βαλλήν, ἀρχαῖος [στρ. γ]
βαλλήν, ἴθι, ἱκοῦ·
ἔλθ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον κόρυμβον ὄχθου,
660 κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων,
βασιλείου τιήρας
φάλαρον πιφαύσκων.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.
ὅπως αἰανῆ [ἀντ. γ]
665 κλύῃς νέα τ᾽ ἄχη,
δέσποτα δεσποτᾶν φάνηθι.
Στυγία γάρ τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεπόταται·
νεολαία γὰρ ἤδη
670 κατὰ πᾶσ᾽ ὄλωλεν.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.
αἰαῖ αἰαῖ· [ἐπῳδ.]
ὦ πολύκλαυτε φίλοισι θανών,
675 τί τάδε, δυνάστα, δυνάστα,
περισσὰ δίδυμα δὶς γοέδν᾽ ἁμάρτια;
πᾶσαι γᾷ τᾷδ᾽
ἐξέφθινται τρίσκαλμοι
680 νᾶες ἄναες ἄναες.
***
Βασιλιά μας, έλ᾽ αρχαίε μου βασιλιά,
έλα φάνου
στην κορφήν αυτού του τάφου σου εδώ πάνου
660 το κροκόβαφο έλα σήκωσε το σάνταλο
του ποδιού σου ως εδώ πέρα
κι ας να λάμψει μπρος στα μάτια μας το φάλαρο
της τιάρας σου, πατέρα·
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Για ν᾽ ακούσεις νέα κι ανάκουστα κακά
έλα φάνου,
ω του αφέντη μας αφέντη βασιλιά,
κι ολοτρόγυρα έχει απλώσει μια μαυρίλα
σα θανάτου καταχνιά,
γιατ᾽ η νιότη μας, πατέρα,
670 πάει χάθηκε όλη πια,
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Αχ αλί μου, αλίμονό μου
Ω που τόσο έχουνε κλάψει όλ᾽ οι λαοί σου
τη θανή σου,
τί ᾽ναι αφέντη, τί ᾽ναι αφέντη αυτή που τώρα
διπλή βρήκε συμφορά όλη τη χώρα;
πάει χάθηκε ο στρατός μας
πάνε χάθηκαν τα τρίσκαρμα καράβια,
680 ξεκαράβια, ξεκαράβια!
βαλλήν, ἴθι, ἱκοῦ·
ἔλθ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον κόρυμβον ὄχθου,
660 κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων,
βασιλείου τιήρας
φάλαρον πιφαύσκων.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.
ὅπως αἰανῆ [ἀντ. γ]
665 κλύῃς νέα τ᾽ ἄχη,
δέσποτα δεσποτᾶν φάνηθι.
Στυγία γάρ τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεπόταται·
νεολαία γὰρ ἤδη
670 κατὰ πᾶσ᾽ ὄλωλεν.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.
αἰαῖ αἰαῖ· [ἐπῳδ.]
ὦ πολύκλαυτε φίλοισι θανών,
675 τί τάδε, δυνάστα, δυνάστα,
περισσὰ δίδυμα δὶς γοέδν᾽ ἁμάρτια;
πᾶσαι γᾷ τᾷδ᾽
ἐξέφθινται τρίσκαλμοι
680 νᾶες ἄναες ἄναες.
***
Βασιλιά μας, έλ᾽ αρχαίε μου βασιλιά,
έλα φάνου
στην κορφήν αυτού του τάφου σου εδώ πάνου
660 το κροκόβαφο έλα σήκωσε το σάνταλο
του ποδιού σου ως εδώ πέρα
κι ας να λάμψει μπρος στα μάτια μας το φάλαρο
της τιάρας σου, πατέρα·
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Για ν᾽ ακούσεις νέα κι ανάκουστα κακά
έλα φάνου,
ω του αφέντη μας αφέντη βασιλιά,
κι ολοτρόγυρα έχει απλώσει μια μαυρίλα
σα θανάτου καταχνιά,
γιατ᾽ η νιότη μας, πατέρα,
670 πάει χάθηκε όλη πια,
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Αχ αλί μου, αλίμονό μου
Ω που τόσο έχουνε κλάψει όλ᾽ οι λαοί σου
τη θανή σου,
τί ᾽ναι αφέντη, τί ᾽ναι αφέντη αυτή που τώρα
διπλή βρήκε συμφορά όλη τη χώρα;
πάει χάθηκε ο στρατός μας
πάνε χάθηκαν τα τρίσκαρμα καράβια,
680 ξεκαράβια, ξεκαράβια!