Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 6. ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς ΚΑΙ -τέος

ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τός


§6.4. Τα ρηματικά επίθετα σε -τὸς αρχικά φαίνεται να δήλωναν ότι η ρηματική έννοια ενυπάρχει πραγματικά ή ενδέχεται να ενυπάρξει στην ονοματική έννοια. Αυτή η σχέση ενύπαρξης δεν είχε όμως ανέκαθεν παθητικό χαρακτήρα, δεν δήλωνε δηλαδή απαραίτητα πως το ουσιαστικό πάσχει ή υφίσταται ό,τι δηλώνει το ρηματικό επίθετο ή το ρήμα, από το οποίο προέρχεται το ρηματικό επίθετο, ως ενέργεια ενός άλλου προσώπου ή πράγματος. Στις περιπτώσεις όπου η ρηματική έννοια εμφανίζεται σε ένα υποκείμενο η ενύπαρξη ενδέχεται να δηλώνει απλώς ότι το ουσιαστικό είναι φορέας της ρηματικής σημασίας, ότι αυτή προσιδιάζει σε εκείνο, όπως π.χ. στο ομηρικό στατός [ἵππος] (ΟΜ Ιλ 6.507 κ.α.) = "αυτός που του προσιδιάζει το να στέκεται [και κατά προέκταση ο κλεισμένος σε στάβλο, ο σταβλωμένος]", ἄπαστος (ΟΜ Ιλ 19.346 κ.ά.) = "αυτός στον οποίον δεν ενυπάρχει τροφή, αυτός που δεν έχει τροφή μέσα του, ο άφαγος" [πατέομαι = τρώω], βροτός (ΟΜ Ιλ 5.361 κ.ά.) = "αυτός στον οποίον ενυπάρχει το να πεθαίνει", όχι στο παρόν, αλλά δυνητικά και δυναμικά, πράγμα που δεν συμβιβάζεται με μια παθητική, με την αυστηρή έννοια, σημασία.

§6.5. Στην αρχαιότερη, αλλά εν μέρει και στην μεταγενέστερη εποχή κυριαρχούν τα σύνθετα αρνητικά, με α- στερητικό, ρηματικά επίθετα σε -τός, όπως π.χ. το ἄσχετος (= "αφόρητος", "ακράτητος"), ἀδάκρυτος, ἀδήριτος ("απολέμητος"), ἄδμητος ("αδάμαστος"), ἄδυτος, ἄκλαυτος, ἄλουστος, ἄλυτος, ἄσπαρτος, ἄφαντος, ἀχάριστος, κ.ά. Υπάρχουν βέβαια στις πρώιμες - όπως, σε ευρύτερη κλίμακα, και στις μεταγενέστερες - περιόδους της ΑΕ και αρκετά θετικά ή απλά ρηματικά επίθετα, αλλά αυτά ενδέχεται σε αρκετές περιπτώσεις να σχηματίστηκαν εκ των υστέρων και κατ' αντίθεση προς τα σύνθετα αρνητικά, στα οποία φαίνεται να ανήκει πάντοτε ο πρώτος λόγος:

ΗΣ Εργ 3-4 βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε, ῥητοί τ' ἄρρητοί τε || οι θνητοί άνδρες τόσο οι άσημοι όσο και οι διάσημοι, οι γνωστοί και οι άγνωστοι.

ΠΛ Σοφ 249d ὅσα ἀκίνητα καὶ κεκινημένα || αυτά που είναι ακίνητα και αυτά που κινούνται.

§6.6. Τα σε -τὸς ρηματικά επίθετα χρησιμοποιούνται ειδικότερα για να δηλώσουν:

§6.7. Μια πραγματική κατάσταση του ουσιαστικού που προσδιορίζεται από το ρηματικό επίθετο, η οποία έχει επέλθει ως αποτέλεσμα μιας ενέργειας ή τέλεσης, και επομένως μια συντελεσμένη κατάσταση (γεγονός που προσεγγίζει τα ρηματικά επίθετα στις μετοχές παθητικού παρακειμένου), όπως π.χ. λυτός (= "αυτός που έχει λυθεί"),κρυπτός (= "αυτός που έχει κρυφτεί"),γραπτός (= "αυτός που έχει γραφτεί"), ὠνητός (= "αυτός που έχει αγοραστεί"):

ΣΟΦ ΟΤ 1123 δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς || δούλος που δεν έχει αγοραστεί [δεν είναι αγορασμένος], αλλά είναι μεγαλωμένος στο σπίτι.

ΗΡΟΔ 3.146 ἐπεποίητο γάρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν || γιατί είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του μια κρυφή σήραγγα που οδηγούσε από την ακρόπολη στη θάλασσα.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.3.28 ἔτυχε γὰρ ὁ Φεραύλας παραγγέλλων τι τακτὸς παρὰ τοῦ Κύρου || γιατί ο ο Φεραύλας είχε κατά τύχη διαταχθεί να παραγγείλει κάτι εκ μέρους του Κύρου.

ΠΛ Πολ 544d δυναστεῖαι καὶ ὠνηταὶ βασιλεῖαι καὶ τοιαῦταί τινες πολιτεῖαι μεταξύ τι τούτων πού εἰσιν || γιατί ορισμένα κληρονομικά καθεστώτα και εξουσίες που έχουν αγοραστεί με χρήματα και μερικά άλλα συναφή πολιτεύματα είναι κάτι ανάμεσα σε αυτά τα πολιτεύματα [που μνημονεύτηκαν προηγουμένως].

ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 55.2 πάντες γὰρ καὶ οἱ κληρωτοὶ καὶ οἱ χειροτονητοὶ δοκιμασθέντες ἄρχουσιν || διότι όλοι, και εκείνοι που έχουν εκλεγεί με κλήρο και εκείνοι που έχουν εκλεγεί με άρση των χεριών, αναλαμβάνουν την εξουσία αφού δοκιμαστούν οι ικανότητές τους.

§6.8. Συχνότερη είναι όμως εκείνη η χρήση των σε -τὸς ρηματικών επιθέτων, ιδίως στην αρνητική τους μορφή, η οποία δηλώνει την δυνατότητα, ικανότητα ή καταλληλότητα του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού να πάθει ό,τι δηλώνει το επίθετο και το ρήμα, από το οποίο το επίθετο αυτό σχηματίστηκε, π.χ. λυτός (= "αυτός που μπορεί να λυθεί"), διαβατός (= "αυτός που μπορεί να διαπεραστεί"), διδακτός (= "αυτός που μπορεί να διδαχθεί"), νοητός (= "αυτός που μπορεί να νοηθεί"),ἀόρατος (= "αυτός που δεν μπορεί να ιδωθεί"), ὠνητός (= "αυτός που μπορεί να αγοραστεί"), ἁμαξιτὸς [ὁδός] (= "κατάλληλη για, διαβατή με άμαξες"):

ΗΡΟΔ 2.156 λέγεται δὲ ὑπ' Αἰγυπτίων εἶναι αὕτη ἡ νῆσος [ἡ Χέμμις] πλωτή. αὐτὸς μὲν ἔγωγε οὔτε πλέουσαν οὔτε κινηθεῖσαν εἶδον, τέθηπα δὲ ἀκούων εἰ νῆσος ἀληθέως ἐστὶ πλωτή || οι Αιγύπτιοι λένε ότι αυτό το νησί μπορεί να πλέει, εγώ ο ίδιος όμως δεν το είδα ούτε να πλέει ούτε να μετακινείται, και απορώ όταν ακούω ότι υπάρχει πράγματι νησί που μπορεί να πλέει.

ΠΛ Μεν 70aἆρα διδακτὸν ἡ ἀρετή; ἢ οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀσκητόν; ἢ οὔτε ἀσκητὸν οὔτε μαθητόν, ἀλλὰ φύσει παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις || είναι άραγε δυνατόν να διδαχτεί ή αρετή; Ή δεν μπορεί να διδαχτεί, αλλά μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση; Ή δεν μπορεί να αποκτηθεί ούτε με την άσκηση ούτε με τη μαθήτευση, αλλά παρέχεται στους ανθρώπους από τη φύση.

ΙΣΟΚΡ 2.32 καὶ δόξῃ μὲν χρήματα κτητά, δόξα δὲ χρημάτων οὐκ ὠνητή με την καλή φήμη μπορούν βέβαια να αποκτηθούν τα χρήματα, η καλή φήμη δεν μπορεί όμως να εξαγοραστεί με τα χρήματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Από χωρία όπως π.χ.:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.4.18 οἰ δὲ Θαψακηνοὶ ἔλεγον ὅτι οὐπώποθ' οὗτος ὁ ποταμὸς διαβατὸς γένοιτο πεζῇ εἰ μὴ τότε || οι Θαψακηνοί έλεγαν ότι εκτός από τότε ποτέ άλλοτε δεν στάθηκε δυνατόν να διαβεί κανείς αυτό το ποτάμι με τα πόδια,

μπορεί κανείς να διακρίνει πώς ενδεχομένως γίνεται η μετάβαση από την πραγματικότητα της επιτέλεσης μιας ενέργειας ή πράξης στην δυνατότητα επιτέλεσής της: Ό,τι διαπεράστηκε μια φορά, είναι πλέον δυνατόν να διαπεραστεί, είναι διαβατό, - πράγμα που ισχύει κυρίως για τους αρνητικούς τύπους των ρηματικών επιθέτων σε -τός. Έτσι συμβαίνει π.χ. με το ἄδμητος = "εκείνος, ο οποίος δεν έχει δαμαστεί ακόμη" και επομένως και "εκείνος που δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί", το ίδιο ισχύει και για το ἀνίκητος κτό.

§6.9. Προέκταση της προηγούμενης χρήσης είναι, τέλος, και εκείνη, κατά την οποίαν το σε -τὸς ρηματικό επίθετο δηλώνει εκείνον που είναι άξιος να πάθει ό,τι δηλώνει το ρήμα από το οποίο προέρχεται, π.χ. θαυμαστός (= "ο άξιος να θαυμαστεί", "ο αξιοθαύμαστος"), μεμπτός (= "ο άξιος να μεμφθεί", "ο αξιόμεμπτος"):

ΣΟΦ ΟΤ 1663-1665 ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ', ἀλλ' εἰ τις βροτῶν θαυμαστός || γιατί αυτός ο άνθρωπος έφυγε όχι αξιολύπητος, ούτε υποφέροντας από αρρώστιες, αλλά αξιοθαύμαστος όσο κανένας από τους θνητούς.

ΠΛ Κρατ 416c ὅσα μὲν ἂν νοῦς τε καὶ διάνοια ἐργάσηται, ταῦτά ἐστι τὰ ἐπαινετά, ἃ δὲ μή, ψεκτά || όσα παράγουν ο νους και η διάνοια είναι εκείνα που αξίζουν έπαινο, όσα πάλι δεν παράγονται από αυτά τα δύο είναι τα άξια ψόγου.

§6.10. Τα ρηματικά επίθετα σε -τὸς συντάσσονται ενίοτε με δοτική προσωπική, η οποία δηλώνει το πρόσωπο προς όφελος του οποίου συντελείται μια ενέργεια, χωρίς όμως παράλληλα να υποδηλώνεται από τυπική συντακτική άποψη ότι το πρόσωπο αυτό είναι συνήθως και εκείνο το οποίο επιτελεί την εν λόγω ενέργεια:

ΣΟΦ Φιλ 33 στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ || υπάρχουν όμως φύλλα πατημένα σαν να κοιμάται κάποιος εκεί μέσα.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.2.25 συσκηνούντων δὲ εἶπέ τις τῶν Χαλδαίων ὅτι τοῖς ἄλλοις σφῶν πᾶσιν εὐκτὰ ταῦτα εἴη || ενώ συζητούσαν στη σκηνή κάποιος από τους Χαλδαίους είπε ότι για όλους τους άλλους Χαλδαίους αυτά είναι επιθυμητά.

§6.11. Πολλά ρηματικά επίθετα σε -τός, όπως π.χ. τα δυνατός, θνητός, κλυτός, πιστός, κ.ά.χρησιμοποιούνται σαν κανονικά επίθετα, χωρίς κανένα συσχετισμό με το ρηματικό θέμα από το οποίο σχηματίστηκαν.

Ο καχύποπτος είναι πάντα μόνος

Αν πιστεύαμε όλα όσα ακούγαμε κι όλα όσα βλέπαμε, χωρίς καμία διάκριση ή κριτική σκέψη, το λιγότερο που θα μπορούσε να μας χαρακτηρίσει θα ήταν η αφέλεια. Ζούμε σε μια εποχή τρισδιάστατης εικόνας και συναισθηματικής νοημοσύνης κι όλα μοιάζουν τόσο αληθινά σε έναν CGI κόσμο, συνδυασμένο με λόγια και πράξεις ανάλογης φιλοσοφίας, τόσο φυσιολογικά δοσμένα που καθιστούν το φανταστικό απόλυτα πραγματικό. Εδώ μπαίνει ο νους, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από την παιδική μας ηλικία και προσπαθεί να διακρίνει το καλό απ΄ το κακό, το σωστό απ΄ το λάθος, το αληθινό απ’ το ψεύτικο. Θέλοντας και μη, ενεργοποιούμε το αίσθημα της καχυποψίας ψάχνοντας να βρούμε τι απ’ όλα αυτά μπορούμε να εμπιστευθούμε προκειμένου να καταφέρουμε να επιβιώσουμε.

Η ανθρώπινη φύση είναι δισυπόστατη κι απαρτίζεται από αντιθέσεις, προκειμένου να διατηρείται η ισορροπία. Δεν είμαστε όλοι μόνο «καλοί» ή μόνο «κακοί». Είναι θέμα επιλογής τι από τα δύο θα υπερτερήσει ή καλύτερα τι απ’ αυτά θα ψάξουμε να βρούμε στο περιβάλλον μας και στους ανθρώπους γύρω μας, καθώς και τι θα επιλέξουμε να δούμε στους άλλους. Οι εμπειρίες κι όλα όσα έχουμε ζήσει δεν είναι μόνο όμορφα ή μόνο άσχημα κι οι άνθρωποι που μας περιβάλουν δεν είναι μόνο σωστοί ή λάθος. Αλίμονο αν απομονώναμε τα θετικά από τα αρνητικά χωρίς να τα δούμε σαν ένα ενιαίο σύνολο που συνθέτουν μια προσωπικότητα, δίνοντας με ευκολία έναν ορισμό και βάζοντας μια ταμπέλα, βασισμένοι στην απογοήτευση ή τον φόβο του παρελθόντος. Αν κάποια στιγμή στη ζωή μας από κάποιον εισπράξαμε αδιαφορία ή μια συμπεριφορά που μας ζημίωσε συναισθηματικά αλλά κι υλικά, αυτό δε σημαίνει ότι όλοι θα μάς συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο στο μέλλον. Αν κάποιος μας κοίταξε λίγο «στραβά» ή είπε κάτι πίσω από την πλάτη μας, δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι όσοι μας περιβάλουν θα κάνουν το ίδιο. Αν κάποιος θα μας φερθεί καλά δεν είναι και δεδομένο ότι πίσω απ’ αυτή την πράξη κρύβεται δόλος. Αν κάτι έρθει στη ζωή μας με ευκολία, όταν έχουμε συνηθίσει να παλεύουμε για να αποκτήσουμε οτιδήποτε, δε χρειάζεται να σκεφτόμαστε ότι είναι μια παγίδα της ζωής, που αργά ή γρήγορα θα μας το πάρει πίσω.

Πιστεύοντας ότι κυριαρχούν τα μοτίβα στη ζωή μας, χάνουμε το περιεχόμενό της, επιτρέποντας στην καχυποψία να μας ορίζει, με αποτέλεσμα να χάνουμε παράλληλα τις πιο όμορφες στιγμές μας, ψάχνοντας πίσω από αυτό που βλέπουμε κρυμμένα νοήματα, που ίσως και να μην υπάρχουν στην ουσία. Φυσικά κι ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, όμως το ζητούμενο είναι πόσο εμείς έχουμε φροντίσει τον εαυτό μας κι έχουμε ενδυναμώσει την προσωπικότητά μας, έτσι ώστε να ανταπεξέλθει στις όποιες προκλήσεις -τέτοιου είδους- χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Η καχυποψία διαταράσσει την εμπιστοσύνη προς τους άλλους, αλλά και προς τον ίδιο μας τον εαυτό, χαράζοντας έναν δρόμο που οδηγεί στην απομόνωση και την αποξένωση, προσθέτοντας περισσότερα βάρη στον ψυχισμό μας από όσα εξαλείφει.

Υπάρχουν φορές που η καχυποψία οδηγεί στην επιθετικότητα σαν μια μορφή άμυνας, προβάλλοντας στους άλλους αυτό που φοβόμαστε, δίνοντας του τη μορφή ενός φανταστικού εχθρού που, ή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί από τη ζωή μας. Στέκεται εμπόδιο στις οποιεσδήποτε σχέσεις κι ο αυθορμητισμός κι η οικειότητα δε βρίσκουν κανένα πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν, όταν οι «θεωρίες συνωμοσίας» παίρνουν τον πρώτο λόγο κι αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα. Είναι τροχοπέδη στη δημιουργία και στην καινοτομία κι αυξάνει την αντίσταση στην αλλαγή, διατηρώντας τη στασιμότητα, καταστέλλοντας την ανάπτυξη. Ενισχύει υποθέσεις περί αντικειμένου εκμετάλλευσης κι υποτίμησης της προσωπικότητας, που μπορεί να μην έχουν λογική βάση, σχετικά με τα κίνητρα των άλλων. Κοντολογίς, μάς απομακρύνει από τον πραγματικό μας εαυτό.

Κανείς δε λέει ότι τα πράγματα δε θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με τον απαραίτητο σκεπτικισμό -χωρίς όμως να περνάμε τη γραμμή της παρανοϊκής καχυποψίας- που θα μας βοηθήσει να χρησιμοποιήσουμε την κριτική μας σκέψη ως νοήμονα όντα, χρειάζεται όμως να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και ν’ αναπτύξουμε την αυτοπεποίθησή μας. Να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι, η λογική μας, μάς επιτρέπει να διακρίνουμε, στηριγμένοι περισσότερο στην προσωπική μας αλήθεια και στις δικές μας δυνατότητες. Εμείς επιτρέπουμε ή όχι κάποιος να μας φερθεί κακόβουλα ή να συζητήσει για εμάς πίσω από την πλάτη μας. Αν το δούμε και διαφορετικά, προφανώς κάτι που κάναμε, το κάναμε καλά για να ασχολείται κάποιος μαζί μας είτε θετικά, είτε αρνητικά. Σε κάποιον κάναμε εντύπωση κι είτε μπορεί να το διαχειριστεί και να μας δεχτεί όπως είμαστε, είτε δεν μπορεί να μας φτάσει και θα το σχολιάσει αρνητικά.

Η υπερανάλυση δεν είναι πάντα απαραίτητη, γιατί μας κάνει να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα περιπλέκοντας τα πράγματα κι εμποδίζει τον χρόνο από το να τρέξει, προκειμένου να μας αποδείξει τι αξίζει να έχουμε στη ζωή μας και ποιους θα πρέπει να εμπιστευόμαστε, «εκβιάζοντας» καταστάσεις και προκαταβάλλοντας αποτελέσματα. Με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στον χρόνο και στην ειλικρίνεια, όλα μπορούν να γίνουν ευκολότερα. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος όλα αποδεικνύονται, αφού οι υποψίες δε θα μπορέσουν ποτέ να αποδείξουν την πραγματικότητα.

Ποιος λυπάται αληθινά από τα βάθη της καρδιάς του

Τα μυστικά της ψυχής μας!

Ένας κόσμος γεμάτος εικόνα.
Δείχνουμε τις ωραίες μας στιγμές, ανεβάζουμε φωτογραφίες με τον “όμορφο” εαυτό μας, μα ποιος τολμάει να δει τα σκοτάδια του;

Ποιος έχει το σθένος να δει τον εαυτό του ολόκληρο;
Πασαλείμματα κάνει. Μπαλώματα στο ρούχο της ψυχής του εκεί που χρειάζεται ξήλωμα και ράψιμο απ’ την αρχή.

Ποιος τολμά να ζήσει νέα αρχή όταν επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια λάθη;
Ποιος έχει την ανδρεία να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης;
Ποιος λυπάται αληθινά από τα βάθη της καρδιάς του για ό,τι είπε, ή δεν είπε, για ό,τι έκανε ή δεν έκανε;

Ένας κόσμος κρυφός και κρυμμένος που φοβάται την αλήθεια σαν το διάολο που φοβάται το λιβάνι.
Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται την Αλήθεια;
Πόση αρρωστημένη γοητεία ασκεί αλήθεια το σκοτάδι;

Πόσες αναπάντητες ερωτήσεις και ανείπωτα που χείλη δεν τόλμησαν να πουν;
Όταν ουρλιάζουν οι λέξεις, ουρλιάζουν οι ψυχές γιατί δεν αντέχουν το ψέμα.

Ο κόσμος μας γέμισε Ιούδες που φιλούν υπέροχα, μα στην επόμενη γωνία σου μπήγουν τα καρφιά στα χέρια.
Σε ποτίζουν ξύδι και χλευάζουν τον πόνο της ψυχής σου που δεν αντέχει την αρρώστια αυτού του κόσμου.

Κι εσύ αντί να αποδυναμώνεσαι, δυναμώνεις για να ξορκίσεις τη μαυρίλα και τη σύγχυση αυτού του κόσμου.
Αν αγαπήσεις τον Ιούδα, αυτός θα σε προδώσει.
Αν αγαπήσεις τον εαυτό σου μέσα, θα σε λυτρώσει!
Αν δεν μείνεις στο σκοτάδι, θα συναντήσεις το Ερεβοκτόνο Φως.
Θα περάσεις δύσκολα, μα στο τέλος θα αναστηθείς!

Συγχώρα και προχώρα!

Και πες τα όλα.
Όλα τα ανείπωτα φανέρωσε, τίποτα να μη μείνει κρυμμένο.
Τα κρυμμένα, έρχεται μια μέρα που σκάνε γιατί δεν φανερώθηκαν στην ώρα τους. Και τότε πονάνε ακόμα περισσότερο.

Νομίζουμε πως η αλήθεια πονάει μα πείστηκε ο κόσμος με αυτό και όλο την αποφεύγει.
Τα ψέματα πονάνε και σφάζουν σαν το μαχαίρι.
Η Αλήθεια λυτρώνει πάντα!

Ελευθερώνει απ’ την σκλαβιά των παθών και της εικόνας.
Γιατί μεγάλο πάθος και σκλαβιά των ανθρώπων έγινε η εικόνα τους.
Να φαίνομαι, μα όχι να είμαι!

Να είμαι απών από μένα για να μη με δουν ολόκληρο και με καταλάβουν. Και αλλοίμονό μου αν με καταλάβουν. Θα πρέπει τότε να ψάξω έναν άλλο εαυτό από τον ψεύτικο που είχα. Και είναι τόσο τρομακτικό αυτό!

Τόσα χρόνια να δείχνω κάτι που δεν είμαι και τώρα να ψάχνω να επαναπροσδιοριστώ.
Μα πως να πάω στην αλήθεια, αφού με ψέματα γαλουχήθηκα και εκεί έμαθα να κατοικώ;

Τι να φανερώσω αφού δεν με ξέρω;
Ποιο μυστικό εαυτό που εγώ ο ίδιος δεν έχω συναντήσει;

Ζούμε στα κρυφά, στα κρυμμένα, μα όχι στα μυστικά.
Κρυβόμαστε από τον εαυτό μας και τους άλλους, λέμε ψέματα και δεν κρατάμε μυστικά.

Όχι μυστικά από τους άλλους. Τα μυστικά της ψυχής μας δεν συναντάμε. Ούτε μιλάμε μαζί της, ούτε την ακούμε, ούτε την προστατεύουμε.
Ψάχνουμε Ιούδες,
Πόντιους Πιλάτους που νίπτουν τας χείρας τους και δεν παίρνουν θέση.

Μα όλη τη δουλειά να φανερωθούν τα ανείπωτα, η ψυχή μας μυστικά την κάνει με τόση ιερότητα και καθαρότητα που την κατάλληλη στιγμή μας πληροφορεί την Αλήθεια.

Και τότε δεν σε νοιάζουν οι Ιούδες γιατί το τέλος τους είναι γνωστό.
Σε νοιάζει μόνο που μυστικά ακούς εκείνη να σε οδηγεί στο μυστικό δείπνο της καρδιάς σου!
Εκεί που τίποτα δε μένει κρυμμένο, αφού λούζεται στο Ερεβοκτόνο Φως!

Χαλίλ Γκιμπράν: Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε...

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου -δίδαξε- ν’ αγαπώ εκείνους πού οι άνθρωποι μισούν και να είμαι φίλος μ’ εκείνους πού οι άνθρωποι περιφρονούν.

Η ψυχή μου μου φανέρωσε ότι ή αγάπη εκδηλώνεται όχι μονάχα στο πρόσωπο πού αγαπά, άλλα και στο πρόσωπο πού αγαπιέται.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, ή αγάπη ήταν στην καρδιά μου σα μια λεπτή κλωστή πιασμένη από δυο πασσάλους.

Άλλα τώρα ή αγάπη έγινε ένας φωτεινός κύκλος πού αρχή του είναι το τέλος του, και το τέλος του ή αρχή του. Περιβάλλει καθετί πού υπάρχει κι απλώνεται σιγά σιγά για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα θα υπάρξουν.

Η ψυχή μου με συμβούλεψε και μ’ έμαθε να διακρίνω την κρυμμένη ομορφιά του δέρματος, τού παραστήματος, και, του χρώματος. Με δίδαξε να στοχάζομαι εκείνο πού οι άνθρωποι ονομάζουν άσχημο μέχρι ν’ ανακαλύψω την αληθινή του γοητεία κι ομορφιά.

Πριν ή ψυχή μου με διδάξει, έβλεπα την ομορφιά σαν ένα τρεμάμενο πυρσό ανάμεσα σε στήλες καπνού. Τώρα πού ό καπνός έχει διαλυθεί, δε βλέπω τίποτε’ άλλο από τη φλόγα.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ ακούω τις φωνές πού ή γλώσσα, ό λάρυγγας και τα χείλη δεν μπορούν να προφέρουν.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν άκουγα παρά θόρυβο και θρήνους. ’Αλλά τώρα πρόθυμα παραστέκομαι στη Σιωπή κι αφουγκράζομαι τις χορωδίες της πού τραγουδούν τους ύμνους των εποχών και τα τραγούδια του σύμπαντος που αναγγέλλουν τα μυστικά του ’Αόρατου.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να πίνω το κρασί που δεν μπορεί να βγει από το πατήρι και δεν μπορεί να χυθεί από κούπες πού τα χέρια μπορούν να σηκώσουν ή τα χείλη ν’ αγγίξουν.

Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, ή δίψα μου ήταν σα μια σβησμένη σπίθα κρυμμένη κάτω από τη στάχτη πού μπορεί να σβήσει με μια γουλιά νερό.

Αλλά τώρα η λαχτάρα μου έγινε ή κούπα μου, το αίσθημα της αγάπης το κρασί μου, κι η μοναξιά μου ή μέθη μου κι ωστόσο σ αυτή την άσβεστη δίψα υπάρχει αιώνια χαρά.

Η ψυχή μου μου μίλησε και με δίδαξε ν’ αγγίζω εκείνο πού δεν έχει ακόμα ενσαρκωθεί’ ή ψυχή μου μου αποκάλυψε πώς ότι αγγίζουμε, είναι μέρος της επιθυμίας μας.

’Αλλά τώρα τα δάχτυλά μου απλώθηκαν μέσα στην καταχνιά πού διαπέρνα αυτό πού είναι ορατό μέσα στο σύμπαν κι ανακατεύεται με το ’Αόρατο.

Η ψυχή μου μ’ έμαθε να εισπνέω το άρωμα πού δε βγαίνει από τη μυρτιά ή το θυμίαμα. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, λαχταρούσα την ευωδιά τού αρώματος στους κήπους, στα δοχεία ή στα θυμιατήρια.

Τώρα όμως μπορώ να οσφρανθώ το θυμίαμα πού δε βγαίνει για προσφορά ή για Θυσία. Και γεμίζω την καρδιά μου με την ευωδιά εκείνη πού δεν πέτα με τα φτερά της παιχνιδιάρας αύρας μέσα στο διάστημα.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να λέω, «είμαι έτοιμος» όταν με πλησιάζουν το ’Άγνωστο κι ό Κίνδυνος.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν απαντούσα σ’ άλλη φωνή έκτος από τη φωνή τη γνωστή πού με καλούσε, και δεν περπατούσα παρά το εύκολο και ίσιο ‘μονοπάτι.

Τώρα το ’Άγνωστο έγινε άλογο που μπορώ ν’ ανεβώ για να φτάσω στο ’Άγνωστο’ κι ό καμπίσιος δρόμος έγινε σκάλα πού την ανεβαίνω για να φτάσω στην κορυφή.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Μη μετράς το Χρόνο λέγοντας, Υπήρξε το χθες και θα υπάρξει το αύριο !»

Μα πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, φανταζόμουν το Παρελθόν σα μια εποχή πού ποτέ δεν ξαναγύριζε και το Μέλλον σα μια εποχή πού ποτέ δεν μπορούσα να τη φτάσω.

Τώρα καταλαβαίνω ότι ή τωρινή στιγμή περιέχει όλο το χρόνο, και μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν όλα όσα μπορεί να ελπίζει κανένας, να κάνει και ν’ αντιληφθεί.

Η ψυχή μου μου μίλησε και με πρότρεψε να μην περιορίζω το διάστημα λέγοντας, «’Εδώ, εκεί και πέρα».

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, ένιωθα ότι όπου κι αν βρισκόμουν’ ήμουν μακριά από κάθε άλλο μέρος.

Τώρα καταλαβαίνω ότι όπου κι αν βρίσκομαι, το μέρος αυτό περιέχει όλα τα μέρη’ κι ή απόσταση πού περπατώ αγκαλιάζει όλες τις αποστάσεις.

Η ψυχή μου με δίδαξε και με συμβούλεψε να μένω ξύπνιος όταν οι άλλοι κοιμούνται. Και να παραδίνομαι στον ύπνο όταν οι άλλοι βρίσκονται σε δράση.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν έβλεπα τα όνειρα τους στον ύπνο μου, ούτε κείνοι παρατηρούσαν τ’ όραμα μου.

Τώρα ποτέ δεν ταξιδεύω μέσα στο καράβι των ονείρων μου έκτος αν με παρατηρούν, κι εκείνοι ποτέ δεν πετούν στον ουρανό του δράματός τους έκτος αν εγώ χαίρομαι την Ελευθερία τους.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Να μη χαίρεσαι. με τον έπαινο και να μη θλίβεσαι με την κατηγορία».

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, αμφέβαλα για την αξία του έργου μου.

Τώρα καταλαβαίνω ότι τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και καρπίζουν το καλοκαίρι χωρίς ν’ αναζητούν τον έπαινο’ και ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο και γυμνώνονται το χειμώνα χωρίς να φοβούνται την κατηγορία.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου έδειξε ότι δεν είμαι μεγαλύτερος από έναν πυγμαίο, ούτε μικρότερος από ένα γίγαντα.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, έβλεπα τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες’ τον αδύνατο, πού τον λυπόμουν και τον δυνατό, πού τον ακολουθούσα ή πού του αντιστεκόμουνα παλικαρίσια.

’Αλλά τώρα έμαθα ότι είμαι όπως είναι κι οι δύο αυτοί, κι αποτελούμαι από τα ίδια στοιχεία. Ή προέλευσή μου είναι ή δική τους προέλευση, ή συνείδησή μου είναι ή δική τους συνείδηση, ή ευχαρίστησή μου είναι ή δική τους ευχαρίστηση, και το προσκύνημά μου, το δικό τους προσκύνημα.

“Αν αυτοί αμαρτάνουν, είμαι κι εγώ αμαρτωλός. “Αν πράττουν καλά, καμαρώνω για την καλή τους πράξη. “Αν ανυψώνονται, ανυψώνομαι κι εγώ μαζί, αν μένουν αδρανείς, συμμετέχω κι εγώ στην αδράνεια τους.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Το φανάρι πού κουβαλάς δεν είναι δικό σου, και το τραγούδι πού τραγουδάς δε γεννήθηκε μέσα στην καρδιά σου, γιατί κι αν κουβαλάς το φως, δεν είσαι εσύ το φως, κι αν είσαι το λαγούτο με τις τεντωμένες χορδές, δεν είσαι εσύ ό παίχτης του οργάνου.

Η ψυχή μου μου μίλησε, σαν αδερφός μου, και μου Έμαθε πολλά. Κι ή ψυχή σου μίλησε σε σένα και σ’ έμαθε το ίδιο πολλά. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα, και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα μας, εκτός ότι. εγώ βιάζομαι να φανερώσω αυτά που είναι μέσα στον εσωτερικό μου κόσμο, ενώ εσύ φυλάς σα μυστικό αυτό που βρίσκεται εντός σου. ’Αλλά στη μυστικότητά σου αυτή υπάρχει αρετή.

Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί

Τα σκοτεινά μηνύματα της επικοινωνίας

Η ιστορία σου, η διαδρομή σου σε τούτο τον κόσμο θα στοιχημάτιζες ότι έχει αδιαμφισβήτητο σημείο εκκίνησης τη γέννηση σου, τη στιγμή που αντίκρισες για πρώτη φορά το φως του ήλιου, ένιωσες τη ζεστασιά από το χάδι της μητέρας σου, γεύτηκες το πρώτο της φιλί και ήπιες το πρώτο γάλα.

Η ιστορία σου όμως έχει ξεκινήσει να γράφεται πολύ πιο πριν, χρόνια ή και δεκαετίες νωρίτερα, να υφαίνεται με τις ιστορίες των γεννητόρων σου, με τα βιώματα, τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τις προσδοκίες, τις ανάγκες τους.

Δε ξέρω πως σου ακούγεται αυτό αλλά ναι, είναι αλήθεια, δυστυχώς ή ευτυχώς κουβαλάς μια βαριά ιστορία στην πλάτη σου, μια ιστορία δυσανάλογη της πραγματικής, της βιολογικής σου ηλικίας. Είσαι μόλις 20 ή 25 χρονών αλλά η ιστορία σου έχει ξεκινήσει να γράφεται προ πολλού και μάλιστα χωρίς εσένα.

Οικογενειακοί μύθοι, αξίες και πεποιθήσεις του περιβάλλοντος σου διαπλάθουν με τρόπο υπόγειο, αδιάφανο, σχεδόν σκοτεινό την κοσμοκατασκευή σου και βρίσκουν έδαφος στην απεγνωσμένη ανάγκη σου να κατανοήσεις τον κόσμο γύρω, να δώσεις νόημα και σκοπό στην ύπαρξη σου.

Από πολύ μικρός μαθαίνεις τι πρέπει και τι δεν πρέπει, ποιο είναι λάθος και ποιο είναι σωστό, τι θεωρείται λογικό και τι παράλογο, φυσιολογικό ή παθολογικό. Πριν ακόμα ανοίξεις τα φτερά σου για να πετάξεις, να πειραματιστείς, να δοκιμαστείς, να κάνεις ότι σου κατέβει ρε αδελφέ μέχρι να κατασταλάξεις στο τι είναι χρήσιμο και τι θα σε πάει μπροστά έχεις ήδη διαμορφώσει στάσεις και αντιλήψεις για τα περισσότερα πράγματα στη ζωή. Έτσι, το επικείμενο πέταγμα σου έχει από νωρίς εξωγενώς προγραμματισθεί.

Το πόσο ψηλά και μακριά θα πετάξεις λοιπόν εξαρτάται από το πόσο περιοριστικές ή αντίθετα απελευθερωτικές ήταν αυτές οι αξίες, οι πεποιθήσεις, οι αντιλήψεις μέσα στις οποίες ανατράφηκες και διαπαιδαγωγήθηκες. Τι σημαίνει αγάπη, έρωτας, ευτυχία, φιλία, οικογένεια, να σαι γυναίκα ή άντρας σου τα μάθανε άλλοι, δεν τα έμαθες μόνος σου. Το αν ο κόσμος γύρω σου είναι φιλικός ή εχθρικός, αν η αγάπη πληγώνει ή ενδυναμώνει, αν η οικογένεια αποτελεί εφαλτήριο ή τροχοπέδη για την προσωπική ανάπτυξη και τόσα άλλα έχουν αποθηκευτεί στο σκληρό σου δίσκο, έχουν ενδοβάλλει τόσο βαθιά που συχνά είναι δύσκολο να συλλάβεις αυτό το βάθος.

Από τη στιγμή της γέννησης σου γίνεσαι αποδέκτης ρητών και άρρητων μηνυμάτων, επαναλαμβανόμενες εκφράσεις, ιστορίες, συμβουλές, πρότυπα συμπεριφορών και συνδιαλλαγών, οικογενειακών μύθων, που διαμορφώνουν ακούσια τις βασικές σου στάσεις απέναντι σε αξίες όπως η μητρότητα, η πατρότητα, ο γάμος, η μόρφωση, το χρήμα, η επιτυχία, η ευτυχία.

Αν παραδείγματος χάριν το χρήμα εκεί που μεγάλωσες θεωρείτο κάτι αμαρτωλό και ένοχο, δαιμονικό, μην απορείς αν παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες σου καταλήγεις να μετράς μόνιμα πενταροδεκάρες. Αν το να σαι καλή μητέρα σήμαινε αυταπάρνηση, εγκατάλειψη κάθε ατομικής ανάγκης και επιθυμίας, «να ξεχάσεις αυτά που ήξερες», συμπόνεσε τον εαυτό σου για τις ενοχές, τις τύψεις που σε περικυκλώνουν και ενίοτε σε παραλύουν κάθε φορά που θέλεις να ξεφύγεις, να κάνεις κάτι και για σένα. Αν ο γάμος στους κόλπους ανατροφής σου σκοτώνει τον έρωτα, θάβει την αυθόρμητη, παρορμητική και άγρια πλευρά του εαυτού σου, σαν ο έρωτας να θέτει σε κίνδυνο το εγχείρημα συμβίωσης και επέκτασης, να υποσκάπτει την βιωσιμότητα του, μην απορείς που έχεις πέσει με τα μούτρα στα παιδιά και έχει θολώσει προ πολλού το συντροφικό/ερωτικό σου κομμάτι.

Είναι αλήθεια πως η επικοινωνία, η ανθρώπινη συνδιαλλαγή δεν είναι καθόλα μια διαφανής και ξεκάθαρη διαδικασία. Απεναντίας είναι σκοτεινή, υπόγεια καθώς τις περισσότερες φορές επηρεάζει με τρόπο ακούσιο, ασυνείδητο τη ζωή και την εξέλιξη σου.

Το πόσο δηλαδή έχεις επηρεαστεί από αξίες, αντιλήψεις και πεποιθήσεις του περιβάλλοντος σου δεν μπορεί να είναι πάντα ορατό δια γυμνού οφθαλμού και συχνά απαιτεί κατάδυση στα απύθμενα νερά του ασυνείδητου, του μη ορατού, του υπόγειου. Να στο πω απλά και κατανοητά ούτε που φαντάζεσαι πόσες από τις επιλογές σου και πόσες από τις αποφάσεις σου έχουν παρθεί ασυναίσθητα, δογματικά, από συνήθεια, ατεκμηρίωτα, αντίθετα από αυτό που σου υπαγορεύει η λογική σου πλευρά. Μην αυταπατάσαι ότι εσύ ξέφυγες της ιστορίας σου, έκλεισες το μάτι πίσω και τρέχεις μπροστά ανεμπόδιστος να κατακτήσεις το Έβερεστ.

Κουβαλάς μια μεγάλη ιστορία στις πλάτες σου και αυτή η κληρονομιά από αξίες και πεποιθήσεις είναι η μόνη εγγυημένη περιουσία σου, η προίκα σου στη ζωή. Κανείς δε σου ζητά να διαγράψεις την ιστορία σου γιατί η γνώση της θα σε πάει μπροστά, η μνήμη θα σου δώσει το μέτρο αναφοράς, θα σου εμφυσήσει όραμα και προορισμό.

Για να μπορέσεις όμως να πάς μπροστά, να πάψεις να αναμασάς καραμέλες δεισιδαιμονίας και κακοτυχίας οφείλεις να μάθεις καλά αυτήν την ιστορία. Παραδέξου όμως ότι συχνά δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις αυτήν την ιστορία, σαν με κάποιο τρόπο αυτό να φαντάζει επώδυνο ή να θέτει σε κίνδυνο τη γαλήνη και την ασφάλεια σου. Περιορίζεσαι στην μικρο-ιστορία βαριά και των γονιών σου ενώ με δυσκολία είσαι σε θέση να γνωρίζεις σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν δύο ή τρεις γενιές παραπάνω από τη δική σου. Ακόμα και τα επώνυμα καταγωγής ή τις χρονολογίες γέννησης των παππούδων σου ομολογείς πως δε θυμάσαι. Σαν όλα αυτά να μη σε αφορούν. Όσο όμως αποφεύγεις να μάθεις για την ιστορία σου τόσο αυτή θα καταφέρνει να σε διαφεντεύει.

Όταν αποκτήσεις μια καλή σχέση με αυτήν, δε θα την αποφεύγεις αλλά θα έχεις συμφιλιωθεί μαζί της, τότε θα είσαι σε θέση να την ερμηνεύσεις, να την αναδομήσεις, να την ξαναδιαβάσεις με άλλα γυαλιά, με τα γυαλιά του σήμερα και της νέας πραγματικότητας. Και θα εκπλαγείς όταν συνειδητοποιήσεις ότι πολλά από τα κληροδοτούμενα δεν έχουν νόημα στο σήμερα, καμία χρησιμότητα, λειτουργούν μόνο περιοριστικά. Καλλιεργήθηκαν σε εποχές όπου κρίσιμα και δυσάρεστα γεγονότα έθεταν σε κίνδυνο την επιβίωση, τη συνοχή και την ενότητα των προγόνων σου.

Μήπως ήρθε λοιπόν η ώρα να εμβαθύνεις στα κρυμμένα και σκοτεινά μηνύματα των οικογενειακών σου μύθων, να αποδεχτείς ότι σε πάει μπροστά, σε απελευθερώνει και να αναθεωρήσεις ότι σε περιορίζει και σε αποδυναμώνει;

Μήπως ήρθε η ώρα να διαβάσεις και να ξαναδιαβάσεις την ιστορία σου και να αποποιηθείς ότι σε βαραίνει και σου δημιουργεί προβλήματα; Η ιστορία θα το δείξει!

Η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο

Λίγοι φιλόσοφοι θα διαφωνήσουν ότι οι άνθρωποι είμαστε, σε μεγάλο βαθμό, ιστορικές οντότητες, με την έννοια ότι κληρονομούμε πράγματα από το παρελθόν, τα αλλάζουμε, και έπειτα τα κληροδοτούμε στις μελλοντικές γενιές. Η γλώσσα, για παράδειγμα, είναι κάτι που μαθαίνουμε και αλλάζουμε καθώς το χρησιμοποιούμε, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιστήμη -οι επιστήμονες ξεκινούν με μια θεωρία, και στη συνέχεια είτε την επαληθεύουν είτε τη διαψεύδουν. Το ίδιο ισχύει για τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η οικογένεια, το κράτος, οι τράπεζες, οι εκκλησίες, και ούτω καθεξής, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι τροποποιημένες μορφές προγενέστερων πρακτικών ή θεσμών. Συνεπώς, η ύπαρξη των ανθρώπινων όντων ποτέ δεν ξεκινά από το μηδέν, αλλά πάντοτε εντός κάποιου πλαισίου -το οποίο μερικές φορές μεταβάλλεται έτσι ριζικά κατά τη διάρκεια μίας μόνο γενιάς. Ωστόσο, μερικά πράγματα, δεν φαίνεται να έχουν ιστορικό χαρακτήρα ή να υπόκεινται σε αλλαγές.

Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας οντότητας είναι η συνείδηση. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά που συνειδητοποιούμε θα αλλάξουν, αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι η σημασία της συνείδησης-τι σημαίνει είμαι σε εγρήγορση, έχω επίγνωση, μπορώ και σκέφτομαι και αποφασίζω- ήταν πάντοτε ίδια για όλους. Παρομοίως, είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συλλογιστικές δομές δεν έχουν ιστορικό χαρακτήρα -ότι η συλλογιστική δραστηριότητα, και οι διανοητικές λειτουργίες στις οποίες βασίζεται (μνήμη, αντίληψη, κατανόηση, και ούτω καθεξής), ήταν πάντοτε ίδιες για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι αυτά πίστευε ο μεγάλος ιδεαλιστής προκάτοχος του Χέγκελ, ο Ιμάνουελ Καντ -και για να κατανοήσουμε τον Χέγκελ, είναι απαραίτητο να δούμε τι πίστευε για το φιλοσοφικό έργο του Καντ.

Οι κατηγορίες του Καντ

Σύμφωνα με τον Καντ, οι θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας της σκέψης, και οι βασικές δομές της συνείδησης, είναι a priori -δηλαδή, υφίστανται πριν από την εμπειρία (και, άρα, δεν προκύπτουν από αυτήν). Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανεξάρτητα από οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή συνειδητοποιούμε, αλλά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιστορική επίδραση ή εξέλιξη.

Ο Καντ ονομάζει αυτές τις νοητικές δομές «κατηγορίες», και σε αυτές περιλαμβάνονται οι έννοιες της «αιτίας», της «ουσίας», της «ύπαρξης», και της «πραγματικότητας». Για παράδειγμα, η εμπειρία μας παρέχει γνώσεις για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορεί να μας διδάξει ότι ο εξωτερικός κόσμος περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αιτίες και αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση της φυσικής δομής του εξωτερικού κόσμου είναι a priori. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι γεννιόμαστε με ορισμένες έμφυτες κατηγορίες, οι οποίες παρέχουν το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την εμπειρία -ένα μέρος του οποίου είναι η υπόθεση ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, η ύπαρξη, αυτού του «a priori» πλαισίου σημαίνει ότι η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας, και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο- δηλαδή τον κόσμο «αυτόν καθ’ εαυτόν». Ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο κόσμος «αυτός καθεαυτόν» -τον οποίο ονομάζει «νοητό κόσμο»-είναι ακατάληπτος. Σύμφωνα με τον Καντ, οι μόνες γνώσεις που μπορούμε να απoκομίσουμε είναι αυτές για τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω του πλαισίου των κατηγοριών -αυτός ο αντιληπτός κόσμος είναι ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά και που ο Καντ ονομάζει «φαινομενικό».

Η κριτική του Χέγκελ για τον Καντ

Ο Χέγκελ πιστεύει ότι μολονότι ο Καντ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει τη φιλοσοφία από αφελείς απόψεις, οι αναφορές του στον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» και στις κατηγορίες μαρτυρούν
επιπόλαιες υποθέσεις. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Καντ είναι ανεπαρκής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Καταρχήν, ο Χέγκελ θεωρεί άτι η ιδέα του Καντ για τον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» είναι κενή νοήματος. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, οτιδήποτε υπάρχει εκδηλώνεται στη συνείδηση -για παράδειγμα, ως κάτι αισθητό ή ως κάτι νοητό. Ο Χέγκελ υποστηρίζει επίσης ότι ο Καντ κάνει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση των κατηγοριών. Στόχος του Χέγκελ είναι να κατανοήσει αυτές τις κατηγορίες χωρίς να κάνει καμία απολύτως υπόθεση ο Χέγκελ θεωρεί άτι η χειρότερη υπόθεση που πραγματοποιεί ο Καντ αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών. Ο Καντ υποθέτει ότι οι κατηγορίες είναι πρωτογενείς και διακριτές ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες είναι «διαλεκτικές» οντότητες, δηλαδή, υπόκεινται σε αλλαγές. Ο Καντ πιστεύει σε ένα αμετάβλητο βιωματικό πλαίσιο, αλλά ο Χέγκελ πιστεύει ότι αυτό το βιωματικό πλαίσιο μεταβάλλεται, και μάλιστα στον βαθμό που μεταβάλλεται και ο κόσμος που βιώνουμε. Άρα, η συνείδηση – και όχι απλώς όλα όσα συνειδητοποιούμε – αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία είναι “διαλεκτική” -μια έννοια που έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία στη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ.

Η διαλεκτική του Χέγκελ

Η έννοια της διαλεκτικής κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτά που ο Χέγκελ αποκαλεί εγγενή (εσωτερική) ερμηνεία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι με την ερμηνεία του εξασφαλίζει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, την αποφυγή υποθέσεων. Δεύτερον, την υιοθέτηση όσο γίνεται γενικότερων εννοιών, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι ισχυρισμοί. Τρίτον, εξηγεί πώς μια γενική έννοια δημιουργεί άλλες, ειδικότερες, έννοιες. Τέταρτον, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία συμβαίνει «εντός» της ίδιας της έννοιας. Αυτός ο τέταρτος περιορισμός αποκαλύπτει τον πυρήνα της λογικής του Χέγκελ -δηλαδή, ότι κάθε έννοια, ή “θέση”, ενέχει μια αντίφαση, ή “αντίθεση”, η οποία αίρεται μόνο με την ανάδειξη από την αρχική έννοια μιας νέας, περιεκτικότερης έννοιας, η οποίο ονομάζεται “σύνθεση”. Μια συνέπεια αυτής της εγγενούς διαδικασίας είναι ότι η σύνθεση μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως αυτά που αρχικά θεωρούσαμε ως αντίφαση της θέσης είναι απλώς μια φαινομενική αντίφαση, η οποία προκαλείται από ελλιπή κατανόηση της αρχικής έννοιας.

Η διαλεκτική του Χέγκελ δείχνει πώς αίρονται οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, ένα τυραννικό καθεστώς δημιουργεί την ανάγκη για ελευθερία -αλλά από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ελευθερία, δεν μπορεί παρά να υπάρξει αναρχία έως ότου η ελευθερία συνδυαστεί με ένα στοιχείο τυραννίας για να δημιουργηθεί η σύνθεση “νόμος”.

Όταν πάψουμε να προσδοκούμε, θα τα έχουμε όλα

Ο Βούδας έγραψε κάποτε: «Όταν πάψουμε να προσδοκούμε, θα τα έχουμε όλα». Αν δεν περιμένουμε τίποτα, μας ευχαριστεί το καθετί. Όταν, όμως, έχουμε προσδοκίες, άσχετα με το πόσες απ’ αυτές ικανοποιούνται, έχουμε την τάση να προσδοκούμε όλο και περισσότερα. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι όλοι θα μας αγαπούν, αλλά δεν πρέπει να περιμένουμε ότι θα το κάνουν κιόλας. Συνειδητοποιώντας το, απελευθερώνουμε τον εαυτό μας και τους άλλους από την υποχρέωση να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες μας. Οι άνθρωποι που λένε, «Πρέπει να μ’ αγαπάς, είμαι η γυναίκα σου, ο άντρας σου, η μητέρα σου, ο αδερφός σου, ο εραστής σου κτλ», ξεχνούν ότι η αγάπη προσφέρεται μόνον ελεύθερα. Άσχετα με το πόσο πολύ την απαιτούμε, θα ‘ρθει μόνον όταν προσφερθεί ελεύθερα.

Οι περισσότεροι δημιουργούμε σχέσεις, έχοντας ένα προκαθορισμένο πλαίσιο προσδοκιών, που συνέχεια συσσωρεύονται και περιμένουν το κατάλληλο πρόσωπο να τις ικανοποιήσει. Αν ο κατάλογος είναι μακρύς και οι απαιτήσεις αυστηρές, η αναμονή μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή. Και μόνο η ιδέα ότι περιμένουμε από τους άλλους να συμπεριφερθούν κατά έναν προκαθορισμένο τρόπο ή να ανταποκριθούν σε μια προκατασκευασμένη εικόνα, τους στερεί το πολυτιμότερο προτέρημά τους, τη μοναδικότητά τους και τους κατατάσσει στην κατηγορία εμπορεύματος.

Αυτό που μας προσελκύει στους άλλους είναι, συνήθως, τα προτερήματα που τους καθιστούν μοναδικούς. Αντί, λοιπόν, ν’ απολαμβάνουμε τη μοναδικότητά τους, προσπαθούμε να τους κατατάξουμε σε κατηγορίες και περιμένουμε απ’ αυτούς να συμπεριφερθούν ανάλογα. Πόσο καλύτερα θα ήταν, αν ξεχνούσαμε τις προσδοκίες μας και συναναστρεφόμασταν τα άτομα που αγαπούμε γι’ αυτό που είναι. Άτομα αξιόλογα, μοναδικά κι ανεπανάληπτα!

Οι δάσκαλοι πρέπει ν’ αποφεύγουν σταθερά την μετάδοση προκαθορισμένων εννοιών στους σπουδαστές τους, για τον απλούστατο λόγο, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις μετατρέπουν σε αυτό-ικανοποιούμενες προφητείες. Περιμένοντας από τους σπουδαστές να λειτουργήσουν κατά έναν ορισμένο τρόπο, ανάλογο με τη φυλή τους, την εμφάνισή τους, την οικογενειακή τους κατάσταση ή την καταγωγή τους, τους αναγκάζουμε να παίζουν μόνιμα το ρόλο που τους έχει ανατεθεί και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να είναι ο εαυτός τους.

Ένας φίλος μου, μου είπε κάποτε, ότι ήταν μόνιμα απογοητευμένος από τις ερωτικές του σχέσεις. Κάθε φορά, από το πρώτο ραντεβού με μια κοπέλα, ήταν βέβαιος ότι θα συναντούσε το μεγάλο έρωτα της ζωής του. Φυσικά, καμιά κοπέλα δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του για σύζυγο, μητέρα, νοικοκυρά, σύντροφο, σύμβολο του σεξ και συνομιλήτρια. Δοκίμασε πολλές απογοητεύσεις, μέχρι ν’ ανακαλύψει ότι ήταν ουσιαστικά πιο διασκεδαστικό (και σίγουρα πιο ρεαλιστικό), ν’ ανακαλύπτει στην κάθε κοπέλα ένα ξεχωριστό άτομο και να της επιτρέπει να του δείχνει τον εαυτό της, όπως ακριβώς ήταν κι όχι όπως την ονειρευόταν. Δεν πέρασε πολύς καιρός, μέχρι να κάνει έναν ευτυχισμένο γάμο.

Για ν’ αποφύγουμε τη μοιραία απογοήτευση που προκαλούν οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, θα πρέπει να έχουμε προσδοκίες μόνον από τον εαυτό μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θ’ αφήσουμε ελεύθερους τους άλλους να είναι ο εαυτός τους, ενώ εμείς θα επεκτείνουμε και θα τελειοποιούμε τις δυνατότητές μας.

Το «Εμείς»

Σ’ αυτή τη μεγάλη φωτογραφία του κόσμου, που απεικονίζει η σύγχρονη φυσική, ποια θέση άραγε έχουμε εμείς ως ανθρώπινα όντα που αντιλαμβάνονται, παίρνουν αποφάσεις, γελάνε και κλαίνε; Αν ο κόσμος είναι ένα σμήνος από εφήμερα κβάντα χώρου και ύλης, ένα μεγάλο παζλ χώρου και στοιχειωδών σωματιδίων, εμείς τι είμαστε; Αποτελούμαστε κι εμείς μόνο από κβάντα και σωματίδια; Αν ναι, τότε από πού έρχεται αυτή η αίσθηση της ατομικής ύπαρξης και του μοναδικού εαυτού που έχει ο καθένας από μας; Και τι είναι οι αξίες μας, τα όνειρά μας, οι συγκινήσεις μας, η ίδια μας η γνώση; Τι είμαστε μέσα σ’ αυτό τον απέραντο και απαστράπτοντα κόσμο;

Στη μεγάλη εικόνα της σύγχρονης επιστήμης υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, και ένα από αυτά που καταλαβαίνουμε λιγότερο είναι ο εαυτός μας. Αλλά το να αποφύγω αυτή την ερώτηση, ή να την αγνοήσω, θα ήταν, νομίζω, σαν να παραβλέπω κάτι ουσιαστικό. Έθεσα ως στόχο να δείξω πώς φαίνεται ο κόσμος στο φως της επιστήμης, κι ένα κομμάτι αυτού του κόσμου είμαστε κι εμείς.

«Εμείς», τα ανθρώπινα όντα, είμαστε κατ’ αρχήν το υποκείμενο που παρατηρεί τον κόσμο. Είμαστε οι συλλογικοί δημιουργοί αυτής της «φωτογραφίας» της πραγματικότητας που προσπάθησα να συνθέσω. Είμαστε κόμβοι σ’ ένα δίκτυο ανταλλαγών (των οποίων το παρόν βιβλίο είναι ένα παράδειγμα), μέσω των οποίων περνάμε εικόνες, εργαλεία, πληροφορίες και γνώση.

Αλλά είμαστε επίσης αναπόσπαστο μέρος του κόσμου που βλέπουμε, όχι εξωτερικοί παρατηρητές.
Βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτό τον κόσμο και η ματιά μας είναι εκ των έσω. Είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια άτομα και τα ίδια φωτεινά σήματα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στα πεύκα πάνω στα βουνά και στα αστέρια στους γαλαξίες.

Καθώς η γνώση μας διευρύνθηκε, μάθαμε ότι η ύπαρξή μας είναι μόνο ένα μέρος του σύμπαντος,και μάλιστα ένα μικρό μέρος του. Αυτό είχε γίνει εμφανές κατά τους περασμένους αιώνες, αλλά κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Πιστεύαμε ότι βρισκόμασταν σ’ έναν πλανήτη στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά δεν είναι αλήθεια. Νομίζαμε ότι είμαστε μοναδικά όντα, ένα είδος διαφορετικό από την οικογένεια των ζώων και των φυτών, και ανακαλύψαμε ότι έχουμε την ίδια καταγωγή με κάθε τι ζωντανό γύρω μας. Έχουμε κοινούς προγόνους με τις πεταλούδες και τα πεύκα. Είμαστε σαν ένα μοναχοπαίδι που μεγαλώνοντας συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, όπως νόμιζε όταν ήταν παιδί. Και πρέπει να μάθει να είναι ένας ανάμεσα σε άλλους. Καθώς καθρεφτιζόμαστε στους άλλους και στα άλλα πράγματα, μαθαίνουμε ποιοι είμαστε.

Στην εποχή του γερμανικού φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ο Σέλλινγκ σκεφτόταν ότι ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει την κορωνίδα της φύσης, το υψηλότερο σημείο όπου η πραγματικότητα αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Σήμερα, από την οπτική γωνία της γνώσης μας για τον φυσικό κόσμο, η ιδέα αυτή μας κάνει να χαμογελάμε. Αν είμαστε ιδιαίτεροι, είμαστε μόνο για τον εαυτό μας ή τους δικούς μας, όπως κάθε μητέρα είναι για το παιδί της, αλλά όχι για την υπόλοιπη φύση. Στον απέραντο ωκεανό των γαλαξιών και των άστρων, είμαστε μια απειροελάχιστη απόμερη γωνιά. Ανάμεσα στα άπειρα αραβουργήματα των μορφών που αποτελούν την πραγματικότητα, είμαστε απλώς ένα ποίκιλμα μεταξύ τόσων άλλων.

Οι εικόνες που κατασκευάζουμε για το σύμπαν ζουν μέσα μας, στον χώρο της σκέψης μας. Μεταξύ αυτών των εικόνων —αυτές που μπορούμε να ανακατασκευάσουμε και να κατανοήσουμε με τα περιορισμένα μέσα μας—και της πραγματικότητας της οποίας αποτελούμε μέρος, υπάρχουν αμέτρητα φίλτρα: η άγνοιά μας, οι περιορισμοί των αισθήσεων και της νοημοσύνης μας, οι ίδιες συνθήκες που η φύση μας ως υποκειμένων, και ξεχωριστών υποκειμένων, επιβάλλει στην εμπειρία.

Υπάρχει ειδικά ένα ζήτημα, σε ό,τι μας αφορά, που μας δημιουργεί συχνά αμηχανία: ποια η σημασία του ότι είμαστε ελεύθεροι να παίρνουμε αποφάσεις, αν η συμπεριφορά μας απλώς ακολουθεί τους προκαθορισμένους νόμους της φύσης; Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της δικής μας αίσθησης ελευθερίας και της αυστηρότητας με την οποία καταλαβαίνουμε ότι εκτυλίσσονται τα πράγματα του κόσμου; Μήπως υπάρχει κάτι μέσα μας που ξεφεύγει από την κανονικότητα της φύσης και μας επιτρέπει να στρίβουμε και να αποκλίνουμε από αυτή, με την ελευθερία της σκέψης μας;

Όχι, δεν υπάρχει τίποτα σ’ εμάς που να ξεφεύγει από τους κανόνες της φύσης. Αν μπορούσαμε να παραβιάζουμε τους νομούς της φύσης, θα το είχαμε ανακαλύψει μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα σ’ εμάς που να παραβιάζει τη φυσική συμπεριφορά των πραγμάτων. Όλη η σύγχρονη επιστήμη, από τη φυσική στη χημεία, από τη βιολογία στη νευροεπιστήμη, δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.

Η λύση της σύγχυσης βρίσκεται αλλού: όταν λέμε ότι είμαστε ελεύθεροι —και όντως μπορούμε να είμαστε—, σημαίνει ότι η συμπεριφορά μας καθορίζεται από αυτό που συμβαίνει μέσα μας, στον εγκέφαλο, και όχι από εξωτερικούς παράγοντες. Το ότι είμαστε ελεύθεροι δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά μας δεν διέπεται από τους νόμους της φύσης. Σημαίνει ότι καθορίζεται από τους νόμους της φύσης που ενεργούν στο μυαλό μας. Οι ελεύθερες αποφάσεις μας καθορίζονται ελεύθερα από τα αποτελέσματα των πλούσιων και φευγαλέων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των δισεκατομμυρίων νευρώνων του εγκεφάλου μας: είναι ελεύθερες όσο και η αλληλεπίδραση των νευρώνων που τις καθορίζει.

Αυτό άραγε σημαίνει ότι όταν αποφασίζω, είμαι «εγώ» που αποφασίζω; Ναι, φυσικά, διότι θα ήταν παράλογο να αναρωτιέμαι αν «εγώ» μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι αποφασίζει να κάνει το σύμπλεγμα των νευρώνων μου: τα δύο αυτά, όπως ο Ολλανδός φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα κατάλαβε με αξιοθαύμαστη διαύγεια τον 17ο αιώνα, είναι ένα και το αυτό. Δεν υπάρχει «εγώ» και οι «νευρώνες του εγκεφάλου μου». Είναι το ίδιο πράγμα. Κάθε άνθρωπος συνιστά μια διαδικασία πολύπλοκη, αλλά ενιαία.

Όταν λέμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη, έχουμε δίκιο, διότι παραείναι περίπλοκη για να θεωρηθεί προβλέψιμη, κυρίως από εμάς τους ίδιους. Η έντονη αίσθηση της εσωτερικής μας ελευθερίας, όπως ο Σπινόζα είδε με οξυδέρκεια, προέρχεται από το γεγονός ότι οι ιδέες και οι εικόνες που έχουμε για τον εαυτό μας είναι πιο πρωτόγονες και χοντροκομμένες από τη λεπτομέρεια των πολύπλοκων διεργασιών που συμβαίνουν μέσα μας. Είμαστε πηγή έκπληξης για τον ίδιο μας τον εαυτό. Έχουμε εκατό δισεκατομμύρια νευρώνες στον εγκέφαλό μας, όσα άστρα έχει ένας γαλαξίας, καθώς και έναν αστρονομικό αριθμό συνδέσεων και πιθανών συνδυασμών μεταξύ τους. Αλλά δεν έχουμε επίγνωση όλων αυτών. «Εμείς» είμαστε η διαδικασία που διαμορφώνεται από την εν λόγω πολυπλοκότητα, όχι αυτό το λιγοστό του οποίου έχουμε συνείδηση.

Το «εγώ» που αποφασίζει είναι το ίδιο «εγώ» που διαμορφώνεται —με τρόπο βεβαίως όχι ακόμα εντελώς σαφή, αλλά αρχίζουμε να τον διαβλέπουμε— από αντανακλάσεις του εαυτού του, από αυτο-αναπαραστάσεις του μέσα στον κόσμο, από την κατανόηση του εαυτού ως μεταβαλλόμενης οπτικής γωνίας, τοποθετημένης στον κόσμο από αυτή την εντυπωσιακή κατασκευή που επεξεργάζεται πληροφορίες και δημιουργεί αναπαραστάσεις, δηλαδή τον εγκέφαλό μας. Όταν έχω την αίσθηση ότι ότι «εγώ» αποφασίζω, είναι απολύτως σωστό — ποιος άλλος; Εγώ, όπως έλεγε ο Σπινόζα, είμαι το σώμα μου, καθώς και ό,τι συμβαίνει στον εγκέφαλο και στην καρδιά μου, με την τεράστια και για μένα αξεδιάλυτη πολυπλοκότητά τους.

Αυτός ο παράξενος, πολύχρωμος και εκπληκτικός κόσμος που εξερευνούμε —όπου ο χώρος είναι κοκκώδης, ο χρόνος δεν υπάρχει, και τα πράγματα μπορούν να μην είναι πουθενά— δεν είναι κάτι που μας αποξενώνει από τον εαυτό μας: είναι μονάχα αυτό που η φυσική μας περιέργεια μας αποκαλύπτει για το σπίτι μας και για το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια αστρική σκόνη από την οποία έγιναν όλα τα πράγματα και είτε θλιβόμαστε βαθιά είτε βιώνουμε έντονη χαρά, δεν παύουμε να είμαστε αυτό που είμαστε: ένα μέρος του κόσμου μας.

Ο Λουκρήτιος το διατυπώνει υπέροχα:

… είμαστε όλοι γεννημένοι από τον ουράνιο σπόρο·
όλοι μας έχουμε τον ίδιο πατέρα,
από τον οποίο η γη, η μητέρα που μας τρέφει,

δέχεται καθαρές σταγόνες βροχής, που παράγουν το φωτεινό στάρι
και τα άφθονα δέντρα
και την ανθρώπινη φυλή
και τα είδη των ζώων,
προσφέροντας τροφή για όλα τα σώματα,
για να ζήσουν μια γλυκιά ζωή
και να αποκτήσουν απογόνους…
(ΙΙ,991-997)

Είναι στη φύση μας να αγαπάμε και να είμαστε τίμιοι. Είναι στη φύση μας να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα. Και συνεχίζουμε να μαθαίνουμε. Η γνώση μας για τον κόσμο εξακολουθεί να διευρύνεται. Υπάρχουν σύνορα στο πεδίο της γνώσης, που εξάπτουν την επιθυμία μας βρίσκονται στα πιο λεπτά πεδία του ιστού του χώρου, στην προέλευση του κόσμου, στη φύση του χρόνου, στο φαινόμενο των μαύρων τρυπών και στη λειτουργία της ίδιας μας της σκέψης.

Εδώ, στην άκρη αυτού που γνωρίζουμε, σε επαφή με τον ωκεανό του αγνώστου. λάμπει το μυστήριο και η ομορφιά του κόσμου. Και μας κόβουν την ανάσα.

Ο νόμος Bragg που χάρισε το βραβείο Nobel στον νεαρότερο επιστήμονα της ιστορίας

Το 1912 ο Βρετανός φυσικός William Henry Bragg (1862-1942) μαζί με τον γιό του Lawrence Bragg (1890-1971), επίσης φυσικό, κατάφεραν να μελετήσουν την κρυσταλλική δομή των ενώσεων με τη βοήθεια των ακτίνων Χ και να ανακαλύψουν το νόμο που φέρει το όνομα τους.

Το 1909 μετά την επιστροφή του στη Βρετανία ο πατέρας William Henry Bragg άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη διάθλαση των ακτίνων Χ στους κρυστάλλους. Αργότερα, συνεργάστηκε με το γιο του Lawrence και πέτυχε να υπολογίσει τις αποστάσεις μεταξύ των διατομικών επιπέδων του κρυστάλλου καθώς και να αναλύσει τη γεωμετρική διευθέτηση των ατόμων στους απλούς κρυστάλλους.

Επίσης, κατόρθωσε να βγάλει τη σχέση που συνδέει το μήκος κύματος λ των ακτίνων Χ με τη γωνία πρόσπτωσης θ πάνω στα διαδοχικά επίπεδα ενός κρυστάλλου μαζί με την απόσταση d μεταξύ τους.



όπου n είναι ένας ακέραιος. Σημειώστε ότι και τα υποατομικά σωματίδια έχουν ένα συνδεδεμένο μήκος κύματος λ De Broglie.



Εξ’ αιτίας της περιοδικότητας των ατόμων σε ένα κρύσταλλο, αυτός δρα σαν ένα εξαιρετικό φράγμα περίθλασης για ακτινοβολία μήκους μερικών angstroms. Η ακτινοβολία αυτή ανακλάται στα διαδοχικά επίπεδα του κρυστάλλου και παρατηρούνται μέγιστα της έντασης, σε ορισμένες γωνίες τις λεγόμενες γωνίες Bragg. Αυτές είναι οι γωνίες για τις οποίες οι ανακλώμενες ακτίνες, που προέρχονται από συνεχόμενα επίπεδα, διαφέρουν κατά ακέραιο αριθμό μηκών κύματος λ.

Μπορεί ο νόμος αυτός να φαίνεται πολύπλοκος, αλλά είναι ο θεμέλιος λίθος της έξυπνης επιστήμης της κρυσταλλογραφίας, η οποία έχει αποκαλύψει τον θαυμαστό μικροσκοπικό κόσμο των ατόμων και των μορίων.

To πρωτοποριακό έργο τους με τις ακτίνες X και την ατομική δομή του κρυστάλλου, καθώς και η ανακάλυψη της διάταξης των κρυσταλλικών ατόμων σε αρμονικούς σχηματισμούς τους χάρισαν από κοινού το Βραβείο Νόμπελ φυσικής του έτους 1915. Οι Bragg αποτελούν τη μοναδική περίπτωση κοινής διάκρισης πατέρα και γιου στην ιστορία των βραβείων Νόμπελ. Ο Lawrence παραμένει ακόμα και σήμερα ο νεότερος άνθρωπος (σε ηλικία 25 ετών] που έχει κερδίσει αυτό το βραβείο.

Από την ιστορία της Φυσικής

Η ανακάλυψη της περίθλαση των ακτίνων X στα κρύσταλλα από τον Von Laue (Νόμπελ Φυσικής 1914) άφησε εποχή, αφ’ ενός γιατί απέδειξε την κυματική φύση τους και, αφ’ ετέρου, για την πειραματική απόδειξη της ύπαρξης των μοριακών πλεγμάτων στους κρυστάλλους. Το πρόβλημα, εντούτοις, του υπολογισμού των δομών του κρυστάλλου από τον τύπο του Laue ήταν υπερβολικά περίπλοκο, και στον υπολογισμό των αποστάσεων των δικτυωτών πλεγμάτων, αλλά και στην κατανομή της έντασης πάνω από τα διάφορα μήκη κύματος στα φάσματα των ακτίνων X,.

Ήταν συνεπώς μια σημαντική ανακάλυψη όταν ο W.L. Bragg βρήκε ότι το φαινόμενο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από μαθηματική άποψη ως μία ανάκλαση από τα διαδοχικά παράλληλα επίπεδα, που περνούν από τα σημεία του δικτυωτού πλέγματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να υπολογιστεί με έναν απλό τύπο η σχέση μεταξύ του μήκους κύματος λ και της απόστασης μεταξύ των ανωτέρων επιπέδων και της γωνίας πρόσπτωσης.

Έτσι για να βγάλουν την απλοποιημένη μαθηματική σχέση, με την οποία πλησίασαν το πρόβλημα των δομών του κρυστάλλου, αντικατέστησαν τη φωτογραφική μέθοδο που υιοθετήθηκε από τον Laue με μία άλλη πειραματική, βασισμένη στην αρχή ανάκλασης, υιοθετώντας ένα μήκος κύματος για τις ακτίνες Χ, που στην αρχή ήταν άγνωστο. Το απαραίτητο όργανο για τον εν λόγω σκοπό, το φασματόμετρο των ακτίνων X, κατασκευάστηκε από τον πατέρα Bragg.



Οι ακτίνες που πέφτουν στους κρυστάλλους παράγονται από σωλήνες ακτίνων X, ενώ για πρώτη φορά σαν άνοδος χρησιμοποιήθηκε λευκόχρυσος. Η χαρακτηριστική ακτινοβολία Χ των μετάλλων αποτελείται, όπως είναι γνωστό, από μερικές ισχυρές γραμμές ή στενές ζώνες. Τα πρώτα πειράματα με το φασματόμετρο αποκάλυψε την γραμμική ακτινοβολία που είναι χαρακτηριστική του λευκόχρυσου.

Εντούτοις, στην έρευνα που ακολούθησε για την ανακάλυψη της φύσης των περίπλοκων χωρικών δικτυωτών πλεγμάτων, στα οποία παρατηρήθηκε μια ανώμαλη κατανομή της έντασης, απεδείχθη σύντομα ότι οι ερευνητές πρέπει να έχουν μια διαθέσιμη ακτινοβολία-Χ, με μήκος κύματος περίπου το μισό μήκος κύματος της ισχυρότερης γραμμής του λευκοχρύσου. Με τις θεωρητικές εκτιμήσεις του πατέρα Bragg, αυτό ήταν δυνατόν να ισχύει με ένα μέταλλο του οποίου το ατομικό βάρος να ήταν κάπου κοντά στο 100. Αυτό θα έδινε μια χαρακτηριστική ακτινοβολία του επιθυμητού μήκους κύματος. Επίσης χρησιμοποιήθηκε σαν άνοδος παλλάδιο και ρόδιο, τα οποία ανταποκρίνονταν πλήρως στο σκοπό αυτό. Όμως για να αξιοποιηθούν εκείνα τα αποτελέσματα, ήταν βασικό να υπάρξει μια μέθοδος για τον υπολογισμό της έντασης στην περίπτωση ενός περίπλοκου χωρικού δικτυωτού πλέγματος, το οποίο θα αποδεικνυόταν απλούστερο από αυτό που δίνεται από τη θεωρία του Laue. Έτσι ο W.L. Bragg ανέπτυξε ένα πιο απλό υπολογιστικό τρόπο.

Για να ξεκινήσουν την έρευνα τους οι δύο ερευνητές, πατέρας και γιος, χρησιμοποίησαν τα πιο απλά κανονικά συστήματα, τα αλκαλικά άλατα αλογόνων. Τότε απέδειξαν ότι τα φάσματα του χλωριούχου καλίου έδειξαν ένα απλό κυβικό δικτυωτό πλέγμα ενώ τα φάσματα του χλωριούχου έδειξαν να αποτελείται από ένα λίγο διαφορετικό κυβικό σύστημα. Με βάση τις ιδιότητες των αλάτων αποδείχθηκε από τους ερευνητές ότι το δικτυωτό πλέγμα των εν λόγω κρυστάλλων αποτελείται από δύο επίπεδα κυβικά δικτυωτά πλέγματα που αντιστοιχούν στα δύο άτομα (αλκάλιο και αλογόνο), τα οποία αλληλοδιαπερνούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν μαζί ένα ενιαίο κυβικό δικτυωτό πλέγμα.

Ήταν μια πολύ σημαντική ανακάλυψη και για τη μοριακή φυσική και για τη χημεία, ότι οι κρύσταλλοι αποτελούνται από ατομικά δικτυωτά πλέγματα και όχι, όπως μέχρι τότε φαντάζονταν, από μοριακά πλέγματα.

Κατά τη διάρκεια των ερευνών τους, οι δύο Braggs ανακάλυψαν επίσης σημαντικές σχέσεις μεταξύ του πλάτους και της διαφοράς φάσης των ακτίνων αφ’ ενός που περιθλώνται και των ατομικών βαρών αφ’ ετέρου, όπως επίσης έδειξαν πειραματικά την επίδραση της θερμότητας στο χωρικό δικτυωτό πλέγμα.
Συγχρόνως, οι δύο ερευνητές καθόρισαν τα μήκη κύματος των ακτίνων X και τις αποστάσεις μεταξύ των διαδοχικών επιπέδων του δικτυωτού πλέγματος με αρκετά μεγάλη ακρίβεια.

Ρομπότ με εκτυπωτή επιδιορθώνει όργανα μέσα στο ανθρώπινο σώμα

Η τρισδιάστατη εκτύπωση διευκολύνει τη δημιουργία ιστών με ακρίβεια στο μέγεθος και στο σχήμα που απαιτείται. Μπορεί ακόμα να αφαιρέσει κι έναν δυσπρόσιτο όγκο.

Ερευνητές στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας προχωρούν σε μια σπουδαία ανακάλυψη την οποία δείχνουν σε φοιτητές πανεπιστημίου.

Πρόκειται για ένα νέο βιοεκτυπωτή ρομπότ που χρησιμοποιώντας βιο-μελάνια τα οποία περιέχουν ζωντανά κύτταρα μέσα στο σώμα των ασθενών, δημιουργούν με ακρίβεια νέους ιστούς. Το ρομπότ μπορεί ακόμα να αφαιρέσει έναν δυσπρόσιτο όγκο.

Οι ερευνητές πειραματίζονται με μια καρδιά αρνιού για να δείξουν τι μπορεί να κάνει στη χειρουργική αυτό το μικρό, ευέλικτο, όπως το ονομάζουν ρομπότ, το οποίο εισέρχεται στο σώμα μέσω μιας μικρής τομής σε συσκευή.

Εκκρεμούν περαιτέρω δοκιμές σε ανθρώπους και εκτιμάται ότι θα χρειαστούν από 5 έως 7 χρόνια για να είναι έτοιμο για κλινική χρήση.

Σενέκας: Περί Ευτυχισμένης Ζωής

Η ζωή είναι σύντομη, αν δεν την ζεις.

Ο Λούκιος ή Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (Lucius Anneus Seneca, 4 π.κ.ε. – 65), γνωστός ως Σενέκας ο Νεότερος ή απλώς Σενέκας, Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δραματουργός και στωικός φιλόσοφος, ήταν γιος του Σενέκα του Πρεσβύτερου, διδάσκαλος του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Νέρωνα, στωικός φιλόσοφος, τραγωδός και ευνοούμενος της Αυλής. Καταγόταν από την Κόρδοβα της ρωμαϊκής επαρχίας της Ισπανίας. Ο Σενέκας έφυγε νεαρός από την γενέτειρά του και ταξίδεψε στην Ρώμη και την ρωμαϊκή Αίγυπτο. Κατά τις περιπλανήσεις του αυτές διδάχθηκε ρητορική και μυήθηκε στην Στωική φιλοσοφία. Τελικά εγκαθίσταται στην Ρώμη, όπου αρχίζει να δικηγορεί και, παρά την κακή του υγεία, να ανελίσσεται σε κρατικά αξιώματα. Το 41 μ.κ.ε. εξορίζεται για οκτώ χρόνια στην Κορσική όταν η Βαλέρια Μεσσαλίνα, τρίτη σύζυγος του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, φιλόδοξη, νυμφομανής και με μεγάλη επιρροή, τον κατηγορεί για μοιχεία.

Ο ρήτορας και φιλόσοφος Λούκιος Ανναίος Σενέκας αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η ζωή του, τα έργα του, ο θάνατος του συγκρούονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα φιλοσόφου. Υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους φιλοσόφους, καθώς, παρότι Στωικός, απέκτησε περιουσία (300 εκατομμύρια σηστέρτιους από τόκους σε δάνεια στην Ιταλία και τις επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) επωφελούμενος από την θέση που κατείχε στην αυλή του αυτοκράτορα Νέρωνα, του οποίου υπήρξε δάσκαλος και σύμβουλος. Ο Νέρων όμως δεν ήταν μόνο μαθητής του, αλλά και δολοφόνος του. Το 65 διέταξε τον θάνατο του Σενέκα, δίνοντάς του ταυτόχρονα την επιλογή να αυτοκτονήσει, την οποία ο φιλόσοφος ακολούθησε.

Ο Σενέκας επικάλυψε τον Στωικισμό με ένα πέπλο ανθρωπισμού, που συνοψίζεται στην φράση του «ο άνθρωπος είναι ιερός για τον άνθρωπο», και υπηρέτησε το Στωικό ιδανικό του σοφού που μεριμνά για την κοινωνία από θέση ευθύνης. Για τον Σενέκα χρέος των πλουσίων και των αρχόντων ήταν η βοήθεια προς τους κοινωνικά αδύναμους. Στα δράματα που έγραψε (π.χ. Φαίδρα, Οιδίπους, Μήδεια “Κείμενα”, Θυέστης, Αγαμέμνων κλπ.), βασισμένα σε Ελληνικούς μύθους και κλασικές αττικές τραγωδίες, επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο. Στην κατηγορία των θεατρικών έργων ανήκει και η κωμωδία, σάτιρα “Αποκολοκύνθωσις”.

Εκτός από το ρητορικό έργο του, στο οποίο οφείλει την πρώιμη φήμη του ως πολιτικός, τα Φυσικά προβλήματα (Naturales quaestiones) σε επτά βιβλία και τις 124 επιστολές του ανέπτυξε πλούσια και πολυμερή συγγραφική δραστηριότητα. Τα έργα του Σενέκα διακρίνονται για την δεοντολογία και την ηθική φιλοσοφία, όπως θέματα σχετικά με την ευγένεια, την φιλανθρωπία, το σθένος, την ευτυχισμένη ζωή.

Περί οργής (De ira) / Περί επιείκειας (De clementia) / Περί ευτυχισμένης ζωής (De beata vitae) / Περί συντομίας της ζωής (De brevitate vitae). Διάλογος που απευθύνεται στον Παουλίνο, έναν υπάλληλο του δημοσίου όπου γίνεται λόγος για την αξία του χρόνου και την ανάγκη να τον χρησιμοποιεί κανείς με σοφία και φειδώ για τη βελτίωση του εαυτού του, για φιλοσοφικές σκέψεις, για επικοινωνία με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και όχι για πολυτελή βίο και ανήθικες απολαύσεις.

Περί απραξίας (De otio) / Περί πνευματικής γαλήνης / Περί ευεργεσιών (De benificiis) / Περί αξιωμάτων (De officiis) / Περί προνοίας (De providentia) Προς την Ελβία (Ad Helviam) που απευθύνεται στην μητέρα του για να την παρηγορήσει για την εξορία του γιου της (του ίδιου δηλαδή) και δείχνει δύναμη κι αξιοπρέπεια κ.α.

Τα γραπτά του αναμφίβολα αποτελούν φιλοσοφικά κείμενα αντάξια ενός ρήτορα που έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους Στωικούς φιλοσόφους, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον δούλο Επίκτητο. Το ηθικό του δοκίμιο «Περί της συντομίας της ζωής» (De Brevitate Vitae) μια επιστολή με παραλήπτη τον πεθερό του Παυλίνο (Paulinus) αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα του όπου με ρητορική καλαισθησία παροτρύνει τον αναγνώστη της εποχής του Νέρωνα (αλλά και της σημερινής) να εκτιμήσει τον χρόνο του:

«Θυμήσου και συλλογίσου, όποτε είχες ένα συγκεκριμένο σχέδιο στην ζωή σου, πόσο λίγες μέρες πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε την φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από την ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο λίγο μέρος από τον εαυτό σου σου έχει απομείνει· και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από την ώρα σου». Σενέκας, “Περί της συντομίας της ζωής”

Το πολυτιμότερο που κατέχει κάποιος είναι ο χρόνος του. Ο Σενέκας τοποθετεί τον χρόνο μπροστά μας και μας προτρέπει να τον αδράξουμε, προτού είναι αργά. Ο χρόνος μας είναι η ζωή μας. Και όμως, πόσοι από εμάς, από την εποχή του Σενέκα έως σήμερα, δεν τον θεωρούμε δεδομένο; Αλλά, όσο σπαταλούμε τον χρόνο μας, μικραίνουμε την ζωή μας. Πρόκειται για μία συνειδητοποίηση που έρχεται με τα γεράματα, όταν είναι πια αργά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Σενέκας απευθύνεται σε όλους μας:

«Και ποια είναι άραγε η αιτία αυτού του φαινομένου; Αιτία είναι το ότι ζείτε σαν να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα, χωρίς να σκέφτεστε ποτέ πόσο εύθραυστοι είστε και χωρίς ποτέ να παρατηρείτε πόσος χρόνος από την ζωή σας έχει ήδη χαθεί. Σπαταλάτε το χρόνο σας σαν να τον αντλείτε από κάποια πλήρη και άφθονη παρακαταθήκη, και όλα αυτά όταν η μέρα που χαρίζετε σε κάποιον άνθρωπο ή σε κάποιο πράγμα θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής σας».

(Memento Mori). Θυμήσου ότι θα πεθάνεις. Η Στωική υπενθύμιση της θνητότητας μας είναι η μόνη που προσφέρει την συνειδητότητα της ζωής που πρέπει να ζούμε κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα είναι πολύτιμη, όχι μόνο η τελευταία. Κατανοούμε την ζωή με τον θάνατο.

«Πόσο αργά είναι να αρχίζουμε τότε μόνο να ζούμε, όταν η ζωή μας κατ’ ανάγκην τελειώνει!».

Οι άνθρωποι, υπερφίαλοι απέναντι στον χρόνο, νομίζουν ότι θα ζουν για πάντα και περιμένουν τις ημέρες να περάσουν σχεδιάζοντας πάντα το αύριο ή αναπολώντας το χθες. Η ζωή όμως είναι τώρα. Δίνοντας αξία στον χρόνο μας, δίνουμε αξία στην ζωή μας. Και παύει πλέον να είναι σύντομη.

Περί της συντομίας της ζωής.

Ζούμε στο έπακρο, εξαντλούμε την ζωή μας ή θεωρούμε τον χρόνο μας μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη ζωής ως τα γηρατειά; Μήπως είμαστε πολύ απασχολημένοι για να ζήσουμε; Αυτά τα ερωτήματα θέτει ο Σενέκας σε πολλά από τα έργα του. Στο “Περί της συντομίας της ζωής” ο συγγραφέας απευθύνεται στον Παυλίνο (επόπτη της προμήθειας και διανομής του σίτου στην Ρώμη) για να τον πείσει ότι ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί από τα καθήκοντά του και να αξιοποιήσει τον χρόνο του προς όφελός του. Αρκεί να ρίξει μια ματιά γύρω του. Όλοι επιθυμούν να ζήσουν περισσότερο, γιατί ανάλωσαν την ζωή τους σε ανούσια πράγματα.

«Θέλεις να μάθεις γιατί τελικά αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν πιο πολύ; Δες πόσο επιθυμούν να ζήσουν περισσότερο. Υπέργηροι σε ηλικία ικετεύουν να τους δοθούν περισσότερα χρόνια. Προσποιούνται ότι είναι νεότεροι από όσο είναι. Κολακεύονται με ένα ψέμα και αρέσκονται να εξαπατούν τον εαυτό τους σαν να εξαπατούν ταυτόχρονα την μοίρα. Αλλά όταν κάποια ασθένεια (imbecillitas) τους υπενθυμίσει την θνητότητά τους, με πόσο τρόμο πεθαίνουν, καθώς η ζωή τούς αποβάλλει, χωρίς να την εγκαταλείπουν οι ίδιοι. Ωρύονται επειδή υπήρξαν ανόητοι που δεν έζησαν, και λένε ότι, αν ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση, θα ζήσουν σε ανάπαυλα (in otio victuros). Τότε συνειδητοποιούν πόσο μάταια μοχθούσαν για πράγματα που δεν απολάμβαναν, και πως ο μόχθος τους πήγε χαμένος. Αλλά όσοι έζησαν την ζωή τους μακριά από τέτοιες ασχολίες, γιατί θεωρούν ότι δεν έζησαν πολύ (quidni spatiosa sit);» Σενέκας

Δεν είναι μόνο οι ασχολίες του δημόσιου βίου που κρατούν τους ανθρώπους πολύ απασχολημένους (occupatos) για να ζήσουν. Μπορεί η ενασχόληση με τα κοινά να θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ για τους Ρωμαίους πολίτες, αλλά η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει δημιουργήσει εύρωστους οικονομικά πολίτες που έχουν τον ελεύθερο χρόνο και τα μέσα για να τον αξιοποιήσουν όπως αυτοί επιθυμούν. Πάλι όμως ο Σενέκας ψέγει εκείνους που εξαντλούν τον χρόνο τους εφευρίσκοντας ασχολίες. Η ανάπαυλα (otium) είναι ο ελεύθερος χρόνος μας, αλλά σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της απραξίας.

Με μία γλαφυρή περιγραφή της καθημερινής πραγματικότητας από τον Σενέκα:

«Βλέπουμε πολίτες να περνούν τον χρόνο τους στα κουρεία ανησυχώντας περισσότερο για τις τρίχες του κεφαλιού τους παρά για την ασφάλειά του, να τραγουδούν παράφωνα αντί να συνδιαλέγονται γι’ αυτά που τους απασχολούν, να μεθούν και να επιδεικνύουν τον πλούτο τους με τον πιο ευφάνταστο τρόπο για να προκαλέσουν τον θαυμασμό των άλλων, να ξεσκονίζουν την συλλογή των κορινθιακών αγγείων τους «που η μανία ελάχιστων ανθρώπων έχει καταστήσει πανάκριβα», περνώντας τον χρόνο τους με τη σκουριά. Αυτοί ζουν για να επιδεικνύονται, όντας πολυάσχολοι στην ανάπαυλά τους. Αυτοί δεν έχουν ελεύθερο χρόνο, αλλά μια νωθρή ασχολία», αποφαίνεται ο συγγραφέας.

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην εποχή του έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο τρυφηλότητας που δεν ασχολείται με τίποτε. Τελικά, αφηγείται μια εξωφρενική σκηνή τρυφηλής απραξίας:

«Άκουσα ότι κάποιος από αυτούς τους ντελικάτους (ex delicatis) ανθρώπους -αν μπορείς να αποκαλέσεις ντελικάτο κάποιον που έχει ξεχάσει τις βασικές συνήθειες της ανθρώπινης ζωής- όταν τον σήκωσαν από το μπάνιο με τα χέρια και τον έβαλαν να καθίσει στο φορείο, είπε με απορία: ‘Τώρα κάθομαι;’ Πιστεύεις ότι αυτός που δεν ξέρει αν κάθεται, ξέρει αν είναι ζωντανός, αν βλέπει, αν βρίσκεται σε ανάπαυλα;» Σενέκας

Για μια ευτυχισμένη ζωή.

«Όλοι επιθυμούν να ζήσουν μία ευτυχισμένη ζωή, όταν όμως πρόκειται να διαγνώσουν τι είναι εκείνο που κάνει τη ζωή ευτυχισμένη, εκεί τυφλώνονται· και, χωρίς να είναι βέβαια εύκολο να επιτύχει κανείς ευτυχισμένη ζωή, είναι πάντως γεγονός ότι, όσο πιο πολύ αγωνίζεται να την πλησιάσει, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από αυτή, αν κάπου έχει κάνει λάθος στον δρόμο του. Και, ακριβώς επειδή οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση, η ίδια η ταχύτητα του πολλαπλασιάζει και την απόσταση που τον χωρίζει από τον στόχο του.

Πριν από οτιδήποτε άλλο, λοιπόν, θα πρέπει να δούμε τι είναι αυτό προς το οποίο στοχεύουμε· ύστερα, θα πρέπει να εξετάσουμε από ποιο δρόμο θα μπορούσαμε να το πλησιάσουμε γρηγορότερα, ενώ στο ίδιο το ταξίδι -υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι έχουμε πάρει τον σωστό δρόμο- θα ανακαλύψουμε πόση απόσταση διανύουμε καθημερινά και πόσο πλησιάζουμε τον στόχο μας, προς τον οποίο μας έλκει φυσική ανάγκη. Όσο όμως πλανιόμαστε άσκοπα, χωρίς οδηγό, και υπακούουμε μόνο στον θόρυβο και στις διιστάμενες κραυγές εκείνων που μας καλούν να προχωρήσουμε προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο η ζωή μας θα χαραμίζεται σε λάθη, αυτή η ζωή που είναι σύντομη, ακόμα κι αν μέρα και νύχτα παλεύουμε για την πραγματική σοφία.

Ας εξετάσουμε λοιπόν τόσο τον στόχο όσο και τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε, και ας πάρουμε μαζί μας κάποιον έμπειρο οδηγό, που έχει ήδη εξερευνήσει την περιοχή στην οποία βαδίζουμε, γιατί οι συνθήκες που επικρατούν σ’ ένα τέτοιο ταξίδι είναι διαφορετικές από εκείνες που χαρακτηρίζουν τα άλλα ταξίδια.

Σ’ αυτά, ένας ευδιάκριτος δρόμος και οι πληροφορίες από τους κατοίκους της περιοχής σε προφυλάσσουν από το λάθος, σ’ εκείνο όμως τα πολύχρηστα και πολυσύχναστα μονοπάτια είναι και τα πιο απατηλά. Τίποτε επομένως δεν είναι ανάγκη να τονιστεί περισσότερο από την προειδοποίηση ότι δεν θα πρέπει να πάρουμε, σαν τα πρόβατα, την γραμμή του κοπαδιού που προηγείται, ταξιδεύοντας έτσι πάνω στον δρόμο που βαδίζουν όλοι, αλλά πάνω στον δρόμο που οφείλουμε να βαδίσουμε.

Τίποτε, πράγματι, δεν μας δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από το γεγονός ότι προσαρμόζουμε τον εαυτό μας στις κοινές διαδόσεις, πιστεύοντας ότι όσα γίνονται αποδεκτά με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, αυτά είναι και τα άριστα -το γεγονός δηλαδή ότι, με το να ακολουθούμε τόσους πολλούς, ζούμε στην ουσία σύμφωνα με τους κανόνες όχι τόσο της λογικής αλλά της μίμησης.

Το αποτέλεσμα είναι πως, ο ένας μετά τον άλλο, συσσωρεύονται οι άνθρωποι που οδεύουν ολοταχώς προς την καταστροφή. Και, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν, σε μια μεγάλη ανθρώπινη συμφορά, οι άνθρωποι συμπιέζουν ο ένας τον άλλο και κανείς δεν μπορεί να καταρρεύσει χωρίς να συμπαρασύρει και τους άλλους στην πτώση του, καθώς η κατάρρευση των πρώτων επιφέρει τον όλεθρο και των τελευταίων, το ίδιο πράγμα θα μπορούσες να δεις σε κάθε περίπτωση και στην ζωή.

Τα σφάλματα κάθε ανθρώπου δεν προκαλούν σ’ εκείνον μόνο ζημιά, αλλά καθένας από μας είναι ο ίδιος αιτία και υπεύθυνος του λάθους που θα κάνει και κάποιος άλλος. Γιατί είναι επικίνδυνο να αναθέτουμε την ασφάλεια του εαυτού μας στο πλήθος που προπορεύεται και -ακριβώς επειδή καθένας μας είναι προθυμότερος να εμπιστευτεί κάποιον άλλο παρά να αποφασίσει ανεξάρτητα για τον εαυτό του- ουδέποτε να θέτουμε υπό έλεγχο την ζωή μας, αλλά να δείχνουμε απεναντίας τυφλή εμπιστοσύνη στους άλλους, έτσι ώστε κάποιο λάθος που έχει περάσει από τον ένα στον άλλο να εμπλέκει τελικά και μας τους ίδιους και να απεργάζεται την καταστροφή μας.

Το παράδειγμα των άλλων μας καταστρέφει, η αποδέσμευση από το πλήθος είναι σωτήρια. Γιατί αυτό, υπερασπίζοντας το λάθος του, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική. Συμβαίνει έτσι το ίδιο ακριβώς πράγμα που γίνεται και στις εκλογές, όπου τα ίδια εκείνα άτομα που εξέλεξαν τους πραίτορες απορούν όταν η ευμετάβλητη λαϊκή εύνοια μετατοπιστεί στο θέμα της εκλογής των πραιτόρων. Το ίδιο έχει την μια στιγμή την εύνοια μας, την άλλη την αποδοκιμασία μας· αυτή είναι η έκβαση κάθε απόφασης που ακολουθεί τις επιλογές του πλήθους».

«Θα υπομένω προσωπικά όλους τους μόχθους όλο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί, χαλυβδώνοντας το σώμα μου με τη δύναμη του πνεύματος. Θα περιφρονώ τα υλικά αγαθά, είτε τα έχω είτε όχι, και δε θα μου στοιχίσει αν τα έχει κάποιος άλλος, ούτε και θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα αν τα αγαθά αυτά αστράφτουν γύρω μου.

Δεν θα δίνω σημασία στην τύχη, είτε αυτή έρχεται είτε φεύγει. Όλα τα κτήματα θα τα βλέπω σαν δικά μου, και θα θεωρώ τα δικά μου σαν να ανήκουν σε όλους τους άλλους. Θα ζω πάντα με την συνείδηση ότι γεννήθηκα για τους άλλους, και γι’ αυτό το λόγο θα είμαι ευγνώμων στην φύση· γιατί πώς θα μπορούσε αυτή να εξυπηρετήσει το έργο μου με καλύτερο τρόπο;

Έχει προσφέρει εμένα, τον ένα, σε όλους τους άλλους, και όλους τους άλλους τους πρόσφερε σ’ εμένα, τον ένα. Ό,τι τύχει να αποκτήσω, ούτε ως φιλάργυρος θα το αποθησαυρίσω ούτε ως σπάταλος θα το διασπαθίσω. Τίποτε δεν θα πιστέψω ότι κατέχω περισσότερο, όσο τα δώρα που πρόσφερα ύστερα από ώριμη σκέψη. Δεν θα εκτιμώ τις ευεργεσίες μου με βάση το πλήθος τους ούτε το μέγεθος τους ούτε με βάση οτιδήποτε άλλο πέρα από την εκτίμηση του αποδέκτη• ποτέ δε θα φανεί σπουδαίο στα μάτια μου ό,τι παίρνει ένας αξιόλογος άνθρωπος.

Τίποτε δεν θα κάνω για να σχηματιστούν εντυπώσεις γύρω από το πρόσωπό μου· τα πάντα θα πράττω για την συνείδησή μου. Ό,τι κι αν κάνω όταν μόνο εγώ είμαι παρών, θα το θεωρώ σαν να έχει γίνει μπροστά στα μάτια ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού. Όταν τρώω και πίνω, στόχος μου θα είναι να απαλείψω την ανάγκη της φύσης, όχι να γεμίσω και να αδειάσω την κοιλιά μου.

Θα είμαι ευχάριστος στους φίλους μου. ήπιος και συγκαταβατικός στους εχθρούς μου. Θα δίνω την συγγνώμη μου πριν καν μου την απαιτήσουν, και θα σπεύδω να προσφέρω ό,τι έντιμο μου ζητηθεί. Θα ξέρω ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι πατρίδα μου, ότι οι Θεοί την κυβερνούν και ότι αυτοί ζουν πάνω μου και γύρω μου κι ελέγχουν τα λόγια και τις πράξεις μου.

Και, όποτε η φύση ζητήσει πίσω την πνοή μου ή η λογική μου την απελευθερώσει, θα φύγω δηλώνοντας ότι αγάπησα την ορθή συνείδηση και κάθε αγαθή προσπάθεια, ότι δεν περιόρισα την ελευθερία κανενός και, οπωσδήποτε, όχι την δική μου». Σενέκας.

Ανάπαυλα (otium) δεν σημαίνει απραξία.

Για τον Σενέκα ο ελεύθερος χρόνος είναι η ζωή που επιλέγουμε. Είναι ο μοναδικός χρόνος του οποίου κυρίαρχοι είμαστε εμείς. Μας ανήκει όσο μας ανήκει η ζωή. Ένα από τα πιο αινιγματικά και λιγότερο μελετημένα έργα του Σενέκα είναι το De otio (Περί ανάπαυλας), όπου ο συγγραφέας αναλύει τις απόψεις του για τον ελεύθερο χρόνο. Ο Στωικός φιλόσοφος έχει ήδη αφιερώσει δύο έργα και αρκετές από τις Ηθικές επιστολές στον Λουκίλιο προτρέποντας τον αναγνώστη του να αξιοποιήσει στο έπακρο τον χρόνο του στην ζωή του. Με ποιον τρόπο όμως; Στα ρωμαϊκά χρόνια, ο Στωικισμός δεν επιτρέπει στο άτομο να απομονωθεί στον εαυτό του, καθώς οφείλει ακόμη και όταν φτάσει σε μεγάλη ηλικία να υπηρετεί το κοινό συμφέρον.

Το έργο ξεκινά απότομα, λόγω του ότι απουσιάζει η αρχή -όπως και το τέλος- χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί πρόβλημα. Ο Σενέκας εν είδει απολογίας για τη ζωή του διατυμπανίζει στους Στωικούς φίλους του ότι «και όμως είναι ωφέλιμο να αποσυρθείς στον εαυτό σου» (proderit tamen per se ipsum secedere). Ήδη από τις πρώτες γραμμές του σωσμένου κειμένου ο συγγραφέας προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει ότι ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να είναι και προσωπικός, να στοχεύει στην καλλιέργεια του εαυτού:

«Μόνο στον ελεύθερο χρόνο μπορεί κάποιος να κατακτήσει αυτό που τον ευχαριστεί» (Tunc potest obtineri quod semel placuit. De otio).

«Αυτό που τον ευχαριστεί»;

Διατυπώνοντας την φράση ο Σενέκας οραματίζεται την αντίδραση των Στωικών. Έχει πολύ δύσκολο έργο και το ξέρει. Η ευχαρίστηση ή ηδονή δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επιχείρημα. Το αντίθετο. Η ηδονή είναι κακός οδηγός και υποστηρίζεται από την αντίπαλη σχολή του Επίκουρου. Τότε, ένας ανώνυμος συνομιλητής κάνει την εμφάνισή του στο έργο:

«Τι κάνεις, Σενέκα; Εγκαταλείπεις την σχολή σου; Σίγουρα, οι Στωικοί σου λένε: ‘Ως το τέλος της ζωής πρέπει να είμαστε δραστήριοι, να μην σταματάμε να προσπαθούμε για το κοινό καλό, να βοηθάμε τα άτομα, ακόμη και να τείνουμε το γέρικο χέρι μας στον εχθρό για βοήθεια. Εμείς είμαστε που δεν αφηνόμαστε στην ανάπαυλα παρά μόνο όταν έρθει ο θάνατος, και αν το επιτρέψουν οι συνθήκες ούτε ο θάνατος θα είναι ανάπαυλα για μας. Γιατί συζητάς τα διδάγματα του Επίκουρου στο στρατόπεδο του Ζήνωνα;» Σενέκας, De otio

Ο διάλογος αντικατοπτρίζει την εποχή του Σενέκα, όπου το otium (που αρχικά σήμαινε απομάκρυνση από την πολιτική ζωή και την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου) έχει δώσει την θέση του στην τρυφηλή, γεμάτη απολαύσεις ζωή. Ο Σενέκας, βλέποντας την επικράτηση του Επικούρειου βίου να αυξάνει την δημοφιλία του ανάμεσα στις τάξεις των Ρωμαίων, επιχειρεί να επανερμηνεύσει την έννοια του otium, της ανάπαυλας, απελευθερώνοντάς την παράλληλα από την εμπλοκή στην πολιτική ζωή. Η διαφορά μεταξύ της επικούρειας και στωικής συμμετοχής στα κοινά απαλείφεται από τον ίδιο.

«Οι δύο σχολές των Επικουρείων και των Στωικών διαφέρουν και σε αυτό το θέμα, ωστόσο και οι δύο μας ωθούν στην ανάπαυλα με διαφορετικούς τρόπους».

Ο Σενέκας δεν θα υποστηρίξει την Επικούρεια θέση, αλλά θα συνηγορήσει υπέρ του ελεύθερου ατομικού χρόνου αντλώντας επιχειρήματα από «το δικό του στρατόπεδο» αυτή την φορά. Εκείνο των Στωικών. To υπέρτατο αγαθό (summum bonum), το «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», επιστρατεύεται:

«Η Φύση μάς γεννά και για τα δύο, και για τον στοχασμό γύρω από τα πράγματα και για την δράση (contemplationi rerum et actioni)».

Η φύση μάς καλεί να την ανακαλύψουμε. Το ίδιο και ο εαυτός μας. Και από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε.

Ο φιλόσοφος δεν εγκαταλείπει την Σχολή του. Ο Στωικισμός στην εποχή του δεν έχει πάρει την τελική του μορφή και ο Σενέκας θα προσθέσει νέες ιδέες στην δεξαμενή του. Πολιτική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συγκρότηση του ατόμου, χωρίς περισυλλογή του εαυτού. Ο Αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος που θα ακολουθήσει θα αποδείξει έμπρακτα την εφαρμογή του Στωικισμού στον πολιτικό βίο: Η καθημερινή περισυλλογή έχει αφετηρία το άτομο.

«Όσα σε έναν γίνονται, σ’ όλους μπορούν να γίνουν» Ποπλίλιος Σύρος*

«Αν κάποιος επιτρέψει σ’ αυτή την σκέψη να εισχωρήσει στην καρδιά του και, όταν βλέπει τις δυστυχίες των άλλων, που κάθε μέρα υπάρχουν εν αφθονία, αναλογίζεται ότι άνετα θα μπορούσαν να έλθουν και στον ίδιο, θα εξοπλιστεί εναντίον τους πολύ πριν αυτές τον επισκεφθούν. Είναι πολύ αργά να εφοδιάζεται κανείς για να υπομείνει τους κινδύνους όταν αυτοί είναι ήδη παρόντες. Μπορεί βέβαια να πεις: «Δεν νόμιζα ότι αυτό θα συμβεί» και «Πίστευες ποτέ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»

Όμως γιατί όχι; Ποια είναι τα πλούτη εκείνα που δεν τα ακολουθούν κατά πόδας η φτώχεια, η πείνα και η αθλιότητα; Ποιοι αξιωματούχοι στον ποδόγυρο της εσθήτας τους, ποιοι οιωνοσκόποι στη ράβδο τους ή ποιοι πατρίκιοι στους ιμάντες των παπουτσιών τους δεν μεταφέρουν ακαθαρσίες και άθλια σκουπίδια -χιλιάδες στίγματα και σκέτη ντροπή; Ποιο βασίλειο υπάρχει για το οποίο να μην καιροφυλακτεί η καταστροφή και η ερήμωση, ο τύραννος και ο δήμιος;

Και όλα αυτά δεν χωρίζονται μεταξύ τους με τεράστια διαλείμματα χρόνου, αλλά, ανάμεσα στον θρόνο και στην γονυκλισία του βασιλιά μπροστά στα γόνατα κάποιου άλλου, κάποτε μεσολαβεί μία μόνο ώρα. Πρέπει επομένως να έχεις υπόψη σου ότι κάθε μοίρα στην ζωή είναι μεταβλητή και ό, τι συμβαίνει σε κάποιον μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σ’ εμένα. Είσαι πλούσιος είσαι όμως πλουσιότερος από τον Πομπήιο;

Και όμως, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ούτε ψωμί και νερό όταν ο Γάιος, ένας γέρος συγγενής και καινούριος οικοδεσπότης του, του άνοιξε το σπίτι του Καίσαρα, για να έχει έτσι την ευκαιρία να του κλείσει το δικό του! Όσο κι αν ήταν ιδιοκτήτης πολυάριθμων ποταμών, που πήγαζαν από τα δικά του κτήματα και είχαν την εκβολή τους στις δικές του περιοχές, ήταν υποχρεωμένος να ζητιανεύει για μερικές σταγόνες νερό. Πέθανε από πείνα και δίψα στο ανάκτορο του συγγενούς του και, ενώ λιμοκτονούσε, ο κληρονόμος του φρόντιζε να ταφεί δημοσία δαπάνη! Έχεις αποκτήσει ύψιστα αξιώματα απέκτησες όμως κάποιο τόσο μεγάλο, τόσο απρόσμενο και με τέτοια ευρύτητα όσο εκείνο του Σηιανού;

Και όμως, την μέρα εκείνη που η Σύγκλητος τον συνόδευε, ο λαός τον καταξέσχιζε. από τον άνθρωπο που είχε συγκεντρώσει επάνω του ό,τι Θεοί και άνθρωποι θα μπορούσαν να δώσουν τίποτα δεν έμεινε για να το σύρει στο ποτάμι ο δήμιος! Έστω ότι είσαι βασιλιάς: δεν θα σε παραπέμψω στον Κροίσο, που έζησε για να δει την θανατική του πυρά να ανάβει και να σβήνει, που εξαναγκάστηκε να ζήσει για να δει το θάνατο του βασιλείου του, και όχι μόνο του εαυτού του, ούτε και στον Ιουγούρθα, που ο ρωμαϊκός λαός τον είδε, μέσα στον ίδιο χρόνο, αιχμάλωτο μπροστά του, ενώ πριν τον έτρεμε. Εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μάρτυρες της εικόνας ενός Πτολεμαίου, Βασιλιά της Αφρικής, και ενός Μιθριδάτη, Βασιλιά της Αρμενίας, που περιήλθαν υπό τον έλεγχο της φρουράς του Γαΐου, ο ένας στάλθηκε εξορία, ό άλλος ικέτευε να σταλεί πίσω και να του έχουν τώρα περισσότερη εμπιστοσύνη!

Αν λάβεις υπόψη σου αυτή την φοβερή μεταβλητότητα της τύχης, που την μια σε ανεβάζει και την άλλη σε κατεβάζει, δεν έχεις παρά να υποχωρήσεις στην δύναμη της κακοτυχίας -την οποία ο καθένας θα μπορούσε να συντρίψει, αν είχε πρώτα την δυνατότητα να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο – εκτός μόνο αν αποδεχθείς το γεγονός πως οτιδήποτε συμβαίνει σε έναν, είναι πιθανόν να συμβεί και σ’ εσένα.» Σενέκας “Περί της πνευματικής γαλήνης”

Το ζήτημα του θανάτου

«Λυπάμαι για τον θάνατο του φίλου σου Φλάκους αλλά δεν θέλω να υποφέρεις περισσότερο. Δεν θα τολμούσα να επιμείνω στο να μην υποφέρεις καθόλου, αν και γνωρίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά ποιος μπορεί να φτάσει σ’ αυτό το ψυχικό σθένος, εκτός αν έχει ξεφύγει μακριά από την πολυπλοκότητα της τύχης; Μην αφήνεις τα δάκρυα να στεγνώνουν όταν χάνεις έναν φίλο ούτε όμως να τ’ αφήνεις να σε πλημμυρίζουν. Μπορείς να δακρύζεις αλλά όχι να οδύρεσαι. Θέλεις να μάθεις τον λόγο της οιμωγής και του υπερβολικού θρήνου; Είναι επειδή στα δάκρυα αναζητούμε τις αποδείξεις του θρήνου και δεν αφήνουμε την θλίψη να ακολουθήσει, μόνο την επιδεικνύουμε.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Το ζήτημα του θανάτου είναι κεντρικό τόσο στην Στωική όσο και στην Επικούρεια φιλοσοφία. Ο θάνατος, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον εαυτό μας. Όσο και να τον φοβόμαστε, δεν τον αισθανόμαστε. Είναι το πέρας της ζωής των αισθήσεων. Αλλά πώς μπορούμε να αποδεχτούμε τον θάνατο των αγαπημένων μας; Σε αυτή την περίπτωση η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο φιλοσοφικών Σχολών γίνεται εντονότερη. Για τους Στωικούς τα συναισθήματα τιθασεύονται με την λογική. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στην 63η επιστολή ο Σενέκας αποχαιρετά τον Λουκίλιο χωρίς Επικούρειο «δώρο» όπως σε άλλες επιστολές (12, 16, 27). Εδώ τα ρητά του Επίκουρου δεν έχουν θέση, καθώς ο ίδιος δεν θα συμφωνούσε ποτέ με την Στωική απάθεια, μολονότι προσβλέπει στην αποφυγή του πόνου.

Ο Σενέκας θα αντιμετωπίσει την απώλεια του άλλου όχι με σκληρότητα αλλά με την λογική που βασίζεται στο αναπόδραστο του θανάτου. Η απέραντη θλίψη της βίωσης του θανάτου ενός φίλου δεν αρμόζει σε όσους ακολουθούν την Στωική φιλοσοφία. Η θλίψη που συνοδεύει τον θάνατο του αγαπημένου μας προσώπου δεν μπορεί παρά να είναι φυσιολογική, γεγονός που ο φιλόσοφος δεν μπορεί να παραβλέψει. Η ένστασή του αφορά την χρονική διάρκεια και το μέγεθός της. Αυτά είναι που επιδέχονται κριτική.

Ο θρήνος έχει όριο.

Για να υποστηρίξει την άποψή του ο Σενέκας ανατρέχει στον μεγαλύτερο Έλληνα ραψωδό (poetarum Graecorum maximus) Όμηρο, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και η Νιόβη, αν και είχε χάσει 12 παιδιά, σκέφτηκε να τραφεί την πρώτη μέρα (Ιλιάδα Ω 602 κ.εξ.). Αλλά και στην ρωμαϊκή παράδοση απαντάται το χρονικό όριο των θρήνων: Ένας χρόνος είναι αρκετός για τις γυναίκες, χωρίς αυτό να αποτελεί υποχρέωση. Μπορούν να θρηνήσουν όσο επιθυμούν. Για τους άντρες όριο δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο χρόνιος θρήνος δεν είναι αποδεκτός και αποτελεί αντικείμενο γελοιοποίησης (inveteratus vero deridetur). Τι προσφέρει ο οδυρμός και η οιμωγή για τον θάνατο του φίλου μας πέρα από την ικανοποίηση του εγωισμού μας;

«Θα ανεχόσουν ανθρώπους που εγκατέλειψαν τους φίλους τους, και μετά θρηνούσαν ελεεινά και δεν αγαπούν κανέναν παρά μόνο όταν τον χάσουν; Ο λόγος που θρηνούν χωρίς σταματημό είναι ότι φοβούνται πως θα υπάρχουν αμφιβολίες για την αγάπη τους. Είναι αργά για να αναζητούν την απόδειξη των αισθημάτων τους.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος αντί να θρηνεί είναι να κρατήσει τις αναμνήσεις που είχε, δηλαδή την ζωή που πέρασε με τον φίλο του. Ο Στωικός φιλόσοφος δεν διστάζει να διαφωνήσει με την άποψη του δασκάλου του, Αττάλου, ο οποίος υποστήριζε ότι η ενθύμηση της απώλειας του φίλου μας έχει γλυκόπικρη γεύση.

«Εγώ δεν αισθάνομαι το ίδιο. Η ανάμνηση των φίλων που έχουν φύγει είναι γλυκιά και ευχάριστη (dulcis ac blanda est). Γιατί όταν τους είχα γνώριζα ότι θα τους χάσω και τώρα που τους έχασα είναι σαν να τους έχω ακόμη μαζί μου. Γι’ αυτό Λουκίλιε, πράξε σύμφωνα με την σωφροσύνη σου (aequitatem) και πάψε να δίνεις λανθασμένη ερμηνεία στα δώρα της Τύχης. Η Τύχη έχει αφαιρέσει, αλλά έχει δώσει. Γι’ αυτό ας απολαύσουμε αχόρταγα τους φίλους μας, γιατί δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτό το προνόμιο. Ας σκεφτούμε πόσο σύντομα θα τους αφήσουμε όταν πηγαίνουμε σε μακρινά ταξίδια και πόσο σύντομα θα τους δούμε όταν βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Τότε θα καταλάβουμε ότι χάσαμε πολύ από τον χρόνο τους ενόσω ζούσαν.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Πρέπει να ζούμε το σήμερα. Δεν ξέρουμε πόσος χρόνος απομένει στον καθένα. Αν δεν έχουμε κάποιον να μας παρηγορήσει, σημαίνει ότι χάσαμε τον μοναδικό μας φίλο και δεν έχουμε κάπου να στραφούμε. Ποιος ευθύνεται όμως; Η Τύχη που μας στέρησε τον μοναδικό μας φίλο ή εμείς που δεν φροντίσαμε να έχουμε περισσότερους; Ωστόσο, όταν έρθει το άφευκτο τέλος του αγαπημένου μας, αναμφισβήτητα ο πόνος είναι μεγάλος. Η λογική πρέπει να επικρατήσει. Τι κάνουμε όταν υποφέρουμε; Η αποφυγή του πόνου είναι στο στόχαστρο του Στωικισμού. Ο Σενέκας παραλληλίζει τον σωματικό με τον ψυχικό πόνο:

«Αν κάποιος στερηθεί τον μοναδικό του χιτώνα και προτιμήσει να θρηνήσει παρά να κοιτάξει τριγύρω για να βρει κάτι να αποφύγει το κρύο και να καλύψει τους ώμους του, εσύ αυτόν δεν θα τον πεις ανόητο; Αυτόν που αγαπούσες τον κήδεψες. Βρες κάποιον να αγαπήσεις.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Ο Σενέκας όμως δεν έπραξε ανάλογα. Ανήκει στην ομάδα των ανθρώπων τους οποίους πριν από λίγο καταδίκασε, σε εκείνους που θρήνησαν υπερβολικά. Όπως εκμυστηρεύεται στον Λουκίλιο, ο χαμός του φίλου του Ανναίου Σερένα του στοίχισε πάρα πολύ και αυτό γιατί ο Σενέκας ως γεροντότερος πίστευε ότι θα πέθαινε πρώτος. Αλλά υπάρχει ηλικιακή σειρά στον θάνατο; Πώς δεν το σκέφτηκε τότε; Συμβουλεύει τον Λουκίλιο να μην κάνει το ίδιο λάθος.

«Τώρα σκέψου ότι όλα είναι θνητά και ότι η αβεβαιότητα διέπει την θνητότητα. Αυτό που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε, μπορεί να συμβεί και σήμερα. Άρα σκέψου, αγαπημένε μου Λουκίλιε, ότι σύντομα θα φτάσουμε εκεί όπου βρίσκεται αυτός για τον οποίο θρηνούσαμε. Και ίσως, αν θεωρήσουμε αληθινά τα λόγια ενός σοφού για έναν άλλο τόπο, τότε αυτός που νομίσαμε ότι χάθηκε, απλώς προηγήθηκε στον δρόμο. Χαίρε.» Σενέκας, Ηθικές επιστολές

Κέλαδος, το είδωλο κάθε κούκλας

«Υπάρχουν γυναίκες που φλογίζονται μόνο για τον όχλο· μόνο σκλάβοι ή θυρωροί, ημίγυμνοι, τις ερεθίζουν. Άλλες παθιάζονται με τους μονομάχους, το γεμάτο σκόνη αμαξά, τον αγύρτη που κάνει νούμερα στην σκηνή. Αυτή είναι η περίπτωση της κυρίας μου: περιφρονεί όσους βρίσκονται στην ορχήστρα και τις δεκατέσσερις πρώτες σειρές τον θεάτρου, αλλά βρίσκει να κάνει έρωτα μέσα απ’ το χειρότερο κομμάτι του όχλου».

Υπάρχει κάποιος πιο ανάξιος λόγου στο ρωμαϊκό κόσμο απ’ το μονομάχο, που μόνος του προορισμός είναι ένας τρομερός και θεαματικός θάνατος; Κι ωστόσο αυτοί οι σκλάβοι, απ’ τους πιο περιφρονημένους, που τα μαρτύριά τους ερεθίζουν την διαστροφή των Ρωμαίων, συναντούν στην Αρχαιότητα μια αφάνταστη δημοτικότητα. Αυτοί οι καταδικασμένοι σε θάνατο γίνονται το αντικείμενο μιας παθιασμένης προτίμησης απ’ τους κατοίκους των πόλεων. Τεκμήριο ο εντυπωσιακός αριθμός μωσαϊκών, ζωγραφιών, φωτιστικών ή άλλων χρηστικών αντικειμένων όπου απεικονίζονται τα κατορθώματά τους.

Άραγε ο θάνατος που κουβαλούν μέσα τους διεγείρει τα πνεύματα; Για τους Ρωμαίους η απόλαυση είναι στενά συνδεδεμένη με το θάνατο κι ολόκληρος ο πολιτισμός τους μαρτυρεί αυτή την άρρηκτη σχέση ηδονής και αίματος. Είναι πολύ απλά η σωματική δύναμη των μονομάχων, συχνά γαλατικής, γερμανικής, θρακικής ή αιθιοπικής καταγωγής, που προσελκύει τα θαυμαστικά βλέμματα; Πράγματι είναι όμορφοι «όσοι πρόκειται να πεθάνουν» όταν παρελαύνουν στο στίβο κάτω απ’ τον ήχο πολεμικών εμβατηρίων: οι Σαμνίτες ντυμένοι με αστραφτερές και υπέροχα λαξεμένες πανοπλίες, οι δικτυβόλοι με το μεγάλο δίχτυ και την τρίαινα, οι Γαλάτες μορμύλλοι, οι Θράκες με το κυρτό σπαθί τους, οι ανδαβάτες που μάχονται στα τυφλά, με το κεφάλι καλυμμένο με κράνος χωρίς κανένα άνοιγμα που να τους επιτρέπει να βλέπουν τον αντίπαλο, ή εκείνοι που οδηγούν δίκυκλο άρμα· όλοι, μέσα στο θανατερό τους στόλισμα, διεγείρουν σε κάθε θεατή μια σαδιστική και ηδονική γοητεία.

Καμιά έκπληξη που οι μονομάχοι πάντοτε γοητεύουν πολλές Ρωμαίες. Πολλές σεβάσμιες δέσποινες απ’ τις πιο μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, χωρίς καμιά συστολή, δε φοβούνται να κυκλοφορούν με τις βεντέτες του σταδίου. Μια διεστραμμένη απόλαυση που απεικονίζεται τέλεια στην ιστορία της αριστοκράτισσας Έππιας:

«Παντρεμένη με ένα συγκλητικό, η Έππια ακολούθησε μια ομάδα μονομάχων ως το νησί Φάρος, στο Νείλο, στα κακόφημα τείχη της Αλεξάνδρειας· η σκανδαλώδης Έππια που σόκαρε ακόμα και τον Κάνωπο. Ξέχασε το σπίτι της, τον άντρα της, την αδερφή της, κοροϊδεύει την πατρίδα της, εγκαταλείπει τα παιδιά της που κλαίνε. Από μωρό κοιμόταν σε κούνια στολισμένη με χρυσάφι και πορφύρα, μέσα στην πολυτέλεια και την άνεση της πατρικής κατοικίας. Τώρα αψηφά τις θάλασσες, αψηφά την κοινή γνώμη που λίγο μετράει για μια γυναίκα συνηθισμένη να κάθεται σε πολυθρόνες γεμάτες μαξιλάρια!

Χωρίς να τρέμει, αντιμετώπισε διαδοχικά την Αδριατική και τα βουερά κύματα του Ιονίου πελάγους. Αν χρειαζόταν να περάσει αυτούς τους κινδύνους για κάποιον έντιμο σκοπό, θα έτρεμε, θα πάγωνε απ’ το φόβο, θα ένοιωθε τα πόδια της κομμένα να σωριάζονται. Όμως η ξεδιαντροπιά δίνει κουράγιο. Αν το ζητήσει ο σύζυγος, είναι πολύ επίπονο το μπαρκάρισμα, το καράβι μυρίζει άσχημα, οι ναυτίες… Αν όμως ακολουθεί τον εραστή της, ούτε λόγος για εύθραυστη καρδιά. Ξερνάει πάνω στο σύζυγο. Τρώει μαζί με τον εραστή, και γύρω γύρω οι ναύτες, περπατάει ως την πρύμνη μαζί του, το διασκεδάζει να ξετυλίγει τα παλαμάρια δίπλα του.

Για ποιον φλογίστηκε έτσι η Έππια; Ποιος είναι ο νεαρός που την ξελόγιασε; Ποιον θαύμασε έτσι που ανέχτηκε να της βγάλουν το παρατσούκλι «η μονομάχος»; Είναι ο Μικρός Σέργιος! Σίγουρα πια ξυρίζεται, τα χέρια του είναι γεμάτα ουλές, πλησιάζει στην απόσυρση. Πολλές λαβωματιές στο πρόσωπο, ένα στρογγυλό εξόγκωμα στη μύτη εκεί που τον χτύπησε το κράνος, ένα μάτι που συνέχεια δακρύζει. Μα είναι μονομάχος! Και μόνο αυτή η λέξη αρκεί για να τον κάνει Άδωνι, για να τον προτιμήσει απ’ τα παιδιά της, την πατρίδα της, την αδερφή της, τον άντρα της».

Η Έππια δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Ανάμεσα στους 63 σκελετούς που ανακαλύφτηκαν στο στρατώνα των μονομάχων της Πομπηίας βρίσκεται και εκείνος μιας γυναίκας που τα κοσμήματά της δείχνουν πως ανήκει στην αριστοκρατία της πόλης. Για μια περιπέτεια πιθανώς χωρίς μέλλον με ένα μονομάχο, αυτή η ευγενής κυρία μένει ενωμένη για πάντα με τον κρυφό εραστή της μέσα στο κελί όπου τους ξάφνιασε ο θάνατος. Ίσως αυτός ο εραστής είναι ένας από εκείνους που οι τοίχοι της Πομπηίας υπενθυμίζουν πως είχαν μια μεγάλη φήμη Δον Ζουάν:

«Ο δικτυβόλος Κρήσκης, που τα βράδια γιατρεύει τις κούκλες της νύχτας και της μέρας» ή «ο δικτυβόλος Κέλαδος, το είδωλο κάθε κούκλας».

Αυτοί οι δεσμοί επιδεικνύονται μερικές φορές τόσο ολοφάνερα που οι φήμες του κόσμου δεν φοβούνται να παρουσιάσουν κάποια σημαίνοντα πρόσωπα ως παιδιά μονομάχων. Ο ευγενής Νυμφίδιος Σα-βίνος, φίλος του Γάλβα, ήθελε να θεωρείται γιος του Καλιγούλα, ενώ ακουγόταν ότι γεννήθηκε απ’ τους έρωτες της μητέρας του με το μονομάχο Μαρτιανό. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος διαδέχεται τον επίσημο πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο· όμως η μητέρα του Φαυστίνα κατηγορείται ότι παρουσίασε για γιο του αυτοκράτορα το νόθο ενός μονομάχου, κάτι που άλλωστε φαίνεται να επιβεβαιώνεται απ’ τα αιματηρά και χονδροειδή γούστα του Κόμμοδου.

Οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας αποζητούν με ανατριχίλες ηδονής την παρέα τραγουδιστών, μουσικών, ηθοποιών, μίμων ή ηνίοχων του ιπποδρόμου. Όλοι αυτοί οι άντρες με την κοινωνική τους υπόσταση, δούλοι ή απελεύθεροι, ανήκουν στους κολασμένους της κοινωνίας. Οι πιο ξακουστοί απ’ αυτούς έχουν αμέτρητες επιτυχίες στις γυναίκες της αριστοκρατίας, οι οποίες μπερδεύονται απολαυστικά με τη συντροφιά που προσελκύει η λάμψη της βεντέτας στη σκηνή: με αυλήτριες, ηθοποιούς που παίζουν μίμους, αγύρτες, επαίτες ιερείς κι άλλους μάγους χαμηλής υποστάθμης έτοιμους ν’ αρπάξουν ψίχουλα απ’ τις περιουσίες που μαζεύουν τραγουδιστές ή ηθοποιοί χάρη στη δημοτικότητά τους. Εκείνες που στο σπίτι τους δείχνουν περιφρόνηση ή σκληρότητα για τους δούλους τους δε διστάζουν να γλεντούν συντροφιά με άτομα δουλικής καταγωγής.

Τίποτα δεν σταματά αυτές τις «μεγάλες κυρίες» που φρενιάζουν με τις ερμηνείες του ηθοποιού Urbicus, του ορχηστή Βάθυλλου ή του τραγουδιστή Ηδυμελή. Και η fibula, αυτή η «ζώνη αγνότητος» με την οποία εφοδιάζονται ηθοποιοί και τραγουδιστές για να διατηρήσουν την καθαρότητα της φωνής τους, δεν αποτελεί ικανό οχύρωμα για να απωθήσει τις θαυμάστριές τους. Τίποτα δεν τους μοιάζει ατιμωτικό: μια δέσποινα δεν διστάζει να κουρέψει τα μαλλιά της σαν σκλάβα για να μπορεί να βρίσκεται στην υπηρεσία του ηθοποιού Στεφανίωνα· ο Αύγουστος μαστιγώνει δημόσια τον τελευταίο και τον εξορίζει για να του θυμίσει την έννοια της ευπρέπειας! Η Δομιτία, σύζυγος του αυτοκράτορα Δομιτιανού, εμφανίζεται με τον ορχηστή Πάρι τον οποίο λατρεύει το Ρωμαϊκό κοινό. Ο Δομιτιανός διώχνει την γυναίκα του και καταδικάζει τον ηθοποιό σε θάνατο.

Μονομάχοι, ηνίοχοι, ηθοποιοί: όσοι ταπεινώνονται απ’ την κοινωνική τάξη στο τελευταίο στρώμα, εκείνοι που η ατιμία τους η ίδια τους κάνει βεντέτες στις βρώμικες απολαύσεις των Ρωμαίων. Και οι μεγάλες κυρίες δεν είναι οι μόνες που «ξεπέφτουν» παρέα με όσους οι «καθώς πρέπει» χαρακτηρίζουν καθάρματα. Οι σύζυγοί τους, οι αδερφοί τους δεν διστάζουν κι αυτοί να μπερδεύονται στις συμμορίες γύρω απ’ τους ανθρώπους του θεάματος: ο Αύγουστος υποχρεώνεται, μπροστά στην καινούργια διαστροφή που κυριεύει τους πιο σημαίνοντες άντρες της αυλής του, να απαγορέψει με διάταγμα στους συγκλητικούς να μπαίνουν στο σπίτι των ορχηστών και στους ιππείς να ανήκουν στην συνοδεία των τελευταίων.

Όμως τα μέτρα αυτά είναι πρόσκαιρα: ο Σενέκας διαμαρτύρεται που τα νεαρά μέλη της υψηλής αριστοκρατίας υποδουλώνονται με την θέλησή τους στα καπρίτσια των ορχηστών με τους οποίους είναι ερωτευμένα. Κι ο τρελός αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος επιδίδεται δημόσια σε ιδιαίτερα χυδαίες ερωτικές περιπτύξεις με τον ηνίοχο Ιεροκλή.

Ο Σενέκας για τα πλήθη.

«Είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κανείς από τις μάζες»

Γύρω στο 60 μ.κ.ε., ο φιλόσοφος Σενέκας έκανε το σφάλμα να περάσει μία μέρα σε ένα αμφιθέατρο της Ρώμης. Κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, στο κοινό προσφερόταν ένα ακόμη δημοφιλές θέαμα: άγριες συμπλοκές μέχρι θανάτου μεταξύ καταδίκων, που το λυσσασμένο πλήθος τις παρακολουθούσε και δεν έλεγε να χορτάσει την θέα του αίματος. Αργότερα, ο Σενέκας περιέγραψε τις φρικαλεότητες που αντίκρισε, σε μια επιστολή στο φίλο του Λουκίλιο.

Ο Σενέκας είχε την αντίληψη πως είναι ανεπίτρεπτο να σκοτώνει κανείς κάποιον χάριν ψυχαγωγίας, και ήταν ένας από τους λίγους επώνυμους της εποχής του που επέκριναν τους αγώνες μεταξύ μονομάχων. Αυτό το γνωρίζουμε από τις επιστολές του, όπως αυτή που παρουσιάζουμε, η οποία συντάχθηκε περίπου το 60 μ.κ.ε. Ταυτόχρονα, ο Σενέκας επισημαίνει ότι η δίψα του ξέφρενου όχλου για αίμα αποτελεί τυπικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι η ψυχολογική πίεση που ασκούν τα πλήθη μπορεί παρασύρει ακόμη και τους πιο ισχυρούς χαρακτήρες και να τους μετατρέψει σε άβουλους οπαδούς.

Η αφήγηση του Σενέκα:

«Με ρωτάς τι θα ‘πρεπε να αποφεύγει κανείς πάνω απ’ όλα; Τα πλήθη! Δεν μπορεί κανείς ποτέ να τους εμπιστευτεί την ακεραιότητά του. Εγώ, τουλάχιστον, οφείλω να ομολογήσω την δική μου αδυναμία: δεν πρόκειται πια να ξαναγυρίσω με την ίδια ηθική συγκρότηση που είχα όταν έφυγα. Ό,τι είχα καταφέρει να βάλω σε μια σειρά μέσα στο μυαλό μου βρίσκεται σε σύγχυση ό,τι είχα απωθήσει επιστρέφει. Όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που, μετά από μακροχρόνια αρρώστια, έχουν εξασθενήσει τόσο, που δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους, για να μην υποτροπιάσουν, το ίδιο συμβαίνει πολλές φορές και με μας, όταν η ψυχή μας προσπαθεί να αναρρώσει μετά από μια μακροχρόνια ασθένεια.

Η συναναστροφή με τους πολλούς είναι επιζήμια. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα μας δελεάσει να μάθουμε μια κακή συνήθεια, ή θα μας την επιβάλει ή θα μας μολύνει μ’ αυτή δίχως να το καταλάβουμε. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, όσο πιο μεγάλα είναι τα πλήθη με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή, τόσο πιο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτε πιο βλαβερό για έναν υγιή νου από το να παρακολουθεί μια μονομαχία. Γιατί εκεί εθίζεται κανείς εύκολα στα πάθη που αναμοχλεύονται κάτω από την επίφαση της ψυχαγωγίας.»

Οι μονομαχίες μέχρι θανάτου, οι οποίες εκείνη την εποχή συνηθίζονταν κατά τις γιορτές, θεωρούνταν ψυχαγωγικά θεάματα Τα θεάματα είχαν ελεύθερη είσοδο, διαρκούσαν όλη την μέρα και έδιναν στο κοινό την ευκαιρία να εκτονώνει την επιθετικότητα του υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Μια καλή μονομαχία έκανε τον αυτοκράτορα πιο δημοφιλή στις λαϊκές μάζες – εξ ου και η περίφημη έκφραση περί κατευνασμού της δυσαρέσκειας των άνεργων πληβείων με «άρτον και θεάματα».

«Τι νομίζεις ότι εννοώ; Ότι επιστρέφω πιο άπληστος, πιο φιλόδοξος και πιο ακόλαστος; Ναι, και σίγουρα, πάνω απ’ όλα, πιο σκληρός κι απάνθρωπος, τώρα που έχω έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους. Πήγα μια φορά σε μια αρένα μονομάχων το μεσημέρι. Περίμενα να δω αγώνες και ψυχαγωγικά θεάματα και οτιδήποτε θα μπορούσε να ξεκουράσει το ανθρώπινο μάτι από το καθημερινό λουτρό ανθρώπινου αίματος. Είδα, όμως, ακριβώς το αντίθετο. Οι προηγούμενες μονομαχίες φαίνονταν σαν να ήταν φιλικές αβρότητες μπροστά του.

Δεν μιλάμε πλέον για ασήμαντα πράγματα. Εδώ επρόκειτο για ωμή σφαγή. Αυτοί που μάχονταν δεν είχαν κανένα μέσο για να προφυλαχθούν. Δέχονταν χτυπήματα σε όλο τους το κορμί – και ήταν πολύ δυνατά χτυπήματα. Πολλοί προτιμούσαν αυτό το θέαμα από εκείνες τις συνηθισμένες αναμετρήσεις και τις συμπλοκές που γίνονται κατ’ επιταγή του κοινού. Και γιατί να μην το προτιμήσουν; Εδώ δεν υπάρχει κράνος και ασπίδα για να αποκρούσει κανείς το όπλο. Γιατί να είναι κανείς επιδέξιος ή να φοράει πανοπλία; Προς τι η γενναιότητα; Όλα αυτά απλώς επιβραδύνουν το θάνατο.»

Το μεσημεριανό διάλειμμα μεσολαβούσε ανάμεσα στις πρωινές θηριομαχίες και στους κανονικούς αγώνες των μονομάχων, που γίνονταν τα απογεύματα. Κατά την διάρκεια του διαλείμματος, οι μελλοθάνατοι εξαναγκάζονταν με μαστίγια και πυρακτωμένα σίδερα να χτυπιούνται μεταξύ τους μέχρι θανάτου, χωρίς κανένα μέσο αυτοπροστασίας.

Οι κανονικές αναμετρήσεις των μονομάχων μπορεί να τελείωναν ισόπαλες ή να κατέληγαν ακόμη και στην απονομή χάρης στον ηττημένο, εάν είχε αγωνιστεί πολύ θαρραλέα. Όμως αυτό δεν συνέβαινε εδώ. Ο προκάτοχος του Νέρωνα, ο Κλαυδιος, τον οποίο ο Σενέκας δεν συμπαθούσε καθόλου, λέγεται ότι αγαπούσε τόσο πολύ τα μεσημεριανά θεάματα, ώστε έμενε εκεί και τα απολάμβανε, ενώ πολλοί άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους για φαγητό.

Το πρωί πετάνε ανθρώπους στα λιοντάρια και στις αρκούδες, το μεσημέρι τους παραδίνουν βορά στους θεατές. Κι αυτοί τους διατάζουν, αμέσως μόλις εξολοθρεύσουν τον έναν αντίπαλο, να στραφούν στον άλλο, ο οποίος θα τους σκοτώσει. Ο νικητής προορίζεται για να σφαχτεί αργότερα, σε κάποια άλλη σύγκρουση. Κάθε συμπλοκή καταλήγει σε θάνατο, από φωτιά ή από σπαθί. Κι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν ενόσω η αρένα είναι άδεια μεταξύ των κανονικών θεαμάτων.

Είναι ληστές και δολοφόνοι, θα μου πεις. Και λοιπόν; Ας πούμε ότι, επειδή σκότωσαν, ίσως και να τους αξίζει ένας τέτοιος βασανιστικός θάνατος. Αλλά εσύ, δύσμοιρε, τι έχεις κάνει, για να σου αξίζει να υποστείς το θέαμα αυτό;»

Σε αντίθεση με το Σενέκα, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν τα θεάματα αυτού του είδους ως επίδειξη της ανδρείας και της περιφρόνησης προς το θάνατο που έπρεπε να τρέφει ένας γνήσιος Ρωμαίος. Ταυτόχρονα, το κοινό γινόταν αυτόπτης μάρτυρας στην απονομή δικαιοσύνης, όταν παραβάτες όπως ληστές, φονιάδες, εμπρηστές και προδότες σφάζονταν μεταξύ τους στην αρένα. Ο νικητής, ο τελευταίος που έμενε ζωντανός, εκτελούνταν αμέσως ή τον κρατούσαν για να διασκεδάσει το κοινό και την επομένη.

«Σκοτώστε τον, μαστιγώστε τον, κάψτε τον! Γιατί δειλιάζει τόσο πολύ μπροστά στο σπαθί: Γιατί χτυπάει τόσο αδύναμα; Γιατί κάθεται να τον σκοτώσουν τόσο εύκολα; Τσακίστε τον στο: ξύλο, για να μάθει να δέχεται τα χτυπήματα σαν άντρας. Ας σταθούν μπροστά στα σπαθιά προτάσσοντας τα γυμνά τους στήθη. Και μετά, όταν γίνεται διάλειμμα: Ας δούμε στο μεταξύ ένα δυο ανθρώπους να σφάζονται για να ανάψουν λίγο τα αίματα». Μα δεν καταλαβαίνουν ότι αυτές οι αποτρόπαιες πράξεις θα γυρίσουν πάνω στους ίδιους:

Να ευχαριστείτε τους αθάνατους Θεούς που προσπαθείτε να διδάξετε την σκληρότητα σε κάποιον που δεν πρόκειται να την μάθει. Όταν, όμως, μια ψυχή είναι νεαρή και δεν μπορεί ακόμη να διακρίνει το σωστό, πρέπει να προστατευτεί από τις ανθρώπινες μάζες. Γιατί είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί και να τις ακολουθήσει. Ακόμη και ο Κάτων και ο Λαίλιος θα μπορούσαν να επηρεαστούν σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις ηθικές τους αξίες από τον ετερόκλητο όχλο. Γι’ αυτό, κανείς από εμάς -όσο γερά κι αν έχουμε οπλίσει τον χαρακτήρα μας- δεν θα μπορέσει να αντισταθεί στην επίθεση των κακών έξεων που επιβάλλει ο πανίσχυρος αυτός συρφετός.»

Στην εποχή του Σενέκα, ήταν πραγματικά λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να αντισταθούν στην «επίθεση των παθών», και οι δημοφιλείς σφαγές συνεχίστηκαν πολλές εκατοντάδες χρόνια μετά το θάνατο του Σενέκα.

Ο Νέρωνας δεν έδειξε κανένα έλεος προς τον Σενέκα. Ο Νέρωνας ήταν για κάποια περίοδο μαθητής του Σενέκα, ο οποίος προσπάθησε να διαπαιδαγωγήσει το νεαρό αυτοκράτορα και να μοιραστεί μαζί του την δική του ανθρωπιστική θεώρηση του κόσμου. Όμως απέτυχε. Ο Νέρωνας έγινε ένας ένθερμος θιασώτης και οργανωτής αιματηρών θεαμάτων, και διασκέδαζε ιδιαίτερα ρίχνοντας χριστιανούς στα λιοντάρια. Ο Σενέκας διαμαρτυρήθηκε αποχωρώντας από την θέση του. Αργότερα ο Νέρωνας τον διέταξε να αυτοκτονήσει, θεωρώντας τον ύποπτο για συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα.

Οι μονομαχίες εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς και συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι το 404, όταν ο αυτοκράτορας Ονώριος τις απαγόρευσε εκ νέου, ή πιθανώς μέχρι το 440. Στις αρένες, όμως, σφαγιάζονταν άγρια ζώα μέχρι τον 7ο αιώνα.

Η δίψα για αίμα είναι μια φλόγα που σιγοκαίει ακόμη.

Ακόμη κι αν τα σύγχρονα αθλήματα θεωρούνται, κατά κανόνα, ειρηνικά, ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογίας της μεγάλης μάζας παραμένει αμετάβλητο. Ήδη στην αρχαιότητα υπήρξαν παραδείγματα οπαδών που αφήνονταν να παρασυρθούν από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις ιπποδρομίες ή στους αγώνες των μονομάχων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των οπαδών ήταν μεγάλος και μπορούσε να καταλήξει σε βίαιες συγκρούσεις.

Το 59 μ.κ.ε. ξέσπασαν ταραχές στην αρένα των μονομαχιών της Πομπηίας, που είχε χωρητικότητα 20.000 θεατών. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος περιγράφει πώς οι αντεγκλήσεις μεταξύ ντόπιων και φιλοξενούμενων οπαδών από την γειτονική πόλη Νουκερία εξελίχθηκαν από αγωνιστικά άσματα και περιπαικτικά συνθήματα σε λιθοβολισμούς και ξιφομαχίες, με απολογισμό πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο Νέρωνας, στον απόηχο των ταραχών, διέταξε το κλείσιμο της αρένας για 10 χρόνια.

Ένα παρόμοιο συμβάν είχαμε και στην εποχή μας, το 1985, όταν η αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα Λίβερπουλ συνάντησε την Ιταλική Γιουβέντους στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών. Οι περιβόητοι Αγγλοι χούλιγκαν απάντησαν στα πειράγματα των Ιταλών οπαδών με επιθέσεις πριν από την έναρξη του αγώνα, όπου 39 άτομα βρήκαν το θάνατο. Μετά τον αγώνα αυτόν, όλες οι αγγλικές ομάδες αποκλείστηκαν από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για 5 χρόνια.

«Όπως ένας εχθρός είναι πιο επικίνδυνος για έναν στρατό που υποχωρεί, έτσι κάθε πρόβλημα που φέρνει η μοίρα μας επιτίθεται πιο σκληρά όταν υποκύπτουμε και στρέφουμε τα νώτα μας σ’ αυτό.»

«Ο πεινασμένος λαός δεν προσέχει την λογική, ούτε ενδιαφέρεται για την δικαιοσύνη, ούτε υποχωρεί σε παρακλήσεις.»

«Είναι μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να μην θέλεις και στο να μην μπορείς να αμαρτήσεις.» Λεύκιος Ανναίος Σενέκας
---------------------------
* Σύρος Ποπλίλιος: Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στην Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο Στα χρόνια μετά το 100 π.κ.ε. άκμασαν οι Μίμοι και οι Ιλαροτραγωδίες κατ’ απομίμηση αντίστοιχων Eλληνικών έργων. Ο Νόβιος και ο Πομπώνιος (~89 π.κ.ε.) παίζουν στα έργα τους με ένα αδιάκοπο πέρασμα από την κωμωδία στην φάρσα και εκεί στην παρωδία και στον μύθο, με καινοτομίες στην γλώσσα και στους χαρακτήρες. Ο Δέκιμος Λαβέριος και Ποπλίλιος Σύρος (~46 π.κ.ε.) γράφοντας μιμίαμβους με ζωντανές σκηνές και σπινθηροβόλο πνεύμα, ήταν από τους πιο γνωστούς Λατίνους μιμογράφους.