Τρίτη 17 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (24.141-24.199)

Ὣς οἵ γ᾽ ἐν νηῶν ἀγύρει μήτηρ τε καὶ υἱὸς 
πολλὰ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον.
Ἶριν δ᾽ ὄτρυνε Κρονίδης εἰς Ἴλιον ἱρήν·
«βάσκ᾽ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα, λιποῦσ᾽ ἕδος Οὐλύμποιο
145 ἄγγειλον Πριάμῳ μεγαλήτορι Ἴλιον εἴσω
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ,
οἶον, μηδέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς οἱ ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ᾽ ἰθύνοι
150 ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις
νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς.
μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
τοῖον γάρ οἱ πομπὸν ὀπάσσομεν Ἀργειφόντην,
ὃς ἄξει ἧός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ.
155 αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος,
οὔτ᾽ αὐτὸς κτενέει ἀπό τ᾽ ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἐστ᾽ ἄφρων οὔτ᾽ ἄσκοπος οὔτ᾽ ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα.
160 ἷξεν δ᾽ ἐς Πριάμοιο, κίχεν δ᾽ ἐνοπήν τε γόον τε.
παῖδες μὲν πατέρ᾽ ἀμφὶ καθήμενοι ἔνδοθεν αὐλῆς
δάκρυσιν εἵματ᾽ ἔφυρον, ὁ δ᾽ ἐν μέσσοισι γεραιὸς
ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος· ἀμφὶ δὲ πολλὴ
κόπρος ἔην κεφαλῇ τε καὶ αὐχένι τοῖο γέροντος,
165 τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι.
θυγατέρες δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ ἰδὲ νυοὶ ὠδύροντο,
τῶν μιμνησκόμεναι, οἳ δὴ πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες.
στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον Διὸς ἄγγελος, ἠδὲ προσηύδα
170 τυτθὸν φθεγξαμένη· τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα·
«θάρσει, Δαρδανίδη Πρίαμε, φρεσί, μηδέ τι τάρβει·
οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ᾽ ἱκάνω,
ἀλλ᾽ ἀγαθὰ φρονέουσα· Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι,
ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ᾽ ἐλεαίρει.
175 λύσασθαί σε κέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ,
οἶον, μηδέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς τοι ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ᾽ ἰθύνοι
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις
180 νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς.
μηδέ τί τοι θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
τοῖος γάρ τοι πομπὸς ἅμ᾽ ἕψεται Ἀργειφόντης,
ὅς σ᾽ ἄξει ἧός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ.
αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος,
185 οὔτ᾽ αὐτὸς κτενέει ἀπό τ᾽ ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἔστ᾽ ἄφρων οὔτ᾽ ἄσκοπος οὔτ᾽ ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην
190 ὁπλίσαι ἠνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ᾽ αὐτῆς.
αὐτὸς δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα
κέδρινον ὑψόροφον, ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει·
ἐς δ᾽ ἄλοχον Ἑκάβην ἐκαλέσσατο φώνησέν τε·
«δαιμονίη, Διόθεν μοι Ὀλύμπιος ἄγγελος ἦλθε
195 λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπέ, τί τοι φρεσὶν εἴδεται εἶναι;
αἰνῶς γάρ μ᾽ αὐτόν γε μένος καὶ θυμὸς ἄνωγε
κεῖσ᾽ ἰέναι ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν.»

***
Κι ενώ στες πρύμνες μόνοι τους ο υιός με την μητέρα
συνομιλούσαν πάμπολλα, στην Ίλιον την αγίαν
να ξεκινήσει επρόσταζε την Ίριδα ο Κρονίδης:
«Πετάξου από τον Όλυμπον, ω ανεμόποδ᾽ Ίρις,
145 μέσα στην Ίλιον να ειπείς του σεβαστού Πριάμου
να κατεβεί στες πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδην,
να τον πραΰνει, τ᾽ ακριβό παιδί να του απολύσει·
ας πάει μόνος και μ᾽ αυτόν άλλος κανείς των Τρώων·
έναν ας έχει κήρυκα σιμά του γηραλέον,
150 να κυβερνά τ᾽ αμάξι του, που έπειτα εις την πόλιν
θα φέρει αυτόν που την ζωήν τού επήρεν ο Πηλείδης,
και μη φοβείται θάνατον ή άλλο τι να πάθει·
σιμά του θα ᾽χει τον Ερμήν που θα τον προβοδίσει
έως να τον φέρει έμπροσθεν του θείου Αχιλλέως.
155 Και αφού τον φέρει εις την σκηνήν δεν θέλει τον φονεύσει
εκείνος αλλά μάλιστα θα τον φυλάξει απ᾽ άλλους,
ότι μωρός ή ανόητος, ή αδικητής δεν είναι
και ως πρέπει θα ελεηθεί τον άνδρα που προσπέφτει».
Είπε κι η Ίρις κίνησε το μήνυμα να φέρει
160 και θρήνους ήβρε και οδυρμούς στο σπίτι του Πριάμου.
Στην αυλήν μέσα τα παιδιά στο πλάγι του πατρός τους
εκλαίαν και στην μέσην τους ο γέρος τυλιγμένος
μες στην χλαμύδα εντυπωτός· και η κεφαλή του η θεία
από το χώμα εμαύριζε που εκείνος είχε βάλει
165 με τες δυο φούκτες απ᾽ την γην που ως τότ᾽ εκυλιόνταν.
Και οι θυγατέρες έκλαιαν στο σπίτι και οι νυφάδες·
κι ήταν για κείνους ο καημός οπού πολλοί και ανδρείοι
επέσαν απ᾽ των Δαναών τα χέρια σκοτωμένοι.
Κι η Ίρις χαμηλόφωνα, στο πλάγι του Πριάμου,
170 του είπε και του έπιασε τα μέλη μέγας τρόμος.
«Ω Δαρδανίδη Πρίαμε, μη φοβηθείς και θάρρου·
ότι με μήνυμα κακό δεν ήλθα εγώ να σ᾽ έβρω
αλλά με γνώμην αγαθήν· κι εμ᾽ έστειλε ο Κρονίδης
που από μακράν σε συμπονεί πολύ και σε λυπείται.
175 Να ξαγοράσεις θέλει ο Ζευς τον Έκτορα τον θείον
και δώρα για να ημερωθεί να φέρεις του Αχιλλέως·
θα υπάγεις μόνος και με σε άλλος κανείς των Τρώων·
ένα να έχεις κήρυκα σιμά σου γηραλέον
να κυβερνά την άμαξαν, που έπειτα στην πόλιν
180 θα φέρει αυτόν που εφόνευσεν η λόγχη του Πηλείδη.
Και μη φοβείσαι θάνατον ή άλλο τι να πάθεις,
σιμά σου θα ᾽χεις τον Ερμήν που θα σε προβοδίσει
πάντοτε ώσπου στο πρόσωπον να ιδείς τον Αχιλλέα.
Και αφού συ αφήσεις την σκηνήν δεν θέλει σε φονεύσει
185 ο Αχιλλεύς και μάλιστα θα σε φυλάξει απ᾽ όλους,
μήτε τρελός, μήτε μωρός, μήτε κακούργος είναι
και ως πρέπει θα ελεηθεί τον σεβαστόν ικέτην».
Είπε κι εκείθ᾽ επέταξεν η ανεμόποδ᾽ Ίρις
και ο γέρος είπε των παιδιών αμάξι να ετοιμάσουν
190 μουλόσυρτο και κάλαθον επάνω του να δέσουν.
Στον μυροβόλον θάλαμον ωστόσο αυτός κατέβη
κέδρινον, υψηλόσκευον πού ᾽χε κειμήλια πλήθος,
και μέσα επροσκάλεσε την σύντροφόν του Εκάβην:
«Άμοιρη, ο Ζευς μού εμήνυσε να κατεβώ στα πλοία
195 των Αχαιών, το αγαπητό παιδί μας να λυτρώσω·
και δώρα να ημερωθεί να φέρω του Αχιλλέως.
Ειπέ μου πώς το βλέπεις συ· ότι και αφ᾽ εαυτού της
σφόδρα μ᾽ εβίαζε η ψυχή να κατεβώ στα πλοία
των Αχαιών διαβαίνοντας το μέγα στράτευμά τους».

Δεν ζούμε, τρέχουμε

Δεν ζούμε, τρέχουμε. Όλο τρέχουμε, κάτι να προλάβουμε, κάτι να κάνουμε, κάποιον να δούμε, κάτι να πληρώσουμε, κάτι να ακούσουμε, κάτι να μάθουμε, κάτι να διαβάσουμε, κάτι.

Απ’ τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας μέχρι να τα κλείσουμε, τρέχουμε.

Ακόμα και τις στιγμές που ξεκουραζόμαστε, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο μας, ακόμα και τότε κάτι πρέπει να κάνουμε.

«Τι κάνεις;». «Τίποτα» (αυτή είναι η πιο ανησυχητική απάντηση).

«Τι κάνεις;». «Τρέχω» (αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση).

Αν μείνεις για μια ώρα χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, αισθάνεσαι ενοχές.

Αν σε δουν να μένεις έτσι για μια ώρα, χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, θα σου προτείνουν «αντικαταθλιπτικά».

Γιατί πέρα από τις δουλειές που πρέπει να κάνεις, πέρα από τα καθήκοντα σου, θα μπορούσες να αξιοποιήσεις αυτή την ώρα, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, κάνοντας γυμναστική -αντί να χάνεις το χρόνο σου.

Λες και η ώρα του ρεμβασμού είναι χαμένη ζωή. Λες και η υπόλοιπη ζωή, όπου όλο τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, είναι κερδισμένη ζωή.

Ακόμα και τα παιδιά μας τα γαλουχούμε με το ιδανικό της άοκνης προσπάθειας.

Ερεθίσματα, ακόμα περισσότερα ερεθίσματα, καταιγισμός ερεθισμάτων από την κούνια, μην τυχόν και δεν ακούσει Μότσαρτ, μην τυχόν και δεν μιλήσει ως τα δύο, και περισσότερα ερεθίσματα μετά, και παιχνίδια εκπαιδευτικά και διάβασμα και μουσική προπαιδεία και εξωσχολικές δραστηριότητες και εποικοδομητικό παιχνίδι (λες και το παιχνίδι μπορεί να είναι κάτι άλλο) και dvd και τάμπλετ και κολυμβητήριο και δύο ξένες γλώσσες από νωρίς (γιατί τότε μαθαίνουν πιο εύκολα), τα παιδιά μας τρέχουν πίσω μας κι αυτά.

Τρέχουμε εμείς, τρέχουν και τα παιδιά μας.

Πρέπει πάντα να κάνεις κάτι, να μην «χάνεις τον καιρό σου», να μη σπαταλάς τον καιρό σου. Όμως αυτή η άδεια ώρα είναι ανάγκη του ανθρώπου.

Όταν αφήνουμε τον νου μας να αδειάσει, τότε πλησιάζουμε περισσότερο τον πυρήνα μας.

Γιατί όλα όσα μάθαμε κι όλα όσα μαθαίνουμε, όλα όσα κάνουμε και όλα όσα τρέχουμε να προλάβουμε, είναι ενδύματα του νου και όταν τον νου τον βαρυφορτώνεις τότε αυτός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή, καταρρέει.

Οι ψυχικές ασθένειες είναι η πανδημία του σύγχρονου πολιτισμού.

Κατάθλιψη, ψυχαναγκασμοί, φοβίες και κυρίως άγχος.

Γιατί τρέχουμε. Τρέχουμε να προλάβουμε τη ζωή και δεν καταλαβαίνουμε ότι η ζωή έχει μείνει πίσω.

Αυτό που κυνηγάμε είναι η fata-morgana των προσδοκιών που πρέπει να έχουμε.

Γιατί πρέπει να είμαστε επιτυχημένοι, πρέπει να έχουμε περισσότερα λεφτά, πρέπει να είμαστε καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι, πρέπει να έχουμε τα πιο έξυπνα παιδιά, και πρέπει να ξεπεράσουμε τους άλλους, να έχουμε περισσότερα λεφτά από τους άλλους, να είμαστε πιο καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι από τους άλλους…

Πρέπει να κάνουμε, πρέπει να είμαστε, πρέπει να έχουμε κάτι παραπάνω και κάτι παραπάνω και όλο τρέχουμε για να το έχουμε και όλο πασχίζουμε για να πετύχουμε αυτό το κάτι παραπάνω, αυτό το μεγάλο, και τελικά έρχεται μια στιγμή όπου καταλαβαίνεις ότι έχασες εκείνο το μικρό και «λίγο παρακάτω» που είχες.

Δεν απόλαυσες το σώμα σου και την νεότητα σου, γιατί πάντα ήθελες να είσαι πιο αδύνατος/η, πιο όμορφος/η, πιο sexy.

Όταν όμως είσαι ογδόντα χρονών και κοιτάς τις φωτογραφίες της νεότητας καταλαβαίνεις ότι ήσουν πιο όμορφος/η απ' όσο πίστευες τότε.

Δεν απόλαυσες τον σύντροφο σου, γιατί διαρκώς γκρίνιαζε και δεν έβγαζε αρκετά λεφτά, και δεν ήταν αρκετά ρομαντικός-όμορφος-ερωτικός και γιατί δεν πρόλαβες να ασχοληθείς μαζί του, είχατε το τρέξιμο.

Αλλά στα ογδόντα, όταν πια δεν θα τον έχεις δίπλα σου, νοσταλγείς τη γκρίνια του και τα ελαττώματα του και εκείνον τον χαζό τρόπο που σου έλεγε: «Ε, ναι, σ’ αγαπώ. Πάλι τα ίδια θα λέμε;»

Δεν απόλαυσες τα παιδιά σου, γιατί έπρεπε να τα στείλεις στον παιδικό σταθμό ώστε να μπορείς να τρέχεις για να τους προσφέρεις τα πάντα και έπρεπε να τα προετοιμάσεις για το νηπιαγωγείο, να τα στείλεις διαβασμένα στο δημοτικό, να τα στείλεις να μάθουν αγγλικά-γαλλικά-μουσική-θέατρο-μπαλέτο-υπολογιστές, και έπρεπε να διαβάζουν όλη μέρα για να περάσουν στο πανεπιστήμιο και μετά έφυγαν από το σπίτι πριν να το καταλάβεις.

Και στα ογδόντα σου, κοιτάς τις φωτογραφίες των παιδιών σου και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες να τα αγκαλιάσεις όσο ήθελες, δεν πρόλαβες να παίξεις μαζί τους, γιατί έπρεπε να τρέχεις και έπρεπε να τρέχουν κι εκείνα.

Κοιτάς πίσω και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες τίποτα.

Ούτε τους φίλους σου να δεις, ούτε τους γονείς σου να καταλάβεις, ούτε έρωτες να ζήσεις, ούτε να χορέψεις, ούτε να κάνεις αυτά που θεωρούσες σημαντικά όταν ήσουν παιδί.

Κι αυτό σου φαίνεται παράξενο.
Όλο έτρεχες κι όμως δεν πρόλαβες.
Γιατί έτρεχες τότε;
Για να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς; Μα ακόμα χρωστάς και νέοι λογαριασμοί έρχονται κάθε μέρα.

Και καταλαβαίνεις ότι έτρεχες για να επιβιώσεις.

Λυπάμαι που στο λέω, αλλά τώρα, στα ογδόντα, δεν έχεις χρόνο για τύψεις.

Πάρε μια βαθιά ανάσα και άδειασε τον νου σου. Μην τρέχεις πια. Στάσου!

Κι αν δεν είσαι ογδόντα, αν έχεις μικρά παιδιά, πιάστα απ’ το χέρι, αγκάλιασέ τα, παίξε μαζί τους. Τόσο γρήγορα, πριν να το καταλάβεις, δεν θα θέλουν να τα κρατάς απ’ το χέρι, δεν θα είναι παιδιά.

Στάσου! Πάρε μια ανάσα.

«Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων»
είναι ένα διήγημα του Άλαν Σίλιτοου. Έγινε ταινία από τον Τόνι Ρίτσαρντσον, το 1962 και τραγούδι από τους Iron Maiden.

Υ.Γ. Τα παιδιά σήμερα έχουν μεγαλύτερο άγχος από ότι ένας τρόφιμος ψυχιατρείου του 1950. Πράγμα που είναι αρκετά τρομακτικό αλλά δεν εκπλήσσει. Ο μισός ανθρώπινος πληθυσμός σήμερα υποφέρει από σύνδρομα άγχους και κατάθλιψης.

Oscar Wilde: Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμο

Αλλά ακόμη και ο πιο γενναίος ανάμεσά μας φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο αυτοακρωτηριασμός των αγρίων επιβιώνει τραγικά στην αυταπάρνηση που φθείρει τις ζωές μας.

Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας.

Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε, μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό και μας δηλητηριάζει.

Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει, γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού.

Δε μένει τιποτ’ άλλο παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας.

Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν.

Αν του αντισταθείς, η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ΄ τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα.

Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό.

Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμο.

Oscar Wilde, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι

Πότε η ονειροπόληση γίνεται δυσλειτουργική και πότε αποτελεί δεξιότητα

Ένα δημοφιλές κινηματογραφικό τέχνασμα δείχνει μια σκηνή να εκτυλίσσεται με σοκαριστικό ή απροσδόκητο τρόπο, απεικονίζοντας κάποιον που «ξεφεύγει από το χαρακτήρα του», λέγοντας κάτι που συνήθως δεν θα έλεγε ποτέ, ή ενεργώντας με τρόπο που κλονίζει τον «τέταρτο τοίχο». Καθώς εκτυλίσσεται η σκηνή, ο θεατής δυσπιστεί με την τόλμη του. Και τότε, το πλάνο γυρίζει πίσω, πριν από εκείνη τη στιγμή, αποκαλύπτοντας ότι αυτό που παρουσιάστηκε ήταν η φαντασίωση του χαρακτήρα, όχι αυτό που συνέβη.

Ο κινηματογράφος είναι μια προέκταση του νου, μια έκφραση της αλληλεπίδρασης μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, που δημιουργείται από τα βάθη της ψυχής και του ασυνείδητου του καλλιτέχνη. Τέτοιες σκηνές είναι συνηθισμένες επειδή είναι αντιπροσωπευτικές της ανθρώπινης τάσης για ονειροπόληση.

Η ονειροπόληση μπορεί να σημαίνει έλλειψη συγκέντρωσης ή διαφυγή από τις δυσκολίες της ζωής. Αλλά δεν είναι όλες οι ονειροπολήσεις κακές ή επιβλαβείς. Ορισμένοι ψυχολόγοι μάλιστα ενθαρρύνουν την ονειροπόληση, λόγω της δυνατότητάς της να αποτελεί πλούσια πηγή δημιουργικότητας και εφευρετικότητας. Μελέτες έχουν βρει ακόμη και ισχυρούς συσχετισμούς μεταξύ της ονειροπόλησης και της ευφυΐας. Το ερώτημα είναι, πότε η ονειροπόληση γίνεται πρόβλημα;

Όταν η ονειροπόληση είναι δεξιότητα

Η ονειροπόληση είναι η διαδικασία βύθισης σε νοητικές εικόνες με τρόπο που αποσυνδέει από το παρόν. Η εσωτερική ζωή που έρχεται στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης αφαιρεί την προσοχή από το περιβάλλον μας. Οι ονειροπολήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν χαρούμενες σκέψεις για έναν εραστή, αναστοχασμό για μια πρόσφατη σύγκρουση ή βίωση αυθόρμητων φαντασιώσεων που μας πιάνουν απροετοίμαστους. Δεν είναι όλες οι ονειροπολήσεις ίδιες και οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα για να περιγράψουν παρόμοιες διαδικασίες.

Υπάρχει μια κλίμακα βύθισης στις ονειροπολήσεις. Το πλήρες «space out» είναι μια μορφή αποστασιοποίησης, έχει επιζήμιο αντίκτυπο και συχνά έχει τις ρίζες της στο τραύμα. Βέβαια, η έρευνα που συνδέει την ονειροπόληση με τη νοημοσύνη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι με υψηλότερη νοημοσύνη απαιτούν λιγότερη εγκεφαλική ισχύ για απλές εργασίες, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να αποδίδουν σε υψηλό επίπεδο, ενώ παράλληλα ασχολούνται με εσωτερικές διεργασίες.

Θα μπορούσατε να το φανταστείτε αυτό ως έναν έμπειρο οδηγό που είναι σε θέση να κάνει πολλαπλές εργασίες, επειδή η οδήγηση είναι ενστικτώδης, ενώ ένας μαθητευόμενος οδηγός θα δυσκολευτεί να κάνει μια συζήτηση ενώ εστιάζει στο δρόμο.

Πολλοί φιλόσοφοι, για παράδειγμα, επαινούν τη σοφία και τη διαύγεια της σκέψης που προέρχεται από το περπάτημα. Όπως είπε ο Φρίντριχ Νίτσε, «Όλες οι πραγματικά σπουδαίες σκέψεις συλλαμβάνονται περπατώντας». Δεν είναι ότι ο Νίτσε αποσυνδεόταν κατά τη διάρκεια των περιπάτων του, αλλά αντίθετα, εκτελούσε μια εύκολη δραστηριότητα που επέτρεπε στο μυαλό του, μαζί με το σώμα του, να «περιπλανηθεί».

Αυτό δεν είναι αποκλειστικότητα των φιλοσόφων που περπατούν στη φύση. Πολλοί μεγάλοι στοχαστές, από καλλιτέχνες, συγγραφείς έως και επιστήμονες, βιώνουν την αλληλεπικάλυψη ιδεών και εμπειριών. Η μυρωδιά μιας αγοράς τροφίμων μπορεί να μεταφέρει έναν συγγραφέα σε μια σκηνή για το νέο του μυθιστόρημα. Ένα μήλο που πέφτει από ένα δέντρο μπορεί να πυροδοτήσει μια ευρηματική στιγμή γύρω από τη φυσική. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ονειροπόληση είναι απαραίτητη.

Η προσέγγιση του Καρλ Γιουνγκ στις ονειροπολήσεις

Ο Καρλ Γιουνγκ, αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους οραματιστές της ανθρωπότητας όσον αφορά το ασυνείδητο και τα όνειρα, είδε τις ονειροπολήσεις υπό ένα ιδιαίτερο πρίσμα. Γι’ αυτόν, τα όνειρα ημέρας παρουσιάζουν περιεχόμενα του ασυνείδητου κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Ο Γιουνγκ δεν πίστευε στην τύχη (άλλωστε αυτός επινόησε τον όρο συγχρονικότητα), αλλά αντίθετα θεωρούσε ότι τα περιεχόμενα είχαν έναν σκοπό ή ένα μήνυμα σχετικά με μια βαθύτερη ψυχολογική διαδικασία. Κατά συνέπεια, όταν η ονειροπόληση γίνεται υπερβολική, σηματοδοτεί ότι υπάρχουν ασυνείδητες διεργασίες που αγνοούνται ή καταπιέζονται.

Η ονειροπόληση είναι μια προέκταση του ονείρου. Ο Γιουνγκ είδε τα όνειρα ως μορφές επικοινωνίας από το ασυνείδητο, όχι απλώς τυχαία συναρμολογημένες αναμνήσεις από την εμπειρία της ζωής, αλλά τη δική του μορφή νοημοσύνης, που σας καθοδηγεί στην ανάπτυξη και στην κίνηση προς την ολότητα. Συνήθως, αυτά τα μηνύματα παραμένουν εντός των ορίων του ύπνου, αλλά όταν τα μηνύματα αγνοούνται για αρκετό χρονικό διάστημα, διαχέονται στην ημέρα. Έβλεπε την υπερβολική ονειροπόληση ως ανάγκη για βαθύτερη εσωτερική εργασία λόγω απώλειας της εσωτερικής ισορροπίας και ρύθμισης, συχνά επειδή ένα μέρος του ψυχισμού έχει εκτοπιστεί στη σκιά.

Δυσλειτουργικές ονειροπολήσεις

Στην ψυχολογία αυτή η υπερβολή, η δυσπροσαρμοστική ονειροπόληση, συνεπάγεται υπερβολική εμβάθυνση και εμπλοκή σε πολύπλοκους φανταστικούς κόσμους, προκαλώντας δυσφορία και επηρεάζοντας τη λειτουργικότητα. Η ονειροπόληση του Νεύτωνα ή του Αϊνστάιν ή του Μότσαρτ δεν επηρεάζει τη λειτουργικότητα ούτε προκαλεί δυσφορία, αλλά οδηγεί σε βαθύτερη ολοκλήρωση και σύνδεση με τον σκοπό. Υπάρχουν βαθμοί απορρόφησης στη φαντασία. Η δυσπροσαρμοστική ονειροπόληση γίνεται ζήτημα όταν αφαιρεί την προσοχή από την πραγματικότητα σε τακτική βάση.

Η δυσπροσαρμοστική ονειροπόληση έχει συνδεθεί με ένα ευρύ φάσμα διαταραχών της ψυχικής υγείας, όπως η ψύχωση, η σχιζοφρένεια, η ΔΕΠΥ, η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διάφορες αποσυνδετικές διαταραχές, οι οποίες συχνά συνδέονται με παιδικά τραύματα και την επιθυμία να ξεφύγει κανείς από μια οδυνηρή εμπειρία στον φυσικό κόσμο.

Λόγω της σχέσης της με την προσοχή, πρόσφατη έρευνα προσπάθησε να βρει συσχετισμούς μεταξύ της δυσπροσαρμοστικής ονειροπόλησης και της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Ανακάλυψαν ότι μόνο το 20% των συμμετεχόντων με ΔΕΠΥ πληρούσε τα κριτήρια για την κακή προσαρμογή στην ονειροπόληση, κάνοντας λόγο για την ανάγκη διάκρισης μεταξύ των δύο και για πρόσθετη έρευνα.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλοι ονειροπολούν, είναι υγιές. Ορισμένες μελέτες εκτιμούν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ονειροπολούν μεταξύ 20-50% του χρόνου. Ωστόσο, οι δυσπροσαρμοστικές ονειροπολήσεις επιχειρούν να εισέλθουν στη σφαίρα της αυταπάτης και της ψευδαίσθησης. Αυτό που κάνει την ονειροπόληση να διαφέρει από διαταραχές όπως η ψύχωση και η σχιζοφρένεια είναι ότι το άτομο κατανοεί το όριο μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας.

Τα όνειρα εξυπηρετούν έναν σκοπό. Η απόρριψή τους ως άχρηστη φαντασίωση ενέχει τον κίνδυνο να κλείσει μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας με το ασυνείδητο και την ψυχή. Είμαι βέβαιος ότι σε πολλούς ανθρώπους που ονειροπολούν πολύ, συμπεριλαμβανομένου και εμού, τους έλεγαν ως παιδιά να προσέχουν όταν παρασύρονται λίγο. Αλλά οι μελέτες δείχνουν ότι η ικανότητα του μυαλού να περιπλανιέται συχνά έχει πολλά και σπουδαία οφέλη.

Η προσοχή και η διάκριση οδηγούν στην κατανόηση του ρόλου που παίζουν οι ονειροπολήσεις στη ζωή σας. Αυτό περιλαμβάνει το περιεχόμενο των ονειροπολήσεων, τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται, τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τη συγκέντρωσή σας και το πόσο σκόπιμες είναι. Συνθέτοντας όλα αυτά μαζί, μπορείτε να δημιουργήσετε τη δική σας απογραφή των ονειροπολήσεων, όπου αποκρυπτογραφείτε τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι ονειροπολήσεις στην αυτοανάπτυξή σας. Είναι πιθανό, αν έχετε ενεργή φαντασία, να βιώνετε περιστασιακά όλο το φάσμα, από τη σοφία που προκαλεί δέος κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου, μέχρι την έλλειψη συγκέντρωσης όταν μιλάτε με ένα αγαπημένο σας πρόσωπο.

Ξεκαθαρίστε τι θα θέλατε να αλλάξετε. Χρειάζεται να διαθέσετε χρόνο για να δώσετε προσοχή στο περιεχόμενο που αναδύεται στην επιφάνεια; Αν σας πιάνουν συχνά δημιουργικές σκέψεις, πώς μπορείτε να δημιουργήσετε ισχυρότερα όρια, ώστε να μην παρεμβαίνει στον χρόνο που περνάτε με άλλους ανθρώπους ή σε εργασίες που απαιτούν την εστίασή σας; Θα μπορούσατε να δείτε την ονειροπόληση σαν ένα κατοικίδιο ζώο που πρέπει να πειθαρχήσετε, αλλά εξακολουθεί να χρειάζεται να το βγάζετε βόλτα, να το ταΐζετε και να ικανοποιούνται οι άλλες ανάγκες του.

Η ενσωμάτωση του κόσμου των ονείρων απαιτεί ένα μείγμα περιέργειας, αποδοχής, πειθαρχίας και εφαρμογής. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, μπορείτε να αναπτύξετε τη δεξιότητα της ονειροπόλησης, να βάλετε τη χώρα της φαντασίας στη θέση που της αρμόζει και να μετατρέψετε τους θησαυρούς της φαντασίας σε ισχυρό σύμμαχο για να ζήσετε μια υγιή, πολυμήχανη και δημιουργική ζωή.

Με το να κρατάς κακίες και μίση μόνο τον εαυτό σου χαλάς

Έκρηξη. Από κείνες τις καταστροφικές, τις εγκεφαλικές. Αθόρυβη, γιατί συμβαίνει στο μυαλό σου, δηλητηριώδης για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Κάθε φορά που τσακώνεσαι με έναν άνθρωπο που αγαπάς, βασανίζεις το κεφάλι σου, μα πάνω απ’ όλα πληγώνεις την καρδιά σου.

Είναι στη φύση του ανθρώπου ο τσακωμός. Από μικρά παιδιά μαλώνουμε με τους γονείς μας, με τους καθηγητές μας, με τους φίλους μας, τα βάζουμε με όλο τον κόσμο. Ό,τι δε μας αρέσει κι ό,τι δε γίνεται για το συμφέρον μας, ξυπνάει άγρια ένστικτα χαραγμένα αιώνες τώρα στο DNA μας. Αλλά τι; Γίνεται να κάτσουμε αναίσθητοι και να δεχόμαστε έτσι απλά την αδικία; Γίνεται να μη διεκδικήσουμε το δίκιο μας, να μην προβάλλουμε την άρνησή μας, να μην υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας; Φυσικά κι όχι. Δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκαζόμαστε να έρθουμε σε σύγκρουση με ανθρώπους γύρω μας. Άλλες φορές τα πράγματα είναι ξεκάθαρα κι απλά κι έτσι μια διαφωνία λήγει μετά από μερικές στιγμές. Άλλες φορές χρειάζονται κάποιες ώρες να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να ξεκαθαρίσει το μυαλό. Άλλοτε πάλι, κάποιες κόντρες δε λύνονται ποτέ, γιατί απλά η χημεία μεταξύ κάποιων ανθρώπων είναι εξαφανισμένη. Και σιγά-σιγά με τον καιρό, ένας τέτοιος τσακωμός αλλάζει μορφή. Από δυσαρέσκεια γίνεται μίσος και το μίσος καταστρέφει τους ανθρώπους.

Πάντα θα υπάρχει εκείνο το πρόσωπο που δε συμπαθούμε, που μαλώσαμε γιατί μας πλήγωσε ή γιατί μας πρόδωσε. Που απλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα κίνητρα που τον οδήγησαν σε πράξεις που για μας δεν είναι παρά λάθη. Ποτέ δε θα ταιριάξουμε με όλους και πάντα θα υπάρχουν άτομα που θα μας συμπεριφερθούν σκάρτα. Είναι δεδομένο αυτό, έτσι λειτουργεί ο κόσμος. Το θέμα είναι στο πώς θα το αντιμετωπίσουμε και στο πως κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που πρέπει να τη δείξουμε αυτήν τη ριμάδα την ανωτερότητα.

Σπουδαία λέξη η ανωτερότητα. Το νόημά της ακόμα σπουδαιότερο. Απαιτεί μεγάλο ήθος και κουράγιο, αλλά χαρίζει το πιο γαλήνιο αίσθημα. Το να ξέρεις πως έχεις κάνει το σωστό και ταυτόχρονα έχεις βγει κι υπεράνω. Ίσως δεν είναι ακριβώς έντιμο αυτό το τελευταίο, αλλά τη γαλήνη του σίγουρα την προσφέρει.

Για όποιον λόγο και να μάλωσες με κάποιον, πάρε το χρόνο σου, ξέσπασε την οργή σου και μετά ξεπέρασε το. Δε χρειάζεται να κουβαλάς ένα βάρος για κάποιον που δεν το αξίζει. Ναι, διεκδίκησε το δίκιο σου, ναι, πες και δείξε ότι σε ενόχλησε. Μην κρατήσεις τίποτα μέσα σου και κυρίως μην κρατήσεις κακία. Για κάποιο καιρό, το ξέρω, είναι ανέφικτο. Αλλά μετά από λίγο, ξανασκέψου πως γεμίζεις με άσχημα και δυσάρεστα συναισθήματα χωρίς να υπάρχει λόγος, πληγώνοντας μόνο τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν ξέρεις αν ο άλλος ενδιαφέρεται καν για σένα, τη στιγμή που εσύ χτίζεις ολόκληρη ιστορία συνωμοσίας για να τον εκδικηθείς.

Καμία τιμωρία δεν έχει νόημα όταν ο κατηγορούμενος αγνοεί τους όρους της. Νομίζεις ότι παίρνεις το αίμα σου πίσω, ενώ στην πραγματικότητα απλά κουράζεις το μυαλό σου. Η λύση είναι απλή, ξέχασε το. Επανέφερε τον άλλο στη ζωή σου ή απλά διέγραψε τον από παντού, και κυρίως απ’ την black list σου. Δεν έχει νόημα να ασχοληθείς παραπάνω από όσο αξίζει, δεν έχει νόημα να παλεύεις.

Άφησέ τον πίσω σου, γιατί το δικαιούσαι. Είναι κρίμα να χαλιέσαι για μικρότητες, για άτομα που αποδείχθηκαν κατώτεροι τον προσδοκιών σου. Άφησε τους να φύγουν κι ασχολήσου με πράγματα κι ανθρώπους που σου κάνουν καλό και σου δίνουν χαρά. Εστίασε σε κάτι θετικό, σε κάτι που θα σε γεμίσει αντί να σε αδειάσει.

Μαλώνουμε και βασανιζόμαστε, συγχωρούμε κι ελευθερωνόμαστε. Η συγχώρεση δεν είναι απαραίτητα άφεση αμαρτιών κι ό,τι έχει γίνει δεν αλλάζει. Το νόημα βρίσκεται στο να μη χαλάμε τη δικιά μας ζαχαρένια για κάποιους εκεί έξω που έδειξαν ότι δεν το αξίζουν. Θα βρουν κι αυτοί το δάσκαλο τους, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Δε χρειάζεται όμως να είμαστε εμείς αυτοί που θα τους πληγώσουν όπως μας πλήγωσαν ή που θα τους πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα.

Τζάμπα κόπος, υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα να ασχοληθεί κανείς. Κυρίως μ’ εκείνη την ηρεμία που έρχεται όταν έχεις τη συνείδηση σου καθαρή. Ξέρεις, αυτή που ακολουθεί την ανωτερότητα που λέγαμε και πριν.

Νίτσε: Η ευφυΐα ενός ανθρώπου μετριέται με τη δόση του χιούμορ που είναι ικανός να χρησιμοποιήσει

«Η ευφυΐα ενός ανθρώπου μετριέται με τη δόση του χιούμορ που είναι ικανός να χρησιμοποιήσει.» –Φ. Νίτσε

Ο Νίτσε μίλησε επανειλημμένα για τη σπουδαιότητα του χιούμορ, το οποίο έβλεπε σαν σανίδα σωτηρίας από τις πίκρες που μας φέρνει η ζωή. «Ο άνθρωπος σε όλο τον κόσμο υποφέρει τρομερά τόσο που αναγκάσθηκε να επινοήσει το γέλιο».

Κι έφτασε ακόμα και να αμφισβητήσει κάθε διαβεβαίωση που παρουσιαζόταν ενδεδυμένη με υπερβολική σοβαρότητα: «Θα έπρεπε να ονομάζουμε ψεύτικη κάθε αλήθεια που δεν συνοδεύεται τουλάχιστον από ένα χαμόγελο».

Ας δούμε και τα θεραπευτικά οφέλη του γέλιου, όπως διατείνεται η ιατρική:

– Ενεργεί σαν αναισθητικό κατά του πόνου.

– Βελτιώνει το κυκλοφορικό σύστημα και ρυθμίζει την πίεση του αίματος.

– Είναι αεροβική άσκηση: 5 λεπτά γέλιου ισοδυναμούν με 45 λεπτά ελαφριάς άσκησης.

– Αποφορτίζει τα όργανα.

– Ενισχύει τις άμυνες και προλαβαίνει ασθένειες.

– Μειώνει το στρες και την κόπωση.

– Απελευθερώνει ενδορφίνες: ορμόνες της ευτυχίας.

– Προκαλεί μυϊκή χαλάρωση και ευεξία.

– Βοηθάει ώστε τα προβλήματα να απαλύνονται.

Τα πέρατα της ψυχής σου δεν θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου

Ζητήθηκε από ανθρώπους γύρω στα σαράντα να αξιολογήσουν κρίσεις και απόψεις που είχαν εκφράσει είκοσι χρόνια πριν: όλοι αντιμετώπισαν με μια ειρωνική αποστασιοποίηση τις σκέψεις εκείνες, ως νεανικά πάθη που δεν αντιπροσώπευαν πιστά αυτό που οι ίδιοι πίστευαν για τον εαυτό τους. Είκοσι χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι κλήθηκαν να αξιολογήσουν σκέψεις και ιδέες που είχαν στα σαράντα τους. Και πάλι η ομόφωνη αντίδραση ήταν η ειρωνική αποστασιοποίηση.

«Κι άλλος ήμουν απ’ αυτόν που τώρα μαζί του μιλάτε», είχε γράψει ήδη ο Πετράρχης, χωρίς να έχει ανάγκη από πειράματα.

Υπάρχει άραγε μέσα σε αυτό το συνεχές γίγνεσθαι σκέψεων και συναισθημάτων κάτι που μπορούμε να ορίσουμε ως «εγώ»; Δεν υπάρχει πιο βαθιά ριζωμένη προκατάληψη από τη «μεταφυσική του εγώ», από την πεποίθηση ότι εμείς, και μόνο εμείς, εξαιρούμαστε από την αλλαγή, λες και δεν μας επηρεάζει τίποτε απ’ όσα μας περιβάλλουν.

Πρέπει τότε να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει σταθερή ταυτότητα, ότι δεν υπάρχει κανένα εγώ, επειδή όλα μεταβάλλονται αδιάκοπα;

Για άλλη μια φορά ο Ηράκλειτος προτείνει μια πιο πειστική λύση για να βάλει τάξη στην πολυπλοκότητά μας. Ίσως η ταυτότητα να μην είναι άλλη από την αλλαγή. «Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά». Το αρχαίο Ελληνικό απόσπασμα θα μπορούσε όμως να διαβαστεί και σαν να αναφερόταν στους ανθρώπους: «Διαφορετικά είναι τα νερά που ρέουν γύρω από τους ίδιους ανθρώπους που μπαίνουν στα ποτάμια». Ο ισχυρισμός ότι κάθε φορά που ο ίδιος άνθρωπος μπαίνει στο ποτάμι τα νερά που τον βρέχουν είναι διαφορετικά μπορεί να φανεί τετριμμένος. Το πράγμα όμως αλλάζει αν ποτάμι και άνθρωπος ταυτίζονται (όπως μας καλεί να κάνουμε η συντακτική δομή της πρότασης): όπως η ταυτότητα του ποταμιού εξασφαλίζεται από τη ροή του νερού, έτσι και η ταυτότητα ενός ανθρώπου εξασφαλίζεται από τη ροή των εμπειριών του.

Είμαστε οι εμπειρίες μας. Αυτό που είμαστε είναι αυτό που γινόμαστε, δεν μπορούμε να αποκοπούμε από αυτό που μας περιβάλλει και από το πώς αντιδρούμε σε ό,τι μας συμβαίνει, άσχετα αν είναι καλό ή κακό. Πώς θα καταλάβουμε τι είναι η χαρά αν δεν γνωρίσουμε τον πόνο;

Αυτό είναι το μάθημα του Ηράκλειτου, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του από τις χαώδεις εκτάσεις του σύμπαντος στο βάθος του εσωτερικού μας κόσμου («Τα πέρατα της ψυχής σου δεν θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου – τόσο βαθύ λόγο περιέχει»).

Είμαστε κι εμείς μέρος του συνόλου που μεταβάλλεται αιώνια ακολουθώντας έναν δικό του ρυθμό: πρέπει να μάθουμε να συγχρονιζόμαστε με αυτόν τον ρυθμό, βρίσκοντας την ισορροπία μας. Επειδή αυτό που γινόμαστε, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε πρόσωπα και καταστάσεις, θα καθορίσει τη ζωή που θα κάνουμε.

Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους

Ο Τζων Ρωλς παρουσιάζει το επιχείρημα της ηθικής αυθαιρεσίας συγκρίνοντας διάφορες αντίπαλες θεωρίες δικαιοσύνης, µε πρώτη τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Στις µέρες µας κανείς δεν υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη των φεουδαρχικών αριστοκρατιών ή του συστήματος των καστών. Αυτά τα συστήµατα είναι άδικα, όπως παρατηρεί ο Ρωλς, γιατί κατανέµουν το εισόδημα, τον πλούτο, τις ευκαιρίες και την εξουσία µε κριτήριο τα τυχαία χαρακτηριστικά µε τα οποία γεννιόμαστε. Αν γεννηθείς αριστοκράτης, έχεις δικαιώµατα και εξουσίες που δεν διαθέτουν όσοι γεννιούνται δούλοι. Αλλά οι περιστάσεις της γέννησής σου δεν είναι δικό σου επίτευγμα. Είναι άδικο λοιπόν να εξαρτώνται οι προοπτικές της ζωής σου απὀ αυτό το αυθαίρετο γεγονός,

Οι κοινωνίες της αγοράς διορθώνουν αυτή την αυθαιρεσία, ως έναν βαθµό τουλάχιστον. Ανοίγουν ευκαιρίες σταδιοδρομίας σε όσους έχουν τα απαραίτητα ταλέντα, και διασφαλίζουν την ισότητα ενώπιον του νόµου. Κατοχυρώνονται οι ίσες βασικές ελευθερίες των πολιτών, και η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά.

Το σύστημα αυτό -μια ελεύθερη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών- εκφράζει την ελευθεριακή θεωρία της δικαιοσύνης. Συνιστά πρόοδο έναντι των φεουδαρχικών κοινωνιών και των κοινωνιών των καστών, καθώς απορρίπτει τις παγιωμένες ιεραρχίες της γένεσης. Νομικά, επιτρέπει σε όλους να προσπαθήσουν και να ανταγωνιστούν τους άλλους. Στην πράξη, ωστόσο, οι ευκαιρίες µπορεί να απέχουν πολύ από την ισότητα.

Όσοι έχουν οικογένειες που τους υποστηρίζουν και µια καλή εκπαίδευση διαθέτουν προφανή πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων. Το ότι επιτρέπεται σε όλους να λάβουν µέρος στον αγώνα είναι κάτι θετικό. Αλλά, αν οι δρομείς ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, ο αγώνας δεν είναι δίκαιος. Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει ο Ρωλς, η κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθεϱη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών δεν µπορεί να θεωρήθεί δίκαια. Η εμφανέστερη αδικία του ελευθεριακού συστήµατος είναι «ότι επιτρέπει σε παράγοντες τόσο αυθαίρετους από ηθική σκοπιά να επηρεάζουν, µε ακατάλληλο τρόπο, τα διανεµητικά μερίδια».

Ένας τρόπος για να διορθώσουμε αυτή την αδικία είναι να διορθώσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά µειονεκτήµατα. Μια δίκαιη αξιοκρατία κινείται σε αυτή την κατεύθυνση προχωρώντας πέρα απὀ την απλή τυπική ισότητα ευκαιριών. Απομακρύνει τα εµπόδια που δυσχεραίνουν την επιτυχία προσφέροντας ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, έτσι ώστε όσοι προέρχονται από φτωχές οικογένειες να μπορούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις όσους προέρχονται από πιο προνομιούχα περιβάλλοντα. Θεσπίζει προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας για τα παιδιά χαμηλόμισθων οικογενειών, προγράμματα διατροφής και υγειονομικής περίθαλψης των παιδιών, προγράμµατα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης – ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να φτάσουν όλοι, ανεξάρτητα από την ταξική ή την οικογενειακή τους προέλευση, στο ίδιο σηµείο εκκίνησης. Σύμφωνα µε την αξιοκρατική αντίληψη, η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθερη αγορά είναι δίκαιη, αλλά µόνο αν όλοι έχουν την ίδια ευκαιρία να αναπτύξουν τα ταλέντα τους. Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους.

Ο Ρωλς πιστεύει ότι η αξιοκρατική αντίληψη διορθώνει ορισμένα ηθικά αυθαίρετα πλεονεκτήματα, αλλά απέχει και πάλι απὀ το δίκαιο. Γιατί, ακόµη και αν κατορθώσουµε να τους φέρουμε όλους στο ίδιο σηµείο εκκίνησης, είναι λίγο πολύ προβλέψιµο ποιος θα κερδίσει τον αγώνα ταχύτεροι δροµείς. Αλλά όσοι τρέχουν γρήγορα δεν το έχουν κατορθώσει αυτό αποκλειστικά και µόνο µε τη δική τους προσπάθεια. Η ικανότητά τους αυτή είναι ηθικά τυχαία όπως και η γέννηση ενός ατόμου σε µια εύπορη οικογένεια. «Ακόμη και αν καταφέρει να εξαλείψει πλήρως την επίδραση των κοινωνικών τυχαιοτήτων», όπως γράφει ο Ρωλς, το αξιοκρατικό σύστηµα «εξακολουθεί να επιτρέπει τον καθορισμό της διανοµής του πλούτου και του εισοδήµατος από τη φυσική διανοµή ικανοτήτων και ταλέντων».

Αν ο Ρωλς έχει δίκιο, ακόµη και µια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί σε µια κοινωνία µε ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες δεν οδηγεί στη δίκαιη κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου. Ο λόγος: «Τα διανεµητικά μερίδια κρίνονται απὀ την κλήρωση ενός Φυσικού λαχείου, δηλαδή από µια έκβαση πιο αυθαίρετη από ηθική σκοπιά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ο προσδιορισμός της διανομής του εισοδήματος και του πλούτου από τη διανοµή των φυσικών χαρισµάτων να επιτρέπεται περισσότερο σε σχέση με τον προσδιορισμό από την ιστορική και κοινωνική τυχαιότητα».

Ο Ρωλς συμπεραίνει ότι η αξιοκρατική αντίληψη περί δικαιοσύνης πάσχει (αλλά σε μικρότερο βαθμό) για τον ίδιο λόγο που πάσχει και η ελευθεριακή αντίληψη- και οι δύο βασίζουν τα κατανεμόµενα μερίδια σε παράγοντες που είναι ηθικά αυθαίρετοι. «Από τη στιγµή που προβληματιζόμαστε για την επιρροή είτε των κοινωνικών είτε των φυσικών τυχαιοτήτων στον καθορισµό των διανεµητικών µεριδίων, αν το καλοσκεφτούµε, εφόσον µας ενοχλεί το ένα, είµαστε υποχρεωμένοι να µας ενοχλεί και το άλλο. Από ηθική σκοπιά και τα δύο φαίνονται εξίσου αυθαίρετα».

Ο Ρωλς υποστηρίζει ότι, αν παρατηρήσουμε την ηθική αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τόσο την ελευθεριακή όσο και την αξιοκρατική θεωρία της δικαιοσύνης, θα απαιτήσουμε οπωσδήποτε µια πιο εξισωτική αντίληψη. Αλλά ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η αντίληψη; Η διόρθωση των άνισων εκπαιδευτικών ευκαιριών διαφέρει από τη διόρθωση των άνισων έμφυτων ικανοτήτων. Αν µας ενοχλεί το γεγονός ότι ορισμένοι δρομείς είναι ταχύτεροι από άλλους, θα πρέπει να υποχρεώσουµε τους προικισµένους δρομείς να φορούν µολυβένια παπούτσια; Ορισμένοι επικριτές του εξισωτισμού πιστεύουν ότι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς είναι η ισοπεδωτική ισότητα που βάζει εμπόδια στους ταλαντούχους.

Ένας εξισωτικός εφιάλτης

Ο «Harrison Bergeron», ένα διήγηµα του Kurt Vonnegut, Jr., εκφράζει αυτή την ανησυχία µέσα απὀ µια δυστοπία επιστηµονικής φαντασίας. «Ήταν το έτος 2084». ξεκινά η ιστορία.

«και όλοι ήταν επιτέλους ίσοι… Κανείς δεν ήταν εξυπνότερος από κανέναν άλλο. Κανείς δεν ήταν ωραιότερος από τους άλλους. Κανείς δεν ήταν δυνατότερος ή γρηγορότερος από κανέναν άλλο». Αυτή η απόλυτη ισότητα επιβλήθηκε από τα όργανα του Στρατηγού Εμποδιστή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όσοι πολίτες διέθεταν νοημοσύνη άνω του μέσου όρου ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ραδιοφωνικές συσκευές νοητικής παρεμπόδισης στα αυτιά τους. Κάθε είκοσι περίπου δευτερόλεπτα, ένας κυβερνητικός πομπός θα τους μετέδιδε έναν οξύ ήχο για να τους εμποδίσει “να εκμεταλλευθούν το άδικο πλεονέκτημα του μυαλού τους”.

Ο Harrison Bergeron, δεκατεσσάρων ετών, είναι ασυνήθιστα όμορφος και προικισμένος, κι έτσι έπρεπε να φέρει ισχυρότερες συσκευές παρεµπόδισης απ’ ό,τι οἱ περισσότεροι άλλοι. Αντί για το µικρό ραδιόφωνο στο αυτί, «φορούσε ένα φοβερό ζευγάρι ακουστικών και γυαλιά µε παχείς κυµατώδεις φακούς». Για να κρύβει την ωραία του εμφάνιση, ο Harrison έπρεπε να φοράει «μια κόκκινη πλαστική µπάλα στη μύτη, να έχει ξυρισμένα τα φρύδια του και να καλύπτει τα ίσια λευκά του δόντια µε μαύρα σηµάδια και κακόσχηµες προσθήκες». Και για να περιοριστεί η φυσική του δύναμη, έπρεπε να κουβαλά πάνω του, όταν βάδιζε, βαριά μέταλλα. «Στον αγώνα της ζωής, ο Harrison κουβαλούσε εκατόν πενήντα κιλά».

Μια µέρα ο Harrison πετάει τα εµπόδιά του προβαίνοντας σε µια πράξη αντίστασης κατά της εξισωτικής τυραννίας. Δεν θέλω να αποκαλύψω το τέλος της ιστορίας. Έχει γίνει σαφές ήδη ότι η ιστορία του Harrison εκφράζει γλαφυρά µια κριτική που προβάλλεται συχνά κατά των εξισωτικών θεωριών της δικαιοσύνης.

Η θεωρία περί δικαιοσύνης του Ρωλς δεν είναι ευάλωτη, ωστόσο, σε αυτή την κριτική. Δείχνει ότι µια ισοπεδωτική ισότητα δεν είναι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς. Η εναλλακτική πρόταση του Ρωλς, την οποία ονομάζει αρχή της διαφοράς, διορθώνει την άνιση κατανομή των ταλέντων και των προικοδοτήσεων χωρίς να παρεμποδίζει τους ταλαντούχους. Πώς; Ενθαρρύνει τους προικισµένους να αναπτύξου και να ασκήσου τα ταλέντα τους, αλλά µε τον όρο ότι όταν οι ανταμοιβές που εξασφαλίζουν με αυτά τα ταλέντα στην αγορά θα ανήκουν σε όλη την κοινότητα. Μην εµποδίζετε τους καλύτερους δρομείς- αφήστε τους να τρέξουν και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αναγνωρίστε απλώς εξαρχής ότι τα κέρδη δεν ανήκουν µόνο σε αυτούς, αλλά θα πρέπει να τα μοιράζονται με όσους δεν έχουν παρόμοια χαρίσματα.

Αν και η αρχή της διαφοράς δεν απαιτεί µια ίση κατανοµή του εισοδήματος και του πλούτου, η βαθύτερη ιδέα της εκφράζει ένα ισχυρό εξισωτικό όραμα που μπορεί να εμπνεύσει.

Από την άλλη μεριά της πόρτας κάθε φόβου υπάρχουν πανέμορφα δώρα

Ορίστε μια πανίσχυρη ιδέα που θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στον τρόπο που εργάζεστε και ζείτε- αρκεί να την ενσωματώσετε στο επίπεδο του DNA σας: Η ζωή σας θα διαστέλλεται ή θα συστέλλεται σε άμεση αναλογία με την προθυμία σας να προχωρήσετε κατά μέτωπο προς τα πράγματα που φοβάστε. Αν απαλλαγείτε από τους φόβους σας, θα ξεχωρίσετε. Αν το βάλετε στα πόδια μπροστά τους, θα ζαρώσετε μπροστά στο μεγαλείο.

Μου θυμίζει κάτι που έγραψε ο Φρανκ Χέρμπερτ στο Dune: “Δεν πρέπει να φοβάμαι. Ο φόβος σκοτώνει το μυαλό. Ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος που φέρνει τον ολικό αφανισμό. Θα αντιμετωπίσω τον φόβο μου. Θα τον αφήσω να περάσει από πάνω μου και από μέσα μου. Και όταν περάσει θα στραφώ στο εσωτερικό μάτι μου για να δω τον δρόμο του. Εκεί όπου θα έχει πάει ο φόβος δεν θα υπάρχει τίποτε. Μόνο εγώ θα παραμείνω”.

Είναι εκπληκτικό τι συμβαίνει όταν αντιμετωπίζετε μια κατάσταση που σας κάνει να νιώθετε αμηχανία/ανασφάλεια/φόβο και, αντί να σπεύσετε προς μια εικονική έξοδο κίνδυνου, παραμένετε δυνατοί και κάνετε αυτό που γνωρίζετε ότι πρέπει να κάνετε. Πρώτα πρώτα συνειδητοποιείτε ότι ο φόβος ήταν κυρίως μια ψευδαίσθηση. Δεύτερον, αποκομίζετε κάποια αναπάντεχη ανταμοιβή για το θάρρος σας επειδή από την άλλη μεριά της πόρτας κάθε φόβου υπάρχουν πανέμορφα δώρα: προσωπική ανάπτυξη, αυτοπεποίθηση και σοφία. Το έχω δει ξανά και ξανά.

Υποθέτω πως είναι κάποιος νόμος της ζωής. Τρέξτε, λοιπόν καταπάνω στον φόβο σας. Αρχίστε από τα πιο απλά. Αργά και σταθερά, πάντα θα κερδίζετε τον αγώνα σας. Και παρατηρήστε την επιτυχία που τόσο δίκαια σας αξίζει καθώς θα αρχίζει να ανατέλλει – όταν θα τη χρειάζεστε περισσότερο.

Πώς να βελτιώσετε τη σχέση με το παιδί σας μετά από τσακωμούς

Σε όλες τις σχέσεις υπάρχουν εντάσεις, πόσο μάλλον στις οικογενειακές. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε αλλά να ψάξετε τρόπους που θα μειώσουν τις εντάσεις ανάμεσα σε εσάς και το παιδί σας. Τρεις είναι οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων με τα παιδιά μας όταν αντιμετωπίσουμε μία σύγκρουση ή γενικότερα ένα πρόβλημα μαζί τους:

1. O διάλογος είναι η πρωταρχική και απαραίτητη προϋπόθεση για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει, δηλαδή όχι μόνο όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε την κατάσταση, άλλα και για το πώς αντιλαμβάνονται και οι άλλοι: Δηλαδή τα παιδιά… Πρέπει να μπορέσουμε να τα ακούσουμε, με ειλικρίνεια και καλές προθέσεις, όχι απαραίτητα για να συμφωνήσουμε, άλλα σε κάθε περίπτωση για να νιώσουν και αυτά πως εισακούγονται, πως υπάρχουν. Υπάρχει και η δική τους ματιά στα γεγονότα, έχουν κι αυτά το δικαίωμα να διατηρούν και να διατυπώνουν τις απόψεις τους!

2. Η αναγνώριση των συναισθημάτων εκατέρωθεν: Tόσο των δικών μας, όσο και αυτών που βιώνουν τα παιδιά μας. Θυμός, λύπη, αναστάτωση, συχνά μας κυριεύουν και δεν μας επιτρέπουν να δούμε καθαρά. Χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε τον απαραίτητο χώρο για τα συναισθήματα που νοιώθουμε, να τα αντιληφθούμε κι αν το αντέχουμε να μιλήσουμε γι’αυτά -καθώς επίσης να δώσουμε το χώρο και το παράδειγμα, να παροτρύνουμε και τα παιδιά μας να κάνουν το ίδιο: να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.

3. Η άρση του εγωισμού: Mεγάλη κουβέντα! Δύσκολο (συχνά) στην πράξη, αλλά απαραίτητο συστατικό στην επίλυση των συγκρούσεων. Ποτέ κανείς δεν έχει απολύτως δίκιο! Πρέπει να μάθουμε να κάνουμε «λίγο πίσω» και έτσι να μάθουν από εμάς και τα παιδιά μας… Ίσως αυτό και μόνο, μερικές φορές, να αρκεί. Να αρκεί ένα βήμα πίσω…

Η αποκατάσταση των συγκρούσεων δεν είναι πάντα εύκολη. Κάποιες φορές όμως, είναι σχεδόν απαραίτητη, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις σχέσεις μας με τα παιδιά μας. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι γονείς, ως μεγαλύτεροι, οφείλουμε πρώτοι εμείς να κάνουμε το πρώτο βήμα.

Μπορούμε να μιλάμε για ηθικές μηχανές;

Η σύγχρονη συζήτηση σχετικά με το ηθικό status των έξυπνων μηχανών περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα επιχειρημάτων. Σύμφωνα με την μία κατεύθυνση, έχουμε την τάση να προσδίδουμε ανθρωπομορφικές ιδιότητες στις μηχανές (Nyholm, 2020), λόγω της αλληλεπίδρασής μας με αυτές και πιθανόν λόγω των λεξιλογικών περιορισμών ή της μεταφορικής χρήσης της γλώσσας. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί πραγματικά, είναι το πώς θα κάνουμε τις μηχανές πιο ασφαλείς και όχι πιο «ηθικές» (Yampolskiy, 2012).

Αντίθετα, η άλλη κατεύθυνση αρκείται στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και των συνεπειών της δράσης των μηχανών, ανεξάρτητα από το αν και πώς αυτές σκέφτονται ή λειτουργούν (Dennet, 1997). Ωστόσο το κυρίως σώμα των επιχειρημάτων συναρτά την ηθική των μηχανών με τον βαθμό πραγματικής αυτονομίας τους (Tzafestas, 2016) και συνεπεία αυτού, με την συμπεριφορά που οι μηχανές επιδεικνύουν απέναντι στους ανθρώπους και στις άλλες μηχανές (Anderson, 2007).

Στην παρουσίαση αυτή, υιοθετώντας την παραδοχή ότι στο άμεσο μέλλον, πλήρως αυτόνομα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης θα συνυπάρχουν και θα αλληλοεπιδρούν με ανθρώπους, ζώα και άλλα συστήματα σε σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της προσωπικής και κοινωνικής ζωής (Tegmark, 2017), θέτω το ερώτημα αν όντως α) η πλήρης αυτονομία στην λήψη αποφάσεων και β) η ευθυγραμμισμένη με ένα πλαίσιο αρχών και κανόνων συμπεριφορά των συστημάτων αυτών, αρκεί για να μιλάμε κυριολεκτικά για ηθικές μηχανές.

Κάνοντας την διάκριση μεταξύ ηθικής και ηθικότητας, θα υποστηρίξω, ότι το να επιδεικνύει μια πλήρως αυτόνομη μηχανή ειλικρινή, ευγενική, έντιμη, συνεπή, ανεκτική, προστατευτική κτλ. συμπεριφορά για παράδειγμα, ή το να τηρεί τους νόμους και να σέβεται τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες ή τους κανόνες συμβίωσης, δεν την κάνει κυριολεκτικά ηθική μηχανή. Κάνοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε quasi ηθικό πράκτορα και κυριολεκτικά ηθικό πράκτορα, θα επιχειρήσω να περιγράψω τις προϋποθέσεις εκείνες, πέρα από την αυτονομία και την συμπεριφορά, οι οποίες θα πρέπει να πληρούνται ώστε να μπορούμε να αποδώσουμε χαρακτηριστικά ηθικού προσώπου σε ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης.

Ένα τέτοιο σύστημα δυνητικά, εκτός από καθήκοντα, θα μπορεί να έχει δικαιώματα, υποχρεώσεις και ευθύνες και να συνυπάρχει με τα άλλα νοήμονα όντα ή συστήματα σε μια αναθεωρημένη ενδεχομένως μορφή κοινωνικού ιστού. Μια διερεύνηση προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να στοχεύσει στην ανάδειξη στοιχείων για το είδος, τα χαρακτηριστικά και την «προσωπικότητα» του ηθικού πράκτορα και να θέσει τις θεωρητικές βάσεις εκείνες που ενδεχομένως να οδηγήσουν στην περιγραφή των τεχνικών προδιαγραφών που απαιτούνται για την πραγμάτωσή του.

Σε αυτήν την παρουσίαση θέτω ένα ερώτημα που αφορά το ηθικό status ευφυών μηχανών, των οποίων η λειτουργία, τους επιτρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις και να προβαίνουν σε πράξεις οι οποίες έχουν ηθική βαρύτητα.

Το ερώτημα είναι: Μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για ηθικές μηχανές;

Κάποιος που γνωρίζει λίγα πράγματα από ηθική φιλοσοφία θα μπορούσε να απαντήσει –και θα έβρισκε πολλούς να συμφωνούν μαζί του– ότι όχι, δεν μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για ηθικές μηχανές. Οι μηχανές είναι μηχανές και η ηθική είναι ηθική –και όπως πολύ σωστά μας διδάσκει ο Hume, η ηθική είναι ανθρώπινη υπόθεση. Και η συζήτηση θα τελείωνε εκεί.

Δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που επιχειρηματολογούν ότι λόγω της ολοένα αυξανόμενης αλληλεπίδρασής μας με τις μηχανές έχουμε την τάση να τους αποδίδουμε ανθρωπομορφικές ιδιότητες (Nyholm, 2020) και μιλώντας για ηθικές μηχανές κάνουμε απλώς μεταφορική χρήση της γλώσσας.

Άλλοι πάλι θεωρούν ότι το ερώτημα είναι εσφαλμένο εν τη διατυπώσει του και αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί πραγματικά, είναι όχι το αν μπορούμε να κάνουμε τις μηχανές κυριολεκτικά ηθικές, αλλά πώς μπορούμε να τις κάνουμε κυριολεκτικά ασφαλείς (Yampolskiy, 2012).

Παρά τις εκ πρώτης όψεως εύλογες αντιρρήσεις λοιπόν, εξακολουθώ να θέτω το ερώτημα και θα επιχειρήσω μάλιστα μια καταφατική απάντηση, δηλαδή ότι ναι –υπό προϋποθέσεις θα μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για ηθικές μηχανές.

Και θεωρώ ότι το να θέτει κανείς ξανά και ξανά αυτό το ερώτημα έχει μεγάλη σημασία – όχι μόνο σε στενό φιλοσοφικό πλαίσιο – κυρίως για τρεις λόγους:

Επειδή ήδη σήμερα αυτόνομα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης συνυπάρχουν και αλληλοεπιδρούν με ανθρώπους και η σχέση αυτή, ανθρώπων και μηχανών, θα γίνει πιο άμεση και πιο περίπλοκη τα επόμενα χρόνια, καθώς μηχανές θα λαμβάνουν αποφάσεις και θα προβαίνουν σε πράξεις όπου θα κρίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου, όπως για παράδειγμα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις (Tegmark, 2017).

Διότι ο όρος «ηθική» στον σχεδιασμό και στην κατασκευή ευφυών μηχανών, όπως χρησιμοποιείται σήμερα από τους τεχνικούς για να περιγράψει τις αντίστοιχες εφαρμογές και λειτουργίες των μηχανών, δεν αναφέρεται κυριολεκτικά στην ηθική και γιατί η προοπτική της ύπαρξης κυριολεκτικά ηθικών μηχανών, εκτός από φιλοσοφικές και τεχνολογικές, θα έχει κυρίως πολιτικές, κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις.

Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι τέτοιες ευφυείς μηχανές εκτός από την εκτέλεση των καθηκόντων και των εργασιών τους, θα μπορούν να έχουν δικαιώματα πολιτικά ή νομικά, να λαμβάνουν αξιώματα, να συμβάλλονται, να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία, και παράλληλα μέσα από ένα πλέγμα υποχρεώσεων και ευθυνών, να συνυπάρχουν με τα άλλα νοήμονα όντα ή συστήματα σε μια αναθεωρημένη ενδεχομένως μορφή κοινωνικού ιστού.

Αυτό που αρχικά θα ήθελα να υπογραμμίσω σχετικά με την μη κυριολεκτική χρήση του όρου ηθική μηχανή – που αφορά στο σύνολο των εφαρμογών όπου σήμερα αποδίδεται– είναι ότι το να επιδεικνύει μια μηχανή ειλικρινή, ευγενική, έντιμη, συνεπή, ανεκτική, προστατευτική κτλ. συμπεριφορά, ή το να τηρεί τους νόμους και να σέβεται τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες ή τους κανόνες συμβίωσης, ή το να ακολουθεί ένα ορισμένο πρωτόκολλο ή κάποιες αρχές σύμφωνα με τις οποίες έχει προγραμματιστεί, δεν την κάνει κυριολεκτικά ηθική μηχανή (Gounaris, 2019).

Είναι σαν να λέμε ότι ένας αυτόματος τηλεφωνητής που απαντάει όταν τον καλούμε είναι ευγενικός, ή ότι το σύστημα που υπολογίζει με ακρίβεια το τραπεζικό επιτόκιο του δανείου μας είναι έντιμο.

Εδώ θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι μια αυτόνομη μηχανή που λαμβάνει αποφάσεις βασισμένη σε ένα πλαίσιο αρχών και κανόνων αποτελεί ηθική μηχανή, ή ένα «διαφανές» σύστημα ΤΝ είναι ηθικότερο από ένα «μαύρο κουτί».

Το ότι μια συμπεριφορά ή το αποτέλεσμα της λειτουργίας μιας μηχανής μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχουμε να κάνουμε κυριολεκτικά με έναν ηθικό πράκτορα. Οι μηχανές που έχουν προγραμματιστεί για να λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες είναι φορείς μιας έμμεσης ή υπαγορευμένης ηθικής (Moor, 2006) αφού λειτουργούν σε ένα οριοθετημένο από τον προγραμματιστή τους πλαίσιο αρχών. Θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε quasi ηθικές μηχανές και σίγουρα είναι χρήσιμες μηχανές – αλλά όχι κυριολεκτικά ηθικές.

Η πραγματική πρόκληση για τους ερευνητές και τους φιλοσόφους της ΤΝ είναι η προοπτική της δημιουργίας ηθικών μηχανών με την κυριολεκτική σημασία του όρου –δηλαδή μηχανών που θα εκδηλώνουν ηθική συμπεριφορά η οποία θα προέρχεται μεν από ένα σύνολο αρχών το οποίο θα καθοδηγεί τις αποφάσεις και τις πράξεις τους, οι αρχές όμως αυτές δεν θα είναι τοποθετημένες εκεί από κάποιον προγραμματιστή ή σχεδιαστή, αλλά οι ίδιες μόνες τους με την γνώση και την υπολογιστική τους ικανότητα θα προβαίνουν σε αποφάσεις σχετικά με ηθικά διλήμματα.

Συνήθως η συζήτηση για το αν μια μηχανή μπορεί να θεωρηθεί ηθική ή όχι, περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της αυτονομίας (Tzafestas, 2016). Μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας ή πλήρης αυτονομία, συνεπάγεται δυνατότητα εκδήλωσης ηθικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για μια συζήτηση που έχει καντιανή καταγωγή, υπό την έννοια ότι η αυτονομία αποτελεί προϋπόθεση για την καντιανή ελεύθερη βούληση, δηλαδή την καθαρή βούληση σύμφωνα με την οποία πράττει κανείς ηθικά και συνεπώς έχει την ευθύνη για τις πράξεις του.

Όμως όπως δείξαμε πρόσφατα με τον συνάδελφο και φίλο Γιώργο Κωστελέτο (Gounaris, Kosteletos, 2020) σε ένα paper που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες, αφενός η χρήση του όρου «αυτονομία» στην ΤΝ μπορεί θα θεωρηθεί μεταφορική, δεδομένου ότι η «βούληση» μιας μηχανής είναι (με καντιανούς όρους) δεσμευμένη από κάποιον τελικό σκοπό (έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια υποθετική και όχι μια κατηγορική προσταγή), αφετέρου –και κυρίως αυτό– η ίδια η έννοια της αυτονομίας είναι προβληματική και η επίκλησή της προϋποθέτει απαντήσεις σε μια σειρά από δυσεπίλυτα οντολογικά και επιστημολογικά ερωτήματα. Θα πρέπει δηλαδή να απαντήσουμε πρώτον στο ποια είναι τα κριτήρια εκείνα που καθιστούν μια οντότητα αυτόνομη και δεύτερον στο πώς μπορούμε εμείς ως παρατηρητές να γνωρίζουμε ότι η συμπεριφορά αυτής της οντότητας είναι πράγματι αυτόνομη.

Οι καθιερωμένες προσπάθειες θεμελίωσης των κριτηρίων που καθιστούν μια οντότητα αυτόνομη είναι ως επί τω πλείστον συναφειοκρατικές και τελικά όπως αποδεικνύεται αλυσιτελείς, καθώς προσφεύγουν στην επίκληση εσωτερικών καταστάσεων όπως η συνείδηση, τα συναισθήματα, οι πεποιθήσεις κτλ. –δηλαδή σε όρους, η χρήση των οποίων όπως γνωρίζουμε από την φιλοσοφία του νου, γεννά περισσότερα προβλήματα απ’ όσα τελικά λύνει.

Η θέση μου είναι ότι η ιντερναλιστική αυτή οπτική είναι παρούσα σε όλες τις προσπάθειες θεώρησης μιας ηθικής μηχανής και αυτή η οπτική μας καταδικάζει να περιστρεφόμαστε συνεχώς γύρω από τα ίδια προβλήματα.

Ας υποθέσουμε ότι θέλαμε να σχεδιάσουμε ένα σύστημα, του οποίου οι αποφάσεις θα βασίζονται στην παραδοχή ενός ύψιστου αγαθού εκφρασμένο σε ένα σύστημα αρχών, τότε, ή

α) το σύστημα αυτό θα ήταν quasi ηθική οντότητα, καθώς θα λειτουργούσε με υπαγορευμένη ηθική επειδή κάποιος το προγραμμάτισε με αυτόν τον τρόπο ή και

β) αν ήταν πράγματι νοήμον σύστημα, θα έβρισκε από μόνο του μια ύψιστη αρχή, ως συμπέρασμα της παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και θα υιοθετούσε το συμπέρασμα αυτό ως γεγονός της πραγματικότητας, αλλά τότε θα βρισκόταν αργά ή γρήγορα σε υπολογιστικό και λογικό αδιέξοδο, καθώς δεν θα μπορούσε να παράγει συμπεράσματα του ΠΡΕΠΕΙ από προτάσεις του ΕΙΝΑΙ -δηλαδή να τελεί υπό καθεστώς φυσιοκρατικής πλάνης.

Αν πάλι θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν καντιανού τύπου ηθικό πράκτορα ο οποίος θα επέλεγε ελεύθερα -από μόνος του – τις αρχές του (επί τη βάσει της δυνάμει καθολικοποίησης των αρχών αυτών), θα έπρεπε να επιλύσουμε το πρόβλημα της εννοιολόγησης και της οντολογίας της καθαρής βούλησης και θα έπρεπε να ξεπεράσουμε την δεσμευμένη από την υποθετική προστακτική συλλογιστική του.

Τέλος, αν αποφασίζαμε ότι το σύστημά μας θα λειτουργεί ωφελιμιστικά, θα έπρεπε πρώτον να ξεπεράσουμε το πρόβλημα των δεδομένων αρχών και της φυσιοκρατικής πλάνης που είδαμε παραπάνω και επί πλέον θα έπρεπε να επιλύσουμε το πρόβλημα της νοηματοδότησης και συνεπακόλουθα το πρόβλημα του πλαισίου στη συγκέντρωση, επεξεργασία και αξιολόγηση των πληροφοριών εκείνων που απαιτούνται κάθε φορά για τον υπολογισμό του συνόλου των συνεπειών μιας πράξης. Εννοείται ότι αν τα κριτήρια αυτά ήταν υπαγορευμένα από τον προγραμματιστή της μηχανής, θα οδηγούμασταν πάλι σε μια quasi ηθική οντότητα.

Οι Andersons (Anderson, 2007) γνωρίζοντας το αδιέξοδο της ενδοσκοπικής εξέτασης του ηθικού πράκτορα, προτείνουν ένα είδος «Ηθικού Τεστ Turing», για να διακριβώσει κανείς αν μια μηχανή είναι όντως φορέας ηθικών αξιών και αν βάσει αυτών λαμβάνει αποφάσεις και προβαίνει σε πράξεις ηθικής βαρύτητας, ανεξάρτητα από το τι ακριβώς συμβαίνει εντός της, ανεξάρτητα δηλαδή από τον αλγόριθμο που την οδηγεί κάθε φορά σε μια ορισμένη απόφαση και συμπεριφορά.

Μετατοπίζουν δηλαδή το κέντρο βάρους σε εξτερναλιστικά κριτήρια προκειμένου κανείς να αποφανθεί αν κάποια μηχανή είναι κυριολεκτικά ή όχι ηθικός πράκτορας.

Μια εξτερναλιστική οπτική της ηθικής αποτίμησης σύμφωνα με τη θέση μου, θα μπορούσε να λειτουργήσει αντίστροφα τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην κατασκευή ενός κυριολεκτικά ηθικού πράκτορα, απαλλάσσοντάς μας παράλληλα από τα ιντερναλιστικά αδιέξοδα.

Αντί δηλαδή να προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα για το πώς ένας πράκτορας πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις του και να πράττει κυριολεκτικά ηθικά, μπορούμε να διερωτηθούμε αν υπάρχει κάποιος παράγοντας Χ που θα προσδίδει στον πράκτορα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά ηθικού προσώπου (ή έστω ηθικού δράστη).

Και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι ήδη δοσμένη υπό το πρίσμα μιας ηθικής θεωρίας που δεν είναι προσανατολισμένη σε κάποιο ύψιστο αγαθό, ή στα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται κάθε απόφαση και πράξη ενός πράκτορα – αλλά στον συνολικό βίο του.

Για να γίνει κατανοητό αυτό θα πρέπει να πάμε πίσω στον Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο το να είναι κάποιος ηθικό πρόσωπο δεν προϋποθέτει μια συνταγή, σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο αυτό αποφασίζει στις διάφορες καταστάσεις. Το να είναι κάποιος ηθικό πρόσωπο σημαίνει να καλλιεργεί τις αρετές του και να αποκτά ενάρετο χαρακτήρα σε όλη την διάρκεια της προσωπικής και κοινωνικής του ζωής.

Αν ονομάσουμε δηλαδή τον παράγοντα Χ = Αρετή και επιχειρήσουμε μια αριστοτελικής κατεύθυνσης επίλυση του προβλήματος των ηθικών μηχανών, τότε απεμπλέκουμε την συζήτηση από τις ιντερναλιστικές ατραπούς και την φέρνουμε έξω στην κοινωνική σφαίρα, εκεί όπου ούτως ή άλλως ανήκει η ηθική διερώτηση.

Μια τέτοια αντιστροφή, υποστηρίζω ότι μπορεί να μας υποδείξει εν τέλει και τα κριτήρια που θα καθορίσουν την δημιουργία ενός κυριολεκτικά Ενάρετου Πράκτορα (Virtuous Agent).

Πρόκειται εν ολίγοις για την υιοθέτηση μιας οντολογίας βασισμένης στις εξής παραδοχές:

Ο ενάρετος πράκτορας θα έχει έναν κοινωνικό σκοπό και έναν εξατομικευμένο σκοπό και η τελολογική αυτή σκοποθεσία δεν θα αντιβαίνει την ηθική θεώρηση (επειδή παραβιάζει την ελεύθερη βούληση ή την κατηγορική προσταγή) – αντιθέτως θα την οριοθετεί και θα είναι συμβατή με την ίδια την ουσία των μηχανών.

Η επίτευξη του κοινωνικού σκοπού θα συνεπάγεται την πλήρωση του εξατομικευμένου σκοπού καθώς θα υπάρχει μια αναγκαστική εσωτερική σχέση μεταξύ των δύο, υπό την έννοια ότι δεν θα μπορεί να υπάρχει το Α χωρίς το Β και αντιστρόφως.

Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η καλλιέργεια των αρετών. Όχι μόνο των υπολογιστικών ή χρηστικών δεξιοτήτων του πράκτορα, αλλά και της εκδήλωσης ηθικών αρετών – ή τουλάχιστον όπως ο παρατηρητής θα τις ερμηνεύει ως τέτοιες – όπως η πρακτική σοφία (φρόνηση), η δικαιοσύνη, η ωφέλεια και μη βλάβη, η πραότητα, η αξιοπιστία, η ειλικρίνεια, η ευγνωμοσύνη, ο σεβασμός της ελευθερίας, κ.α.

Η καλλιέργεια των αρετών αυτών γίνεται εντός του κοινωνικού ιστού -υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας ηθικός πράκτορας ξεκομμένος από τον κοινωνικό ρόλο του. Αυτός είναι ένας περιορισμός που συνεπάγεται τον οργανικό – πέραν του εργαλειακού – ρόλο του πράκτορα εντός ενός συμβιωτικού συστήματος.

Εντός του συμβιωτικού αυτού συστήματος επιτυγχάνεται πρακτική μηχανική μάθηση -κατακτάται η γνώση και δημιουργείται μια ανατροφοδοτική αντιστοιχία της ενάρετης συμπεριφοράς με τις κατά τα άλλα ασαφείς αξιολογικές έννοιες.

Μια τέτοια αρετολογική ηθική προσέγγιση υπερβαίνει τα ιντερναλιστικά οντολογικά και επιστημολογικά προβλήματα -είναι μια συμπεριφοριστική προσέγγιση και όχι μια λειτουργιστική θεώρηση και σε θεωρητικό επίπεδο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για ηθικές μηχανές.

Ηθικές μηχανές υπό την έννοια των ενάρετων πρακτόρων που μαθαίνουν να συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο, ώστε το συμβιωτικό περιβάλλον τους να τις αναγνωρίζει ως τέτοιες και οι οποίες θα αξιολογούνται τελικά επί τη βάσει της επίτευξης του κοινωνικού και ατομικού τους σκοπού και του συνολικού βίου τους.

Χαλίλ Γκιμπράν – Οι γίγαντες

Ζούμε σε μια εποχή όπου οι πιο ταπεινοί άνθρωποι γίνονται πιο μεγάλοι κι από τους μεγαλύτερους ανθρώπους των περασμένων εποχών. Αυτό που κάποτε τυραννούσε το μυαλό μας, τώρα δεν έχει καμιά σημασία. Σκεπάζεται από το πέπλο της αδιαφορίας.

Τα όμορφα όνειρα που κάποτε φτερούγιζαν στη συνείδησή μας διαλύθηκαν σαν την ομίχλη. Στη θέση τους ήρθαν γίγαντες που τρέχουν σαν τις καταιγίδες, ταράζονται σαν τις θάλασσες, ανασαίνουν σαν τα ηφαίστεια.

Ποια μοίρα θα φέρουν οι γίγαντες στον κόσμο, στο τέλος τής πάλης τους;

Θα γυρίσει ο γεωργός στον αγρό του για νά σπείρει εκεί πού ο θάνατος έσπειρε τα κόκαλα των νεκρών;

Θα βοσκήσει ο βοσκός τα κοπάδια του στα χωράφια πού θέρισε τό σπαθί;

Θα πιούν τα πρόβατα από τις πηγές πού τα νερά τους βάφτηκαν με τό αίμα;

Θα γονατίσει ο λάτρης του Θεού στο βεβηλωμένο ναό πού στον Ιερό βωμό του χόρεψαν οι σατανιστές;

Θα συνθέσει ο ποιητής τα τραγούδια του κάτω από αστέρια πού τα σκεπάζει ο καπνός του κανονιού;

Θα φυσήξει ο μουσικός τον αυλό του μιά νύχτα πού ή σιωπή της βιάστηκε από τον τρόμο;

Θα μπορέσει ή μητέρα νά τραγουδήσει ένα νανούρισμα στήν κούνια του μωρού της, πού θα κοιμάται πάνω στους κινδύνους τού αύριο;

Μπορούν οι εραστές ν’ ανταμώσουν, καί νά φιληθούν πάνω σέ πεδία μαχών πού ακόμα μυρίζουν από τούς καπνούς τών βομβών;

Θα ξαναγυρίσει ποτέ ο Απρίλης στη γη καί θα δέσει τις πληγές της μέ τό ντύμα του;

Ποια θα είναι ή μοίρα τής χώρας σου καί τής χώρας μου; Ποιοι γίγαντες θ’ αρπάξουν τα βουνά καί τις κοιλάδες πού μάς γέννησαν καί μάς ανάθρεψαν καί μάς έκαναν άντρες καί γυναίκες μπροστά στο πρόσωπο του ήλιου;

Θα μείνει ή Συρία ξαπλωμένη ανάμεσα στή φωλιά του λύκου καί στο χοιροστάσιο; Ή θα προχωρήσει μαζί μέ την καταιγίδα προς τη φωλιά τού λιονταριού ή θα σκαρφαλώσει στή φωλιά τού αετού; Θα φανεί ποτέ ή αυγή ενός καινούργιου χρόνου πάνω από τις κορυφές του Λιβάνου;

Κάθε φορά πού είμαι μόνος, ρωτώ την ψυχή μου αυτά τα ερωτήματα. ’Αλλά ή ψυχή μου είναι βουβή σαν τη Μοίρα.

Ποιος από σάς, λαοί, δε στοχάζεται μέρα καί νύχτα, τη μοίρα του κόσμου πού βρίσκεται κάτω από την εξουσία τών γιγάντων, πού είναι μεθυσμένοι μέ τα δάκρυα τών χηρών καί τών ορφανών;

Είμαι από κείνους πού πιστεύουν στο Νόμο τής ’Εξέλιξης. Πιστεύω ότι οι ιδανικές οντότητες εξελίσσονται, όπως καί τα απλά όντα, κι ότι οι θρησκείες καί οι κυβερνήσεις ανεβαίνουν σέ υψηλότερα επίπεδα.

Ο Νόμος τής ’Εξέλιξης έχει ένα πρόσωπο αυστηρό καί τυραννικό, κι εκείνοι πού έχουν περιορισμένο ή φοβισμένο νου τον φοβούνται’ αλλά οι αρχές του είναι δίκαιες, κι εκείνοι πού τις μελετούν, φωτίζονται. Μέσα από τη λογική του οι άνθρωποι υψώνονται πάνω από τούς εαυτούς τους καί μπορούν νά πλησιάσουν τό υπέρτατο.

Όλοι γύρω μου είναι νάνοι πού βλέπουν τούς γίγαντες νά αναδύονται’ καί οι νάνοι κοάζουν σα βάτραχοι:

«Ο κόσμος ξαναγύρισε στή βαρβαρότητα. ”Όσα δημιούργησε ή επιστήμη κι ή εκπαίδευση καταστρέφονται από τούς νέους πρωτόγονους. Είμαστε τώρα σαν τούς προϊστορικούς κατοίκους των σπηλαίων. Τίποτα δε μάς ξεχωρίζει από κείνους έκτος από τις μηχανές μας τής καταστροφής καί τις βελτιωμένες τεχνικές μας τής σφαγής».

“Έτσι μιλούν εκείνοι πού μετρούν τη συνείδηση τού κόσμου μέ τη δική τους. Μετρούν την έκταση τής συνολικής “Ύπαρξης μέ τό μικρό διάστημα τής ατομικής τους ύπαρξης. Ωσάν ο ήλιος νά μην υπήρχε παρά γιά νά ζεσταίνει αυτούς, ωσάν ή θάλασσα νά είχε δημιουργηθεί γιά νά πλένουν αυτοί τα πόδια τους.

Μέσα από την καρδιά τής ζωής, μέσα από τα κατάβαθα τού σύμπαντος οπού είναι κρυμμένα τα μυστικά τής Δημιουργίας, οι γίγαντες υψώνονται σαν άνεμοι κι ανεβαίνουν σα σύννεφα καί μαζεύονται σα βουνά. Στους αγώνες τους βρίσκουν τη λύση τους προβλήματα πολύχρονα.

’Αλλά ο άνθρωπος, παρ’ όλη τη γνώση καί τις ικανότητες του, καί παρ’ όλη την αγάπη καί τό μίσος τής καρδιάς του καί τα μαρτύρια πού υποφέρει, δέν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο στά χέρια των γιγάντων, πού τό χρησιμοποιούν γιά νά φτάσουν στο σκοπό τους καί νά πραγματοποιήσουν τον αναπόφευκτο υψηλό στόχο τους.

Τα ποτάμια τού αίματος κάποια μέρα θα γίνουν κελαρυστά ποτάμια κρασιού’ καί τα δάκρυα πού πότισαν τη γή, θα γεννήσουν αρωματικά λουλούδια’ κι οι ψυχές πού έφυγαν από τις κατοικίες τους θα μαζευτούν καί θα παρουσιαστούν πίσω από τον καινούργιο ορίζοντα σαν καινούργια Αυγή. Τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι αγόρασε τη Δικαιοσύνη καί τη Λογική στο σκλαβοπάζαρό του. Θα νιώσει ότι αυτός πού εργάζεται καί ξοδεύει γιά χάρη τής Δικαιοσύνης ποτέ δε χάνει.

Ο Απρίλης θα έρθει, αλλά εκείνος πού γυρεύει τον Απρίλη χωρίς τη βοήθεια τού Χειμώνα, ποτέ δε θα τον βρει.

Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

12.8. Ρομαντισμός και αρχαία τέχνη


Αντίποδας του Ενγκρ θεωρούνταν ο Ντελακρουά (1798-1863). Επαναστάτης, ορμητικός, ίσως ο πιο τυπικά ρομαντικός καλλιτέχνης, γοητεύτηκε όχι από τους αρχαίους Έλληνες ή τους Ρωμαίους, αλλά από τους Νεοέλληνες και την Επανάσταση του 1821. Στην εποχή του η Ακρόπολη, και οι προγονικοί τάφοι αντικαθίστανται από το Μεσολόγγι. Ο Μάρκος Μπότσαρης είναι ο σύγχρονος Λεωνίδας. Τον συγκλονίζει η καταστροφή της Χίου το 1822, η καταστροφή του Μεσολογγίου το 1826. Στο Σαλόν του 1827 στο Παρίσι εκτίθενται 17 έργα με ελληνικά θέματα, ανάμεσα σε αυτά και Η καταστροφή της Χίου του Ντελακρουά. Ωστόσο, και ο Ντελακρουά δεν απέφυγε τα αρχαιοελληνικά θέματα· η Μήδειά του μάλιστα, ελαιογραφία του 1838 στη Lille (και παραλλαγή της το 1862), ήταν σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή ζωγραφική του 19ου αιώνα.

Ο Ισπανός Γκόγια (1746-1828), δεξιοτέχνης και νεωτεριστής, εσωτερικός και ανελέητος, αν και μοιάζει να βρίσκεται μακριά από τον ιδεαλισμό του κλασικισμού, μέσα στην ισπανική παράδοση των Γκρέκο και Βελάσκεθ, αφήνει να διαφανεί στον Κολοσσό (περ. 1809) μια κλασική επίδραση, μια δική του ξεχωριστή ερμηνεία του κορμού Belvedere.

Στον Μπλέικ (1757-1827) η Αρχαιότητα υπάρχει μέσω του απέραντου θαυμασμού του στον Μιχαήλ Άγγελο, ενώ ο Ελβετός Φούσλι, που θαύμαζε απεριόριστα τους Έλληνες, εντάσσει πολύ συχνά στα έργα του μυθολογικά όντα και μορφές που δανείζεται από την εικονογραφία των αρχαίων αγγείων, αλλάζοντάς τους το περιεχόμενο.

Στην Αγγλία ο Γουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851), ρομαντικός τοπιογράφος, φιλοδοξούσε να φθάσει, αν όχι να ξεπεράσει, τα τοπία του Λορέν. Όταν μάλιστα κληροδότησε στο κράτος όλα του τα έργα, έβαλε απαράβατο όρο ένα δικό του έργο να είναι πάντα εκτεθειμένο δίπλα σε ένα έργο του Λορέν. Σίγουρα είχε άδικο να επιζητεί αυτή τη σύγκριση. Ο κόσμος του Τέρνερ δεν είναι όμορφος και γαλήνιος, αλλά ένας κόσμος σε κίνηση. Ο Τέρνερ στα έργα του αποτυπώνει ομίχλες, καταιγίδες, τα φαινόμενα της φύσης στη δραματική τους ένταση στα οποία εντάσσει συχνά κλασικά θέματα, όπως ο Αννίβας και ο στρατός του διασχίζουν τις Άλπεις (1812), ο Οδυσσέας κοροϊδεύει τον Πολύφημο (1829) κ.ά.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΤΕΧΝΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ

ΑΡΙΣΤ Ρητ 1358a36–1359a29

Τα τρία είδη του ρητορικού λόγου

Όπως φανερώνει και ο τίτλος, στα τρία βιβλία του έργου αυτού ο Αριστοτέλης περιγράφει τη ρητορική τέχνη, τα είδη και τα μέσα της. Ο φιλόσοφος όρισε τη ρητορική ως τέχνη της πειθούς, ταξινόμησε τους τρόπους πειθούς (επίκληση στη λογική, στο συναίσθημα και στο ήθος του ομιλητή) και πρόσθεσε ότι ο ρήτορας μεταχειρίζεται τους ρητορικούς συλλογισμούς, τα ἐνθυμήματα, και τα παραδείγματα. Καθώς, όμως, τα περισσότερα ἐνθυμήματα στηρίζονται σε ειδικούς τόπους, δηλαδή σε προκείμενες προτάσεις που προσιδιάζουν σε έναν συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, ο φιλόσοφος θεώρησε στο σημείο αυτό αναγκαίο να καθορίσει τα είδη της ρητορικής, ώστε να είναι σε θέση ο ρήτορας να χρησιμοποιεί τους κατάλληλους κάθε φορά τόπους.

Ἔστιν δὲ τῆς ῥητορικῆς εἴδη τρία τὸν ἀριθμόν· τοσοῦτοι
γὰρ καὶ οἱ ἀκροαταὶ τῶν λόγων ὑπάρχουσιν ὄντες. σύγ-
κειται μὲν γὰρ ἐκ τριῶν ὁ λόγος, ἔκ τε τοῦ λέγοντος καὶ
[1358b] περὶ οὗ λέγει καὶ πρὸς ὅν, καὶ τὸ τέλος πρὸς τοῦτόν ἐστιν,
λέγω δὲ τὸν ἀκροατήν. ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν
εἶναι ἢ κριτήν, κριτὴν δὲ ἢ τῶν γεγενημένων ἢ τῶν μελ-
λόντων. ἔστιν δ’ ὁ μὲν περὶ τῶν μελλόντων κρίνων ὁ ἐκ-
(5) κλησιαστής, ὁ δὲ περὶ τῶν γεγενημένων [οἷον] ὁ δικαστής, ὁ
δὲ περὶ τῆς δυνάμεως ὁ θεωρός, ὥστ’ ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη
τρία γένη τῶν λόγων τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικα-
νικόν, ἐπιδεικτικόν. συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπή, τὸ
δὲ ἀποτροπή· ἀεὶ γὰρ καὶ οἱ ἰδίᾳ συμβουλεύοντες καὶ οἱ
(10) κοινῇ δημηγοροῦντες τούτων θἄτερον ποιοῦσιν. δίκης δὲ τὸ μὲν
κατηγορία, τὸ δ’ ἀπολογία· τούτων γὰρ ὁποτερονοῦν ποιεῖν
ἀνάγκη τοὺς ἀμφισβητοῦντας. ἐπιδεικτικοῦ δὲ τὸ μὲν ἔπ-
αινος τὸ δὲ ψόγος. χρόνοι δὲ ἑκάστου τούτων εἰσὶ τῷ μὲν
συμβουλεύοντι ὁ μέλλων (περὶ γὰρ τῶν ἐσομένων συμβου-
(15) λεύει ἢ προτρέπων ἢ ἀποτρέπων), τῷ δὲ δικαζομένῳ ὁ γε-
νόμενος (περὶ γὰρ τῶν πεπραγμένων ἀεὶ ὁ μὲν κατηγορεῖ
ὁ δὲ ἀπολογεῖται), τῷ δ’ ἐπιδεικτικῷ κυριώτατος μὲν ὁ
παρών (κατὰ γὰρ τὰ ὑπάρχοντα ἐπαινοῦσιν ἢ ψέγουσιν
πάντες), προσχρῶνται δὲ πολλάκις καὶ τὰ γενόμενα ἀνα-
(20) μιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες. τέλος δὲ
ἑκάστοις τούτων ἕτερόν ἐστι, καὶ τρισὶν οὖσι τρία, τῷ μὲν
συμβουλεύοντι τὸ συμφέρον καὶ βλαβερόν· ὁ μὲν γὰρ
προτρέπων ὡς βέλτιον συμβουλεύει, ὁ δὲ ἀποτρέπων ὡς
χείρονος ἀποτρέπει, τὰ δ’ ἄλλα πρὸς τοῦτο συμπαραλαμ-
(25) βάνει, ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ἢ καλὸν ἢ αἰσχρόν· τοῖς δὲ
δικαζομένοις τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δ’ ἄλλα καὶ οὗτοι
συμπαραλαμβάνουσι πρὸς ταῦτα· τοῖς δ’ ἐπαινοῦσιν καὶ
ψέγουσιν τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, τὰ δ’ ἄλλα καὶ οὗτοι
πρὸς ταῦτα ἐπαναφέρουσιν. σημεῖον δ’ ὅτι τὸ εἰρημένον
(30) ἑκάστοις τέλος· περὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων ἐνίοτε οὐκ ἂν
ἀμφισβητήσαιεν, οἷον ὁ δικαζόμενος ὡς οὐ γέγονεν ἢ
οὐκ ἔβλαψεν· ὅτι δ’ ἀδικεῖ οὐδέποτ’ ἂν ὁμολογήσειεν·
οὐδὲν γὰρ ἂν ἔδει δίκης. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ συμβουλεύοντες
τὰ μὲν ἄλλα πολλάκις προΐενται, ὡς δὲ ἀσύμφορα συμ-
(35) βουλεύουσιν ἢ ἀπ’ ὠφελίμων ἀποτρέπουσιν οὐκ ἂν ὁμολογή-
σαιεν· ὡς δ’ [οὐκ] ἄδικον τοὺς ἀστυγείτονας καταδουλοῦσθαι
καὶ τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας, πολλάκις οὐδὲν φροντίζουσιν.
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἐπαινοῦντες καὶ οἱ ψέγοντες οὐ σκοποῦσιν
[1359a] εἰ συμφέροντα ἔπραξεν ἢ βλαβερά, ἀλλὰ καὶ ἐν ἐπαίνῳ
πολλάκις τιθέασιν ὅτι ὀλιγωρήσας τοῦ αὑτῷ λυσιτελοῦντος
ἔπραξεν ὅ τι καλόν, οἷον Ἀχιλλέα ἐπαινοῦσιν ὅτι ἐβοήθησε
τῷ ἑταίρῳ Πατρόκλῳ εἰδὼς ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀποθανεῖν ἐξὸν ζῆν.
(5) τούτῳ δὲ ὁ μὲν τοιοῦτος θάνατος κάλλιον, τὸ δὲ ζῆν συμφέρον.

φανερὸν δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι ἀνάγκη περὶ τού-
των ἔχειν πρῶτον τὰς προτάσεις· τὰ γὰρ τεκμήρια καὶ
τὰ εἰκότα καὶ τὰ σημεῖα προτάσεις εἰσὶν ῥητορικαί· ὅλως
μὲν γὰρ συλλογισμὸς ἐκ προτάσεών ἐστιν, τὸ δ’ ἐνθύμημα
(10) συλλογισμός ἐστι συνεστηκὼς ἐκ τῶν εἰρημένων προτάσεων.

ἐπεὶ δὲ οὔτε πραχθῆναι οἷόν τε οὔτε πεπρᾶχθαι τὰ ἀδύ-
νατα ἀλλὰ τὰ δυνατά, οὐδὲ τὰ μὴ γενόμενα ἢ μὴ ἐσό-
μενα [οὐχ] οἷόν τε τὰ μὲν πεπρᾶχθαι, τὰ δὲ πραχθήσεσθαι,
ἀναγκαῖον καὶ τῷ συμβουλεύοντι καὶ τῷ δικαζομένῳ καὶ
(15) τῷ ἐπιδεικτικῷ ἔχειν προτάσεις περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου,
καὶ εἰ γέγονεν ἢ μή, καὶ εἰ ἔσται ἢ μή. ἔτι δὲ ἐπεὶ ἅπαν-
τες, καὶ ἐπαινοῦντες καὶ ψέγοντες, καὶ προτρέποντες καὶ
ἀποτρέποντες, καὶ κατηγοροῦντες καὶ ἀπολογούμενοι, οὐ μόνον
τὰ εἰρημένα δεικνύναι πειρῶνται, ἀλλὰ καὶ ὅτι μέγα ἢ
(20) μικρὸν τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ κακόν, ἢ τὸ καλὸν ἢ τὸ αἰσχρόν,
ἢ τὸ δίκαιον ἢ τὸ ἄδικον, ἢ καθ’ αὑτὰ λέγοντες ἢ πρὸς
ἄλληλα ἀντιπαραβάλλοντες, δῆλον ὅτι δέοι ἂν καὶ περὶ
μεγέθους καὶ μικρότητος καὶ τοῦ μείζονος καὶ τοῦ ἐλάττονος
προτάσεις ἔχειν, καὶ καθόλου καὶ περὶ ἑκάστου, οἷον τί μεῖ-
(25) ζον ἀγαθὸν ἢ ἔλαττον ἢ ἀδίκημα ἢ δικαίωμα· ὁμοίως δὲ
καὶ περὶ τῶν ἄλλων. περὶ ὧν μὲν οὖν ἐξ ἀνάγκης δεῖ
λαβεῖν τὰς προτάσεις, εἴρηται· μετὰ δὲ ταῦτα διαιρετέον
ἰδίᾳ περὶ ἑκάστου τούτων, οἷον περὶ ὧν συμβουλὴ καὶ περὶ
ὧν οἱ ἐπιδεικτικοὶ λόγοι, τρίτον δὲ περὶ ὧν αἱ δίκαι.

***
Τρία είδη ρητορικής υπάρχουν· γιατί τόσων ειδών είναι και οι ακροατές των λόγων. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία ενός λόγου: ο ομιλητής, [1358b] το θέμα για το οποίο μιλάει και, τέλος, αυτός στον οποίο απευθύνεται· αυτός, δηλαδή ο ακροατής, είναι και ο τελικός στόχος του λόγου. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά να είναι ή ένας απλός θεατής ή κριτής, κριτής μάλιστα είτε πραγμάτων που έχουν γίνει είτε πραγμάτων που πρόκειται να γίνουν. Για πράγματα που πρόκειται να γίνουν κρίνει π.χ. το μέλος της εκκλησίας του δήμου· (5) γι' αυτά που έχουν ήδη γίνει κρίνει π.χ. ο δικαστής· ο απλός θεατής κρίνει τη δεινότητα του ρήτορα. Υποχρεωτικά, επομένως, τα είδη των ρητορικών λόγων είναι τρία: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.

Η συμβουλή είναι ή προτροπή ή αποτροπή· το ένα από αυτά τα δύο δεν κάνουν, πράγματι, (10) πάντοτε και αυτοί που συμβουλεύουν σε ιδιωτικό επίπεδο και αυτοί που μιλούν δημόσια στον λαό; Στη δίκη έχουμε ή κατηγορία ή απολογία· πραγματικά, οι διάδικοι παίζουν υποχρεωτικά ή τον έναν ή τον άλλον από τους δύο αυτούς ρόλους. Στον επιδεικτικό, τέλος, λόγο έχουμε ή έπαινο ή ψόγο.

Ο καθένας τους έχει και τον δικό του χρόνο: ο συμβουλευτικός ρήτορας τον μέλλοντα (15) (γιατί, είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, δίνει συμβουλές για πράγματα που πρόκειται να συμβούν), ο δικανικός ρήτορας τον παρελθοντικό χρόνο (γιατί, είτε κατηγορεί είτε απολογείται, ο λόγος του είναι για πράγματα που έχουν ήδη γίνει), ο επιδεικτικός ρήτορας κατά κύριο λόγο τον ενεστώτα (γιατί ο έπαινος ή ο ψόγος όλων τους αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα), δεν είναι όμως λίγοι και αυτοί που χρησιμοποιούν επίσης τον παρελθοντικό χρόνο (20) ―όταν υπενθυμίζουν πράγματα που έγιναν― ή τον μέλλοντα ― όταν προδιαγράφουν πράγματα που πρόκειται να γίνουν.

Το καθένα από τα είδη αυτά έχει και έναν ιδιαίτερο τελικό στόχο, και καθώς τα είδη είναι τρία, τρεις είναι και οι τελικοί στόχοι. Στόχος του συμβουλευτικού ρήτορα είναι το ωφέλιμο και το βλαβερό (γιατί όποιος προτρέπει, συστήνει αυτό που συστήνει με την ιδέα ότι είναι καλύτερο, και όταν αποτρέπει, αποτρέπει από κάτι που κατά τη γνώμη του είναι χειρότερο)· τους άλλους στόχους τους χρησιμοποιεί συμπληρωματικά: (25) το δίκαιο ή το άδικο, το όμορφο ή το άσχημο. Των δικανικών ρητόρων ο στόχος είναι το δίκαιο και το άδικο, και αυτοί όμως δίπλα σ' αυτόν χρησιμοποιούν συμπληρωματικά και τους άλλους στόχους. Αυτοί, τέλος, που επαινούν ή ψέγουν έχουν για στόχο τους το όμορφο και το άσχημο, και αυτοί όμως συσχετίζουν αυτόν τον στόχο και με τους άλλους στόχους.

Η απόδειξη ότι ο στόχος του καθενός είναι αυτός που είπαμε είναι (30) ότι μερικές φορές ούτε που νοιάζεται ο ρήτορας να συζητήσει τα άλλα αυτά σημεία. Επί παραδείγματι ο δικανικός ρήτορας μπορεί να μην αμφισβητήσει καθόλου ότι η πράξη έγινε ή ότι προκάλεσε ζημία, δεν πρόκειται όμως ποτέ να παραδεχτεί ενοχή για άδικη πράξη· αν το έκανε, δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει δίκη. Το ίδιο και οι συμβουλευτικοί ρήτορες: για όλα τα άλλα μπορεί συχνά και να αδιαφορούν, ότι όμως δεν συμβουλεύουν χρήσιμα πράγματα (35) ή ότι αποτρέπουν από χρήσιμα πράγματα, αυτό δεν θα το δέχονταν ποτέ· συχνά δεν νοιάζονται καθόλου να αποδείξουν ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις γειτονικούς λαούς και αυτούς που δεν σου έχουν κάνει κανένα κακό. Παρόμοια και αυτοί που επαινούν ή ψέγουν δεν εξετάζουν καθόλου αν η πράξη του τάδε ήταν ωφέλιμη γι' αυτόν ή βλαβερή· [1359a] ίσα ίσα πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι, αδιαφορώντας για το προσωπικό του συμφέρον, έκανε κάτι που ήταν όμορφο· επαινούν π.χ. τον Αχιλλέα που πρόστρεξε στον φίλο του τον Πάτροκλο, μολονότι ήξερε ότι ήταν μοιραίο τότε γι' αυτόν να πεθάνει, ενώ μπορούσε να μείνει ζωντανός: (5) για τον Αχιλλέα ο θάνατος αυτού του είδους ήταν πιο ωραίος· το συμφέρον του, βέβαια, ήταν να μείνει στη ζωή.

Από αυτά που είπαμε έγινε φανερό ότι ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει, πρώτα πρώτα, έτοιμες τις προκείμενες προτάσεις του πάνω στα τρία αυτά σημεία. Τα τεκμήρια, τα πιθανά και οι ενδείξεις είναι οι προκείμενες προτάσεις του ρήτορα. Γενικά ο συλλογισμός βασίζεται σε προκείμενες προτάσεις, και το ενθύμημα (10) είναι ένας συλλογισμός που τον αποτελούν προκείμενες σαν αυτές που είπαμε.

Με δεδομένο τώρα ότι δεν μπορεί ούτε να έχουν γίνει στο παρελθόν ούτε να γίνουν στο μέλλον τα αδύνατα πράγματα αλλά μόνο τα δυνατά· με δεδομένο επίσης ότι αυτά που δεν έγιναν ή δεν πρόκειται να γίνουν δεν είναι δυνατό τα πρώτα να έχουν γίνει στο παρελθόν και τα δεύτερα να γίνουν στο μέλλον, υποχρεωτικά και ο συμβουλευτικός και ο δικανικός (15) και ο επιδεικτικός ρήτορας πρέπει να έχουν έτοιμες προκείμενες προτάσεις σχετικές με το δυνατό και το αδύνατο: το πράγμα μπορεί να έγινε ή δεν μπορεί να έγινε; μπορεί να γίνει ή δεν μπορεί να γίνει; Επίσης: Δεδομένου ότι όλοι οι ρήτορες, είτε επαινούν είτε ψέγουν, είτε προτρέπουν είτε αποτρέπουν, είτε κατηγορούν είτε απολογούνται, όχι μόνο προσπαθούν να αποδείξουν αυτά που είπαμε, (20) αλλά και ότι το καλό ή το κακό, το όμορφο ή το άσχημο, το δίκαιο ή το άδικο είναι μεγάλο ή μικρό ―είτε αντιμετωπίζοντας τα πράγματα καθεαυτά είτε συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους―, είναι φανερό ότι θα πρέπει να έχουν προκείμενες προτάσεις και για το μέγεθος ή τη μικρότητα, για το μεγαλύτερο ή το μικρότερο ― φυσικά, και από τη γενική άποψη αλλά και για την κάθε επιμέρους περίπτωση· (25) π.χ. ποιο καλό, ποια άδικη ή ποια δίκαιη πράξη είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη ― το ίδιο και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

Είπαμε λοιπόν ό,τι είχαμε να πούμε για τα θέματα για τα οποία ο ρήτορας είναι ανάγκη να έχει έτοιμες προκείμενες προτάσεις. Στη συνέχεια πρέπει να μιλήσουμε ξεχωριστά για το καθένα είδος ρητορικού λόγου· με τι δηλαδή ασχολούνται οι συμβουλευτικοί λόγοι, με τι οι επιδεικτικοί και, τρίτον, με τι οι λόγοι των δικαστηρίων.