Ὁ δὲ Σόλων ἔφη θαυμάζειν τὸν Ἄρδαλον εἰ τὸν νόμον οὐκ ἀνέγνωκε τῆς διαίτης τοῦ ἀνδρὸς ἐν τοῖς ἔπεσι τοῖς Ἡσιόδου γεγραμμένον· ἐκεῖνος γάρ ἐστιν ὁ πρῶτος Ἐπιμενίδῃ σπέρματα τῆς τροφῆς ταύτης παρασχὼν καὶ ζητεῖν ὁ διδάξας
[157f] ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
«Οἴει γάρ,» ὁ Περίανδρος εἶπε, «τὸν Ἡσίοδον ἐννοῆσαί τι τοιοῦτον; οὐκ ἐπαινέτην ὄντα φειδοῦς ἀεί, καὶ πρὸς τὰ λιτότατα τῶν ὄψων ὡς ἥδιστα παρακαλεῖν ἡμᾶς; ἀγαθὴ μὲν γὰρ ἡ μαλάχη βρωθῆναι, γλυκὺς δ᾽ ὁ ἀνθέρικος· τὰ δ᾽ ἄλιμα ταῦτα καὶ ἄδιψα φάρμακα μᾶλλον ἢ σιτία πυνθάνομαι καὶ μέλι καὶ τυρόν τινα βαρβαρικὸν δέχεσθαι καὶ σπέρματα πάμπολλα τῶν οὐκ εὐπορίστων. πῶς οὖν ἐῶμεν Ἡσιόδῳ τὸ
πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ
κείμενον
ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν,
εἰ τοσαύτης δεήσει παρασκευῆς; θαυμάζω δέ
[158a] σου τὸν ξένον, ὦ Σόλων, εἰ Δηλίοις ἔναγχος ποιησάμενος τὸν μέγαν καθαρμὸν οὐχ ἱστόρησε παρ᾽ αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν κομιζόμενα τῆς πρώτης ὑπομνήματα τροφῆς καὶ δείγματα μετ᾽ ἄλλων εὐτελῶν καὶ αὐτοφυῶν μαλάχην καὶ ἀνθέρικον, ὧν εἰκός ἐστι καὶ τὸν Ἡσίοδον προξενεῖν ἡμῖν τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀφέλειαν.»
«Οὐ ταῦτ᾽,» ἔφη, «μόνον,» ὁ Ἀνάχαρσις, «ἀλλὰ καὶ πρὸς ὑγίειαν ἐν τοῖς μάλιστα τῶν λαχάνων ἑκάτερον ἐπαινεῖται.»
Καὶ ὁ Κλεόδωρος «ὀρθῶς,» ἔφη, «λέγεις. ἰατρικὸς γὰρ Ἡσίοδος, ὡς δῆλός ἐστιν οὐκ
[158b] ἀμελῶς οὐδ᾽ ἀπείρως περὶ διαίτης καὶ κράσεως οἴνου καὶ ἀρετῆς ὕδατος καὶ λουτροῦ καὶ γυναικῶν διαλεγόμενος καὶ συνουσίας καιροῦ καὶ βρεφῶν καθίσεως. ἀλλ᾽ Ἡσιόδου μὲν ἐμοὶ δοκεῖ δικαιότερον Αἴσωπος αὑτὸν ἀποφαίνειν μαθητὴν ἢ Ἐπιμενίδης· τούτῳ γὰρ ἀρχὴν τῆς καλῆς ταύτης καὶ ποικίλης καὶ πολυγλώσσου σοφίας ὁ πρὸς τὴν ἀηδόνα λόγος τοῦ ἱέρακος παρέσχηκεν. ἐγὼ δ᾽ ἂν ἡδέως ἀκούσαιμι Σόλωνος· εἰκὸς γὰρ αὐτὸν πεπύσθαι, πολὺν χρόνον Ἀθήνησιν Ἐπιμενίδῃ συγγενόμενον, ὅ τι δὴ παθὼν ἢ σοφιζόμενος ἐπὶ τοιαύτην ἦλθε δίαιταν.»
***
Ο Σόλωνα είπε τότε ότι του κάνει εντύπωση που ο Άρδαλος δεν διάβασε τους κανόνες του Επιμενίδη για τον τρόπο ζωής, όπως αυτοί αναγράφονται στα ποιήματα του Ησίοδου. Εκείνος είναι, πράγματι, που έδωσε πρώτος στον Επιμενίδη την αφορμή γι᾽ αυτό το είδος διατροφής, αυτός που τον δίδαξε να ψάχνει να βρει
[157f] τί όφελος μεγάλο κρύβεται μες στη μολόχα και στο ασφοδίλι.
«Πιστεύεις δηλαδή», είπε ο Περίανδρος, «ότι ο Ησίοδος είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του; Δεν πιστεύεις πως ήταν πάντα ένας επαινέτης της οικονομίας και ότι στην ουσία μάς παρακινεί να προτιμούμε τα πιο λιτά φαγητά ως τα πιο νόστιμα; Η μολόχα είναι, πράγματι, ωραία να την τρως, και είναι γλύκα το κοτσάνι απ᾽ τ᾽ ασφοδίλι, ενώ όλα αυτά που σταματούν την πείνα και τη δίψα —φάρμακα πιο πολύ παρά τροφές— ακούω ότι περιέχουν και μέλι και τυρί από ξένες χώρες και ένα πλήθος από σπόρους που δεν είναι καθόλου εύκολο να τους βρεις. Πώς λοιπόν θα βρισκόταν στον Ησίοδο «το τιμόνι πάνω από της εστίας τον καπνό;»
κι η εργασία των βοδιών και των υπομονετικών
των μουλαριών θα πήγαινε χαμένη,
αν είναι να χρειάζεται τόση προετοιμασία. Μου κάνει όμως εντύπωση,
[158a] Σόλωνα, που ο ξένος φίλος σου, κάνοντας τελευταία τον καθαρμό για χάρη των Δηλίων, δεν πρόσεξε ότι προσκομίζονται εκεί στον ναό ως ενθύμια και ως δείγματα του παλιού τρόπου διατροφής —μαζί με άλλα ευτελή και αυτοφυή φυτά— η μολόχα και το ασφοδίλι, τη λιτότητα και την απλότητα των οποίων είναι φυσικό να μας τη συστήνει ο Ησίοδος».
«Όχι μόνο αυτό», είπε ο Ανάχαρσης, «αλλά, επιπλέον, συστήνονται —και τα δυο τους— ως εξαιρετικά ωφέλιμα για την υγεία λαχανικά».
«Είναι σωστό αυτό που είπες», παρατήρησε ο Κλεόδωρος. «Άλλωστε ο Ησίοδος είχε πολλές ιατρικές γνώσεις: είναι φανερό ότι δεν είναι καθόλου
[158b] απρόσεκτα ούτε δείχνουν έλλειψη γνώσεων αυτά που λέει για τον καθημερινό τρόπο ζωής, για την ανάμειξη του κρασιού, για τη μεγάλη σημασία του νερού, για το λουτρό, για τις γυναίκες, για τον κατάλληλο για συνουσία χρόνο, για το πώς πρέπει να κάθονται τα βρέφη. Ο ίδιος, πάντως, πιστεύω ότι σωστότερα μπορεί να δηλώσει μαθητής του Ησίοδου ο Αίσωπος παρά ο Επιμενίδης: τα λόγια του γερακιού προς το αηδόνι έδωσαν πρώτα σ᾽ αυτόν την αφορμή γι᾽ αυτή την ωραία, την ποικίλη και πολύγλωσση σοφία που τον διακρίνει. Εν πάση περιπτώσει εγώ θα άκουγα με πολλή ευχαρίστηση τον Σόλωνα· γιατί είναι φυσικό αυτός να άκουσε (μια και συναναστράφηκε πολύν καιρό με τον Επιμενίδη στην Αθήνα) τί ακριβώς του συνέβη ή από ποιές σκέψεις παρακινημένος οδηγήθηκε σ᾽ αυτόν τον τρόπο ζωής».
[157f] ὅσον ἐν μαλάχῃ τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ᾽ ὄνειαρ.
«Οἴει γάρ,» ὁ Περίανδρος εἶπε, «τὸν Ἡσίοδον ἐννοῆσαί τι τοιοῦτον; οὐκ ἐπαινέτην ὄντα φειδοῦς ἀεί, καὶ πρὸς τὰ λιτότατα τῶν ὄψων ὡς ἥδιστα παρακαλεῖν ἡμᾶς; ἀγαθὴ μὲν γὰρ ἡ μαλάχη βρωθῆναι, γλυκὺς δ᾽ ὁ ἀνθέρικος· τὰ δ᾽ ἄλιμα ταῦτα καὶ ἄδιψα φάρμακα μᾶλλον ἢ σιτία πυνθάνομαι καὶ μέλι καὶ τυρόν τινα βαρβαρικὸν δέχεσθαι καὶ σπέρματα πάμπολλα τῶν οὐκ εὐπορίστων. πῶς οὖν ἐῶμεν Ἡσιόδῳ τὸ
πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ
κείμενον
ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν,
εἰ τοσαύτης δεήσει παρασκευῆς; θαυμάζω δέ
[158a] σου τὸν ξένον, ὦ Σόλων, εἰ Δηλίοις ἔναγχος ποιησάμενος τὸν μέγαν καθαρμὸν οὐχ ἱστόρησε παρ᾽ αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν κομιζόμενα τῆς πρώτης ὑπομνήματα τροφῆς καὶ δείγματα μετ᾽ ἄλλων εὐτελῶν καὶ αὐτοφυῶν μαλάχην καὶ ἀνθέρικον, ὧν εἰκός ἐστι καὶ τὸν Ἡσίοδον προξενεῖν ἡμῖν τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀφέλειαν.»
«Οὐ ταῦτ᾽,» ἔφη, «μόνον,» ὁ Ἀνάχαρσις, «ἀλλὰ καὶ πρὸς ὑγίειαν ἐν τοῖς μάλιστα τῶν λαχάνων ἑκάτερον ἐπαινεῖται.»
Καὶ ὁ Κλεόδωρος «ὀρθῶς,» ἔφη, «λέγεις. ἰατρικὸς γὰρ Ἡσίοδος, ὡς δῆλός ἐστιν οὐκ
[158b] ἀμελῶς οὐδ᾽ ἀπείρως περὶ διαίτης καὶ κράσεως οἴνου καὶ ἀρετῆς ὕδατος καὶ λουτροῦ καὶ γυναικῶν διαλεγόμενος καὶ συνουσίας καιροῦ καὶ βρεφῶν καθίσεως. ἀλλ᾽ Ἡσιόδου μὲν ἐμοὶ δοκεῖ δικαιότερον Αἴσωπος αὑτὸν ἀποφαίνειν μαθητὴν ἢ Ἐπιμενίδης· τούτῳ γὰρ ἀρχὴν τῆς καλῆς ταύτης καὶ ποικίλης καὶ πολυγλώσσου σοφίας ὁ πρὸς τὴν ἀηδόνα λόγος τοῦ ἱέρακος παρέσχηκεν. ἐγὼ δ᾽ ἂν ἡδέως ἀκούσαιμι Σόλωνος· εἰκὸς γὰρ αὐτὸν πεπύσθαι, πολὺν χρόνον Ἀθήνησιν Ἐπιμενίδῃ συγγενόμενον, ὅ τι δὴ παθὼν ἢ σοφιζόμενος ἐπὶ τοιαύτην ἦλθε δίαιταν.»
***
Ο Σόλωνα είπε τότε ότι του κάνει εντύπωση που ο Άρδαλος δεν διάβασε τους κανόνες του Επιμενίδη για τον τρόπο ζωής, όπως αυτοί αναγράφονται στα ποιήματα του Ησίοδου. Εκείνος είναι, πράγματι, που έδωσε πρώτος στον Επιμενίδη την αφορμή γι᾽ αυτό το είδος διατροφής, αυτός που τον δίδαξε να ψάχνει να βρει
[157f] τί όφελος μεγάλο κρύβεται μες στη μολόχα και στο ασφοδίλι.
«Πιστεύεις δηλαδή», είπε ο Περίανδρος, «ότι ο Ησίοδος είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του; Δεν πιστεύεις πως ήταν πάντα ένας επαινέτης της οικονομίας και ότι στην ουσία μάς παρακινεί να προτιμούμε τα πιο λιτά φαγητά ως τα πιο νόστιμα; Η μολόχα είναι, πράγματι, ωραία να την τρως, και είναι γλύκα το κοτσάνι απ᾽ τ᾽ ασφοδίλι, ενώ όλα αυτά που σταματούν την πείνα και τη δίψα —φάρμακα πιο πολύ παρά τροφές— ακούω ότι περιέχουν και μέλι και τυρί από ξένες χώρες και ένα πλήθος από σπόρους που δεν είναι καθόλου εύκολο να τους βρεις. Πώς λοιπόν θα βρισκόταν στον Ησίοδο «το τιμόνι πάνω από της εστίας τον καπνό;»
κι η εργασία των βοδιών και των υπομονετικών
των μουλαριών θα πήγαινε χαμένη,
αν είναι να χρειάζεται τόση προετοιμασία. Μου κάνει όμως εντύπωση,
[158a] Σόλωνα, που ο ξένος φίλος σου, κάνοντας τελευταία τον καθαρμό για χάρη των Δηλίων, δεν πρόσεξε ότι προσκομίζονται εκεί στον ναό ως ενθύμια και ως δείγματα του παλιού τρόπου διατροφής —μαζί με άλλα ευτελή και αυτοφυή φυτά— η μολόχα και το ασφοδίλι, τη λιτότητα και την απλότητα των οποίων είναι φυσικό να μας τη συστήνει ο Ησίοδος».
«Όχι μόνο αυτό», είπε ο Ανάχαρσης, «αλλά, επιπλέον, συστήνονται —και τα δυο τους— ως εξαιρετικά ωφέλιμα για την υγεία λαχανικά».
«Είναι σωστό αυτό που είπες», παρατήρησε ο Κλεόδωρος. «Άλλωστε ο Ησίοδος είχε πολλές ιατρικές γνώσεις: είναι φανερό ότι δεν είναι καθόλου
[158b] απρόσεκτα ούτε δείχνουν έλλειψη γνώσεων αυτά που λέει για τον καθημερινό τρόπο ζωής, για την ανάμειξη του κρασιού, για τη μεγάλη σημασία του νερού, για το λουτρό, για τις γυναίκες, για τον κατάλληλο για συνουσία χρόνο, για το πώς πρέπει να κάθονται τα βρέφη. Ο ίδιος, πάντως, πιστεύω ότι σωστότερα μπορεί να δηλώσει μαθητής του Ησίοδου ο Αίσωπος παρά ο Επιμενίδης: τα λόγια του γερακιού προς το αηδόνι έδωσαν πρώτα σ᾽ αυτόν την αφορμή γι᾽ αυτή την ωραία, την ποικίλη και πολύγλωσση σοφία που τον διακρίνει. Εν πάση περιπτώσει εγώ θα άκουγα με πολλή ευχαρίστηση τον Σόλωνα· γιατί είναι φυσικό αυτός να άκουσε (μια και συναναστράφηκε πολύν καιρό με τον Επιμενίδη στην Αθήνα) τί ακριβώς του συνέβη ή από ποιές σκέψεις παρακινημένος οδηγήθηκε σ᾽ αυτόν τον τρόπο ζωής».