26. ΑΛΙΕΥΣ [26.1] ἁλιεὺς ἔν τινι ποταμῷ ἡλίευε. καὶ δὴ κατατείνας τὰ δίκτυα ὡς ἐμπεριέλαβεν ἑκατέρωθεν τὸ ῥεῦμα, προσδήσας κάλῳ λίθον ἔτυπτε τὸ ὕδωρ, ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀπροφυλάκτως τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι. τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον οἰκούντων τις θεασάμενος αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα ἐμέμφετο αὐτὸν ὡς τὸν ποταμὸν θολοῦντα καὶ μὴ ἐῶντα αὐτοὺς διαυγὲς ὕδωρ πίνειν. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽ ἐὰν μὴ οὕτως ὁ ποταμὸς ταράσσηται, ἐμὲ δεήσει λιμώττοντα ἀποθανεῖν».
οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζονται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιάγωσιν.
27. ΑΛΩΠΗΞ ΠΡΟΣ ΜΟΡΜΟΛΥΚΕΙΟΝ
[27.1] ἀλώπηξ εἰσελθοῦσα εἰς πλάστου ἐργαστήριον καὶ ἕκαστον τῶν ἐνόντων διερευνῶσα ὡς περιέτυχε τραγῳδοῦ προσωπείῳ, τοῦτο ἐπάρασα εἶπεν· «οἵα κεφαλὴ ἐγκέφαλον οὐκ ἔχει».
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα μεγαλοπρεπῆ μὲν σώματι, κατὰ ψυχὴν δὲ ἀλόγιστον.
28. ΑΝΗΡ ΦΕΝΑΞ
[28.1] ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς ἑκατόμβην τελέσαι, εἰ περισώσειαν αὐτόν. οἱ δὲ ἀπόπειραν αὐτοῦ ποιήσασθαι βουλόμενοι ῥαΐσαι τάχιστα αὐτὸν παρεσκεύασαν. κἀκεῖνος ἐξαναστὰς ἐπειδὴ ἀληθινῶν βοῶν ἠπόρει, στεατίνους ἑκατὸν πλάσας ἐπί τινος βωμοῦ κατέκαυσεν εἰπών· «ἀπέχετε τὴν εὐχήν, ὦ δαίμονες». οἱ δὲ θεοὶ βουλόμενοι αὐτὸν ἐν μέρει ἀντιβουκολῆσαι ὄναρ αὐτῷ ἔπεμψαν, παραινοῦντες ἐλθεῖν εἰς τὸν αἰγιαλόν· ἐκεῖ γὰρ εὑρήσει Ἀττικὰς χιλίας. καὶ ὃς περιχαρὴς γενόμενος δρομαῖος ἧκεν ἐπὶ τὴν ἠϊόνα. ἔνθα δὴ λῃσταῖς περιπεσὼν ἀπήχθη καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν πωλούμενος εὗρε δραχμὰς χιλίας.
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
29. ΑΝΘΡΑΚΕΥΣ ΚΑΙ ΓΝΑΦΕΥΣ
[29.1] ἀνθρακεὺς ἐπί τινος οἰκίας ἐργαζόμενος ὡς ἐθεάσατο γναφέα προσελθόντα, παρεκάλει αὐτόν, ὅπως αὐτῷ σύνοικος γένηται διεξιών, ὡς οἰκειότεροι ἀλλήλοις ἔσονται καὶ λυσιτελέστερον διάξουσι μίαν ἔπαυλιν οἰκοῦντες. καὶ ὁ γναφεὺς ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε τοῦτο παντελῶς ἐστιν ἀδύνατον. ἃ γὰρ ἐγὼ λευκανῶ, σὺ ἀσβολώσεις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πᾶν τὸ ἀνόμοιον ἀκοινώνητόν ἐστιν.
30. ΝΑΥΑΓΟΣ
[30.1] ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ᾽ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ᾽ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν.
***
26. Ο ψαράς.
[26.1] Ήταν ένας ψαράς που πήγε να ψαρέψει στο ποτάμι. Πρώτα-πρώτα τέντωσε τα δίχτυα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περικυκλώσει το ρεύμα του ποταμού από όλες τις πλευρές. Έπειτα έδεσε μια πέτρα σε παλαμάρι και βάλθηκε να κοπανάει με δαύτην τα νερά, έτσι ώστε τα ψάρια να τραπούν σε φυγή χωρίς προφυλάξεις και να πέσουν μέσα στα δίχτυα. Πάνω εκεί πήρε είδηση τον άνθρωπό μας και τις δουλειές του ένας από τους ντόπιους, που κατοικούσαν τριγύρω στην περιοχή. Αυτός του έβαλε αμέσως τις φωνές που θόλωνε έτσι το ποτάμι, μην αφήνοντας καθαρό νερό για να πίνει ο κόσμος. Ο ψαράς όμως αντιγύρισε: «Σωστά, σωστά, πλην όμως, αν δεν αναταράξω έτσι το ποτάμι, θα πρέπει εγώ ο ίδιος να πεθάνω της πείνας».
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν οι πολιτικάντηδες στη δημόσια ζωή: Εξυπηρετούν τους σκοπούς τους καλύτερα όταν προξενούν πολιτικές έριδες ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας τους.
27. Η αλεπού και η τρομακτική μουτσούνα.
[27.1] Μια φορά η αλεπού τρύπωσε μέσα στο εργαστήριο ενός γλύπτη και έπιασε να περιεργάζεται ένα-ένα τα έργα εκεί μέσα. Βρίσκοντας ανάμεσά τους ένα προσωπείο τραγικού ηθοποιού, το σήκωσε στα χέρια της και αναλογίστηκε: «Τί εντυπωσιακό κεφάλι! Κρίμα να μην έχει καθόλου μυαλό».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε άνθρωπο που έχει μεγαλοπρεπή εμφάνιση αλλά είναι ανόητος στο πνεύμα.
28. Ο απατεώνας.
[28.1] Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος φτωχός, άρρωστος και σε κακή κατάσταση. Προσευχήθηκε, που λέτε, στους θεούς, τάζοντάς τους ολόκληρη εκατόμβη αν τον σώσουν. Ο θεοί τότε αποφάσισαν να τον δοκιμάσουν και τον έκαναν να αναρρώσει πολύ γρήγορα. Σηκώθηκε εκείνος από το κρεβάτι, αλλά πού να βρει αληθινά βόδια μέσα στη φτώχεια του; Έπλασε λοιπόν εκατό ομοιώματα βοδιών από ζύμη, τα απόθεσε στον βωμό και τους έβαλε φωτιά εκεί πάνω, αναφωνώντας: «Νά, θεοί μου, εκπλήρωσα το τάμα μου!». Οι θεοί, βέβαια, το έβαλαν σκοπό να τον ξεγελάσουν και αυτοί με τη σειρά τους, για αντίποινα. Του έστειλαν λοιπόν όνειρο, όπου τον παρακινούσαν να πάει στην ακρογιαλιά, διότι εκεί θα έβρισκε τάχα χίλιες δραχμές, σε αθηναϊκό νόμισμα. Ο άνθρωπός μας πέταξε από τη χαρά του και έσπευσε αμέσως να φτάσει στην ακτή. Έλα όμως που πάνω στην ώρα έτυχε να περνούν από εκεί πειρατές, και ο θεομπαίχτης έπεσε στα χέρια τους. Αυτοί τον απήγαγαν και τον πούλησαν δούλο, με αντίτιμο ακριβώς χίλιες δραχμές.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο που λέει ψέματα.
29. Ο καρβουνιάρης και ο λευκαντής.
[29.1] Ήταν μια φορά ένας καρβουνιάρης που δούλευε στο σπίτι του, όταν πρόσεξε αίφνης κάποιον λευκαντή ρούχων να πλησιάζει. Πήγε λοιπόν και του πρότεινε να συγκατοικήσουν οι δυο τους, εξηγώντας του καταλεπτώς τα πλεονεκτήματα: όχι μόνο θα αποκτούσαν μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ τους, αλλά θα την έβγαζαν και πιο οικονομικά, αφού θα έμεναν και οι δύο σε ένα υποστατικό. Εντούτοις ο λευκαντής τον διέκοψε και έφερε αντίρρηση: «Καλά αυτά, πλην όμως εμένα μου είναι εντελώς αδύνατον κάτι τέτοιο. Για σκέψου: όσα θα λευκαίνω εγώ, εσύ θα τα λερώνεις με την καρβουνόσκονή σου».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι δεν μοιάζουνε, δεν κάνουνε παρέα.
30. Ο ναυαγός.
[30.1] Κάποτε ένας πλούσιος Αθηναίος ήταν επιβάτης σε πλοίο μαζί με διάφορους άλλους. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα και το καράβι αναποδογύρισε. Όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες βάλθηκαν φυσικά να κολυμπούν. Μόνο ο Αθηναίος το έριξε στις προσευχές προς την Αθηνά και της υποσχόταν ξανά και ξανά αμέτρητα τάματα, άμα κατορθώσει και σωθεί. Τότε κάποιος άλλος από τους ναυαγούς του ίδιου πλοίου, ο οποίος κολυμπούσε εκεί δίπλα, πέταξε στον πλούσιο: «Φιλαράκι, συν Αθηνά και χείρα κίνει — καλές οι προσευχές αλλά κούνα λίγο και τα ξερά σου».
Το ίδιο ισχύει και για εμάς: Μαζί με τις παρακλήσεις προς τους θεούς, πρέπει και από μόνοι μας να σκεφτόμαστε το καλό μας και να το κάνουμε πράξη.
οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζονται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιάγωσιν.
27. ΑΛΩΠΗΞ ΠΡΟΣ ΜΟΡΜΟΛΥΚΕΙΟΝ
[27.1] ἀλώπηξ εἰσελθοῦσα εἰς πλάστου ἐργαστήριον καὶ ἕκαστον τῶν ἐνόντων διερευνῶσα ὡς περιέτυχε τραγῳδοῦ προσωπείῳ, τοῦτο ἐπάρασα εἶπεν· «οἵα κεφαλὴ ἐγκέφαλον οὐκ ἔχει».
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα μεγαλοπρεπῆ μὲν σώματι, κατὰ ψυχὴν δὲ ἀλόγιστον.
28. ΑΝΗΡ ΦΕΝΑΞ
[28.1] ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς ἑκατόμβην τελέσαι, εἰ περισώσειαν αὐτόν. οἱ δὲ ἀπόπειραν αὐτοῦ ποιήσασθαι βουλόμενοι ῥαΐσαι τάχιστα αὐτὸν παρεσκεύασαν. κἀκεῖνος ἐξαναστὰς ἐπειδὴ ἀληθινῶν βοῶν ἠπόρει, στεατίνους ἑκατὸν πλάσας ἐπί τινος βωμοῦ κατέκαυσεν εἰπών· «ἀπέχετε τὴν εὐχήν, ὦ δαίμονες». οἱ δὲ θεοὶ βουλόμενοι αὐτὸν ἐν μέρει ἀντιβουκολῆσαι ὄναρ αὐτῷ ἔπεμψαν, παραινοῦντες ἐλθεῖν εἰς τὸν αἰγιαλόν· ἐκεῖ γὰρ εὑρήσει Ἀττικὰς χιλίας. καὶ ὃς περιχαρὴς γενόμενος δρομαῖος ἧκεν ἐπὶ τὴν ἠϊόνα. ἔνθα δὴ λῃσταῖς περιπεσὼν ἀπήχθη καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν πωλούμενος εὗρε δραχμὰς χιλίας.
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
29. ΑΝΘΡΑΚΕΥΣ ΚΑΙ ΓΝΑΦΕΥΣ
[29.1] ἀνθρακεὺς ἐπί τινος οἰκίας ἐργαζόμενος ὡς ἐθεάσατο γναφέα προσελθόντα, παρεκάλει αὐτόν, ὅπως αὐτῷ σύνοικος γένηται διεξιών, ὡς οἰκειότεροι ἀλλήλοις ἔσονται καὶ λυσιτελέστερον διάξουσι μίαν ἔπαυλιν οἰκοῦντες. καὶ ὁ γναφεὺς ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔμοιγε τοῦτο παντελῶς ἐστιν ἀδύνατον. ἃ γὰρ ἐγὼ λευκανῶ, σὺ ἀσβολώσεις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πᾶν τὸ ἀνόμοιον ἀκοινώνητόν ἐστιν.
30. ΝΑΥΑΓΟΣ
[30.1] ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ᾽ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ᾽ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν.
***
26. Ο ψαράς.
[26.1] Ήταν ένας ψαράς που πήγε να ψαρέψει στο ποτάμι. Πρώτα-πρώτα τέντωσε τα δίχτυα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περικυκλώσει το ρεύμα του ποταμού από όλες τις πλευρές. Έπειτα έδεσε μια πέτρα σε παλαμάρι και βάλθηκε να κοπανάει με δαύτην τα νερά, έτσι ώστε τα ψάρια να τραπούν σε φυγή χωρίς προφυλάξεις και να πέσουν μέσα στα δίχτυα. Πάνω εκεί πήρε είδηση τον άνθρωπό μας και τις δουλειές του ένας από τους ντόπιους, που κατοικούσαν τριγύρω στην περιοχή. Αυτός του έβαλε αμέσως τις φωνές που θόλωνε έτσι το ποτάμι, μην αφήνοντας καθαρό νερό για να πίνει ο κόσμος. Ο ψαράς όμως αντιγύρισε: «Σωστά, σωστά, πλην όμως, αν δεν αναταράξω έτσι το ποτάμι, θα πρέπει εγώ ο ίδιος να πεθάνω της πείνας».
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν οι πολιτικάντηδες στη δημόσια ζωή: Εξυπηρετούν τους σκοπούς τους καλύτερα όταν προξενούν πολιτικές έριδες ανάμεσα στον πληθυσμό της χώρας τους.
27. Η αλεπού και η τρομακτική μουτσούνα.
[27.1] Μια φορά η αλεπού τρύπωσε μέσα στο εργαστήριο ενός γλύπτη και έπιασε να περιεργάζεται ένα-ένα τα έργα εκεί μέσα. Βρίσκοντας ανάμεσά τους ένα προσωπείο τραγικού ηθοποιού, το σήκωσε στα χέρια της και αναλογίστηκε: «Τί εντυπωσιακό κεφάλι! Κρίμα να μην έχει καθόλου μυαλό».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε άνθρωπο που έχει μεγαλοπρεπή εμφάνιση αλλά είναι ανόητος στο πνεύμα.
28. Ο απατεώνας.
[28.1] Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος φτωχός, άρρωστος και σε κακή κατάσταση. Προσευχήθηκε, που λέτε, στους θεούς, τάζοντάς τους ολόκληρη εκατόμβη αν τον σώσουν. Ο θεοί τότε αποφάσισαν να τον δοκιμάσουν και τον έκαναν να αναρρώσει πολύ γρήγορα. Σηκώθηκε εκείνος από το κρεβάτι, αλλά πού να βρει αληθινά βόδια μέσα στη φτώχεια του; Έπλασε λοιπόν εκατό ομοιώματα βοδιών από ζύμη, τα απόθεσε στον βωμό και τους έβαλε φωτιά εκεί πάνω, αναφωνώντας: «Νά, θεοί μου, εκπλήρωσα το τάμα μου!». Οι θεοί, βέβαια, το έβαλαν σκοπό να τον ξεγελάσουν και αυτοί με τη σειρά τους, για αντίποινα. Του έστειλαν λοιπόν όνειρο, όπου τον παρακινούσαν να πάει στην ακρογιαλιά, διότι εκεί θα έβρισκε τάχα χίλιες δραχμές, σε αθηναϊκό νόμισμα. Ο άνθρωπός μας πέταξε από τη χαρά του και έσπευσε αμέσως να φτάσει στην ακτή. Έλα όμως που πάνω στην ώρα έτυχε να περνούν από εκεί πειρατές, και ο θεομπαίχτης έπεσε στα χέρια τους. Αυτοί τον απήγαγαν και τον πούλησαν δούλο, με αντίτιμο ακριβώς χίλιες δραχμές.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο που λέει ψέματα.
29. Ο καρβουνιάρης και ο λευκαντής.
[29.1] Ήταν μια φορά ένας καρβουνιάρης που δούλευε στο σπίτι του, όταν πρόσεξε αίφνης κάποιον λευκαντή ρούχων να πλησιάζει. Πήγε λοιπόν και του πρότεινε να συγκατοικήσουν οι δυο τους, εξηγώντας του καταλεπτώς τα πλεονεκτήματα: όχι μόνο θα αποκτούσαν μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ τους, αλλά θα την έβγαζαν και πιο οικονομικά, αφού θα έμεναν και οι δύο σε ένα υποστατικό. Εντούτοις ο λευκαντής τον διέκοψε και έφερε αντίρρηση: «Καλά αυτά, πλην όμως εμένα μου είναι εντελώς αδύνατον κάτι τέτοιο. Για σκέψου: όσα θα λευκαίνω εγώ, εσύ θα τα λερώνεις με την καρβουνόσκονή σου».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι δεν μοιάζουνε, δεν κάνουνε παρέα.
30. Ο ναυαγός.
[30.1] Κάποτε ένας πλούσιος Αθηναίος ήταν επιβάτης σε πλοίο μαζί με διάφορους άλλους. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα και το καράβι αναποδογύρισε. Όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες βάλθηκαν φυσικά να κολυμπούν. Μόνο ο Αθηναίος το έριξε στις προσευχές προς την Αθηνά και της υποσχόταν ξανά και ξανά αμέτρητα τάματα, άμα κατορθώσει και σωθεί. Τότε κάποιος άλλος από τους ναυαγούς του ίδιου πλοίου, ο οποίος κολυμπούσε εκεί δίπλα, πέταξε στον πλούσιο: «Φιλαράκι, συν Αθηνά και χείρα κίνει — καλές οι προσευχές αλλά κούνα λίγο και τα ξερά σου».
Το ίδιο ισχύει και για εμάς: Μαζί με τις παρακλήσεις προς τους θεούς, πρέπει και από μόνοι μας να σκεφτόμαστε το καλό μας και να το κάνουμε πράξη.