Οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε για το πέρασμα του Μαύρου Θανάτου από το Βυζάντιο (1347-1350) είναι δύο αναφορές των μεγάλων ιστορικών, Νικηφόρου Γρηγορά (1295-1360), και Ιωάννη Καντακουζηνού (1292-1383). Οι δύο συγγραφείς δίνουν με συντομία δύο μικρές αλλά αρκετά δραματικές περιγραφές της πανώλης, μοναδικές σε σχέση με το μεγάλο πλήθος των αναφορών της
Η περιγραφή του Γρηγορά βρίσκεται στο έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία», κεφ. XVI.
«Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων εισέβαλε μια σοβαρή και λοιμογόνος ασθένεια στην ανθρωπότητα. Ξεκίνησε τις αρχές της άνοιξης από τη Σκύθεια και Μαιώτιδα λίμνη και τις εκβολές του Ταναΐδος ποταμού [σ.σ. σημερινή Κριμαία] και διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, σπέρνοντας τον θάνατο και την καταστροφή. Αλλά πέρασε κυρίως από τις παράκτιες πόλεις της δικής μας χώρας και μόνο από εκείνες που γειτνιάζουν με τη δική μας, μέχρι την πόλη των Γαδείρων [σ.σ. το σημερινό ισπανικό Κάδιθ] και τις στήλες του Ηρακλή [σ.σ. το σημερινό Γιβραλτάρ]. Κατά το δεύτερο έτος, εισέβαλε και στα νησιά του Αιγαίου κι επηρέασε τους Ροδίτες, καθώς και τους Κύπριους, κι εκείνους που αποικίζουν τ’ άλλα νησιά. Το θανατικό έπεσε ανεξαιρέτως επάνω σε άντρες και γυναίκες, πλούσιους και φτωχούς, γέρους και νέους. Για να το θέσουμε απλά, δεν χαρίστηκε σε καμία ηλικία ή κοινωνική τάξη. Αρκετά σπίτια ξεκληρίστηκαν απ’ όλους τους κατοίκους τους, μόλις μέσα σε μια ημέρα ή μερικές φορές σε δύο. Και ουδείς μπορούσε να βοηθήσει κάποιον, ούτε καν τους γείτονες, την οικογένεια ή τους συγγενείς του. Η καταστροφή δεν εξολόθρευσε μόνο τους άντρες αλλά και τα εξημερωμένα ζώα που ζούνε μαζί με τους ανθρώπους· εννοώ τους σκύλους και τ’ άλογα και όλα τα είδη των πτηνών, ακόμη και τους αρουραίους που ζουν μέσα στα τείχη των σπιτιών. Τα εμφανή συμπτώματα αυτής της ασθένειας, σημεία που έδειχναν ότι πλησιάζει ο θάνατος, ήταν όγκοι στην έκφυση των μηρών και των βραχιόνων και ταυτόχρονα αιμορραγικά έλκη, τα οποία, μερικές φορές οδηγούσαν την ίδια ημέρα με ταχύ ρυθμό τους μολυσμένους προς τον θάνατο, είτε βρίσκονταν ήδη στο κρεβάτι ή κι αν ήταν ακόμη όρθιοι. Κατά τη διάρκεια αυτής της επιδημίας, πέθανε και ο Ανδρόνικος, ο νεότερος από τους γιους του βασιλιά.»
(Ρωμαϊκή Ιστορία, Nicephori Gregorae, Webber, 1830, κεφ. XVI, σελ. 798).
Ο βασιλιάς για τον οποίο κάνει λόγο ο Γρηγοράς είναι ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός και ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη, όταν ξέσπασε η επιδημία. Το σημείο που περιγράφει την πανώλη είναι το εξής:
«Κατά την άφιξή της στο Βυζάντιο, [η αυτοκράτειρα Ειρήνη, σύζυγος του Καντακουζηνού] βρήκε τον Ανδρόνικο, τον νεότερο από τα παιδιά της, νεκρό από την εισβολή της πανώλης, η οποία, αφού ξεκίνησε πρώτα από τους Υπερβορείους Σκύθους, εξαπλώθηκε αργότερα σχεδόν σε όλες τις παράκτιες περιοχές του κόσμου κι εξολόθρευσε πολλούς από τους κατοίκους τους. Γιατί δεν πέρασε μόνο από τον Πόντο, την Θράκη και τη Μακεδονία, αλλά και από την Ελλάδα, την Ιταλία και όλα τα νησιά, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, και την Ιουδαία και τη Συρία, κι εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την οικουμένη.
Ήταν τόσο ανίατο εκείνο το κακό, ώστε ούτε [ιατρική] συνταγή ούτε σωματική δύναμη μπορούσε να του αντισταθεί. Τα δυνατά και αδύναμα σώματα ήταν όλα παρομοίως ευάλωτα κι εκείνοι που είχαν τις καλύτερες φροντίδες πέθαναν το ίδιο [γρήγορα] με τους παραμελημένους. Καμία άλλη ασθένεια οποιουδήποτε είδους δεν παρουσιάστηκε εκείνη την χρονιά. Αν κάποιος έπασχε από άλλη νόσο, αυτή υποτροπίαζε αμέσως σε αυτό το κακό· και ούτε κάποια ιατρική τέχνη ήταν επαρκής, ούτε είχε την ίδια πορεία σε όλα τα άτομα· άλλοι, ανίκανοι ν’ αντισταθούν για πολύ, πέθαναν την ίδια μέρα, μερικοί μάλιστα ακόμη και μέσα σε μία ώρα. Όσοι μπορούσαν ν’ αντέξουν για δύο ή και τρεις ημέρες, υπέφεραν πρώτα από πολύ λάβρο πυρετό· σε αυτές τις περιπτώσεις, η ασθένεια πρόσβαλε το κεφάλι· οι ασθενείς υπέφεραν από αφωνία και από αναισθησία και μετά φαίνονταν σαν να βυθίζονταν σε βαθύ ύπνο. Τότε, αν κατά καιρούς επανέρχονταν κάποιοι στις αισθήσεις τους, προσπαθούσαν να μιλήσουν, αλλά η γλώσσα τους ήταν δύσκολο να κινηθεί και πρόφεραν ακατανόητους ήχους· αιτία ήταν πως τα νεύρα γύρω από την κρανιακή κοιλότητα ήταν νεκρά· και πέθαιναν γρήγορα. Σε άλλους, το κακό δεν πρόσβαλε το κεφάλι, αλλά εμφανιζόταν στους πνεύμονες, προκαλώντας φλεγμονή μέσα στα σωθικά, η οποία προκαλούσε πολύ έντονο πόνο στο στήθος. Τα φλέγματα των αρρώστων ήταν ανάκατα με αίμα, ανέπνεαν με δυσκολία και είχαν δυσάρεστη αναπνοή. Ο λαιμός και η γλώσσα τους ήταν ξεραμένες από την εσωτερική καύση και είχαν πάρει μελανό χρώμα από τη συμφόρηση του αίματος. Δεν έκανε καμία διαφορά εάν κατάπιναν πολύ ή λίγο. Η αϋπνία και η αδυναμία επιδρούσε το ίδιο σε όλους. Αποστήματα σχηματίζονταν και στον άνω και στον κάτω βραχίονα, μερικά επίσης στον άνω γνάθο και σε άλλα σε άλλα μέρη του σώματος. Κάποια ήταν μεγάλα και άλλα μικρά κι εμφανίζονταν σαν μαύρες φλύκταινες. Άλλοι άνθρωποι κατακλύζονταν από μελανά στίγματα κι εξανθήματα σε όλο το σώμα τους· σε μερικούς ήταν αραιά αλλά πολύ εμφανή· σε άλλους ήταν αμυδρά αλλά πυκνά. Όλοι πέθαναν με τον ίδιο τρόπο από αυτά τα συμπτώματα. Σε ορισμένους εμφανίστηκαν όλα τα συμπτώματα, σε άλλους περισσότερα ή λιγότερα· ακόμη και λίγα συμπτώματα ήταν αρκετά για να προκαλέσουν τον θάνατο. Όσοι λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τους πολλούς που πέθαναν, είχαν πλέον ανοσία απ’ αυτό το κακό και ήταν ασφαλείς και υγιείς. Η ασθένεια δεν χτυπούσε δύο φορές στη σειρά για να τους σκοτώσει.
Μεγάλα αποστήματα σχηματίζονταν στα πόδια ή στα χέρια· όταν τέμνονταν, έρεε μεγάλη ποσότητα πύου που μύριζε άσχημα και η ασθένεια διαφοροποιούνταν αποβάλλοντας το κακόηθες υγρό. Ωστόσο, παρά τις προβλέψεις και τα συμπτώματα που έδειξαν, υπήρχαν και πολλοί που κατάφεραν απροσδόκητα ν’ αναρρώσουν. Δεν υπήρχε ουδεμία βοήθεια και από πουθενά. Εάν κάτι φαινόταν ωφέλιμο φάρμακο για τον ίδιο ασθενή, για κάποιον άλλο που νοσούσε με τον ίδιο τρόπο αποδεικνυόταν δηλητήριο. Θεραπεύοντας άλλους, κάποιοι μολύνθηκαν οι ίδιοι με την ασθένεια. Η νόσος προκάλεσε μεγάλη καταστροφή· πολλά σπίτια εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους και τα οικόσιτα άλογα πέθαιναν μαζί με τους κυρίους τους. Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν η αποθάρρυνση. Όποτε κάποιος ένιωθε ότι τον έπιανε η αρρώστια, πίστευε ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα και στρεφόταν προς την απελπισία· η κατάθλιψη επιδείνωνε ακόμα περισσότερο την κατάστασή του και πέθαινε αμέσως. Η αποθάρρυνση ήταν μια μεγάλη αιτία για την αύξηση των θυμάτων.
Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν τη φύση της νόσου. Όλα όσα μπορούν να ειπωθούν είναι ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τα καθημερινά κακά στα οποία υπόκειται η φύση του ανθρώπου, αλλά ήταν κάτι άλλο, που εστάλη από τον Θεό προς τους ανθρώπους για να τους σωφρονίσει. Και πολλοί από τους ασθενείς άρχισαν πράγματι να βελτιώνονται ψυχικά εξαιτίας της ασθένειας αυτής, όχι μόνο εκείνοι που πέθαναν, αλλά κι εκείνοι που ξεπέρασαν την αρρώστια. Απείχαν από κάθε κακία κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου και ζούσαν ενάρετα. Και πολλοί μοίρασαν την περιουσία τους μεταξύ των φτωχών, ακόμη και πριν προσβληθούν από την ασθένεια. Εάν κάποιος ένιωθε κάποτε ότι κολλούσε την ασθένεια, κανείς δεν ήταν τόσο ανάλγητος, ώστε να μη δείξει μετάνοια για τα λάθη του· και προσπαθούσε να εμφανιστεί μπροστά στην κρίση του Θεού με τις καλύτερες πιθανότητες σωτηρίας, και χωρίς να πιστεύει ότι η ψυχή του ήταν αθεράπευτη ή ανίατη. Πολλοί πέθαναν τότε στο Βυζάντιο, ανάμεσά τους και ο γιος του βασιλιά, ο Ανδρόνικος, που προσβλήθηκε από την ασθένεια και πέθανε την τρίτη μέρα.
(Ιωάννου Καντακουζηνού, Ιστοριών βιβλία Δ΄, Ανάτυπο έκδοσης Βόννης 1828-32, Αθήνα 2008, τομ. ΙΙΙ, 49).
Το απόσπασμα του Καντακουζηνού αξίζει να συγκριθεί με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη για τον λιμό της Αθήνας. Στην ιστορία του ο Καντακουζηνός θυμίζει αρκετά τη τεχνοτροπία του αρχαίου ιστορικού. Την μέθοδο του Θουκυδίδη ακολουθεί και στο απόσπασμα της επιδημίας, και μάλιστα σε αρκετά χωρία αντιγράφει κατά γράμμα το σχετικό απόσπασμα για τον λιμό της Αθήνας. Για παράδειγμα, σ’ ένα σημείο ο Καντακουζηνός γράφει: ἄνοσον μὲν γὰρ ἦν ἐκεῖνο τὸ ἔτος παντάπασιν εἰς τὰς ἄλλας ἀσθενείας. Το χωρίο αυτό είναι παρόμοιο ακριβώς με το απόσπασμα του Θουκυδίδη: τὸ μὲν γὰρ ἦν ἔτος, ἐκ πάντων μάλιστα δη ἐκεῖνο άνοσον παντάπασιν εἰς τὰς ἄλλας ἀσθένειας ἐτύγχανε ὄν. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και αμέσως μετά: εἰ δὲ τις καὶ πρόκαμνὲ τι, πάντα εἰς ἐκεῖνο κατάληγε, το οποίο ο Καντακουζηνός αντιγράφει πάλι από τον Θουκυδίδη: εἰ δὲ τις καὶ πρόκαμνὲ τι, εἰς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη.
Ενώ, όμως, ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι ο λοιμός προκάλεσε την αποχαλίνωση των ηδονών και την κατάλυση των ηθών, ο Καντακουζηνός, αντίθετα, πιστεύει ότι το ξέσπασμα της ασθένειας συνέβαλε ώστε οι άνθρωποι ν’ αντιληφθούν τη ματαιότητα των επίγειων σκοπών και να στραφούν με μετάνοια προς τον Θεό. Δεν είναι απίθανο ο Καντακουζηνός να υιοθέτησε επί τούτου αυτή την ερμηνεία, γνωρίζοντας ήδη το περιεχόμενο του Θουκυδίδη, για να εξάρει την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστης σε σχέση με τον παγανιστικό κόσμο, και γι’ αυτό επικεντρώνεται στο πόσο διαφορετικά αντέδρασαν οι δύο κόσμοι απέναντι στο ίδιο καταστροφικό γεγονός.