώρο μεταξύ γνώσης και αγνωσίας, η σοφή ψυχή ανακαλύπτει αυτό που οι βιβλιοθήκες δεν μπορούν να περιέχουν και που οι λέξεις δεν μπορούν ποτέ να συλλάβουν—την ζωντανή αλήθεια που αναπνέει μέσα στο ίδιο το μεδούλι της ύπαρξης.

Ο ανόητος χτίζει πύργους από βιβλία, κατασκευάζοντας περίπλοκους καθεδρικούς ναούς από έννοιες και θεωρίες, πιστεύοντας ότι η σοφία κατοικεί στην αρχιτεκτονική της γλώσσας. Ωστόσο, η αλήθεια δεν είναι πεταλούδα για να καρφιτσωθεί στον πίνακα του συλλέκτη, ούτε λουλούδι για να πιεστεί ανάμεσα σε σελίδες. Είναι ο ίδιος ο άνεμος—γίνεται αισθητός αλλά ποτέ δεν κρατιέται, γνωρίζεται αλλά ποτέ δεν κατέχεται.

Το Παρατηρητήριο του Εσωτερικού Ματιού

Παρατηρήστε τον σοφό στο ιερό του έργο: κάθεται σε σιωπή, όχι με κλειστά μάτια για να ξεφύγει, αλλά με το βλέμμα στραμμένο ταυτόχρονα προς τα μέσα και προς τα έξω. Έχει μάθει την αρχαία τέχνη της διπλής όρασης—αντιλαμβάνεται τον χορό των φαινομένων ενώ παραμένει ριζωμένος στον αμετάβλητο μάρτυρα που παρατηρεί κάθε χορό.

Στο εργαστήριο της ίδιας του της ύπαρξης, διεξάγει πειράματα πιο βαθιά από οποιαδήποτε γήινη επιστήμη. Παρατηρεί την άνοδο και την πτώση των συναισθημάτων όπως οι παλίρροιες στην ακτή της συνείδησης. Βλέπει τις σκέψεις να αναδύονται από το κενό όπως τα αστέρια που εμφανίζονται στον σκοτεινό ουρανό, λαμπρά για μια στιγμή, και μετά διαλύονται ξανά στο άπειρο σκοτάδι από το οποίο προήλθαν.

Ο κόσμος γίνεται το χειρόγραφό του, γραμμένο όχι με μελάνι αλλά με φως και σκιά, με τον ψίθυρο του ανέμου μέσα από τα φύλλα, με την σιωπηλή κραυγή των λίθων που λειαίνονται από αιώνες βροχής. Κάθε στιγμή γίνεται ένας στίχος στο ατέλειωτο ποίημα της γέννησης και της φθοράς.

Η Αλχημεία της Προσοχής

Αυτό που οι μυστικιστές του παρελθόντος ονόμαζαν το Μεγάλο Έργο εκτυλίσσεται όχι σε χωνευτήρια και αποστακτήρες, αλλά στο χωνευτήρι της παρούσας στιγμής. Ο σοφός μαθαίνει να μετατρέπει το μολύβι της συνηθισμένης αντίληψης στο χρυσάφι της άμεσης γνώσης. Ανακαλύπτει ότι η ίδια η προσοχή είναι η φιλοσοφική λίθος—εκείνη η ποιότητα της συνειδητότητας που μεταμορφώνει ό,τι αγγίζει.

Δείτε πώς περπατούν στον κόσμο: κάθε βήμα μια προσευχή, κάθε αναπνοή μια κοινωνία με το αόρατο. Το όριο μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου αρχίζει να τρεμοπαίζει και να διαλύεται. Συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ξεχωριστοί από αυτό που παρατηρούν, αλλά είναι η ίδια η παρατήρηση, ντυμένη προσωρινά με τα ενδύματα της μορφής.

Οι ανόητοι αναζητούν την αλήθεια σε μακρινά μέρη—σε ιερά κείμενα γραμμένα από χέρια που έχουν προ πολλού επιστρέψει στη σκόνη, στα λόγια δασκάλων που μίλησαν από τη δική τους στιγμιαία ματιά στο αιώνιο. Αλλά ο σοφός έχει ανακαλύψει ότι η αλήθεια δεν είναι ποτέ μακριά, ποτέ απούσα, ποτέ κρυμμένη παρά μόνο από την ίδια την αναζήτηση που κοιτάζει παντού εκτός από εδώ, κάθε πότε εκτός από τώρα.

Η Βιβλιοθήκη των Φύλλων και του Φωτός

Ενώ οι λόγιοι συζητούν στις αίθουσες της μάθησης, αναλύοντας την αρχαία σοφία σε εύπεπτα κομμάτια, ο αληθινός μαθητής κάθεται κάτω από ένα μόνο δέντρο και δέχεται διδασκαλίες που θα γέμιζαν δέκα χιλιάδες τόμους. Τα φύλλα που θροΐζουν μιλούν για την παροδικότητα, ο σταθερός κορμός για ό,τι αντέχει πέρα από κάθε αλλαγή. Το παιχνίδι του ηλιακού φωτός μέσα από τα κλαδιά αποκαλύπτει τον χορό μεταξύ μορφής και κενού, μεταξύ των πολλών και του ενός.

Κάθε λεπίδα χλόης γίνεται σούτρα, κάθε σύννεφο δάσκαλος που δείχνει προς τον ουράνιο νου που περιέχει κάθε καιρό αλλά δεν αγγίζεται από κανέναν. Ο σοφός διαβάζει αυτό το ανοιχτό βιβλίο με μάτια που έχουν μάθει να βλέπουν πέρα από το πέπλο των ονομάτων και των ετικετών, πέρα από τη φυλακή της ταξινόμησης που χωρίζει τον ζωντανό κόσμο σε νεκρές κατηγορίες.

Κατανοούν ότι η αλήθεια δεν είναι πληροφορία για να συλλεχθεί, αλλά αναγνώριση για να βιωθεί. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται, αλλά κάτι που πρέπει να θυμηθεί—το πρωταρχικό πρόσωπο που ήταν παρόν πριν από την πρώτη σκέψη, η φυσική κατάσταση που υπάρχει πριν από κάθε αναζήτηση και εύρεση.

Το Παράδοξο της Ατραπού Χωρίς Μονοπάτι

Εδώ βρίσκεται το μεγάλο μυστήριο: ο δρόμος προς την αλήθεια απαιτεί να απομακρυνθείς από όλους τους δρόμους, η γνώση της πραγματικότητας απαιτεί την αγνωσία όλων όσων δεν είναι αληθινά. Ο σοφός αναζητητής γίνεται σαν το νερό, παίρνοντας το σχήμα όποιου δοχείου το κρατάει, χωρίς ποτέ να ξεχνά την ουσιαστική του ρευστότητα.

Μαθαίνει την τέχνη να κρατά τις έννοιες ελαφρά, χρησιμοποιώντας τις λέξεις σαν ποιητής παρά σαν δικηγόρος—όχι για να συλλάβει την αλήθεια, αλλά για να δείξει προς αυτήν, όχι για να την κατέχει, αλλά για να κάνει χειρονομίες πέρα από τον εαυτό του προς το άφωνο θαύμα που προηγείται κάθε γλώσσας.

Σε αυτή την κατάσταση της φωτεινής αγνωσίας, τα όρια του εαυτού αρχίζουν να μαλακώνουν. Ο παρατηρητής συνειδητοποιεί ότι παρατηρεί τον εαυτό του να παρατηρεί, η συνείδηση αναγνωρίζει τη δική της φύση στον καθρέφτη της φαινομενικής πολλαπλότητας. Υποκείμενο και αντικείμενο αποκαλύπτονται ως διακυμάνσεις μέσα σε μια βαθύτερη ενότητα που δεν ήταν ποτέ πραγματικά διαιρεμένη.

Η Αυγή της Συνηθισμένης Μαγείας

Αυτό που οι μυστικιστές ανακαλύπτουν στους βαθύτερους στοχασμούς τους δεν είναι εξωτικό ή υπερφυσικό, αλλά τόσο συνηθισμένο που έχει παραβλεφθεί, τόσο παρόν που έχει αγνοηθεί. Το εξαιρετικό κρύβεται μέσα στις πιο καθημερινές στιγμές—στην απλή πράξη της αναπνοής, στο θαύμα της συνείδησης που αναγνωρίζει τον εαυτό της, στην ατέλειωτη δημιουργικότητα της συνείδησης που εμφανίζεται ως αυτός ο συνεχώς μεταβαλλόμενος κόσμος.

Ο σοφός συνειδητοποιεί ότι η φώτιση δεν είναι επίτευγμα αλλά αναγνώριση, όχι προορισμός αλλά το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο ξετυλίγονται όλα τα ταξίδια. Ανακαλύπτει ότι ήταν πάντα αυτό που αναζητούσε, ήταν πάντα στο σπίτι ενώ πίστευε ότι ήταν περιπλανώμενος στην εξορία.

Αυτή η αναγνώριση δεν φέρνει την ικανοποίηση του να έχεις επιτέλους βρει κάτι, αλλά το απαλό γέλιο της συνειδητοποίησης αυτού που δεν χάθηκε ποτέ. Η αναζήτηση τελειώνει όχι με την απόκτηση, αλλά με την κατανόηση ότι αυτό που αναζητήθηκε ήταν ο αναζητητής από την αρχή.

Η Ατέλειωτη Αρχή

Και έτσι ο σοφός συνεχίζει την ιερή του παρατήρηση, όχι πλέον αναζητώντας αλλά γιορτάζοντας, όχι πλέον προσπαθώντας να γίνει αλλά απολαμβάνοντας αυτό που ήταν πάντα. Έχει μάθει το μυστικό που καμία βιβλιοθήκη δεν μπορεί να περιέχει: ότι η αλήθεια δεν είναι κατοχή για να κατέχεται, αλλά η ίδια η φύση αυτού που θα την κατείχε.

Περπατά με θαυμασμό σε έναν κόσμο που αποκαλύπτεται ως τίποτα άλλο παρά η συνείδηση που παίζει κρυφτό με τον εαυτό της—μερικές φορές ξεχνώντας τη φύση της για να βιώσει τη συγκίνηση της επανανακάλυψης, μερικές φορές θυμούμενος για να απολαύσει το κοσμικό αστείο της θεϊκής αμνησίας.

Στο τέλος, η μεγαλύτερη σοφία είναι η απλούστερη: να είσαι αυτό που είσαι, να βλέπεις αυτό που είναι, να αγαπάς αυτό που εμφανίζεται, και να αναπαύεσαι στη γνώση που δεν ήταν ποτέ απούσα. Αυτή είναι η αληθινή ζωή που οι σοφοί ανακαλύπτουν όχι σε κανένα βιβλίο, αλλά στη ζωντανή βιβλιοθήκη της δικής τους αφυπνισμένης συνειδητότητας—για πάντα γράφοντας τον εαυτό της στην ύπαρξη, για πάντα διαβάζοντας τον εαυτό της στα πρόσωπα όλων των όντων, για πάντα ο συγγραφέας και η ιστορία, ο αναζητητής και το αναζητούμενο, η ερώτηση και η απάντηση που αναπνέουν ως ένα.

Η Φλόγα της Φώτισης: Ένα Ταξίδι Πέρα από τις Λέξεις

Στη σιγή του αιώνιου παρόντος, εκεί όπου η ανάσα του σύμπαντος ψιθυρίζει μυστικά στην ψυχή, βρίσκεται μια αλήθεια τόσο λαμπερή, τόσο απέραντη, που διαφεύγει από τη σύλληψη της σκέψης. Η φώτιση—αυτό το λαμπερό κόσμημα της ύπαρξης, αυτή η αφύπνιση στον παλλόμενο πυρήνα της πραγματικότητας, αυτή η ένωση με το θείο—δεν είναι ένα μακρινό όνειρο υφασμένο από τα νήματα της φαντασίας. Δεν είναι μια ιστορία ειπωμένη από σοφούς ούτε ένα δόγμα χαραγμένο στην πέτρα. Όχι, η φώτιση είναι αληθινή μόνο όταν τη βιώνουμε—όταν το πέπλο της αυταπάτης διαλύεται και το απεριόριστο φως της ύπαρξης πλημμυρίζει τους θαλάμους της συνείδησής μας.

Το να μιλάμε για φώτιση είναι σαν να χορεύουμε στην άκρη της σιωπής, γιατί οι λέξεις δεν είναι παρά σκιές του ανέκφραστου. Μπορούμε να υφάνουμε υφαντά φιλοσοφίας, να ράψουμε μεγαλοπρεπείς θεωρίες για το εγώ και το σύμπαν, αλλά αυτές δεν είναι παρά απόηχοι, αχνά κυματάκια στην επιφάνεια μιας απύθμενης θάλασσας. Η φαντασία, επίσης, όσο ιερό δώρο κι αν είναι, είναι ένας ζωγράφος οπτασιών—δημιουργεί οράματα χρυσών βασιλείων και ουράνιων χορών, αλλά αυτά παραμένουν φαντάσματα μέχρι η ψυχή να περάσει πέρα από τον καμβά και να εισέλθει στη ζώσα φλόγα της αλήθειας.

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η εμπειρία που μεταμορφώνει το αφηρημένο σε πραγματικό, το μακρινό σε οικείο; Είναι η στιγμή που ο νους, κουρασμένος από την αέναη φλυαρία του, σιγεί—όχι με βία, αλλά με παράδοση. Είναι το δευτερόλεπτο που η καρδιά, απογυμνωμένη από την πανοπλία της, ανοίγει σαν λωτός στην αυγή. Είναι η διάλυση του «εγώ» που γαντζώνεται στη διάκριση, λιώνοντας μέσα στο άπειρο «εμείς» που ήταν πάντα εκεί. Αυτό δεν είναι μια έννοια για να κατανοηθεί, αλλά μια κατάσταση για να βιωθεί—μια κοινωνία με τον θείο παλμό που ζωογονεί κάθε αστέρι, κάθε φύλλο, κάθε φευγαλέα ανάσα.

Στις παραδόσεις των μυστών, διαμέσου των ποταμών του χρόνου και των βουνών των πολιτισμών, αυτή η αλήθεια αντηχεί. Ο Σούφι στροβιλίζεται σε έκσταση, χάνοντας τον εαυτό του στον Αγαπημένο μέχρι που δεν απομένει εαυτός—μόνο ο χορός, μόνο το Ένα. Ο Ζεν μοναχός κάθεται ακίνητος, η ανάσα και το κοάν του διαλύονται στο κενό, μέχρι που το κενό αποκαλύπτεται ως πληρότητα. Ο γιόγκι, με τη σπονδυλική στήλη πυρακτωμένη από τη φωτιά της κουνταλίνι, συγχωνεύεται με την κοσμική ανάσα, γευόμενος το νέκταρ της αιωνιότητας. Αυτές δεν είναι απλώς ιστορίες· είναι χάρτες χαραγμένοι από εκείνους που περπάτησαν το απάτητο μονοπάτι, δείχνοντας όχι προς έναν προορισμό, αλλά προς μια αφύπνιση μέσα στο ίδιο το βήμα.

Κι όμως, πόσο εύκολα παρεκκλίνουμε! Χτίζουμε πύργους από πεποιθήσεις, μπερδεύοντας τις σκαλωσιές με τον ουρανό. Μιλάμε για τον Θεό, για την Πραγματικότητα, για την Αλήθεια, λες και είναι αντικείμενα προς κατοχή, ιδέες προς καταγραφή. Φανταζόμαστε τη φώτιση ως ένα στέμμα για να φορέσουμε, ένα έπαθλο για να διεκδικήσουμε ύστερα από χρόνια κόπου. Όμως, το θείο δεν είναι ανταμοιβή για τους έξυπνους ή τους ευσεβείς—είναι η πάντα παρούσα φλόγα που καίει κάτω από τις αυταπάτες μας, περιμένοντας να στραφούμε και να τη δούμε. Να τη βιώσουμε δεν σημαίνει να την αποκτήσουμε, γιατί ποτέ δεν χάθηκε· σημαίνει να τη θυμηθούμε, να βγούμε από το όνειρο του διαχωρισμού και να μπούμε στην εγρήγορση της ενότητας.

Φαντάσου μια νύχτα χωρίς αστέρια, τον κόσμο τυλιγμένο στο σκοτάδι. Ξαφνικά, μια μοναδική φλόγα ανάβει—ένα κερί, ένας πυρσός, μια σπίθα—και στο φως της, το σκοτάδι υποχωρεί. Το δωμάτιο, που κάποτε ήταν αόρατο, αποκαλύπτει τα περιγράμματά του· ο αέρας, που κάποτε ήταν ακίνητος, πάλλεται με ζεστασιά. Έτσι είναι και η φώτιση. Η εμπειρία δεν είναι η δημιουργία του φωτός, αλλά η αναγνώριση ότι το φως ήταν πάντα εκεί, κρυμμένο από τους καταρράκτες που δημιουργήσαμε μόνοι μας. Και ποιοι είναι αυτοί οι καταρράκτες; Το ασταμάτητο πιάσιμο του νου, η επίμονη κραυγή του εγώ, η πεποίθηση ότι είμαστε μικροί, διαχωρισμένοι, εφήμεροι. Να βιώσουμε τη φώτιση σημαίνει να αφήσουμε αυτά να πέσουν, όπως τα φύλλα που παρασύρει ο φθινοπωρινός άνεμος, αποκαλύπτοντας την αδιάσπαστη έκταση της ύπαρξης από κάτω.

Αλλά αυτό δεν είναι μια παθητική ολίσθηση στην ανυπαρξία. Οι μυστικιστές μιλούν για προσπάθεια και χάρη δεμένες μεταξύ τους—ένα παράδοξο που αψηφά τον γραμμικό νου. Πρέπει να αναζητήσουμε, να λαχταρήσουμε, να γυαλίσουμε τον καθρέφτη της ψυχής μέχρι να αντανακλά το θείο χωρίς παραμόρφωση. Και όμως, στη στιγμή της αποκάλυψης, δεν είναι η επιδίωξή μας που αποκαλύπτει την αλήθεια—είναι η παράδοση, η εγκατάλειψη, το άλμα στο άγνωστο. Όπως ένα πουλί που ελευθερώνεται από το κλουβί, η ψυχή δεν βρίσκει την ελευθερία· ανακαλύπτει ότι η ελευθερία ήταν ανέκαθεν η φύση της.

Και τι να πούμε για αυτή την ένωση με τον Θεό, αυτή την αφύπνιση στην Πραγματικότητα; Δεν είναι η συγχώνευση με κάποια μακρινή θεότητα, ενθρονισμένη πέρα από τα σύννεφα. Είναι η συνειδητοποίηση ότι το θείο δεν είναι ξεχωριστό από εμάς—ότι το κύμα δεν είναι άλλο από τον ωκεανό, η σπίθα δεν είναι χωριστή από τη φωτιά. Να το βιώσεις σημαίνει να νιώσεις τον καρδιακό παλμό της ύπαρξης ως δικό σου, να δεις στα μάτια του ξένου τον καθρέφτη της ψυχής σου, να ακούσεις τον άνεμο ως τη φωνή του αιώνιου. Είναι να περπατάς στον κόσμο όχι ως προσκυνητής που αναζητά ένα ιερό, αλλά ως το ίδιο το ιερό, ακτινοβόλο με την παρουσία του απείρου.

Κι όμως, οι λέξεις εδώ αστοχούν, όπως είναι φυσικό. Η εμπειρία της φώτισης είναι ένα τραγούδι χωρίς ήχο, ένα φως χωρίς μορφή, μια αγάπη χωρίς αντικείμενο. Είναι η γεύση της βροχής σε μια διψασμένη γλώσσα, το άρωμα ενός λουλουδιού που ανθίζει μέσα στο κενό. Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν, να γράψουμε γι’ αυτήν, να την ονειρευτούμε, αλλά μέχρι η ψυχή να βυθιστεί στα βάθη της, παραμένει μια σκιά στον τοίχο της σπηλιάς. Να τη ζήσεις σημαίνει να βγεις από τη σπηλιά εντελώς, σε μια πραγματικότητα τόσο απέραντη, τόσο ζωντανή, που κάθε στιγμή γίνεται ύμνος, κάθε ανάσα προσευχή.

Ας μη μιλάμε, λοιπόν, απλώς για τη φώτιση, ούτε να παραμένουμε στη βολική ασφάλεια της φαντασίας. Ας τολμήσουμε να τη βιώσουμε—να καθίσουμε στη σιωπή μέχρι η σιωπή να μιλήσει, να αγαπήσουμε μέχρι τα όρια του εαυτού να διαλυθούν, να αναζητήσουμε μέχρι η αναζήτηση να γίνει εύρεση. Γιατί η φώτιση είναι αληθινή—όχι ως έννοια, όχι ως ελπίδα, αλλά ως η ζωντανή αλήθεια που μας περιμένει τη στιγμή που θα στραφούμε προς τα μέσα και θα αντικρίσουμε τη φλόγα που ποτέ δεν σβήνει.

Η Απεραντοσύνη της Ύπαρξης: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στην Αυτογνωσία

Στην απεραντοσύνη της ύπαρξης, όπου τα αστέρια ψιθυρίζουν μυστικά στο κενό και οι άνεμοι μεταφέρουν τα τραγούδια αόρατων κόσμων, υπάρχει μια αλήθεια τόσο βαθιά, τόσο ακτινοβόλα, που διαφεύγει από τη σύλληψη του συνηθισμένου νου. Αυτή η αλήθεια δεν βρίσκεται στη βοή των σκέψεών μας, ούτε στις φευγαλέες σκιές των επιθυμιών μας, ούτε στις αλυσίδες που σφυρηλατούμε από τις επιδιώξεις μας. Είναι η απεραντοσύνη της φύσης μας—μια απεριόριστη, αιώνια ουσία που κατοικεί μέσα μας, περιμένοντας να γνωριστεί. Η αυτογνωσία, λένε οι μυστικιστές, δεν είναι η καταγραφή των περιορισμών, αλλά η απελευθέρωση της ψυχής από τις ίδιες της τις ψευδαισθήσεις, μια επιστροφή στο άπειρο από το οποίο ποτέ δεν έχουμε πραγματικά απομακρυνθεί.

Το Πέπλο του Μικρού Εαυτού

Ξεκινάμε τη ζωή μας ως περιπλανώμενοι, χαμένοι σε ένα όνειρο διαχωρισμού. Ο κόσμος μάς διδάσκει να βλέπουμε τον εαυτό μας ως θραύσματα—μικρά, εύθραυστα, ορισμένα από τα όρια του δέρματός μας, το βάρος των φόβων μας, τα σύνορα των φιλοδοξιών μας. Δίνουμε στον εαυτό μας ονόματα μέσα από τους ρόλους μας, τα αποκτήματά μας, τις νίκες και τις πληγές μας. «Είμαι αυτό», λέμε, δείχνοντας τον καθρέφτη του νου, όπου οι σκέψεις στροβιλίζονται σαν ανήσυχοι άνεμοι, και οι επιθυμίες τρεμοπαίζουν σαν φλόγες καταδικασμένες να σβήσουν. Όμως, με αυτή την ονομασία, δένουμε τον εαυτό μας με αλυσίδες που δεν βλέπουμε, μπερδεύοντας την επιφάνεια με τα βάθη, το κύμα με τον ωκεανό.

Η αυτογνωσία, όπως συνήθως νοείται, γίνεται μια φυλακή αυτοεξέτασης. Παρατηρούμε τους περιορισμούς μας και το ονομάζουμε αλήθεια. Μετράμε την αξία μας από όσα μας λείπουν, από τις ηχώ των αμφιβολιών μας, από τις επιδιώξεις που μας τραβούν συνεχώς προς τα έξω, μακριά από το κέντρο μας. Όμως οι μυστικιστές, αυτές οι φωτεινές ψυχές που έχουν κοιτάξει πέρα από το πέπλο, ψιθυρίζουν ένα διαφορετικό τραγούδι: Δεν είσαι οι αλυσίδες που φοράς. Δεν είσαι οι σκέψεις που σε δεσμεύουν. Είσαι η απεραντοσύνη που τα περιέχει όλα.

Το Κάλεσμα του Απείρου

Να γνωρίσεις τον εαυτό σου δεν σημαίνει να τον αναλύσεις, αλλά να τον διαλύσεις. Είναι να σταθείς στο χείλος του γνωστού και να πηδήξεις στο άγνωστο, εκεί όπου η καρδιά τρέμει από δέος και ο νους σιωπά μπροστά στο μυστήριο. Φαντάσου μια σταγόνα νερού που τρέμει πάνω στο φύλλο ενός απέραντου δάσους, πιστεύοντας ότι είναι μόνη, ξεχωριστή, πεπερασμένη. Και φαντάσου τη στιγμή που πέφτει, συγχωνευόμενη με το ποτάμι, τη θάλασσα, την απέραντη έκταση από την οποία προήλθε. Αυτό είναι το ταξίδι της αυτογνωσίας—όχι η παρατήρηση της σταγόνας, αλλά η ανάμνηση του ωκεανού.

Η απεραντοσύνη της φύσης μας δεν είναι ένα μακρινό αστέρι που πρέπει να φτάσουμε, αλλά μια παρουσία που δεν μας έχει ποτέ εγκαταλείψει. Αντηχεί κάτω από τον θόρυβο των ημερών μας, μια σιωπηλή λάμψη που περιμένει να στραφούμε προς τα μέσα. Ο Σούφι ποιητής Ρουμί έγραψε κάποτε: «Δεν είσαι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είσαι ολόκληρος ο ωκεανός σε μια σταγόνα.» Τι απεραντοσύνη κρύβεται μέσα μας, αγνώριστη! Τι γαλαξίες περιστρέφονται στη σιωπή της ύπαρξής μας, τι αιωνιότητες ξεδιπλώνονται στον χώρο ανάμεσα στις αναπνοές μας!

Οι Αλυσίδες της Ψευδαίσθησης

Κι όμως, πόσο σφιχτά κρατάμε τις αλυσίδες μας! Οι σκέψεις που τρέχουν ασταμάτητα—ατελείωτες, επίμονες—γίνονται τα κάγκελα του κλουβιού μας. «Πρέπει να γίνω», λέμε, κυνηγώντας σκιές επιτυχίας, αγάπης, νοήματος. «Πρέπει να αποφύγω», ψιθυρίζουμε, τρέχοντας μακριά από τα φαντάσματα της αποτυχίας, της απώλειας, της ντροπής. Και σε αυτόν τον χορό της επιδίωξης και της αποφυγής, ξεχνάμε τη σιωπή που τα παρατηρεί όλα, τη συνειδητότητα που κρατά κάθε σκέψη όπως μια μητέρα κρατάει ένα ανήσυχο παιδί.

Οι επιθυμίες, επίσης, είναι αλυσίδες—όμορφες, σαγηνευτικές, αλλά φευγαλέες. Υπόσχονται πληρότητα, αλλά παραδίδουν μόνο πείνα. Ο μυστικιστής δεν περιφρονεί την επιθυμία, αλλά τη διαπερνά, γνωρίζοντας ότι είναι ένας αντικατοπτρισμός που δημιουργείται από μια βαθύτερη λαχτάρα: τον πόθο της ψυχής να επιστρέψει στον εαυτό της, στην απεραντοσύνη που έχει ξεχάσει. Οι επιδιώξεις μας—ευγενείς ή ταπεινές—δεν είναι παρά ηχώ αυτού του πρωταρχικού καλέσματος, παραμορφωμένη από τον φακό του διαχωρισμού.

Να γνωρίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να χαλαρώσεις αυτές τις αλυσίδες, όχι με τη βία, αλλά με την παράδοση. Είναι να καθίσεις μέσα στη φωτιά της παρούσας στιγμής και να αφήσεις τις ψευδαισθήσεις να καούν. Αυτό που απομένει δεν είναι ένα κενό, αλλά μια πληρότητα—μια φωτεινή έκταση όπου το μικρό εγώ διαλύεται στο Μεγάλο Εαυτό, όπου το «εγώ» γίνεται το Όλον.

Ο Καθρέφτης της Αιωνιότητας

Φαντάσου έναν καθρέφτη, απέραντο και αδιάσπαστο, που εκτείνεται πέρα από τον ορίζοντα της φαντασίας. Στην επιφάνειά του, κάθε μορφή αναδύεται—βουνά και ποτάμια, αστέρια και καταιγίδες, τα πρόσωπα αυτών που αγαπάμε και οι σκιές που φοβόμαστε. Κι όμως, ο καθρέφτης παραμένει ανέγγιχτος, αμετάβλητος, η ουσία του πέρα από τις εικόνες που αντανακλά. Αυτή είναι η φύση της συνειδητότητάς μας, η απεραντοσύνη της ύπαρξής μας. Σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες—εμφανίζονται και χάνονται σαν σύννεφα στον ουρανό, αλλά ο ουρανός παραμένει, απέραντος και ατάραχος.

Η αυτογνωσία είναι η στροφή του βλέμματος προς τα μέσα, όχι για να αναλύσουμε τα σύννεφα, αλλά για να αναπαυθούμε στον ουρανό. Είναι η αναγνώριση ότι δεν είμαστε οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, αλλά η σιωπή ανάμεσα στις λέξεις· όχι τα κύματα που σπάνε, αλλά το βάθος που τα κρατά. Σε αυτή την αναγνώριση, ο μυστικιστής βρίσκει την ελευθερία—όχι μια ελευθερία από τον κόσμο, αλλά μια ελευθερία μέσα σε αυτόν, έναν χορό με το άπειρο εν μέσω του πεπερασμένου.

Το Μονοπάτι της Άγνοιας

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να γνωρίσουμε αυτή την απεραντοσύνη; Το μονοπάτι δεν είναι της συσσώρευσης, αλλά της απελευθέρωσης. Δεν είναι ένα ταξίδι προς τα έξω, αλλά μια βύθιση προς τα μέσα. Οι μυστικιστές μιλούν για την «άγνοια»—ένα άφημα όλων όσων νομίζουμε ότι είμαστε, όλων όσων νομίζουμε ότι ξέρουμε, μέχρι που ο θόρυβος του νου να σβήσει και το φως της καρδιάς να λάμψει ανεμπόδιστο.

Ο διαλογισμός, η προσευχή, η σιωπή, το δέος—δεν είναι εργαλεία για να χτίσουμε έναν εαυτό, αλλά φανάρια που φωτίζουν αυτό που ήδη υπάρχει.

Μέσα στη σιωπή, ακούμε τη φωνή του αιώνιου—όχι ως λέξεις, αλλά ως παρουσία. Μας καλεί πέρα από τη στενότητα των φόβων μας, πέρα από τη σφιχτή λαβή μας στα πράγματα, στην απέραντη αγκαλιά της αληθινής μας φύσης. Εδώ δεν υπάρχει διαχωρισμός—δεν υπάρχει «εγώ» και «άλλος», δεν υπάρχει «εδώ» και «εκεί». Υπάρχει μόνο το Ένα, φορώντας τη μάσκα των πολλών, παίζοντας το παιχνίδι της δημιουργίας για τη χαρά της αυτο-ενθύμησης.

Ο Χορός του Απείρου

Να ζεις μέσα από αυτή την αυτογνωσία σημαίνει να χορεύεις με την απεραντοσύνη της ύπαρξης. Είναι να περπατάς στον κόσμο ως ονειρευτής και όνειρο μαζί, να γελάς με το παράλογο των αλυσίδων μας, να δακρύζεις από την ομορφιά της ελευθερίας μας. Ο μυστικιστής δεν απορρίπτει το σώμα, τον νου, τον κόσμο—είναι ιερές εκφράσεις του απείρου, φευγαλέες νότες στο αιώνιο τραγούδι του. Αλλά δεν είναι το σύνολο του εαυτού μας. Είναι η επιφάνεια, που λαμπυρίζει από το φως των βυθών.

Και έτσι, καλούμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας—όχι ως περιορισμένοι, θρυμματισμένοι, αγωνιζόμενοι, αλλά ως απέραντοι, ακέραιοι, ακτινοβόλοι. Η αυτογνωσία είναι η ανάμνηση της απεραντοσύνης μας, η αφύπνιση στην αλήθεια ότι δεν βρισκόμαστε απλώς μέσα στο σύμπαν, αλλά είμαστε το σύμπαν, ότι δεν είμαστε απλώς ζωντανοί, αλλά η ίδια η ζωή.

Σε αυτή τη γνώση, οι αλυσίδες πέφτουν—όχι γιατί σπάνε, αλλά γιατί ποτέ δεν ήταν αληθινές. Αυτό που μένει είναι το άπειρο, που κοιτά τον εαυτό του με μάτια γεμάτα δέος, τραγουδώντας το ίδιο του το όνομα στη σιωπή της καρδιάς μας.

Η Ηρεμία της Σοφίας: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο

«Στη σιωπή ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς, η σοφία ψιθυρίζει τα αρχαία της μυστικά»

Ο Καθρέφτης της Εσωτερικής Όρασης

Υπάρχει μια βαθιά ηρεμία που εγκαθίσταται στην ψυχή όταν κάποιος μάθει να κοιτάζει προς τα μέσα με τη διαύγεια του φωτός των άστρων που διαπερνά το πέπλο της μεσονύκτιας νύχτας. Ο σοφός δεν αναζητά την αντανάκλασή του στα ταραχώδη νερά της εξωτερικής επιβεβαίωσης, αλλά στα κρυστάλλινα βάθη του ίδιου του είναι, όπου η αλήθεια κατοικεί ανεπηρέαστη από τη σκόνη των εγκόσμιων επιθυμιών.

Όπως μια ορεινή λίμνη την αυγή, ανεπηρέαστη από τον άνεμο ή τον καιρό, η αφυπνισμένη συνείδηση αντανακλά την πραγματικότητα χωρίς παραμόρφωση. Κάθε κυματισμός της σκέψης, κάθε σκιά συναισθήματος, γίνεται δάσκαλος αντί για κύριος. Σε αυτό το ιερό παρατηρητήριο του εαυτού, ο αναζητητής ανακαλύπτει ότι ολόκληρο το σύμπαν περιέχεται μέσα σε μια μόνο ανάσα, σε μια μόνο στιγμή καθαρής επίγνωσης.

Ο κόσμος απλώνεται μπροστά του σαν αρχαίο χειρόγραφο γραμμένο σε γλώσσες ξένες και οικείες ταυτόχρονα. Κάθε φύλλο που πέφτει μιλά για την παροδικότητα, κάθε ανατέλλων ήλιος ψιθυρίζει για την αιώνια επιστροφή. Διαβάζει το βιβλίο της ύπαρξης όχι μόνο με τα μάτια του, αλλά με τη φωτεινή κατανόηση που αναδύεται όταν ο νους γίνεται ήρεμος σαν ιερά νερά.

Η Ψευδαίσθηση της Συσσωρευμένης Γνώσης

Πόσο περίεργο είναι που εκείνοι που πεινούν απεγνωσμένα για την αλήθεια συχνά χτίζουν φρούρια από λέξεις γύρω τους, πιστεύοντας ότι η σοφία μπορεί να αιχμαλωτιστεί σαν πεταλούδες σε δίχτυα γλώσσας. Συλλέγουν τόμους όπως οι τσιγκούνηδες συλλέγουν χρυσό, κι όμως παραμένουν πνευματικά φτωχοί, με τις ψυχές τους να αντηχούν από τον κούφιο ήχο των δανεικών αποκαλύψεων.

Οι βιβλιοθήκες του κόσμου βογκούν κάτω από το βάρος των ατέλειωτων προσπαθειών του ανθρώπου να φυλακίσει το άπειρο μέσα σε πεπερασμένες περιγραφές. Κάθε βιβλίο υπόσχεται φώτιση, κι όμως η αληθινή κατανόηση χορεύει πάντα λίγο πιο πέρα από την εμβέλεια του γραπτού λόγου. Πώς μπορεί ο ωκεανός να χωρέσει σε ένα κύπελλο ή η απέραντη έκταση του ουρανού να κρατηθεί στην παλάμη ενός χεριού;

Οι ανόητοι μπερδεύουν τον χάρτη με την περιοχή, το μενού με το γεύμα. Τρέφονται με περιγραφές ψωμιού ενώ παραμένουν αιώνια πεινασμένοι, πίνοντας βαθιά από πηγάδια σχολίων ενώ η δίψα τους μένει ακατάσβεστη. Γίνονται μελετητές των σκιών, ειδικοί στους απόηχους, κύριοι σε όλα εκτός από την ζωντανή αλήθεια που πάλλεται μέσα στις καρδιές τους.

Η Μεγάλη Αποχώρηση

Καθώς ο αναζητητής πλησιάζει τον φωτεινό πυρήνα της κατανόησης, μια παράξενη αλχημεία αρχίζει να ξετυλίγεται. Τα πράγματα που κάποτε φαίνονταν συμπαγή και ουσιώδη αποκαλύπτουν τη διάφανη φύση τους. Οι περιουσίες χάνουν τη λαβή τους, οι σχέσεις αποβάλλουν την απελπισμένη προσκόλληση, και οι φιλοδοξίες διαλύονται σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ανατέλλοντα ήλιο της επίγνωσης.

Αυτή δεν είναι η αποχώρηση του ηττημένου, αλλά η στρατηγική υποχώρηση εκείνου που έχει ρίξει μια ματιά στη μεγαλύτερη μάχη. Όπως ένας επιδέξιος τοξότης που κάνει πίσω για να αποκτήσει τη σωστή προοπτική στον στόχο, ο σοφός δημιουργεί απόσταση μεταξύ του εαυτού του και των μεθυστικών ψευδαισθήσεων της πρόσκαιρης ύπαρξης.

Ο κόσμος συνεχίζει τον αρχαίο του χορό της απόλαυσης και του πόνου, του κέρδους και της απώλειας, της γέννησης και του θανάτου, αλλά τώρα ο σοφός παρακολουθεί από ένα μέρος βαθιάς αποστασιοποίησης. Όχι την ψυχρή αποστασιοποίηση της αδιαφορίας, αλλά τη ζεστή αποστασιοποίηση εκείνου που έχει ανακαλύψει ότι η αληθινή του φύση είναι αρκετά απέραντη ώστε να αγκαλιάσει όλα τα πράγματα χωρίς να μειώνεται από κανένα.

Κάθε βήμα μακριά από την εγκόσμια εμπλοκή είναι ταυτόχρονα ένα βήμα βαθύτερα στην καρδιά της πραγματικότητας. Το παράδοξο αποκαλύπτεται αργά: κατέχοντας λιγότερα, περιέχει περισσότερα· χρειαζόμενος λιγότερα, γίνεται πιο πλούσιος· ταυτιζόμενος λιγότερο με τον προσωπικό εαυτό, ανακαλύπτει τη συοικουμενική του φύση.

Η Σύνθλιψη των Αλυσίδων

Στην τελική κίνηση αυτής της κοσμικής συμφωνίας, τα τελευταία πέπλα πέφτουν σαν φύλλα του φθινοπώρου που παραδίνονται στο κάλεσμα του χειμώνα. Οι δεσμοί που κάποτε φαίνονταν άρρηκτοι—οι αλυσίδες της ταυτότητας, τα δεσμά της αντίληψης, τα κάγκελα της φυλακής της ατομικής ύπαρξης—αποκαλύπτονται ότι είναι φτιαγμένα από το ίδιο ασύστατο υλικό με τα όνειρα.

Αυτό που ήταν «εγώ» και αυτό που ήταν «άλλο» συγχωνεύονται σε μια απρόσκοπτη ενότητα που υπερβαίνει όλες τις κατηγορίες. Ο προσωπικός εαυτός, αυτή η περίπλοκη φαντασία που διατηρείται μέσα από δεκαετίες προσεκτικής κατασκευής, διαλύεται στον ωκεανό της καθαρής ύπαρξης σαν κύμα που επιστρέφει στην πηγή του. Ο φόβος αποχωρεί, γιατί τι υπάρχει να φοβηθεί όταν ο φοβισμένος εαυτός δεν υπάρχει πια; Η επιθυμία ξεθωριάζει, γιατί τι υπάρχει να επιθυμήσει όταν η επιθυμούσα οντότητα έχει αποκαλυφθεί ως ψευδαίσθηση;

Αυτό δεν είναι εξαφάνιση αλλά αναγνώριση, όχι θάνατος αλλά γέννηση σε αθάνατη ζωή. Η ατομική συνείδηση, σαν φλόγα κεριού που ενώνεται με τον ήλιο, δεν εξαφανίζεται αλλά επεκτείνεται πέρα από κάθε προηγούμενο περιορισμό. Χάνοντας τα πάντα, κερδίζονται τα πάντα. Γινόμενος τίποτα, γίνεται κανείς τα πάντα.

Το Παράδοξο της Νιότης και της Ωριμότητας

Παρατηρήστε τους νέους στην υπέροχη ανοησία τους, στην όμορφη τύφλωσή τους που τους ωθεί μπροστά σαν βέλη εκτοξευμένα από το τόξο της άγνοιας προς το άγνωστο. Η ίδια τους η άγνοια γίνεται η δύναμή τους, η έλλειψη επίγνωσης το θάρρος τους. Ορμούν προς τη ζωή με τον ατρόμητο ενθουσιασμό εκείνων που δεν έχουν ακόμη μάθει τι περιμένει όλους όσους ταξιδεύουν σε αυτό το μονοπάτι.

Υπάρχει ένας θεϊκός σκοπός σε αυτή την τύφλωση, μια κοσμική σοφία σε αυτή την αρχική ασυνειδησία. Γιατί ποιος θα ξεκινούσε το ταξίδι αν μπορούσε να δει από την αρχή πόσα πρέπει να παραδοθούν στην πορεία; Η τόλμη της νιότης πηγάζει από την ευλογημένη άγνοια του τιμήματος που απαιτεί η σοφία.

Αλλά καθώς οι εποχές της ψυχής περνούν από την άνοιξη στο καλοκαίρι και το φθινόπωρο, η φωτιά της φιλοδοξίας μεταμορφώνεται στη σταθερή φλόγα της κατανόησης. Η ανήσυχη δυναμική της αναζήτησης δίνει τη θέση της στην βαθιά ηρεμία της εύρεσης. Οι ερωτήσεις που κάποτε βασάνιζαν το μυαλό σιωπούν, όχι επειδή έχουν απαντηθεί, αλλά επειδή ο ερωτών έχει υπερβεί την ανάγκη για απαντήσεις.

Η ωριμότητα δεν φέρνει τη συσσώρευση γνώσης, αλλά την αναγνώριση της τελικής της ματαιότητας. Η ώριμη ψυχή αναπαύεται στην ηρεμία που προέρχεται από το να έχει κοιτάξει πίσω από την κουρτίνα της ύπαρξης και να έχει ανακαλύψει ότι το μεγάλο μυστήριο ήταν πάντα κρυμμένο σε κοινή θέα, ότι ο θησαυρός που αναζητήθηκε σε μακρινές χώρες ήταν θαμμένος στην ίδια την αυλή του αναζητητή.

Το Αιώνιο Τώρα

Σε αυτό το μέρος πέρα από τον χρόνο και τον χώρο, πέρα από το όνομα και τη μορφή, ο σοφός κατοικεί σε διαρκή θαυμασμό. Κάθε στιγμή γίνεται πύλη προς το άπειρο, κάθε ανάσα μια προσευχή ευγνωμοσύνης για την υπέροχη ψευδαίσθηση που συνεχίζει να ξετυλίγεται παρόλο που έχει πλήρως αποκαλυφθεί.

Ο κόσμος δεν έχει εξαφανιστεί· έχει μεταμορφωθεί. Τα ίδια λουλούδια ανθίζουν, τα ίδια αστέρια λάμπουν, τα ίδια ανθρώπινα δράματα παίζουν τα αρχαία τους θέματα. Αλλά τώρα αυτά τα φαινόμενα βλέπονται όπως πραγματικά είναι: προσωρινές τροποποιήσεις της μιας αιώνιας συνείδησης, κύματα στην επιφάνεια ενός ωκεανού που είναι ταυτόχρονα απέραντος και οικεία παρών.

Εδώ, σε αυτό το ιερό της απόλυτης κατανόησης, η σιωπή μιλά πιο δυνατά από κάθε λέξη που θα μπορούσε ποτέ. Η αλήθεια που οι μυστικιστές και οι σοφοί υπέδειξαν ανά τους αιώνες αποκαλύπτεται όχι ως κάτι που πρέπει να συλληφθεί, αλλά ως κάτι που πρέπει να βιωθεί, όχι ως γνώση που πρέπει να αποκτηθεί, αλλά ως ύπαρξη που πρέπει να ενσαρκωθεί.

Και σε αυτή τη βαθιά ηρεμία, το ταξίδι ολοκληρώνεται αποκαλύπτοντας ότι δεν υπήρχε ποτέ πουθενά να πάει, τίποτα να βρεθεί, κανείς να γίνει. Ο αναζητητής, η αναζήτηση και το αναζητούμενο συγχωνεύονται στην απρόσκοπτη ενότητα που ήταν πάντα ήδη τέλεια, πάντα ήδη ολόκληρη, πάντα ήδη σπίτι.

«Στο τέλος, η σοφία δεν είναι κάτι που κατέχει κανείς, αλλά κάτι που γίνεται, όχι ένας προορισμός που επιτυγχάνεται, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης που μεταμορφώνει κάθε βήμα του ατέλειωτου ταξιδιού πίσω στον εαυτό του».

Γιατί οι άνθρωποι δεν θεραπεύονται και πως Μπορούν

Υπάρχουν πέντε βασικοί μύθοι για τη θεραπεία, που μπορούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλες τις διανοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις κάποιου και να κάνουν τη θεραπεία σχεδόν αδύνατη.

Καθένας απ’ αυτούς υποστηρίζει τη συνείδηση της τραυματολογίας, η οποία πιο πολύ αδυνατίζει το σώμα παρά το αποκαθιστά. Αυτές οι αντιλήψεις είναι τόσο ισχυρές που καμιά φορά μοιάζουν πιο δυνατές από την αι­σιοδοξία μας ότι θα θεραπευτούμε.
 
Αυτό συμβαίνει επειδή οι θετικές, αισιόδοξες σκέψεις αφορούν το μέλλον, κάτι που εί­ναι πιθανόν, ενώ η ασθένεια είναι μια πραγματικότητα και οι μύθοι που την υποστηρίζουν αναφέρονται στο παρόν.
 
Η θε­ραπεία είναι κάτι το απροσδιόριστο, ενώ την ασθένεια τη βλέπεις και την αισθάνεσαι.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφύγετε από την κατευθυντήρια δύναμη ενός μύθου είναι να αναγνωρίσετε ότι προσωπικά τον πιστεύετε κι ότι, αν και μοιράζεστε αυτή την αντίληψη με άλλους, είναι μια αντίληψη και όχι απαραίτητα ένα γεγονός. Μετά εργαστείτε συνειδητά ώστε να αποσπαστείτε από την επιρροή του.
 
Καθώς θα διαβάζετε για καθέ­να από τους πέντε μύθους, αναρωτηθείτε: “Εγώ το πιστεύω αυτό;”

Αν ανακαλύψετε ότι το πιστεύετε, θα σας προσφέρω τρόπους - μέσα από προσευχές και άλλες τελετές - να χα­λαρώσετε τη θηλιά τους γύρω από το μυαλό σας.

Κανένας μύθος δεν φεύγει από την ψυχή χωρίς μάχη, αν όμως σκο­πεύετε πραγματικά να θεραπευτείτε, δεν έχετε άλλη επιλο­γή από το να μπείτε σ’ αυτή τη μάχη και μετά να αναπτύξετε άλλους τρόπους σκέψης για να τους αντικαταστήσετε και να στηρίξετε την υγεία σας.

Οι 5 μύθοι για την θεραπεία
  • Πρώτος μύθος: Η ζωή μου ορίζεται απο το τραύμα μου
  • Δεύτερος μύθος: Υγιής σημαίνει μόνος
  • Τρίτος μύθος: Να νιώθεις πόνο σημαίνει να καταστρέφεσαι από αυτόν
  • Τέταρτος μύθος: Κάθε ασθένεια είναι το αποτέλεσμα της αρνητικής ενέργειας, και όλοι κρύβουμε κακία στον πυρήνα μας
  • Πέμπτος μύθος: Η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη
Σπάνια, για να μην πω ποτέ, συναντώ κάποιον άνθρωπο που να μην πιστεύει τουλάχιστον έναν από αυτούς τους μύθους. Κα­ι όπως είναι τόσο διαδεδομένοι, η απελευθέρωση από αυτούς και τα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που τους συνοδεύουν είναι πολύ σκληρή δουλειά. Θα έπρεπε να σας παρηγορεί, όμως, η επίγνωση ότι αυτός δεν είναι ένας δρόμος που τραβάτε μόνοι σας.
 
Το μονοπάτι είναι πιο πολυσύχναστο απ’ ό,τι φαντάζεστε, και οι περισσότεροι από τους συνοδοιπόρους σας δυσκολεύονται όσο κι εσείς. Για να αρχίσετε τη θεραπεία, δοκιμάστε μερικές από τις θετικές μεθόδους που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο. Προσθέστε όποιες άλλες μεθόδους πιστεύετε ότι θα σας βοηθήσουν να πραγματοποιήσετε τις σημαντικές εσωτε­ρικές αλλαγές που θα στηρίξουν τη θεραπεία σας.

Μη φοβηθείτε την απόγνωση ή την εξάντληση που αναπόφευκτα θα νιώσετε στην πορεία. Κανένας δεν μπορεί να παραμένει δυνατός και αισιόδοξος συνέχεια, ακόμη και κάτω από τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Τα βιβλία καμιά φορά κά­νουν τη θεραπεία να μοιάζει παιχνιδάκι — άλλαξε το μυαλό σου, κράτα θετική στάση, δραστηριοποιήσου, και τρώγε σω­στά. Μακάρι να ήταν τόσο απλό! Αλλά δεν είναι.

Ξανά και ξα­νά, πρέπει να ψάξετε μέσα σας, να αντιμετωπίσετε τους μύθους στους οποίους πιστεύετε και να αποβάλετε τους φό­βους και τα αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς σας. Πρέπει να συνεχίσετε να το κάνετε αυτό ακόμη και αφού θεραπευτείτε. Ακόμη κι αν δεν φταίτε εσείς για την ασθένειά σας, θα χρεια­στεί να στραφείτε μέσα σας για να μάθετε να την αντιμετω­πίζετε, να βρείτε κάποιο νόημα σ’ αυτή, να ζήσετε μαζί της αλλά και πέρα απ’ αυτή, να τη θεραπεύσετε.
 
Πού αλλού θα μπορούσαμε να στραφούμε; Μπορούμε να στυλώσουμε το βλέμμα στον ουρανό, αλλά τελικά θα μένουμε πάντα μέσα στο σώμα μας. Αναρωτιόμαστε για το ρόλο μας στο θεϊκό σχέδιο, αναρωτιόμαστε για τη φύση του Θεού, αναρωτιόμαστε για τη διάρκεια της ζωής μας. Είναι στ’ αλήθεια αυτές οι ερωτήσεις διαφορετικές από εκείνες που κάνουμε όταν εργαζόμαστε εσωτερικά, όταν ψάχνουμε για την αρνητική μας ενέργεια ή για εκείνα τα κομμάτια του εαυτού μας που αγνοήσαμε για χρόνια;

Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πλησιάσουμε πιο πολύ από ποτέ τον εαυτό μας — η μό­νη διέξοδος, όπως λέει μια έκφραση, είναι να μπεις μέσα.

Μπορείτε να παρηγορηθείτε από το γεγονός ότι η ασθένεια δεν είναι ο μόνος τρόπος για να έρθουμε σε επαφή και να εξουδετερώσουμε τους φόβους που κρύβονται πίσω από τους πέντε μύθους· είναι απλά ένας από τους πιο βίαιους. Η ίδια η ζωή είναι ένα ταξίδι μέσα απ’ αυτούς τους μύθους, και σε πολλές στροφές του δρόμου θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους ίδιους φόβους, είτε στη διάρκεια μιας επαγγελματικής κρίσης, ενός γάμου που καταρρέει, του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου είτε ακόμη και μιας ξαφνικής επιτυχίας, που μπορεί να μας γεμίσει φόβο ότι οι φίλοι μας θα μας φθονήσουν και θα μας εγκαταλείψουν.

Κάθε εμπειρία της ζωής μας τραβάει όλο και πιο βαθιά στον εαυτό μας, γιατί, είτε πετύχουμε είτε αποτύχουμε, θα προβληματιστούμε αν γινόμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι και μετά θα αναρωτηθούμε ποιο κομμάτι μας αλλάζει και επηρεάζεται περισσότερο. Η ασθένεια απαιτεί να στραφείτε προς τα μέσα και να αποκτήσετε συνείδηση του εαυτού σας.

Ελεύθερη Βούληση. Υπάρχει;

Ελεύθερη Βούληση. Υπάρχει;
Το θέμα της ελεύθερης βούλησης είναι πολύπλοκο. Έχω την αίσθηση, ότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι. Η ύπαρξη ή όχι της ελεύθερης βούλησης είναι ένα μακραίωνο ερώτημα, με το οποίο ασχολήθηκαν φιλόσοφοι, ψυχολόγοι και, πιο πρόσφατα, νευροεπιστήμονες. Υπάρχουν δύο σχολές σκέψης. Επιγραμματικά, η μία υποστηρίζει ότι λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας συνειδητά, με τον νου, ενώ η δεύτερη θεωρεί ότι αυτή η διεργασία γίνεται στο ασυνείδητο μέρος του εγκεφάλου και μετά από λίγο, η ήδη ειλημμένη απόφαση, κάνει την εμφάνισή της στον νου δημιουργώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση ότι η απόφαση ήταν συνειδητή.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θα υποστήριζαν ότι η κοινή λογική λέει ότι η πρώτη σχολή σκέψης είναι η σωστή και η δεύτερη είναι, απλώς, μία προσπάθεια να υπονομευθεί η έννοια της ελεύθερης βούλησης. Ωστόσο, δεν έχει βρεθεί ο τρόπος το προφανές να αποδειχθεί, και να γίνει σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας. Έτσι, καταλήγουμε στο δίλημμα που κάποιες φορές θυμίζει αυτό του αυγού με την κότα.

Εμείς σήμερα θα προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε, ελπίζω, διαθέτοντας κάποια ‟ελευθερία״ στις σκέψεις μας. Είναι μια ευκαιρία να αποδείξουμε ότι δε μένουμε γαντζωμένοι στις απόψεις μας και λαμβάνουμε αμερόληπτα τα επιχειρήματα όλων των πλευρών. Εξάλλου, ο Επίκουρος είπε να μη μένουμε στο άσπρο-μαύρο (αν και, βάσει κάποιων πληροφοριών που έχω, ήταν ΠΑΟΚ) της δίτιμης λογικής αλλά να δεχόμαστε την πλειοτιμία.

Ξεκινώ, λοιπόν, με κάποιες διευκρινήσεις για το θέμα:

Ελεύθερη βούληση είναι η ικανότητα του ατόμου και γενικότερα του κάθε έμβιου όντος να προβαίνει σε επιλογές χωρίς να περιορίζεται από ορισμένους παράγοντες.

Οι παράγοντες ιστορικού ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν μεταφυσικούς περιορισμούς (όπως η θεολογική αιτιοκρατία), φυσικούς περιορισμούς (όπως φυλάκιση), κοινωνικούς περιορισμούς (όπως η απαγόρευση ή η απειλή τιμωρίας), και πνευματικούς περιορισμούς (όπως εμμονές ή φοβίες, νευρολογικές διαταραχές, ή γενετικές προδιαθέσεις).

Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης έχει συζητηθεί ευρέως σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, και συμπεριλαμβάνει όχι μόνο το κατά πόσο υπάρχει αλλά ακόμα και το πώς ορίζεται αυτή η έννοια.

Για το αν υπάρχει ή όχι συναντάμε άλλες δυο τουλάχιστον υποκατηγορίες απόψεων, τους συμβατιστές και τους αντισυμβατιστές.

Ένας πολύ γνωστός συμβατιστής είναι ο Ντάνιελ Ντένετ, Αμερικανός φιλόσοφος, συγγραφέας και γνωσιακός επιστήμονας. Σήμερα είναι συνδιευθυντής του Κέντρου Γνωσιακών Σπουδών, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ταφτς, άθεος και υλιστής. Ο Ντάνιελ Ντένετ θεωρεί πως ο ντετερμινισμός με την ελεύθερη βούληση είναι συμβατά μεταξύ τους και μπορούν να συνυπάρχουν.

Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι θεωρούν αρκετά προβληματική την έλλειψη προόδου από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Οι νευροεπιστήμες όπως νευρολογία, ψυχιατρική κ.α., απορρίπτουν την συνειδητή ελεύθερη βούληση, μα όχι την αίσθηση αυτοκυριαρχίας του ατόμου.

Σύμφωνα με τις νευροεπιστήμες, το άτομο δεν επιλέγει τα γονίδια, το φύλο του, το αρχικό περιβάλλον και την αρχική διαμόρφωση του εγκεφάλου στη μήτρα, ούτε τις ενδοκρινολογικές του αναλογίες εκκρίσεων αλλά συνδιαμορφώνει τις σωματικές και νευρολογικές του συνθήκες.

Οι σπουδές, δείχνουν να περιορίζουν τη "βούληση" εντός των νομίμων πλαισίων, άρα, νευρολογικά το άτομο έχει περισσότερο "αυτοέλεγχο" όταν ελαττώσει την τυχαιότητα μέσω της μάθησης, και εκφράζει περισσότερες εναλλακτικές με ηπιότερες εκδηλώσεις.

Ο περιορισμός της τυχαιότητας μέσω της διαμόρφωσης, αποδίδει πιο επιθυμητές συμπεριφορές, όμως νευρολογικά αυτό δεν ταυτίζεται με την ελεύθερη βούληση αλλά την χειραγώγηση αυτής, έστω θετικά, μέσω της ήπιας διαμόρφωσης του μυαλού και έμμεσα του χαρακτήρα.

Για να μη σας κουράζω, όμως, και καθώς η δική μου άποψη σε ένα τέτοιο θέμα δεν είναι η σημαντική, θα παραθέσω παρακάτω κάποια αποσπάσματα:

Ο Επίκουρος μας μίλησε για την παρέγκλιση την οποία προσπάθησε να εξηγήσει ώστε να απαλλάξει τον άνθρωπο από την αναγκαιότητα της μοίρας.Επειδή, όπως μας λέει ο Φρανσουά Σατελέ (Fr. Chatelet ιστορικός της φιλοσοφίας, στο βιβλίο του «Η Φιλοσοφία»), «προεκτεινόμενος στα ανθρώπινα,ο ελεύθερος και αυθόρμητος τρόπος κίνησης των ατόμων στη φύση, προσδιορίζει μια ελευθερία βούλησης ικανή να απαλλάξει τον άνθρωπο από την αιτιοκρατία της φύσης, καθώς του επιτρέπει να συμμετάσχει στην συγκροτητική αρχή της φύσης».

Έτσι στοιχειοθετήθηκε η θεωρία της ελεύθερης βούλησης του ατόμου κατά παρέκκλιση της άκαμπτης λογικής αλληλουχίας και του αιτιατού αλληλοκαθορισμού των γεγονότων.

Σκέφτομαι, λοιπόν, πώς συνδυάζεται το τυχαίο με τη θέληση; Διότι άλλο η παρέκκλιση και άλλο η βούληση. Άλλο η τύχη με την μορφή της πιθανότητας και άλλο η θέληση. Εξάλλου ούτε για την τύχη είμαστε υπεύθυνοι εμείς, έτσι δεν είναι;

Στη 16η Κύρια Δόξα του μας λέει ο Επίκουρος: «Λίγα στον μυαλωμένο άνθρωπο η τύχη προσθέτει, τα δε μέγιστα και κυριότατα ο λογισμός τα έχει διοικήσει, και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τα διοικεί και θα τα διοικήσει».

Επίσης, βρίσκουμε κάποιες ρήσεις του, που, σε ‘μένα προσωπικά, αφήνουν κάποιο παραθυράκι προς άλλες κατευθύνσεις.

Επίκουρος:
«Τίποτε δε γίνεται από το τίποτε» όσον αφορά την αιτιοκρατία.

Και, γενικότερα για την ελευθερία, «Εκλυτέον εαυτούς εκ του περί τα εγκύκλια και τα πολιτικά δεσμωτηρίου. Θα πρέπει να απελευθερωθούμε από τις καθημερινές και δημόσιες ασχολίες που μας δεσμεύουν».

Όπως και το «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η ελευθερία» και να ρωτήσω με την ευκαιρία: ποιος νιώθει αυτάρκης;

Επίσης, η ελεύθερη βούληση, όσο δε συνοδεύεται από αποδείξεις, πώς μπορεί να ενταχθεί στον φιλοσοφικό υλισμό του Επίκουρου; Μήπως παραμένει ιδέα;

Τι λέει ένας "δικός μας", κορυφαίος, νευροεπιστήμονας:

Γιώργος Παξινός: Ελεύθερη βούληση – Σκλάβοι του χθες ή αρχιτέκτονες του πεπρωμένου/μέλλοντος μας;
"Γνώθι Σαυτόν" - Athens Science Festival

Η υποκειμενική εμπειρία είναι ότι έχουμε ελεύθερη βούληση και όλη η επιστημονική ένδειξη ότι δεν έχουμε.

Βλέπουμε το παράδειγμα της αγάπης, που μας δείχνει ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση στον τομέα των συναισθημάτων. Συχνά ακούμε «θέλω να τον ξεχάσω αλλά δεν μπορώ», δηλαδή, συνεχίζουν να αγαπούν κάποιον που τους έχει παρατήσει και δεν μπορούν να μεταβιβάσουν την αγάπη τους σε κάποιον άλλον που τους αγαπάει. Κατά τον ίδιον τρόπο δεν μπορούν να τους ξαναγαπήσουν και αυτοί που τους έχουν παρατήσει όσο και να επιμείνουν… Δεν μπορείς να διατάξεις την αγάπη, άρα, δεν έχεις καμία ελευθερία όσον αφορά την αγάπη.

Να κάνουμε μια πρόβλεψη: Οποιοσδήποτε από τους άνδρες (εδώ μέσα), γεννιόταν στη χώρα που λιθοβολούν τις γυναίκες που υποθέτουν ότι δεν τήρησαν τις εντολές των ιερών τους βιβλίων, θα είχε τις ίδιες πιθανότητες να μετάσχει στον λιθοβολισμό όπως οι ντόπιοι εκείνης της χώρας.

Μπορεί ο νους να επηρεάσει τον εγκέφαλο; (Ή, θα έλεγα εγώ, μπορεί το συνειδητό να επηρεάσει το ασυνείδητο;)

Όχι, ο νους δεν μπορεί να είναι ένας παράγοντας που θα επηρεάσει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Ο νους είναι η δραστηριότητα του εγκεφάλου. Όπως η σκιά μας δεν μπορεί να μας αναγκάσει να κάνουμε κάτι, έτσι και ο νους δεν μπορεί να αναγκάσει τον εγκέφαλο να κάνει αυτό που δε θέλει. Αν ο νους ήταν ικανός να εξαναγκάσει τους νευρώνες του εγκεφάλου να ενεργοποιηθούν, θα παραβίαζε την αρχή της διατήρησης της ενέργειας.

Αν ο νους κυβερνά τον εγκέφαλο, τότε υπάρχει ελεύθερη βούληση και, κατά συνέπεια, ευθύνη για τα λεγόμενα και τις πράξεις μας. Αντίστροφα, αν ο εγκέφαλος κυβερνά το νου, τότε καταλήγουμε σε ένα μάλλον σκοτεινό συμπέρασμα· δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση (λόγω των δομών του ασυνείδητου που εδράζονται σ’ αυτόν).

Ο νους, λοιπόν, είναι η δραστηριότητα του εγκεφάλου και η συμπεριφορά το απότοκο από δυο επιρροές: Το γεννητικό προίκισμα και την εμπειρία.

Η αίσθηση, αντίληψη και συνείδηση εξαρτώνται πλήρως απ’ τον εγκέφαλο.

Ο εγκέφαλος αποφασίζει σε νευρολογικό σκοτάδι και στη συνέχεια ενημερώνει τον νου ο οποίος σκέφτεται ότι εκείνος πήρε την απόφαση. Στην πραγματικότητα η απόφαση ελήφθη πρό-γνωστικά. Αν, λοιπόν, ο εγκέφαλος ελέγχει τον νου δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, επειδή οι εγκεφαλικές συνδέσεις, νευρομεταβιβαστές και συνάψεις θα πάρουν την απόφαση και η απόφαση αυτή θα πρέπει να βασίζεται μόνο σε γεγονότα που είναι φυσικά, χημικά, ηλεκτρικά ή τυχαία.

Ακόμα και στη σκέψη δεν υπάρχει ελευθερία. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις επόμενες τρεις σκέψεις μας, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις επόμενες τρεις σκέψεις κάποιου άλλου. Ούτε μπορούμε να δούμε το ουράνιο τόξο και να αναγκάσουμε το μυαλό μας να το δει σε άσπρο-μαύρο.

Η νόσος του Αλτσχάιμερ θα κάνει μια ανεπιθύμητη επίσκεψη στους περισσότερους από ‘μας προς το τέλος της ζωής. Θα διαταράξει την εσωτερική δομή των νευρώνων μας και θα μας καταστήσει ζωντανά παραδείγματα ότι ο νους είναι το προϊόν του εγκεφάλου και δεν έχει καμία επίδραση σε αυτόν.

Ο ποιητής του 19ου αιώνα, Λόρδος Άλφρεντ Τέννυσον, είχε δίκιο κατά το ήμισυ όταν έγραψε στο ποίημα του Οδυσσέας «Είμαι μέρος όλων αυτών που έχω γνωρίσει». Το άλλο μισό της αλήθειας βρίσκεται στη γεννητική. Δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε την αγάπη που μας βασανίζει καθόλου ευκολότερα απ’ ό,τι μπορούμε να σβήσουμε τον πόνο μετά την εγχείρηση. Ποιος από μας δε θα ήθελε να απορρίψει την κατάθλιψη, τις ανησυχίες, τις εμμονές, τους καταναγκασμούς του;

Ποιοι είμαστε;

«Σε μια άκρη του σύμπαντος, πάνω σ’ έναν μικρό μπλε πλανήτη, που περιστρεφόταν γύρω από έναν ασήμαντο ήλιο, στις φτωχογειτονιές του γαλαξία, ανόρθωσαν το ανάστημα τους οργανισμοί που εν’ τούτης θεώρησαν τους εαυτούς τους προνομιούχους και… με ελευθέρα βούληση.»

Οι νευροεπιστήμονες συμφωνούν στο ότι τα γονίδια προσδίδουν προδιαθέσεις και αυτό το βρίσκουν ιδιαίτερα εύκολα σε μονοζυγωτικά δίδυμα. Η φύση έκανε μια τεράστια εξυπηρέτηση στους επιστήμονες. Τους παρέχει δίδυμα μονοζυγωτικά που έχουν ακριβώς το ίδιο γεννητικό προίκισμα· καμία διαφορά. Οποιαδήποτε διαφορά υφίσταται μεταξύ των δυο θα πρέπει να οφείλεται στο περιβάλλον. Δεν υπάρχει άλλος παράγοντας που να επηρεάσει τη συμπεριφορά.

Εάν, λοιπόν, εγώ είμαι ομοφυλόφιλος και ο Τάκης, ο σκληρός ο ιατρός είναι μονοζυγωτικό μου δίδυμο, οι πιθανότητες ότι κι εκείνος είναι ομοφυλόφιλος είναι 50%. Τεράστια η προδιάθεση! Αν δεν είχαμε καμιά συγγένεια κι εγώ ήμουν ομοφυλόφιλος, οι πιθανότητες να ήταν κι εκείνος ομοφυλόφιλος θα ήταν 1%, όπως ανά τον πληθυσμό. Είναι στατιστική. Αλλά επειδή είναι μονοζυγωτικός μου αδελφός έχει αυτήν την προδιάθεση, 50%.

Εν’ τούτης, προσέξτε, δεν είναι 100%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι και το περιβάλλον έχει μια τεράστια επίδραση. Το άλλο 50%.

Οι επιστήμονες μπορούν να ξεδιαλύνουν σε ορισμένες καταστάσεις τι ευθύνεται και κατά πόσον.

Συνεχίζω με τους:

Stephen Hawking - Leonard Mlodinow
Από το Βιβλίο "Το Μεγάλο Σχέδιο"

Έχουν οι άνθρωποι ελεύθερη βούληση;

Αν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, σε ποιο σημείο του εξελικτικού δέντρου εμφανίστηκε;

Διαθέτουν τα κυανοφύκη ή τα βακτήρια ελεύθερη βούληση, ή μήπως η συμπεριφορά τους είναι αυτόματη και εντός της επικράτειας των φυσικών νόμων;

Περιορίζεται η ελεύθερη βούληση σε όλους τους πολυκύτταρους οργανισμούς ή μόνο στα θηλαστικά;

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ένας χιμπαντζής ασκεί την ελεύθερη βούλησή του όταν επιλέγει να μασουλίσει μια μπανάνα ή μια γάτα να σκίσει τον καναπέ σας; Τι θα λέγατε, όμως, για τον νηματώδη σκώληκα (Caenorhabditis elegans), ένα απλό πλάσμα αποτελούμενο από μόλις 959 κύτταρα; Αυτό μπορεί να μην πει ποτέ από μέσα του «Πω-πω, τι νοστιμιά αυτά τα βακτήρια στο δείπνο σήμερα», σίγουρα όμως έχει προτιμήσεις στο φαγητό, και είτε θα συμβιβαστεί με έναν μέτριο μεζέ είτε θα συνεχίσει προς αναζήτηση κάτι καλύτερου, ανάλογα με την πρόσφατη εμπειρία του. Μήπως εδώ έχουμε άσκηση της ελεύθερης βούλησης;

Όσο και αν εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ότι μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που θα κάνουμε, η κατανόηση της μοριακής βάσης της βιολογίας δείχνει ότι οι βιολογικές διεργασίες υπάγονται στους νόμους της φυσικής και της χημείας, άρα είναι εξίσου αιτιοκρατικά καθορισμένες όσο και οι τροχιές των πλανητών. Πρόσφατα πειράματα στο πεδίο των νευροεπιστημών ενισχύουν την άποψη ότι τις ενέργειές μας καθορίζει ο υλικός μας εγκέφαλος, σε συμφωνία πάντα με τους γνωστούς νόμους της επιστήμης, και όχι κάποιος παράγοντας εκτός της επικράτειας των νόμων αυτών.

Παραδείγματος χάριν, από μελέτη ασθενών που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση στον εγκέφαλο διατηρώντας τις αισθήσεις τους βρέθηκε ότι, μέσω ηλεκτρικού ερεθισμού των κατάλληλων εγκεφαλικών περιοχών, μπορούμε να επαγάγουμε στον ασθενή την επιθυμία να κινήσει την παλάμη, το χέρι ή την πατούσα του, να κινήσει τα χείλη του και να μιλήσει. Είναι δύσκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο μπορεί να λειτουργεί η ελεύθερη βούληση αν η συμπεριφορά μας καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους· φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από βιολογικές μηχανές, και η ελεύθερη βούληση δεν αποτελεί παρά μια ψευδαίσθηση.

Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτων πίστευαν -όπως και ο Καρτέσιος ή και, αργότερα, ο Αϊνστάιν- ότι οι φυσικές αρχές υπάρχουν «εξ ανάγκης», διότι υποτίθεται πως είναι οι μοναδικοί κανόνες που έχουν λογική βάση.
{Να θυμηθούμε και λίγο τον Επίκουρο που είπε στην προσφώνηση 9 «Η ανάγκη είναι κακό (πράγμα), αλλά δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ζούμε κάτω από την ανάγκη».}

Λόγω της πίστης του στην εκπήγαση των φυσικών νόμων από τη λογική, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι θα μπορούσαμε να «παραγάγουμε» τους νόμους αυτούς χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο πραγματικά συμπεριφέρεται η Φύση. Η πίστη αυτή, καθώς και η εστίαση στο «γιατί» τα αντικείμενα ακολουθούν κανόνες αντί για ιδιαιτερότητες των κανόνων, τον οδήγησαν στη διατύπωση κυρίως ποιοτικών νόμων, συχνά λανθασμένων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι, ακόμη και αν δέσποσαν στην επιστημονική σκέψη επί αιώνες. Θα περνούσε πολύς καιρός ακόμη πριν αποτολμήσουν κάποιοι σαν τον Γαλιλαίο να αμφισβητήσουν την αυθεντία του Αριστοτέλη και να στρέψουν την προσοχή τους στο πώς πραγματικά λειτουργεί η Φύση, αντί για τις επιταγές του καθαρού«λόγου» ως προς το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί.

Το βιβλίο αυτό ασπάζεται την άποψη της επιστημονικής αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν θαύματα, ή εξαιρέσεις στους νόμους της Φύσης.

Κάποιες λίγο πιο σκληρές-ντετερμινιστικές απόψεις από τον:

Sam Harris - Ανελεύθερη Βούληση
(Σπούδασε φιλοσοφία και είναι νευροεπιστήμονας με διδακτορικό)

«Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε την τωρινή κατάσταση του σύμπαντος ως το αποτέλεσμα της προηγούμενης και αιτία εκείνης που θα ακολουθήσει. Αν υποθέσουμε ότι για κάθε στιγμή μια διάνοια θα μπορούσε να κατανοήσει όλες τις δυνάμεις που θέτουν σε κίνηση τη φύση και την αντίστοιχη κατάσταση όλων των υπάρξεων που τη συνθέτουν, μια τέτοια τεράστια διάνοια που θα ήταν σε θέση να αναλύσει τα δεδομένα, θα συμπεριελάμβανε στην ίδια εξίσωση τις κινήσεις των μεγαλύτερων σωμάτων του σύμπαντος, καθώς και αυτές των μικρότερων ατόμων. Γι’ αυτήν τίποτα δεν θα ήταν απροσδιόριστο και το μέλλον, όπως και το παρελθόν, θα της ήταν απολύτως γνωστά.»
(Μαρκήσιος Π. Σ. Λαπλάς Από το Essai philosophique sur les probabilites, 1814)

Στην ντετερμινιστική οπτική των Λαπλάς και Χάρις η ύπαρξη των δύο ασύμβατων μεταξύ τους εννοιών, του τυχαίου και της ελεύθερης βούλησης, οφείλεται σε ένα και μόνο υποκειμενικό παράγοντα, την ελλιπή γνώση.

Ωστόσο, η βούληση, όπως και η συνείδηση, υπόκειται και στην εξελιξιαρχία, στη διαδικασία της εξέλιξης. Θα μπορούσε λοιπόν η ελεύθερη βούληση να προκύψει στο μέλλον, όπως άλλωστε συνέβη και με τη συνείδηση στο παρελθόν. Πιθανώς όμως όχι, γιατί... θα είναι μάταιο να περιμένει κανείς από ένα ντετερμινιστικό σύμπαν να αφήσει εκουσίως ελεύθερη τη βούληση.

Η πρωτότυπη αντίληψη της ελεύθερης βούλησης ως ψευδαίσθησης οφείλεται στις εργασίες και στα πειράματα του ψυχολόγου Ντάνιελ Γουάγκνερ, ο οποίος έγινε γνωστός με την έκδοση του βιβλίου του The illusion of conscious will, το 2002.

Και το πολύ σημαντικό έργο του Γουάγκνερ, με τη σειρά του, βασίστηκε στα πρωτοπόρα πειράματα σχετικά με την καθυστέρηση του χρόνου έναρξης της συνειδητής πρόθεσης, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 80, του φυσιολόγου Βενιαμίν Λίμπετ, ο οποίος προφανώς θα ήταν απογοητευμένος με τα αποτελέσματα των πειραμάτων του, μιας και αυτά έθεταν υπό αμφισβήτηση την ελεύθερη βούληση, ενώ αυτός πίστευε και συνέχισε να πιστεύει σε αυτή.

Στην πραγματικότητα, η ελεύθερη βούληση είναι κάτι παραπάνω από μια ψευδαίσθηση (ή κάτι λιγότερο), με την έννοια ότι το νόημά της δεν είναι λογικοφανές. Είτε η βούλησή μας καθορίζεται από προϋπάρχουσες αιτίες, και συνεπώς δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές, είτε είναι αποτέλεσμα της τύχης, και συνεπώς πάλι δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές.

Κανείς δεν έχει περιγράψει ποτέ κάποιο τρόπο με τον οποίο οι πνευματικές και οι φυσικές διεργασίες μπορούν να εκδηλωθούν έτσι ώστε να αποδεικνύουν την ύπαρξη ελευθερίας. Οι περισσότερες ψευδαισθήσεις είναι φτιαγμένες από πιο στέρεα υλικά.

Ο φυσιολόγος Βενιαμίν Λίμπετ έγινε διάσημος όταν χρησιμοποίησε έναν ηλεκτροεγκεφαλογράφο (EEG) για να δείξει ότι η δραστηριότητα στον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου μπορεί να εντοπιστεί γύρω στα 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν ο άνθρωπος αισθανθεί ότι αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια κίνηση. Μια άλλη εργαστηριακή μελέτη επέκτεινε περαιτέρω αυτήν την εργασία του Λίμπετ, χρησιμοποιώντας έναν λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο (fMRI). Ζητήθηκε σε όσους συμμετείχαν στο πείραμα να πιέσουν το ένα από τα δύο κουμπιά καθώς παρακολουθούσαν ένα «ρολόι» που απαρτιζόταν από μια τυχαία σειρά γραμμάτων, τα οποία εμφανίζονταν σε μια οθόνη. Ανέφεραν το γράμμα που ήταν ορατό στην οθόνη τη στιγμή που αποφάσιζαν να πιέσουν το ένα από τα δυο κουμπιά. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν δυο περιοχές του εγκεφάλου που περιείχαν πληροφορίες σχετικά με το ποιο κουμπί πάτησαν οι συμμετέχοντες 7 έως 10 γεμάτα δευτερόλεπτα πριν αυτοί πάρουν την απόφαση συνειδητά. Τελευταία, απευθείας εγγραφές του εγκεφαλικού φλοιού έδειξαν ότι η δραστηριότητα και μόνο 256 νευρώνων αρκεί για να προβλεφθεί με ακρίβεια της τάξεως του 80% η απόφαση ενός ανθρώπου να κινηθεί, 700 χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν το συνειδητοποιήσει ο ίδιος.

Ακόμα και αν δεν ήταν έτσι, ακόμα και αν όλες οι νοητικές διεργασίες γίνονταν ταυτόχρονα με τις υποβόσκουσες εγκεφαλικές, δεν μπορώ να αποφασίσω για την επόμενη σκέψη μου ή πρόθεση μέχρι να παρουσιαστεί η ίδια η σκέψη ή η πρόθεση. Ποια θα είναι η αμέσως επόμενη νοητική κατάστασή μου; Δεν το γνωρίζω, απλώς συμβαίνει. Πού χωράει η ελευθερία σ’ αυτό;
Αν δε γνωρίζεις σε τι κατάσταση θα είσαι στη συνέχεια, δεν έχεις καθόλου τον έλεγχο.

Να δούμε κάποιες απόψεις επιγραμματικά:
Ο Εμμάνουελ Καντ γράφει για την Ελευθερία ότι είναι απόλυτα απαραίτητη (υπογραμμίζει την Unentbehrlichkeit) αλλά και απόλυτα ακατανόητη (Unbegreiflichkeit). Θα έπρεπε να βρεθεί «ένας νόμος της αιτιότητας μέσω ελευθερίας». (Ein Gesetz der Kausalität durch Freiheit).

«Η ελεύθερη βούληση και η βούληση που υποτάσσεται σε ηθικούς νόμους είναι ένα και το αυτό πράγμα».

Νίκος Δήμου
Η έννοια της ελεύθερης βούλησης είναι ασυμβίβαστη με την επιστήμη και ιδιαίτερα με την ψυχιατρική. Μία απόφαση χωρίς αίτια, χωρίς κίνητρα, (αυτό σημαίνει ελεύθερη) θα ήταν αδύνατο να ερευνηθεί ή ακόμα και να κατανοηθεί. Θα ανήκε στον χώρο της μεταφυσικής - από τον οποίο έτσι κι αλλιώς προέρχεται η ιδέα μίας ελεύθερης βούλησης. Η ιστορία του προβλήματος της ελεύθερης βούλησης ή αυτεξούσιου -όπως αποκαλείται σήμερα- είναι η προσπάθεια να διασωθεί φιλοσοφικά μία θεολογική σύλληψη.

Ο B.F. Skinner θεωρούσε την ελεύθερη βούληση μία ψευδαίσθηση και την ανθρώπινη πράξη εξαρτώμενη από τις συνέπειες προηγούμενων πράξεων. Εάν οι συνέπειες είναι κακές, υπάρχει μια μεγάλη περίπτωση η πράξη να μην επαναληφθεί. Εάν οι συνέπειες είναι καλές, ωστόσο, οι πράξεις που οδηγούν εκεί θα γίνουν πιο πιθανές.Ο B.F. Skinner αυτό το ονόμασε ως αρχή της ενίσχυσης.

Λέει επίσης: «Η συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα δυο και μόνον παραγόντων επί των οποίων δεν έχουμε καμία επιλογή. Του περιβάλλοντος -δεν επιλέγουμε την κοινωνία που γεννηθήκαμε- και του γεννητικού μας προικίσματος -δεν επιλέγουμε τους γονείς μας, ούτε αν η μητέρα μας κάπνιζε εγκυμονούσα.»

Αυτό σημαίνει ότι αφού δεν έχουμε επιλογή στους γονείς μας αλλά ούτε στην κοινωνία που γεννηθήκαμε, και αναγκαστικά θα ζήσουμε μέχρι κάποια ηλικία, -δηλαδή, καμία επιλογή της φύσης ή της ανατροφής- αποκλείεται, θεωρητικός, να έχουμε ελεύθερη βούληση.

Ο Christof Koch (νευροεπιστήμονας) λέει ότι θα μπορούσε να αποδείξει ότι υπάρχει ελευθέρα βούληση αν κάποιος, κάτω από όμοιες συνθήκες, όχι μόνο εξωτερικές αλλά και εσωτερικές καταστάσεις του εγκεφάλου, όπως π.χ. υπογλυκαιμία (δηλαδή πεινάει), θα μπορούσε να συμπεριφερθεί διαφορετικά.

Σοπενάουερ
«Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει αυτό που θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει αυτό που θέλει».

Αϊνστάιν
ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ με τη φιλοσοφική έννοια. Όλοι δρουν όχι μόνο υπό την επιρροή ενός εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επίσης σύμφωνα και με μια εσωτερική ανάγκη. Η ρήση του Σοπενχάουερ ότι «ο άνθρωπος μπορεί να δρα όπως αυτός θέλει, αλλά όχι να θέλει όπως αυτός θέλει» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εμένα από τη νεότητα μου και μια συνεχή παρηγοριά και μια αμείωτη πηγή υπομονής στις δυσκολίες της ζωής, της δικιάς μου και των άλλων. Αυτό το συναίσθημα φιλεύσπλαχνα μετριάζει την αίσθηση υπευθυνότητας που τόσο εύκολα μπορεί να σε παραλύσει και μας εμποδίζει στο να πάρουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους πολύ σοβαρά· συντελεί σε μια άποψη της ζωής στην οποία το χιούμορ, προπαντός, έχει τη θέση που του αρμόζει.

Και: «Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοούν οι άνθρωποι όταν μιλούν για την ελευθερία της βούλησης. Έχω την αίσθηση, για παράδειγμα, ότι επιθυμώ ένα πράγμα ή κάτι άλλο· αλλά το τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με την ελευθερία δεν μπορώ να το καταλάβω καθόλου.»

Βολταίρος
«Δεν μπορώ να μη θέλω αυτό που θέλω.»

Χαράρι
"Οι άνθρωποι προφανώς και έχουν βούληση, έχουν επιθυμίες και μερικές φορές είναι ελεύθεροι να τις πραγματοποιήσουν. Αν λέγοντας «ελεύθερη βούληση» εννοείς την ελευθερία να κάνεις αυτό που επιθυμείς, τότε, ναι, οι άνθρωποι έχουν ελεύθερη βούληση. Αν όμως ως «ελεύθερη βούληση» εννοείς την ελευθερία να επιλέγεις τι επιθυμείς, τότε, όχι, οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση."

Και τέλος κάποια παραδείγματα, που θεωρώ ότι κάνουν πιο εύληπτα τα ευρήματα της επιστήμης, από το βιβλίο:

"Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό - Λ.Ζούρους"
(Εξελικτικός Βιολόγος και πανεπιστημιακός)

Οι περιορισμοί είναι όλων των ειδών. Πρώτα είναι οι βιολογικοί, που όμως στη συνέχεια αποκτούν κοινωνική δύναμη. Δεν είχα επιλογή για το χρώμα το ματιών μου. Αυτό καθορίστηκε τη στιγμή που το σπερματοζωάριο του πατέρα μου μπήκε στο ωάριο της μητέρας μου. Επομένως, ήδη από αυτή την πρώτη στιγμή, η ελευθερία μου ως προς το χρώμα των ματιών μου έπεσε στο μηδέν.

Συμβαίνει τώρα να ζω σε έναν κόσμο όπου το χρώμα των ματιών συνδέεται με τη γοητεία που το ένα φύλο ασκεί στο άλλο, που σημαίνει ότι η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο τελεί υπό περιορισμούς, οι δυνατότητές μου (= η ελευθερία μου) είναι περιορισμένες στο κοινωνικό σύνολο - όχι βέβαια στο μηδέν, όπως συνέβη με την επιλογή του χρώματος των ματιών. Συμβαίνει ακόμα να ζω σε έναν κόσμο όπου η επιρροή μου στο αντίθετο φύλο έχει επιπτώσεις για έναν σωρό άλλες προοπτικές (οικογενειακή ευτυχία, κτλ.), και αυτό με κάνει να συμπεράνω ότι και γι’ αυτές τις προοπτικές η ελευθερία μου είναι περιορισμένη (αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι η γοητεία μου).

Μετά τη σύντηξη του σπερματοζωαρίου με το ωάριο, και κάποια στιγμή μετά τη γέννηση, έρχεται η εντολή «μάθε να μιλάς». Ο εξωτερικός κόσμος αποφασίζει 100% για το ποια θα είναι η μητρική μας γλώσσα. Και ό,τι ισχύει για τη γλώσσα ισχύει για τη θρησκεία, για τις κοινωνικές μας έξεις, για τα «πιστεύω» μας. Και όλο αυτό το διαρκώς ογκούμενο κοινωνικό πλέγμα (πέστε το εφόδιο, πέστε το φορτίο - η επιλογή της λέξης είναι δική σας) περιορίζει συνεχώς τις επιλογές μας, περιορίζει την ελευθερία μας: στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην επιλογή συντρόφου, στις πολιτικές προτιμήσεις μας.

Τα δεσμά των κοινωνικών καταβολών δε διαφέρουν πολύ σε ακαμψία από τα δεσμά των βιολογικών καταβολών. Η ιδέα ότι μπορούμε να τα καταλύσουμε είναι ουσιαστικά μια αυταπάτη.

Συνήθως είμαστε ικανοποιημένοι που τα πράγματα πάνε όπως τα φέρνει η φύση - είτε μιλούμε για το βιολογικό είτε για το κοινωνικό της πρόσωπο. Μπορεί μάλιστα να είμαστε υπερήφανοι που τα πράγματα πάνε έτσι γιατί αυτός, νομίζουμε, είναι ο σωστός δρόμος (θυμηθείτε την πλάνη του ιδιοκεντρισμού). Μάλιστα παίρνουμε μέτρα να μην ξεφύγουν από αυτόν τον δρόμο τα παιδιά μας, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους δώσουμε την πρέπουσα «αγωγή». Η ιδέα ότι η αγωγή μπορεί να ενέχει έναν μεγάλο βαθμό περιορισμού της ελευθερίας τους, σπάνια είναι μέρος των ανησυχιών μας. Ας το παραδεχθούμε: η ελευθερία της βούλησής μας είναι πολύ πιο περιορισμένη από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε· αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μέρος του δυνητικού φάσματος της ελευθερίας που ανοίγεται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε. Η ιδέα περί ελευθερίας της βούλησης έχει όλα τα γνωρίσματα μιας δαρβινικής πλάνης.

Τελειώνοντας να πω ότι μπορείτε να διαφωνήσετε ελεύθερα, ο Επίκουρος στην 40η προσφώνηση του λέει. «Αυτός που ισχυρίζεται ότι όλα γίνονται αναγκαστικά (ότι είναι προκαθορισμένα) δεν μπορεί να επιπλήξει κάποιον που νομίζει ότι δε γίνονται όλα αναγκαστικά (ότι δεν είναι προκαθορισμένα). Διότι ακόμη και αυτή η άποψη θα πρέπει αναγκαστικά να ειπωθεί»…

Εγώ δεν έχω καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα και πώς να το κάνω όταν δεν έχει καταλήξει ούτε η επιστήμη. Μόνο ενδείξεις έχουμε μέχρι τώρα και αυτές εξιστόρησα μαζί με απόψεις και συμπεράσματα των γνωστότερων και καταξιωμένων επιστημόνων. Απλώς, θα ήταν καλό να είμαστε, όσο αυτό είναι εφικτό, «ελεύθεροι» από τις προλήψεις. Να μην επηρεαστούμε από το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας που παρατηρείται όταν τα γεγονότα συγκρούονται με τα πιστεύω μας. Αν το δούμε το θέμα μεροληπτικά θα υποστηρίζουμε εσαεί την θέση μας και αυτό δε θα βοηθήσει στα συμπεράσματα. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Επίκουρος: «Στην θεωρητική συζήτηση κερδισμένος βγαίνει αυτός που νικήθηκε, στον βαθμό που έμαθε κάτι περισσότερο». Οι καλές ιδέες πρέπει να επισημαίνονται και να κρατούνται. Μια ωραία ιδέα, που συγκράτησα, μιλάει για έναν σύγχρονο δυισμό (ο εγκέφαλος μου κι εγώ). Κι εδώ, θα ήθελα να πω ότι, από όσο κατάλαβα στην έρευνα μου, δεν τίθεται ζήτημα δυισμού. Ο εαυτός μας είναι ο εγκέφαλός μας και το αντίστροφο, άρα, η βούληση εμπίπτει και αυτή εξ ολοκλήρου στη νομοτέλεια του εγκεφάλου και των φυσικών νόμων που τον διέπουν.

Όσοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση φέρουν ως επιχείρημα ότι μπορούν να επιλέξουν. Να αποφασίσουν ανάμεσα στο μαύρο ή το άσπρο, ας πούμε. Όμως μπορεί να έχουν κάποιους περιορισμούς σε άλλα χρώματα. Να μην υπάρχει το δικαίωμα επιλογής στο κόκκινο. Σ’ αυτό ακριβώς εδράζονται και οι διαφωνίες όσον ισχυρίζονται ότι δεν έχουμε ελεύθερη βούληση. Και ρωτώ: όταν υπάρχει έστω και ένας περιορισμός πώς μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία;

Επομένως, υπάρχει τελικά ελεύθερη βούληση; Ναι, υπάρχει - αν όχι στην απώτατη πραγματικότητα, τουλάχιστον υπό τη λειτουργική έννοια που είναι αναγκαία για την ψυχική μας υγεία -για να έχουμε σώας τας φρένας- και, ως εκ τούτου, για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους.

Ας σκεφτούμε όμως: Υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας;

Το Φάντασμα μέσα μας: Το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης

Σ’ ένα σημείο του Φαντάσματος της Όπερας, ο Μάικλ Κρώφορντ και η Σάρα Μπράιτμαν τραγουδούν τους περίφημους στίχους: «The phantom of the Opera is there, inside your mind...». To φάντασμα της όπερας είναι εκεί. Είναι μέσα στο ίδιο το μυαλό μας.

Παραδόξως, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και μεγάλοι φυσικοί και φιλόσοφοι του περασμένου αιώνα, λίγο μετά την ανακάλυψη της αρχής της αβεβαιότητας. Και δεν είναι προφανές ότι είχαν άδικο.

Αν οι χημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλό μας διέπονται από τους κβαντικούς νόμους —δηλαδή από την αρχή της αβεβαιότητας— τότε σίγουρα το φάντασμα είναι μέσα στο μυαλό μας. Και εισάγει ενδεχομένως ένα στοιχείο θεμελιώδους τυχαιότητας —έναν μη αιτιοκρατικό παράγοντα— στη λειτουργία αυτής της κατά τα άλλα τόσο αξιόπιστης και περίτεχνα ρυθμισμένης χημικής μηχανής.

Να, λοιπόν, η απελευθέρωση από τα δεσμά της κλασικής αιτιοκρατίας, η οποία λέει ότι η ελευθερία της βούλησης —αυτό το συστατικό στοιχείο της υπαρξιακής μας αξιοπρέπειας— είναι μια ψευδαίσθηση. Εγώ και οι πράξεις μου —έτσι λέει η παλιά φυσική— είμαι το προδικασμένο αποτέλεσμα των προδιαγεγραμμένων κινήσεων των ατόμων και των μορίων που με αποτελούν, αν όχι και εκείνων όλου του σύμπαντος. Όλα τα άλλα είναι αυταπάτες.

Να, λοιπόν, που το φάντασμα μέσα μας είναι και ο ελευθερωτής μας. Ο εγγυητής της υπαρξιακής ελευθερίας μας. Αφήνει χώρο για το απρόβλεπτο. Για την ελεύθερη επιλογή. Η μήπως την υπονομεύει με έναν πιο «ύπουλο» τρόπο; Αφήνοντάς μας έρμαια μιας ανερμήνευτης τυχαιότητας; Εμείς τελικά αποφασίζουμε ή το φάντασμα μέσα μας παίζοντας ζάρια;

Όμως εδώ έχουμε ήδη αφήσει πίσω μας τη φυσική επιστήμη και έχουμε εισέλθει στο πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας. Στο πεδίο των ανοιχτών ερωτημάτων — των εσαεί ανοιχτών ερωτημάτων. Επομένως στο πεδίο της ελευθερίας, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση ενός καλού φίλου γι αυτό το θέμα.

Έτσι λοιπόν, επιλέγω να κλείσω τούτο το κεφάλαιο, όχι με την επιστημονική απάντηση πάνω στο ερώτημα που έθεσα προηγουμένως —μια απάντηση που δεν υπάρχει—, αλλά με την απάντηση που εγώ επέλεξα να με εκφράζει. Την απάντηση του Σωκράτη.

Γυρνάω λοιπόν πίσω στον χρόνο, αλλά στον ίδιο τούτο τόπο, στη χαλεπαίνουσα σήμερα πατρίδα μας, όταν η κατ’ εξοχήν ελληνική ιδέα της νοιμοκρατούμενης φύσης —μιας φύσης που δεν εξαιρεί τον άνθρωπο από την επικράτειά της— έχει θέσει ευθέως το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, με τους ίδιους ακριβώς όρους που τίθεται και σήμερα.

Η απάντηση του Σωκράτη —όπως αποδίδεται στον πλατωνικό Φαίδωνα— ξεκινάει με μια εξομολογητική διήγηση για την αποτυχημένη προσπάθειά του να γνωρίσει τις αιτίες των πραγμάτων, και πώς ανέκτησε προς στιγμήν τις ελπίδες του με τις θεωρίες του Αναξαγόρα ότι ο Νους είναι «ο διακόσμων τε και αίτιος πάντων». Και συνεχίζει ο Σωκράτης:

Αυτή όμως την ελπίδα γρήγορα την εγκατέλειψα όταν, καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση, είδα έναν άνθρωπο [τον Αναξαγόρα] που δεν χρησιμοποιεί καθόλου τον νου ούτε αποδίδει σε κάποιες αιτίες την τάξη των πραγμάτων, αλλά ως αιτίες αναφέρει τον αέρα, τον αιθέρα και το νερό και πολλά άλλα παράλογα. Αυτό που κάνει μου φαίνεται πανομοιότυπο σαν να έλεγε κάποιος ότι ο Σωκράτης όσα κάνει τα κάνει με νου και έπειτα, επιχειρώντας να προσδιορίσει τις αιτίες των πράξεών μου, να πει ότι για αυτόν τον λόγο κάθομαι εδώ [στο κελί μου], γιατί το σώμα μου αποτελείται από οστά και νεύρα.

Τα οστά αιωρούνται στα σημεία συναρμογής τους, τα νεύρα χαλαρώνουν και τεντώνονται και με κάνουν ικανό να κάμπτω τώρα τα μέλη μου. Και επειδή έκαμψα τα μέλη μου, για αυτήν την αιτία κάθομαι εδώ. Έτσι όμως αποφεύγει να πει την πραγματική αιτία, ότι δηλαδή, αφού οι Αθηναίοι θεώρησαν καλύτερο (βέλτιστον) να με καταδικάσουν, για αυτόν ακριβώς τον λόγο θεώρησα και εγώ καλύτερο και δικαιότερο να μείνω εδώ και να υποστώ την ποινή που θα μου επιβάλουν. Γιατί, μα την αλήθεια, πιστεύω ότι αυτά τα νεύρα και αυτά τα οστά θα ήταν από καιρό στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία, αν δεν θεωρούσα ότι είναι πιο δίκαιο και πιο ωραίο, αντί να αποδράσω και να εξοριστώ, να υποστώ την ποινή που η πόλη μού επιτάσσει.

Παραθέτοντας τη σωκρατική απάντηση στο ζήτημα της ελεύθερης βούλησης —μαζί με την Απολογία, ένα από τα ιδρυτικά κείμενα του πολιτισμού μας— θέλησα να υπογραμμίσω ταυτόχρονα και τούτο: το πόσο «μικρή» είναι η επιστήμη όταν καλείται να προσφέρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Δεν είναι αυτή η αποστολή της. Για τα ερωτήματα αυτά —τα εσαεί αναπάντητα— ο φιλόσοφος λόγος και η μεγάλη τέχνη θα συνεχίσουν να αποτελούν τη μοναδική κιβωτό μας.Το φάντασμα μέσα μας είναι σίγουρα υπεύθυνο για πολλά πράγματα, μεταξύ άλλων και για το «θαύμα» της ύπαρξής μας. Δεν είναι όμως αυτό που αποφασίζει για μας παίζοντας ζάρια στο υπόγειο.

Ας το πάρουμε απόφαση: ουδείς φυσικός νόμος θα μας απαλλάξει ποτέ από το ευλογημένο βάρος της ελευθερίας μας. Της ελευθερίας να κάνουμε επιλογές και να είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές.

Η "ενόραση" του Όντος, και η απατηλότητα των φαινομένων για τον Παρμενίδη

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ  TOY  ΚΟΣΜΟΥ«Το βύθισμα εντός του αιωνίου είναι το τέλος της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς το τέλος της θρησκείας είναι το βύθισμα εντός των μυστηρίων». -Πλούταρχος

Ο Παρμενίδης γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της Προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζήτησε την ενότητα του κόσμου σε κάποια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο των όντων και όλων των πραγμάτων.

Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στην Φιλοσοφία του το «ΕΙΝΑΙ», και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται «Οντολογία», δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του «ΕΙΝΑΙ». Σε αντίθεση με τους Ίωνες, ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το «τι» των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο «ΕΙΝΑΙ». Η σκέψη του είναι εξαιρετικά σύνθετη, και δυσνόητη θα συνοψίσω εδώ κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την σκέψη του που αφορούν την απατηλότητα του κόσμου των φαινομένων....

Το Ον είναι αγέννητο, πλήρες ενιαίο και ατάραχο και τέλειο. Δεν ήτανε ποτέ, ούτε θα είναι κάποτε, γιατί το τότε και το τώρα αποτελούν μαζί το παν, το Ένα. Οι αισθήσεις παραπλανούν. Ο Κόσμος των Φαινομένων είναι μια εικονική φαντασμαγορία, μία ατελείωτη αντανάκλαση του Όντος σε ένα μαγικό καθρέφτη. Ο μαγικός καθρέφτης πολλαπλασιάζει το Έν, κινεί το ακίνητο, διαιρεί το αδιαίρετο, παραμορφώνει το τέλειο, ενδεχομενοποιεί το αναγκαίο. Αλλά στο σύνολό της η Εικόνα είναι η απεικόνιση του ενός απόλυτου Όντος.

Ο μαγικός καθρέφτης δημιουργεί τις φανταστικές διαστάσεις του χώρου και του χρόνου για να υπάρξει ανύπαρκτα ο κόσμος των φαινομένων. Αλλά ούτε και ο μαγικός καθρέφτης δεν μπορεί να υπάρχει δίπλα στο απόλυτο «Είναι». Όλα είναι μια οφθαλμαπάτη στην έρημο του μη όντος, όπως η «Μάγια» στον «Ινδουισμό».

Πίσω από τον κόσμο των φαινομένων για τον Παρμενίδη, βρίσκεται η παντοδυναμία της τελειότητας του απόλυτου Όντος. Tο «ΕΙΝΑΙ», μπορούμε να το προσεγγίσουμε εάν βυθιστούμε κάτω από τη φαντασμαγορία των φαινομένων στη μονότητα του «ΕΙΝΑΙ» και ταυτιστούμε με αυτήν. Τότε ο νους και η νόηση μας συμπίπτουν με το οντολογικό «ΝΟΕΙΝ» το οποίο ταυτίζεται με το «ΕΙΝΑΙ». Και σε αυτή την ταύτιση δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το «ΕΙΝΑΙ», ούτε καθρέφτης, ούτε γλώσσα ούτε λόγος, ούτε αισθήσεις ούτε κόσμος των φαινομένων...

Αντιπαραθέστε αυτό το βίωμα της ταύτισης με το απόλυτο «ΕΙΝΑΙ», το αιώνιο, το πλήρες, το αμετάβλητο, το παντέλειο, το αναγκαίο, προς το βίωμα του Βουδστή «της κενότητος», την Νιρβάνα. «Το Ον είναι ον»περιγράφει την κατάσταση της σκέψης αμέσως πριν βυθιστεί στην «ενόραση» του «ΕΙΝΑΙ», όπου το Νοείν ταυτίζεται απολύτως προς το «Είναι». Δια της «ενόρασης» τότε, με τα λόγια του Παρμενίδη:

«Θα γνωρίσεις δε την αιθέρια φύση και όλα τα σήματα στον αιθέρα και της καθαρής του αγίου Ηλίου λαμπάδας τα έργα τα αόρατα και από πού εξέγιναν, και τα έργα θα μάθεις τα περιπλανώμενα της κυκλοπρόσωπης Σελήνης, και τη φύση της, θα γνωρίσεις δε και τον ουρανό τον περισφίγγοντα, από πού γεννήθηκε, και πώς επάγοντάς τον η Ανάγκη τον δέσμευσε να κρατάει τα όρια των άστρων…»

Ο Πλάτωνας αργότερα (στις επιστολές Επιστ. 341 c-d ) περιγράφει τη μέθοδο ενόρασης του Θείου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε εάν η μέθοδος αυτή, είναι η ίδια, με αυτή που χρησιμοποιεί ο Παρμενίδης :

«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της..»

Ο Πλωτίνος περιγράφει πιο ξεκάθαρα την «μυστικιστική ένωση» (την οποία κατόρθωσε να επιτύχει μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11). Ας τον παρακολουθήσουμε:

«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)»

Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λέει: «Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:

«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε..δεν υπάρχει ένα από πού, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».

To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα (Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & VI 7,34,12, VI 9.11.5):

«.. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα».

Πλούταρχος: Περί Θεού και κόσμου

Πρωτότυπο σύγχρονο δοκίμιο με μορφή ανάμεσα στον Πλούταρχο και τον μαθητή του Απολλόδωρο.

Βρισκόμαστε μέσα στον ιερό ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Είναι απόγευμα, και το φως του ήλιου αγγίζει τα μάρμαρα, κάνοντας τα να αστράφτουν, μέσα σε ένα παιχνίδι φωτός και σκιών ανάμεσα στους κίονες. Ο Πλούταρχος, ιερέας του ναού, φιλόσοφος και άνθρωπος βαθιάς σκέψης, κάθεται πλάι στον νεαρό μαθητή του, τον Απολλόδωρο. Καθισμένοι κοντά στον τρίποδα της Πυθίας, μιλούν ήρεμα. Η σιωπή του τόπου δεν είναι άδεια, αλλά γεμάτη. Είναι η γαλήνη εκείνη που γεννάται όταν η ψυχή ετοιμάζεται να διεισδύσει στο μυστήριο του εαυτού και του κόσμου. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι υποθετικός, όμως αντλεί από τις διαχρονικές αλήθειες της ανθρώπινης εμπειρίας και σοφίας.

Η Πυθία, καθισμένη στον τρίποδα, εισπνέει τους ατμούς του Κασταλλίου νερού και, χωρίς κανείς να της απευθύνει τον λόγο, μιλά:

Πυθία: «Δύο φλόγες αχνοφέγγουν στο βάθος του ναού. Η μία, η παλιά σοφία του κόσμου· η άλλη, η λαχτάρα της ψυχής να τη φτάσει. Εσύ, Πλούταρχε, ρωτάς για το Θείον μέσα στα όρια του λόγου. Εσύ, Απολλόδωρε, διψάς με καρδιά που ακόμη δε γνωρίζει τον παλμό της σιγής. Και λέγω: Ο Θεός δεν κατοικεί σε λέξεις, μήτε σε αγάλματα. Είναι ρυθμός μέσα στον ρυθμό, ανάσα που δεν ακούγεται, φως που ανατέλλει μέσα σου όταν σωπάσεις αρκετά. Μην ψάχνετε απαντήσεις, τέκνα της εστίας· γίνετε εσείς η απάντηση στον ήχο του κόσμου.»

Ο Πλούταρχος σηκώνει αργά το κεφάλι προς την Πυθία. Το βλέμμα του είναι σαν να θωρεί πέρα από το παρόν.

Πλούταρχος: «Δεν είναι η φωνή σου, ιέρεια, που μίλησε—είναι η συνείδηση του ίδιου του ναού. Εάν ο Θεός δεν κατοικεί σε λέξεις, τότε ας πάψουμε να τον ορίζουμε και ας τον ζήσουμε. Η Αρμονία που αναδύεται όταν σιγούμε, αυτή είναι η θεότητα η αληθινή.»

Ο Απολλόδωρος κοιτά τον δάσκαλό του. Η καρδιά του χτυπά σαν τύμπανο στα Ελευσίνια Μυστήρια. Γράφει με προσεκτικό χέρι τα λόγια, αλλά η σκέψη του ταξιδεύει.

Απολλόδωρος (μυστικά): «Αν ο Θεός είναι ρυθμός μέσα στον ρυθμό, τότε ποιος είμαι εγώ μέσα σε αυτό το τραγούδι; Μήπως όχι μαθητής, αλλά φωνή που αργεί να θυμηθεί τη μελωδία της;»

 Ένα φύσημα ανέμου περνά ανάμεσα στους κίονες. Ίσως είναι ο ήχος του Απόλλωνα. Ίσως η ψιθυριστή έγκριση της Μούσας.

Απολλόδωρος: Δάσκαλε, γιατί οι άνθρωποι προσδοκούν τόσο πολύ μια εξωτερική γιορτή, μια ευκαιρία για χαρά, ενώ η ζωή κυλά γύρω τους γεμάτη θαυμαστά σημεία;

Πλούταρχος: Γιατί αγνοούν, Απολλόδωρε ότι η ζωή η ίδια είναι η πιο βαθιά και ουσιαστική τελετουργία. Όπως είπε κάποτε κι ο Διογένης, ο άριστος άνθρωπος βλέπει κάθε ημέρα σαν ιερή γιορτή. Αν έχουμε σωφροσύνη, τότε όλη η ύπαρξη μας γίνεται ένας συνεχής εορτασμός. Ο κόσμος δεν είναι ένα απλό σκηνικό — είναι ο ιερότερος ναός στον οποίο εισερχόμαστε με τη γέννησή μας.

Απολλόδωρος: Δηλαδή, δεν υπάρχει μύηση έξω από τη ζωή;

Πλούταρχος: Όχι. Η ζωή είναι η μύηση. Είναι η μυσταγωγία που μας καλεί να ανακαλύψουμε την ψυχική γαλήνη και τη χαρά, όχι σαν ευκαιριακές διαθέσεις, αλλά σαν βαθιές καταστάσεις ύπαρξης. Όποιος αφυπνιστεί, δεν περιμένει άλλο να έρθει το "ιερό". Βλέπει ότι το ιερό είναι ήδη παρόν.

Απολλόδωρος: Τι σημαίνει αυτή η αφύπνιση, για τον μαθητή; Και πως σχετίζεται αυτή με τα χαραγμένα ρητά, όπως το «γνώθι σαυτόν», «μηδέν άγαν» και το γράμμα Ε, στον ναό μας;

Πλούταρχος: Σημαίνει πως σου επιτρέπει να δεις πως δεν είσαι αποκλειστικά οι σκέψεις σου. Δεν είσαι το άθροισμα των εμπειριών σου. Είσαι κάτι βαθύτερο. Μια επίγνωση που παρατηρεί, που ενοικεί και μαρτυρεί. Όταν αυτό το καταλάβεις, παύεις να βλέπεις τον εαυτό σου ξεχωριστό από το σύμπαν.

Απολλόδωρος: Δηλαδή δεν είμαστε απλώς μέσα στο σύμπαν;

Πλούταρχος: Όχι, είμαστε το ίδιο το σύμπαν που παρατηρεί τον εαυτό του μέσα από εμάς. Είμαστε το σημείο εστίασης όπου το Όλον γίνεται ενσυνείδητο. Αυτό είναι το μεγάλο θαύμα. Αλλά χρειάζεται ταπείνωση για να το δεις. Οι περισσότεροι εγκλωβίζονται στο προσωπείο του "εγώ", που καθρεφτίζεται στους άλλους και ξεχνάνε την ουσία.

Απολλόδωρος: Και το σώμα μας, δάσκαλε; Τι ρόλο διαδραματίζει σε αυτή τη μύηση;

Πλούταρχος: Είναι ο ναός της φύσης. Εκεί λατρεύεται το Θείο, όχι έξωθεν, αλλά μέσα από κάθε ανάσα, κάθε αίσθηση, κάθε πράξη αγάπης ή στοχασμού. Αν καταστρέφουμε τη φύση, καταστρέφουμε το ίδιο το ιερό. Πολλοί λατρεύουν έναν αόρατο Θεό, μα την ίδια στιγμή καταπατούν τη φύση, αγνοώντας ότι αυτή είναι η φανέρωση του αοράτου.

Απολλόδωρος: Μου φαίνεται πως ο άνθρωπος είναι μια μικρογραφία του κόσμου. Όπως λένε κι άλλοι φιλόσοφοι, ο μικρόκοσμος αντικατοπτρίζει τον μακρόκοσμο.

Πλούταρχος: Πολύ σωστά. Κι αν παρατηρήσεις τον εαυτό σου εσωτερικά, με ησυχία και ενόραση, μπορείς να γνωρίσεις το Όλον. Δεν χρειάζεσαι τίποτε εξωτερικό. Η αληθινή φιλοσοφία δεν είναι μόνο λογική. Είναι βιωματική, μυστική, βαθιά.

Όπως για να ανακαλύψεις την κρυμμένη ομορφιά και την ποικιλομορφία ενός δάσους, πρέπει να περπατήσεις μέσα του, να παρατηρήσεις τους κορμούς, να ακούσεις τα νερά που αναβλύζουν από τις πηγές, να αφουγκραστείς τα πουλιά, να μυρίσεις τα λουλούδια και να νιώσεις το άρωμα του χώματος...

Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να εισέλθεις στον ίδιο σου τον εαυτό, να αφουγκραστείς την αναπνοή σου, να νιώσεις πού γεννιούνται οι σκέψεις και από πού αναβλύζουν τα συναισθήματα.

Μην φοβάσαι τη σιωπή, Απολλόδωρε. Είναι το ιερό καταφύγιο της ψυχής.

Καθώς ο ήλιος χαμηλώνει πίσω από τις κορυφές του Παρνασσού, οι δύο συνομιλητές σιωπούν. Το φως παίρνει πια χρυσή απόχρωση, και το άρωμα του λιβανιού διαλύεται στο δειλινό. Ο Πλούταρχος και ο Απολλόδωρος παραμένουν για λίγο ακόμη καθισμένοι δίπλα στον ιερό τρίποδα, αφήνοντας τη σιγή να μεταμορφωθεί σε στοχασμό.

Ίσως, σκέφτονται και οι δύο, πως η αλήθεια δεν λέγεται ολοκληρωτικά με λόγια. Μα αποκαλύπτεται σε εκείνον που είναι έτοιμος να σταθεί ήσυχος μέσα στον ναό του κόσμου.