Το Ναπολεόντειο Πεζικό
Από το 1796, όταν ένας βραχύσωμος στρατηγός με το όνομα Ναπολέων Βοναπάρτης ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς της Ιταλίας (προκαλώντας τα ειρωνικά σχόλια του μετέπειτα στρατάρχη Μασενά για το ύψος του) και μέχρι την έλευση των Πρώσων στο πεδίο της μάχης, τη βροχερή 18η Ιουνίου 1815 στο Βατερλώ, το Γαλλικό Πεζικό αποτέλεσε τον αχώριστο σύντροφο του Κορσικανού στρατηλάτη. Από τις εύφορες πεδιάδες της βόρειας Ιταλίας και την καυτή έρημο της Αιγύπτου, ως την κεντρική Ευρώπη και τη χιονισμένη ρωσική στέπα, οι «κυανές στολές» χάρισαν στη Γαλλία τη λαμπρότερη περίοδο στη στρατιωτική ιστορία της και στον ίδιο μια θέση στην ιστορία...
Οι σημαντικότεροι ηγήτορες του Γαλλικού Στρατού συνέδεσαν την πορεία και τα κατορθώματά τους με το Πεζικό, ενώ και οι απλοί στρατιώτες, με τον ηρωισμό και την αυτοθυσία που επιδείκνυαν, αποτέλεσαν το φόβητρο όλων των αντιπάλων τους. Το Πεζικό, όπως και τα άλλα Οπλα, προσέφεραν σημαντικές ευκαιρίες ανάδειξης σε εκείνους οι οποίοι διέθεταν τις ικανότητες να ξεχωρίσουν από το πλήθος. Το αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό που έπρεπε να διαθέτει ήταν το απαράμιλλο φυσικό θάρρος και η πλήρης έλλειψη φόβου για τον θάνατο.
Δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός πως κατά την περίοδο 1792-1815 συνολικά 250 στρατηγοί και στρατάρχες σκοτώθηκαν, τα περισσότερα δε από τα 26 «μεγάλα καπέλα» (έτσι αποκαλούσαν οι στρατιώτες τους στρατάρχες) φημίζονταν για το θάρρος και τον περιπετειώδη βίο τους: ο Ωζερό ήταν λιποτάκτης από τον Πρωσικό Στρατό και γυρολόγος της Ευρώπης, ο Μασενά υπήρξε φρουτέμπορος και λαθρέμπορος, ενώ ο Μπερναντότ ήταν το 1791 υπολοχαγός και το 1804 στρατάρχης.
Στρατολόγηση
Η έλευση του 1804 βρήκε τον Ναπολέοντα να διαθέτει υπό τα όπλα περί τις 350.000 άνδρες, η πλειοψηφία των οποίων υπηρετούσε στο Πεζικό.
Ο τρόπος στρατολόγησης στηριζόταν εν πολλοίς στο ήδη υπάρχον σύστημα, το οποίο καταγόταν από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και του Διευθυντηρίου. Θεωρητικά κάθε αρτιμελής Γάλλος πολίτης που μπορούσε να φέρει όπλα αποτελούσε υποψήφιο ένστολο, με τους άνδρες ως 25 ετών να απαρτίζουν τον τακτικό Στρατό και εκείνους από 25 ως 60 ετών να υπηρετούν στην Εθνοφρουρά. Η θητεία διαρκούσε από ένα ως τέσσερα χρόνια σε περιόδους ειρήνης, αλλά σε καιρό πολέμου ουσιαστικά παρατεινόταν επ' αόριστο. Η μέθοδος στρατολόγησης ήταν απλή και στηριζόταν στον κλήρο, ωστόσο στην πράξη ήταν κάθε άλλο παρά ικανοποιητική. Υπολογίζεται πως από τις αγροτικές περιοχές υπηρετούσε ένας στους 15 Γάλλους πολίτες και από τα αστικά κέντρα ένας στους επτά.
Η στρατιωτική θητεία ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής - οι λιποταξίες παρέμειναν άλλωστε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα καθ' όλη τη διάρκεια των πολέμων της περιόδου - και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μόνιμη έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και τη συνακόλουθη ανάγκη για νέο αίμα. Ο Ναπολέοντας αντιμετώπισε το πρόβλημα υποχρεώνοντας τους συμμάχους του να τον συνδράμουν με στρατεύματα, αυξάνοντας έτσι κατακόρυφα το ποσοστό εκείνων που υπηρετούσαν υπό τις γαλλικές σημαίες χωρίς να είναι Γάλλοι πολίτες.
Παρόλα αυτά η συστολή με την οποία αντιμετωπιζόταν η στρατιωτική θητεία επιτεινόταν, σε τέτοιο σημείο ώστε να παρουσιάζονται κρούσματα αυτοτραυματισμών, π.χ. εθελοντικοί ακρωτηριασμοί (κυρίως αντίχειρες), ακόμα και τύφλωση στον ένα οφθαλμό! Το σύστημα παρείχε δυνατότητες εξαγοράς της θητείας, με ποσά που ποικίλλαν ανάλογα με την εποχή και ανέρχονταν από 1.800 ως 4.000 φράγκα, αν και λίγοι διέθεταν ανάλογα εισοδήματα και δυνατότητες.
Στην πράξη και ιδιαίτερα μετά το 1809 οι ανάγκες στρατολόγησης αυξάνονταν με γεωμετρικό τρόπο. Οι τεράστιες απώλειες που υφίσταντο οι αυτοκρατορικές στρατιές και οι λιποταξίες υποχρέωσαν τον Ναπολέοντα όχι μόνο να καλεί συνεχώς υπό τα όπλα νέες κλάσεις, αλλά και να διατηρεί μάχιμες παλαιότερες, οι οποίες έπρεπε ήδη να επιστρέψουν στην πατρίδα. Για παράδειγμα το 1804 υπηρετούσαν στον Γαλλικό στρατό περίπου 170.000 στρατιώτες που είχαν λάβει μέρος στην ιταλική εκστρατεία (1796).
Ειδικά μετά την καταστροφική Ρωσική περιπέτεια οι ελλείψεις στις τάξεις του Πεζικού δημιούργησαν τέτοιες ανάγκες, ώστε το 1814 το Σύνταγμα «Marie Louise» να αποτελείται και από δεκαεξάχρονους.
Τύποι Πεζικου
Το Γαλλικό Πεζικό, όπως άλλωστε και τα περισσότερα αντίστοιχα Όπλα της εποχής, χωριζόταν κατά κύριο λόγο σε βαρύ - γραμμής (Ligne), ελαφρύ (Leger) και φρουράς (Guard). Το 1804 υπήρχαν 89 περίπου συντάγματα γραμμής, αριθμημένα από το 1 ως το 112, και 26 συντάγματα ελαφρού πεζικού, αριθμημένα από το 1 ως το 31. Η τάση ήταν σαφώς αυξητική υπέρ του πεζικού γραμμής, έτσι ώστε ως το 1813 η αναλογία στο στράτευμα να έχει φθάσει το 1/6.
Την κύρια μάζα του Πεζικού αποτελούσε λοιπόν το πεζικό γραμμής, που «ανελάμβανε» το κύριο βάρος της μάχης και η παρουσία του υποτίθεται πως έγυρε την πλάστιγγα υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης. Στον ρόλο του περιλαμβανόταν η ανατροπή του εχθρικού σχηματισμού και λόγω του όγκου του ήταν εκείνο που συνήθως κατέγραφε τις μεγαλύτερες απώλειες. Ένα από τα επιχειρησιακά του καθήκοντα ήταν και το αποφασιστικό κτύπημα.
Οι πρώτες μονάδες ελαφρού πεζικού εισήχθησαν στον Γαλλικό Στρατό περί τη δεκαετία του 1740, αλλά η οργάνωσή τους μεταβαλλόταν συνεχώς, ενώ και η αντιμετώπισή τους δεν ήταν ανάλογη εκείνων που προσέφεραν. Αν και δημιουργήθηκαν για να αναλάβουν καθήκοντα «ακροβολιστών», επιχειρώντας να αποδιοργανώσουν την εχθρική παράταξη με συνδυασμένα πυρά, την υπό εξέταση περίοδο τα καθήκοντά τους σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζονταν περίπου με εκείνα των συναδέλφων τους οι οποίοι προέρχονταν από το βαρύ πεζικό.
Οι όποιες διαφορές παρουσιάζονταν κυρίως σε θέματα παράδοσης μονάδων, στολών, ονομασίας και εν μέρει οπλισμού. Στην πράξη δηλαδή το ελαφρύ πεζικό ανελάμβανε περίπου τα ίδια καθήκοντα με το πολυπληθέστερο της γραμμής. Οι μονάδες της φρουράς αποτελούσαν το επίλεκτο σώμα του Γαλλικού Στρατού, απολαμβάνοντας εξαιρετικά προνόμια. Άξιοι αναφοράς είναι οι περιβόητοι ανταγωνισμοί μεταξύ των τύπων πεζικού ή των σχηματισμών, που δεν περιορίζονταν στις στρατιές ή στις μεραρχίες αλλά έφθαναν σε επίπεδο τάγματος και εκδηλώνονταν με την υιοθέτηση ξεχωριστών στολών και την επίδειξη θάρρους στο πεδίο της μάχης, στοιχείο το οποίο ο Ναπολέοντας γνώριζε να εκμεταλλευθεί στο έπακρο.
Η οργάνωση των ταγμάτων ήταν παρόμοια ανεξαρτήτως τύπου, αλλά ποίκιλλε από περίοδο σε περίοδο και από εκστρατεία σε εκστρατεία. Συνήθως 2-3 τάγματα αποτελούσαν ένα σύνταγμα και 2-3 συντάγματα μια ταξιαρχία. Η οργάνωση ακολουθούσε αντίστοιχη κλιμάκωση μέχρι το επίπεδο του σώματος στρατού. Το 1804 κάθε τάγμα γραμμής περιελάμβανε στις τάξεις του οκτώ λόχους, ο ένας από τους οποίους αποτελείτο από γρεναδιέρους (grenadiers), οι οποίοι ήταν οι πιο δυνατοί και εύρωστοι άνδρες και αποτελούσαν το επίλεκτο τμήμα του τάγματος.
Στο σύνολό του απαρτιζόταν από 1.040 περίπου αξιωματικούς και άνδρες. Όπως είναι φανερό ο παραπάνω αριθμός παρέμενε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, ιδιαίτερα μετά το πέρας μιας εκστρατείας ή μιας μάχης, αφού οι ελλείψεις ήταν πολλές. Κατά το διάστημα 1805 - 1807 η οργάνωση των ταγμάτων πέρασε από μια φάση ανασυγκρότησης, έτσι ώστε το 1806 σε κάθε τάγμα, εκτός από τον λόχο των γρεναδιέρων, να δημιουργηθεί και ένας λόχος ακροβολιστών (voltigeurs). Οι τελευταίοι ήταν οι πιο βραχύσωμοι και ευκίνητοι άνδρες.
Το 1808, με νέο διάταγμα, ο αυτοκράτορας επέβαλε κάθε σύνταγμα να αποτελείται από πέντε τάγματα. Τέσσερα από αυτά χαρακτηρίζονταν ως μάχιμα, ενώ το πέμπτο θα ανελάμβανε καθήκοντα εκπαίδευσης και λογιστικής υποστήριξης. Το δυναμικό του κάθε συντάγματος (ύστερα από διάφορες μεταβολές) περιελάμβανε 4.000 περίπου μαχητές, αλλά οι λιποταξίες, οι τραυματισμοί και μια σειρά άλλων παραγόντων το μείωναν αισθητά. Η παραπάνω οργάνωση αφορούσε και το ελαφρύ πεζικό, όμως οι επιμέρους λόχοι είχαν διαφορετική ονομασία. Για παράδειγμα οι αντίστοιχοι των γρεναδιέρων ονομάζονταν καραμπινιέροι (carabiniers) και οι αντίστοιχοι των ακροβολιστών κυνηγοί (chasseurs).
Σε κάθε τάγμα υπήρχαν επίσης τέσσερις σκαπανείς (sapeurs), ενώ τη φύλαξη των σημαιών και των αετών του τάγματος ανελάμβανε ένας κατώτερος αξιωματικός με παραστάτες υπαξιωματικούς εγνωσμένης αξίας και γενναιότητας. Η υιοθέτηση μεγαλύτερων σχηματισμών (σώματα στρατού, στρατιές) και η γιγάντωση του στρατεύματος γενικότερα, δημιούργησαν αυξημένες ανάγκες για αξιωματικούς. Η είσοδος στο σώμα των αξιωματικών συνήθως πραγματοποιείτο μέσω προαγωγών, αλλά και από την ανάλογη σχολή (Ecole Speciale Militaire) που είχε ιδρύσει ο Ναπολέοντας το 1803. Συνολικά 4.000 περίπου αξιωματικοί αποφοίτησαν ως το 1815 από την εν λόγω σχολή.
Το κυριότερο προσόν που απαιτείτο για την αναρρίχηση στα ανώτερα αξιώματα ήταν το θάρρος (με εξαίρεση ίσως το πυροβολικό, στο οποίο οι τεχνικές γνώσεις ήταν περισσότερο απαραίτητες), αφού και ο ίδιος ο αυτοκράτορας αρεσκόταν να δηλώνει: «Δεν ανέχομαι να προάγονται αξιωματικοί γραφείου... μού αρέσουν μόνο οι αξιωματικοί που πολεμούν». Οι αξιωματικοί είχαν κατά κανόνα άριστες σχέσεις με τους στρατιώτες, ίσως καλύτερες από οποιονδήποτε άλλο στρατό της εποχής, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να δημιουργούνται προβλήματα υπακοής και τάξης. Συχνό ήταν το φαινόμενο της «κοινής» οινοποσίας, των συμπλοκών και των διαρπαγών.
Πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί είχαν επισημάνει το πρόβλημα, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους στον Ναπολέοντα. Αν και το μέσο φορτίο μάχης που μετέφερε ένας στρατιώτης έφθανε τα 23 κιλά (για εξειδικευμένες μονάδες ήταν λίγο αυξημένο), οι Γαλλικές στρατιές κάλυπταν σύντομα μεγάλες, για την εποχή, αποστάσεις. Με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, ικανοποιητικό οδικό δίκτυο και δίχως εχθρική παρενόχληση η μέση απόσταση που κάλυπτε το πεζικό ήταν 16 - 19 χιλιόμετρα την ημέρα, ενώ αν παρίστατο ανάγκη, στοιχείο σχεδόν σίγουρο σε κάθε εκστρατεία, οι ρυθμοί αυξάνονταν κατακόρυφα.
Ετσι η μεραρχία του Ωζερό το 1796 χρειάστηκε να καλύψει 183 χιλιόμετρα σε επτά περίπου ημέρες, ενώ την ίδια περίοδο η μεραρχία του Μασενά κάλυψε 160 χιλιόμετρα. Αντίστοιχα το 1805 οι μεραρχίες των Σούλτ και Νέυ κάλυψαν 250 χιλιόμετρα μέσα σε 13 ημέρες, μέσω δευτερευόντων δρόμων. Μαρτυρίες στρατιωτών αναφέρουν: «24ωρες πορείες με ελάχιστα διαλείμματα με χιόνι, βροχή ή αφόρητη ζέστη, στρατιώτες να λιποθυμούν ή να κοιμούνται σε θάμνους παράπλευρα, χωρίς να ξυπνούν ούτε καν με τη βία, ενώ εκείνοι που συνέχιζαν πολλές φορές υποβαστάζονταν μεταξύ τους, ώστε να μην καταρρεύσουν». Οι άνδρες υποστήριζαν αστειευόμενοι πως ο Αυτοκράτορας πολεμά με τα πόδια τους και όχι με τα όπλα.
Στολές και Οπλισμός
Οι στολές των Γάλλων στρατιωτών διέφεραν μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό ανάλογα με το τάγμα, τον διοικητή και τα καθήκοντά τους, πολλές δε φορές ήταν αντίθετες και με τους κανονισμούς. Οι Γάλλοι πεζοί φορούσαν χιτώνιο (habit veste) χρώματος κυανού, με λευκά πέτα (lapels) και κίτρινα κομβία φέροντα τον αριθμό του συντάγματος. Τα κολάρα (collars) και τα μανικέτια (cuffs) ήταν ερυθρού χρωματισμού, ενώ τα παραρράμματά τους λευκά. Τα παραρράμματα στα πέτα, αντίθετα, ήταν ερυθρά.
Εσωτερικά του χιτωνίου έφεραν λευκό ένδυμα χρώματος αντιστοίχου με το παντελόνι τους. Πάνω από το χιτώνιο διακρινόταν διπλή σειρά από λευκούς τελαμώνες, ένας από τους οποίους έφερε ειδική υποδοχή για την ξιφολόγχη. Τη στολή συμπλήρωναν γκέτες μαύρου χρώματος που έφθαναν λίγο ψηλότερα από το γόνατο, προσαρμοζόμενες μέσω κομβίων και ραφής.
Οι γρεναδιέροι φορούσαν ερυθρές επωμίδες και το περίφημο μαύρο καπέλο της φρουράς, το οποίο ήταν διακοσμημένο με κονκάρδα που είχε ανάγλυφη βομβίδα, ερυθρό λοφίο και ιδίου χρώματος κορδόνι το οποίο κρεμόταν από τη δεξιά πλευρά του καπέλου. Μετά τη δημιουργία του λόχου των ακροβολιστών αποφασίστηκε οι τελευταίοι να φέρουν πράσινες ή/και κίτρινες επωμίδες και αναλόγων χρωμάτων κολάρα και λοφία. Την υπό εξέταση εποχή οι άνδρες στην πλειοψηφία τους έφεραν ακόμη το «δίκοχο» ως καπέλο, ενώ από το 1807 άρχισε σταδιακά να καθιερώνεται το περίφημο ψηλό κυλινδρικό καπέλο (shako).
Οι αξιωματικοί φορούσαν στολές από υλικά καλύτερης ποιότητας, λευκή ζώνη η οποία έφερε θήκη για το σπαθί τους και μπότες με ρεβέρ. Ο βαθμός του αξιωματικού διακρινόταν από τις επωμίδες.
Το ελαφρύ πεζικό φορούσε κυανό παντελόνι έναντι του λευκού και το χιτώνιό του ήταν επίσης κυανού χρώματος. Τα κολάρα παρέμεναν ερυθρά (πράσινα ή κίτρινα για τους ακροβολιστές), ενώ τα παραρράμματα τόσο στα πέτα όσο και στα υπόλοιπα σημεία ήταν λευκά. Αξίζει να σημειωθεί πως οι στολές προσαρμόζονταν και στις συνθήκες της εκστρατείας. Για παράδειγμα στην Ισπανία οι στρατιώτες φορούσαν ενδύματα από το μαλλί των προβάτων της περιοχής, ενώ στο Εϋλάου, όπου χιόνιζε σχεδόν ακατάπαυστα, η λειτουργικότητα υπερίσχυσε πάλι έναντι των κανονισμών.
Γενικότερα οι στρατιώτες διέθεταν μεγάλη σειρά στολών ανάλογα με την περίσταση και τη δραστηριότητα (εκστρατεία, πορεία, έξοδος από το στρατόπεδο). Εκείνη την περίοδο και κατόπιν σχετικού διατάγματος από τον Ναπολέοντα άρχισαν να αντικαθίστανται τα κυανά χιτώνια με λευκά. Ήταν μια ατυχής απόφαση που υπαγορεύτηκε κυρίως από λόγους οικονομίας, δεν έτυχε ποτέ πλήρους αποδοχής από το στράτευμα και τελικά υιοθετήθηκε από σχετικά λίγα τάγματα, αφού εκτός των άλλων η θέα του αίματος στη λευκή στολή επιβάρυνε την ψυχολογία.
Ο οπλισμός των μονάδων δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Το κύριο όπλο που εχρησιμοποιείτο ήταν το μουσκέτο Charleville υποδείγματος 1777 και τύπου An ΙΧ και An ΧΙΙΙ, το οποίο δίχως την ξιφολόγχη είχε μήκος 1,5 m, βάρος 4 kg και ήταν κατά βάση ένα αναξιόπιστο όπλο. Το μέγιστο βεληνεκές του θεωρητικά ανερχόταν στα 1.000 m, αλλά το αποτελεσματικό περιοριζόταν κάτω από τα 100 m. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής σπάνια πυροβολούσαν σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 m λόγω της ανακρίβειας του όπλου.
Η επιτυχής προσβολή του στόχου ήταν περισσότερο αποτέλεσμα τύχης παρά των ικανοτήτων του σκοπευτή. Η διαδικασία για τη βολή απαιτούσε πέντε προκαθορισμένες κινήσεις, ενώ πάντοτε υπήρχε το ενδεχόμενο της διάρρηξης της κάννης (με τραγικά αποτελέσματα για τον χειριστή και το όπλο) λόγω της χαμηλής ποιότητας του όπλου, της κακής και εντατικής χρήσης του, αλλά και της αστοχίας του υλικού εξαιτίας της μαζικής παραγωγής. Υπολογίζεται πως ένας έμπειρος σκοπευτής μπορούσε να πυροβολήσει πέντε περίπου φορές το λεπτό. Στην πράξη ο μέσος ρυθμός ήταν δύο βολές το λεπτό.
Το ελαφρύ πεζικό χρησιμοποιούσε σε μεγαλύτερο ποσοστό το μουσκέτο των δραγώνων. Αρκετές φορές οι άνδρες με τα κυανά πέτα έφεραν κυρτό αντί για ευθύγραμμο σπαθί, επιθυμώντας έτσι να επιδείξουν την αντιστοιχία τους με το ελαφρύ ιππικό (ουσάροι, κυνηγοί) και την ανωτερότητά τους έναντι των συναδέλφων τους που υπηρετούσαν στο βαρύ πεζικό. Οι λόχοι των ακροβολιστών έφεραν επίσης το μουσκέτο των δραγώνων, που ήταν ελαφρύτερο και λειτουργικότερο και θεωρητικά ταίριαζε περισσότερο με τα καθήκοντα που είχαν αναλάβει. Οι σκαπανείς διέθεταν μικρότερα μουσκέτα, μήκους 1,10 m περίπου.
Η ξιφολόγχη ήταν τριγωνική μήκους 54 cm και χρησίμευε για τον εκ του σύνεγγυς αγώνα. Οι ανομοιογένειες στον οπλισμό (κυρίως στα μουσκέτα) ήταν μεγάλες και προκαλούντο όχι μόνο από τους περιορισμούς που επέβαλλε η παραγωγή αλλά και από τις απώλειες κατά τη μάχη, τις κακοτεχνίες των εργοστασίων και τη μικρή διάρκεια ζωής του υλικού, στοιχεία τα οποία συνέτειναν στην παροχή οπλισμού από τους συμμάχους, αλλά και στη σύληση των νεκρών σε ακραίες περιπτώσεις. Σημαντικό ποσοστό από τον οπλισμό του γαλλικού Πεζικού προερχόταν επίσης από τους ηττημένους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη χρησιμοποίηση των πρωσικών όπλων που βρέθηκαν άθικτα στις αποθήκες, ύστερα από τις ήττες του 1806.
Τακτικές στις Μάχες
Οι τακτικές μάχης που υιοθετήθηκαν οριοθετούντο από τους τεχνολογικούς περιορισμούς της εποχής, την εκπαίδευση των στρατιωτών, τη μορφολογία του εδάφους, τον αντίπαλο και τον τύπο των μονάδων τις οποίες αυτός χρησιμοποιούσε. Βασική διάταξη μάχης για κάθε τάγμα παρέμενε η φάλαγγα (column), η οποία μπορούσε να αλλάξει μορφή και σχήμα ανάλογα με τις επιβαλλόμενες συνθήκες. Κάθε τάγμα παρέτασσε τους oκτώ λόχους του παράλληλα, παρουσιάζοντας μέτωπο δύο λόχων και βάθος τεσσάρων ή, εναλλακτικά, μέτωπο ενός λόχου και βάθος οκτώ. Έτσι στην αρχή της επίθεσης κάθε τάγμα παρουσίαζε συνήθως μέτωπο 45 m και βάθος 11 m περίπου (δύο λόχοι).
Οι ακροβολιστές αναπτύσσονταν μπροστά από τη μάζα του σχηματισμού, με σκοπό oι βολές τους να προκαλέσουν σύγχυση και πιθανώς ρήγμα στην αντίπαλη παράταξη, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί το κύριο σώμα που ακολουθούσε. Οι γρεναδιέροι τοποθετούντο στην κεφαλή της φάλαγγας, αν ο διοικητής διέθετε εμπιστοσύνη στη μονάδα, ή στο τέλος της, για να εμψυχώσει το υπόλοιπο τμήμα όταν το ηθικό του τάγματος δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Οι άνδρες παρατάσσονταν σε βάθος τριών γραμμών (ζυγών), ενώ η απόσταση μεταξύ των λόχων ήταν περίπου δύο μέτρων.
Ο σχηματισμός της φάλαγγας χρησιμοποιείτο κυρίως κατά την προσέγγιση στο σημείο επίθεσης (όχι απαραίτητα, όμως, κατά τη μετάβαση σε αυτό), εναντίον οχυρωμένων θέσεων και πεζικού, σπανιότερα δε και κατά την άμυνα. Η φάλαγγα παρουσίαζε τα πλεονεκτήματα της ευελιξίας και του σχετικά εύκολου συντονισμού της, στοιχεία κρίσιμα για τον Ναπολέοντα. Με την πυκνότητα και το βάθος της είχε αρκετές πιθανότητες να διασπάσει την εχθρική παράταξη. Λόγω του σχήματός της μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μέτωπο μικρού εύρους, ενώ σε αναπεπταμένο πεδίο και υπό τον φόβο επίθεσης εχθρικού ιππικού απαιτούσε λιγότερο χρόνο για να μετασχηματισθεί σε τετράγωνο.
Παράλληλα ενίσχυε περαιτέρω το «ομαδικό πνεύμα» και την ψυχολογία των ανδρών, αφού οι στρατιώτες μπορούσαν να εμψυχώνουν ο ένας τον άλλο, ιδιαίτερα οι βετεράνοι τους νεώτερους. Η φάλαγγα εκμεταλλευόταν επίσης στο έπακρο μια εγγενή αδυναμία της εποχής, την αναξιοπιστία των όπλων και την περιορισμένη εμβέλειά τους. Οι άνδρες παρατάσσονταν ο ένας κοντά στον άλλο και δημιουργούσαν με τις βολές τους ένα «φράγμα πυρός», στοιχείο μάλλον ανέφικτο σε περίπτωση διασκορπισμού.
Από την άλλη πλευρά η φάλαγγα αποτελούσε ιδανικό στόχο για το πυροβολικό, ενώ λόγω του περιορισμένου μετώπου της παράταξης ελλόχευε ο κίνδυνος της κύκλωσης από τον αντίπαλο. Όμως οι ανεκπαίδευτες μάζες των Γάλλων επίδοξων πολεμιστών μπορούσαν να διοικηθούν αρτιότερα συνήθως κατά αυτό τον τρόπο. Ενα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της φάλαγγας ήταν η μικρή ισχύς πυρός της, εξαιτίας του μικρού μετώπου που παρουσίαζε - πρόβλημα το οποίο δεν αντιμετώπιζε ο άλλος σημαντικός σχηματισμός, η γραμμή.
Στον σχηματισμό της γραμμής το τάγμα παρέτασσε το σύνολο των λόχων του σε μια ευθεία με βάθος τριών ανδρών, παρουσιάζοντας έτσι μέτωπο 180 περίπου μέτρων και τρομακτική ισχύ πυρός, συγκριτικά με άλλους σχηματισμούς. Η γραμμή ήταν ιδανική για άμυνα έναντι επιτιθέμενου πεζικού διότι είχε ευρύ μέτωπο, εκμεταλλευόμενη το σύνολο του δυναμικού της. Παρείχε επίσης την προοπτική κύκλωσης του αντιπάλου και λόγω του μικρότερου βάθους της αποτελούσε δυσκολότερο στόχο για το πυροβολικό.
Η χρήση της γραμμής απαιτούσε συγκεκριμένη μορφολογία εδάφους. Σε περίπτωση επίθεσης εχθρικού ιππικού το ενδεχόμενο να σφαγιασθούν οι άνδρες ήταν μεγάλο, αφού η μετάπτωση του σχηματισμού σε τετράγωνο απαιτούσε αρκετό χρονικό διάστημα. Η χρήση της γραμμής επεκτεινόταν και στην επίθεση, αν και ο Ναπολέοντας προέκρινε τη φάλαγγα, επειδή η πρώτη απαιτούσε πιο λεπτούς χειρισμούς. Οι Γάλλοι παρατάσσονταν συνήθως σε γραμμές τριών ανδρών, αν και αυτόπτες μάρτυρες υποστήριζαν πως ένα ποσοστό απωλειών προκαλούσε η τρίτη σειρά στις προπορευόμενες!
Ο Ναπολέοντας, περιέργως, αντιμετώπισε με συστολή την υιοθέτηση της γραμμής βάθους δύο ανδρών, ευρεία χρήση της οποίας είχαν πραγματοποιήσει οι Βρετανοί στην Ιβηρική χερσόνησο, ενώ μέχρι το 1813 περίπου δεν άλλαξε πλήρως τη σύνθεση του σχηματισμού. Ο τρίτος σημαντικός σχηματισμός δεν είναι άλλος από τα ευρέως γνωστά τετράγωνα, στη χρήση των οποίων προσέφευγε κάθε διοικητής όταν αντιμετώπιζε επιθέσεις ιππικού.
Αν η μονάδα πεζικού προλάβαινε να σχηματίσει τετράγωνο, δημιουργούσε ένα αδιαπέραστο "τείχος" από ξιφολόγχες, ξίφη και λόγχες και είχε πολλές πιθανότητες επιβίωσης απέναντι στις εχθρικές επελάσεις. Τα τετράγωνα απαιτούσαν άριστη οργάνωση, αυστηρή πειθαρχία και σιδερένια νεύρα, αφού το θέαμα εκατοντάδων ιππέων να επευλάνουν με μανία εναντίον των σχηματισμών προκαλούσε πολλές φορές ψυχολογική κατάρρευση, φυγή και σφαγιασμό της μονάδας.
Ο Γάλλος αυτοκράτορας προτιμούσε τη μικτή διάταξη μάχης (L'ordre mixte), έναν συνδυασμό γραμμής και φάλαγγας. Σύμφωνα με αυτήν ένα σύνταγμα παρέτασσε στο κέντρο του σχηματισμού ένα τάγμα του γραμμικά, ενώ παράπλευρα τα δύο υπόλοιπα τάγματα επετίθεντο σε σχηματισμό φάλαγγας, σχηματίζοντας ένα Π, με την άνω πλευρά του προς τις εχθρικές θέσεις. Οι ακροβολιστές συνήθως προπορεύονταν, για να δημιουργήσουν σύγχυση στον αντίπαλο. Η απόσταση μεταξύ των ταγμάτων ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει στους ακροβολιστές να υποχωρούν διά μέσου των κενών δίχως να αποδιοργανώσουν τις φίλιες δυνάμεις.
Σπανιότερα τα παραπάνω κενά μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως δίαυλοι μέσω των οποίων πραγματοποιούντο μικρές επιθέσεις ιππικού ή προώθηση έφιππου πυροβολικού για να βομβαρδιστούν οι αντίπαλες θέσεις. Οι παραπάνω σχηματισμοί αποτελούσαν τη βάση και το γενικότερο πλαίσιο, καθώς οι Γάλλοι διοικητές εκδήλωναν το επιχειρησιακό τους ταλέντο χρησιμοποιώντας διάφορους συνδυασμούς, ανάλογα με την περίπτωση. Συνήθης τακτική ήταν επίσης η προώθηση των στρατιωτών σε φάλαγγα και η μετάπτωση του σχηματισμού σε γραμμή, ώστε να αυξάνεται η ισχύς πυρός.
Ο παραπάνω ελιγμός δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής επειδή απαιτούσε εξαιρετική εκπαίδευση, ενώ το εγχείρημα του μετασχηματισμού, υπό το βάρος συνεχών βομβαρδισμών, κινδύνευε να οδηγήσει σε σύγχυση και αποδιοργάνωση ολόκληρη την παράταξη. Η πλειονότητα των συγκρούσεων μπορούσε να πραγματοποιηθεί ακόμα από ολόκληρα τάγματα κλιμακωτά, σε σχηματισμό μύτης βέλους ή άλλον, ανάλογα τον αντίπαλο, το έδαφος και τις διαθέσιμες δυνάμεις. Όσο το ποσοστό των ανεκπαίδευτων στρατιωτών αυξανόταν, τόσο ο Ναπολέοντας ευνοούσε τις μαζικές επιθέσεις με μεγάλους σχηματισμούς, ως αντίδοτο στην ελλιπή εμπειρία των νεοσυλλέκτων.
Ο στρατάρχης Μακ Ντονάλντ, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε κατά τη μάχη του Βαγκράμ 23 τάγματα σε συνδυασμό γραμμής και φάλαγγας για την επίθεση εναντίον συγκεκριμένης πτέρυγας των Αυστριακών. Από τις αρχικές τους θέσεις τα τμήματα πεζικού λάμβαναν εντολή να καταλάβουν μια συγκεκριμένη θέση (π.χ. ένα ύψωμα) ή να διασπάσουν την εχθρική παράταξη. Κατόπιν ολόκληρα συντάγματα ή ισχυρότερες μονάδες προωθούντο προς τις εχθρικές θέσεις κραυγάζοντας «Ζήτω ο αυτοκράτορας» (Vive l’ empereur), γεμάτες έξαψη από την αδρεναλίνη και (συνήθως) υπό το βάρος συνεχών και ανηλεών βομβαρδισμών από το εχθρικό πυροβολικό.
Η κατάσταση που επικρατούσε στους σχηματισμούς κατά τη διάρκεια της επίθεσης ήταν εξαιρετικά δύσκολη: απαιτούσε ατσάλινα νεύρα για να αντέξουν οι άνδρες την αφόρητη πίεση και να μην καταρρεύσουν. Οι στρατιώτες προωθούντο εν μέσω πυρών πυροβολικού και πεζικού (στα τελευταία στάδια της επίθεσης), τα οποία θέριζαν τις τάξεις τους. Αρκετοί ακρωτηριάζονταν και αργοπέθαιναν, ενώ οι καπνοί και η μυρωδιά της πυρίτιδας κυριαρχούσαν σε μια ατμόσφαιρα στην οποία οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να δουν πέρα από μερικά μέτρα και ο κάθε άνδρας έπρεπε να συνεχίζει την επίθεση με συγκεκριμένο ρυθμό, ποδοπατώντας πολλές φορές τους ημιαναίσθητους πληγωμένους συναδέλφους του.
Οι νεοσύλλεκτοι προφανώς υφίσταντο περισσότερη πίεση, αφού η εκπαίδευση στα κέντρα ήταν ανεπαρκέστατη και το μεγαλύτερο τμήμα της πραγματοποιείτο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Οι άκαπνοι και «αμούστακοι» νεαροί δεν φαντάζονταν τον κλονισμό στο πεδίο της μάχης, όπου εν μέσω καπνών, ακραίων καιρικών συνθηκών και δίχως να έχουν σαφή αντίληψη του τι ακριβώς συνέβαινε θα άκουγαν τις εντολές να πυκνώσουν τις τάξεις τους και να προχωρούν μπροστά δίχως να σταματούν, παράλληλα με βρισιές, απειλές και κλαυθμούς από συναδέλφους τους. Εξίσου δύσκολο ρόλο είχαν επωμισθεί οι αξιωματικοί, οι οποίοι έπρεπε να αποτελούν το παράδειγμα, να διευθύνουν την επίθεση και να εμψυχώνουν τους άνδρες, ενώ οι ίδιοι αποτελούσαν πολλές φορές τους πρώτους στόχους στα σκοπευτικά των αντιπάλων.
Αν η επίθεση διατηρούσε την ορμή της και καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν υποχωρούσε, ακολουθούσε μάχη σώμα με σώμα στην οποία μπορούσε να χαθεί κάθε έννοια οργάνωσης και ελέγχου, τουλάχιστον έως ότου φανεί ο νικητής. Συνήθως κάθε διοικητής κατεύθυνε περισσότερες δυνάμεις στο σημείο της συμπλοκής που έκρινε ως κρισιμότερο, ο επιτιθέμενος για να δημιουργήσει κενό στην αντίπαλη παράταξη, ο αμυνόμενος για να κλείσει το ρήγμα.
Αν το ρήγμα σταθεροποιείτο υπήρχε κίνδυνος κύκλωσης ενός τμήματος ή του συνόλου της εχθρικής δύναμης, δεδομένο που υποχρέωνε τον αντίπαλο διοικητή να ανασυνταχθεί και συνήθως να υποχωρήσει. Ιδιαίτερη σημασία είχε το αν η υποχώρηση αποτελούσε οργανωμένη και συντονισμένη - κατά το δυνατόν - κίνηση ή εξελισσόταν σε άτακτη φυγή. Αν συνέβαινε το δεύτερο, συνήθως η νίκη λάμβανε διαστάσεις θριάμβου, όπως έγινε π.χ. μετά τις μάχες της Ιένα και του Αουερσταντ.
Όταν οι μονάδες υποχωρούσαν άτακτα, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο αφανισμού από εχθρικές επιθέσεις ιππικού. Συνήθως ύστερα από μια τέτοια φυγή ο διοικητής (εφόσον είχε την «πολυτέλεια») προτιμούσε να μη χρησιμοποιήσει άμεσα την ίδια μονάδα, ώστε η τελευταία να ανασυγκροτηθεί και να αναπτερώσει το ηθικό της. Πάντως για την κατάληψη μιας θέσης απαιτούντο επανειλημμένες επιθέσεις, ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο ένας σχηματισμός να αμύνεται και κατόπιν να επιτίθεται ή μια πτέρυγα να διεξάγει αμυντικό/επιβραδυντικό αγώνα και μια άλλη να επιτίθεται.
Οι καταστάσεις γενικότερα ήταν πολύ πιο σύνθετες. Τις περισσότερες φορές μια παράταξη αναγκαζόταν να μεταβάλει τον σχηματισμό της ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον εχθρό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεραρχία του Γκουντέν, τμήματος του 3ου Σώματος Στρατού υπό τον Νταβού, που αντιμετώπισε επιτυχώς υπέρτερες πρωσικές δυνάμεις κατά τη μάχη του Αουερσταντ, με την παράταξή της να μεταβάλλεται από φάλαγγα σε γραμμή, μετά σε τετράγωνο και κατόπιν πάλι σε φάλαγγα, ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδίου.
Το τέλος της συμπλοκής άφηνε συνήθως κυρίαρχη μία από τις δύο παρατάξεις, σε ένα πεδίο μάχης γεμάτο πτώματα, τραυματίες, ακρωτηριασμένα ζώα και ανθρώπους, κατεστραμμένα πυροβόλα, στολές, καπέλα και όπλα, με τη μυρωδιά της πυρίτιδας να κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Η περίθαλψη των τραυματιών, η σύληση των νεκρών και η περισυλλογή των αιχμαλώτων μπορούσαν να διαρκέσουν ημέρες ή να μη γίνουν καθόλου, ανάλογα με τις διαταγές. Οι κραυγές πόνου των πληγωμένων, που κείτονταν αβοήθητοι κατά χιλιάδες μετά από μια συμπλοκή, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και η μοίρα τους λίγο ως πολύ προδιαγεγραμμένη.
Μεγαλύτερες απώλειες, μαζί με τους αξιωματικούς, υφίσταντο αδιαμφισβήτητα οι πρώτες σειρές και κυρίως η πρώτη, που κυριολεκτικά θεριζόταν από τα εχθρικά πυρά. Η τραγικότερη μοίρα περίμενε εκείνους οι οποίοι είχαν τραυματισθεί κατά τη διάρκεια της μάχης και αδυνατούσαν να μετακινηθούν: το πιθανότερο γι' αυτούς ένας αργός και βασανιστικός θάνατος από την αιμορραγία ή το κρύο. Αν οι Γαλλικές δυνάμεις ήταν νικήτριες, οι στρατιώτες είχαν μερικές πιθανότητες περίθαλψης ανάλογα με τον βαθμό, το τραύμα και το σημείο όπου κείτονταν. Η φρουρά και οι αξιωματικοί γενικότερα είχαν προτεραιότητα στις ιατρικές φροντίδες, οι οποίες όμως εκ των πραγμάτων ήταν περιορισμένες, ενώ συνηθισμένες ήταν οι περιπτώσεις ακρωτηριασμών, ως μοναδική λύση απέναντι στη μόλυνση.
Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, μεγαλύτερο εχθρό του Γάλλου πεζού δεν αποτελούσαν τα όπλα αλλά η ολιγωρία, η κακή οργάνωση και οι ανεπαρκέστατες ιατρικές υπηρεσίες, οι οποίες σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες και την άγνοια επί θεμάτων υγιεινής οδηγούσαν πολύ συχνά στο μοιραίο. Από το σύνολο των ανδρών που φονεύθηκαν στο Αούστερλιτς το 2% περίπου οφείλεται σε απώλειες κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το Βατερλώ κυμαίνεται στο 8-9%.
Γενικότερα με την πάροδο του χρόνου ο Ναπολέοντας χρησιμοποιούσε περισσότερα στρατεύματα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν πεζικό. Ωστόσο οι απώλειες άγγιζαν επίπεδα ρεκόρ, στερώντας από τη Γαλλία άξιους και έμπειρους άνδρες, ενώ νέοι αντίπαλοι προστίθεντο στον μακρύ κατάλογο των εχθρών της Αυτοκρατορίας.
Το 1805 κατά τη μάχη του Αούστερλιτς οι Γάλλοι παρέταξαν περίπου 73.000 άνδρες και είχαν 9.000 νεκρούς (12% περίπου επί του συνόλου). Δύο χρόνια μετά, κατά τη μάχη του Φρίντλαντ, οι Γαλλικές δυνάμεις έφθασαν να αριθμούν 80.000 άνδρες, από τους οποίους το 10% περίπου βρήκε τον θάνατο. Το 1809 στο Ασπερν - Εσλινγκ, από ένα σύνολο 70.000 περίπου ανδρών (χρησιμοποιήθηκαν λιγότεροι λόγω της ιδιομορφίας της σύγκρουσης) έχασαν τη ζωή τους 21.000 στρατιώτες. Δύο μήνες μετά, κατά τη δεύτερη ημέρα της μάχης του Βαγκράμ, οι δυνάμεις του Ναπολέοντα αριθμούσαν 136.000 στρατιώτες. Φονεύθηκε το 19% αυτών.
Συμπεράσματα
Το 1810 βρήκε τον Ναπολέοντα στο κολοφώνα της πολιτικής του επιρροής, ουσιαστικά κυρίαρχο των εξελίξεων στην πολιτική και στρατιωτική κονίστρα. Η αναρρίχησή του στα ύπατα αξιώματα οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις στρατιωτικές νίκες του, κατά συνέπεια και στο Γαλλικό Πεζικό. Το συγκεκριμένο Όπλο σε συνδυασμό βέβαια με το Ιππικό και το Πυροβολικό, χάρισε περιφανείς νίκες στη «μετεπαναστατική» Γαλλία. Σταδιακά μετά το 1810 η ποιότητα και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών σημείωσαν πτώση.
Άλλωστε είχε μειωθεί και η δημοτικότητα του Ναπολέοντα, αφού ο Γαλλικός λαός είχε κουραστεί από τις ακατάπαυστες πολεμικές περιπέτειες, αδυνατώντας να κατανοήσει τους όποιους οραματισμούς του ηγέτη του. Στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά το 1813, το ουσιαστικότερο - κατά πολλούς το μοναδικό - πλεονέκτημα των Γάλλων ήταν η παρουσία του ίδιου του αυτοκράτορα στο πεδίο της μάχης. Δικαιωνόταν με αυτό τον τρόπο ο μεγάλος του αντίπαλος, δούκας του Ουέλινγκτον, ο οποίος αποδίδοντας τα εύσημα στον στρατηλάτη δήλωνε:
"Η παρουσία του Ναπολέοντα στο πεδίο της μάχης αντιστοιχεί με 40.000 άνδρες".
Η Κατάσταση στην Ευρώπη
Αλλάζει ο Χάρτης της Ευρώπης
Στις 9 Ιουνίου του 1815 έληξε το περιβόητο Συνέδριο της Βιέννης, κατά το οποίο οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις ξανασχεδίασαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, καθορίζοντας τα όρια των χωρών τους και τις σφαίρες επιρροής τους μετά τους γαλλικούς επαναστατικούς πολέμους, τους ναπολεόντιους πολέμους, την οριστική διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την εν εξελίξει κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Συνέδριο της Βιέννης 1814-1815 του Αυγουστίνου Ζενάκου
Με τη φράση «το Συνέδριο δεν περπατάει, χορεύει» ο στρατιωτικός, διπλωμάτης και λόγιος πρίγκιψ de Ligne συνόψισε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην αρχή τουλάχιστον του Συνεδρίου της Βιέννης. Ο ευφυολόγος πρίγκιψ πέθανε τον Δεκέμβριο του 1814 προτού το Συνέδριο εξαναγκαστεί να «περπατήσει» εξαιτίας της απόδρασης του Ναπολέοντα από τη νήσο Ελβα και να ολοκληρώσει τις εργασίες του με αποφάσεις που άλλαξαν τον χάρτη της Ευρώπης.
Το Συνέδριο της Βιέννης άρχισε την 1η Οκτωβρίου του 1814 μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Στρατιωτικές παρελάσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, δεξιώσεις και χοροί οργανώθηκαν για να διασκεδάσουν οι εστεμμένοι, οι αυλικοί τους και οι διπλωμάτες που κατέκλυσαν την αυστριακή πρωτεύουσα, ευδαίμονες για το γεγονός ότι ο φοβερός και τρομερός Κορσικανός ήταν πλέον εξόριστος.
Όλα τα κράτη της Ευρώπης, εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν προσκληθεί στο πανηγύρι αλλά οι μυστικές συμφωνίες και οι σημαντικές αποφάσεις του Συνεδρίου αφορούσαν αποκλειστικά τις τέσσερις μεγάλες νικήτριες δυνάμεις (Αγγλία, Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία) και την ηττημένη Γαλλία, η οποία απέκτησε ηχηρή φωνή χάρη στους αριστοτεχνικούς χειρισμούς του Ταλλεϋράνδου.
Σχέδια για μια Κηδεία
Πριν ακόμη από την παράδοση του Παρισιού στους Συμμάχους στις 31 Μαρτίου 1814 από τους δύο στρατάρχες του Ναπολέοντα, τον Ογκύστ Μαρμόν και τον Εντουάρ Μορτιέ, και την άνευ όρων παραίτηση του Ναπολέοντα (Συνθήκη του Φοντενεμπλό, 11 Απριλίου 1814), οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συναντηθεί στο Σομόν της Βορειοανατολικής Γαλλίας για να συζητήσουν τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούσαν για να κατορθώσουν επιτέλους να νικήσουν τον Βοναπάρτη και να δεσμευθούν για αμοιβαία συνεργασία στη διευθέτηση των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης όταν και εφόσον ο Ναπολέων θα αποχωρούσε από τη σκηνή.
H Συνθήκη του Σομόν (19 Μαρτίου 1814) έβαλε τον θεμέλιο λίθο της Τετραπλής Συμμαχίας. Με αυτή τη συνθήκη η Αγγλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία δεσμεύθηκαν να προσφέρουν για τον κοινό σκοπό στρατό και χρήματα ώστε να επιτευχθεί η τελειωτική ήττα του Ναπολέοντα.
To Μοιραίο Σφάλμα
Το 1810 ο Ναπολέων ήταν παντοδύναμος. Εκτός από τη διευρυμένη Γαλλική Αυτοκρατορία είχε υπό τον έλεγχό του την Ελβετική Συνομοσπονδία, τη Συνομοσπονδία του Ρήνου και το Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας. Μεταξύ των συμμάχων του ήταν και το Βασίλειο της Ισπανίας με βασιλιά τον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη, το Βασίλειο της Βεστφαλίας με τον άλλο αδελφό του Ιερώνυμο (Ζερόμ) Βοναπάρτη, το Βασίλειο της Ιταλίας που το είχε δώσει στον Ευγένιο ντε Μποαρνέ, γιο της πρώτης συζύγου του Ιωσηφίνας, αλλά κρατώντας τον τίτλο του βασιλιά για τον εαυτό του, καθώς και το Βασίλειο της Νεαπόλεως και το Πριγκιπάτο της Λούκας και του Πιομπίνο που τα είχε δώσει στους γαμβρούς του. Την ίδια χρονιά επίσης έκανε πεθερό του τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο A' (τέως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκο B') νυμφευόμενος σε δεύτερο γάμο την κόρη του Μαρία-Λουίζα.
Δύο χρόνια αργότερα όμως ο Ναπολέων διέπραξε το μοιραίο σφάλμα, την εκστρατεία κατά της Ρωσίας.
Φωτιά και Χιόνι
Αφορμή για την κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας υπήρξε το ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος A' δεν είχε τηρήσει τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας που είχε επιβάλει ο Ναπολέων στην επικράτειά του, στους συμμάχους του και στα ουδέτερα κράτη με τα Διατάγματα του Βερολίνου (1806), της Βαρσοβίας (1807), του Μιλάνου (1807) και του Φοντενεμπλό (1810). Δεδομένου ότι ο Ναπολέων δεν μπορούσε να επιτεθεί στρατιωτικά εναντίον της Βρετανίας, αποφάσισε να την πολεμήσει οικονομικά.
Απαγόρευσε λοιπόν την προσέγγιση Αγγλικών πλοίων στα λιμάνια των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης οι οποίες συνδέονταν με κάποιον τρόπο με την Αυτοκρατορία του. Με τη Συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 ο Αλέξανδρος είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει με το μέτρο, αλλά μετά άλλαξε γνώμη με αποτέλεσμα να θυμώσει ο Ναπολέων και να αποφασίσει να επιτεθεί στη Ρωσία. Με την περίφημη Μεγάλη Στρατιά του (600.000 άνδρες) ο Ναπολέων μπήκε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1812 για να δώσει ένα μάθημα στον Τσάρο. Στην αρχή ο στρατός του προέλαυνε νικηφόρος.
Στη συνέχεια, μετά τη μάχη στο Μποροντίνο, κοντά στη Μόσχα (7 Σεπτεμβρίου 1812), όπου οι απώλειες και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ήταν τρομακτικές και δεν ξεκαθαρίστηκε ποιος τελικά νίκησε, ο Ναπολέων μπήκε σαν νικητής στη Μόσχα. Οι Ρώσοι ωστόσο την είχαν πυρπολήσει. Μαζί με τον κλεφτοπόλεμο που άρχισαν οι Ρώσοι εναντίον των στρατιωτών του Ναπολέοντα ενέσκηψε και ο βαρύς ρωσικός χειμώνας. Πεινασμένοι, ξεπαγιασμένοι, πληγωμένοι και άρρωστοι, άθλια απομεινάρια της Μεγάλης Στρατιάς, οι 100.000 περίπου επιζήσαντες πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Τσάρος αρνήθηκε να συζητήσει για ειρήνη και ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι για να οργανώσει καινούργιο στρατό.
H Αρχή του Τέλους
Τους επόμενους μήνες ολόκληρη σχεδόν η Ευρώπη στράφηκε εναντίον του Ναπολέοντα. Στις 16 ως τις 19 Οκτωβρίου 1813, στη Λειψία, στη «Μάχη των Εθνών», όπως έχει μείνει στην Ιστορία, οι 170.000 άνδρες του Ναπολέοντα ηττήθηκαν από τις 320.000 άνδρες που είχαν παρατάξει η Ρωσία, η Πρωσία, η Αυστρία και από τη χρηματοδότηση που είχε συνεισφέρει η Βρετανία. Ο ηττημένος Αυτοκράτορας δεν δέχθηκε να συζητήσει μια ειρήνη που θα ξανάφερνε τη Γαλλία στα φυσικά της σύνορα, δηλαδή τις Αλπεις και τον Ρήνο. Ετσι οι Σύμμαχοι μπήκαν νικητές στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1814 και ο Ναπολέων εξορίστηκε στη νήσο Ελβα.
Αμέσως μετά την επίτευξη του πρώτου σκέλους της συμφωνίας του Σομόν - την παράδοση δηλαδή του Ναπολέοντα και την εκτόπισή του στην Ελβα - οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις συναντήθηκαν πάλι στο Παρίσι για να υπογράψουν επίσημη συνθήκη με τον καινούργιο μονάρχη της Γαλλίας, τον αδελφό του καρατομηθέντος Λουδοβίκου ΙΣτ', τον Λουδοβίκο IH'. H συνθήκη αυτή, γνωστή ως η Πρώτη Συνθήκη του Παρισιού, υπογράφτηκε στις 30 Μαΐου του 1814 και προέβλεπε την ειρήνευση της Ευρώπης, την παλινόρθωση των Βουρβόνων στον θρόνο της Γαλλίας και την επαναφορά των συνόρων της Γαλλίας στα όρια του 1792.
Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις, όλες μοναρχίες, δεν θέλησαν να είναι πολύ αυστηρές με τον παλινορθωμένο βασιλικό οίκο της Γαλλίας. Γι' αυτό η Γαλλία δεν εκλήθη να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές.
H Παλινόρθωση της Τάξης
Ωστόσο αυτή η Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφτηκε στις 30 Μαΐου από τη Γαλλία και τις τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και από την Πορτογαλία και τη Σουηδία, και στις 20 Ιουλίου από την Ισπανία, δεν διευθετούσε την Ευρώπη στο σύνολό της ύστερα από τις ανακατατάξεις που είχαν επιφέρει οι ναπολεόντειοι πόλεμοι. Ετσι όλοι οι αντίπαλοι του Ναπολέοντα συμφώνησαν να συναντηθούν στη Βιέννη τον Σεπτέμβριο του 1814 για να ξαναβάλουν την Ευρώπη σε τάξη.
Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις σκόπευαν να μην αφήσουν κανέναν άλλο να παρέμβει στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων στο Συνέδριο της Βιέννης. Σύντομα όμως η Γαλλία των Βουρβόνων, με τους διπλωματικούς χειρισμούς του Ταλλεϋράνδου - ο οποίος εκμεταλλεύθηκε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των Συμμάχων -, έγινε αποδεκτή ως μεγάλη δύναμη. Ετσι οι Μεγάλες Δυνάμεις έγιναν πέντε, και ουσιαστικά το Συνέδριο της Βιέννης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Επιτροπή των Πέντε».
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει το Συνέδριο ήταν πολλά και ακανθώδη. H Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων με τους πολέμους του είχαν καταλύσει τη δομή της παλαιάς Ευρώπης. H έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης, μολονότι αναφέρθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις στο Συνέδριο, στην πράξη δεν έπαιξε τον παραμικρό ρόλο. Τα μέλη του Συνεδρίου προσπαθούσαν να θεμελιώσουν την ειρήνη στην Ευρώπη μέσα από ίντριγκες και ανταγωνισμούς.
Ο πρώτος στόχος των Πέντε ήταν να προλάβουν τη δημιουργία αυτοκρατοριών, όπως η Ναπολεόντεια Αυτοκρατορία, και ο δεύτερος να εμποδίσουν μελλοντικές κοινωνικοπολιτικές επαναστάσεις, όπως η Γαλλική Επανάσταση.
Ισορροπίες και Δολοπλοκίες
Στη Βιέννη είχε μαζευτεί η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας με οικοδεσπότες τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο A' - τον τέως Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκο B' ως τη στιγμή όπου ο Ναπολέων διέλυσε αυτή τη χιλιόχρονη και ιδιότυπη αυτοκρατορία - και τον υπουργό των Εξωτερικών του πρίγκιπα Κλέμενς φον Μέτερνιχ, ο οποίος και προήδρευε του Συνεδρίου. Μεταξύ των εστεμμένων ήταν ο Τσάρος Αλέξανδρος A' της Ρωσίας μαζί με τους διπλωμάτες του, τον κόμη Νεσελρόντε, τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια και τον Κάρλο Αντρέα Πότσο ντι Μπόργκο, και ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ' με τον υπουργό του πρίγκιπα Καρλ φον Χάρντενμπουργκ.
Ο παλινορθωμένος Λουδοβίκος IH' της Γαλλίας έστειλε στη Βιέννη ως εκπρόσωπό του τον πρίγκιπα Σαρλ-Μορίς ντε Ταλεϊράν, τον Ταλλεϋράνδο δηλαδή, ο οποίος, μολονότι είχε μεγαλουργήσει ως υπουργός Εξωτερικών του Ναπολέοντα, δεν δίστασε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Βουρβόνους. Εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ο υπουργός Εξωτερικών υποκόμης Ρόμπερτ Στιούαρτ Κάσελρι. Ωστόσο από την αρχή φάνηκαν οι αντιζηλίες μεταξύ των συνέδρων και η εύθραυστη ισορροπία της Συμμαχίας.
H Ρωσία ήθελε δική της την Πολωνία και η Πρωσία τη Σαξονία. Ο Βασιλιάς της Πρωσίας στήριζε τον Τσάρο στις διεκδικήσεις του, με την προϋπόθεση ότι και αυτός δεν θα είχε αντίρρηση να δοθεί στην Πρωσία η Σαξονία. H Αυστρία από την άλλη δεν ήθελε η Πρωσία να πάρει τη Σαξονία καθ' ότι αυτό θα συνεπαγόταν την αυστριακή κυριαρχία στη Βόρεια Γερμανία. H Βρετανία από την πλευρά της φοβόταν την περαιτέρω εξάπλωση της Ρωσίας στην Ευρώπη.
Κάποια στιγμή μάλιστα η ασυμφωνία μεταξύ των συνέδρων έφθασε στο σημείο να απειληθεί πόλεμος. H Γαλλία ανέλαβε τότε τον ρόλο του διαιτητή και ο Ταλλεϋράνδος έγινε ο κυρίαρχος του παιχνιδιού προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα και να κερδίσει όσα μπορούσε περισσότερα για την ηττημένη Γαλλία. Στις αρχές του 1815 μάλιστα ο Κάσελρι πρότεινε η Γαλλία, η Αυστρία και η Βρετανία να συνάψουν ξεχωριστή μυστική συνθήκη για να αντιμετωπίσουν τον συνασπισμό Ρωσίας - Πρωσίας. Ο Ταλλεϋράνδος δέχθηκε με κίνδυνο να παρασύρει τη Γαλλία σε μια πιθανή σύγκρουση χωρίς ορατά οφέλη.
Κεραυνός εν Αιθρία
Και ενώ οι εκπρόσωποι των πέντε αυτών χωρών προσπαθούσαν μέσα από πολλές δολοπλοκίες και ελάχιστες ειλικρινείς συζητήσεις να επαναφέρουν την Ευρώπη στο status quo πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, και ενώ οι υπόλοιποι καλεσμένοι χόρευαν και διασκέδαζαν, έφθασε στη Βιέννη η είδηση (τη νύχτα της 6ης προς την 7η Μαρτίου 1815) ότι την 1η Μαρτίου ο Ναπολέων είχε αποδράσει από την Ελβα και είχε αποβιβαστεί στις Κάννες με χίλιους πιστούς του άνδρες.
Με κατεύθυνση το Παρίσι, αποφεύγοντας τη βασιλόφρονα Προβηγκία και περνώντας μέσα από τα βουνά, ο Ναπολέων έφθασε στην Γκρενόμπλ στις 7 Μαρτίου διανύοντας 324 χιλιόμετρα μέσα σε έξι ημέρες. Από όπου περνούσε ο κόσμος τον υποδεχόταν σαν ελευθερωτή και παλαιοί συμμαχητές του τον ακολουθούσαν. H ανταπόκριση που είχε το κάλεσμά του ήταν εκπληκτική: «Στρατιώτες!» τους έλεγε. «Ο στρατηγός σας, αυτός που ανέβηκε στον θρόνο με τη θέληση του λαού και που εσείς τον σηκώσατε πάνω στις ασπίδες σας, είναι και πάλι μαζί σας. Ελάτε μαζί του! Εγώ ξεπήδησα μέσα από την Επανάσταση. Ηρθα για να γλιτώσω τον λαό από τη σκλαβιά όπου θέλουν να τον ρίξουν οι ευγενείς και οι παπάδες».
Στην Γκρενόμπλ τον περίμενε ο πρώην στρατάρχης του Μισέλ Νεΐ, ο οποίος είχε υποσχεθεί στον Λουδοβίκο ότι θα του έφερνε τον Ναπολέοντα «μέσα σε σιδερένιο κλουβί». Οταν όμως ο Νεΐ έστειλε ένα απόσπασμα να συλλάβει τον Ναπολέοντα, αυτός ξεκούμπωσε τη θρυλική γκρίζα χλαίνη του και προτάσσοντας το στήθος του φώναξε: «Οποιος από εσάς θέλει να σκοτώσει τον αυτοκράτορά του ας πυροβολήσει!». Οι στρατιώτες του Νεΐ ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και ο Νεΐ έθεσε πάλι εαυτόν υπό τις διαταγές του πρώην αρχηγού του μαζί με τις 6.000 άνδρες του και έμεινε μαζί του ως τη μάχη του Βατερλό. Με τη δεύτερη παλινόρθωση του Λουδοβίκου IH', ο Νεΐ καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Προσπάθειες για Αλλαγή Πλεύσης
Στις 20 Μαρτίου τα μεσάνυχτα ο Ναπολέων μπήκε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στα Ανάκτορα του Κεραμεικού από όπου μόλις είχε φύγει ο Λουδοβίκος IH'. Οι αυλικοί και οι υπουργοί τον υποδέχθηκαν μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού. Ακόμη και μερικοί από τους αποσκιρτήσαντες στρατάρχες του ακολούθησαν το παράδειγμα του Νεΐ. Για να καθησυχάσει τους δημοκρατικούς και για να αποδείξει ότι στο εξής η διακυβέρνησή του θα ήταν πιο φιλελεύθερη, ο Ναπολέων εξέδωσε την Πρόσθετη Πράξη στο Σύνταγμα της Αυτοκρατορίας παρέχοντας περισσότερες ατομικές ελευθερίες και τονίζοντας ότι ο ίδιος θα είναι πάντα υπερασπιστής των ιδεωδών του 1789.
Προσπάθησε μάλιστα να δικαιολογήσει τις ενέργειές του κατά την περασμένη δεκαετία λέγοντας ότι εκείνο που πάντα επεδίωκε ήταν να δημιουργήσει μια φιλελεύθερη και ειρηνική Ομόσπονδη Ευρώπη αλλά οι βασιλείς και οι αριστοκράτες - κυρίως οι Βρετανοί - τον εξανάγκασαν να εμπλακεί σε πολέμους. Στους μονάρχες, οι οποίοι συνέχιζαν να προσπαθούν να μοιράσουν μεταξύ τους τα κομμάτια της Αυτοκρατορίας του στη Βιέννη, ο Ναπολέων διαμήνυσε ότι επιθυμούσε την ειρήνη και ότι, μολονότι δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει υπογράψει τη Συνθήκη του Παρισιού της 30ής Μαΐου 1814, ήταν πρόθυμος να την τηρήσει.
Ωστόσο οι Σύμμαχοι δεν εντυπωσιάστηκαν από το μήνυμα του Βοναπάρτη και οι προσπάθειες του Ταλλεϋράνδου - ο οποίος παρέμεινε ως εκπρόσωπος της Γαλλίας στη Βιέννη - να διαλύσει τη συμμαχία απέτυχαν. Ακόμη και όταν ο Ναπολέων έστειλε στον Τσάρο το έγγραφο της μυστικής συνθήκης της συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας, Αυστρίας και Βρετανίας, το οποίο είχε βρει πάνω στο γραφείο του Λουδοβίκου IH' στα Ανάκτορα του Κεραμεικού, ο Τσάρος απλώς την έδειξε στον κατάπληκτο Μέτερνιχ λέγοντας: «Ας το ξεχάσουμε και ας δούμε πώς θα απαλλαγούμε από τον κοινό μας εχθρό». Και πέταξε το έγγραφο μέσα στις φλόγες του τζακιού.
Για Εκατό Ημέρες Μόνο
Στη Βιέννη οι εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας ανανέωσαν τη Συνθήκη του Σομόν και αποφάσισαν να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στον Ναπολέοντα. Εν τω μεταξύ ο Ναπολέων οργάνωνε τον στρατό του και αποφάσισε να συναντήσει τους εχθρούς του εκτός του γαλλικού εδάφους. Ο Δούκας του Γουέλινγκτον με τον στρατό του ήταν στις Βρυξέλλες και ο πρώσος στρατηγός Μπλύχερ με τον δικό του ήταν στη Λιέγη.
Ο Ναπολέων αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χωριστά. Πράγματι στις 16 Ιουνίου του 1815 στη Μάχη του Λινί ο στρατός του Ναπολέοντα ανάγκασε τους Πρώσους να υποχωρήσουν αλλά οι απώλειές τους δεν ήταν μεγάλες και ανασυντάχθηκαν εύκολα. Τη ίδια ημέρα, στο Κατρ Μπρα, ο Νεΐ συγκρούστηκε με τον Γουέλινγκτον, ο οποίος και αυτός υποχώρησε προς το Βατερλό. Ο Ναπολέων και ο Νεΐ, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στον Γουέλινγκτον. Ξημέρωνε η 18η Ιουνίου. Ηταν μια μέρα βροχερή και ο Ναπολέων αποφάσισε να καθυστερήσει την επίθεση μήπως και το λασπωμένο έδαφος στεγνώσει. H καθυστέρηση αυτή έδωσε τον χρόνο στον Μπλύχερ να ενωθεί με τον Γουέλινγκτον.
Τρεις ημέρες μετά την ήττα του στο Βατερλό ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι και την επομένη, 22 Ιουνίου 1815, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν απλό πρόσχημα, δεδομένου ότι ο γιος του βρισκόταν στη Βιέννη υπό την κηδεμονία του αυστριακού αυτοκράτορα. Στις 28 Ιουνίου 1815, κατά τη δεύτερη παλινόρθωση του Λουδοβίκου IH', ο νομάρχης το Παρισιού κόμης ντε Σαμπρόλ, προσφωνώντας τον βασιλιά, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την ιστορική έκτοτε έκφραση «Εκατό Ημέρες», εννοώντας το διάστημα από τις 20 Μαρτίου ως τις 28 Ιουνίου 1815, όταν ο Ναπολέων είχε ξαναπάρει τη διακυβέρνηση της Γαλλίας από τους Βουρβόνους.
H Ευρώπη Αποκτά Ισορροπία
Οι Εκατό Ημέρες επιτάχυναν τον ρυθμό του Συνεδρίου της Βιέννης. Τα πράγματα σοβάρεψαν. Οι διαφωνίες μεταξύ των Συμμάχων κατευνάστηκαν και άρχισαν να λαμβάνονται αποφάσεις. Ετσι το Συνέδριο ολοκλήρωσε τις εργασίες του εννέα ημέρες πριν από τη μάχη του Βατερλό. Οι σημαντικότερες αποφάσεις που πάρθηκαν είναι οι εξής:
• H Γαλλία έχασε όλα τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Ναπολέων.
• H Ρωσία πήρε το μεγαλύτερο μέρος του Δουκάτου της Βαρσοβίας, δηλαδή της Πολωνίας.
• H Πρωσία πήρε τη Σαξονία, ένα μέρος της Πολωνίας και μερικά γερμανικά εδάφη.
• H πρώην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία είχε διαλύσει ο Ναπολέων, έγινε Γερμανική Συνομοσπονδία 39 κρατών, και όχι 300 που ήταν πριν (συμπεριλαμβανομένης και της Πρωσίας) υπό την κυριαρχία της Αυστρίας.
• H Αυστρία πήρε πίσω τα εδάφη που είχε χάσει εξαιτίας του Ναπολέοντα και αρκετά περισσότερα στη Γερμανία και στην Ιταλία.
• Ο πρίγκιπας της Οράγγης ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ενωμένων Κάτω Χωρών συμπεριλαμβανομένου και του Βελγίου.
• H Σουηδία πήρε τη Νορβηγία.
• H ουδετερότητα της Ελβετίας διασφαλίστηκε.
• Το Ανόβερο έγινε βασίλειο.
• H Βρετανία πήρε την αποικία του Ακρωτηρίου, τη Νότια Αφρική, διάφορες άλλες αποικίες στην Αφρική και στην Ασία καθώς και τα Ιόνια Νησιά.
• Επίσης το Συνέδριο της Βιέννης καταδίκασε το δουλεμπόριο και διασφάλισε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα σε διάφορους ποταμούς.
Όλα αυτά καταγράφηκαν σε 121 άρθρα και η Τελική Πράξη του Συνεδρίου της Βιέννης υπογράφτηκε στις 9 Ιουνίου του 1815 στη μοναδική συνεδρίαση όπου παραβρέθηκαν όλοι οι αντιπρόσωποι.
Κυρίαρχοι Εν Ονόματι του Θεού
Επειδή όμως η έννοια της αυτοδιάθεσης των λαών δεν είχε ακόμη επινοηθεί, η δημιουργία κρατών με ομοιογενή εθνικά χαρακτηριστικά ουδόλως απασχόλησε τους συνέδρους. Το μέλημά τους ήταν η ισορροπία δυνάμεων ούτως ώστε να αποφευχθούν οι πόλεμοι στο μέλλον και η κατασφάλιση της νομιμότητας των ηγεμόνων τής κάθε χώρας και των διαδόχων τους, έννοια που εισήγαγε στο Συνέδριο της Βιέννης ο Ταλλεϋράνδος και βρήκε ένθερμο υποστηρικτή τον Μέτερνιχ.
Με τον τρόπο αυτό το Συνέδριο επιθυμούσε να προλάβει φαινόμενα όπως του Ναπολέοντα. Εχοντας απαλλαγεί πλέον από τον Ναπολέοντα, ο οποίος εξορίστηκε στο νησί του Ατλαντικού Αγία Ελένη, οι Σύμμαχοι ξανασυναντήθηκαν στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1815 και υπέγραψαν δύο σημαντικές συνθήκες, τη Συνθήκη της Ιερής Συμμαχίας (26 Σεπτεμβρίου 1815) και τη Δεύτερη Συνθήκη του Παρισιού (20 Νοεμβρίου 1815). Εμπνευστής της Ιερής Συμμαχίας ήταν ο τσάρος Αλέξανδρος A' ο οποίος οραματίστηκε μια ευρωπαϊκή συμμαχία βασισμένη στις χριστιανικές ηθικές αξίες, δηλαδή ότι οι ηγεμόνες της Ευρώπης όφειλαν να καθορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις σύμφωνα με τα χριστιανικά ιδεώδη.
Ουσιαστικά επρόκειτο για μια εντελώς αόριστη και χαλαρή συμφωνία την οποία ωστόσο υπέγραψαν όλοι οι ηγεμόνες της Ευρώπης εκτός από τον μετέπειτα Γεώργιο Δ' της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος, ως αντιβασιλεύς τότε, επικαλέστηκε συνταγματικό κώλυμα, τον Πάπα Πίο Z', ο οποίος αρνήθηκε για θρησκευτικούς λόγους, και τον Σουλτάνο Μαχμούτ B' επειδή δεν ήταν χριστιανός. Μολονότι η Ιερή Συμμαχία δεν έπαιξε κανέναν ουσιαστικό ρόλο στην Ευρώπη, οι μετέπειτα ιστορικοί τη θεωρούν σύμβολο του συντηρητισμού και της καταπίεσης των λαών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα.
H Γαλλία και η Δημοκρατία Πληρώνουν
H Δεύτερη Συνθήκη του Παρισιού συντάχθηκε μέσα σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα από την Πρώτη. Τη θερμή υποδοχή που επεφύλαξαν οι Γάλλοι στον αυτοκράτορά τους έπρεπε να την πληρώσουν. Μετά τις Εκατό Ημέρες, και παρά τις προσπάθειες του Ταλλεϋράνδου, η Γαλλία, έστω και των Βουρβόνων πλέον, έπρεπε να πάρει ένα μάθημα. Με τη Δεύτερη Συνθήκη του Παρισιού οι νικητές του Ναπολέοντα στο Βατερλό επέβαλαν βαρείς όρους στη Γαλλία: τα σύνορά της χαράχθηκαν στα όρια του 1790, δηλαδή έχασε τις περιοχές του Σάαρ και της Σαβοΐας, και υποχρεώθηκε να πληρώσει 700 εκατομμύρια φράγκα για πολεμικές αποζημιώσεις καθώς και να πληρώνει επί μια πενταετία τα έξοδα ενός στρατού κατοχής 150.000 ανδρών.
Σε γενικές γραμμές το Συνέδριο της Βιέννης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιτυχές, μολονότι οι εδαφικές ρυθμίσεις του δεν διατηρήθηκε επί πολύ. Παρά τον συντηρητισμό των ηγετών που επέβαλαν τις θελήσεις τους, οι ιστορικοί θεωρούν το Συνέδριο της Βιέννης ως την πρώτη προσπάθεια της Ευρώπης να λύσει τα προβλήματά της με διάλογο και όχι με πόλεμο. Ωστόσο οι ιδέες που εξέθρεψαν τη Γαλλική Επανάσταση δεν μπορούσαν να καταπνιγούν διά παντός. Παλινορθώνοντας παλιές μοναρχίες και ξαναχαράζοντας σύνορα χωρών, το συνέδριο αγνόησε δυνάμεις όπως τον εθνικισμό, το αίτημα για δημοκρατικές ελευθερίες και τη βιομηχανική επανάσταση.
H μοναρχία και η αριστοκρατία σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την αναπτυσσόμενη αστική τάξη η οποία πλούτιζε από τη βιομηχανική έκρηξη. Παράλληλα οι λαοί διεκδικούσαν το δικαίωμα της ψήφου. Πολύ σύντομα, οι άνθρωποι του 19ου αιώνα άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι οι μάχες δίνονται για την πατρίδα και την ευημερία του λαού και όχι για τον μονάρχη. Οι κοινωνικοπολιτικές επαναστάσεις του 1848 τάραξαν όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Οι περισσότερες πνίγηκαν στο αίμα αλλά απέδειξαν τουλάχιστον ότι το πισωγύρισμα της Ευρώπης στα χρόνια πριν από το 1789, που θέλησε να επιβάλει το Συνέδριο της Βιέννης, ήταν ιστορικά καταδικασμένο.
Ιστορικά Πρόσωπα
Ναπολέων Α΄ της Γαλλίας
Ο Ναπολέων (Napoléon Bonaparte/Ναπολέων Βοναπάρτης) (15 Αυγούστου 1769 — 5 Μαΐου 1821) ήταν Γάλλος στρατηγός και Αυτοκράτορας της Γαλλίας (ως Ναπολέων Α΄) επικληθείς Μέγας. Θεωρείται στρατηγική και κυβερνητική μεγαλοφυΐα, ιδρυτής Βασιλικής δυναστείας, (Βασιλικού Οίκου), καταλύτης αλλά και θεμελιωτής ευρωπαϊκών Βασιλείων και Χωρών στα οποία και άφησε βαθιά χαραγμένη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του.
Γεννήθηκε στην πόλη Αιάκειο (Ajaccio) στην Κορσική, μόλις ένα χρόνο αφού η κυριαρχία του νησιού μεταβιβάστηκε από τη Δημοκρατία της Γένοβας στη Γαλλία. Ο πατέρας του Κάρλος Βοναπάρτης καταγόταν από την Τοσκάνη και ανήκε στα χαμηλότερα στρώματα της αριστοκρατίας. Η μητέρα του, Λετίτσια Ραμολίνο, καταγόταν επίσης από οικογένεια ευγενών. Ο πατέρας της ήταν διοικητής της φρουράς του Αζαξιό και αργότερα Γενικός Επιτηρητής Οδών και Γεφυρών στην Κορσική.
Ήταν ο δευτερότοκος γιος - μικρότερος κατά ένα χρόνο από τον Τζουζέπε ή Ζοζέφ - από συνολικά 8 αδέρφια με τρίτο κατά σειράν τον άλλο αδελφό του Λουτσιάνο ή Λυσιέν. Όταν ο Ναπολέων έφτασε στην ηλικία των 9 ετών, αυτός και ο Ζοζέφ στάλθηκαν στη Γαλλία για σπουδές. Ο Ναπολέων είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και αυτό τον οδήγησε να γίνει αξιωματικός του πυροβολικού, ενώ ο αδερφός του συνέχισε για να γίνει ιερέας.
Τελείωσε την Ανωτάτη Ακαδημία Πολέμου στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 20 ετών το 1789 λίγο πριν την έκρηξη της Επανάστασης. Αρχικά η στάση του απέναντι της ήταν σχετικά αδιάφορη. Όντας πάντως μικρός και μη Γάλλος αριστοκράτης δεν είχε ελπίδες να εξελιχθει ιεραρχικά και να διακριθεί εκτός και αν λόγω των ρευστών περιστάσεων περίμενε και έδρεπε τις κατάλληλες ευκαιρίες.
Ο Ναπολέων επισκέφτηκε πολλές φορές την Κορσική τα επόμενα χρόνια (1790-1792). Επιχείρησε να πετύχει την ανεξαρτησία του νησιού από τη Γαλλία. Όταν η προσπάθειά του απέτυχε, κινδύνευσε να χάσει τη θέση του στο Γαλλικό Στρατό, αλλά η συμμετοχή κάποιων από τους αδελφούς του και άλλων συγγενών του στην πολιτική ζωή στο Παρίσι, του εξασφάλισε ατιμωρησία. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην Επανάσταση, και συμμετείχε σε μια μικρή δύναμη που ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην Κορσική, όταν η τοπική ηγεσία καταδίκασε την Επανάσταση.
Στον εμφύλιο που ακολούθησε οι δημοκρατικές δυνάμεις απέτυχαν και ο ίδιος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Έτσι δεν βρέθηκε σε κανένα μέτωπο όταν το 1792 ξέσπασε ο εξωτερικός πόλεμος του Α΄Συνασπισμού. Ταυτόχρονα συγγενείς και οπαδοί του υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί τους. Η τελευταία φορά που ο ίδιος πήγε εκεί ήταν το 1799 κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία της Αιγύπτου καταφέρνοντας αυτή την φορά αναίμακτα να συντρίψει τους μοναρχικούς.
Το 1793 οι γνωριμίες του του εξασφάλισαν την προαγωγή στο βαθμό του λοχαγού και την τοποθέτηση στο επιτελείο των δυνάμεων που πολιορκούσαν τον λιμένα της Τουλόν. Η πόλη είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς που υποστηρίχθηκαν από την ισχυρότερη κοινότητα των μοναρχικών. Σύντομα από εύνοια της τύχης βρέθηκε διοικητής του πυροβολικού και προήχθη "προσωρινά" δυο βαθμούς. Όταν τελικά υιοθετήθηκε το σχέδιο του για την κατάληψη κρίσιμων εχθρικών θέσεων η πόλη έπεσε. Προήχθη σε ταξίαρχο και για μεγάλο διάστημα το όνομά του ακούγονταν παντού. Γρήγορα ξεχάστηκε.
Κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας διέπρεψε ως ένα από τα "πρωτοπαλίκαρα" του Ροβεσπιέρου προπηλακίζοντας αντιπάλους του τελευταίου. Δεν εξασφάλισε όμως θέση σε κάποιο από τα πέντε μέτωπα ενώ αρνήθηκε να πολεμήσει τους βασιλόφρονες αντεπαναστάτες της Βανδέας. Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου βρέθηκε στην φυλακή αλλά οι "προστάτες" του τον γλίτωσαν. Διορίστηκε μάλιστα στο πυροβολικό της μικρής φρουράς του Παρισιού.
Πραγματικά όμως αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα όταν το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 1795 απέκρουσε τον βασιλικό όχλο ο οποίος επιτέθηκε στο κτίριο της Εθνοσυνέλευσης. Ήταν ο πρώτος που έπληξε όχλο πολιτών με κανόνια(!) για να τους διαλύσει. Στα μάτια όμως πολλών είχε σώσει την οργανωμένη Επανάσταση και την Α΄Δημοκρατία από την αναρχία. Προήχθη σε πλήρη στρατηγό και διορίστηκε αρχιστράτηγος Εσωτερικού. Από αυτή την θέση προώθησε την λογιστική υποστήριξη των μετώπων ενώ κατέστρωσε αποτελεσματικά σχέδια για το αντάρτικο της Βανδέας, τα οποία εκτέλεσαν άλλοι.
Τον Μάρτιο του 1796 παντρεύτηκε την Ζοζεφίν (Ιωσηφίνα) ντε Μποαρναί, αριστοκράτισσα με ισχυρές πολιτικές γνωριμίες και υιοθέτησε τα παιδιά της. Τότε διορίστηκε διοικητής των γαλλικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ιταλίας. Εκεί έχτισε τον θρύλο του με την πρώτη του αστραπιαία εκστρατεία. Οδήγησε 40000-60000 απελπισμένους Γάλλους σε ένα ως τότε δευτερεύον θέατρο επιχειρήσεων και κατανίκησε τους Αυστριακούς και τους Πεδεμόντιους (Ιταλούς) συμμάχους τους.
Τον καθυστέρησε μόνο η πολιορκία της Μοδένας ως την Άνοιξη του 1797 αλλά όλες οι προσπάθειες των Αυστριακών να την απεγκλωβίσουν κατέληξαν χάρη στις αντιδράσεις του σε αποτυχία ενώ οι Αψβούργοι στερήθηκαν δυνάμεις για το μέτωπο του Ρήνου. Έτσι άλλοι στρατηγοί διευκολύνθηκαν να εισβάλουν στην διασπασμένη Γερμανία (Α΄Ράιχ). Ο ίδιος εισέβαλε πρώτος στην αυστριακή επικράτεια απειλώντας την ίδια την Βιέννη. Οι Αψβούργοι συνθηκολόγησαν, μια εύθραυστη ειρήνη υπογράφτηκε και μόνο η Γαλλία και η ακίνδυνη Σουηδία συνέχισαν να πολεμούν την Δημοκρατία.
Ως τότε η Ισπανία είχε αλλάξει στρατόπεδο μετατρεπόμενη σε γαλλικό υποχείριο, το αυστριακό Βέλγιο και η Ολλανδική αριστοκρατική Δημοκρατία είχαν κατακτηθεί. Ο Ναπολέων "ξήλωσε" τα κρατίδια της βόρειας Ιταλίας αφαιρώντας δυνάμεις ακόμα και από το Παπικό βασίλειο. Πεδεμόντιο και Τοσκάνη αργότερα προσαρτήθηκαν ενώ Γένοβα, Μιλάνο και Πάρμα μετατράπηκαν σε "δημοκρατίες". Η Βενετία και η Δαλματία της δόθηκαν στην εχθρική Αυστρία ενώ ένα γαλλικό προτεκτοράτο ιδρύθηκε στα Επτάνησα. Η φήμη του 27χρονου στρατηγού κατέκλυσε στην Ευρώπη.
Ο ίδιος συγκεντρώνοντας λάφυρα σχημάτισε μια σεβαστή περιουσία και ενίσχυε την προβολή του. Ήλεγξε εφημερίδες και μίσθωσε θιασάρχες επιθεωρήσεων που προώθησαν την εικόνα του υπερ-ήρωα. Η τότε κυβέρνηση , το Διευθυντήριο του ανέθεσε μια αδύνατη αποστολή ώστε να εξοντώσει την ανερχόμενη πολιτική του ισχύ. Η απόβαση 35000 στρατού στην αυτόνομη Αίγυπτο το θέρος του 1798 παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες ήταν ουσιαστικά μια αποτυχία.
Όταν η βρετανική μοίρα του Νέλσονα έκαψε τον γαλλικό στόλο μεσογείου στο δέλτα του Νείλου οι κατακτητές βρέθηκαν πολιορκημένοι. Ο Ναπολέων όπως έκανε και στην Ιταλία απαντούσε στις εξεγέρσεις των ντόπιων με μετρημένη και ενίοτε αιματηρή καταστολή. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο εισέβαλλε στην Συρία για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Άραβες και Κόπτες. Το όλο εγχείρημα που είχε ξεκινήσει με στόχο τις Βρετανικές Ινδίες είχε αλλάξει τελείως σκοπό τον Γενάρη του 1799.
Ταυτόχρονα ο Β΄Συνασπισμός επιτέθηκε στην Γαλλία αρχίζοντας νέα σύρραξη στην Ευρώπη. παραδόξως η κρίση του νέου πολέμου πιθανόν εξασφάλισε στον Ναπολέοντα την ατιμωρησία για την ουσιαστική αποτυχία της μεσανατολικής εκστρατείας. Στην Συρία επίσης απέτυχε. Η γενική εξέγερση δεν συνέβη. Συνεπικουρούμενη από τον βρετανικό στόλο οι Τούρκοι συγκράτησαν τους Γάλλους στο παλιό φρούριο του Άγιου Ιωάννη της Άκκρας (παρά τις συνεχείς ήττες τους σε μάχες ανοικτών πεδίων).
Ο Βοναπάρτης έλυσε την επιχείρηση και επέστρεψε στην Αίγυπτο όπου απέκρουσε στην παραλία του Αμπουκίρ την απόβαση μιας τουρκικής στρατιάς. Αλλά αντιλήφθηκε ότι τα πάντα είχαν χαθεί. Εγκατέλειψε τον στρατό του αφού διέθετε πολλούς οπαδούς στην Γαλλία που ήλπιζαν να τους απαλλάξει από τους εχθρικούς στρατούς και το ημι-ανίκανο Διευθυντήριο και διαφεύγοντας πάλι θαυματουργώς του Βρετανικού στόλου επέστρεψε στην Ευρώπη.
Εμμανουέλ Ντε Γκρουσύ
Ο Εμμανουέλ, μαρκήσιος του Γκρουσύ (Emmanuel, marquis de Grouchy) (23 Οκτωβρίου 1766 – 29 Μαΐου 1847), ήταν Γάλλος στρατάρχης και Ομότιμος της Γαλλίας.
Καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών. Ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, στο σώμα του ιππικού. Το 1786 έγινε υπολοχαγός της Εθνοφρουράς. Υπηρέτησε στο στρατό της Επανάστασης, στο κεντρικό μέτωπο αρχικά, κατόπιν δε στις Άλπεις. Το 1792 έγινε ταξίαρχος, ενώ την επόμενη χρονιά εστάλη με τον επαναστατικό στρατό να καταστείλει την εξέγερση στη Βανδέα. Όντας μαρκήσιος, προερχόταν από την αριστοκρατία, με συνέπεια τον Οκτώβριο του 1793 να αποταχθεί από το στρατό, αλλά το 1794 επαναφέρθηκε στην ενεργό υπηρεσία.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά (ένδειξη της αξίας του), προαχθείς σε υποστράτηγο, έγινε αρχηγός του επιτελείου του Ος, στη στρατιά της Δύσης κατά την περίοδο 1795-1796. Στην εκστρατευτική δύναμη που πήγε στην Ιρλανδία την περίοδο 1796-1797 ήταν υποδιοικητής. Κατά την ιταλική εκστρατεία ήταν αρχηγός του επιτελείου του Μορώ, τραυματίστηκε δε και συνελήφθη αιχμάλωτος το 1799.
Απελευθερώθηκε, πολέμησε με το γαλλικό στρατό στη Γερμανία και, το 1801, πήρε τη θέση του επιθεωρητή των έφιππων στρατευμάτων. Υπηρετώντας στη Μεγάλη Στρατιά, πολέμησε στην Αυστρία το 1805, στην Πρωσία και στην Πολωνία το 1806 και 1807. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στην δε μάχη του Εϋλάου τραυματίστηκε.
Επίσης πολέμησε στην Ισπανία (1808), όπου ήταν διοικητής της έφιππης στρατιάς και στρατιωτικός διοικητής της Μαδρίτης. Έγινε διοικητής των Ακροβολιστών το 1809, αφού ο γαλλικός στρατός είχε καταγάγει σημαντικές νίκες στο Ράαπ (Ουγγαρία) και στο Βαγκράμ. Ο Βοναπάρτης τον πήρε μαζί του στη μοιραία εκστρατεία στη Ρωσία, ως διοικητή εφεδρικής δύναμης ιππικού. Διακρίθηκε στη μάχη του Μποροντίνο, στην ανάσχεση των Κοζάκων, κερδίζοντας τον έπαινο του Ναπολέοντα, ο οποίος όμως δεν ικανοποίησε το αίτημά του να μετατεθεί στο πεζικό, όπου οι προαγωγές ήταν ευκολότερες. Τέθηκε επικεφαλής της Ιερής Ίλης κατά την υποχώρηση της Μεγάλης Στρατιάς. Το 1814, στην εκστρατεία της Γαλλίας ήταν επικεφαλής του ιππικού της Μεγάλης Στρατιάς.
Πολέμησε στη Νότιο Γαλλία, στον πόλεμο των Εκατό Ημερών. Αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του ο δούκας της Ανγκουλέμ. Ο Ναπολέων τον προήγαγε σε στρατάρχη. Μετά τη μάχη στα βόρεια του Λινύ, στο Βέλγιο, τον διέταξε να πλήξει τον, υπό τον Μπλύχερ, πρωσικό στρατό, που είχε ήδη ηττηθεί με απώλειες 12.000 νεκρούς και 8.500 τραυματίες. Στόχος: να αποτραπεί η συνένωση Μπλύχερ - Ουέλινγκτον. Δεν κατάφερε να χτυπήσει τους Πρώσους, επιδεικνύοντας μια αδράνεια που από πολλούς ιστορικούς έχει χαρακτηριστεί ύποπτη. Ξανάφερε εντούτοις χωρίς απώλειες το στρατό του στο Παρίσι.
Με την παλινόρθωση για δεύτερη φορά των Βουρβώνων το 1815, αναγκάστηκε να φύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Φιλαδέλφεια συγκεκριμένα. Ο βασιλιάς τον αμνήστευσε το 1819 και την επόμενη χρονιά ο Γκρουσύ ξαναγύρισε στη Γαλλία. Του ξαναδόθηκε ο βαθμός του στρατάρχη το 1831, ενώ το 1832 έγινε Ομότιμος της Γαλλίας.
Μισέλ Νεΰ
Ο Μισέλ Νεΰ (Michel Ney, 10 Ιανουαρίου 1769 – 7 Δεκεμβρίου 1815), Πρίγκηπας της Μόσχας, Δούκας του Έλχινγκεν, επονομαζόμενος Le Rougeaud («Ο Κοκκινωπός») και Le Brave des Braves («Ο Γενναίος των Γενναίων») ήταν στρατάρχης του Γαλλικού στρατού, που πήρε μέρος στη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία το εργαστήριο βαρελοποιίας του πατέρα του για να καταταγεί εθελοντής στο πλησιέστερο σύνταγμα πεζικού. Σε όλη του τη σταδιοδρομία θα διακρινόταν επανειλημμένως για πράξεις γενναιότητας, αλλά και έλλειψης στρατηγικού πνεύματος -πολλοί ήταν εκείνοι ωστόσο, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι πρώτες ήταν περισσότερο αποτέλεσμα... απερισκεψίας. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης εκτίμησε την ορμητικότητά του και τον προήγαγε σε Στρατάρχη, αν και αναγκαζόταν πάντοτε να τον επιτηρεί στενά.
Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις η παρόρμησή του κέρδιζε μάχες. Επικεφαλής της γαλλικής οπισθοφυλακής κατά την υποχώρηση από τη Ρωσία, επέδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και ηρωισμό, απωθώντας τις επανειλημμένες και υπεράριθμες επιθέσεις των Ρώσων, κερδίζοντας το προσωνύμιο «Ο Γενναίος των Γενναίων».
Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα, ο Νεΰ διήλθε μία προσωπική κρίση, από την οποία δε φαίνεται να ανέκαμψε ποτέ. Εκμεταλλευόμενοι τον αυθορμητισμό και τη συνήθη απερισκεψία του, οι συνάδελφοί του τον υπέβαλαν σε «πλύση εγκεφάλου» κατά του Βοναπάρτη και τον χρησιμοποίησαν ως μεσάζοντα για να ανακοινώσει στον αυτοκράτορα την ανάγκη παραίτησής του. Στη συνέχεια τον έπεισαν να ορκισθεί πίστη στον Λουδοβίκο ΙΗ΄, αν και αντιπαθούσε τη μοναρχία. Παρότι διατήρησε το βαθμό του, ο βασιλιάς τον απομάκρυνε από τους βασιλικούς κύκλους και τα αξιώματα.
Το πιθανότερο ήταν ότι όλοι είχαν σχηματίσει γνώμη για την επιπολαιότητά του, γι' αυτό και μετά την επάνοδο του Ναπολέοντα, ο παμπόνηρος Σουλτ του ανέθεσε τη σύλληψη του έκπτωτου αυτοκράτορα. Υπό τη χλευαστική σιωπή του Λουδοβίκου, ο Νεΰ εκφώνησε ένα στεντόρειο λόγο κατά του «...σφετεριστή Βοναπάρτη» και υποσχέθηκε να τον παρουσιάσει μπροστά του σιδηροδέσμιο. Ακούγοντας την αλαζονική δήλωση, ο Λουδοβίκος σιγομουρμούρισε: «Μίλησε ο πιο Βλάκας των Γενναίων!».
Στη διαδρομή προς τη Λυών τα πράγματα αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δύσκολα για τον αναποφάσιστο Νεΰ, ο οποίος παρατηρούσε αποσκιρτήσεις στρατιωτών υπέρ του Βοναπάρτη και έναν έντονο λαϊκό ενθουσιασμό υπέρ του εξόριστου αυτοκράτορα. Άρχισε να αμφιβάλλει για τη νομιμοφροσύνη των ανδρών του και, αμφιταλαντευόμενος και ο ίδιος, τη μία μέρα υπενθύμιζε στους άνδρες του το χρέος τους να συλλάβουν το Βοναπάρτη, ενώ την επομένη τούς προέτρεπε να παραδοθούν στο Ναπολέοντα! Όταν τελικά τον αντίκρισε μπροστά του, προσπάθησε να δικαιολογηθεί:
«Ό,τι έκανα το έκανα για τη Γαλλία, Μεγαλειότατε!».
«Κι εγώ το ίδιο, Νεΰ»,
του απάντησε μισο-ειρωνικά ο Ναπολέων.
Τον δέχθηκε στο επιτελείο του και στο Βατερλώ τού ανέθεσε την τακτική διοίκηση του στρατεύματος, κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε πικρά. Μετά την ήττα, ο Νεΰ φαινόταν να έχει χάσει κάθε συναίσθηση των όσων συνέβαιναν γύρω του, αφού επέστρεψε στο Λουδοβίκο νομίζοντας ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη στάση του. Δικάστηκε με την κατηγορία της προδοσίας κατά του βασιλέα και εκτελέστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1815.
Παρανοϊκά γενναίος και στο θάνατο, ο Νεΰ αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και έδωσε προσωπικά τη διαταγή στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Άνδρες, σημαδέψτε στην καρδιά!». Ο Ναπολέων δεν παρέλειψε ν' αναφέρει ότι επρόκειτο για έναν «...γενναίο τρελό τον οποίον τελικά κανείς δεν έκλαψε»!
Ουέλινγκτον Άρθουρ
Άγγλος στρατηγός και πολιτικός (1769-1852), ο επονομαζόμενος "σιδηρός δούκας". Σπούδασε στο Ήτον και πολέμησε ως αξιωματικός του πεζικού εναντίον των Γάλλων στην Ολλανδία (1793). Το 1796 τοποθετήθηκε στην Ινδία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1805. Επέστρεψε στην Ευρώπη και διακρίθηκε στους πολέμους κατά των Γάλλων στην Ισπανία και στην Πορτογαλία: στη Ρολίκα, στο Βιμέιρο και στην Ταλαβέρα (1808 - 1809). Παρά τη γενναιότητα που επέδειξε στη Βιτόρια της Ισπανίας το 1813, δεν κατάφερε να νικήσει τους Γάλλους. Το 1814 διορίστηκε αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα και το 1815 νίκησε οριστικά το Βοναπάρτη στο Βατερλό.
Για τη μεγάλη του νίκη αναδείχτηκε εθνικός ήρωας, με μεγάλο γόητρο και τιμήθηκε με τον τίτλο του "πρίγκιπα του Βατερλό". Αναμείχτηκε με την πολιτική και το 1828 ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση. Στα χρόνια της πρωθυπουργίας του (1828-1830) έγιναν στην Αγγλία σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η χειραφέτηση των σχισματικών της Αγγλικανικής εκκλησίας και η χειραφέτηση των Άγγλων καθολικών, γεγονός που έσωσε την Αγγλία από σοβαρότατη κρίση. Σχετικά με το θέμα της Ελληνικής επανάστασης, στην αρχή συμφωνούσε με την πολιτική του Κάνινγκ, τελικά όμως ήρθε σε ρήξη μαζί του και αντιτάχτηκε σ` αυτή. Το 1842 ονομάστηκε ισόβιος αρχηγός του αγγλικού στρατού.
Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ
Ο Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ, Πρίγκιπας του Βάλστατ (Gebhard Leberecht von Blücher, Fürst von Wahlstatt, 16 Δεκεμβρίου 1742 – 12 Σεπτεμβρίου 1819) ήταν Πρώσος στρατάρχης του ιππικού. Συμμετείχε στον Επταετή πόλεμο, αλλά έγινε γνωστός κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, χάρη στις νίκες στις μάχες της Λειψίας και του Βατερλώ. Αν και δεν ήταν στρατιωτική μεγαλοφυΐα, η ασίγαστη ενέργειά του στα πεδία των μαχών, η ικανότητά του να επιστρέφει δριμύτερος μετά τα λάθη του και η ηγετική του φυσιογνωμία τον κατέστησαν έναν αξιοσέβαστο στρατιωτικό. Τιμήθηκε εν ζωή και μετά θάνατον, τόσο από τους συμπατριώτες του, όσο και από ξένους.
Ο φον Μπλύχερ γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1742, στο λιμάνι του Ρόστοκ, τότε στη σουηδική Πομερανία. Η οικογένειά του, με παράδοση στον στρατιωτικό τομέα, κατείχε εδάφη στην περιοχή, ήδη από τον 13ο αιώνα. Μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια, κατατάχθηκε στον σουηδικό στρατό του Αδόλφου Φρειδερίκου. Συμμετείχε ως ουσάρος στον Επταετή πόλεμο. Το 1760 αιχμαλωτίστηκε από Πρώσους στρατιώτες και πείστηκε να υπηρετήσει τον Φρειδερίκο το Μέγα. Έλαβε θέση αξιωματικού στο ιππικό και στις τελευταίες μάχες του πολέμου κέρδισε αρκετή εμπειρία.
Ο Μπλύχερ αποδείχτηκε ικανός και πιστός στρατιώτης, αλλά και απειθάρχητος ταυτόχρονα. Διέπραξε πλήθος ακροτήτων και για αυτό το λόγο δεν του δόθηκε προαγωγή στη θέση του ταγματάρχη. Το 1773 έστειλε την παραίτησή του στον Φρειδερίκο, ο οποίος του απάντησε χαρακτηριστικά: Ο λοχαγός Μπλύχερ μπορεί να πάει στο διάβολο. Έγινε αγρότης στη Σιλεσία και στα 15 έτη που ακολούθησαν απέκτησε μια καλή περιουσία.
Στο στρατό επέστρεψε μονάχα μετά το θάνατο του Φρειδερίκου και την ανάρρηση στο θρόνο του Φρειδερίκου Β', το 1786. Έλαβε τον βαθμό του ταγματάρχη στο σώμα που διοικούσε παλαιότερα και το 1787 έλαβε μέρος σε εκστρατεία στην Ολλανδία. Τον επόμενο χρόνο έγινε Αντισυνταγματάρχης και το 1789 του απονεμήθηκε το σπουδαίο πολεμικό μετάλλιο Pour le Mérite. Κατά τη διετία1793-1794, διακρίθηκε σε μάχες κατά των Γάλλων, για τους οποίους έτρεφε άσβηστο μίσος, και έφτασε στη θέση τουΥποστράτηγου. Το 1801 προάχθηκε σε αντιστράτηγο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μπλύχερ είχε ασταθή πνευματική υγεία, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε μετά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Πρωσίας και Γαλλίας, το 1807. Ανέκαθεν έτρεφε άσβεστο μίσος για τους Γάλλους, το οποίο με τον καιρό εξελίχθηκε σε ψύχωση. Κατέληξε στον αλκοολισμό και εν τέλει σε συμπτώματα σχιζοφρένειας. Συχνά παρακαλούσε από τους υπηρέτες του να τον χτυπήσουν στο κεφάλι με σφυρί, υποστηρίζοντας ότι είναι φτιαγμένο από πέτρα. Σύμφωνα με τον Χέρμαν φον Μπόγιεν, Πρώσο στρατιωτικό της εποχής, ο Μπλύχερ πίστευε ότι οι υπηρέτες του, δωροδοκημένοι από τους Γάλλους, είχαν θερμάνει το πάτωμα του δωματίου του, ώστε να καούν τα πόδια του. Ως εκ τούτου, περπατούσε στις μύτες των ποδιών του και όταν καθόταν, κρατούσε τα πόδια του στον αέρα.
Όταν το 1808 ο Ναπολέων άρχισε να επεμβαίνει απροκάλυπτα στα πράγματα της Πρωσίας, η κατάσταση του Μπλύχερ χειροτέρευσε. Έπασχε επιπλέον από κάποιο αφροδίσιο νόσημα και πόνους στην ουρήθρα. Το εντυπωσιακότερο είναι πως, όταν το 1809 η Αυστρία στράφηκε κατά της Γαλλίας, η υγεία του Μπλύχερ επανήλθε με την προοπτική του πολέμου.
Κατά τα τελευταία χρόνια του έτη, η κατάσταση του Μπλύχερ χειροτέρευσε κατά πολύ.
Γάλλοι Στρατιώτες Φωτογραφίες