ΑΓ. τί δ᾽ οὐ καλῶς τῶνδ᾽ ἢ τί λυπηρῶς ἔχει;
ΚΑ. πρῶτον μὲν ἐς τόνδ᾽ αἰθέρ᾽ ὄμμα σὸν μέθες.
1265 ΑΓ. ἰδού· τί μοι τόνδ᾽ ἐξυπεῖπας εἰσορᾶν;
ΚΑ. ἔθ᾽ αὑτὸς ἤ σοι μεταβολὰς ἔχειν δοκεῖ;
ΑΓ. λαμπρότερος ἢ πρὶν καὶ διειπετέστερος.
ΚΑ. τὸ δὲ πτοηθὲν τόδ᾽ ἔτι σῆι ψυχῆι πάρα;
ΑΓ. οὐκ οἶδα τοὔπος τοῦτο· γίγνομαι δέ πως
1270 ἔννους, μετασταθεῖσα τῶν πάρος φρενῶν.
ΚΑ. κλύοις ἂν οὖν τι κἀποκρίναι᾽ ἂν σαφῶς;
ΑΓ. ὡς ἐκλέλησμαί γ᾽ ἃ πάρος εἴπομεν, πάτερ.
ΚΑ. ἐς ποῖον ἦλθες οἶκον ὑμεναίων μέτα;
ΑΓ. Σπαρτῶι μ᾽ ἔδωκας, ὡς λέγουσ᾽, Ἐχίονι.
1275 ΚΑ. τίς οὖν ἐν οἴκοις παῖς ἐγένετο σῶι πόσει;
ΑΓ. Πενθεύς, ἐμῆι τε καὶ πατρὸς κοινωνίαι.
ΚΑ. τίνος πρόσωπον δῆτ᾽ ἐν ἀγκάλαις ἔχεις;
ΑΓ. λέγοντος, ὥ γ᾽ ἔφασκον αἱ θηρώμεναι.
ΚΑ. σκέψαι νυν ὀρθῶς· βραχὺς ὁ μόχθος εἰσιδεῖν.
1280 ΑΓ. ἔα, τί λεύσσω; τί φέρομαι τόδ᾽ ἐν χεροῖν;
ΚΑ. ἄθρησον αὐτὸ καὶ σαφέστερον μάθε.
ΑΓ. ὁρῶ μέγιστον ἄλγος ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΚΑ. μῶν σοι λέοντι φαίνεται προσεικέναι;
ΑΓ. οὔκ, ἀλλὰ Πενθέως ἡ τάλαιν᾽ ἔχω κάρα.
1285 ΚΑ. ὠιμωγμένον γε πρόσθεν ἢ σὲ γνωρίσαι.
ΑΓ. τίς ἔκτανέν νιν; πῶς ἐμὰς ἦλθ᾽ ἐς χέρας;
ΚΑ. δύστην᾽ ἀλήθει᾽, ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει.
ΑΓ. λέγ᾽, ὡς τὸ μέλλον καρδία πήδημ᾽ ἔχει.
ΚΑ. σύ νιν κατέκτας καὶ κασίγνηται σέθεν.
1290 ΑΓ. ποῦ δ᾽ ὤλετ᾽; ἦ κατ᾽ οἶκον, ἢ ποίοις τόποις;
ΚΑ. οὗπερ πρὶν Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες.
ΑΓ. τί δ᾽ ἐς Κιθαιρῶν᾽ ἦλθε δυσδαίμων ὅδε;
ΚΑ. ἐκερτόμει θεὸν σάς τε βακχείας μολών.
ΑΓ. ἡμεῖς δ᾽ ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν;
1295 ΚΑ. ἐμάνητε, πᾶσά τ᾽ ἐξεβακχεύθη πόλις.
ΑΓ. Διόνυσος ἡμᾶς ὤλεσ᾽, ἄρτι μανθάνω.
ΚΑ. ὕβριν ‹γ᾽› ὑβρισθείς· θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν.
ΑΓ. τὸ φίλτατον δὲ σῶμα ποῦ παιδός, πάτερ;
ΚΑ. ἐγὼ μόλις νιν ἐξερευνήσας φέρω.
1300 ΑΓ. ἦ πᾶν ἐν ἄρθροις συγκεκληιμένον καλῶς;
‹ΚΑ. . . . ›
ΑΓ. Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ᾽ ἐμῆς;
***
ΑΓΑΥΗ
Τί το κακό σε αυτά;
Πού βλέπεις λόγο για να είμαι λυπημένη;
ΚΑΔΜΟΣ
Στρέψε πρώτα το βλέμμα σου στον ουρανό.
ΑΓΑΥΗ
1265 Ιδού! Γιατί μου υποδεικνύεις να τον κοιτάζω;
ΚΑΔΜΟΣ
Είναι όπως ήταν ή σου φαίνεται πως άλλαξε;
ΑΓΑΥΗ
Ποτέ δεν έλαμπε όπως λάμπει.
Ποτέ δεν ήταν τόσο διαυγής.
ΚΑΔΜΟΣ
Αυτό που συγκλόνισε την ψυχή σου το νιώθεις ακόμη;
ΑΓΑΥΗ
Δεν καταλαβαίνω τί με ρωτάς.
Όμως —χωρίς να ξέρω πώς— αρχίζω να συνέρχομαι.
1270 Τώρα δε σκέφτομαι όπως πριν.
ΚΑΔΜΟΣ
Μπορείς, λοιπόν, να με ακούσεις και να μου απαντήσεις καθαρά;
ΑΓΑΥΗ
Μπορώ, πατέρα, γιατί ξέχασα ήδη όσα είπαμε πριν.
ΚΑΔΜΟΣ
Σε ποιό σπίτι επήγες με τραγούδια του γάμου;
ΑΓΑΥΗ
Με έδωσες στον Σπαρτό Εχίονα,
που φύτρωσε, όπως λένε, από τη γης.
ΚΑΔΜΟΣ
1275 Και ποιός ήταν ο γιος που του γέννησες μέσα στο σπίτι;
ΑΓΑΥΗ
Ο Πενθέας, καρπός δικός μου και του Εχίονος.
ΚΑΔΜΟΣ
Τίνος κεφάλι κρατάς στην αγκαλιά σου;
ΑΓΑΥΗ
Λιονταριού
—τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι συντρόφισσές μου στο κυνήγι.
ΚΑΔΜΟΣ
Κοίτα όπως πρέπει. Μικρός ο κόπος για να δεις.
ΑΓΑΥΗ
1280 Α! Τί βλέπω; Τί είναι αυτό που κρατώ στα χέρια μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Κοίταξέ το με προσοχή και με προσήλωση·
να καταλάβεις πιο καθαρά.
ΑΓΑΥΗ
Βλέπω, η άμοιρη, την πιο μεγάλη οδύνη.
ΚΑΔΜΟΣ
Σου φαίνεται να μοιάζει με λιοντάρι;
ΑΓΑΥΗ
Όχι! Το κεφάλι του Πενθέα κρατάω η άμοιρη.
ΚΑΔΜΟΣ
1285 Εσύ τον αναγνωρίζεις τώρα. Άλλοι τον έκλαψαν ήδη.
ΑΓΑΥΗ
Ποιός τον σκότωσε; Πώς βρέθηκε στα χέρια μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Δυστυχισμένη αλήθεια, πόσο άργησες να φθάσεις!
ΑΓΑΥΗ
Λέγε. Η καρδιά μου τρέμει — γι᾽ αυτό που έρχεται.
ΚΑΔΜΟΣ
Εσύ τον σκότωσες — και οι αδελφές σου.
ΑΓΑΥΗ
1290 Και πού τον βρήκε το κακό; Εδώ στο σπίτι; Πού;
ΚΑΔΜΟΣ
Εκεί όπου κάποτε οι σκύλες μοιράστηκαν τις σάρκες του Ακτέωνος.
ΑΓΑΥΗ
Και ο Πενθέας ο δύσμοιρος, τί γύρευε στον Κιθαιρώνα;
ΚΑΔΜΟΣ
Επήγε να χλευάσει τον θεό και τις βακχείες σας.
ΑΓΑΥΗ
Κι εμείς, πώς φτάσαμε ως εκεί;
ΚΑΔΜΟΣ
1295 Μανία σας χτύπησε. Η πόλη ολόκληρη
παραδόθηκε στην έκσταση του Βάκχου.
ΑΓΑΥΗ
Ο Διόνυσος μας εξόντωσε. Τώρα καταλαβαίνω.
ΚΑΔΜΟΣ
Του προσφέρατε την ύβρη σας. Δεν πιστέψατε ότι είναι θεός.
ΑΓΑΥΗ
Το αγαπημένο σώμα του γιου μου που είναι, πατέρα;
ΚΑΔΜΟΣ
Το έφερα. Είδα κι έπαθα να το βρω.
ΑΓΑΥΗ
1300 Είναι ολόκληρο το κορμί του;
Ταιριάξατε το ένα με τ᾽ άλλο τα μέλη του όπως πρέπει;
‹ΚΑΔΜΟΣ
Είναι όπως είναι.›
ΑΓΑΥΗ
Και ο Πενθέας ποιό μερίδιο είχε στη δική μου αφροσύνη;
ΚΑ. πρῶτον μὲν ἐς τόνδ᾽ αἰθέρ᾽ ὄμμα σὸν μέθες.
1265 ΑΓ. ἰδού· τί μοι τόνδ᾽ ἐξυπεῖπας εἰσορᾶν;
ΚΑ. ἔθ᾽ αὑτὸς ἤ σοι μεταβολὰς ἔχειν δοκεῖ;
ΑΓ. λαμπρότερος ἢ πρὶν καὶ διειπετέστερος.
ΚΑ. τὸ δὲ πτοηθὲν τόδ᾽ ἔτι σῆι ψυχῆι πάρα;
ΑΓ. οὐκ οἶδα τοὔπος τοῦτο· γίγνομαι δέ πως
1270 ἔννους, μετασταθεῖσα τῶν πάρος φρενῶν.
ΚΑ. κλύοις ἂν οὖν τι κἀποκρίναι᾽ ἂν σαφῶς;
ΑΓ. ὡς ἐκλέλησμαί γ᾽ ἃ πάρος εἴπομεν, πάτερ.
ΚΑ. ἐς ποῖον ἦλθες οἶκον ὑμεναίων μέτα;
ΑΓ. Σπαρτῶι μ᾽ ἔδωκας, ὡς λέγουσ᾽, Ἐχίονι.
1275 ΚΑ. τίς οὖν ἐν οἴκοις παῖς ἐγένετο σῶι πόσει;
ΑΓ. Πενθεύς, ἐμῆι τε καὶ πατρὸς κοινωνίαι.
ΚΑ. τίνος πρόσωπον δῆτ᾽ ἐν ἀγκάλαις ἔχεις;
ΑΓ. λέγοντος, ὥ γ᾽ ἔφασκον αἱ θηρώμεναι.
ΚΑ. σκέψαι νυν ὀρθῶς· βραχὺς ὁ μόχθος εἰσιδεῖν.
1280 ΑΓ. ἔα, τί λεύσσω; τί φέρομαι τόδ᾽ ἐν χεροῖν;
ΚΑ. ἄθρησον αὐτὸ καὶ σαφέστερον μάθε.
ΑΓ. ὁρῶ μέγιστον ἄλγος ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΚΑ. μῶν σοι λέοντι φαίνεται προσεικέναι;
ΑΓ. οὔκ, ἀλλὰ Πενθέως ἡ τάλαιν᾽ ἔχω κάρα.
1285 ΚΑ. ὠιμωγμένον γε πρόσθεν ἢ σὲ γνωρίσαι.
ΑΓ. τίς ἔκτανέν νιν; πῶς ἐμὰς ἦλθ᾽ ἐς χέρας;
ΚΑ. δύστην᾽ ἀλήθει᾽, ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει.
ΑΓ. λέγ᾽, ὡς τὸ μέλλον καρδία πήδημ᾽ ἔχει.
ΚΑ. σύ νιν κατέκτας καὶ κασίγνηται σέθεν.
1290 ΑΓ. ποῦ δ᾽ ὤλετ᾽; ἦ κατ᾽ οἶκον, ἢ ποίοις τόποις;
ΚΑ. οὗπερ πρὶν Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες.
ΑΓ. τί δ᾽ ἐς Κιθαιρῶν᾽ ἦλθε δυσδαίμων ὅδε;
ΚΑ. ἐκερτόμει θεὸν σάς τε βακχείας μολών.
ΑΓ. ἡμεῖς δ᾽ ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν;
1295 ΚΑ. ἐμάνητε, πᾶσά τ᾽ ἐξεβακχεύθη πόλις.
ΑΓ. Διόνυσος ἡμᾶς ὤλεσ᾽, ἄρτι μανθάνω.
ΚΑ. ὕβριν ‹γ᾽› ὑβρισθείς· θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν.
ΑΓ. τὸ φίλτατον δὲ σῶμα ποῦ παιδός, πάτερ;
ΚΑ. ἐγὼ μόλις νιν ἐξερευνήσας φέρω.
1300 ΑΓ. ἦ πᾶν ἐν ἄρθροις συγκεκληιμένον καλῶς;
‹ΚΑ. . . . ›
ΑΓ. Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ᾽ ἐμῆς;
***
ΑΓΑΥΗ
Τί το κακό σε αυτά;
Πού βλέπεις λόγο για να είμαι λυπημένη;
ΚΑΔΜΟΣ
Στρέψε πρώτα το βλέμμα σου στον ουρανό.
ΑΓΑΥΗ
1265 Ιδού! Γιατί μου υποδεικνύεις να τον κοιτάζω;
ΚΑΔΜΟΣ
Είναι όπως ήταν ή σου φαίνεται πως άλλαξε;
ΑΓΑΥΗ
Ποτέ δεν έλαμπε όπως λάμπει.
Ποτέ δεν ήταν τόσο διαυγής.
ΚΑΔΜΟΣ
Αυτό που συγκλόνισε την ψυχή σου το νιώθεις ακόμη;
ΑΓΑΥΗ
Δεν καταλαβαίνω τί με ρωτάς.
Όμως —χωρίς να ξέρω πώς— αρχίζω να συνέρχομαι.
1270 Τώρα δε σκέφτομαι όπως πριν.
ΚΑΔΜΟΣ
Μπορείς, λοιπόν, να με ακούσεις και να μου απαντήσεις καθαρά;
ΑΓΑΥΗ
Μπορώ, πατέρα, γιατί ξέχασα ήδη όσα είπαμε πριν.
ΚΑΔΜΟΣ
Σε ποιό σπίτι επήγες με τραγούδια του γάμου;
ΑΓΑΥΗ
Με έδωσες στον Σπαρτό Εχίονα,
που φύτρωσε, όπως λένε, από τη γης.
ΚΑΔΜΟΣ
1275 Και ποιός ήταν ο γιος που του γέννησες μέσα στο σπίτι;
ΑΓΑΥΗ
Ο Πενθέας, καρπός δικός μου και του Εχίονος.
ΚΑΔΜΟΣ
Τίνος κεφάλι κρατάς στην αγκαλιά σου;
ΑΓΑΥΗ
Λιονταριού
—τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι συντρόφισσές μου στο κυνήγι.
ΚΑΔΜΟΣ
Κοίτα όπως πρέπει. Μικρός ο κόπος για να δεις.
ΑΓΑΥΗ
1280 Α! Τί βλέπω; Τί είναι αυτό που κρατώ στα χέρια μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Κοίταξέ το με προσοχή και με προσήλωση·
να καταλάβεις πιο καθαρά.
ΑΓΑΥΗ
Βλέπω, η άμοιρη, την πιο μεγάλη οδύνη.
ΚΑΔΜΟΣ
Σου φαίνεται να μοιάζει με λιοντάρι;
ΑΓΑΥΗ
Όχι! Το κεφάλι του Πενθέα κρατάω η άμοιρη.
ΚΑΔΜΟΣ
1285 Εσύ τον αναγνωρίζεις τώρα. Άλλοι τον έκλαψαν ήδη.
ΑΓΑΥΗ
Ποιός τον σκότωσε; Πώς βρέθηκε στα χέρια μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Δυστυχισμένη αλήθεια, πόσο άργησες να φθάσεις!
ΑΓΑΥΗ
Λέγε. Η καρδιά μου τρέμει — γι᾽ αυτό που έρχεται.
ΚΑΔΜΟΣ
Εσύ τον σκότωσες — και οι αδελφές σου.
ΑΓΑΥΗ
1290 Και πού τον βρήκε το κακό; Εδώ στο σπίτι; Πού;
ΚΑΔΜΟΣ
Εκεί όπου κάποτε οι σκύλες μοιράστηκαν τις σάρκες του Ακτέωνος.
ΑΓΑΥΗ
Και ο Πενθέας ο δύσμοιρος, τί γύρευε στον Κιθαιρώνα;
ΚΑΔΜΟΣ
Επήγε να χλευάσει τον θεό και τις βακχείες σας.
ΑΓΑΥΗ
Κι εμείς, πώς φτάσαμε ως εκεί;
ΚΑΔΜΟΣ
1295 Μανία σας χτύπησε. Η πόλη ολόκληρη
παραδόθηκε στην έκσταση του Βάκχου.
ΑΓΑΥΗ
Ο Διόνυσος μας εξόντωσε. Τώρα καταλαβαίνω.
ΚΑΔΜΟΣ
Του προσφέρατε την ύβρη σας. Δεν πιστέψατε ότι είναι θεός.
ΑΓΑΥΗ
Το αγαπημένο σώμα του γιου μου που είναι, πατέρα;
ΚΑΔΜΟΣ
Το έφερα. Είδα κι έπαθα να το βρω.
ΑΓΑΥΗ
1300 Είναι ολόκληρο το κορμί του;
Ταιριάξατε το ένα με τ᾽ άλλο τα μέλη του όπως πρέπει;
‹ΚΑΔΜΟΣ
Είναι όπως είναι.›
ΑΓΑΥΗ
Και ο Πενθέας ποιό μερίδιο είχε στη δική μου αφροσύνη;