ΚΑ. καὶ μὴν ὁ χρησμὸς οὐκέτ᾽ ἐκ καλυμμάτων
ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην·
1180 λαμπρὸς δ᾽ ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς
πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματος δίκην
κλύζειν πρὸς αὐγάς, τοῦδε πήματος πολὺ
μεῖζον· φρενώσω δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐξ αἰνιγμάτων.
καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος κακῶν
1185 ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων.
τὴν γὰρ στέγην τήνδ᾽ οὔποτ᾽ ἐκλείπει χορὸς
σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος· οὐ γὰρ εὖ λέγει.
καὶ μὴν πεπωκώς γ᾽, ὡς θρασύνεσθαι πλέον,
βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει,
1190 δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων Ἐρινύων.
ὑμνοῦσι δ᾽ ὕμνον δώμασιν προσήμεναι
πρώταρχον ἄτης· ἐν μέρει δ᾽ ἀπέπτυσαν
εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς.
ἥμαρτον, ἢ κυρῶ τι τοξότης τις ὥς;
1195 ἢ ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων;
ἐκμαρτύρησον προυμόσας τό μ᾽ εἰδέναι
λόγῳ παλαιὰς τῶνδ᾽ ἁμαρτίας δόμων.
ΧΟ. καὶ πῶς ἂν ὅρκου πῆγμα, γενναίως παγέν,
παιώνιον γένοιτο; θαυμάζω δέ σου,
1200 πόντου πέραν τραφεῖσαν ἀλλόθρουν πόλιν
κυρεῖν λέγουσαν, ὥσπερ εἰ παρεστάτεις.
ΚΑ. μάντις μ᾽ Ἀπόλλων τῷδ᾽ ἐπέστησεν τέλει.
1204 ΧΟ. μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος;
1203 ΚΑ. προτοῦ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε.
1205 ΧΟ. ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον.
ΚΑ. ἀλλ᾽ ἦν παλαιστὴς κάρτ᾽ ἐμοὶ πνέων χάριν.
ΧΟ. ἦ καὶ τέκνων εἰς ἔργον ἤλθετον νόμῳ;
ΚΑ. ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην.
ΧΟ. ἤδη τέχναισιν ἐνθέοις ᾑρημένη;
1210 ΚΑ. ἤδη πολίταις πάντ᾽ ἐθέσπιζον πάθη.
ΧΟ. πῶς δῆτ᾽ ἄνατος ἦσθα Λοξίου κότῳ;
ΚΑ. ἔπειθον οὐδέν᾽ οὐδέν, ὡς τάδ᾽ ἤμπλακον.
ΧΟ. ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ θεσπίζειν δοκεῖς.
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Σε λίγο ακόμα κι ο χρησμός πια δε θα βλέπει
μες απ᾽ τους πέπλους σαν τη νιόπαντρη τη νύφη,
μα θα χυθεί, όπως φαίνεται, μ᾽ ορμή μεγάλη
1180 προς του ήλιου τις ανατολές και σαν το κύμα
στο φως κακό θα βγάλει πιο μεγάλο απ᾽ τ᾽ άλλο.
Τώρα όχι πια μ᾽ αινίγματα θα σου τα μάθω·
και μάρτυρές μου να ᾽σαστε μαζί ακλουθώντας
πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τ᾽ αχνάρια·
γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη
χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία
και μια που μάλιστα έχει πιεί ανθρώπινο αίμα
κι αποδιαντράπη ολότελα, το ᾽στρωσε μέσα
στο σπίτι για καλά και πια δε λέει να φύγει
1190 των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος.
κι έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε
την πρώταρχη αφορμή των συμφορών κι ακόμα
καταριούνται με φρίκη τ᾽ άνομο κρεβάτι,
που ατίμασε αδερφός — κακό της κεφαλής του!
Αστόχησα, ή το βρήκα σαν καλός τοξότης;
ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα;
αρνήσου το αν μπορείς κι ορκίσου πως δε ξέρεις
απ᾽ ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες.
ΧΟΡΟΣ
Ω και να μπόρειε ο στέρεος δεμένος όρκος
καμιά θεράπεια να ᾽φερνε! μα εσέ θαυμάζω,
1200 πώς, από χώρ᾽ αλαργινή κι αλλόγλωσσή μας,
σα να ᾽σουν μπρος και τα ᾽βλεπες, τα ξεδιαλύνεις.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Στην τέχνη αυτή μ᾽ όρισε ο Απόλλωνας ο μάντης.
ΧΟΡΟΣ
Μήπως, αν και θεός, τον λάβωσε ο έρωτάς σου;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Πριν το ᾽χα για ντροπή λόγο γι᾽ αυτά να κάνω.
ΧΟΡΟΣ
Στις ευτυχίες, απάνω του καθείς το παίρνει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Μα ήταν για μένα αγωνιστής γιομάτος φλόγα.
ΧΟΡΟΣ
Μη και μαζί του σ᾽ ένωσε του γάμου ο νόμος;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ενώ είχα πει το ναι, τον γέλασα κατόπι.
ΧΟΡΟΣ
Αφού είχες πια τη θεϊκιά την τέχνη πάρει;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
1210 Στην πόλη πια προφήτευα όλα της τα πάθη.
ΧΟΡΟΣ
Και πώς απλέρωτη έμεινες απ᾽ την οργή του;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Κανείς πια δε με πίστευε, μετά απ᾽ το κρίμα αυτό.
ΧΟΡΟΣ
Μα σε μας φαίνονται, αχ, πολύ σωστοί οι χρησμοί σου.
ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην·
1180 λαμπρὸς δ᾽ ἔοικεν ἡλίου πρὸς ἀντολὰς
πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματος δίκην
κλύζειν πρὸς αὐγάς, τοῦδε πήματος πολὺ
μεῖζον· φρενώσω δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐξ αἰνιγμάτων.
καὶ μαρτυρεῖτε συνδρόμως ἴχνος κακῶν
1185 ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων.
τὴν γὰρ στέγην τήνδ᾽ οὔποτ᾽ ἐκλείπει χορὸς
σύμφθογγος οὐκ εὔφωνος· οὐ γὰρ εὖ λέγει.
καὶ μὴν πεπωκώς γ᾽, ὡς θρασύνεσθαι πλέον,
βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει,
1190 δύσπεμπτος ἔξω, συγγόνων Ἐρινύων.
ὑμνοῦσι δ᾽ ὕμνον δώμασιν προσήμεναι
πρώταρχον ἄτης· ἐν μέρει δ᾽ ἀπέπτυσαν
εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς.
ἥμαρτον, ἢ κυρῶ τι τοξότης τις ὥς;
1195 ἢ ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων;
ἐκμαρτύρησον προυμόσας τό μ᾽ εἰδέναι
λόγῳ παλαιὰς τῶνδ᾽ ἁμαρτίας δόμων.
ΧΟ. καὶ πῶς ἂν ὅρκου πῆγμα, γενναίως παγέν,
παιώνιον γένοιτο; θαυμάζω δέ σου,
1200 πόντου πέραν τραφεῖσαν ἀλλόθρουν πόλιν
κυρεῖν λέγουσαν, ὥσπερ εἰ παρεστάτεις.
ΚΑ. μάντις μ᾽ Ἀπόλλων τῷδ᾽ ἐπέστησεν τέλει.
1204 ΧΟ. μῶν καὶ θεός περ ἱμέρῳ πεπληγμένος;
1203 ΚΑ. προτοῦ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε.
1205 ΧΟ. ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον.
ΚΑ. ἀλλ᾽ ἦν παλαιστὴς κάρτ᾽ ἐμοὶ πνέων χάριν.
ΧΟ. ἦ καὶ τέκνων εἰς ἔργον ἤλθετον νόμῳ;
ΚΑ. ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην.
ΧΟ. ἤδη τέχναισιν ἐνθέοις ᾑρημένη;
1210 ΚΑ. ἤδη πολίταις πάντ᾽ ἐθέσπιζον πάθη.
ΧΟ. πῶς δῆτ᾽ ἄνατος ἦσθα Λοξίου κότῳ;
ΚΑ. ἔπειθον οὐδέν᾽ οὐδέν, ὡς τάδ᾽ ἤμπλακον.
ΧΟ. ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ θεσπίζειν δοκεῖς.
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Σε λίγο ακόμα κι ο χρησμός πια δε θα βλέπει
μες απ᾽ τους πέπλους σαν τη νιόπαντρη τη νύφη,
μα θα χυθεί, όπως φαίνεται, μ᾽ ορμή μεγάλη
1180 προς του ήλιου τις ανατολές και σαν το κύμα
στο φως κακό θα βγάλει πιο μεγάλο απ᾽ τ᾽ άλλο.
Τώρα όχι πια μ᾽ αινίγματα θα σου τα μάθω·
και μάρτυρές μου να ᾽σαστε μαζί ακλουθώντας
πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τ᾽ αχνάρια·
γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη
χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία
και μια που μάλιστα έχει πιεί ανθρώπινο αίμα
κι αποδιαντράπη ολότελα, το ᾽στρωσε μέσα
στο σπίτι για καλά και πια δε λέει να φύγει
1190 των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος.
κι έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε
την πρώταρχη αφορμή των συμφορών κι ακόμα
καταριούνται με φρίκη τ᾽ άνομο κρεβάτι,
που ατίμασε αδερφός — κακό της κεφαλής του!
Αστόχησα, ή το βρήκα σαν καλός τοξότης;
ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα;
αρνήσου το αν μπορείς κι ορκίσου πως δε ξέρεις
απ᾽ ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες.
ΧΟΡΟΣ
Ω και να μπόρειε ο στέρεος δεμένος όρκος
καμιά θεράπεια να ᾽φερνε! μα εσέ θαυμάζω,
1200 πώς, από χώρ᾽ αλαργινή κι αλλόγλωσσή μας,
σα να ᾽σουν μπρος και τα ᾽βλεπες, τα ξεδιαλύνεις.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Στην τέχνη αυτή μ᾽ όρισε ο Απόλλωνας ο μάντης.
ΧΟΡΟΣ
Μήπως, αν και θεός, τον λάβωσε ο έρωτάς σου;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Πριν το ᾽χα για ντροπή λόγο γι᾽ αυτά να κάνω.
ΧΟΡΟΣ
Στις ευτυχίες, απάνω του καθείς το παίρνει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Μα ήταν για μένα αγωνιστής γιομάτος φλόγα.
ΧΟΡΟΣ
Μη και μαζί του σ᾽ ένωσε του γάμου ο νόμος;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ενώ είχα πει το ναι, τον γέλασα κατόπι.
ΧΟΡΟΣ
Αφού είχες πια τη θεϊκιά την τέχνη πάρει;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
1210 Στην πόλη πια προφήτευα όλα της τα πάθη.
ΧΟΡΟΣ
Και πώς απλέρωτη έμεινες απ᾽ την οργή του;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Κανείς πια δε με πίστευε, μετά απ᾽ το κρίμα αυτό.
ΧΟΡΟΣ
Μα σε μας φαίνονται, αχ, πολύ σωστοί οι χρησμοί σου.