Μεταξύ ζωής και θανάτου, ή μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ευθεία η οποία οδηγεί αποκλειστικά στο φυσικό τέλος των πάντων χωρίς παράλληλες δυνατότητες; Αυτή είναι η διαπίστωση στην οποία οι περισσότεροι οδηγούμαστε στη σημερινή μονότονη εποχή της τεχνολογικής πεζότητας. Επίσης, τρομοκρατία θανάτου έχει μπολιαστεί στις ανθρώπινες κοινωνίες από σκοτεινά ιερατεία που ευαγγελίζονται το φως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν εδραιώσει την εξουσία τους ακριβώς σε αυτό το καθοριστικό προπύργιο ισχύος: στο Θάνατο ως μέσο ελέγχου των μαζών.
Ο θάνατος και το παρακείμενο οριστικό και αμετάκλητο τέλος της πορείας της ανθρώπινης ζωής είναι το καλύτερο συστατικό στην εδραίωση μιας μετά Χριστό θρησκείας. Και αυτός ο έλεγχος διαμέσου του θανάτου εξασκείται με τρόπο βάναυσο και εκβιαστικό. Ποιοι είναι οι λόγοι που ο σημερινός, δυτικός άνθρωπος φοβάται το θάνατο περισσότερο από ποτέ; Ασφαλώς η απομάκρυνσή του από την Εμπειρία Θανάτου (λόγω έλλειψης πολέμων, λιμών και μαζικών επιδημιών). Ας μη γελιόμαστε. Αυτή την εμπειρία όλοι μας θα τη νιώσουμε κάποτε και τη νιώθουμε κάθε φορά που χάνουμε έναν δικό μας άνθρωπο, συγγενή ή φίλο. Ωστόσο στο δικό μας δυτικό κόσμο αυτή η εμπειρία δεν διαθέτει τη σφοδρότητα που ενείχε πριν εκατό ή διακόσια χρόνια, όταν δηλαδή η ευρωπαϊκή κοινωνία βίωνε αλλεπάλληλους πολέμους, συγκρούσεις κάθε είδους, αιματηρές επαναστάσεις, λιμούς, σιτοδείες και ασφαλώς μια καθηλωτική και απίστευτη, για εμάς σήμερα, πρόωρη θνησιμότητα. Ο θάνατος τότε ήταν ένα φαινόμενο τόσο αγκυλωμένο στην καθημερινότητα του δυτικού ανθρώπου, ώστε ίσως οι άνθρωποι να αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στη σκέψη τους για τα μεταφυσικά.
Ενώ όμως σήμερα η τεχνολογική πεζότητα μας αποκλείει από κάθε φιλοσοφείν περί θανάτου, τότε η δυτική κοινωνία είχε άλλους φραγμούς για το θάνατο. Και αυτοί ήταν φραγμοί θρησκευτικοί. Εξ άμβωνος οι ιερείς της δις χιλιετούς θρησκείας τρομοκρατούσαν τα πλήθη με τη σκιά του θανάτου ως μέσο ελέγχου της πίστης τους, επομένως και της πειθαρχίας τους, σε ένα θρησκευτικό σχήμα που απέκλειε την όποια φιλοσοφία θανάτου πέραν της «Άφεσης Αμαρτιών» και της «Επουράνιας Λύτρωσης» μετά θάνατον. Η ψυχαναγκαστική πειθώ στην πίστη μιας ζωής άνευ φόβου θανάτου, μετά θάνατον, αποκλείει την όποια ενασχόλησή μας με αυτόν σε επίπεδο φιλοσοφικό και όχι πλέον θρησκευτικό. Τι γινόταν όμως πριν την εγκαθίδρυση και στερέωση της δις χιλιετούς θρησκείας στον κόσμο; Και μάλιστα στον δικό μας δυτικό κόσμο; Ποια ήταν η αντιμετώπιση που είχε ο άνθρωπος για το θάνατο και ποια ήταν η πίστη του σχετικά με την φιλοσοφικά εξελιγμένη πορεία της ζωής, όταν ο θρησκευτικός δογματισμός απλά δεν υπήρχε;
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μια περίεργη σχέση με το θάνατο. Ο περισσότερος κόσμος, οι «κοινοί θνητοί», πίστευαν σε μια μετά θάνατον ζωή που ήταν όμως καταδικασμένη σε ένα φοβερό σκότος, σε μια απόλυτη ησυχία, σε μια καταδίκη όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν τη σκιά τους και τρέφονταν από τις προσφορές και τις χοές που έκαναν για αυτούς οι εν ζωή συγγενείς τους. Μια άλλη διάσταση της μεταθανάτιας ύπαρξης για τους «κοινούς θνητούς» της αρχαίας Ελλάδας ήταν η Εσπερία Νήσος των Μακάρων, στην οποία αποβιβάζονταν οι Αξιομάκαροι που έχαιραν μια κορυφαία εμπειρία μετά το πέρας της θνητής τους διάστασης. Η λαϊκή πίστη σε μια αντίστοιχη της χριστιανικής κόλασης ήταν διαδεδομένη και στην αρχαία Ελλάδα. Ο Τάρταρος ή κοιλάδα του Μαρτυρίου στην οποία ήταν καταδικασμένες οι αμαρτωλές ψυχές να ταλαιπωρούνται αιωνίως. Αλλά αυτές είναι δοξασίες λαϊκές στις οποίες πίστευε ο καθημερινός αρχαίος Έλληνας θνητός. Θα ήταν επισφαλής η θεώρηση ότι η άποψη των Ελλήνων για το θάνατο ήταν έτσι όπως παρουσιάζεται σε εμάς σήμερα, μέσα από ταλαιπωρημένα και χρεωκοπημένα ιστορικά και «φιλοσοφικά» συγγράμματα.
Στη χώρα όπου γεννήθηκε η έννοια του Συμβολικού Μύθου, της Φιλοσοφίας, των Μυστηρίων, των Μυήσεων, αυτές οι δοξασίες είναι ανεπαρκείς για κάποιους θνητούς μεν αλλά όχι «κοινούς θνητούς». Και μιλώ βεβαίως για τους ιδιαίτερους εκείνους ανθρώπους της Ελλάδας, οι οποίοι φιλοσόφησαν στην έννοια του θανάτου και κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα σύνορά της μέσα από τη στάση ζωής τους, και μέσα από τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν τη συνάφεια ΖΩΗΣ-ΘΑΝΑΤΟΥ. Όχι μόνο. Για εκείνους που δεν κράτησαν ζηλότυπα τις φιλοσοφικές αναζητήσεις τους για τον εαυτό τους, σαν μέλη σκληρού και τρομοκρατικού ιερατείου, αλλά προσπάθησαν με κάθε μέσο να τις διαλευκάνουν και για λογαριασμό των πολλών, «κοινών θνητών».
Ο θάνατος, ως αδελφός του Ύπνου, για τους Έλληνες, στους κόλπους των φιλοσοφούντων Στοχαστών δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση ένα τέλος, έναν τοίχο, ένα τέρμα, μια διαπαντός διακοπή. Αντιθέτως ήταν πύλη για κάτι άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, ακόμη σπουδαιότερο από την υλική ζωή, και ασφαλώς απαραίτητο συστατικό μιας συνέχειας, οδός και Ατραπός άλλων ζωών, όχι αποκλεισμένων πίσω από τοίχους παραδείσων ή κολάσεων. Αν αναλογιστούμε την ιστορία των νεότερων φιλοσοφικών ομάδων οι οποίες εμφανίστηκαν και ανδρώθηκαν μέσα σε εποχές άκρας καταστολής της φιλοσοφίας του θανάτου, στον χριστιανικό Μεσαίωνα και τα φεουδαρχικά μοντέλα της ευρωπαϊκής κοινωνίας, τότε θα αντιληφθούμε σε όλο το μέγεθός της την ανάγκη όλων μας, καταπιεσμένων από τον τρόμο του θανάτου που μας έχει επιβληθεί εδώ και αιώνες, προς μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη προσέγγιση του αντικειμένου του καθημερινού τρόμου μας. Η κληρονομιά που άφησε η φωτισμένη και αδέσμευτη από θρησκευτικούς δογματισμούς και φιλοσοφικές απαγορεύσεις ελληνική αρχαιότητα, δεν αφορά αποκλειστικά την ανδρεία, τις πατριωτικές αξίες και τα κατορθώματα σε τέχνη, πόλεμο, ηθική, αλλά κυρίως στην αδέσμευτη και δίχως υστερικές φοβίες εποικοδομητική προσέγγιση στην έννοια του θανάτου.
Στην αρχαία ελληνική κοινωνία υπήρχαν εσωτερικές ομάδες, εταιρείες ή «σχολές», οι οποίες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό τους την εξήγηση του θανάτου και την προσέγγιση της σημασίας του μέσα στο πλαίσιο της ζωής. Σε αυτές τις εσωτερικές κοινωνίες μπορούσε να έχει πρόσβαση όποιος απλά αποφάσιζε να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, εγκαταλείποντας για ένα διάστημα την προσωπική του καθημερινή και ενστερνιζόμενος τα προστάγματα του ενίοτε φιλόσοφου-«σχολάρχη». Η επιλογή όσων επιθυμούσαν να ενταχθούν σε αυτά τα φιλοσοφικά κινήματα δεν γινόταν μέσω της κοινωνικής ή οικονομικής ή άλλης διαδοχής. Το ίδιο το ενδιαφέρον τους προς μύηση στα μυστήρια του Θανάτου ήταν εκείνο που τους καθιστούσε ικανούς να συμμετάσχουν, και στο τέλος να αντιλαμβάνονται τις μεταφυσικές έννοιες που καλούντο να ερμηνεύσουν και να ενσωματώσουν στο βίο τους. Ο ίδιος ο μυούμενος, μετά από μια σειρά διαδικασιών, όφειλε να μεταλλάξει τη σκέψη του και τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε το θάνατο και τη ζωή. Αλυσιδωτά, ο τρόπος και η στάση ζωής του απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου περνούσε σε εκείνους με τους οποίους σχετιζόταν. Επρόκειτο για μια δημοκρατική και φωτισμένη διαδικασία γνώσης, με μόνα κίνητρα την κατάκτηση, μερική ή καθολική, της ένταξης του ανθρώπου σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από το καθημερινό, το αγοραίο και το περιορισμένο σε έμφυτους φόβους.
Είναι όμως ο φόβος του θανάτου φόβος έμφυτος στον άνθρωπο; Μήπως ο φόβος θανάτου στην πραγματικότητα δεν αποτελεί μια ορμέμφυτη, φυσική ψυχολογική κατάσταση αλλά μια κοινωνική φοβία η οποία του έχει επιβληθεί, χιλιετίες τώρα, από τους ταγούς των ιερατείων και από τις μελαγχολικές και ύποπτες καγκελαρίες των κρατικών μηχανισμών της κοινωνικής καταστολής; Σε τι θα διαχώριζε πραγματικά ένα αγρίμι που νιώθει το θάνατο ως κάτι το επικείμενο κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ή μετά από μια μονομαχία επικράτησης με έναν αντίπαλο, από την ανθρώπινη γνώση και αντίληψη του υλικού του τέλους; Πρόκειται για ερωτήματα που δύσκολα μπορούμε σήμερα και κάτω από τις δικές μας συνθήκες ζωής να διαχωρίσουμε και κατανοήσουμε επαρκώς. Ο άνθρωπος, ως ζώο της Φύσης, διαθέτει ασφαλώς το φόβο για το θάνατο, ως μέρος του προσωπικού του εξοπλισμού για την προστασία του σε κατάσταση κινδύνου. Αυτός όμως ο φόβος σε ποιο επίπεδο, σε ποια διάσταση οφείλει να ξεπεραστεί παράλληλα και ταυτόχρονα με την εξέλιξη του ανθρώπου, και τη διάκρισή του από τους άλλους, κατώτερους εξελικτικά φυσικούς οργανισμούς; Εκεί είναι που κανείς θα έπρεπε να βαδίσει για να αντιληφθεί την ύπαρξή του ως μέρος της Φύσης, αλλά όχι απλά ως μέρος μιας Φύσης η οποία έχει δημιουργήσει οργανισμούς υλικούς τόσο διαφορετικούς και τόσο ποικίλους εξελικτικά.
Έτσι, οι ανθρώπινες κοινωνίες που επιζητούν να διαχωρίζονται από τις ομάδες των απλών κτηνών και τις κοινωνίες των αγριμιών, δεν θα όφειλαν να εντοπίζουν πολιτειακά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά τη διάκριση που η ίδια η Φύση έχει ορίσει για τον άνθρωπο; Το άνθρωπο πολίτη, τον άνθρωπο ως κοινωνικό και επικοινωνιακό ον, τον άνθρωπο ως δημιουργό τέχνης, ως μέρος μιας Φύσης που ωστόσο τον έκρινε και τον κατέστησε ον ικανό να αντιλαμβάνεται το θάνατο και τη ζωή του;
Ο θάνατος είναι, πράγματι, μια κατάσταση κατάλυσης της ύλης. Είναι επίσης ένα τέρμα σε μια υλική, βιολογική ζωή. Τι θα μπορούσαμε να πούμε το διαφορετικό όταν αντικρίζουμε οικείους μας να φτάνουν στο τέλος της βιολογικής τους ύπαρξης και να ξεψυχούν μπροστά στα μάτια μας; Τι θα μπορούσαμε να πούμε όταν χάνουμε αγαπημένους μας νέους, γέρους, μεσήλικες, παιδιά και υπερήλικες, όταν τους οδηγούμε στην τελευταία τους κατοικία; Τι θα μπορούσαμε να πούμε όταν αντικρίζουμε εμείς οι ίδιοι το τέλος μας μέσα από μια μακροχρόνια αρρώστια, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα χρόνου να αντιληφθούμε την ιλιγγιώδη πορεία μας προς το τέλος της θνητής μας ύπαρξης; Ο περιστασιακός τρόμος απέναντι στο δέος του θανάτου, φυσικό κατάλοιπο από την εποχή που ο άνθρωπος συμβίωνε με τα κτήνη και ειρωνική κληρονομιά που μας άφησε η κοινή, βιολογική μας μοίρα με όλους τους φυσικούς οργανισμούς τους σύμπαντος, μας καταλαμβάνει και μας ισοπεδώνει. Μαζί με το φόβο των άρρωστων και ανήμπορων γηρατειών έρχεται να προστεθεί και αυτός ο ανελέητος φόβος, ο ορμέφυτος του ανθρώπου για το πέρας της ύπαρξής του στον κόσμο αυτό, τον εμφανή, τον χειροπιαστό και τον αντιληπτό από όλες μας τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Είναι μεγάλη η δύναμη που πολλές θρησκείες εξάσκησαν έντεχνα για να κάνουν τον άνθρωπο να πιστέψει στη μετά θάνατο λύτρωσή του. Στηρίζεται ακριβώς σε αυτή την ορμέφυτη κατάσταση πανικού που χαρακτηρίζει και τα κτήνη όταν αυτά βρίσκονται σε κίνδυνο. Είναι η χειραγώγηση των πιο κτηνωδών, των πιο βιολογικών και υλικών συναισθημάτων μας, για την εξασφάλιση της ομαδοποίησής μας σε κοινωνικά στερεότυπα υπακοής και άνευ όρων παράδοσης στην εξουσία. Εδώ ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σαν κτήνος που μόνο από ύλη, νύχια, χαίτη και δορά είναι φτιαγμένο. Είναι παράλογο και ταυτόχρονα διασκεδαστικό να αντιλαμβανόμαστε, ενίοτε, αυτή τη φάσκουσα και αντιφάσκουσα στάση κάποιων θρησκειών απέναντι στους πιστούς. Από τη μια τους αντιμετωπίζουν ως ψυχικά όντα τα οποία μετά θάνατο θα «συνέλθουν» από κάθε είδους επίγειο φόβο (αν είναι αρκούντως άμωμοι και αναμάρτητοι βεβαίως), και από την άλλη τους εξουσιάζουν διαμέσου των πλέον υλικών φόβων με το φάσμα του υλικού τους θανάτου. Σας προσκαλώ να σκεφτείτε λίγο για ποιο λέω αυτό που λέω. Ίσως κάποιοι να συμφωνήσετε.
Οι αρχαίοι, κάποτε, προσπαθώντας ακριβώς να ξεπεράσουν τους βιολογικούς τους φόβους για το θάνατο και να διαχωρίσουν τις ανθρώπινες κοινωνίες από τις αγέλες των ζώων, επινόησαν και εννόησαν το θάνατο από μια άποψη μη άρνησής του. Η αποστροφή στο θάνατο από τη μια και η φιλοσοφική του προσέγγιση από την άλλη, διαχωρίζουν και απομακρύνουν αισθητά τη σημερινή κοινωνία μας από τις κοινωνίες των φιλοσοφούντων περί θανάτου. Η διαφορά έγκειται στην όποια προσπάθεια απομάκρυνσής μας από την ανυπαρξία συναίσθησης και αντίληψης του ίδιου του τρόμου ή, καλύτερα, πανικού για το θάνατο. Και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί επιτυχώς μόνο μέσα από την περισυλλογή, την αναζήτηση, την περίσκεψη, το στοχασμό επί της αιτίας της ύπαρξης του θανάτου. Η σφαιρική θεώρηση του απέθαντου σύμπαντος μέσα στο οποίο είμαστε αναπόσπαστα και σταθερά μέρη, η συναίσθηση της παράλογης ύπαρξης πανικού στον άνθρωπο για το θάνατο, όταν αυτό το σύμπαν αποδεικνύει περίτρανα τον αέναο χαρακτήρα του μέσα από μια συνεχή ανακύκλωση των μερών του, η διαρκής και επαναλαμβανόμενη αντικατάσταση και αποκατάσταση των στοιχείων του μέσα στην Τάξη εκ του Χάους, είναι τα Χρυσά Κλειδιά που μας εμπιστεύεται ο Αρχιτέκτονας και Εφευρέτης όλου αυτού που εμείς αποκαλούμε Κόσμο. Εναλλαγή μετά αποκατάστασης, αέναη και διαρκής κίνηση, εξελικτική πορεία των πάντων, ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ όπως την ορίζουν τα εκκλησιαστικά δόγματα, ροή και ευθεία πορεία. Στο βίο ενός ανθρώπου, στην ανατολή και στη δύση, στην τακτική εμφάνιση των εποχών, στην κίνηση των άστρων και των πλανητών, στην μέχρι λεπτομέρειας ελβετικού ρολογιού λειτουργίας και σημασίας του παραμικρότερου συστατικού στοιχείου του σύμπαντος.
Πίσω από τους τοίχους των σχολών των αρχαίων στοχαστών, των μυστών του Θανάτου και των ερμηνευτών και λειτουργιών του Κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης, ορίστηκαν οι παραπάνω έννοιες. Εκεί ορίστηκαν και οι μέθοδοι ανάτασης του ανθρώπου για μια απομάκρυνσή του από τα συναισθήματα πανικού που διακρίνει τα κτήνη. Εκεί συντελέσθηκε η μεγαλύτερη ανακάλυψη που κατάφερε ποτέ ο ανθρώπινος νους να αποκαλύψει: Την ψύχραιμη προσέγγισή του προς το βιολογικό του θάνατο. Και πώς άραγε έγινε αυτή η προσέγγιση; Και πώς αναπαράχθηκε και διδάχθηκε στους νεότερους στοχαστές; Και πώς εμείς σήμερα ξέρουμε για αυτή την προσέγγιση και αυτό το επίτευγμα πολιτισμού; Ασφαλώς σήμερα έχουμε λησμονήσει πολλές από τις ζωτικές διδασκαλίες αυτών των σχολών σκέψης. Μετά από αλλεπάλληλα κτυπήματα καταστροφής και εκμηδένισης αυτών των διδασκαλιών, η ανθρωπότητα, η σκεπτόμενη και στοχαζόμενη ανθρωπότητα βεβαίως προσπάθησε με κάθε τρόπο, σε πορεία σκοτεινών για το φιλοσοφικό στοχασμό αιώνων, να ανακάμψει και να πλησιάσει το ζήτημα της φιλοσοφικής προσέγγισης του υλικού τέλους. Κρυφά και μυστικά, οι νεότεροι μύστες του πνεύματος επιχείρησαν να ασκήσουν όσες σωζόμενες διδασκαλίες μπόρεσαν να περισυλλέξουν από τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους οι ορδές των θρησκευτικών βανδάλων.
Τι πραγματικά είναι εκείνο που θέτει τον άνθρωπο σε προσωπική σχέση με το θείο; Ασφαλώς είναι η μεταφυσική σχέση που μπορεί να υπάρχει πέρα από τα όρια της υλικότητας. Επίσης είναι η γνώση. Ποια γνώση; Η συνειδητότητα της ύπαρξης κατ’ αρχάς και η συνείδηση των πραγμάτων σε όλο τους το εύρος έπειτα. Αυτή είναι η γνώση για την οποία μίλησε κάποιο στοχαστικό κίνημα λίγους αιώνες πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Η περιφρονητική στάση ζωής στον υλικό θάνατο ο οποίος απορρίπτει και αναστέλλει τη δημιουργική σκέψη περί των εσωτερικών ερωτημάτων. Η διαπίστωση της θνητότητας και η εγρήγορση της σκέψης στα σκοτεινά για τους ανθρώπους σημεία της πνευματικότητάς τους. Εφόσον ο υλικός θάνατος διατελεί μέσο καταστολής της πνευματικής διορατικής σκέψης, εφόσον αυτός χρησιμοποιείται ως όργανο φόβου και θρησκευτικού εκβιασμού, τότε η μόνη οδός κατάλυσης αυτού του φόβου για μια εδραιωμένη και σταθερή πορεία στη γνώση είναι η αποδοχή του. Η αληθινή γνώση δεν αποκαλύπτεται μέσω της ανά-γνωσης. Είναι αποκλειστικά βιωματική και η εγκυρότητά της αποδεικνύεται μόνο μέσω της απόλυτης αποδοχής της, εμπράκτως, τη στιγμή του υλικού θανάτου. Η γνώση ταυτίζεται επομένως με το θάνατο, και αυτός από φόβητρο μετατρέπεται σε διάμεσο γνώσης. Μετατρέπεται επίσης και σε οροθέσιο αλλά όχι σε πέρας.
Η σωστή χρήση του θανάτου στη μύηση της γνώσης ήταν ένα μεγάλο βήμα στην κατανίκησή του από τους αρχαίους στοχαστές. Νικούμε εκείνο που μας ορίζει και μας περί-ορίζει. Έτσι ερχόμαστε μπροστά, καταντικρύ στη θέα του θανάτου και συμβολικά θανατωνόμαστε για να διαλευκάνουμε το μυστήριο που τον περιβάλλει. Ο Συμβολικός Θάνατος ήταν μια πεπατημένη που ακολούθησε πλήθος μυστών. Αυτός γινόταν αντιληπτός ακόμη και σε λαϊκές γιορτές της αρχαιότητας και είχε λειτουργία διδακτική. Ο Άδωνις πεθαίνει και ανασταίνεται για να αποδείξει στον πολύ κόσμο την ανυπαρξία του πνευματικού θανάτου. Ο Όσιρις εκτελείται και μετατρέπεται σε σύμβολο πίστης στην απέθαντη, πνευματικά, φύση του ανθρώπου. Η Περσεφόνη χάνεται στα έγκατα της γης, στα βασίλεια των υλικών θανάτων για να επιστρέψει πνευματικά σαν αληθινή Θεά της ψυχικής Άνοιξης. Ο Ηρακλής σπάζει σε συντρίμμια τις πόρτες του προαιώνιου φόβου των μη εξελιγμένων θνητών για το θάνατο, και περνά ως μύστης στην αντίπερα όχθη της υλικής του διάστασης. Ο Ορφέας βλέπει τι υπάρχει πίσω από τα παραπετάσματα της υλικής θνητότητας, έστω και σύντομα. Μύστες αρχαίοι τόλμησαν να εξιχνιάσουν τα σκότη του πέρατος. Άγνωστα πλέον στους πολλούς ανθρώπους τα προϊόντα των κατορθωμάτων τους αλλά, κατά κάποιο τρόπο, γνωστές σε κάποιους στοχαστές που μυήθηκαν (και μυούνται) στο Μυστήριο της γνώσης του Θανάτου.
Τα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο των μυήσεων στο θάνατο, είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την Εσωτερική Παράδοση, τη μυητική διαδικασία. Μια διαδικασία που συνοδεύεται από πνευματική ταλαιπωρία. Αυτά τα εμπόδια δεν περιορίζονται απλά σε τελετουργικές πρακτικές αλλά εμπνέουν μια ειλικρινή ψυχική διάθεση και μια εσωτερική πεποίθηση στην ψυχική απολύτρωση από το φόβο του θανάτου. Η εσωτερική διαδρομή υφαίνεται μέσα από όλο και σκληρότερα εμπόδια, τις υλικές αναστολές και τους φόβους της απόσπασης της ψυχής από την ύλη. Έτσι, όποιος κάποτε αποφασίσει να διδαχθεί την υπέρτατη γνώση, τη γνώση του ψυχικού θανάτου και τη σχέση του με τον υλικό θάνατο, θα πρέπει να εξοπλισθεί με αποφασιστικότητα έναντι της υπερπήδησης των αναστολών που του έχει εμφυσήσει και εμπεδώσει η κοινωνία, το κράτος του φόβου, οι, στην πραγματικότητα, υλιστικές θρησκευτικές δοξασίες. Πρόκειται ασφαλώς για εκείνο που οι αλχημιστές κάποτε αποκάλεσαν μετατροπή, όχι υλική αλλά δια της ύλης ψυχική μετατροπή σε κάτι ελεύθερο και εξαγνισμένο από τις επίγειες προκαταλήψεις. Έτσι προηγείται η διάλυση (θάνατος) της τήξης (μετουσίωση), η μετατροπή της αποτελμάτωσης, το χημικό albedo πριν το nigredo για την τελική απόκτηση του rubedo. Το τάσι με το ανάμεικτο γλυκό και πικρό στοιχείο της ζωής και του θανάτου, το οποίο δεν είναι άλλο από το complexion oppositorum, η ένωση των αντιθέτων, η περιπλοκή των ψυχικών καταστάσεων με τους υλικούς φόβους και ο εξαγνισμός των πρώτων από τη διαφθορά των δεύτερων.
Σύμφωνα με μια από τις περιορισμένες γνώσεις που έφθασαν στις μέρες μας από τα χρονικά των αρχαίων φιλοσόφων, η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου είναι η κατάσταση εκείνη, σύμφωνα με την οποία η έμφυτη αλλά λησμονημένη αρχέγονη πνευματικότητα θεωρεί όλα τα πλάσματα και τα φυσικά δημιουργήματα ως ομογενή, δηλαδή ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση. Αυτό σημαίνει ότι η μύηση στο θάνατο και η κατανίκηση του φόβου προς αυτόν αποτελεί το πρώτο βήμα που παύει τον φυσικό άνθρωπο, τον κτηνώδη άνθρωπο, και δημιουργεί τον άνθρωπο του πνεύματος. Η μυητική διαδικασία εκπροσωπεί το εντυπωσιακό εξελικτικό βήμα, με το οποίο ο άνθρωπος υπερνικά το βάρος της υλικής του ύπαρξης και αποκτά μια πιο ανοικτή και ευρεία άποψη του εαυτού τους ως πνευματική φύση και μέρος μιας κοσμικότητας αόρατης υλικά. Ο άνθρωπος του αόρατου αυτού υλικά κόσμου, λέει ο J.Servier, είναι ένας μύστης με την ετυμολογική έννοια του όρου. Είναι η εμπειρία της μετάβασης από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνεται μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου υλικού φόβου.
Η θείωση του ανθρώπου, η μέθεξη σε μια άφοβη, άχρονη, ανέγγιχτη από επίγειες κοινωνικές προκαταλήψεις πνευματικότητα, είναι και το αποτέλεσμα της μυητικής-εσωτερικής πορείας με την οποία ο άνθρωπος έχει τη μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψει τη γνώση της πνευματικής του ταυτότητας στο σύμπαν. Όπως σοφά λέει ο Αθανάσιος Κίρχερ, αυτή η γνωστική εμπειρία υπερβαίνει κάθε κοινή λογική και έχει ανάγκη από ειδικά εργαλεία: Τη λογική των συμβόλων, το αποφατικό λεξιλόγιο και το νόμο της εναντιοδρομίας. Στηρίζεται στην αρχή της περιπλοκής των αντιθέτων όπου ό,τι έπεται αναμιγνύεται με ό,τι προηγείται, και αντιθέτως. Σύμφωνα με την εναντιοδρομία του Ηράκλειτου, καθετί πορεύεται προς το αντίθετό του. Είναι η οργανωτική λειτουργία των αντιθέτων. Θάνατος-Ζωή, Ζωή-Θάνατος. Καθετί ξεπηδά, κάποτε, απέναντι στο αντίθετό του, περιπλέκεται με αυτό και σύμφωνα με το νόμο της κίνησης επαναλαμβάνεται κάτω από διαφορετικές περιστάσεις. Όπως αντιλαμβάνεστε, η λογική της εσωτερικής σκέψης δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επιστημονική. Πράγματι, αυτή ξεπερνά τη διακριτότητα και την απορροφά σε ένα σφαιρικό σύνολο στοιχείων μέσα στο οποίο ενσωματώνεται το ον και η ύπαρξη. Επομένως η μύηση στο θάνατο πετυχαίνει τη βαθύτερη μετάλλαξη του μύστη, μετάλλαξη ψυχολογική, η οποία με τη σειρά της μετατρέπει την προσωπικότητά του ανακαλύπτοντας σε βαθύτερα επίπεδα συνείδησης μια άλλη προσωπικότητα, εξαγνισμένη από το φόβο για το θάνατο και από τους περιορισμούς με τους οποίους αυτός ο φόβος φυσικά ή εμβόλιμα έχει κατορθώσει να διαστρεβλώσει την άποψη των πραγμάτων.
Κάθε θάνατος αποτελεί μύηση σε αυτόν. Είτε είναι δικός μας είτε άλλων. Κάθε θάνατος, συμβολικός, μυητικός, εννοιολογικός, ιδεολογικός, θρησκευτικός, φιλοσοφικός, αποτελεί μια Πύλη. Πύλη η οποία οδηγεί στην κατάλυση των πραγμάτων που προηγούνται και στην ενδεχόμενη ανασύνταξη πραγμάτων που έπονται. Ο υλικός θάνατος είναι εκείνος που απασχολεί περισσότερο τον υλικό άνθρωπο. Επάνω του στηρίχθηκαν καταπιεστικές θρησκείες και βάσισαν τον τρόμο της τιμωρίας και της εκμηδένισης. Αποτελεί χαρακτηριστικό πέρας για τη σύγχρονη εποχή μας από το οποίο έχουμε αποξενωθεί. Αποτελεί και χαρακτηριστικό μιας κρίσης πνευματικής του σύγχρονου ανθρώπου. Το τέλος σε μια «χαριτωμένη» ζωή διακοσμημένη αποκλειστικά με υλισμό, την οποία δυσκολευόμαστε να εγκαταλείψουμε. Ωστόσο ο θάνατος, ως δεύτερος πόλος στο σχήμα Ζωή-Θάνατος στην πνευματική προσέγγιση που επιτυγχάνει η φιλοσοφική σκέψη, δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω. Είναι απλά ένας σταθμός στην εξέλιξη των πραγμάτων χωρίς τον οποίο η εναλλαγή, η μετατροπή, η μετουσίωση, θα φάνταζαν πράγματα ανύπαρκτα.
Η απομάκρυνση της σκέψης από το ζήτημα της γνώσης του εαυτού και της συνειδητότητας, μας αποκλείει από την αντίληψη της θέσης μας σε ένα σύμπαν φτιαγμένο για να θανατώνεται και να ανασταίνεται αενάως. Μας αποκλείει από την ολική θέαση της θέσης μας σε αυτό το σύμπαν και την ουσιαστική αξιολόγηση της θνητότητάς μας. Ο μικρόκοσμος μέσα στον οποίο διαβιώνουμε όλοι, μας προκαλεί αισθήματα παράλογου ξαφνιάσματος στο δέος του θανάτου. Η αποπνικτική κατάσταση στην οποία περιερχόμαστε λόγω της απαξίωσης της ψυχικής διάστασής μας, μας καθιστά ανίκανους προς στοχασμό και ψύχραιμη αντιμετώπιση ενός φαινομένου παρεξηγημένου από τον αγοραίο άνθρωπο. Και δυστυχώς, τα εξωτερικά και ρηχά φαινόμενα απορροφούν, περισσότερο από ποτέ, την όποια απομένουσα εσωτερικότητά μας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο θάνατος μπορεί να είναι πραγματικά μια Πύλη Ζωής.