Ομηρομανής μάγειρος
Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η υπόθεση της κωμωδίας Φοινικίδης ούτε από ποια συμφραζόμενα προέρχεται το απόσπασμα. Στους σωζόμενους στίχους ένας ηλικιωμένος οικοδεσπότης περιγράφει τις δυσκολίες που είχε να συνεννοηθεί με τον μάγειρο που μίσθωσε, επειδή εκείνος επέμενε να χρησιμοποιεί για πράγματα καθημερινά όχι τις κοινόχρηστες ονομασίες, αλλά παρεξηγήσιμες ή ακατανόητες για τον συνομιλητή του ομηρικές λέξεις.
Ο μάγειρος, που είναι άγνωστος στην Αρχαία κωμωδία (περίπου: την κωμωδία του 5ου αι.), διαμορφώνεται ως σταθερός τύπος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την περίοδο της Μέσης κωμωδίας, δηλ. στα χρόνια ανάμεσα στον Αριστοφάνη και στον Μένανδρο, όταν η προετοιμασία του δείπνου καταλαμβάνει σημαντική ή κεντρική θέση στην πλοκή της κωμωδίας, και παραμένει ως σταθερός τύπος και της Νέας κωμωδίας. Ο μάγειρος κατά κανόνα είναι αλαζών και υπερόπτης, έχει πολύ μεγάλη ιδέα για την τέχνη του, που την εκθειάζει υπερμέτρως, συγκρίνοντάς την άλλοτε με τη γεωμετρία και άλλοτε με τη μουσική, και γενικά τυραννάει λίγο πολύ τους πάντες, με πρώτους τους βοηθούς του και τον οικοδεσπότη.
Το απόσπασμα παραδίδεται σε δύο εκδοχές, που ενδεχομένως ανάγονται σε δύο διαφορετικούς ποιητές. Οι στίχοι που απαντούν μόνο στη διευρυμένη εκδοχή τυπώνονται πιο μέσα (ἐν εἰσθέσει).
Φοινικίδης (Απόσπασμα 1)
σφίγγ᾽ ἄρρεν᾽, οὐ μάγειρον, εἰς τὴν οἰκίαν
εἴληφ᾽· ἁπλῶς γὰρ οὐδὲ ἕν, μὰ τοὺς θεούς,
ὧν ἂν λέγῃ συνίημι· καινὰ ῥήματα
πεπορισμένος πάρεστιν· ὡς εἰσῆλθε γάρ,
5 εὐθὺς μ᾽ ἐπηρώτησε προσβλέψας μέγα·
«πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον; λέγε.»
«ἐγὼ κέκληκα Μέροπας ἐπὶ δεῖπνον; χολᾷς.
τοὺς δὲ Μέροπας τούτους με γινώσκειν δοκεῖς;
οὐδεὶς παρέσται· τοῦτο γάρ, νὴ τὸν Δία,
10 ἔστι κατάλοιπον, μέροπας ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν.»
«οὐδ᾽ ἄρα παρέσται δαιτυμὼν οὐθεὶς ὅλως;»
«οὐκ οἴομαί γε.» Δαιτυμών; ἐλογιζόμην·
«ἥξει Φιλῖνος, Μοσχίων, Νικήρατος,
ὁ δεῖν᾽, ὁ δεῖνα.» κατ᾽ ὄνομ᾽ ἐπεπορευόμην·
15 οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς οὐδὲ εἷς μοι Δαιτυμών.
«οὐδεὶς παρέσται» φημί. «τί λέγεις; οὐδὲ εἷς;»
ὁ δ᾽ ἠγανάκτησ᾽ ὥσπερ ἠδικημένος
ὅτι οὐ κέκληκα Δαιτυμόνα. καινὸν σφόδρα.
«οὐδ᾽ ἄρα θύεις ῥηξίχθον᾽;» «οὐκ», ἔφην, «ἐγώ.»
20 «βοῦν εὐρυμέτωπον;» «οὐ θύω βοῦν, ἄθλιε.»
«μῆλα θυσιάζεις ἆρα;» «μὰ Δί᾽, ἐγὼ μὲν οὔ.
οὐδέτερον αὐτῶν, προβάτιον δ᾽.» «οὔκουν», ἔφη,
«τὰ μῆλα πρόβατα.» «‹μῆλα πρόβατ᾽;› οὐκ οἶδ᾽», ἔφην,
«μάγειρε, τούτων οὐθέν, οὐδὲ βούλομαι.
25 ἀγροικότερός εἰμ᾽, ὥσθ᾽ ἁπλῶς μοι διαλέγου.»
«Ὅμηρον οὐκ οἶσθας λέγοντα;» «καὶ μάλα
ἐξῆν ὃ βούλοιτ᾽, ὦ μάγειρ᾽, αὐτῷ λέγειν.
ἀλλὰ τί πρὸς ἡμᾶς τοῦτο, πρὸς τῆς Ἑστίας;»
«κατ᾽ ἐκεῖνον ἤδη πρόσεχε καὶ τὰ λοιπά μοι».
30 «Ὁμηρικῶς γὰρ διανοεῖ μ᾽ ἀπολλύναι;»
«οὕτω λαλεῖν εἴωθα.» «μὴ τοίνυν λάλει
οὕτω παρ᾽ ἔμοιγ᾽ ὤν.» «ἀλλὰ διὰ τὰς τέτταρας
δραχμὰς ἀποβάλω» φησί, «τὴν προαίρεσιν;
τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.» «τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τί;»
35 «κριθαί.» «τί οὖν, ἀπόπληκτε, περιπλοκὰς λέγεις;»
«πηγός πάρεστι;» «πηγός; οὐχὶ λαικάσει,
ἐρεῖς σαφέστερον θ᾽ ὃ βούλει μοι λέγειν;»
«ἀτάσθαλός γ᾽ εἶ, πρέσβυ.» φησίν. «ἅλα φέρε·
τοῦτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ πηγός, τοῦτο δεῖξον.» χέρνιβον
40 παρῆν· ἔθυεν, ἔλεγεν ἕτερα μυρία
τοιαῦθ᾽ ἅ, μὰ τὴν Γῆν, οὐδὲ εἷς συνῆκεν ἄν,
μίστυλλα, μοίρας, δίπτυχ᾽, ὀβελούς· ὥστ᾽ ἔδει
τὰ τοῦ Φιλίτα λαμβάνοντα βυβλία
σκοπεῖν ἕκαστον τί δύναται τῶν ῥημάτων.
45 ἀλλ᾽ ἱκέτευον αὐτὸν ἤδη μεταβαλὼν
ἀνθρωπίνως λαλεῖν τι. τὸν δ᾽ οὐκ ἄν ποτε
ἔπεισεν ἡ Πειθὼ παραστᾶσ᾽ αὐτόθι.
καί μοι δοκεῖ ῥαψῳδοτοιούτου τινὸς
δοῦλος γεγονὼς ἐκ παιδὸς ἁλιτήριος
50 εἶτ᾽ ἀναπεπλῆσθαι τῶν Ὁμήρου ῥημάτων
***
Αρσενική σφίγγα1 έφερα στο σπίτι μου, όχι μάγειρα.
Από αυτά που λέει, μα τους θεούς, δεν καταλαβαίνω γρυ.
Μου έχει έρθει εφοδιασμένος με καινούργιες λέξεις.
Να, με το που μπήκε μέσα, με ρώτησε άξαφνα,5
κοιτάζοντάς με αφ᾽ υψηλού:
«Πόσους μέροπες2 έχεις καλέσει στο δείπνο; Λέγε.»
«Εγώ κάλεσα Μέροπες σε δείπνο; Τρελάθηκες.
Αυτούς τους Μέροπες θαρρείς πως τους ξέρω;
Δεν θα παρευρεθεί κανείς· αυτό, μα τον Δία, μου έλειπε τώρα,
να καλώ σε δείπνο μέροπες.»10
«Δηλαδή δεν θα παρευρεθεί ούτε ένας συνδαιτυμών;»
«Δεν νομίζω.» Συνδαιτυμών; Άρχισα να λογαριάζω·
«θά ᾽ρθει ο Φιλίνος, ο Μοσχίων, ο Νικήρατος,
ο τάδε, ο τάδε.» Πέρασα τα ονόματα ένα-ένα.
Δυστυχώς δεν υπήρχε ανάμεσα τους Συνδαιτυμών.15
«Δεν θα παρευρεθεί κανένας» λέω. «Τι είπες; Ούτε ένας;»
Και έγινε έξω φρενών λες και τον προσέβαλα
που δεν είχα καλέσει Συνδαιτυμόνα. Πρωτοφανές και πρωτάκουστο.
«Δηλαδή δεν θυσιάζεις ρηξίχθονα;»3 «Εγώ», είπα, «όχι, δεν θυσιάζω».
«Βουν ευρυμέτωπον;» «Δεν θυσιάζω βόδι, άθλιε.»20
«Μήπως θυσιάζεις μήλα;» «Εγώ, μα τον Δία, δεν θυσιάζω, όχι.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο, μονάχα ένα προβατάκι.»
«Μα, μήλα», είπε, «σημαίνει πρόβατα.» «Μήλα σημαίνει πρόβατα;
Δεν ξέρω», είπα, «μάγειρα,
τίποτε απ᾽ αυτά, ούτε θέλω να μάθω.
Εγώ είμαι λίγο χοντροκέφαλος. Μίλησέ μου λοιπόν απλά.»25
«Δεν ξέρεις ότι ο Όμηρος λέει -;» «Αυτός, μάγειρα,
ήταν απολύτως ελεύθερος να λέει ό,τι θέλει.
Όμως, για τ᾽ όνομα της Εστίας, τι σχέση έχει αυτό με εμάς;»
«Άκουσε λοιπόν τώρα και τα υπόλοιπα με τον τρόπο το δικό του.»
«Δηλαδή βάλθηκες να με εξοντώσεις ομηρικώς;»30
«Έτσι έχω μάθει να μιλάω.» «Τότε, να μη μιλάς έτσι
όταν είσαι μαζί μου.»
«Και να απεμπολήσω», λέει, «τις αρχές μου
για τις τέσσερις δραχμές;»
«Φέρε μου εδώ τις ουλοχύτες.» «Αυτό πάλι τι είναι;»
«Κριθάρι.» «Και γιατί, συφοριασμένε, τα λες ακαταλαβίστικα;»35
«Υπάρχει πηγός;» «Πηγός; Δεν απαυτώνεσαι!
Δεν θα μου πεις καθαρά ό ,τι έχεις να μου πεις;»
«Γίνεσαι χυδαίος, γέροντα», λέει. «Αλάτι φέρε·
αυτό είναι ο πηγός, αυτό δώσε μου.»
Το ιερό νερό4 ήταν έτοιμο, επρόσφερε θυσία, έλεγε μύρια όσα,40
τέτοια που, μα τη Γη, κανείς δεν θα μπορούσε να τα καταλάβει:
οπτά, κρεατοσφαιρίδια, αλλάντες, οβελίες.5
Τελικά έπρεπε να βάλω κάτω τα βιβλία του Φιλίτα6
και να ψάχνω να βρω τι σημαίνει κάθε λέξη.
Αφού είδα και απόειδα, άλλαξα τακτική και τον ικέτευα45
να μιλήσει και λίγο ανθρωπινά. Ε, αυτόν
η ίδια η Πειθώ να παρουσιαζόταν επί τόπου
δεν επρόκειτο να τον πείσει εις τον αιώνα.
Αν με ρωτάς, φαίνεται πως από παιδί ο αναθεματισμένος
ήτανε δούλος κάποιου ραψωδοτέτοιου
κι εκεί την ψώνισε με τη γλώσσα του Ομήρου.50
--------------------
Ο μάγειρος, που είναι άγνωστος στην Αρχαία κωμωδία (περίπου: την κωμωδία του 5ου αι.), διαμορφώνεται ως σταθερός τύπος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την περίοδο της Μέσης κωμωδίας, δηλ. στα χρόνια ανάμεσα στον Αριστοφάνη και στον Μένανδρο, όταν η προετοιμασία του δείπνου καταλαμβάνει σημαντική ή κεντρική θέση στην πλοκή της κωμωδίας, και παραμένει ως σταθερός τύπος και της Νέας κωμωδίας. Ο μάγειρος κατά κανόνα είναι αλαζών και υπερόπτης, έχει πολύ μεγάλη ιδέα για την τέχνη του, που την εκθειάζει υπερμέτρως, συγκρίνοντάς την άλλοτε με τη γεωμετρία και άλλοτε με τη μουσική, και γενικά τυραννάει λίγο πολύ τους πάντες, με πρώτους τους βοηθούς του και τον οικοδεσπότη.
Το απόσπασμα παραδίδεται σε δύο εκδοχές, που ενδεχομένως ανάγονται σε δύο διαφορετικούς ποιητές. Οι στίχοι που απαντούν μόνο στη διευρυμένη εκδοχή τυπώνονται πιο μέσα (ἐν εἰσθέσει).
Φοινικίδης (Απόσπασμα 1)
σφίγγ᾽ ἄρρεν᾽, οὐ μάγειρον, εἰς τὴν οἰκίαν
εἴληφ᾽· ἁπλῶς γὰρ οὐδὲ ἕν, μὰ τοὺς θεούς,
ὧν ἂν λέγῃ συνίημι· καινὰ ῥήματα
πεπορισμένος πάρεστιν· ὡς εἰσῆλθε γάρ,
5 εὐθὺς μ᾽ ἐπηρώτησε προσβλέψας μέγα·
«πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον; λέγε.»
«ἐγὼ κέκληκα Μέροπας ἐπὶ δεῖπνον; χολᾷς.
τοὺς δὲ Μέροπας τούτους με γινώσκειν δοκεῖς;
οὐδεὶς παρέσται· τοῦτο γάρ, νὴ τὸν Δία,
10 ἔστι κατάλοιπον, μέροπας ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν.»
«οὐδ᾽ ἄρα παρέσται δαιτυμὼν οὐθεὶς ὅλως;»
«οὐκ οἴομαί γε.» Δαιτυμών; ἐλογιζόμην·
«ἥξει Φιλῖνος, Μοσχίων, Νικήρατος,
ὁ δεῖν᾽, ὁ δεῖνα.» κατ᾽ ὄνομ᾽ ἐπεπορευόμην·
15 οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς οὐδὲ εἷς μοι Δαιτυμών.
«οὐδεὶς παρέσται» φημί. «τί λέγεις; οὐδὲ εἷς;»
ὁ δ᾽ ἠγανάκτησ᾽ ὥσπερ ἠδικημένος
ὅτι οὐ κέκληκα Δαιτυμόνα. καινὸν σφόδρα.
«οὐδ᾽ ἄρα θύεις ῥηξίχθον᾽;» «οὐκ», ἔφην, «ἐγώ.»
20 «βοῦν εὐρυμέτωπον;» «οὐ θύω βοῦν, ἄθλιε.»
«μῆλα θυσιάζεις ἆρα;» «μὰ Δί᾽, ἐγὼ μὲν οὔ.
οὐδέτερον αὐτῶν, προβάτιον δ᾽.» «οὔκουν», ἔφη,
«τὰ μῆλα πρόβατα.» «‹μῆλα πρόβατ᾽;› οὐκ οἶδ᾽», ἔφην,
«μάγειρε, τούτων οὐθέν, οὐδὲ βούλομαι.
25 ἀγροικότερός εἰμ᾽, ὥσθ᾽ ἁπλῶς μοι διαλέγου.»
«Ὅμηρον οὐκ οἶσθας λέγοντα;» «καὶ μάλα
ἐξῆν ὃ βούλοιτ᾽, ὦ μάγειρ᾽, αὐτῷ λέγειν.
ἀλλὰ τί πρὸς ἡμᾶς τοῦτο, πρὸς τῆς Ἑστίας;»
«κατ᾽ ἐκεῖνον ἤδη πρόσεχε καὶ τὰ λοιπά μοι».
30 «Ὁμηρικῶς γὰρ διανοεῖ μ᾽ ἀπολλύναι;»
«οὕτω λαλεῖν εἴωθα.» «μὴ τοίνυν λάλει
οὕτω παρ᾽ ἔμοιγ᾽ ὤν.» «ἀλλὰ διὰ τὰς τέτταρας
δραχμὰς ἀποβάλω» φησί, «τὴν προαίρεσιν;
τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.» «τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τί;»
35 «κριθαί.» «τί οὖν, ἀπόπληκτε, περιπλοκὰς λέγεις;»
«πηγός πάρεστι;» «πηγός; οὐχὶ λαικάσει,
ἐρεῖς σαφέστερον θ᾽ ὃ βούλει μοι λέγειν;»
«ἀτάσθαλός γ᾽ εἶ, πρέσβυ.» φησίν. «ἅλα φέρε·
τοῦτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ πηγός, τοῦτο δεῖξον.» χέρνιβον
40 παρῆν· ἔθυεν, ἔλεγεν ἕτερα μυρία
τοιαῦθ᾽ ἅ, μὰ τὴν Γῆν, οὐδὲ εἷς συνῆκεν ἄν,
μίστυλλα, μοίρας, δίπτυχ᾽, ὀβελούς· ὥστ᾽ ἔδει
τὰ τοῦ Φιλίτα λαμβάνοντα βυβλία
σκοπεῖν ἕκαστον τί δύναται τῶν ῥημάτων.
45 ἀλλ᾽ ἱκέτευον αὐτὸν ἤδη μεταβαλὼν
ἀνθρωπίνως λαλεῖν τι. τὸν δ᾽ οὐκ ἄν ποτε
ἔπεισεν ἡ Πειθὼ παραστᾶσ᾽ αὐτόθι.
καί μοι δοκεῖ ῥαψῳδοτοιούτου τινὸς
δοῦλος γεγονὼς ἐκ παιδὸς ἁλιτήριος
50 εἶτ᾽ ἀναπεπλῆσθαι τῶν Ὁμήρου ῥημάτων
***
Αρσενική σφίγγα1 έφερα στο σπίτι μου, όχι μάγειρα.
Από αυτά που λέει, μα τους θεούς, δεν καταλαβαίνω γρυ.
Μου έχει έρθει εφοδιασμένος με καινούργιες λέξεις.
Να, με το που μπήκε μέσα, με ρώτησε άξαφνα,5
κοιτάζοντάς με αφ᾽ υψηλού:
«Πόσους μέροπες2 έχεις καλέσει στο δείπνο; Λέγε.»
«Εγώ κάλεσα Μέροπες σε δείπνο; Τρελάθηκες.
Αυτούς τους Μέροπες θαρρείς πως τους ξέρω;
Δεν θα παρευρεθεί κανείς· αυτό, μα τον Δία, μου έλειπε τώρα,
να καλώ σε δείπνο μέροπες.»10
«Δηλαδή δεν θα παρευρεθεί ούτε ένας συνδαιτυμών;»
«Δεν νομίζω.» Συνδαιτυμών; Άρχισα να λογαριάζω·
«θά ᾽ρθει ο Φιλίνος, ο Μοσχίων, ο Νικήρατος,
ο τάδε, ο τάδε.» Πέρασα τα ονόματα ένα-ένα.
Δυστυχώς δεν υπήρχε ανάμεσα τους Συνδαιτυμών.15
«Δεν θα παρευρεθεί κανένας» λέω. «Τι είπες; Ούτε ένας;»
Και έγινε έξω φρενών λες και τον προσέβαλα
που δεν είχα καλέσει Συνδαιτυμόνα. Πρωτοφανές και πρωτάκουστο.
«Δηλαδή δεν θυσιάζεις ρηξίχθονα;»3 «Εγώ», είπα, «όχι, δεν θυσιάζω».
«Βουν ευρυμέτωπον;» «Δεν θυσιάζω βόδι, άθλιε.»20
«Μήπως θυσιάζεις μήλα;» «Εγώ, μα τον Δία, δεν θυσιάζω, όχι.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο, μονάχα ένα προβατάκι.»
«Μα, μήλα», είπε, «σημαίνει πρόβατα.» «Μήλα σημαίνει πρόβατα;
Δεν ξέρω», είπα, «μάγειρα,
τίποτε απ᾽ αυτά, ούτε θέλω να μάθω.
Εγώ είμαι λίγο χοντροκέφαλος. Μίλησέ μου λοιπόν απλά.»25
«Δεν ξέρεις ότι ο Όμηρος λέει -;» «Αυτός, μάγειρα,
ήταν απολύτως ελεύθερος να λέει ό,τι θέλει.
Όμως, για τ᾽ όνομα της Εστίας, τι σχέση έχει αυτό με εμάς;»
«Άκουσε λοιπόν τώρα και τα υπόλοιπα με τον τρόπο το δικό του.»
«Δηλαδή βάλθηκες να με εξοντώσεις ομηρικώς;»30
«Έτσι έχω μάθει να μιλάω.» «Τότε, να μη μιλάς έτσι
όταν είσαι μαζί μου.»
«Και να απεμπολήσω», λέει, «τις αρχές μου
για τις τέσσερις δραχμές;»
«Φέρε μου εδώ τις ουλοχύτες.» «Αυτό πάλι τι είναι;»
«Κριθάρι.» «Και γιατί, συφοριασμένε, τα λες ακαταλαβίστικα;»35
«Υπάρχει πηγός;» «Πηγός; Δεν απαυτώνεσαι!
Δεν θα μου πεις καθαρά ό ,τι έχεις να μου πεις;»
«Γίνεσαι χυδαίος, γέροντα», λέει. «Αλάτι φέρε·
αυτό είναι ο πηγός, αυτό δώσε μου.»
Το ιερό νερό4 ήταν έτοιμο, επρόσφερε θυσία, έλεγε μύρια όσα,40
τέτοια που, μα τη Γη, κανείς δεν θα μπορούσε να τα καταλάβει:
οπτά, κρεατοσφαιρίδια, αλλάντες, οβελίες.5
Τελικά έπρεπε να βάλω κάτω τα βιβλία του Φιλίτα6
και να ψάχνω να βρω τι σημαίνει κάθε λέξη.
Αφού είδα και απόειδα, άλλαξα τακτική και τον ικέτευα45
να μιλήσει και λίγο ανθρωπινά. Ε, αυτόν
η ίδια η Πειθώ να παρουσιαζόταν επί τόπου
δεν επρόκειτο να τον πείσει εις τον αιώνα.
Αν με ρωτάς, φαίνεται πως από παιδί ο αναθεματισμένος
ήτανε δούλος κάποιου ραψωδοτέτοιου
κι εκεί την ψώνισε με τη γλώσσα του Ομήρου.50
--------------------
1 Η σφίγγα ήταν διαβόητη για τον γριφώδη και δυσνόητο λόγο της.
2 Η κωμικότητα εδώ και παρακάτω (στ. 11 κ.ε.) απορρέει από το γεγονός ότι ο οικοδεσπότης εκλαμβάνει τα πρωτίστως ή αποκλειστικώς ποιητικά -κυρίως ομηρικά-προσηγορικά μέροπες και δαιτυμών ως κύρια ονόματα. Η λέξη μέροπες στον Όμηρο είναι επίθετο που προσδιορίζει σταθερά το ουσιαστικό βροτοί (=θνητοί). Αργότερα έγινε ουσιαστικό, συνώνυμο με το βροτός.
3 Ρηξίχθων (ῥήγνυμι+χθών) = αυτός που σκίζει τη γη. Πιθανώς εννοεί χοίρο, και όχι βόδι, όπως προϋποθέτει το "διευρυμένο" κείμενο (στ. 22).
4 Το κριθάρι, το αλάτι και το ιερό νερό είναι απαραίτητα για τη θυσία.
5 Αποδίδουμε κατ᾽ αναλογία. Βλ. το πρωτότυπο και πβ. Οδύσσεια τ 422 μ ί σ τ υ λ λ ο ν τ᾽ ἄρ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀ β ε λ ο ῖ σ ιν / ... δάσσαντό τε μ ο ί ρ ας, Ιλιάς Α 461, 465 δ ί π τ υ χ α ποιήσαντες ... μ ί σ τ υ λ λ ο ν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀ β ε λ ο ῖ σ ι ν ἔπειραν («χώρισαν έπειτα τα μεριά, τα τύλιξαν με τη σκέπη») «διπλώνοντάς την ... έκοψαν μικρά μικρά κομμάτια τα άλλα κρέατα και τα πέρασαν στις σούβλες» (μτφρ. Ο. Κομνηνού-Κακριδή). Στον Όμηρο το μίστυλλον είναι ρήμα (παρατατικός χωρίς αύξηση) που σημαίνει «κόβω σε κομμάτια (μερίδες)» και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το τεμάχισμα του κρέατος πριν από το ψήσιμο. Ο αδαής περί τον Όμηρον γέρος το εξέλαβε ως ουσιαστικό (το μίστυλλον).
6 Ποιητής και λόγιος από την Κω (β᾽ μισό 4ου/αρχές 3ου αι. π.Χ.). Έγραψε, μεταξύ άλλων, ένα έργο με τον τίτλο Ἄτακτοι γλῶσσαι (παραδίδονται και οι τίτλοι Ἄτακτα και Γλῶσσαι), όπου είχε συγκεντρώσει διαλεκτικούς τύπους, τεχνικούς όρους και ομηρικές λέξεις.