ΦΑ. Τροζήνιαι γυναῖκες, αἳ τόδ᾽ ἔσχατον
οἰκεῖτε χώρας Πελοπίας προνώπιον,
375 ἤδη ποτ᾽ ἄλλως νυκτὸς ἐν μακρῶι χρόνωι
θνητῶν ἐφρόντισ᾽ ἧι διέφθαρται βίος.
καί μοι δοκοῦσιν οὐ κατὰ γνώμης φύσιν
πράσσειν κακίον᾽· ἔστι γὰρ τό γ᾽ εὖ φρονεῖν
πολλοῖσιν· ἀλλὰ τῆιδ᾽ ἀθρητέον τόδε·
380 τὰ χρήστ᾽ ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν,
οὐκ ἐκπονοῦμεν δ᾽, οἱ μὲν ἀργίας ὕπο,
οἱ δ᾽ ἡδονὴν προθέντες ἀντὶ τοῦ καλοῦ
ἄλλην τιν᾽· εἰσὶ δ᾽ ἡδοναὶ πολλαὶ βίου,
μακραί τε λέσχαι καὶ σχολή, τερπνὸν κακόν,
385 αἰδώς τε· δισσαὶ δ᾽ εἰσίν, ἡ μὲν οὐ κακή,
ἡ δ᾽ ἄχθος οἴκων· εἰ δ᾽ ὁ καιρὸς ἦν σαφής,
οὐκ ἂν δύ᾽ ἤστην ταὔτ᾽ ἔχοντε γράμματα.
ταῦτ᾽ οὖν ἐπειδὴ τυγχάνω φρονοῦσ᾽ ἐγώ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποίωι φαρμάκωι διαφθερεῖν
390 ἔμελλον, ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν.
λέξω δὲ καί σοι τῆς ἐμῆς γνώμης ὁδόν.
ἐπεί μ᾽ ἔρως ἔτρωσεν, ἐσκόπουν ὅπως
κάλλιστ᾽ ἐνέγκαιμ᾽ αὐτόν. ἠρξάμην μὲν οὖν
ἐκ τοῦδε, σιγᾶν τήνδε καὶ κρύπτειν νόσον·
395 γλώσσηι γὰρ οὐδὲν πιστόν, ἣ θυραῖα μὲν
φρονήματ᾽ ἀνδρῶν νουθετεῖν ἐπίσταται,
αὐτὴ δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῆς πλεῖστα κέκτηται κακά.
τὸ δεύτερον δὲ τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν
τῶι σωφρονεῖν νικῶσα προυνοησάμην.
400 τρίτον δ᾽, ἐπειδὴ τοισίδ᾽ οὐκ ἐξήνυτον
Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι,
κράτιστον (οὐδεὶς ἀντερεῖ) βουλευμάτων.
ἐμοὶ γὰρ εἴη μήτε λανθάνειν καλὰ
μήτ᾽ αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν.
405 τὸ δ᾽ ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ,
γυνή τε πρὸς τοῖσδ᾽ οὖσ᾽ ἐγίγνωσκον καλῶς,
μίσημα πᾶσιν· ὡς ὄλοιτο παγκάκως
ἥτις πρὸς ἄνδρας ἤρξατ᾽ αἰσχύνειν λέχη
πρώτη θυραίους. ἐκ δὲ γενναίων δόμων
410 τόδ᾽ ἦρξε θηλείαισι γίγνεσθαι κακόν·
ὅταν γὰρ αἰσχρὰ τοῖσιν ἐσθλοῖσιν δοκῆι,
ἦ κάρτα δόξει τοῖς κακοῖς γ᾽ εἶναι καλά.
μισῶ δὲ καὶ τὰς σώφρονας μὲν ἐν λόγοις,
λάθραι δὲ τόλμας οὐ καλὰς κεκτημένας·
415 αἳ πῶς ποτ᾽, ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι,
βλέπουσιν ἐς πρόσωπα τῶν ξυνευνετῶν
οὐδὲ σκότον φρίσσουσι τὸν ξυνεργάτην
τέραμνά τ᾽ οἴκων μή ποτε φθογγὴν ἀφῆι;
ἡμᾶς γὰρ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποκτείνει, φίλαι,
420 ὡς μήποτ᾽ ἄνδρα τὸν ἐμὸν αἰσχύνασ᾽ ἁλῶ,
μὴ παῖδας οὓς ἔτικτον· ἀλλ᾽ ἐλεύθεροι
παρρησίαι θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν
κλεινῶν Ἀθηνῶν, μητρὸς οὕνεκ᾽ εὐκλεεῖς.
δουλοῖ γὰρ ἄνδρα, κἂν θρασύσπλαγχνός τις ἦι,
425 ὅταν ξυνειδῆι μητρὸς ἢ πατρὸς κακά.
μόνον δὲ τοῦτό φασ᾽ ἁμιλλᾶσθαι βίωι,
γνώμην δικαίαν κἀγαθὴν ὅτωι παρῆι·
κακοὺς δὲ θνητῶν ἐξέφην᾽ ὅταν τύχηι,
προθεὶς κάτοπτρον ὥστε παρθένωι νέαι,
430 χρόνος· παρ᾽ οἷσι μήποτ᾽ ὀφθείην ἐγώ.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, τὸ σῶφρον ὡς ἁπανταχοῦ καλὸν
καὶ δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται.
***
ΦΑΙ. Κυράδες της Τροιζήνας, οπού ζείτε
στο κατώφλι της χώρας της πελόπιας,
κάποτε, στις μακριές της νύχτας ώρες
μελετούσα πώς έχουνε χαλάσει
οι ανθρώποι τη ζωή τους! Και, θαρρώ,
δεν πράττουν το κακό από φυσικού τους,
γιατί ᾽ναι μυαλωμέν᾽ οι περισσότεροι.
Μα πρέπει άλλην εξήγηση να βρούμε.
380 Ξέρουμε τα καλά και τα κατέχουμε,
μα δεν τα κάνουμε· άλλοι τα βαριούνται,
άλλοι όμως προτιμούν την ευχαρίστηση
κι όχι το πρέπιο — κι είναι δα πολλά
των ανθρώπων τα ευχάριστα ελαττώματα:
το καθισιό και το κουβεντολόγι
κι η Ντροπή, που ᾽ναι δυο λογιών: η μια
είναι καλή, κι η άλλη χαλασμός!
Κι αν στην κάθε περίσταση μπορούσαν
να ξεχωρίσουν, τότες δυο δε θα ᾽ταν
και γραμμένες με τα ψηφιά τα ίδια!
Μια και στοχάζομ᾽ έτσι εγώ, κανένα
φάρμακο δεν υπάρχει να μου αλλάξει
390 την γνώμη μου κι ανάποδα να κρίνω.
Και νά ποιό δρόμο πήρε ο λογισμός μου.
Πληγωμένη απ᾽ τον έρωτα, κοιτούσα
πώς θα μπορούσα να τον υποφέρω
τίμια, χωρίς να ντροπιασθώ. Έτσι πρώτα
έκρυβα τα δεινά μου και σιωπούσα.
Στη γλώσσα εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη.
Ξέρει τους άλλους να ορμηνεύει κι όμως
κάνει κακό πολύ στον εαυτό μας.
Δεύτερο: προσπαθούσα να βαστάξω,
όσο μπορούσ᾽ αξιόπρεπα την τρέλα μου,
γι᾽ αυτό την πολεμούσα με τη φρόνηση.
400 Τρίτο: αφού δεν μπορούσα να νικήσω
μ᾽ όλα τούτα την Κύπρη, πήρ᾽ απόφαση
να σκοτωθώ — κι αυτό ήταν το καλύτερο.
Αν να φαίνονται θέλω οι αρετές μου,
δεν θέλω να μαθαίνονται οι πομπές μου.
Το ξέρω πως δεν είναι τίμια πράματα
η αρρώστια μου κι οι τρόποι μου. Ως γυναίκα
είμ᾽ ένα πλάσμα καταφρονεμένο.
Καταραμένη να ᾽ναι αυτή, που πρώτη
τον άντρα της απάτησε με κάποιον!
Και πρωτάρχισε αυτό το παραστράτημα
410 των γυναικών απ᾽ τα μεγάλα σπίτια.
Σαν δίνουν το παράδειγμα οι αρχόντοι,
τί θες να κάνει ο παρακατιανός;
Μισώ κι αυτές που φρόνιμα τα λένε,
μα στα κρυφά τολμούν κάθε ατιμία.
Πως ημπορούνε, Κύπρη μου αφρογέννητη,
να κοιτάνε το σύγκλινό τους άντρα
καταπρόσωπα, δίχως να φοβούνται
το συνεργό τους, το σκοτάδι, κι ούτε
τη σκεπή του σπιτιού, μπας και μιλήσουν;
Τούτος ο φόβος με σκοτώνει, ω φίλες:
420 να μην πιαστώ ατιμάζοντας τον άντρα μου
και τα παιδιά μου. Θέλω στην Αθήνα
τη δοξασμένη λεύτεροι πολίτες
και με λεύτερη γλώσσα να τρανεύουν
κι απ᾽ όλους παινεμένοι για τη μάνα τους.
Όσο και να ᾽ναι παλικάρι ο άντρας,
νιώθει πως είναι δούλος, άμα ξέρει
τις ντροπές του πατέρα και της μάνας.
Και τούτα μοναχά στον κόσμο αξίζουνε:
συνείδηση γαλήνια, γνώμη δίκια!
Κι άμποτε ο χρόνος τούς κακούς ανθρώπους
να τους φανέρωνε όλους, βάζοντάς τους,
μπροστά τους, όπως κάνουν οι κοπέλες,
έναν καθρέφτη, για να ιδούν τα μούτρα τους.
430 Κι εγώ ποτές μ᾽ αυτούς να μη συντύχω.
ΧΟΡ. Ω! πόσο και παντού ᾽ναι όμορφο πράμα
η φρονιμάδα και τιμά τον άνθρωπο!
οἰκεῖτε χώρας Πελοπίας προνώπιον,
375 ἤδη ποτ᾽ ἄλλως νυκτὸς ἐν μακρῶι χρόνωι
θνητῶν ἐφρόντισ᾽ ἧι διέφθαρται βίος.
καί μοι δοκοῦσιν οὐ κατὰ γνώμης φύσιν
πράσσειν κακίον᾽· ἔστι γὰρ τό γ᾽ εὖ φρονεῖν
πολλοῖσιν· ἀλλὰ τῆιδ᾽ ἀθρητέον τόδε·
380 τὰ χρήστ᾽ ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν,
οὐκ ἐκπονοῦμεν δ᾽, οἱ μὲν ἀργίας ὕπο,
οἱ δ᾽ ἡδονὴν προθέντες ἀντὶ τοῦ καλοῦ
ἄλλην τιν᾽· εἰσὶ δ᾽ ἡδοναὶ πολλαὶ βίου,
μακραί τε λέσχαι καὶ σχολή, τερπνὸν κακόν,
385 αἰδώς τε· δισσαὶ δ᾽ εἰσίν, ἡ μὲν οὐ κακή,
ἡ δ᾽ ἄχθος οἴκων· εἰ δ᾽ ὁ καιρὸς ἦν σαφής,
οὐκ ἂν δύ᾽ ἤστην ταὔτ᾽ ἔχοντε γράμματα.
ταῦτ᾽ οὖν ἐπειδὴ τυγχάνω φρονοῦσ᾽ ἐγώ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποίωι φαρμάκωι διαφθερεῖν
390 ἔμελλον, ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν.
λέξω δὲ καί σοι τῆς ἐμῆς γνώμης ὁδόν.
ἐπεί μ᾽ ἔρως ἔτρωσεν, ἐσκόπουν ὅπως
κάλλιστ᾽ ἐνέγκαιμ᾽ αὐτόν. ἠρξάμην μὲν οὖν
ἐκ τοῦδε, σιγᾶν τήνδε καὶ κρύπτειν νόσον·
395 γλώσσηι γὰρ οὐδὲν πιστόν, ἣ θυραῖα μὲν
φρονήματ᾽ ἀνδρῶν νουθετεῖν ἐπίσταται,
αὐτὴ δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῆς πλεῖστα κέκτηται κακά.
τὸ δεύτερον δὲ τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν
τῶι σωφρονεῖν νικῶσα προυνοησάμην.
400 τρίτον δ᾽, ἐπειδὴ τοισίδ᾽ οὐκ ἐξήνυτον
Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι,
κράτιστον (οὐδεὶς ἀντερεῖ) βουλευμάτων.
ἐμοὶ γὰρ εἴη μήτε λανθάνειν καλὰ
μήτ᾽ αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν.
405 τὸ δ᾽ ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ,
γυνή τε πρὸς τοῖσδ᾽ οὖσ᾽ ἐγίγνωσκον καλῶς,
μίσημα πᾶσιν· ὡς ὄλοιτο παγκάκως
ἥτις πρὸς ἄνδρας ἤρξατ᾽ αἰσχύνειν λέχη
πρώτη θυραίους. ἐκ δὲ γενναίων δόμων
410 τόδ᾽ ἦρξε θηλείαισι γίγνεσθαι κακόν·
ὅταν γὰρ αἰσχρὰ τοῖσιν ἐσθλοῖσιν δοκῆι,
ἦ κάρτα δόξει τοῖς κακοῖς γ᾽ εἶναι καλά.
μισῶ δὲ καὶ τὰς σώφρονας μὲν ἐν λόγοις,
λάθραι δὲ τόλμας οὐ καλὰς κεκτημένας·
415 αἳ πῶς ποτ᾽, ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι,
βλέπουσιν ἐς πρόσωπα τῶν ξυνευνετῶν
οὐδὲ σκότον φρίσσουσι τὸν ξυνεργάτην
τέραμνά τ᾽ οἴκων μή ποτε φθογγὴν ἀφῆι;
ἡμᾶς γὰρ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀποκτείνει, φίλαι,
420 ὡς μήποτ᾽ ἄνδρα τὸν ἐμὸν αἰσχύνασ᾽ ἁλῶ,
μὴ παῖδας οὓς ἔτικτον· ἀλλ᾽ ἐλεύθεροι
παρρησίαι θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν
κλεινῶν Ἀθηνῶν, μητρὸς οὕνεκ᾽ εὐκλεεῖς.
δουλοῖ γὰρ ἄνδρα, κἂν θρασύσπλαγχνός τις ἦι,
425 ὅταν ξυνειδῆι μητρὸς ἢ πατρὸς κακά.
μόνον δὲ τοῦτό φασ᾽ ἁμιλλᾶσθαι βίωι,
γνώμην δικαίαν κἀγαθὴν ὅτωι παρῆι·
κακοὺς δὲ θνητῶν ἐξέφην᾽ ὅταν τύχηι,
προθεὶς κάτοπτρον ὥστε παρθένωι νέαι,
430 χρόνος· παρ᾽ οἷσι μήποτ᾽ ὀφθείην ἐγώ.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, τὸ σῶφρον ὡς ἁπανταχοῦ καλὸν
καὶ δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται.
***
ΦΑΙ. Κυράδες της Τροιζήνας, οπού ζείτε
στο κατώφλι της χώρας της πελόπιας,
κάποτε, στις μακριές της νύχτας ώρες
μελετούσα πώς έχουνε χαλάσει
οι ανθρώποι τη ζωή τους! Και, θαρρώ,
δεν πράττουν το κακό από φυσικού τους,
γιατί ᾽ναι μυαλωμέν᾽ οι περισσότεροι.
Μα πρέπει άλλην εξήγηση να βρούμε.
380 Ξέρουμε τα καλά και τα κατέχουμε,
μα δεν τα κάνουμε· άλλοι τα βαριούνται,
άλλοι όμως προτιμούν την ευχαρίστηση
κι όχι το πρέπιο — κι είναι δα πολλά
των ανθρώπων τα ευχάριστα ελαττώματα:
το καθισιό και το κουβεντολόγι
κι η Ντροπή, που ᾽ναι δυο λογιών: η μια
είναι καλή, κι η άλλη χαλασμός!
Κι αν στην κάθε περίσταση μπορούσαν
να ξεχωρίσουν, τότες δυο δε θα ᾽ταν
και γραμμένες με τα ψηφιά τα ίδια!
Μια και στοχάζομ᾽ έτσι εγώ, κανένα
φάρμακο δεν υπάρχει να μου αλλάξει
390 την γνώμη μου κι ανάποδα να κρίνω.
Και νά ποιό δρόμο πήρε ο λογισμός μου.
Πληγωμένη απ᾽ τον έρωτα, κοιτούσα
πώς θα μπορούσα να τον υποφέρω
τίμια, χωρίς να ντροπιασθώ. Έτσι πρώτα
έκρυβα τα δεινά μου και σιωπούσα.
Στη γλώσσα εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη.
Ξέρει τους άλλους να ορμηνεύει κι όμως
κάνει κακό πολύ στον εαυτό μας.
Δεύτερο: προσπαθούσα να βαστάξω,
όσο μπορούσ᾽ αξιόπρεπα την τρέλα μου,
γι᾽ αυτό την πολεμούσα με τη φρόνηση.
400 Τρίτο: αφού δεν μπορούσα να νικήσω
μ᾽ όλα τούτα την Κύπρη, πήρ᾽ απόφαση
να σκοτωθώ — κι αυτό ήταν το καλύτερο.
Αν να φαίνονται θέλω οι αρετές μου,
δεν θέλω να μαθαίνονται οι πομπές μου.
Το ξέρω πως δεν είναι τίμια πράματα
η αρρώστια μου κι οι τρόποι μου. Ως γυναίκα
είμ᾽ ένα πλάσμα καταφρονεμένο.
Καταραμένη να ᾽ναι αυτή, που πρώτη
τον άντρα της απάτησε με κάποιον!
Και πρωτάρχισε αυτό το παραστράτημα
410 των γυναικών απ᾽ τα μεγάλα σπίτια.
Σαν δίνουν το παράδειγμα οι αρχόντοι,
τί θες να κάνει ο παρακατιανός;
Μισώ κι αυτές που φρόνιμα τα λένε,
μα στα κρυφά τολμούν κάθε ατιμία.
Πως ημπορούνε, Κύπρη μου αφρογέννητη,
να κοιτάνε το σύγκλινό τους άντρα
καταπρόσωπα, δίχως να φοβούνται
το συνεργό τους, το σκοτάδι, κι ούτε
τη σκεπή του σπιτιού, μπας και μιλήσουν;
Τούτος ο φόβος με σκοτώνει, ω φίλες:
420 να μην πιαστώ ατιμάζοντας τον άντρα μου
και τα παιδιά μου. Θέλω στην Αθήνα
τη δοξασμένη λεύτεροι πολίτες
και με λεύτερη γλώσσα να τρανεύουν
κι απ᾽ όλους παινεμένοι για τη μάνα τους.
Όσο και να ᾽ναι παλικάρι ο άντρας,
νιώθει πως είναι δούλος, άμα ξέρει
τις ντροπές του πατέρα και της μάνας.
Και τούτα μοναχά στον κόσμο αξίζουνε:
συνείδηση γαλήνια, γνώμη δίκια!
Κι άμποτε ο χρόνος τούς κακούς ανθρώπους
να τους φανέρωνε όλους, βάζοντάς τους,
μπροστά τους, όπως κάνουν οι κοπέλες,
έναν καθρέφτη, για να ιδούν τα μούτρα τους.
430 Κι εγώ ποτές μ᾽ αυτούς να μη συντύχω.
ΧΟΡ. Ω! πόσο και παντού ᾽ναι όμορφο πράμα
η φρονιμάδα και τιμά τον άνθρωπο!