Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (399-420)

ΝΙ. τουτὶ τὸ πρόβατον τοῖς θεοῖς μὲν τὰ νόμιμα
400 ἅπαντα ποιήσει θυθὲν καὶ ταῖς θεαῖς.
αἷμα γὰρ ἔχει, χολὴν ἱκανήν, ὀστᾶ καλά,
σπλῆνα μέγαν, ὧν χρεία ᾽στι τοῖς Ὀλυμπίοις.
πέμψω δὲ γεύσασθαι κατακόψας τοῖς φίλοις
τὸ κῴδιον· λοιπὸν γάρ ἐστι τοῦτό μοι.
405 ἀλλ᾽, Ἡράκλεις, τί τοῦτο; πρόσθε τῶν θυρῶν
ἕστηκε Χρυσὶς ἥδε κλάουσ᾽; οὐ μὲν οὖν
ἄλλη. τί ποτε τὸ γεγονός; (ΧΡ.) ἐκβέβληκέ με
ὁ φίλος ὁ χρηστός σου. τί γὰρ ἄλλ᾽; (ΝΙ.) ὦ Ἡράκλεις.
τίς; Δημέας; (ΧΡ.) ναί. (ΝΙ.) διὰ τί; (ΧΡ.) διὰ τὸ παιδίον.
410 (ΝΙ.) ἤκουσα καὐτὸς τῶν γυναικῶν ὅτι τρέφεις
ἀνελομένη παιδάριον. ἐμβροντησία.
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνος ἡδύς. οὐκ ὠργίζετο
εὐθύς; διαλιπὼν δ᾽; ἀρτίως; (ΧΡ.) ὃς καὶ φράσας
εἰς τοὺς γάμους μοι τἆνδον εὐτρεπῆ ποεῖν
415 μεταξύ μ᾽ ὥσπερ ἐμμανὴς ἐπεισπεσὼν
ἔξωθεν ἐκκέκλεικε. (ΝΙ.) Δημέας χολᾷ.
ὁ Πόντος οὐχ ὑγιεινόν ἐστι χωρίον.
πρὸς τὴν γυναῖκα δεῦρ᾽ ἀκολούθει τὴν ἐμήν.
θάρρει· τί βούλει; παύσεθ᾽ οὗτος ἀπομανεὶς
420 ὅταν λογισμὸν ὧν ποεῖ νυνὶ λάβῃ.

***
ΝΙΚ. Αυτό εδώ το πρόβατο, όταν θυσιαστεί, θα κάνει
400 όλα όσα πρέπει στους θεούς και στις θεές.
Γιατί έχει αίμα, αρκετή χολή, κόκαλα ωραία,
μεγάλη σπλήνα, όσα οι Ολύμπιοι χρειάζονται.
Στους φίλους μου θα κόψω κομματάκια
την προβιά του και θα τη στείλω να τη φάνε.
Γιατί αυτή μόνο μου μένει. Αλλά, Ηρακλή μου,
405 τί βλέπω; Η Χρυσίς είναι αυτή που κλαίει
μπροστά στην πόρτα μου; Και βέβαια, δεν είναι
άλλη. Τί σου συνέβη; ΧΡΥ. Με έδιωξε ο καλός σου φίλος.
Τί άλλο; ΝΙΚ. Ηρακλή μου, ποιός, ο Δημέας; ΧΡΥ. Ναι.
ΝΙΚ. Γιατί; ΧΡΥ. Για το παιδί. 
410 ΝΙΚ. Άκουσα κι εγώ απ᾽ τις γυναίκες
ότι κράτησες να θρέψεις ένα παιδί. Αυτό ᾽ναι τρέλα.
Αλλά εκείνος είναι ήπιος. Δεν θύμωσε αμέσως;
Ύστερα, πριν από λίγο; ΧΡΥ. Αφού μου είπε να ετοιμάσω
415 το σπίτι για τον γάμο, ύστερα όρμησε απ᾽ έξω
σαν τρελός και μ᾽ έκλεισε έξω απ᾽ το σπίτι.
ΝΙΚ. Ο Δημέας τρελάθηκε. Ο Εύξεινος Πόντος δεν είναι
τόπος υγιεινός. Έλα μαζί μου, πάμε στη γυναίκα μου.
Μη φοβάσαι. Τί θέλεις; Θα του περάσει η τρέλα,
420 όταν σκεφθεί καλά αυτά που τώρα κάνει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Αττικισμός, η «καλή» και η «κακή» γλώσσα

11.2.1 Δυο λόγια για τα λατινικά


Εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση. Η ίδια αντίληψη επικρατούσε στην Ευρώπη μέχρι τον 17ο αιώνα και για τα λατινικά, τη γλώσσα που συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. 

Τα λατινικά θεωρούνταν η «καλή» γλώσσα, κατάλληλη για την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Σε αυτή τη γλώσσα γράφονταν όλα τα επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα, και όχι στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, που ήταν οι γλώσσες που μιλιούνταν. 

Τα λατινικά, όπως και η καθαρεύουσα, δεν ήταν η καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα. Ήταν η πρότυπη, «καλή», γραπτή κυρίως, γλώσσα. Οι ομιλούμενες γλώσσες θεωρούνταν «αλλοιωμένες» γλώσσες. 

Χρειάστηκαν αγώνες για να επικρατήσουν οι ομιλούμενες γλώσσες και να γίνουν αυτές το όργανο κάθε είδους λόγου, με τον ίδιο τρόπο που χρειάστηκαν αγώνες για να επικρατήσει η δημοτική στην Ελλάδα.

Γιατί σ' αγαπάω και σε μισώ ταυτόχρονα;

«Όσο θα σε αγαπάω… τόσο και θα σε μισώ! Και όσο θα σε μισώ… τόσο θα σε αγαπώ! Δεν ξέρω πότε σε αγκαλιάζει η καρδιά μου και πότε το μυαλό μου. Είμαι και ο καλός και ο κακός λύκος γονατισμένος στα πόδια σου. Όσο περισσότερο σε αγαπάω τόσο διακινδυνεύω με τον πόνο.

Αλλά είναι και αυτές οι στιγμές, που με το που σε σκέπτομαι, ψιθυρίζω όλα ή τίποτα. Το θέμα είναι τι από τα δύο μπορεί να αντέξει η ψυχή μου.»

Η αμφιθυμία αγάπης - μίσους στις υγιείς συντροφικές σχέσεις

Όλες αυτές οι ερμητικές και αμφιθυμικές συναισθηματικές αλχημείες που πότε τρέχουν προς το μέρος της αγάπης και πότε πέφτουν με μανία στην αγκαλιά του μίσους, είναι απόλυτα αληθινές από την στιγμή που ασυνείδητα οι άνθρωποι τρέφουμε αμφιθυμικά συναισθήματα για αυτούς που αγαπάμε.

Είναι φυσιολογικό κάποιες μέρες να νιώθουμε θαυμασμό, ευγνωμοσύνη και έλξη για τον σύντροφό μας, ενώ κάποιες άλλες να νιώθουμε αντιπάθεια και έντονη αποστροφή.

Το κλειδί για να αντέξει μια ισορροπημένη ερωτική σχέση τις αντιξοότητες και την επίλυση συγκρούσεων και άβολων συναισθημάτων είναι η επικοινωνία.

Και αυτό διότι ο πυρήνας των προβλημάτων είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε τι εννοεί ο σύντροφός μας. Τι υπονοεί, τι κρύβει πίσω από μια συμπεριφορά ή επιθυμία. Στην ερωτική σχέση και το πάθος, οι σκέψεις παίρνουν διαστάσεις, υπάρχουν αμφιβολίες, αναζητούμε την ασφάλεια, την επιβεβαίωση, υπάρχει το άγχος να μην ζαρώσει η εικόνα μας στα μάτια του άλλου, να κερδίσουμε το σεβασμό και τον θαυμασμό.

Όλες οι βασανιστικές σκέψεις αν μετουσιωθούν σε λόγια και εκφραστούν στον σύντροφο, ή όλα αυτά που μας πληγώνουν και μας απομακρύνουν από τον άλλον αποκαλυφθούν, η σχέση θα πάψει να σημειώνει αυτές τις συναισθηματικές διακυμάνσεις εφόσον νιώθουμε πιο βέβαιοι μέσα μας με ποιόν έχουμε να κάνουμε. Με ποιόν μοιραζόμαστε τη ζωή μας, την ψυχή μας και το σώμα μας.

Το πάθος της Μισαγάπης: Πονάω όταν σε έχω και όταν δεν σε έχω

Η αγάπη και το μίσος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η αμφιθυμία ξεπερνάει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή και καταφεύγει στο πάθος, νοθεύοντας, όχι μόνο τη σχέση αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ατόμου με το δίπολο της υπερβολικής παρουσίας ή απουσίας; Όλα τα πάθη είναι οι σφυγμοί θαμμένων επιθυμιών που παραμένουν ζωντανές. Τα πάθη αναπτύσσονται με σκοπό να εκπληρώσουν ένα κενό.

Γιατί ο ψυχισμός και η ελπίδα ενός ερωτευμένου ανθρώπου να κρέμεται από την παρουσία του άλλου, την αποδοχή του, και από την άλλη να θέλει να κόψει το νήμα της σχέσης γιατί δεν αντέχει άλλο δίπλα του;

Είναι ένα μαζοχιστικό πάθος; Είναι ο φόβος της μοναξιάς μετά από τον πιθανό αποχωρισμό; Είναι μια σχέση συνεξάρτησης; Είναι ο έρωτας ο «τυφλός» που δεν αφήνει το άτομο να αντικρίσει με γυμνά μάτια τα ελαττώματα του συντρόφου;

Σ' αγαπώ: Η βαθύτερη επιθυμία που οδηγεί στην απόλαυση και τον πόνο

Η αγάπη είναι μια βαθύτερη επιθυμία και απόλαυση. Η επιθυμία είναι η κλειδαριά που ανοίγει προς την αναζήτηση ενός άλλου που θα μας συμπληρώσει τις ελλείψεις μας. Η απόλαυση που εμπεριέχεται στην αγάπη αναδύει και τον μεγαλύτερο πόνο. Αν δεν είχαμε κενά δεν θα επιθυμούσαμε.

Γιατί η επιθυμία γεννιέται μέσα από τις ελλείψεις που έχουμε βιώσει, τα τραύματα, αυτά που δεν έχουν ικανοποιηθεί, που δεν έχουν εκπληρωθεί, όλα όσα συνειδητά ή ασυνείδητα μας δίνουν αυτό το έναυσμα που μας συνδέει με τον λόγο για τον οποίο υπάρχουμε. Και αυτή είναι η καύσιμη ύλη του εγώ που ζητάει να συνδεθεί ή να αποσυνδεθεί τόσο από αντικείμενα όσο και από ανθρώπους.

Είναι αυτή που έλκεται από το αδύνατο, το άπιαστο, το εξιδανικευμένο, το απαγορευμένο, ακριβώς επειδή όλα αυτά δε μοιάζουν απτά, είναι σαν φαντασιώσεις, που επιθυμεί κανείς να τις κατακτήσει γιατί δεν τις έχει γευτεί ποτέ, δεν έχουν γίνει ποτέ εμπειρίες ζωής, είναι σαν απωθημένα – κενά – ελλείψεις.

Αυτό συμβαίνει και στις ερωτικές σχέσεις.

Μεγαλωμένοι με τις ελλείψεις, τα ανεκπλήρωτα κενά και ψυχικές ανάγκες, ακόμη και τους νόμους, (τι πρέπει, τι δεν πρέπει), αναφύονται συγκεκριμένες επιθυμίες, φόβοι, επιλογές και έπειτα συμπεριφορές που μπορούν να ευεργετήσουν τη σχέση (εφόσον αποκωδικοποιήσει κανείς τις επιθυμίες του), αλλά και μπορούν να τις καταστρέψουν (εφόσον οι επιθυμίες προκύπτουν μέσα από δυσλειτουργικά μοτίβα αγάπης και φόβους δέσμευσης-αποχωρισμού).

Όλα ή Τίποτα μαζί σου

Το «όλα» που θα σήμαινε αγάπη και το «τίποτα» θάνατο.

Έρωτα ανίκητε στη μάχη… ή μήπως έρωτα ηττημένε από τον εαυτό…;

Είναι αυτό που με πολεμά, αυτό που παράλληλα με κάνει πότε να χάνομαι στο πένθος και πότε στην αθανασία. Αυτό που με κάνει να βλέπω τον κόσμο πότε λευκό και πότε μαύρο. Μη μπορώντας να συμβιβαστώ με το γκρίζο γιατί δεν με ικανοποιεί. Δεν ψάχνω αυτό το κάτι, ψάχνω μόνο αυτό το τέλειο, το μοναδικό, που αν δεν το έχω είναι καλύτερα να μην έχω τίποτα.

Ο έρωτας για να ειπωθεί χρειάζεται να έχει μια αυθεντικότητα.

Ειδάλλως, το όλα ή τίποτα δεν είναι έρωτας πραγματικός, αλλά είναι μια σύγχυση μέσα σε ένα πάθος όπου το άτομο από τη μια δείχνει πιστή προσκόλληση στον σύντροφο και από την άλλη βιώνει αισθήματα πένθους σε περίπτωση που χάσει τον άλλον από τη ζωή του.

Τα αισθήματα αυτά έρχονται και παρέρχονται ακόμη και εάν δεν δείχνει σημάδια ρήξης η σχέση.

Ο φόβος της απώλειας

Υποβόσκει, δηλαδή, κάτω από το πέπλο της τρυφερότητας, ένας υποσυνείδητος φόβος και ένα ριζωμένο άγχος που γεννά συνεχώς αμφιβολίες για την παντοτινή σύνδεση.

Το άτομο ονειρεύεται την αθάνατη σύνδεση με τον άλλον. Το για πάντα όπως αυτό οραματίζεται από το άτομο. Μια ακλόνητη επιθυμία που δεν αντέχει ματαιώσεις στο όνειρο. Φοβάται λοιπόν το άτομο τον πιθανό αποχωρισμό. Ο αποχωρισμός από τον άνθρωπό του θα σήμαινε θάνατο, το όνειρο που καταρρέει, μια προσωπική καταστροφή.

Είναι μια ανασφάλεια, στον πυθμένα των τραυμάτων του, που είναι ικανή να ενεργοποιήσει στο άτομο το μίσος, ώστε να αμυνθεί μπροστά σε αυτή τη σύγχυση. Να υποκινήσει δηλαδή την επιθετικότητα, πράξεις και λέξεις απέχθειας, κακίας, αδικίας χάνοντας έτσι την αυτοκυριαρχία του.

Αντικαθιστά λοιπόν την αγάπη με το μίσος για να προστατέψει τη ψυχή του από τον πόνο ενός βασανιστικού χωρισμού. Θέλει να μισήσει τον σύντροφό του, υποτιμώντας τον, γιατί μόνον έτσι θα πέσει στα μάτια του ο σύντροφός του, από είδωλο θα γίνει ένα μισητό πλάσμα, και έτσι δεν θα βρίσκει πια νόημα σε έναν άνθρωπο που μισεί.

Είναι σαν να αναγκάζεται να στραφεί προς την απέχθεια.

«Θα σε μισήσω για να μπορέσω να κρατηθώ μακριά από αυτό που πραγματικά θέλω». «Θέλω εσένα, αλλά προτιμώ να σε μισήσω και να τραβηχτώ, από το να σε χάσω αγαπώντας σε», «γιατί αυτό θα με πονούσε περισσότερο».

Πώς βιώνει την αμφιθυμία το εσωτερικό παιδί μέσα μας

Όσον αφορά την παιδική ανάπτυξη, η αντίληψη για την αμφιθυμία σχηματίζεται στο επίπεδο που κατασκευάζεται το εγώ, και την επεξεργασία της καταθλιπτικής διάθεσης που συμβαίνει στο πρώτο έτος ζωής.

Η αγάπη και το μίσος είναι για αρχή ένα ενιαίο αντικείμενο, το οποίο στη συνέχεια διασπάται σε καλό και κακό. Όπως ακριβώς η μητέρα μας. Το απόλυτο αρχέτυπο, η σπουδαιότερη πηγή έμπνευσης τόσο της σιγουριάς όσο και του φόβου. Το βρέφος όπως το μεγαλύτερο παιδί, απολαμβάνει την αγάπη και το δόσιμο όμως ταυτόχρονα βιώνει και τον έντονο θυμό όταν απογοητεύεται ή όταν απορρίπτεται από αυτήν.

Ακόμη και σε περιπτώσεις κακοποιημένων παιδιών, βλέπουμε πως τα ίδια ενώ φοβούνται ή μισούν τη μητέρα που συμπεριφέρεται με τη βία από την άλλη την εξιδανικεύουν, την ειδωλοποιούν, και για αυτό το λόγο συνεχίζουν να εξαρτώνται από αυτήν και να μην μπορούν να φύγουν από εκείνη.

Έτσι, λοιπόν, για να μπορέσει το βρέφος να αγαπήσει στη ζωή του θα πρέπει να στηρίξει την αμφιθυμία, το πρωτογενές μίσος προτού να μπορέσει να βιώσει τον διαχωρισμό και την απώλεια της μητέρας.

Ο μεγαλύτερος φόβος του παθιασμένου και ερωτευμένου, όπως και του μικρού παιδιού, είναι να μην χάσει το ποθητό του αντικείμενο, αυτό που το αγαπά.

Το μίσος, ως παρενέργεια του φόβου αυτού έρχεται καθώς απειλείται η υπόστασή του, η ύπαρξή του από την εξαφάνιση. Φοβάται ότι θα πεθάνει και αυτό θα είναι για πάντα. Είναι όπως το βρέφος που δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει τις φαντασιώσεις του από την καταστροφή και την πραγματικότητα.

Είναι όπως το βρέφος 7-8 μηνών, που μόλις συνειδητοποιεί πως είναι ένα ξεχωριστό ον από την μητέρα φοβάται περισσότερο από ποτέ την απουσία της. Κατανοεί σιγά-σιγά πως δεν την ελέγχει και φοβάται χωρίς αυτήν. Κλαίει, αγχώνεται, διαμαρτύρεται, υποφέρει γιατί μπορεί να λείπει η μαμά του, η αγάπη του.

Και στον αγώνα για να την διατηρήσει ή να την κατακτήσει επιστρατεύει την επιθετικότητα. Έτσι, αυτό το σενάριο φόβων και επιθυμιών αναπαράγεται και στις μετέπειτα ερωτικές σχέσεις. Με αυτές που παθιαζόμαστε, πιστεύουμε πως ταυτιζόμαστε, και αγαπάμε.

Όμως, όσο πιο τραυματική υπήρξε η εμπειρία διαχωρισμού από την μητέρα (μιας μητέρας που έρχεται και φεύγει, μιας μητέρας που απουσιάζει στις πιο κρίσιμες ψυχοκοινωνικές φάσεις του βρέφους, μιας μητέρας αδιάφορης στα αιτήματα-επιθυμίες του βρέφους, μιας μητέρας ανίκανης να προσφέρει, να δώσει νόημα, να συνδεθεί με το βρέφος), τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε από το μίσος, την επιθετικότητα, την οργή και το θυμό που δεν ξεσπούν μόνο στους συντρόφους αλλά στρέφονται απέναντι και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Η Μισαγάπη και στα ψυχοπαθολογικά προβλήματα

Συνεπώς, αυτή η μισαγάπη, το σε θέλω-δεν σε θέλω, το σ' αγαπώ-δεν σ' αγαπώ, επειδή τη μια με φροντίζεις και την άλλη με βάζεις στην άκρη, γεννά και άλλα ψυχοπαθολογικά προβλήματα.

Την μισαγάπη την παρατηρούμε μέσα από παραδείγματα βουλιμίας, νευρικής ανορεξίας, αυτοτραυματισμών, εθισμών που ουσιαστικά γίνονται μηχανισμοί ελέγχου της υπαρξιακής σύγχυσης. Όλα αυτά τα προβλήματα είναι προσπάθειες να διαχειριστεί ο άνθρωπος και να ελέγξει την αμφιθυμία απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Να κοντρολάρει την αγάπη και το μίσος που νιώθει αλλεπάλληλα με τον εαυτό. Άλλωστε, ως γνωστόν, οι άνθρωποι τείνουν να αναγάγουν συμπεριφορές, πεποιθήσεις και μοτίβα που τους είναι οικεία, που έχουν μάθει μέσα από τα κύρια πρόσωπα ταύτισης (μητέρα-πατέρας). Τείνουν να ακολουθούν τον περπατημένο δρόμο επιβεβαιώνοντας πως τίποτα δεν μοιάζει ξεπερασμένο. Τίποτα ακόμη δεν κατάφερε η ψυχή να χωνέψει.

«Αν αυτό που έμαθα εγώ στη ζωή μου είναι μια μαμά που όποτε την είχα ανάγκη εκείνη αποσυρόταν πώς να μην φοβηθώ για τον σύντροφό μου ή φίλο μου όταν μου κλείνει το τηλέφωνο; Όταν τόσες ώρες λείπει από το σπίτι; όταν τον βλέπω με καινούργιες παρέες; Να μην φοβηθώ πως τον χάνω; Αφού αυτό που έμαθα είναι το πόσο μικροπρεπής είμαι. Πόσο αδιάφορος φαίνομαι ακόμη και όταν ζητάω την προσοχή του άλλου. Πώς να με αγαπήσω αφού δεν υπήρξα ούτε ένιωσα για κανέναν σημαντικός; Πώς να μην με μισήσω που σε αναζητώ συνέχεια και δεν σε βρίσκω; Αν είναι να σε αποχωριστώ, θα πρέπει να μισήσω. Δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει από κάπου να κρατηθώ, κάτι να κάνω για να μην σε θέλω άλλο. Να κάνω μια στροφή τις επιθυμίες μου».

Όταν η αγάπη διαψεύδεται μέσα από τον αποχωρισμό, μισώ γιατί απογοητεύτηκα. Επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Μια επιθυμία που έσυρε μαζί της και την επιθετικότητα, εάν η στέρηση και η απουσία είναι κάτι που ο ερωτευμένος, ως άνθρωπος, δεν μπορεί να την αντέξει.

Εγκέφαλος: Το ένστικτο της επιβίωσης πίσω από την αμφιθυμία μισαγάπης

«Πάντα», «κανένας», «ποτέ», «όλοι», «όλα», «τίποτα», «κάθε φορά», είναι λέξεις που ενεργοποιούν αρνητικά τον σκελετό των συναισθημάτων στον εγκέφαλο, καθώς αυτόματα μεταβάλλονται οι λειτουργίες και κινητοποιούνται οι άμυνες που θα αποφύγουν το δυσάρεστο συναίσθημα.

Η αμυγδαλή στον εγκέφαλο ευθύνεται ακριβώς για αυτή τη διεργασία. Να τροφοδοτήσει το υπόλοιπο σύστημα με το κατάλληλο υλικό ώστε να διατηρηθεί το ένστικτο της επιβίωσης. Για αυτό και οι μνήμες ενεργοποιούνται χωρίς να το προκαλούμε, αυθόρμητα, όπως αναδεικνύονται και τα συναισθήματα αλλά και το σώμα που δεν ξεχνά ποτέ.

Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, πως η διχότομη σκέψη του «όλα ή τίποτα», η σκέψη που κυμαίνεται σε δύο άκρα, όπως της υπερβολικής παρουσίας ή πλήρους απουσίας, θα οδηγήσουν σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια και στα αμφιθυμικά συναισθήματα και τις ακραίες συμπεριφορές.

Ιδιοσυγκρασία και παράγοντες που διαμορφώνουν τη αμφιθυμία της μισαγάπης

Σημασία βέβαια έχει το πόσο έχουμε εξιδανικεύσει τον σύντροφό μας, πόσο δυνατά έχουμε ταυτισθεί μαζί του, τις πρώιμες μνήμες που μας ξυπνά, τι συμπεριφορές μας δείχνει, πόσο μας έχει κάνει να δεθούμε, ώστε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός δεσμός-εξάρτηση από τον άλλον που αντίστοιχα θα φέρει και μεγαλύτερο πόνο τόσο στην αγάπη που θα αναπτυχθεί όσο και το μίσος που θα χρειαστεί να αντλήσει το άτομο για να καταπολεμήσει τον αποχωρισμό και τις απανωτές ανασφάλειες.

Ο μεσάζοντας ρόλος που παίζει η ιδιοσυγκρασία και τα στοιχεία προσωπικότητας του ατόμου μπορούν να κατευθύνουν την ποιότητα και την ένταση που θα αναδείξει την αμφιθυμία.

Μία προσωπικότητα, που ήδη από την βρεφική ηλικία προμηνύει έντονη διεκδικητικότητα, ισχυρογνωμοσύνη, αντιδραστικότητα, ανυπομονησία, παρορμητικότητα και απογοήτευση ή θυμό όταν δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτά που του αρνούνται οι γονείς είναι πιο πιθανό να βιώσει την αμφιθυμία στις σχέσεις με μεγάλες εξάρσεις και επιθετικότητα, σε σύγκριση με μια ευάλωτη προσωπικότητα, εσωστρεφή που γίνεται εύκολα εύθραυστη και συναισθηματική.

Πώς θα απελευθερωθώ από το σύμπλεγμα του «σ' αγαπώ και σε μισώ»

Μάλλον, ακόμη και η έκφραση «αγαπώ και μισώ» δεν θα έπρεπε να λέγεται ακριβώς έτσι. Το σε «ποθώ και σε μισώ» ή το σε «ερωτεύομαι και σε μισώ» θα ήταν πιο σωστό, αν λύσουμε την εξίσωση της αυθεντικής διάστασης της αγάπης.

Και αυτό διότι η αγάπη για να δοθεί στον άλλον, πρέπει να υπάρχει μέσα μας, ως βίωμα. Όχι να χρησιμοποιείται μέσω της συνεξαρτητικής συμπεριφοράς μας στις σχέσεις. Ούτε ως καραμέλα για να γλυκαίνει την αίσθηση ότι δίνουμε και αξίζουμε.

Θέλει δουλειά πρωτίστως με τον εσωτερικό εαυτό μας.

Αν έρθουμε σε επαφή με τις ελλείψεις, τα κενά και τα τραύματά μας, τα αποδεχτούμε και τα αγαπήσουμε, τότε θα μπορούμε να ανοίξουμε την καρδιά μας στον άλλον πιο αληθινά. Και όχι μόνο να αγαπήσουμε αλλά και να «χαλαρώσουμε» τους κόμπους που μας σφίγγουν με το μίσος, να μετριάσουμε την επιθετική μας τάση στον άλλον.

Και αυτό γιατί αποκτώντας μια κάποια αυτογνωσία αρχίζουμε να αναζητούμε αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη, και όχι υποκατάστατα που μας βολεύουν σε έναν φαύλο κύκλο, σε ένα περπατημένο μοτίβο, γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τους εαυτούς μας.

Για να είσαι μέσα σε όλα αυτά που εσένα σου έχουν λείψει, πρέπει να λείψεις από όλους και από όλα.

Μόνο αν λείψεις, θα γνωρίσεις το κενό σου, μόνο αν αποξενωθείς από όλους

Εσύ, ο εαυτός σου και η αλήθεια σου…

Rollo May: Η συνειδητοποίηση του Εγώ

Η συνειδητοποίηση του εγώ, η ικανότητα, δηλαδή, που έχει κάποιος ν’ αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Κάποιος φίλος μου έχει ένα σκύλο, που περιμένει μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου του όλο το πρωί. Όταν οποιοσδήποτε πλησιάσει την πόρτα, αρχίζει να πηδά γαυγίζοντας με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο φίλος μου έχει τη γνώμη ότι ο σκύλος θέλει να πει το εξής: «Είμαι ένας σκύλος που περίμενε όλο το πρωί για να βρει κάποιον να παίξει. Μήπως έρχεσαι γι’ αυτό το σκοπό;»

Αυτό είναι ένα θαυμάσιο αίσθημα, και όλοι όσοι έχουν σκύλους αρέσκονται να προβάλλουν τέτοιες χαριτωμένες σκέψεις στο κεφάλι του κατοικίδιου ζώου τους.

Όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να πει ο σκύλος.

Μπορεί να δείξει ότι θέλει να παίξει και να δελεάσει κάποιον να του πετάξει μια μπάλα. Αλλά δεν μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του και να τον δει σαν ένα σκύλο που κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν είναι προικισμένος με τη συνείδηση του εγώ του.

Εφόσον αυτό σημαίνει ότι ο σκύλος είναι επίσης απαλλαγμένος από νευρωτικά άγχη και αισθήματα ενοχής, τα οποία αποτελούν αμφίβολης αξίας ιδιότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να πουν ότι ο σκύλος δε φέρει την κατάρα της συνείδησης του εγώ.

Ο Γ. Χουίτμαν, απηχώντας αυτή τη σκέψη, εκφράζει σε κάποιο ποιήμα του τη ζήλεια του για τα ζώα:

Νομίζω ότι θα μπορούσα
Να γυρίσω και να ζήσω με τα ζώα...
Δεν βαρυγκομούν,
Ούτε κλαυθμηρίζουν για την κατάστασή τους
Δεν ξαγρυπνούν στο σκοτάδι
Και δεν θρηνούν για τις αμαρτίες τους
...

Αλλά στην πραγματικότητα η συνείδηση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του αποτελεί την πηγή των ευγενέστερων ιδιοτήτων του.

Είναι η βάση της ικανότητάς του να διακρίνει ανάμεσα στο «εγώ» και στον κόσμο.

Του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει το χρόνο, δηλαδή, απλούστατα την ικανότητα να απομακρύνεται από το παρόν και να φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν ή στο μέλλον.

Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να διδαχτεί από το παρελθόν και να προγραμματίσει για το μέλλον.

Επομένως, ο άνθρωπος είναι το «ιστορικό θηλαστικό», γιατί μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί και να κοιτάξει την ιστορία του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επηρεάσει τη δική του εξέλιξη σαν άτομο, και, σε μικρότερο βαθμό, την ιστορία του έθνους του και της κοινωνίας συνολικά.

Η ικανότητα για συνείδηση του εγώ υποβόσκει επίσης κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα και να διαχωρίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την έννοια από το υπαρκτό αντικείμενο.

Για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους ήχους που αποτελούν τη λέξη «τραπέζι», και συμφωνεί ότι αυτοί οι ήχοι θ’ αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί με αφηρημένες έννοιες, όπως –«ομορφιά», «λογική» και «καλοσύνη».

Αυτή ακριβώς η ικανότητα συνειδητοποίησης του εγώ μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι βλέπουν εμάς, και να καταλαβαίνουμε τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων.

Αποτελεί τη βάση της πολύ αξιόλογης δυνατότητας που έχουμε να μεταφερόμαστε με τη φαντασία μας σε κάποιο σαλόνι, στο οποίο, στην πραγματικότητα, θα βρεθούμε την επόμενη εβδομάδα, ή να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε πως θα φερθούμε.

Και μας καθιστά ικανούς να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου και ν’ αναρωτιόμαστε πως θα αισθανόμαστε ή τι θα κάναμε αν πραγματικά είμασταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχά χρησιμοποιούμε ή αποτυχαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ή ακόμη και κάνουμε κατάχρηση αυτών των ικανοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της τέχνης της αγάπης για τον πλησίον, της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης της αλήθειας, της δημιουργικότητας, της αφοσίωσης σε ιδανικά ακόμη και με κόστος την ίδια τη ζωή μας.

Η εκπλήρωση αυτών των δυνατοτήτων σημαίνει ότι κάποιος είναι μια ατομικότητα. 

Αλλά, το τίμημα γι’ αυτή την προίκιση είναι πολύ υψηλό είναι το τίμημα του άγχους και των εσωτερικών συγκρούσεων.

Η γέννηση του εγώ δεν αποτελεί απλό και εύκολο θέμα.

Γιατί το παιδί τώρα αντιμετωπίζει την τρομακτική προοπτική του να βρεθεί ανεξάρτητο, μόνο, και χωρίς την πλήρη προστασία που του παρέχουν οι αποφάσεις των γονιών του. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, το ότι, όταν αρχίζει να νιώθει τον εαυτό του σαν αυθύπαρκτη ταυτότητα, μπορεί να νιώσει τρομερά ανίσχυρο σε σχέση με τους μεγάλους και δυνατούς ενήλικους γύρω του.

Κάποια γυναίκα, στη διάρκεια της προσπάθειάς της για ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα της, είχε δει το εξής εύγλωττο όνειρο: «Βρισκόμουν σε μια μικρή βάρκα που ήταν δεμένη σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Διασχίζαμε τον ωκεανό και τεράστια κύματα ορμούσαν, πολιορκώντας τη βάρκα μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν ακόμη δεμένη στο μεγάλο πλοίο».

Το υγιές παιδί, που βρίσκει αγάπη και υποστήριξη στους γονείς του, χωρίς να είναι παραχαϊδεμένο, θα προχωρήσει στην ανάπτυξή του, παρά τις αγωνίες και τις κρίσεις που το περιμένουν, και ίσως χωρίς ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες ή καταστροφική επαναστατικότητα.

Αλλά, αν οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα το εκμεταλλεύονται χρησιμοποιώντας το για δικό τους σκοπό και για δικιά τους ευχαρίστηση ή αν το μισούν ή το απορρίπτουν, ώστε το παιδί να μη μπορεί να είναι σίγουρο για την παραμικρή υποστήριξη όταν δοκιμάζει τη νέα του ανεξαρτησία, τότε υπάρχει το εξής ενδεχόμενο: Το παιδί θα προσκολληθεί στους γονείς του και θα χρησιμοποιήσει την ικανότητά του για ανεξαρτησία μονάχα με τη μορφή αρνητισμού και πείσματος.

Όταν το παιδί αρχίζει να λέει για πρώτη φορά δοκιμαστικά «όχι», είναι πιθανό οι γονείς ν’ αντιδράσουν απορριπτικά μάλλον, παρά με αγάπη και ενθάρρυνση.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα συνεχίσει την αρνητική του στάση όχι σαν μορφή ανεξαρτησίας, αλλά σαν μια μορφή τυφλής αντίδρασης.

Ένα άλλο ενδεχόμενο αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων σήμερα. Οι ίδιοι οι γονείς αισθάνονται άγχος και αμηχανία μέσα στην αναταραχή αυτής της ταχύτατα εναλλασσόμενης εποχής, αβέβαιοι για τον εαυτό τους, γεμάτοι από αμφιβολίες.

Έτσι, μεταβιβάζουν το συνεχές άγχος τους στο παιδί και το κάνουν να αισθάνεται ότι ζει σ’ ένα κόσμο, όπου είναι επικίνδυνο να τολμήσει κανείς να κερδίσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία του.

Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι σχηματική, βέβαια, και σκοπός της είναι να δώσει σ’ εμάς τους ενήλικους ένα είδος επισκόπησης, μέσα από την οποία θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα πως αποτυχαίνει κανείς να εξελιχθεί σε ατομικότητα.

Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προέρχονται από ενήλικους που αγωνίζονται, στα όνειρα, στις αναμνήσεις ή στις σημερινές τους σχέσεις, να ξεπεράσουν αυτό που στο παρελθόν τους εμπόδισε αρχικά να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχεδόν κάθε ενήλικος προσπαθεί ακόμη, στην πορεία της ζωής του να επιτύχει σαν ατομικότητα, με βάση τις φόρμες που σχηματίστηκαν κατά τις πρώτες εμπερίες του μέσα στην οικογένεια.

Μερικοί ψυχολόγοι και φιλόσοφοι στέκονται με δυστυχία απέναντι στην έννοια του εγώ.

Αντιτίθεται σ’ αυτήν, γιατί δε θα ήθελαν να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τη σφαίρα των ζώων, και επίσης γιατί πιστεύουν ότι η έννοια του εγώ παρεμποδίζει το επιστημονικό πείραμα.

Αλλά η απόρριψη της έννοιας του «εγώ» σαν «μη επιστημονικής» μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές εξισώσεις, θυμίζει το επιχείρημα, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και η έννοια του «ασυνείδητου» ήταν «αντιεπιστημονικές».

Πρόκειται για μια δογματική – και γι’ αυτό όχι αληθινή – επιστήμη, η οποία χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο σαν Προκρούστεια τράπεζα, απορρίπτοντας κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας που δεν ταιριάζει μ’ αυτή. Σίγουρα, πρέπει να βλέπουμε με σαφήνεια και ρεαλισμό το συνεχές ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Όμως δε θα 'πρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι, επομένως, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσά τους.

Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι το εγώ είναι ένα «αντικείμενο». Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα για αυτο-γνωσία. Το εγώ επιτελεί λειτουργία οργανωτική για το άτομο, μέσα από την οποία η μιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετιστεί με την άλλη. Προηγείται της επιστήμης μας, δεν αποτελεί αντικείμενό της. Προϋποτίθεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι επιστήμονας.

Αλλά στο βαθμό που πραγματικά αξιοποιούμε τις δυνατότητές μας σαν άτομα, δοκιμάζουμε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος.

Όταν ένα μικρό παιδί μαθαίνει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες ή να σηκώνει ένα κουτί, προσπαθεί ξανά και ξανά, πέφτει, σηκώνεται και πάλι από την αρχή. Κι όταν τελικά τα καταφέρνει, γελά με ικανοποίηση, εκφράζοντας έτσι τη χαρά του για το ότι έβαλε σ’ ενέργεια τις δυνάμεις του.

Αλλ΄ αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη σιωπηλή χαρά που δοκιμάζει ο έφηβος, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να κάνει φίλους. Ή σε σύγκριση με τη χαρά του ενήλικου όταν μπορεί ν’ αγαπήσει, να κάνει σχέδια και να δημιουργήσει.

Η χαρά, πού περισσότερο από την ευτυχία, αποτελεί το σκοπό της ζωής, γιατί αυτή συνοδεύει την πραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινες υπάρξεις βασίζεται στη συναίσθηση που κάποιος έχει για την ταυτότητά του σαν ύπαρξη με αξία και αξιοπρέπεια, σαν ύπαρξη που μπορεί ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί απέναντι σε όλες τις άλλες υπάρξεις καθώς και τον ανόργανο κόσμο.

Η δύναμη αυτού του συναισθήματος στην ιδεατή μορφή του φαίνεται στη ζωή του Σωκράτη. Είχε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις αξίες του, ώστε θεωρούσε την καταδίκη του σε θάνατο όχι σαν ήττα, αλλά σαν τη μεγαλύτερη επιβράβευση από το συμβιβασμό.

Μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι μια τέτοια χαρά προορίζεται μονάχα για τους ήρωες και τις εξέχουσες προσωπικότητες. Βρίσκεται ποιοτικά, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, στις πράξεις οποιουδήποτε εκφράζει τίμια και υπεύθυνα τις δυνατότητές του.

Rollo May, Η έρευνα του ανθρώπου για τον εαυτό του

Η ζωή είναι γεμάτη από άπειρες γεύσεις και θεραπείες

Απλά προχώρα…

Ξέρω, ότι κάποιες μέρες είναι θλιβερές, όπου η δύναμη και το Φως σιγοσβήνουν…

Αυτές τις μέρες, τα δάκρυα έρχονται να συντροφέψουν τη μοναξιά, γιατί νομίζεις ότι έχουν χαθεί τα πάντα, ότι δεν υπάρχουν έξοδοι, ότι δεν υπάρχουν δρόμοι…

Ωστόσο, ξέρεις όπως ξέρω και εγώ, ότι δεν υπάρχουν μέρες, που διαρκούν για πάντα, και ότι υπάρχουν μέρες θλιβερές, επειδή εμείς τις αφήσαμε να υπάρχουν…

Ο χρόνος δεν σταματά, εμείς είμαστε αυτοί που από απελπισία, και ανοησία σταματάμε σε κάποιο σημείο του…

Συνέχισε να περπατάς, συνέχισε… μηδένισε το χρονόμετρο σου, και ξεκίνα ξανά χωρίς να σταματάς πουθενά, η ζωή είναι γεμάτη από άπειρες γεύσεις και θεραπείες…

Συνέχισε… πάμπολλες φωτεινές εμπειρίες, περιμένουν εσένα…

Όταν η αγωνία έρθει, όταν η κατάθλιψη σε παρενοχλεί κοίτα τες, αλλά μην τις αγκαλιάσεις, χαιρέτησε τες, αλλά μην τις καλέσεις…

Εσύ έχεις τη δύναμη, να κλαις και να γελάς,

διάλεξε το γέλιο, κάνε τις ημέρες σου χαρούμενες…

Υπάρχουν στιγμές, όπου ο ήλιος και το φεγγάρι σου γίνονται μαύρα, και κομμάτια… όπου τ’ αστέρια σου πέφτουν, όπου όλα γκρεμίζονται…

Αλλά είναι μόνο αυτό… στιγμές… δεν τα κάνεις μέρες, εβδομάδες, μήνες…

Αν κάποιος που σου γύρισε την πλάτη, αν κάποιος που αγαπούσες, σε πρόδωσε πληγώνοντας την καρδιά σου, αν κάποιος σε άφησε για πάντα, φυσικά και θα είσαι λυπημένος και θα υποφέρεις, αλλά μην κάνεις τον πόνο σου αιώνιο, βάλε ένα τέλος στην αγωνία και πες μέχρι εδώ…

Από εκεί και πέρα, άρχισε να χαμογελάς και πάλι, αλλάζοντας όλα τα αρνητικά συναισθήματα, με τις αρνητικές ενέργειες, βρίσκοντας ξανά το Φως, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, και όλους τους πιθανούς λόγους, που μπορούν να σε κάνουν ευτυχισμένο/η…

Αδελφέ/η, στη ζωή θα έχεις πάντα καλές και κακές εμπειρίες, καλές και κακές παρέες, καλές και κακές συμβουλές, αλλά εξαρτάται από εσένα να δώσεις προσοχή, και να επικεντρωθείς σε κάτι θετικό, κάτι όμορφο, κάτι χρήσιμο…

Μην αφήσεις ένα στραβοκοίταγμα, μια κακή λέξη, μια κακή πράξη, μια κατηγόρια, μια άσχημη εμπειρία, να σου αφαιρέσουν την απόλαυση, του να υπάρχεις και να ζεις τη ζωή…

Υπάρχουν πράγματα στη ζωή, που θα σου προσφέρουν χαρά, και άλλα που θα σου προσφέρουν λύπες…

Αλλά εξαρτάται από σένα, να απλώσεις τα χέρια και να πάρεις αυτά, που σου προσφέρουν την πνευματική σου, την συναισθηματική σου, και την ψυχική σου ευεξία…

Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει… αλλά το ρολόι το κρατάμε εμείς

Συνηθίζουμε να λέμε πως κάθε γεγονός που βιώνουμε αφήνει και το σημάδι του σαν ένα αποτύπωμα στο χάρτη της ζωής μας. Και ενώ με ευκολία ξεχνάμε κάποια γεγονότα κάποια άλλα μένουν ανεξίτηλα λες και γράφτηκαν από τη γραφίδα της ζωής σε μέρος της καρδιάς που το σκοτάδι διατήρησε αναλλοίωτα την καταγραφή της μέρας, της ώρας, του λεπτού … 

Εκεί στο σκοτεινό αυτό μέρος της καρδιάς, στο βασίλειο του πόνου, ο χρόνος είναι ταυτόσημος του συναισθήματός μας και ο ήλιος δύσκολα τρυπώνει για να σβήσει τα σημάδια της γραφίδας ζεσταίνοντας παράλληλα και τον πόνο, παρά μόνο αν ένα δυνατότερο συναίσθημα σαν την αγάπη πλησιάσει δειλά, αυθαίρετα και απαλά σαν ήμερο χάδι αγκαλιάζοντας την ύπαρξή μας, διαπερνώντας και διαλύοντας σα ντόμινο όλα τα στρώματα του φυσικού μας σώματος φτάνοντας μέχρι τη σκοτεινή πλευρά των πνευματικών μας ορίων με το θεραπευτικό άγγιγμά της. Κι έρχεται τόσο απαλά και τόσο διακριτικά και λυτρωτικά σαν ένα ευχάριστο θαλασσινό αεράκι στο ηλιοκαμένο δέρμα μας.

Όταν η αλλαγή είναι το σύνθημα της εποχής και νοιώθεις τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά πως όλα αλλάζουν η στασιμότητα αποτελεί το μόνο εμπόδιο που οι ίδιοι βάζουμε στη ζωή μας με το παράδοξο της σκέψης πως η ζωή μας ακινητοποιεί στη στιγμή του πόνου.

Οι δουλειές αλλάζουν χέρια πολύ εύκολα ή χάνονται, οι σχέσεις τροποποιούνται ή πεθαίνουν, το περιβάλλον όπου ζούμε αλλάζει ή καταστρέφεται και όλα παίρνουν τη μορφή της συνεχούς και επιτακτικής ανάγκης για συμπόρευση με την αλλαγή. Εδώ όμως τίθεται και το δίλημμα των περισσότερων. Ακολουθώ τις αλλαγές ή τις ορίζω; Έχω τη δύναμη της αλλαγής; ‘Εχω τη δύναμη της μαραθώνιας προσπάθειας που απαιτείται;

Και αν είμαστε ακόμη στο στάδιο της σκέψης, τότε ας αναλογιστούμε τι πονάει περισσότερο:

Είναι η κατάσταση του πόνου που βιώνουμε από τη θέση του παθητικού ουραγού των αλλαγών που η ζωή επιφέρει δυσκολότερη από την προσπάθεια ν΄ αγωνιστούμε για να επιφέρουμε τις αλλαγές που επιθυμούμε; Τι μας πονάει περισσότερο λοιπόν; Να υπομένουμε παθητικά μία κατάσταση ή να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε;

Όταν η ζυγαριά κλίνει προς μία πλευρά τότε έχουμε απόλυτη επίγνωση της άμεσης ή όχι ανάγκης για αλλαγή της κατάστασης. Είτε επιλέγω το γνώριμο περιβάλλον του πόνου και μένω σε αυτό με το φόβο της αλλαγής είτε επιλέγω την αλλαγή επιλέγοντας παράλληλα ζωή.

Πολλές φορές η ζωή φέρνει με τη μορφή του πόνου τα δώρα της αλλαγής. Μία κατάσταση που είναι στάσιμη και δεν εξυπηρετεί το σκοπό μας αναπόφευκτα θα αλλάξει είτε από εμάς συνειδητά είτε από την ίδια τη ζωή ερήμην μας.

Έτσι η απρόσμενη αλλαγή στη δουλειά, στη σχέση, στα οικονομικά αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής μας ορίζει την ανάγκη της δράσης προς μία κατεύθυνση και την ανάληψη άμεσης πρωτοβουλίας. Και ενώ όλα φαίνονται δύσκολα και απροσπέλαστα ο χρόνος έρχεται να γεμίσει με συναίσθημα τις ατελείωτες ώρες των σκέψεων και να μας βάλει σε στάση προσοχής προς τον εαυτό μας. Γιατί ο χρόνος είναι συναίσθημα αφού ορίζεται μέσα από αυτό. Ορίζεται από την αγωνία, τη λύπη, τη χαρά, την προσμονή.

Όταν λοιπόν σχετίζεται συγκεκριμένα με την απώλεια ο χρόνος βιώνεται μέσα από συναισθήματα:

• άρνησης
• θυμού,
• διαπραγμάτευσης,
• θλίψης και
• αποδοχής.

Η αλήθεια είναι πως η απώλεια είναι το πιο οδυνηρό μάθημα γι αυτό και το πιο σημαντικό για την εξέλιξή μας. Ως βιωματική εμπειρία μπορεί να προσφέρει μία μοναδική πηγή γνώσης της ζωής και βαθύτερης αυτογνωσίας. Ο πόνος ως πυξίδα που δείχνει που βρίσκεται ο στόχος μας παρουσιάζει παράλληλα το στάδιο που διανύουμε. Ορίζει κάθε φορά την αξία της ζωής αλλά και του εαυτού μας. Προσδιορίζει με ουσιαστικό τρόπο την αξία του χρόνου και του ανθρώπου στη θέση του οδηγού της μηχανής του χρόνου.

Αρνούμαστε να δεχτούμε το γεγονός που συμβαίνει και πολλές φορές μένουμε για χρόνια κολλημένοι σε γεγονότα του παρελθόντος μη μπορώντας να τα ξεπεράσουμε. Ο χρόνος όμως που θα αφιερώσουμε στην άρνηση του γεγονότος μας καθυστερεί από την έκφραση θυμού που αποσυμφορίζει αρχικά την εσωτερική μας κατάσταση, που πολλές φορές δε θεωρούμε δίκαιη και δονούμαστε αρνητικά για μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να το ξεπεράσουμε για να προχωρήσουμε στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, όπου οι πιθανές λύσεις που θα μπορούσαμε να είχαμε δει και δεν προσέξαμε ή αμελήσαμε φαίνεται να απορροφούν το χρόνο μας και προχωρώντας βλέπουμε την κατάσταση πια συνειδητά και λυπούμαστε βαθιά, εκφράζουμε τη θλίψη μας και αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε τι χάσαμε και σταδιακά με πολύ μεγάλη προσπάθεια να ισορροπήσουμε μεταξύ της λύπης και της κατάθλιψης οδηγούμαστε στην αποδοχή και τελικά στη λύτρωση. Είναι το στάδιο που απελευθερώνουμε και απελευθερωνόμαστε αποδεχόμενοι πλήρως την κατάσταση.

Ο χρόνος δεν είναι απλά μονάδα μέτρησης… είναι μονάδας συναισθηματικής αναμέτρησης με τον εαυτό μας.

Η ζωή είναι ένας κύκλος και όλα αλλάζουν

Έπεσα από τα σύννεφα μου λέγανε… Οι ερμηνείες πολλές για τη φράση αυτή. Μα το νόημα ένα. Έγινε αυτό που δεν περίμενες! Αλλού ήσουνα και αλλού είσαι τώρα. Άλλα στόχευες και άλλα πέτυχες… Αλλού πήγαινες και αλλού κατέληξες…

Γεννήθηκες δυνατός, ατρόμητος, γενναίος, αγνός. Έτοιμος να αντιμετωπίσεις τα πάντα. Έκανες όνειρα. Πίστευες σε εσένα. Ήσουν σίγουρος! Θα πετύχεις… Θα είσαι ευτυχισμένος…

μα…

κάπου οι δυσκολίες, ο φόβος και η κακία σε πέτυχαν στο δρόμο. Ήθελες δεν ήθελες, έκανες πίσω το παιδί και έβαλες μπροστά του ένα τζάμι για να το προστατέψεις. Έπνιξες το θάρρος σου και έσβησες τα όνειρα… Έγινες ένα με τον κόσμο. Έβλεπες πια στον καθρέπτη έναν σαν όλους τους άλλους. Κοίταζες εσένα μα έβλεπες τους άλλους… Αυτούς που πάντα δεν ήθελες να μοιάσεις. Και εκεί χάνεις το νόημα, κουράζεσαι και πέφτεις και το αστεράκι σου προσγειώνεται απότομα και χάνει το φως του σαν να πικράθηκε τόσο πολύ που δεν θα λάμψει ποτέ ξανά. Κουράστηκε να φωτίζει… Κουράστηκε να ελπίζει…

Μα δεν τελειώνουν όλα εδώ…

Ακόμα και αν άρχισες να παίρνεις την κάτω βόλτα, υπάρχει ελπίδα να σωθείς ακόμα και την τελευταία στιγμή. Ακόμα και αν έπεσες και χτύπησες γερά, μπορείς να σηκωθείς. Η ζωή είναι δύσκολη, απρόβλεπτη και καμιά φορά σκληρή, μα η ζωή είναι ένας κύκλος. Θα έρθουν όμορφες μέρες, άσχημες μέρες, δυσκολίες, αναποδιές, αλλά γυρνάει ξανά και βρίσκεσαι και πάλι στην κορυφή με το κεφάλι ψηλά. Εκεί που δεν το καταλαβαίνεις γίνεται κάτι και σε ξαναβάζει στην πορεία σου!

Έτσι λοιπόν ακόμα και αν έμεινες αρκετό καιρό σε ένα μουντό, κρύο και αφιλόξενο μεσοδιάστημα. Αν πέρασες μια περίοδο αδράνειας ή αναζήτησης του χαμένου σου εαυτού, θα έρθει η ώρα που όλα θα τελειώσουν. Απότομα; Ξαφνικά; Με τη δική σου βοήθεια και απόφαση; Ή κατά τύχη; Σημασία έχει ότι όλα αλλάζουν… Η ζωή κάνει τον κύκλο της και εσύ θα βρεθείς και πάλι εκεί που ήσουν… Και αυτή τη φορά θα είσαι πιο δυνατός και έτοιμος. Θα ζήσεις εκεί που ανήκεις και θα είσαι τόσο αποφασισμένος που θα καθυστερήσεις τον χρόνο μέχρι να ξαναγυρίσει ο κύκλος. Τόσο πολύ δυνατός θα βγείς που ίσως και να μην σε νοιάξει αν θα ξαναγυρίσει καν! Θα είσαι έτοιμος για όλα.

Μέσα από όλες αυτές τις αναζητήσεις και τις δυσκολίες καμιά φορά όχι μόνο μαθαίνουμε τον εαυτό μας, μα μαθαίνουμε να ζούμε, να διεκδικούμε, να αντέχουμε, να πολεμάμε…

Αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάς είναι ο εαυτός σου. Αυτά που ζήταγες, που ονειρευόσουν. Τις ελπίδες σου… Τα θέλω σου… Όλα αυτά που αποτελείσαι. Τη μαγική σκόνη που συνθέτει κάθε άνθρωπο. Και βρίσκονται όλα μέσα σου. Εσύ κρατάς το κλειδί της μαγικής πόρτας. Μην φοβάσαι να την ανοίξεις. Ακόμα και αν όλα είναι μαύρα και σε κρατάνε πίσω, ακόμα και αν δεν σου έμεινε ίχνος ελπίδας, πάρε μία ανάσα και κοίτα προς τα πάνω. Θα δείς ένα φως, μια ηλιαχτίδα, πάρε μια βαθιά αναπνοή και κάνε την αρχή να αλλάξεις! Κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο, μα σίγουρα όταν φτάσεις εκεί που ήθελες θα αναρωτιέσαι γιατί περίμενες τόσο καιρό!

Και μην αφήσεις κανέναν να σου πει πως δεν μπορείς ή δεν είσαι αυτό που πιστεύεις. Ότι ονειρεύτηκες μπορείς να το κάνεις ή να το προσπαθήσεις. Όποιος σε εμποδίζει δεν έχει θέση στη ζωή σου! Και αν είσαι εσύ ο ίδιος το εμπόδιο, συγχώρησε τον εαυτό σου και επίτρεψε του να αλλάξει… Κάνε του τη χάρη… Και η λύτρωση θα έρθει…

Μα να θυμάσαι δεν είναι όλα ιδανικά και ρόδινα. Κάποια όνειρα ίσως να είναι άπιαστα, ανύπαρκτα, άτιμα, ή να μην μας ταίριαζαν τελικά! Μην πτοηθείς. Όλοι κάνουμε λάθη. Αν δεν τα κάναμε πως θα μαθαίναμε τον εαυτό μας άλλωστε; Επιτυχία δεν είναι να κάνεις ένα προς ένα τα πράγματα που ονειρεύτηκες μα να βρείς το πραγματικό νόημα της ζωής που δεν είναι άλλο από το ταξίδι προς την ευτυχία ΣΟΥ και την δημιουργία του ιδανικού εαυτού σου … Γιατί το νόημα βρίσκεται στο πνεύμα σου και όχι στα υλικά που κέρδισες. Φτιάξε με την μαγική σου σκόνη αυτά που ονειρεύτηκες, χτίσε τον κόσμο σου και ποτέ μα ποτέ μην ξεχνάς τα όνειρα που έκανες με ανοιχτά τα μάτια….

Ό,τι είναι γραφτό, αυτό θα γίνει;

Όταν ακούτε την λέξη μοίρα, ποιος είναι ο συνειρμός που κάνετε στο μυαλό σας;

Αρκετοί άνθρωποι θεωρούν ότι η μοίρα είναι υπεύθυνη για την τροπή που θα πάρει ή έχει ήδη πάρει η ζωή τους. «Ό,τι είναι γραφτό, αυτό θα γίνει», υποστηρίζουν χωρίς να μπορούν να δεχθούν καμία αμφισβήτηση επί του θέματος. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι άνθρωποι, ανάμεσά τους και εγώ, οι οποίοι πιστεύουν ότι την μοίρα μας, την φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι με τις επιλογές μας.

Θεωρώ ότι δεν φταίει η μοίρα, αν εσύ απέρριψες μια δουλειά την οποία θεώρησες κατώτερη των προσδοκιών σου για να βρεις μια καλύτερη η οποία δυστυχώς εν τέλη σε απογοήτευσε.

Δεν φταίει η μοίρα όταν βρέθηκε στο δρόμο σου ο ιδανικός σύντροφος ο οποίος ήταν πρόθυμος να σου προσφέρει αγάπη και αφοσίωση και εσύ χαραμιζόσουν στην μιζέρια που σου προσέφερε ο είδη υπάρχον, αρνούμενος να τον εγκαταλείψεις.

Δεν φταίει η μοίρα όταν εσύ επαναπαύτηκες στην σιγουριά που σου παρείχε η επιχείρηση του πατέρα σου και δεν αξιοποίησες τα οποία ταλέντα σου ενώ είχες την δυνατότητα.

Δεν φταίει η μοίρα αν εσύ αρνήθηκες μια λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό για να παραμείνεις στην Ελλάδα με τον έρωτά σου ο οποίος στην πορεία σε πρόδωσε.

Παραδείγματα υπάρχουν πάρα πολλά. Είναι άδικο να ρίχνουμε το φταίξιμο στην μοίρα για να καλύψουμε τις λανθασμένες μας επιλογές.

Η μοίρα ή διαφορετικά «η τύχη», φέρνει στον δρόμο μας ανθρώπους και ευκαιρίες. Εάν θα τους κρατήσουμε ή όχι στην ζωή μας, αν θα αρπάξουμε την ευκαιρία που μας δίνεται είναι καθαρά θέμα της δικής μας κρίσεως η οποία είναι υπεύθυνη εν τέλη για την ατυχία που θεωρούμε ότι μας διακατέχει.

Σταμάτα λοιπόν να κατηγορείς το σύμπαν, την μοίρα ή τις ατυχείς συγκυρίες για να δικαιολογήσεις μια μίζερη καθημερινότητα.

Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΧΕΡΙΑ. Την καθορίζεις εσύ… γιατί απλά…
η μοίρα σου είσαι ….ΕΣΥ!!!

Σύνδρομο ψεύτικης ανωτερότητας: Όταν η άγνοια είναι μεταμφιεσμένη ως γνώση

Η ανωτερότητα είναι μια ιδέα που υπάρχει ανεξάρτητα από το επίπεδο εκπαίδευσης, μισθού ή κοινωνικής καταξίωσης.

Από τον Σωκράτη μέχρι τον Δαρβίνο έχουν διεξαχθεί πολλές μελέτες για να προσδιοριστεί τι ξυπνά την ανώτερη συμπεριφορά στους ανθρώπους, η οποία σχεδόν πάντα προέρχεται από μια μεγάλη αίσθηση της εσωτερικής έλλειψης. Μια από τις πιο αποδεκτές θεωρίες είναι το φαινόμενο Dunning Kruger, που υποστηρίζει πως ορισμένοι άνθρωποι είναι εμφανώς ανεπαρκείς σε ορισμένες δραστηριότητες, παρόλα αυτά ισχυρίζονται πως γνωρίζουν τα πάντα, δημιουργώντας το ερώτημα: «Είναι δυνατόν το εν λόγω άτομο να μην αντιλαμβάνεται ότι είναι ανίκανο;»

Ο William Shakespeare αναφέρει: «Ο ανόητος θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ενώ ο σοφός άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ανόητο». Σήμερα, το εν λόγω φαινόμενο είναι γνωστό ως Γνωστική Προκατάληψη Ψευδαισθητικής Ανωτερότητας (Cognitive Bias of Illusionary Superiority).

Οι άνθρωποι με αυτό το σύνδρομο πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους είναι πολύ υψηλότερες από το μέσο όρο, ακόμη και όταν δεν καταλαβαίνουν για ποιο πράγματα μιλάνε. Δεν κατέχουν την ταπεινοφροσύνη να αναγνωρίσουν την ανάγκη τους για βελτίωση. Και φυσικά δεν αναγνωρίζουν τις δυνατότητες των γύρω τους, ο εγωισμός τους είναι τόσο μεγάλος που τους εμποδίζει.

Πιθανότατα έχετε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή σας κάποιον που να είναι παγιδευμένος στην άγνοια του και να πιστεύει πως μπορεί να κρίνει τους πάντες. Και το χειρότερο είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου πιστεύει ότι είναι τόσο ανώτερος που προσπαθεί να αντιστρέψει μέχρι και τα επιχειρήματα των μελετητών και των εμπειρογνώμων.

Όμως για να εξελιχθούμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία πρέπει να μάθουμε να συμμετέχουμε σε υγιή διάλογο στον οποίο και οι δυο πλευρές έχουν το ίδιο δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ακουστούν. Η μάθηση από το συνάνθρωπο μας είναι μια πολύ σημαντική δεξιότητα που πρέπει να ενθαρρύνεται. Εξάλλου χρησιμοποιώντας τις εμπειρίες των άλλων μπορούμε να απλοποιήσουμε τη ζωή μας.

Η ανωτερότητα είναι μια ψευδαίσθηση. Στο ταξίδι της ζωής είμαστε όλοι συνεπιβάτες και δεν έχει καμία σημασία το επίπεδο εκπαίδευσης και το εισόδημα. Όλοι μπορούμε να μάθουμε από όλους.

Η αμφισημία της λέξης δραστηριότητα

Λέγοντας «δραστηριότητα» με την τρέχουσα σημασία της λέξης, εννοούμε συνήθως μία δράση ή οποία επιφέρει κάποια μεταβολή σε μία υπάρχουσα κατάσταση, και προϋποθέτει αντίστοιχη δαπάνη ενέργειας. Επομένως, ένας άνθρωπος θεωρείται δραστήριος αν ασχολείται με επιχειρήσεις, αν σπουδάζει ιατρική, αν εργάζεται σε μία ατελείωτη αλυσίδα παραγωγής, αν φτιάχνει ένα τραπέζι ή αν κάνει αθλήματα. Το κοινό που έχουν όλες αυτές οι δραστηριότητες μεταξύ τους είναι ότι όλες αποσκοπούν στην επίτευξη ενός εξωτερικού σκοπού. Αυτό το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη είναι το κίνητρο της δραστηριότητας. 

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα έναν άνθρωπο ο οποίος καταφεύγει στην εργασιομανία εξαιτίας ενός βαθύτατου συναισθήματος ανασφάλειας και μοναξιάς` ένας άλλος όμως μπορεί να κάνει το ίδιο πράγμα αλλά κινούμενος από φιλοδοξία ή από απληστία για το χρήμα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο είναι σκλάβος ενός πάθους και στην πραγματικότητα η δραστηριότητά του είναι «παθητικότητα», επειδή εξωθείται σε αυτήν` δεν είναι αυτός που ενεργεί αλλά αυτός που «υφίσταται». Από την άλλη πλευρά, ένας άνθρωπος ο οποίος κάθεται ήρεμα και στοχάζεται, χωρίς άλλη επιδίωξη ή σκοπό εκτός από το να γνωρίσει τον εαυτό του και να νιώσει την ενότητά του με τον κόσμο, θεωρείται συνήθως «παθητικός» επειδή «δεν κάνει» κάτι. 

Στην πραγματικότητα, αυτή η στάση του εστιασμένου διαλογισμού είναι η υψηλότερη μορφή δραστηριότητας που υπάρχει, μια δραστηριότητα της ψυχής που είναι δυνατή μόνο με την προϋπόθεση της εσωτερικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ένας ορισμός της έννοιας της «δραστηριότητας», ο οποίος σήμερα επικρατεί, αναφέρεται στη χρησιμοποίηση ενέργειας για την επίτευξη εξωτερικών στόχων` ο άλλος ορισμός της έννοιας της «δραστηριότητας» αναφέρεται στη χρήση των εσωτερικών και έμφυτων δυνάμεων του ανθρώπου, άσχετα από το αν θα επέλθει ή όχι κάποια εξωτερική μεταβολή. 

Τη δεύτερη αυτή έννοια της «δραστηριότητας» τη διατύπωσε πιο ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλο ο Σπινόζα. Ο Σπινόζα διακρίνει τις ψυχικές καταστάσεις σε «ενεργητικές» και «παθητικές», σε «δράσεις» και «πάθη». Και όταν ο άνθρωπος ασκεί μία δράση, τότε είναι ελεύθερος, είναι κύριος της δράσης του` όταν βρίσκεται κάτω από την επίδραση ενός πάθους, τότε απλώς εξωθείται, ενώ ο ίδιος δεν έχει επίγνωση των κινήτρων που τον άγουν και τον φέρουν. Έτσι ο Σπινόζα φτάνει στο συμπέρασμα πως η αρετή και η δύναμη είναι ένα και το αυτό. Ο φθόνος, η ζήλια, η ματαιοδοξία και κάθε είδους απληστία είναι πάθη` η αγάπη είναι μία δράση, είναι η άσκηση της δύναμης του ανθρώπου, που μπορεί να εκδηλωθεί μόνο σε συνθήκες ελευθερίας και ποτέ ως αποτέλεσμα καταναγκασμού.

Οι συμπάθειές μου αλλάζουν· η κρίση μου, όχι

 Εμένα που διδάχτηκα ν’ ακμάζω και να ζω για τον εαυτό μου. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)


Τις γνώμες μου, λοιπόν, τις βρίσκω απέραντα τολμηρές και ανένδοτες στην καταδίκη της ανεπάρκειάς μου. Αληθινά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αυτό επίσης είναι ένα θέμα όπου ασκώ την κρίση μου. Όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους· εγώ κοιτάζω μέσα μου, καρφώνω και απασχολώ την κρίση μου εκεί. Καθένας κοιτάζει μπροστά του, εγώ κοιτάζω μέσα μου: δεν έχω να με απασχολεί άλλος εκτός από τον εαυτό μου· τον εαυτό μου παρατηρώ αδιάκοπα, τον εαυτό μου ελέγχω, τον εαυτό μου γεύομαι. Οι άλλοι άνθρωποι πηγαίνουν πάντα αλλού (πράγμα που θα διαπιστώσουν, αν καθίσουν να σκεφτούν), πηγαίνουν πάντα κατά μπροστά,

κανείς δεν δοκιμάζει να κατέβει μέσα στον εαυτό του εγώ κυλιέμαι στον εαυτό μου τον ίδιο. (ΠΕΡΣΙΟΣ)

Μπορεί η συνεχής συναναστροφή μου με τους αρχαίους τρόπους σκέψεις και η ιδέα (που σχημάτισα) για εκείνα τα πλούσια πνεύματα του παρελθόντος, να με αηδιάζει και για τους άλλους και για τον εαυτό μου τον ίδιο· μπορεί ακόμα να ζούμε πράγματι σε έναν αιώνα που παράγει πολύ μέτρια πράγματα μόνο· όπως και αν είναι δεν γνωρίζω τίποτα άξιο μεγάλου θαυμασμού· επίσης, δεν γνωρίζω παρά ελάχιστους ανθρώπους με την οικειότητα που χρειάζεται, για να μπορώ να τους κρίνω· και εκείνοι, με τους οποίους η κοινωνική μου θέση με φέρνει σε συνάφεια συνηθέστερα, είναι – στην πλειονότητά τους – άτομα που λίγο νοιάζονται για την καλλιέργεια της ψυχής και στα οποία δεν προτείνεται άλλη μακαριότητα από την προβολή της τιμής τους και άλλη τελειότητα από την αντρειοσύνη. Ό,τι όμορφο βλέπω σε άλλους, το παινεύω και το εκτιμώ ευχαρίστως· και μάλιστα, υπερθεματίζω συχνά σε όσα σχετικά νομίζω και επιτρέπω στον εαυτό μου να ψεύδεται μέχρις αυτού του ορίου, επειδή δεν είμαι διόλου ικανός να εφευρίσκω πράγματα ψεύτικα. Πρόθυμα καταθέτω την μαρτυρία μου για τους φίλους μου σε ό,τι βρίσκω αξιέπαινο· και από μια οργιά αξία, πρόθυμα φτιάχνω μια οργιά και μισή. Να τους αποδώσω όμως χαρίσματα που δεν διαθέτουν, δεν το μπορώ· ούτε να τους υπερασπιστώ ανοιχτά για ατέλειες που έχουν.

Ακόμα και στους εχθρούς μου, με παρρησία αποδίδω τη μαρτυρία τιμής που τους οφείλω. Οι συμπάθειές μου αλλάζουν· η κρίση μου, όχι. Και καθόλου δεν συγχέω τη διαμάχη μου με άλλες περιστάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την κρίση μου. Είμαι μάλιστα, τόσο ζηλιάρης για την ελευθερία της κρίσης μου, ώστε δύσκολα μπορώ να την εγκαταλείψω για όποιο πάθος και αν πρόκειται. Βλάπτω περισσότερο τον εαυτό μου ψευδόμενος, απ’ ό,τι βλάπτω εκείνον για τον οποίο ψεύδομαι.

Γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που έχουν ποικίλα όμορφα χαρίσματα: άλλος οξύνοια, άλλος καρδιά, άλλος επιδεξιότητα, άλλος συνείδηση, άλλος ευγλωττία, άλλος γνώση, άλλος κάτι άλλο. Αλλά μεγάλο άντρα γενικά, που να έχει όλα αυτά τα όμορφα κομμάτια μαζί ή να είναι έξοχος σε τέτοιο βαθμό ώστε να πρέπει να μένουμε έκπληκτοι ή να τον συγκρίνουμε με τους μεγάλους του παρελθόντος που τιμούμε, η τύχη δεν με έκαμε να δω κανέναν.

Δεν ξέρω όμως πως συμβαίνει (και πάντως συμβαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας) να βρίσκεται τόση κοινοτυπία και τέτοια νοητική αδυναμία σε εκείνους που επαγγέλλονται πως έχουν περισσότερη επάρκεια, οι οποίοι ανακατεύονται σε επαγγέλματα των γραμμάτων και σε καθήκοντα που εξαρτώνται από τα βιβλία, από ό,τι σε όποιο άλλο είδος ανθρώπων: είτε γιατί απαιτούμε και περιμένουμε περισσότερα από αυτούς και δεν μπορούμε να τους συγχωρήσουμε κοινά λάθη, είτε γιατί η γνώμη ότι είναι μορφωμένοι τους δίνει περισσότερη τόλμη να εμφανίζονται και να αποκαλύπτονται υπερβολικά, οπότε καταστρέφονται και προδίδονται, όπως ένας τεχνίτης επιδεικνύει πολύ καλύτερα την ανοησία του σε πλούσιο παρά σε ταπεινό υλικό που έχει στα χέρια του.

Ευχαρίστως επιστρέφω στο ζήτημα της κουταμάρας της αγωγής μας. Σκοπός της δεν ήταν να μας κάμει καλούς και σοφούς αλλά μορφωμένους: το κατάφερε. Δεν μας δίδαξε να ακολουθούμε και να εναγκαλιζόμαστε την αρετή και τη φρόνηση, αλλά αποτύπωσε μέσα μας την προέλευση και την ετοιμολογία των λέξεων. Ξέρουμε να κλίνουμε τη λέξη αρετή, αλλά δεν ξέρουμε πώς να την αγαπήσουμε.

Η αγωγή μας μας έμαθε τους ορισμούς, τις διαιρέσεις και τους μερισμούς της αρετής, όπως τις προσωνυμίες και τους κλάδους μιας γενεαλογίας, δίχως να την απασχολεί πέρα από αυτό να δημιουργήσει ανάμεσα σε εμάς και στην αρετή κάποια σχέση οικειότητας και στενή γνωριμία. Διάλεξε για τη μαθητεία μας όχι τα βιβλία που έχουν υγιέστερες και πιο αληθινές γνώμες, αλλά εκείνα που μιλούν τα καλύτερα ελληνικά και λατινικά. Και ανάμεσα σε όμορφες λέξεις, άδειασε στα μυαλά μας τις πιο ασήμαντες ιδιοτροπίες της Αρχαιότητας. Μια καλή αγωγή αλλάζει την κρίση και τον χαρακτήρα, όπως συνέβη στον Πολέμωνα, εκείνον τον έκλυτο νεαρό Έλληνα, που, αφού πήγε να ακούσει κατά τύχη ένα μάθημα του Ξενοκράτη, δεν παρατήρησε απλώς και μόνο την ευγλωττία και το τάλαντο του δασκάλου ούτε έφερε απλώς και μόνο στο σπίτι του τη γνώση κάποιου όμορφου θέματος, αλλά έναν καρπό πιο εμφανή και πιο στέρεο, ο οποίος υπήρξε η ξαφνική αλλαγή και βελτίωση της προηγούμενης ζωής του.

 [Νέος δ’ ὢν ἀκόλαστός τε καί διακεχυμένος ἦν. Καί ποτε συνθέμενος τοῖς νέοις μεθύων καί ἐστεφανωμένος εἰς τήν Ξενοκράτους ἦξε σχολήν· ὁ δέ οὐδέν διατραπείς εἶρε τόν λόγον ὁμοίως· ἦν δέ περί σωφροσύνης. Ἀκοῦον δή το μειράκιον κατ’ ὀλιγον ἐθηράθη καί οὕτως ἐγένετο φιλόπονος] (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Πολέμων, Δ’, 16)

Ποιος ένιωσε ποτέ τέτοιο αποτέλεσμα από την εκπαίδευσή του;
Θα έκανες ότι παλιά ο Πολέμων,
όταν μεταστράφηκε; Θα παρατούσες άραγε τα δείγματα
της αρρώστιας σου,
καφαλόδεσμους, προσκέφαλα, περιλαίμια, όπως ανάσπασε,
πιωμένος καθώς λένε στα κρυφά απ’ το λαιμό του τ’ άνθινα
γιορτάνια,
αφού τον επιτίμησε η φωνή του ανάριστου δασκάλου; (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Η λιγότερο αξιοκαταφρόνητη τάξη ανθρώπων μου φαίνεται πως είναι εκείνη που από απλότητα τοποθετείται στην τελευταία βαθμίδα και μας δείχνει πιο τακτοποιημένες σχέσεις. Τα ήθη και τα λόγια των χωρικών, τα βρίσκω συνήθως να συμφωνούν περισσότερο με τα κελεύσματα της αληθινής φιλοσοφίας από ό,τι τα ήθη και τα λόγια των φιλοσόφων.

Ο κοινός νους είναι σοφότερος, γιατί είναι τόσο σοφός όσο πρέπει. (ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ)

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ

Ο νους ο δικός μου είναι ένα βασίλειο

Ο νους ο δικός μου είναι ένα βασίλειο, ευχάριστα δώρα εκεί μέσα βρίσκω, που ξεπερνούν κάθε άλλη ευλογία που ο κόσμος αντέχει ή από καλοσύνη τη βλασταίνει. Κι ας θέλω εκείνα που οι περισσότεροι έχουν, ο νους μου μου απαγορεύει να τα λαχταρήσω.

Κανένα πριγκιπάτο, κανένα πλούσιο μαγαζί, κανένα τάγμα τη νίκη να κερδίσω, κανένα πανούργο πνεύμα τις πληγές μου να μπαλώσει, περίγραμμα κανένα ερωτευμένο βλέμμα να ταΐσει. Σε κανένα από αυτά δεν υποχωρώ, γιατί ο νους μου όλων τους υπηρέτης είναι. Βλέπω πόσοι νιώθουν του κορεσμού την αηδία και πόσοι βιαστικά σκαρφάλωσαν και πάλι πέφτουν.

Βλέπω πως εκείνοι που στέκονται ψηλά, τους απειλούν οι ανατροπές όλο πιο συχνά:

Το κάθε τους βήμα μόχθος και σύντροφος ο φόβος, τέτοιες έγνοιες να ζυγώνουν δεν θα ‘πρεπε τον νου μου.

Ευτυχής με τη ζωή μου, αυτός είμαι, και δεν ζητώ περισσότερα απ’ όσα αντέχω. Την υπεροψία ούτε λεπτό δεν θέλω κι όσα στερούμαι μου τα προσφέρει το μυαλό μου. Ω! Έτσι σαν βασιλιάς θριαμβεύω, ικανοποιημένος με όσα καρπίζει ο νους μου.

Κάποιοι έχουν τόσο πολλά, κι όμως κι άλλα λαχταρούν. Εγώ, με τα λιγοστά μου, πόθο για πιότερα δεν έχω.

Μόνο φτωχοί είν’ εκείνοι, κι ας έχουν τόσα, μα εγώ πλούσιος είμαι με τα ψίχουλά μου. Φτωχοί εκείνοι, πλούσιος εγώ, επαίτες αυτοί, εγώ δοτικός. Τόσα τους λείπουν, εμένα περισσεύουν, εκείνοι φθονούν, εγώ ζω.

Με τις απώλειες των άλλων δεν γελώ, πικρόχολος για τα κέρδη τους δεν είμαι.

Τα κύματα του κόσμου δεν φτάνουν στο μυαλό μου και μένω πάντα όπως είμαι δεν φοβάμαι εχθρό, δεν κολακεύω φίλο, τη ζωή μου δεν σιχαίνομαι, για το τέλος δεν τρομάζω.

Κάποιοι την ηδονή με πόθο τη ζυγίζουν, και τη σοφία με τη σφοδρή επιθυμία. Τον θησαυρό τους μονάχα εμπιστεύονται κι η μόνη τους ικανότητα η μασκαρεμένη τους κακία. Μα εγώ η μόνη ευχαρίστηση που έχω να κρατώ τον νου γαληνεμένο.

Πλούτος μου η υγεία κι η τέλεια γαλήνη, κι η καθαρή μου η συνείδηση που πάντα επικαλούμαι: να κερδίσω με δωροδοκίες δεν ποθώ ούτε με εξαπάτηση να βλάψω, να πειράξω. Έτσι ζω. Κι έτσι θα πεθάνω.

Κι είθε ο κόσμος όλος να ‘κανε αυτό που σοφά εγώ πράττω.

ΣΕΡ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΝΤΑΪΕΡ* (1543 1607)
-----------------------
*Άγγλος ποιητής της ελισαβετιανής περιόδου, ο σερ Έντουαρντ Ντάιερ είναι περισσότερο γνωστός για το λυρικό του προοίμιο: «Ο νους ο δικός μου είναι ένα βασίλειο».

ARTHUR SCHOPENHAUER: Φιλόσοφοι και γυναίκες - ένα αποτυχημένο προξενιό

Από την αρχαία εποχή ανάμεσα στις γυναίκες και στους φιλοσόφους υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα.

Από τον Θαλή τον Μιλήσιο, που τον πήρε στο ψιλό μια Θρακιώτισσα υπηρέτρια μέχρι τον Βιτγκενστάιν και τα καμώματά του με την Μαργαρίτα, οι φιλόσοφοι προώθησαν συστηματικά αυτόν τον εξοστρακισμό, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Μια έμμεση απόδειξη αυτού του αποτυχημένου προξενιού είναι το γεγονός ότι κανείς από τους πιο αρχαίους φιλοσόφους, τους προσωκρατικούς, δεν παντρεύτηκε. Ο πρώτος που αποτόλμησε αυτό το βήμα ήταν ο Σωκράτης, που παντρεύτηκε την Ξανθίππη. Τα επακόλουθα είναι γνωστά σε όλους.

Ούτε καν ο Πλάτωνας, που σε όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα είχε πρότυπό του τον Σωκράτη, στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα, δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. Στην Πολιτεία του μάλιστα αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, τις οποίες και αποδέχεται στη μελέτη της φιλοσοφίας: όλα ωραία και καλά, μόνο που η πολιτεία που περιγράφει στο έργο του είναι ουτοπική. Στον Τίμαιο αντίθετα, όπου αναπτύσσει τη θεωρία της μετεμψύχωσης, υποστηρίζει ότι οι ψυχές είναι καταρχήν αρσενικές: αυτές που διάγουν βίο απρεπή προορίζονται να ξαναγεννηθούν σε γυναικείο σώμα, κι αν συνεχίσουν να παραφέρονται, θα ξαναγεννηθούν σε σώμα ζώου. Καταλήγει έτσι να τοποθετήσει τη γυναίκα σε χαμηλότερο επίπεδο, σε κάτι ανάμεσα στον άνδρα και στα ζώα.

Ένας άλλος μαθητής του Σωκράτη, ο Αντισθένης ο Κυνικός, υποστήριζε ότι ο έρωτας είναι ανωμαλία της φύσης, κι ότι αν τύχαινε καμιά φορά να βρεθεί η Αφροδίτη στο βεληνεκές του τόξου του, δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να την καρφώσει με το βέλος του (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρώματα II, 20,107,2). Για την οριστική απαλλαγή από τέτοια προβλήματα, ο Διογένης από την Σινώπη συνιστούσε την αυτοϊκανοποίηση (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, VI, 2).

Για να βρούμε έναν μεγάλο φιλόσοφο που να έχει παντρευτεί κανονικά, πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήξερε πάρα πολύ καλά να συνδυάζει τη στοχαστική ζωή με την συζυγική. Αυτός παντρεύτηκε την Πυθία κι έκανε μαζί της μια κόρη. Και δεν σταμάτησε εκεί: όταν χήρεψε συγκατοίκησε με μια άλλη γυναίκα, την Ερπυλλίδα, η οποία του έδωσε έναν γιο, τον Νικόμαχο. Από τη θέρμη με την οποία αναφέρεται και στις δύο γυναίκες στην διαθήκη του, συμπεραίνουμε ότι και οι δύο σχέσεις του ήταν ευτυχισμένες:ο Σταγειρίτης γράφει ρητά στη διαθήκη του ότι θέλει η γυναίκα του να ταφεί δίπλα στον ίδιο και αφήνει στην Ερπυλλίδα ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς του.

To πόσο βαθιά ήταν ριζωμένη η ιδέα της ασυμβατότητας της φιλοσοφικής δραστηριότητάς με τις γυναικοδουλειές φαίνεται κι από το γεγονός, ότι ακόμα και τον άψογο «δάσκαλο των σοφών» (Δάντης) στους αιώνες που ακολούθησαν, τον συκοφάντησαν και του απέδωσαν μια πολύ λιγότερο τιμητική εικόνα για τις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Πρόκειται συγκεκριμένα για την ιστορία του Αριστοτέλη και της Φυλλίδας, του σοφού και της όμορφης εταίρας. Η ιστορία έφτασε μέχρι τις μέρες μας μέσω της αραβικής μετάφρασης (Καλίλα ουά Ντίμνα) ενός ινδικού κειμένου (Παντσατάντρα) η οποία διαδόθηκε μέσα από διάφορες μεσαιωνικές αφηγήσεις που συνοδεύονταν από καλλιτεχνικές απεικονίσεις, ανάμεσα στις οποίες η πιο γνωστή είναι μια ξυλογραφία του Χανς Μπάλντουνγκ. Η Φυλλίς συναντάει τον Αλέξανδρο, που μαθήτευε στον Αριστοτέλη και τον ξεμυαλίζει με τα κάλλη της. Και τον αποσπά από τα μαθήματα. Ο Αριστοτέλης παραπονέθηκε στον βασιλιά, ο οποίος απαγορεύει στον ερωτοχτυπημένο γιο του να συναντιέται με την όμορφη κυρία. Εκείνη εκδικείται, υποσχόμενη στον φιλόσοφο την εύνοιά της -με την προϋπόθεση ότι θα πέσει στα τέσσερα και θα της επιτρέψει να τον καβαλικέψει. Μην μπορώντας ν’ αντισταθεί στην καλλίγραμμη ομορφιά της, ο Αριστοτέλης δέχεται, χωρίς να ξέρει ότι η πονηρή πλανεύτρα έχει ειδοποιήσει τον ίδιο τον βασιλιά για το θέαμα που θ’ ακολουθούσε: ο μεγάλος διανοητής γίνεται έτσι περίγελος της μακεδονικής αυλής. Ντροπιασμένος, αποσύρεται σ’ ένα νησί για να γράψει ένα δοκίμιο σχετικά με την γυναικεία διπλοπροσωπία.

Σε τελευταία ανάλυση, επιβεβαιώνεται το δόγμα, ότι —— στις γυναίκες και στον έρωτα οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν τα καταφέρνουν καθόλου. Και όποτε το επιχειρούν, συμβαίνουν παρατράγουδα, καταστροφές και χάος: ο Αβελάρδος με την Ελοΐζα, ο Νίτσε με την Λου, ο Βέμπερ με την Έλσα, ο Σέλερ με τις πάμπολλες ερωμένες του, ο Χάιντεγκερ με την Χάνα, ο Βιτγκενστάιν με την Μαργαρίτα. Ο κατάλογος αυτός τραβάει σε μάκρος και αντισταθμίζεται μόνο εν μέρει από κάποια αντίθετα παραδείγματα: τον έρωτα του Σέλινγκ για την Καρολίνα, το ειδύλλιο του Κοντ και της Κλοτίλδης, τη συμβίωση του Ζίμελ με την Γερτρούδη (που συνέγραψε με ψευδώνυμο σπουδαία βιβλία), την επεισοδιακή συνάντηση του Μπατάιγ και της Λάουρας.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Στο δρόμο προς υπεραγωγιμότητα χαμηλής πίεσης – ένα βήμα πλησιέστερα στην πίεση του περιβάλλοντος

Τον Οκτώβριο του 2020, ο Elliot Snider του Πανεπιστημίου του Rochester, στη Νέα Υόρκη, και οι συνεργάτες του πέτυχαν υπεραγωγιμότητα σε θερμοκρασία δωματίου και υψηλή πίεση. Τώρα, χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο σύνθεσης, η ομάδα έχει δημιουργήσει ένα υλικό που είναι υπεραγώγιμο στην ίδια θερμοκρασία αλλά σε χαμηλότερη πίεση. Η νέα τεχνική θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ακόμη πιο καινοτόμων υπεραγώγιμο υλικών και έτσι σε νέες ευκαιρίες για να ελεγχθούν οι θεωρίες της υπεραγωγιμότητας.

Όπως στην εργασία της προηγούμενης χρονιάς, στην νέα τους επίδειξη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια συσκευή υψηλής πίεσης (diamond anvil cell) για να δημιουργήσουν ένωση πλούσια σε υδρογόνο κάτω από υψηλή πίεση. Σε προηγούμενα πειράματα, οι ερευνητές συνδύασαν υδρογόνο με άνθρακα και θείο. Τη φορά αυτή συνδύασαν το υδρογόνο με ύττριο, ένα αντιδραστικό μέταλλο μετάβασης, για να δημιουργήσουν υπερυδρίδιο του υττρίου. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές τοποθέτησαν αέριο υδρογόνο και στερεό ύττριο ανάμεσα από δυο αμόνια διαμαντιού (στη συσκευή) με τα δυο υλικά να διαχωρίζονται από ένα λεπτό φύλλο παλλάδιου. Το στρώμα του παλλάδιου προστάτευσε το ύττριο και το φύλαξε από το να οξειδωθεί, όμως επίσης λειτούργησε και ως καταλύτης, βοηθώντας να μεταφερθούν άτομα υδρογόνου μέσα στο ύττριο.

Ένα περιεχόμενο υψηλού υδρογόνου θεωρείται ότι στηρίζει την υπεραγωγιμότητα υψηλής θερμοκρασίας και η νέα διαμόρφωση το επιβεβαιώνει. Το νέο υλικό είναι υπεραγώγιμο στους 262 βαθμούς Κέλβιν περίπου και στα 182 GPa – μια σημαντικά χαμηλότερη πίεση από ότι τα σχεδόν 267 GPa που απαιτήθηκαν για τον υπεραγωγό θερμοκρασίας δωματίου της προηγούμενης χρονιάς, όμως ακόμη πάρα πολύ υψηλή για πρακτικές εφαρμογές. Οι ερευνητές ελπίζουν ότι η τεχνική θα επιτρέψει την σύνθεση άλλων υπεραγωγών υψηλής θερμοκρασίας, οδηγώντας σε καλύτερη κατανόηση των δομών και των μηχανισμών (που υπάρχουν) πίσω από το φαινόμενο. Ο τελικός σκοπός, λένε, είναι να βρεθούν υπεραγωγοί υψηλής θερμοκρασίας που λειτουργούν σε χαμηλότερες πιέσεις και να αναπτυχθούν τρόποι για να τους συνθέσουμε σε μεγάλες ποσότητες.

Σύμπαντα εντελώς ανόμοια με οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε

Το σύμπαν που βλέπουμε είναι μόνο μια μικρή, τυχαία κορυφή ενός άπειρου κοσμικού παγόβουνου. Κατά την εποχή του πληθωρισμού, που πιστεύεται ότι πυροδοτήθηκε από τη φάση μετάβασης και που σηματοδότησε το τέλος της Μεγάλης Ενοποίησης των δυνάμεων σε περίπου 10 ^ −36 sec μετά το Big Bang, η επιταχυνόμενη διαστολή του χώρου ήταν πολύ πιο δραματική από ό, τι συμβαίνει στο σημερινό σύμπαν, με ένα ρυθμό διαστολής σε ένα απολύτως εντυπωσιακό ρυθμό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κανένα αντικείμενο – ακόμη και δύο στοιχειώδη σωματίδια – δεν παρέμεινε αρκετά κοντά το ένα στο άλλο για αρκετό καιρό ώστε να αλληλοεπιδράσει.

Ένα μικρό κομμάτι χώρου διαμόρφωσε το σύμπαν μας

«Αντικείμενα που χωρίζονταν από το πλάτος ενός ατόμου κατά την έναρξη του πληθωρισμού», σημειώνει ο αστροφυσικός Dan Hooper στο Fermi Laboratory, «ήταν τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα χώρια το ένα από το άλλο τη στιγμή που τελείωσε ο πληθωρισμός- σε μόνο ένα μικρό κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα. Τόσο ολοκληρωμένη ήταν αυτή η πράξη απομόνωσης τους, που αυτές οι περιοχές έγιναν κάτι περισσότερο από απλώς μακρινές. Ο πληθωρισμός τα άφησε σε εντελώς διαφορετικά σύμπαντα. Ένα μικρό κομμάτι του χώρου που προέκυψε από τον πληθωρισμό συνέχισε να σχηματίζει το σύμπαν μας, ενώ άλλα τμήματα απλώθηκαν σε νεοσυσταθέντα σύμπαντα, συγκεντρώνοντας ένα μεγαλύτερο πλήθος από αποσυνδεδεμένους κόσμους.

Οδηγεί σε ένα πολυσύμπαν

«Είναι δύσκολο να οικοδομήσουμε μοντέλα πληθωρισμού που δεν οδηγούν σε ένα πολυσύμπαν», παρατήρησε ο φυσικός του MIT, Alan Guth, ο οποίος ανέπτυξε την ιδέα, ότι ο κοσμικός πληθωρισμός και το νεογέννητο πληθωριστικό σύμπαν πέρασε από μια φάση εκθετικής επέκτασης λίγο μετά το Big Bang, καθοδηγούμενο από μία θετική ενεργειακή πυκνότητα του κενού. «Δεν είναι αδύνατο, γι' αυτό νομίζω ότι υπάρχει σίγουρα έρευνα που πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Όμως, τα περισσότερα μοντέλα πληθωρισμού οδηγούν σε ένα πολυσύμπαν και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό θα μας ωθούν προς την κατεύθυνση να πάρουμε στα σοβαρά την ιδέα ενός πολυσύμπαντος».

Τι υπάρχει πιο πέρα ​​από την άκρη;

Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ τι υπάρχει πέρα ​​από την «άκρη» του σφαιρικού παρατηρήσιμου σύμπαντός μας, αλλά υπάρχει μια παραλλαγή της θεωρίας των πολλαπλών κόσμων στην οποία τα πολλαπλά σύμπαντα δεν είναι ξεχωριστές οντότητες. Αντίθετα, είναι απομονωμένοι, μη αλληλοεπιδρώντες θύλακες χώρου μέσα σε ένα συνεχές ιστό του χωροχρόνου – “όπως πολλά απομακρυσμένα μεταξύ τους πλοία στη θάλασσα”, λέει ο Neil deGrasse Tyson , “που είναι μεν αρκετά μακριά το ένα από το άλλο, έτσι ώστε οι κυκλικοί ορίζοντές τους να μην τέμνονται, ενώ όλα τους μοιράζονται το ίδιο σώμα του νερού. ”

Υπάρχει κάθε λόγος να υποπτευόμαστε ότι σε κάποιο κλάσμα αυτών των συμπάντων, η ύλη και η ενέργεια θα μπορούσαν να πάρουν μορφές που είναι ίδιες ή τουλάχιστον παρόμοιες με αυτές που βρίσκουμε στον Κόσμο μας – όπως άτομα και φως με τους ίδιους νόμους της φυσικής και πολλά από τα χημικά είδη που βρίσκουμε στο Ηλιακό μας Σύστημα.

Εξωγήινοι Κόσμοι με Άγνωστες Δυνάμεις

Ωστόσο, ορισμένες περιοχές μέσα στο πολυσύμπαν είναι πιθανό να είναι εξωγήινοι κόσμοι με άγνωστες δυνάμεις και νέες μορφές ύλης μαζί με περισσότερες – ή και λιγότερες από τρεις διαστάσεις του χώρου. Ο κόσμος μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός από οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε, λέει ο Dan Hooper.

Πέρα από αυτό, εικάζει ο Ρώσος φυσικός Alexander Antonov, μπορεί να υπάρχει ένα «κρυμμένο πολυσύμπαν» παράλληλων συμπάντων από διαφορετικές διαστάσεις, τα άκρα των έξι από τα οποία γειτνιάζουν με το σύμπαν μας, που δεν είναι παρατηρήσιμα ούτε από ηλεκτρομαγνητικές ούτε από βαρυτικές εκδηλώσεις, που ευθύνονται για το φαινόμενο της σκοτεινής ύλης και σκοτεινής ενέργειας.

Ίσως, σε ένα άλλο σύμπαν, κάποιος άλλος αναρωτιέται κι αυτός αν η θεωρία των πολλαπλών Κόσμων είναι αλήθεια.

Η φύση της ψυχής στον Πλάτωνα

1. Τα μέρη της ψυχής (Πολιτεία 435b-444a)

Στον Φαίδωνα (94b κ.ε.) ο Πλάτων διδάσκει ξεκάθαρα ότι η καθεαυτή ενιαία ψυχή μπορεί να εναντιωθεί σε ότι της προβάλλει το σώμα. Τι είναι εκείνο που μπορεί να της προβάλει το σώμα; Είναι οι ερεθισμοί της επιθυμίας, του θυμού και της λύπης, με δυο λόγια τα πάθη όπως η ηδονή, η λύπη, η επιθυμία (Φαίδ. 83b6 κ.ε., όπου μερικά χειρόγραφα αναφέρουν και τον φόβον). Τα πάθη ως έλλογοι ερεθισμοί στον άνθρωπο προέρχονται από το σώμα, σε καμιά περίπτωση από την ψυχή. Το ότι η ψυχή μπορεί να αντιταχθεί στα πάθη βασίζεται στο ότι η ψυχή κατά τη φύση της είναι το λογικό· καθοδηγείται από την έλλογη σκέψη και συνεπώς δεν ενδίδει στα πάθη. Τούτες οι αποφάνσεις όμως (δηλαδή: ψυχή ως το λογικό· όλοι οι άλογοι ερεθισμοί στον άνθρωπο προέρχονται από το σώμα) αφορούν περισσότερο την ψυχή όπως θα πρέπει να είναι, δηλαδή όταν έχει καθαρθεί από καθετί το σωματοειδές. Αν στρέψουμε όμως το βλέμμα στην πραγματική κατάσταση, τότε παίρνουμε μια άλλη εικόνα. 

Πόσες ψυχές μπορεί άραγε να υπάρχουν που κάνουν στο σωματοειδές τόσες μόνο παραχωρήσεις όσες είναι απολύτως αναγκαίο; Πιθανώς καμιά απολύτως ή μόνο πολύ λίγες. Αν επομένως θέλουμε να είμαστε δίκαιοι με την πραγματικότητα, αν δηλαδή θέλουμε να παρατηρήσουμε την ψυχή όπως παρουσιάζεται συνδεδεμένη με το σώμα στα μάτια του νου, τότε δεν θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας πως είναι η φύση της ψυχής που δεν είναι ενωμένη με το σώμα, αλλά πρέπει να παρατηρήσουμε την ψυχή σε μια κατάσταση «η οποία είναι το επακόλουθο μύριων κακών» (Πολ. 611d). Και τότε μοιάζει αυτή περισσότερο με «κάθε λογής άγριο θηρίο» (Πολ. 611d) παρά με την αρχική της φύση. Οι άλογοι ερεθισμοί που πηγάζουν από το σώμα «καρφώνουν» τρόπο τινά γερά την ψυχή στο σώμα, έτσι ώστε η ίδια γίνεται σωματοειδής (Φαίδ. 83d). Τα πάθη συντελούν στο να παραμορφωθεί η έλλογη ψυχή από τη συμβίωσή της με το σώμα, στο να προσαρτηθούν σ’ αυτήν τρόπο τινά σωματοειδή προσθέματα. Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση πρέπει να παρατηρήσουμε την ψυχή, αν θέλουμε να πληροφορηθούμε πως είναι η φύση της σ’ αυτή τη ζωή.

Στον Φαίδωνα επιχειρείται να περιγραφεί η ψυχή όπως είναι όταν στρέφεται προς το αθάνατο και αμετάβλητο και με τη στροφή της προς το αμετάβλητο υψώνεται πάνω από το σωματικό κόσμο και απωθεί κάθε σωματοειδές εξάρτημα που προσαρτάται σ’ αυτήν. Η Πολιτεία, αντίθετα, εξετάζει τη φύση της ψυχής στην ανθρώπινη ζωή, την ψυχή στην ένωσή της με το σώμα. Ο διαφορετικός αυτός τρόπος θεώρησης εξηγεί τις διαφορετικές αποφάνσεις για την ψυχή, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως ενιαία-απλή στον Φαίδωνα και ως σύνθετη στην Πολιτεία. 

Ο Πλάτων μιλάει στην Πολιτεία για «το ένα, το άλλο, το τρίτο» στην ψυχή, για τα είδη της ψυχής ή για είδη εν ψυχή· εν τούτοις χρησιμοποιείται ρητά και η λέξη μέρος, πρβ. π.χ., 442b11, 442c5, 581a6, έτσι ώστε θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι στην Πολιτεία το πρόβλημα «μέρη της ψυχής – δυνάμεις της ψυχής» δεν έχει λάβει ακόμη λύση. Εξετάζοντας προσεκτικότερα όμως αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Πλάτων με τη διάκριση των τριών ειδών εννοεί τα μέρη της ψυχής: Στον Τίμαιο (69c κ.ε.) ο Πλάτων εντοπίζει τα μέρη της ψυχής ως εξής: Έδρα του λογιστικού είναι το κεφάλι, το θυμοειδές βρίσκεται ανάμεσα στο λαιμό και στο διάφραγμα, το επιθυμητικόν ανάμεσα στο διάφραγμα και στον ομφαλό.

Το λογιστικόν είναι το πιο σπουδαίο μέρος της ψυχής, γι’ αυτό πρέπει να έχει την έδρα του (στον εγκέφαλο) εκεί από όπου θα μπορεί να εποπτεύει ολόκληρο τον άνθρωπο και σαν από προπύργιο να του δίνει εντολές.

Αν όμως η ψυχή έχει μέρη, τότε τίθεται το ερώτημα τι συμβαίνει με την αθανασία με όλα τα μέρη της ή όχι. Το ερώτημα αυτό έχει ήδη εν μέρει απαντηθεί. Και τα δύο άλογα μέρη είναι προσθέματα, που αναφύονται στην ψυχή από την ένωσή της με το σώμα. Αν λοιπόν αυτά δημιουργούνται στην ψυχή μόνο από την ένωσή της με το σώμα, πρέπει να περιμένουμε ότι μετά το χωρισμό ψυχής και σώματος θα αποσπαστούν πάλι από την ψυχή. Αυτό είναι μεν κατά βάση σωστό· και τα δύο άλογα μέρη της ψυχής αποτελούν το θνητό στοιχείο σ’ αυτήν (Τιμ. 69c κ.ε.). Εν τούτοις αυτό το θνητό στοιχείο μπορεί να προσκολληθεί στην ψυχή τόσο που να μην μπορεί η ψυχή κατά τον χωρισμό της από το σώμα να απαλλαγεί από αυτό (Φαίδ. 81c κ.ε.). Το χρέος της ψυχής, το έργο που πρέπει να επιτελέσει όσο είναι ενωμένη με το σώμα, συνίσταται στο να επιδιώκει, κατά τη διάρκεια ήδη της ένωσής της με το σώμα, όσο είναι δυνατόν τη γνώση και κάθε αρετήν και με τον τρόπο αυτό να βρίσκει τον εαυτό της. Το θυμοειδές στέκεται, σύμφωνα με τη φύση του, στην πλευρά του λογιστικού· το επιθυμητικόν κατευθύνεται, σύμφωνα με τη φύση του, προς το σωματικό. Τη σχέση αυτή των μερών της ψυχής αναμεταξύ τους παρουσιάζει ο Πλάτων με δύο αλληγορίες, την αλληγορία του άρματος της ψυχής (Φαιδρ. 246a-256e) και την αλληγορία του θηρίου της ψυχής (Πολ. 588b κ.ε.).

2. Η αλληγορία του άρματος της ψυχής (Φαίδρος 246a-256b)

Ποια είναι η φύση της ψυχής μπορεί να εξηγηθεί μόνο με μια μακρόλογη και θεϊκή συζήτηση. Σε μια πιο σύντομη όμως και πρόσφορη στην ανθρώπινη αντίληψη εξήγηση μπορεί να λεχθεί με μια μυθική αλληγορία με τι μοιάζει η ψυχή: η ψυχή «μοιάζει με τη σύδετη δύναμη που έχει ένα ζευγάρι φτερωτά άλογα μαζί με τον ηνίοχο. Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα – πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζευγάρι άλογα, κι από τ’ άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ’ αντίθετη κι αντίθετο.» (Φαίδρ. 246a-b) Αυτή είναι η εισαγωγή για τη μυθική διήγηση που ακολουθεί. Τι παριστάνουν τα δύο άλογα δε λέγεται πουθενά. Με βάση την Πολιτεία και τη θεωρία για τα μέρη της ψυχής θα αναγνωρίσει κανείς στον ηνίοχο το λογιστικόν, στο καλό άλογο το θυμοειδές, ενώ το κακό άλογο συμβολίζει το επιθυμητικόν.

Όλα τα άρματα των ψυχών επιδιώκουν να φθάσουν στο άκρο του ουράνιου θόλου, στον υπερουράνιον τόπον (Φαίδρ. 247c3). Εκεί η θέαση των ιδεών, κατά την περιφορά του ουράνιου θόλου, δίνει νέα τροφή στα φτερά του άρματος της ψυχής. Αλλά μόνο τα θεϊκά άρματα που τα οδηγεί ο Δίας πραγματοποιούν τέλεια την πτήση. Διεισδύουν στον ουράνιο θόλο και στέκουν επάνω στο καταράχι του ουρανού. Η περιφορά του θόλου τα πάει γύρω, και βλέπουν τα όσα είναι πέρα από τον ουρανό. – Η θέαση των ιδεών, όπως την ξέρουμε από την Πολιτεία, μετασχηματίζεται σ’ αυτή τη μυθική αλληγορία και συνδέεται με την κίνηση του κόσμου.

Στα ανθρώπινα άρματα των ψυχών το κακό άλογο τραβάει προς τη γη ολόκληρο το άρμα, έτσι που οι ανθρώπινες ψυχές δεν φθάνουν στην πίσω πλευρά του ουρανού. Στην καλύτερη περίπτωση ο ηνίοχος υψώνει το κεφάλι του προς τον υπερουράνιον τόπον σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ή και μόνο για μερικές στιγμές. Ταυτόχρονα του διαφεύγουν αρκετά πράγματα· γιατί και όταν ακόμη υπερυψώνεται στον «υπερουράνιο τόπον», με πολύ κόπο μπορεί να δει το ον, γιατί εμποδίζεται από το κακό άλογο. Στη χειρότερη περίπτωση το άρμα της ψυχής μαζί με τον ηνίοχο μένει κάτω από το θόλο. Το αν θα καταβυθιστεί η ψυχή στη γη, επειδή τα φτερά της δεν βρίσκουν τροφή, και το αν και σε ποιο σώμα θα ενσαρκωθεί εξαρτώνται από το αν και μέχρι ποιο βαθμό μπόρεσαν οι ψυχές να δουν τις ιδέες. Οι ψυχές που στη διάρκεια μια ολόκληρης περιφοράς είδαν τις ιδέες παραμένουν για πάντα ελεύθερες από τον εξαναγκασμό να πρέπει να μπουν σε κάποιο σώμα· οι άλλες βυθίζονται προς τα κάτω, μέχρις ότου βρουν στήριγμα σ’ ένα σώμα. Ανάλογα με το πόσο μπόρεσαν να δουν τις ουσίες εμφυτεύονται στα σπέρματα ζωής διαφορετικών ομάδων ανθρώπων, από το φιλόσοφο, με καθοδική σειρά, ως το σοφιστή και τον τύραννο (συνολικά είναι εννέα ομάδες). Σε μια νέα κοσμική περίοδο η ψυχή μπορεί να τολμήσει να κάνει εκ νέου το ταξίδι.

Για να μπορέσει η ψυχή να ξεκινήσει ξανά το ταξίδι στον υπερουράνιον τόπον, πρέπει τα φτερά της να λάβουν νέα τροφή. Η τροφή αυτή τους παρέχεται από την αναλαμπή του καθαυτό ωραίου που αντανακλάται σε αισθητά απεικάσματα. Με την ατένιση του ωραίου στις αισθήσεις εγείρεται ο Έρως. Ο Έρως στηρίζεται στην ανάμνηση του καθαυτό ωραίου, που μπόρεσε να δει κατά διαστήματα ο ηνίοχος του άρματος της ψυχής κατά την πτήση του άρματος. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι η ψυχή που δεν μπόρεσε ποτέ να δει το ίδιο το ωραίο δεν μπορεί και να μετάσχει στον Έρωτα. Η γεμάτη από Έρωτα ψυχή αποζητά επίμονα τη συναναστροφή με το ωραίο. Τότε ξεσπάει έριδα ανάμεσα στον ηνίοχο του άρματος της ψυχής και στο καλό άλογο από την άλλη. Το κακό άλογο ορμάει και θέλει να ικανοποιήσει τις κατώτερες επιθυμίες του, του προβάλλεται όμως αντίσταση. Αλλά αν επιβληθεί, η ψυχή μετά το θάνατο εγκαταλείπει το σώμα χωρίς φτερά· εφόσον όμως η ψυχή δε βυθίστηκε εντελώς στην επιθυμίαν, βρίσκεται στο δρόμο να αποκτήσει φτερά. Αν όμως ο ηνίοχος και το καλό άλογο διατηρήσουν την υπεροχή, τότε η ψυχή ζει με αυτοκυριαρχία και μετά το χωρισμό από το σώμα αποκτά νέα φτερά. – αυτή είναι σε γενικές γραμμές η παρουσίαση του μύθου.

Τα δύο άλογα πρέπει να ερμηνευθούν ως τα δυο άλογα μέρη της ψυχής, από τα οποία το ένα από τη φύση του πηγαίνει με το μέρος του λογικού. Ο μύθος στον Φαίδρο παρουσιάζει τα πράγματα έτσι σαν να έχει η ψυχή και τα δυο αυτά μέρη πριν και μετά από την είσοδό της στο σώμα. Αυτό θα σήμαινε ότι ολόκληρη η ψυχή, με τα άλογα μέρη της και το λογιστικόν, είναι αθάνατη. Όσο η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα, η εικόνα του Φαίδρου δεν μας φέρνει δυσκολίες: Ο ηνίοχος είναι το λογιστικόν, το καλό άλογο παριστάνει το θυμοειδές· επιδιώκει την τιμήν (Φαίδρ. 253d), πράγμα που λέγεται σε πολλά χωρία της Πολιτείας για το θυμοειδές και για τον άνθρωπο που κατευθύνεται από το θυμοειδές. Το κακό άλογο έχει τα χαρακτηριστικά του επιθυμητικού (πρβ. Φαίδρ. 253 κ.ε.). Σύμφωνα με την Πολιτεία και τον Τίμαιο το θυμοειδές και το επιθυμητικόν είναι θνητά μέρη της ψυχής, ακόμη κι αν δεν χωριστούν από το λογιστικόν αμέσως μόλις η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα αλλά κατορθώσουν να προσκολληθούν επάνω του, ώστε να δρουν σα σαβούρα και να τραβούν το λογιστικόν προς τα κάτω, προς το σωματικό. Σύμφωνα όμως με το μύθο στον Φαίδρο η ψυχή αποτελείται κατά την ουσία της από τρία μέρη· το θυμοειδές και το επιθυμητικόν δεν αποτελούν μόνο μέρη της ψυχής εκείνης που έχει πέσει ξανά στο σωματικό και που δεν μπόρεσε να προχωρήσει στην πλήρη θέαση των ουσιών, αλλά αποτελούν και μέρη των άριστων ψυχών, δηλαδή των θεών, που ποτέ δεν εισέρχεται σε σώματα. Σ’ αυτές βέβαια τις ψυχές τα τρία μέρη της ψυχής είναι ενιαίως αγαθά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι άριστες ψυχές είναι σύνθετες.

Υπάρχει επομένως στον Φαίδρο μια άλλη θεωρία σχετικά με την αθανασία των άλογων μερών της ψυχής από εκείνη που υπάρχει στην Πολιτεία, στον Τίμαιο καθώς και στον Φαίδωνα; Η αλληγορία θα μπορούσε επίσης να εννοηθεί ως ακολούθως: Ακόμη και στις πιο άριστες ψυχές υπάρχει μια επιθυμία, η επιθυμία δηλαδή που στρέφεται στη σοφία και στη γνώση, και ένα θυμοειδές, το οποίο δεν θα ήταν τίποτε άλλο από την επιδίωξη να διαπρέψουν μέσω της γνώσης. Τούτο θα έβρισκε έρεισμα στο μύθο, καθ’ όσον εκεί λέγεται (Φαίδρ. 246a) ότι στις ψυχές των θεών, δηλαδή στις πιο καλές ψυχές, ο ηνίοχος και τα άλογα είναι το ίδιο καλά. Η διαφορά μεταξύ αυτών των τριμερών άριστων ψυχών και των τριμερών λιγότερο καλών ψυχών θα συνίστατο τότε στο ότι στις τελευταίες το θυμοειδές και το επιθυμητικόν στρέφονται σε αντικείμενα που δεν ανήκουν στην περιοχή του νοητικού, ότι δηλαδή το θυμοειδές επιδιώκει να διαπρέψει στα αισθητά και το επιθυμητικόν αναζητεί ικανοποίηση στην αισθησιακή απόλαυση, όχι όμως στη γνώση και στην αλήθεια. Κατά βάση όμως όλες οι ψυχές θα είχαν την ίδια διάρθρωση· και η κάθαρση της ψυχής που έχει καταπέσει στο σωματικό θα συνίστατο στο να εγκαταλείψουν το θυμοειδές και το επιθυμητικόν το σωματικό και να στραφούν στο νοητικό. Η ερμηνεία αυτή θα ανταποκρινόταν στην κατά γράμμα διατύπωση του μύθου στον Φαίδρο.

Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι με το μύθο δεν μπορεί να παρουσιαστεί ποια είναι η φύση της ψυχής, αλλά μόνο με τι μπορεί να παραβληθεί η ψυχή. Σ’ αυτό προστίθεται το ότι η γνώση της ουσίας της ψυχής είναι εξαιρετικά δύσκολη και ίσως ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης (πρβ. Φαίδρ. 246a). Η ανθρώπινη γνώση συμπεραίνει από τις εκδηλώσεις της ψυχής που έχει εισέλθει στο σώμα ότι η ψυχή έχει πάντα τη δομή που έχει στην παρούσα ζωή. Την αληθινή της φύση θα μπορούσαμε (πρβ. Πολ. 612a) να την κατανοήσουμε, μόνο αν μπορούσαμε να παρατηρήσουμε την ψυχή στην κατάσταση που βρίσκεται όταν έχει απομακρύνει όλα τα προσθέματα που της προσκολλώνται κατά την ενσάρκωση. Τότε μόνο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την αληθινή της φύσιν, αν δηλαδή έχει πολλές όψεις ή μόνο μια ή πως αλλιώς είναι πλασμένη (Πολ. 612a). (Φύσις σημαίνει εδώ «ουσία», «φύση». Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να δώσουμε μια ερμηνεία της λέξης φύσις στον Πλάτωνα. Γιατί τότε θα έπρεπε, πρώτον, να ληφθεί υπ’ όψιν και η μη φιλοσοφική χρήση της λέξης φύσις· διότι η γλώσσα του Πλάτωνα είναι περίπλοκο σύνθεμα αστικού λόγου. Και, δεύτερον, φύσις στη γλώσσα της εποχής εκείνης είναι ήδη μια κοινή λέξη παρόμοια με τη δική μας «φύση» ή «ουσία».)

Αυτή η ωραία και ευχάριστη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής, όπως σκιαγραφείται στον Φαίδρο, παίρνει τη θέση –εφόσον ο Φαίδρος πρέπει να θεωρείται υστερότερος της Πολιτείας- μια διαφορετικής εικόνας της ψυχής, που δεν έχει καθόλου χαρούμενα χαρακτηριστικά.

3. Το θηρίο της ψυχής στην Πολιτεία (585c-592b)

Η ψυχή είναι μια σύμφυση ενός ανθρώπου, ενός λιονταριού που περιβάλλεται από φίδια και ενός θηρίου ποικιλόχρωμου και με πολλά κεφάλια ήμερων ζώων και άγριων και μπορεί να μεταμορφώνεται σε όλα τα θηρία και να τα βγάζει από μόνο του (Πολ. 588c). Αυτό το παράξενο ον, που αποτελείται από έναν άνθρωπο, ένα λιοντάρι και ένα μεταβαλλόμενο τέρας, καλύπτεται γύρω-γύρω με τη μορφή ενός ανθρώπου, δηλαδή ενός σώματος, και μάλιστα έχει καλυφθεί τόσο πολύ με την ανθρώπινη μορφή, ώστε να μη διακρίνεται καθόλου. Στην εικόνα αυτή απεικονίζονται όλες οι καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Η δικαιοσύνη συνίσταται στο ότι ο εσωτερικός άνθρωπος, το λογιστικόν, κυριαρχεί σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας τη δύναμη του λιονταριού (του θυμοειδούς) και εξευγενίζοντας το ήμερο στοιχείο του πολυκέφαλου θηρίου (του επιθυμητικού), αφήνοντας όμως το άγριο στοιχείο του να ατροφήσει. Αν επιτευχθεί η κατάσταση αυτή, τότε κάθε μέρος της ψυχής επιτελεί το δικό του έργο: το λογιστικόν είναι σοφό, το θυμοειδές ανδρείο, το επιθυμητικόν πειθαρχεί. Έτσι επιτυγχάνεται συγχρόνως και η υγεία της ψυχής, η σωφροσύνη: το λεοντώδες και το πολύμορφο-μεταβλητό στοιχείο συμφωνούν με τον εσωτερικό άνθρωπο στο ότι ο εσωτερικός άνθρωπος, το λογιστικόν, είναι προορισμένο για την κυριαρχία. Η αδικία με τις πολλαπλές της εκφάνσεις επέρχεται όταν το λεωντώδες αποκτήσει την κυριαρχία ή όταν το ποικιλόχρωμο θηρίο συγκεντρώνει την εξουσία, όταν δηλαδή τα μέρη της ψυχής δεν επιτελούν το δικό τους έργο, αλλά σφετερίζονται το έργο του λογιστικού. Τότε όμως είναι πολυπράγμονα· και η πολυπραγμοσύνη, το να μην αρκείται κανείς στο δικό του έργο, αποτελεί την πραγματική αδικία.

Στους Νόμους, ύστερο έργο του Πλάτωνα, τη θέση των παραπάνω εικόνων παίρνει η αλληγορία του ανδρείκελου, το οποίο δημιούργησαν οι θεοί (Νομ. 644d κ.ε.) είτε για παιχνίδι εκείνων είτε για κάτι σοβαρό. Ένα έλασμα του ανδρείκελου είναι από μαλακό χρυσάφι και παριστάνει το λογικό, άλλα ελάσματα είναι από σκληρό σίδηρο: Το λογικό είναι μεν ωραίο αλλά μαλακό, γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνει αρωγή, αν είναι να θέση σε κίνηση το ανδρείκελο «άνθρωπος». Έργο του ανθρώπου είναι να ακολουθεί μόνο την οδό του λογικού. – Σε σύγκριση με τις εικόνες από την Πολιτεία και τον Φαίδρο στην παρουσίαση στους Νόμους παρατηρείται μια παραίτηση: Ο άνθρωπος είναι το παιχνίδι που έχει έντεχνα επινοήσει η θεότητα, και τούτο είναι το καλύτερο στον άνθρωπο (Νομ. 803c). Αυτό βέβαια ισχύει μόνο όταν μιλάει κανείς λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη θεότητα (Νομ. 804c). Αν όμως δεν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τη θεότητα και κοιτάξει μόνο το ανθρώπινο γένος, τότε πρέπει να λεχθεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι κάτι αξιοκαταφρόνητο αλλά αξίζει κανείς να ασχοληθεί κανείς μαζί του (Νομ. 804b).

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.9.1-2.12.5)

[2.9.1] Τοῦτο αὐτοῖς γίνεται νυκτερινὸν παιδευτήριον. Καὶ ἀγαγόντες τῆς ἐπιούσης ἡμέρας τὰς ἀγέλας εἰς νομήν, ἐφίλησαν μὲν ἀλλήλους ἰδόντες καὶ —ὃ μήπω πρότερον ἐποίησαν— περιέβαλον τὰς χεῖρας ἐπαλλάξαντες· τὸ δὲ τρίτον ὤκνουν φάρμακον ἀποδυθέντες κατακλιθῆναι· θρασύτερον γὰρ οὐ μόνον παρθένων ἀλλὰ καὶ νέων αἰπόλων. [2.9.2] Πάλιν οὖν νὺξ ἀγρυπνίαν ἔχουσα καὶ ἔννοιαν τῶν γεγενημένων καὶ κατάμεμψιν τῶν παραλελειμμένων. «Κατεφιλήσαμεν, καὶ οὐδὲν ὄφελος· περιεβάλομεν, καὶ οὐδὲν πλέον σχεδόν· τὸ οὖν κατακλιθῆναι μόνον φάρμακον ἔρωτος. Πειρατέον καὶ τούτου· πάντως ἐν αὐτῷ τι κρεῖττον ἔσται φιλήματος.»
[2.10.1] Ἐπὶ τούτοις τοῖς λογισμοῖς οἷον εἰκὸς καὶ ὀνείρατα ἑώρων ἐρωτικά, τὰ φιλήματα, τὰς περιβολάς· καὶ ὅσα δὲ μεθ᾽ ἡμέραν οὐκ ἔπραξαν, ταῦτα ὄναρ ἔπραξαν· γυμνοὶ μετ᾽ ἀλλήλων ἔκειντο. [2.10.2] Ἐνθεώτεροι δὴ κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἀνέστησαν καὶ ῥοίζῳ τὰς ἀγέλας κατήλαυνον ἐπειγόμενοι πρὸς τὰ φιλήματα· καὶ ἰδόντες ἀλλήλους ἅμα μειδιάματι προσέδραμον. [2.10.3] Τὰ μὲν οὖν φιλήματα ἐγένετο καὶ ἡ περιβολὴ τῶν χειρῶν ἠκολούθησε, τὸ δὲ τρίτον φάρμακον ἐβράδυνε, μήτε τοῦ Δάφνιδος τολμῶντος εἰπεῖν, μήτε τῆς Χλόης βουλομένης κατάρχεσθαι, ἔστε τύχῃ καὶ τοῦτο ἔπραξαν.
[2.11.1] Καθεζόμενοι ‹ἐπὶ› στελέχους δρυὸς πλησίον ἀλλήλων καὶ γευσάμενοι τῆς ἐν φιλήματι τέρψεως ἀπλήστως ἐνεφοροῦντο τῆς ἡδονῆς. Ἦσαν δὲ καὶ χειρῶν περιβολαὶ θλῖψιν τοῖς στόμασι παρέχουσαι. [2.11.2] Κατὰ τὴν τῶν χειρῶν προσβολὴν βιαιότερον δὴ τοῦ Δάφνιδος ἐπισπασαμένου κλίνεταί πως ἐπὶ πλευρὰν ἡ Χλόη· κἀκεῖνος δὲ συγκατακλίνεται τῷ φιλήματι ἀκολουθῶν. Καὶ γνωρίσαντες τῶν ὀνείρων τὴν εἰκόνα κατέκειντο πολὺν χρόνον ὥσπερ συνδεδεμένοι. [2.11.3] Εἰδότες δὲ τῶν ἐντεῦθεν οὐδὲν καὶ νομίσαντες τοῦτο εἶναι πέρας ἐρωτικῆς ἀπολαύσεως, μάτην τὸ πλεῖστον τῆς ἡμέρας δαπανήσαντες διελύθησαν καὶ τὰς ἀγέλας ἀπήλαυνον, τὴν νύκτα μισοῦντες. Ἴσως δὲ ἄν τι καὶ τῶν ἀληθῶν ἔπραξαν, εἰ μὴ θόρυβος τοιόσδε πᾶσαν τὴν ἀγροικίαν ἐκείνην κατέλαβε.
[2.12.1] Νέοι Μηθυμναῖοι πλούσιοι διαθέσθαι τὸν τρυγητὸν ἐν ξενικῇ τέρψει θελήσαντες, ναῦν μικρὰν καθελκύσαντες καὶ οἰκέτας προσκώπους καθίσαντες, τοὺς Μιτυληναίων ἀγροὺς παρέπλεον, ὅσοι θαλάσσης πλησίον. [2.12.2] Εὐλίμενός τε γὰρ ἡ παραθαλασσία καὶ οἰκήσεσιν ἠσκημένη πολυτελῶς, καὶ λουτρὰ συνεχῆ, παράδεισοί τε καὶ ἄλση· τὰ μὲν φύσεως ἔργα, τὰ δ᾽ ἀνθρώπων τέχνη· πάντα ἐνηβῆσαι καλά. [2.12.3] Παραπλέοντες δὲ καὶ ἐνορμιζόμενοι κακὸν μὲν ἐποίουν οὐδέν, τέρψεις δὲ ποικίλας ἐτέρποντο, ποτὲ μὲν ἀγκίστροις καλάμων ἀπηρτημένοις ἐκ λίνου λεπτοῦ πετραίους ἰχθῦς ἁλιεύοντες ἐκ πέτρας ἁλιτενοῦς, ποτὲ δὲ κυσὶ καὶ δικτύοις λαγὼς φεύγοντας τὸν ἐν ταῖς ἀμπέλοις θόρυβον λαμβάνοντες· [2.12.4] ἤδη δὲ καὶ ὀρνίθων ἄγρας ἐμέλησεν αὐτοῖς, καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας, ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης ὠφέλειαν παρεῖχεν. Εἰ δέ τινος προσέδει, παρὰ τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐλάμβανον, περιττοτέρους τῆς ἀξίας ὀβολοὺς καταβάλλοντες. [2.12.5] Ἔδει δὲ μόνον ἄρτου καὶ οἴνου καὶ στέγης· οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει μετοπωρινῆς ὥρας ἐνεστώσης ἐνθαλαττεύειν· ὥστε καὶ τὴν ναῦν ἀνεῖλκον ἐπὶ τὴν γῆν νύκτα χειμέριον δεδοικότες.

***
[2.9.1] Τέτοια τους δασκάλεψεν η νύχτα. Την άλλη μέρα, σαν πήγαν τα κοπάδια στη βοσκή, μόλις απάντησαν ο ένας τον άλλον φιλήθηκαν (κάτι που δεν έκαναν πρωτύτερα) κι απλώνοντας τα μπράτσα τους αγκαλιάστηκαν. Το τρίτο φάρμακο ωστόσο, να γδυθούν και να ξαπλώσουν, δίσταζαν να το δοκιμάσουν· απαιτούσε τόλμη που όχι μόνο τα κορίτσια δεν έχουν, αλλά ούτε κι οι νέοι γιδοβοσκοί. [2.9.2] Ξανά λοιπόν ήρθε νύχτα δίχως ύπνο, όπου συλλογίστηκαν όσα είχαν κάνει και μετάνιωσαν για όσα είχαν παραλείψει: «Νά που φιληθήκαμε, και σε τίποτα δεν ωφέλησε. Αγκαλιαστήκαμε, και δεν έκανε σχεδόν διαφορά. Μόνο το πλάγιασμα λοιπόν γιατρεύει τον έρωτα. Πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό — πάντως θα ᾽χει πιότερη δύναμη από το φιλί».
[2.10.1] Με παρόμοια στο νου τους είδαν, όπως ήταν φυσικό, κι όνειρα ερωτικά με φιλιά κι αγκαλιές — κι όσα δεν είχαν κάνει την ημέρα τα ᾽καναν στον ύπνο τους, πλαγιάζοντας μαζί γυμνοί. [2.10.2] Το άλλο πρωί ξύπνησαν γεμάτοι θεϊκή ορμή, έβγαλαν γοργά τα κοπάδια —τόσο βιάζονταν να φιληθούν— και μόλις ειδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλον χαμογελώντας. [2.10.3] Αντάλλαξαν λοιπόν φιλιά, και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο φάρμακο μολοτούτο καθυστερούσε, γιατί ούτε ο Δάφνης τολμούσε να το προτείνει ούτε η Χλόη να πάρει την πρωτοβουλία, ώσπου έγινε κι εκείνο τυχαία.
[2.11.1] Καθισμένοι κοντά-κοντά σ᾽ έναν κορμό βελανιδιάς γεύονταν τη γλύκα του φιλιού, σφιχταγκαλιασμένοι στόμα με στόμα, και δε χόρταιναν την απόλαυσή του. [2.11.2] Σε μια στιγμή που ο Δάφνης τραβούσε τη Χλόη με πιότερη δύναμη πάνω του, έγειρε κάπως κι εκείνη στο πλάι, κι έγειρε κι αυτός μαζί της για να μη διακόψει το φιλί. Τότε αναγνώρισαν την εικόνα που ᾽χαν δει στ᾽ όνειρό τους, κι έμειναν πολλήν ώρα πλαγιασμένοι κολλητά ο ένας στον άλλον. [2.11.3] Καθώς όμως τίποτα δεν ήξεραν για τα υπόλοιπα, νόμισαν ότι εκεί τέλειωνε η ερωτική ηδονή· έτσι ξόδεψαν του κάκου ολάκερη σχεδόν μέρα, ώσπου ήρθε η ώρα να πάνε πίσω τα κοπάδια — γεμάτοι μίσος για τη νύχτα που τους χώριζε. Δεν αποκλείεται να ᾽χαν προχωρήσει και σε πιο σοβαρά πράματα, αν στο μεταξύ δεν ξέσπαγε χαλασμός σ᾽ όλη εκείνη την περιοχή, με τον ακόλουθο τρόπο.
[2.12.1] Μερικοί πλούσιοι νεαροί από τη Μήθυμνα, θέλοντας να διασκεδάσουν τις μέρες του τρύγου με μιαν εκδρομή, αρμάτωσαν ένα μικρό καράβι, έβαλαν τους δούλους τους στα κουπιά και πήγαιναν γιαλό-γιαλό έξω απ᾽ τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. [2.12.2] Εκείνη η παραλία έχει άφθονα φυσικά λιμάνια, όρμους για λουτρά, κήπους και άλση, και τη στολίζουν πολυτελείς επαύλεις· έργα της φύσης ή έργα των ανθρώπων, όλα είν᾽ ευχάριστα για διαμονή. [2.12.3] Ακολουθώντας λοιπόν την παραλία άραζαν κάθε τόσο, και δίχως να βλάπτουν κανένα διασκέδαζαν με διαφόρους τρόπους: πότε έριχναν από προεξοχές βράχων αγκίστρια δεμένα σε καλάμια με λεπτό σπάγγο και ψάρευαν πετρόψαρα· πότε, με σκυλιά και με δίχτυα, έπιαναν λαγούς που ο θόρυβος του τρύγου έδιωχνε από τους αμπελώνες. [2.12.4] Κατόπι σκέφτηκαν να κυνηγήσουν και πουλιά, και με θηλιές έπιασαν αγριόχηνες και πάπιες και αγριόγαλους, συνδυάζοντας έτσι τη διασκέδαση με την καλοφαγία. Ό,τι άλλο είχαν ανάγκη τ᾽ αγόραζαν από τους χωρικούς, πληρώνοντάς το με το παραπάνω: [2.12.5] αυτά που χρειάζονταν ήταν ψωμί και κρασί και στέγη, γιατί δεν το ᾽βρισκαν φρόνιμο μέσα στο φθινόπωρο να διανυκτερεύσουν στη θάλασσα, και τη νύχτα έβγαζαν το καράβι στη στεριά από φόβο μην πιάσει τρικυμία.