“Μισείς, αγαπάς, σκέφτεσαι, αισθάνεσαι, βλέπεις. Όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά μόνο ότι αντιλαμβάνεσαι.”
“Επιβάλλεται ο κόσμος μας να στηριχθεί στην συμπάθεια από άκρου εις άκρον της γης. Επιβάλλεται ο κόσμος μας να ακτινοβολεί την ευχαρίστηση μέσα από την ωραία επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους και με την ευνομούμενη κοινωνία. Η σχέση του ανθρώπου με το κράτος είναι ηθική σχέση και αυτό το άνοιγμα της ηθικής που καταφέρνει ο Βρετανός φιλόσοφος είναι σπουδαίο επίτευγμα. Το κράτος που πείθει τον πολίτη είναι ηθικό, ο πολίτης που προσφέρει στο κράτος είναι ηθικός. Ο πολίτης που ευχαριστείται μέσα από την συμπάθειά του για τον άλλο είναι ηθικός, ο άλλος που επιστρέφει όλα αυτά είναι ηθικός. Τελικά η ηθική είναι η εμπειρία του ωραίου και του ευχάριστου. Αυτή η ηθική εμπειρία του ωραίου αποτελεί θεραπεία για τις αρνητικές εμπειρίες που εκπέμπει ο κόσμος μας. Ίσως μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο ανθρώπου και κράτους που θα εγγυηθούν την καλύτερη πορεία της ανθρωπότητας.”
“Ο ανθρώπινος νους είναι ένα εύθραυστο και γεμάτο ρωγμές σκάφος που πρέπει να ριχτεί στην ανοικτή θάλασσα της ανθρώπινης φύσης προκειμένου να κάνει τον γύρο του κόσμου. Τα πράγματα που εκλαμβάνουμε ως αιτίες είναι προϊόντα της φαντασίας. Όταν οι αισθήσεις, η μνήμη και η νόηση θεμελιώνονται στην ασταθή κι επισφαλή ικανότητα της πλασματικής φαντασίας, οδηγούμαστε σε αντικρουόμενες πεποιθήσεις. Επομένως, ο φιλοσοφικός στοχασμός μας οδηγεί σε ένα επικίνδυνο δίλημμα: Μπορούμε να στηριζόμαστε στις τετριμμένες υποδείξεις της πλασματικής φαντασίας, οι οποίες παράγουν σφάλματα, παραλογισμούς και ασάφειες, ή πρέπει να στηριζόμαστε στις γενικές και πιο καλά εδραιωμένες ποιότητες του νου, δηλαδή στη νόηση και τον λόγο;
Όμως, ο τελευταίος τρόπος υπονομεύει ακόμη και τις πεποιθήσεις από τις οποίες εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή μας: η νόηση, όταν ενεργεί μόνη της και σύμφωνα με τις πιο γενικές αρχές, αυτοανατρέπεται και δεν μπορεί να τεκμηριώσει καμία πεποίθηση, είτε φιλοσοφική είτε της κοινής ζωής. Η λύση θα προέλθει από την ανθρώπινη φύση, η οποία διαλύει την φιλοσοφική μελαγχολία, αλλά δεν επιτρέπει την απαξίωση του φιλοσοφικού στοχασμού: Αν πρόκειται να αναχαιτιστεί η δεισιδαιμονία και να βελτιωθεί η κατανόηση του κόσμου, τότε το φιλοσοφείν είναι τόσο φυσικό όσο και αναγκαίο. Μάλιστα, δεν πρέπει να ενδίδουμε απλώς στον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά να καλλιεργούμε το πάθος για την φιλοσοφία, διότι ο αληθινός σκεπτικιστής πρέπει να είναι διστακτικός τόσο με τις φιλοσοφικές αμφιβολίες του, όσο και με τις φιλοσοφικές βεβαιότητές του. Έτσι μπορούμε να ελπίσουμε στην εδραίωση ενός συστήματος ή ενός συνόλου απόψεων, οι οποίες, αν δεν είναι αληθείς, γιατί κάτι τέτοιο ίσως είναι υπερβολικό να το ελπίσουμε, τουλάχιστον θα μπορούσαν να αντέχουν στον έλεγχο της πλέον κριτικής εξέτασης” -David Hume (1711-1776)
Εντυπώσεις και ιδέες
Ειδικότερα ο Χιουμ παρατήρησε ότι τα μόνα πράγματα που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι οι «εντυπώσεις και οι ιδέες», όπως τα αποκαλεί, οι οποίες περιορίζονται στον κόσμο της εμπειρίας μας, βρίσκονται δηλαδή μέσα μας χάρη στις αισθήσεις μας που μας τις εφοδίασαν. Αν, ας πούμε, την στιγμή αυτή στο δωμάτιο όπου βρίσκομαι δω πάνω στο τραπέζι ένα λεμόνι, η εικόνα του χρώματός του, η παράσταση του σχήματός του, η εμπειρία της μυρωδιάς που εκπέμπει ή της γεύσης που νιώθω δοκιμάζοντάς το, όπως και κάθε άλλη επίσης παράσταση ή εμπειρία που προκαλείται μέσα μου καθώς το παρατηρώ, συνιστούν ότι ο Χιουμ ονομάζει εντυπώσεις.
Τις ίδιες, όμως, εικόνες, εμπειρίες ή παραστάσεις που σχημάτισα για το λεμόνι καθώς το παρατηρούσα, λέει ο Χιουμ, έχω μέσα μου και μετά, όταν φύγω από το δωμάτιο και δεν έχω μπροστά μου πλέον το λεμόνι –υπό μιαν άλλη, όμως, ιδιότητα: όχι πλέον ως εντυπώσεις, αλλά ως ιδέες, όπως τις αναφέρει ο ίδιος.
Εντυπώσεις, λοιπόν, είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες των πραγμάτων που μας δίνουν οι αισθήσεις μας την ώρα που τα παρατηρούμε, ενώ ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες των πραγμάτων που σκεφτόμαστε χωρίς να έχομε τα πράγματα ενώπιον μας για να τα παρατηρήσομε με τις αισθήσεις μας.
Οι εντυπώσεις και οι ιδέες, όμως πέρα από τον ξεχωριστό τρόπο που δημιουργούνται μέσα μας, διαφέρουν και κατά τον βαθμό ζωηρότητας που μας παρουσιάζονται. Οι εντυπώσεις, ορισμένως, εμφανίζονται εντός μας πιο έντονες και πιο ζωντανές από όσο οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν αμυδρές εικόνες των εντυπώσεών μας, που έχουν αποθηκευθεί στην σκέψη μας.
Οι εντυπώσεις, όπως και οι ιδέες βέβαια, καθόσον αποτελούν αναπαραστάσεις των εντυπώσεων, διακρίνονται, όπως επισημαίνει ο Χιουμ, σε απλές και σε σύνθετες. Απλές εντυπώσεις ή ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες εκείνες που δεν μπορούν να αναλυθούν, όπως, ας πούμε, η εμπειρία του κίτρινου χρώματος του λεμονιού, που, όσο κι αν προσπαθήσομε, δεν μπορούμε να την «σπάσομε» σε άλλες απλούστερες εικόνες. Σύνθετες εντυπώσεις ή ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες που αποτελούνται από άλλες απλούστερες εντυπώσεις ή οι ιδέες, όπως, η εντύπωση ή η ιδέα του λεμονιού, που σύγκειται από την εικόνα του κίτρινου χρώματος, από την παράσταση του σχήματός του, από την εμπειρία που νιώθομε μυρίζοντάς το, κ.ο.κ.
Οι άνθρωποι, όμως, δεν περιορίζονται σε ό,τι πραγματικά μπορούν να γνωρίσουν, ήγουν στις εντυπώσεις και τις ιδέες που υπάρχουν μέσα τους, αλλά προχωρούν, πέρα από αυτές, σε εικασίες, όπως η αρχή της αιτιότητας, σύμφωνα με την οποία οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα, καθόσον μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος υπάρχει αναγκαίος δεσμός, ή η μέθοδος της επαγωγής, σύμφωνα με την οποία από τις επιμέρους παρατηρήσεις των γεγονότων στην φύση μπορούμε να διατυπώνομε νόμους που προδικάζουν ότι τα ίδια γεγονότα θα επαναληφθούν.
Πρόκειται, ωστόσο, για εικασίες αυθαίρετες. Τόσο η αρχή της αιτιότητας, όσο και η μέθοδος της επαγωγής δεν μπορούν να δικαιολογηθούν κατά τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Μοιραία, λοιπόν, όλο το οικοδόμημα της γνώσης, που έχουν ως τώρα με τόσο μόχθο στήσει οι άνθρωποι, κινδυνεύει, καθόσον στηρίζεται πάνω στην αρχή της αιτιότητας και την μέθοδο της επαγωγής, να γίνει ένας σωρός από σκόρπια υλικά.
Η απόρριψη της αρχής της αιτιότητας
Ως προς την αρχή της αιτιότητας, συγκεκριμένα, αυτή συνίσταται σε τρεις όρους: την αιτία, το αποτέλεσμα και τον αναγκαίο δεσμό μεταξύ τους. Από τους τρεις αυτούς όρους της αιτιότητας, κατά τον Χιουμ, μόνο για τους δυο, ήγουν για την αιτία και το αποτέλεσμα, δικαιούμεθα να μιλάμε, αφού μόνο γι’ αυτούς μπορούμε να σχηματίσομε μέσα μας εντυπώσεις ή ιδέες, τα μόνα πράγματα που έχομε την δυνατότητα να γνωρίσομε. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός μετάλλου που διαστέλλεται εξαιτίας της θερμότητας, τι παρατηρούμε; Αφενός μεν την θερμότητα, που είναι η αιτία, αφετέρου δε την διαστολή του μετάλλου, που είναι το αποτέλεσμα. Τον αναγκαίο δεσμό, όμως, μεταξύ θερμότητας και διαστολής των μετάλλων, ο οποίος θα μας επέτρεπε να πούμε ότι κάθε φορά που θερμαίνεται ένα μέταλλο θα πρέπει να ακολουθήσει η διαστολή του, δεν τον παρατηρούμε πουθενά. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο ισχυρισμός των επιστημόνων ότι η θερμότητα συνεπάγεται κατ΄ ανάγκην την διαστολή των μετάλλων δεν ισχύει.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι πώς προέκυψε ο αναγκαίος αυτός δεσμός μεταξύ θερμότητας και διαστολής των μετάλλων και, γενικότερα, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, τι είναι εκείνο που μας κάνει να πιστεύομε ότι, αν συμβεί η αιτία, θα ακολουθήσει υποχρεωτικά και το αποτέλεσμα, ότι, αν, ορισμένως, θερμανθεί ένα μέταλλο, θα πρέπει να ακολουθήσει η διαστολή του; Δεν μπορεί να τον φανταστήκαμε ξαφνικά, στα καλά καθούμενα. Ο λόγος, για τον οποίο υποθέτουμε ότι από μια ορισμένη αιτία θα ακολουθήσει υποχρεωτικά ένα ορισμένο αποτέλεσμα, ότι όταν, δηλαδή, ζεσταθεί ένα μέταλλο περιμένομε να ακολουθήσει η διαστολή, είναι γιατί μέσα στο μυαλό μας σχηματίστηκε ένας συνειρμός μεταξύ θερμότητας και διαστολής μετάλλων και, γενικά, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
Επειδή, δηλαδή, είδαμε οι ίδιοι ή ακούσαμε από άλλους άπειρες φορές ότι η θερμότητα προκαλεί την διαστολή ενός μετάλλου, σχηματίσαμε ακολούθως μόνοι μας την εντύπωση ότι αυτό θα συμβαίνει πάντοτε. Κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή είδαμε ή ακούσαμε άπειρες φορές ότι, όταν το νερό φτάνει στους 0 βαθμούς Κελσίου, παγώνει, ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, συνδέσαμε συνειρμικά τους 0 βαθμούς Κελσίου με το πάγωμα του νερού, την δράση με την αντίδραση, την αιτία με το αποτέλεσμα έτσι, ώστε, όταν συμβεί το ένα, να ακολουθήσει το άλλο. Πόσοι, όμως, συνειρμοί, πόσα πράγματα που συνηθίσαμε να τα βλέπομε να συμβαίνουν γύρω μας με έναν ορισμένο τρόπο δεν έχουν ανατραπεί!
Το πρόβλημα της επαγωγής
Ανάλογες επιφυλάξεις, θα πρέπει να έχομε και για την μέθοδο της επαγωγής. Λέμε ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε 24 ώρες και θεωρούμε ότι πρόκειται για έναν νόμο της φύσης σύμφωνα με τον οποίο ο ήλιος θα ανατέλλει πάντοτε κάθε 24 ώρες. Το σωστό, όμως, είναι να μιλάμε για έναν νόμο της φύσης που ισχύει ως αυτή την στιγμή που μιλάμε τώρα, αφού τίποτε δεν αποκλείει αύριο ο ήλιος να μην ανατείλει. Η μόνη περίπτωση, για να είμαστε βέβαιοι ότι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει και ότι αυτό θα συμβαίνει πάντοτε στο μέλλον, είναι αν υπάρχει ομοιομορφία στην φύση, αν, δηλαδή, κάτι που συνέβη στο παρελθόν επαναλαμβάνεται απαρέγκλιτα στο μέλλον.
Αλλά πώς μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει μια τέτοια σταθερή ομοιομορφία στην φύση; Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μέχρι τώρα πράγματι η φύση συμπεριφέρεται με τρόπο ομοιόμορφο, ότι κάτι, η ανατολή του ήλιου κάθε 24 ώρες λόγου χάριν, που συνέβη στο παρελθόν, θα συμβεί και στο μέλλον. Ξέρομε, όμως, αν η φύση θα συνεχίσει και στο μέλλον να συμπεριφέρεται με την ίδια ομοιομορφία; Μόνο όταν έλθει η συντέλεια του κόσμου, μπορούμε, κάνοντας γενική αποτίμηση της ιστορίας της φύσης, να αποφανθούμε αν ισχύει η αρχή της ομοιομορφίας στην φύση.
Μέχρι τότε, όμως, αφού δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ισχύει στην φύση η ομοιομορφία, είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μέσα στην αμφιβολία –μια αμφιβολία, όμως, παρατηρεί ο Χιουμ, που δεν αναφέρεται μόνο σε ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει γύρω μας, στην φύση έξω από μας, αλλά αφενός εκτείνεται πέρα από τον κόσμο, στον Θεό, και αφετέρου εντοπίζεται επίσης μέσα μας, στον ίδιο τον εαυτό μας.
Η αμφισβήτηση της ύπαρξης του εαυτού μας
Ως προς τον εαυτό μας μεν, όταν σκύψομε μέσα μας για να τον ανακαλύψομε, δεν τον βρίσκομε πουθενά, αφού τα μόνα πράγματα πουν υπάρχουν εντός μας είναι εντυπώσεις και ιδέες, ήγουν εικόνες, παραστάσεις ή εμπειρίες, που αποκτήσαμε μέσω των αισθήσεών μας και τις αποθηκεύσαμε μέσα μας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ό,τι αποκαλούμε «εαυτό» μας δεν είναι παρά μια δέσμη εντυπώσεων και ιδεών και τίποτε άλλο έτσι, ώστε, όταν χαθεί αυτή, να εξανεμίζεται μαζί κι ο εαυτός μας –όπως συμβαίνει στην διάρκεια του ύπνου μας.
Είναι γνωστό, το ζούμε όλοι μας, πως, όταν κοιμόμαστε, δεν έχομε καμιά συναίσθηση του εαυτού μας, δεν ξέρομε ότι υπάρχομε, επειδή ακριβώς, καθώς την ώρα του ύπνου μας δεν έχομε συνείδηση των εικόνων, των παραστάσεων και των εμπειριών μέσα μας, χάνεται η δέσμη των εντυπώσεών μας και των ιδεών μας. Η απάλειψη της δέσμης των εντυπώσεων και των ιδεών από μέσα μας συνεπάγεται μοιραία και την εξαφάνιση του εαυτού μας, πράγμα που απλά σημαίνει ότι ο εαυτός μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των εντυπώσεων και των ιδεών μέσα μας.
Η αμφιβολία για τον Θεό
Ως προς τον Θεό, εξάλλου, ο Χιουμ τον αμφισβητεί στρέφοντας την κριτική του προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν θεωρεί ανεπαρκείς τις “αποδείξεις” υπέρ της ύπαρξης του Θεού, αφετέρου δε ότι δεν είναι λογικό να πιστέψομε ότι έγιναν τα θαύματα, τα οποία, ασφαλώς, αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τελέστηκαν, θα αποτελούσαν σοβαρό λόγο για να δεχθούμε και την ύπαρξη εκείνου που τα προκάλεσε, ήγουν του Θεού.
Ειδικότερα, ένα από τα συνήθη επιχειρήματα που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού είναι ο ισχυρισμός ότι, όπως ένα ρολόι, που, λόγω της πολυπλοκότητάς του και της αρμονίας που διέπει την λειτουργία των μερών του, είναι αδύνατον να δημιουργήθηκε μόνο του, αλλά απεναντίας ξέρομε καλά ότι το έφτιαξε κάποιος τεχνίτης, κατά τρόπον ανάλογο και ο κόσμος γύρω μας, καθόσον διέπεται από αρμονία και παρουσιάζει πολυπλοκότητα, δεν μπορεί να δημιουργήθηκε αφ’ εαυτού. Κάποιος, λοιπόν, θα πρέπει να έφτιαξε και τον κόσμο. Και επειδή η πολυπλοκότητα και η αρμονία που χαρακτηρίζουν τον κόσμο είναι τόσο μεγάλες που να μην μπορεί, όπως λέμε, να τις χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό, ο δημιουργός του δεν μπορεί να είναι ένας κοινός τεχνίτης, αλλά θα πρέπει να είναι ένα ον με υπερφυσικές ικανότητες. Ένα τέτοιο ον είναι μόνον ο Θεός. Άρα ο Θεός υπάρχει. (sic)
Η αδυναμία της απόδειξης αυτής για την ύπαρξη του Θεού έγκειται, στο γεγονός ότι οι εισηγητές της θεωρούν τον κόσμο πεπερασμένο, ενώ στην πραγματικότητα ο κόσμος είναι αχανής. Μπορεί, πράγματι, στην έκταση στην οποία, με την βοήθεια της επιστήμης, ξέρομε ότι υπάρχει ο κόσμος, ο τελευταίος αυτός να έχει αρμονία και πολυπλοκότητα. Ξέρομε, όμως, ότι, πέρα από τα όρια του γνωστού σε μας κόσμου, ο κόσμος παρουσιάζει την ίδια αρμονία και πολυπλοκότητα και ότι από ένα σημείο και μετά αυτός δεν είναι ακατάστατος, άναρχος, χαώδης;
Εν τοιαύτη περιπτώσει, η απόδειξη ότι από την ύπαρξη της αρμονίας και της πολυπλοκότητας στον κόσμο είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνομε την ύπαρξη του Θεού καταρρίπτεται –όπως επίσης αίρεται και μια άλλη απόδειξη, όπου οι εισηγητές της επικαλούνται πάλι την ύπαρξη του κόσμου, για να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει.
Σύμφωνα, ορισμένως, με την απόδειξη αυτή, είναι γεγονός ότι το καθετί που συμβαίνει στον κόσμο έχει κάποια αιτία που το προκαλεί, η οποία, με την σειρά της, έχει μιαν άλλη αιτία που την γεννάει, και ούτω καθεξής, μέχρι να καταλήξομε σε μια αρχική αιτία, που είναι δημιουργός των πάντων. Αυτή, λοιπόν, η πρώτη αιτία από την οποία προήλθαν όλα, είναι σύμφωνα με την απόδειξη αυτή, ο Θεός. Άρα ο Θεός υπάρχει.
Στην πραγματικότητα, όμως, με την απόδειξη αυτή εκβιάζεται μάλλον παρά τεκμαίρεται η ύπαρξη του Θεού. Η συνεχής αναγωγή από μιαν αιτία σε μιαν άλλη αιτία μέχρι να καταλήξομε σε μιαν αρχική αιτία, πάνω στην οποία βασίζεται η απόδειξη του Θεού, είναι ένα εφεύρημα παρά μια διαδικασία που ακολουθούν οι άνθρωποι, προκειμένου να εξηγήσουν τα πράγματα. Αν, δηλαδή, θέλει να εξηγήσει κανείς πώς δημιουργείται το φαινόμενο της βροχής, θα περιοριστεί στο να μάθει πώς προκαλείται η εξάτμιση των υδάτων της θάλασσας, πώς δημιουργούνται τα νέφη, πώς μετατρέπονται αυτά σε σταγόνες νερού, κ.ά.τ. χωρίς να χρειαστεί, προχωρώντας παραπέρα, να σκεφτεί πώς φτιάχτηκε η θάλασσα, πώς δημιουργήθηκε η γη πάνω στην οποία βρίσκεται η θάλασσα, πώς κατασκευάστηκε ο ήλιος από την θερμότητα του οποίου προκαλείται η εξάτμιση, πώς προέκυψε το σύστημα όπου ανήκουν η γη και ο ήλιος, κ.λπ., κ.λπ.
Γενικώς, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε τον κόσμο, για να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέλειου όντος, όπως ο Θεός. Ο κόσμος, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε παρατηρώντας τον γύρω μας, παρουσιάζει ατέλειες έτσι, ώστε να μην είναι θεμιτό από την ύπαρξη ενός ατελούς κόσμου να συμπεράνομε την ύπαρξη ενός τέλειου όντος, όπως ορίζεται ο Θεός.
Ο Χιουμ, όμως, πέρα από τις αδυναμίες των αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού τις οποίες επισήμανε, αμφισβήτησε επίσης την τέλεση των θαυμάτων που οι πιστοί, αποδίδοντάς τα στον Θεό, τα επικαλούνται, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει. Το ότι οι μαρτυρίες για την ύπαρξη των θαυμάτων προέρχονται από πρόσωπα που δεν διακρίνονται για την αξιοπιστία τους, το ότι τα θαύματα απαντώνται συνήθως σε λαούς που δεν ανήκουν στα πολιτισμένα έθνη, το ότι τα θαύματα αποτελούν συστατικό αντίπαλων μεταξύ τους θρησκειών έτσι, που τα θαύματα της μιας θρησκείας να εξουδετερώνουν και να διαψεύδουν τα θαύματα της άλλης, το ότι υπάρχει μέσα στους ανθρώπους η τάση να διογκώνουν τα πράγματα δίνοντάς τους μεταφυσικές διαστάσεις ούτω, ώστε φαινόμενα που εκ πρώτης όψεως παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα να τα αποδίδουν στην δράση ή την παρέμβαση ενός υπερβατικού όντος χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν να βρουν μιαν εύλογη εξήγηση –όλα αυτά είναι, ισχυροί λόγοι, για να πειστεί κανείς ότι η αναφορά στα θαύματα είναι αυθαίρετη και κάθε άλλο παρά μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά.
Λογικό, εξηγεί ο Χιουμ, είναι εκείνο για το οποίο έχομε ενδείξεις ότι συμβαίνει, ή, αν πρόκειται να αποφασίσομε μεταξύ της πιθανότητας να συμβεί κάτι και της πιθανότητας να συμβεί κάτι άλλο, λογικό είναι εκείνο για το οποίο έχομε περισσότερες ενδείξεις ότι θα γίνει. Είναι λογικό, για παράδειγμα, όταν υπάρχει χαμηλή και πυκνή νέφωση να περιμένομε να βρέξει παρά να σκεφτούμε ότι θα πέσει το μάνα, (ή βατράχια) γιατί έχει συμβεί πάμπολλες φορές ως τώρα, όταν υπάρχει χαμηλή και πυκνή νέφωση, να βρέξει, ενώ δεν έχει τύχει ποτέ (ή, αν υιοθετήσομε την σχετική περιγραφή από την Βίβλο, έχει συμβεί μια μόνο φορά) να πέσει το μάνα από τον ουρανό και αν ακούσουμε τον Τσαρλς Φορτ έχει βρέξει βατράχια στο Λονδίνο.
Τα θαύματα αποτελούν ανατροπές της κανονικής πορείας της φύσης, παραβιάσεις των νόμων που περιγράφουν την σταθερή συμπεριφορά της φύσης. Έχομε, λοιπόν, να διαλέξομε μεταξύ των νόμων της φύσης και των θαυμάτων. Τι είναι λογικό να επιλέξομε: τους νόμους της φύσης ή τα θαύματα; Αν φανταζόμασταν μια ζυγαριά με δυο δίσκους και στον μεν έναν βάζαμε ένα θαύμα στον δε άλλον τοποθετούσαμε τον αντίστοιχο νόμο της φύσης, στον οποίο αποτυπώνεται η απαρέγκλιτη συμπεριφορά μιας κατηγορίας φαινομένων της φύσης, η ζυγαριά θα έκλινε πάντοτε προς το μέρος του νόμου της φύσης.
Το γεγονός, βέβαια, ότι ο Χιουμ με τα επιχειρήματά του τόσο εναντίον της τέλεσης των θαυμάτων από ένα υπερφυσικό ον όσο και εναντίον των αποδείξεων ότι ο Θεός υπάρχει αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού δεν σημαίνει ότι τάχθηκε με την πλευρά του άθεου, που διατείνεται την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο τελευταίος αυτός, εξίσου, δεν παρέχει καμιά απόδειξη που να μας πείθει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Έτσι, όσο κι αν ο Χιουμ αποποιήθηκε την ύπαρξη του Θεού, δεν έπαψε, εντούτοις, να υποστηρίζει την ανεκτικότητα απέναντι στην διάθεση άλλων να πιστεύουν στον Θεό.
Εμπειρικές προτάσεις και ταυτολογίες.
Ο σκεπτικισμός στον οποίο οδηγήθηκε ο Χιουμ στην προσπάθειά του να μείνει συνεπής στο αξίωμα της διδασκαλίας του εμπειρισμού, σύμφωνα με το οποίο τα μόνα πράγματα που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι τα περιεχόμενα της εμπειρίας μας, ήγουν οι εντυπώσεις και οι ιδέες, που προέρχονται από τις αισθήσεις μας· όσο ακραίος κι αν είναι, καθόσον αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της γνώσης (είτε, δηλαδή, πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό μας είτε για την φύση γύρω από μας είτε για τον Θεό πέρα από την φύση) δεν είναι, εντούτοις, ολοκληρωτικός.
Κι αυτό, γιατί, πέρα από τον τομέα της γνώσης, όπου αμφισβητείται η βεβαιότητα που μπορούν να μας εξασφαλίσουν οι προτάσεις με τις οποίες περιγράφομε τον εαυτό μας, τα γεγονότα στην φύση ή τον Θεό, υπάρχουν, άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπου ο σκεπτικισμός του δεν έχει θέση, καθόσον σε αυτά ο στόχος δεν είναι η απόκτηση γνώσης. Τέτοια πεδία, ορισμένως, είναι η λογική και τα μαθηματικά αφενός και η ηθική αφετέρου.
Ο Χιουμ διέκρινε τις προτάσεις σε εμπειρικές και σε ταυτολογίες. (Ως προτάσεις στην φιλοσοφία ορίζονται οι φράσεις με τις οποίες δηλώνεται ότι κάτι είναι αληθές ή ψευδές. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, οι φράσεις, «η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας» και «ο Αξιός είναι βουνό» είναι προτάσεις, καθόσον δηλώνουν κάτι που είναι, αντίστοιχα, αληθές και ψευδές. Αντίθετα η προσταγή «άνοιξε την πόρτα» ή η φράση «πρέπει να είσαι ευγενής» δεν συνιστούν προτάσεις, καθόσον δεν αναφέρονται σε κάτι που μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές. Προφανώς δεν έχει νόημα να ρωτήσω: «είναι αλήθεια ή ψέμα να ανοίξω την πόρτα;» ή «είναι αλήθεια ή ψέμα ότι πρέπει να είμαι ευγενής;»)
(D. Hume, Enquiry Concerning Human Understanding: «Όλα τα αντικείμενα της ανθρώπινης νόησης ή έρευνας μπορούν να διαιρεθούν σε δυο είδη: σε σχέσεις ιδεών και θέματα γεγονότος». Πρόκειται για την γνωστή ως «διχάλα του Χιουμ» θεωρία του Χιουμ, σύμφωνα με την οποία οι προτάσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε εμπειρικές προτάσεις, με τις οποίες περιγράφονται τα γεγονότα που εκδηλώνονται στην φύση ή σε μας τους ίδιους, και σε ταυτολογίες, που χρησιμοποιούνται στην λογική και τα μαθηματικά, για να δηλώσουν σχέσεις μεταξύ αριθμών, πλευρών, μεγεθών κ.ά.τ. Αν κάτι, που θεωρείται ότι είναι αλήθεια ή ψέμα δεν βασίζεται στην εμπειρία ή δεν είναι ταυτολογία, δεν αποτελεί, δηλαδή, εμπειρική πρόταση ή ταυτολογία, αυτό δεν έχει καμιά απολύτως αξία.)
«Αν, πέσει στα χέρια μας οποιοδήποτε βιβλίο θεολογικού ή μεταφυσικού, ας πούμε, περιεχομένου, ας αναρωτηθούμε: περιλαμβάνει κανέναν αφηρημένο συλλογισμό που να αναφέρεται σε ποσότητες ή αριθμούς; Όχι. Περιλαμβάνει κανέναν εμπειρικό συλλογισμό που να αναφέρεται σε γεγονότα ή στην ύπαρξη; Όχι. Τότε, ας το πετάξομε στην φωτιά, αφού δεν περιέχει τίποτε άλλο παρά σοφιστεία και φαντασία» λέγει ο Χιούμ.
Οι εμπειρικές προτάσεις είναι εκείνες που, όπως οι προτάσεις «έξω βρέχει», «οι άνθρωποι, εκτός από σώμα, διαθέτουν μέσα τους εμπειρίες» ή «ο Θεός υπάρχει», αναφέρονται σε γεγονότα που εκδηλώνονται είτε στην φύση, είτε μέσα μας, είτε πέρα από τον φυσικό κόσμο και διατυπώνονται με στόχο να παράσχουν, βάσει των αισθήσεων, πληροφορίες. Με τις προτάσεις αυτές, όπως ειπώθηκε, οι χειριστές των δεν μπορούν να μας εξασφαλίσουν καμιά βεβαιότητα για όσα υποστηρίζουν.
Οι ταυτολογίες, αντίθετα, είναι προτάσεις που, όπως οι προτάσεις «ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο» ή «ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες», δεν προσφέρουν μεν καμιά πληροφορία, δεν λένε, δηλαδή, κάτι που δεν είναι ήδη γνωστό από την στιγμή της εκφοράς του υποκειμένου, αλλά και δεν μπορούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αμφισβητηθούν. Το να πει κάποιος «άσπρο λουλούδι» εννοείται ότι είναι άσπρο ή το να πει «τρίγωνο» εννοείται ότι πρόκειται για ένα σχήμα με τρεις γωνίες. Εν τοιαύτη περιπτώσει, λέγοντας ότι ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο ή ότι ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες δεν προσκομίζει τίποτε καινούριο.
Παράλληλα, όμως, αρθρώνοντας τις προτάσεις «ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο» και «ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες» διατυπώνει κάτι που είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί. Το να πει κανείς ότι ένα άσπρο λουλούδι δεν είναι άσπρο ή ότι ένα τρίγωνο δεν έχει τρεις γωνίες λέει κάτι που είναι αδύνατον να ισχύει ποτέ και πουθενά. Επειδή, ακριβώς, στην λογική και στα μαθηματικά οι χειριστές των μεταχειρίζονται ταυτολογίες, οι τομείς αυτοί της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν υπόκειται στον σκεπτικισμό, που εισηγήθηκε -κάτι που ισχύει επίσης στην περίπτωση της ηθικής.
Τι κάνουμε όταν συμπεριφερόμαστε ηθικά.
Ο στόχος στην ηθική δεν είναι να περιγράψομε γεγονότα, να υποστηρίξομε τι συμβαίνει πράγματι, αλλά να αποφασίσει ο καθένας μας πώς πρέπει να συμπεριφέρεται όποτε καλείται να πράξει. Αυτό, δυστυχώς, σημειώνει ο Χιουμ, δεν το κατάλαβαν ως την εποχή του οι εισηγητές των διαφόρων ηθικών θεωριών και, έτσι, προσπάθησαν να αναγάγουν εκείνο που πρέπει να κάνει κανείς σε εκείνο που θεωρούν ότι υφίσταται στην πραγματικότητα. Έτσι, από το γεγονός, ας πούμε, ότι υπάρχει μέσα μας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης συμπέραναν ότι πρέπει να κάνομε ό,τι ικανοποιεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ή από το γεγονός ότι είναι “θέλημα Θεού να λέμε την αλήθεια” θεώρησαν ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια. Ο Χιουμ επισημαίνει συγκεκριμένα:
«Σε κάθε σύστημα ηθικής που γνώρισα μέχρι σήμερα, παρατήρησα πάντοτε ότι για ένα χρονικό διάστημα ο συγγραφέας προχωρεί κατά τον συνήθη τρόπο της σκέψης και εισάγει το ον του Θεού ή κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τα ανθρώπινα ζητήματα. Ξαφνικά, όμως, διαπιστώνω με έκπληξη ότι όλες οι προτάσεις σχετίζονται με το «πρέπει» ή το «δεν πρέπει» αντί με τα συνήθη συνδετικά ρήματα των προτάσεων «είναι» και «δεν είναι»… Επειδή το «πρέπει» ή το δεν «πρέπει» εκφράζουν κάποια νέα σχέση ή απόφανση, είναι ανάγκη να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και να ερμηνευθούν. Συγχρόνως είναι απαραίτητο να δοθεί κάποια εξήγηση για κάτι που είναι εντελώς ακατανόητο: πώς η νέα αυτή σχέση μπορεί να συμπερανθεί από άλλες σχέσεις που είναι τελείως διαφορετικές από εκείνη. Καθώς, όμως, οι συγγραφείς των συστημάτων γενικώς δεν εφιστούν την προσοχή στο σημείο αυτό, παίρνω το θάρρος να το επισημάνω εγώ στους αναγνώστες. Και είμαι πεπεισμένος ότι η μικρή αυτή παρέμβασή μου θα αναιρούσε όλα τα χονδροειδή ηθικά συστήματα, και θα μας επέτρεπε να δούμε ότι η διάκριση της κακίας από την αρετή δεν ανάγεται απλώς στις σχέσεις των αντικειμένων ούτε και συλλαμβάνεται με τον λόγο.»
Μεταξύ, όμως, αυτού που υποτίθεται ότι ισχύει στην πραγματικότητα, τουτέστιν του Είναι, (Ο όρος «Είναι», όπως και όρος «Ον», στην φιλοσοφία εξισώνεται με τον όρο «πραγματικότητα». Το Είναι, όπως και το Ον, δηλώνει εκείνο που θεωρούμε ότι υπάρχει ή συμβαίνει πράγματι) και του πρέπει, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα έτσι, ώστε να μην μπορεί λογικά να συμπερανθεί το πρέπει από το Είναι. Ειδικότερα, μια από τις βασικές προϋποθέσεις σε έναν συλλογισμό, για να είναι έγκυρος, είναι οι όροι που αναφέρονται στο συμπέρασμα να έχουν μνημονευθεί στις προκείμενες. Για παράδειγμα, ο συλλογισμός:
Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Ο Σωκράτης είναι θνητός… είναι έγκυρος, γιατί οι όροι «Σωκράτης» και «θνητός», που περιλαμβάνονται στο συμπέρασμα, αναφέρονται στις προκείμενες. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με τον συλλογισμό:
Είναι θέλημα Θεού να λέμε την αλήθεια.
Πρέπει να λέω την αλήθεια,
όπου ο όρος «πρέπει», που απαντάται στο συμπέρασμα, δεν περιέχεται στην προκείμενη.
Ο Χιουμ εξήγησε πώς συμπεριφερόμαστε ως ηθικά πρόσωπα έχοντας υπόψη του το χάσμα που χωρίζει το πρέπει από το Είναι.
Διέκρινε, συγκεκριμένα, μέσα μας δυο βασικές λειτουργίες: τον λόγο και την βούληση. Με τον λόγο προβαίνομε σε διαπιστώσεις, διατυπώνομε προτάσεις του είναι, περιγράφουμε τι συμβαίνει –χωρίς αυτό, βέβαια, στο πλαίσιο του σκεπτικισμού του, να σημαίνει ότι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν οι διαπιστώσεις του λόγου. Με την βούληση παρακινούμεθα να κάνουμε κάτι. Μπορεί, ας πούμε, με τον λόγο να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μέσα μας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή ότι είναι “θέλημα Θεού” να λέμε την αλήθεια. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα κάνει κανείς κιόλας ό,τι του λέει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή ότι θα ανταποκριθεί στο “θέλημα του Θεού” να λέει την αλήθεια. Θα πρέπει, για να δράσει ή να συμπεριφερθεί ανάλογα, και να θέλει να κάνει κανείς ό,τι του λέει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή να θέλει επίσης να ανταποκριθεί στο “θέλημα του Θεού” να λέει την αλήθεια.
Αλλά θέλει να κάνει κανείς κάτι –είτε αυτό του το υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είτε του το επιτάσσει το “θέλημα του Θεού” είτε του το υποδεικνύει οτιδήποτε άλλο- εφόσον από αυτό που θα κάνει θα νιώσει ευχαρίστηση. Διαφορετικά, αν από την πράξη του πρόκειται να αισθανθεί πόνο, δεν θέλει να το κάνει, και αποφεύγει να το κάνει. Το κίνητρο, λοιπόν, για να κάνομε κάτι, δεν είναι να σκεφτούμε, όπως μας λέει ο λόγος, να το κάνουμε, αλλά χρειάζεται να θέλουμε να το κάνουμε και, επιπλέον να προσδοκάμε ότι, κάνοντάς το, θα νιώσουμε ευχαρίστηση, ενώ το κίνητρο, για να αποφύγουμε να το κάνομε, είναι ότι, κάνοντάς το, θα νιώσουμε πόνο.
Τα συναισθήματα της ευχαρίστησης και του πόνου είναι, σε τελευταία ανάλυση, το κίνητρο, αντίστοιχα, για να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι. Προσοχή, όμως: απλώς για να κάνουμε ή να μη κάνουμε κάτι, όχι για το αν πρέπει να κάνουμε κάτι ή αν δεν πρέπει να κάνουμε κάτι. Γιατί, αν ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει, ό,τι του προκαλεί ευχαρίστηση, αποφεύγοντας να κάνει ό,τι του δημιουργεί πόνο, τότε, στην προσπάθειά του να επιτύχει ο καθένας ό,τι τον συμφέρει, ο ένας θα στρεφόταν εναντίον του άλλου και, έτσι, θα κινδύνευε το ανθρώπινο γένος, πράγμα ασφαλώς που δεν συνάδει προς την ηθική, η οποία έχει σαν στόχο την ευτυχία των ανθρώπων και όχι τον όλεθρό τους.
Ο στόχος μας, λοιπόν, όταν πράττουμε, θα πρέπει να είναι η ευτυχία των ανθρώπων, το κοινό καλό, η κοινωνική ωφέλεια, και όχι το καθαρά ατομικό συμφέρον μας. Η ευχαρίστηση, λοιπόν, προκειμένου να αποτελέσει ηθικό κίνητρο σε κάποιον για να κάνει κάτι, θα πρέπει να συμφωνεί με το συναίσθημα της συμπάθειας, με την έγνοιας του ότι, κάνοντας αυτό, θα ωφεληθεί ένας αριθμός συνανθρώπων του –και μάλιστα όσο γίνεται μεγαλύτερος αριθμός συνανθρώπων τουּ, ο Χιουμ, εν προκειμένω, υιοθέτησε το αξίωμα «μεγαλύτερη ευτυχία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων».
Η συμπάθεια, όμως -η οποία θα πρέπει να συνοδεύει την ευχαρίστηση, που περιμένομε να νιώσουμε κάνοντας κάτι, ώστε η τελευταία αυτή να μπορέσει να θεωρηθεί ηθικό κίνητρο για μας- είναι ένα γενικό, αφηρημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμεθα να δράσομε. Το πώς η συμπάθεια στην ορισμένη στιγμή που καλούμεθα να πράξουμε θα πάρει σάρκα και οστά έτσι, που να μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά, εξαρτάται από την αρχή βάσει της οποίας θα επιλέξομε να πράξουμε.
Ας υποθέσομε ότι είμαι επιτηρητής σε έναν διαγωνισμό για την πλήρωση ορισμένων θέσεων στο Δημόσιο και ότι ευχαρίστησή μου είναι, σύμφωνα με την συμπάθεια που τρέφω προς τους συνανθρώπους μου, να βοηθήσω όσο γίνεται περισσότερους από τους διαγωνιζόμενους στην αίθουσα που επιτηρώ. Θα μπορούσα, λοιπόν, να κάνω τα στραβά μάτια και να τους αφήσω να αντιγράψουν. Θα μπορούσα, όμως, να σκεφτώ ότι αυτό θα στρεφόταν εναντίον των άλλων υποψηφίων που διαγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό σε άλλες αίθουσες, όπου οι επιτηρητές είναι αυστηροί.
Θα μπορούσα, ακόμη, να υποθέσω ότι, βοηθώντας κάποιους διαγωνιζόμενους να επιτύχουν χωρίς να το αξίζουν, η πράξη μου βλάπτει μακροπρόθεσμα το κοινωνικό σύνολο, αφού έτσι, με την πλήρωση των θέσεων από ακατάλληλους υπαλλήλους, θα συνέβαλα στην κακή λειτουργία του Δημοσίου. Οι αρχές αυτές, όπως και άλλες, βέβαια, που θα μπορούσα να σκεφτώ, εξυπηρετούν με τον δικό της τρόπο η καθεμιά το συναίσθημα της συμπάθειας που οφείλω να τρέφω προς τους συνανθρώπους μου. Η ευθύνη για το ποια από τις αρχές αυτές θα επιλέξω, η οποία θα δώσει τελικά και το ηθικό περιεχόμενο στην συμπάθειά μου, για το οποίο και θα κριθώ τελικά, ανήκει σε μένα.
Η δικαίωση
Ο Χιουμ από νωρίς στην ζωή του, από τότε που ήταν ακόμη φοιτητής, έβαλε σαν στόχο να γίνει «λόγιος και φιλόσοφος». Προς τον σκοπό αυτόν, λοιπόν, ακολούθησε εκών ένα σκληρό πρόγραμμα μελέτης και στοχασμού επί τρία χρόνια, μέχρι που του γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσει ένα καινούριο σύστημα φιλοσοφίας –σαν να άνοιξε μέσα του, όπως λέει ο ίδιος, «μια νέα σκηνή Στοχασμού».
Η εξέλιξη των πραγμάτων δικαίωσε ασφαλώς την πρόβλεψή του. Οι απόψεις του για την γνώση του φυσικού κόσμου, την αιτιότητα και την επαγωγή πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτή, για την ψυχή, για την θρησκεία, για την ηθική, για τα μαθηματικά και την λογική ανέτρεψαν πράγματι το σκηνικό της φιλοσοφίας, όπως είχε διαμορφωθεί αυτό ως τις μέρες του, και εξακολουθούν ως σήμερα ακόμη να αποτελούν σημείο αναφοράς για πολλούς από τους φιλοσοφούντες είτε για να τις σχολιάσουν -θετικά ή αρνητικά, δεν έχει τόση σημασία αυτό, όσο έχει το γεγονός ότι παραμένουν ζωντανές στην σκέψη μας- είτε για να εμπνευστούν από αυτές, προκειμένου να αναπτύξουν τον δικό τους στοχασμό, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τον Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος δεν δίστασε να ομολογήσει ότι, “χάρη στον Σκεπτικισμό του Χιουμ, μπόρεσε να ξυπνήσει από τον δογματικό λήθαργο, στον οποίο ο στοχασμός του είχε περιπέσει επί δεκαετίες πριν”.
(Ιμμάνουελ Καντ (1724-184), Γερμανός φιλόσοφος, του οποίου η πνευματική δράση χωρίζεται σε δύο περιόδους: στην προκριτική περίοδο και στην κριτική περίοδο. Κριτική ονομάζεται η όψιμη περίοδος της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Καντ, επειδή σε αυτό το χρονικό διάστημα της ζωής του συνέγραψε τα τρία κορυφαία συγγράμματά του –ήγουν την Κριτική του καθαρού λόγου (1781), την Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και την Κριτική της κριτικής δύναμης (1790)- χάρη στα οποία καταξιώθηκε σαν ένας από τους πιο σπουδαίους φιλοσόφους. Πριν από την κριτική περίοδο, στην προκριτική φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του, ο Καντ ήταν απλώς ένα καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης χωρίς ιδιαίτερη απήχηση στην φιλοσοφική κοινότητα. Αφορμή για να περάσει στην κριτική περίοδο και να μπει, έτσι, στο πάνθεο των μεγάλων φιλοσόφων στάθηκε η εντύπωση που προκάλεσε στον στοχασμό του ο Σκεπτικισμός του Χιουμ.)
Η δικαίωσή του Χιουμ, πάντως, ως διακεκριμένου φιλοσόφου δεν ήρθε γρήγορα ούτε και υπήρξε ανώδυνη. Στο διάστημα των τριών ετών που έμεινε στην Γαλλία, από το 1734 έως το 1737, έγραψε το πρώτο και σημαντικότερο, ίσως, όπως θεωρείται σήμερα, έργο του, την “Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση”, που αποτελείται από τρία βιβλία.
Η υποδοχή, όμως, που επιφύλαξαν οι αναγνώστες στο βιβλίο του, όταν εκδόθηκε αυτό ύστερα από τριών χρόνων προσπάθειες, ήταν απογοητευτική. Ο ίδιος, μάλιστα, πριν εκδοθεί το έργο του, προκειμένου να κερδίσει την συμπάθεια ενός ανθρώπου, όπως ο επίσκοπος Μπάτλερ, που η άποψή του είχε βαρύνουσα σημασία, του έδωσε να διαβάσει τα χειρόγραφα του έργου του φροντίζοντας προηγουμένως, ευνουχίζοντάς τα, να αφαιρέσει κομμάτια που μπορούσαν να προκαλέσουν την αντίδρασή του, ενώ αποφάσισε, όταν εκδόθηκαν το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο της Πραγματείας του, να κυκλοφορήσουν ανώνυμα.
Αλλά και το τελευταίο του, από χρονική σειρά, έργο του, που φέρει τον τίτλο “Διάλογοι αναφορικά με την φυσική θρησκεία”, το οποίο είχε ήδη γράψει από την δεκαετία του 1750 και επιμελήθηκε πριν πεθάνει, δεν τόλμησε να το εκδώσει όσο ζούσε λόγω των αντιδράσεων που περίμενε ότι θα προκαλούσε η δημοσίευσή του. Το έργο εκδόθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του με την φροντίδα του συνεπώνυμού του ανεψιού του.
Ως ιστορικός, ο Χιουμ απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή χρονολογική απαρίθμηση πολέμων και κρατικών πράξεων και περιέγραψε τις οικονομικές και διανοητικές δυνάμεις, που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της χώρας του. Το έργο του “Ιστορία της Αγγλίας” για πολύ καιρό θεωρούνταν κλασικό.
Η συμβολή του Χιουμ στην οικονομική θεωρία επηρέασε τον Σκωτσέζο φιλόσοφο και οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ, καθώς και μεταγενέστερους οικονομολόγους. Στις ιδέες του Χιουμ περιλαμβανόταν η πεποίθηση ότι ο πλούτος δεν εξαρτάται από το χρήμα, αλλά από τα αγαθά, ενώ επίσης αναγνώριζε την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στην οικονομία.
“Η ζωή ενός ανθρώπου δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για το σύμπαν από την ζωή ενός στρειδιού.”
“Η πρώτη σελίδα του Θουκυδίδη είναι κατά τη γνώμη μου η αρχή της πραγματικής Ιστορίας. Όλες οι προηγούμενες αφηγήσεις είναι τόσο πολύ ανακατεμένες με μύθους, που οι φιλόσοφοι πρέπει να τις αφήσουν για τους ποιητές και τους ρήτορες.” David Hume (1711-1776)