415 ΕΚ. ὦ θύγατερ, ἡμεῖς δ᾽ ἐν φάει δουλεύσομεν.
ΠΟ. ἄνυμφος ἀνυμέναιος ὧν μ᾽ ἐχρῆν τυχεῖν.
ΕΚ. οἰκτρὰ σύ, τέκνον, ἀθλία δ᾽ ἐγὼ γυνή.
ΠΟ. ἐκεῖ δ᾽ ἐν Ἅιδου κείσομαι χωρὶς σέθεν.
ΕΚ. οἴμοι· τί δράσω; ποῖ τελευτήσω βίον;
420 ΠΟ. δούλη θανοῦμαι, πατρὸς οὖσ᾽ ἐλευθέρου.
ΕΚ. ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά γ᾽ ἄμμοροι τέκνων.
ΠΟ. τί σοι πρὸς Ἕκτορ᾽ ἢ γέροντ᾽ εἴπω πόσιν;
ΕΚ. ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ.
ΠΟ. ὦ στέρνα μαστοί θ᾽, οἵ μ᾽ ἐθρέψαθ᾽ ἡδέως.
425 ΕΚ. ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης.
ΠΟ. χαῖρ᾽, ὦ τεκοῦσα, χαῖρε Κασάνδρα τ᾽ ἐμοί,
ΕΚ. χαίρουσιν ἄλλοι, μητρὶ δ᾽ οὐκ ἔστιν τόδε.
ΠΟ. ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
ΕΚ. εἰ ζῇ γ᾽· ἀπιστῶ δ᾽· ὧδε πάντα δυστυχῶ.
430 ΠΟ. ζῇ καὶ θανούσης ὄμμα συγκλῄσει τὸ σόν.
ΕΚ. τέθνηκ᾽ ἔγωγε, πρὶν θανεῖν, κακῶν ὕπο.
ΠΟ. κόμιζ᾽, Ὀδυσσεῦ, μ᾽ ἀμφιθεὶς κάρᾳ πέπλους,
ὡς πρὶν σφαγῆναί γ᾽ ἐκτέτηκα καρδίαν
θρήνοισι μητρὸς τήνδε τ᾽ ἐκτήκω γόοις.
435 ὦ φῶς· προσειπεῖν γὰρ σὸν ὄνομ᾽ ἔξεστί μοι,
μέτεστι δ᾽ οὐδὲν πλὴν ὅσον χρόνον ξίφους
βαίνω μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως.
ΕΚ. οἲ ᾽γώ, προλείπω· λύεται δέ μου μέλη.
ὦ θύγατερ, ἅψαι μητρός, ἔκτεινον χέρα,
440 δός, μὴ λίπῃς μ᾽ ἄπαιδ᾽. ἀπωλόμην, φίλαι.
ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν
Ἑλένην ἴδοιμι· διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων
αἴσχιστα Τροίαν εἶλε τὴν εὐδαίμονα.
***
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, κι εγώ σκλάβα θα ζήσω.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια.
ΕΚΑΒΗ
Καημένο εσύ παιδί, κι άμοιρη, εγώ, γυναίκα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Εκεί θα βρίσκομαι, στον Κάτω Κόσμο, μακριά σου.
ΕΚΑΒΗ
Αλί μου, τί να πράξω; Και ποιό θα ᾽ναι το τέλος μου;
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
420 Σκλάβα πεθαίνω, κι είχα ελεύθερο πατέρα.
ΕΚΑΒΗ
Κι εγώ που τα πενήντα μου παιδιά έχω χάσει…
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί θες στον Έκτορα να πω, ή στον γέροντά σου;
ΕΚΑΒΗ
Πως είμαι η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω κόρφοι που με θρέψατε γλυκά.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, που μαύρη μοίρα σε ήβρε πριν της ώρας.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γεια σου, μανούλα μου. Έχε γεια και συ, Κασάνδρα.
ΕΚΑΒΗ
Άλλοι έχουν την υγειά τους, η μανούλα σου όχι.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.
ΕΚΑΒΗ
Αν ζει· δεν το πολυπιστεύω· σ᾽ όλα δύστυχη.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
430 Ζει, και τα μάτια θα σου κλείσει όταν πεθάνεις.
ΕΚΑΒΗ
Πριν να πεθάνω, οι συμφορές με θανατώσαν.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οδήγα με, Οδυσσέα, όμως, πρωτύτερα,
σκέπασέ μου το κεφάλι με πέπλα.
Γιατί πριν να σφαχτώ, έχει λιώσει η καρδιά μου
απ᾽ της μάνας τους θρήνους, που κι αυτήν
το δικό μου βογκητό την αφάνισε.
Ω φως! Τ᾽ όνομά σου μονάχα μπορώ να προφέρω,
όμως για λίγο ακόμα θα σε χαίρομαι
όσο χρειάζεται για να περάσω ανάμεσα
στο σπαθί και στη φωτιά του Αχιλλέα.
(Φεύγει.)
ΕΚΑΒΗ
Ω, χάνομαι, κόπηκαν πια τα ήπατά μου.
Κόρη μου, πιάσε τη μάνα σου, άπλωσέ μου το χέρι,
δώσ᾽ μου το. Έρμη από παιδί
μη μ᾽ αφήνεις.
440 Καλές μου, σβήνω.
Έτσι να δω την αδερφή των Διοσκούρων,
τη Λακώνισσα Ελένη,
που την ευτυχισμένη Τροία ρήμαξε,
η ελεεινή με τα μαργιόλικα μάτια.
(Σωριάζεται καταγής.)
ΠΟ. ἄνυμφος ἀνυμέναιος ὧν μ᾽ ἐχρῆν τυχεῖν.
ΕΚ. οἰκτρὰ σύ, τέκνον, ἀθλία δ᾽ ἐγὼ γυνή.
ΠΟ. ἐκεῖ δ᾽ ἐν Ἅιδου κείσομαι χωρὶς σέθεν.
ΕΚ. οἴμοι· τί δράσω; ποῖ τελευτήσω βίον;
420 ΠΟ. δούλη θανοῦμαι, πατρὸς οὖσ᾽ ἐλευθέρου.
ΕΚ. ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά γ᾽ ἄμμοροι τέκνων.
ΠΟ. τί σοι πρὸς Ἕκτορ᾽ ἢ γέροντ᾽ εἴπω πόσιν;
ΕΚ. ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ.
ΠΟ. ὦ στέρνα μαστοί θ᾽, οἵ μ᾽ ἐθρέψαθ᾽ ἡδέως.
425 ΕΚ. ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης.
ΠΟ. χαῖρ᾽, ὦ τεκοῦσα, χαῖρε Κασάνδρα τ᾽ ἐμοί,
ΕΚ. χαίρουσιν ἄλλοι, μητρὶ δ᾽ οὐκ ἔστιν τόδε.
ΠΟ. ὅ τ᾽ ἐν φιλίπποις Θρῃξὶ Πολύδωρος κάσις.
ΕΚ. εἰ ζῇ γ᾽· ἀπιστῶ δ᾽· ὧδε πάντα δυστυχῶ.
430 ΠΟ. ζῇ καὶ θανούσης ὄμμα συγκλῄσει τὸ σόν.
ΕΚ. τέθνηκ᾽ ἔγωγε, πρὶν θανεῖν, κακῶν ὕπο.
ΠΟ. κόμιζ᾽, Ὀδυσσεῦ, μ᾽ ἀμφιθεὶς κάρᾳ πέπλους,
ὡς πρὶν σφαγῆναί γ᾽ ἐκτέτηκα καρδίαν
θρήνοισι μητρὸς τήνδε τ᾽ ἐκτήκω γόοις.
435 ὦ φῶς· προσειπεῖν γὰρ σὸν ὄνομ᾽ ἔξεστί μοι,
μέτεστι δ᾽ οὐδὲν πλὴν ὅσον χρόνον ξίφους
βαίνω μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως.
ΕΚ. οἲ ᾽γώ, προλείπω· λύεται δέ μου μέλη.
ὦ θύγατερ, ἅψαι μητρός, ἔκτεινον χέρα,
440 δός, μὴ λίπῃς μ᾽ ἄπαιδ᾽. ἀπωλόμην, φίλαι.
ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν
Ἑλένην ἴδοιμι· διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων
αἴσχιστα Τροίαν εἶλε τὴν εὐδαίμονα.
***
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, κι εγώ σκλάβα θα ζήσω.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια.
ΕΚΑΒΗ
Καημένο εσύ παιδί, κι άμοιρη, εγώ, γυναίκα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Εκεί θα βρίσκομαι, στον Κάτω Κόσμο, μακριά σου.
ΕΚΑΒΗ
Αλί μου, τί να πράξω; Και ποιό θα ᾽ναι το τέλος μου;
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
420 Σκλάβα πεθαίνω, κι είχα ελεύθερο πατέρα.
ΕΚΑΒΗ
Κι εγώ που τα πενήντα μου παιδιά έχω χάσει…
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Τί θες στον Έκτορα να πω, ή στον γέροντά σου;
ΕΚΑΒΗ
Πως είμαι η πιο δυστυχισμένη απ᾽ τις γυναίκες.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Ω κόρφοι που με θρέψατε γλυκά.
ΕΚΑΒΗ
Ω κόρη μου, που μαύρη μοίρα σε ήβρε πριν της ώρας.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Γεια σου, μανούλα μου. Έχε γεια και συ, Κασάνδρα.
ΕΚΑΒΗ
Άλλοι έχουν την υγειά τους, η μανούλα σου όχι.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Και συ, Πολύδωρε, αδερφέ, που ζεις στη Θράκη.
ΕΚΑΒΗ
Αν ζει· δεν το πολυπιστεύω· σ᾽ όλα δύστυχη.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
430 Ζει, και τα μάτια θα σου κλείσει όταν πεθάνεις.
ΕΚΑΒΗ
Πριν να πεθάνω, οι συμφορές με θανατώσαν.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Οδήγα με, Οδυσσέα, όμως, πρωτύτερα,
σκέπασέ μου το κεφάλι με πέπλα.
Γιατί πριν να σφαχτώ, έχει λιώσει η καρδιά μου
απ᾽ της μάνας τους θρήνους, που κι αυτήν
το δικό μου βογκητό την αφάνισε.
Ω φως! Τ᾽ όνομά σου μονάχα μπορώ να προφέρω,
όμως για λίγο ακόμα θα σε χαίρομαι
όσο χρειάζεται για να περάσω ανάμεσα
στο σπαθί και στη φωτιά του Αχιλλέα.
(Φεύγει.)
ΕΚΑΒΗ
Ω, χάνομαι, κόπηκαν πια τα ήπατά μου.
Κόρη μου, πιάσε τη μάνα σου, άπλωσέ μου το χέρι,
δώσ᾽ μου το. Έρμη από παιδί
μη μ᾽ αφήνεις.
440 Καλές μου, σβήνω.
Έτσι να δω την αδερφή των Διοσκούρων,
τη Λακώνισσα Ελένη,
που την ευτυχισμένη Τροία ρήμαξε,
η ελεεινή με τα μαργιόλικα μάτια.
(Σωριάζεται καταγής.)