Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Ἐπίνικος III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἵπποις [Ὀλύ]μπια (3.85-3.98)

φρονέοντι συνετὰ γαρύω· βαθὺς μὲν [στρ. ζ]
αἰθὴρ ἀμίαντος· ὕδωρ δὲ πώντου
οὐ σάπεται· εὐφροσύνα δ᾽ ὁ χρυσώς·
ἀνδρὶ δ᾽ οὐ θέμις, πολιὸν π[αρ]έντα

γῆρας, θάλ[εια]ν αὖτις ἀγκομίσσαι [αντ. ζ]
90 ἥβαν. ἀρετᾶ[ς γε μ]ὲν οὐ μινύθει
βροτῶν ἅμα σ[ώμ]ατι φέγγος, ἀλλὰ
Μοῦσά νιν τρ[έφει.] Ἱέρων, σὺ δ᾽ ὄλβου

κάλλιστ᾽ ἐπεδ[είξ]αο θνατοῖς [επωδ. ζ]
ἄνθεα· πράξα[ντι] δ᾽ εὖ
95 οὐ φέρει κώσμ[ον σι]ω-
πά· σὺν δ᾽ ἀλαθ[είᾳ] καλῶν
καὶ μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν
Κηΐας ἀηδώνος.

***
Οι φρόνιμοι θα νιώσουνε τα λόγια μου· άχραντα είναιτα ουράνια βάθη· το νερό του πέλαου δε σαπίζει·και το χρυσάφι· τί εύφρανση!Στον άνθρωπο όμως βολετό δεν είναι να ξεφύγειτα γερατειά, και τον ανθό να ξαναβρεί της νιότης·90και μοναχά της αρετής ποτέ δε σβήνει η λάμψημαζί με το θνητό κορμί· τροφή τής δίνει η Μούσα.Του πλούτου εσύ τα πιο λαμπρά στον κόσμο έδειξες άνθη,Ιέρωνα. Η σιωπή δεν πάειγια έναν που καλά έχει πράξει.Και, μαζί με τη λαμπρήστέρεη δόξα σου, θα λένεκαι για τ᾽ αηδονιού τη χάρητου μελίγλωσσου, που η Τζια το ᾽χει γεννήσει.

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ

Μέ αὐτο τό άρθρο θά ἀναφερθοῦμε σέ ἕνα φαινόμενο μοναδικό στήν ἱστορία τοῦ πνεύματος: στή δημιουργία μίας νέας μορφῆς πολιτείας, τῆς δημοκρατίας, καί στήν ταυτόχρονη δημιουργία μίας νέας μορφῆς ποιήσεως, τοῦ δράματος, καί τῶν δύο βασικῶν μορφῶν του, τῆς τραγωδίας καί τῆς κωμωδίας. Καί τά δύο, τόσο ἡ δημοκρατία ὅσο καί τό δράμα, καθορίζουν ἕως σήμερα ὄχι μόνον τήν πολιτική καί λογοτεχνική μας ζωή ὑπό τή στενότερη ἔννοια, ἀλλά καί τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τό παρόν μας, ἑρμηνεύουμε τό παρελθόν μας καί προβλέπουμε τό μέλλον μας.
 
Δέν εἶναι μοναδική στήν ἱστορία οὔτε ἡ ἀνάδειξη μίας νέας πολιτειακῆς μορφῆς οὔτε ἡ ἀνάπτυξη μίας νέας μορφῆς ποιήσεως – ὅμως δέν θά βροῦμε τόσο εὔκολα παράλληλο παράδειγμα γιά τή στενή σύνδεση τῶν δύο διαδικασιῶν, ὅπως μποροῦμε νά τίς παρατηρήσουμε στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Τό δράμα καί στίς δύο του μορφές, ὡς σοβαρή καί ὡς κωμική παράσταση ἀπό ἠθοποιούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἀφηγοῦνται παρελθόντα γεγονότα (ὅπως οἱ ἐπικοί ποιητές), οὔτε τραγουδοῦν τήν προσωπική τους θυμική διάθεση (ὅπως οἱ λυρικοί), ἄλλα παρουσιάζουν στούς θεατές διαφορετικά ἀπό τόν ἑαυτόν τους πρόσωπα, ὑποδυόμενοι ρόλους σάν νά ἦσαν σύγχρονοι καί πραγματικοί –οἱ Ἕλληνες τήν ὀνόμαζαν «μίμηση», δηλαδή παράσταση- αὐτο τό μιμητικό δράμα εἶναι ἡ ποίηση τῆς δημοκρατικῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν μέ τριπλή ἔννοια.

Πρῶτον, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀνθρώπινη βασική ἐνόρμηση τῆς μιμήσεως ἀνέδειξε ἐδῶ γιά πρώτη φορά μιά μεγάλη λογοτεχνική μορφή – τό γεγονός ὅτι ἡ μιμητική πράξη συνιστᾶ μιά ἀνθρωπολογική γενικότητα, παρουσίασε ὁ Ἀριστοτέλης στήν ἀρχή της Ποιητικῆς του.[1] Κατόπιν ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι οἱ δραματικοί ἑορταστικοί ἀγῶνες στό πλαίσιο τῆς λατρείας τῆς πόλεως πρός τόν θεό Διόνυσο συνιστοῦσαν τήν κορύφωση στήν πολιτιστική ζωή τῆς πόλεως. Τρίτον ὅμως, ἡ τραγωδία καί ἡ κωμωδία ἔγιναν ἡ ποίηση τῆς πόλεως, ἐπειδή ἀνεφέροντο ρητῶς στήν πόλη καί ἀντικατόπτριζαν τίς δημοκρατικές διαδικασίες της. Ἡ τραγωδία ἐπιτελοῦσε τήν ἀναφορά αὐτή, κατά τή φύση της, σέ γενικότερη μορφή, ὅπως ἁρμόζει στό σοβαρό δράμα, ποῦ διαμόρφωνε μύθους παλαιᾶς ἐποχῆς σέ δράση, κυρίως μύθους, οἱ ὁποῖοι δέν διαδραματίζοντο στήν Ἀθήνα καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παρεῖχαν τή δυνατότητα νά γίνεται ἀναφορά στίς ἀξιώσεις τῆς πόλεως μέ ἀποστασιοποιημένο, τρόπον τινά ἀφαιρετικό τρόπο. Ἡ κωμωδία ἐπιτελοῦσε τήν ἀναφορά στήν πόλη μέ πολύ συγκεκριμένη μορφή, μέ εὐθεῖες ἀναφορές στήν σύγχρονη πολιτική καθημερινότητα καί ὀνομαστική διακωμώδηση ἡγετικῶν πολιτικῶν (ἤ καί τῶν ἡγετικῶν ποιητῶν καί διανοουμένων: ἀκόμη καί ὁ Εὐριπίδης καί ὁ Σωκράτης ἔγιναν ἀντικείμενο τῶν κωμωδιῶν). Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τόσο ἡ τραγωδία ὅσο καί ἡ κωμωδία συνεισέφεραν στή διαμόρφωση ἑνός πολιτικοῦ δημόσιου χώρου, ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε θεμελιωθεῖ ἀπό τήν δημοκρατική πολιτειακή μορφή, προσέλαβε ὅμως ἀπό τήν ποίηση μιά ἐπιπρόσθετη διάσταση στοχασμοῦ.
 
Ὡς ποίηση γιά τήν πόλη θά μποροῦσε νά ὀνομασθεῖ καί κάτι ἄλλο. Παραλλήλως πρός τήν ἐξύμνηση μέ τίς τραγωδίες τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας καί πρός τήν παράσταση τῆς μυθικῆς ἀρχέγονης ἱστορίας τῶν Ἀθηνῶν, ὅπως ἦταν ἀντιληπτή σύμφωνα μέ τίς νέες πολιτικές πραγματικότητες, ὑπῆρχε καί ἕνα εἶδος πεζῆς ποιήσεως γιά τήν Ἀθήνα. Οἱ Ἕλληνες βεβαίως δέν θά τήν χαρακτήριζαν ὡς «ποίηση», διότι ἡ ποίηση εἶναι πάντοτε ἔμμετρος «ἔντεχνος λόγος». Ὅμως ἕνας ἕξ αὐτῶν τῶν ἐξυμνητῶν τῆς Ἀθήνας σέ πεζό λόγο, ὁ ρήτωρ Ἰσοκράτης, χαρακτηρίζει κάποτε τόν ἑαυτόν του ὡς «ποιητή λόγων» – τότε ἦταν ἕνας συνειδητά παράδοξος καί προκλητικός χαρακτηρισμός, πού σήμερα δέν θέτει σε ἐμᾶς ἀπολύτως κανένα πρόβλημα. Αὐτή ἡ ἀθηναϊκή πεζή ποίηση σχετικά μέ τήν πόλη προῆλθε ἀπό τή συνήθεια, νά ἀνατίθεται σέ ἕναν ἡγετικό ἄνδρα νά ἐκφωνήσει ὁμιλία πού, στόν τύμβο τῶν πεσόντων ἑνός ἐμπολέμου ἔτους, παρουσίαζε τή θυσία τῶν πεσόντων ὡς ἡρωική καί σκόπιμη – σκόπιμη, ἐπειδή ἡ θυσία εἶχε προσφερθεῖ πρός μία μοναδική πόλη, πού ὑπηρετεῖ τά ὀρθά ἰδανικά. Αὐτοί οἱ ἐπικήδιοι ἤ ἐπιτάφιοι λόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων διατηροῦνται πολλοί,[2] φυσικά δέν ἐθεωροῦντο ποίηση, ἀλλά κατάλληλη ἱστορική καί πολιτική ἀνάλυση καί ἠθική ὁμολογία πρός τήν οἰκεία πόλη – γιά τό κριτικό βλέμμα τοῦ 20ου καί 21ου αἰώνα συνιστοῦν καθαρή ἰδεολογία. Σέ αὐτή τή δημοκρατική ἰδεολογία τῶν Ἀθηνῶν ἀνήκουν ὅμως σημαντικά κείμενα ὅπως ὁ Ἐπιτάφιος, τόν ὁποῖο κατά τόν Θουκυδίδη ἐκφώνησε ὁ Περικλῆς, καί ὁ ἐπιτάφιος, τόν ὁποῖο στόν διάλογο Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος ἐκφωνεῖ ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος βεβαίως εἰσάγει τόν λόγο του πλαισιώνοντάς τον μέ ἕναν ἐξαιρετικά εἰρωνικό διάλογο. Αὐτό σημαίνει ὅτι κατά τόν Πλάτωνα ἡ ἰδεολογία ἔχει ἤδη ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἰδεολογία. Ὅμως καί ὡς δημοκρατική ἰδεολογία αὐτό τό εἶδος τῆς ποιήσεως γιά τήν πόλη συνιστᾶ ἀξιοπρόσεκτο φαινόμενο ὡς μαρτυρία μίας μοναδικῆς συνδέσεως τῆς ἐπιγνώσεως τῆς κρατικῆς ὀντότητος καί τῆς λογοτεχνικῆς αὐτοεπιβεβαιώσεως. Ἡ Ἀθήνα ἦταν ἡ πόλη, ἡ ὁποία ἠσχολεῖτο ἀδιάλειπτα μέ τόν ἑαυτόν της στόν λυρικό καί πεζό λόγο. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἑνότητα πολιτικῆς καί λογοτεχνικῆς ζωῆς καί ἀντιλήψεως ἦταν ἀναμφισβήτητα ἐκεῖνο, στό ὁποῖο στόχευε ἡ πολιτισμική πολιτική τῶν διαφορετικῶν ὁλοκληρωτικῶν συστημάτων, τόν 20ο αἰώνα. Σέ μεγάλο βαθμό, ἡ Λαϊκή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἡ ὁποία κατέρρευσε τό 1989, ἐπέτυχε νά παρουσιάσει μιά τέτοια ἑνότητα – θυμόμαστε ἀκόμη, πόσοι πολλοί δυτικοί συγγραφεῖς καί διανοούμενοι κοιτοῦσαν, πέρα ἀπό τά συρματοπλέγματα καί τό τεῖχος, γεμάτοι νοσταλγία καί μέ ἐξιδανικευτικό βλέμμα, πρός τόν δῆθεν εὐτυχῆ ρόλο πού διαδραμάτιζαν ἐκεῖ οἱ ἀνατολικοί συνάδελφοί τους μέσα στίς κοινωνικές διαδικασίες. Ὅμως εἶναι προφανής ἡ αἰτία, γιά τήν ὁποία ἡ ἑνότητα πνεύματος καί ἰσχύος δέν μπόρεσε νά ἀναπτυχθεῖ πραγματικά ὑπό τήν προστασία τῶν συνοριακῶν ἐγκαταστάσεων: ἔλειπε τό στοιχεῖο πού ἀποτελοῦσε κάποτε τή φύση τῆς ἀθηναϊκῆς πόλεως: ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἡ ἀθηναϊκή παρρησία.
 
Τήν τότε νεοσύστατη μορφή κράτους νομίζουμε ὅτι τή γνωρίζουμε: τή δημοκρατία, καθώς μέ τήν ἴδια αὐτή ἑλληνική λέξη ὀνομάζουμε τά πολιτικά μας συστήματα στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική. Στήν πραγματικότητα, ἡ ἄμεση δημοκρατία τῶν Ἀθηναίων ἦταν παντελῶς διαφορετική ἀπό τίς σημερινές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες καί μπορεῖ δύσκολα νά γίνει κατανοητή μέ τή σημερινή ἀντίληψη περί κράτους. Ἀκόμη καί στήν Ἑλβετική Ὁμοσπονδία, πού ἐνέχει πολλά στοιχεῖα ἀμέσου δημοκρατίας, ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ. δέν θά ἤρμοζε το ὄνομα δημοκρατία, κυριαρχία τοῦ λαοῦ.
 
Ἀντιθέτως, πράγματι γνωρίζουμε τήν τότε νεοσύστατη μορφή τῆς τραγωδίας, διότι κατέστη τμῆμα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνικῶν λογοτεχνιῶν. Τό θεατρικό ἔργο τοῦ Χάϊνερ Μύλλερ Φιλοκτήτης τοῦ 1966 δέν φέρει μόνον τόν ἴδιο τίτλο μέ τό ἔργο τοῦ Σοφοκλέους τοῦ ἔτους 409, ἀλλά θά κατετάσσετο ὡς τραγωδία καί ἀπό τους Ἕλληνες ἐκείνης της ἐποχῆς, καθώς ὁμοιάζει μέ τά ἔργα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὡς δραματική μίμηση μέ συγκρίσιμη ἔκταση, συγκρίσιμο ἀριθμό δρώντων καί κυρίως ἕναν ἀκόμη συγκρίσιμο τύπο συγκρούσεως – καί τοῦτο, παρ’ ὅλες τίς διαφορές ὡς πρός τήν ἀντίληψη περί ἀνθρώπου καί τή δραματική τεχνική, τά ὁποῖα εἶναι ἀμέσως ὁρατά. Ἀλλά τέτοιες διαφορές ὑπῆρχαν καί μεταξύ τοῦ Αἰσχύλου, Σοφοκλῆ καί Εὐριπίδη.
 
Ἀντιθέτως, ἡ παλαιά κωμωδία ἡ ὁποία ἦταν γιά τήν Ἀθήνα, κατά τήν περίοδο τῆς λαμπρότητάς της, πολύ χαρακτηριστική, δέν ἀπετέλεσε ὑπό τήν τότε μορφή της μέρος τῆς εὐρωπαϊκῆς παραδόσεως. Ὡστόσο, ἡ μεταμόρφωσή της στή νέα κωμωδία τοῦ 4ου αἰῶνος, ἰδίως τοῦ Μενάνδρου (342-292 π.Χ.), τήν κατέστησε ἀπαρχή τῆς εὐρωπαϊκῆς κωμωδίας. Σέ αὐτή τή μεταμόρφωση ὁ ριζοσπαστικός κριτικός πολιτικός της προσανατολισμός ἀπωλέσθη – μία ἐξέλιξη, πού ἄρχισε ἤδη στόν ὕστερο Ἀριστοφάνη. Ὡστόσο, οἱ πολιτικές – σατιρικές της ἰδιότητες ἐπιβιώνουν στήν καλλιτεχνική μορφή τῆς ἐπιθεωρήσεως.
 
Μία πιθανή ἀντίρρηση στήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας θά μποροῦσε νά θέτει τό ἐρώτημα, κατά πόσον ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία ὑπάγεται ἐν γένει στό πλαίσιο τῶν συλλογισμῶν πού ἀναπτύσσουμε ἐδῶ; Μέ ἄλλα λόγια: ἡ Εὐρώπη ὀφείλει τή δημοκρατία στούς Ἕλληνες; Ἡ ἀπάντηση φαίνεται νά εἶναι ἕνα Ὄχι. Ἡ ἑλληνική λέξη γιά τήν πολιτειακή μας μορφή, ὅπως ἤδη ὑπαινιχθήκαμε, εἶναι παραπλανητική, θά μποροῦσε νά μᾶς κάνει νά λησμονήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄμεση συνέχιση τῆς ἑλληνικῆς δημοκρατίας ἕως τόν μεσαίωνα καί τούς νεώτερους χρόνους καί ὅτι καί ἡ ἀνάπτυξη τῶν δημοκρατικῶν δομῶν κατά τούς τελευταίους αἰῶνες δέν γινόταν πουθενά ἀντιληπτή ὡς προγραμματική ἀναβίωση τῆς ἀθηναϊκῆς μορφῆς τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Ἡ εὐρωπαϊκή δημοκρατία ἔχει ἄλλες πηγές, κατά πρῶτον φυσικά τίς ἑκάστοτε ἐγχώριες παραδόσεις. Π.χ. στά καντόνια πού συνασπίσθηκαν ὡς Ἑλβετική ὁμοσπονδία, ἤ στίς αὐτοκρατορικές πόλεις, πού ὑπερασπίζοντο φθονερά τήν ἐλευθερία τους, ἤ στίς πόλεις ὑπό τήν προστασία τοῦ αὐτοκράτορος (Reichsstadte) πού ὑπεραμύνοντο μέ φθόνο τῆς ἐλευθερίας τους ἔναντι τῶν ἡγεμόνων τῶν κρατιδίων. Ἐξάλλου, ὁ ἀρχαῖος κόσμος λειτουργοῦσε ὡς πρότυπο καί γιά τήν πολιτική σκέψη ἀπό τήν Ἀναγέννηση, ἀλλά τοῦτο περισσότερο μέσω τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας παρά τῆς ἑλληνικῆς. Τό γεγονός ὅτι ὁ Βροῦτος τό 509 π.Χ. ἀπελευθέρωσε τή Ρώμη ἀπό τή βασιλεία καί συγχρόνως ἀπό τήν ξένη κατοχή τῶν Ἐτρούσκων, τό ἐγνώριζε βεβαίως κάθε Γερμανός μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου μίας ἐλεύθερης πόλεως τό 16ο αἰώνα. Τό τί σήμαινε τό ὄνομα τοῦ Περικλέους δύσκολα θά ἦταν γνωστό σέ ὅλους. Ἡ ἀρχαιότητα συνέβαλε στήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς μεσαιωνικές φεουδαρχικές καί ἀργότερα ἀπολυταρχικές δομές κυρίως μέ τήν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ὡς δημοκρατία, ὡς res publica, ὡς «δημόσιο πράγμα», τοῦ ὁποίου δέν θά ἐπιμελεῖτο ἕνας κυρίαρχος καί ἡ αὐλή του. Ἀκόμη καί οἱ «ἱδρυτές πατέρες» τῆς ἀμερικανικῆς δημοκρατίας ἦσαν «ρεπουμπλικανοί», ὄχι «δημοκράτες», διαφορά πού τότε δέν σήμαινε τήν ἀντίθεση δύο κομμάτων, ἀλλά χαρακτήριζε δύο ἀντιλήψεις περί κράτους – οἱ ρεπουμπλικανοί προσανατολίζοντο στήν ἀντίληψη περί κράτους τῆς ρωμαϊκῆς ἀριστοκρατίας πρίν ἀπό τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἄρχοντος, καί ὄχι κατά τόν ἀθηναϊκό δῆμο τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ.
 
Καί ὅμως, παρ’ ὅλες τίς πολιτικές ἀνακατάταξεις τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ εἰκόνα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἦταν παροῦσα, ἔστω ἀκόμη συχνά μέ ἀρνητικό πρόσημο, ὅπως στόν Χόμπς καί ἀργότερα στόν Χιούμ, οἱ ὁποῖοι καί οἱ δύο ταύτιζαν τή δημοκρατία μέ ἐξεγέρσεις, ἀναταραχές καί χάος.[3] Καί ὁ Κάντ ἔβλεπε στή δημοκρατία μιά μορφή «δεσποτισμοῦ»[4] – σέ καταφορη ἀντίθεση πρός τήν αὐτοαντίληψη τῶν ἀρχαίων δημοκρατῶν. Γιά τόν Κάντ ὁ δεσποτισμός δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἀριθμό τῶν κυριαρχούντων, «ἐάν ἕνας ἤ μερικοί συνασπίζονται, ἤ ὅλοι μαζί», ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή λειτουργία ἤ μή τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν ἐξουσιῶν. Στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία ὅμως ὁ λαός δέν ἦταν μόνον ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία, καί μάλιστα μέ ἕναν πολύ λιγότερο ἔμμεσο καί φιλτραρισμένο τρόπο ἀπό ὅ,τι σήμερα σέ ἐμᾶς, ἀλλά ἦταν συγχρόνως νομοθέτης στήν λαϊκή συνέλευση καί δικαστική ἐξουσία στά λαϊκά δικαστήρια.
 
Ἀπό ποῦ κατέφθασε αὐτή ἡ ἀρνητική εἰκόνα περί δημοκρατίας ἕως καί τόν 18ο αἰώνα; Ἤδη, κατά τήν ἀρχαιότητα, ἡ ἀκραία δημοκρατία δέν ἔχαιρε ἐκτιμήσεως μεταξύ τῶν φιλοσόφων. Ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἑξῆς διάβαζαν εὐχαρίστως τόν Ἕλληνα ἱστορικό Πολύβιο (πέρ. 200-120 π.Χ.), ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποστηρίξει τό μεικτό πολίτευμα τῆς Ρώμης, ἐν σχέσει πρός τό ὁποῖο ἡ καθαρή δημοκρατία τῆς Ἀθήνας δέν παρουσιαζόταν ἁπλῶς ἀσταθής και ἱστορικά ἀποτυχημένη, ἀλλά φαινόταν νά μήν μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ καί τήν ἰσχύ τοῦ δικαίου στό ἐσωτερικό. Ἐπίσης, οἱ Βίοι Παράλληλοι τῶν μεγάλων Ἑλλήνων καί Ρωμαίων τοῦ Πλουτάρχου (πέρ. 45-120 μ.Χ.) ἦσαν προσφιλές ἀνάγνωσμα, στό ὁποῖο περιλαμβάνονται καί οἱ βιογραφίες ἐννέα ἡγετικῶν προσωπικοτήτων τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας – ἐδῶ μποροῦσε κανείς νά διαβάσει ὅτι ὁ δῆμος ἀδικοῦσε συχνά πολύ τούς πλέον ἀξίους καί ἐντίμους πολιτικούς ἀντί νά τούς ἀντιμετωπίσει δίκαια.
 
Τό κοσμοϊστορικό πείραμα πού ἐπεχείρησε ἡ Ἀθήνα μέ τήν ἄμεση δημοκρατία εἶχε συνεπῶς στήν ἱστορία τῶν ἰδεῶν τῆς Εὐρώπης μιά ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀρνητική ἀπήχηση. Ὅμως ἐπηρέαζε τήν πολιτική σκέψη ἀκριβῶς σέ ἐποχές πολιτειακῶν ἀναμορφώσεων, ἔστω καί μόνον ὡς εἰκόνα ἀντιθέσεως. Ἐκτός αὐτοῦ, ἡ τεραστίας σπουδαιότητος ἐπιστήμη τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας δημιουργήθηκε ἀκριβῶς σέ ἀντιπαράθεση πρός τήν ἄμεση δημοκρατία: στό ἔργο τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ξενοφῶντος καί Ἀριστοτέλη, τῶν ὁποίων ἡ σκέψη ἔτυχε ὑποδοχῆς ἀπό τόν Κικέρωνα, καί τοῦ Κικέρωνος πάλι ἀπό τόν Αὐγουστίνο, ὥστε καί δί’ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ νά παραμείνει ἐνεργό ἕνα ἰσχυρό ρεῦμα ἐμμέσου ἐπιδράσεως.
 
Πρόκειται γιά ἱκανές αἰτίες, γιά τίς ὁποίες πρέπει νά ἐξετάσουμε τήν Ἀθήνα ὡς πολιτεία στό παρόν πλαίσιο. Προστίθενται ὡστόσο ἀκόμη δύο: πρῶτον, ἡ προφανῶς μοναδική σύνδεση ἑνός συγκεκριμένου πολιτειακοῦ συστήματος μέ μιά συγκεκριμένη μορφή διανόησης ὁδήγησε στήν ἀνακάλυψη τῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας καί στήν «δημιουργία τοῦ Πολιτικοῦ», ὅπως τό ὀνόμασε ἕνας ἱστορικός[5] – γεγονός πού συνεπάγεται τή σύσταση πολιτικῆς δημοσιότητος σέ μιά κοινωνία πολιτῶν καί τήν ἐξάσκηση σέ ἕνα κριτικό, ἐκκοσμικευμένο καί φιλελεύθερο βλέμμα πρός τήν πολιτεία, δηλαδή ἕναν τρόπο θεωρήσεως, πού καί σήμερα ὁρίζει τήν πολιτική μας σκέψη, ἡ ὁποία ὅμως ἕως σήμερα δέν μπόρεσε νά μεταδοθεῖ σέ ἄλλους πολιτισμούς, πού δέν ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς Ἕλληνες, ὅπως τούς ἰσλαμικούς. Δεύτερον, τά σοσιαλιστικά καί κομμουνιστικά κινήματα τοῦ 19ου καί 20ου αἰῶνος[6] ἀναβίωσαν τήν ἰδανική εἰκόνα μίας ἄμεσης ἐφαρμογῆς τῆς λαϊκῆς βουλήσεως – ὡς μακροβιότερη μέχρι σήμερα πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία ἀποκτᾶ νέο ἐνδιαφέρον γιά κάθε ἐναλλακτική καί οὐτοπική πολιτική σκέψη.
 
Ἡ δημιουργία καί τά χαρακτηριστικά της ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας μποροῦν νά παρουσιασθοῦν ἐν συντομία ὡς ἑξῆς:[7]
 
Ἡ ἐκδίωξη τῶν τυράννων ἀπό τόν οἶκο τῶν Πεισιστρατιδῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κυριαρχήσει στήν Ἀθήνα τόν 6ο αἰώνα, δέν ἐπετεύχθη μέ τίς δικές τους δυνάμεις. Ἡ Σπάρτη, ἤδη τότε μιά μεγάλη ἑλληνική δύναμη, παρενέβη στρατιωτικά τό 510 στήν τότε μέση δύναμη τῶν Ἀθηνῶν. Παρέμενε ἔτσι ἕνας διαρκής φόβος γιά μιά πιθανή ἐπιστροφή τῆς κυριαρχίας τοῦ ἑνός, φόβος πού μπορεῖ κάπως νά ἐξηγήσει ἡ διαμόρφωση τοῦ ἀθηναϊκοῦ συστήματος. Ἡ ἐξέλιξη ἀπό τήν κρατική κατοχύρωση τῆς νεοαποκτηθείσης ἐλευθερίας ἕως τήν .πλήρως ἀνεπτυγμένη δημοκρατία διήρκησε περίπου 50 ἔτη. Ξεκίνησε μέ τήν Κλεισθένεια ἀνακατάταξη τῶν φυλῶν, πού ἀποτελοῦσαν τόν πληθυσμό, στό τέλος τοῦ 6ου αἰῶνος. Ἀπό τίς ἀρχικά 4 φυλές δημιουργήθηκαν 10 νέες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦντο ἑκάστη ἀπό τρία μέρη, τίς λεγόμενες τριτύες. Ἡ συνολική περιοχή τῆς Ἀττικῆς ἦταν ὅμως διηρημένη σέ τρεῖς ζῶνες: πόλη, ἀκτή καί ἠπειρωτική χώρα. Οἱ τρεῖς τριτύες μιᾶς φυλῆς ἔπρεπε νά κατανεμηθοῦν σέ αὐτές τίς τρεῖς ζῶνες. Αὐτό σήμαινε ὅτι δέν ὑπῆρχε συνεκτική φυλετική περιοχή. Ἡ ὀργάνωση τῶν φυλῶν τοῦ Κλεισθένους δέν δημιούργησε μία ὁμοσπονδιακή δομή, ἀλλά ἦταν ἕνα διοικητικό μέτρο γιά τήν πολιτική ἀναδιάταξη καί ἀνακατανομή τοϋ πληθυσμοῦ, ἡ ὁποία τελικῶς ἐξυπηρετοῦσε τόν συγκεντρωτισμό. Κάθε πολίτης ἦταν κατ’ ἀρχάς ἐγγεγραμμένος στόν δῆμο του, στήν κοινότητά του καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐντοπίζετο πολιτικά. Αὐτές οἱ μονάδες πού εἶχαν ἀναπτυχθεῖ μέ φυσικότητα, ἦσαν ὅμως, ἐκτός ἀπό τίς πολύ ἀπομεμακρυσμένες τριτύες. συνδεδεμένες μέ τίς φυλές, οἱ ὁποῖες δέν εἶχαν δικό τους κέντρο, παρά τήν Ἀθήνα. Οἱ φυλές ἔστελναν στό συμβούλιο τῶν Ἀθηνῶν, στή βουλή, ἐπιτροπή 500 μελῶν, 50 ἀπό κάθε φυλή. Στή βουλή ὅμως οἱ φυλές δέν ἀποτελοῦσαν πολιτικές ἑνότητες, ἀλλά μόνον διοικητικές: κάθε φυλή ἀσκοῦσε τήν προεδρία τῆς βουλῆς κατά τή διάρκεια ἑνός δεκάτου τοῦ ἔτους, καί μεταξύ τῶν 50 μελῶν κάθε φυλῆς ὑπῆρχε μία καθημερινή ἐναλλαγή τῆς προεδρίας.
 
Ἡ βουλή δέν εἶχε παρά νά προετοιμάσει τίς πολιτικές ὑποθέσεις, τίς ἀποφάσεις ἐλάμβανε ὅ δῆμος, ὁ λαός, σέ ἀνοικτή ψηφοφορία τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου. Στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου μποροῦσε νά συμμετέχει κάθε ἐλεύθερος πολίτης, στήν πραγματικότητα συμμετεῖχαν κατά μέσον ὄρο περίπου 5 ἕως 6 χιλιάδες ἐκ τῶν συνολικῶς ὑπολογιζόμενων 30.000 πολιτῶν.
 
Ἐκτός ἀπό τή βουλή καί τήν ἐκκλησία ὑπῆρχαν καί «αἱ ἀρχαί» πού ἐδιοικοῦντο ἀπό ἐννέα ἄρχοντες καί μιά διοίκηση πού λειτουργοῦσε μέ πολλές ἐξειδικευμένες ἁρμοδιότητες. Τά σημαντικότερα ἀξιώματα ἀρχικῶς ἐπεφυλάσσοντο στά μέλη τῆς ἀριστοκρατίας, καί μέ τήν διαδοχική ἀνάπτυξη τῆς δημοκρατίας βαθμιαίως ἔγιναν προσβάσιμα καί γιά τά μέλη τῶν κατωτέρων φορολογικῶν τάξεων. Ἀρχαιότερο ἀπό τόν θεσμό τῆς βουλῆς τῶν 500 ἦταν ἕνα συμβούλιο, τό ὁποῖο ὀνομάζετο κατά τόν τόπο, στόν ὁποῖο συνεδρίαζε. Ἀπετελεῖτο ἀπό τέως ἄρχοντες, δηλαδή ἀρχικῶς, ὅταν ἀκόμη δέν μποροῦσε νά γίνει κάθε πολίτης ἄρχων, ἦταν ἕνα εἶδος ἀριστοκρατικῆς γερουσίας μέ μεγάλη πολιτική ἐπιρροή λόγω τοῦ ἐλέγχου πού ἀσκοῦσε στήν διοίκηση τοῦ κράτους καί λόγω τῆς σημασίας του γιά τήν ἀπονομή δικαιοσύνης. Ὅταν ὁ Ἐφιάλτης ἀποδυνάμωσε αὐτήν τήν ἀξιοσέβαστη παλαιά ἐπιτροπή τό ἔτος 462, καί τῆς παραχώρησε μόνον τή ἁρμοδιότητα τοῦ κακουργοδικείου, θεωρήθηκε ὅτι ὁλοκληρώθηκε συνταγματικά ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία.
 
Μέ ἐξαίρεση τίς δίκες γιά φόνους, ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης εἶχε ἐκχωρηθεῖ πλήρως στόν λαό, δηλαδή πολίτες ἐλάμβαναν τίς ἀποφάσεις στίς δίκες, καί ὄχι μικρές ὁμάδες τυχαία ἐπιλεγμένων ἐνόρκων ὑπό τήν καθοδήγηση νομικῶν, ὅπως στίς σημερινές δημοκρατίες. Ἦσαν μεγάλες ἐπιτροπές 200, 500, μάλιστα ἕως καί 2.500 ἐνόρκων, ἤ μᾶλλον κανονικῶν πολιτῶν, διότι ἡ ἰδιότητα τοΰ πολίτη περιελάμβανε καί τήν ἰδιότητα τοῦ δικαστοῦ, καί δέν ἀπαιτοῦντο εἰδικές νομικές γνώσεις, οἱ ὁποῖες οὔτε καί ἦσαν ἐπιθυμητές.
 
Ἀκόμη καί ἐάν ὅλοι ἐκαλοῦντο νά συμμετάσχουν στήν πολιτική ζωή, πρίν ἀπό τήν ἀνάληψη ἑνός δημοσίου λειτουργήματος διενεργεῖτο μία δοκιμασία, δηλαδή μία ἐξέταση ὡς πρός τήν πλήρωση τῶν νομικῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἀνάληψη τοῦ λειτουργήματος. Μετά τό πέρας ὅμως μίας θητείας δέν ὑπῆρχε μόνον ἕνας ἐπανέλεγχος τῆς χρήσεως τῶν δημοσίων χρημάτων, δηλαδή ὁ ἀποχωρῶν ἀξιωματοῦχος ἔπρεπε νά δώσει λόγο (λόγον διδόναι), ἀλλά νά κάνει καί ἕναν γενικότερο ἀπολογισμό, τίς εὐθύνες, κατά τίς ὁποῖες κάθε πολίτης μποροῦσε νά κάνει καταγγελία γιά τήν θητεία τῶν παραιτούμενων. Τά ἀξιώματα ἠσκοῦντο μόνον γιά τή διάρκεια ἑνός ἔτους, δέν προεβλέπετο ἐν γένει ἡ δυνατότητα ἐπανεκλογῆς, ἐκτός ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ: οἱ στρατιωτικοί ἡγέτες εἶχαν τό δικαίωμα νά καταλαμβάνουν κατ’ ἐπανάληψη τή θέση τους.
 
Εἶναι εὔκολο νά δοῦμε ὅτι σέ αὐτό τό σύστημα ἡ ἀπασχόληση τοῦ κάθε πολίτη στίς ὑποθέσεις τῆς πόλεως ἦταν τεράστια. Προκειμένου νά μήν συμμετέχουν μόνον οἱ ἀνήκοντες σέ εὔπορη τάξη, ἡ πόλη κατέβαλε γιά τή συμμετοχή στήν ἐκκλησία τοΰ δήμου μιά ἀμοιβή τριῶν ὀβολῶν (βεβαίως μόλις ἀπό τό 403/402 π.Χ., ὡς μιά ρεαλιστική ἀποζημίωση γιά μιά μέση ἀπώλεια κέρδους). Ἀμοίβετο ἐπίσης αὐτονόητα ἡ συμμετοχή στό δικαστήριο καί ἡ ὑπηρεσία στή βουλή, τόν 4ο αἰώνα π.Χ. μάλιστα ἀκόμη καί ἡ συμμετοχή σέ θεατρικούς ἀγῶνες.
 
Ἐνῶ ὁ μέσος πολίτης ἐκκινητοποιεῖτο μέ χρηματικά ὀφέλη γιά τή συμμετοχή του στή λειτουργία τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, πρόσωπα πού ξεχώριζαν παρεμποδίζοντο, μάλιστα διά τῆς βίας, ἀκόμη καί ἐάν δέν εὐθύνονταν γιά κάτι συγκεκριμένο: ὁ περίφημος ὀστρακισμός μποροῦσε νά ἐκδιώξει σέ δεκαετῆ ἐξο ρία συμπολίτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολύ μεγάλη ἐπιρροή, κατά τίς δημοκρατικές ἀντιλήψεις. Τό μέσον αὐτό γιά τόν ἐκδημοκρατισμό τοῦ πολιτικοῦ βίου ἀνεφύη στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ., ἀλλά δέν ἐφαρμόσθηκε πλέον μετά τό 415.
 
Μέ λίγα λόγια, στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία κάθε πολίτης ἦταν νομοθέτης, ἐφόσον ἐπίἰ τῶν νόμων ἀπεφάσιζε ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου, καί ὄχι ἕνα κοινοβούλιο, καί ἐφόσον ἐπιπλέον κάθε πολίτης εἶχε τό δικαίωμα νά καταθέσει σχέδιο νόμου, ἑρμηνευτής τῶν νόμων ὡς δικαστής στό δικαστήριο, ἐκτελεστής της ἀποφασισθείσης πολιτικῆς, ἐφόσον καθένας εἶχε τήν εὐκαιρία νά ἐκλεγεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν ἀξιωμάτων καί κατ’ ἐπέκταση νά ἀνέλθει σέ αὐτά διά τῆς κληρώσεως, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο δημοκρατικότερη, καί κάθε πολίτης μποροῦσε νά ἀπαιτεῖ ἀπολογισμό, δηλαδή ὁ ἴδιος – τουλάχιστον ἐκ τῶν ὑστέρων – νά ἀσκεῖ ἔλεγχο ἐπί τῆς πολιτικῆς.
 
Ὅμως τί σημαίνει σέ αὐτό τό πλαίσιο «κάθε πολίτης»; Κάθε Ἀθηναῖος, τοῦ ὁποίου καί οἱ δύο γονεῖς ἦσαν Ἀθηναῖοι καί ὁ ὁποῖος ἐξέτιε στρατιωτική θητεία. Οἱ γυναῖκες δέν ὑπηρετοῦσαν στόν στρατό, συνεπῶς δέν εἶχαν πολιτική ψῆφο, οἱ σκλάβοι οὕτως ἤ ἄλλως δέν εἶχαν. Ὅμως ἀκόμη καί οἱ μέτοικοι, δηλαδή ἐλεύθεροι Ἕλληνες ἄλλων πόλεων, πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν Ἀθήνα, πού κατέβαλαν ὑψηλούς φόρους καί μάλιστα μποροῦσαν νά κληθοῦν νά ἐκτίσουν στρατιωτική θητεία, ἔμεναν γιά πάντα ἀποκλεισμένοι ἀπό τή συναπόφαση. Ἡ πολιτογράφηση ἦταν μιά ἐξαιρετικά σπάνια εὔνοια. Συνολικῶς, ὅπως ὑπολογίζεται, μποροῦσε περίπου τό ἕν δέκατον τοῦ πληθυσμοῦ νά συμμετέχει στή δημιουργία πολιτικῆς βουλήσεως. Ὅσοι πράγματι συμμετεῖχαν στήν ἐκκλησία καί στή βουλή ἦσαν ἀκόμη λιγότεροι.
 
Ἡ διαφορά τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἀπό τίς σημερινές δημοκρατίες εἶναι προφανής. Ἡ ἔνσταση τοῦ Κάντ, ὅτι θά ἔπρεπε νά ὁμιλοῦμε περί «δεσποτισμοῦ», ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ διάκριση τῶν ἐξουσιῶν, δέν θά ἐντυπωσίαζε τότε, καί ἕνας Ἀθηναῖος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς θά ἀπαντοῦσε ἁπλῶς: ὅταν ἔστω καί μιά ἐκ τῶν πολιτικῶν μας ἁρμοδιοτήτων – ἡ νομοθετική, δικαστική, ἐκτελεστική ἁρμοδιότητα καί ὁ ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων – δέν μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ ἀπό τόν πολίτη (εὐθέως: δηλαδή δέν χειραγωγεῖται ἀπό τήν ὀλιγαρχία τῶν κομματικῶν μηχανισμῶν), τότε λείπει ἡ πολιτική ἐλευθερία, καί σέ τέτοια συστήματα μέ τήν ἀπομεμακρυσμένη ἀπό τόν λαό ἄσκηση ἐξουσίας θά ἔπρεπε ἐξ ἀρχῆς νά μήν γίνεται λόγος περί δημοκρατίας, λαϊκῆς κυριαρχίας. Σύμφωνα μέ τούς Ἀθηναίους τοῦ 5ου καί 4ου αἰῶνος οἱ πολίτες θά ἔπρεπε νά ἐκφράζουν ἄμεσα τή βούλησή τους στήν ἐλεύθερη ἐκκλησία τοῦ δήμου καί νά μποροῦν νά τήν ἐφαρμόζουν στήν πράξη ἄμεσα μέσω ἁπλῶν κρατικῶν δομῶν. Αὐτό ἀκριβῶς ὅμως ἤθελαν νά ἀποφύγουν μέ κάθε τρόπο οἱ ἱδρυτές τοῦ γερμανικοῦ μας συντάγματος. Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ δική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία δέν εἶναι μιά ἄλλη μορφή δημοκρατίας, ἀλλά ἀναντίρρητα μιά ἄλλη μορφή κράτους.
 
Ὁλοκληρώνοντας, μποροῦμε νά ρωτήσουμε: τί ἔλειπε ἀπό τήν ἀθηναϊκή δημοκρατία, πῶς μποροῦσε νά λειτουργεῖ παρ’ ὄλ’ αὐτά, ποιά πλεονεκτήματα εἶχε πρίν ἀπό ἐμᾶς; Τῆς ἔλειπαν ἕνας σταθερός κατάλογος ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, συνεπῶς καί μιά συνταγματική δικαιοδοσία (παράλογη θά ἦταν γιά τούς Ἀθηναίους ἡ σκέψη ὅτι μιά ἐλάχιστη ἐπιτροπή μόνον ὀκτώ δικαστῶν θά ἔπρεπε νά καθορίσει δεσμευτικά τί πρέπει νά κάνει ἤ νά μήν κάνει ὁ ὑπόλοιπος πληθυσμός), ἡ προστασία τῶν μειονοτήτων ἤ ἡ προστασία τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης κατά συνείδηση.
 
Ἔλειπαν ἐπίσης τά κόμματα (οἱ ἀποκαλούμενες ἑταιρεῖες ἤσαν πολιτικές λέσχες, δέν λειτουργοῦσαν ὅμως ὡς κόμματα μέ καθορισμένο πρόγραμμα), ἡ ἰδέα τῆς ποσοστώσεως, δηλαδή ἡ ὑποχρέωση γιά συμβιβαστικές λύσεις, τίς ὁποῖες στήν πραγματικότητα κανείς δέν ἐπιθυμοῦσε, οἱ εἰδικοί: δέν ὑπῆρχαν εἰδικοί νομικοί (κάθε πολίτης εἶχε ὡς πολίτης μιά κρίση ἐπί του δικαίου καί τοῦ ἀδίκου), μάλιστα δέν ὑπῆρχε κἄν στρατός (μεμονωμένοι πολίτες μποροῦσαν νά διορισθοῦν ἐπανειλημμένως ὡς στρατηγοί, ἀρχηγοί δηλαδή τῶν στρατευμάτων, ἀλλά δέν ὑπῆρχε μιά ἐξειδικευμένη τάξη ἀξιωματικῶν καί πολιτῶν μισθοφόρων: ἡ Ἀθήνα ἐμπιστευόταν τόν στρατό τῶν πολιτῶν της).
 
Τό ἀποφασιστικό στοιχεῖο, τό ὁποῖο ἡ Ἀθήνα δέν διέθετε, ἦταν μιά κυβέρνηση: τό περιγραφέν σύστημα δέν ἐπέτρεπε μήτε μιά κυβερνητική ὁμάδα οὔτε ἕναν ἀρχηγό κυβέρνησης οὔτε ἕνα κυβερνητικό πρόγραμμα. Ἐάν 20 ἄνδρες μέ ἰσχυρή ἐπιρροή, ὅπως στά κράτη μας, ἐπεδίωκαν ἐπί 4 ὁλόκληρα ἔτη ὁμόφωνα τούς ἴδιους στόχους, τότε γιά τούς Ἀθηναίους της ἐποχῆς θά ἰσοδυναμοῦσαν ἁπλῶς μέ μία ὀλιγαρχία (εἴτε μέ τήν ἔγκριση μίας πλειοψηφίας εἴτε όχι).
 
Ἤ ἀπουσία διατυπωμένων βασικῶν δικαιωμάτων, συνταγματικοῦ δικαστηρίου καί τῆς προστασίας τῶν μειονοτήτων θά ἀντιμετωπιζόταν ἀπό τή σημερινή ὀπτική ὡς σοβαρή ἔλλειψη. Λιγότερο εὔκολη θά ἦταν, γιά τά σημερινά δεδομένα, ἡ ἐκτίμηση σχετικά μέ τήν ἀπόφαση γιά τήν ἀπουσία κομμάτων, κομματικῆς ποσοστώσεως καί εἰδικῶν τεχνοκρατῶν: ὁ διφορούμενος χαρακτήρας αὐτῶν τῶν ἐπιτευγμάτων, πού πολύ εὔκολα μποροῦν νά ἀντιπαρατεθοῦν στήν βούληση τοῦ λαοῦ, ἔγινε διαρκῶς καί περισσότερο συνειδητός στό κοινό τά τελευταία 30 χρόνια τόσο σέ ἐθνικό ὅσο καί σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο (ἔστω καί ἐάν δέν φαίνεται ἀκόμη πῶς θά μποροῦσαν νά ἀντικατασταθοῦν). Ἡ ἀπουσία μίας κυβερνήσεως θά ἐκπλήξει ἀνθρώπους, γιά τούς ὁποίους ἡ τάξη καί ὁ προγραμματισμός εἶναι τό σημαντικότερο, ἀντιθέτως θά ἐνθουσιάσει τούς νεανικά καί ἀναρχικά σκεπτόμενους (κάθε ἡλικίας). Ὅμως πέραν ὅλων τῶν ἴδιοσυγκρασιακων καί ὑποκειμενικῶν προτιμήσεων εἶναι ἀντικειμενικά ἀξιοθαύμαστο ἔνα γεγονός: ὅτι αὐτό τό κράτος τῶν Ἀθηνῶν κατά τή διαρκεια 140 ἐτῶν, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἐφιάλτη καί Περικλῆ ἕως τόν θάνατο τοῦ Δημοσθένη (322 π.Χ.), μποροῦσε νά λειτουργεῖ στό ἐσωτερικό καί νά ἀσκεῖ ἐξουσία ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, καί μάλιστα ἐπί δεκαετίες πολύ μεγάλη ἐξουσία, χωρίς νά διαθέτει κυβέρνηση ὑπό τή σύγχρονη ἔννοια.[8]
 
Ἀκόμη καί ἐάν δέν ὑπῆρχε ἕνας δεσμευτικός κατάλογος βασικῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐντούτοις σέ δικανικούς λόγους καί πολιτικές ὑπερασπίσεις τοῦ 4ου αἴωνος ὁρισμένα θεμελιώδη δικαιώματα τοῦ πολίτη ἐθεωροῦντο αὐτονόητα καί ἀπαραίτητα, π.χ. ὅτι χωρίς δικαστική ἀπόφαση δέν μποροῦσε νά ἐκχελεσθεῖ θανατική ποινή ἔναντι κανενός Ἀθηναίου, ὅτι κανένας ἐλεύθερος πολίτης δέν ἐβασανίζετο, ὅτι χωρίς ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἀνεπίτρεπτη ἡ σύλληψη πολίτη μέσα στό οἰκιακό ἄσυλο. Ἐπιπλέον, ὑπῆρχε ἀνεγνωρισμένο δικαίωμα ἰδιοκτησίας, δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου (παρρησία) καί ἡ δυνατότητα τῶν πολιτῶν νά διεξάγουν δίκη κατά τῆς πόλεως καί νά κερδίζουν τή δίκη.[9] Ἤδη ἐδῶ μποροῦμε νά διακρίνουμε μιά ἀρχή γιά τή θέσπιση ἀναπαλλοτρίωτων θεμελιωδῶν δικαιωμάτων, ἀκόμη καί ἐάν οἱ Ἀθηναῖοι δέν ἐμερίμνησαν νά τά συνοψίσουν σέ ἕναν «θεμελιώδη νόμο».
 
Μιά πολιτική κοινότητα, στήν ὁποία πολλές χιλιάδες πολιτῶν ἐγνώριζαν τά δικαιώματά τους καί εἶχαν καί τό θάρρος νά τά ἐπικαλοῦνται στίς πολιτικές ἀντιπαραθέσεις μποροῦμε παντελῶς δικαίως νά τήν ἐπικαλεστοῦμε ὡς κοινωνία πολιτῶν – ἦταν ἡ πρώτη κοινωνία πολιτῶν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔπρεπε νά περιμένει ἐπί μακρόν νά βρεῖ μιμητές σέ ἄλλους πολιτισμούς.
 
Τό σύστημα αὐτό μπόρεσε νά λειτουργήσει λόγω τῆς μεγάλης του εὐελιξίας, λόγω τῆς ταχείας διορθώσεως λαθῶν. Ἐπίσης καί μέ τό γεγονός ὅτι πραγματικά ὑπῆρχε λογοδοσία (οἱ ἀναφερθεῖσες «ἐθῦναι»). Σέ αὐτό τό σημεῖο ἡ ἄμεση δημοκρατία ὑπερεῖχε σαφέστατα τῆς σύγχρονης κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας: κανένας πολιτικός μας δέν μπορεῖ πραγματικά νά ἐγκληθεῖ νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη γιά ζημία πού προξένησε.[10]
 
Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος δέν πρέπει νά ἀποσιωπηθεῖ: ἡ ἀναφερθεῖσα εὐελιξία σήμαινε καί ἀστάθεια, κάποτε μάλιστα ἀνασφάλεια δικαίου. Καί σέ μιά ἐλεύθερη συνάθροιση τοῦ λαοῦ δέν εἶναι βεβαίως ὅλοι ἴσοι: ἤ ρητορική ἀποτελεσματικότητα γρήγορα ἀνέδειξε δημαγωγούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένοι ἀπεδείχθησαν ἀληθινοί δημαγωγοί ὑπό τή σύγχρονη ἔννοια τῆς λέξεως. Μεταξύ ἱστορικῶν εἶναι ἀναμφισβήτητο τό γεγονός ὅτι ἡ ποιότητα τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτικῆς ἐξηρτᾶτο ἀπό τήν ποιότητα τῶν ἑκάστοτε δημαγωγῶν.[11] Περί τῆς σημασίας τῆς ρητορικῆς στήν Ἀθήνα θά γίνει περαιτέρω λόγος σέ σχέση μέ τή σοφιστική (κεφάλαιο 7).
 
Ταυτοχρόνως μέ αὐτήν τή δημοκρατία δημιουργήθηκε στήν Ἀθήνα μία νέα μορφή ποιήσεως, τῆς ὁποίας ἡ κοσμοϊστορική ἐπιτυχία διαρκεῖ ἕως σήμερα: τό δράμα (ὑπό ποίαν ἔννοιαν ἡ τραγωδία καί ἡ κωμωδία μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτές ὡς ποίηση τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, παρουσιάστηκε στήν ἀρχή τοῦ παρόντος κεφαλαίου, βλ. ἀνωτέρω σελίς 189 ἑπ.).
 
Ποίηση τῶν Ἀθηνῶν, ποίηση τῆς πόλεως ὑπῆρχε ἐντούτοις πολύν χρόνο πρό τῆς τραγωδίας. Ὁ Σόλων, ὁ νομοθέτης, πολιτικός στοχαστής καί ποιητής, πού ἔζησε περίπου ἀπό τό 640 ἕως τό 560(;) π.Χ., δηλαδή 100 ἔτη πρίν ἀπό τόν Αἰσχύλο, ἐξέφρασε τήν πίστη του στήν Ἀθήνα στούς ἀκόλουθους στίχους:
 
  Ἡμέτερη δέ πόλις κατά μέν Διός οὔποτ’ ὀλεῖται
Αἶσαν καί μακάρων θεῶν φρένας ἀθανάτών·
τοίη γάρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὄβριμοπάτρη
Παλλάς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει·
Αὐτοί δέ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίηισιν.
ἀστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι,
δήμου θ’ ἡγεμόνων ἄδικος νόος, οἷσιν ἑτοῖμον
ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλά παθεῖν.
                                                               (ἀποσπ. 3.1-8D.= ἀποσπ. 4.1-8W)
 Ἡ πόλη μας, μέ τόν Δία, ποτέ δέν θά χαθεῖ,
Οὔτε κατά τή βούληση τῶν μακαρίων θεῶν.
Διότι ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ, μεγαλόθυμη ἐπόπτης,
θυγατέρα τοῦ Πανίσχυρου, ἔχει τίς χεῖρες της ἐπάνω της.
Οἱ ἴδιοι οἱ ἀστοί, πειθόμενοι μέ ἀνόητα χρήματα.
θέλουν νά φθείρουν τή μεγάλη πόλη.
καθώς καί οἱ ἄδικα σκεπτόμενοι ἡγέτες τοῦ λαοῦ.
Οἱ πολύ ἀλλαζόνες ὑφίστανται πολλές ὀδύνες.
                                                              
 Ἡ πόλη εὑρίσκεται συνεπῶς ὑπό τήν προστασία τῆς ἰσχυρᾶς θεότητος, τῆς ὁποίας φέρει τό ὄνομα, καί τήν ἀπειλεῖ μόνον ὁ κίνδυνος τῶν ἴδιων τῶν πολιτῶν καί τοῦ ἀδίκου νοός τῶν ἡγεμόνων (στίχος 7). Στήν ὕβρη τους θά ἐπακολουθήσει ἄλγος (στίχος 8). Ὁ ποιητής ἀναφέρεται ἰδιαίτερα στή δικαιοσύνη τοΰ Διός:
 
 Τοιαύτη Ζηνός πέλεται τίσις, οὐδ’ ἐφ ’ ἑκάστωι
ὥσπερ θνητός ἀνήρ γίγνεται ὀξύχολος,
αἰεί δ ’ οὔ ἑ λέληθε διαμπερές, ὅστις ἀλιτρόν
θυμόν ἔχει, πάντως δ’ ἐς τέλος ἐξεφάνη·
ἀλλ’ ὁ μέν αὐτίκ’ ἔτεισεν, ὁ δ’ ὕστερον, οἱ δέ φύγωσιν
αὐτοί, μηδέ θεῶν μοίρ’ ἐπιούσα κίχηι,
ἤλυθε πάντως αὖτις· ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν
ἤ παῖδες τούτων ἤ γένος ἐξοπίσω.
                                                     (ἀποσπ. 1.25-32D.= ἀποσπ. 13.25-32W)
 Ἔτσι φέρνει ὁ Ζεύς τήν ἀνταμοιβή, καί δέν γίνεται
ὀξύθυμος στόν καθένα ὅπως ἕνας θνητός,
γιά πάντα δέν τοῦ διαφεύγει κανείς, ὁ ὁποῖος ἔχει
φαύλη διάθεση, στό τέλος φανερώνεται.
Ὁ ἕνας ἀμέσως πληρώνει, ὁ ἄλλος ἀργότερα, καί ὅποιοι
διαφεύγουν οἱ ἴδιοι καί οὔτε τῶν θεῶν ἡ μοίρα πού ἔρχεται,
                                                                                      τούς συναντᾶ,
 πάντως μετά ἔρχεται, χωρίς νά εἶναι ὑπαίτιοι, πληρώνουν γιά τά ἔργα
εἴτε τά παιδιά τους εἴτε οἱ ἀπόγονοί τους.
                                                             
 Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ θεϊκή δικαιοσύνη ἐπιδρᾶ μακροπρόθεσμα, διαμέσου γενεῶν, ὥστε ἀκόμη καί ἀθῶοι συγγενεῖς μίας γενεᾶς νά πρέπει νά τιμωροῦνται γιά τήν ἐνοχή τῶν πατέρων ἐξακολουθοῦσε νά ταράζει τούς τραγικούς ποιητές τοῦ 5ου αἰῶνος. Τήν τελική ἐξιλέωση τοῦ οἴκου τῶν Ἀτρειδῶν ἀπό τήν κατάρα τῆς γενεᾶς διαμόρφωσε ὁ Αἰσχύλος ὡς θέμα τῆς Ὀρέστειας (βλ. σχετικά κατωτέρω, σέλ. 213 κ.ε.).
 
Μέ αὐτήν τήν ἐπίγνωση τῆς εὐθύνης ὁ ἴδιος ὁ Σόλων ἐπεδίωξε νά εἶναι ὁ νομοθέτης τῆς δικαιοσύνης, καί τοῦτο σήμαινε γιά τήν δική του κατάσταση συγκεκριμένα: ὁ Σόλων ἐπεδίωξε τήν ἐξισορρόπηση μεταξύ τῶν κομμάτων τῶν γαιοκτημόνων ἀριστοκρατῶν καί τοῦ πτωχοῦ πληθυσμοῦ τῆς ὑπαίθρου. Ἔτσι ἀνέφερε γιά τόν ἑαυτό του:
 
 Ἔστην δ’ ἀμφιβαλών κρατερόν σάκος ἀμφοτέροισι,
νικᾶν δ’ οὐκ εἴασ’ οὐδετέρους ἀδίκως.
                                                            (ἀποσπ. 5.5-6 D.= ἀποσπ. 5.5-6W)
 Στεκόμουν μέ τή δυνατή ἀσπίδα νά προστατεύει καί τούς δύο πρός τίς δύο πλευρές,
νά νικήσει ἄδικα κανέναν ἐκ τῶν δύο δέν ἄφησα.
                                                        
 Τό σημαντικότερο ἴσως μέτρο ἦταν ὅτι ὁ Σόλων ἦρε τήν δουλεία τῶν προηγουμένως ἐλευθέρων γεωργῶν:
 
 Τούς δ’ ἐνθάδ’ αὐτοῦ δουλίην ἀεικέα
ἔχοντας ἤθη δεσποτέων τρομεομένους
ἐλευθέρους ἔθηκα. Ταῦτα μέν κράτει
ὁμοῦ βίην τέ καί δίκην ξυναρμόσας
ἔρεξα καί διῆλθον ὡς ὑπεσχόμην.
                                                     (ἀποσπ. 24.13-17 D.= ἀποσπ. 36. 13-17W)
 Αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐδῶ στήν ἀνήκεστη δουλεία,
ἦσαν τρομαγμένοι μέ τά ἤθη τῶν δεσποτῶν,
τούς ἐλευθέρωσα. Μέ δύναμη, ἀφοῦ ἐταίριαξα
τή βία καί τή δίκη.
καί τίς ἐφήρμοσα καί συμπεριφέρθηκα, ὅπως εἶχα ὑποσχεθεῖ.
                                                                
 Ἡ ἀμερόληπτη διαιτησία μεταξύ εχθρικῶν μερῶν εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα ἀχάριστο ἀξίωμα, γιά τό ὁποῖο ὁ Σόλων παρπονεῖται ἐπανειλημμένως. Ἀκριβῶς ἐν ὄψει τέτοιων ἀντιπαλοτήτων θά μποροῦσε νά σφετερισθεῖ τήν ἐξουσία γιά τόν ἑαυτόν του.
Εἶναι ὑπερήφανος, ἐπειδή δέν τό ἔκανε:
 
 εἰ δέ γής ἐφεισάμην
πατρίδος, τυραννίδας δέ καί βίης ἀμειλίχου
οὐ καθηψάμην μιάνας καί καταισχύνας κλέος,
οὐδέν αἰδέομαι· πλέον γάρ ὧδε νικήσειν δοκέω
πάντας ἀνθρώπους.
                                                       (ἀποσπ. 23.8-12 D.= ἀποσπ. 32W)
 Ἐάν προστατέυσα
τήν πάτρια γῆ, καί δέν ἄγγιξα τή τυραννίδα καί τήν ἀμείλικτη βία, χωρίς νά μολύνω καί νά καταισχύνω τή φήμη μου, δέν ντρέπομαι γιά τίποτα.
 Πιστεύω ὅτι περισσότερο δι’ αὐτοῦ ὑπερισχύω ἐπί ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
                                                                 
 Συνεπῶς ὁ ἀρχέγονος νομοθέτης Σόλων, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη (στίχ. 10: κλέος) διεδόθη καί σέ ὅλες τίς περιοχές, ὥστε ἀργότερα νά ἀπαριθμεῖται μεταξύ τῶν ἑπτά σοφῶν, ἐμφανίζει σημαντικά στοιχεῖα τῆς ὕστερης πολιτικῆς αὐτοκατανοήσεως τῆς Ἀθήνας: ἡ προστασία τῆς θεότητος, ἡ ἐπίγνωση τῆς ἐναρμονίσεως μέ τό δίκαιο, ἡ διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἐλευθερίας ἀκόμη καί τῶν κοινωνικά ἀσθενέστερων, ἡ ἀπόρριψη τῆς τυραννίδος.
 
Ἑκατό ἔτη μετά τόν Σόλωνα, ἡ τραγωδία ὑπῆρχε ἤδη ὡς ποιητική μορφή. Ἕως σήμερα ἀκόμη διαφιλονικεῖται ἀπό φιλολόγους τό ἐρώτημα γιά τήν προέλευσή της ἀπό λαϊκά ἔθιμα καί ἀπό ἁπλές μορφές ποιήσεως. Ὁ Αἰσχύλος, πού γεννήθηκε τό 525 π.Χ., χαρακτηρίστηκε ὡς «δημιουργός της τραγωδίας»[12] -γεγονός πού ἰσχύει μόνον ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἀνέδειξε τή νέα μορφή στό λογοτεχνικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖο ἐν συνεχεία τήν κατέστησε ἀποφασιστικό μέσον γιά μιά ποίηση ἡψηλῶν ἀξιώσεων. Ὁ Αἰσχύλος ὄχι ἁπλῶς δέν δημιούργησε ὁ ἴδιος τή μορφή, ἀλλά δέν προδιέγραψε οὔτε γιά τούς διαδόχους του μιά ὁρισμένη ἀντίληψη γιά τήν «τραγική ἐνοχή». Μιά τέτοια ἀντίληψη παρέμεινε γιά τήν ἀττική τραγωδία πάντοτε ξένη. Τό ἐρώτημα περί τῆς «φύσεως τοῦ τραγικοῦ» εἶναι ἕνα πρόβλημα τῆς νεωτερικῆς ἀντιλήψεως περί λογοτεχνίας. Γιά τόν 5ο αἰώνα κάθε σοβαρό ἔργο, τό ὁποῖο παρουσιαζόταν στά Μεγάλα Διονύσια, ἦταν μιά τραγωδία, ἀνεξαρτήτως ἀπό τό ἐάν τελείωνε μέ τήν πτώση τοῦ πρωταγωνιστῆ ἤ μέ τή σωτηρία του καί ἀνεξαρτήτως ἀπό τό εἶδος τῆς ἐνοχῆς ἤ τῆς ἀθωότητος, πού καθόριζε τίς πράξεις του.
 
Ἡ λογοτεχνική μορφή ἐνδέχεται νά ἐξελίχθηκε ἀπό τό χορικό, καθώς στόν χορό προσετίθετο «ἔξωθεν» ἕνας ἀγγελιοφόρος, ὁ ὁποῖος περιέγραφε ἕνα γεγονός, πού ἀφοροῦσε τήν ὁμάδα, πού παριστοῦσε ὁ χορός. Ἐρωτήσεις ἀπευθυνόμενες στόν ἀγγελιοφόρο, ὁ ὁποῖος κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἔγινε ὁ πρῶτος ὑποκριτής, σέ συνομιλία μέ τόν χορό ἤ τόν πρῶτο τοῦ χοροῦ, ἐνδέχεται νά ἦταν ὁ πρῶτος τύπος σκηνῆς. Τά βήματα γιά τίς ἑπόμενες ὑποθετικές βαθμίδες μποροῦμε εὔκολα νά τά φανταστοῦμε, ἐπί παραδείγματα ὅταν τά γεγονότα δέν ἐκτίθενται μόνον στόν χορό, ἀλλά καί στόν βασιλέα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος πρέπει τώρα νά λάβει μιά ἀπόφαση, καί στόν βασιλέα προστίθεται γρήγορα μία περαιτέρω μορφή, ἕνας ἀντίπαλος ἤ ἀρωγός.[13]
 
Γνωρίζουμε ὀνόματα τραγικῶν ποιητῶν πρίν ἀπό τόν Αἰσχύλο: Χοιρίλος, Πρατίνας, Φρύνιχος, καί γνωρίζουμε ἕνα ἔργό τοῦ Φρυνίχου, πού σκηνοθετήθηκε τό 492, μέ τόν τίτλο Μιλήτου ἅλωσις. Ἐπρόκειτο γιά ἐπίκαιρο πολιτικό θέατρο, στό ὁποῖο παρουσιάζετό ἡ καταστροφή τῆς πόλεως τῆς Μιλήτου ἀπό τούς Πέρσες τό 494, μιά μοίρα πού ἀπειλοῦσε καί τήν Ἀθήνα λόγω τῆς ὑποστη- ρίξεως πού παρεῖχε στήν ἰωνική ἐξέγερση. Ἀνάλογη ἦταν ἡ ἀγανακτισμένη ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ. Τότε συνέβη τό πρῶτο γνωστό σέ ἐμᾶς θεατρικό σκάνδαλο, ὁ ποιητής τιμωρήθηκε μέ τήν πολύ ὑψηλή χρηματική ποινή τῶν 1000 δραχμῶν καί ἀπηγορεύθη ἡ περαιτέρω διάδοση τοῦ ἔργου. Θεατρικά ἔργά μέ παρόμοια πολιτική ἐπικαιρότητα δέν εἶναι γνωστά γιά τήν ἐπακολουθείσασα περίοδο, ἡ τραγωδία παραχώρησε πλέον τήν ἐπικαιρότητα στήν κωμωδία, ἡ ὁποία προσέγγιζε τά ζητήματα σκωπτικά καί μέ γέλωτα.
 
Ὡστόσο ἡ τραγωδία παρέμεινε πάντα πολιτική ὑπό μιά λιγότερο ἄμεση ἔννοια. Ἦταν μιά ὑπόθεση τῆς πόλεως καί ἡ ὀργάνωση τῶν θεατρικῶν ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι διεξήγοντο τήν ’Ἄνοιξη κατά τόν ἑορτασμό τῶν Διονυσίων ὡς ἀγῶνες τῶν ποιητῶν καί τῶν χορῶν, πού ἐμφανίζοντο στά ἔργα τους, ὑπήγετο στόν ἱεραρχικά ὑψηλότερο ἄρχοντα. Οἱ πρακτικές πλευρές τῆς διοργανώσεως μποροῦν ἐδῶ νά παραλειφθοῦν, ἀλλά πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὅτι τελοῦμε ἐν ἀγνοία ὅσον ἀφορᾶ δύο σημαντικότατα ζητήματα:
  1. Μέ ποιά κριτήρια καθόριζε ὁ νέος ἄρχων στήν ἀρχή τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους τόν Αὔγουστο, ποιοί τρεῖς ποιητές μποροῦν νά παρουσιάσουν τήν ἑπόμενη Ἄνοιξη ἀνά μιά τριλογία καί μιά σάτυρα, δηλαδή 4 ἔργα; Εἶχαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες γνώσεις περί ποιήσεως; Διέθεταν ὁμάδα λογοτεχνῶν ἐμπειρογνωμόνων ὡς συμβούλους;
  2. Ἐπίσης, δέν γνωρίζουμε μέ ποιά κριτήρια οἱ κριτές ὅριζαν μετά τίς παραστάσεις τόν πρῶτο νικητή, τόν δεύτερο καί τόν τρίτο. Ἡ ἐπιτροπή κρίσεως εἶχε «πολιτική» σύνθεση, ἐφόσον κάθε φυλή ἔστελνε ἕναν ἐκπρόσωπο, ἀλλά αὐτό φυσικά δέν σήμαινε κάποια κομματική πολιτική προαπόφαση. Παραμένει τό ἐρώτημα: διέθετε κάθε φυλή πάντοτε κάποιον πού μποροῦσε νά κρίνει ἁρμοδίως τήν ποίηση;
‘Ὅπως ὅμως καί νά συνέβαινε, τό σύστημα πάντως λειτουργοῦσε. Κατ’ ἔτος, τόν Μάρτιο, σκηνοθετοῦντο ἐννέα νέες τραγωδίες καί τρεῖς σάτυρες καί δέν ὑπῆρχαν ἐπαναλήψεις (μέ ἐξαίρεση τά ἔργα τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν ποιητῶν, μετά τόν θάνατό τους). Ὁ ἀριθμός τῶν ἀνταγωνιζόμενων ποιητῶν ἦταν μεγάλος, μόνον γιά τόν 5ο καί 4ο αἰώνα γνωρίζουμε 90 ὀνόματα – ἔχουν διασωθεῖ ὅμως τά δράματα μόνον πέντε ποιητῶν: τοῦ Αἰσχύλου, Σοφοκλέους καί Εὐριπίδου, καί ἐπιπλέον δύο ἀνωνύμων γιά ἐμᾶς συγγραφέων, τῶν ὁποίων ἕνα ἑκάστοτε ἔργο ἡ παράδοση ἀποδίδει στό σῶμα τῶν δραμάτων τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Εὐριπίδη: ὁ Προμηθέας δεσμώτης καί ὁ Ρῆσος.[14] Τήν τεράστια ὑψηλή δαπάνη μίας παραστάσεως ἀνελάμβαναν εὐκατάστατοι πολίτες: μία μορφή τιμητικῆς φορολογήσεως τῶν πλουσίων. Ἐπετρέποντο τρεῖς ἐπαγγελματίες ὑποκριτές γιά κάθε ἔργο. Ὁ ἀριθμός τῶν ρόλων ἦταν πολύ ὑψηλότερος καί ἀνήρχετο κατά μέσον ὅρο μεταξύ τῶν ἕξη καί ἕνδεκα. Ἐπειδή ἐμφανίζοντο μέ μάσκες καί οἱ ποιητές ἀπέφευγαν σκηνές μέ περισσοτέρους ἀπό τρεῖς ρόλους ὁμιλούντων, ἕνας ὑποκριτής μποροῦσε νά ὑποδύεται περισσότερους ρόλους σέ διάφορες σκηνές τοῦ ἴδιου ἔργου. Ἀκριβότερος τῶν ἐπαγγελματιῶν ὑποκριτῶν ἦταν ὁ χορός, πού ἀπετελεῖτο ἀπό πολίτες, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπληρώνοντο μέν, ἀλλά ἔπρεπε νά συντηρηθοῦν κατά τή διάρκεια τῆς ἀπαιτητικῆς μουσικῆς προετοιμασίας τῶν λυρικῶν μερῶν.
 
 Ὁλοκληρώνοντας, ἄς διασαφηνισθεῖ ἡ σχέση τῆς ἀττικῆς τραγωδίας μέ τήν πόλη ἐπί τή βάσει τριῶν σύντομων παραδειγμάτων ἀπό τόν Αἰσχύλο, τόν παλαιότερο τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν (ὁ Σοφοκλῆς καί ὁ Εὐριπίδης θά ἀναφερθοῦν σέ ὕστερα κεφάλαια, καθώς ἐπίσης καί ὁ Ἀριστοφάνης ὡς ἐκπρόσωπος τῆς παλαιᾶς κωμωδίας).
  1. Μεταξύ τῶν ἕξη σωζομένων ἔργων τοῦ Αἰσχύλου ὑπάρχει ἕνα, το ὁποῖο πρέπει νά εἶχε μεγάλη πολιτική ἐπικαιρότητα κατά τό ἔτος τῆς παραστάσεώς του. Ἀσφαλῶς οἱ «Πέρσαι» δέν ἤσαν ἕνα τόσο ἐπίκαιρο ἔργο ὅσο ἡ «Ἅλωσις Μιλήτου» τοῦ Φρυνίχου (βλ. παραπάνω σ. 208) καί ὁ Αἰσχύλος δέν διακινδύνευε βεβαίως καμία πολιτική παρέμβαση στό ἔργο του, καθώς δέν ἐπραγμα- τεύετο ἕναν ἀπειλητικό κίνδυνο, ἀλλά τήν εὐτυχῆ ἐπιβίωση, τήν ἀνέλπιστη νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐπί τοῦ τεραστίου στρατεύματος τοῦ Πέρση μεγάλου βασιλέως Ξέρξη. Τό ἔτος 480 π.Χ., ὀκτώ μόνον ἔτη μετά τήν ἀναχώρηση τῶν Περσῶν, ὅταν ὁ φόβος γιά τήν προελαύνουσα τεράστια στρατιωτική δύναμη, καί ἡ τεράστια ἐλάφρυνση λόγω τῆς ἐπιτυχοῦς ἄμυνας ὁλόκληρού του πληθυσμοῦ ἦταν ἀκόμη πρόσφατες ἀναμνήσεις, ὁ Αἰσχύλος παρουσίασε στή σκηνή τό γεγονός πού εἶχε σημασία γιά τήν παγκόσμια ἱστορία. Δύο μεγάλες μάχες εἶχαν ἀποφασιστική σημασία γιά τήν τύχη τοῦ πολέμου: ἡ ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος, πού κατέστρεψε τόν στόλο τῶν Περσῶν καί ἀναχαίτισε τήν προέλασή τους στήν κεντρική Ἑλλάδα, κατόπιν, μετά ἀπό ἕνα ἔτος, ἡ μάχη τῶν Πλαταιῶν κοντά στή Θήβα, μετά ἀπό τήν ὁποία τό περσικό πεζικό ἀποχώρησε ἀπό τήν Ἑλλάδα. Τό γεγονός ὅτι ὁ Αἰσχύλος ἀκολούθησε τήν ἀθηναϊκή ἑρμηνεία τῆς νίκης, καθώς ἔθέσε στό ἐπίκεντρο τή ναυμαχία τῆς Σαλαμϊνος (καί ὄχι τήν ὕστερη μάχη στή στεριά, τῆς ὁποίας ἠγοῦντο οἱ Σπαρτιᾶται), ἕνα ἐπίτευγμα κυρίως τοῦ ἀθηναϊκοῦ στόλου, δέν θά τό στιγματίσουμε ὡς ἕναν ἀνεπίτρεπτο «ἐθνικισμό» – ὁ ποιητής ἔπρεπε νά ἀναφερθεῖ σέ ὅ,τι ἦταν συναισθηματικά ἐγγύτερο στό κοινό του. Ὅμως τόν τόπο διαδραματίσεως τῆς ὑποθέσεως τοποθέτησε σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τήν Ἀθήνα: τό ἔργο διαδραματίζεται στήν βασιλική αὐλή τῶν Περσῶν στά Σοῦσα. Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου εἶναι ἐξίσου ἁπλή ὅσο καί ἐντυπωσιακή: ἡ ἡλικιωμένη βασιλομήτωρ Ἄτοσσα, χήρα του μεγάλου Δαρείου, γίνεται ἀποδέκτης τῆς εἰδήσεως γιά τήν ἀποτυχία τοῦ υἱοῦ της στή μακρινή Ἑλλάδα, ἀλλά ὄχι ἀμέσως καί μέ πλήρη ἀσφάλεια καί σαφήνεια, ἀλλά σέ περιγραφές πού ἀποσαφηνίζουν διαδοχικά τό ἀσύλληπτο συμβάν καί κλιμακώνουν βῆμα μέ βῆμα τή φρίκη, ἕως ἡ Ἄτοσσα νά ἐπικαλεσθεῖ τό φάντασμα τοῦ Δαρείου, στό δεύτερο μέρος: ἀναδυόμενος ἀπό τόν κάτω κόσμο, ὁ νεκρός βασιλεύς ἑρμηνεύει τήν ἥττα τοῦ υἱοῦ του ὡς ἀποτέλεσμα ἀλαζονείας καί ὕβρεως, πού ὁδηγεῖ στήν ἄτη καί καταλήγει στήν καταστροφή (στίχοι 820-2). Τό φάντασμα προφητεύει ὅτι μετά τήν ἀπώλεια τοῦ στόλου θά ἔπακολου- θήσει ἡ ἥττα τοῦ στρατεύματος. Στήν τελική σκηνή ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ Ξερξης μέ μικρή συνοδεία, θρηνώντας τή δυστυχία του ἐπί μακρόν καί μέ ἔνταση.
Ἀπολαμβάνει ἐδῶ ὁ ποιητής τῶν Ἀθηνῶν τή νίκη τῆς πατρίδος του θραμβευτικά; Κατά κανέναν τρόπο: δέν καθίσταται ἀντιληπτό κανένα συναίσθημα ἑλληνικοῦ θριάμβου. Ἡ ἥττα παρουσιάζεται ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ ἀντιπάλου, ὑπάρχει ἐπαρκής δυνατότης γιά συμπάθεια μέ τόν τότε ἐχθρό. Ὁ Ξέρξης καταφθάνει μέν ρακένδυτος στό παλάτι του στά Σοῦσα – ἕνα ἐντελῶς μή ρεαλιστικό χαρακτηριστικό, καθώς ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἐγνώριζαν ὅτι ὁ ἡττημένος μέγας βασιλεύς, μαζί μέ τό αὐλικό του κράτος, εἶχε προβεῖ σέ ὑποχώρηση καί μέ μεγάλη πολυτέλεια. Ὅμως τό νόημα τῆς ποιητικῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποίαν ἔχει ἐδῶ ὁ δραματικός ποιητής, δέν εἶναι ἡ ταπείνωση καί διαπόμπευση τοϋ ἀντιπάλου. Παριστᾶται κυρίως ἡ τραγική θεμελιώδης ἐπίγνωση ὅτι καμία ἀνθρώπινη τύχη δέν εἶναι ἀσφαλής ἐνώπιον τῆς αἰφνίδιας πτώσεως καί ὅτι οἱ θεοί τιμωροῦν τήν ὕβρι. Σύμφωνα μέ αὐτήν τή διδασκαλία ὁ Ξερξης εἶναι ἕνας ρακένδυτος παλιννοστῶν. Οἱ Πέρσες ὡς λαός σέ κανένα σημεῖο τοῦ ἔργου δέν μειώνονται, δέν περιφρονοῦνται ἤ περιγελῶνται. Ἡ Ἄτοσσα εἶναι μία ἀξιοσέβαστη μορφή ἡγέτη καί ὁ Δαρεϊος πού ἀναδύεται ἀπό τό βασίλειο τῶν νεκρῶν προξενεῖ δέος. Αὐτή ἡ εὐγενής στάση ἔναντι τοῦ ἐχθροῦ ἔχει ἀσφαλῶς ὡς ὑπόδειγμα τόν Ὅμηρο (βλ. ἀνωτέρω σέλ. 36-37). Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο, παρ’ ὅλον τόν σεβασμό γιά τόν ἀντίπαλο, ἦταν ἀπαραίτητο γιά τόν ποιητή, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁ ἴδιος πολεμήσει στήν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (490 π.Χ.), ἐξίσου ἀπαραίτητο καί γιά τό κοινό της Ἀθήνας καί γιά τούς μελλοντικούς Ἕλληνες ἀναγνῶστες, ἦταν ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ της ἑλληνικῆς ἀντιλήψεως περί ἐλευθερίας καί τοῦ ἀνατολικοῦ δεσποτισμοῦ. Ἡ Ἄτοσσα πληροφορεῖται θεσμούς Ἀθηναίων, πού μέ μεγάλη δυσκολία μπορεῖ νά συλλάβει ἀπό τήν περσική ὀπτική:
 
 τίς δέ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῶι;
οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός οὐδ’ ὑπήκοοι,
πῶς ἄν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας;
ὥστε Δαρείου πολύν τέ καί καλόν φθεῖραι στρατόν.
                                                                                 (Πέρσαι 241-4)
 Καί ποιός εἶναι ὁ πρωτοριστής καί στό στρατό ἀρχηγεύει;
Δοῦλοι κι ὑπάκουοι, κανενός ἀνθρώπου δέ λογιοῦνται.
Καί πῶς μποροῦν ν’ ἀντισταθοῦν σ’ ἀντρῶν ὀχτρῶν τό κοῦρσος;
Πού τοῦ Δαρείου πολϋ στρατό καί καλό ν’ ἀφανίσουν.
                                                                               
 Στίς «Ἱκέτιδες» πού παρουσιάστηκαν τό 463/462 π.Χ., οἱ πενήντα θυγατέρες τοῦ Δαναοῦ βρίσκονται ἐν φυγῆ. Ὡς ἱκέτιδες ἀπευθύνονται στό βασιλέα Πελασγό τοῦ Ἄργους, προκειμένου νά τίς προστατέψει ἀπό τούς πενήντα υἱούς τοῦ Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τίς ἐξαναγκάσουν σέ γάμο. Ἡ ὑποδοχή τῶν ἱκέτιδων εἶναι ἀφενός θρησκευτικό καθῆκον, ἀφετέρου πολύ ἐπικίνδυνη γιά τήν πόλη ἐν ὄψει τῶν πιεστικῶν διωκτῶν. Σέ αὐτή τή δύσκολη κατάσταση ὁ Πελασγός ἀποδεικνύεται ὡς κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά ἀποφασίσει τίποτα χωρίς τό λαό:
 
 Πέ      ἐγώ δ’ ἄν οὐ κραίνοιμ’ ὑπόσχεσιν πάρος,
           ἀστοῖς δέ πᾶσι τῶνδε κοινώσας πέρι.
Χό      σύ τοι πόλις, σύ δέ τό δήμιον,
           πρύτανις ἄκριτος ὤν,
           κρατύνεις βωμόν, ἐστίαν χθονός,
           μονοψήφοισι νεύμασι σέθεν,
           μονοσκήπτροισι δ’ ἐν θρόνοις χρέος
           πᾶν ἐπικραίνεις· ἄγος φυλάσσου.
 
Πέ     εἶπον δέ καί πρίν, οὐκ ἄνευ δήμου τάδε
          πράξαιμ’ ἄν, οὐδέ περ κρατῶν, μή καί πότε
          εἴπηι λεώς, εἴ ποῦ τί μή τοῖον τύχοι,
         «ἐπήλυδας τιμῶν ἀπώλεσας πόλιν».
                                                                 (Ἱκετιδαι 368-375. 398-401)
Πέ     Ἔγω δέν θά μποροῦσα νά σᾶς δώσω ὑπόσχεση
          πρίν νά ἐπικοινωνήσω μέ ὅλους τούς ἀστούς σχετικά μέ αὐτά.
Χό     Ἐσύ εἶσαι ἡ πόλη, ἐσύ εἶσαι ὁ λαός,
          ἀνώτερος, χωρίς νά κρίνεσαι,
          διαχειρίζεσαι τόν βωμό, τήν ἑστία τῆς χώρας,
          μέ μόνο τό νεΰμα σου, τό σκῆπτρο σου, τόν θρόνο σου.
          εἶναι χρέος νά ὁλοκληρώσεις τά πάντα.
          Φυλάξου ἀπό τό ἄγος!
Πέ    Εἶπα καί προηγουμένως, δέν θά τό ἔπραττα χωρίς τόν λαό,
         καί ἄν εἶχα τή δύναμη, καί ποτέ νά μή μοῦ πεῖ ὁ λαός,
         ἐάν δέν ἐπιτύχει αὐτό,
         “τιμώντας τούς ξένους μετανάστες, κατέστρεψες τήν πόλη”.
                                                                           
 Ὁ Αἰσχύλος μετατρέπει τόν Πελασγό, ἕναν μυθικό βασιλέα τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, σέ ἕναν σύγχρονο δημοκράτη, ὅπως θά ταιρίαζε στήν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του. Προκειμένου νά ἀποσαφηνίσει τό ἀπαράδεκτο γιά τούς Ἀθηναίους πολιτειακό σύστημα, ὁ ποιητής μέσω τοῦ χοροῦ ἐκφράζει τήν τοποθέτηση: «σύ τοί πόλις» (στ. 370), πού ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς σέ αὐτό πού oἱ νεώτεροι χρόνοι ἀπεκάλεσαν «Τό κράτος εἶμαι ἐγώ» καί, καθόριζε ἀκόμη πρίν ἀπό 300 χρόνια τήν πολιτική πραγματικότητα. Στόν Αἰσχύλο ὅμως ὁ Πελασγός δέν μπορεΐ νά ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του μοναδικό ἁρμόδιο. Μία τέτοια προβολή τῶν δικῶν τους συνθηκῶν στήν μυθική προϊστορία ἐνίσχυσε τή δημοκρατική συνείδηση τῆς μάζας τῶν θεατῶν, πού ἀριθμοῦσε χιλιάδες. Μέ ἰδιαίτερη προτίμηση παρουσίαζαν ὑπό ἀνάλογο φῶς τόν δικό τους μυθικό ἀρχαϊκό βασιλέα Θησέα, τόν ὁποῖο βεβαίως οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦσαν ἱστορική μορφή.
  1. Οἱ «Εὐμενίδες» εἶναι τό τρίτο μέρος τῆς «Ὀρέστειας», ἐκείνης τῆς μοναδικῆς διασωθείσας τραγικῆς τριλογίας, ἡ ὁποία ἕως σήμερα διατηρεῖ τή θέση της στίς εὐρωπαϊκές σκηνές παρόλες τίς μεγαλειώδεις μεταβολές τοῦ θεάτρου ἀπό τόν Σαίξπηρ καί τόν Ρασίν, τούς Σίλλερ καί Γκαῖτε, Ἴμπσεν καί Στρίντμπεργκ, Μπρέχτ καί Μπέκετ. Ὁ Ὁρέστης ἐκδικήθηκε, ὅπως ἦταν τό καθῆκον του, τή δολοφονία τοῦ πατέρα τοῦ Ἀγαμέμνονος: φόνευσε ἀπό τήν πλευρά τοῦ τόν φονέα Αἴγισθο καί τή φόνισσα Κλυταιμνήστρα. Ὅμως ὡς μητροκτόνος εἶναι τώρα ἐκετεθειμένος στή δίωξη τῶν Ἐριννύων, θεῶν τῆς ἐκδικήσεως. Καταφεύγει στόν Ἀπόλλωνα, στούς Δελφούς, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εἶχε διαπράξει τήν ἀμφισβητούμενη πράξη, συγχρόνως εὐσεβῆ καί μιαρή. Ὁ Ἀπόλλων ὅμως τόν ὁδηγεῖ ἐν συνεχεία στήν Ἀθήνα: ἐκεῖ θά κριθεῖ ἡ περίπτωσή του. Τοῦτο εἶναι νέο: ὁ μύθος ἀφηγεῖτο τήν ἐξιλέωση τοῦ Ὀρέστη διά τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε ἐξάλλου ἀναθέσει τήν πράξη. Στήν Ἀθήνα, ἡ προστάτις θεά Ἀθηνᾶ ἀναλαμβάνει τήν ὑπόθεση: ἐγκαθιδρύει ἕνα νέο δικαστήριο, τόν Ἄρειο Πάγο. Ὁ Αἰσχύλος συνεπῶς παρέχει μέ τό δράμα του τό 458 π.Χ. μιά μυθολογική ἱστορία περί τῆς ἱδρύσεως ἐκείνου τοῦ ἀθηναϊκοῦ δικαστηρίου, τό ὁποῖο λίγο πρίν, τό ἔτος 462, εἶχε ἀποδυναμωθεῖ πολιτικά. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ τριλογία του, ἡ ὁποία μέ τήν συζυγοκτονία καί μητροκτονία πραγματεύεται ἕνα ἀπό νομικῆς καί θρησκευτικῆς ἀπόψεως ἐξαιρετικά σημαντικό θέμα, κερδίζει ἐπιπρόσθετη σπουδαιότητα μέ τήν πολιτικά ἐπίκαιρη θεματική τοῦ ὑψηλότατου κύρους δικαστηρίου τῆς πόλεως. Ἡ σκηνή τοῦ δικαστηρίου, στήν ὁποία κρίνεται ἡ τύχη τοῦ Ὀρέστη, ἔχει συλληφθεῖ παντελῶς ὑπό τό πνεῦμα τοῦ σύγχρονου δημοκρατικοῦ συστήματος δικαιοσύνης, πού ἐγγυᾶτο τήν ἀθώωση σέ περίπτωση ἰσοψηφίας. Στό δράμα ἡ Ἀθήνα κάνει χρήση αὐτῆς τῆς δικαιικῆς ἀρχῆς καί μεριμνεῖ ἡ ἴδια γιά τήν ἀθώωση. Ὅμως οἱ Ἐριννύες, ἕως τότε μόνον θεές τῆς ἀδυσώπητης ἐκδίκησης, μεταμορφώνονται σέ «Εὐμενίδες», «εὐμενεῖς» θεότητες, πού προστατεύουν τήν Ἀθήνα καί. συγχρόνως διατηροῦνται στόν φόβο γιά τήν ἀδικία, πού ἀναγκαστικά ἐπιφέρει διωγμό καί τιμωρία. Ἡ διπλή συμβουλή τῆς Ἀθήνας προειδοποιεῖ τόσο γιά τήν ἀναρχία ὅσο καί γιά τόν δεσποτισμό:
Ἀθ     τό μήτ’ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον
          ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,
          καί μή τό δεινόν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν.
          τίς γάρ δεδοικώς μηδέν ἔνδικος βροτῶν;
                                                                           (Εὐμενίδες 696-699)
 Ἀθ     Μήτε τήν ἀναρχία μήτε τόν δεσποτισμό
          νά σέβωνται οἵ πολίτες μου τούς συμβουλεύω
          – κι ἄς τό κρατήσουνε καλά στό νοῦ τους –
          καί νά μή διώξουν κάθε φόβο ἀπό τήν πόλη.
          Γιατί ποιός εἶναι δίκαιος σάν δέν φοβᾶται τίποτα;
                                                                        
 Σέ αὐτόν τόν στίχο ἡ νεαρή ἀθηναϊκή δημοκρατία μποροῦσε νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτόν της καθώς καί στήν ἀπόφαση τῆς θεᾶς προστάτιδος τῆς πόλεως, πού ἀκολουθεῖ καί σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἀθήνᾶ μέ τήν ἀδιάβλητη τήρηση τοῦ δικαίου ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο διέθετε πολιτικό ἐργαλεῖο μοναδικό στόν κόσμο (στίχος 700-708).
 
Ἐλεύθερος ἀπό μικρόνοο ἐθνικισμό, ὁ Αἰσχύλος διακηρύσσει ὡστόσο τήν ἰδεολογία τῆς δημοκρατικῆς ἐλευθερίας, τῆς εὐσέβειας καί τῆς τηρήσεως τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν «ἐφεύρεση τῶν Ἀθηνῶν» ὡς πνευματικοῦ τόπου μέ διαχρονική ἰσχύ.[15]
 
Βεβαίως ἡ σημασία τοῦ Αἰσχύλου δέν ἐξαντλήθηκε στή θεμελιώδη συμβολή του στή διαμόρφωση τῆς ὕστερης ἀθηναϊκῆς ἰδεολογίας. Ὑπῆρξαν ὁλόκληρες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες δέν ἀποδόθηκε καμία σημασία σέ αὐτήν τήν πλευρά τοῦ ἔργου του. ἐνῶ ἀναγνώρισαν τό μεγαλεῖο του γιά τήν δραματική λογοτεχνία. Ὅπως ἔδειξαν τά τρία σύντομα παραδείγματα, ὁ Αἰσχύλος ἔθεσε στό ἐπίκεντρο πάντοτε ζητήματα θεμελιώδους σημασίας γιά τή δικαιική σκέψη, γιά τήν ἠθική καί τή θρησκεία. Ἡ πίστη του στόν Δία, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας ὁ Ζεύς λατρεύεται ὡς ὕψιστος ἐγγυητής τῆς δικαιοσύνης στόν κόσμο, συνιστᾶ σημαντικό παράδειγμα φιλοσοφικό-θεολογικοῦ μονοθεϊσμοῦ. Τό γεγονός ὅτι θέτει ἐπί σκηνῆς τά μεγάλα του θέματα μέ μιά δραματική τεχνική, ἡ ὁποία χωρίς ἐπιδίωξη ἐντυπωσιασμοῦ δημιουργεῖ πάντοτε ἐξωτερική ἔνταση, τόν καθιστά μνημεῖο γιά ὅλες τίς ἐποχές, ἕνα εἶδος ἀδιάβρωτου ἀρχέγονου πετρώματος τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας. Λόγω περιορισμένου χώρου, δέν μπόρεσε ἐδῶ νά γίνει ἐκτενῶς λόγος σχετικά μέ τό ποιητικό του μέγεθος, καί γιά τοῦτο ἄς ἀρκέσει ἡ προσπάθεια νά. παρουσιαστεῖ ἐν συντομία τουλάχιστον ὡς ποιητής σέ ἕνα ἱστορικο-πολιτικά νέο περιβάλλον μέ προεκτάσεις πρός τό μέλλον.
 --------------------
[1] Ἀριστοτέλης, Ποιητική 4, 1448 b5-20.
[2] Νέα συλλογή κειμένων: V. Binder – Μ. Kotenjak – Β. Noack (ἐπιμ.), Ἐρί- taphien. Tod, Totenrede, Rhetorik, ἐπιλογή, μετάφραση καί σχόλια, Ράντεν – Βεστφαλία 2007. – Σχετικά μέ τόν Ἐπιτάφιο τοΰ Θουκυδίδη βλ. κατωτέρω κεφάλαιο 8 σελ. 282-284
[3] Η. Miinkler – Μ. Llanque βλ. κυρίως “Demokratie» στό: Der Neue Pauly. Rezeptions- und Wissenschaftsgeschichte. τόμος 13. Στουτγάρδη 1999, στ. 723.
[4] I. Κάντ, Zum ewigen Frieden. Ein philosophischer Entwurf, 1795, 2η ἔκδοση, Κοανιγκσβέργη 1796, BA 25.
[5] Κ. Raaflaub, Die Entdeckung der Freiheit, Μόναχο 1985. Christian Meier, Die Entstehung des Politischen bei den Griechen, Φρανκφούρτη 1980.
[6] W. Hofmann, Ideengeschichte der sozialen Bewegung des 19. und 20. Jahr- hunderts. Βερολίνο-Νέα Ὑόρκη 1971.
[7] Ἀπό τήν ἐκτεταμένη βιβλιογραφία ἄς ὑπογραμμισθοῦν: J. Bleicken, Die athenische Demokratie. Παντερμπορν 1985, Μ. Η. Hansen, The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes. Ὀξφόρδη 1991. – Άπό τίς ἀπειράριθμες ἀρχαῖες πηγές, οἱ ὁποῖες εἴτε μαρτυροῦν μέ ἀκρίβεια μεμονωμένους θεσμούς καί διαδικασίες τῆς δημοκρατίας σέ συγκεκριμένες συνθῆκες, εἴτε ἀντιθέτως ἐξυμνοῦν μέ γενικότητα τό φιλελεύθερο σύστημα (ἤ καταδικάζουν τήν κατάχρησή του), ἐξέχει ἡ τόσο λεπτομερής ὅσο καί συστηματικά ἐπεξεργασμένη παρουσίαση τοῦ Ἀριστότελους. Ἀθηναίων Πολιτεία (Γέρμ. μετάφραση καί σχόλια: Μ. Chambers. Βερολίνο 1990).
[8] Ἡ ἐσωτερική «λειτουργία» τῆς ἄμεσης δημοκρατίας ὡστόσο ὑπέστη μία εὐαίσθητη ὑποτροπή στήν κρίση κατά τό τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου: ἐντός ὀλίγων ἔτων αὐτή ἡ πολιτειακή μορφή καταργήθηκε δύο φορές (τό 411 μέ τήν ὀλιγαρχία, τό 404 μέ μία μικρή ὁμάδα τυράννων). Καί τίς δύο φορές ὅμως ἀπεκαταστάθη ἐντός ὀλίγου χρόνου.
[9] Οἱ πηγές στόν Μ. Η. Hansen (βλ. ὑποσ. 7), 76-78.
[10] Οἱ ἀποκαλοΰμενες κοινοβουλευτικές ἐξεταστικές ἐπιτροπές εἶναι καταδικασμένες σέ ἀναποτελεσματικότητα μέ τήν ποσόστωση τῶν κομμάτων.
[11] Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια ἐκφράσθηκε ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία (βλ. ἀνωτέρω ὑποσ. 7), κεφάλαιο 28.
[12] Παραπέμπουμε στό ὡραῖο βιβλίο τοΰ G. Murray, Aeschylus. The Creator of Tragedy, Ὀξφόρδη 1940.
[13] Μιά ὑποθετική, ἀλλά ἐσωτερικά συνεπῆ ἀναπαραγωγή τῆς μόρ- φολογικῆς ἱστορίας τῆς πρώιμης τραγωδίας, πού δέν μαρτυρεΐται σέ κείμενα, παρέχει ὁ W. Schadewaldt, Die griechische Tragodie (Tiibinger Vorlesungen), τόμος 4, Φρανκφούρτη 1991, 34-66.
[14] Τό γεγονός ὅτί τό δράμα Ρῆσος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἔργο τοῦ Εὐριπίδου ἦταν ἀνέκαθεν ὁμόφωνη γνώμη τῶν ἐπιστημόνων. Τό δράμα Προμηθεύς ἀντιθέτως ἕως προσφάτως ἦταν ἀμφισβητούμενο. Ἡ ὁριστική ἀπόδειξη, ὅτι τό ἔργο δέν μπορεῖ νά εἶναι τοῦ Αἰσχύλου, ἀλλά συντάχθηκε μᾶλλον ἀπό ἕναν ἄγνωστο σέ ἐμᾶς ποιητή περίπου μεταξύ 430-420 π.Χ., εἶναι ἐπίτευγμα τοῦ Robert Bees. Zur Datierung des Prometheus Desmotes, Στουτγάρδη 1993.
[15] Τόν συνθηματικό ὅρο περί «ἐφευρέσεως» τῶν Ἀθηνῶν δημιούργησε ἡ Nicole Loraux, L’invention d’ Athlnes. Histoire d I’oraison funibre dans la «cite classique», Paris 1981.

Για να βρεις την Πραγματικότητα πρέπει να αρχίσεις από μέσα σου


Οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι, εσείς και εγώ είμαστε υπεύθυνοι για την κατάσταση της κοινωνίας στην οποία ζούμε.

Εσείς είστε υπεύθυνοι, όχι οι πολιτικοί σας, γιατί εσείς κάνατε τους πολιτικούς να είναι ανέντιμοι, να αυτοδοξάζονται, να επιζητούν τη δύναμη και το γόητρο, πράγματα δηλαδή που κάνετε καθημερινά. Εσείς είσαστε υπεύθυνοι για ό,τι είναι η κοινωνία, γιατί η ψυχολογική δομή της κοινωνίας είναι πολύ πιο σημαντική από την οργανωτική πλευρά της.

Η ψυχολογική δομή της κοινωνίας βασίζεται στην απληστία, στο φθόνο, στην πλεονεξία, στον ανταγωνισμό, στη φιλοδοξία, στο φόβο· σε αυτή την ασταμάτητη απαίτηση του ανθρώπου να θέλει να είναι ασφαλής στις κάθε είδους σχέσεις του: ασφαλής στην ιδιοκτησία, ασφαλής στη σχέση του με τους ανθρώπους, ασφαλής στη σχέση του με τις ιδέες. Αυτή είναι η δομή της κοινωνίας που δημιουργούμε· κι έπειτα έρχεται η κοινωνία και επιβάλλει αυτή τη δομή ψυχολογικά στον καθένα μας. Και η απληστία, ο φθόνος, η φιλοδοξία, ο ανταγωνισμός, όλα αυτά είναι σπατάλη ενέργειας, γιατί σε αυτά υπάρχει πάντα σύγκρουση – σύγκρουση που είναι αδιάκοπη, όπως σε ένα άτομο που ζηλεύει.

Η ζήλεια είναι μία ιδέα, αλλά η ιδέα και το γεγονός είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ακούστε, σας παρακαλώ. Προσεγγίζετε το συναίσθημα που ονομάζεται «ζήλεια» μέσα από το πρίσμα της ιδέας. Δεν έρχεστε άμεσα σε επαφή με το συναίσθημα που ονομάζετε ζήλεια. Αλλά προσεγγίζετε τη ζήλεια μέσα από την ανάμνηση που κουβαλάει μια ορισμένη λέξη που έχετε εδραιώσει στο νου σας ως ζήλεια. Αυτή γίνεται μία ιδέα, και εκείνη η ιδέα σάς εμποδίζει να έρθετε άμεσα σε επαφή με το συναίσθημα που ονομάζετε ζήλεια. Και αυτό είναι ένα γεγονός. Οπότε η φόρμουλα, η ιδέα σάς εμποδίζει να έρθετε άμεσα σε επαφή με εκείνο το συναίσθημα, κι έτσι η ιδέα σκορπάει την ενέργεια.

Η ειρήνη δεν είναι απλώς η επέκταση του νόμου ή της διακυβέρνησης. Η ειρήνη είναι κάτι τελείως διαφορετικό. είναι μια εσωτερική κατάσταση που δεν μπορεί να έρθει με την μεταβολή των εξωτερικών συνθηκών, παρόλο που η αλλαγή των εξωτερικών συνθηκών είναι απαραίτητη. Πρέπει, όμως, να αρχίσει μέσα από τον άνθρωπο για να φέρει έναν διαφορετικό κόσμο. Και για να φέρετε έναν διαφορετικό κόσμο χρειάζεστε τρομερή ενέργεια, και αυτή η ενέργεια τώρα σπαταλιέται στην αδιάκοπη σύγκρουση. Επομένως, πρέπει να κατανοήσει κανείς αυτή τη σύγκρουση.

Η πρωταρχική αιτία της σύγκρουσης είναι η φυγή – η φυγή μέσα από κάποια ιδέα. Παρατηρήστε, σας παρακαλώ, τον εαυτό σας: Αντί να αντιμετωπίσετε – ας πούμε – το φθόνο, τη ζήλια, αντί να έρθετε άμεσα σε επαφή με αυτήν, εσείς λέτε, «πώς θα την ξεπεράσω, τι θα κάνω; Ποιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους θα μπορώ να μη ζηλεύω»; Όλα αυτά είναι ιδέες και επομένως μια φυγή από το γεγονός ότι ζηλεύετε. Η φυγή από το γεγονός μέσα από κάποιες ιδέες όχι μόνο σπαταλάει την ενέργειά σας, αλλά σας εμποδίζει να έρθετε άμεσα σε επαφή με το γεγονός. Πρέπει να δώσετε όλη σας την προσοχή σ’ αυτό κι όχι μέσω κάποιας ιδέας. Η ιδέα, όπως επισημάναμε, εμποδίζει την προσοχή. Οπότε, όταν παρατηρήσετε ή αποκτήσετε επίγνωση για το συναίσθημα της ζήλιας, και του δώσετε πλήρη προσοχή χωρίς ιδέες, τότε θα δείτε ότι όχι μόνο είστε άμεσα σε επαφή με εκείνο το συναίσθημα, αλλά επειδή έχετε δώσει όλη σας την προσοχή, όχι μέσα από ιδέες, αυτό παύει να υπάρχει. Τότε, έχετε περισσότερη ενέργεια για να αντιμετωπίσετε το επόμενο περιστατικό, ή το επόμενο αίσθημα, το επόμενο συναίσθημα.

Για να φέρεις μια πλήρη αλλαγή μέσα σου, πρέπει να έχεις ενέργεια – όχι την ενέργεια που φέρνει η καταπίεση, αλλά εκείνη την ενέργεια που έρχεται σε σένα όταν δεν κάνεις καμιά φυγή μέσα από ιδέες ή καταπίεση. Πράγματι, αν το σκεφτείτε, μόνο δύο τρόπους ξέρουμε για να αντιμετωπίζουμε τη ζωή: είτε κάνουμε γενικώς φυγές από αυτή – πράγμα που είναι μια μορφή παραφροσύνης που οδηγεί στη νεύρωση – ή καταπιέζουμε τα πάντα επειδή δεν τα κατανοούμε. Αυτό μόνο ξέρουμε.

Τώρα: Καταπίεση δεν είναι μόνο το να θάβεις κάθε συναίσθημα ή κάθε αίσθηση, αλλά είναι επίσης και το να δίνεις με κάποιο τρόπο, λογική εξήγηση, να εκλογικεύεις. Παρατηρήστε το, σας παρακαλώ, οι ίδιοι και θα δείτε πόσο πραγματικό είναι αυτό που ειπώθηκε. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να μην κάνετε καμιά φυγή. Και το να μην κάνετε ποτέ καμιά φυγή, είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που πρέπει να ανακαλύψετε. Και είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα αυτή η ανακάλυψη, γιατί κάνουμε φυγές με τις λέξεις.
 
 Κάνουμε φυγή από κάτι που είναι γεγονός, όχι μόνο με το να τρέχουμε σε ναούς και όλα τα υπόλοιπα αυτής της ιστορίας, αλλά και με τις λέξεις, με διανοουμενίστικες συζητήσεις, απόψεις και κριτικές. Έχουμε πάρα πολλούς τρόπους φυγής από εκείνο που είναι γεγονός. Για παράδειγμα, πάρτε το γεγονός ότι κάποιος είναι κουτός. Αν κάποιος είναι κουτός, αυτό είναι ένα γεγονός. Και όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι κουτός, η φυγή είναι να προσπαθείς να γίνεις έξυπνος. Αλλά για να συνειδητοποιήσεις κάτι, για να αποκτήσεις αυτή την ευαισθησία, απαιτείται όλη σου η προσοχή να εστιαστεί σε εκείνη την κατάσταση του νου που είναι κουτός.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ενέργεια, που να μην είναι το αποτέλεσμα καμιάς αντίθεσης, καμιάς έντασης, αλλά εκείνη που γεννιέται όταν δεν υπάρχει καμία απολύτως προσπάθεια. Σας παρακαλώ, κατανοήστε αυτό το πολύ απλό, πραγματικό γεγονός: σπαταλάμε την ενέργειά μας με την προσπάθεια, και αυτή η σπατάλη ενέργειας από την προσπάθειας μας εμποδίζει να έρθουμε άμεσα σε επαφή με εκείνο που είναι γεγονός. Όταν κάνω τεράστια προσπάθεια για να σας ακούσω, όλη μου η ενέργεια χάνεται στην προσπάθεια και στην πραγματικότητα δεν ακούω. Όταν είμαι θυμωμένος ή ανυπόμονος, όλη μου η ενέργεια χάνεται στην προσπάθεια να πω, «Δεν πρέπει να είμαι θυμωμένος».
 
Αλλά όταν προσέχω απολύτως το θυμό ή εκείνη την κατάσταση του νου και δεν κάνω καμιά φυγή μέσα από τις λέξεις, με την επίκριση, με την κριτική, τότε σε αυτή την κατάσταση προσοχής υπάρχει μια ελευθερία από εκείνο το πράγμα που ονομάζεται θυμός. Έτσι, εκείνη η προσοχή που είναι συσσώρευση της ενέργειας, δεν είναι προσπάθεια.

Άνθρωπε αγάπα...

Δεν σας καταλαβαίνω μερικούς ειλικρινά. Ένα πέρασμα κάνουμε όλοι από εδώ. Τι δεν παίρνετε χαμπάρι και φέρεστε με τόσο κακεντρέχεια και μίσος. Αγαπάτε λίγο τον άλλον μωρέ. Αξίζει δεν κοστίζει. Μια καλή κουβέντα δεν θα σας σκοτώσει, μη φοβάστε. Ανθρωπάρια που έχετε μάθει να κρύβεστε πίσω από την αλαζονεία και την άρρωστη "όμορφη" εικόνα σας. Έχετε κλειστεί στον μικρόκοσμο σας και αλίμονο αν κάνετε ένα βήμα να βγείτε από τον θόλο που σας περιβάλλει.

Ο άνθρωπος μένει αξέχαστος από τις καλές πράξεις, την σωστή συμπεριφορά και την ευγένεια με την οποία αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπο. Η αγάπη δεν μετριέται στο πορτοφόλι ξέρετε. Αλλά από την προσφορά από το υστέρημά μας. Αλλά σε ποιόν τα λέω άραγε. Σε εσάς που όλους τους βλέπετε μηδενικά; και την αγάπη την μεταφράζετε σε ευρώ; Αγαπάτε μωρέ και μην κρίνετε από την εξωτερική εμφάνιση. Η αγάπη δεν μετριέται με μούσκουλα και μπότοξ. Από αληθινές ματιές και αγγίγματα είναι καμωμένη.

Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία ξέρετε. Μέγιστο αγαθό είναι, με αξία ανεκτίμητη. Έχετε δει άστεγο να ταΐζει το αδέσποτο το μισό σάντουιτς; Ναι σε εσάς το λέω, που σιχαίνεστε τα ζώα και κοιτάτε με απαξίωση τους μη "προνομιούχους" όπως νομίζετε πώς είστε. Άραγε έχετε δει ποτέ το βλέμμα της ευγνωμοσύνης; Έχετε ποτέ νιώσει την ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά, όταν κάποιος σας πει ευχαριστώ; Έχετε νιώσει τη θέρμη που βγάζει μια ανιδιοτελής αγκαλιά; Η καλοσύνη απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη και εσείς είστε οι πιο αδύναμοι να ξέρετε.

Κι όμως κάπου, κάποτε θα σας κάνει να ντραπείτε τόσο πολύ για τον χαρακτήρα που έχετε. Και ξέρετε γιατί; Γιατί όταν θα σας αγαπήσουν και δεν θα σας ζητήσουν αντάλλαγμα για αυτό, όταν θα σας φερθούν με ευγένεια κι ας μην το αξίζετε και πάνω από όλα όταν θα σας ανταποδώσουν την κακία σας με την καλοσύνη τους, τότε θα καταλάβετε πόσο αποτυχημένοι-χαμένοι ήσασταν τόσα χρόνια

Ο ΓΥΝΑΙΚΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΛΛΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Στα όργια του Μαιναδικού θιάσου πιστεύεται πως παρουσιάζεται ένας αρσενικός κορυφαίος. Η παρουσία του μαρτυριέται από τους μύθους που παρουσιάζουν τον Διόνυσο επικεφαλής των «τροφών» του κι από τις «Βάκχες» (στιχ. 115 Βρόμιος όστις άγει θιάσους, 140 ο δ’ έξαρχος Βρόμιος˙ πρβ και 136 κε), όπου ο λόγος για έναν κορυφαίο που ενσαρκώνει το θεό του θιάσου. Ένα υστερότερο επίθετο του Διόνυσου, Καθηγεμών, μπορεί να κατεβαίνει από το λειτούργημα του κορυφαίου τούτου...

Ο Μαιναδικός έτσι θίασος με τον αρσενικό κορυφαίο του, παρομοιάζει τους θιάσους των μαγισσών της Ευρώπης που ένας αρσενικός αρχηγός τους παράσταινε τον Σατανά, το θεό τους. Το χαρακτηριστικό του κορυφαίου τούτου είναι το γυναικείο ντύσιμό του. Εικάζεται από τον Πενθέα των «Βακχών», που ο Διόνυσος τον ντύνει γυναικεία για να τον οδηγήσει στους μαιναδικούς θιάσους, και έμμεσα από το ντύσιμο και τους «κοθόρνους» του ηθοποιού της Τραγωδίας. Το φαινόμενο παραλληλίζεται μ’ ανάλογο μιας φρυγικής χριστιανικής αίρεσης, των Κυϊντιλλιανών ή Πρισκιλλιανών, όπου μονάχα γυναίκες έχουν τα ιερατικά αξιώματα (επίσκοποί τε παρ’ αυτοίς γυναίκες και πρεσβύτεροι γυναίκες και τα άλλα) κι όπου, κατά μια συνέπεια, κι ο Χριστός παρασταίνεται με στολή και μορφή γυναίκας.

Έτσι και ο Διόνυσος, σα θεός γυναικείων θιάσων, είναι γυναικοντυμένος και με έντονο γυναικείο χαραχτήρα. Φορά «κοθόρνους», γυναικεία ποδέματα, τον «κροκωτόν», ριχτό γυναικείο μαντύα, και «μίτραν», ανάδεσμα των μαλλιών γυναικείο. Στην πραγματικότητα όμως ο γυναικίας Διόνυσος δεν είναι τόσο έκτυπο όσο πρότυπο του γυναικοντυμένου κορυφαίου του μαιναδικού θιάσου: ο ανδρογυνικός χαραχτήρας του είναι πολύ γενικότερος και στοιχείο, του φεγγαρικού του χαραχτήρα. Όλοι οι ανδρόγυνοι θεοί είναι φεγγαρικοί, εκτυπώνοντας το ανδρόγυνο φυσικό του φεγγαριού, που, γυρίζοντας από το αρσενικό στο θηλυκό τύπο του, περνά ένα στάδιο Ανδρογυνίας.

Ο γυναικίτικος τύπος του Διόνυσου πρωτοχαράζει στον Ομηρικόν Ύμνο του˙ στα μνημεία παρουσιάζεται από τα τέλη του 5ου αιώνα˙ και η λατρειακή και φιλολογική παράδοση μ’ επιμονή τον τονίζουν. Ο Διόνυσος της λατρείας των «Κλωδώνων» και «Μιμαλλόνων» είναι ένας «Ψευτάντρας»: Ψευδάνωρ. Στο πρώτο δράμα της «Λυκουργείας» του Αισχύλου ρωτιέται για τον Διόνυσο: ποδοπός ο γύννις; Στις «Βάκχες» ο θεός είναι ο θηλύμορφος ξένος, και μια «γλώσσα» του Ησύχιου δίνει στο όνομα Διονύς (τύπος του ονόματος του Διόνυσου) την εξήγηση: ο γυναικίας και παράθηλυς. Ο Λουκιανός απορεί μ’ ένα τόσο γυναικίστικο γιο του μεγάλου Διός˙ στον Πορφύριο ο θεός παρουσιάζεται αρρενόθηλυς˙ στο Νόννο γυναικείην φορέων ψευδήμονα μορφήν μιμηλή κροκόπεπλος εν είμασι φαίνετο κούρη˙ και για τα μάτια των Χριστιανών, που βλέπουν την ελληνική θρησκεία μέσα από τους ηδονιστικούς μύθους της ελληνορωμαϊκής εποχής, ανδρόγυνος ο Διόνυσος˙ τούτον γαρ φασι και τα ανδρών ποιείν και τα γυναικών πάσχειν.

Από τον γυναικείο χαρακτήρα του Διόνυσου βγαίνει και η παρατονισμένη εκείνη δειλία του, που τροφοδοτεί την Κωμωδία, με παράδειγμα τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και τον «Διόνυσαλέξανδρον» του Κρατίνου. Το έθιμο να ντύνονται οι άντρες γυναικεία στα Διονύσια (όπως μαρτυρά η διαβολή για τον πλατωνικό Δημήτριο στον Πτολεμαίο Διόνυσο,ότι μόνος των άλλων γυναικεία ουκ ενεδύσατο τοις Διονυσίοις) και τ’ αντίστοιχο να ντύνονται οι γυναίκες αντρικά (που το μαρτυρά μια «εικόνα» του Φιλοστράτου: συγχωρεί δε ο κώμος και γυναικί ανδρίζεσθαι και ανδρί θήλυν ενδύναι στολήν) δεν σχετίζεται με τον ανδρογυνικό χαρακτήρα του Διόνυσου.

Είδαμε αλλού πως η αλλαγή του φορέματος των φύλλων είναι μυητικό έθιμο που ξεμένει σ’ εποχικά πανηγύρια. Σ’ απότομη όμως αντίθεση με τον γυναικίστικο χαρακτήρα του, αλλά στο βάθος σ’ απόλυτη ομολογία μ’ αυτόν, ο Διόνυσος είναι θεός εντονότατου φαλλικού χαρακτήρα. Στη Λέσβο, στη Σάμο και αλλού, λατρεύεται ένας Διόνυσος Ενόρχης, επίθετο που σημαίνει φαλλικό χαρακτήρα. Στο ιερό των Ωρών στην Αθήνα λατρεύεται ένας Διόνυσος Ορθός, που για τη σημασία του επιθέτου παράβαλε το όνομα ενός φαλλικού δαίμονα Ορθάνης. Στη θεολογία των Ορφικών ο Διόνυσος είναι μορφή του Έρωτα/Φάνη που παρουσιάζει κι αυτός φαλλικό χαρακτήρα. Τέλος, ο Διόνυσος ταυτίζεται άνετα με τον Πρίαπο, τον πρωτοκύριο φαλλικό θεό, όταν με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, ο Λαμψακηνός αυτός θεός, γνωρίζεται σ’ όλη την Ελλάδα.

Μια φαλλική παράσταση του Διόνυσου, που ακούγεται στο επίθετο «Ορθός», μαρτυριέται από τους σύκινους στη Ρόδο φαλλούς, που ονομάζονται, με το μητρωνυμικό του,Θυωνίδαι. Στα μυστήρια της Λέρνης τελούνται, συνδεδεμένες με τον Διόνυσο, φαλλικές ιερουργίες και σ’ αιτιολογικούς μύθους λογίς φαλλολατρειών, ο Διόνυσος παρουσιάζεται να τιμωρά μ’ ασθένειες των ανδρικών οργάνων. Οι φαλλοί, πάλι, είναι πολυγνώριμα αφιερώματα στον Διόνυσο, που, όσο κι αν χαραχτηρίζουνται αγάλματα τω Διονύσω, είναι παραστάσεις του ίδιου του Διόνυσου.

Κύριο στοιχείο της λατρείας του είναι και οι φαλληφορίες (φαλληφορίαι, φαλληφόρια, φαλλαγωγία, φαλλαγώγια), πομπικές μεταφορές φαλλών καμωμένων από δέρμα ή ξύλο (και μάλιστα συκιάς), που μαρτυριούνται, για τα Διονύσια, τα Αγροτικά και τα Μεγάλα, όχι, όμως, (χωρίς και ν’ αποκλείονται) για τα Λήναια, την κύρια γιορτή της Κωμωδίας. Φτωχικές στην αρχή και στις αγροτικές περιοχές, ανεβαίνουν ύστερα σε πολυτέλεια και θεαματικότητα στις πολιτείες. Τις φαλληφορίες τις συνοδεύουν φαλλικά άσματα (τα φαλλικά) και από τους αυτοσχεδιασμούς των «εξαρχόντων» τους, διαμορφώνεται, κατά τη γνώριμη πληροφορία του Αριστοτέλη, η Κωμωδία, που ανακρατεί φαλλικά στοιχεία και έντονο το ακόλαστο χαραχτήρα του λόγου.

Η φαλλική υπόσταση του Διόνυσου αποσχίζεται σ’ ένα ξεχωριστό φαλλικό δαίμονα, τον Φαλήν (Φαλής) ή Φάλητα (Φάλης), το θεό του φαλλού των Αγροτικών Διονυσίων, που λογιέται πως στέκει στον κύκλο του θεού σαν ακόλουθος του. Η φαλλική, τέλος, φύση του θεού συγκεντρώνει γύρω του λογίς φαλλικούς δαίμονες, όπως τους Σιληνούς, Σατύρους και Πάνες, και, μέσα από τη θεατροθιασική λατρεία του, τους ιθυφαλλικούς δεικηλιστάςτους Ιθυφάλλους και τους φαλλοφόρους.

Αυτά, βέβαια, δεν θα τα περιμέναμε από έναν ανδρόγυνο θεό, μα τα αντίθετα στην επιφάνεια βρίσκονται ενωμένα στο βάθος. Τόσο η Ανδρογυνία όσο και η Φαλλικότητα κατεβαίνουν από την αρχαιότερη λατρεία του Φεγγαροθεού που και Ανδρόγυνος παρουσιάζεται (για το λόγο που αναφέραμε) και που γονιμεύει με το φαλλό του (απ’ όπου και η αρχή των Φαλλολατρειών) τις γυναίκες. Όλοι οι φαλλικοί θεοί αποδείχνεται να’ ναι στο βάθος τους φεγγαρικοί και να κρατούν αυτή τη λειτουργία. Ότι μια τέτοια γυναικογονιμική λειτουργία βρίσκεται και στο βάθος του φαλλικού χαραχτήρα του Διόνυσου μαρτυριέται από το λατρειακό του επίθετο (στη Σικυώνα κι αλλού) Χοιροψάλας.

Το επίθετο ξηγιέται, ο χοιρόθλιψ, που ερμηνεύεται από το παρανόμι του γυναικείου μορίουχοίρος (και το θλίβειν). Το επίθετο μαρτυρά, αναντίλογα, μιαν από τις πολυγνώριμες ιερουργίες των γυναικών ν’ ακουμπούν ένα μέρος του κορμιού τους στο φαλλό του θεού (κ’ εδώ στον ίδιο τον φαλλό – Διόνυσο) για να κερδίζουν τη γονιμική του ευλογία.

Από πού όμως ο Διόνυσος παίρνει τον φαλλικό χαραχτήρα του, αφού ούτε στη μυκηναϊκή ούτε στη μινωική περίοδο τα μνημεία μαρτυρούν φαλλολατρείες; Η απόκριση είναι πως η έλλειψη των μνημείων δεν προδικάζει για τις περιόδους αυτές και έλλειψη φαλλολατρειών, πρώτα γιατί, με την εξίσωση φαλλός = κέρας, οι μνημειακοί φαλλοί αντικατασταίνουνται με τα ομόλογα στην φεγγαρική καταγωγή τους «Ιερά Κέρατα» του κρητομυκηναϊκού κόσμου˙ κ’ έπειτα γιατί ο φαλλός, που δεν επισημαίνεται μνημειακά στην Ελλάδα παρά για την νεολιθική Θεσσαλία, μαρτυριέται κι αυτός κ’ η λατρεία του από τα Μυστήρια, από προελληνικούς θεούς, όπως ο Ερμής, κι από παναρχαία λιθολατρεία φαλλικού χαραχτήρα. Στις κατηγορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνεται και ο Έρως των Θεσπιών, ένας ακατέργαστος λίθος συγγενικής, όπως εικάζεται, λειτουργίας με τον Διόνυσον «Χοιροψάλαν». Από την προελληνική αυτή, και φεγγαρική στην αρχή της, φαλλολατρεία, κρατεί κι ο Διόνυσος τον ομόλογο φεγγαροφαλλικό του χαραχτήρα.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ

Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο ρόλος της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Αλλά ο Γάλλος φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος Αλμπέρ Καμί πίστευε ότι η ζωή είναι από τη φύση της κενή νοήματος. Αν και, αρχικά, αυτή η άποψη φαίνεται να είναι καταθλιπτική, ο Καμί πιστεύει ότι μόνο αν αποδεχτούμε αυτό το γεγονός έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε, στον βαθμό του εφικτού, μια καλή ζωή. Ο Καμί διατυπώνει αυτή την άποψη στο βιβλίο Ο μύθος του Σίσυφου. Ο Σίσυφος ήταν ένας Έλληνας βασιλιάς ο οποίος είχε χάσει την εύνοια των θεών και είχε καταδικαστεί σε μια φρικτή μοίρα στον Κάτω Κόσμο. Η αποστολή του ήταν να σπρώχνει έναν τεράστιο βράχο στην κορυφή ενός υψώματος, ο οποίος στη συνέχεια κατρακυλούσε πάλι στους πρόποδες. Ο Σίσυφος έπρεπε τότε να κατέβει στους πρόποδες και να ξεκινήσει πάλι από την αρχή την προσπάθειά του, η οποία δεν είχε τέλος.

Ο Καμί γοητεύτηκε από αυτόν τον μύθο επειδή εξέφραζε κάτι από την κενότητα και το παράλογο της ζωής μας. Ο Καμί βλέπει τη ζωή σαν μια ατέλειωτη προσπάθεια για την πραγματοποίηση έργων που είναι εντελώς ανούσια.

Αναγνωρίζει ότι πολλά από αυτά που κάνουμε σίγουρα φαίνονται να έχουν νόημα, αλλά αυτό που προτείνει είναι κάτι πιο αδιόρατο. Από τη μία, είμαστε ενσυνείδητα όντα που δεν μπορούμε παρά να ζήσουμε τη ζωή μας θεωρώντας ότι έχει κάποιο νόημα. Από την άλλη, αυτό το νόημα δεν ενυπάρχει στο σύμπαν, αλλά μόνο στον νου μας. Το σύμπαν δεν έχει νόημα ούτε σκοπό’ απλώς υπάρχει. Αλλά επειδή, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα όντα, έχουμε συνείδηση, αναζητάμε νόημα και σκοπό παντού.

Η αναγνώριση του παραλόγου

Το παράλογο, κατά τον Καμί, είναι αυτό που νοιώθουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι το νόημα που δίνουμε στη ζωή δεν υφίσταται πέρα από τη συνείδησή μας. Είναι το αποτέλεσμα της αντίφασης μεταξύ της αίσθησης που έχουμε για το νόημα της ζωής μας και της γνώσης ότι το σύμπαν δεν έχει νόημα.

Ο Καμί εξετάζει τι σημαίνει να ζούμε με αυτή την αντίφαση. Ισχυρίζεται ότι μόνο αν αποδεχτούμε ότι η ζωή είναι κενή νοήματος και παράλογη είμαστε σε θέση να ζήσουμε ικανοποιητικά.
Αποδεχόμενοι το παράλογο, η ζωή μας μετατρέπεται σε μια διαρκή εξέγερση εναντίον του ανούσιου σύμπαντος, και μπορούμε να ζήσουμε ελεύθεροι.

Αυτή την ιδέα ανέπτυξε περισσότερο ο φιλόσοφος Τόμας Νάγκελ, ο οποίος είπε ότι το παράλογο της ζωής βρίσκεται στη συνείδηση επειδή, όσο σοβαρά και αν πάρουμε τη ζωή, πάντοτε γνωρίζουμε ότι, από κάποια άποψη, αυτή η σοβαρότητα μπορεί να αμφισβητηθεί.

ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ

Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν τον εαυτό τους, επειδή δεν μπορούν να αποδεχτούν τους άλλους όπως είναι και συνεχώς τους κατακρίνουν. Αυτά πάνε μαζί. Αν κατηγορείς τους άλλους, θα νιώθεις ενοχές, αλλά και θα κατακρίνεις διαρκώς τον εαυτό σου.

Μη με ρωτάς πόσο καιρό θα πάρει. Αυτός είναι ένας πονηρός τρόπος να συνεχίσεις να αναβάλλεις. Δεν χρειάζεται χρόνο, χρειάζεται κατανόηση, και αυτή η κατανόηση είναι δυνατή τώρα, αυτή εδώ τη στιγμή. Παράτα την κριτική και αμέσως θα χαθούν όλες οι ενοχές σου. Πηγαίνουν μαζί.

Ο κριτικός νους κρίνει τους πάντες, ακόμα και τον εαυτό του. Το κάθε τι μοιάζει να είναι λάθος, το κάθε τι μοιάζει να είναι αρνητικό. Πάντα μετράει τα αγκάθια και δεν κοιτάζει ποτέ το τριαντάφυλλο. Δεν υπάρχει χρόνος να δει το τριαντάφυλλο, όταν σε όλη του τη ζωή μετράει αγκάθια.

Εξαρτάται ολοκληρωτικά από εσένα. Αν το θέλεις στ'αλήθεια, μπορεί να συμβεί αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Αν όμως το αναβάλλεις, τότε πιθανόν δεν θα συμβεί ποτέ. Ή τώρα ή ποτέ!

Ενοχές προς τους γονείς

Καταρχήν, οι μητέρες και οι πατέρες απαιτούν πάρα πολλά, περισσότερα από όσα είναι δυνατό να δώσουν τα παιδιά. Εκείνοι σε αγαπούν επειδή είσαι παιδί τους, εσύ όμως δε μπορείς να τους αγαπήσεις με τον ίδιο τρόπο, επειδή εκείνοι δεν είναι δικά σου παιδιά. Εσύ θα αγαπάς τα δικά σου παιδιά και θα ξανασυμβεί το ίδιο, επειδή το ποτάμι πηγαίνει πάντα μπροστά, δε μπορεί να γυρίσει ποτέ προς τα πίσω.

Επειδή όμως η μητέρα σε αγαπά, νομίζει ότι πρέπει να την αγαπάς και εσύ με τον ίδιο τρόπο, οπότε απαιτεί αυτή την αγάπη. Και όσο περισσότερο απαιτεί αυτή την αγάπη, τόσο λιγότερο ικανός είσαι να της επιστρέψεις την αγάπη, οπότε θα σου δημιουργήσει όλο και μεγαλύτερο συναίσθημα ενοχής. Γι' αυτό ξέχνα εντελώς αυτή την ιδέα. Δεν μπορείς να την αγαπήσεις με τον τρόπο που σ' αγαπάει εκείνη και δεν υπάρχει τίποτα στραβό σ' αυτό. Αυτό συμβαίνει σε κάθε παιδί. Έτσι θέλει η φύση να συμβαίνει.

Αν τα παιδιά αγαπούσαν πάρα πολύ τους γονείς τους, δε θα είχαν την ικανότητα να αγαπήσουν τα δικά τους παιδιά. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την επιβίωση του είδους. Ούτε η μητέρα σου αγαπούσε την μητέρα της το ίδιο. Το περισσότερο που μπορεί να είναι κανείς είναι να είσαι ευγενική και συμπονετική, η αγάπη όμως δεν πηγαίνει προς τα πίσω. Μπορεί κανείς να δείχνει σεβασμό, για την ακρίβεια, πρέπει να δείχνει σεβασμό, η αγάπη όμως δεν μπορεί να απαιτηθεί. Από τη στιγμή που θα καταλάβεις ότι η αγάπη δεν είναι εκβιάζεται, θα εξαφανιστεί το συναίσθημα της ενοχής και θα νιώσεις απλώς φυσιολογικά.

Αν συμβαίνει διαφορετικά, τότε χρειάζεσαι θεραπεία. Υπάρχουν άνθρωποι που προσκολλώνται πολύ στους γονείς τους, πράγμα που τους κάνει άρρωστους ψυχολογικά. Αν μία γυναίκα αγαπά υπερβολικά τη μητέρα της, δεν θα είναι ικανή να αγαπήσει έναν άντρα, επειδή θα βλέπει συνεχώς ότι η μητέρα της υποφέρει, πράγμα που θα δημιουργεί ένας είδος διαμάχης μέσα της. Αν αγαπήσει έναν άντρα, καθώς η αγάπη της θα κυλάει προς τον άντρα, θα νιώθει ένοχη. Έτσι, υπάρχουν μερικές γυναίκες που παραμένουν προσκολλημένες στη μητέρα τους και στον πατέρα τους, όπως επίσης υπάρχουν και άντρες, που μένουν προσκολλημένοι στους γονείς τους.

Αυτοί είναι άρρωστοι άνθρωποι. Ποτέ δε θα χαρούν τη ζωή και θα είναι συνεχώς θυμωμένοι με τους γονείς τους. Βαθιά μέσα τους, θα είναι δολοφονικοί. Θα ελπίζουν: «Μία μέρα, όταν η μητέρα μου πεθάνει ή όταν πεθάνει ο πατέρας μου, θα είμαι ελεύθερος». Βέβαια αυτά δε θα τα λένε σε κανέναν, ούτε στον εαυτό τους, θα καραδοκεί όμως η σκέψη στο ασυνείδητό τους, επειδή αυτή φαίνεται η μοναδική πιθανότητα να νιώσουν ελεύθεροι. Το να σκέφτεσαι το θάνατο των γονιών σου δεν είναι καλό, αλλά αυτό συμβαίνει, όταν είσαι υπερβολικά προσκολλημένος σ'εκείνους.

Δεν υπάρχει λόγος για όλα αυτά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους τιμάς και να τους σέβεσαι. Αυτό είναι όλο. Νοιάσου τους, πρόσφερέ τους αυτό που μπορείς, αλλά μη νιώθεις καμία ενοχή.

Όταν νιώθεις ενοχή φέρεσαι απαίσια. Δες την ουσία: επειδή νιώθεις ενοχές, νιώθεις ότι η παρουσία τους σου καταστρέφει τη χαρά. Η μητέρα σου γίνεται ενόχληση για σένα και όποτε βλεπόσαστε, αρχίζεις να συμπεριφέρεσαι απαίσια, αυτό είναι φυσικό επακόλουθο.

'Ύστερα, όταν μένεις μόνη, νιώθεις ακόμα πιο απαίσια, οπότε αισθάνεσαι ακόμα περισσότερες ενοχές. Αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος. Νιώθεις περισσότερες ενοχές, οπότε την επόμενη φορά συμπεριφέρεσαι ακόμη πιο απαίσια και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει τέλος! Παράτα τις ενοχές. Είσαι απολύτως φυσιολογική. Έτσι είναι τα πράγματα.

Δεν είναι ότι η μητέρα και ο πατέρας δεν έχουν κάνει τίποτα. Έχουν κάνει πάρα πολλά, ιδιαίτερα η μητέρα έχει προσφέρει πάρα πολλά, αλλά ήτανε χαρά της. Το να σε θηλάσει, το να σε μεγαλώσει ήτανε η δική της χαρά. Ανταμείφθηκε ήδη. Δεν χρειάζεται να της δοθεί τίποτα άλλο. Δεν τίθεται ζήτημα του να της δώσεις εσύ. Η μητέρα σου έχει ήδη απολαύσει όλες εκείνες τις στιγμές. Όταν ήταν έγκυος, το απολάμβανε, όταν σε γέννησε, ήταν ευτυχισμένη, επειδή έγινε μητέρα και ολοκληρώθηκε. Όταν σε μεγάλωνε ήταν ευτυχισμένη. Ανταμείφθηκε ήδη. Γι'αυτό λοιπόν, μη νιώθεις ενοχές. Εκεί χρειάζεται να αλλάξεις το νου σου. Παράτα εντελώς τις ενοχές και τότε θα νιώσεις να συμβαίνει μία σπουδαία μεταμόρφωση: Θα νιώσεις συμπόνια για την καημένη τη γυναίκα, που έχει κάνει πάρα πολλά. Θα νιώσεις σεβασμό για κείνη. Εξαιτίας της ήρθες στον κόσμο. Δεν τίθεται όμως θέμα ενοχής, και όταν τη συναντάς, θα το κάνεις επειδή σου δίνει χαρά, ποτέ από καθήκον. Ποτέ δε θα το κάνεις επειδή πρέπει. Μόνο όταν νιώσεις αληθινή χαρά, θα συναντηθείς μαζί της.

Είναι προτιμότερο να είστε ευτυχισμένες για μερικές στιγμές, παρά να συμπεριφέρεσαι απαίσια επί ώρες, κάνοντας τη δυστυχισμένη. Να είσαι λίγο περισσότερο συνειδητή!

Ενοχές προς το σύντροφο

-Μόλις χώρισα με το φίλο μου και είμαι αναστατωμένη, γιατί δεν ξέρω τι να κάνω. Εκείνος θέλει να είμαστε μαζί, αλλά εγώ δεν ξέρω καν αν τον αγαπώ. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω καν τι είναι αγάπη.

Αυτό που λες είναι πολύ σωστό και είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους. Κανείς δεν ξέρει τι είναι αγάπη, επειδή το να ξέρεις τι είναι αγάπη, σημαίνει ότι ξέρεις τι είναι θεός. Το να γνωρίζεις τι είναι αγάπη είναι το να γνωρίζεις όλα εκείνα που αξίζει να γνωρίζεις. Οι άνθρωποι έχουν απλώς την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν τι είναι αγάπη.

Η αληθινή αγάπη αρχίζει μόνο όταν είσαι ικανός να μείνεις μόνος σου. Τότε εξαφανίζεται η ανάγκη και εμφανίζεται το μοίρασμα. Όταν μπορείς να είσαι μόνος, τότε δεν έχεις ανάγκη τον άλλο, δε λαχταράς τον άλλο. Αν δεν εμφανιστεί κανείς, θα είσαι το ίδιο ευτυχισμένος και δεν θα έχει καμία σημασία αν υπάρχει κάποιος κοντά σου ή όχι. Μόνο τότε μπορεί να συμβεί η αγάπη. Τότε αρχίζεις ν'ανθίζεις, να ξεχειλίζεις και να έρχεται το δώρο της αγάπης. Η αγάπη είναι δώρο, δεν είναι ανάγκη. Πρέπει λοιπόν να περάσεις από πολλές αγάπες του πρώτου είδους, γι' αυτό μην πεις ποτέ ότι δεν θέλεις να σχετίζεσαι με κανέναν, αλλιώς το δεύτερο δεν θα συμβεί ποτέ. Το δεύτερο χρειάζεται ένα είδος αλατοπίπερου, που συμβαίνει μόνο μέσα από το πρώτο. Αν χάσεις το πρώτο, δεν θα γνωρίσεις ποτέ το δεύτερο, επειδή το πρώτο είναι το πρώτο βήμα και πρέπει κανείς να το υπομείνει.

Πρέπει να περάσεις από κάθε στάδιο και κάθε στάδιο πρέπει να γίνει κατανοητό και πρέπει να ωριμάσεις σε πολλά στάδια, πριν φτάσεις στην υπέρτατη αγάπη. Γι' αυτό αν ο φίλος σου θέλει να ήσαστε μαζί, που σημαίνει ότι σου αρέσει και του αρέσεις, τότε ας είσαστε μαζί. Και μη δίνεις σημασία στο τι λέει. Να προσέχεις πάντα τη δική σου καρδιά, γιατί εκεί πρέπει να ζεις.

Μπορεί να σ' αγαπάει η μπορεί να του αρέσεις, αλλά να μην σου αρέσει εσένα. Μερικές φορές συμβαίνει να αρέσεις τόσο πολύ σε κάποιον, που αρχίζεις να νιώθεις ενοχές. Του αρέσεις τόσο πολύ, εσένα όμως δε σου αρέσει καθόλου. Τι τέρας πρέπει να είσαι! Πως μπορείς να μην το αγαπάς; Του αρέσεις και κλαίει και υποφέρει τόσο πολύ για σένα, που πρέπει να υποκύψεις. Αυτό όμως δεν βοηθά καθόλου. Άκου την καρδιά σου.

Ποτέ να μη νιώθεις ενοχές.

Τι μπορείς να κάνεις; Αν δε σου αρέσει, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αν δε νιώθεις καμία επιθυμία για εκείνον, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να του πεις ότι λυπάσαι για κείνον, αλλά πρέπει να χτυπήσει μία άλλη πόρτα και του λες αντίο. Πάντοτε να ακούς την καρδιά σου, αλλιώς θα καταπιέζεσαι.

Μερικές φορές, ο άλλος μπορεί να το χρησιμοποιήσει απλώς σαν στρατηγική και να κλαίει και να χτυπιέται και να λέει πως θ' αυτοκτονήσει χωρίς εσένα. Και αν το πει και το ξαναπεί κάμποσες φορές, στο τέλος νιώθεις ενοχές και αναγκάζεσαι να υποκύψεις. Ποτέ όμως δεν θα είσαι ευτυχισμένος, και αν δεν είσαι ευτυχισμένος, δεν θα του επιτρέψεις ποτέ να είναι ευτυχισμένος ούτε κι εκείνος. Όλο αυτό είναι σκέτη ανοησία. Παρατήρησέ τον λοιπόν και αν δε νιώθεις πως σου αρέσει, πως τον επιθυμείς, πως τον αγαπάς, αν απλώς νιώθεις στοργή και οίκτο, τότε είναι καιρός να φύγεις.

Ποτέ να μην είσαι με έναν άνθρωπο από οίκτο, αλλιώς θα είναι καταστροφικό για σένα. Το μίσος είναι καλύτερο από τον οίκτο. Αν μισείς κάποιον, είναι πολύ πιθανό να τον αγαπήσεις μία μέρα, επειδή το μίσος είναι αναποδογυρισμένη αγάπη. Ο οίκτος όμως είναι έρημος. Η αγάπη δεν ανθίζει ποτέ από οίκτο.

Πολλές φορές η αγάπη ανθίζει από το μίσος, επειδή και το μίσος ανθίζει πολλές φορές από την αγάπη - είναι σύντροφοι. Ο οίκτος όμως είναι έξω από τον κόσμο της αγάπης. Είναι υπολογιστικός. Είναι υπόθεση του νου. Μην έχεις οίκτο λοιπόν και μη λυπάσαι.

Απλώς άκου την καρδιά σου και πήγαινε σύμφωνα μ'αυτήν. Και ναι, θα νιώσει δυστυχισμένος, αλλά τι μ' αυτό; Εσύ τι μπορείς να κάνεις; Είναι προτιμότερο να βγεις το συντομότερο από τη ζωή του, ώστε να αρχίσει να νιώθει δυστυχισμένος για κάποια άλλη, αλλιώς θα νιώθει δυστυχισμένος εξαιτίας σου. Γιατί να χάνει τον καιρό του; Άφησέ τον να μετακινηθεί σε κάποια άλλη, με την οποία ίσως νιώσει μεγαλύτερη συνάφεια.

Αν όμως νιώθεις πως σου αρέσει, τότε συνέχισε. Πρέπει να αποφασίσεις. Βλέπω όμως ότι μπορείς ν' αποφασίσεις, γιατί έχεις καθαρότητα. Τελικά, το μόνο που βοηθά είναι η καθαρότητα. Τίποτε άλλο.

Η ενοχή της χαράς

Οι ενοχές είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο καθένας. Ολόκληρο το παρελθόν της ανθρωπότητας είναι στηριγμένο στις ενοχές και κάθε γενιά συνεχίζει να μεταβιβάζει τις αρρώστιες της στη νέα. Κι αυτές συσσωρεύονται όλο και περισσότερο. Έτσι, κάθε νέα γενιά είναι όλο και πιο φορτωμένη από την προηγούμενη.

Οι ενοχές όμως είναι μία από τις βασικές στρατηγικές των παπάδων για να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους. Οι παπάδες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τις ενοχές. Όταν νιώθεις ενοχές, να θυμάσαι ότι τα χέρια του παπά είναι γύρω από το λαιμό σου. Σε σκοτώνει. Οι ενοχές είναι μία στρατηγική για να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους, για να μετατρέπουν τους ανθρώπους σε σκλάβους. Προσπάθησε να καταλάβεις το μηχανισμό. Μόνο με την κατανόηση θα μπορέσεις να ξεφύγεις.

Τι ακριβώς είναι η ενοχή;

Καταρχήν είναι επίκριση της ζωής, είναι συμπεριφορά αρνητική προς τη ζωή. Σου έχουν πει ότι κάτι είναι βασικά λάθος με τη ζωή σου. Σου έχουνε πει ότι γεννήθηκες αμαρτωλός. Σου έχουν πει ότι δεν μπορεί να βγει τίποτα καλό από τη ζωή σου - τη δίκη σου ούτε κανενός άλλου. Τίποτα εφικτό δεν είναι σε αυτή τη γη. Γι' αυτό πρέπει να βρεις έναν φίλο για ελευθερωτή πρέπει να βρεις έναν ελευθερωτή που να μπορεί να σε ελευθερώσει από τον εαυτό σου. Η ζωή λένε, δεν αξίζει να τη ζεις, απόφυγέ την! Αν ζεις, θα βουλιάζεις όλο και περισσότερο στην αμαρτία. Και όταν αισθάνεσαι να σε τραβάει η ζωή, γεννιέται η ενοχή. Αρχίζεις να νιώθεις πως κάτι κάνεις στραβά.

Η ζωή όμως είναι πανέμορφη. Είναι φυσικό να σε τραβάει η ζωή. Είναι φυσικό να είσαι ερωτευμένος. Είναι φυσικό να χαίρεσαι, να γελάς, να χορεύεις. Όλα όσα είναι φυσικά όμως καταδικάζονται. Πρέπει να πας εναντίον της φύσης σου - αυτό σου διδάσκουν εδώ και αιώνες. Οι πουριτανοί έχουν δηλητηριάσει τις φυσικές πηγές της ζωής. Σε έχουν στρέψει εναντίον του ίδιου σου του εαυτού. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα πράγματα. Αν ερωτευτείς μία γυναίκα, κάνεις αμαρτία, κάνεις λάθος. Αν σε γοητεύει το όμορφο πρόσωπο μίας γυναίκας ή ενός άντρα, τότε νιώθεις ενοχές. Τι κάνεις, αυτό είναι αμαρτία!

Αν είσαι παντρεμένος, τότε ακόμα περισσότερο. Έχεις σύζυγο, της έχεις παραδοθεί. Τώρα είναι αδύνατο και να αναγνωρίσεις την ομορφιά μίας άλλης γυναίκας. Θα πας σπίτι και θα νιώθεις ένοχος. Δεν έχεις κάνει τίποτα, απλώς είδες μία όμορφη γυναίκα να περνάει! Θα νιώσεις ενοχές, θα μπεις σε άμυνα. Όταν επιστρέψεις στο σπίτι, θα προσπαθήσεις να κρυφτείς. Δεν θα επιτρέψεις στη γυναίκα σου να μάθει, ότι στο δρόμο είδες μία όμορφη γυναίκα και αυτό σου έδωσε μεγάλη χαρά, επειδή αν της το πεις, θα μπεις σε μπελάδες. Γιατί να μπεις σε μπελάδες; Θα πεις ψέματα, θα νιώσεις ενοχές πάλι, επειδή είπες ψέματα και κανείς δεν πρέπει να λέει ψέματα στη γυναίκα του. Η μία ενοχή δημιουργεί την άλλη και πάει λέγοντας. Και συνεχίζεται χωρίς τέλος. Τότε γίνεσαι ενοχικός. Κουβαλάς στην καρδιά σου βουνά ενοχών.

Το να ελευθερωθείς από τις ενοχές, σημαίνει να ελευθερωθείς από όλα τα ιερατεία. Το να ελευθερωθείς από τις ενοχές, σημαίνει να ελευθερωθείς από όλο το παρελθόν. Το να ελευθερωθείς από τις ενοχές, σημαίνει να γίνει ένα, επειδή τότε εξαφανίζεται ο διχασμός.

Το να ελευθερωθείς από τις ενοχές, σημαίνει να παρατήσεις τη εσωτερική σύγκρουση. Τότε υπάρχει μεγάλη χαρά, επειδή δεν πολεμάς άλλο πια με τον εαυτό σου. Αρχίζεις να ζεις.

Πως μπορείς να ζήσεις, όταν πολεμάς διαρκώς;

Μπορείς να ζήσεις μόνο όταν εγκαταλείψεις τον πόλεμο. Τότε η ζωή έχει το δικό της ρυθμό, έχει τη δικής μελωδία. Και η ζωή είναι τέτοια ευλογία! και μόνο μέσα σ' αυτή την αρμονία, όταν είσαι ένα, χωρίς ενοχές, χωρίς καταπίεση, χωρίς ταμπού, χωρίς αναστολές, χωρίς παπάδες να ανακατεύονται με τη ζωή σου - ινδουιστές, μωαμεθανούς, χριστιανούς - όταν είσαι αφέντης του εαυτού σου.

Οι Ενοχές είναι παιχνίδι του Εγώ

Όλες οι ενοχές δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι του εγώ, επειδή υπονοούν ότι έχεις εσύ τον έλεγχο όσων σου συμβαίνουν. Αν όμως δεν έχεις αποκρυσταλλωμένο εγώ, τότε είσαι σαν φτερό στον άνεμο. Πηγαίνεις όπου φυσάει ο άνεμος. Το φτερό δεν μπορεί να πει πως ήθελε να πάει νότια αλλά πήγε βόρεια και νιώθει ενοχές! Οτιδήποτε έχει συμβεί, δεν έγινε εξαιτίας σου, αλλά το έκαναν οι περιστάσεις. Νιώσε ταπεινά, άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, αλλά μη νιώθεις ενοχές. Τα δάκρυα θα ξεπλύνουν και θα καθαρίσουν την καρδιά σου. Παράτα το εγώ και χαλάρωσε. Αν γίνεις συνειδητός, τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Όταν είσαι συνειδητός, δεν μπορείς ποτέ να κάνεις πράγματα για τα οποία να νιώσεις ενοχές.

Και όταν δεν είσαι συνειδητός, πως μπορείς να κάνεις οτιδήποτε, για το οποίο δεν θα νιώσεις ενοχές; Όλο το ζήτημα λοιπόν είναι η συνειδητότητα και η έλλειψη αυτής. Γι' αυτό γίνε περισσότερο συνειδητός και περισσότερο ταπεινός. Αν συμβεί κάτι, που δεν μπορείς να το αποφύγεις, δέξου το ταπεινά. Και για να συγχωρεθείς, κλάψε, θρήνησε , αλλά μη νιώθεις ενοχές. Οι ενοχές είναι ο τρόπος του εγώ. Και μ' αυτό τον τρόπο το εγώ αποκαθιστά τον εαυτό του. Για παράδειγμα, ο καθένας έχει μία εικόνα, μία χρυσή εικόνα του εαυτού του - ότι είναι πάρα πολύ όμορφος ή ότι είναι άγιος. Όταν ξαφνικά βρίσκεις τον εαυτό σου να κάνει κάτι που είναι εναντίον αυτής της εικόνας, τι μπορείς να κάνεις; Νιώθεις λοιπόν ενοχές.

Αυτό που λες είναι ότι δεν εγκρίνεις αυτό που έκανες και πως αν είχες τη δυνατότητα θα το άλλαζες. Η εικόνα σου γκρεμίστηκε μπροστά στα ίδια σου τα μάτια. Με το να αισθάνεσαι ενοχές όμως, νομίζεις ότι αποκαθιστάς την εικόνα σου. Αυτό που λες είναι ναι θύμωσες, αλλά αφού νιώθεις ενοχές, δεν είσαι και τόσο κακός άνθρωπος... Επιστρέφεις και πάλι στην παλιά σου εικόνα, εξωραΐζοντας την. Θα βρεθείς στην ίδια κατάσταση και πάλι θα ενθρονίσεις το εγώ σου και αυτό θα συνεχίζεται ξανά και ξανά. Οι άνθρωποι θυμώνουν και μετανιώνουν, θυμώνουν και μετανιώνουν και πάλι θυμώνουν - ένας φαύλος κύκλος.

Μην κατακρίνεις τον εαυτό σου, απλώς νιώσε ταπεινά. Μπορείς να νιώσεις τη διαφορά; Οι άνθρωποι συνήθως μεγαλοποιούν και "απολαμβάνουν" τις ενοχές τους.

Αν διαβάσεις τις «Εξομολογήσεις» του αγίου Αυγουστίνου, θα δεις ότι δεν έχει κάνει πολλές αμαρτίες, απλώς υπερβάλλει, επειδή μόνο ένας μεγάλος αμαρτωλός μπορεί να γίνει μεγάλος άγιος. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεις άγιος, ούτε λόγος να γίνεις αμαρτωλός.

Βρίσκομαι εδώ για να σε βοηθήσω να γίνεις απλά φυσιολογικός. Δε με ενδιαφέρει να σε κάνω άγιο!

Αρκετά μ' αυτή την ανοησία! Εσύ μπορείς να θέλεις να γίνει άγιος, εμένα όμως δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου.

Άλλο ενοχή και άλλο ντροπή (αιδώς, αισχύνη)

Η ζωή είναι εύκολη για τον άνθρωπο που ντρέπεται (σέβεται τον εαυτό του). Αυτή η βουδιστική ιδέα της ντροπής πρέπει να γίνει κατανοητή, σε αντίθεση με τη χριστιανική ιδέα της ενοχής. Στα λεξικά μοιάζει να είναι συνώνυμη, αλλά δεν είναι. Η ντροπή (εσωτερική συνείδηση) είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο. Η ενοχή (εξωτερική συνείδηση) επιβάλλεται πάνω σου από τους άλλους. Είναι μία συνωμοσία ανάμεσα στους πολιτικούς και τους παπάδες, για να κρατάνε την ανθρωπότητα σκλαβωμένη για πάντα.

Σου δημιουργούνε ενοχές και σου δημιουργούν το μεγάλο φόβο της αμαρτίας. Σε κατηγορούν, σε κάνουν να φοβάσαι, δηλητηριάζουν τις ίδιες σου τις ρίζες με την ιδέα της ενοχής. Καταστρέφουν κάθε δυνατότητά σου για να χαρείς, να γελάσεις και να γιορτάσεις. Οι κατηγορίες τους είναι τέτοιες, που το γέλιο μοιάζει να είναι αμαρτία. Οι χριστιανοί λένε ότι ο Χριστός δε γέλασε ποτέ. Ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος. Ήξερε να γελά, ν' αγαπά και του άρεσε να ζει γιορτινά. Αγαπούσε το φαγητό και το ποτό. Πρέπει να χόρευε, να αστειευόταν με τους φίλους του, με τους μαθητές του. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν είχε χιούμορ, επειδή μου είναι αδύνατο να φανταστώ έναν πνευματικό άνθρωπο χωρίς χιούμορ. Η αίσθηση του χιούμορ είναι μία από τις θεμελιώδεις ποιότητες ενός πνευματικού ανθρώπου.

Υπάρχει ένα μυστικό. Αν μπορείς να κάνεις την ανθρωπότητα να νιώσει ένοχη, εσύ παραμένεις ο δυνατός. Ο ένοχος είναι πάντα έτοιμος να υπηρετήσει τους δυνατούς. Ο ένοχος δεν έχει αρκετό κουράγιο να είναι επαναστάτης , αυτό είναι το μυστικό.

Μόνο ένας ευτυχισμένος άνθρωπος μπορεί να είναι επαναστάτης. Οι παπάδες και πολιτικοί πρέπει να είχαν ανακαλύψει αυτό το μυστικό πριν από πολλά χρόνια, επειδή το έχουν εξασκήσει επί αιώνες και έχουν καταστρέψει όλη την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής.

Να θυμάσαι, όταν μιλάμε για ντροπή, δεν εννοούμε ενοχή. Η ντροπή είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο. Η ενοχή επιβάλλεται από τους άλλους, ενώ η ντροπή είναι δική σου εμπειρία. Η ντροπή είναι εσωτερική, ενώ η ενοχή είναι εξωτερική. Η ντροπή δεν έχει να κάνει με τους άλλους, αλλά έρχεται από τη δική σου κατανόηση: «Τι κάνω στον εαυτό μου; Τι κάνω στη ζωή μου; Πως τη χαραμίζω έτσι;» Δεν έχει σχέση ούτε με χριστιανούς ούτε με ινδουιστές ούτε με μωαμεθανούς παπάδες. Έχει να κάνει με τη δική σου συνειδητότητα. Δεν έχει καμία σχέση με τους ηθικούς κανόνες της κοινωνίας. Έχει σχέση με τη συνειδητότητά σου, όχι με τη συνείδηση.

Η ενοχή είναι μέρος της συνείδησης και η συνείδηση είναι δημιουργημένη από τους άλλους. Έχεις ινδουιστική συνείδηση, μωαμεθανική, ζαϊνιστική, αλλά η συνειδητότητα είναι απλά συνειδητότητα. Δεν υπάρχει ινδουιστική ή μωαμεθανική συνειδητότητα.

Η συνειδητότητα σε κάνει να αντιληφθείς αυτό που κάνεις στον εαυτό σου. Και όταν δεις ότι καταστρέφεις τις τρομερές σου δυνατότητες, τότε ντρέπεσαι και νιώθεις μία αγωνία, που σε βοηθά να ωριμάσεις. Για πρώτη φορά, σου δίνει το όραμα των δυνατοτήτων σου, μία στιγμιαία ματιά από τις κορυφές της ύπαρξης.

Η ενοχή απλώς λέει ότι είσαι αμαρτωλός. Το συναίσθημα της ντροπής όμως δείχνει απλά ότι δεν χρειάζεται να είσαι αμαρτωλός, αλλά ότι προορίζεσαι να γίνεις άγιος. Αν είσαι αμαρτωλός είναι μόνο και μόνο από την έλλειψη συνειδητότητάς σου. Δεν είσαι αμαρτωλός επειδή η κοινωνία ακολουθεί μία συγκεκριμένη ηθική κι εσύ δεν την ακολουθείς.

Η ενοχή όμως σου δημιουργεί διπλή προσωπικότητα. Άλλος άνθρωπος είσαι επιφανειακά και άλλος είσαι στο βάθος. Έτσι διχάζεσαι. Η ενοχή δημιουργεί σύγκρουση. Και ολόκληρη η ανθρωπότητα υποφέρει από αντίφαση, για τον απλό λόγο ότι έχουμε δημιουργήσει τόσο πολλές και βαθιές ενοχές, που έχουμε χωρίσει τον άνθρωπο στα δύο. Το ένα μέρος του είναι το κοινωνικό, το τυπικό: Πηγαίνει εκκλησία και ακολουθεί τους κανόνες, όσο είναι εφικτό. Από την πίσω πόρτα όμως, ζει μία εντελώς διαφορετική ζωή, ακριβώς αντίθετη από αυτήν που κηρύσσει.

Η ιδέα της ντροπής (με την έννοια που εξηγήθηκε) δεν δημιουργεί ποτέ διαμάχη μέσα σου, ποτέ δεν προκαλεί κανένα χάσμα. Αυτό δημιουργεί πρόκληση, σου λέει: «Σήκω, γιατί είναι δικαίωμά σου. Φτάσε στις κορυφές, είναι δικές σου. Αυτές οι κορυφές είναι το σπίτι σου. Τι κάνεις σ'αυτές τις κοιλάδες; Γιατί συνωστίζεσαι με τα ζώα; Μπορείς να πετάξεις. Έχεις φτερά!»

Η ενοχή κατηγορεί αυτό που είναι λάθος σ' εσένα. Η ιδέα της ντροπής σε κάνει να αντιληφθείς αυτό που είναι εφικτό. Η ενοχή συνεχίζει να σε φέρνει συνεχώς στο παρελθόν ξανά και ξανά. Η ιδέα της ντροπής σε φέρνει στο παρόν και απελευθερώνει τις ενέργειές σου στο μέλλον. Είναι εντελώς διαφορετική.