Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 2. ΤΟ ΟΝΟΜΑ

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΤΩΣΕΩΝ


§2.16. Το ονοματικό κλιτικό σύστημα της αρχαίας Ελληνικής διαθέτει πέντε πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική και κλητική. Η αρχαία Ελληνική, διέθετε τρεις επιπλέον, την αφαιρετική, την οργανική και την τοπική. Στην αρχαία Ελληνική έχουν διατηρηθεί κάποιοι τύποι αυτών των πτώσεων ως απολιθώματα που χρησιμοποιούνται επιρρηματικά, κυρίως όμως οι λειτουργίες όσων πτώσεων χάθηκαν έχουν αναληφθεί από τις υπόλοιπες. Έτσι οι λειτουργίες της αφαιρετικής επιτελούνται από τη γενική, ενώ της οργανικής και της τοπικής από τη δοτική.

• Η κατηγορία της πτώσης είναι το βασικό μορφολογικό χαρακτηριστικό του ουσιαστικού που καθορίζει τη σύνταξή του, καθώς προσδιορίζει τις δυνατές θέσεις κατανομής του μέσα στην πρόταση. Έτσι, ο τύπος της ονομαστικής υποδηλώνει ότι το ουσιαστικό επιτελεί τη λειτουργία του υποκειμένου ή του κατηγορουμένου της πρότασης. Παρόμοια, η γενική ενός ουσιαστικού μπορεί να λειτουργεί είτε ως προσδιορισμός ενός άλλου ουσιαστικού ή επιθέτου, είτε ως συμπλήρωμα ενός ρήματος. Κατά συνέπεια, η θέση των ουσιαστικών μέσα στην πρόταση εξαρτάται πλήρως από τη συντακτική λειτουργία που μπορούν να επιτελέσουν τα μορφολογικά επιθήματα που δηλώνουν την πτώση.

• Οι πτώσεις της αρχαίας ελληνικής με τις λειτουργίες που επιτελούν και τις λογικές σχέσεις που υποδηλώνουν συγκροτούν σύστημα, καθώς αλληλοπροσδιορίζονται, με εξαίρεση την κλητική η οποία δεν έχει κάποια ιδιαίτερη συντακτική λειτουργία και από μόνη της συγκροτεί επιφωνηματική πρόταση. Ειδικότερα, η ονομαστική διακρίνεται από τις τρεις πλάγιες πτώσεις με βάση τη λειτουργία που επιτελούν σε σχέση με το ρήμα: η ονομαστική είναι η μόνη πτώση που μπορεί να καταλάβει τη θέση του υποκειμένου του ρήματος, ενώ οι πλάγιες πτώσεις χρησιμεύουν μόνο ως αντικείμενα συμπληρώνοντας τη ρηματική σημασία. Και στο εσωτερικό των πλαγίων πτώσεων αναπτύσσονται αντιθετικές σχέσεις, καθώς η καθεμιά υποδηλώνει ένα ιδιαίτερο είδος λογικών σχέσεων: 

(α) η γενική δηλώνει σχέσεις περιορισμού και εξειδίκευσης, π.χ. στη φράση κρηπὶς λίθων η κρηπίδα εξειδικεύεται ως λίθινη, ενώ στη φράση κρατὴρ οἴνου το περιεχόμενο του κρατήρα προσδιορίζεται ως κρασί· 

(β) η δοτική υποδηλώνει σχέσεις αντιθετικά προσδιορισμένες (φιλικές ή εχθρικές, ωφέλειας ή βλάβης, χαράς ή λύπης κλπ.), π.χ. στη φράση εὔνους τῷ δήμῳ το επίθετο εὔνους χρειάζεται συμπλήρωμα σε δοτική, γιατί η σχέση που δηλώνεται είναι φιλική, ενώ στη φράση ΘΟΥΚ 2.12 ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει η δοτική δηλώνει το πρόσωπο προς βλάβη του οποίου θα ξεσπάσουν οι συμφορές που προμηνύει η συγκεκριμένη μέρα· 

(γ) η αιτιατική είναι η πτώση που λειτουργεί ως άμεσο συμπλήρωμα της έννοιας ρημάτων ή ονομάτων, χωρίς να δηλώνει περαιτέρω ιδιαίτερη λογική σχέση, γι' αυτό και είναι η πτώση στην οποία τίθεται το εσωτερικό και το άμεσο αντικείμενο, π.χ. στις φράσεις ἐσθίω τὸν ἄρτον και λαμβάνω τὸ ἄργύριον οι αιτιατικές λειτουργούν απλώς ως άμεσο συμπλήρωμα της έννοιας του ρήματος. 

Οι διαφοροποιημένες λειτουργίες των πτώσεων μπορούν να γίνουν πιο σαφείς αν παρατηρηθεί η διαφορετική συμπεριφορά τους στο ίδιο περιβάλλον, π.χ. στη φράση δίδωμί τινι τὸ ἄργύριον η αιτιατική είναι το άμεσο συμπλήρωμα στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος, ενώ η δοτική δηλώνει το πρόσωπο που εισπράττει το αργύριο και ωφελείται από τη ρηματική ενέργεια. Στις παρεμφερείς συντάξεις φίλος τινός και φίλος τινί με τη γενική δηλώνεται περιορισμός και εξειδίκευση (είναι φίλος του συγκεκριμένου και όχι άλλου), ενώ με τη δοτική σχέση αντιθετικά προσδιορισμένη (είναι φίλος του και όχι εχθρός του). Παρόμοια, στη φράση μεταδίδωμί τινι τῆς πολιτείας η γενική περιορίζει την πράξη της μετάδοσης σε ένα μέρος τῆς πολιτείας, και συγκεκριμένα στην άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων (η αιτιατική στη θέση της γενικής θα δήλωνε μόνο το αντικείμενο της μετάδοσης, οπότε το νόημα θα ήταν ότι παραδίδω το σύνολο της πολιτείας σε κάποιον), ενώ σε δοτική τίθεται ο αποδέκτης των πολιτικών δικαιωμάτων.

Τα σημάδια του κακού φίλου

Σε κανέναν δε χαρίζεται το προνόμιο της φιλίας και όλοι πρέπει να κοπιάσουμε γι’ αυτό και να αποδείξουμε, ότι αξίζουμε τον πολυπόθητο τίτλο.

Η φιλία είναι πολύτιμη και η πραγματική φιλία είναι σπάνια. Συμπεριφορές, όπως το κουτσομπολιό, τα κακόβουλα σχόλια και η υπονόμευση, δεν είναι αποδεκτές συμπεριφορές.

Μπορεί να μην το αντιλαμβάνεστε και μπορεί να το κάνετε κι εσείς εν αγνοία σας, αλλά δεν θα είναι λίγες οι φορές στη ζωή σας που θα συναντήσετε κάποιον που θα νομίζετε ότι είναι φίλος, αλλά τελικά δεν θα είναι.

Αν παρατηρείτε τα παρακάτω σημάδια στη συμπεριφορά ενός φίλου, πριν τον διαγράψετε από την ατζέντα σας, συζητήστε μαζί του αν έχει επίγνωση και αν δεν έχει επίγνωση, αλλά έχει έστω τη διάθεση να αλλάξει, τότε αξίζει την προσπάθεια. Αλλιώς πατήστε delete χωρίς δεύτερες σκέψεις…

1. Υπονομεύει τρίτους σε εσάς

Ένα από τα σημάδια, ότι ένας φίλος μιλάει πίσω από την πλάτη σας για εσάς, είναι ότι το κάνει και για άλλους, σε εσάς. Όταν δε διστάζει να μιλάει άσχημα και υποτιμητικά για κάποιον άλλο φίλο του σε εσάς, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι εξασκεί την ίδια τακτική, όσον αφορά και τη δική σας σχέση.

2. Μαθαίνετε από τους τρίτους

Όσοι κουτσομπολεύουν τους ίδιους τους φίλους τους, ξεχνούν το πολύ πιθανό ενδεχόμενο, να φτάσουν τα σχόλιά τους στον ενδιαφερόμενο. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός και ο κόσμος μιλάει πολύ. Αργά ή γρήγορα τα σχόλια θα φτάσουν στον ενδιαφερόμενο και τότε ο ενδιαφερόμενος, εσείς εν προκειμένω, θα πρέπει να κάνετε ένα καλό ξεκαθάρισμα φίλων και εχθρών.

3. Είναι ευγενής, αλλά με αρνητική πρόθεση

Οι κακοί φίλοι, μοιάζουν ευγενείς, αλλά δεν είναι. Χαμογελούν όταν σχολιάζουν κάτι επάνω σας για παράδειγμα, αλλά όταν προσπεράσετε το χαμόγελο και αντιληφθείτε αυτό που πραγματικά ειπώθηκε, τότε θα διαπιστώσετε πως το χαμόγελο ήταν απλά μια βιτρίνα και το σχόλιο ήταν μάλλον πικρόχολο. Οι πραγματικοί φίλοι λένε την ειλικρινή γνώμη τους και δεν είναι κακεντρεχείς, ακόμα και αν έχουν λόγο να είναι.

4. Σας μειώνει με τη συμπεριφορά του

Κάποιοι το κάνουν συνειδητά και κάποιοι ασυνείδητα, αλλά όσοι το κάνουν δεν είναι φίλοι. Ο φίλος είναι εκεί για να σας φτιάχνει τη διάθεση, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά και όχι για να σας τη ρίχνει περισσότερο. Δεν είναι πάντα διακριτή η διάθεση κάποιου να σας υποτιμήσει, αλλά αργά ή γρήγορα θα το καταλάβετε και πρώτα απ’ όλα θα το νιώσετε. Τέτοιες συμπεριφορές πηγάζουν από ανασφαλή άτομα και άτομα που τελικά καταλήγουν μόνα τους και χωρίς φίλους.

5. Εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες σας

Ο φίλος, που, τελικά, δεν αξίζει να είναι φίλος, γνωρίζει τις αδυναμίες σας και τις χρησιμοποιεί συχνά εις βάρος σας για να σας υποτιμήσει, να ρίξει την αυτοπεποίθηση σας και να αποδείξει –εν τέλει- πόσο κακός φίλος είναι. Μην ξεγελιέστε λοιπόν, από φτηνές δικαιολογίες και δηλώσεις μεταμέλειας, γιατί οι αληθινοί φίλοι δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ εις βάρος σας τα τρωτά σας σημεία.

6. Υποσκάπτει την ερωτική σας σχέση

Μια άλλη συνήθεια τέτοιου είδους φίλων, είναι η τάση να υπονομεύουν τον σύντροφό σας, να σας πιέζουν να δείτε ότι δεν είναι ο ιδανικός για εσάς και εν τέλει να χωρίσετε. Επιθυμεί να είναι εκείνος το μοναδικό ενδιαφέρον σας και την ίδια τακτική εφαρμόζει και όσον αφορά και τους υπόλοιπους φίλους σας. Στοχεύουν στην απομόνωσή σας, ώστε να είναι εκείνοι οι μοναδικοί σας … «φίλοι».

7. Σας σαμποτάρει

Ένας φίλος που σας υπονομεύει και θα πρέπει άμεσα να πάψει να είναι φίλος σας, θα προσπαθήσει να σας σαμποτάρει και σε άλλους τομείς της ζωής σας και θα φροντίσει να μην καταφέρετε κάτι που δεν έχει πετύχει εκείνος πρώτα. Δεν επιθυμούν το καλύτερο για εσάς και θα υποσκάψουν κάθε φιλοδοξία και κίνητρο που έχετε.

Υπάρχει κι άλλος τρόπος

Πάντα όταν θυμάσαι τον εαυτό σου σε ανησυχούσε εκείνο το «μετά». Κι ενώ τα φτιάχνεις όλα σε καλά καθορισμένα κουτάκια και με μαθηματική ακρίβεια γνωρίζεις και καταστρώνεις στρατηγικά κάθε σου βήμα, ξαφνικά έρχεται εκείνο που λέγεται ζωή και στα ανατρέπει όλα. Είτε είναι μια απόφαση δική σου γιατί καταλαβαίνεις ότι κάποια πράγματα ίσως να μη σε καλύπτουν πλέον, είτε γιατί πολλές φορές ανατρέπονται όλα κι έρχονται τούμπα, χωρίς να τα έχεις προγραμματίσει.

Είναι απόλυτα φυσικό σε κάθε αδιέξοδο που νιώθεις να βλέπεις τα πράγματα βουνό, να νομίζεις ότι δεν μπορείς να τα διαχειριστείς. Να νιώθεις πως δεν μπορείς να κάνεις βήμα, όσο σε κυριεύει εκείνο το άγχος που θεωρείς ότι θα μείνει για πάντα μαζί σου. Κάθε άνθρωπος που σκέφτεται σοβαρά το μέλλον του περνάει από τέτοιες φάσεις στη ζωή του, μέχρι να κατασταλάξει στο τι θέλει να κάνει. Κι ακόμα και το να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που έκανε μέχρι πρότινος πρέπει να αλλάξει ως και στο 100%, είναι μια πολύ σοβαρή πιθανότητα. Κι ίσως όταν φτάσει ν’ αναθεωρήσει και τις καταστάσεις και τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, να μιλάμε για το πραγματικό στάδιο ενηλικίωσης.

Σ’ αυτή λοιπόν την περίπτωση οφείλεις να υπενθυμίσεις στον εαυτό σου να πάρει μια ανάσα. Ξέρω, φαίνεται σ’ όλους ακατόρθωτο το να ξεκινήσεις να βρεις αυτό που σε γεμίζει και σε ικανοποιεί, έτσι γενικά κι αόριστα κι ίσως σ’ έναν βαθμό είναι κιόλας. Αλλά ίσως πρέπει να κρατηθείς από κάτι μεγαλύτερο, να έχεις ένα όραμα που θα σε σηκώνει όταν πέφτεις. Όπως το να σκέφτεσαι τη δικαίωση και το αίσθημα χαράς κι ολοκλήρωσης όταν πετύχεις τη δική σου προσωπική αναβάθμιση. Στη ζωή, σε μερικούς, δε χαρίζονται όλα απλόχερα, αλλά ακριβώς εκεί κρύβεται κι η γοητεία όταν καλείσαι να τ’ ανακαλύψεις μόνος σου. Θα βρεις τον δρόμο και μέσα σ’ όλα αυτά τα τρομακτικά που συμβαίνουν γύρω μας, εσύ οφείλεις να μη χάσεις εκείνο το «υπάρχει κι άλλος τρόπος» που έχουμε όλη ανάγκη.

Δεν είναι εύκολη η αναζήτηση κι ίσως χρειαστεί να περάσεις από πολλά στάδια και να πάρεις και μπόλικες λάθος αποφάσεις, μα δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σ’ αυτό. Για όλους μας υπάρχει μια ευκαιρία κι εκατό τρόποι να την αξιοποιήσουμε. Μπορεί αυτή να χρειαστεί να μας ταράξει λίγο από τα ήσυχα νερά μας, να μας βγάλει από εκείνη τη ρουτίνα που ακολουθούσαμε πιστά και νομίζαμε πως ήμασταν ευτυχισμένοι, μα όταν θα είσαι κι εσύ μπροστά σ’ ένα δίλημμα και θα κληθείς ν’ ακολουθήσεις μια επιλογή, αν είναι η σωστή, δε θα έχεις δεύτερες σκέψεις κι ας έχεις μπροστά σου ένα βουνό. Όταν αυτή η επιλογή θα νιώσεις ότι σου ταιριάζει, θα καταλάβεις ότι μέσα από το σκαρφάλωμα βρίσκεις τον εαυτό σου.

Καμιά φορά, μπορεί σαν γνώμονα των επιλογών μας να έχουμε μόνο τον φόβο, ως απόρροια αυτού του άγχους που μας συντροφεύει διαρκώς και στα πάντα. Όμως δε θα έπρεπε να του(ς) περάσει. Οι ευκαιρίες γι’ αυτούς που προσπαθούν και μάχονται να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη, πιο δίκαιη, πιο ηθική, πιο χαρούμενη, δεν έφυγαν ποτέ από κοντά τους. Απλώς, ίσως όλοι χρειάζονται κάποια στιγμή στη ζωή τους μια υπενθύμιση πως, όντως, πίσω από την κορυφή κρύβεται ο ήλιος, μα είναι εκεί.

Όταν δεν εκφράζω τα συναισθήματα μου δεν θα πει πως δεν έχω

Αν ανήκεις στη μεγάλη ομάδα αυτών που σχετίζονται με άνθρωπο που δεν εκδηλώνει τα συναισθήματα του, τότε συνέχισε την ανάγνωση, γιατί θα βοηθήσεις τον εαυτό σου να κατανοήσει, τόσο εσένα, όσο και τον άλλο που επέλεξες για σύντροφο.

Και ναι! καλά καταλάβατε ! συνήθως αυτό τον ρόλο τον έχει το αρσενικό όπου η εξωτερίκευση και περιγραφή συναισθημάτων, φαντάζει σαν την επίλυση αλγόριθμου από φιλόλογο. Να με συγχωρέσουν οι αγαπημένοι φιλόλογοι αναγνώστες, αλλά έκαστος στο είδος του!

Πολυγραφότατο το θέμα, με άπειρες αναφορές επιστημονικές για τη μη περιγραφή των συναισθημάτων από τον άντρα στην γυναίκα. Ως ανθρωπολόγος και με επιστημονική κατάρτιση στο θέμα των σχέσεων θα μπορούσα να βασίσω το άρθρο, σε ορολογίες και αναφορές σε επιστημονικά συμπεράσματα με στόχο την παράθεση στοιχείων και τεκμηριωμένων αναφορών πάνω στο θέμα.

Το ζητούμενο όμως είναι άλλο.

Η ανάγκη μου να γράψω το άρθρο, πηγάζει από την επιθυμία μου να βοηθήσω τα ζευγάρια που έχουν αυτό το θέμα, να ξεπεράσουν, να κατανοήσουν, να αφουγκραστούν ο ένας τον άλλο.

Να τα δούμε όλα πιο ανάλαφρα, να καταφέρουμε να συντονίσουμε το "εγώ" με το "εμείς" και να κατανοήσουμε με μια γείωση αυθεντική, τι ακριβώς γίνεται γύρω μας.

Το να μην περιγράφω το συναίσθημα μου, δεν φανερώνει κατ 'ανάγκη φόβο, αλλά μια βαθύτερη πεποίθηση ότι έτσι νιώθω προστατευμένος από το αίσθημα της αποδοχής.

Δεν περιγράφω τι νιώθω γιατί μετά θα περιμένω να δω, αν αυτό που ξεστόμισα έχει βρει πρόσφορο έδαφος. Όλα αυτά ξεκινάνε από βαθύτερες πεποιθήσεις.

Είναι οι βαθιά ριζωμένες εικόνες που έχουμε για τη ζωή, το πρίσμα μέσα από το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Και κάπως έτσι προχωράει η καθημερινότητα και η αλληλεπίδραση μας με τους ανθρώπους.

Εκεί βρίσκεται και το κομβικό σημείο.

Μπορεί ένας άνθρωπος που έχει δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του, ένα τέτοιο νευρωτικό μονοπάτι, να αλλάξει και να αρχίσει να εκφράζεται; Με μια πρώτη ανάγνωση θα πω όχι γιατί δεν μου αρέσει η τοποθέτηση “να αλλάξει”. Δεν είναι αυτοσκοπός η αλλαγή, αλλά μια πρόκληση και καθαρά ατομική υπόθεση.

Προσοχή! δεν είσαι μαζί με έναν άλλο άνθρωπο με σκοπό να τον αλλάξεις.

Αν ξεκινάς μια σχέση και βλέπεις στοιχεία που δεν σου ταιριάζουν, τότε φύγε γιατί η σκέψη “εγώ θα τον αλλάξω” είναι τουλάχιστον τοξική.

Αλλαγές κάνει κάποιος γιατί τις βιώνει, ως εσωτερική ανάγκη. Αν γίνονται πλάγια ή με μια πίεση τότε δεν μιλάμε για αλλαγές αλλά για τάση διαχείρισης και σε αυτή την περίπτωση καλό είναι να ηχήσουν οι σειρήνες λήξης της όποιας σχέσης.

Ας περιγράψουμε τι συμβαίνει, όταν η σχέση είναι υγιής και απαλλαγμένη από δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Το άτομο που δεν περιγράφει και δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματα, δεν υστερεί νοητικής ικανότητας. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει την ικανότητα της παρατήρησης αναπτυγμένη και η τάση να φιλτράρει την πληροφορία, του δίνει το προβάδισμα.

Σε ένα κόσμο που όλοι βιάζονται να τα κάνουν όλα, αυτός παρατηρεί τον κόσμο δίπλα του. Είναι επιλεκτικός και σταθερός στις αποφάσεις.

Τί γίνεται όμως όταν τα δυνατά συναισθήματα του χτυπήσουν την πόρτα;
Τί συμβαίνει όταν βρεθεί σε σχέση αλληλεπίδρασης με το ακριβώς αντίθετο του;

Ευλογία θα πω εγώ και πρόκληση.

Ο τρόπος με τον οποίο δυο στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους, ονομάζεται σχέση. Για να έχει η σχέση σταθερά θεμέλια, η βάση βρίσκεται στην ενσυναίσθηση μεταξύ των εμπλεκομένων. Να κατανοώ, να παρατηρώ, να συνειδητοποιώ να αφουγκράζομαι, ο καθένας από την δική του οπτική γωνία, είναι σημαντικό να θέλει να αντιλαμβάνεται, τις ζυμώσεις που συμβαίνουν γύρω του.

Λέξη κλειδί, η λέξη “θέλω”. Θέλω να δω, να παρατηρήσω. Αν υπάρχει το θέλω και το ακολουθήσουμε τότε ο φόβος και η αμφισβήτηση εξανεμίζονται και στην θέση τους έρχονται να κατοικήσουν ανάλαφρα συναισθήματα. 

Αδιαμφισβήτητα είναι τόση η ένταση των πρωτόγνωρων συναισθημάτων, όπου πολλοί το βιώνουν ως συναισθηματικό τσουνάμι. Είναι σημαντικό τότε να κατανοήσουν πως τίποτα κακό δεν θα συμβεί. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι διαχειρίσιμο στις σχέσεις και πως αν μπει σημαιοφόρος ο φόβος, τότε το μόνο που θα κερδίσουν είναι να χάσουν την ευκαιρία να ζήσουν το άγγιγμα της ψυχής τους από τον έρωτα που μπορεί να εξελιχθεί σε αγάπη.

Με φόβο, καχυποψία και αμφισβήτηση η ψυχή υπολειτουργεί και στο τέλος της ημέρας η μοναχικότητα φωλιάζει και διαβρώνει την ομορφιά που όλοι έχουμε μέσα μας. Φόβος για στέρηση ελευθερίας, καχυποψία για το αν αυτό είναι αληθινό και αμφισβήτηση, για το αν ο άλλος άνθρωπος πλησιάζει με δόλο.

Εκεί χρειάζεται η υπομονή και το ξεδίπλωμα από την άλλη πλευρά.

Αυτός που πλησιάζει οφείλει να σεβαστεί και να μην κρίνει. Να δεχτεί την ιδιαιτερότητα και να αφουγκραστεί. Να βασιστεί στον διάλογο και στην καλή πρόθεση, να μην προσπαθήσει να επιβάλλει αλλά να δει με τα μάτι της ψυχής. Να ακούσει την μη λεκτική επικοινωνία.

Να έχει την ηρεμία να εντοπίσει, μια λέξη ένα νεύμα και να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα επικοινωνίας του συντρόφου του που δεν εκφράζεται. Να του δείξει τον δρόμο της αμεσότητας στην επικοινωνία και στην έκφραση.

Χαρά μοιρασμένη, χαρά διπλή. Λύπη μοιρασμένη, λύπη μισή. Χρειάζεται υπομονή και κάθε φορά επαναπροσδιορισμό. Η σχέση είναι σαν τον σπόρο από το πιο δύστροπο και σπάνιο λουλούδι που αποφασίζουν δυο να το φυτέψουν. Οι ρόλοι εναλλάσσονται και μοιράζονται για την φροντίδα του σπόρου. Κάποτε ο ένας κάνει το χώμα και ο άλλος το νερό και το αντίστροφο. Αλλά αυτή η πρόθεση ξεκινάει από ένα μεγάλο” θέλω”.

“Θέλω" από την μεριά αυτού που εκφράζει τα συναισθήματα και αφήνει στην άκρη το εγώ για να δώσει .

“Θέλω" από την μεριά του φειδωλού στην έκφραση, που αφήνει τον εαυτό του να νιώσει και να ξεκινήσει ένα ταξίδι ζωής χωρίς να έχει σηκώσει το χειρόφρενο.

Αυτά τα δυο θέλω όταν συναντηθούν φέρνουν την ηρεμία στην ψυχή και την ευτυχία. Είναι ευλογία όποιος τα έχει νιώσει. Απροβλημάτιστα και αβίαστα απλά και ανάλαφρα γιατί έχουν βασιστεί στον διάλογο και στον αμοιβαίο σεβασμό.

Στην ζωή έχουμε έρθει για ζήσουμε την μαγεία της αγάπης, δώσε νιώσε και αφουγκράσου. Όσο θα αδειάζεις τόσο θα γεμίζεις, άφησε την ροή να σου δείξει τον δρόμο.

Τα στείρα βολέματα

"Είμαι σαν κάποιον βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα, πλούσιος, αλλά χωρίς ισχύ, νέον αλλά από τώρα γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί, και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί...." -Charles Baudelaire.

Υπάρχουν άνθρωποι που έχοντας ένα όνειρο το ακολουθούν με πίστη και σθένος ανεξάρτητα από το κόστος. Είναι συνήθως αυτοί που κερδίζουν τον θαυμασμό αλλά ενίοτε και τον φθόνο του περιβάλλοντος.

Πόσοι όμως είναι αυτοί;

Ποια τα χαρακτηριστικά τους;

Γιατί όχι όλοι;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάποιος αναστέλλει τον βηματισμό του προς τον στόχο. Σήμερα ωστόσο θα επικεντρωθούμε σε ένα πολύ συχνό εμπόδιο. Το βόλεμα...

Το βόλεμα μπορεί να το βρει κανείς παντού σχεδόν, σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε μία εργασία που δεν τον ικανοποιεί, σε έναν τελειωμένο γάμο που συντηρείται, στην παρατεταμένη εφηβεία, σε φιλίες που αν και δεν αξίζουν διατηρούνται, σε αξιώματα εξουσίας...

Υπάρχει κάτι το εξαιρετικά παράδοξο στο βόλεμα. Παρόλο που φαίνεται ότι παρέχει ενός είδους άνεση, μέσα στην οποία κάποιος θα αισθανόταν καλά (βολικά), εντούτοις οι συνέπειες δεν βιώνονται καθόλου ευχάριστα, αλλά αντίθετα, δηλαδή με στενο-χώρια...

Οι συνέπειες του βολέματος δεν σταματούν μόνο στην στενοχώρια. Το χειρότερο είναι ότι πλήττουν την πίστη στον εαυτό ή μπορεί να είναι ένας φαύλος κύκλος, δηλαδή λόγω της απουσίας πίστης στις δυνάμεις του ο άνθρωπος προτιμά την μετριότητα και τον στενό βολικό χώρο. Κι αυτό δημιουργείται κυρίως από την οικογένεια και τον τρόπο που μεγάλωσε κανείς.

Όταν όμως σβήνει η πίστη σβήνει και το κίνητρο.

Η πίστη είναι η κινητήρια δύναμη που θέτει σε κίνηση το υποκείμενο προς το όραμά του.

Κι όταν πάψει, ή στην καλύτερη περίπτωση σιγοκαίει, αναχαιτίζεται η κίνησή του προς τα εκεί. Έτσι, παραμένει στάσιμος. Και μαζί με αυτή την ακινητοποίηση σταματά και η ψυχική ανάπτυξή του.

Κι ενώ κάποιος μένει σε αυτή την κατάσταση στασιμότητας ο κόσμος γύρω του κινείται. Κάποιοι συνεχίζουν τον δρόμο τους και την αναζήτηση του νοήματος ζωής τους και παρά τις όποιες κακοτοπιές που μπορεί να βρίσκουν στον δρόμο τους κι εφόσον ο στόχος τους είναι περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστικός, καταφέρνουν να τον φτάσουν.

Το τίμημα του βολέματος δεν είναι αμελητέο και σχεδόν ποτέ δεν παρέχει άνεση. Μοιάζει με τον Φάουστ που είχε υπογράψει σύμφωνο αμοιβαίας υποστήριξης και συμμαχίας με τον διάβολο.

Σχεδόν ποτέ ένα βόλεμα δεν γίνεται αναίμακτα, σε όποια θέση κι αν έχει κανείς στρογγυλοκάτσει. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η μελαγχολία διαπιστώνεται για πρώτη φορά σε διαδόχους θρόνων.

Όπως συμβαίνει με τον Φάουστ, συνήθως το βόλεμα αρθρώνεται μέσα σε σχέσεις. Κάποιος δίνει κάτι κι αυτός που βολεύεται δίνει την ελευθερία του ως αντάλλαγμα. Και δεν εννοώ φυσικά την εκούσια και συνειδητή επιλογή, αλλά την επιλογή που γίνεται από αναχαιτιστικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος και η ενοχή. Αυτά τα συναισθήματα αποτελούν τον πυρήνα της ανασφάλειας, της κακής αυτοεκτίμησης, της κακής αντίληψης των δυνατοτήτων και οδηγούν στην απουσία πίστης.

Έτσι περνά η ζωή παρατηρώντας τους άλλους να κινούνται, να ζουν, να αναπτύσσονται, να χαίρονται κι ενίοτε να ταλαιπωριούνται (γιατί και αυτό υπάρχει στον δρόμο προς το όνειρο-και πάλι όχι το άπιαστο, το εξιδανικευμένο όνειρο-ιδέα, αλλά τον ρεαλιστικό στόχο). Και σε αυτό το σημείο ο βολεμένος δεν μπορεί εύκολα να διαφύγει από τον φθόνο.

Ο φθόνος ως ένδειξη επιθυμίας απέναντι στον άλλον που καταφέρνει να κυνηγήσει το όνειρό του, έχει πολύ καλά περιγραφεί από τον Κίρκεγκωρ. Λέει συγκεκριμένα το 1962: "Όπως ο αέρας που ενώ αποτελεί πηγή ζωής αν κλειστεί σε έναν στενό χώρο γίνεται δηλητηριώδης, έτσι και μέσα στην φυλακή του αναστοχασμού, όταν λείπει η δράση και το πάθος αναπτύσσεται η μνησικακία"...

Η φυγοπονία που ενυπάρχει σε κάθε βόλεμα και που όπως είπαμε στηρίζεται στην ανασφάλεια και στον φόβο, ενίοτε και στην ενοχή, συνδέεται πάντα με ένα βαθύ υπαρξιακό κενό που καταβροχθίζει σιγά αλλά σταθερά το υποκείμενο. Του στερεί πολύ σημαντικά πράγματα όπως την χαρά, την περιπέτεια, την ανακάλυψη και την επινοητικότητα και κατά συνέπεια την επιβεβαίωση, την ψυχική ενδυνάμωση, και εντέλει την σοφία που μπορεί κανείς να κερδίσει από την ζωή.

Γι' αυτό και πάντα συνηθίζω να λέω στους ανθρώπους που μου αποκαλούν κάποιον τεμπέλη, ότι η τεμπελιά δεν είναι μία πρωτογενής κατάσταση, αλλά μία αμυντική δευτερογενής κατάσταση πίσω από την οποία κρύβεται ένα ή περισσότερα πηγαία συναισθήματα με συνηθέστερο τον φόβο.

Από την άλλη όχθη βρίσκεται η ματαιοπονία. Δεν χρειάζεται να κοπιάζει μάταια κανείς αν βαδίζει προς τον στόχο του διαλέγοντας τον πιο δύσκολο ή μακρύ δρόμο, εφόσον δεν απειλούνται οι αρχές του.

Τα βολέματα μέσα σε συστήματα σχέσεων διατηρούνται όχι μόνο από έναν. Είναι συνεξαρτήσεις. Δεν πρόκειται για συνειδητές αποφάσεις ζωής, αλλά για παράγωγα ανασφάλειας και συμμόρφωσης..

Η φαινομενική ελαφρότητα λοιπόν που θα μπορούσε να παρατηρηθεί σε κάποιον που βολεύεται ποτέ δεν βιώνεται ανάλαφρα. Το αντίθετο...φέρει πολύ βάρος!

Ο βολεμένος ζει σε έναν τομέα τουλάχιστον της ζωής του παρασιτικά. Αλλά δεν βλάπτει τόσο τον άλλον (ο οποίος όπως είπαμε και με το παράδειγμα του Φάουστ έχει μπει σε μία συναλλαγή) όσο τον ίδιο τον εαυτό του και συχνά δεν το καταλαβαίνει εγκαίρως.

Κάποιος που βολεύεται μία ζωή σε διάφορα σχήματα σχέσεων σταδιακά χάνει την ψυχική ευελιξία του. Γίνεται πλαδαρός και δεν μπορεί να ξαναβρεί εύκολα την ζωντάνια του για να ξαναπιάσει τον βηματισμό. Η μακροχρόνια βολική στάση φέρει μούδιασμα και αγκυλώσεις και απαιτείται αρκετή προσπάθεια για να ξεμουδιάσει κανείς και να ξανασταθεί στα πόδια του με βούληση για κίνηση.

Ωστόσο αυτή η αφύπνιση μπορεί να συμβεί ως μία έκλαμψη από κάποιο δυνατό γεγονός/μία κρίση που μπορεί να συμβεί στον ίδιο ή στο άμεσο περιβάλλον του και σε κάθε περίπτωση είναι σωτήρια.

Ο καθένας είναι από ένα σημείο και μετά απόλυτα υπεύθυνος για την πορεία που θα διαλέξει στην ζωή του. Το θάρρος από μόνο του δεν αποτελεί αρετή, καθώς πολλοί ριψοκινδυνεύουν ανοήτως. Ωστόσο γίνεται αρετή όταν συνοδεύει ένα όραμα. Και "το αντίθετο του θάρρους δεν είναι η δειλία αλλά το βόλεμα" όπως μας θυμίζει ο υπαρξιστής ψυχολόγος Rollo May...

Τουλάχιστον ακολουθώντας κανείς τον δρόμο προς το όραμα, αντί να επιλέξει το βόλεμα, μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες, αλλά μάλλον θα κοιμάται καλύτερα το βράδυ, αφού θα είναι συνεπής με τον εαυτό του, θα καταμετρά τα βήματα που έκανε, όπως και τα λάθη του, θα βρίσκει ικανοποίηση, αναλογιζόμενος όχι πια τι κάνουν οι άλλοι γύρω του, αλλά αυτό που κάνει ο ίδιος.

Και τότε σίγουρα θα γίνεται σοφότερος, ακόμη κι αν ποτέ δεν είχε αυτόν τον στόχο.

Να προσφέρετε στη σχέση σας την αγάπη που αξίζει

Νιώθετε ακόμα ερωτευμένοι ή πιστεύετε ότι η σχέση σας έχει βαλτώσει τον τελευταίο καιρό; Τότε είναι ίσως ο καιρός να επιχειρήσετε να ενδυναμώσετε τη μεταξύ σας σχέση και να της δώσετε την προσοχή που της αξίζει. Εδώ παρουσιάζονται κάποιοι βασικοί τρόποι με τους οποίους μπορείτε να το πετύχετε:

1. Να είστε μαζί τους στο εδώ και τώρα

Η πλήρης διαθεσιμότητα αποτελεί ζωτικής σημασίας συστατικό σε μια σχέση, με όλη τη σημασία της λέξεως. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να ακούτε τον άλλο. Και όχι απλά αυτά που λένε. Αλλά αυτά που αισθάνονται, αυτά που πραγματικά εκφράζουν. Νιώστε μαζί τους τον πόνο ή την επιτυχία τους. Μοιραστείτε μαζί τους τα προβλήματα σας. Εκφράστε τις σκέψεις σας και δώστε αντίστοιχα μια ειλικρινή απάντηση. Στο πέρασμα του χρόνου, αυτά τα πράγματα προστίθενται και νιώθετε πιο κοντά με τον/τη σύντροφό σας, σαν συνένοχοι στο ίδιο έγκλημα.

2. Η σωματική επαφή είναι ύψιστης σημασίας

Κάθε ερωτική σχέση χωρίς σωματική επαφή είναι σαν μια βόμβα έτοιμη να σκάσει ανά πάσα στιγμή. Η πιστή μας φίλη, η οξυτοκίνη, μας βοηθά μέσω της στενής επαφής να βελτιώσουμε το δέσιμο και την οικειότητα που νιώθουμε με τον/τη σύντροφό μας. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Ludwig Lowenstein, αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε τέσσερις αγκαλιές την ημέρα. Μη ξεχάσετε και τα φιλιά, όπως και άλλα είδη επαφής, αφού αυτά, όχι μόνο σας κάνουν να νιώθετε πιο ερωτευμένοι, αλλά και πιο υγιείς. Ακόμα και αν τα χρόνια περνούν, μην ξεχνάτε αυτό το σημαντικότατο μαγικό φίλτρο της σχέσης σας.

3. Αμοιβαία εκτίμηση

Να και κάτι άλλο που είναι τόσο έντονο στην αρχή της σχέσης, αλλά το αφήνουμε να ξεθωριάσει με τον καιρό. Στην αρχή, εκφράζουμε συνέχεια στον άλλο πόσο εκπληκτικός και μοναδικός είναι σε αυτά που κάνει και λέει. Δείχνουμε τον θαυμασμό και την εκτίμηση μας. Με τον καιρό τείνουμε να σταματάμε όμως να το κάνουμε. Γιατί να μη κάνετε ένα κοπλιμέντο στον/στη σύντροφό σας, έστω και για κάτι μικρό; Φαίνεται επίσης καλή ιδέα να το κάνετε και ως συνήθεια, να γίνεται πιο συχνά και έτσι θα δείτε τη σχέση σας να αναζωογονείται σιγά σιγά!

4. Βγείτε ένα ραντεβού

…χωρίς περισπασμούς. Μπορείτε να παίρνετε φαγητό στο χέρι, κάνοντας βόλτα ή να πηγαίνετε μία φορά την εβδομάδα σε ένα όμορφο εστιατόριο και ύστερα για ποτό μέχρι αργά. Χρειάζεται να επιθυμείτε και να σχεδιάζετε να περνάτε μαζί ποιοτικό χρόνο, χωρίς να ανησυχείτε για τη δουλειά, το σπίτι ή τα παιδιά. Και για πιο ιδιαίτερες καταστάσεις, μη ξεχνάτε τα σαββατοκύριακα και τις διακοπές, όπου θα νιώθετε και πιο απελευθερωμένοι.

5. Να είστε τόσο φίλοι, όσο και εραστές

Μπορείτε να φανταστείτε να είχατε σχέση με τον χειρότερο εχθρό σας ή έναν άγνωστο; Υποθέτω πως όχι. Αυτό σχετίζεται με το πόσο συνδεδεμένοι νιώθετε με τον/τη σύντροφό σας. Πρέπει να αναρωτηθείτε αν ο δεσμός σας είναι υγιής. Αν η απάντηση σας εδώ είναι αρνητική, τότε μπορείτε να ξεπεράσετε αυτό το εμπόδιο, παίρνοντας το ρόλο του φίλου. Και μην ανησυχείτε για το ότι εσείς θα κάνετε το πρώτο βήμα και θα υποβιβάσετε τον εαυτό σας. Δεν χωρούν εγωισμοί εδώ. Αυτό που κάνετε είναι να προσφέρετε περισσότερο από το δώρο της οικειότητας στη μεταξύ σας σχέση. Ρωτήστε να μάθετε πράγματα για εκείνον/ εκείνη, όχι με ανακριτική διάθεση, αλλά με πραγματικό ενδιαφέρον. Και να θυμάστε ότι μια σχέση χρειάζεται αμοιβαία προσπάθεια και αφοσίωση.

Πλάτων και Επικουρισμός

«Επικουρισμός» ονομάζεται το φιλοσοφικό σύστημα που δημιούργησε ο Επίκουρος (4ος-3ος π.Χ.). Είχε μεγάλη επιρροή την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Ασχολήθηκε με όλους τους τομείς της φιλοσοφίας. Ωστόσο, σήμερα, όταν μιλάμε για «επικουρισμό» αναφερόμαστε κυρίως στις απόψεις του Επίκουρου για την ηθική.

Φυσική και γνωσιοθεωρία

Οι φιλοσοφικές θέσεις του Επίκουρου είναι εντελώς αντίθετες από αυτές του Πλάτωνα . Για παράδειγμα, η φυσική του Επίκουρου βασίζεται στη φυσική των ατομικών φιλοσόφων Δημόκριτου και Λεύκιππου. Κάθε πράγμα για τους Ατομικούς αποτελείται από άτομα που ενώνονται μεταξύ τους. Τα άτομα είναι αιώνια και άπειρα σωματίδια, που δεν τα καταλαβαίνουμε με τις αισθήσεις επειδή είναι πολύ μικρά και αόρατα και κινούνται διαρκώς στο μη ον, το κενό.

Ο Πλάτων δεν αναφέρει τους Ατομικούς σε κανένα έργο του. Οι διαφορές Ατομικών και Πλάτωνα είναι οι εξής:

α) Φύση: για τον Πλάτωνα η φύση και ο ουρανός αποτελούν ένα καλά ρυθμισμένο σύστημα που έχει ένα τέλος, έναν συγκεκριμένο καλό σκοπό. Το αντίθετο πιστεύουν οι Ατομικοί και αργότερα ο Επίκουρος: η φύση δεν υπηρετεί κανένα σκοπό. Όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης σε συγκεκριμένο χρόνο. Η επιστήμη αυτό που μπορεί να κάνει είναι να περιγράφει αναλυτικά αυτήν την κατάσταση.

β) Επιστήμη: για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι ικανός να αποκτήσει ακριβή επιστημονική γνώση.

Στον επίγειο κόσμο μπορούμε να έχουμε μόνο απλή γνώμη (δόξα) για τα πράγματα.

Μόνο όταν βρεθούμε στον κόσμο των Ιδεών μπορούμε να αποκτήσουμε επιστήμη.

Το αντίθετο πιστεύουν οι Ατομικοί και αργότερα ο Επίκουρος: δεν υπάρχει άλλος κόσμος παρά μόνο ο επίγειος, αυτός που βλέπουμε γύρω μας, και η γνώση που αποκτούμε προέρχεται από τις αισθήσεις.

Ηθική

Αν και έχουνε εντελώς διαφορετικές απόψεις, φαίνεται ότι ο Επίκουρος έχει επηρεαστεί αρκετά από τον Πλάτωνα.

Όλοι οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με την ευδαιμονία, την ευτυχία ως σκοπό της ζωής του ανθρώπου. Άλλωστε τι νόημα θα είχε να ζούμε αν δεν είμαστε ευτυχισμένοι; Όπως γράφει ο Αριστοτέλης , ένας μαθητής του Πλάτωνα, ο Εύδοξος, ήταν ο πρώτος που υποστήριξε έναν τρόπο ζωής με στόχο την ηδονή (χαρά). Ο «ηδονισμός» είναι μια θεωρία που η ηδονή (χαρά), είναι το μόνο καλό ενώ η λύπη (στεναχώρια) είναι το μόνο κακό. Η φύση του ανθρώπου είναι να αναζητά την ηδονή.

Ο Πλάτων δεν υποστήριξε τον ηδονισμό γιατί ο ηθικός βίος δεν έχει τόσες ηδονές. Συζητά, όμως, για την ηδονή στους διαλόγους Πρωταγόρας , Γοργίας , Πολιτεία , και κυρίως στον Φίληβο . Στον Φίληβο, κάθε φυσικός οργανισμός πρέπει να βρίσκεται σε μια κατάσταση ισορροπίας για να μπορεί να λειτουργεί. Η ηδονή ως ικανοποίηση μιας έλλειψης, π.χ. πείνα, είναι αναγκαία για να ξαναβρεί ο οργανισμός την ισορροπία του.

Ο Επίκουρος αποδέχτηκε την πλατωνική άποψη ότι όταν διαταράσσεται η φυσική ισορροπία του οργανισμού νιώθουμε λύπη, όταν επανέρχεται νιώθουμε χαρά.

Συμπέρασμα

Η πλατωνική φιλοσοφία επηρέασε την ηθική του Επίκουρου και των οπαδών του. Κυρίως από τον διάλογο Φίληβος οι Επικούρειοι πήραν επιχειρήματα που ενώ ήταν αντι-ηδονιστικά, τα μετέτρεψαν όπως ήθελαν για να καταλήξουν στον ηδονισμό: η ηδονή (χαρά) είναι το καλύτερο αγαθό για μια ευτυχισμένη ζωή.

Σαμάνοι Καχούνα: Τα σημεία κατανόησης του Υποσυνείδητου

Ένας κατατοπιστικός οδηγός των Σαμάνων της Χαβάης για την επίτευξη πνευματικών ικανοτήτων

Οι Καχούνα της Χαβάη ήταν ιερείς μάγοι, αυτοί που φύλαγαν τα ιερά μυστικά (κάτι που βλέπουμε σε όλες τις πρωταρχικές κοινωνίες, Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων, Ελλήνων, … ), μπορούσαν να προβλέπουν μελλοντικά γεγονότα, να φέρουν τη βροχή, να θεραπεύσουν, να βρουν τις ιερές τοποθεσίες που θα κτιστούν οι ναοί, ήταν αυτοί που έκαναν τις θυσίες και βουντού στέλνοντας πνεύματα και προκαλώντας τον θάνατο.

Τον μύθο και τις παραδόσεις των Καχούνα τον εκμεταλλεύτηκαν οι ντόπιοι και οι Αμερικάνοι και δημιούργησαν ένα σωρό θεραπευτικές, σχολές, μασάζ, διατροφή, προσέλκυση σε ιερούς τόπους με μεγάλη ενέργεια, κ.ο.κ.

Οι Καχούνα γνώριζαν την δύναμη του υποσυνειδήτου και ότι είναι αυτό που θεραπεύει και φέρνει ευεξία.

Σήμερα πολλές ολιστικές θεραπείες στηρίζονται σε αυτή την αρχή, όπως ο υπνωτισμός, η μέθοδος Silva και η νεώτερη Theta Healing, οι αναδρομές. Γνώριζαν ότι αν δεν συνεργαστεί το υποσυνείδητο δεν μπορεί να γίνει καμία θεραπεία και γενικά να είναι σε καλή κατάσταση του σώμα. Γνώριζαν ότι για να πείσεις το υποσυνείδητο και να συμβεί το θαύμα, πέρα από την πίστη και το συναίσθημα, πρέπει να είσαι σε ειδικές καταστάσεις που σήμερα λέμε κατάσταση άλφα ή θήτα ή σε μεγάλες ομάδες με κάποιο πνευματικό παροξυσμό όπου εκεί ελαττώνονται ή διακόπτονται ο λογικές διαδικασίες. Γνώριζαν ότι αν ξεγελάσεις το υποσυνείδητο με διάφορες τεχνικές, τελετουργίες, κατασκευή θαυματουργού φάρμακου, μασάζ, ιερές τοποθεσίες, … ή ότι εσύ κατέχεις την δύναμη, επετύγχαναν το θαύμα. Ας μη ξεχνάμε το δικό μας “ Η πίστις σου σέσωκέ σε ”.

Τη μέθοδο αυτή ασκούν συνειδητά η υποσυνείδητα πολλοί άνθρωποι σήμερα.

Έτσι η παρακάτω τριλογία παίζει θέατρο εδώ και αιώνες:
  • Όσο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει δύναμη στον εαυτό τους επιτρέπουν σε άλλους να τους ελέγχουν και να τους χρησιμοποιούν. 
  • Όσοι έχουν την δύναμη να ελέγχουν να υποδουλώνουν και να εξουσιάζουν τους άλλους τελικά διαφθείρονται.
  • Όταν η εξουσία διαφθείρεται υποφέρουμε όλοι και η ίδια η γη.
Οι Καχούνα πίστευαν ότι υπήρχε μια ανώτερη δύναμη πέρα από την κατανόηση του ανθρώπου. Πίστευαν ότι οι μεσάζοντες ήταν απαραίτητοι σαν διαμεσολαβητές μεταξύ του άνω και κάτω και τους καλούσαν προσευχόμενοι, για να επιτελέσουν την υψηλή μαγεία που χρειάζεται την συνεργασία του υποσυνειδήτου.

Οι Καχούνα θεωρούσαν το υποσυνείδητο σαν πνεύμα.

Δέκα σημαντικά σημεία για την αύξηση κατανόησης του υποσυνείδητου

1. Το Πνεύμα είναι η αόρατη ουσία όλων όσων υπάρχουν. Όπως πολλοί ποταμοί που ρέουν από μία πηγή έτσι όλα τα πνεύματα ρέουν από την πηγή Δημιουργό που τους δίνει την ενέργεια και τη θέληση.

2. Το Πνεύμα δημιουργήθηκε από το μυαλό από την ίδια την ουσία του και χρησιμοποίησε το μυαλό για να κατατμηθεί σε πολλά επίπεδα πνευμάτων πολλών ειδών και τύπων.

3. Το Πνεύμα διαίρεσε το μυαλό σε πολλά επίπεδα και καθόρισε το υποσυνείδητο επίπεδο του μυαλού να πραγματοποιεί του θέλημα του πνεύματος.

4. Όταν το πνεύμα ενσωματώνει σε φυσική μορφή τους ενεργειακούς κλάδους όπως τα ενεργειακά πεδία του νου, περιβάλλουν και διαπερνούν αυτή τη μορφή.

5. Ακόμη και πριν από τη σύλληψη του φυσικού σώματος, τα πνευματικά «προγράμματα» μεταφέρουν το υποσυνείδητό τους θέλημά, ενώ στο σώμα, επίσης κατευθύνουν και ελέγχουν τις διαδικασίες του σώματος και του εγκεφάλου. Αυτός ο «προγραμματισμός» συνεχίζεται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής και ο «νέος προγραμματισμός» μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με το «παλιό προγραμματισμό».

6. Όταν υπάρχει μια σύγκρουση στο «προγραμματισμό», το υποσυνείδητο θα πραγματοποιήσει το «πρόγραμμα», με τη μεγαλύτερη δυναμική ενέργεια και θα το επισυνάψει σε αυτήν. Ωστόσο, στα πρώιμα «προγράμματα» το υποσυνείδητο δίνει περισσότερη ενέργεια να τα προστατεύσει, την οποία προσθέτει στην ενέργεια των «προγραμμάτων» που δημιουργήθηκαν για να ανταποκριθούν στις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας.

7. Το υποσυνείδητο καταγράφει τα γεγονότα ως μνήμη και αποθηκεύει αυτές τις μνήμες τόσο στα ενεργειακά πεδία του νου εκτός του σώματος και στο «υλικό» του σώματος και του εγκεφάλου. Σκέψεις και συναισθήματα που συνδέονται με τη «μνήμη» αποθηκεύονται με τη μνήμη και είναι διαθέσιμα για την ενεργοποίηση, εάν είναι επιθυμητό, όταν ενεργοποιείται η μνήμη.

8. Το υποσυνείδητο είναι ο μεγαλύτερος «κύριος πολλαπλών καθηκόντων» όλων και κατευθύνει, καθώς και οι ελέγχει, τις φυσικές, διανοητικές, συναισθηματικές και πνευματικές ενέργειες του σώματος, τον εγκέφαλο, και το ενσαρκωμένο πνεύμα.

9. Για να αλλάξετε ένα «πρόγραμμα» που προστατεύεται από το υποσυνείδητο, είναι συνήθως απαραίτητο να πάτε στο υποσυνείδητο και να το πείσετε να αλλάξει αυτό «πρόγραμμα». Συχνά, αυτό είναι δυνατό μόνο με την αντιμετώπιση του επιπέδου του πνεύματος που δημιούργησε ένα «πρόγραμμα» και της πειστικής σημασίας της επιθυμητής αλλαγής.

10. Ο πιο γρήγορος και συχνά ο μόνος τρόπος για να αλλάξει μόνιμα ένα υποσυνείδητο πρόγραμμα είναι μέσω της ύπνωσης – η οποία επιτρέπει την πρόσβαση στα επίπεδα του πνεύματος που δημιούργησε το «πρόγραμμα», καθώς και το υποσυνείδητο που το προστατεύει.

Συγκέντρωση ενέργειας Μάννα

Οι αρχαίοι κάτοικοι στη Χαβάη πίστευαν ότι υπήρχε μια πρωταρχική δύναμη, η οποία ονομάζεται μάννα, που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα. Αυτή τη δύναμη μπορείτε να την εισπνεύσετε, για να πραγματοποιηθούν υλοποιήσεις και θεραπείες.

Οι Καχούνα από τη Χαβάη πιστεύουν ότι ο ανώτερος εαυτός υλοποιεί τον υλικό εαυτό. Ακόμη, πιστεύουν ότι όλα όσα υπάρχουν δεν δημιουργούνται από το τίποτα. Οπότε, συγκεντρώνουν την ενέργεια μάννα, τη ζωτική δύναμη, γύρω τους, και τη στέλνουν στον ανώτερο εαυτό που θα υλοποιήσει στον υλικό κόσμο.

Οι 7 αρχές των Huna

Οι 7 αρχές των Huna είναι μια μεγάλη εισαγωγή στην δύναμη της συνείδησης που έκανε τους Καχούνα να βιώνουν την αληθινή φύση της πραγματικότητας.

IKE: Ο κόσμος είναι αυτό που νομίζετε ότι είναι. Δηλαδή η συνείδηση μας δημιουργεί την πραγματικότητα.

KALA: Δεν υπάρχουν όρια. Σε μια άπειρη πραγματικότητα τα πάντα είναι δυνατά.

MAKIA: Η ενέργεια ρέει όπου πάει ο προσοχή. Αν εστιάσουμε τη σκέψη μας σε μια θεραπευτική ελπίδα τα αποτελέσματα θα είναι ευεργετικά.

MANA WA: Το τώρα είναι η στιγμή της δύναμης. Είναι αντιληπτό ότι υπάρχει μόνο το τώρα.

ALOHA: Το να αγαπάς είναι να είσαι ευτυχισμένος με αυτό. Η αγάπη σου είναι ίση με το μέτρο της ευτυχία που νιώθεις.

MANA: Όλη η δύναμη προέρχεται από μέσα σου. Το άτομο είναι η μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής ενέργειας που υπάρχει.

PONO: Η αποτελεσματικότητα είναι το μέτρο της αλήθειας. Το μέτρο της αλήθειας του οτιδήποτε φαίνεται από τα αποτελέσματα.

Κοέλο: Ποτέ μην εγκαταλείπεις. Σήκω… και περπάτα

Στον κύκλο της φύσης δεν υπάρχει νίκη ούτε ήττα: υπάρχει κίνηση. Ο χειμώνας μάχεται να επικρατήσει, στο τέλος όμως αναγκάζεται να παραχωρήσει τη νίκη στην άνοιξη, που φέρνει μαζί της λουλούδια και χαρά.

Το καλοκαίρι θέλει να κρατήσουν οι ζεστές του μέρες για πάντα, γιατί είναι πεπεισμένο ότι η ζέστη είναι ευεργετική για τη γη. Τελικά όμως αποδέχεται την άφιξη του φθινοπώρου, που θα επιτρέψει στη γη να ξεκουραστεί.

Η γαζέλα τρώει το χορτάρι και την καταβροχθίζει το λιοντάρι. Το θέμα δεν είναι ποιος είναι ο πιο δυνατός, αλλά πώς μας δείχνει ο Θεός τον κύκλο του θανάτου και της ανάστασης.

Στον κύκλο αυτό δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, μονάχα στάδια που πρέπει να ολοκληρωθούν. Όταν το καταλάβει αυτό η καρδιά του ανθρώπου, θα απελευθερωθεί. Θα αποδέχεται χωρίς πόνο τις δύσκολες στιγμές και δε θα αφήνεται να ξεγελαστεί από τις στιγμές της δόξας.

Και τα δύο θα περάσουν. Η μία κατάσταση θα διαδεχτεί την άλλη. Και ο κύκλος θα συνεχιστεί μέχρι να απελευθερωθούμε από τη σάρκα και να συναντηθούμε με τη θεϊκή Ενέργεια.

Έτσι, όταν ο παλαιστής βγει στην αρένα -είτε από δική του επιλογή είτε επειδή τον έστειλε εκεί το μυστηριώδες πεπρωμένο-, ας νιώθει χαρά το πνεύμα του για τη μάχη που θα δώσει. Αν διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την τιμή του, δε θα ηττηθεί ποτέ, ακόμα κι αν χάσει τον αγώνα, επειδή η ψυχή του θα είναι άθικτη.

Και δε θα κατηγορήσει κανέναν γι’ αυτό που του συμβαίνει. Από τότε που αγάπησε για πρώτη φορά και τον απέρριψαν κατάλαβε πως αυτό δε σκότωσε την ικανότητα του να αγαπάει.

Ό,τι ισχύει στον έρωτα ισχύει και στον πόλεμο. Όταν χάνουμε μια μάχη ή όλα όσα νομίζαμε πως είχαμε, ζούμε στιγμές δυστυχίας. Όταν όμως οι στιγμές αυτές περνούν, ανακαλύπτουμε μια άγνωστη δύναμη που υπάρχει μέσα στον καθένα από μας, μια δύναμη που μας εκπλήσσει και αυξάνει τον αυτοσεβασμό μας.

Κοιτάζουμε γύρω μας και λέμε στον εαυτό μας: «Επέζησα». Και χαιρόμαστε με τα λόγια μας.

Άλλοι όμως, ακόμα κι αν υποφέρουν από την ήττα και ταπεινώνονται από τις ιστορίες που διαδίδουν γι’ αυτούς οι νικητές, επιτρέπουν στον εαυτό τους να δακρύσει, μα ποτέ δε νιώθουν αυτολύπηση. Ξέρουν απλώς πως η μάχη διακόπηκε και πως τη συγκεκριμένη στιγμή οι ίδιοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

Ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους. Προσέχουν πως βρίσκονται σε ένταση. Πως φοβούνται. Κάνουν έναν απολογισμό της ζωής τους και ανακαλύπτουν πως, παρά τον τρόμο που αισθάνονται, η πίστη καίει ακόμα στην καρδιά τους και τους ωθεί προς τα εμπρός.

Προσπαθούν να μάθουν πού έκαναν λάθος και πού όχι. Εκμεταλλεύονται τη στιγμή που είναι πεσμένοι κάτω για να ξεκουραστούν, για να γιατρέψουν τις πληγές τους, να ανακαλύψουν νέες στρατηγικές και να εξοπλιστούν καλύτερα.

Και φτάνει μια μέρα που τους χτυπά την πόρτα μια καινούρια μάχη. Ο φόβος υπάρχει ακόμα, όμως πρέπει να δράσουν – αλλιώς θα μείνουν πεσμένοι για πάντα. Σηκώνονται, αντικρίζουν τον αντίπαλο και θυμούνται τον πόνο που έζησαν και δε θέλουν να ξαναζήσουν.

Η προηγούμενη ήττα τούς αναγκάζει να νικήσουν τούτη τη φορά, αφού δε θέλουν να ξαναζήσουν τον ίδιο πόνο.

Κι αν η νίκη δεν έρθει αυτή τη φορά, θα έρθει την επόμενη. Κι αν όχι την επόμενη, τη μεθεπόμενη. Το χειρότερο δεν είναι να πέφτεις, είναι να μη σηκώνεσαι.

Ηττημένος είναι μόνο όποιος παραιτείται. Οι άλλοι είναι όλοι νικητές.

Και θα έρθει η μέρα που οι δύσκολες στιγμές θα είναι μονάχα ιστορίες τις οποίες θα αφηγούνται περήφανοι σε όποιον θέλει να τους ακούσει. Και όλοι θα ακούν με σεβασμό, και θα μάθουν να έχουν τρία σημαντικά πράγματα.

Υπομονή, και να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να δράσουν.

Σοφία, για να μην αφήσουν την επόμενη ευκαιρία να ξεφύγει.

Και περηφάνια για τις ουλές τους.

Οι ουλές είναι μετάλλια χαραγμένα στη σάρκα τους με φωτιά και σίδερο και θα τρομάζουν τους εχθρούς τους, γιατί θα δείχνουν πως ο άνθρωπος που στέκεται απέναντι τους έχει μεγάλη εμπειρία στη μάχη. Συχνά αυτό μας κάνει να επιζητάμε το διάλογο και να αποφεύγουμε τις συγκρούσεις.

Οι ουλές μιλούν πιο δυνατά από την κόψη του σπαθιού που τις δημιούργησε.

Paolo Coelho, Το χειρόγραφο της Άκρα

Η NASA αποδεικνύει ότι το εσωτερικό του φεγγαριού του Δία επηρεάζει την κίνηση του εξωτερικού της φλοιού

Οι επιστήμονες της NASA έχουν ισχυρές αποδείξεις ότι το φεγγάρι του Δία, Ευρώπη, έχει έναν εσωτερικό ωκεανό κάτω από το παγωμένο εξωτερικό του κέλυφος – ένα τεράστιο σώμα αλμυρού νερού που στροβιλίζεται γύρω από το βραχώδες εσωτερικό του φεγγαριού.

Νέα μοντελοποίηση υπολογιστή υποδηλώνει ότι το νερό μπορεί στην πραγματικότητα να σπρώχνει το κέλυφος πάγου προς τα εμπρός, πιθανώς να επιταχύνει και να επιβραδύνει την περιστροφή του παγωμένου κελύφους του φεγγαριού με την πάροδο του χρόνου.

Οι επιστήμονες γνώριζαν ότι το κέλυφος της Ευρώπης είναι πιθανώς «ελεύθερο», και περιστρέφεται με διαφορετικό ρυθμό από τον ωκεανό που υπάρχει κάτω και το βραχώδες εσωτερικό.

Το νέο μοντέλο είναι το πρώτο που δείχνει ότι τα ωκεάνια ρεύματα της Ευρώπης θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην περιστροφή του παγωμένου κελύφους της.

Ένα βασικό στοιχείο της μελέτης περιελάβανε τον υπολογισμό της αντίστασης – της οριζόντιας δύναμης που ασκεί ο ωκεανός του φεγγαριού στον πάγο πάνω από αυτό.

Η έρευνα υπαινίσσεται πώς η ισχύς της ροής των ωκεανών και η έλξη της ενάντια στο στρώμα πάγου, θα μπορούσαν ακόμη και να εξηγήσουν μέρος της γεωλογίας που παρατηρείται στην επιφάνεια της Ευρώπης.

Ρωγμές και κορυφογραμμές θα μπορούσαν να προκύψουν από το παγωμένο κέλυφος που τεντώνεται αργά και καταρρέει με την πάροδο του χρόνου καθώς ωθείται και έλκεται από τα ωκεάνια ρεύματα.

Για δεκαετίες, οι πλανητικοί επιστήμονες συζητούσαν εάν το παγωμένο κέλυφος της Ευρώπης μπορεί να περιστρέφεται πιο γρήγορα από το βαθύ εσωτερικό. Αλλά αντί να το συνδέουν με την κίνηση του ωκεανού, οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε μια εξωτερική δύναμη: τον Δία.

Θεωρούσαν ότι καθώς η βαρύτητα του γίγαντα αερίου έλκει την Ευρώπη, έλκει επίσης το κέλυφος του φεγγαριού και το κάνει να περιστρέφεται ελαφρώς πιο γρήγορα.

Το Europa Clipper, βρίσκεται τώρα στη φάση συναρμολόγησης και δοκιμής και πρόκειται να εκτοξευθεί το 2024. Το διαστημόπλοιο θα αρχίσει να περιφέρεται γύρω από τον Δία το 2030 και θα χρησιμοποιήσει τη σειρά εξελιγμένων οργάνων του για τη συλλογή επιστημονικών δεδομένων. Η αποστολή στοχεύει να προσδιορίσει εάν η Ευρώπη, με τον βαθύ εσωτερικό της ωκεανό, έχει συνθήκες που θα μπορούσαν να είναι κατάλληλες για ζωή.

Περισσότερα για την αποστολή

Ο κύριος επιστημονικός στόχος του Europa Clipper είναι να προσδιορίσει εάν υπάρχουν μέρη κάτω από την επιφάνεια του παγωμένου φεγγαριού του Δία, της Ευρώπης, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ζωή.

Οι τρεις κύριοι επιστημονικοί στόχοι της αποστολής είναι η κατανόηση της φύσης του κελύφους πάγου και του ωκεανού κάτω από αυτό, μαζί με τη σύνθεση και τη γεωλογία τους. Η λεπτομερής εξερεύνηση της Ευρώπης από την αποστολή θα βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα τις αστροβιολογικές δυνατότητες για κατοικήσιμους κόσμους πέρα ​​από τον πλανήτη μας.

Ο Σκεπτικιστής Ντέιβιντ Χιούμ

“Μισείς, αγαπάς, σκέφτεσαι, αισθάνεσαι, βλέπεις. Όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά μόνο ότι αντιλαμβάνεσαι.”

“Επιβάλλεται ο κόσμος μας να στηριχθεί στην συμπάθεια από άκρου εις άκρον της γης. Επιβάλλεται ο κόσμος μας να ακτινοβολεί την ευχαρίστηση μέσα από την ωραία επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους και με την ευνομούμενη κοινωνία. Η σχέση του ανθρώπου με το κράτος είναι ηθική σχέση και αυτό το άνοιγμα της ηθικής που καταφέρνει ο Βρετανός φιλόσοφος είναι σπουδαίο επίτευγμα. Το κράτος που πείθει τον πολίτη είναι ηθικό, ο πολίτης που προσφέρει στο κράτος είναι ηθικός. Ο πολίτης που ευχαριστείται μέσα από την συμπάθειά του για τον άλλο είναι ηθικός, ο άλλος που επιστρέφει όλα αυτά είναι ηθικός. Τελικά η ηθική είναι η εμπειρία του ωραίου και του ευχάριστου. Αυτή η ηθική εμπειρία του ωραίου αποτελεί θεραπεία για τις αρνητικές εμπειρίες που εκπέμπει ο κόσμος μας. Ίσως μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο ανθρώπου και κράτους που θα εγγυηθούν την καλύτερη πορεία της ανθρωπότητας.”

“Ο ανθρώπινος νους είναι ένα εύθραυστο και γεμάτο ρωγμές σκάφος που πρέπει να ριχτεί στην ανοικτή θάλασσα της ανθρώπινης φύσης προκειμένου να κάνει τον γύρο του κόσμου. Τα πράγματα που εκλαμβάνουμε ως αιτίες είναι προϊόντα της φαντασίας. Όταν οι αισθήσεις, η μνήμη και η νόηση θεμελιώνονται στην ασταθή κι επισφαλή ικανότητα της πλασματικής φαντασίας, οδηγούμαστε σε αντικρουόμενες πεποιθήσεις. Επομένως, ο φιλοσοφικός στοχασμός μας οδηγεί σε ένα επικίνδυνο δίλημμα: Μπορούμε να στηριζόμαστε στις τετριμμένες υποδείξεις της πλασματικής φαντασίας, οι οποίες παράγουν σφάλματα, παραλογισμούς και ασάφειες, ή πρέπει να στηριζόμαστε στις γενικές και πιο καλά εδραιωμένες ποιότητες του νου, δηλαδή στη νόηση και τον λόγο;

Όμως, ο τελευταίος τρόπος υπονομεύει ακόμη και τις πεποιθήσεις από τις οποίες εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή μας: η νόηση, όταν ενεργεί μόνη της και σύμφωνα με τις πιο γενικές αρχές, αυτοανατρέπεται και δεν μπορεί να τεκμηριώσει καμία πεποίθηση, είτε φιλοσοφική είτε της κοινής ζωής. Η λύση θα προέλθει από την ανθρώπινη φύση, η οποία διαλύει την φιλοσοφική μελαγχολία, αλλά δεν επιτρέπει την απαξίωση του φιλοσοφικού στοχασμού: Αν πρόκειται να αναχαιτιστεί η δεισιδαιμονία και να βελτιωθεί η κατανόηση του κόσμου, τότε το φιλοσοφείν είναι τόσο φυσικό όσο και αναγκαίο. Μάλιστα, δεν πρέπει να ενδίδουμε απλώς στον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά να καλλιεργούμε το πάθος για την φιλοσοφία, διότι ο αληθινός σκεπτικιστής πρέπει να είναι διστακτικός τόσο με τις φιλοσοφικές αμφιβολίες του, όσο και με τις φιλοσοφικές βεβαιότητές του. Έτσι μπορούμε να ελπίσουμε στην εδραίωση ενός συστήματος ή ενός συνόλου απόψεων, οι οποίες, αν δεν είναι αληθείς, γιατί κάτι τέτοιο ίσως είναι υπερβολικό να το ελπίσουμε, τουλάχιστον θα μπορούσαν να αντέχουν στον έλεγχο της πλέον κριτικής εξέτασης” -David Hume (1711-1776)

Εντυπώσεις και ιδέες

Ειδικότερα ο Χιουμ παρατήρησε ότι τα μόνα πράγματα που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι οι «εντυπώσεις και οι ιδέες», όπως τα αποκαλεί, οι οποίες περιορίζονται στον κόσμο της εμπειρίας μας, βρίσκονται δηλαδή μέσα μας χάρη στις αισθήσεις μας που μας τις εφοδίασαν. Αν, ας πούμε, την στιγμή αυτή στο δωμάτιο όπου βρίσκομαι δω πάνω στο τραπέζι ένα λεμόνι, η εικόνα του χρώματός του, η παράσταση του σχήματός του, η εμπειρία της μυρωδιάς που εκπέμπει ή της γεύσης που νιώθω δοκιμάζοντάς το, όπως και κάθε άλλη επίσης παράσταση ή εμπειρία που προκαλείται μέσα μου καθώς το παρατηρώ, συνιστούν ότι ο Χιουμ ονομάζει εντυπώσεις.

Τις ίδιες, όμως, εικόνες, εμπειρίες ή παραστάσεις που σχημάτισα για το λεμόνι καθώς το παρατηρούσα, λέει ο Χιουμ, έχω μέσα μου και μετά, όταν φύγω από το δωμάτιο και δεν έχω μπροστά μου πλέον το λεμόνι –υπό μιαν άλλη, όμως, ιδιότητα: όχι πλέον ως εντυπώσεις, αλλά ως ιδέες, όπως τις αναφέρει ο ίδιος.

Εντυπώσεις, λοιπόν, είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες των πραγμάτων που μας δίνουν οι αισθήσεις μας την ώρα που τα παρατηρούμε, ενώ ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες των πραγμάτων που σκεφτόμαστε χωρίς να έχομε τα πράγματα ενώπιον μας για να τα παρατηρήσομε με τις αισθήσεις μας.

Οι εντυπώσεις και οι ιδέες, όμως πέρα από τον ξεχωριστό τρόπο που δημιουργούνται μέσα μας, διαφέρουν και κατά τον βαθμό ζωηρότητας που μας παρουσιάζονται. Οι εντυπώσεις, ορισμένως, εμφανίζονται εντός μας πιο έντονες και πιο ζωντανές από όσο οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν αμυδρές εικόνες των εντυπώσεών μας, που έχουν αποθηκευθεί στην σκέψη μας.

Οι εντυπώσεις, όπως και οι ιδέες βέβαια, καθόσον αποτελούν αναπαραστάσεις των εντυπώσεων, διακρίνονται, όπως επισημαίνει ο Χιουμ, σε απλές και σε σύνθετες. Απλές εντυπώσεις ή ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες εκείνες που δεν μπορούν να αναλυθούν, όπως, ας πούμε, η εμπειρία του κίτρινου χρώματος του λεμονιού, που, όσο κι αν προσπαθήσομε, δεν μπορούμε να την «σπάσομε» σε άλλες απλούστερες εικόνες. Σύνθετες εντυπώσεις ή ιδέες είναι οι εικόνες, οι παραστάσεις ή οι εμπειρίες που αποτελούνται από άλλες απλούστερες εντυπώσεις ή οι ιδέες, όπως, η εντύπωση ή η ιδέα του λεμονιού, που σύγκειται από την εικόνα του κίτρινου χρώματος, από την παράσταση του σχήματός του, από την εμπειρία που νιώθομε μυρίζοντάς το, κ.ο.κ.

Οι άνθρωποι, όμως, δεν περιορίζονται σε ό,τι πραγματικά μπορούν να γνωρίσουν, ήγουν στις εντυπώσεις και τις ιδέες που υπάρχουν μέσα τους, αλλά προχωρούν, πέρα από αυτές, σε εικασίες, όπως η αρχή της αιτιότητας, σύμφωνα με την οποία οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα, καθόσον μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος υπάρχει αναγκαίος δεσμός, ή η μέθοδος της επαγωγής, σύμφωνα με την οποία από τις επιμέρους παρατηρήσεις των γεγονότων στην φύση μπορούμε να διατυπώνομε νόμους που προδικάζουν ότι τα ίδια γεγονότα θα επαναληφθούν.

Πρόκειται, ωστόσο, για εικασίες αυθαίρετες. Τόσο η αρχή της αιτιότητας, όσο και η μέθοδος της επαγωγής δεν μπορούν να δικαιολογηθούν κατά τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Μοιραία, λοιπόν, όλο το οικοδόμημα της γνώσης, που έχουν ως τώρα με τόσο μόχθο στήσει οι άνθρωποι, κινδυνεύει, καθόσον στηρίζεται πάνω στην αρχή της αιτιότητας και την μέθοδο της επαγωγής, να γίνει ένας σωρός από σκόρπια υλικά.

Η απόρριψη της αρχής της αιτιότητας

Ως προς την αρχή της αιτιότητας, συγκεκριμένα, αυτή συνίσταται σε τρεις όρους: την αιτία, το αποτέλεσμα και τον αναγκαίο δεσμό μεταξύ τους. Από τους τρεις αυτούς όρους της αιτιότητας, κατά τον Χιουμ, μόνο για τους δυο, ήγουν για την αιτία και το αποτέλεσμα, δικαιούμεθα να μιλάμε, αφού μόνο γι’ αυτούς μπορούμε να σχηματίσομε μέσα μας εντυπώσεις ή ιδέες, τα μόνα πράγματα που έχομε την δυνατότητα να γνωρίσομε. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός μετάλλου που διαστέλλεται εξαιτίας της θερμότητας, τι παρατηρούμε; Αφενός μεν την θερμότητα, που είναι η αιτία, αφετέρου δε την διαστολή του μετάλλου, που είναι το αποτέλεσμα. Τον αναγκαίο δεσμό, όμως, μεταξύ θερμότητας και διαστολής των μετάλλων, ο οποίος θα μας επέτρεπε να πούμε ότι κάθε φορά που θερμαίνεται ένα μέταλλο θα πρέπει να ακολουθήσει η διαστολή του, δεν τον παρατηρούμε πουθενά. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο ισχυρισμός των επιστημόνων ότι η θερμότητα συνεπάγεται κατ΄ ανάγκην την διαστολή των μετάλλων δεν ισχύει.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι πώς προέκυψε ο αναγκαίος αυτός δεσμός μεταξύ θερμότητας και διαστολής των μετάλλων και, γενικότερα, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, τι είναι εκείνο που μας κάνει να πιστεύομε ότι, αν συμβεί η αιτία, θα ακολουθήσει υποχρεωτικά και το αποτέλεσμα, ότι, αν, ορισμένως, θερμανθεί ένα μέταλλο, θα πρέπει να ακολουθήσει η διαστολή του; Δεν μπορεί να τον φανταστήκαμε ξαφνικά, στα καλά καθούμενα. Ο λόγος, για τον οποίο υποθέτουμε ότι από μια ορισμένη αιτία θα ακολουθήσει υποχρεωτικά ένα ορισμένο αποτέλεσμα, ότι όταν, δηλαδή, ζεσταθεί ένα μέταλλο περιμένομε να ακολουθήσει η διαστολή, είναι γιατί μέσα στο μυαλό μας σχηματίστηκε ένας συνειρμός μεταξύ θερμότητας και διαστολής μετάλλων και, γενικά, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.

Επειδή, δηλαδή, είδαμε οι ίδιοι ή ακούσαμε από άλλους άπειρες φορές ότι η θερμότητα προκαλεί την διαστολή ενός μετάλλου, σχηματίσαμε ακολούθως μόνοι μας την εντύπωση ότι αυτό θα συμβαίνει πάντοτε. Κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή είδαμε ή ακούσαμε άπειρες φορές ότι, όταν το νερό φτάνει στους 0 βαθμούς Κελσίου, παγώνει, ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, συνδέσαμε συνειρμικά τους 0 βαθμούς Κελσίου με το πάγωμα του νερού, την δράση με την αντίδραση, την αιτία με το αποτέλεσμα έτσι, ώστε, όταν συμβεί το ένα, να ακολουθήσει το άλλο. Πόσοι, όμως, συνειρμοί, πόσα πράγματα που συνηθίσαμε να τα βλέπομε να συμβαίνουν γύρω μας με έναν ορισμένο τρόπο δεν έχουν ανατραπεί!

Το πρόβλημα της επαγωγής

Ανάλογες επιφυλάξεις, θα πρέπει να έχομε και για την μέθοδο της επαγωγής. Λέμε ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε 24 ώρες και θεωρούμε ότι πρόκειται για έναν νόμο της φύσης σύμφωνα με τον οποίο ο ήλιος θα ανατέλλει πάντοτε κάθε 24 ώρες. Το σωστό, όμως, είναι να μιλάμε για έναν νόμο της φύσης που ισχύει ως αυτή την στιγμή που μιλάμε τώρα, αφού τίποτε δεν αποκλείει αύριο ο ήλιος να μην ανατείλει. Η μόνη περίπτωση, για να είμαστε βέβαιοι ότι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει και ότι αυτό θα συμβαίνει πάντοτε στο μέλλον, είναι αν υπάρχει ομοιομορφία στην φύση, αν, δηλαδή, κάτι που συνέβη στο παρελθόν επαναλαμβάνεται απαρέγκλιτα στο μέλλον.

Αλλά πώς μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει μια τέτοια σταθερή ομοιομορφία στην φύση; Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μέχρι τώρα πράγματι η φύση συμπεριφέρεται με τρόπο ομοιόμορφο, ότι κάτι, η ανατολή του ήλιου κάθε 24 ώρες λόγου χάριν, που συνέβη στο παρελθόν, θα συμβεί και στο μέλλον. Ξέρομε, όμως, αν η φύση θα συνεχίσει και στο μέλλον να συμπεριφέρεται με την ίδια ομοιομορφία; Μόνο όταν έλθει η συντέλεια του κόσμου, μπορούμε, κάνοντας γενική αποτίμηση της ιστορίας της φύσης, να αποφανθούμε αν ισχύει η αρχή της ομοιομορφίας στην φύση.

Μέχρι τότε, όμως, αφού δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ισχύει στην φύση η ομοιομορφία, είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μέσα στην αμφιβολία –μια αμφιβολία, όμως, παρατηρεί ο Χιουμ, που δεν αναφέρεται μόνο σε ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει γύρω μας, στην φύση έξω από μας, αλλά αφενός εκτείνεται πέρα από τον κόσμο, στον Θεό, και αφετέρου εντοπίζεται επίσης μέσα μας, στον ίδιο τον εαυτό μας.

Η αμφισβήτηση της ύπαρξης του εαυτού μας

Ως προς τον εαυτό μας μεν, όταν σκύψομε μέσα μας για να τον ανακαλύψομε, δεν τον βρίσκομε πουθενά, αφού τα μόνα πράγματα πουν υπάρχουν εντός μας είναι εντυπώσεις και ιδέες, ήγουν εικόνες, παραστάσεις ή εμπειρίες, που αποκτήσαμε μέσω των αισθήσεών μας και τις αποθηκεύσαμε μέσα μας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ό,τι αποκαλούμε «εαυτό» μας δεν είναι παρά μια δέσμη εντυπώσεων και ιδεών και τίποτε άλλο έτσι, ώστε, όταν χαθεί αυτή, να εξανεμίζεται μαζί κι ο εαυτός μας –όπως συμβαίνει στην διάρκεια του ύπνου μας.

Είναι γνωστό, το ζούμε όλοι μας, πως, όταν κοιμόμαστε, δεν έχομε καμιά συναίσθηση του εαυτού μας, δεν ξέρομε ότι υπάρχομε, επειδή ακριβώς, καθώς την ώρα του ύπνου μας δεν έχομε συνείδηση των εικόνων, των παραστάσεων και των εμπειριών μέσα μας, χάνεται η δέσμη των εντυπώσεών μας και των ιδεών μας. Η απάλειψη της δέσμης των εντυπώσεων και των ιδεών από μέσα μας συνεπάγεται μοιραία και την εξαφάνιση του εαυτού μας, πράγμα που απλά σημαίνει ότι ο εαυτός μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των εντυπώσεων και των ιδεών μέσα μας.

Η αμφιβολία για τον Θεό

Ως προς τον Θεό, εξάλλου, ο Χιουμ τον αμφισβητεί στρέφοντας την κριτική του προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν θεωρεί ανεπαρκείς τις “αποδείξεις” υπέρ της ύπαρξης του Θεού, αφετέρου δε ότι δεν είναι λογικό να πιστέψομε ότι έγιναν τα θαύματα, τα οποία, ασφαλώς, αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τελέστηκαν, θα αποτελούσαν σοβαρό λόγο για να δεχθούμε και την ύπαρξη εκείνου που τα προκάλεσε, ήγουν του Θεού.

Ειδικότερα, ένα από τα συνήθη επιχειρήματα που προβάλλονται για να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού είναι ο ισχυρισμός ότι, όπως ένα ρολόι, που, λόγω της πολυπλοκότητάς του και της αρμονίας που διέπει την λειτουργία των μερών του, είναι αδύνατον να δημιουργήθηκε μόνο του, αλλά απεναντίας ξέρομε καλά ότι το έφτιαξε κάποιος τεχνίτης, κατά τρόπον ανάλογο και ο κόσμος γύρω μας, καθόσον διέπεται από αρμονία και παρουσιάζει πολυπλοκότητα, δεν μπορεί να δημιουργήθηκε αφ’ εαυτού. Κάποιος, λοιπόν, θα πρέπει να έφτιαξε και τον κόσμο. Και επειδή η πολυπλοκότητα και η αρμονία που χαρακτηρίζουν τον κόσμο είναι τόσο μεγάλες που να μην μπορεί, όπως λέμε, να τις χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό, ο δημιουργός του δεν μπορεί να είναι ένας κοινός τεχνίτης, αλλά θα πρέπει να είναι ένα ον με υπερφυσικές ικανότητες. Ένα τέτοιο ον είναι μόνον ο Θεός. Άρα ο Θεός υπάρχει. (sic)

Η αδυναμία της απόδειξης αυτής για την ύπαρξη του Θεού έγκειται, στο γεγονός ότι οι εισηγητές της θεωρούν τον κόσμο πεπερασμένο, ενώ στην πραγματικότητα ο κόσμος είναι αχανής. Μπορεί, πράγματι, στην έκταση στην οποία, με την βοήθεια της επιστήμης, ξέρομε ότι υπάρχει ο κόσμος, ο τελευταίος αυτός να έχει αρμονία και πολυπλοκότητα. Ξέρομε, όμως, ότι, πέρα από τα όρια του γνωστού σε μας κόσμου, ο κόσμος παρουσιάζει την ίδια αρμονία και πολυπλοκότητα και ότι από ένα σημείο και μετά αυτός δεν είναι ακατάστατος, άναρχος, χαώδης;

Εν τοιαύτη περιπτώσει, η απόδειξη ότι από την ύπαρξη της αρμονίας και της πολυπλοκότητας στον κόσμο είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνομε την ύπαρξη του Θεού καταρρίπτεται –όπως επίσης αίρεται και μια άλλη απόδειξη, όπου οι εισηγητές της επικαλούνται πάλι την ύπαρξη του κόσμου, για να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει.

Σύμφωνα, ορισμένως, με την απόδειξη αυτή, είναι γεγονός ότι το καθετί που συμβαίνει στον κόσμο έχει κάποια αιτία που το προκαλεί, η οποία, με την σειρά της, έχει μιαν άλλη αιτία που την γεννάει, και ούτω καθεξής, μέχρι να καταλήξομε σε μια αρχική αιτία, που είναι δημιουργός των πάντων. Αυτή, λοιπόν, η πρώτη αιτία από την οποία προήλθαν όλα, είναι σύμφωνα με την απόδειξη αυτή, ο Θεός. Άρα ο Θεός υπάρχει.

Στην πραγματικότητα, όμως, με την απόδειξη αυτή εκβιάζεται μάλλον παρά τεκμαίρεται η ύπαρξη του Θεού. Η συνεχής αναγωγή από μιαν αιτία σε μιαν άλλη αιτία μέχρι να καταλήξομε σε μιαν αρχική αιτία, πάνω στην οποία βασίζεται η απόδειξη του Θεού, είναι ένα εφεύρημα παρά μια διαδικασία που ακολουθούν οι άνθρωποι, προκειμένου να εξηγήσουν τα πράγματα. Αν, δηλαδή, θέλει να εξηγήσει κανείς πώς δημιουργείται το φαινόμενο της βροχής, θα περιοριστεί στο να μάθει πώς προκαλείται η εξάτμιση των υδάτων της θάλασσας, πώς δημιουργούνται τα νέφη, πώς μετατρέπονται αυτά σε σταγόνες νερού, κ.ά.τ. χωρίς να χρειαστεί, προχωρώντας παραπέρα, να σκεφτεί πώς φτιάχτηκε η θάλασσα, πώς δημιουργήθηκε η γη πάνω στην οποία βρίσκεται η θάλασσα, πώς κατασκευάστηκε ο ήλιος από την θερμότητα του οποίου προκαλείται η εξάτμιση, πώς προέκυψε το σύστημα όπου ανήκουν η γη και ο ήλιος, κ.λπ., κ.λπ.

Γενικώς, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε τον κόσμο, για να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέλειου όντος, όπως ο Θεός. Ο κόσμος, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε παρατηρώντας τον γύρω μας, παρουσιάζει ατέλειες έτσι, ώστε να μην είναι θεμιτό από την ύπαρξη ενός ατελούς κόσμου να συμπεράνομε την ύπαρξη ενός τέλειου όντος, όπως ορίζεται ο Θεός.

Ο Χιουμ, όμως, πέρα από τις αδυναμίες των αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού τις οποίες επισήμανε, αμφισβήτησε επίσης την τέλεση των θαυμάτων που οι πιστοί, αποδίδοντάς τα στον Θεό, τα επικαλούνται, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει. Το ότι οι μαρτυρίες για την ύπαρξη των θαυμάτων προέρχονται από πρόσωπα που δεν διακρίνονται για την αξιοπιστία τους, το ότι τα θαύματα απαντώνται συνήθως σε λαούς που δεν ανήκουν στα πολιτισμένα έθνη, το ότι τα θαύματα αποτελούν συστατικό αντίπαλων μεταξύ τους θρησκειών έτσι, που τα θαύματα της μιας θρησκείας να εξουδετερώνουν και να διαψεύδουν τα θαύματα της άλλης, το ότι υπάρχει μέσα στους ανθρώπους η τάση να διογκώνουν τα πράγματα δίνοντάς τους μεταφυσικές διαστάσεις ούτω, ώστε φαινόμενα που εκ πρώτης όψεως παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα να τα αποδίδουν στην δράση ή την παρέμβαση ενός υπερβατικού όντος χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν να βρουν μιαν εύλογη εξήγηση –όλα αυτά είναι, ισχυροί λόγοι, για να πειστεί κανείς ότι η αναφορά στα θαύματα είναι αυθαίρετη και κάθε άλλο παρά μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά.

Λογικό, εξηγεί ο Χιουμ, είναι εκείνο για το οποίο έχομε ενδείξεις ότι συμβαίνει, ή, αν πρόκειται να αποφασίσομε μεταξύ της πιθανότητας να συμβεί κάτι και της πιθανότητας να συμβεί κάτι άλλο, λογικό είναι εκείνο για το οποίο έχομε περισσότερες ενδείξεις ότι θα γίνει. Είναι λογικό, για παράδειγμα, όταν υπάρχει χαμηλή και πυκνή νέφωση να περιμένομε να βρέξει παρά να σκεφτούμε ότι θα πέσει το μάνα, (ή βατράχια) γιατί έχει συμβεί πάμπολλες φορές ως τώρα, όταν υπάρχει χαμηλή και πυκνή νέφωση, να βρέξει, ενώ δεν έχει τύχει ποτέ (ή, αν υιοθετήσομε την σχετική περιγραφή από την Βίβλο, έχει συμβεί μια μόνο φορά) να πέσει το μάνα από τον ουρανό και αν ακούσουμε τον Τσαρλς Φορτ έχει βρέξει βατράχια στο Λονδίνο.

Τα θαύματα αποτελούν ανατροπές της κανονικής πορείας της φύσης, παραβιάσεις των νόμων που περιγράφουν την σταθερή συμπεριφορά της φύσης. Έχομε, λοιπόν, να διαλέξομε μεταξύ των νόμων της φύσης και των θαυμάτων. Τι είναι λογικό να επιλέξομε: τους νόμους της φύσης ή τα θαύματα; Αν φανταζόμασταν μια ζυγαριά με δυο δίσκους και στον μεν έναν βάζαμε ένα θαύμα στον δε άλλον τοποθετούσαμε τον αντίστοιχο νόμο της φύσης, στον οποίο αποτυπώνεται η απαρέγκλιτη συμπεριφορά μιας κατηγορίας φαινομένων της φύσης, η ζυγαριά θα έκλινε πάντοτε προς το μέρος του νόμου της φύσης.

Το γεγονός, βέβαια, ότι ο Χιουμ με τα επιχειρήματά του τόσο εναντίον της τέλεσης των θαυμάτων από ένα υπερφυσικό ον όσο και εναντίον των αποδείξεων ότι ο Θεός υπάρχει αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού δεν σημαίνει ότι τάχθηκε με την πλευρά του άθεου, που διατείνεται την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο τελευταίος αυτός, εξίσου, δεν παρέχει καμιά απόδειξη που να μας πείθει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Έτσι, όσο κι αν ο Χιουμ αποποιήθηκε την ύπαρξη του Θεού, δεν έπαψε, εντούτοις, να υποστηρίζει την ανεκτικότητα απέναντι στην διάθεση άλλων να πιστεύουν στον Θεό.

Εμπειρικές προτάσεις και ταυτολογίες.

Ο σκεπτικισμός στον οποίο οδηγήθηκε ο Χιουμ στην προσπάθειά του να μείνει συνεπής στο αξίωμα της διδασκαλίας του εμπειρισμού, σύμφωνα με το οποίο τα μόνα πράγματα που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι τα περιεχόμενα της εμπειρίας μας, ήγουν οι εντυπώσεις και οι ιδέες, που προέρχονται από τις αισθήσεις μας· όσο ακραίος κι αν είναι, καθόσον αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της γνώσης (είτε, δηλαδή, πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό μας είτε για την φύση γύρω από μας είτε για τον Θεό πέρα από την φύση) δεν είναι, εντούτοις, ολοκληρωτικός.

Κι αυτό, γιατί, πέρα από τον τομέα της γνώσης, όπου αμφισβητείται η βεβαιότητα που μπορούν να μας εξασφαλίσουν οι προτάσεις με τις οποίες περιγράφομε τον εαυτό μας, τα γεγονότα στην φύση ή τον Θεό, υπάρχουν, άλλα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπου ο σκεπτικισμός του δεν έχει θέση, καθόσον σε αυτά ο στόχος δεν είναι η απόκτηση γνώσης. Τέτοια πεδία, ορισμένως, είναι η λογική και τα μαθηματικά αφενός και η ηθική αφετέρου.

Ο Χιουμ διέκρινε τις προτάσεις σε εμπειρικές και σε ταυτολογίες. (Ως προτάσεις στην φιλοσοφία ορίζονται οι φράσεις με τις οποίες δηλώνεται ότι κάτι είναι αληθές ή ψευδές. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, οι φράσεις, «η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας» και «ο Αξιός είναι βουνό» είναι προτάσεις, καθόσον δηλώνουν κάτι που είναι, αντίστοιχα, αληθές και ψευδές. Αντίθετα η προσταγή «άνοιξε την πόρτα» ή η φράση «πρέπει να είσαι ευγενής» δεν συνιστούν προτάσεις, καθόσον δεν αναφέρονται σε κάτι που μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές. Προφανώς δεν έχει νόημα να ρωτήσω: «είναι αλήθεια ή ψέμα να ανοίξω την πόρτα;» ή «είναι αλήθεια ή ψέμα ότι πρέπει να είμαι ευγενής;»)

(D. Hume, Enquiry Concerning Human Understanding: «Όλα τα αντικείμενα της ανθρώπινης νόησης ή έρευνας μπορούν να διαιρεθούν σε δυο είδη: σε σχέσεις ιδεών και θέματα γεγονότος». Πρόκειται για την γνωστή ως «διχάλα του Χιουμ» θεωρία του Χιουμ, σύμφωνα με την οποία οι προτάσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε εμπειρικές προτάσεις, με τις οποίες περιγράφονται τα γεγονότα που εκδηλώνονται στην φύση ή σε μας τους ίδιους, και σε ταυτολογίες, που χρησιμοποιούνται στην λογική και τα μαθηματικά, για να δηλώσουν σχέσεις μεταξύ αριθμών, πλευρών, μεγεθών κ.ά.τ. Αν κάτι, που θεωρείται ότι είναι αλήθεια ή ψέμα δεν βασίζεται στην εμπειρία ή δεν είναι ταυτολογία, δεν αποτελεί, δηλαδή, εμπειρική πρόταση ή ταυτολογία, αυτό δεν έχει καμιά απολύτως αξία.)

«Αν, πέσει στα χέρια μας οποιοδήποτε βιβλίο θεολογικού ή μεταφυσικού, ας πούμε, περιεχομένου, ας αναρωτηθούμε: περιλαμβάνει κανέναν αφηρημένο συλλογισμό που να αναφέρεται σε ποσότητες ή αριθμούς; Όχι. Περιλαμβάνει κανέναν εμπειρικό συλλογισμό που να αναφέρεται σε γεγονότα ή στην ύπαρξη; Όχι. Τότε, ας το πετάξομε στην φωτιά, αφού δεν περιέχει τίποτε άλλο παρά σοφιστεία και φαντασία» λέγει ο Χιούμ.

Οι εμπειρικές προτάσεις είναι εκείνες που, όπως οι προτάσεις «έξω βρέχει», «οι άνθρωποι, εκτός από σώμα, διαθέτουν μέσα τους εμπειρίες» ή «ο Θεός υπάρχει», αναφέρονται σε γεγονότα που εκδηλώνονται είτε στην φύση, είτε μέσα μας, είτε πέρα από τον φυσικό κόσμο και διατυπώνονται με στόχο να παράσχουν, βάσει των αισθήσεων, πληροφορίες. Με τις προτάσεις αυτές, όπως ειπώθηκε, οι χειριστές των δεν μπορούν να μας εξασφαλίσουν καμιά βεβαιότητα για όσα υποστηρίζουν.

Οι ταυτολογίες, αντίθετα, είναι προτάσεις που, όπως οι προτάσεις «ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο» ή «ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες», δεν προσφέρουν μεν καμιά πληροφορία, δεν λένε, δηλαδή, κάτι που δεν είναι ήδη γνωστό από την στιγμή της εκφοράς του υποκειμένου, αλλά και δεν μπορούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αμφισβητηθούν. Το να πει κάποιος «άσπρο λουλούδι» εννοείται ότι είναι άσπρο ή το να πει «τρίγωνο» εννοείται ότι πρόκειται για ένα σχήμα με τρεις γωνίες. Εν τοιαύτη περιπτώσει, λέγοντας ότι ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο ή ότι ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες δεν προσκομίζει τίποτε καινούριο.

Παράλληλα, όμως, αρθρώνοντας τις προτάσεις «ένα άσπρο λουλούδι είναι άσπρο» και «ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες» διατυπώνει κάτι που είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί. Το να πει κανείς ότι ένα άσπρο λουλούδι δεν είναι άσπρο ή ότι ένα τρίγωνο δεν έχει τρεις γωνίες λέει κάτι που είναι αδύνατον να ισχύει ποτέ και πουθενά. Επειδή, ακριβώς, στην λογική και στα μαθηματικά οι χειριστές των μεταχειρίζονται ταυτολογίες, οι τομείς αυτοί της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν υπόκειται στον σκεπτικισμό, που εισηγήθηκε -κάτι που ισχύει επίσης στην περίπτωση της ηθικής.

Τι κάνουμε όταν συμπεριφερόμαστε ηθικά.

Ο στόχος στην ηθική δεν είναι να περιγράψομε γεγονότα, να υποστηρίξομε τι συμβαίνει πράγματι, αλλά να αποφασίσει ο καθένας μας πώς πρέπει να συμπεριφέρεται όποτε καλείται να πράξει. Αυτό, δυστυχώς, σημειώνει ο Χιουμ, δεν το κατάλαβαν ως την εποχή του οι εισηγητές των διαφόρων ηθικών θεωριών και, έτσι, προσπάθησαν να αναγάγουν εκείνο που πρέπει να κάνει κανείς σε εκείνο που θεωρούν ότι υφίσταται στην πραγματικότητα. Έτσι, από το γεγονός, ας πούμε, ότι υπάρχει μέσα μας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης συμπέραναν ότι πρέπει να κάνομε ό,τι ικανοποιεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ή από το γεγονός ότι είναι “θέλημα Θεού να λέμε την αλήθεια” θεώρησαν ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια. Ο Χιουμ επισημαίνει συγκεκριμένα:

«Σε κάθε σύστημα ηθικής που γνώρισα μέχρι σήμερα, παρατήρησα πάντοτε ότι για ένα χρονικό διάστημα ο συγγραφέας προχωρεί κατά τον συνήθη τρόπο της σκέψης και εισάγει το ον του Θεού ή κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τα ανθρώπινα ζητήματα. Ξαφνικά, όμως, διαπιστώνω με έκπληξη ότι όλες οι προτάσεις σχετίζονται με το «πρέπει» ή το «δεν πρέπει» αντί με τα συνήθη συνδετικά ρήματα των προτάσεων «είναι» και «δεν είναι»… Επειδή το «πρέπει» ή το δεν «πρέπει» εκφράζουν κάποια νέα σχέση ή απόφανση, είναι ανάγκη να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και να ερμηνευθούν. Συγχρόνως είναι απαραίτητο να δοθεί κάποια εξήγηση για κάτι που είναι εντελώς ακατανόητο: πώς η νέα αυτή σχέση μπορεί να συμπερανθεί από άλλες σχέσεις που είναι τελείως διαφορετικές από εκείνη. Καθώς, όμως, οι συγγραφείς των συστημάτων γενικώς δεν εφιστούν την προσοχή στο σημείο αυτό, παίρνω το θάρρος να το επισημάνω εγώ στους αναγνώστες. Και είμαι πεπεισμένος ότι η μικρή αυτή παρέμβασή μου θα αναιρούσε όλα τα χονδροειδή ηθικά συστήματα, και θα μας επέτρεπε να δούμε ότι η διάκριση της κακίας από την αρετή δεν ανάγεται απλώς στις σχέσεις των αντικειμένων ούτε και συλλαμβάνεται με τον λόγο.»

Μεταξύ, όμως, αυτού που υποτίθεται ότι ισχύει στην πραγματικότητα, τουτέστιν του Είναι, (Ο όρος «Είναι», όπως και όρος «Ον», στην φιλοσοφία εξισώνεται με τον όρο «πραγματικότητα». Το Είναι, όπως και το Ον, δηλώνει εκείνο που θεωρούμε ότι υπάρχει ή συμβαίνει πράγματι) και του πρέπει, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα έτσι, ώστε να μην μπορεί λογικά να συμπερανθεί το πρέπει από το Είναι. Ειδικότερα, μια από τις βασικές προϋποθέσεις σε έναν συλλογισμό, για να είναι έγκυρος, είναι οι όροι που αναφέρονται στο συμπέρασμα να έχουν μνημονευθεί στις προκείμενες. Για παράδειγμα, ο συλλογισμός:

Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.

Ο Σωκράτης είναι θνητός… είναι έγκυρος, γιατί οι όροι «Σωκράτης» και «θνητός», που περιλαμβάνονται στο συμπέρασμα, αναφέρονται στις προκείμενες. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με τον συλλογισμό:

Είναι θέλημα Θεού να λέμε την αλήθεια.
Πρέπει να λέω την αλήθεια,
όπου ο όρος «πρέπει», που απαντάται στο συμπέρασμα, δεν περιέχεται στην προκείμενη.

Ο Χιουμ εξήγησε πώς συμπεριφερόμαστε ως ηθικά πρόσωπα έχοντας υπόψη του το χάσμα που χωρίζει το πρέπει από το Είναι.

Διέκρινε, συγκεκριμένα, μέσα μας δυο βασικές λειτουργίες: τον λόγο και την βούληση. Με τον λόγο προβαίνομε σε διαπιστώσεις, διατυπώνομε προτάσεις του είναι, περιγράφουμε τι συμβαίνει –χωρίς αυτό, βέβαια, στο πλαίσιο του σκεπτικισμού του, να σημαίνει ότι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν οι διαπιστώσεις του λόγου. Με την βούληση παρακινούμεθα να κάνουμε κάτι. Μπορεί, ας πούμε, με τον λόγο να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μέσα μας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή ότι είναι “θέλημα Θεού” να λέμε την αλήθεια. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα κάνει κανείς κιόλας ό,τι του λέει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή ότι θα ανταποκριθεί στο “θέλημα του Θεού” να λέει την αλήθεια. Θα πρέπει, για να δράσει ή να συμπεριφερθεί ανάλογα, και να θέλει να κάνει κανείς ό,τι του λέει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή να θέλει επίσης να ανταποκριθεί στο “θέλημα του Θεού” να λέει την αλήθεια.

Αλλά θέλει να κάνει κανείς κάτι –είτε αυτό του το υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είτε του το επιτάσσει το “θέλημα του Θεού” είτε του το υποδεικνύει οτιδήποτε άλλο- εφόσον από αυτό που θα κάνει θα νιώσει ευχαρίστηση. Διαφορετικά, αν από την πράξη του πρόκειται να αισθανθεί πόνο, δεν θέλει να το κάνει, και αποφεύγει να το κάνει. Το κίνητρο, λοιπόν, για να κάνομε κάτι, δεν είναι να σκεφτούμε, όπως μας λέει ο λόγος, να το κάνουμε, αλλά χρειάζεται να θέλουμε να το κάνουμε και, επιπλέον να προσδοκάμε ότι, κάνοντάς το, θα νιώσουμε ευχαρίστηση, ενώ το κίνητρο, για να αποφύγουμε να το κάνομε, είναι ότι, κάνοντάς το, θα νιώσουμε πόνο.

Τα συναισθήματα της ευχαρίστησης και του πόνου είναι, σε τελευταία ανάλυση, το κίνητρο, αντίστοιχα, για να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι. Προσοχή, όμως: απλώς για να κάνουμε ή να μη κάνουμε κάτι, όχι για το αν πρέπει να κάνουμε κάτι ή αν δεν πρέπει να κάνουμε κάτι. Γιατί, αν ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει, ό,τι του προκαλεί ευχαρίστηση, αποφεύγοντας να κάνει ό,τι του δημιουργεί πόνο, τότε, στην προσπάθειά του να επιτύχει ο καθένας ό,τι τον συμφέρει, ο ένας θα στρεφόταν εναντίον του άλλου και, έτσι, θα κινδύνευε το ανθρώπινο γένος, πράγμα ασφαλώς που δεν συνάδει προς την ηθική, η οποία έχει σαν στόχο την ευτυχία των ανθρώπων και όχι τον όλεθρό τους.

Ο στόχος μας, λοιπόν, όταν πράττουμε, θα πρέπει να είναι η ευτυχία των ανθρώπων, το κοινό καλό, η κοινωνική ωφέλεια, και όχι το καθαρά ατομικό συμφέρον μας. Η ευχαρίστηση, λοιπόν, προκειμένου να αποτελέσει ηθικό κίνητρο σε κάποιον για να κάνει κάτι, θα πρέπει να συμφωνεί με το συναίσθημα της συμπάθειας, με την έγνοιας του ότι, κάνοντας αυτό, θα ωφεληθεί ένας αριθμός συνανθρώπων του –και μάλιστα όσο γίνεται μεγαλύτερος αριθμός συνανθρώπων τουּ, ο Χιουμ, εν προκειμένω, υιοθέτησε το αξίωμα «μεγαλύτερη ευτυχία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων».

Η συμπάθεια, όμως -η οποία θα πρέπει να συνοδεύει την ευχαρίστηση, που περιμένομε να νιώσουμε κάνοντας κάτι, ώστε η τελευταία αυτή να μπορέσει να θεωρηθεί ηθικό κίνητρο για μας- είναι ένα γενικό, αφηρημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούμεθα να δράσομε. Το πώς η συμπάθεια στην ορισμένη στιγμή που καλούμεθα να πράξουμε θα πάρει σάρκα και οστά έτσι, που να μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά, εξαρτάται από την αρχή βάσει της οποίας θα επιλέξομε να πράξουμε.

Ας υποθέσομε ότι είμαι επιτηρητής σε έναν διαγωνισμό για την πλήρωση ορισμένων θέσεων στο Δημόσιο και ότι ευχαρίστησή μου είναι, σύμφωνα με την συμπάθεια που τρέφω προς τους συνανθρώπους μου, να βοηθήσω όσο γίνεται περισσότερους από τους διαγωνιζόμενους στην αίθουσα που επιτηρώ. Θα μπορούσα, λοιπόν, να κάνω τα στραβά μάτια και να τους αφήσω να αντιγράψουν. Θα μπορούσα, όμως, να σκεφτώ ότι αυτό θα στρεφόταν εναντίον των άλλων υποψηφίων που διαγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό σε άλλες αίθουσες, όπου οι επιτηρητές είναι αυστηροί.

Θα μπορούσα, ακόμη, να υποθέσω ότι, βοηθώντας κάποιους διαγωνιζόμενους να επιτύχουν χωρίς να το αξίζουν, η πράξη μου βλάπτει μακροπρόθεσμα το κοινωνικό σύνολο, αφού έτσι, με την πλήρωση των θέσεων από ακατάλληλους υπαλλήλους, θα συνέβαλα στην κακή λειτουργία του Δημοσίου. Οι αρχές αυτές, όπως και άλλες, βέβαια, που θα μπορούσα να σκεφτώ, εξυπηρετούν με τον δικό της τρόπο η καθεμιά το συναίσθημα της συμπάθειας που οφείλω να τρέφω προς τους συνανθρώπους μου. Η ευθύνη για το ποια από τις αρχές αυτές θα επιλέξω, η οποία θα δώσει τελικά και το ηθικό περιεχόμενο στην συμπάθειά μου, για το οποίο και θα κριθώ τελικά, ανήκει σε μένα.

Η δικαίωση

Ο Χιουμ από νωρίς στην ζωή του, από τότε που ήταν ακόμη φοιτητής, έβαλε σαν στόχο να γίνει «λόγιος και φιλόσοφος». Προς τον σκοπό αυτόν, λοιπόν, ακολούθησε εκών ένα σκληρό πρόγραμμα μελέτης και στοχασμού επί τρία χρόνια, μέχρι που του γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσει ένα καινούριο σύστημα φιλοσοφίας –σαν να άνοιξε μέσα του, όπως λέει ο ίδιος, «μια νέα σκηνή Στοχασμού».

Η εξέλιξη των πραγμάτων δικαίωσε ασφαλώς την πρόβλεψή του. Οι απόψεις του για την γνώση του φυσικού κόσμου, την αιτιότητα και την επαγωγή πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτή, για την ψυχή, για την θρησκεία, για την ηθική, για τα μαθηματικά και την λογική ανέτρεψαν πράγματι το σκηνικό της φιλοσοφίας, όπως είχε διαμορφωθεί αυτό ως τις μέρες του, και εξακολουθούν ως σήμερα ακόμη να αποτελούν σημείο αναφοράς για πολλούς από τους φιλοσοφούντες είτε για να τις σχολιάσουν -θετικά ή αρνητικά, δεν έχει τόση σημασία αυτό, όσο έχει το γεγονός ότι παραμένουν ζωντανές στην σκέψη μας- είτε για να εμπνευστούν από αυτές, προκειμένου να αναπτύξουν τον δικό τους στοχασμό, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τον Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος δεν δίστασε να ομολογήσει ότι, “χάρη στον Σκεπτικισμό του Χιουμ, μπόρεσε να ξυπνήσει από τον δογματικό λήθαργο, στον οποίο ο στοχασμός του είχε περιπέσει επί δεκαετίες πριν”.

(Ιμμάνουελ Καντ (1724-184), Γερμανός φιλόσοφος, του οποίου η πνευματική δράση χωρίζεται σε δύο περιόδους: στην προκριτική περίοδο και στην κριτική περίοδο. Κριτική ονομάζεται η όψιμη περίοδος της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Καντ, επειδή σε αυτό το χρονικό διάστημα της ζωής του συνέγραψε τα τρία κορυφαία συγγράμματά του –ήγουν την Κριτική του καθαρού λόγου (1781), την Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και την Κριτική της κριτικής δύναμης (1790)- χάρη στα οποία καταξιώθηκε σαν ένας από τους πιο σπουδαίους φιλοσόφους. Πριν από την κριτική περίοδο, στην προκριτική φάση της φιλοσοφικής δραστηριότητάς του, ο Καντ ήταν απλώς ένα καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης χωρίς ιδιαίτερη απήχηση στην φιλοσοφική κοινότητα. Αφορμή για να περάσει στην κριτική περίοδο και να μπει, έτσι, στο πάνθεο των μεγάλων φιλοσόφων στάθηκε η εντύπωση που προκάλεσε στον στοχασμό του ο Σκεπτικισμός του Χιουμ.)

Η δικαίωσή του Χιουμ, πάντως, ως διακεκριμένου φιλοσόφου δεν ήρθε γρήγορα ούτε και υπήρξε ανώδυνη. Στο διάστημα των τριών ετών που έμεινε στην Γαλλία, από το 1734 έως το 1737, έγραψε το πρώτο και σημαντικότερο, ίσως, όπως θεωρείται σήμερα, έργο του, την “Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση”, που αποτελείται από τρία βιβλία.

Η υποδοχή, όμως, που επιφύλαξαν οι αναγνώστες στο βιβλίο του, όταν εκδόθηκε αυτό ύστερα από τριών χρόνων προσπάθειες, ήταν απογοητευτική. Ο ίδιος, μάλιστα, πριν εκδοθεί το έργο του, προκειμένου να κερδίσει την συμπάθεια ενός ανθρώπου, όπως ο επίσκοπος Μπάτλερ, που η άποψή του είχε βαρύνουσα σημασία, του έδωσε να διαβάσει τα χειρόγραφα του έργου του φροντίζοντας προηγουμένως, ευνουχίζοντάς τα, να αφαιρέσει κομμάτια που μπορούσαν να προκαλέσουν την αντίδρασή του, ενώ αποφάσισε, όταν εκδόθηκαν το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο της Πραγματείας του, να κυκλοφορήσουν ανώνυμα.

Αλλά και το τελευταίο του, από χρονική σειρά, έργο του, που φέρει τον τίτλο “Διάλογοι αναφορικά με την φυσική θρησκεία”, το οποίο είχε ήδη γράψει από την δεκαετία του 1750 και επιμελήθηκε πριν πεθάνει, δεν τόλμησε να το εκδώσει όσο ζούσε λόγω των αντιδράσεων που περίμενε ότι θα προκαλούσε η δημοσίευσή του. Το έργο εκδόθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του με την φροντίδα του συνεπώνυμού του ανεψιού του.

Ως ιστορικός, ο Χιουμ απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή χρονολογική απαρίθμηση πολέμων και κρατικών πράξεων και περιέγραψε τις οικονομικές και διανοητικές δυνάμεις, που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της χώρας του. Το έργο του “Ιστορία της Αγγλίας” για πολύ καιρό θεωρούνταν κλασικό.

Η συμβολή του Χιουμ στην οικονομική θεωρία επηρέασε τον Σκωτσέζο φιλόσοφο και οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ, καθώς και μεταγενέστερους οικονομολόγους. Στις ιδέες του Χιουμ περιλαμβανόταν η πεποίθηση ότι ο πλούτος δεν εξαρτάται από το χρήμα, αλλά από τα αγαθά, ενώ επίσης αναγνώριζε την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στην οικονομία.

“Η ζωή ενός ανθρώπου δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για το σύμπαν από την ζωή ενός στρειδιού.”

“Η πρώτη σελίδα του Θουκυδίδη είναι κατά τη γνώμη μου η αρχή της πραγματικής Ιστορίας. Όλες οι προηγούμενες αφηγήσεις είναι τόσο πολύ ανακατεμένες με μύθους, που οι φιλόσοφοι πρέπει να τις αφήσουν για τους ποιητές και τους ρήτορες.” David Hume (1711-1776)

Ο Αριστοτέλης, η μεσότητα και οι επιλογές του σύγχρονου ανθρώπου

Η έννοια της μεσότητας, ως κεντρικό σημείο της αριστοτελικής σκέψης στην αναζήτηση της αρετής, έχει επισημανθεί λεπτομερώς και στο έργο «Ηθικά Νικομάχεια» και στα «Ηθικά Μεγάλα». Στα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει τη σημασία της μεσότητας τονίζοντας (για μια ακόμη φορά) ότι οι πράξεις που δεν ορίζονται από το μέτρο του ορθού λόγου είναι αδύνατο να υπηρετούν την αρετή: «Σε όλες τις πράξεις άριστο είναι το μέσον, και ειδικά το μέσον το σε σχέση με εμάς» (1220b 33-34).

Το «σε σχέση με εμάς» μέτρο είναι η κατάδειξη της υποκειμενικότητας, αφού κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τα όριά του, για να κάνει τις κατάλληλες επιλογές που αρμόζουν σε αυτά. Άλλη ποσότητα φαγητού θα φάει ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος που δε γυμνάζεται εντατικά κι άλλη ένας μεγαλόσωμος που επιδίδεται εντατικότερα σε γυμναστικές ασκήσεις. Η αυτογνωσία παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της υποκειμενικής μεσότητας. Ο άνθρωπος που δε γνωρίζει τον εαυτό του είναι αδύνατο να πάρει τις σωστές αποφάσεις, καθώς αγνοεί το μέτρο που του αρμόζει.

Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «σε κάθε περίπτωση το μέσον το σε σχέση με εμάς προάγει την άριστη έξη (παγιωμένη ηθική στάση). Είναι κάτι που αποδεικνύεται άμεσα τόσο με την επαγωγική μέθοδο, όσο και με συλλογισμούς» (1220b 35-37). Η έννοια της έξης (εθισμός) έχει επίσης κομβική σημασία στον αριστοτελικό λόγο. Ως εθισμός ορίζονται οι καθημερινές συνήθειες του ανθρώπου που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και εν τέλει γίνονται ένα με την προσωπικότητά του.

Αυτός που συνηθίζει να εξοργίζεται με το παραμικρό χωρίς να διαθέτει ούτε την ελάχιστη υπομονή στις καταστάσεις που τον περιβάλλουν δεν μπορεί παρά να είναι οργίλος. Κι αυτός που αδυνατεί να καταδείξει την ελάχιστη εγκράτεια σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ακρατής. Από αυτή την άποψη, κάθε άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τις καθημερινές του συνήθειες. Αυτά που κάνει, αυτά είναι.

Τα συναισθήματα αποτελούν την επισφράγιση του χαρακτήρα. Σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος κάνει αυτά που τον ευχαριστούν. Αν βρίσκει ευχαρίστηση στην εκδήλωση της οργής, θεωρώντας τη εκτονωτικό ξέσπασμα της ψυχής ή ένδειξη υπεροχής ή δυναμική παρουσίαση του εαυτού ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να πιστεύει, θα συμπεριφέρεται και ανάλογα. Με τον ίδιο τρόπο, το ακαταμάχητο των σωματικών ηδονών θα καθορίσει τη συμπεριφορά του ακρατή, ο οποίος καθίσταται απολύτως ανίσχυρος μπροστά στα καλέσματά τους.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κάθε ηθική αρετή σχετίζεται με όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη. Διότι η ψυχή του ανθρώπου βιώνει ηδονή για εκείνα και εν σχέσει με εκείνα με τα οποία εκ φύσεως γίνεται χειρότερη ή καλύτερη. Και λέμε κακούς ορισμένους ακριβώς λόγω της ηδονής και της λύπης, εάν τις επιζητούν ή τις αποφεύγουν, ή εάν τις βιώνουν όπως δεν πρέπει ή εκείνες που δεν πρέπει» (1221b 46-48 και 1222a 1-3).

Για να συμπληρώσει: «Αυτός είναι και ο λόγος που οι πάντες ορίζουν όπως-όπως τις αρετές ως μορφές απάθειας και αδράνειας απέναντι σε όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη, ενώ τις κακίες με τους αντίθετους όρους» (1222a 4-7).

Με άλλα λόγια, η ηθική αρετή ταυτίζεται με τις επιλογές της μεσότητας, όπως την ορίζει η λογική, και η συμπεριφορά του ανθρώπου διαμορφώνεται από τις καθημερινές του συνήθειες (έξεις) που εξ’ ανάγκης αντανακλούν τα συναισθήματά του. Αν κάποιος βρίσκει χαρά με ποιοτικές πράξεις, τότε έχει ποιοτικό εθισμό και οι ποιοτικές του συνήθειες τον καθιστούν άνθρωπο ποιότητας.

Αντίθετα, αυτός που εισπράττει χαρά από ευτελείς πράξεις αποκτά ευτελείς συνήθειες που εν τέλει θα καθορίσουν την προσωπικότητά του αντιστοίχως. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία το πώς θα μάθει κανείς να αντλεί χαρά, δηλαδή τι λογής εθισμό θα αποκτήσει. Γιατί αυτός που θα μάθει να αντλεί χαρά κλέβοντας (εθιστεί στην κλοπή) θα γίνει κλέφτης.

Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της αρετής αφορά την αιώνια διαπάλη των άκρων της υπερβολής και της έλλειψης (θυμίζοντας –χωρίς όμως να ταυτίζεται– τη διδασκαλία των Πυθαγορείων): «τα ενάντια φθείρονται αμοιβαία, και τα άκρα είναι ενάντια τόσο το ένα με το άλλο, όσο και με το μέσον, αφού αυτό είναι ενάντιο και με το ένα άκρο και με το άλλο: το ίσο είναι μεγαλύτερο από το μικρότερο, και το μικρότερο από το μεγαλύτερο. Άρα, η ηθική αρετή συνδέεται υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση με το μέσον, και αποτελεί μια μορφή μεσότητας» (1220b 38-43).

Τα αλληλοσυγκρουόμενα άκρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταδείξουν το δρόμο της μεσότητας που ξέρει να ισορροπεί ακριβώς ανάμεσά τους υποδεικνύοντας τα όρια της πρέπουσας συμπεριφοράς. Κι όταν γίνεται λόγος για την πρέπουσα συμπεριφορά δεν εννοείται η κενή περιεχομένου εκδοχή του κούφιου καθωσπρεπισμού, αλλά η εκδοχή της ενέργειας που αρμόζει στις τρέχουσες καταστάσεις, δηλαδή της ισορροπίας που θα φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα αναδεικνύοντας την ισορροπημένη ψυχή που τίθεται ως βάση της ευτυχίας.

Ο οργίλος πριν από όλα αδυνατεί να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του ακόμη και σε καταστάσεις ελάσσονος σημασίας. Η υπερβολή που βιώνει και η ένταση των συναισθηματικών του εκρήξεων είναι η αχρείαστη φθοροποιός έξαρση που πρώτα από όλα ζημιώνει τον εαυτό του. Όμως, και σε κοινωνικό επίπεδο ο οργίλος δημιουργώντας εντάσεις για θέματα ανάξια λόγου ή συμπεριφερόμενος απολύτως ανάρμοστα μέσα στο πλαίσιο της υπερβολής κερδίζει την αντιπάθεια ακόμη και σε περιπτώσεις που ενδεχομένως να έχει δίκιο. Αδυνατώντας να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του δυσκολεύει και τη δική του ζωή και των γύρω του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έλλειψη που παρουσιάζει ο απαθής κρίνεται προτιμότερη.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Ο οργίλος (οξύθυμος) οργίζεται πιο πολύ ή πιο γρήγορα απ’ όσο πρέπει ή με περισσότερους απ’ όσους πρέπει. Ο απαθής, αντίθετα, παρουσιάζει έλλειμμα οργής, και οργίζεται είτε με λιγότερους είτε πιο αργά είτε σε μικρότερο βαθμό από το πρέπον» (1221a 15-17).

Σε κάθε περίπτωση η υπερβολή και η έλλειψη εμποδίζουν την εκδήλωση της ορθής συμπεριφοράς υπονομεύοντας τις ισορροπίες της ευτυχίας. Στην προκειμένη περίπτωση η μεσότητα εκφράζεται μέσα από την πραότητα που είναι σε θέση να διαχειριστεί σωστά τις καταστάσεις. Ο πράος είναι εκείνος που στέκεται επιτυχώς ανάμεσα στα δύο άκρα της οργιλότητας και της απάθειας.

Με τον ίδιο τρόπο ο ανδρείος βρίσκεται ανάμεσα στο θρασύ και τον δειλό: «Και ο θρασύς δε φοβάται ούτε αυτά που πρέπει αλλά ούτε και τη στιγμή που πρέπει ούτε όσο πρέπει. Ο δειλός, αντίθετα, φοβάται και αυτά που δεν πρέπει και όταν δεν πρέπει και πιο πολύ από όσο πρέπει» (1221a 18-20).

Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Τα ίδια ισχύουν και για τον ακόλαστο και τον ακραίο στις επιθυμίες του και γενικά όποιον υπερβάλλει σ’ αυτά που επιδέχονται υπερβολή. Παράλληλα, ο αναίσθητος υστερεί και δεν έχει ούτε όση επιθυμία θα ήταν καλύτερο να έχει, ούτε τις επιθυμίες που αρμόζουν στη φύση, αλλά παραμένει απαθής σαν πέτρα. Επίσης, ο κερδοσκόπος πάει να βγάλει όφελος από παντού, ενώ ο ζημιάρης δε βγάζει από πουθενά ή βγάζει λιγότερο. Ο ψευτοπερήφανος υποκρίνεται ότι έχει περισσότερα απ’ όσα πράγματι έχει, ενώ ο κρυψίνους λιγότερα» (1221a 20-27).

Κι όχι μόνο αυτά: «Ο κόλακας επαινεί, μαζί με τα υπάρχοντα καλά κάποιου, ακόμα περισσότερα από αυτά, ενώ ο εχθρικός λιγότερα από τα όντως υπάρχοντα. Και το να κάνεις τα πάντα για να χαρεί ο άλλος, είναι δουλοπρέπεια, ενώ το να κάνεις λίγα και με το ζόρι είναι εγωπάθεια. Επιπλέον, όποιος δεν αντέχει καμία στενοχώρια, ακόμα κι αν είναι για το καλό του, είναι τρυφηλός, ενώ εκείνος που τις σηκώνει όλες, δεν έχει όνομα και μια λέξη που να τον περιγράφει, αλλά μεταφορικά τον λέμε σκληρό και ταλαίπωρο, άνθρωπο φτιαγμένο για τα βάσανα» (1221a 28-34).

Για να ολοκληρώσει: «Ο κενόδοξος απαιτεί για τον εαυτό του περισσότερα απ’ όσα του αξίζουν, ενώ ο μικρόψυχος λιγότερα. Ακόμη, ο άσωτος υπερβάλλει σε κάθε του δαπάνη, ενώ ο τσιγκούνης και ανελεύθερος υστερεί σε όλες. Παρόμοια και ο μικρόπρεπος και ο ξιπασμένος: ο πρώτος δαπανά λιγότερα από τα πρέποντα, ενώ ο δεύτερος περισσότερα. Ο πανούργος βγαίνει σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο κερδισμένος, ενώ ο ευήθης βγαίνει χαμένος ακόμα και εκεί που πρέπει να βγει κερδισμένος. Ο φθονερός λυπάται για τις χαρές του άλλου, φθονώντας μάλιστα και χαρές που αξίζει να τις έχει εκείνος (είναι βέβαιο ότι οι άξιοι της ευτυχίας προκαλούν με τις χαρές τους το φθόνο στους φθονερούς), ενώ αυτός που πράττει το αντίθετο δεν έχει όνομα, είναι πάντως ένας άνθρωπος που υπερβάλλει στο να μη λυπηθεί ακόμα και για κάποιους που ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν· καταπίνει μάλιστα τα πάντα πιο εύκολα κι απ’ τον γαστρίμαργο που ορμάει στην τροφή, ενώ ο προηγούμενος, μέσα στον φθόνο του, δεν τα καταπίνει με τίποτε» (1221a 35-45 και 1221b 1-3).

Μετά από αυτό τον καταιγισμό παραδειγμάτων ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Περιττεύει να δώσουμε ορισμούς για όλες αυτές τις περιπτώσεις και να εξηγήσουμε ότι καμιά δε συμβαίνει τυχαία» (1221b 4-5). Με άλλα λόγια, καμιά ανθρώπινη αδυναμία δεν οφείλεται στην τύχη. Όλες έχουν να κάνουν με τις στρεβλές έξεις που οδηγούν σε εσφαλμένες πηγές άντλησης ηδονής. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να μάθει ο άνθρωπος από τη μικρή του ηλικία να χαίρεται με αυτά που πρέπει. Γιατί μόνο έτσι θα εθιστεί στις πράξεις της αρετής εξασφαλίζοντας την ψυχική αρμονία προς την κατάκτηση της ευτυχίας.

Ο Αριστοτέλης αναζητά τις ρίζες της υπερβολής στην ανθρώπινη συμπεριφορά: «Όσον αφορά τα ίδια τα πάθη, διακρίνουμε είδη τους ανάλογα με το πού έγκειται η υπερβολή: στο χρόνο, στο ποσό ή στις σχέσεις αυτών που τα εκδηλώνουν» (1221b 11-14).

Για την πλήρη αποσαφήνιση αυτού θα δοθούν επιπλέον παραδείγματα: «Για παράδειγμα, θεωρείται κάποιος οξύθυμος επειδή εκδηλώνει το πάθος πιο γρήγορα απ’ ό,τι πρέπει, ενώ σκληρός και οργίλος επειδή το πάθος του έχει ένταση· και πικρόχολος επειδή η οργή του έχει υπερβολική διάρκεια, ενώ βίαιος και επιθετικός επειδή προβαίνει σε αντεκδικήσεις λόγω της οργής του» (1221b 14-18).

Επί της ουσίας επαναλαμβάνεται η άποψη ότι η ορθή πράξη που ορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής είναι αυτή που γίνεται τη στιγμή που πρέπει, με τους ανθρώπους που πρέπει, σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει, για τους λόγους που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, όπως είχε διατυπωθεί στα «Ηθικά Νικομάχεια». Σαφώς και πρέπει κάποιος να εκδηλώσει την οργή του όταν τον προσβάλλουν (αλλιώς θα υπέπιπτε στην απάθεια που ορίζει η έλλειψη). Η οργή, όμως, οφείλει να εκδηλώνεται στο σωστό χρόνο, με τους σωστούς ανθρώπους, τα σωστά πράγματα και με το σωστό τρόπο. Και η οριοθέτηση αυτών είναι υπόθεση της μεσότητας.

Όμως, ο εθισμός της μικρής ηλικίας είναι αδύνατο να θεωρηθεί κάτι ξεχωριστό από τα πρότυπα και τις αξίες που προβάλλει η κοινωνία. Η κοινωνία που καθιστά πετυχημένο τον αδίστακτο, ευφυή τον αμοραλιστή, ισχυρό τον ανάξιο, άξιο αυτόν που ξέρει να διαπλέκεται, σοφό τον εγωιστή και ανόητο (ή αδύναμο) τον εγκρατή δεν μπορεί παρά να διαπλάσει και τους πολίτες πάνω σε αυτά τα πρότυπα. Σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη οι αξίες αντιστρέφονται διαστρεβλώνοντας όλες τις έννοιες.

Υπό αυτή τη συνθήκη, η αξιοκρατία, η ανδρεία, η φιλία, η εργατικότητα, η ειλικρίνεια, η μεγαλοπρέπεια, ακόμη και η δικαιοσύνη γίνονται λέξεις που στερούνται νοήματος. Η επικράτηση του κυνισμού, ως υπέρτατου εγωισμού, η θεοποίηση του χρήματος και η εκδοχή της επιτυχίας που μετριέται αποκλειστικά με την ευκολία και το μέγεθος της συσσώρευσης του πλούτου, απαξιώνουν κάθε έννοια αρετής φέρνοντας στην επιφάνεια τα νέα ήθη που θα διαπλάσουν τους ανθρώπους. Με τέτοια κοινωνικά δεδομένα η προσέγγιση της αριστοτελικής ηθικής φαντάζει εκτός πραγματικότητας.

Ο αριστοτελικά ανδρείος παύει να έχει κύρος δίνοντας τη θέση του στο θρασύ, ο φίλος αντικαθίσταται από τον κόλακα και ο ακόλαστος μετατρέπεται σε άνθρωπο που ξέρει να ζει τη στιγμή. Αυτό που μένει είναι η αντανακλαστική υιοθέτηση των κυρίαρχων αξιών μέσα στο σύγχρονο κόσμο της ταχύτητας και της ακρισίας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη λαίλαπα του πολιτισμού της αυτοματοποίησης λειτουργεί μηχανιστικά κι απελπισμένα όπως αυτός που πνίγεται στη μέση του ωκεανού. Μην έχοντας καμιά επαφή με τον εαυτό του, μη γνωρίζοντας καν τι είναι αυτό που επιθυμεί, αναζητά την ευτυχία αποκλειστικά σ’ αυτό που προβάλλεται, σαν αποπροσανατολισμένο ψάρι που κινείται στη λάθος κατεύθυνση.

Ετεροκαθοριζόμενος, ολοκληρωτικά χαμένος ακολουθεί τα βήματα μιας τυποποιημένης ευτυχίας που τελικά δεν τον εκφράζει. Μοιραία ξεπέφτει στην κατανάλωση. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο πρόθυμος να τσαλαπατήσει τους άλλους για το κέρδος. Δρα ανταγωνιστικά και ζηλεύει τα αγαθά των άλλων, αφού τα εκλαμβάνει ως κοινωνική καταξίωση.

Βιώνοντας το παράλογο ξεφαντώνει χωρίς να γλεντάει, γελάει χωρίς να χαίρεται, διασκεδάζει χωρίς να ευχαριστιέται, πολιτεύεται χωρίς να οραματίζεται, συζητά χωρίς να επικοινωνεί, συναναστρέφεται χωρίς να κάνει φιλίες, και γενικώς μιμείται, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Σ’ αυτό τον άνθρωπο απευθύνεται ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να τα εξηγήσει όλα από την αρχή…

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΘΕΟΜΝΗΣΤΟΥ

ΛΥΣ 10.30–32

Ἐπίλογος: συμβουλή να αγνοηθούν οι ισχυρισμοί του αντιδίκου και προτροπή για την καταδίκη του

Ο ομιλητής απέδειξε ότι ο ισχυρισμός του Θεόμνηστου ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει τη θανάτωση του πατέρα του ήταν αβάσιμος (βλ. και ΛΥΣ 10.1–3) και προσπάθησε να ανατρέψει προκαταβολικά κάποια δικονομικού περιεχομένου επιχειρήματα που ανέμενε ότι θα επικαλούνταν ο κατηγορούμενος. Έπειτα συνέκρινε το ήθος του με αυτό του κατηγορουμένου, για να καταλήξει:


[30] Ἀκούω δ’ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν
λόγον τρέπεσθαι, ὡς ὀργισθεὶς εἴρηκε ταῦτα ἐμοῦ μαρ-
τυρήσαντος τὴν αὐτὴν μαρτυρίαν Διονυσίῳ. ὑμεῖς δ’ ἐνθυ-
μεῖσθε, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι ὁ νομοθέτης οὐδεμίαν
ὀργῇ συγγνώμην δίδωσιν, ἀλλὰ ζημιοῖ τὸν λέγοντα, ἐὰν
μὴ ἀποφαίνῃ ὡς ἔστιν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα. ἐγὼ δὲ δὶς
ἤδη περὶ τούτου μεμαρτύρηκα· οὐ γάρ πω ᾔδη ὅτι ὑμεῖς
τοὺς μὲν ἰδόντας τιμωρεῖσθε, τοῖς δὲ ἀποβαλοῦσι συγ-
γνώμην ἔχετε.

[31] Περὶ μὲν οὖν τούτων οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν·
ἐγὼ δ’ ὑμῶν δέομαι καταψηφίσασθαι Θεομνήστου, ἐνθυ-
μουμένους ὅτι οὐκ ἂν γένοιτο τούτου μείζων ἀγών μοι.
νῦν γὰρ διώκω <μὲν> κακηγορίας, τῇ δ’ αὐτῇ ψήφῳ
φόνου φεύγω τοῦ πατρός, ὃς μόνος, ἐπειδὴ τάχιστα ἐδο-
κιμάσθην, ἐπεξῆλθον τοῖς τριάκοντα ἐν Ἀρείῳ πάγῳ. [32] ὧν
μεμνημένοι καὶ ἐμοὶ καὶ τῷ πατρὶ βοηθήσατε καὶ τοῖς
νόμοις τοῖς κειμένοις καὶ τοῖς ὅρκοις οἷς ὀμωμόκατε.

***
Πληροφορούμαι δε, κύριοι δικασταί, ότι αυτός θα ισχυρισθή και τούτο, ότι δηλαδή οργισθείς είπε ταύτα, επειδή εγώ εβεβαίωσα την μαρτυρίαν του Διονυσίου. Σεις δε, κύριοι δικασταί, να έχετε υπ' όψιν σας, ότι ο νομοθέτης ουδεμίαν οργήν συγχωρεί, αλλά τιμωρεί τον κακολογούντα, εάν δεν αποδείξη, ότι είναι αληθή, όσα λέγει. Εγώ δε δύο φοράς μέχρι τούδε έχω μαρτυρήσει περί τούτου· διότι δεν εγνώριζον ακόμη ότι σεις τους μεν ιδόντας, όταν μαρτυρήσουν τους τιμωρείτε, τους δε ρίπτοντας τα όπλα συγχωρείτε.

Περί τούτων μεν λοιπόν δεν ηξεύρω γιατί πρέπει να λέγω περισσότερα. Σας ικετεύω να καταδικάσετε τον Θεόμνηστον έχοντες υπ' όψιν σας ότι δεν δύναται για μένα να υπάρξη μεγαλύτερος αγών του παρόντος. Διότι τώρα μεν συγχρόνως είμαι κατήγορος διά δυσφήμησιν, διά της ιδίας δε περί Θεομνήστου αποφάσεώς σας είμαι κατηγορούμενος διά φόνον του πατρός μου, ο οποίος μόνος, μόλις ενηλικιώθην, κατήγγειλα τους Τριάκοντα εις την βουλήν του Αρείου Πάγου. Ταύτα έχοντες υπ' όψιν σας βοηθήσατε και μένα και τον πατέρα μου, και τους κειμένους νόμους, και τους όρκους που ωρκισθήκατε.