«εὐνὴ μὲν δὴ σοί γε τότ᾽ ἔσσεται ὁππότε θυμῷ
σῷ ἐθέλῃς, ἐπεὶ ἄρ σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν·
260 ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ,
εἴπ᾽ ἄγε μοι τὸν ἄεθλον, ἐπεὶ καὶ ὄπισθεν, ὀΐω,
πεύσομαι, αὐτίκα δ᾽ ἐστὶ δαήμεναι οὔ τι χέρειον.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δαιμονίη, τί τ᾽ ἄρ᾽ αὖ με μάλ᾽ ὀτρύνουσα κελεύεις
265 εἰπέμεν; αὐτὰρ ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
οὐ μέν τοι θυμὸς κεχαρήσεται· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς
χαίρω, ἐπεὶ μάλα πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἄνωγεν
ἐλθεῖν, ἐν χείρεσσιν ἔχοντ᾽ εὐῆρες ἐρετμόν,
εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν
270 ἀνέρες, οὐδέ θ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν·
οὐδ᾽ ἄρα τοὶ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους,
οὐδ᾽ εὐήρε᾽ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται.
σῆμα δέ μοι τόδ᾽ ἔειπεν ἀριφραδές, οὐδέ σε κεύσω.
ὁππότε κεν δή μοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης
275 φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ,
καὶ τότε μ᾽ ἐν γαίῃ πήξαντ᾽ ἐκέλευσεν ἐρετμόν,
ἕρξανθ᾽ ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾽ ἐπιβήτορα κάπρον,
οἴκαδ᾽ ἀποστείχειν, ἕρδειν θ᾽ ἱερὰς ἑκατόμβας
280 ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
πᾶσι μάλ᾽ ἑξείης· θάνατος δέ μοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ
ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ με πέφνῃ
γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον· ἀμφὶ δὲ λαοὶ
ὄλβιοι ἔσσονται· τὰ δέ μοι φάτο πάντα τελεῖσθαι.»
285 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«εἰ μὲν δὴ γῆράς γε θεοὶ τελέουσιν ἄρειον,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα κακῶν ὑπάλυξιν ἔσεσθαι.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν
290 ἐσθῆτος μαλακῆς, δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι,
γρηῢς μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει,
τοῖσιν δ᾽ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν
ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα·
295 ἐς θάλαμον δ᾽ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν. οἱ μὲν ἔπειτα
ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο·
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης
παῦσαν ἄρ᾽ ὀρχηθμοῖο πόδας, παῦσαν δὲ γυναῖκας,
αὐτοὶ δ᾽ εὐνάζοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
300 Τὼ δ᾽ ἐπεὶ οὖν φιλότητος ἐταρπήτην ἐρατεινῆς,
τερπέσθην μύθοισι, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε,
ἡ μὲν ὅσ᾽ ἐν μεγάροισιν ἀνέσχετο δῖα γυναικῶν,
ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορῶσ᾽ ἀΐδηλον ὅμιλον,
οἳ ἕθεν εἵνεκα πολλά, βόας καὶ ἴφια μῆλα,
305 ἔσφαζον, πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος·
αὐτὰρ διογενὴς Ὀδυσεὺς ὅσα κήδε᾽ ἔθηκεν
ἀνθρώποις ὅσα τ᾽ αὐτὸς ὀϊζύσας ἐμόγησε,
πάντ᾽ ἔλεγ᾽· ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐτέρπετ᾽ ἀκούουσ᾽, οὐδέ οἱ ὕπνος
πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα.
σῷ ἐθέλῃς, ἐπεὶ ἄρ σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν·
260 ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ,
εἴπ᾽ ἄγε μοι τὸν ἄεθλον, ἐπεὶ καὶ ὄπισθεν, ὀΐω,
πεύσομαι, αὐτίκα δ᾽ ἐστὶ δαήμεναι οὔ τι χέρειον.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δαιμονίη, τί τ᾽ ἄρ᾽ αὖ με μάλ᾽ ὀτρύνουσα κελεύεις
265 εἰπέμεν; αὐτὰρ ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
οὐ μέν τοι θυμὸς κεχαρήσεται· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς
χαίρω, ἐπεὶ μάλα πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἄνωγεν
ἐλθεῖν, ἐν χείρεσσιν ἔχοντ᾽ εὐῆρες ἐρετμόν,
εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν
270 ἀνέρες, οὐδέ θ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν·
οὐδ᾽ ἄρα τοὶ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους,
οὐδ᾽ εὐήρε᾽ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται.
σῆμα δέ μοι τόδ᾽ ἔειπεν ἀριφραδές, οὐδέ σε κεύσω.
ὁππότε κεν δή μοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης
275 φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ,
καὶ τότε μ᾽ ἐν γαίῃ πήξαντ᾽ ἐκέλευσεν ἐρετμόν,
ἕρξανθ᾽ ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾽ ἐπιβήτορα κάπρον,
οἴκαδ᾽ ἀποστείχειν, ἕρδειν θ᾽ ἱερὰς ἑκατόμβας
280 ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
πᾶσι μάλ᾽ ἑξείης· θάνατος δέ μοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ
ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ με πέφνῃ
γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον· ἀμφὶ δὲ λαοὶ
ὄλβιοι ἔσσονται· τὰ δέ μοι φάτο πάντα τελεῖσθαι.»
285 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«εἰ μὲν δὴ γῆράς γε θεοὶ τελέουσιν ἄρειον,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα κακῶν ὑπάλυξιν ἔσεσθαι.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν
290 ἐσθῆτος μαλακῆς, δαΐδων ὕπο λαμπομενάων.
αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι,
γρηῢς μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει,
τοῖσιν δ᾽ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν
ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα·
295 ἐς θάλαμον δ᾽ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν. οἱ μὲν ἔπειτα
ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο·
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης
παῦσαν ἄρ᾽ ὀρχηθμοῖο πόδας, παῦσαν δὲ γυναῖκας,
αὐτοὶ δ᾽ εὐνάζοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
300 Τὼ δ᾽ ἐπεὶ οὖν φιλότητος ἐταρπήτην ἐρατεινῆς,
τερπέσθην μύθοισι, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε,
ἡ μὲν ὅσ᾽ ἐν μεγάροισιν ἀνέσχετο δῖα γυναικῶν,
ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορῶσ᾽ ἀΐδηλον ὅμιλον,
οἳ ἕθεν εἵνεκα πολλά, βόας καὶ ἴφια μῆλα,
305 ἔσφαζον, πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος·
αὐτὰρ διογενὴς Ὀδυσεὺς ὅσα κήδε᾽ ἔθηκεν
ἀνθρώποις ὅσα τ᾽ αὐτὸς ὀϊζύσας ἐμόγησε,
πάντ᾽ ἔλεγ᾽· ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐτέρπετ᾽ ἀκούουσ᾽, οὐδέ οἱ ὕπνος
πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα.
***
Στοχαστική η Πηνελόπη αμέσως αποκρίθηκε:
«Το στρώμα μας σε περιμένει, μόλις το θελήσεις,
αφού οι θεοί έδωσαν κι έφτασες σ᾽ αυτό το σπίτι το καλόχτιστο
και πάτησες το χώμα της πατρίδας.
260 Αλλά, μια και το σκέφτηκες, κι ένας θεός στο θύμισε,
πες μου από τώρα τον αγώνα σου· έτσι κι αλλιώς νομίζω
θα τον μάθω αργότερα — δεν φαίνεται χειρότερο,
αν τον γνωρίσω αμέσως.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε τον λόγο πάλι κι είπε:
«Παράξενη, τι θες και με παρακινείς ρωτώντας
να μιλήσω; Εγώ διηγώντας δεν θα κρύψω τίποτε,
αλλά κι εσύ, να ξέρεις, δεν πρόκειται να νιώσεις μέσα σου χαρά —
μήτε κι ο ίδιος θα χαρώ μιλώντας.
Λοιπόν, εκείνος μου παράγγειλε να περιπλανηθώ ξανά
σε πολιτείες πολλές θνητών ανθρώπων, μ᾽ ένα καλάρμοστο κουπί
στο χέρι· ωσότου φτάσω κάποτε σε μέρος όπου οι κάτοικοι δεν ξέρουν
270 θάλασσα τι θα πει, καν δεν αρτίζουν μ᾽ αλάτι το φαγί τους,
ιδέα δεν έχουν από πορφυρομάγουλα σκαριά,
από κουπιά που να ταιριάζουνε στο χέρι — κουπιά που γίνονται
στα πλοία φτερά.
Μου ᾽πε κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο, δεν θα το κρύψω·
όταν στον δρόμο μου βρεθεί οδοιπόρος να πει πως λιχνιστήρι
κουβαλώ επάνω στον λαμπρό μου ώμο, τότε κι εγώ να μπήξω
στο χώμα το κουπί, και να προσφέρω στον μεγάλο Ποσειδώνα
θυσίες καλές — κριάρι, ταύρο, κάπρο, που καβαλάει γουρούνες.
Ύστερα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα, να θυσιάσω εκεί
στους αθανάτους που τον ουρανό κρατούν μιαν εκατόμβη —
280 σ᾽ όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός μου, είπε, απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα θα ᾽ρθει,
ήσυχος και γλυκός, για να με σβήσει σε βαθιά,
μεστά γεράματα, και γύρω μου οι λαοί θα ζουν ευτυχισμένοι.
Μου είπε αυτά, και πως θα γίνουν όλα.»
Ανταποκρίθηκε πάλι η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Αν οι θεοί σού τάζουν καλύτερα γεράματα,
υπάρχει ελπίδα δίχως άλλες συμφορές να αποδειχτεί το μέλλον.»
Όσο μιλούσαν μεταξύ τους συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
η Ευρυνόμη κι η τροφός ετοίμαζαν την κλίνη τους
290 με μαλακά στρωσίδια, στο φως που οι αναμμένες δάδες έδιναν.
Κι αφού ολοπρόθυμα τους έστρωσαν το σταθερό κρεβάτι,
η μια γερόντισσα στην κάμαρή της γύρισε να κοιμηθεί.
Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη,
στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί,
τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.
Όταν τους πήγε στον κοιτώνα τους, αποτραβήχτηκε, κι εκείνοι
ευτυχισμένοι γέρνουν μαζί στο νόμιμο παλιό κρεβάτι.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, συνάμα ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
σταμάτησαν το ποδοκρότημα, λέγοντας στις γυναίκες να πάψουν τον χορό —
μετά πήγαν κι αυτοί για ύπνο στις βαθύσκιωτες κάμαρες του σπιτιού.
300 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι
των μνηστήρων· από δική της αφορμή, να σφάζουν
αράδα βόδια, πρόβατα παχιά, και να ξαφρίζουν το κρασί
απ᾽ τα πολλά πιθάρια.
Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ᾽ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε —
τα πάντα εξιστορούσε. Εκείνη ακούγοντας τον απολάμβανε,
ύπνος δεν έλεγε να πέσει στα βλέφαρά της, προτού
τελειώσει τη διήγησή του.
Στοχαστική η Πηνελόπη αμέσως αποκρίθηκε:
«Το στρώμα μας σε περιμένει, μόλις το θελήσεις,
αφού οι θεοί έδωσαν κι έφτασες σ᾽ αυτό το σπίτι το καλόχτιστο
και πάτησες το χώμα της πατρίδας.
260 Αλλά, μια και το σκέφτηκες, κι ένας θεός στο θύμισε,
πες μου από τώρα τον αγώνα σου· έτσι κι αλλιώς νομίζω
θα τον μάθω αργότερα — δεν φαίνεται χειρότερο,
αν τον γνωρίσω αμέσως.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε τον λόγο πάλι κι είπε:
«Παράξενη, τι θες και με παρακινείς ρωτώντας
να μιλήσω; Εγώ διηγώντας δεν θα κρύψω τίποτε,
αλλά κι εσύ, να ξέρεις, δεν πρόκειται να νιώσεις μέσα σου χαρά —
μήτε κι ο ίδιος θα χαρώ μιλώντας.
Λοιπόν, εκείνος μου παράγγειλε να περιπλανηθώ ξανά
σε πολιτείες πολλές θνητών ανθρώπων, μ᾽ ένα καλάρμοστο κουπί
στο χέρι· ωσότου φτάσω κάποτε σε μέρος όπου οι κάτοικοι δεν ξέρουν
270 θάλασσα τι θα πει, καν δεν αρτίζουν μ᾽ αλάτι το φαγί τους,
ιδέα δεν έχουν από πορφυρομάγουλα σκαριά,
από κουπιά που να ταιριάζουνε στο χέρι — κουπιά που γίνονται
στα πλοία φτερά.
Μου ᾽πε κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο, δεν θα το κρύψω·
όταν στον δρόμο μου βρεθεί οδοιπόρος να πει πως λιχνιστήρι
κουβαλώ επάνω στον λαμπρό μου ώμο, τότε κι εγώ να μπήξω
στο χώμα το κουπί, και να προσφέρω στον μεγάλο Ποσειδώνα
θυσίες καλές — κριάρι, ταύρο, κάπρο, που καβαλάει γουρούνες.
Ύστερα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα, να θυσιάσω εκεί
στους αθανάτους που τον ουρανό κρατούν μιαν εκατόμβη —
280 σ᾽ όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός μου, είπε, απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα θα ᾽ρθει,
ήσυχος και γλυκός, για να με σβήσει σε βαθιά,
μεστά γεράματα, και γύρω μου οι λαοί θα ζουν ευτυχισμένοι.
Μου είπε αυτά, και πως θα γίνουν όλα.»
Ανταποκρίθηκε πάλι η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Αν οι θεοί σού τάζουν καλύτερα γεράματα,
υπάρχει ελπίδα δίχως άλλες συμφορές να αποδειχτεί το μέλλον.»
Όσο μιλούσαν μεταξύ τους συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
η Ευρυνόμη κι η τροφός ετοίμαζαν την κλίνη τους
290 με μαλακά στρωσίδια, στο φως που οι αναμμένες δάδες έδιναν.
Κι αφού ολοπρόθυμα τους έστρωσαν το σταθερό κρεβάτι,
η μια γερόντισσα στην κάμαρή της γύρισε να κοιμηθεί.
Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη,
στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί,
τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.
Όταν τους πήγε στον κοιτώνα τους, αποτραβήχτηκε, κι εκείνοι
ευτυχισμένοι γέρνουν μαζί στο νόμιμο παλιό κρεβάτι.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, συνάμα ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
σταμάτησαν το ποδοκρότημα, λέγοντας στις γυναίκες να πάψουν τον χορό —
μετά πήγαν κι αυτοί για ύπνο στις βαθύσκιωτες κάμαρες του σπιτιού.
300 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι
των μνηστήρων· από δική της αφορμή, να σφάζουν
αράδα βόδια, πρόβατα παχιά, και να ξαφρίζουν το κρασί
απ᾽ τα πολλά πιθάρια.
Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ᾽ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε —
τα πάντα εξιστορούσε. Εκείνη ακούγοντας τον απολάμβανε,
ύπνος δεν έλεγε να πέσει στα βλέφαρά της, προτού
τελειώσει τη διήγησή του.