Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (4.351-4.434)

Αἰγύπτῳ μ᾽ ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι
ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας.
οἱ δ᾽ αἰεὶ βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων.
νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ
355 Αἰγύπτου προπάροιθε, Φάρον δέ ἑ κικλήσκουσι,
τόσσον ἄνευθ᾽, ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς
ἤνυσεν, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν·
ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ὅθεν τ᾽ ἀπὸ νῆας ἐΐσας
ἐς πόντον βάλλουσιν, ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ.
360 ἔνθα μ᾽ ἐείκοσιν ἤματ᾽ ἔχον θεοί, οὐδέ ποτ᾽ οὖροι
πνείοντες φαίνονθ᾽ ἁλιαέες, οἵ ῥά τε νηῶν
πομπῆες γίγνονται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
καί νύ κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν,
εἰ μή τίς με θεῶν ὀλοφύρατο καί μ᾽ ἐλέησε,
365 Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος,
Εἰδοθέη· τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα,
ἥ μ᾽ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο νόσφιν ἑταίρων·
αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον
γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
370 ἡ δ᾽ ἐμεῦ ἄγχι στᾶσα ἔπος φάτο φώνησέν τε·
νήπιός εἰς, ὦ ξεῖνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων,
ἦε ἑκὼν μεθιεῖς καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων;
ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ
εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.
375 ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
ἐκ μέν τοι ἐρέω, ἥ τις σύ πέρ ἐσσι θεάων,
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι, ἀλλά νυ μέλλω
ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν,
380 ὅς τίς μ᾽ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου,
νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων ἅλιος νημερτής,
385 ἀθάνατος, Πρωτεὺς Αἰγύπτιος, ὅς τε θαλάσσης
πάσης βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνος ὑποδμώς·
τὸν δέ τ᾽ ἐμόν φασιν πατέρ᾽ ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσθαι.
τόν γ᾽ εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
390 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.
καὶ δέ κέ τοι εἴπῃσι, διοτρεφές, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
ὅττι τοι ἐν μεγάροισι κακόν τ᾽ ἀγαθόν τε τέτυκται,
οἰχομένοιο σέθεν δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
395 αὐτὴ νῦν φράζευ σὺ λόχον θείοιο γέροντος,
μή πώς με προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς ἀλέηται·
ἀργαλέος γάρ τ᾽ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι.
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
400 ἦμος δ᾽ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ,
τῆμος ἄρ᾽ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς
πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο, μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς,
ἐκ δ᾽ ἐλθὼν κοιμᾶται ὑπὸ σπέεσι γλαφυροῖσιν·
ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης
405 ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,
πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν.
ἔνθα σ᾽ ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
εὐνάσω ἑξείης· σὺ δ᾽ ἐῢ κρίνασθαι ἑταίρους
τρεῖς, οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐϋσσέλμοισιν ἄριστοι.
410 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος.
φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν·
αὐτὰρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται ἠδὲ ἴδηται,
λέξεται ἐν μέσσῃσι, νομεὺς ὣς πώεσι μήλων.
τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτα κατευνηθέντα ἴδησθε,
415 καὶ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε,
αὖθι δ᾽ ἔχειν μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι.
πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ᾽ ἐπὶ γαῖαν
ἑρπετὰ γίγνονται καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ·
ὑμεῖς δ᾽ ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν.
420 ἀλλ᾽ ὅτε κεν δή σ᾽ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι,
τοῖος ἐὼν οἷόν κε κατευνηθέντα ἴδησθε,
καὶ τότε δὴ σχέσθαι τε βίης λῦσαί τε γέροντα,
ἥρως, εἴρεσθαι δὲ θεῶν ὅς τίς σε χαλέπτει,
νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.
425 ὣς εἰποῦσ᾽ ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα·
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας, ὅθ᾽ ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν,
ἤϊα· πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
δόρπον θ᾽ ὁπλισάμεσθ᾽, ἐπί τ᾽ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ·
430 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσης εὐρυπόροιο
ἤϊα πολλὰ θεοὺς γουνούμενος· αὐτὰρ ἑταίρους
τρεῖς ἄγον, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν.

***
Στην Αίγυπτο οι θεοί ακόμη με κρατούσαν, μόλο που τόσο
επιθυμούσα να γυρίσω πίσω, γιατί δεν τους επρόσφερα θυσία
λαμπρή τις εκατόμβες — αλλά οι αθάνατοι πάντοτε θέλουν
να θυμόμαστε τις εντολές τους.
Ένα νησί βρίσκεται εκεί, το βρέχει η ταραγμένη θάλασσα,
αντικριστά στην Αίγυπτο, το λένε Φάρος·
απέχει τόσο απ᾽ τη στεριά, που ένα καράβι βαθουλό μες σε μια μέρα
θα μπορούσε να κάνει την απόσταση, φτάνει να το συντρόφευε
με τις πνοές του ούριος άνεμος.
Έχει λιμάνι απάνεμο, όπου τα πλοία ισόρροπα,
προτού ανοιχτούν στο πέλαγος, τραβούν νερό από σκοτεινές πηγές.
360 Εκεί λοιπόν μ᾽ εμπόδιζαν είκοσι μέρες οι θεοί· κι ούτε στιγμή
δεν έλεγαν τη θάλασσα να κυματίσουν άνεμοι της στεριάς καλοί,
που όταν φυσούν, γίνονται σύντροφοι των καραβιών
στα πλάτη της θαλάσσης.
Στο μεταξύ θα τέλειωναν κι όλες μας οι τροφές, μαζί τους των συντρόφων
το κουράγιο, αν δεν με σπλαχνιζόταν μια θεά να μ᾽ ελεήσει·
του αδάμαστου Πρωτέα η κόρη, του ενάλιου γέροντα,
η Ειδοθέη — εκείνης την καρδιά φαίνεται πως πολύ συγκίνησα.
Κι όπως παράδερνα μονάχος στο νησί, απ᾽ τους συντρόφους χωρισμένος,
φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου· αυτοί περιτριγύριζαν τις όχθες
του νησιού κι όλη τη μέρα ψάρευαν με τα καμπύλα αγκίστρια,
γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
370 Στάθηκε τότε εκείνη πλάι μου, μιλώντας είπε:
«Ξένε μου, παραείσαι νήπιος· χαλάρωσε κι ο νους σου; ή μήπως
θεληματικά μού αφήνεσαι, απολαμβάνοντας τον πόνο των παθών σου;
Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, και δεν μπορείς να βρεις
κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή
των φίλων σου.»
Στον λόγο της εγώ αποκρίθηκα με τον δικό μου λόγο:
«Θα σου μιλήσω φανερά, όποια θεά κι αν είσαι.
Όχι, δεν αποκλείστηκα από μόνος μου· μάλλον θα πρέπει
να ᾽χω σφάλει στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Αλλά από σένα τώρα περιμένω να μου πεις, αφού οι αθάνατοι
380 ξέρουν τα πάντα, το ποιος θεός δεμένο με κρατεί, ποιος έκλεισε
τον δρόμο μου, το πώς θα βρω τον νόστο μου, περνώντας
το ψαρίσιο πέλαγος.»
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη, σεβαστή θεά, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Ξένε, θα σου μιλήσω ειλικρινά και τίμια:
στα μέρη αυτά κυκλοφορεί ο ενάλιος γέρος που ποτέ δεν σφάλλει,
αθάνατος ο Αιγύπτιος Πρωτέας, που ορίζει με τη γνώση του
όλης της θάλασσας τα βάθη, στον Ποσειδώνα ωστόσο υποτελής —
λένε πως είναι εκείνος που με γέννησε, ο πατέρας μου.
Αυτόν λοιπόν, αν με κάποιον τρόπο εσύ κατόρθωνες να παγιδέψεις,
να τον πιάσεις, θα ᾽ταν σε θέση να σου πει τον νόστο σου,
να σου μετρήσει το μακρύ ταξίδι,
390 το πώς θα γύριζες περνώντας το ψαρίσιο πέλαγος.
Ακόμη, ξένε ευγενικέ, ανίσως θέλεις, εκείνος θα μπορούσε να σου μαρτυρήσει
και τι κακό ή καλό έχει συντελεστεί μες στο παλάτι σου,
αφότου εσύ πήρες τον τόσο μακρινό, μαρτυρικό σου δρόμο φεύγοντας.»
Στα λόγια της εγώ μ᾽ αυτά τα λόγια ανταποκρίθηκα:
«Εξήγησέ μου τώρα εσύ το πώς να παγιδέψω τον θεϊκό Πρωτέα,
μήπως προλάβει να με δει, με αναγνωρίσει πρώτος και ξεφύγει·
γιατί είναι δύσκολο θεός να δαμαστεί από θνητού το χέρι.»
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως μου αποκρίθηκε:
«Ό,τι ρωτάς θα το εξηγήσω εγώ, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
400 Όταν ο ήλιος ανεβαίνοντας φτάσει στη μέση του ουρανού,
τότε κι ο άσφαλτος, ενάλιος γέροντας βγαίνει απ᾽ τη θάλασσα
με του ζεφύρου τις πνοές, στο μαύρο του νερού ανατρίχιασμα
κρυμμένος, και βγαίνοντας βαθιά κοιμάται σε θολωτές σπηλιές.
Γύρω του αθρόες φώκιες άποδες, κόρες της όμορφης θαλασσινής θεάς,
κι αυτές αφήνουν το ψαρί νερό και δίπλα του πλαγιάζουν,
βαριά αναδίνοντας τη μυρωδιά του απύθμενου πελάγους.
Εκεί λοιπόν, μόλις χαράζοντας φανεί η αυγή, θα σε οδηγήσω
εγώ, να γείρεις πλάι τους· αλλά κι εσύ ξεδιάλεξε
τρεις από τους συντρόφους σου — ας είναι
των καραβιών με τις γερές κουβέρτες οι καλύτεροι.
410 Και τώρα θα σου πω κι όλες του γέροντα τις πονηριές·
τις φώκιες πρώτα θα μετρήσει, βήμα βήμα,
κι αφού τις δει και λογαριάζοντας στα πέντε δάχτυλα
τις βρει σωστές, θα πέσει εκεί στη μέση να πλαγιάσει,
σαν τον βοσκό με το κοπάδι του ανάμεσα στα πρόβατά του.
Κι όταν τον δείτε πια στον ύπνο βυθισμένο,
δικό σας μέλημα, με βία και δύναμη να τον κρατήσετε
γερά, όσο κι αν δέρνεται παλεύοντας να σας ξεφύγει.
Γιατί θα δοκιμάσει αλλάζοντας την όψη του μ᾽ ό,τι ερπετό
στο χώμα σέρνεται, θα γίνει και νερό, κι ακαταμάχητη φωτιά.
Όμως εσείς μην τον αφήσετε απ᾽ τα χέρια σας,
όλο και δυνατότερο το σφίξιμό σας.
420 Και μόνο όταν μιλώντας σάς ρωτήσει,
ίδιος στην όψη πάλι, όπως τον είδατε προτού ξαπλώσει,
τότε κι εσύ τη βία χαλάρωσε, λύσε τον γέροντα,
γενναίε, και ρώτησέ τον ποιος θεός σε κατατρέχει,
τον νόστο να σου πει, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγος.»
Τον λόγο της τελειώνοντας, βυθίστηκε στο κύμα της θαλάσσης.
Όσο για μένα, τράβηξα στα καράβια, στημένα εκεί στην άμμο,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Αλλ᾽ όταν, στο ακροθαλάσσι κατεβαίνοντας έφτασα το καράβι,
φροντίσαμε το δείπνο μας κι έπεσε το σκοτάδι
430 νύχτας αθάνατης — εμείς πλαγιάσαμε στο περιγιάλι τότε.
Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωσε ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
προχώρησα στην αμμουδιά μιας θάλασσας απέραντης
κι εκεί γονυπετής παρακαλιόμουν τους θεούς· πήρα μαζί μου
και τους τρεις συντρόφους — σ᾽ αυτούς που είχα την πιο μεγάλη εμπιστοσύνη
στην κάθε κίνησή μου.

Δεν φτιαχτήκαμε όλοι, από τα ίδια υλικά

Ο καθένας είναι φτιαγμένος από διαφορετικά υλικά και από αυτό αρχίζουν και τελειώνουν όλα.
Η διαφορετικότητά μας μας φέρνει κοντά με τους άλλους ανθρώπους αλλά και μας διώχνει μακριά τους.
Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ίδιοι για να νιώθουμε πιο ταιριαστοί, πρέπει να αποδεχόμαστε τον άλλον για αυτό ακριβώς που είναι. Δυστυχώς έχουμε τη συνήθεια να κρίνουμε ή να συμβουλεύουμε τον άλλον με βάση αυτό που είμαστε και πολλές φορές ξεχνάμε πως ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες, τα δικά του θέλω, τις δικές του αντοχές. Εκεί που σκεφτόμαστε με βάση εμάς πρέπει να χρησιμοποιούμε και την ενσυναίσθηση μας, να σκεφτόμαστε έστω και λίγο όπως ο άλλος, να μην τον κρίνουμε τόσο εύκολα, να μην καταδικάζουμε τον άλλον με έναν τρόπο που καθόλου δε θέλουμε να μας το κάνουν.
Έχω κρίνει και εγώ πολλά φορές ανθρώπους “διαφορετικούς “από εμένα και πάντα στο τέλος μου αποδείκνυαν ότι έκανα λάθος, ότι δεν έπρεπε να τους μιλήσω έτσι, δεν έπρεπε να σχολιάσω τον τρόπο που χειρίζονται τη ζωή τους βασιζόμενη στο τι θα έκανα εγώ στη θέση τους.
Αυτό το “αν ήμουν εγώ στη θέση σου” και το “ναι αλλά αν εγώ ήμουν εσύ” πόσες φορές τα έχουμε ακούσει και πόσες φορές έχουμε εκνευριστεί με αυτού του είδους τις φράσεις και άλλες πόσες φορές πέσαμε στην λούμπα να τις ξεστομίζουμε και εμείς.
Και αν καθίσουμε και το σκεφτούμε είναι άδικο, ναι είναι άδικο να λέμε στον άλλον τι θα κάναμε στη θέση του γιατί πολλά απλά ούτε στη θέση του βρεθήκαμε, ούτε τη ζωή έχουμε ζήσει για να μπορούμε να συμβουλεύσουμε με τόση ευκολία τον άλλον, την ίδια στιγμή που αδυνατούμε να συμβουλεύσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Γι’ αυτό λοιπόν πριν μιλήσουμε ας σκεφτούμε, πριν απομακρυνθούμε από κάποιον ας προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε, πριν κρίνουμε τον άλλον ας κρίνουμε τον εαυτό μας.
Γιατί όπως είπα και στην αρχή η διαφορετικότητα μας είναι αυτή που μας κάνει να φεύγουμε μακριά από κάποιον, γιατί απλώς δεν ταιριάξαμε αλλά και να μας φέρνει κοντά, να μας κάνει να αισθανόμαστε τόσο όμορφα συναισθήματα όπως είναι η αγάπη, η χαρά, το ενδιαφέρον και άλλα πόσα.
Ας μείνουμε στα καλά, ας μην τρέφουμε συνεχώς τη ψυχή τη δική μας και των άλλων με αρνητικά συναισθήματα και επιτέλους ας δεχτούμε τον εαυτό μας και τους άλλους για αυτό που είναι!

Η παγίδα του ανεκπλήρωτου έρωτα είναι πως μένει άφθαρτος

«Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δε ζήσαμε. Οι έρωτες, οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα σ’ αγαπώ που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε. Ίσως τα όχι μας, μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα ναι μας. Ίσως…»

Ο αξεπέραστος Καβάφης έχει αποδώσει με τον πιο ουσιώδη τρόπο την έννοια του ανεκπλήρωτου. Το συναίσθημα που γεννάνε οι ανεκπλήρωτοι έρωτες είναι ίσως απροσπέλαστο ως προς τις προσδοκίες που έχει κάποιος. Γιατί η αλήθεια είναι πως οι προσδοκίες γεννάνε με τη σειρά τους ελπίδες κι αυτά όνειρα κι εκείνα πλάνα. Που μπορεί και να μη συμβούν. Ίσως…

Λένε πως η παγίδα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα είναι ότι παραμένει άφθαρτος στη σκέψη μας. Κι αυτή είναι η βάση για να ξεκινήσει το ανεκπλήρωτο. Τα «σ΄ αγαπώ» που δεν τολμήσαμε να πούμε γιατί θεωρήσαμε πως το timing δεν είναι σωστό. Τα φιλιά που τσιγκουνευτήκαμε να δώσουμε επειδή φοβηθήκαμε να το κάνουμε. Ή μπορεί να είδαμε κάτι και να μην το τολμήσαμε τελικά.

Το ανεκπλήρωτο καταφέρνει να μένει άφθαρτο γιατί απλούστατα δεν το βίωσες όπως το είχες πλάσει στο μυαλό σου. Δεν το «τσαλάκωσε» καμία καθημερινότητα. Δεν το «θόλωσε» καμία υποχώρηση ή οπισθοχώρηση. Δεν παραδόθηκε σε κανένα κανόνα σχέσης κι αρνήθηκε να χωρέσει σε καλούπι. Το ανεκπλήρωτο συναίσθημα καταφέρνει να παραμένει αέρινο κι ελεύθερο γοητευμένο από το πέπλο μιας άσβεστης προσωπικής ανάγκης: ν’ ανήκεις και να είσαι κομμάτι ενός μεγάλου συναισθήματος που συνεπαίρνει ψυχή, μυαλό και σώμα.

Και κάπως έτσι, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας φαντάζει ιδανικός. Μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός παραμυθιού. Νομίζεις πως οι πρωταγωνιστές του είναι οι ιδανικοί παρτενέρ με τις τέλειες ατάκες. Πλάθεις με το μυαλό σου εικόνες και τους τοποθετείς μέσα σ’ αυτές, πλέκοντας ένα ειδύλλιο. Ένα ρομάντζο που θα εξελισσόταν σε τι; Έχεις την απάντηση;

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο απόλυτα εξιδανικευμένος έχει διττή σημασία. Από τη μια αποτελεί την τέλεια παγίδα αφού έχοντας κατά νου το άπιαστο συναίσθημα, εκείνο που δεν ικανοποιήθηκε ρεαλιστικά παρά μόνο στα σοκάκια του μυαλού μας, ίσως να αποτελέσει τροχοπέδη ως κριτήριο για επόμενους έρωτες. Το πέπλο του μυστηρίου που καλύπτει μια ανικανοποίητη αγάπη μπορεί να θολώσει τις ευκαιρίες για μια επόμενη.

Από την άλλη, αυτός ο γλυκός και ταυτόχρονα εθιστικός βασανισμός σκέψεων και σεναρίων μπορεί να φτάσει τελικά στην απομυθοποίησή του. Φτάνει μόνο ν’ αναρωτηθούμε «γιατί» δεν πέτυχε. Μήπως δεν ήταν σωστό το timing δυο ανθρώπων που συναντήθηκαν στη ζωή; Μήπως οι αντοχές δεν ήταν αντίστοιχες της δύναμης και της έντασης του συναισθήματος; Μήπως όλο αυτό που βιώσατε έμελλε να παραμείνει πλατωνικό ώστε να μη χάσει την αίγλη του;

Όπως και να το δούμε το θέμα, και μόνο η φράση «ανεκπλήρωτο συναίσθημα» δελεάζει. Κεντρίζει το ενδιαφέρον και θα συνεχίσει να το κάνει για πολλούς εκεί έξω. Ενδόμυχα σε παρασέρνει σε μονοπάτια πάθους και γοητείας. Κρατιέσαι και σκαλώνεις σε λέξεις και στιγμές λες κι αυτές θα είναι οι αποδείξεις που αποζητάς για να επιβεβαιώσεις αυτό που δε θέλεις να σου καταρρίψει κανείς. Το ότι θα ήταν τέλειο, αλλά δε συνέβη.

Λένε πως οι ανεκπλήρωτοι έρωτες ζουν αιώνια. Σαν μια ρομαντική κατάρα που σέρνεις μαζί σου στη ζωή. Σαν ένα κίνητρο για να νιώθεις ποθητός κι αναγκαίος. Παραβλέποντας έτσι τη πραγματικότητα και την αλήθεια που φέρει οποιαδήποτε σχέση. Ίσως όμως οι ανεκπλήρωτοι έρωτες να μη φοράνε τη κάπα του υπερήρωα. Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο άφθαρτοι. Να είναι αυτό που λέει και η ίδια η λέξη. Ξεκάθαρα άνευ αποτελέσματος.

Το θέμα δεν είναι να ξεχάσεις αλλά όπως λέει κι ο Καβάφης να θυμάσαι τι είναι αυτό που δεν εκπλήρωσες εσύ από τη δική σου πλευρά. Ώστε να ξέρεις για την επόμενη φορά. Τι τσιγκουνεύτηκες και τι σε κράτησε πίσω. Τι δεν έδωσες και τι φοβήθηκες. Για όλους έχει η ζωή. Δυνατές συγκινήσεις, αέρινα ρομάντζα, βασανιστικές αγάπες και φυσικά ανεκπλήρωτους έρωτες. Η ουσία είναι να μπορείς να απομυθοποιείς οτιδήποτε φαντάζει ιδανικό. Να το σπας σε κομμάτια και να το βάζεις στο μικροσκόπιο. Δε θα χάσει τη λάμψη του, μη φοβάσαι. Αλλά θα λάμψει με βεβαιότητα η δική του κρυμμένη αλήθεια.

Αφιερωμένο στα άφθαρτα ιδανικά του μυαλού μας.

Βολική η θέση του πληγωμένου

Όταν μια πληγή κλείσει, μένει το σημάδι. Ένα παράσημο που νοερά υπενθυμίζει πως κάποτε, για μια στιγμή, φιλοξένησε ένα διαφορετικό συναίσθημα. Ένα συναίσθημα χαράς, ενθουσιασμού, ελπίδας και μιας αγάπης που καλλιεργούταν, ίσως μονόπλευρα. Υπάρχει μια σύγχυση πως αυτές οι εμπειρίες κι οι στιγμές συμβάλλουν με τρόπο ανασταλτικό στην εξέλιξη την πορείας των ερώτων μας κι ακόμη κι αν συμβεί μία και καλή η στραβή, μπορεί και να μας σημαδέψει για πάντα.

Δε χρειάζεται μια δυσάρεστη στιγμή να γίνει θεσμός. Ένας θεσμός, που κάθε νέα προσπάθεια την πετάει στον γκρεμό. Ένα τετελεσμένο γεγονός που τελικά άλλαξε ιδίωμα κι από όνειρο έγινε ναυάγιο. Μια σχέση που ήρθε στο τέρμα της κι ήταν αρκετή για να δημιουργήσει ρήξη στον εσωτερικό κόσμο. Θα ξεσπάσει αυτός που χωρίζει, σίγουρα, θα κλάψει, θα αφήσει όλο αυτό που έχει μέσα του ν’ απελευθερωθεί. Σ’ εκείνες τις πολύ δικές του στιγμές, όμως, θα γίνει και μια αναθεώρηση.

Κι έτσι απλά, μέσα από τον πόνο θα κληθεί να προχωρήσει μπροστά ή να μείνει στάσιμος. Τι από τα δύο θα υπερισχύσει, θα έχει πάντα να κάνει με το βάθος της πληγής αλλά και τη διάθεση για ίαση. Όλες οι νέες περιπτώσεις που έχει να διαχειριστεί, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία, θα έχουν ήδη απορριφθεί, αν διαλέξει να μείνει στο ίδιο σημείο. Δε χρειάζεται ν’ αναπνεύσει- ποιος χρειάζεται αέρα άλλωστε. Δε χρειάζεται να προσπαθήσει, αφού θα έχει εξ αρχής αποτύχει. Δε χρειάζεται να ταξιδέψει, αφού έχει για πάντα αγκυροβολήσει.

Ίσως είναι η οπτική που ο ίδιος μπορεί και θέλει να αντικρίζει, ίσως να είναι μια νέα σταθερά στη ζωή του. Είναι ανησυχητικό να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα όλες οι καινούριες αρχές, χάριν μιας παλιάς κακής επιλογής. Μέσα σε τόσες διαφορετικές περιπτώσεις, σε νέες ενδεχόμενες εξελίξεις, είναι ζοφερό να υπάρχει πάντα ο ίδιος επίλογος. Κάτι υπάρχει που δε λειτουργεί, κάτι που δείχνει πως η λανθασμένη έκβαση δεν είναι αποτέλεσμα τύχης και κακής συγκυρίας αλλά επιλογής. Είναι εκείνη που βόλεψε ως ιδέα.

Δεν είναι αντιληπτό πάντα πως αυτό που προσεγγίζει άθελα του κανείς, είναι αυτό που ο ίδιος έχει μέσα του. Ακόμη κι αν μεμψιμοιρεί και παραπονιέται ανοιχτά γιατί έχει αυτόν τον ιδιαίτερο «μαγνήτη», είναι γιατί αυτό ψάχνει. Μια σχέση ν’ αποτύχει. Ο τρόπος που εκφράζεται, οι σκέψεις του, οι πράξεις του, δείχνουν πως θέλει να μείνει μόνος. Είναι θέμα, συμπεριφοράς, ενέργειας και πίστης. Ως ένα βαθμό, κάποιοι αντιλαμβάνονται πως υπάρχει κάποια δυσκολία, αλλά οι περισσότεροι κωλύονται να προχωρήσουν έμπρακτα σε μια πιο καθολική λύση, καθώς η ηττοπάθεια έχει τον τρόπο της να σε αγκαλιάζει και να σε κρατάει στον πάτο. Συχνά, είναι αρκετά δύσκολο ν’ απευθυνθούν σε κάποιον που θα τους βοηθήσει, ενώ δεν είναι πάντα έτοιμοι να κάνουν τη σχετική δουλειά με τον εαυτό τους. Θεωρούν, ότι δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, απλώς το σύμπαν δεν τους κάνει τη χάρη. Παραμένουν σ’ εκείνο το σημείο της αναγνώρισης, αλλά όχι στο επόμενο που θα είναι κι η αλλαγή τους.

Το ταξίδι για τη γνωριμία του εαυτού μας, είναι το σημαντικότερο απ’ όλα, ακόμα και στον έρωτα και τις αποτυχίες αυτού. Παίρνει χρόνια και πολλές φορές η Ιθάκη είναι ένας ανύπαρκτος προορισμός. Μια ιστορία που μας πλήγωσε, μια ταλαιπωρημένη ψυχή που μπαίνει και βγαίνει από ψυχοφθόρες σχέσεις χωρίς αντίκρυσμα, φιλίες και συνεργασίες χωρίς αποτέλεσμα, είναι όλα μοτίβα που μπορούμε να σπάσουμε. Τα παθήματα-μαθήματα, έχουν διδακτικό χαρακτήρα, αλλά αν δε γίνονται αντιληπτά, είναι βασανιστήρια που καλείται ο καθένας να βιώσει.

Γιατί σίγουρα, εκείνη η σχέση, η γνωριμία, η συνεργασία που δεν κύλησε για διάφορους λόγους δεν είναι ολόκληρη η ροή της ζωής σου. Δεν είναι το θέσφατο που πρέπει να καθορίσει τον τρόπο που λειτουργείς. Είναι μια εμπειρία, που άφησε μια ουλή, να έχουμε να λέμε ιστορίες.

Πότε και πώς το άγχος μας γίνεται επικίνδυνο;

Στην κοινωνία του σήμερα, με τους γρήγορους, σχεδόν άπιαστους, ρυθμούς της, όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια του στρες. Αγχωνόμαστε για κάθε λογής κατάσταση και γεγονός, ενώ η ίδια η λέξη έχει γίνει κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου μας. Σε έναν βαθμό, αυτό είναι λογικό – είναι στην φύση του ανθρώπου να αγχώνεται. Αυτό γιατί, από τους πρώτους αιώνες της εξέλιξής μας ως είδος, το συναίσθημα του άγχους χρησίμευε ώστε να αντιλαμβανόμαστε πιθανούς κινδύνους (κυριολεκτικούς και μεταφορικούς) και να αντιδρούμε κατάλληλα σε αυτούς – είτε με το να τους αντιμετωπίζουμε είτε με το να τους αποφεύγουμε. Ετούτη, η ενστικτώδης αντίδραση λέγεται ‘fight or flight’ και αντιπροσωπεύει την σημασία του άγχους για τον άνθρωπο.

Έτσι, το στρες μας είναι εν μέρει τόσο κατανοητό όσο και απαραίτητο. Σε έναν βαθμό. Γιατί από εκεί και πέρα, το συναίσθημα αποκτά σχεδόν ζωή από μόνο του, εξαπλώνεται και μας κυριεύει – κατάσταση που δεν επιφέρει κανένα όφελος στον άνθρωπο. Πότε το στρες μας ξεπερνά τα υγιή (απαραίτητα) επίπεδα; Πώς μπορούμε να το αναγνωρίζουμε εγκαίρως; Τι επιπτώσεις έχει αυτό; Το άγχος μας, εμφανίζεται στην σκέψη, το συναίσθημα και στο ίδιο το σώμα. Παρατηρώντας αυτά, μπορούμε να καταλάβουμε πότε είμαστε υπερβολικά αγχωμένοι και να κάνουμε προσπάθεια να το μετριάσουμε.

Στον τομέα της σκέψης το άγχος εμφανίζεται με την μορφή αρνητικών σκέψεων, που είναι συχνά παράλογες ή υπερβολικές. Έτσι, όταν είμαστε αγχωμένοι τείνουμε να ‘τα βλέπουμε όλα μαύρα’: Δημιουργούμε αρνητικά πιθανά σενάρια στο νου μας, καταστροφολογούμε, αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τα θετικά μιας κατάστασης. Ετούτες οι αρνητικές σκέψεις, με την σειρά τους, ξυπνούν αρνητικά συναισθήματα: νιώθουμε πιεσμένοι, φοβισμένοι, ίσως ακόμα και θυμωμένοι ή αγανακτισμένοι. Όσο το άγχος αυξάνεται, μπορεί να νιώσουμε αβοήθητοι, πως πνιγόμαστε και δεν υπάρχει λύση στο εκάστοτε πρόβλημα, ώσπου να καταλήξουμε να νιώθουμε απόγνωση. Όλα αυτά βέβαια έχουν αντίκτυπο και στο σώμα μας. Όταν είμαστε αγχωμένοι μπορεί να βιώνουμε μια γενικότερη σωματική ένταση. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε ανεβασμένους παλμούς της καρδιάς (και πίεση), ακαθόριστη και κοφτή ανάσα, τρεμάμενα άκρα, ‘πλάκωμα’ στο στήθος, σφίξιμο στο στομάχι. Συχνά μπορεί να νιώθουμε κουρασμένοι και εξουθενωμένοι, περισσότερο από το αναμενόμενο, ενώ ένα αίσθημα ‘αρρώστιας’ μας κυριεύει.

Έτσι, το άγχος μας μετατρέπεται σε full time ημερήσιο πρόγραμμα.

ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ, ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ.

Στην σκέψη, δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε, να θυμηθούμε και να παράγουμε πνευματική δουλειά. Συναισθηματικά, η κακή διάθεση και η ένταση γίνονται ρουτίνα, και τέλος σωματικά, κανείς μπορεί να εμφανίσει πληθώρα ψυχοσωματικών συμπτωμάτων (δηλαδή προβλημάτων υγείας του σώματος που δεν εξηγούνται από σωματική πάθηση). Εδώ πρέπει να τονιστεί πως τα τελευταία χρόνια, ένα τεράστιο κύμα ερευνών έχει εστιάσει στις επιπτώσεις του χρόνιου άγχους στην υγεία. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες βρήκαν σημαντική σχέση μεταξύ των υψηλών επιπέδων άγχους (μακροπρόθεσμα) και διαφόρων ασθενειών – από καρδιαγγειακά νοσήματα, μέχρι και καρκίνο.

Το άγχος λοιπόν είναι μια κατάσταση που μας επηρεάζει σε πολλά επίπεδα – γεγονός που το κάνει δύσκολο στην αναγνώριση ως πηγή του προβλήματος. Παρατηρώντας τον εαυτό μας μπορούμε να διακρίνουμε πότε εμφανίζουμε τα συμπτώματα του άγχους συναισθηματικά, γνωστικά και σωματικά, με σκοπό να αποφύγουμε να μετατραπεί σε μακροχρόνια μόνιμη κατάσταση, με αρνητικό αντίκτυπο στην ζωή και την καθημερινότητά μας.

Εκείνος που στις δυσκολίες μπορεί να προχωρήσει μόνος του γίνεται μαγνήτης ανθρώπων και θαυμάτων

“Θυματοποιώ τον εαυτό μου για να νιώσω σημαντικός;”

” Έτσι είναι. Αποδεδειγμένο επιστημονικά! Οι άρρωστοι, οι προδομένοι, οι χωρισμένοι, όλοι αυτοί δεν είναι θύματα της ζωής; Όπου κι αν σταθούμε, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει. Αν σκύψουμε το κεφάλι και παραδοθούμε, ξέρεις πόσο εύκολη γίνεται η ζωή μας;”

“Εύκολη;”, απόρησα.

“Ναι, εύκολη. ‘Ένας με κακή μοίρα, ένας κακομοίρης δηλαδή, τραβάει γύρω του πολλούς ανθρώπους που έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν- άλλοι από θέση και άλλοι από φύση. Όμως τους ζητάει, τους τραβάει γύρω του, και έτσι δεν είναι μόνος. Ασχολούνται όλοι μαζί του. Σκύβουν πάνω από το πρόβλημά του, με σκοπό να μετριάσουν το βάρος. Γίνεται λοιπόν σημαντικός!

Απεναντίας, αν ένας άνθρωπος αποδεχθεί την δύσκολη μοίρα του και σηκώσει το κεφάλι προχωρώντας γενναία μπροστά, τότε δεν δηλώνει ότι έχει ανάγκη βοήθειας από κάποιον. Και μένει μόνος.

Πρόσεξε τώρα. Στην πρώτη περίπτωση, οι φιλεύσπλαχνοι κάποια στιγμή, βαριούνται, κουράζονται από την κακομοιριά, και βαθμιαία αποσύρονται. Εκεί το θύμα της ζωής θεωρεί ότι μέσα στην κατάρα του έμεινε επιπλέον και μόνος, και έτσι θυματοποιεί περισσότερο τον εαυτό του. Εγώ πονάω, εγώ είμαι μόνος, εγώ, εγώ, εγώ… Τόσο εγώ μαζεμένο σ’ έναν άνθρωπο μόνο σημαντικό τον κάνει να νιώθει. Τόσο σημαντικό, που ενδόμυχα θεωρεί και υποχρεωμένους τους γύρω του να παραμείνουν εκεί, γύρω του. Αργά αλλά σταθερά όλη η γη γυρίζει γύρω του.

Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε τον συνειδητοποιημένο άνθρωπο. Στην αρχή ο άνθρωπος αυτός δεν έχει βοηθούς, γιατί δεν έχει διακηρύξει με τη στάση του ότι τους έχει ανάγκη. Χαμογελάει και προχωράει μόνος του τον δύσκολο αυτό δρόμο, κάνοντας τα πόδια του δυνατότερα, αφού περπατάει μόνος του, τον νου του δυνατότερο, αφού σκέφτεται για τα πάντα μόνος του και, εν τέλει, γίνεται ένα δυνατό ον”

Όση ώρα μιλούσε, δεν κοιτούσα. Είχα αφήσει το βλέμμα μου να χαθεί μέσα στα αναμμένα φαναράκια, στις υφασμάτινες πεταλούδες, στα καταπράσινα φύλλα. Στο μικρό κομμάτι του σύμπαντος, όπου βρισκόμασταν. Αποτύπωνα κάθε της λέξη, σκεπτόμενη πόσο δίκιο είχε τελικά. Η παύση της ανάγκασε τα μάτια μου να επιστρέψουν στο πρόσωπο της.

“Και ξέρεις τι γίνεται τελικά; Ο άνθρωπος που έχει προχωρήσει μόνος του, που έχει πράξει πράγματα και που έχει δουλέψει με τον νου του, γίνεται μαγνήτης των ανθρώπων. Όταν ολοκληρώσει το έργο του, τότε δεν είναι πια μόνος. Έχει συνοδοιπόρους που τον θεωρούν σημαντικό γιατί είναι σημαντικός. Εσύ μέχρι τώρα έχεις διαλέξει τον δεύτερο δρόμο. Μην μου τα χαλάς στο τέλος!”

Αυτή ήταν η αλήθεια, τώρα το έβλεπα καθαρά. Πόσοι ήταν εκείνοι που μου εξέφραζαν τον θαυμασμό τους, κι εγώ θεωρούσα ότι δεν είχα κάνει κάτι για να τον αξίζω; Τώρα ήξερα τον λόγο.

Η κυριότερη ένδειξη σωστής ανατροφής ενός παιδιού, είναι η ηρεμία του

Ένα παιδί μεγαλώνει μέσα σε ασφάλεια, ανθίζει μέσα σε αγάπη και μεγαλουργεί μέσα στην επιβράβευση. Όταν ένα παιδί νιώσει ασφαλές, μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, μπορεί να σκέφτεται ελεύθερα, να ενεργεί ελεύθερα και να πραγματοποιεί. Όταν νιώθει πως το αγαπούν, ανοίγει τα φτερά του να δημιουργήσει, να τολμήσει, να δοκιμάσει, να σηκωθεί και να ξαναπροσπαθήσει. Όταν επιβραβεύεται για κάθε του προσπάθεια, νιώθει δύναμη να προχωρήσει παρακάτω, νιώθει σίγουρο να πάρει ρίσκο, μαθαίνει από την αποτυχία και δυναμώνει από την επιτυχία.

Ένα παιδί παίρνει ασφάλεια μέσα στην ήρεμη αγκαλιά σου, παίρνει δύναμη μέσα στο σίγουρο βλέμμα σου ότι μπορεί να τα καταφέρει. Παίρνει στήριξη στη σίγουρη φωνή σου που του δηλώνει αποδοχή και αγάπη. Αποδοχή για την επιλογή του, αποδοχή για την προσπάθειά του, που δεν στέφεται πάντα από επιτυχία.

Τι γίνεται, όμως, όταν ο ίδιος ο γονιός έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον αστάθειας, ανασφάλειας, ένα περιβάλλον που αντί να τον επιβραβεύουν του υπενθύμιζαν κάθε φορά πως δε μπορεί να τα καταφέρει, πως δε χρειάζεται καν να προσπαθήσει γιατί η αποτυχία είναι δεδομένη; Πώς να συμπεριφερθεί ένας γονιός στο παιδί του όταν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που η αγάπη για να εκφραστεί είχε πάντα ως προϋπόθεση το να είναι ‘καλό παιδί’, ικανοποιώντας τις επιθυμίες των δικών του γονιών, όταν αντίθετα η αγάπη θα έπρεπε να του δίνεται άμεσα και χωρίς όρους;

Η έλλειψη αγάπης στην παιδική ηλικία έχει διάφορες συνέπειες στην ενήλικη ζωή μας. Το συναισθηματικό κενό που βιώσαμε σαν παιδιά προσπαθούμε να το γεμίσουμε με το φαγητό, με υπερκαταναλωτισμό, με κούφιες σχέσεις, με εναλλαγή συντρόφων, με το να πληγώνουμε συντρόφους, φίλους με τον ίδιο τρόπο που μας πλήγωσαν κι εμάς.

Η ανασφάλεια που εισπράξαμε σαν παιδιά γιατί οι γονείς μας αμφισβητούσαν τις πράξεις μας συνεχώς, γιατί «εκείνοι ήξεραν καλύτερα…» μας οδηγούν στην αμφισβήτηση των δικών μας παιδιών για να βάλουμε το φαύλο κύκλο σε λειτουργία, να εκπληρώσουμε την προφητεία. Η επιβεβαίωση που τόσο λαχταρούσαμε να πάρουμε στο βλέμμα των γονιών μας για να αισθανθούμε σίγουροι για τον εαυτό μας και να χτίσουμε την προσωπικότητά μας, γίνεται σαράκι στην ενήλικη ψυχή μας και μας τρώει καθημερινά.

Αφού δεν μάθαμε να την δίνουμε στον εαυτό μας, τη ζητιανεύουμε από τους άλλους, κι όταν εκείνη δεν έρχεται ή έρχεται μετά από πολύ κόπο και προσπάθεια, τη ματαιώνουμε στη στιγμή και αισθανόμαστε πιο κενοί κι ανασφαλείς από ότι στην αρχή. Ψάχνουμε την επιβεβαίωση της ομορφιάς, της ικανότητας, της επιτυχίας, την αγκαλιά της ασφάλειας σε κενές, ματαιόδοξες, ανάπηρες σχέσεις, σε σχέσεις δεκανίκια.

Πώς ο γονιός μπορεί να δώσει στο παιδί του κάτι που ο ίδιος δεν έχει πάρει σαν παιδί. Σας ακούγεται δύσκολο και σας φαντάζει αδύνατο ε; Όχι και τόσο.

Οι περισσότεροι από εμας που διανύουμε την τρίτη ή τέταρτη δεκαετία της ζωής μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχουμε βιώσει αυτή την έλλειψη και ως γονείς σήμερα καλούμαστε είτε να συνεχίσουμε την παράδοση είτε να σταματήσουμε το φαύλο κύκλο εδώ και να δώσουμε στα παιδιά μας αυτό που πραγματικά τους αξίζει. Αγάπη, Ασφάλεια, Αποδοχή.

Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε οι ίδιοι είναι να θεραπεύσουμε το δικό μας τραύμα, πετώντας μακριά εκείνους τους δόλιους, κούφιους μηχανισμούς που μας έμαθαν άθελά τους οι δικοί μας γονείς – γιατί μεταξύ μας κι εκείνοι δεν το επέλεξαν, το έμαθαν – να βγάλουμε το αιχμηρό αντικείμενο που λέγεται αναμνήσεις και να επουλώσουμε την πληγή με το φάρμακο της αγάπης στον εαυτό μας. Κάθε φορά που η ανάμνηση μιας δικής μας πληγής προσπαθεί να βρει διέξοδο στις λέξεις ή στις πράξεις μας, ας σκεφτούμε πόσο ματώνει η δική μας πληγή και πως αυτό τον πόνο δε θέλουμε να τον προκαλέσουμε στο δικό μας παιδί.

Η αμφισβήτηση που εισπράξαμε από τους γονείς μας, γιατί και οι ίδιοι ένιωθαν ανασφαλείς, ας μην σταθεί αγκάθι στη σχέση μας με το δικό μας παιδί. Ας του δείξουμε εμπιστοσύνη ότι μπορεί να τα καταφέρει. Κι αν δεν τα καταφέρει, ας του δώσουμε την αγκαλιά μας και την αποδοχή μας κι έτσι εκείνο θα μάθει να προσπαθεί, να μην εγκαταλείπει, να μην απογοητεύεται, να μην φοβάται. Μόνο έτσι θα είναι ήρεμο μέσα του. Γιατί η κυριότερη ένδειξη σωστής ανατροφής ενός παιδιού, είναι η ηρεμία του.

Από ένα παιδί που κοντεύει τα 39 του χρόνια και που μέχρι πριν λίγο καιρό έψαχνε την επιβεβαίωση και την αποδοχή από τρίτους, πληγώνοντας κάθε φορά τον εαυτό του σε σχέσεις εξάρτησης, από μια μητέρα που κάθε μέρα εκπαιδεύεται και βιώνει μαζί με την κόρη της τη δοκιμή, το ρίσκο, την επιτυχία ή την αποτυχία, την αγκαλιά, την ασφάλεια, την αποδοχή, την αγάπη, ένα έχω να σας ευχηθώ.

Ανοίξτε την αγκαλιά σας και δώστε στα παιδιά σας αυτό που σας έλειψε, κλείστε μια για πάντα τη δική σας πληγή και δώστε αγάπη, αγάπη, αγάπη!

Όσοι αγαπούν με όλη τους την καρδιά, διαγράφουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο

Όλοι ψάχνουμε να βρούμε την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενός συντρόφου. Αυτού του μοναδικού ανθρώπου που θα μας χαρίσει απλόχερα όλη τη ζεστασιά, τη φροντίδα, την ευτυχία και την προστασία που έχει να μας προσφέρει. Μπορεί όμως κανείς να περιγράψει με λόγια αυτή την αγάπη; Είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, η αγάπη βρίσκεται παντού γύρω μας και γίνεται εμφανής μόνο μέσα από πράξεις και συναισθήματα που προκαλεί.

Κάπου εκεί έξω υπάρχει μια μερίδα ξεχωριστών ανθρώπων που μπορούν και αγαπούν με όλη τους την καρδιά, δίνοντας έτσι νόημα και χρώμα στην ουσία της αληθινής αγάπης. Δεν μπορεί κανείς να μετρήσει την αγάπη που έχουν να δώσουν αυτοί οι άνθρωποι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι υπέρμετρη και ανιδιοτελής. Δε ζητούν ποτέ ανταλλάγματα, ούτε αναγνώριση για όσα προσφέρουν. Τα αισθήματα τους πηγάζουν απ’ τα βάθη της ψυχής τους και γι’ αυτό είναι αυθεντικά.

Έχουν παλμό τα συναισθήματα και δεν απαντώνται σε γκρίζες ζώνες. Τα πάντα στη ζωή τους βιώνονται στα άκρα. Από τ’ άσπρο στο μαύρο κι απ’ το μαύρο στο κόκκινο αφού το πάθος τους είναι αστείρευτο. Αγαπούν με όλο τους το είναι, αλλά διαγράφουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, πριν φτάσουν από το ένα σημείο στο άλλο έχουν εξαντλήσει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, παλεύοντας με όση δύναμη διαθέτουν.

Έχουν καθαρή ψυχή και βοηθούν, εμπιστεύονται, δίνονται και αγαπάνε υπερβολικά. Γι’ αυτό και πληγώνονται πιο πολύ από τον καθένα. Τα μάτια τους λένε αλήθειες και οι κουβέντες τους είναι ξηγημένες. Έτσι, γνωρίζεις ότι το «ναι» και το «όχι» τους είναι απόλυτα και ξεκάθαρα.

Φλερτάρουν συχνά με τα όριά τους βάζοντας στην άκρη τυχόν εγωισμούς για χάρη όσων αγαπούν. Δεν παραιτούνται εύκολα και αναζητούν αφορμές για ν’ αντέξουν περισσότερο απέναντι στην όποια δυσκολία. Δίνουν μάχη προκειμένου να προστατέψουν ό,τι τους ενδιαφέρει και ξέρουν καλά ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Δεν ζητούν μια κάλπικη τελειότητα. Επιλέγουν να σ’ αγαπήσουν γι’ αυτό ακριβώς που είσαι.

Επιλέγουν να μην αγαπούν καθόλου αν δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν στα άκρα. Δεν αφήνουν ανόητες φοβίες να τους κρατούν πίσω και να τους αιχμαλωτίζουν σε κλουβιά. Αν και αρχικά μοιάζουν επιφυλακτικοί, στην πορεία ανοίγονται σαν σελίδες από βιβλίο. Όσο διαβάζεις, τόσο πιο κοντά στην πηγή της υπόθεσης θα φτάνεις. Δε διστάζουν να φανερώσουν τις αδυναμίες τους, ακόμη κι αν γνωρίζουν ότι μπορούν να μετατραπούν σε όπλο εναντίον τους στην περίπτωση που πέσουν στα λάθος χέρια.

Αν κάποια στιγμή ο άνθρωπος που θα ξεπερνούσε τα όρια του και θα έκανε τα πάντα για σένα φτάσει στο σημείο να σε σιχαθεί, τότε σίγουρα έχεις μια πραγματική ήττα στο ενεργητικό σου. Παθιάζονται μ’ έναν τρόπο σχεδόν επιθετικό ή απομακρύνονται απόλυτα. Δεν ασπάζονται τη θεωρία του ν’ αγαπάς τους ανθρώπους λιγότερο από το άνευ όρων. Δεν είναι στη φύση τους κάτι τέτοιο.

Όταν αποφασίσουν να φύγουν, φεύγουν μια και καλή. Δε μένουν στη μέση τελειωμένων καταστάσεων και δεν προσπαθούν να αναγκάσουν κανέναν να τους θυμάται όταν πλέον δεν υπάρχουν πουθενά.

Ξέρεις, πονούν διπλά όταν φεύγουν. Και γι’ αυτόν που αφήνουν πίσω αλλά και γιατί αναγκάστηκαν να φύγουν. Γνωρίζουν όμως ότι έφυγαν δίνοντας τη μάχη τους και ξέρουν πότε ν’ αποδεχτούν την ήττα τους. Ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν. Είναι άσκοπο να επιμένουν όταν πρέπει να αποχωρήσουν προκειμένου να μπορέσουν να προχωρήσουν.

Τα έχουν βρει με τη μοναξιά τους και και δεν επιθυμούν να γεμίσουν τα κενά τους με ό,τι πιο φθηνό βρεθεί στο δρόμο τους. Τα συναισθήματα τους πρέπει να είναι αληθινά και πάνω απ’ όλα δυνατά. Δε φοβούνται την ισχύ τους. Επικαλούνται τη σιωπή και χωρίς να λένε πολλά αφήνουν τις πράξεις τους να μιλήσουν αντ’ αυτών.

Μπορούν να γίνουν ό,τι καλύτερο θα βρει κανείς στη ζωή του ή ό,τι χειρότερο αν αναγκαστούν να τον διαγράψουν. Ό,τι τους δώσεις θα εισπράξεις. Αν όμως τους δώσεις την αγάπη και το σεβασμό σου, θα την εισπράξεις πίσω στο δεκαπλάσιο. Δε θέλουν να καταλάβουν τα πάντα. Πολλές φορές απλά αποδέχονται όσα δεν κατανοούν. Αφήνουν την καχυποψία και τις άμυνες στην άκρη. Τα τείχη δεν τους ταιριάζουν.

Μην υποτιμάς τα συναισθήματά τους. Δεν μπορείς να γνωρίζεις καν πόσο θάρρος χρειάστηκαν για να ξεγυμνώσουν την ψυχή τους μπροστά σου. Αν τους κάνεις να σε σιχαθούν θα σε διαγράψουν μια για πάντα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Θα σε αγνοήσουν τόσο που ίσως αρχίσεις να αμφιβάλλεις για το αν όντως υπάρχεις.

Αν σταθείς τυχερός και η ζωή σε ανταμείψει μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, μην τον αφήσεις να χαθεί. Κράτα τον κοντά σου. Πέρνα το χρόνο σου μαζί του και μην τον σπαταλάς σε ανθρώπους που σ’ αγαπούν μόνο όταν βολεύουν οι συνθήκες. Δεν ξεγελιούνται από τυχόν λάθη του παρελθόντος ή τις άσχημες πλευρές του εαυτού σου γιατί διακρίνουν σε σένα όλη εκείνη την ομορφιά που θεωρείς ότι έχεις χάσει. Θα σε βοηθήσουν να σταθείς στα πόδια σου όταν θα νομίζεις ότι δεν αντέχεις άλλο και θα είναι εκεί για να σου προσφέρουν την αγκαλιά τους σε κάθε σου στιγμή. Δύσκολη ή εύκολη.

Μόνο ο άνθρωπος που δεν είναι χαρούμενος έχει ανάγκη τη διασκέδαση

Αυτό που συνήθως θεωρούμε χαρά, δεν είναι χαρά. Το πολύ-πολύ να είναι διασκέδαση. Είναι απλώς ένας τρόπος για να αποφεύγει κανείς τον εαυτό του. Είναι ένας τρόπος για να μεθάς, είναι ένας τρόπος για να πνίγεσαι μέσα σε κάτι, ώστε να μπορέσεις να ξεχάσεις τη δυσαρέσκειά σου, την ανησυχία σου, τις έγνοιες σου, την αγωνία σου.

Έτσι, κάθε είδους διασκέδαση θεωρείται ότι είναι χαρά. Δεν είναι! Οτιδήποτε έρχεται απ’ έξω, δεν είναι χαρά – και δεν μπορεί να είναι χαρά. Οτιδήποτε εξαρτάται από κάτι, δεν είναι χαρά – και δεν μπορεί να είναι χαρά.

Η χαρά βγαίνει από τον ίδιο σου τον πυρήνα. Είναι απόλυτα ανεξάρτητη από οποιαδήποτε εξωτερική περίσταση. Και δεν είναι διαφυγή από τον εαυτό. Είναι μια πραγματική αντιμετώπιση του εαυτού. Η χαρά εμφανίζεται μόνο όταν έχεις έρθει στο σπίτι.

Έτσι, οτιδήποτε είναι γνωστό ως χαρά, είναι ακριβώς το αντίθετο, το διαμετρικά αντίθετο – δεν είναι χαρά. Για την ακρίβεια, επειδή δεν είσαι χαρούμενος, αναζητάς τη διασκέδαση.

Μόνο ο άνθρωπος που δεν είναι χαρούμενος έχει ανάγκη τη διασκέδαση. Όσο μεγαλύτερη έλλειψη χαράς έχει ο κόσμος, τόσο περισσότερο χρειαζόμαστε την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το λούνα παρκ και χίλια δυο άλλα πράγματα.

Χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο αλκοόλ, χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο από κάθε είδους ναρκωτικά. μόνο και μόνο για να αποφύγουμε τη δυστυχία που είμαστε, για να μην αντικρίζουμε την αγωνία που είμαστε, ώστε να την ξεχνάμε με κάποιο τρόπο. Με το να την ξεχνάμε όμως, δεν επιτυγχάνεται τίποτα.

Έτσι, χαρά είναι το να μπεις μέσα στον ίδιο σου τον εαυτό. Στην αρχή αυτό είναι δύσκολο, επίπονο. Στην αρχή θα πρέπει να αντικρίσεις τη δυστυχία. Το μονοπάτι είναι πολύ ανηφορικό. Όσο περισσότερο όμως μπαίνεις μέσα σου, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανταμοιβή.

Από τη στιγμή που έχεις μάθει πώς να αντικρίζεις τη δυστυχία σου, αρχίζεις να γίνεσαι χαρούμενος, επειδή καθώς την αντικρίζεις, η δυστυχία εξαφανίζεται κι αρχίζεις να γίνεσαι όλο και πιο ολοκληρωμένος. Μια μέρα, η δυστυχία βρίσκεται εκεί και την αντικρίζεις και ξαφνικά κάτι σπάει. Μπορείς να δεις τη δυστυχία διαχωρισμένη από σένα και τον εαυτό σου διαχωρισμένο από τη δυστυχία. Ήταν απλώς μια αυταπάτη, μια ταύτιση μέσα στην οποία είχες μπλεχτεί. Τώρα γνωρίζεις ότι εσύ δεν είσαι αυτό και τότε υπάρχει ένα ξέσπασμα χαράς, μια έκρηξη χαράς.

Τα καταφέρατε… Τι ακριβώς καταφέρατε όμως;

Tα καταφέρατε- και έχω πει ξανά και ξανά ότι τίποτε δεν απογοητεύει όσο η επιτυχία. Έχετε φτάσει στο σημείο που θέλατε να φτάσετε, αλλά δεν είχατε συνειδητοποιήσει τις παρενέργειες.

Όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Ινδία συνάντησε έναν γυμνοσοφιστή στην έρημο. Του ανακοίνωσε: “Είμαι ο Μέγας Αλέξανδρος!”.

Και ο μύστης είπε, “Δεν μπορεί να είσαι”.

Ο Αλέξανδρος είπε, “Ανοησίες! Το λέω εγώ ο ίδιος, και μπορείς να δεις τον στρατό μου παντού”.

Ο μύστης είπε, “Βλέπω τον στρατό σου, αλλά κάποιος που αυτοαποκαλείται ‘Μέγας’ δεν έχει φτάσει ακόμη τη μεγαλοσύνη -επειδή η μεγαλοσύνη κάνει τον άνθρωπο ταπεινό. Και αυτό, επειδή είναι μεγάλη αποτυχία η απόλυτη επιτυχία”.

Ο Αλέξανδρος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη και ήταν εκπαιδευμένος από εκείνον στην απόλυτη λογική. Δεν μπορούσε ν’ ακούσει όλες αυτές τις μυστικιστικές βλακείες. Είπε, “Δεν πιστεύω σ’ αυτά τα πράγματα. Έχω κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο”.

Ο μυστικιστικής τον ρώτησε, “Εάν διψάσεις σ’ αυτή την έρημο, και για μίλια τριγύρω δεν υπάρχει νερό, και σου προσφέρω ένα ποτήρι νερό, τι θα μπορέσεις να μου δώσεις γι’ αυτό;”

Ο Αλέξανδρος απάντησε, “Θα σου έδινα το μισό μου βασίλειο”.

Ο μυστικιστικής είπε. ‘Όχι, δεν θα το πουλούσα για το μισό βασίλειο. Ή θα έχεις το βασίλειο ή θα έχεις το ποτήρι νερό. Και διψάς και πεθαίνεις και δεν υπάρχει καμμία πιθανότητα να βρεις αλλού νερό· τι θα κάνεις;”

Ο Αλέξανδρος είπε, “Τότε, φυσικά, θα σου έδινα ολόκληρο το βασίλειο”.

Ο μυστικιστικής γέλασε και είπε, “Επομένως αυτή είναι η αξία ολόκληρου του βασιλείου σου: μόνο ένα ποτήρι νερό! Και νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει τον κόσμο; Από σήμερα θα πρέπει ν’ αρχίσεις να λες ότι κατέκτησες ένα ολόκληρο ποτήρι νερό”.

Όταν ο άνθρωπος φτάσει στους πιο μύχιους στόχους του, συνειδητοποιεί πως υπάρχουν πoλλά πράγματα γύρω του. Για παράδειγμα, για ολόκληρη την ζωή σας προσπαθούσατε να κερδίσετε χρήματα, πιστεύοντας ότι κάποια ημέρα, που θα τα έχετε, θα ζήσετε μια πιο χαλαρή ζωή. Αλλά εν τω μεταξύ έχετε περάσει ολόκληρη την ζωή σας σε ένταση, η ένταση έχει γίνει ο τρόπος ζωής σας, όταν έχετε όλα τα χρήματα που επιθυμήσατε ποτέ, δεν μπορείτε να χαλαρώσετε. Μια ολόκληρη ζωή μέσα στην ένταση και στο άγχος και στην ανησυχία δεν θα σας επιτρέψει να χαλαρώσετε. Δεν είστε νικητής, είστε χαμένος. Χάνετε την όρεξή σας, καταστρέφετε την υγεία σας, καταστρέφετε την ευαισθησία σας, τη λεπτότητά σας. Καταστρέφετε την αισθητική αντίληψή σας, επειδή δεν υπάρχει χρόνος για όλ’ αυτά τα πράγματα που δεν παράγουν δολάρια.

Κυνηγάτε τα χρήματα – ποιος έχει χρόνο να κοιτάξει τα τριαντάφυλλα, ποιος έχει χρόνο να κοιτάξει τα πουλιά που πετούν; Ποιος έχει χρόνο για να κοιτάξει την ομορφιά των ανθρώπινων πλασμάτων; Παρατείνετε όλα αυτά τα πράγματα, έτσι ώστε μια ημέρα, όταν θα έχετε τα πάντα, θα χαλαρώσετε και θα τα απολαύσετε. Αλλά τη στιγμή που αποκτάτε τα πάντα, έχετε γίνει ένα είδος πειθαρχημένου ατόμου, που είναι τυφλό στα τριαντάφυλλα, που είναι τυφλό στην ομορφιά, που δεν μπορεί να απολαύσει τη μουσική, που δεν μπορεί να καταλάβει τον χορό, που δεν μπορεί να κατανοήσει την ποίηση, που μπορεί να καταλάβει παρά μόνο από δολάρια. Αλλά αυτά τα χρήματα δεν δίνουν ικανοποίηση.

Αυτή είναι η αιτία της κατάθλιψης.

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΝΕΜΕΑΣ ΚΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ


Ο πρώτος άθλος του Ηρακλή είναι το «Λεοντάρι της Νεμέας».
Ο μύθος λέει πως αυτό το λιοντάρι φρουρούσε το παλάτι της θεάς Σελήνης και μία… μέρα στο θυμό της , η Σελήνη , το κλώτσησε και το πέταξε στη γη. Το άγριο αυτό λιοντάρι, κατασπάραζε ζώα κι ανθρώπους στη Νεμέα. Ο Ηρακλής το βρήκε στη σπηλιά του που είχε δύο εξόδους.

Έφραξε τη μία και του επετέθη από την άλλη. Λέγεται πως το πολέμησε με τα χέρια, χωρίς τα όπλα του (το τόξο που του έδωσε ο Απόλλωνας, το ξίφος του Ερμή, το πέπλο της Αθηνάς και το ρόπαλο που έφτιαξε ο ίδιος) και κατάφερε να το πνίξει. Κατόπιν πήρε τη λεοντή και πήγε στον Ευρυσθέα. Ο βασιλιάς και ο κόσμος όμως φοβήθηκαν από την τρομερή φήμη του ήρωα και δεν του επέτρεψαν να μπει στην πόλη αναγκάζοντάς τον έτσι να μείνει εκτός των τειχών της Τίρυνθας.

ΠΙΘΑΝΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Ο συμβολισμός σ΄ αυτήν την περιπέτεια του Ηρακλή, αφορά τη πάλη του ανθρώπου με τον εγωισμό του, την υπερηφάνεια, την ατομικότητα. Θεωρώντας πως είναι αυτάρκης, γίνεται επιθετικός και επιδιώκει την απόλυτη κυριαρχία πάνω στους άλλους. Υπερτονίζει ό,τι τον αφορά προσωπικά. Είναι επόμενο, κάτω από μία τέτοια συμπεριφορά, να υπάρχουν δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τον ίδιον, αλλά και για την κοινωνία. Όταν το ένστικτο της αυτοπροστασίας δρα ανεξέλεγκτα, ο άνθρωπος γίνεται απειλητικός για το περιβάλλον του.

Ο Ηρακλής υπέταξε το λιοντάρι μέσα στη σπηλιά. Υπάρχει και μία αντιστοιχία με τους δύο αδένες μας, την επίφυση και την υπόφυση. Ο Ηρακλής κλείνει το ένα άνοιγμα, για να νικήσει την απειλή. Στο σώμα, η επίφυση αφορά τον κριτικό νου, ενώ η υπόφυση τις συγκινήσεις μας. Ο ήρωας φράσσει το άνοιγμα των προσωπικών συγκινήσεων (υπόφυση) που απειλούν την ισορροπία μας, και χωρίς όπλο (πέταξε το ρόπαλο) σε μία πάλη σώμα με σώμα, κέρδισε τη μάχη με το «εγώ» του, όλα τα εγωιστικά κι ατομιστικά ένστικτα. Με τον έλεγχο της υπόφυσης ο άνθρωπος επιτυγχάνει μία πλήρη και κανονική δράση, αποκτά μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα κι αυτοελεγχόμενη. Δεν επιτρέπει σε κάθε εγωκεντρική τάση να εκδηλωθεί.

Η θέληση της ψυχής

Η εξόντωση του λιονταριού της Νεμέας συμβολίζει τη νίκη του γενναίου ανθρώπου (Ηρακλή) να νικήσει τα άγρια, ζωώδη ένστικτά του (λιοντάρι) με τη νοηματική του ισχύ (ρόπαλο), που είναι η ακλόνητη ψυχική θέληση.

Νέα δεδομένα για τους προγόνους του ανθρώπου στη Νότια Αφρική φέρνει απολίθωμα γυναίκας των σπηλαίων

Μία νέα χρονολόγηση απολιθωμάτων στη Νότια Αφρική αποκάλυψε ότι είναι ένα εκατομμύριο χρόνια παλαιότερα από ό,τι θεωρούνταν έως τώρα.

Γεγονός που προκαλεί νέα δεδομένα στον τομέα της Παλαιοανθρωπολογίας και πιθανόν τα νέα ευρήματα να σχετίζονται με προγόνους του ανθρώπου που συνυπήρξαν στη «μαύρη ήπειρο».

Πιο γνωστό ανάμεσα σε αυτά τα απολιθώματα είναι το κρανίο της λεγόμενης «Κας Πλες», το πιο ολοκληρωμένο κρανίο αφρικανικού Αυστραλοπίθηκου (Australopithecus africanus), το οποίο είχε βρεθεί στη Νότια Αφρική το 1947.

Με βάση τη νέα εκτίμηση, το κρανίο χρονολογείται πριν 3,4 έως 3,6 εκατομμύρια χρόνια, συνεπώς ο εν λόγω νότιος Αυστραλοπίθηκος έζησε περίπου την ίδια εποχή με τη διάσημη «Λούσι», έναν Αυστραλοπίθηκο της ανατολικής Αφρικής.

Τα απολιθώματα είχαν βρεθεί στα σπήλαια Στερκφοντέιν νοτιοδυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ (γνωστά και ως «Λίκνο της Ανθρωπότητας»), όπου έχουν έρθει στο φως περισσότερα απολιθώματα Αυστραλοπιθήκων από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.

Η προηγούμενη χρονολόγηση τοποθετούσε την ηλικία της «Κας Πλες» και των υπολοίπων απολιθωμάτων πριν 2,1 έως 2,6 εκατομμύρια χρόνια.

Αλλά η νέα μελέτη, με επικεφαλής τον Ντάριλ Γκρέιντζερ του αμερικανικού Πανεπιστημίου Πέρντιου, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το BBC, μεταθέτει την ηλικία τους κατά ένα εκατομμύριο χρόνια στο παρελθόν.

Με δεδομένο ότι ο ανατολικοαφρικανικός Αυστραλοπίθηκος (Australopithecus afarensis), με γνωστότερο εκπρόσωπο τη «Λούσι» στην Αιθιοπία, ζούσε πριν 3,2 εκατομμύρια χρόνια, θεωρείται πλέον πιθανό ότι επρόκειτο για προγόνους του ανθρώπου που συνυπήρξαν στη «μαύρη ήπειρο».

Χωρίς να αποκλείεται από τους επιστήμονες ότι αυτά τα δύο προανθρώπινα είδη ταξίδευαν σε μεγάλες αποστάσεις, συναντήθηκαν κάποτε και έφτασαν σε επιμιξία, γεγονός που -αν συνέβη- περιπλέκει περισσότερο το εξελικτικό δέντρο του ανθρώπου.

Σύμφωνα με το επιστημονικό Μουσείο Σμιθσόνιαν των ΗΠΑ, οι Αυστραλοπίθηκοι περπατούσαν στα δύο πόδια τους, αλλά ήταν πολύ πιο κοντοί από τους σημερινούς ανθρώπους (κατά μέσο όρο 1,38 μέτρα τα αρσενικά και 1,15 μέτρα τα θηλυκά)

Η NASA εκτόξευσε το μικροσκοπικό σκάφος CAPSTONE – Έχει προορισμό τη Σελήνη

Το σκάφος θα «στρώσει τον δρόμο» για την επιστροφή των Αμερικανών αστροναυτών στη Σελήνη σε λίγα χρόνια – πιθανώς το 2024 – στο πλαίσιο του προγράμματος «Άρτεμις», διαδόχου του προγράμματος «Απόλλων».

Η εκτόξευση έγινε από τη Νέα Ζηλανδία με έναν μικρό πύραυλο ύψους 18 μέτρων της εταιρείας Rocket Lab.

Το σκάφος, ένας κυβικός μικρο-δορυφόρος που έχει μέγεθος φούρνου μικροκυμάτων και βάρος 25 κιλών, θα μελετήσει επί περίπου έξι μήνες την τροχιά όπου η NASA σχεδιάζει να δημιουργήσει έναν μικρό διαστημικό σεληνιακό σταθμό (Gateway), στον οποίο οι αστροναύτες από τη Γη θα κάνουν στάση προτού κάνουν την τελική κάθοδο τους στην επιφάνεια του φεγγαριού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η αποστολή, λόγω του μικρού μεγέθους του χρησιμοποιούμενου πυραύλου και της αργής διαδρομής που επελέγη, θα χρειαστεί αρκετούς μήνες για να φτάσει στην προδιαγεγραμμένη άκρως ελλειπτική σεληνιακή τροχιά της, περίπου στα μέσα Νοεμβρίου.

Η τροχιά αυτή θα φέρνει το CAPSTONE σε απόσταση 1.600 χιλιομέτρων (από τον ένα πόλο του φεγγαριού) έως 70.000 χλμ (από τον άλλο σεληνιακό πόλο).

Η εφαρμογή της αριστοτέλειας και της επικούρειας φιλοσοφικής σκέψης στην ψηφιακή κοινωνία

Μια σημαντική συνέπεια από την μετάβαση της ανθρωπότητας στην κοινωνία της πληροφορίας και την ψηφιακή τεχνολογία του 21ο αιώνα, είναι η μετατόπιση του κέντρου του ενδιαφέροντος από την Αριστοτέλεια δίτιμη λογική στην Επικούρεια πλειότιμη ή πλεόναχο λογική.

Ο επονομαζόμενος και «Κανόνας» στην ουσία αντικαθιστά την κλασική-παραδοσιακή δίτιμη Αριστοτέλεια λογική η οποία θεμελιώθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρα, και αργότερα εισήχθηκε και τελειοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, ενώ υιοθετήθηκε και από τον Στωικό Χρύσιππο αποτελώντας τη βάση της λεγόμενης δυτικής σκέψης και του δυτικού πολιτισμού.

Η δίτιμη Αριστοτέλεια λογική περιγράφει τα οριστικά χαρακτηριστικά της φυσικής γλώσσας που δεν περιέχουν ασάφεια, αμφισημία και αοριστία. Επικράτησε πλήρως από τον 10ο αιώνα στον δυτικό πολιτισμό, για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί απλουστεύει κατά πολύ τη συλλογιστική των προβλημάτων, και δεύτερον γιατί αποδίδει απόλυτη «βεβαιότητα» στην απόδειξη και αποδοχή της «αλήθειας».

Αλλά ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την απόλυτη λογική του Αριστοτέλη, το «Όργανον» όπως ο ίδιος την ονόμασε και αποτελούσε μέχρι πρότινος την δεξαμενή δεδομένων της πληροφορικής και της τεχνολογίας. Ο Αριστοτέλης στηρίχθηκε σε δύο βασικούς νόμους, στον νόμο της μη αντίφασης και στον νόμο του αποκλειόμενου μέσου.

Σύμφωνα με αυτούς μια λογική πρόταση μπορεί να πάρει μόνο δύο τιμές, δηλαδή μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής (1 ή 0), αποκλείοντας τρίτη λύση (Αρχή της Απόκλεισης του Τρίτου). Κάποιος για παράδειγμα δεν μπορεί να είναι ξανθός και ταυτόχρονα μη ξανθός. Είτε είναι ξανθός είτε μη ξανθός. Ούτε να είναι Έλληνας και ταυτόχρονα μη Έλληνας. Είτε είναι Έλληνας είτε μη Έλληνας. Αυτό σημαίνει ότι εάν μια πρόταση δεν είναι αληθής (1) τότε θα είναι αναγκαία ψευδής (0), ενώ αν δεν είναι ψευδής (0) τότε θα είναι αναγκαία αληθής (1). Αν επιχειρήσουμε να παραλληλίσουμε τον συλλογισμό με χρώματα θα λέγαμε ότι το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνον ή άσπρο (αληθής-1) ή μαύρο (ψευδής-0).

Αυτή η απόλυτη «βεβαιότητα» της δίτιμης λογικής καθώς και οι φυσικές ατέλειες του άσπρου και του μαύρου στην συλλογιστική της, αποδείχθηκαν «ανθρωπολογικά» ανεπαρκείς για την ερμηνεία τόσο της φυσικής γλώσσας όσο και της συνήθως «έγχρωμης» και αβέβαιης πραγματικότητας που μας περιβάλλει.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παράδοξο του Κουρέα του Bertrand Russel: Ένας κουρέας λέει: “Ξυρίζω όλους εκείνους που δεν ξυρίζονται μόνοι τους”. Τότε ποιος ξυρίζει τον κουρέα; Εάν ξυρίζεται μόνος του τότε σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν έπρεπε να το κάνει. Εάν δεν ξυρίζεται μόνος του, τότε σύμφωνα με αυτά που λέει έπρεπε να το κάνει.

Με μια πρώτη ματιά το παραπάνω παράδοξο έχει να κάνει με τις κλασικές λογικές προτάσεις των Μαθηματικών, που σήμερα τις χειριζόμαστε στην τεχνολογία με την άλγεβρα Boole, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μαθηματικοποίηση των κανόνων της δίτιμης λογικής, όπως αυτοί πρωτοδιατυπώθηκαν από τον Αριστοτέλη.

Με την άλγεβρα Boole μπορούμε να περιγράφουμε τα λογικά κυκλώματα και κατ’ επέκταση τα ψηφιακά κυκλώματα που χρησιμοποιούνται στους υπολογιστές και στη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία (επεξεργαστές, μικροελεγκτές κ.λ.π.). Όμως το παραπάνω ιστορικό λογικό παράδοξο (όπως βέβαια και άπειρα άλλα), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τα κλασικά-παραδοσιακά μαθηματικά και την άλγεβρα Boole, και αυτό οφείλεται στην αδυναμία της δίτιμης λογικής να δεχτεί ότι μια πρόταση μπορεί να είναι και κάτι άλλο πέρα από το απόλυτο και στατικό δίλημμα «αληθής ή ψευδής».

Μια πρώτη προσέγγιση στο λογικό αυτό πρόβλημα είναι να επιχειρήσουμε να υπερβούμε την απολυτότητα και στατικότητα των παραδοσιακών μαθηματικών της δίτιμης λογικής και να δούμε την πραγματικότητα και τις έννοιες όχι στατικά, αλλά δυναμικά όπως πράγματι είναι στη ζωή μας από τη φύση τους.

Στην πραγματικότητα τα περισσότερα αντικείμενα του κόσμου μας υπόκεινται συνεχώς σε διαρκή αλλαγή σε κάθε στιγμή. Και ενώ έχουν κάποια στιγμή μια Α μορφή, εμπεριέχουν ταυτόχρονα στο εσωτερικό τους το σπέρμα της μεταβολής τους, της μελλοντικής τους αλλαγής όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Ηράκλειτος.

Ένα αυτοκίνητο Κόκκινου χρώματος που αγοράσαμε σήμερα και είναι συνεχώς εκτεθειμένο στον ήλιο, σε πέντε χρόνια μπορεί να έχει χάσει την αρχική του λάμψη σε δέκα χρόνια να έχει έντονα άσπρα σημάδια και σε δεκαπέντε χρόνια να έχει ασπρίσει εντελώς. Ένα άλλο παράδειγμα προερχόμενο από τον χώρο της Κβαντικής Φυσικής είναι τα στοιχειώδη υποατομικά «σωματίδια» τα οποία συμπεριφέρονται άλλοτε σαν κλασικά σωματίδια και άλλοτε σαν συρμοί κυμάτων, ανάλογα με τις συνθήκες παρατήρησης. Με απλά λόγια «τα στοιχειώδη υποατομικά σωματίδια συμπεριφέρονται ταυτόχρονα και σαν υλικά σωμάτια αλλά και σαν ενεργειακά κύματα» δηλαδή τα στοιχειώδη σωματίδια είναι και δεν είναι ύλη και ενέργεια ταυτόχρονα.

Τα δεδομένα των αισθήσεών μας, μας υπαγορεύουν ένα «νόμο του περιλαμβανομένου ή μεταβαλλόμενου μέσου» για να εξηγήσουμε τα φαινόμενα που συμβαίνουν γύρω μας.

Από τα λίγα σωζόμενα έργα του Επίκουρου διαπιστώνουμε ότι πρώτος αυτός εισάγει στην φιλοσοφική σκέψη την πλειότιμη λογική για την αναζήτηση της αλήθειας αφού στην επιστολή προς Πυθοκλή αναφέρει τα εξής:

«Δεν πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία τα δεδομένα για να τα ταιριάξουμε σε μία απίθανη ερμηνεία μήτε να υιοθετούμε μία εκδοχή για τα πάντα… τα γενεσιουργά αίτια των ουράνιων φαινομένων μπορεί να είναι περισσότερα από ένα, και να υπάρχουν αρκετές διαφορετικές ερμηνείες γι’ αυτά, που να συμφωνούν εξίσου με τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Βλέπεις δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση βασιζόμενοι σε κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, οι μόνοι οδηγοί που πρέπει να ακολουθούμε είναι τα ίδια τα φαινόμενα».

Και πράγματι, αν παρατηρήσουμε τα φαινόμενα θα δούμε ότι τα αδειάσματα της σελήνης και τα ακολουθούμενα γεμίσματα της, μπορεί να οφείλονται είτε στην περιστροφή του σώματος αυτού, είτε σε σχηματισμούς του αέρα, ή ακόμη και στις παρεμβολές άλλων σωμάτων. Οι μετεωρίτες μπορεί να είναι κομμάτια που αποσπάστηκαν από τα άστρα ή μπορεί να είναι ουσίες που καίγονται με την επίδραση του αέρα. Το σύμπαν μπορεί να συνεχίσει να διαστέλλεται επ’ άπειρον, είτε να επιβραδυνθεί έως ότου φθάσει σε μία διαρκή στάση, είτε μπορεί μετά την επιβράδυνση να ξανασυσταλεί πάλι σε μία μεγάλη σύνθλιψη.

Για τον Επίκουρο τα πολλαπλά αίτια και οι διαφορετικές ερμηνείες των ουράνιων και γήινων φαινομένων έκαναν αναπόφευκτη την επέκταση -και την αντικατάσταση στις περισσότερες των περιπτώσεων- της δίτιμης λογικής και των διαχωριστικών γραμμών στις κατηγοριοποιήσεις του Αριστοτέλη, και τον οδήγησαν στην υιοθέτηση πλειότιμων λογικών μιας και υπήρξε η ανάγκη διασύνδεσης της φιλοσοφίας της φυσικής-καθομιλουμένης γλώσσας και της φυσικής ασάφειας που διέπει την ανθρώπινη νοημοσύνη-συμπεριφορά, με την αναγκαιότητα για μια πιο ρεαλιστική θεώρηση της έννοιας της αβεβαιότητας.

Η πρόταση ότι οι Έλληνες δεν μπορεί να είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα μη χριστιανοί, είτε είναι χριστιανοί είτε δεν είναι, που στην δίτιμη λογική ορίζεται ως ακριβής κατάσταση, στην πλειότιμη επικούρεια λογική θεωρείται ως οριακή περίπτωση μιας προσεγγιστικής κατάστασης διασυνδεδεμένη με πολλαπλές υποκειμενικές ερμηνείες και έννοιες. Κι αυτό διότι οι Έλληνες μπορεί να είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, καθολικοί χριστιανοί, ευαγγελιστές χριστιανοί, ή ακόμη να είναι Έλληνες δωδεκαθεϊστές, Έλληνες εβραίοι, Έλληνες μουσουλμάνοι, είτε Έλληνες άθεοι. Αποδεικνύεται έτσι ότι το κάθε υποτιθέμενο λογικό σύστημα μπορεί εύκολα να ασαφοποιηθεί (fuzzification).

Συνδιαλεγόμενος με την φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη στο θέμα των γνωμών, ο Επίκουρος προτάσσει απέναντι στο απόλυτο και στατικό δίλημμα «αληθής ή ψευδής» το επιχείρημα μήπως αυτές (οι γνώμες) μπορούν να είναι λίγο ή πολύ αληθείς. Για παράδειγμα, στον ισχυρισμό ότι αύριο θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία τι μπορούμε να απαντήσουμε, αληθεύει ή δεν αληθεύει. Ακόμη και αν ξεσπάσει πόλεμος ο ισχυρισμός ίσως να είναι μερικώς αληθής, αφού μπορεί να πρόκειται για επεισόδια μικρής έκτασης ή μεμονωμένα περιστατικά ή να είναι αρκούντως αληθής στην περίπτωση που θα πρόκειται για πιο γενικευμένα και μεγαλύτερης διάρκειας επεισόδια. Εξάλλου, την ώρα που διατυπώνεται αυτός ο ισχυρισμός το πιο πιθανό είναι να μην γνωρίζουμε την απάντηση. Έτσι ο ισχυρισμός προς το παρόν δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής αλλά απροσδιόριστος, έχει δηλαδή ενδιάμεση τιμή αληθείας αναιρώντας στην ουσία τον νόμο του αποκλειομένου μέσου.

Ο Επίκουρος εισάγει στην μεθοδολογία του για την διερεύνηση της αλήθειας την προσθήκη του “απροσδιόριστου” ανάμεσα στο αληθινό και στο ψευδές, την προσθήκη του “ίσως” μεταξύ του ναι και του όχι, την προσθήκη του “μάλλον” μεταξύ του είναι και του δεν είναι, την προσθήκη των “κλασμάτων” μεταξύ του ένα και του μηδέν.

Στην επικούρεια φιλοσοφία όλες οι υποθέσεις είναι αποδεκτές στο βαθμό που πληρούν το κριτήριο της επιβεβαίωσης ή της μη διάψευσης ενός φαινομένου ή ενός γεγονότος. Αν επαληθεύεται και δεν διαψεύδεται, είναι αληθής. Αν όμως δεν επαληθεύεται ή διαψεύδεται, είναι ψευδής. Στην περίπτωση που ούτε επαληθεύεται αλλά ούτε και διαψεύδεται η υπόθεση παραπέμπεται στα «αναμενόμενα».

Μολονότι κάθε υπόθεση δεν θεωρείται απόλυτα αληθής ή ψευδής όταν εξετάζεται μεμονωμένα, εντούτοις είναι δυνατό μέσω των αισθήσεων, την παρατήρηση, την επαγωγική σκέψη και τον εμπειρισμό, όταν λαμβάνονται υπόψη σε συλλογικά πλαίσια, να οδηγούν στην αλήθεια. Αυτή η συλλογιστική του Επίκουρου περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την λεγόμενη «Θεωρία των Ασαφών Συνόλων» στην οποία δεν κυριαρχεί μόνο το «άσπρο ή μαύρο» όπως απαιτεί η δίτιμη λογική των κλασικών-παραδοσιακών μαθηματικών, αλλά έχουμε διάφορες «αποχρώσεις του γκρι» καθώς και έγχρωμα φαινόμενα, όπως ακριβώς κάνει η φυσική γλώσσα, η κοινή λογική και η νοημοσύνη του ανθρώπου.

Στις δεκαετίες του 1920-1930 επιστημονικές θεωρήσεις όπως η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Werner Heisenberg είτε η Θεωρία της Σχετικότητας του Albert Einstein, βοήθησαν στην αναβίωση και στην περαιτέρω ανάπτυξη της πλειότιμης λογικής του Επίκουρου.

Η σύγχρονη εισαγωγή της πλειότιμης λογικής με τον όρο «Ασαφής Λογική» γνωστή και ως «Φάζι Λότζικ» (Fuzzy Logic), έγινε από τον Περσικής καταγωγής Αμερικανό Καθηγητή και πτυχιούχο μηχανικό Lotfi Zadeh, ο οποίος δημοσίευσε την σχετική εργασία του το 1965 ανατρέποντας την μέχρι τότε καθεστηκυία θεωρία της λογικής και των μαθηματικών, και κατ’ επέκταση των σύγχρονων επιστημών και της τεχνολογίας.

Μετά την αρχική δυσπιστία και τις πρώτες φυσιολογικές αμφισβητήσεις της νέας θεωρίας, σύντομα ακολούθησαν και οι τεχνολογικές εφαρμογές της Ασαφούς Λογικής, οι οποίες είναι πολυάριθμες σε όλο τον κόσμο ενώ πολλές από αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά ως τεχνολογικά και επιστημονικά «επαναστατικές». Αναφέρω ενδεικτικά την αυτόματη λειτουργία μέσω Ασαφούς Συστήματος Ελέγχου: του μετρό της γιαπωνέζικης πόλης Sendai (από το 1987), μη-επανδρωμένων οχημάτων και αεροσκαφών, τσιμεντοβιομηχανιών, κλιματιστικών, ρομπότ, πλυντηρίων, ιατρικής διάγνωσης και αναισθησίας, αυτόματων καμερών, ενώ δεν υπάρχει ίσως επιστημονικός κλάδος σήμερα που να μην επεκτείνεται ραγδαία σε έννοιες και εφαρμογές της Ασαφούς Λογικής, όπως: Μαθηματικά, Οικονομία, Στατιστική, Φιλοσοφία, Σεισμολογία, Ιατρική, Ρομποτική, Βιολογία, Ψυχολογία, Διαστημική, Κοινωνιολογία, Πυρηνική, Οικολογία, Μετεωρολογία, Γεωλογία, Γενετική. (βλ. Klir-Yuan [12](a), Bibliographical Index, σελ. 548).

Η ψηφιακή τεχνολογία ήδη μετασχηματίζει τον κόσμο μας δημιουργώντας όμως ταυτόχρονα ενστάσεις και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα και τη γνώση που παράγεται από την ανάλυση και μοντελοποίησή τους.

Από μία άλλη οπτική, υπάρχουν έντονοι προβληματισμοί ως προς τον σκοπό, τη χρήση, τη διαχείριση και τις συνέπειες στον φυσικό ανθρώπινο κόσμο που επιφέρει με πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις. Αυτό που πρέπει πρωτίστως να εξασφαλιστεί, είναι η τεχνολογία να καταστεί αρωγός της προσπάθειας του ανθρώπου για μία καλύτερη, ασφαλέστερη και ευδαιμονική ζωή.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ Γ΄

ΔΗΜ 3.21–26

Ο Δημοσθένης συγκρίνει τους σύγχρονούς του πολιτικούς αγορητές με τους επιφανείς άνδρες του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος

Ο Δημοσθένης επισήμανε την ανάγκη για έγκαιρη ανάληψη δράσης κατά του Φιλίππου (βλ. σχετικά και ΔΗΜ 3.10–13) σε μια περίοδο διαρκούς αύξησης της μακεδονικής δύναμης. Και προσθέτει:


[21] Καὶ ταῦτ’ οὐχ ἵν’ ἀπέχθωμαί τισιν ὑμῶν, τὴν ἄλλως
προῄρημαι λέγειν· οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀτυχής εἰμ’
ἐγὼ ὥστ’ ἀπεχθάνεσθαι βούλεσθαι μηδὲν ὠφελεῖν νομίζων·
ἀλλὰ δικαίου πολίτου κρίνω τὴν τῶν πραγμάτων σωτηρίαν
ἀντὶ τῆς ἐν τῷ λέγειν χάριτος αἱρεῖσθαι. καὶ γὰρ τοὺς ἐπὶ
τῶν προγόνων ἡμῶν λέγοντας ἀκούω, ὥσπερ ἴσως καὶ ὑμεῖς,
οὓς ἐπαινοῦσι μὲν οἱ παριόντες ἅπαντες, μιμοῦνται δ’ οὐ
πάνυ, τούτῳ τῷ ἔθει καὶ τῷ τρόπῳ τῆς πολιτείας χρῆσθαι,
τὸν Ἀριστείδην ἐκεῖνον, τὸν Νικίαν, τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ,
τὸν Περικλέα. [22] ἐξ οὗ δ’ οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς οὗτοι πεφήνασι
ῥήτορες «τί βούλεσθε; τί γράψω; τί ὑμῖν χαρίσωμαι;»
προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως
πράγματα, καὶ τοιαυτὶ συμβαίνει, καὶ τὰ μὲν τούτων πάντα
καλῶς ἔχει, τὰ δ’ ὑμέτερ’ αἰσχρῶς. [23] καίτοι σκέψασθ’, ὦ
ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἅ τις ἂν κεφάλαι’ εἰπεῖν ἔχοι τῶν τ’ ἐπὶ
τῶν προγόνων ἔργων καὶ τῶν ἐφ’ ὑμῶν. ἔσται δὲ βραχὺς
καὶ γνώριμος ὑμῖν ὁ λόγος· οὐ γὰρ ἀλλοτρίοις ὑμῖν χρωμέ-
νοις παραδείγμασιν, ἀλλ’ οἰκείοις, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εὐδαί-
μοσιν ἔξεστι γενέσθαι. [24] ἐκεῖνοι τοίνυν, οἷς οὐκ ἐχαρίζονθ’
οἱ λέγοντες οὐδ’ ἐφίλουν αὐτοὺς ὥσπερ ὑμᾶς οὗτοι νῦν, πέντε
μὲν καὶ τετταράκοντ’ ἔτη τῶν Ἑλλήνων ἦρξαν ἑκόντων,
πλείω δ’ ἢ μύρια τάλαντ’ εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγον, ὑπή-
κουε δ’ ὁ ταύτην τὴν χώραν ἔχων αὐτοῖς βασιλεύς, ὥσπερ
ἐστὶ προσῆκον βάρβαρον Ἕλλησι, πολλὰ δὲ καὶ καλὰ καὶ
πεζῇ καὶ ναυμαχοῦντες ἔστησαν τρόπαι’ αὐτοὶ στρατευόμενοι,
μόνοι δ’ ἀνθρώπων κρείττω τὴν ἐπὶ τοῖς ἔργοις δόξαν τῶν
φθονούντων κατέλιπον. [25] ἐπὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλληνικῶν ἦσαν
τοιοῦτοι· ἐν δὲ τοῖς κατὰ τὴν πόλιν αὐτὴν θεάσασθ’ ὁποῖοι,
ἔν τε τοῖς κοινοῖς κἀν τοῖς ἰδίοις. δημοσίᾳ μὲν τοίνυν
οἰκοδομήματα καὶ κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα κατεσκεύασαν
ἡμῖν ἱερῶν καὶ τῶν ἐν τούτοις ἀναθημάτων, ὥστε μηδενὶ τῶν
ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν λελεῖφθαι· ἰδίᾳ δ’ οὕτω σώφρονες
ἦσαν καὶ σφόδρ’ ἐν τῷ τῆς πολιτείας ἤθει μένοντες, [26] ὥστε
τὴν Ἀριστείδου καὶ τὴν Μιλτιάδου καὶ τῶν τότε λαμπρῶν
οἰκίαν εἴ τις ἄρ’ οἶδεν ὑμῶν ὁποία ποτ’ ἐστίν, ὁρᾷ τῆς τοῦ
γείτονος οὐδὲν σεμνοτέραν οὖσαν· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν
ἐπράττετ’ αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, ἀλλὰ τὸ κοινὸν αὔξειν
ἕκαστος ᾤετο δεῖν. ἐκ δὲ τοῦ τὰ μὲν Ἑλληνικὰ πιστῶς, τὰ
δὲ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς, τὰ δ’ ἐν αὑτοῖς ἴσως διοικεῖν
μεγάλην εἰκότως ἐκτήσαντ’ εὐδαιμονίαν.

***
[21] Και αν προτίμησα να διατυπώσω μια διαφορετική γνώμη, δεν το έκανα για να ενοχλήσω μερικούς από σας. Δεν είμαι ούτε τόσο άμυαλος, ούτε τόσο κακορίζικος, ώστε να θέλω να γίνω μισητός, όταν νομίζω πως δεν μπορώ να ωφελήσω. Θαρρώ όμως πως ο άξιος πολίτης πρέπει να προτιμά να λέη εκείνα που σώζουν την πολιτεία, παρά εκείνα που σας ευχαριστούνε. Και άκουσα να λένε, όπως θα το ακούσατε και σεις, για τους προγόνους μας, αυτούς τους οποίους όλοι οι ρήτορες επαινούν, αλλά διόλου δεν μιμούνται, πως, σύμφωνα με τούτη την παράδοση και με αυτό το τρόπο, διαχειρίζονταν τα πολιτικά θέματα, ο ξακουστός Αριστείδης, ο Νικίας, ο συνονόματός μου Δημοσθένης και ο Περικλής.

[22] Αφ' ότου όμως εμφανίσθηκαν οι ρήτορες που σας ρωτάνε: «Τι επιθυμείτε; Τι πρόταση θέλετε να κάνω; Πώς θα σας ευχαριστήσω;», από τότε, για μια στιγμιαία ικανοποίηση, απεμπολήσατε τα συμφέροντα της πόλεως και έτσι συμβαίνουν αυτά πού ξέρετε. Και αυτοί μεν καλά κάνουν τη δουλειά τους. Εσείς όμως είστε του λυπημού.

[23] Αλλά, ω άνδρες Αθηναίοι, σκεφθήτε ποια θα μπορούσε ν' αναφέρη κανείς ως βασικά χαρακτηριστικά των έργων των προγόνων σας και των δικών σας. Με λίγα λόγια θα σας αναφέρω γεγονότα, που σας είναι γνώριμα. Διότι δεν είναι ανάγκη, ω άνδρες Αθηναίοι, για να ευτυχήσετε, από ξένους τόπους να πάρετε παραδείγματα, μπορείτε να τα πάρετε από το δικό σας.

[24] Λοιπόν εκείνοι τους οποίους οι ρήτορες δεν κολάκευαν, και δεν τους χαρίζονταν, όπως τώρα αυτοί, επί σαρανταπέντε χρόνους στάθηκαν άρχοντες των Ελλήνων, με των ίδιων των Ελλήνων τη θέληση, και μάζεψαν περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλαντα στην Ακρόπολη, ο δε βασιλεύς των Μακεδόνων ήταν υποταγμένος τότε σε αυτούς, καθώς αρμόζει να είναι υποταγμένος ο βάρβαρος στους Έλληνες. Στρατευμένοι οι ίδιοι πολλά και λαμπρά τρόπαια στήσανε, πολεμώντας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν· και είναι οι μόνοι άνθρωποι, που για τα έργα τους άφησαν πίσω τους μια δόξα μεγαλείτερη από το φθόνο.

[25] Τέτοιοι στάθηκαν οι πρόγονοί μας μέσα στον ελληνικό κόσμο. Κοιτάξτε τώρα μέσα στην πόλη πώς διαμορφώσανε τη δημόσια και την ιδιωτική τους ζωή. Δημόσια μεν ανεγείρανε τόσα και τέτοια οικοδομήματα, και περίλαμπρους ναούς, τέτοια σε αυτούς τοποθετήσανε αναθήματα, ώστε κανένας μεταγενέστερος δεν μπόρεσε να τους ξεπεράση.

Στον ιδιωτικό τους όμως βίο ήταν τόσο μετρημένοι, τόσο πιστοί στο ήθος του πολιτεύματος, [26] ώστε όποιοι από σας ξέρετε ποια ήταν τα σπίτια του Αριστείδη και του Μιλτιάδη και των τότε επιφανών, θα παρατηρήσατε πως δεν ήταν μεγαλοπρεπέστερα από τα σπίτια του γείτονά τους. Διότι δεν ασχολούντανε με τα δημόσια πράγματα για να πλουτίσουν οι ίδιοι, αλλά διότι ο καθένας τους πίστευε πως είχε χρέος να αυξήση τον δημόσιο πλούτο. Έντιμοι απέναντι των Ελλήνων, ευσεβείς απέναντι των θεών, διαποτισμένοι από την αρχή της ισότητας όταν διοικούσαν, είναι φυσικό που φτάσανε σε μια τόσο μεγάλη ευδαιμονία.