151. ΛΕΩΝ ΦΟΒΗΘΕΙΣ ΜΥΝ [151.1] λέοντος κοιμωμένου μῦς τῷ στόματι διέδραμεν. ὁ δὲ ἐξαναστὰς πανταχοῦ περιειλίττετο ζητῶν τὸν προσεληλυθότα. ἀλώπηξ δὲ αὐτὸν θεασαμένη ὠνείδιζεν, εἰ λέων ὢν ἐφοβήθη μῦν. καὶ ὃς ἀπεκρίνατο· «οὐ τὸν μῦν ἐφοβήθην, ἀλλὰ κατὰ τῆς τόλμης αὐτοῦ τὴν ὀργὴν ἔχω».
[ὁ λόγος διδάσκει τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων μηδὲ τῶν μετρίων πραγμάτων καταφρονεῖν.]
152. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΚΤΟΣ
[152.1] λέων καὶ ἄρκτος ἐλάφου νεβρὸν εὑρόντες περὶ τούτου ἐμάχοντο. δεινῶς δὲ ὑπ᾽ ἀλλήλων διατεθέντες ἐπειδὴ ἐσκοτώθησαν, ἡμιθανεῖς ἔκειντο. ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο τοὺς μὲν παρειμένους, τὸν δὲ νεβρὸν ἐν μέσῳ κείμενον, ἀραμένη αὐτὸν διὰ μέσου αὐτῶν ἀπηλλάττετο. οἱ δὲ ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενοι ἔφασαν· «ἄθλιοι ἡμεῖς, εἴ γε ἀλώπεκι ἐμοχθοῦμεν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι εὐλόγως ἐκεῖνοι ἄχθονται, οἳ τῶν ἰδίων καμάτων τοὺς τυχόντας ὁρῶσι τὰς ἐπικαρπίας ἀποφερομένους.
153. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΛΑΓΩΟΣ
[153.1] λέων περιτυχὼν λαγωῷ κοιμωμένῳ τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν. μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν ἀφεὶς τὸν λαγωὸν ἐκείνην ἐδίωκεν. ὁ μὲν οὖν ἀπὸ τῶν ψόφων ἐξαναστὰς ἔφυγεν· ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν. εὑρὼν δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶν βορὰν ἐλπίδα μείζονα προὔκρινα».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.
154. ΛΕΩΝ, ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[154.1] λέων καὶ ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι ἐξῆλθον εἰς ἄγραν. πολλὴν δὲ ‹θήραν› αὐτῶν συλλαβόντων ὁ λέων προσέταξε τῷ ὄνῳ διελεῖν αὐτοῖς. τοῦ δὲ τρεῖς μοίρας ποιήσαντος καὶ ἐκλέξασθαι αὐτῷ παραινοῦντος ὁ λέων ἀγανακτήσας [ἁλλόμενος] κατεθοινήσατο αὐτὸν καὶ τῇ ἀλώπεκι μερίσαι προσέταξεν. ἡ δὲ πάντα εἰς μίαν μερίδα συναθροίσασα καὶ μικρὰ ἑαυτῇ ὑπολιπομένη παρῄνει αὐτῷ ἑλέσθαι. ἐρομένου δὲ αὐτὴν τοῦ λέοντος, [καὶ] τίς αὐτὴν οὕτω διανέμειν ἐδίδαξεν, ἡ ἀλώπηξ εἶπεν· «αἱ τοῦ ὄνου συμφοραί».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι σωφρονισμὸς γίνεται τοῖς ἀνθρώποις τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα.
155. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΜΥΣ
[155.1] λέοντος κοιμωμένου μῦς τῷ σώματι ἐπέδραμεν· ὁ δὲ ἐξαναστὰς καὶ συλλαβὼν αὐτὸν οἷός τε ἦν καταθοινήσασθαι. τοῦ δὲ δεηθέντος μεθεῖναι αὐτὸν καὶ λέγοντος, ὅτι σωθεὶς χάριτας αὐτῷ ἀποδώσει, γελάσας ἀπέλυσεν αὐτόν. συνέβη δὲ αὐτὸν μετ᾽ οὐ πολὺ τῇ τοῦ μυὸς χάριτι περισωθῆναι. ἐπειδὴ γὰρ συλληφθεὶς ὑπό τινων κυνηγῶν κάλῳ ἐπεδέθη τινὶ δένδρῳ, τὸ τηνικαῦτα ἀκούσας ὁ μῦς αὐτοῦ στένοντος ἐλθὼν τὸν κάλων περιέτρωγε καὶ λύσας αὐτὸν ἔφη· «σὺ μὲν οὕτω μου τότε κατεγέλασας ὡς μὴ προσδεχόμενος παρ᾽ ἐμοῦ ἀμοιβὴν κομιεῖσθαι, νῦν δ᾽ εὖ ἴσθι, ὅτι ἔστι καὶ παρὰ μυσὶ χάρις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἐν καιρῶν μεταβολαῖς καὶ οἱ σφόδρα δυνατοὶ τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίνονται.
***
151. Το λιοντάρι που φοβήθηκε τον ποντικό.
[151.1] Μια φορά το λιοντάρι το είχε ρίξει στον ύπνο, όταν αίφνης ο ποντικός πέρασε τρεχάτος πάνω από τη στοματάρα του. Αμέσως το θηρίο πετάχτηκε από το λήθαργο και βάλθηκε να στριφογυρίζει από εδώ και από εκεί γυρεύοντας ποιός το είχε πλησιάσει. Το είδε τότε η αλεπού και έπιασε να το περιγελά: «Καλά, τί λιοντάρι είσαι εσύ, άμα σκιάχτηκες τόσο το μικρό το ποντικάκι». Ο λέοντας όμως αποκρίθηκε: «Τί είναι αυτά που λες! Φυσικά και δεν φοβήθηκα το ποντικάκι. Απεναντίας, είμαι έξω φρενών με το θράσος του!».
[Το δίδαγμα του μύθου: Οι μυαλωμένοι άνθρωποι δεν πρέπει να καταφρονούν τίποτε, όσο ασήμαντο και αν φαίνεται.]
152. Το λιοντάρι και η αρκούδα.
[152.1] Μια φορά το λιοντάρι και η αρκούδα τσακώσανε το μικρό μιας ελαφίνας και βάλθηκαν να μαλώνουν ποιός θα το πάρει. Έτσι, που λέτε, κάνανε μεγάλη ζημιά ο ένας στον άλλο, ώσπου τελικά τους ήρθε σκοτοδίνη και έπεσαν κάτω μισοπεθαμένοι. Έτυχε τότε να περάσει από εκεί η αλεπού, και φυσικά τους είδε και τους δύο τάβλα κάτω σε κατάσταση λιποθυμίας, ενώ το ελαφάκι ήταν παρατημένο ανάμεσά τους. Βούτηξε λοιπόν η ίδια το ζωάκι από εκεί μέσα και το έβαλε στα πόδια. Τότε τα δύο θηρία, που δεν μπορούσαν ούτε καν να ανασηκωθούν, άρχισαν να μουρμουρίζουν: «Να πάρει η οργή, τί δυστυχία! Να τραβήξουμε τέτοιο ζόρι μόνο και μόνο για να κερδίσει η αλεπού!».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι φυσικό να στενοχωριούνται όσοι βλέπουν τον πρώτο τυχόντα να απολαμβάνει τα οφέλη από τον δικό τους κόπο.
153. Το λιοντάρι και ο λαγός.
[153.1] Ήταν κάποτε ένα λιοντάρι που έτυχε να βρει μπροστά του έναν λαγό, κοιμισμένον του καλού καιρού. Ετοιμαζόταν λοιπόν να τον καταβροχθίσει, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του μια ελαφίνα να περνάει από εκεί κοντά. Αμέσως, που λέτε, παράτησε τον λαγό και βάλθηκε να καταδιώκει το μεγαλύτερο θήραμα. Στο μεταξύ ο λαγός ξύπνησε από τη φασαρία, και φυσικά πετάχτηκε πάνω και το έβαλε στα πόδια, όπου φύγει-φύγει. Όσο για το λιοντάρι, κυνηγούσε για πολλή ώρα την ελαφίνα, αλλά δεν κατόρθωσε να την τσακώσει. Στο τέλος, λοιπόν, γύρισε πίσω να πιάσει τουλάχιστον τον λαγό. Διαπίστωσε όμως ότι και αυτός είχε γίνει άφαντος, οπότε σκέφτηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Τί ήθελα να παρατήσω το φαΐ που είχα σίγουρο στα χέρια μου, προτιμώντας τις μεγάλες προσδοκίες;».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Δεν τους φτάνουν τα μικρά κέρδη, και τελικά, προτού καλά-καλά το καταλάβουν, κλοτσάνε μακριά ακόμη και τα λίγα που είχαν στην κατοχή τους.
154. Το λιοντάρι, ο γάιδαρος και η αλεπού.
[154.1] Μια φορά και έναν καιρό το λιοντάρι, ο γάιδαρος και η αλεπού σύναψαν επίσημη σύμβαση συνεργασίας μεταξύ τους και βγήκαν και οι τρεις μαζί για κυνήγι. Έπιασαν, που λέτε, πολλά θηράματα, και στο τέλος το λιοντάρι έδωσε εντολή στον γάιδαρο να κάνει τη μοιρασιά. Ο κακομοίρης ο κυρ-Μέντιος το πήρε κατά γράμμα, οπότε χώρισε τη λεία σε τρία ίσα μερίδια και παρακάλεσε τους άλλους να διαλέξουν. Του λιονταριού, φυσικά, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με τούτο, και αμέσως πήδηξε πάνω στον γάιδαρο και τον κατασπάραξε. Έπειτα ανέθεσε εκ νέου στην αλεπού το καθήκον της διανομής. Ξέρετε λοιπόν τί έκανε εκείνη; Στοίβαξε σχεδόν ολόκληρη τη λεία από τη μία μεριά, σαν ένα μερίδιο, αφήνοντας από την άλλη μόνο κάτι ψιλοπράγματα για τον εαυτό της, και ύστερα κάλεσε το λιοντάρι να διαλέξει. Τότε τη ρώτησε το θηρίο ποιός της είχε μάθει να κάνει τη μοιρασιά τόσο καλά. Και η αλεπού απάντησε: «Το κακό το ριζικό του γάιδαρου, βέβαια!».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι δυστυχίες των άλλων βάζουν στον άνθρωπο μυαλό.
155. Το λιοντάρι και ο ποντικός.
[155.1] Μια φορά το λιοντάρι το είχε ρίξει στον ύπνο, όταν ξαφνικά ο ποντικός πέρασε τρεχάτος πάνω από το σώμα του. Αμέσως το ζώο πετάχτηκε πάνω, τσάκωσε τον εισβολέα και ήταν έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Ο ποντικός βάλθηκε βέβαια να εκλιπαρεί το θεριό: «Άφησέ με, άφησέ με να χαρείς!»· και δήλωνε κιόλας ότι θα του χρωστάει ένα μεγάλο ευχαριστώ αν του χαρίσει τη ζωή. Τότε το λιοντάρι έβαλε τα γέλια και τον αμόλησε να φύγει. Κοιτάξτε όμως πώς ήρθαν τα πράγματα μετά από λίγο και το θηρίο γλίτωσε τη ζωή του ακριβώς χάρη στην ευγνωμοσύνη του ποντικού. Κατέφτασαν, που λέτε, κάτι κυνηγοί και αιχμαλώτισαν το λιοντάρι, δένοντάς το με χοντρά σχοινιά πάνω σε ένα δέντρο. Βογκούσε τότε το έρμο, ώσπου με τα πολλά το άκουσε ο ποντικός. Αμέσως λοιπόν έσπευσε εκεί και άρχισε λίγο-λίγο να ροκανίζει τα σχοινιά γύρω-γύρω, μέχρι που ελευθέρωσε το παγιδευμένο ζώο. «Βλέπεις;», του είπε εντέλει ο ποντικός, «εσύ έβαλες τα γέλια τότε και δεν περίμενες ότι ήταν ποτέ δυνατόν να κερδίσεις από μένα ανταμοιβή. Τώρα όμως, φαντάζομαι, το κατάλαβες πια ότι ακόμη και ένα ποντίκι μπορεί να σου κάνει χάρη».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα αλλάξουν οι περιστάσεις, ακόμη και οι πιο ισχυροί μπορεί να βρεθούν να έχουν την ανάγκη των αδύναμων.
[ὁ λόγος διδάσκει τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων μηδὲ τῶν μετρίων πραγμάτων καταφρονεῖν.]
152. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΚΤΟΣ
[152.1] λέων καὶ ἄρκτος ἐλάφου νεβρὸν εὑρόντες περὶ τούτου ἐμάχοντο. δεινῶς δὲ ὑπ᾽ ἀλλήλων διατεθέντες ἐπειδὴ ἐσκοτώθησαν, ἡμιθανεῖς ἔκειντο. ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα ὡς ἐθεάσατο τοὺς μὲν παρειμένους, τὸν δὲ νεβρὸν ἐν μέσῳ κείμενον, ἀραμένη αὐτὸν διὰ μέσου αὐτῶν ἀπηλλάττετο. οἱ δὲ ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενοι ἔφασαν· «ἄθλιοι ἡμεῖς, εἴ γε ἀλώπεκι ἐμοχθοῦμεν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι εὐλόγως ἐκεῖνοι ἄχθονται, οἳ τῶν ἰδίων καμάτων τοὺς τυχόντας ὁρῶσι τὰς ἐπικαρπίας ἀποφερομένους.
153. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΛΑΓΩΟΣ
[153.1] λέων περιτυχὼν λαγωῷ κοιμωμένῳ τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν. μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν ἀφεὶς τὸν λαγωὸν ἐκείνην ἐδίωκεν. ὁ μὲν οὖν ἀπὸ τῶν ψόφων ἐξαναστὰς ἔφυγεν· ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν. εὑρὼν δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶν βορὰν ἐλπίδα μείζονα προὔκρινα».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.
154. ΛΕΩΝ, ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[154.1] λέων καὶ ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι ἐξῆλθον εἰς ἄγραν. πολλὴν δὲ ‹θήραν› αὐτῶν συλλαβόντων ὁ λέων προσέταξε τῷ ὄνῳ διελεῖν αὐτοῖς. τοῦ δὲ τρεῖς μοίρας ποιήσαντος καὶ ἐκλέξασθαι αὐτῷ παραινοῦντος ὁ λέων ἀγανακτήσας [ἁλλόμενος] κατεθοινήσατο αὐτὸν καὶ τῇ ἀλώπεκι μερίσαι προσέταξεν. ἡ δὲ πάντα εἰς μίαν μερίδα συναθροίσασα καὶ μικρὰ ἑαυτῇ ὑπολιπομένη παρῄνει αὐτῷ ἑλέσθαι. ἐρομένου δὲ αὐτὴν τοῦ λέοντος, [καὶ] τίς αὐτὴν οὕτω διανέμειν ἐδίδαξεν, ἡ ἀλώπηξ εἶπεν· «αἱ τοῦ ὄνου συμφοραί».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι σωφρονισμὸς γίνεται τοῖς ἀνθρώποις τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα.
155. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΜΥΣ
[155.1] λέοντος κοιμωμένου μῦς τῷ σώματι ἐπέδραμεν· ὁ δὲ ἐξαναστὰς καὶ συλλαβὼν αὐτὸν οἷός τε ἦν καταθοινήσασθαι. τοῦ δὲ δεηθέντος μεθεῖναι αὐτὸν καὶ λέγοντος, ὅτι σωθεὶς χάριτας αὐτῷ ἀποδώσει, γελάσας ἀπέλυσεν αὐτόν. συνέβη δὲ αὐτὸν μετ᾽ οὐ πολὺ τῇ τοῦ μυὸς χάριτι περισωθῆναι. ἐπειδὴ γὰρ συλληφθεὶς ὑπό τινων κυνηγῶν κάλῳ ἐπεδέθη τινὶ δένδρῳ, τὸ τηνικαῦτα ἀκούσας ὁ μῦς αὐτοῦ στένοντος ἐλθὼν τὸν κάλων περιέτρωγε καὶ λύσας αὐτὸν ἔφη· «σὺ μὲν οὕτω μου τότε κατεγέλασας ὡς μὴ προσδεχόμενος παρ᾽ ἐμοῦ ἀμοιβὴν κομιεῖσθαι, νῦν δ᾽ εὖ ἴσθι, ὅτι ἔστι καὶ παρὰ μυσὶ χάρις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἐν καιρῶν μεταβολαῖς καὶ οἱ σφόδρα δυνατοὶ τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίνονται.
***
151. Το λιοντάρι που φοβήθηκε τον ποντικό.
[151.1] Μια φορά το λιοντάρι το είχε ρίξει στον ύπνο, όταν αίφνης ο ποντικός πέρασε τρεχάτος πάνω από τη στοματάρα του. Αμέσως το θηρίο πετάχτηκε από το λήθαργο και βάλθηκε να στριφογυρίζει από εδώ και από εκεί γυρεύοντας ποιός το είχε πλησιάσει. Το είδε τότε η αλεπού και έπιασε να το περιγελά: «Καλά, τί λιοντάρι είσαι εσύ, άμα σκιάχτηκες τόσο το μικρό το ποντικάκι». Ο λέοντας όμως αποκρίθηκε: «Τί είναι αυτά που λες! Φυσικά και δεν φοβήθηκα το ποντικάκι. Απεναντίας, είμαι έξω φρενών με το θράσος του!».
[Το δίδαγμα του μύθου: Οι μυαλωμένοι άνθρωποι δεν πρέπει να καταφρονούν τίποτε, όσο ασήμαντο και αν φαίνεται.]
152. Το λιοντάρι και η αρκούδα.
[152.1] Μια φορά το λιοντάρι και η αρκούδα τσακώσανε το μικρό μιας ελαφίνας και βάλθηκαν να μαλώνουν ποιός θα το πάρει. Έτσι, που λέτε, κάνανε μεγάλη ζημιά ο ένας στον άλλο, ώσπου τελικά τους ήρθε σκοτοδίνη και έπεσαν κάτω μισοπεθαμένοι. Έτυχε τότε να περάσει από εκεί η αλεπού, και φυσικά τους είδε και τους δύο τάβλα κάτω σε κατάσταση λιποθυμίας, ενώ το ελαφάκι ήταν παρατημένο ανάμεσά τους. Βούτηξε λοιπόν η ίδια το ζωάκι από εκεί μέσα και το έβαλε στα πόδια. Τότε τα δύο θηρία, που δεν μπορούσαν ούτε καν να ανασηκωθούν, άρχισαν να μουρμουρίζουν: «Να πάρει η οργή, τί δυστυχία! Να τραβήξουμε τέτοιο ζόρι μόνο και μόνο για να κερδίσει η αλεπού!».
Το δίδαγμα του μύθου: Είναι φυσικό να στενοχωριούνται όσοι βλέπουν τον πρώτο τυχόντα να απολαμβάνει τα οφέλη από τον δικό τους κόπο.
153. Το λιοντάρι και ο λαγός.
[153.1] Ήταν κάποτε ένα λιοντάρι που έτυχε να βρει μπροστά του έναν λαγό, κοιμισμένον του καλού καιρού. Ετοιμαζόταν λοιπόν να τον καταβροχθίσει, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του μια ελαφίνα να περνάει από εκεί κοντά. Αμέσως, που λέτε, παράτησε τον λαγό και βάλθηκε να καταδιώκει το μεγαλύτερο θήραμα. Στο μεταξύ ο λαγός ξύπνησε από τη φασαρία, και φυσικά πετάχτηκε πάνω και το έβαλε στα πόδια, όπου φύγει-φύγει. Όσο για το λιοντάρι, κυνηγούσε για πολλή ώρα την ελαφίνα, αλλά δεν κατόρθωσε να την τσακώσει. Στο τέλος, λοιπόν, γύρισε πίσω να πιάσει τουλάχιστον τον λαγό. Διαπίστωσε όμως ότι και αυτός είχε γίνει άφαντος, οπότε σκέφτηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Τί ήθελα να παρατήσω το φαΐ που είχα σίγουρο στα χέρια μου, προτιμώντας τις μεγάλες προσδοκίες;».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Δεν τους φτάνουν τα μικρά κέρδη, και τελικά, προτού καλά-καλά το καταλάβουν, κλοτσάνε μακριά ακόμη και τα λίγα που είχαν στην κατοχή τους.
154. Το λιοντάρι, ο γάιδαρος και η αλεπού.
[154.1] Μια φορά και έναν καιρό το λιοντάρι, ο γάιδαρος και η αλεπού σύναψαν επίσημη σύμβαση συνεργασίας μεταξύ τους και βγήκαν και οι τρεις μαζί για κυνήγι. Έπιασαν, που λέτε, πολλά θηράματα, και στο τέλος το λιοντάρι έδωσε εντολή στον γάιδαρο να κάνει τη μοιρασιά. Ο κακομοίρης ο κυρ-Μέντιος το πήρε κατά γράμμα, οπότε χώρισε τη λεία σε τρία ίσα μερίδια και παρακάλεσε τους άλλους να διαλέξουν. Του λιονταριού, φυσικά, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με τούτο, και αμέσως πήδηξε πάνω στον γάιδαρο και τον κατασπάραξε. Έπειτα ανέθεσε εκ νέου στην αλεπού το καθήκον της διανομής. Ξέρετε λοιπόν τί έκανε εκείνη; Στοίβαξε σχεδόν ολόκληρη τη λεία από τη μία μεριά, σαν ένα μερίδιο, αφήνοντας από την άλλη μόνο κάτι ψιλοπράγματα για τον εαυτό της, και ύστερα κάλεσε το λιοντάρι να διαλέξει. Τότε τη ρώτησε το θηρίο ποιός της είχε μάθει να κάνει τη μοιρασιά τόσο καλά. Και η αλεπού απάντησε: «Το κακό το ριζικό του γάιδαρου, βέβαια!».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι δυστυχίες των άλλων βάζουν στον άνθρωπο μυαλό.
155. Το λιοντάρι και ο ποντικός.
[155.1] Μια φορά το λιοντάρι το είχε ρίξει στον ύπνο, όταν ξαφνικά ο ποντικός πέρασε τρεχάτος πάνω από το σώμα του. Αμέσως το ζώο πετάχτηκε πάνω, τσάκωσε τον εισβολέα και ήταν έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Ο ποντικός βάλθηκε βέβαια να εκλιπαρεί το θεριό: «Άφησέ με, άφησέ με να χαρείς!»· και δήλωνε κιόλας ότι θα του χρωστάει ένα μεγάλο ευχαριστώ αν του χαρίσει τη ζωή. Τότε το λιοντάρι έβαλε τα γέλια και τον αμόλησε να φύγει. Κοιτάξτε όμως πώς ήρθαν τα πράγματα μετά από λίγο και το θηρίο γλίτωσε τη ζωή του ακριβώς χάρη στην ευγνωμοσύνη του ποντικού. Κατέφτασαν, που λέτε, κάτι κυνηγοί και αιχμαλώτισαν το λιοντάρι, δένοντάς το με χοντρά σχοινιά πάνω σε ένα δέντρο. Βογκούσε τότε το έρμο, ώσπου με τα πολλά το άκουσε ο ποντικός. Αμέσως λοιπόν έσπευσε εκεί και άρχισε λίγο-λίγο να ροκανίζει τα σχοινιά γύρω-γύρω, μέχρι που ελευθέρωσε το παγιδευμένο ζώο. «Βλέπεις;», του είπε εντέλει ο ποντικός, «εσύ έβαλες τα γέλια τότε και δεν περίμενες ότι ήταν ποτέ δυνατόν να κερδίσεις από μένα ανταμοιβή. Τώρα όμως, φαντάζομαι, το κατάλαβες πια ότι ακόμη και ένα ποντίκι μπορεί να σου κάνει χάρη».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα αλλάξουν οι περιστάσεις, ακόμη και οι πιο ισχυροί μπορεί να βρεθούν να έχουν την ανάγκη των αδύναμων.