Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (20.345-20.394)

345 Ὣς φάτο Τηλέμαχος· μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
ἄσβεστον γέλω ὦρσε, παρέπλαγξεν δὲ νόημα.
οἱ δ᾽ ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν,
αἱμοφόρυκτα δὲ δὴ κρέα ἤσθιον· ὄσσε δ᾽ ἄρα σφέων
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾽ ὠΐετο θυμός.
350 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«ἆ δειλοί, τί κακὸν τόδε πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων
εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα,
οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
αἵματι δ᾽ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι·
355 εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή,
ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον· ἠέλιος δὲ
οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾽ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
360 «ἀφραίνει ξεῖνος νέον ἄλλοθεν εἰληλουθώς.
ἀλλά μιν αἶψα, νέοι, δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε
εἰς ἀγορὴν ἔρχεσθαι, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐΐσκει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«Εὐρύμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἄνωγα ἐμοὶ πομπῆας ὀπάζειν·
365 εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα καὶ πόδες ἄμφω
καὶ νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος οὐδὲν ἀεικής·
τοῖς ἔξειμι θύραζε, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν
ἐρχόμενον, τό κεν οὔ τις ὑπεκφύγοι οὐδ᾽ ἀλέαιτο
μνηστήρων, οἳ δῶμα κατ᾽ ἀντιθέου Ὀδυσῆος
370 ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε.»
Ὣς εἰπὼν ἐξῆλθε δόμων εὖ ναιεταόντων,
ἵκετο δ᾽ ἐς Πείραιον, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο.
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες
Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες·
375 ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος·
οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην,
σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων
ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾽ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.
380 ἄλλος δ᾽ αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι.
ἀλλ᾽ εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη·
τοὺς ξείνους ἐν νηῒ πολυκληῗδι βαλόντες
ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι.»
Ὣς ἔφασαν μνηστῆρες· ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων,
385 ἀλλ᾽ ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί,
ὁππότε δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει.
Ἡ δὲ κατ᾽ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια,
ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον ἄκουε.
390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο
ἡδύ τε καὶ μενοεικές, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾽ ἱέρευσαν·
δόρπου δ᾽ οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο,
οἷον δὴ τάχ᾽ ἔμελλε θεὰ καὶ καρτερὸς ἀνὴρ
θησέμεναι· πρότεροι γὰρ ἀεικέα μηχανόωντο.

***
Ενώ ο Τηλέμαχος μιλούσε, η Αθηνά Παλλάδα σήκωσε τώρα
στους μνηστήρες γέλιο ξέφρενο, σαλεύοντας τον νου τους·
γελούσαν ασυγκράτητα, λες και δεν ήταν πια δικά τους τα σαγόνια,
αιμόφυρτα τα κρέατα μασούσαν, τα μάτια τους πλημμύρισαν στο δάκρυ,
έλεγες όπου να ᾽ναι θα ξεσπάσουν σε κλάμα γοερό.
350 Τότε τον λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος, θεόπνευστος τους μίλησε:
«Άθλιοι, άθλιο πάθος υποφέρετε! Νύχτα σας τύλιξε,
κεφάλια, πρόσωπα, τα γόνατά σας.
Η οιμωγή σας φλέγεται, τα μάγουλά σας μούσκεψαν στο δάκρυ,
αίμα οι τοίχοι στάζουν, αίμα της στέγης τα καλά δοκάρια,
είδωλα γέμισε το πρόθυρο, είδωλα η αυλή,
που βιάζονται να κατεβούν στο Έρεβος, να βυθιστούν στο σκότος·
στον ουρανό αμαυρώθηκε ο ήλιος, μια καταχνιά θολή
απλώνεται τώρα παντού.»
Τόσα τους είπε, εκείνοι όμως όλοι αυτάρεσκα τον περιγέλασαν.
Οπότε ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, πήρε αγορεύοντας τον λόγο:
360 «Ο ξένος μας μωράθηκε, αυτός που χτες μας ήλθε απ᾽ αλλού.
Λοιπόν, παλληκαράκια μου, στα γρήγορα σύρτε τον έξω από την πόρτα,
κι ας πάει στην αγορά, αφού φαντάστηκε παντού τη νύχτα.»
Ανταποκρίθηκε, μάντης θεού, ο Θεοκλύμενος:
«Ευρύμαχε, δεν ζήτησα κανένα συνοδό· έχω τα μάτια μου,
τ᾽ αφτιά μου, τα δυο μου πόδια, κι απαρασάλευτος, σωστός,
ο νους μου παραμένει.
Γι᾽ αυτό θα φύγω μόνος μου· αλλά τη συμφορά τη βλέπω κιόλας πάνω σας
να πέφτει, κανείς δεν θα γλιτώσει, μνηστήρες, τον χαμό,
370 που τους ανθρώπους καθυβρίζετε, που μηχανεύεστε ανόσιες πράξεις.»
Έτσι μιλώντας, βγήκε μόνος του απ᾽ το καλόχτιστο παλάτι,
και τράβηξε να πάει στον Πείραιο, που αυτός τον υποδέχτηκε φιλόξενα.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες, ένας τον άλλον βλέποντας, χλεύαζαν
τον Τηλέμαχο, τους ξένους του περιγελώντας.
Κι ανάμεσό τους κάποιος νιος, πιο φαντασμένος, πέταξε την πετριά του:
«Τηλέμαχε, άλλος δεν είναι πιο κακόξενος από την αφεντιά σου!
Που περιμάζεψες εδώ ένα ρεμάλι βρώμικο, έναν αχόρταγο,
που ξέρει μόνο να τρώει και να πίνει, άχρηστο για δουλειά,
στη δύναμη ψοφίμι, βάρος της γης· αλλά κι αυτός,
380 ο δεύτερος, που μας σηκώθηκε τον μάντη παριστάνοντας.
Λοιπόν, αν θες τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις, θα βγεις πιο κερδισμένος·
λέω τους ξένους να φορτώσουμε σ᾽ ένα πολύκωπο καράβι
και να τους ξαποστείλουμε για πούλημα στους Σικελούς —
έτσι θα είχες κι αμοιβή γενναία.»
Αυτά οι μνηστήρες μεταξύ τους έλεγαν, όμως εκείνος πια δεν πρόσεχε
τα λόγια τους· αμίλητος κοιτούσε τώρα τον πατέρα του, προσμένοντας
πότε θα βάλει χέρι στους ξετσίπωτους μνηστήρες.
Παράμερα κι αντίκρυ, σ᾽ ωραίο δίφρο καθισμένη του Ικαρίου η κόρη,
η Πηνελόπη σκεφτική, πρόσεχε τα λόγια των αντρών, τι έλεγε ο καθένας
στη μεγάλη αίθουσα.
390 Ωστόσο αυτοί χασκογελώντας στο φαγητό είχαν τον νου τους,
λαχταριστό κι ευχάριστο, σφαχτά από τόσα σφάγια.
Το άλλο όμως δείπνο, εκείνο θα τους έβγαινε άχαρο και ξινό,
αυτό που θα τους έστρωναν σε λίγο η Αθηνά κι ο Οδυσσέας —
δικό τους το άδικο, πρώτοι αυτοί το μηχανεύτηκαν.

Η περίοδος της εφηβείας και η επίδραση της στο σύστημα της οικογένειας

Η εφηβεία αποτελεί την περίοδο μετάβασης από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή και ως αναπτυξιακό στάδιο στη ζωή του ανθρώπου, χαρακτηρίζεται από αλλαγές σε σωματικό, γνωστικό και ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο.

Η περίοδος της εφηβείας είναι ακόμη μια περίοδος ανακάλυψης του εαυτού, διερεύνησης των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων, δημιουργίας και καλλιέργειας των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλαγής του τρόπου επεξεργασίας των ερεθισμάτων και των πληροφοριών.

Οι αναπτυξιακοί στόχοι της περιόδου αυτής είναι οι ακόλουθοι:

Ο/η έφηβος-η κινείται στο δίπολο εξάρτηση-ανεξαρτησία. Αυτό που ουσιαστικά καλείται να κάνει , είναι να «πενθήσει» την απώλεια της παιδικής ηλικίας και να «απο-ιδανικοποιήσει» τους γονείς.

Στην εφηβεία, το άτομο πρέπει να εξοικειωθεί με τις σωματικές και ψυχολογικές αλλαγές και παράλληλα, σε αυτή την φάση μπαίνουν οι βάσεις για την εδραίωση του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου.

Η αίσθηση του εαυτού δημιουργείται σε αυτο το αναπτυξιακό στάδιο, με την έννοια ότι ο έφηβος αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματα είναι δικά του – και όχι μια προέκταση αυτών των γονιών του - και παράλληλα διαμορφώνει το δικό του σύστημα αξιών, ιδεών και στάσεων προς τη ζωή.

Ο έφηβος διερευνά τη μελλοντική του επαγγελματική απασχόληση, ενώ οι στόχοι της εκπαίδευσης αναθεωρούνται κι αυτοί.

Το σύστημα αξιών της κοινωνίας, οι τρέχουσες ηθικές και φιλοσοφικές αξίες επανεξετάζονται από τον έφηβο, έτσι κάποιες απορρίπτονται ενώ κάποιες νέες τις ενστερνίζεται.

Μπορεί λοιπόν να είναι το παιδί που βιώνει αυτές τις αλλαγές σωματικά και ψυχοσυναισθηματικά, αλλαγές όμως συμβαίνουν και μέσα στην ίδια την οικογένεια του, στο πλαίσιο και της δικής της εξελικτικής πορείας.

Στην πραγματικότητα, η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία επηρρεάζει ολόκληρο το σύστημα της οικογένειας, καθώς αλλάζει η υπάρχουσα ισορροπία.

Πολλές φορές αυτή η περίοδος είναι πιο στρεσογόνα για τους γονείς του εφήβου από ότι για τον ίδιο τον έφηβο.

Οι γονείς οφείλουν να ευαισθητοποιούνται και να προσαρμόζονται στα στάδια εξέλιξης της οικογένειας, γιατί σε κάθε στάδιο υπάρχουν ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών και των γονέων τους, οι οποίες αν δεν υπολογιστούν, μπορεί να οδηγήσουν το οικογενειακό σύστημα δυσλειτουργικό.

Για παράδειγμα, στο στάδιο της εφηβείας, είναι σημαντικό οι γονείς να έχουν κατά νου ότι οι αντιδράσεις και οι συγκρούσεις που δημιουργούνται κάποιες φορές από τη συμπεριφορά του εφήβου, είναι αποτέλεσμα της τάσης για ανεξαρτησία και αυτονομία και αποτελούν επομένως ένα «φυσιολογικό» χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, τα παιδιά αναζητούν ένα νέο και πιο ανεξάρτητο ρόλο, ως ισότιμα πλέον μέλη της οικογένειας με θέση και άποψη, με απαιτήσεις -αν και όχι και με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.

Μέσα από αυτές τις απαιτήσεις του εφήβου μοιάζει να κλονίζονται τα θεμέλια και η ισορροπία της οικογένειας, κυρίως σε σχέση με τον ρόλο που έχουν να διαδραματίσουν οι γονείς πλέον.

Δεν αλλάζει μόνο ο έφηβος, καλούνται να αλλάξουν και οι γονείς!

Υπάρχουν περιπτώσεις που οι γονείς μπορεί να αντιμετωπίζουν αυτήν την περίοδο της ζωής με χαρά και ικανοποίηση, αλλά και περιπτώσεις που την αντιμετωπίζουν με ανασφάλεια, λόγω του επικείμενου «αποχωρισμού» από το παιδί τους που οδεύει στην ενηλικίωση.

Η αλλαγή στο ρόλο των γονιών από «προστάτες» ενός μικρού παιδιού και η προετοιμασία τους γι' αυτό που ονομάζεται «άδεια φωλιά» (η αυξανόμενη αναεξαρτησία και η μελλοντική αποχώρηση του εφήβου από το σπίτι), αποτελεί μια ιδιαίτερα στρεσογόνο περίοδο στη ζωή κάθε οικογένειας.

Δεν είναι μόνο ο έφηβος που σ' αυτή την ηλικία καλείται να επιλύσει το σημαντικό ερώτημα «ποιός είμαι;».

Οδεύοντας προς την ενηλικίωση και στη διαμόρφωση της νέας ταυτότητας του εφήβου, και οι γονείς με τη σειρά τους αναρωτιούνται «Και τώρα τι; Ποιος είμαι χωρίς ένα παιδί να φροντίζω – με τον τρόπο που το έκανα έως τώρα;».

Δημιουργείται λοιπόν συχνά στην οικογένεια – κατά την περίοδο της εφηβείας του παιδιού – ένα ζήτημα και ένας «αγώνας» ελέγχου.

Ο έφηβος από την πλευρά του, προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον έλεγχο της οικογένειας, ενώ οι γονείς είναι εκείνοι που προσπαθούν να τον κρατήσουν κοντά τους και να τον ελέγξουν ακόμα περισσότερο.

Η προσπάθεια του εφήβου για ανεξαρτησία και αυτονομία μοιάζει συχνά με μια «απειλή» για την ισορροπία της οικογένειας.

Oι γονείς βιώνουν την απώλεια του γονεικού ρόλου (με τη μορφή που είχε μέχρι και την παιδική ηλικία του παιδιού τους) και η ανάγκη να νιώθουν κάποιον «εξαρτημένο» από αυτούς πρέπει να καλυφθεί μέσω άλλων σημαντικών σχέσεων της ζωής τους.

Φυσιολογικά, οι γονείς θα πρέπει να στραφούν ο ένας προς τον άλλο. Παρ' όλα αυτά, σε αυτή την φάση του κύκλου ζωής της οικογένειας δεν αποκλείεται να βγουν στην επιφάνεια καλυμμένες συγκρούσεις στη σχέση των γονιών και κρίσεις στην οικογένεια.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να κάνει τον έφηβο να νιώθει ανυποστήρικτος.

Πώς μπορεί λοιπόν ένας γονιός να στηρίξει το παιδί του που βρίσκεται στην εφηβεία;

Κύριος στόχος για τους γονείς πρέπει να αποτελεί η συνέχιση της παροχής αγάπης, φροντίδας και ασφάλειας πρός το παιδί, παράλληλα με τη « συνοδεία» στην πορεία του πρός την ενηλικίωση, την ανεξαρτησία και την διαμόρφωση της ταυτότητας του ως άτομο.

Έτσι λοιπόν:

Θυμηθείτε πώς ήταν η δική σας εφηβεία· παρότι οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, δείξτε κατανόηση και ανεκτικότητα πρός το έφηβο παιδί.

Ο ρόλος σας ως γονείς δεν έχει τελειώσει, απλά έχει αλλάξει μορφή. Το παιδί σας εξακολουθεί να σας χρειάζεται μιας και τώρα καλείται να δοκιμαστεί και σε πλαίσια εκτός αυτού της οικογένειας.Είναι σημαντικό λοιπόν να νιώθει ότι έχει την ελευθερία και παράλληλα την ασφάλεια σε αυτή την φάση της ζωής του.

Η καλή επικοινωνία με το παιδί είναι σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ σας, να είστε καλοί ακροατές σε ό,τι έχει να μοιραστεί μαζί σας και όχι επικριτικοί.

Ένα θετικό κλίμα στην οικογένεια είναι επίσης σημαντικό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διαφωνίες – δε γίνεται άλλωστε – αλλά ότι και στην περίπτωση της διαφωνίας υπάρχει πάντα η αποδοχή και ο σεβασμός πρός τον άλλο.

Δεχτείτε ότι το παιδί σας μεγαλώνει, δε γίνεται να παραμείνει για πάντα «παιδί».

Ως γονείς τηρείστε μια ενιαία και κοινή στάση σε σχέση με το παιδί σας, σε ό,τι αφορά τα όρια, τις υποχρεώσεις και τις ελευθερίες του. Αυτό συμβάλλει στο να νιώθει το ίδιο προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε να συνεχίσει σε αυτό το «ταξίδι προς την ενηλικίωση».

Εσωτερικοί κριτές - Πώς φέρνουμε αντίσταση και σαμποτάρουμε τον εαυτό μας

Πόσες φορές έχουμε ξεκινήσει κάτι και δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε;

Μήπως έχετε παρατηρήσει πόσο συχνά χρησιμοποιούμε δικαιολογίες για να αποφύγουμε να ολοκληρώσουμε ότι έχουμε αναλάβει;

Ελέγχοντας επανειλημμένα το κινητό μας, τις δημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα, βρίσκοντας διάφορες αφορμές για να σηκωθούμε, να κάνουμε οτιδήποτε άλλο, μέχρι που τελικά να χάσουμε την εστίαση μας και να αναβάλουμε ότι αρχίσαμε.

Στρώνουμε με αυτό τον τρόπο το κόκκινο χαλί στους εσωτερικούς μας κριτές, αφού κάθε αναβολή μας παγιδεύει σε αρνητικές σκέψεις που μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας.

Ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές οι σκέψεις;
  • μου λείπει η πειθαρχία για αυτό δεν καταφέρνω να συγκεντρωθώ
  • αφού δεν έχω πειθαρχία δεν θα τα καταφέρω
  • αφού δεν τα καταφέρνω δεν αξίζει καν να προσπαθήσω
Σκέψεις που καταλήγουν στη δημιουργία πεποιθήσεων ανεπάρκειας και απαξίας, οι οποίες διαιωνίζουν στο εδώ και τώρα, δυσλειτουργικά μοτίβα και συμπεριφορές που πηγάζουν από το εκεί και τότε.

Όμως αυτό που φαίνεται ότι ξεχνάμε τελείως είναι ότι, έγκειται στην ανθρώπινη φύση μας να φοβόμαστε, να αμφιβάλουμε και να έχουμε ανασφάλεια, δημιουργώντας αντι-στάσεις που δομούν τα θεμέλια των ενστίκτων επιβίωσής μας. Η αντί-σταση δεν είναι παρά ένας εσωτερικός υπονομευτής, μια αντίθετη στάση σε οτιδήποτε μας παρακινεί να βγούμε από τη ζώνη ασφαλείας μας. Μια περιοχή που παραπέμπει σε μια ψευδή αίσθηση προστασίας και δείχνει να απειλείται κάθε φορά που χρειάζεται να κάνουμε αλλαγές για να προχωρήσουμε.

Η αναγνώριση ότι, η προσωπική μας ανάπτυξη συνδέεται άμεσα με την επέκταση αυτών των ορίων ασφάλειας, εξαρτάται από το βαθμό ετοιμότητας και την ψυχική ανθεκτικότητα του καθενός μας.

Εργαζόμαστε με τις πεποιθήσεις για να αντιμετωπίσουμε τις περιοριστικές αντιστάσεις και να αποκτήσουμε διάκριση, η οποία θα μας βοηθήσει στο να μάθουμε να συμπλέουμε με τις αντιστάσεις μας αντί να τις κατακρίνουμε.

Η πρώτη διάκριση λοιπόν είναι να αναρωτηθούμε αν θα είναι χρήσιμο ή επιζήμιο να δουλέψουμε με τις αντιστάσεις μας.

Αν ναι, εμπιστευόμαστε τη διαίσθησή μας και εργαζόμαστε με τις πεποιθήσεις αυτές.

Η δεύτερη διάκριση είναι ότι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος.

Δεν είμαι λάθος γιατί δεν καταφέρνω να νικήσω τις αντιστάσεις μου, ούτε γιατί αναβάλω ή μεταθέτω τα πράγματα. Και σίγουρα δε γίνομαι καλύτερος όταν νικήσω την αντίσταση. Δεν υπάρχει απάντηση στην αντίσταση που να είναι σωστή η λάθος.

Όλα σχετίζονται με το τι θέλω να καταφέρω και για αυτό ρωτάω τον εαυτό μου ποιο ακριβώς είναι το ζητούμενο εδώ. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, θα μου δείξουν με ποιο τρόπο θα κινηθώ και σε ποια κατεύθυνση.

Πώς εργαζόμαστε όμως με τις πεποιθήσεις που κρύβονται πίσω από τις αντιστάσεις μας;

Το κλειδί εδώ είναι το πλαίσιο.

Το πλαίσιο είναι ακριβώς η μεταστροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις αντιστάσεις μας.

Αν σκεφτόμαστε ότι οι αντιστάσεις μας σχετίζονται με κάτι που θεωρούμε ότι είναι κακό και πρέπει οπωσδήποτε ή να το αποφύγουμε ή να το ξεφορτωθούμε, τότε η αντίσταση δημιουργεί μεγαλύτερη αντίσταση. Ένα αποτέλεσμα όχι μόνο εξαντλητικό αλλά που συντηρεί τη διαιώνιση του δυσλειτουργικού μοτίβου.

Αν όμως έχουμε διάκριση και αντιληφθούμε το κρυμμένο μάθημα πίσω από την κάθε αντίσταση, με ποιο τρόπο δηλαδή μας εξυπηρετεί ή τι κερδίζουμε, τότε μετατρέπουμε την αντίσταση σε σύμμαχο, συμπλέουμε και συνεργαζόμαστε μαζί της.

Με αυτό το σκεπτικό, το κρίσιμο πρώτο βήμα είναι να αποδεχτούμε ότι έχουμε αντιστάσεις.

Το δεύτερο βήμα είναι να γίνουμε παρατηρητικοί στο πότε αποφεύγουμε ή αναβάλουμε κάτι.

Το τρίτο βήμα είναι να έχουμε περιέργεια. Όταν εντοπίσουμε την αντίσταση τη στιγμή που συμβαίνει, κάνουμε παύση για ένα λεπτό και γινόμαστε περίεργοι.

Αναρωτιόμαστε τι αίσθηση έχει η αντίσταση; Ποιες αισθήσεις είναι παρούσες και που τις εντοπίζουμε
  • Γινόμαστε παρατηρητές. Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην ένταση, τη δυσφορία που μας προκαλούν οι αντιστάσεις μας. Παρατηρούμε αν αλλάζουν, αν είναι αφόρητες ή αδιάφορες, αν μπορεί κάτι να σημαίνει αυτό για εμάς, τι μπορεί να κερδίζουμε ή τι χρειάζεται να μάθουμε μέσα από τη συγκεκριμένη αντίσταση ώστε να κάνουμε το επόμενο βήμα.
  • Με την παρατήρηση επιτρέπουμε στις αντιστάσεις μας απλά να υπάρχουν χωρίς να πρέπει να τις διορθώσουμε ή να τις αλλάξουμε, μια παραδοχή που συμβάλει στην αδρανοποίηση του εσωτερικού κριτή.
Ας αναρωτηθούμε τι πραγματικά θα συνέβαινε, αν στη θέση της αντίστασης ήταν ένας σοφός δάσκαλος, κάποιος που θα μπορούσε να μας μεταφέρει σημαντικά μηνύματα και να μας ενθαρρύνει ώστε να ολοκληρώσουμε οτιδήποτε αναβάλουμε ή αποφεύγουμε. Μήπως αυτή θα ήταν η αναγκαία ώθηση ώστε να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της υλοποίησης; O τρόπος να εξελιχθούμε;

Αν αποκτήσουμε επίγνωση για τις αντιστάσεις μας, αν τις αντιμετωπίσουμε με την περιέργεια που τους αρμόζει και τις μετατρέψουμε σε συμμάχους στο ταξίδι μας, θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα στην αυτογνωσία μας.
  • Θα μπορούμε απλά να συνυπάρχουμε μαζί τους, ξεκινώντας κάθε φορά μια συγκεκριμένη εργασία. Μπορεί να μην καταφέρουμε με την πρώτη να ολοκληρώσουμε αυτό που ξεκινήσαμε, αλλά σίγουρα θα μπούμε σε δράση. Και αυτό είναι κάτι που μπορούμε να εξασκήσουμε μέχρι να γίνουμε ειδικοί στο να εργαζόμαστε με την αντίσταση.
  • Το μόνο που χρειάζεται είναι να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας να γινόμαστε περίεργοι και ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, όσο δυσάρεστες εμπειρίες και αν είναι, κρύβουν και σπόρους ευκαιριών.
Ευκαιρίες που τροφοδοτούν την εσωτερική όσο και την εξωτερική μας ανάπτυξη. Εφαρμόζοντας αυτή την αρχή σταθερά στην καθημερινότητά μας, σταματάμε να αξιολογούμε τα γεγονότα είτε σαν θετικά είτε σαν αρνητικά.

Με αυτό τον τρόπο εκπαιδεύουμε το μυαλό μας να εκλαμβάνει κάθε συμβάν ως ένα θετικό γεγονός από το οποίο μπορεί να αντλήσει δύναμη.

Κατορθώνουμε να απεγκλωβιστούμε από το παρελθόν και να δημιουργήσουμε ένα μέλλον απαλλαγμένο από δυσλειτουργικά μοτίβα και στενοχώρια.

Ευτυχία είναι η πραγματοποίηση ενός αξιόλογου ιδανικού ή στόχου

Ευτυχία είναι η προοδευτική πραγματοποίηση ενός αξιόλογου ιδανικού ή στόχου. Θα νιώσετε ευτυχισμένοι μόνο όταν προχωρείτε βήμα βήμα προς κάτι που θεωρείτε εξαιρετικά σημαντικό.

εκείνο που χρειάζονται περισσότερο οι άνθρωποι είναι μια αίσθηση νοήματος και σκοπού στη ζωή. Οι στόχοι σάς δίνουν μια τέτοια αίσθηση νοήματος και σκοπού. Οι στόχοι σάς δίνουν μια αίσθηση κατεύθυνσης. Καθώς κινείστε προς τους στόχους σας, νιώθετε πιο ευτυχισμένοι και δυνατοί.

Νιώθετε πιο ενεργοποιημένοι και αποτελεσματικοί. Νιώθετε πιο ικανοί και σίγουροι για τον εαυτό σας και τις ικανότητές σας. Κάθε βήμα προς τους στόχους σας αυξάνει την πεποίθησή σας ότι μπορείτε να θέσετε και να πετύχετε ακόμη μεγαλύτερους στόχους στο μέλλον.

Σήμερα, εκείνοι που φοβούνται την αλλαγή και ανησυχούν για το μέλλον είναι περισσότεροι από κάθε άλλη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Ένα από τα μεγάλα οφέλη του καθορισμού στόχων είναι ότι οι στόχοι θα σας επιτρέψουν να ελέγχετε την κατεύθυνση της αλλαγής στη ζωή σας. Με τη βοήθεια των στόχων, οι αλλαγές στη ζωή σας θα καθορίζονται και θα κατευθύνονται, σε μεγάλο βαθμό, από εσάς. Οι στόχοι σάς επιτρέπουν να δώσετε μήνυμα και σκοπό σε ό,τι κάνετε.

Μια από τις σημαντικότερες διδασκαλίες του Αριστοτέλη ήταν ότι ο άνθρωπος είναι τελεολογικός οργανισμός, δηλαδή επιδιώκει στόχους. Ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν κάποιο σκοπό. Ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος μόνο όταν κάνει κάτι που τον οδηγεί πιο κοντά σε αυτό που θέλει. Έτσι, προκύπτουν μερικά σημαντικά ερωτήματα: Ποιοι είναι οι στόχοι σας; Ποιους σκοπούς επιδιώκετε; Πού θέλετε να βρίσκεστε στο τέλος της ημέρας;

Αποκτήστε μια Φλογερή Επιθυμία

Αφετηρία της επίτευξης κάθε στόχου αποτελεί η επιθυμία. Αν θέλετε πραγματικά να πετύχετε τους στόχους σας, πρέπει να αποκτήσετε γι’ αυτούς μια έντονη, φλογερή επιθυμία. Μόνο όταν η επιθυμία σας γίνει αρκετά έντονη θα αποκτήσετε την ενέργεια και την εσωτερική παρόρμηση να ξεπεράσετε όλα τα εμπόδια που θα εμφανιστούν στο δρόμο σας.

Το καλό είναι ότι τελικά μπορείτε να πετύχετε σχεδόν οτιδήποτε, φτάνει να το θέλετε με αρκετή ένταση και για αρκετό διάστημα.

Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας; Η επιτυχία χρειάζεται δύο μόνο πράγματα.

Πρώτον, είπε, πρέπει να ξέρεις επακριβώς τι θέλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ αυτή την επιλογή.

Δεύτερον, είπε, πρέπει να διαπιστώσεις ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσεις για να το πετύχεις, και κατόπιν να το πληρώσεις.

Το Κλειδί της Ευτυχίας

Το κλειδί της επιτυχίας στη ζωή είναι να ορίζουμε στόχους, να δουλεύουμε για να τους πλησιάσουμε μέρα με την ημέρα και τελικά να τους πετύχουμε. Ο καθορισμός στόχων είναι τόσο ισχυρή μέθοδος, ώστε νιώθουμε ευτυχισμένοι ακόμη και όταν σκεφτόμαστε τους στόχους μας, έστω κι αν δεν έχουμε κάνει ούτε το πρώτο βήμα για να τους πετύχουμε.

Για να ξεκλειδώσετε και ν’ απελευθερώσετε όλες τις δυνατότητές σας, πρέπει να συνηθίσετε να καθορίζετε και να πετυχαίνετε καθημερινά τους στόχους σας για όλη την υπόλοιπη ζωή σας.

Πρέπει να αναπτύξετε μια εστίαση σαν του λέιζερ, ώστε να μπορείτε πάντα να σκέφτεστε και να μιλάτε γι’ αυτά που θέλετε και όχι γι’ αυτά που δεν θέλετε. Πρέπει ν’ αποφασίσετε να γίνετε, από εδώ και στο εξής, ένας οργανισμός που επιδιώκει και πετυχαίνει στόχους, σαν ένας βαλλιστικός πύραυλος ή ένα ταχυδρομικό περιστέρι, ένας οργανισμός που κινείται αλάνθαστα προς τους στόχους που θεωρείτε σημαντικούς.

Δεν υπάρχει καλύτερη εγγύηση για μια μακροχρόνια, ευτυχισμένη, υγιή και πλούσια ζωή από το να δουλεύετε συνεχώς για να είσαστε, να έχετε και να πετυχαίνετε όλο και περισσότερο αυτά που πραγματικά επιθυμείτε.

Οι καθαροί στόχοι σάς επιτρέπουν να απελευθερώσετε όλο το δυναμικό σας για προσωπική και επαγγελματική επιτυχία. Οι στόχοι σάς επιτρέπουν να ξεπεράσετε κάθε εμπόδιο και περιορισμό σχετικά με τα μελλοντικά σας επιτεύγματα.

Ας είναι ευλογημένη η σιωπή

«Ας είναι ευλογημένη η σιωπή! Γιατί μέσα σ’ αυτήν θα μ’ ακούσεις να μιλώ!» -Χαλίλ Γκιμπράν

Σιωπή! Πώς να ορίσεις τη σιωπή; Από πού να αρχίσεις και πως να προχωρήσεις, μη γνωρίζοντας τι θα συναντήσεις στην πορεία; Πρόκειται άραγε για τη σιωπή του πνεύματος και δεν έχει να κάνει με την ομιλία ή την ομολογία; Είναι η σιωπή που βασιλεύει μέσα στα μυαλά και στις ψυχές και όχι η σιωπή που σφραγίζει το στόμα κάποιου για να μη μεταδώσει τη γνώση;

Πώς να κατορθώσουμε να ζήσουμε την εσωτερική σιωπή; Κάποιες φορές σιωπούμε, αλλά μέσα μας, συζητούμε έντονα, αντιμετωπίζοντας φανταστικούς αντιπάλους η παλεύοντας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο καθένας μας προσπαθεί να ακούσει μια ψιθυριστή φωνή, μέσα στη σιωπή του κεφαλιού του, που ακόμα και να του μιλήσει, δεν μπορεί να μεταδώσει τα λόγια της, παρά μόνο σε αυτούς που την ακούν κι οι ίδιοι. Αυτό δεν είναι νόμος, αλλά η πιο μοναχική αλήθεια.

Οι αρχαίοι Έλληνες δίδασκαν τη σιωπή ως την ύψιστη αρετή. Σε μια απ’ τις συγκρούσεις Ελλήνων και Τρώων ο Όμηρος αναφέρει, ότι οι Τρώες, ως απολίτιστοι και βάρβαροι, με κραυγές και φωνές και θόρυβο επιτίθεντο, ενώ οι Έλληνες, οι έχοντες ανώτερο ήθος και γενικά πολιτισμό, βάδιζαν στη φοβερή σύγκρουση με απόλυτη σιγή μέσα τους, στη ψυχή τους «μένεα πνέοντες» αλλά και με απόλυτη αυτοκυριαρχία, οπλισμένοι με αδάμαστη και άκαμπτη αποφασιστικότητα να αγωνιστούν γενναία και να νικήσουν.

Ο μεγάλος φιλόσοφος και μύστης Πυθαγόρας, επέβαλε στους μαθητές του επί δύο έως τέσσερα χρόνια την απόλυτη σιωπή. Απαγορευόταν όχι μόνο η ομιλία, αλλά και η πιο απλή ερώτηση, με ποινή την αποβολή τους απ’ τη Σχολή του. Με τον τρόπο αυτόν πίστευε, ότι όχι μόνο έλεγχε την ικανότητα των μαθητών του, αλλά και τους ασκούσε στην αυτοκυριαρχία και στην αυτοεπιβολή, στην αυτοενδοσκόπηση και στην αυτογνωσία, στην αυτοσυκέντρωση και στη θεληματική χρήση του νου και γενικά της δυναμικότητας του Εγώ τους.

Ποιήματα και στίχοι για τη Σιωπή

Νικηφόρος Βρεττάκος – Η σιωπή μου

Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.

Έγινε ξαφνικά μια σιωπή, που όλα φώναζαν
μές στο σπίτι βοήθεια. Εγώ ψύχραιμος, όσο
κι’ αν έτρεμαν όλα μέσα μου, όσο
κι’ αν είχα το πρόσωπο κίτρινο και άσπρο,
περίμενα πάντοτε πως κάτι θα σάλευε πριν
αρχίσουν να λιώνουν κερί και νερό
τα χαρτιά, τα βιβλία μου

Πρίν οι εικόνες στον τοίχο σκύψουν τα πρόσωπα.
Δυό γαρούφαλα έριξαν κιόλας στον τοίχο
τα κεφάλια λιπόθυμα. Βοήθησε, Κύριε!
Βρέξε να σβύσεις το σκοτάδι που καίει,
τη σιωπή που ανεβαίνει απ’ τις τέσσερες
γωνιές του σπιτιού. Ένας κόμπος φωνής
θα ριχνε άπλετο φως.

Ορέστης Αλεξάκης – Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις

Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου
κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή συμπλέκεις κόσμους
κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου
και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα και όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο.

Γιώργος Σεφέρης, Κράτησα τη ζωή μου

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Οδυσσέας Ελύτης – Επτά νυχτερινά επτάστιχα

II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί.

III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!

Κική Δημουλά – Η περιφραστική πέτρα

Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα-ίσα,
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Έξοδος

Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.

Μ. Αναγνωστάκης – Θα ῾ρθει μια μέρα

Θα ῾ρθει μια μέρα που δε θα ῾χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Ἡ σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω.

Ανδρέας Εμπειρίκος – Η σιωπή

Ὅσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εντούτοις) και τον μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) – το φανερόν το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Ἄλφα-Ὠμέγα.

Νίκος Καρούζος – Αντι – νεφέλωμα

Η σιωπή δεν είναι λευτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.

Διάβασα πάλι όλα μου τα ποιήματα
που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ’ ανείπωτα.
Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις
τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν’ ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.
Κοίταξέ με μόνο στα μάτια
μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.
Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν
το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.

Τάσος Λειβαδίτης – Αυτός που σωπαίνει

Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατελείωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
πού αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ᾿ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ᾿ τους μεγάλους στεναγμούς…
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια.
Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;
Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…

Μελισσάνθη – Η χώρα της σιωπής

Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.
Εκείν χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα
κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο.
Ταν δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα
αφήνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας
Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα
ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα
και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης
ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες.
Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο
σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη
που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια.
Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα
τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες
που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών.
Σε γάμους μυστικούς, σὲ λιτανείες,
σε τελετές ουράνιες παρευρέθηκα
στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σαν από πάγο…

Βύρων Λεοντάρης – Η σιωπή που ακολουθεί

Όχι μόνο τ` αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε
με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές,
που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,
των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών
μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα,
που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η “ενός λεπτού σιγή”,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

Γιώργης Παυλόπουλος – Η σιωπή

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.

Μαρία Καραγιάννη, Κερδισμένη σιωπή

Χειρονομίες απλώνουν τρυφερά οι λέξεις
στον πληγωμένο αέρα
Κερδισμένη σιωπή
Σκεπασμένοι καθρέφτες
σε μέρα ξαφνικής ταφής
Και τα μάτια
να καλούν σα ρόπτρα σφραγισμένης θύρας
στις μέσα αυλές με τα βαθιά πηγάδια
και τα πνιγμένα βρέφη

Μαρία Καραγιάννη, Η κατάδυση και ο πυθμένας

Το πιο όμορφό μου ποίημα
Με τη σιωπή μου το ‘γραψα
Βουλιάζοντας ηδυπαθώς
Και καθ’ ολοκληρίαν
Μέσα στ’ απύθμενα τα μάτια σου
Εκεί όπου συνάντησα
Τις πιο κραταιές λέξεις.

Μάνος Ξυδούς, Το σχήμα της σιωπής μου

Τα μάτια σου απλώθηκαν στο σχήμα της σιωπής μου
κι ένιωσα τον άνεμο να τρέχει σαν τρελός.
Να καταστρέψεις ήθελες το τσίρκο της ζωής μου,
μα ύστερα μετάνιωσες και είπες «δυστυχώς».

Σαν ήρωας του Λωτρεαμόν σε απόκρυφο βιβλίο,
παιδί της επανάστασης με τάσεις μυστικές.
Ακροβατούσα συνεχώς στα όρια της τρέλας
μέσα σε κόσμο αδιάφορο με Σάρτρ και με Μπωντλέρ.

Από μπροστά μου πέρασαν χορεύοντας εικόνες,
κάποια κομμάτια απ’ τον παλιό χαμένο μου εαυτό.
Τον κόσμο μου τον έκλεισα σε ψευτοθεωρίες,
συμβιβασμούς, χαμόγελα και αυτοκριτικές.

Μα δωσ’ μου μόνο ένα λεπτό κρυφής απολογίας,
αφού ο Θεός σου θέλησε να είσαι ο δικαστής.
Και μην το πάρεις πως ζητώ καλή δικαιολογία,
ν’ αλλάξεις την απόφαση την ύστατη στιγμή.

Τώρα στη νύχτα της σιωπής και της απελπισίας,
τα μάτια σου μια υπόσχεση που αργεί πολύ να βγει.
Βέλη θα ρίξει πίσω μου μια παιδική οπτασία
κι αθόρυβα ξανά μέσα στην πόλη θα χαθεί.

Μάνος Ξυδούς, Γέφυρες με πέτρες της σιωπής

Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη νύχτα απ’ την ψυχή μου
σ’ ευχαριστώ για ό,τι περάσαμε μαζί
Όμως θα φύγω γιατί αυτή είν’ η ζωή μου
να κλείνω γέφυρες με πέτρες της σιωπής

Σ’ ευχαριστώ για ό,τι μου χάρισες απόψε
μα τα λουλούδια κοιμούνται το πρωί
Ένα «αντίο» που θυμάμαι πότε-πότε
κλείνει τις γέφυρες με πέτρες της σιωπής.

Παρασκευάς Καρασούλας, Ο λόγος της σιωπής

Αφού δεν του έμεινε κανείς
μαζί του να μιλάει
Άρχισε να ξεχνάει τις διαδρομές της λογικής
Κι αφού στα λόγια του κανείς
ποτέ δεν απαντούσε
μόνος του όπως ζούσε
βρήκε την γλώσσα της σιωπής.

Κι είπε το θάνατο αρχή
Τον έρωτα είπε φόβο
Την πόλη έλεγε σιωπή
Τη θάλασσα είπε δρόμο
Μα δεν μπορούσε την σιωπή
κι έτσι όπως ζούσε μόνος
φοβότανε το φόβο
πήρε το τέλος σαν αρχή.

Κώστας Κωτούλας, Με πνίγει τούτη η σιωπή

Πικρό το βράδυ σκυθρωπό
αργεί να ξημερώσει
στο σπίτι μέσα το κλειστό
ερημιά έχει φυτρώσει
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια
Αυτό το βράδυ δεν μπορώ
γωνιά να βρω ν’ αράξω
στο δρόμο τον ερημικό
να βγω και να φωνάξω
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια.

Πάμπλο Νερούντα – Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις

Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Όσκαρ Ουάιλντ – Η σιωπή του έρωτα

Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγούδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.

Αζίζ Νεσίν – Σώπα, μη μιλάς…

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.

Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!…

Η τέχνη της αγένειας

Παράξενες μέρες, δύσκολες και γκριζαρισμένες. Έχουν επηρεάσει τα πάντα γύρω μας, τα πάντα μέσα μας. Μέσα σε όλα τα άλλα, αλλάζουμε κι εμείς.

Ζούμε τις μέρες της αγένειας. Εκείνης της αγένειας της βαθιά ριζωμένης μέσα μας. Είναι οι μέρες που η ευγένεια θεωρείται ξεπερασμένη και παλιακή. Ντεμοντέ και βαρετή. Και δεν μιλάμε για εκείνη την τυπική ευγένεια που έχει μέσα της το «πρέπει», αλλά εκείνη που στην βάζουν μέσα σου οι ρίζες του σπιτιού σου, του σχολείου σου, του κοινωνικού σου περίγυρου.

Δεν μιλάμε καν για εκείνες τις προσποιητές γλυκουλίτσες και τις γλυκερές καλημεροκαλησπέρες της διαδικτυακής λατρείας. Αυτές είναι χειρότερες κι από την αγένεια γιατί είναι τόσο επιτηδευμένες, τόσο καλά σκηνοθετημένες, που υποτιμούν κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μας.

Μιλάμε για την άλλη ευγένεια. Εκείνη την καλά κρυμμένη στην συμπεριφορά. Εκείνη που γεννιέται και πηγάζει μέσα από την σεμνότητα, μέσα από την έλλειψη αλαζονείας. Εκείνη που είναι έμφυτη και δεν ψάχνει να κρύψει το φόβο και την ανασφάλεια πίσω από λέξεις δεικτικές, επιθετικές και φράσεις προσβλητικές.

Είναι εκείνα τα μικρά που λίγο πολύ θεωρούνται αυτονόητα και εν τέλει, δεν είναι καθόλου μα καθόλου δεδομένα. Να συζητάς, να εξηγείς, να παραθέτεις την σκέψη σου και να νιώθεις τόσο σίγουρος γι’αυτήν που να αντιμετωπίζεις την αντίθετη γνώμη όχι σαν επίθεση αλλά σαν υγιή και παραγωγική αντιπαράθεση.

Μιλάμε για την επιλογή συμπεριφοράς. Την επιλογή τρόπου έκφρασης και αντιμετώπισης. Καθένας μπορεί να είναι αγενής. Καθένας μπορεί να είναι αλαζόνας και καθένας μπορεί να είναι υπερόπτης. Επειδή όμως αυτά εκτός από την αγένεια συνοψίζουν και την βλακεία, κάποιοι επιλέγουν τον άλλο δρόμο.

Αρκεί μια βόλτα για να καταλάβεις αυτό που χάθηκε ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ; Την καλημέρα, το ευχαριστώ, το συγγνώμη, την εξήγηση και την καθαρότητα στην έκφραση. Έχει αρχίσει να παρατηρείται η ευγένεια σαν εκλειπές φαινόμενο. Να προκαλεί εντύπωση και να σχολιάζεται.

Η αγένεια συνήθως πυροδοτείται από ασήμαντα πράγματα. Μια διαφωνία αστεία ακόμα και στο facebook και βλέπεις να εξελίσσονται μάχες ομηρικές με προσβολές εκατέρωθεν σαν να πρόκειται για μια μάχη επικράτησης του χείριστου.

Το χειρότερο όμως είναι πως συνηθίζεται. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την αγένεια των ανθρώπων. Έγινε μόδα και πολλές φορές βαφτίστηκε ακόμα και «χιούμορ».

Φυσικά η αγένεια δεν έχει επιπτώσεις και έχει επισημοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται στην παρατήρηση του φαινομένου να είσαι εσύ ο «παράξενος» της ιστορίας.

Ζούμε στις μέρες που η αγένεια μεταφράζεται σε μαγκιά και η ξερολίαση σε γνώση. Φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένο την προσβολή κι θέσφατο την ασέβεια. Χωρίς να λογίζεται ως έλλειψη αυτοσεβασμού.

Κι όμως αυτό είναι εν τέλει. Εκείνος που δεν έμαθε να σέβεται τον εαυτό του δεν θα σεβαστεί ποτέ ούτε τον φίλο, ούτε το συνεργάτη ούτε καν τον εχθρό του. Εκείνος που ξέρει πως έχει πίσω του κενά στις γνώσεις, εκείνος που νιώθει να απειλείται από τον απέναντί του, χάνει συνήθως την ψυχραιμία του και επιτίθεται.

Αντιμετωπίζεται η αγένεια;

Φυσικά!

Αρκεί να μπορέσεις να βρεις τα κίνητρα πίσω από την συμπεριφορά αυτή. Να μπορέσεις να διακρίνεις το λόγο που φτάνει ο άλλος να εκφραστεί με αγένεια, υποτιμητικά.

Μπορεί να είναι εκτόνωση της έντασης και των νεύρων του. Μπορεί να είναι ξέσπασμα συσσωρευμένων καταστάσεων που βιώνει, μπορεί όμως απλά έτσι να προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη αυτοπεποίθησης και την έντονη ανασφάλειά του.

Κι εσύ που δέχεσαι την επίθεση τι κάνεις; Τι μπορείς να κάνεις;

Σίγουρα δεν είναι επιλογή να παίξεις με τους ίδιους όρους. Δεν είναι επιλογή να πέσεις μέσα στο λάκκο.

Θέτεις τα όριά σου. Δείχνεις τις γραμμές σου, τις καθιστάς σαφέστατες και περιμένεις να τελειώσει το ξέσπασμα. Μπορείς ακόμα και να γυρίσεις την πλάτη στην αγένεια και να απομακρυνθείς από την τοξικότητα της στιγμής.

Κι αν είναι κάτι που σε νοιάζει, μπορείς να επανέλθεις με αμοιβαίες και ήρεμες εξηγήσεις. Με λέξεις ήπιες και φράσεις κατευναστικές.

Βέβαια υπάρχει κι η περίπτωση να είναι μάταιη η όποια προσπάθεια. Άλλωστε η μεγαλύτερη πράξη σύγχρονης ασέβειας, είναι η ελλειμματική προσοχή σε αυτά που λέει ο άλλος. Είναι η αδιαφορία μας για τα λόγια του, για τις λέξεις του. Τότε δεν έχεις τίποτε άλλο να κάνεις παρά να φύγεις. Και η φυγή από την φωλιά της αγένειας, είναι πάντα επιλογή.

Ζούμε στις μέρες που η αγένεια περισσεύει και η ευγένεια αναζητιέται με το μικροσκόπιο. Κι αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό δείγμα της έλλειψης όχι γνώσεων, αλλά μόρφωσης. Κι αν μη τι άλλο, είναι η αρχή του τέλους της ουσιαστικής επικοινωνίας.

Οι άνθρωποι βλέπουν τις δικές τους ιδιαίτερες συμπεριφορές σε άλλους

Πολλοί δεν απορείτε για το τι σκέφτεται ο άλλος δίπλα σας;

Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Personality and Social Psychology μας δίνει λίγη βοήθεια.

Στην έρευνα αναφέρεται ότι, το να ζητάει κάποιος την άποψη από έναν άνθρωπο για το πως νομίζει ότι σκέφτονται οι άλλοι άνθρωποι, αποκαλύπτει πολλά για τη δική τους προσωπικότητα.

Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να βλέπουν πιο εύκολα τις δικές τους ιδιαίτερες συμπεριφορές σε άλλους.

Το γενναιόδωρο άτομο βλέπει τους άλλους ως γενναιόδωρους και το εγωιστικό άτομο βλέπει τους άλλους ως εγωιστές.

Ο Δρ Dustin Wood, πρώτος συγγραφέας της έρευνας, δήλωσε:

«Η απλή τάση να βλέπεις ανθρώπους να δείχνουν αρνητικές συμπεριφορές, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα υποβόσκουσας κατάθλιψης ή διαφόρων διαταραχών της προσωπικότητας.»

Τα συμπεράσματα αυτά προέρχονται από μια σειρά από δύο μελετών.

Στην μία, κλήθηκαν διάφοροι άνθρωποι να κρίνουν τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά των τριών άλλων ανθρώπων.

Οι πιο θετικοί έκριναν αυτούς τους ανθρώπους που ήταν πιο ευτυχισμένοι, ενθουσιώδης, ικανοί και συναισθηματικά σταθεροί, πράγμα που αποδείχθηκε ότι ήταν οι ίδιοι.

Οι άνθρωποι που είχαν την τάση να κρίνουν τους άλλους θετικά, κατέληξε να είναι περισσότερο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους.

Με φόντο αυτό, όσοι κρίνουν τους άλλους πιο αρνητικά είχαν υψηλότερα επίπεδα ναρκισσισμού και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Οι ερευνητές, επέστρεψαν στους ίδιους ανθρώπους ένα χρόνο αργότερα και βρήκαν τα αποτελέσματα ότι ήταν τα ίδια.

Αυτό υποδηλώνει ότι η κριτική που ασκούσαν προς τους άλλους ανθρώπους, παραμένει σταθερή με την πάροδο του χρόνου.

Οι διαταραχές της προσωπικότητας συχνά διαγιγνώσκονται, τουλάχιστον εν μέρει, από το πώς οι βλέπει κάποιος τους άλλους.

Για παράδειγμα οι συγγραφείς της έρευνας αυτής αναφέρουν ότι:

«Αν κάποιος αναφέρει τους άλλους ως πληκτικούς ή άνευ αξίας, αυτό μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν το πώς βλέπουν τον εαυτό τους, μιας και μπορεί να είναι χαρακτηριστικό ναρκισσιστικής προσωπικότητας.»

«Ομοίως, τα άτομα που εμφανίζουν συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν την παρανοϊκή διαταραχή της προσωπικότητας, μπορεί να πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι κακόβουλοι και αναξιόπιστοι, ακόμα κι αν δεν βλέπουν τους εαυτούς τους με αυτόν τον τρόπο»

Συνοψίζοντας, ένα πολύ σημαντικό πράγμα που θα ήθελα να αναφέρω, είναι ότι τα άρθρα που βασίζονται σε μια έρευνα, δεν είναι ασφαλή να τα οικειοποιείστε αν κρίνετε ότι χρειάζεστε Ψυχολογική βοήθεια. Για παράδειγμα, αν πονάει το δόντι σας, θα διαβάσετε πολλά άρθρα για οδοντιατρική, θα δείτε βίντεο και μετά θα κάνετε την επέμβαση μόνοι σας; Νομίζω όχι… είναι καλό να έχετε γνώσεις και να μαθαίνετε, αλλά να αποφεύγετε την αυτοδιάγνωση.

Τα παιδιά χρειάζονται όραμα για να είναι ευτυχισμένα

Οι γονείς και οι δάσκαλοι συχνά αγωνιούν για να βλέπουν τα παιδιά τους γεμάτα χαρά και προσπαθούν να τα κάνουν χαρούμενα με διάφορους τρόπους.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κάνετε τα παιδιά να έχουν διαρκή χαρά είναι να τους δώσετε ένα όραμα και να τα ενθουσιάσετε στο να πετύχουν το όραμά τους.

Απ’ τη στιγμή που ένα όραμα συντονιστεί με τις ψυχές τους, ο αγώνας προς αυτό το όραμα θα δημιουργεί ελπίδα και χαρά στις καρδιές τους.

Μια απ’ τις πιο ευαίσθητες ευθύνες των δασκάλων ή των γονιών είναι το να δίνουν ένα όραμα στα παιδιά τους και να τα κάνουν πραγματικά να βλέπουν ότι οι γονείς ή οι δάσκαλοί τους είναι άνθρωποι οράματος.

Το όραμα πάντα σχετίζεται με μελλοντικά κατορθώματα, νίκες ή επιτεύγματα που περιλαμβάνουν την πρόοδο και την προστασία της ανθρωπότητας, ένα όραμα που σχετίζεται με την ειρήνη, την συνεργασία, την εξαφάνιση των δυστυχιών του κόσμου, ή ένα όραμα που σχετίζεται με μεγάλα άλματα στα πεδία της ανθρώπινης προσπάθειας.

Ο κόσμος νομίζει ότι δεν είναι εύκολο να δώσει όραμα στα παιδιά, αλλά είναι το πιο ελκυστικό πράγμα για τα παιδιά.

Οράματα δοσμένα μέσα από ιστορίες, παραμύθια, βιογραφίες και αληθινά παραδείγματα ανθρώπινων κατορθωμάτων βυθίζονται βαθιά στην συνειδητότητα του παιδιού και γίνονται πηγές έμπνευσης, χαράς και προσπάθειας.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Στην μοναξιά, ο περιβεβλημένος με πορφύρα βλαξ βαριαναστενάζει υπό το αφόρητο βάρος του εαυτού του

Ο άνθρωπος με πλούσιο πνεύμα πασχίζει προφανώς γι’ αναλγησία, αταραξία, ηρεμία και σχόλη, επιζητεί άρα έναν βίο ήσυχο, ολιγαρκή, όμως απαρακώλυτο και, κατά συνέπεια, αφού γνωρίσει αρκετά αυτούς που καλούνται «άνθρωποι», θα επιλέξει τον αποτραβηγμένο βίο, και μάλιστα, σε περίπτωση ιδιαίτερης ευφυίας, την μοναχικότητα· και τούτο επειδή, βέβαια, όσο περισσότερα έχει κανείς καθ’ εαυτόν τόσο λιγότερα χρειάζεται έξωθεν και τόσο λιγότερα μπορούν να σημαίνουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Για τον λόγο τούτο, τα έκτακτα πνευματικά χαρίσματα οδηγούν στην αντικοινωνικότητα. Εάν η ποιότητα της συντροφιάς μπορούσε να υποκατασταθεί από την ποσότητα της, τότε θ’ άξιζε τον κόπο να ζει κανείς σ’ ευρύ κοινωνικό κύκλο. Όμως, δυστυχώς, ένας σωρός εκατό ελεεινών παλιάτσων δεν ισοδυναμεί μ’ έναν γνωστικό άνθρωπο.

Ο άνθρωπος, αντίθετα, του άλλου άκρου, μόλις η ένδεια του επιτρέψει να πάρει μία ανάσα, θ’ αναζητήσει πάση θυσία διασκέδαση και συντροφιά αρκούμενος σ’ οτιδήποτε και μη αποφεύγοντας τίποτε άλλο περισσότερο απ’ ότι τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς στην μοναχικότητα, ως την κατάσταση εκείνη στην οποία ο καθένας έχει αποσυρθεί στον εαυτό του, γίνεται εμφανές τι έχει ο καθένας καθ’ εαυτόν· και τότε ο περιβεβλημένος με πορφύρα βλαξ βαριαναστενάζει υπό το αφόρητο βάρος της ατομικότητάς του, ενώ ο υπερχαρισματικός γεμίζει και ζωντανεύει με το πνεύμα του και το πιο έρημο και πληκτικό μέρος.

Συνολικά, λοιπόν, καταλήγει κανείς στην διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικότητας κάθε ανθρώπου βρίσκεται σε ευθεία αναλογική σχέση με το πόσο πνευματικά ενδεής και γενικά φαύλος είναι, καθώς στην ζωή δεν έχει κανείς και πολλές επιλογές πέραν από εκείνη μεταξύ μοναχικότητας και φαυλότητας.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Οι καρχαρίες Kitefin μπορούν και… λάμπουν στο σκοτάδι

Οι καρχαρίες kitefin (Dalatias licha), που οι επιστήμονες γνωρίζουν την ύπαρξη τους από τον 18ο αιώνα, είναι μακράν οι μεγαλύτεροι που μπορούν να λάμπουν στο σκοτάδι!

Ο Jérôme Mallefet, βιολόγος στο Université catholique de Louvain, στο Βέλγιο, που κατάφερε να τους φωτογραφίσει ήλπιζε εδώ και χρόνια να δει έναν λαμπερό καρχαρία kitefin. «Αυτό ήταν ένα από τα ”ιερά μου δισκοπότηρα”, να δω αυτόν τον μεγάλο καρχαρία να λάμπει», λέει.

Μελέτες στη δεκαετία του 1980 έδειξαν ότι είχαν όργανα που εκπέμπουν φως στο καφέ δέρμα τους, αλλά κανείς δεν είχε δει κάποιον ζωντανό από κοντά.

Το όνειρό του τελικά έγινε πραγματικότητα 1.000 μίλια ανατολικά της Νέας Ζηλανδίας, σε ένα ερευνητικό σκάφος αλιείας που χρησιμοποιούσε ένα τεράστιο δίχτυ για να ερευνήσει είδη που κατοικούσαν στη ζώνη του λυκόφωτος, περίπου 800 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ο Mallefet με τα φώτα χαμηλά, είδε από κοντά τους καρχαρίες kitefin να έχουν μια γαλαζοπράσινη λάμψη στο σώμα τους.

Τα μικρότερα είδη καρχαριών χρησιμοποιούν τα φώτα τους για επιβίωση και για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μερικά έχουν αγκάθια στην πλάτη τους που φωτίζονται σαν [φωτόσπαθα», προειδοποιώντας τους εχθρούς να τους αφήσουν ήσυχους.

Νίτσε: 30 πράγματα πέρα από το καλό και το κακό

30 πράγματα που μας έμαθε ο Φρίντριχ Νίτσε, τα οποία είναι πέρα από το καλό και το κακό

Εκείνος που είναι δάσκαλος εκ βάθρων παίρνει όλα τα πράγματα στα σοβαρά μόνο σε σχέση με τους μαθητές του — ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.

«Η γνώση για τη γνώση» — αυτός είναι ο τελευταίος βρόχος που στήνει η ηθική: μ’ αυτόν μπλεκόμαστε άλλη μια φορά πλήρως μ’ αυτήν.

Περισσότερο ανέντιμοι είμαστε απέναντι στο Θεό μας: αυτός δεν πρέπει να αμαρτήσει!

Η κλίση να μειώνουμε τον εαυτό μας, να αφήνουμε να μας κλέβουν, να μας λένε ψέματα και να μας εκμεταλλεύονται, μπορεί να είναι η ντροπή ενός θεού ανάμεσα στους ανθρώπους.

Η αγάπη για έναν είναι βαρβαρότητα: γιατί εφαρμόζεται σε βάρος όλων των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για την αγάπη για το Θεό.

«Αυτό έκανα», λέει η μνήμη μου. «Δεν μπορεί να το έκανα αυτό» — λέει η περηφάνια μου και παραμένει άτεγκτη. Στο τέλος — η μνήμη υποχωρεί.

Αν έχει κανείς χαρακτήρα, τότε έχει και το τυπικό του βίωμα, που επανέρχεται πάντα.

Ο σοφός ως αστρονόμος. — Όσο καιρό εξακολουθείς να αισθάνεσαι τα αστέρια σαν να είναι κάτι «πάνω από σένα», εξακολουθεί να σου λείπει το μάτι του ανθρώπου της γνώσης.

Όχι η δύναμη αλλά η διάρκεια των υψηλών αισθημάτων είναι εκείνο που κάνει τους ανώτερους ανθρώπους.

Όποιος φτάνει το ιδανικό του, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός το ξεπερνά κιόλας.

Πολλά παγόνια κρύβουν την παγονίσια ουρά τους απ’ όλα τα μάτια — και το λένε αυτό περηφάνια τους.

Ο μεγαλοφυής άνθρωπος είναι ανυπόφορος αν δεν διαθέτει τουλάχιστον δύο άλλα πράγματα: ευγνωμοσύνη και καθαρότητα.

«Οίκτος για όλους» — αυτό θα ήταν σκληρότητα και τυραννία για σένα, γείτονά μου!

Το ένστικτο. — Όταν καίγεται το σπίτι, ξεχνάμε το φαγητό. Ναι: αλλά το περισώζουμε μέσα από τις στάχτες.

Η γυναίκα μαθαίνει να μισεί στο βαθμό που ξεμαθαίνει — να γοητεύει.

Τα ίδια αισθήματα είναι διαφορετικά στο τέμπο στον άντρα και τη γυναίκα: γι’ αυτό ο άντρας και η γυναίκα δεν σταματούν ποτέ να παρανοούν ο ένας τον άλλο.

Να ντρέπεσαι για την ανηθικότητά σου: αυτό είναι ένα σκαλοπάτι της σκάλας στης οποίας το τέλος ντρέπεσαι και για την ηθικότητά σου.

Πρέπει να φεύγει κανείς από τη ζωή όπως έφυγε ο Οδυσσέας από τη Ναυσικά — ευγνωμονώντας μάλλον παρά αγαπώντας την.

Πώς; Ένας μεγάλος άνθρωπος; Εγώ βλέπω πάντα μόνο τον ηθοποιό του ίδιου του τού ιδεώδους.

Όταν γυμνάσει κανείς τη συνείδησή του, αυτή μας φιλάει την ίδια στιγμή που μας δαγκώνει.

Ο βαθμός και το είδος της σεξουαλικότητας ενός ανθρώπου ανεβαίνει ως την υψηλότερη κορυφή του πνεύματός του.

Σε καιρό ειρήνης ο πολεμοχαρής άνθρωπος επιτίθεται στον εαυτό του.

Με τις αρχές που έχει κάποιος προσπαθεί να τυραννήσει τις συνήθειές του ή να τις δικαιολογήσει, να τις τιμήσει, να τις διασύρει, να τις κρύψει — δύο άνθρωποι με τις ίδιες αρχές πιθανόν να επιδιώκουν κάτι τελείως διαφορετικό μ’ αυτές.

Ένα πράγμα που βρίσκει εξήγηση σταματά να μας απασχολεί. — Τι εννοούσε εκείνος ο θεός που συμβούλευε: «Γνώθι σαυτόν!» Μήπως εννοούσε: «Μην ασχολείσαι πια με τον εαυτό σου! Γίνε αντικειμενικός!» — Και ο Σωκράτης; — Και ο «άνθρωπος της επιστήμης»;

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.83.1–7.85.4

(ΘΟΥΚ 7.75.1–7.87.6: Η καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος) 

Άκαρπες προτάσεις για συνθηκολόγηση – Παράδοση του στρατεύματος του Νικία μετά τη σφαγή στον Ασσίναρο


[7.83.1] Οἱ δὲ Συρακόσιοι τῇ ὑστεραίᾳ καταλαβόντες αὐτὸν
ἔλεγον ὅτι οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκοιεν σφᾶς
αὐτούς, κελεύοντες κἀκεῖνον τὸ αὐτὸ δρᾶν· ὁ δ’ ἀπιστῶν
σπένδεται ἱππέα πέμψαι σκεψόμενον. [7.83.2] ὡς δ’ οἰχόμενος
ἀπήγγειλε πάλιν παραδεδωκότας, ἐπικηρυκεύεται Γυλίππῳ
καὶ Συρακοσίοις εἶναι ἑτοῖμος ὑπὲρ Ἀθηναίων ξυμβῆναι,
ὅσα ἀνήλωσαν χρήματα Συρακόσιοι ἐς τὸν πόλεμον, ταῦτα
ἀποδοῦναι, ὥστε τὴν μετ’ αὐτοῦ στρατιὰν ἀφεῖναι αὐτούς·
μέχρι οὗ δ’ ἂν τὰ χρήματα ἀποδοθῇ, ἄνδρας δώσειν Ἀθη-
ναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον. [7.83.3] οἱ δὲ Συρακόσιοι καὶ
Γύλιππος οὐ προσεδέχοντο τοὺς λόγους, ἀλλὰ προσπεσόντες
καὶ περιστάντες πανταχόθεν ἔβαλλον καὶ τούτους μέχρι
ὀψέ. [7.83.4] εἶχον δὲ καὶ οὗτοι πονήρως σίτου τε καὶ τῶν ἐπιτη-
δείων ἀπορίᾳ. ὅμως δὲ τῆς νυκτὸς φυλάξαντες τὸ ἡσυχάζον
ἔμελλον πορεύσεσθαι. καὶ ἀναλαμβάνουσί τε τὰ ὅπλα καὶ
οἱ Συρακόσιοι αἰσθάνονται καὶ ἐπαιάνισαν. [7.83.5] γνόντες δὲ
οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι οὐ λανθάνουσι, κατέθεντο πάλιν πλὴν
τριακοσίων μάλιστα ἀνδρῶν· οὗτοι δὲ διὰ τῶν φυλάκων
βιασάμενοι ἐχώρουν τῆς νυκτὸς ᾗ ἐδύναντο.

[7.84.1] Νικίας δ’ ἐπειδὴ ἡμέρα ἐγένετο ἦγε τὴν στρατιάν· οἱ δὲ
Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι προσέκειντο τὸν αὐτὸν τρόπον
πανταχόθεν βάλλοντές τε καὶ κατακοντίζοντες. [7.84.2] καὶ οἱ
Ἀθηναῖοι ἠπείγοντο πρὸς τὸν Ἀσσίναρον ποταμόν, ἅμα
μὲν βιαζόμενοι ὑπὸ τῆς πανταχόθεν προσβολῆς ἱππέων τε
πολλῶν καὶ τοῦ ἄλλου ὄχλου, οἰόμενοι ῥᾷόν τι σφίσιν
ἔσεσθαι, ἢν διαβῶσι τὸν ποταμόν, ἅμα δ’ ὑπὸ τῆς ταλαι-
πωρίας καὶ τοῦ πιεῖν ἐπιθυμίᾳ. [7.84.3] ὡς δὲ γίγνονται ἐπ’ αὐτῷ,
ἐσπίπτουσιν οὐδενὶ κόσμῳ ἔτι, ἀλλὰ πᾶς τέ τις διαβῆναι
αὐτὸς πρῶτος βουλόμενος καὶ οἱ πολέμιοι ἐπικείμενοι χαλε-
πὴν ἤδη τὴν διάβασιν ἐποίουν· ἁθρόοι γὰρ ἀναγκαζόμενοι
χωρεῖν ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν, περί τε τοῖς
δορατίοις καὶ σκεύεσιν οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο, οἱ δὲ
ἐμπαλασσόμενοι κατέρρεον. [7.84.4] ἐς τὰ ἐπὶ θἄτερά τε τοῦ ποτα-
μοῦ παραστάντες οἱ Συρακόσιοι (ἦν δὲ κρημνῶδες) ἔβαλλον
ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους, πίνοντάς τε τοὺς πολλοὺς ἀσμέ-
νους καὶ ἐν κοίλῳ ὄντι τῷ ποταμῷ ἐν σφίσιν αὐτοῖς ταρασ-
σομένους. [7.84.5] οἵ τε Πελοποννήσιοι ἐπικαταβάντες τοὺς ἐν τῷ
ποταμῷ μάλιστα ἔσφαζον. καὶ τὸ ὕδωρ εὐθὺς διέφθαρτο,
ἀλλ’ οὐδὲν ἧσσον ἐπίνετό τε ὁμοῦ τῷ πηλῷ ᾑματωμένον καὶ
περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς. [7.85.1] τέλος δὲ νεκρῶν τε πολλῶν
ἐπ’ ἀλλήλοις ἤδη κειμένων ἐν τῷ ποταμῷ καὶ διεφθαρμένου
τοῦ στρατεύματος τοῦ μὲν κατὰ τὸν ποταμόν, τοῦ δὲ καί, εἴ
τι διαφύγοι, ὑπὸ τῶν ἱππέων, Νικίας Γυλίππῳ ἑαυτὸν παρα-
δίδωσι, πιστεύσας μᾶλλον αὐτῷ ἢ τοῖς Συρακοσίοις· καὶ
ἑαυτῷ μὲν χρήσασθαι ἐκέλευεν ἐκεῖνόν τε καὶ Λακεδαι-
μονίους ὅτι βούλονται, τοὺς δὲ ἄλλους στρατιώτας παύ-
σασθαι φονεύοντας. [7.85.2] καὶ ὁ Γύλιππος μετὰ τοῦτο ζωγρεῖν
ἤδη ἐκέλευεν· καὶ τούς τε λοιποὺς ὅσους μὴ ἀπεκρύψαντο
(πολλοὶ δὲ οὗτοι ἐγένοντο) ξυνεκόμισαν ζῶντας, καὶ ἐπὶ
τοὺς τριακοσίους, οἳ τὴν φυλακὴν διεξῆλθον τῆς νυκτός,
πέμψαντες τοὺς διωξομένους ξυνέλαβον. [7.85.3] τὸ μὲν οὖν
ἁθροισθὲν τοῦ στρατεύματος ἐς τὸ κοινὸν οὐ πολὺ ἐγένετο,
τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ, καὶ διεπλήσθη πᾶσα Σικελία αὐτῶν,
ἅτε οὐκ ἀπὸ ξυμβάσεως ὥσπερ τῶν μετὰ Δημοσθένους
ληφθέντων. [7.85.4] μέρος δέ τι οὐκ ὀλίγον καὶ ἀπέθανεν· πλεῖ-
στος γὰρ δὴ φόνος οὗτος καὶ οὐδενὸς ἐλάσσων τῶν ἐν τῷ
[Σικελικῷ] πολέμῳ τούτῳ ἐγένετο. καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις
προσβολαῖς ταῖς κατὰ τὴν πορείαν συχναῖς γενομέναις οὐκ
ὀλίγοι ἐτεθνήκεσαν. πολλοὶ δὲ ὅμως καὶ διέφυγον, οἱ μὲν
καὶ παραυτίκα, οἱ δὲ καὶ δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες
ὕστερον· τούτοις δ’ ἦν ἀναχώρησις ἐς Κατάνην.

***
[7.83.1] Την άλλη μέρα τον πρόφτασαν οι Συρακούσιοι και του είπαν πως ο Δημοσθένης κ' οι δικοί του είχαν παραδοθεί, και τον παρακίνησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο· ο Νικίας δεν το πίστεψε, κ' έκλεισε προσωρινή ανακωχή ως να στείλει έναν καβαλλάρη να εξακριβώσει το πράγμα· [7.83.2] κι όταν αυτός γύρισε πίσω με την είδηση πως αλήθεια είχαν παραδοθεί, στέλνει ο Νικίας κήρυκα στο Γύλιππο και τους Συρακουσίους λέγοντας πως είναι έτοιμος να συνθηκολογήσει από μέρους των Αθηναίων, τάζοντας πως θα πληρώσουν όσα χρήματα ξόδεψαν οι Συρακούσιοι για τον πόλεμο, με τον όρο ν' αφήσουν αυτοί ελεύτερο το στρατό που είχε στις προσταγές του· κι όσο να επιστραφούν τα χρήματα, θα 'δινε ομήρους, άντρες από το στρατό των Αθηναίων, ένα για κάθε τάλαντο. [7.83.3] Οι Συρακούσιοι όμως κι ο Γύλιππος δε δέχτηκαν τις προτάσεις αυτές, αλλά τους επιτέθηκαν πιάνοντας θέσεις γύρω–γύρω στο στρατόπεδο, και τους χτυπούσαν ολούθε ως που βράδιασε. [7.83.4] Κ' ήταν κι όλας οι Αθηναίοι σε κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπε το ψωμί κι όλα τα χρειαζούμενα. Παρ' ολ' αυτά περίμεναν να νυχτώσει για καλά, και σκόπευαν να πάρουν το δρόμο μεσ' στη νυχτερινή ησυχία. Ντύθηκαν λοιπόν τ' άρματά τους, κ' οι Συρακούσιοι τους πήραν είδηση πως έφευγαν, κι αρχίζουν τον παιάνα. [7.83.5] Όταν κατάλαβαν οι Αθηναίοι πως τους πήραν είδηση οι εχτροί, απόθεσαν πάλι τ' άρματα, εξόν από τρακόσιους άντρες απάνω–κάτω· αυτοί άνοιξαν δρόμο με τη βία μέσα από τους φρουρούς και προχώρησαν νύχτα όπου μπορούσαν.

[7.84.1] Ο Νικίας όμως μπήκε πάλι μπροστά σαν ξημέρωσε κι άρχισε να οδηγεί το στρατό του· οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους τούς επιτέθηκαν πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ρίχνοντας μέσα στην παράταξή τους πυκνά βέλη και ακόντια. [7.84.2] Και βιάζονταν οι Αθηναίοι να φτάσουν στον Ασσίναρο ποταμό, τόσο γιατί τους βασάνιζε η αδιάκοπη επίθεση από παντού, από τους πολλούς καβαλλάρηδες και το άλλο πλήθος των ελαφρά οπλισμένων, όσο και γιατί νόμιζαν πως θα ξαλάφρωνε κάπως η θέση τους άμα περνούσαν τον ποταμό, συγχρόνως όμως από το μαρτύριο της δίψας και την επιθυμία να πιούνε νερό. [7.84.3] Και μόλις έφτασαν στην όχτη του, όρμησαν μέσα στο ποτάμι χωρίς τάξη πια καμιά, αλλά θέλοντας ο καθένας να περάσει πρώτος αυτός. Και οι εχτροί, κυνηγώντας τους κατά πόδι, έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο· γιατί έτσι που ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πλήθος μαζί, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο και πατούσαν όποιον έπεφτε χάμω, κι άλλοι χτυπιούνταν από τα ίδια τους τα κοντάρια και σκοτώνονταν αμέσως, κι άλλοι μπερδεύονταν στην αρματωσιά τους ή σ' όσα κουβαλούσαν και τους έπαιρνε το ρέμα μακρυά. [7.84.4] Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι φάνηκαν στην απέναντι όχτη του ποταμού, και τους χτυπούσαν κι από πάνω (γιατί ήταν γκρεμός), κ' οι Αθηναίοι έπιναν ακόμα χορταίνοντας τη δίψα τους, κουβαριασμένοι όλοι μαζί σε μια βαθύτερη γούβα του ποταμού, με μεγάλο σπρωξίδι κι ανακατωσούρα. [7.84.5] Κ' οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει και μολευτεί, αλλά δεν έπιναν για τούτο με λιγότερη αχορτασιά νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι περισσότεροι αναμεταξύ τους γι' αυτό.

[7.85.1] Τέλος, τώρα που πολλοί νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο νερό, κ' είχε χαλαστεί όλος ο στρατός, άλλοι στο ποτάμι, κι άλλοι, αν τυχόν ξέφευγαν μερικοί, είχαν σκοτωθεί από το ιππικό, παραδίνεται ο Νικίας στο Γύλιππο, έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σ' αυτόν, παρά στους Συρακουσίους· «εμένα, είπε, κάντε με, εσύ κ' οι Λακεδαιμόνιοι ό,τι θέλετε, άλλα πάψτε να σκοτώνετε τους άλλους στρατιώτες». [7.85.2] Κ' ύστερ' απ' αυτό, πρόσταξε ο Γύλιππος να τους πιάνουνε ζωντανούς· κ' έτσι συγκέντρωσαν τους περισσότερους, όσους δεν έκρυψαν οι Συρακούσιοι (και δεν ήτανε λίγοι αυτοί) ζωντανούς, και στέλνοντας μερικούς να καταδιώξουν τους τρακόσιους που είχαν ξεφύγει μεσ' απ' τους φρουρούς τη νύχτα, τους έπιασαν κι αυτούς. [7.85.3] Έτσι λοιπόν, όσοι απ' αυτό το στρατό συγκεντρώθηκαν στο γενικό στρατόπεδο των αιχμαλώτων, δεν ήταν πολλοί, όσους όμως είχανε κλέψει κρυφά ο ένας κι ο άλλος ήτανε πάρα πολλοί και γέμισε ολόκληρη η Σικελία απ' αυτούς, γιατί δεν τους είχανε συλλάβει ύστερ' από συνθηκολόγηση όπως το στρατό του Δημοσθένη, [7.85.4] και δεν ήτανε μικρό το τμήμα του στρατού που σκοτώθηκαν· γιατί το φονικό αυτό ήταν το μεγαλύτερο που στάθηκε στον πόλεμο τούτο, και δεν ήταν λιγότερο φριχτό από κανένα άλλο. Είχαν επίσης σκοτωθεί πολλοί στις διάφορες επιθέσεις που τους γίνονταν όλη την ώρα κατά την πορεία. Ξέφυγαν όμως και πολλοί, άλλοι αμέσως, κι άλλοι που δραπέτευσαν αφού έκαναν κάμποσον καιρό δούλοι· αυτοί έβρισκαν τέλος καταφύγιο στην Κατάνη.