Ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει για διάφορους λόγους την Ελληνική κοινωνία είναι η αφανής ή φανερή σύγκρουση μεταξύ του εν γένει Χριστιανισμού και της Επιστήμης. Προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αλήθεια πάνω σε αυτό το θέμα πρέπει να τονίσουμε ότι η σύγκρουση μεταξύ Θεολογίας και Επιστήμης αφορά και αναφέρεται στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και όχι της Ορθοδοξίας με την Επιστήμη.
Η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα, πολύ μετά το σχίσμα, και δεν είχε καμιά σχέση με την Ορθοδοξία, που τότε στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στα αίτια που δημιούργησαν αυτή τη ρήξη. Το δυτικό πολιτισμικό ρεύμα την περίοδο συγκρότησής του, μετά από εσωτερικές συγκρούσεις, υιοθέτησε ως εσωτερική φιλοσοφία του ένα μόρφωμα της προχριστιανικής ιουδαϊκής θεολογίας στην οποία ενσωματώθηκαν επιλεκτικά, μέρη του πρωτογενούς χριστιανικού δόγματος. Με λίγα λόγια επικράτησε η άποψη των χριστιανικών εκείνων ομάδων και εν τέλει στη Δύση, πίστευαν ότι ο Χριστιανισμός είναι μια συνέχεια του Ιουδαϊσμού με πραγματοποιημένη την προφητεία περί ελεύσεως του Μεσσία. Έτσι, όμως υιοθετήθηκε και ενσωματώθηκε στη δομή του δυτικού πολιτισμού η καμπαλιστική άποψη περί δομής του Σύμπαντος που περιεχόταν ως θεμελιώδες δόγμα στο πλαίσιο της ιουδαϊκής θρησκείας.
Μια τέτοια αποδοχή οδήγησε αρχικά στην υιοθέτηση ως βάση της δυτικής επιστήμης του μέρους εκείνου της αριστοτέλειας γνώσης που αφορούσε και εξέταζε μόνο το αισθητό σύμπαν. Το σύμπαν δηλαδή το οποίο έχουν την δυνατότητα να το αντιληφθούν και να το μετρήσουν οι αισθήσεις μας και τα όργανά μας.
Μια τέτοια μηχανιστική αντίληψη της συμπαντικής συγκρότησης εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο το υλιστικό και μηχανοκρατούμενο υπόβαθρο της λαϊκής προχριστιανικής ιουδαϊκής θρησκείας πάνω στην οποία δομήθηκε ο δυτικός χριστιανισμός.
Στα θεμέλια αυτά στηρίχτηκε η επιστήμη του δυτικού πολιτιστικού ρεύματος η οποία στη συνέχεια γέννησε την δυτική τεχνολογία. Αντιθέτως ο ανίσχυρος τότε ανατολικός χριστιανισμός στηριζόταν στον πλατωνικό ιδιοκεντρισμό ο οποίος εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα και τον λόγο του χριστού που βρίσκονταν πάνω και πέρα από την έννοια της υλικής πραγματικότητας.
Στα πρώτα της βήματα η μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα μέσω των μεγάλων αστρονομικών ανακαλύψεων συγκρούστηκε με τον παπικό χριστιανισμό στο μέτρο που κατέρριπτε σε πάρα πολλές περιπτώσεις το ιουδαϊκό καμπαλιστικό κοσμοείδωλο.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε την καμπαλιστική και αριστοτελική ιδεοληψία περί γεωκεντρικού συστήματος. Οι μεγάλοι αστρονόμοι αποδεικνύοντας το ότι ο ήλιος και όχι η γη βρίσκεται στο κέντρο του πλανητικού συστήματος δεν κατέρριψαν μόνο μια επιστημονική άποψη αλλά ένα βασικό θεολογικό καμπαλιστικό δόγμα της ιουδαϊκής δυτικής εκκλησίας. Για το λόγο αυτό οι πρώτοι μάρτυρες της επιστήμης εκείνη την περίοδο υπήρξαν βασικά μόνο αστρονόμοι.
Η εμμονή της δυτικής χριστιανικής εκκλησίας να στηρίζει τα καμπαλιστικά ιουδαϊκά δόγματα που αφορούσαν την επιστήμη διατηρήθηκε μέχρι των ημερών μας όταν υπό την ισχυρή κοινωνική πίεση άρθηκαν τα αναθέματα που είχαν διατυπωθεί ενάντια σε μεγάλους αστρονόμους.
Όμως σε πολλές άλλες περιπτώσεις τα υλιστικά μηχανιστικά επιστημονικά χαρακτηριστικά της μεγάλης επιστημονικής επανάστασης δεν συνάντησαν καμία αντίδραση αφού εναρμονίζονταν με το ιουδαϊκό και καμπαλιστικό χριστιανικό δόγμα της δυτικής εκκλησίας.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε τον Νεύτωνα και την επιστημονική γνώση που απέκτησε.
Η σκέψη του μεγάλου Άγγλου φυσικού αποδέχτηκε φιλοσοφικά την άποψη ότι η σκληρή ύλη όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και τα όργανά μας αποτελεί το πρωταρχικό και γενεσιουργό αίτιο του σύμπαντος ενώ πριν και πίσω από αυτή δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο ο Θεός.
Διατυπώνοντας την άποψη αυτή ο Νεύτων αποδέχτηκε πλήρως την ιουδαϊκή θεολογική θέση περί γεννήσεως του σύμπαντος άρα και την θέση των δυτικών χριστιανικών δογμάτων.
Αντίθετη με αυτήν την άποψη υπήρξε η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση η οποία μέσω του Μεγάλου Βασιλείου στην 1η επιστολή του εις την εξαήμερων αναφέρει:
Όπως φαίνεται υπήρχε κάτι πριν από αυτόν τον κόσμο που η διάνοιά μας μπορεί να το συλλάβει μόνο θεωρητικά. Έμεινε όμως έξω από την εξιστόρηση επειδή ήταν ακατάλληλο για ανθρώπους που μαθήτευαν ακόμη και ήταν νήπιοι στη γνώση. Υπήρχε μια κατάσταση αρχαιότερη από την γένεση του κόσμου αρμόδια στις υπερκόσμιες δυνάμεις. Η κατάσταση η πάνω από τον χρόνο, η αιώνια, η παντοτινή…
Τα υλιστικά και μηχανιστικά χαρακτηριστικά του δυτικού χριστιανισμού μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Η μεταφορά αυτή έγινε από θρησκευόμενους λογίους εκείνης της περιόδου οι οποίοι πίστευα πως τα δυτικά χριστιανικά δόγματα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξάπλωση και την εδραίωση της χριστιανικής πίστης στην Ελλάδα αλλά και να συντελέσουν στην ανάπτυξη της επιστήμης στα πρότυπα των άλλων ανεπτυγμένων δυτικών κρατών.
Η προσπάθεια αυτή βρήκε τη θερμή στήριξη των διοικητικών δομών του μόλις απελευθερωμένου ελληνικού κράτους οι οποίες προερχόμενες από την δυτική Ευρώπη γνώριζαν μεν πολύ καλά την δυτική χριστιανική δογματική αγνοούσαν, όμως την ορθόδοξη θεολογία.
Ως εκ τούτου οι νεόφερτες από την εσπερία θεολογικές απόψεις βρήκαν στην Ελλάδα θερμή στήριξη και εξαπλώθηκαν.
Όπως είναι φανερό η αλληλεπίδραση επιστήμης και τεχνολογίας έχει βαθιές ρίζες και σε πολλές περιπτώσεις παίρνει εκρηκτικό χαρακτήρα. Το δραματικό γεγονός όμως είναι ότι η παρέμβαση των καμπαλιστικών δυτικών θεολογικών δομών στη συγκρότηση της επιστημονικής σκέψης συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε την άποψη που διατύπωσε ο τότε πάπας Ιωάννης Παύλος ο 2ος το 1981 για το κοσμολογικό γεγονός της δημιουργίας του σύμπαντος σε ένα συνέδριο κοσμολογίας που έγινε στο Βατικανό και στο οποίο είχε παρευρεθεί και ο Στίβεν Χόκινγκ.
Είπε ο πάπας:
Η επιστήμη δεν μπορεί από μόνη της να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, πάνω από όλα χρειάζεται η γνώση που προέρχεται από την αποκάλυψη του θεού.
Επειδή όμως η άποψη της παπικής εκκλησίας περί δημιουργίας του σύμπαντος είναι ταυτόσημη με αυτήν της Καμπάλα η επιστήμη αν θέλει να είναι αποδεκτή από την εκκλησία θα πρέπει να την ενστερνιστεί.
Ας αναφέρουμε όμως και ένα 2ο παράδειγμα:
Σύμφωνα με την χριστιανική και ιουδαϊκή πεποίθηση που απορρέει βέβαια από το βιβλίο της γενέσεως, ο κόσμος είχε μια καθορισμένη αρχή και ένα συγκεκριμένο τέλος. Αυτό σημαίνει ότι η χριστιανική θεολογία αποδέχεται πως το σύμπαν έχει μια συγκεκριμένη ηλικία και δεν είναι άπειρο.
Με τον τρόπο αυτό κάθε κοσμολογική επιστημονική άποψη ότι το σύμπαν είναι άπειρο απορρίπτεται ως θεολογικό ατόπημα ασχέτως το αν μπορεί να αποδειχτεί επιστημονικά.
Είναι δυνατόν στη σύγχρονη εποχή οι θεολογικές απόψεις να εμποδίσουν την ανάπτυξη των επιστημονικών ιδεών; Η απάντηση είναι ασφαλώς και όχι!
Εντούτοις μπορούν να κάνουν την καθημερινή ζωή χιλιάδων επιστημόνων πολύ δύσκολη.
Οι θεολογικές διοικητικές δομές με την δυνατότητα παρέμβασής τους σε πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς κύκλους εμφανώς ή αφανώς παρεμβαίνουν θετικά ή αρνητικά στο έργο της επιστήμης και των επιστημόνων ανάλογα με το εάν-κατά την άποψή τους- οι επιστημονικές τους θέσεις ενισχύουν ή αντιστρατεύονται τις θρησκευτικές διοικητικές δομές τους.
Απλώς οι παρεμβάσεις αυτές διατηρούν και ενισχύουν τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ θεολόγων και επιστημόνων. Βεβαίως και η επιστημονική κοινότητα υποδαυλίζει αυτές τις αντιθέσεις όταν σε πολλές περιπτώσεις περιθωριοποιεί εκείνους τους επιστήμονες των οποίων το επιστημονικό έργο δεν υπακούει στα δόγματα της κλασικής ιουδαϊκής, υλιστικής και μηχανοκρατικής, δυτικής επιστημονικής σκέψης.
Η λογική που στηρίζει μία τέτοια περιθωριοποίηση είναι ότι κάθε τι που δεν συμφωνεί με τις υλιστικές καμπαλιστικές και μηχανοκρατικές απόψεις είναι θεολογικό κι μεταφυσικό και ως εκ τούτου αντιεπιστημονικό.
Σήμερα πλέον 2 είναι οι βασικές φιλοσοφικές ή θεολογικές διαφωνίες μεταξύ της δυτικής χριστιανικής σκέψης και της δυτικής νευτώνειας επιστήμης:
Α] Η πρώτη διχογνωμία αφορά στην ύπαρξη μιας αόρατης δημιουργίας η οποία συνυπάρχει περισσότερο ή λιγότερο με την αισθητή στον άνθρωπο πραγματικότητα.
Ο Ομότιμος καθηγητής της θεολογικής σχολής τους παν/μιου Αθηνών κύριος Ηλίας Οικονόμου στο βιβλίο του θεολογική οικολογία αναφέρει τα παρακάτω:
Ο άκτιστος θεός βουλήθηκε, και η βούλησή του υλοποιήθηκε σε αισθητή και μη αισθητή κτίση. Έτσι υπάρχουν οι εξής πραγματικότητες:
1ον: Η πραγματικότητα του άκτιστου τριαδικού θεού
2ον: Η πραγματικότητα της κτίσεως ως αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως δηλαδή ως η πραγμάτωση του βουλήματος του θεού η οποία υποδιαιρείτο σε :
i) Μη αισθητή κτίση αθέατου μεγαλείου
ii) Σε αισθητή κτίση τεραστίας διαστάσεως, εκτάσεως, ποικιλίας, όγκου και δυνάμεως
και
iii) Σε μικτή από αισθητό και μη αισθητό στοιχείο κτίση.
(Δηλαδή τον μέγα και μικρόν άνθρωπο κατά τον Γρηγόριο τον Ίσις)
Με βάση την κλασική υλιστική και μηχανοκρατούμενη δυτική επιστημονική σκέψη τίθεται υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη ενός αόρατου κόσμου υπαρκτών οντοτήτων τον οποίο υπερασπίζεται όχι μόνο η χριστιανική θεολογία αλλά και πολλές άλλες θεολογίες. Ο άυλος και πνευματικός κόσμος των αγγέλων και των δαιμόνων των αγαθών και πονηρών πνευμάτων σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα αποτελεί ένα μύθευμα.
Η μετά τον θάνατο ζωή αποσπά τα ειρωνικά χαμόγελα των πραγματιστών επιστημόνων ενώ έστω και ο υπαινιγμός ύπαρξης μεταφυσικών ή θεολογικών φαινομένων επισύρει ποινές κοινωνικού αποκλεισμού.
Με βάση λοιπόν τον επιστημονικό πραγματισμό θεολογικό θαύμα δεν υπάρχει, ούτε επιφοίτηση του αγίου πνεύματος. Τα πάντα καθορίζονται από τους νόμους και τις ιδιότητες της χοντρής ύλης και των και των κανόνων μηχανιστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφορετικών και ανεξάρτητων υλικών αντικειμένων.
Β] Ένα δεύτερο σημείο σύγκρουσης μεταξύ της θεολογίας με την υλιστική και μηχανοκρατούμενη επιστημονική σκέψη είναι η απάντηση στην ερώτηση του «τι είναι ύλη;» και τις σχέσεις της με τον αόρατο για την ανθρώπινη φυσιολογία κόσμο.
Και στις 2 αυτές διενέξεις δίνει απάντηση η σύγχρονη επιστημονική σκέψη και η πειραματική διαδικασία.
Γνωρίζουμε πλέον πως αυτό που μέχρι σήμερα αντιλαμβανόμαστε και ονομάζουμε ως απτή και εξατομικευμένη ύλη, για την σύγχρονη φυσική δεν είναι παρά ένα ψευδές κατασκεύασμα των αισθήσεών μας
Βλέπουμε δηλαδή το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα άλλα όπως οι αισθήσεις μας μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε.
Εντέλει αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι ζούμε μέσα σε ένα σύμπαν που δεν μπορούμε μέσω των αισθήσεών μας. Και ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι παρά μια σκιά εκείνου που πραγματικά υπάρχει.
Αυτό που αποκαλούμε ύλη και υλική πραγματικότητα είναι ένα matrix. Ένα σύνολο παραμορφωμένων και λειψών εικόνων μιας αόρατης για την ανθρώπινη βιολογία πραγματικότητας.
Οι σύγχρονες αυτές επιστημονικές απόψεις λογικά θα έπρεπε να ικανοποιούν την θεολογική φιλοσοφία και να γεφυρώνουν τις βασικές διαφωνίες της με την επιστήμη.
Σε πολλές περιπτώσεις η σύνδεση αυτή έχει πραγματοποιηθεί και ένας νέος διάλογος επιστήμης και θεολογίας έχει ανοίξει με στόχο τη διαμόρφωση των νέων πολιτιστικών δεδομένων του αύριο.
Όμως η μεγάλη αυτή επιστημονική επανάσταση βρήκε ανέτοιμες πολλές στρεβλά εξελιγμένες θεολογικές ή παραθεολογικές διοικητικές δομές.
Αυτές σε πολλές περιπτώσεις θεώρησαν αναίτια ότι αυτές οι νέες επιστημονικές ιδέες και ανακαλύψεις δυναμίτιζαν τις δομές τους, και παράλληλα διεκδικούσαν περιοχές δράσης οι οποίες κατά την άποψή τους αποτελούσαν δικά τους παραδοσιακά πεδία δράσης.
Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Στόχος και επιδίωξη του νέου επιστημονικού πνεύματος είναι η παράλληλη συμβίωσή του με τις θεολογικές διοικητικές δομές. Να τις πείσει δηλαδή ότι δεν προσπαθεί να τις υπονομεύσει ούτε θέλει να τις αντικαταστήσει. Αντιθέτως μπορεί να τις βοηθήσει εάν το θελήσουν προκειμένου να ανακτήσουν το χαμένο κύρος τους και την επιβεβαιωτική μεταξύ τους σύνδεση
Οι Θεολόγοι θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα των πατέρων της ορθόδοξης εκκλησίας ούτως ώστε να γίνουν και οι ίδιοι άριστοι γνώστες των θετικών επιστημών.
Οι αντιδράσεις αυτών των κακώς δομημένων θεολογικών διοικητικών και θεωρητικών κύκλων δεν μπορούν να οδηγούν στην άκριτη απόρριψη της θεολογίας ως πολιτισμικής συνιστώσας.
Ας αναλογιστούμε: Ζώντας υπό το κράτος κακών δημοκρατικών διοικητικών δομών, μπορούμε να αφορίζουμε την δημοκρατία; Είναι προφανές πως δεν μπορούμε να μπλέκουμε τις κακές διοικητικές δομές με το περιεχόμενο και το νόημα της δημοκρατίας.
Με όμοιο τρόπο δεν μπορούμε να ταυτίζουμε τις όποιες κακές διοικητικές θεολογικές δομές με την έννοια της θεολογίας.
Αν θέλουμε να απορρίψουμε την δημοκρατία ή την θεολογία θα πρέπει να αμφισβητήσουμε, αιτιολογημένα βέβαια, τόσο το φιλοσοφικό περιεχόμενό τους, όσο και την επίδρασή τους στην κοινωνική και επιστημονική συγκρότηση ενός πολιτισμού και όχι να στηριχτούμε στην κακή συμπεριφορά των εκφραστών τους.
Το νέο επιστημονικό πνεύμα δεν αναζητά φυσικά την κατάργηση της δημοκρατίας ή της θεολογίας. Αγωνίζεται για ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα στο οποίο οι διοικητικές δομές δεν θα κακοποιούν ούτε την έννοια της δημοκρατίας ούτε της βασικές έννοιες του χριστιανισμού: την αγάπη, την δικαιοσύνη, την ισότητα, την ανεκτικότητα του διαφορετικού και το πνεύμα της ανθρώπινης αλληλεγγύης.