Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
Και η λυρική ποίηση ως σύνολο υποχώρησε στα κλασικά χρόνια· επιβίωσαν όμως και καλλιεργήθηκαν όσα είδη συνδέονταν με συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η λατρεία των θεών, οι αθλητικοί αγώνες, τα συμπόσια κ.ά.
3.5.Β.i. Χορική ποίηση
Ο Σιμωνίδης φαίνεται να ήταν ο πρώτος που ανέβασε σε ποιητικά ύψη το Επινίκιο, δοξαστικό τραγούδι για τους νικητές των πανελλήνιων αθλητικών αγώνων· και από τότε έγινε συνήθιο οι νικητές (ιδιαίτερα οι αριστοκράτες και όσοι είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια) να παραγγέλλουν σε γνωστούς ποιητές να συνθέσουν, με μεγάλη αμοιβή, τον ύμνο που επιθυμούσαν να ακουστεί στην υποδοχή τους και να μείνει να θυμίζει τη δόξα τους στις επόμενες γενιές. Εκτός από τον Σιμωνίδη, τέτοια τραγούδια έγραψαν στα πρώιμα κλασικά χρόνια ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα επινίκια ήταν αφηγηματικά τραγούδια, καθώς οι ποιητές συνήθιζαν να αφιερώνουν λιγότερους στίχους για να περιγράψουν τα αγωνιστικά επιτεύγματα του αθλητή, περισσότερους για να δοξάσουν τον τόπο του και τη γενιά του, συσχετίζοντάς τα με θεούς και ήρωες, ξετυλίγοντας μύθους, θυμίζοντας ιστορικά γεγονότα, σχηματίζοντας ένα τιμητικό πλαίσιο, όπου τώρα, με τη συγκεκριμένη νίκη, ερχόταν να ενταχτεί ένας ακόμα προσωπικός θρίαμβος.
Τα περισσότερα πάλι επινίκια είναι συνθεμένα σε επωδικές τριάδες, ένα σχήμα που παραδίδεται ότι επινοήθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα από τον Ίβυκο ή τον Στησίχορο. Κάθε τριάδα αποτελείται από ένα αντιστροφικό ζευγάρι (μια στροφή και μιαν αντιστροφή, συνθεμένες στα ίδια ακριβώς μέτρα, ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν στο ίδιο μέλος) και μιαν επωδό σε μέτρα και μέλος διαφορετικά. Το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνεται όσες φορές χρειαστεί.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ (518-438 π.Χ.)
Θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον.[1]
Απόσπ. 121
Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα. Νέος μαθήτεψε για ένα διάστημα στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με το αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. Ήταν είκοσι χρονών όταν παρουσίασε το πρώτο του έργο, τον Πυθιόνικο για τον Ιπποκλή, γόνο της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών της Θεσσαλίας, που είχε νικήσει στον παιδικό δίαυλο. Σιγά σιγά η φήμη του μεγάλωνε, και για χρόνια ταξίδευε παρουσιάζοντας τις χορικές του συνθέσεις όχι μόνο στην Αίγινα, στην Αθήνα και στους Δελφούς, όπου του απονεμήθηκαν μεγάλες τιμές, αλλά και στις Συρακούσες και στον Ακράγαντα, όπου σχετίστηκε στενά με τους τυράννους, στην Κυρήνη, στη Μακεδονία και αλλού. Το 480 π.Χ., όταν ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες, η Θήβα εμήδισε (πήγε με το μέρος των Περσών), όχι χωρίς τη συναίνεση του ποιητή· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να πανηγυρίσει αργότερα τις ελληνικές νίκες και να υμνήσει την Αθήνα ως Ἑλλάδος ἔρεισμα (απόσπ. 76).
Επιβεβαιώνοντας την καταγωγή του από τον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και από αρχοντική και πλούσια οικογένεια, ο Πίνδαρος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τις αριστοκρατικές αξίες: την ευγενική καταγωγή, την ευσέβεια, τη σωματική ρώμη και ομορφιά, φυσικά και τον πλούτο. Υψηλή θέση έδινε και στη μουσική τέχνη, που τη θεωρούσε θεϊκό δώρο, όπως άλλωστε δώρο των θεών πίστευε πως ήταν και η ευρωστία των αθλητών και οι επιτυχίες τους στους αγώνες.
Παραγωγικός για περισσότερο από πενήντα χρόνια, ο Πίνδαρος έγραψε και παρουσίασε εγκώμια, επίνικους, θρήνους, παιάνες, παρθένεια, διθυράμβους, προσόδια και υπορχήματα· όμως από τα δεκαεπτά βιβλία, όπου οι αλεξανδρινοί είχαν συγκεντρώσει το έργο του, δε σώθηκαν παρά τέσσερα βιβλία με 44 επίνικους: ένα με Ολυμπιόνικους, ένα με Πυθιόνικους, ένα με Ισθμιόνικους και ένα με Νεμεόνικους. Από τα υπόλοιπα δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.
Η μουσική των ύμνων του μας μένει άγνωστη· όμως τα ποιητικά κείμενα που διαβάζουμε δικαιώνουν τον ενθουσιασμό των αλεξανδρινών φιλολόγων, που και τον μελέτησαν και τον επαίνεσαν πολύ. Ο Πίνδαρος έγραψε στη γλώσσα του έπους, με έντονο δωρικό χρώμα και κάποιες αιολικές αποκλίσεις. Το ύφος του, σοβαρό και μεγαλόπρεπο, όπως ταιριάζει στον επινίκιο έπαινο και στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της γιορτής, βασίζεται σε καλοχτισμένες και βαριοστολισμένες περιόδους, σε εντυπωσιακές εικόνες και στις πολλές γνώμες που, διάσπαρτες στο έργο του, τονίζουν την παντοδυναμία των θεών, την αδυναμία αλλά και τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων.
Δίπλα στον Πίνδαρο, που ήταν «Θηβαίος, πιστός στην παλιά παράδοση, βαρύς, δύσκολος, μονότροπος, πρέπει να τοποθετήσουμε τον ομότεχνο και συνομήλικο με τον Πίνδαρο ποιητή, τον Βακχυλίδη από τη Τζια, νεωτερικότερο, ευκολονόητο, πολύτροπο και πολύχρωμο. Και η δικιά του αποστολή ήταν να υμνεί νικητές αγώνων, όμως οι ύμνοι του αφήνουν να προβάλει ένα πνεύμα διαφορετικό: στον Πίνδαρο ο βαρύς Βοιωτός, στον Βακχυλίδη ο χαριτωμένος Ίωνας.»
ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ (περ. 516-450 π.Χ.)
Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς·[2] τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσεις.
Πολλές οι ομοιότητες, αλλά και οι διαφορές μεγάλες. Η γλώσσα του Βακχυλίδη δεν παρουσιάζει έντονο δωρικό χρώμα και είναι πιο ρευστή από τη γλώσσα του Πίνδαρου· το ύφος του είναι, παρ᾽ όλη την πληθώρα των επιθέτων, πιο ανάλαφρο, και η αφηγηματική του τεχνική, όπως θα το περιμέναμε από ίωνα ποιητή, πιο εκλεπτυσμένη. Από την άλλη μεριά, οι γνώμες του Βακχυλίδη υστερούν σε βάθος, και οι συνθέσεις του ως σύνολο δεν έχουν ούτε την ποιητική πνοή ούτε τη μεγαλοπρέπεια των πινδαρικών ύμνων.
Τα έργα του συγκεντρώθηκαν από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους σε εννέα βιβλία. Το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε, αλλά για καλή μας τύχη ένας πάπυρος διασώζει δεκατρία επινίκια, ένας άλλος έξι ύμνους (διθυράμβους και νόμους), που κιόλας οι τίτλοι τους (Ἀντηνορίδαι, Ἰώ, Ἴδας, Θησεύς κ.ά.) φανερώνουν τον μυθολογικό-αφηγηματικό τους χαρακτήρα.
Ο διθύραμβος, απ᾽ όπου πιστεύουμε ότι ξεκίνησε η τραγωδία, εξακολούθησε να αποτελεί απαραίτητο μουσικό συστατικό στις γιορτές του Διονύσου· προς το τέλος μάλιστα του 6ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε να γίνεται στα Μεγάλα Διονύσια χωριστός διαγωνισμός για τους κυκλικούς Χορούς των διθυράμβων - πενήντα παιδιά ή άντρες που χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού. Για το βραβείο συναγωνίζονταν σημαντικοί ποιητές, όπως ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης κ.ά.π.
Μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε το σοφιστικό κίνημα, ο διθύραμβος απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή του μορφή: η ποιητική γλώσσα στολίστηκε επιδεικτικά, η μουσική σύνθεση λευτερώθηκε από τους παραδοσιακούς κανόνες και κυριάρχησε απέναντι στον λόγο. Ανακατεύονταν οι ρυθμοί, παράλλαζαν οι μουσικές κλίμακες, και η χορική εκφορά τύχαινε να διακόπτεται από μονωδίες. Με αυτή τη μορφή ο νέος διθύραμβος και οι μεταρρυθμιστές διθυραμβοδιδάσκαλοι φυσικό ήταν να αποτελέσουν στόχο των κωμωδιογράφων, όπως άλλωστε στόχο των κωμωδιογράφων αποτέλεσαν και από τους τραγικούς ο Ευριπίδης και ο Αγάθων, που τα χορικά τους τραγούδια επηρεάζονταν από τους νέους μουσικούς τρόπους.
----------------------------
1. «Αφανίζεται τ᾽ όμορφο έργο, όταν το σκεπάσει σιωπή».
2. Ο Ιέρων και άλλοι μεγαλουσιάνοι δεν αγωνίζονταν οι ίδιοι, μόνο έπαιρναν μέρος στους ιππικούς αγώνες και στις αρματοδρομίες, όπου το στεφάνι της νίκης δε δινόταν στον ιππέα ή στον ηνίοχο αλλά στον ιδιοκτήτη των αλόγων και του άρματος.
Ο Ξενοφώντας και η διπλωματία του πολέμου
Εξάλλου, η έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων δεν τους άφηνε καθόλου ευχαριστημένους: «… οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να ‘χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τους ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους». (6,3,1).
Επί της ουσίας, είχαν αναμειχθεί σε έναν ασύμφορο πόλεμο, που εν τέλει στρεφόταν εναντίον των παραδοσιακών τους συμμάχων. Η Θήβα επέβαλε ακριβώς τους όρους που ήθελε προωθώντας δυναμικά τα συμφέροντά της στη Βοιωτία – κι όχι μόνο – μετατρέποντας την Αθήνα σε έρμαιο, καθώς από ένα σημείο και μετά θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούσε σε βάρος των συμφερόντων της.
Οι Αθηναίοι, όπως ήρθαν τα πράγματα, θα ήταν πιο λογικό να πολεμούν τους Θηβαίους παρά να εξυπηρετούν τον επεκτατισμό τους: «Ντρέπονταν, είν’ αλήθεια, να τους πολεμήσουν – λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο – αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων – που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας – και ν’ αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων». (6,3,1).
Από την αρχή αυτή η συμμαχία με τους Θηβαίους ήταν προβληματική για την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτό τον πόλεμο δεν ήθελαν να εμπλακούν και χρειάστηκε η προβοκάτσια του Σφοδρία και η αδικαιολόγητη (προκλητική) αθώωσή του από το σπαρτιατικό δικαστήριο. Τώρα όμως πραγματικά δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσουν. Η συνέλευση του λαού ψήφισε πανηγυρικά την ειρήνη κι αποφασίστηκε να στείλουν αμέσως πρέσβεις στη Σπάρτη για να τη διαπραγματευτούν.
Το ζήτημα της ειρήνης πήρε μεγάλες διαστάσεις, αφού, τελικά, στη Σπάρτη δεν πήγαν μόνο οι πρέσβεις των Αθηναίων, αλλά υπήρχαν πρέσβεις από όλες τις συμμαχικές πόλεις και από τη Θήβα. Για λογαριασμό της Αθήνας μίλησαν ο Καλλίας, ο Αυτοκλής και ο Καλλίστρατος.
Ο Καλλίας ακολούθησε τη ρητορική της οικειότητας επισημαίνοντας ότι ήταν πρόξενος της Σπάρτης, όπως και ο πατέρας του και ο παππούς του, οι οποίοι επίσης ήταν πρόξενοι από τους δικούς τους προγόνους, κι ότι είναι η τρίτη φορά που έρχεται στη Σπάρτη να διαπραγματευτεί ειρήνη, γεγονός ιδιαιτέρως ευνοϊκό, αφού τις δύο προηγούμενες πέτυχε το σκοπό του. Σχετικά με την κατάσταση του διαμορφούμενου συμμαχικού χάρτη είπε ελάχιστα: «Διαπιστώνω, στ’ αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να ‘μαστε φίλοι παρά εχθροί;» (6,3,5).
Από κει και πέρα επικαλείται την κοινή ιστορική – μυθολογική παράδοση των δύο πόλεων, που η αναφορά της οπωσδήποτε θα λειτουργούσε ενωτικά: «Σωστό θα ‘ταν βέβαια να μην είχαμε σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να ‘ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να ‘χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή;» (6,3,6).
Το ότι τόσα χρόνια συνέβαινε ακριβώς αυτό, χωρίς να αισθάνεται κανείς την ελάχιστη επιρροή ούτε από τον Ηρακλή ούτε από τους Διόσκουρους δεν είναι ανάγκη να συζητηθεί. Ο Καλλίας επιχειρεί περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση. Η ειρήνη προϋποθέτει τη φιλία και η αρχή μιας φιλίας – γιατί περί αυτού μιλάει ο Καλλίας – χρειάζεται θετικά συναισθήματα.
Κι αν ο Καλλίας προλειαίνει το έδαφος διαμορφώνοντας το κατάλληλο κλίμα για μια ειρηνευτική διαπραγμάτευση, ο Αυτοκλής προχωρά ακόμα πιο πέρα οικοδομώντας την εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό και ξεκαθαρίζει τα πράγματα από την αρχή: «Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω». (6,3,7).
Η προετοιμασία του κοινού για τα δυσάρεστα που θα ακολουθήσουν είναι τα εκ των προτέρων διαπιστευτήρια της ειλικρίνειας του ομιλητή, αφού κανείς δε θέλει να δυσαρεστήσει, όταν στοχεύει να αιτηθεί κάτι, πολύ περισσότερο τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται το αίτημα. Το ζήτημα όμως που διακυβεύεται είναι τόσο σπουδαίο, που τα συνήθη ρητορικά τεχνάσματα δεν έχουν καμία θέση. Ο Αυτοκλής δεν ήρθε ούτε για να κολακέψει ούτε για να διεκπεραιώσει απλά μια υπόθεση της πόλης. Ήρθε για να επιτύχει τις σταθερές βάσεις των νέων σχέσεων που φιλοδοξεί να εδραιώσει. Κι αυτό δε γίνεται με ψεύτικα εγκώμια: «Εσείς πάντα λέτε ”οι πόλεις πρέπει να ‘ναι ανεξάρτητες”, κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους». (6,3,7).
Κι αυτό είναι αλήθεια. Και μόνο τα γεγονότα στη Θήβα το καταδεικνύουν: «Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ’ όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους». (6,3,9).
Και δεν είναι μόνο αυτό: «Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ’ όλες σας τις εκστρατείες. Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν’ αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερών τους φίλων». (6,3,7-8).
Ο Αυτοκλής καταδεικνύει σωστά την κατ’ επίφαση ανεξαρτησία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στους συμμάχους τους, χωρίς όμως να κάνει την ελάχιστη αναφορά και στη νοοτροπία των άλλων πόλεων. Μήπως η Αθήνα έκανε κάτι διαφορετικό; Ή μήπως η Θήβα άφησε ποτέ σε ησυχία τις άλλες πόλεις της Βοιωτίας, τις οποίες ένιωθε ότι μπορεί να κατέχει;
Στην ουσία ποτέ καμία διαπραγμάτευση δεν αφορούσε την ανεξαρτησία. Και οι Αθηναίοι, όταν ασκούσαν κατάφωρη ηγεμονία καταπιέζοντας τους συμμάχους, επικαλούνταν την ανεξαρτησία τους, που υπονόμευαν οι Πέρσες και που προστάτευαν αυτοί. Όμως, οι συνθήκες αυτές δε θα μπορούσαν ποτέ να ευνοήσουν την ειρήνη. Ο πόλεμος ήταν η μοιραία κατάληξη των διαπραγματεύσεων του παρελθόντος κι αυτό ακριβώς έρχεται τώρα να καταδικάσει ο Αυτοκλής – υποδεικνύοντας βέβαια μονάχα την ευθύνη της Σπάρτης.
Ο ισχυρισμός της ανεξαρτησίας ως μόνιμο άλλοθι για το ξεδίπλωμα της ισχύος είναι η πεμπτουσία της διπλωματίας του πολέμου. Κι από τη στιγμή που αυτή ήταν η μοναδική συνθήκη διαπραγματεύσεων για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ως εκείνη τη στιγμή, δε θα ήταν υπερβολή, αν έλεγε κανείς ότι επί της ουσίας δεν υπήρξε ποτέ καμία πραγματική ειρηνευτική διπλωματία.
Ενδεχομένως ο Νικίας – όπως περιγράφεται στο Θουκυδίδη – να ήταν ο μοναδικός που είχε τέτοιες διαθέσεις. Από κει και πέρα κάθε προσπάθεια ειρήνης δημιουργούσε τις προϋποθέσεις του επόμενου πολέμου, αφού όλοι προσδοκούσαν τα νέα κέρδη της επόμενης μοιρασιάς. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να μιλάει για εμπιστοσύνη υπό αυτούς τους όρους. Κι αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος της διαρκούς επεκτατικής πολιτικής όλων των πόλεων που αποκτούσαν δύναμη.
Μετά τους περσικούς πολέμους ουδέποτε οι Αθηναίοι εμπιστεύτηκαν τη Σπάρτη – όπως και οι Σπαρτιάτες δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ την Αθήνα. Η ειρήνη που ακολούθησε βασιζόταν περισσότερο στην ισορροπία των δυνάμεων, που δεν έδινε σε κανένα τη σιγουριά της νίκης, παρά στην αξιοπιστία των σχέσεων. Η Αθήνα έκανε μεγάλο αγώνα για να υπερισχύσει κι όταν το πέτυχε ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει ο πελοποννησιακός πόλεμος.
Η Σπάρτη έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου από τον πελοποννησιακό δε θα άφηνε ποτέ κανέναν άλλο να αποκτήσει το πάνω χέρι, ώστε να αποτελέσει απειλή. Στην ουσία, όλοι ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι κανείς δε θα είναι σε θέση να τους βλάψει. Γι’ αυτό έπρεπε να είναι ισχυροί. Κι ο ισχυρός δεν μπορεί να έχει τους συμμάχους ανεξάρτητους, αφού, αν το κάνει, δε θα είναι ισχυρός.
Οι Σπαρτιάτες, μετά την ειρήνη του Ανταλκίδα, κατέλαβαν τη Θήβα, στην οποία δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη. Ανέβηκαν στη Χαλκιδική και διέλυσαν την Όλυνθο, από φόβο μη δυναμώσει υπερβολικά και συμμαχήσει με τους Αθηναίους. Είχαν πάγια τακτική να υποχρεώνουν τους συμμάχους να τους ακολουθούν στις εκστρατείες, προκειμένου να έχουν εξασφαλισμένο στρατό. Όλα αυτά είναι περισσότερο μηχανισμοί άμυνας, αφού πρωτίστως ήθελαν να διαφυλάξουν τα νώτα τους.
Όμως, δεν υπάρχει καλύτερη άμυνα από την επίθεση. Ακόμα και ο ξεκάθαρος επεκτατισμός του Αγησιλάου στην Ασία δεν μπορεί να οριστεί μέσα στα συνηθισμένα καλούπια, αφού ο επεκτατισμός που δεν αποφέρει πλούτη στερείται νοήματος κι εκείνος όχι μόνο δε διεκδίκησε το παραμικρό για τον εαυτό του, αλλά ούτε προσπάθησε να μεταφέρει οτιδήποτε πολύτιμο στην πόλη του.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη λιτή σπαρτιατική νοοτροπία, που πράγματι ίσχυε. Γίνεται λόγος για τα βαθύτερα αίτια του σπαρτιατικού επεκτατισμού, που δεν είχε ως απώτερο στόχο τη συγκέντρωση του πλούτου, αλλά την αδιαπραγμάτευτη στρατιωτική υπεροχή, δηλαδή την επιθυμία της εδραίωσης του ανίκητου, που θα ξεκαθάριζε ολοκληρωτικά το χάρτη. Η Σπάρτη είναι η πιο καθαρή περίπτωση επεκτατισμού που καταδεικνύει ότι το συμφέρον δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τα πλούτη. Γιατί δε διεκδίκησε τίποτε για τον εαυτό της – τουλάχιστον η Αθήνα έχτισε κι έναν Παρθενώνα.
Το σπαρτιατικό σύστημα ήταν καθαρά στρατοκρατούμενο. Δεν είναι, όμως, τυχαίο που επιλέχθηκε αυτή η ζωή. Αν ο κόσμος χωρίζεται σε ισχυρούς και ανίσχυρους, καλύτερα να είσαι με τους ισχυρούς. Και ισχυρός είναι αυτός που υπερτερεί στρατιωτικά. Μ’ αυτό το υπόβαθρο οποιαδήποτε ειρηνευτική διαπραγμάτευση εκμηδενίζεται. Το μόνο που μένει είναι η διπλωματία του πολέμου.
Η ανεξαρτησία είναι το ωραιότερο πρόσχημα για να επέμβει κανείς στα εσωτερικά των άλλων. Αυτός ήταν και ο λόγος, που όλοι έσπευδαν να ελευθερώσουν τις υποταγμένες πόλεις. Είναι καλό να φέρνει κανείς την ελευθερία σ’ αυτούς που καταπιέζει ο αντίπαλος.
Και γι’ αυτό έπρεπε να ελέγχουν και την πολιτική κατάσταση των «ανεξάρτητων» συμμάχων, αφού, αν δεν ελέγχει κανείς την πολιτική σκηνή, δεν ελέγχει τίποτε: «Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά». (6,3,8). Το πώς έλεγχαν οι Αθηναίοι την πολιτική σκηνή σε Θάσο και Μυτιλήνη (κι όχι μόνο) δεν αναφέρεται από τον Αυτοκλή.
Ο τρίτος πρέσβης της Αθήνας, ο Καλλίστρατος, αφού αναφέρει τις ευθύνες των Λακεδαιμονίων σχετικά με την εμπλοκή τους στα τεκταινόμενα της Θήβας και την κατάλυση της ειρήνης του Ανταλκίδα εξαιτίας αυτού (αλλά σε πιο συμφιλιωτικό κλίμα) συμπεραίνει: «Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας». (6,3,11). Αμέσως μετά δίνει έμφαση στην καθαρότητα των αθηναϊκών διαθέσεων για ειρήνη τονίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία υστεροβουλία, καθώς σε κάθε περίπτωση η Αθήνα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε: «Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη – ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το Βασιλέα –, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να ‘χουμε να φοβηθούμε από κείνον;» (6,3,12).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μια ενδεχόμενη συμμαχία Αθήνας και Σπάρτης θα τους έκανε αυτομάτως πανίσχυρους: «Αλλ’ ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα;» (6,3,14).
Ο Καλλίστρατος φαίνεται να γνωρίζει καλά τι σημαίνει διαπραγμάτευση. Το πρώτο που ξεκαθαρίζει είναι ότι η Αθήνα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αφού τηρεί στο ακέραιο τη συμφωνία με τον Πέρση βασιλιά. Το ότι δε φοβάται καθιστά σαφές ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος και η ισχύς είναι το πιο δυνατό χαρτί κάθε διαπραγμάτευσης.
Από την άλλη, οι Λακεδαιμόνιοι, αν θέλουν να γίνουν αδιαμφισβήτητα ισχυροί, δεν έχουν παρά να συμμαχήσουν με την Αθήνα. Ποιος θα τολμούσε να πειράξει μια τέτοια συμμαχία σε στεριά και θάλασσα; Εξάλλου, όλες οι πόλεις – που, βέβαια, θα είναι ανεξάρτητες – έχουν κυρίως ανθρώπους που πρόσκεινται είτε στη μια είτε στην άλλη πόλη, οπότε σε περίπτωση οποιασδήποτε απειλής είναι φανερό ότι θα σπεύσουν να βοηθήσουν. Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο μόνος που θα μπορούσε να φανεί απειλητικός είναι η Θήβα.
Ο Καλλίστρατος μιλάει ακριβώς τη γλώσσα του πολέμου. Ζητάει ειρήνη ξεκαθαρίζοντας ότι οι πόλεις θα είναι ψευδώς ανεξάρτητες, αφού ανά πάσα στιγμή θα είναι προς χρήση, υποδεικνύοντας εκ νέου την ισχύ που θα διαμορφωθεί και φωτογραφίζοντας τους εχθρούς, που θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι Θηβαίοι θα υποχρεωθούν να αφήσουν ήσυχες και τις πόλεις της Βοιωτίας, που η Αθήνα θέλει να προστατεύσει.
Εξάλλου, ένας παίχτης του πολέμου πρέπει να παίζει με σωφροσύνη: «Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο – γιατί διαπιστώνω ότι περισσότεροι απ’ αυτούς καταστρέφονται ολότελα». (6,3,16). Με άλλα λόγια, ο τζόγος δεν αρμόζει στους συνετούς πράγμα που σημαίνει ότι η ισχύς χτίζεται με σίγουρα βήματα.
Τώρα πια οι Σπαρτιάτες ακούν τη γλώσσα που καταλαβαίνουν. Θα συμμαχήσουν με την Αθήνα και οι πόλεις θα μείνουν ανεξάρτητες. Τόσο ανεξάρτητες που «πάνω σ’ αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους». (6,3,19).
Κι όλως τυχαίως οι μόνοι που δυσαρεστήθηκαν ήταν οι Θηβαίοι, οι οποίοι ζήτησαν να υπογράψουν όχι ως Θηβαίοι, αλλά ως Βοιωτοί, για να κατοχυρώσουν την κυριαρχία στη Βοιωτία. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, αφού οι πόλεις ήταν ανεξάρτητες. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν μάλιστα ότι οι Θηβαίοι θα πλήρωναν και το φόρο της δεκάτης – παλιό πρόστιμο που επιβλήθηκε σε όλες τις πόλεις που δεν έφεραν αντίσταση στους Πέρσες κατά τους Μηδικούς πολέμους και που μόνο η Θήβα δεν είχε καταβάλει. Οι συγκρούσεις είναι προ των πυλών.
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Η Βίωση του Θεού
Υπάρχουν στις Θρησκείες (για αυτούς που έχουν ασχοληθεί πολύ ή λίγο με την Θρησκειολογία, την Ιστορία των Θρησκειών…) όροι, ονόματα, που προσεγγίζουν περισσότερο την Δυναμική Πραγματικότητα (που λέμε γενικά «Θεό») κι άλλοι όροι που απομακρύνουν τελείως από την αποσαφήνιση της αντίληψής μας.
Για παράδειγμα στην Διδασκαλία των Ουπανισάδ (την μετέπειτα Βεδάντα, του Σανκάρα, κλπ.), πριν 28 αιώνες ο όρος Βράχμαν (από το ρήμα brh= αυξάνομαι, επεκτείνομαι, πέρα από όλα τα όρια, στην συγκεκριμένη περίπτωση) θα σήμαινε Αυτό που Επεκτείνεται πέρα από μια αντίληψη, η οποία κινείται «πολύ αργά» για να συλλάβει την Ζωντανή Πραγματικότητα.
«Ένα Ακίνητο που είναι γοργότερο από τον νου. Που οι Θεοί δεν φθάνουν, γιατί πάντοτε προπορεύεται. Αυτό και όταν στέκεται, ξεπερνά τα άλλα, όσο κι αν τρέχουν. Σε Αυτό ο Κύριος της Ζωής εναποθέτει τα «Ύδατα» (τις Κοσμικές Επάλληλες Διαδικασίες…). – Ίσα Ουπανισάδ, 4
Μεταφράζουν τον όρο Βράχμαν – τελείως επιπόλαια – σαν Απόλυτο ή Παγκόσμιο Πνεύμα ή Απέραντο, απολιθώνοντάς το σε μια στατική έννοια (ουσιαστικό). Βλέπετε - αγαπητοί φίλοι – πως η γλώσσα διαστρέφει την πραγματικότητα; Εκεί που υπάρχει Ζωή, Κίνηση, «Διαδικασία», εμείς αντιλαμβανόμαστε «κάποια ουσία».
Ένα άλλο παράδειγμα είναι στον Βουδισμό. Ο όρος Ασαμσκρίτα (για την Ύστατη Πραγματικότητα) σημαίνει το Μη-Κατασκευασμένο (από την αντίληψη, την σκέψη, τις ανθρώπινες ενέργειες), με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Στον Ύστερο Βουδισμό χρησιμοποιείται ο όρος Σουνυάτα (Κενότητα) που υπονοεί μια Διαρκή Κίνηση της Αντίληψης στο Απεριόριστο που Δεν Έχει Περιεχόμενο, Ιδιότητες – με ό,τι υπονοεί αυτό.
Ακόμα στην μεταχριστιανική Καμπάλα (άσχετα από τις όποιες απόψεις για την προέλευσή της) ο όρος Έιν Σοφ σημαίνει Αυτό που Επεκτείνεται πέρα από τα Όρια και συνεπώς δεν φτάνεται από την αντίληψη όσο κι αν κινείται αυτή.
Από την άλλη μεριά υπάρχουν στον Κινέζικο Ταοϊσμό όροι – το Ταό – που υποδηλώνουν το Όλον που Ρέει με τον Αυθόρμητο Ελεύθερο Τρόπο – Τε – και στο Οποίο συγχωνεύονται όλες οι επιμέρους διαδικασίες, όπως η σκέψη, η δράση, η ύλη, η ζωή (με τα φαινόμενά της).
Αφήνοντας την Ανατολή, οι Αρχαίοι Έλληνες (ξεκινώντας από τον Μύστη Ορφέα και τους Μεγάλους Φιλοσόφους, τον Πυθαγόρα, τον Παρμενίδη, τον Ηράκλειτο, μέχρι τον Πλάτωνα και τους άλλους Μεγάλους Φιλοσόφους…) μίλησαν για Μια Αιώνια Πραγματικότητα (το Χάος των Ορφικών Ύμνων), το «Τελείως Είναι», που Ρέει, Περικλείνοντας μέσα σε αυτό το Γίγνεσθαι όλες τις επιμέρους διαδικασίες, σαν επάλληλα φαινόμενα - όλα τα φαινόμενα. Ο Ηράκλειτος μιλώντας ιδιαίτερα για το Γίγνεσθαι το προσέγγισε σαν την Ρέουσα Ολότητα, την Παγκόσμια Ροή των Φαινομένων, που Αναγνωρίζεται σε όλες τις επιμέρους διαδικασίες της ύπαρξης.
Στον Χριστιανισμό μονάχα οι Μυστικοί – όπως για παράδειγμα οι μυστικοί της ερήμου, ή – στην Δύση – ο Μάιστερ Έκαρτ και κάποιοι άλλοι που κινούνται στο ίδιο πνεύμα Βιώνουν τον Θεό σαν Μια Ζωντανή Επεκτεινόμενη Πραγματικότητα. Στην επίσημη θεολογία της εκκλησίας ο Ζωντανός Θεός, η Αιώνια Πραγματικότητα που Ρέει, ανακηρύσσεται σαν «Θεός», Πατέρας, ή Ό,τι Άλλο, μια στατική έννοια, ένα αντικείμενο της σκέψης. Έτσι όμως η θεολογία απομονώνεται από την Ζωντανή Πραγματικότητα στον νεκρό χώρο των λέξεων και απογυμνωμένη από το Ζωντανό Βίωμα γίνεται μόνο σκέψη.
Από την άλλη μεριά ο Σκοπός που τίθεται στις Θρησκείες και την Μεταφυσική Φιλοσοφία είναι ακριβώς η Προσέγγιση της Ζωντανής Πραγματικότητας, της Ρέουσας Ολότητας, η Άμεση Βίωση Αυτής της Δυναμικής Πραγματικότητας, η Εμπειρία του «Θεού». Κι εδώ επίσης υπάρχουν όροι που προσεγγίζουν το δυναμικό περιεχόμενο του Βιώματος ή απομακρύνονται προς στατικές αντιλήψεις – έννοιες – μιας πραγματοποίησης ή μιας επίτευξης.
Θέλουμε να πούμε πως η Εμπειρία του «Θεού», η Άμεση Βίωση της Ζωντανής Ρέουσας Θείας Πραγματικότητας αποτελεί (κι αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο του Βιώματος) μια Απελευθέρωση της Αντίληψης από όλους τους περιορισμούς, μια Επέκταση στο Απεριόριστο, στο Χωρίς Τέλος, μια ζωντανή εμπειρία, Εδώ, Τώρα, πέρα από τον Χρόνο, πέρα από την σκέψη που κινείται αργά, στατικά από έννοια σε έννοια – για να πραγματοποιήσει δήθεν γνώση.
Η Βίωση του Θεού είναι Άμεση Γνώση, Άμεση Αίσθηση που απλώνεται συνεχώς, απεριόριστα γιατί δεν έχει περιεχόμενο, αλλά Παραμένει παρόλα αυτά Ζωντανή, Αυτοεπιβεβαιούμενη, Αληθινή… δεν είναι διανοητική γνώση εννοιών.
Υπάρχουν λοιπόν στις Θρησκείες όροι περιγραφής που υποδηλώνουν με σαφέστατο τρόπο τι συμβαίνει – την αλήθεια - και όροι που είναι παραπλανητικοί.
Για παράδειγμα η «Βίωση του Βράχμαν» θα οριζόταν (αν δεχτούμε την αντίληψη που αναφέραμε πιο πάνω) σαν η Απελευθέρωση της Αντίληψης από τους περιορισμούς, η Χωρίς τέλος Επέκτασή της προς το Απεριόριστο, μια Αίσθηση Ασύλληπτης Ταχύτητας Επέκτασης, που ενώ Αλλάζει (η Αντίληψη) παραμένει Αναλλοίωτη.
Το Νιρβάνα για να αναφερθούμε στο δεύτερο παράδειγμα θα ήταν η Ζωντανή Παρούσα Αντίληψη που Χωρίς Περιεχόμενο Επεκτείνεται Παραμένοντας Αναλλοίωτη, Αγνή, Δραστήρια – ούτε το τίποτα είναι, ούτε μια εξαφάνιση, ούτε αυτά που φαντάζονται οι άνθρωποι.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλα παραδείγματα, από τον Ταοϊσμό, το Ζεν (για το τι είναι το Σατόρι), ή τις μυστικές εμπειρίες των αληθινών χριστιανών – όχι των τυπικών ψευδοχριστιανών της επίσημης εκκλησίας – αλλά νομίζουμε – αγαπητοί φίλοι – ότι έγινε κατανοητό τι θέλουμε να πούμε.
Τελικά, η Πραγματικότητα Υπάρχει κι Ενεργεί σαν Ζωντανή Παρουσία κι Επέκταση της Αντίληψης πέρα από τους Περιορισμούς, Πάντα, Παντού, Μέσα μας, μέσα στον καθένα μας.
Υπάρχει Εν Δυνάμει, σαν Δυνατότητα της Φύσης μας.
Η Πραγματικότητα Είναι το Όλον που Εκδηλώνεται Εδώ, Τώρα, που Ρέει Χωρίς να Αλλοιώνεται και Συμπεριλαμβάνει Μέσα του όλες τις επιμέρους διαδικασίες και φαινόμενα, σκέψη, αίσθηση, σωματική εμπειρία, υλικά πράγματα.
Όταν η Αντίληψη (η Παρούσα Αντίληψη του καθενός) από την Ρέουσα Ολότητα, Εδώ, Τώρα, περιορίζεται στην σκέψη και συλλαμβάνει την Πραγματικότητα (όχι σαν Ρέουσα αλλά) μέσα από στατικές έννοιες (που βασίζονται στην γνώση, στην μνήμη, στις εμπειρίες) αντιλαμβάνεται όχι την Πραγματικότητα αλλά μια κατασκευασμένη πραγματικότητα, μια ψεύτικη πραγματικότητα, μια ονειροφαντασία.
Παρόλα αυτά η Ρέουσα Ολότητα, η Αντίληψη – σαν Αντίληψη – που Περικλείνει όλες τις επιμέρους διαδικασίες Υπάρχει σαν Υπόβαθρο και σαν Υποστήριγμα όλων όσων συμβαίνουν.
Η Πραγματικότητα δεν Παύει να Είναι Πραγματικότητα επειδή μια Αντίληψη ονειρεύεται ότι έχει χωριστή υπόσταση, επειδή διχάζεται σε παρατηρητή και κόσμο, επειδή συμπεριφέρεται σχιζοφρενικά, λανθασμένα, καταστροφικά. Κάποτε το όνειρο θα τελειώσει.
Η Μετάβαση εξάλλου από το ρεύμα της συνειδητότητας του εγώ, που βιώνει την ύπαρξή του απέναντι στον κόσμο προς την Ελεύθερη Αντίληψη, την Χωρίς Εμπόδια, Όρους και Όρια, Αντίληψη, δεν είναι μια πραγματοποίηση του εγώ (γιατί όσο υπάρχει το εγώ θα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση) αλλά μάλλον μια εγκατάλειψη αυτής της διαδικασίας – το εγώ πρέπει να πάψει να υφίσταται για να Αναδυθεί η Πραγματικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι η Αντίληψη Αποκαθιστά την Ενότητά της, Ρέει Ελεύθερα, χρησιμοποιώντας παράλληλα την σκέψη, την αίσθηση, την υλική εμπειρία, σαν επιμέρους διαδικασίες – δεν αποτελούν πλέον εμπόδια – ενταγμένες στην Αντίληψη της Ρέουσας Πραγματικότητας. Η Απελευθέρωση της Αντίληψης, δεν σημαίνει καθόλου «αποκλεισμό» (ή εξαφάνιση) της σκέψης, των σωματικών αισθήσεων ή της υλικής δράσης.
Πέρα από την Εμπειρία της Απελευθέρωσης ή της Ελεύθερης Απεριόριστης Χωρίς Όρια Αντίληψης που Αγκαλιάζει μέσα στην Ενότητά της όλες τις διαδικασίες-φαινόμενα, υπάρχει το Ολοκληρωτικό Βίωμα της Θείας Πραγματικότητας, η Ανύψωση της Αντίληψης Προς το Αχανές, που είναι, όμως μια Εμπειρία πέρα από τον γνωστό μας κόσμο – αφού εδώ εκλείπει όχι μόνο ο «παρατηρητής» αλλά και το «παρατηρούμενο»… ίσως μιλήσουμε για αυτό σε κάποιο άλλο άρθρο (αν και αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να λέγονται δημόσια, αφού αποτελούν την Καρδιά των Μυστηρίων του Θεού).
Η Απεραντοσύνη που δεν Τελειώνει Πουθενά
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται «πράγματα» που δεν υπάρχουν, τα ονοματίζουν με λέξεις και στηρίζουν σε αυτές τις έννοιες-λέξεις την αντίληψή τους για την Πραγματικότητα.
Εκεί που υπάρχουν αντιλήψεις, διαδικασίες, (που μερικές φορές εμμένουν κι εμφανίζονται σαν ) φαινόμενα, βλέπουν ουσίες, σταθερά πράγματα…
Δείτε πως ορίζουν την ουσία: «Με τον φιλοσοφικό και θρησκειολογικό όρο Ουσία (ή και Φύση) αναφερόμαστε στη σταθερή και αναλλοίωτη σύσταση των όντων. Η ουσία είναι έννοια γενική, απρόσωπη, άυλη και άχρονη που υποδηλώνει μια οντότητα συνολική, βασική, θεμελιακή και καθολική, από την οποία αντλούν την ύπαρξή τους όλα τα άλλα επιμέρους όντα».
Μιλούν για μια Αρχή, για Θεό, άνθρωπο, συνείδηση, εγώ, αίσθημα, αίσθηση, σώμα, σαν να είναι ουσίες… «Αντικαθιστούν» διαδικασίες με ουσίες και φτιάχνουν (στην σκέψη τους) ένα φανταστικό κόσμο ουσιών (που δεν υπάρχουν) και μέσα από αυτή την οπτική αντιλαμβάνονται την Πραγματικότητα, προσανατολίζουν την δράση τους και διευθετούν τις πράξεις τους. Λειτουργούν (στο Χώρο της Πραγματικότητας, είναι αλήθεια) αλλά με ένα διαφορετικό λανθασμένο συμβολισμό (μέσα στην σκέψη τους) αυτών που συμβαίνουν, αφού παίρνουν ροές φαινομένων (από τις οποίες δεν «μένει» τίποτα), σαν ουσίες. Είναι σαν να ζουν σε ένα «παράλληλο κόσμο».
Προφανώς η «Αλήθεια» που μπορούν να ανακαλύψουν οι άνθρωποι (όταν εγκλωβίζονται σε αυτή την κατάσταση)) δεν είναι η Αλήθεια αλλά μόνο «η συμφωνία της αντίληψής τους με τους όρους που έχουν θέσει», όχι η Αντικειμενική Αλήθεια αλλά η «υπό όρους αλήθεια».
Ζώντας έξω από τον «κόσμο των ανθρώπων» (έξω από τις «αντιλήψεις» τους και τις δραστηριότητές τους) θα μοιάζαμε, ως ένα σημείο, (εφόσον δεν συμφωνούμε με τα θεσμοθετημένα) τουλάχιστον «ιδιαίτεροι», για να μην πούμε «περίεργοι» ή «τρελοί».
Αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Πάντα οι άνθρωποι που Έβλεπαν την Πραγματικότητα και Μαρτυρούσαν την Αλήθεια θεωρούνταν αντικοινωνικοί, μερικές φορές επικίνδυνοι, ήταν απόβλητοι από την κοινωνία… και σε άλλες εποχές «σταυρώνονταν».
Αλλά αυτό που μας «διασκεδάζει» είναι που οι άνθρωποι «σκουντουφλάνε στα πόδια τους» και μετά παραπονιούνται για τον δρόμο. Είναι αστείο!
Αλλά δεν είναι ευγενικό να γελάμε με την δυστυχία του άλλου…
Το μόνο ελαφρυντικό μας είναι ότι οι άνθρωποι όχι μόνο δεν θεωρούν τον εαυτό τους δυστυχισμένο αλλά πολλές φορές νομίζουν ότι έχουν πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας και πλήρη κυριαρχία των καταστάσεων… Ας τους αφήσουμε να κοιμούνται ήσυχα… δεν είναι σωστό να «ξυπνάς» τον άλλο όταν ο ίδιος θέλει να κοιμηθεί.
Έξω, έξω από τον κόσμο των ανθρώπων…
Δεν υπάρχουν ορίζοντες, γιατί η Απεραντοσύνη Απλώνεται Παντού…
Μήτε Τελειώνει Πουθενά Αυτή η Αντίληψη, αφού δεν υπάρχουν διακρίσεις, διαχωρισμοί, όρια, εμπόδια.
Ο Αέρας της Αληθινής Ζωής είναι Φρέσκος, Ζωντανός, σε Ζωογονεί.
Κι η Γη απλώνεται αγνή γιατί δεν την «άγγιξαν» οι άνθρωποι.
Αλήθεια! Τι μας βεβαιώνει ότι δεν είμαστε τρελοί; Κι ότι οι άνθρωποι δεν είναι ισορροπημένοι και δεν έχουν δίκηο;
Το απλό γεγονός ότι ενώ Βλέπουμε «διαφορετικά» από πριν (που περπατούσαμε ανάμεσα στους ανθρώπους, τις αντιλήψεις τους), μπορούμε να δούμε ξανά όπως οι άνθρωποι, χωρίς όμως να παραπλανιόμαστε (μέσα στην σκέψη). Αυτός ακριβώς ο πλήρης έλεγχος των φυσικών δυνάμεών μας, (των δυνάμεων του ανθρώπου, των δυνάμεων που διαθέτει ο καθένας) μας δίνει την πεποίθηση ότι η Ελευθερία με την Οποία Αντιλαμβανόμαστε (πέραν της σκέψης), Ζούμε και Δρούμε, είναι μια Διεύρυνση του Ανθρώπινου Συνειδέναι (τελείως φυσική άλλωστε) κι όχι «τρέλα».
Αλλά εμείς (οι «περίεργοι» κατά τους άλλους) Βλέπουμε τον Κόσμο (την Ύπαρξη) σαν Μια Ενότητα. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που βλέπουν τον κόσμο σχιζοφρενικά, μέσα από ένα «κέντρο παρατήρησης», ένα εγώ, που διαχωρίζεται από τον κόσμο.
Αλλά βέβαια, οι σχιζοφρενείς (όταν είναι πολλοί) βλέπουν τον εαυτό τους υγιή και τον πραγματικά υγιή σαν άρρωστο. Έχουν πάντα δίκηο οι πολλοί; Γιατί; Επειδή είναι πολλοί;
Δεν θα τους στερούσαμε την χαρά να το πιστεύουν και να παρηγοριούνται με αυτό.
Όσο για εμάς μας αρκεί να Υπάρχουμε, να Ζούμε χωρίς (νοητικά) εμπόδια, Εδώ, Τούτη στην Στιγμή, που Ρέει έξω από τον χρόνο, στην Αιωνιότητα…
Ούτε «σώμα», ούτε αισθήσεις, ούτε συναισθήματα, ούτε σκέψεις, ούτε αντίληψη ύπαρξης, αποτελούν εμπόδιο (και να «λείψουν» δεν θα μας λείψουν)…
Γιατί Υπάρχει Μόνο Ελευθερία, η Αληθινή Ουσία των Πάντων.
Διαλογισμός και ψευδαισθήσεις: Αγκαλιάζοντας την αληθινή ζωή
Η Φύση του Αληθινού Διαλογισμού
Ο Αληθινός Διαλογισμός επιτρέπει σε κάποιον να σταθεί ταυτόχρονα στην πραγματικότητα και τα φαινόμενα, αναγνωρίζοντάς τα ως απλές δραστηριότητες της Ουσίας. Κινείται προς την κατεύθυνση της πλήρους ενεργητικής ζωντανής παρουσίας, της πλήρους αφυπνισμένης προσοχής, της αντίληψης τόσο του συνόλου όσο και των μερών και της ροής στην αιωνιότητα αμετάβλητη σε πλήρη ευδαιμονία. Σε αυτή την κατάσταση, ο διαλογιστής είναι παντού, και όπου κι αν βρίσκεται τοπικά, νιώθει εδώ—όχι ως περιορισμένο ον που αντιμετωπίζει έναν διαφορετικό κόσμο, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της ροής της ζωής.
Οι παρανοήσεις των πρακτικών διαλογισμού
Οι θρησκείες των ανθρώπων, οι μυστικές διδασκαλίες τους και οι εσωτερικές σχολές που έχουν δημιουργήσει εδώ και χιλιάδες χρόνια συχνά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον Αληθινό Διαλογισμό. Οι μέθοδοι και οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι -πρακτικές διαλογισμού, γιόγκα, προσευχή- συχνά δεν οδηγούν στην απελευθέρωση της συνείδησης αλλά στον εγκλωβισμό της σε έναν απατηλό κόσμο. Αυτές οι πρακτικές μας παρακινούν να κάνουμε κάτι: να συγκεντρωθούμε ή να μην συγκεντρωθούμε, να επικεντρωθούμε σε κάτι ή να αποφύγουμε κάτι. Ενεργοποιούν την εξωτερική αντίληψη, τη σκέψη, ακόμη και το σώμα μέσω της στάσης του σώματος, των τεχνικών κίνησης και των ασκήσεων αναπνοής.
Στόχος πολλών από αυτές τις πρακτικές είναι να επιτευχθεί μια κατάσταση ακινησίας μέσω της κίνησης, ένα παράδοξο που απαιτεί τεράστια προσπάθεια και ευφυΐα για να επιτευχθεί. Ωστόσο, μέσω της λανθασμένης χρήσης αυτών των τεχνικών, οι άνθρωποι τροφοδοτούν συνεχώς τη φλόγα της εξωτερικής δραστηριότητας αντί να την σβήνουν. Η αποτυχία δεν έγκειται μόνο στην έλλειψη κατανόησης αλλά στην εσφαλμένη εφαρμογή εννοιών που δεν κατανοούνται σωστά.
Άμεση Εμπειρία Ζωής
Για να βιώσουμε αληθινά τη ζωή και όχι απλώς να ονειρευόμαστε όταν είμαστε ξύπνιοι, πρέπει να τη βιώσουμε άμεσα ως ζωή, ως παρουσία, ως ελεύθερη αντίληψη -χωρίς τις παρεμβάσεις και τις παραμορφώσεις της σκέψης- και να αποδεχτούμε τη ζωή όπως είναι. Όλες οι δραστηριότητες που πηγάζουν από μια περιορισμένη αντίληψη διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και ό,τι επιτυγχάνεται μέσω αυτών ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού.
Στον χώρο της πραγματικότητας υπάρχει μόνο ζωή που εκδηλώνεται. Δεν υπάρχει προσωπική εμπειρία, μνήμη, γνώση, διάκριση ή χρόνος. Όλα αυτά είναι κατασκευάσματα της συνηθισμένης ανθρώπινης εμπειρίας. Στο βασίλειο της Αληθινής Ζωής, δεν υπάρχει πρόοδος, εξέλιξη, φώτιση, κανένα επίτευγμα – μόνο η καθαρή εμπειρία της ύπαρξης.
Ζώντας την πραγματική ζωή
Η πραγματική ζωή δεν είναι κάτι που κάνεις να συμβεί. Είναι κάτι που απλά ζεις. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης, όχι πράξης. Είναι η συνειδητοποίηση ότι η ζωή δεν είναι μια σειρά από ενέργειες ή επιτεύγματα αλλά μια συνεχής ροή παρουσίας και επίγνωσης. Ο Αληθινός Διαλογισμός, λοιπόν, είναι η αγκαλιά αυτής της κατανόησης, η παράδοση στη ροή της ζωής και η διάλυση του ψευδούς εαυτού που δημιουργείται από τη σκέψη και τη φαντασία.
Συμπέρασμα: Αγκαλιάζοντας τη Ροή της Ύπαρξης
Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι ο δρόμος προς την αγκαλιά της αληθινής φύσης της ύπαρξης. Απαιτεί να εγκαταλείψουμε τις κατασκευές του νου και τον απατηλό κόσμο που δημιουργεί. Απαιτεί μια βαθιά εμβάπτιση στην παρούσα στιγμή, μια πλήρη δέσμευση με τη ζωή καθώς εκτυλίσσεται και μια αναγνώριση της υποβόσκουσας ενότητας όλων των πραγμάτων. Ζώντας σε αυτήν την κατάσταση παρουσίας και επίγνωσης, υπερβαίνουμε τις ψευδαισθήσεις της σκέψης και βιώνουμε την αληθινή ουσία της ζωής. Αυτός είναι ο δρόμος προς την αληθινή απελευθέρωση και φώτιση, η συνειδητοποίηση της ενότητάς μας με τη ροή της ύπαρξης.
Η Μέση Οδός: Ένα Μονοπάτι προς την Αληθινή Κατανόηση
Στην απέραντη ταπισερί της ύπαρξης, όλα είναι αλληλεξαρτώμενα. Επιφανειακά, στις εξωτερικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες της ζωής, αυτή η αλληλεξάρτηση είναι εμφανής. Ωστόσο, έχει τις ρίζες του σε μια βαθύτερη ενότητα ουσίας, μια υποκείμενη σύνδεση που δεν γίνεται πάντα αντιληπτή από τα περισσότερα όντα. Αυτή η αλληλεξάρτηση είναι μια θεμελιώδης αλήθεια και διαμορφώνει τον ίδιο τον ιστό των εμπειριών και των πράξεών μας.
Η ψευδαίσθηση των χωριστών οντοτήτων
Το εγώ, η αίσθηση του ατομικού εαυτού μας, λειτουργεί σε σχέση με το περιβάλλον του, επηρεαζόμενος και επηρεάζοντάς το σε αντάλλαγμα. Οι δραστηριότητες και τα γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε ένα άτομο μπορούν να ερμηνευθούν από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Από μια άποψη, μπορεί να δούμε τις ενέργειές μας ως προσωπικές και αυτόνομες. Από μια άλλη, θα μπορούσαμε να τις κατανοήσουμε ως απαντήσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα και περιβαλλοντικές συνθήκες. Και οι δύο ερμηνείες ισχύουν ταυτόχρονα, υπογραμμίζοντας τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων.
Εξετάστε ένα απλό παράδειγμα: αίσθημα δίψας και αναζήτηση νερού. Από τη μια πλευρά, θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε αυτό ως μια προσωπική ενέργεια - το σώμα μας σηματοδοτεί μια ανάγκη και εμείς ανταποκρινόμαστε πίνοντας νερό. Από την άλλη πλευρά, από την οπτική γωνία του ευρύτερου περιβάλλοντος, η ίδια η ζωή ανιχνεύει μια ανισορροπία (έλλειψη νερού) και ξεκινά ενέργειες για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Με αυτή την έννοια, η ζωή μας ωθεί προς την πρόσληψη νερού.
Το παράδοξο της δράσης και της επιρροής
Αυτή η δυαδικότητα εγείρει βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα. Είμαστε εμείς που ενεργούμε ή η ζωή μας οδηγεί στη δράση; Πρέπει να ασκήσουμε τη δική μας πρωτοβουλία ή να αφήσουμε τη ζωή να μας οδηγήσει; Αυτά τα ερωτήματα αγγίζουν τον πυρήνα της ύπαρξής μας και την κατανόησή μας για την ελεύθερη βούληση και την αιτιότητα.
Τελικά, η απάντηση βρίσκεται σε μια λεπτή ισορροπία. Η Αφυπνισμένη Ζωή είναι μια εύθραυστη ισορροπία, που διατηρείται στην παρούσα στιγμή - στον Αληθινό Χρόνο. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ισορροπίας, που ρέει με ζωή. Αυτή η ροή είναι η ουσία της Αληθινής Ζωής, ούτε κυριαρχείται από την ελεύθερη βούληση ούτε δεσμεύεται από απόλυτη αιτιότητα. Είναι μια φυσική διαδικασία, χωρίς συγκρούσεις και κραδασμούς.
Η Μέση Οδός: Το Μονοπάτι των Σοφών
Οι Μεγάλοι Σοφοί της ανθρωπότητας ανακάλυψαν και ακολούθησαν αυτή τη Μέση Οδό. Έχουν ισορροπήσει στο Τώρα, διατηρώντας άμεση επαφή με την πραγματικότητα και την αιώνια ροή της ύπαρξης. Αυτό το μονοπάτι είναι ο δρόμος προς την αλήθεια, μια διαδρομή που ξεπερνά τους περιορισμούς των άκαμπτων δυαδισμών και των απλοϊκών ερμηνειών.
Αγκαλιάζοντας τη Ροή
Το να ζεις σύμφωνα με τη Μέση Οδό σημαίνει να αγκαλιάζεις τη ροή της ζωής. Απαιτεί την κατανόηση ότι οι πράξεις μας είναι τόσο προσωπικές όσο και καθολικές, ότι είμαστε και αυτόνομοι και αλληλεξαρτώμενοι. Αυτή η προοπτική διαλύει την ψευδαίσθηση του χωρισμού και μας ευθυγραμμίζει με τη βαθύτερη ενότητα της ουσίας που διαπερνά όλα τα πράγματα.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει να ζεις με πλήρη επίγνωση στην παρούσα στιγμή, να ανταποκρίνεσαι στις ανάγκες και τις ανισορροπίες όπως αυτές προκύπτουν χωρίς να δεσμεύεσαι από άκαμπτες έννοιες του εαυτού ή της εξωτερικής αιτιότητας. Σημαίνει αναγνώριση της διασύνδεσης όλης της ζωής και δράση σε αρμονία με αυτή την κατανόηση.
Μια φυσική διαδικασία ισορροπίας
Αυτή η φυσική διαδικασία δεν αφορά την άσκηση ελέγχου ή την υποκύκλωση στην παθητικότητα. Είναι να βρούμε μια ισορροπία, μια μέση λύση όπου είμαστε συντονισμένοι με τη ροή της ζωής. Πρόκειται για το να βλέπουμε πέρα από την επιφάνεια, να κατανοούμε τις βαθύτερες συνδέσεις και να ενεργούμε από ένα μέρος σοφίας και διαύγειας.
Συμπέρασμα: Ο μόνος δρόμος προς την αλήθεια
Η Μέση Οδός είναι ο μόνος δρόμος της ζωής προς την Αλήθεια. Είναι ένα μονοπάτι ισορροπίας και αρμονίας, άμεσης επαφής με την πραγματικότητα και ροής με την αιωνιότητα. Όλοι οι άλλοι δρόμοι, οδηγούμενοι από άκρα ελεύθερης βούλησης ή αιτιότητας, δεν οδηγούν πουθενά. Αγκαλιάζοντας τη Μέση Οδό, ευθυγραμμιζόμαστε με την αληθινή ουσία της ζωής, επιτυγχάνοντας μια κατάσταση αφυπνισμένης ισορροπίας και ζώντας σε αρμονία με την αιώνια ροή της ύπαρξης. Αυτός είναι ο δρόμος προς την αληθινή κατανόηση, την ειρήνη και τη φώτιση.
Α. SCHOPENHAUER: Ο Βούδας παριστάνεται να ζητιανεύει, επειδή είναι ζητιάνος
Η μικρή σιδερένια ή μπρούτζινη μαύρη φιγούρα σε οκλαδόν στάση παρίστανε τον Βούδα ως ζητιάνο, καθήμενο με τον ασιατικό τρόπο, με μάτια κλειστά, το δεξί χέρι ριγμένο πάνω απ’ το δεξί γόνατο και το αριστερό χέρι μπροστά απ’ το στήθος, με ανοιχτή την παλάμη για να δέχεται δώρα. Ο Σοπενχάουερ ανέφερε πως αυτός ήταν ο αυστηρά παραδοσιακός τρόπος αναπαράστασης του Βούδα. Κι όταν τον ρώτησα γιατί ο Βούδας εικονίζεται επαίτης, άρχισε να μου αφηγείται τον μύθο του μ’ έναν τρόπο που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
“Πράγματι” είπε με συγκίνηση στη φωνή, “ο Βούδας ζητιανεύει, επειδή είναι ζητιάνος. Και τι ωραίος ο μύθος για το πώς βρίσκει λύτρωση! Ένας πρίγκιπας από βασιλικό οίκο, μεγαλωμένος σε χαρέμι λαμπρό, όλο λούσα και πλούτη, που σαν γίνηκε είκοσι χρονών, εγκατέλειψε για πρώτη φορά το παλάτι και βγήκε με τη συνοδεία του στην υπέροχη ινδική φύση, η οποία απλωνόταν εμπρός του σ’ όλο της το μεγαλείο.
Έμεινε να χαζεύει κατάπληκτος και χαρούμενος την ομορφιά της. Προσέξτε όμως! Πέρασε τότε κάποιος (εδώ ο Σοπενχάουερ, με έντονη ζωηράδα, παρίστανε τον ηλικιωμένο που κουνάει το κεφάλι του), ο οποίος φαίνεται να είπε: “Κοίταξέ με! Όλ’ αυτά δεν σημαίνουν τίποτα!”
Άναυδος ο πρίγκιπας, ρώτησε έναν απ’ τους συνοδούς του τι ήταν αυτά που τσαμπουνούσε ο γέροντας.
“Τα γηρατειά, πρίγκιπα! Μια μέρα θα γίνουμε όλοι σαν του λόγου του” τού αποκρίθηκε.
Η συνοδεία συνέχισε και στον δρόμο συνάντησαν έναν άρρωστο που σερνόταν απ’ τον πόνο. “- Ποιος είν’ αυτός;” “- Ένας καχεκτικός”. “- Κι αυτό μπορούμε όλοι μας να το πάθουμε;” “- Φυσικά, αγαπητέ πρίγκιπα”.
Πιο κάτω, πάλι, είδαν να μεταφέρουν έναν νεκρό. Ο Βούδας τον κοίταξε έντρομος. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση και ρώτησε ταραγμένος αν όλοι οι άνθρωποι θα ‘χουν την ίδια κατάληξη.
Ο συνοδός του σήκωσε τους ώμους και είπε: “Πρίγκιπα, έτσι έχουν τα πράγματα, κανείς δεν γλιτώνει απ’ τον θάνατο”.
“Αν είναι λοιπόν όπως τα λέτε” απάντησε εκείνος “και η ύπαρξή μας οδηγεί στα γηρατειά, την αρρώστια και τον θάνατο, αλίμονο τότε, τι να την κάνω τη ζωή μου! Να φύγω θέλω μακριά σας, να πάω στην έρημο και να διαλογιστώ!”
Οι άνθρωποι απ’ το κοντινό περιβάλλον του Βούδα εναντιώθηκαν σ’ αυτή του την απόφαση και τον ξανάκλεισαν στο παλάτι, μέχρι που εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει και να φύγει μακριά μ’ έναν υπηρέτη. Φτάνοντας στην έρημο, απάλλαξε τον υπηρέτη του κι άφησε το άλογο να τρέξει μακριά, φωνάζοντας τότε γεμάτος συγκίνηση και αγάπη, μερικά αποχαιρετιστήρια λόγια: ” Ακόμα κι εσύ πρέπει κάποτε να λυτρωθείς!”
Αντάλλαξε ρούχα μ’ έναν ζητιάνο που αντάμωσε, κι έκτοτε περνούσε τις μέρες του με περισυλλογή κι εγκράτεια, τρώγοντας χάρη στην αγαθοεργεία των άλλων.
Schopenhauer, ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
Ψυχολογία της Απόφασης: Γιατί Δυσκολευόμαστε να Πάρουμε Αποφάσεις
Όλοι μας έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου πρέπει να πάρουμε μια απόφαση, μικρή ή μεγάλη. Από το να διαλέξουμε τι θα φάμε για βραδινό, μέχρι το αν θα αλλάξουμε δουλειά ή πόλη.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να αποφασίσουμε; Τι είναι αυτό που μας κάνει να «κολλάμε» και να μην μπορούμε να επιλέξουμε εύκολα;
Στην καρδιά αυτής της διαδικασίας κρύβεται η ψυχολογία της απόφασης – ένα φαινόμενο που επηρεάζει όλους μας, ανεξάρτητα από ηλικία, εμπειρία ή συνθήκες.
Η Παράλυση της Επιλογής: Όταν οι Πολλές Επιλογές Γίνονται Βάρος
Ζούμε σε μια εποχή αφθονίας. Οι επιλογές είναι παντού: προϊόντα, υπηρεσίες, τρόποι ζωής.
Κι όμως, αυτή η αφθονία δεν μας κάνει πάντα πιο χαρούμενους ή πιο αποφασιστικούς. Αντιθέτως, συχνά μας προκαλεί «παράλυση της επιλογής».
Ο όρος αυτός περιγράφει την αίσθηση πως όταν έχουμε πάρα πολλές επιλογές μπροστά μας, το μυαλό μας μπλοκάρει.
Φαντάσου να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ράφι γεμάτο σοκολάτες. Οι διαφορετικές μάρκες, γεύσεις και συσκευασίες σε κατακλύζουν. Ποια να διαλέξεις;
Αυτή η πληθώρα επιλογών, αντί να σε βοηθά, σου δημιουργεί άγχος, φοβούμενος ότι όποια επιλογή κι αν κάνεις, μπορεί να μην είναι η «καλύτερη». Έρευνες στην ψυχολογία δείχνουν ότι όσο περισσότερες επιλογές έχουμε, τόσο πιο δύσκολο είναι να πάρουμε μια απόφαση. Και το άγχος της «τέλειας επιλογής» μπορεί να μας εμποδίσει να πάρουμε καμία απόφαση.
Ο Φόβος της Αποτυχίας: Μήπως Διαλέξω Λάθος;
Ο φόβος της αποτυχίας είναι ένας από τους κύριους λόγους που συχνά δυσκολευόμαστε να πάρουμε αποφάσεις. Κάθε επιλογή, μεγάλη ή μικρή, συνοδεύεται από την αβεβαιότητα του τι θα συμβεί αν δεν πάει όπως ελπίζουμε. Κι αυτός ο φόβος μας κρατάει πίσω.
Πολλοί από εμάς προτιμούμε να μείνουμε στην ασφάλεια της «μη-απόφασης» παρά να ρισκάρουμε την πιθανότητα της απογοήτευσης.
Αυτή η τάση σχετίζεται και με το φαινόμενο της προκατάληψης της απώλειας ("loss aversion"), ένα ψυχολογικό φαινόμενο όπου ο φόβος της απώλειας είναι πιο ισχυρός από την επιθυμία για κέρδος.
Με απλά λόγια, φοβόμαστε περισσότερο να χάσουμε κάτι (ακόμα κι αν είναι μόνο μια ευκαιρία) παρά να κερδίσουμε κάτι καινούργιο.
Η Κατάρα της Τελειομανίας
Ένα άλλο εμπόδιο στις αποφάσεις είναι η τελειομανία. Όταν κάποιος κυνηγά το τέλειο, η σκέψη του γεμίζει αμφιβολίες και ανησυχία. «Κι αν δεν είναι η τέλεια λύση; Κι αν το μετανιώσω;». Αυτά τα ερωτήματα παγιδεύουν το μυαλό σε έναν φαύλο κύκλο αναβολής και αμφιβολίας.
Η τελειομανία συνδέεται με το άγχος και την ανασφάλεια. Όσο περισσότερο αναζητούμε το ιδανικό, τόσο περισσότερο παραλύουμε. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες αποφάσεις στη ζωή δεν έχουν μία σωστή απάντηση. Είναι θέμα επιλογών που μπορούμε να προσαρμόσουμε και να μάθουμε από αυτές. Σπάνια θα υπάρξει μια απόφαση που δεν μπορεί να διορθωθεί ή να επαναπροσαρμοστεί.
Η Προκατάληψη του Παρόντος: Όταν το Τώρα Μας Κρατάει Πίσω
Η προκατάληψη του παρόντος είναι μια ψυχολογική τάση που μας ωθεί να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στις άμεσες συνέπειες μιας απόφασης, παρά στα μακροπρόθεσμα οφέλη της.
Για παράδειγμα, μπορεί να αποφεύγουμε να πάρουμε μια σημαντική απόφαση για το μέλλον μας, επειδή αυτή τη στιγμή μας προκαλεί άγχος ή αναστάτωση.
Το μυαλό μας προτιμά την άμεση ικανοποίηση, κι έτσι αναβάλλουμε τις αποφάσεις που απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό.
Πώς Μπορούμε να Γίνουμε Καλύτεροι στις Αποφάσεις
Αν και το να πάρουμε αποφάσεις μπορεί να είναι δύσκολο, υπάρχουν τρόποι να το κάνουμε πιο εύκολο και λιγότερο αγχωτικό. Ακολουθούν μερικές στρατηγικές που μπορούν να μας βοηθήσουν:
1. Αποδεχτείτε την αβεβαιότητα: Καμία απόφαση δεν είναι απόλυτα σίγουρη. Η αβεβαιότητα είναι μέρος της ζωής και των επιλογών μας. Αποδεχτείτε το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα.
2. Μειώστε τις επιλογές σας: Όταν νιώθετε ότι οι επιλογές σας είναι υπερβολικά πολλές, προσπαθήστε να τις περιορίσετε. Επικεντρωθείτε στις πιο σημαντικές και ρεαλιστικές λύσεις.
3. Βάλτε χρονικό όριο: Μια από τις πιο αποτελεσματικές τεχνικές είναι να ορίσετε ένα χρονικό όριο για την απόφασή σας. Αυτό θα σας βοηθήσει να αποφύγετε την υπερβολική σκέψη και την αναβλητικότητα.
4. Μην κυνηγάτε την τελειότητα: Κατανοήστε ότι καμία απόφαση δεν θα είναι τέλεια. Κάθε επιλογή έχει τα θετικά και τα αρνητικά της, και είναι εντάξει να μην είναι όλα τέλεια.
5. Εμπιστευτείτε τη διαίσθησή σας: Αν και οι πληροφορίες και η λογική είναι σημαντικές, πολλές φορές η διαίσθησή μας μπορεί να μας οδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. Αντί να αναλύετε κάθε λεπτομέρεια, ακούστε το ένστικτό σας.
Η ψυχολογία της απόφασης είναι ένα ταξίδι που όλοι κάνουμε καθημερινά. Από τις μικρές μέχρι τις μεγάλες αποφάσεις, η δυσκολία της επιλογής είναι φυσιολογική. Αλλά με κατανόηση και στρατηγικές, μπορούμε να μάθουμε να παίρνουμε αποφάσεις πιο εύκολα, με λιγότερο άγχος και περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Ίσως, τελικά, η πιο σημαντική απόφαση είναι να αποδεχτούμε ότι δεν χρειάζεται να είμαστε τέλειοι – αρκεί να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, τη δεδομένη στιγμή.
Πρωτεσίλαος, ο πρώτος Έλληνας πεσών στα χώματα της Τροίας
Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος, οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας.
Η Τροία, γνωστή ως Ίλιον, ήταν ένα μέρος φονικότατων μαχών, το οποίο προστάτευε ο θεός Απόλλωνας με το ασημένιο του τόξο. Είχε πάρει το όνομά της από τον Ίλο, γιο του Τρώα, ο οποίος είχε κτίσει τα απόρθητα κάστρα που το περιέβαλλαν.
Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών.
Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».
Όταν λοιπόν έφτασαν στα παράλια, κανείς τους, όμως, δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι τους ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της, επιτυγχάνοντας να μην πατήσει στο τρωικό χώμα.
Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου, λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του με τη Λαοδάμεια, κόρη του Άκαστου.
Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον 'Αδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα.
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του.
Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία.
Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου».
Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.
Διονυσιακά και Ορφικά μυστήρια
Ο Διόνυσος είναι ο «νεώτερος» θεός που εντάχθηκε στο αρχαιοελληνικό πάνθεον, ο οποίος όμως επέδρασε καταλυτικά μετά τον 6ο αιώνα, τόσο στην θρησκεία όσο και στην τέχνη, το θέατρο και την ποίηση. Σύμφωνα με την μυθολογία ο Διόνυσος ήταν υιός Θεού -του Δία- και μίας θνητής της Σεμέλης, την οποία γονιμοποίησε ο Δίας, με τη μορφή χρυσής βροχής.
Η Ήρα από ζήλια έπεισε την Σεμέλη όταν ήταν σε εν - Δια- φέρουσα, να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με την Θεϊκή μορφή του. Η Σεμέλη δεν άντεξε την θέα του Θεού και πέθανε. Ο Δίας για να σώσει το βρέφος Διόνυσο, τον μεγαλώνει στον μηρό του, από όπου βγήκε όταν ήρθε η μέρα να γεννηθεί. Έτσι ο Διόνυσος λέγεται ότι έχει διπλή γέννηση.
Στην Ορφική εκδοχή του μύθου ο Διόνυσος Ζαγρέας γιος του Δία και της Περσεφόνης, ως βρέφος κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες μετά από προτροπή της Ήρας. Η Αθηνά σώνει την καρδία του Διόνυσου την οποία παρέδωσε στον Δία, ο οποίος στην συνέχεια γεννά επίσης για δεύτερη φορά τον Διόνυσο.
Ο Δίας όμως εξοργισμένος από την πράξη των Τιτάνων τους κατακεραύνωνει, και από τη στάχτη τους, προσθέτοντας λίγο νερό, έφτιαξε την ανθρώπινη φυλή.
Επειδή όμως οι Τιτάνες είχαν φάει τον Διόνυσο πέρασε μέσα τους το Θεϊκό στοιχείο, και από αυτούς σε εμάς. Έτσι είχαν πλέον μέσα τους Θεϊκή φύση αλλά και ένα βαρύ αμάρτημα. Συνεπώς σε επίπεδο συμβολισμού, ο άνθρωπος οφείλει να νικήσει το «τιτανικό» στοιχείο, και να ενωθεί με το Θεό-Διόνυσο,
ενισχύοντας το ενυπάρχον σε αυτόν Θεϊκό στοιχείο του Διόνυσου Ζαγρέα».
Και στις δύο εκδοχές του μύθου λοιπόν, έχουμε έναν Θεό που «πεθαίνει» και «αναγεννάται». Συνεπώς έχουμε για πρώτη φορά στον Ελληνικό χώρο την εμφάνιση ενός Θεού που, υπόκειται σε φθορά, θάνατο και επαναγγένηση, κάτι που πριν θεωρούνταν αδιανόητο.
Ο «Θεϊκός θάνατος» και η «αναγέννηση», συμβολίζει τις περιοδικές λειτουργίες την Φύσης, τις καταστροφές τις εναλλαγές ζωής και θανάτου της. Συμβολισμοί που θα είναι εφεξής κοινό μοτίβο τόσο στα Μικρά, όσο και στα Μεγάλα Διονύσια και Ελευσίνια Μυστήρια, είτε με το μύθο του Διονύσου, είτε με εκείνο της Περσεφόνης και της αναζητούσας, ως Δηώ, Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί άκουσαν για τον Διόνυσο πολύ αργότερα από τα ονόματα των άλλων Θεών.
Ο Παυσανίας αναφέρει τον Πήγασο, ιερέα του Διόνυσου από την Βοιωτία, ο οποίος πήγε στην Αθήνα το άγαλμα του Θεού θέλοντας να εισαγάγει την λατρεία του. Οι Αθηναίοι όμως δεν τον δέχθηκαν μίας και ο Διόνυσος προσέβαλε τα αιδοία των Αθηναίων ανδρών με νόσο την οποία δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν, εξαναγκάζοντάς τους να τον λατρεύουν φτιάχνοντας φαλλούς για χάρη του.
Ο Ευριπίδης (Βάκχες,) παριστάνει τη διονυσιακή λατρεία σαν είδος «παγκόσμιας θρησκείας», η οποία προέρχονταν από τα βουνά της Λυδίας και της Φρυγίας, σύμφωνα όμως με τους περισσότερους σύγχρονους μελετητές ο Διόνυσος είναι θρακικής προέλευσης. Σταδιακά ο Διόνυσος από Θεός του τρύγου και του οίνου, θα μεταβληθεί σε Θεό των γυναικών, η λατρεία των οποίων ήταν «οργιαστική».
Ταυτόχρονα από Θεός της ευθυμίας γίνεται ο «πάσχων Θεός» στον οποίο ήταν αφιερωμένοι οι 3 μήνες του χειμώνα, κατά τους οποίους κατέβαινε στον κάτω κόσμο. Στην συνέχεια έρχονταν ξανά στην ζωή την άνοιξη (όσον καιρό δηλαδή ο αδελφός του Απόλλωνας ο κύριος του δελφικού χώρου, έλειπε στους Υπερβόρειους). Τους μήνες αυτούς αντί για τον παιάνα του Απόλλωνα αντηχούσε στους Δελφούς ο διθύραμβος, το λατρευτικό τραγούδι του Διονύσου. Τότε και οι Βάκχες των Δελφών ανέβαιναν στον Παρνασσό για να χαιρετήσουν την «ανάσταση του».
Έτσι στην κλασσική εποχή ο Διόνυσος δεν είναι πια μόνον ο Θεός του κρασιού. Ο Πλούταρχος το επιβεβαιώνει με ένα χωρίο του Πινδάρου, όπου ο Διόνυσος αναφέρεται ως δενδρίτης ή εν - δενδρος, ως η δύναμη δηλ που ενυπάρχει στο δέντρο, ανθιος - ο φορέας της άνθησης, κάρπιος - ο φορέας των καρπών, φλεύς ή φλέως - η πλησμονή της ζωής.
Περιοχή του είναι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ολόκληρη η υγρή φύση όχι μόνο η ρευστή φωτιά του σταφυλιού, αλλά και ο χυμός που ανεβαίνει στο νέο δέντρο, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες του νεαρού ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα ρεύματα, η πλημμυρίδα και η άμπωτη μέσα στη ζωή της φύσης.
Οι γιορτές του Διονύσου ήταν και η αρχή του θεάτρου, του σατυρικού δράματος, της κωμωδίας και της τραγωδίας. Οι ιερές τελετές του Διονύσου γιορτάζονται κάθε δυο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό, και σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες Μαινάδες ή Βάκχες, οργανωμένες σε θιάσους.
Οι Μαινάδες ή Θυϊάδες γνωστές και ως Βάκχες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν γυναίκες αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας. Ο Ορφέας αργότερα τις απέκλεισε από τα αναμορφωμένα μυστήρια του και αυτές εκδικούμενες, σύμφωνα με τον μύθο, τον φόνευσαν.
Οι Βάκχες πριν την τέλεση των διονυσιακών τελετουργιών υποβάλλονταν σε διάφορα τελετουργικά καθαρότητας, που περιελάμβαναν νηστεία, αλλά και σεξουαλική αποχή. Κατά την διάρκεια των τελετουργιών οι Βάκχες «βάκχευαν» έπεφταν δηλ. σε «θρησκευτική μανία» δια μέσω των τελετουργικών χορών, τραγουδιών, και κραυγών υπό των ήχο κυμβάλων. Οι Βάκχες δρούσαν αλλόφρονες σε κατάσταση καταληψίας υπό την επήρεια του πνεύματος που τις είχε καταλάβει. Εδώ ανιχνεύεται και ο Διονυσιακός μυστικισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές των μυημένων μέσω της τελετουργικής «έκστασης».
Οι Βάκχες κρατούσαν στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο την μακριά ράβδο τους, τον Θύρσο, στολισμένο στην κορυφή με κισσό, ενώ κάποιες κρατούσαν στα χέρια και φίδια, ίσως κατάλοιπο των Κρητικών μυστηρίων. Φορούσαν επίσης την «νεβρίδα» που ήταν το ζώο που καταβροχθίζονταν κατά την διάρκεια της Ωμοφαγίας (συνήθως ταύρου).
Ο Ευριπίδης χωρίζει σε δύο στάδια την Ωμοφαγία. Οι Μαινάδες πρώτα ξέσχιζαν το θύμα, ενώ ευρίσκετο ακόμη εν ζωή πολλές φορές, και κατόπιν έτρωγαν το κρέας του ωμό, όπως συνέβαινε και στον μύθο του Διονύσου-Ζαγρέα.
Ο Ευριπίδης αναφέρεται φανερά αμήχανος σε αυτήν την συνήθεια, δύο φορές (Βάκχες, Κρήτες), μιας και την προσπερνάει γρήγορα και διακριτικά. Και ο Πλούταρχος περιγράφει και αυτός ως βάρβαρο έθιμο και αυτός τον διαμελισμό και την ωμοφαγία:
«Υπάρχουν ορισμένες τελετές και θυσιαστικές τελετουργίες καθώς και άτυχες και ζοφερές ημέρες, κατά τις οποίες λαμβάνουν χώρα ωμοφαγίες και διαμελισμοί και νηστείες και στηθοχτυπήματα και επίσης επαίσχυντοι λόγοι, αναφορικά με πράγματα ιερά και μανία και κραυγές που υψώνονται με ένα δυνατό ήχο και το λαιμό να κινείται πέρα-δώθε».
Ίσως γι’ αυτό οι μέρες που ορίζονταν για την ωμοφαγία ήταν «αποφράδες και σκυθρωπαί». Είναι πολύ πιθανό η ωμοφαγία να γινόταν σε «αναπαράσταση» της ημέρας όπου το νήπιο Διόνυσος κατασπαράχτηκε και καταβροχθίστηκε από τους Τιτάνες. Από την άλλη, πιθανότατα θεωρούσαν ότι το θύμα ενσάρκωνε τις ζωτικές δυνάμεις του ίδιου του Θεού, που με την πράξη της ωμοφαγίας μεταβιβάζονταν στους λάτρεις του. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κατακρίνοντας τις τελετές αυτές αναφέρει:
«Οι βάκχοι τελούν όργια προς τιμήν του μαινόμενου Διόνυσου, με ωμοφαγία τηρούν την ιερή μανία και η τελετουργία τους ολοκληρώνεται με το μοίρασμα της σάρκας των σφαγιασθέντων θυμάτων, καθώς είναι στεφανωμένοι με φίδια».
Στην Αθήνα τα μικρά Διονύσια τελούνταν τον μήνα Ποσειδεώνα (τέλη Δεκεμβρίου, αρχές Ιανουαρίου), διακρίνονταν δε στα «κατά αγρούς», και στα «κατά άστυ». Τα μεγάλα Διονύσια τελούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (τέλος Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου), και τον Ελαφηβίωνα (28 Μαρτίου μέχρι 2 Απριλίου).
Ο Διόνυσος θα παίξει με την πάροδο του χρόνου κεντρικό ρόλο και στα Ελευσίνια μυστήρια ως «υιός Ίακχος», γίνεται το κύριο αντικείμενο της μυστικής λατρείας των Ορφικών, και σταδιακά αναπτύσσει σχέσεις με τις Θεές της γης, και Θεές της γονιμότητας (Ρέα, Ήρα, Δήμητρα, Αριάδνη, Περσεφόνη). Ποίος ο λόγος όμως της αναδιαμόρφωσης τόσο του Διονύσου όσο και των τελετών του;
Η απάντηση είναι ο Ορφισμός και ο δάσκαλος Ορφέας. Ο Ορφισμός κατέχει ξεχωριστή θέση στην πορεία της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας και φιλοσοφίας, καθώς εισάγει νέα μυστικιστικά στοιχεία στην θρησκεία, αλλά και την έννοια του Θεού δημιουργού.
Ο Πρόκλος μας αποκαλύπτει στα σχόλια εις τον Πλατωνικό Τίμαιο:
«Πράγματι όλη η Ελληνική θρησκεία προέρχεται από την Ορφική μυσταγωγία. Πρώτα ο Πυθαγόρας εδιδάχθη από τον Αγλαόφημο τα μυστήρια των Θεών, και δεύτερος ο Πλάτων αντελήφθη την ολοκληρωμένη σχετικώς με αυτά γνώση από τα Πυθαγόρεια και Ορφικά γραπτά».
O Ορφισμός πρεσβεύει ένα είδος πανθεϊστικού μονοθεϊσμού, μιλά για διττή ουσία του ανθρώπου, Θεία και τιτανική, θεωρεί το σώμα ως τάφο της ψυχής, δέχεται την μετεμψύχωση, εισάγει τους καθαρμούς, την νηστεία και την αποχή από το κρέας, εκεί που πριν υπήρχε η Διονυσιακή «ωμοφαγία». Ποίος όμως ήταν ο Ορφέας;
Ο Ορφέας σύμφωνα με την μυθολογία έζησε πριν τον Τρωικό πόλεμο (ο οποίος έγινε με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις γύρω στο 1500 π.χ). Πατέρας του ήταν ο Οίαγρος βασιλέας της Θράκης, και μητέρα του η Μούσα Καλλιόπη. Η συμμετοχή του στην Αργοναυτική Εκστρατεία και η κατάβαση του στον Άδη με σκοπό να επαναφέρει στον πάνω Κόσμο την Ευρυδίκη, αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία της μυθικής ζωής του.
Η δύναμη της μουσικής και της φωνής του ήταν τέτοια, που μπορούσε να κατευνάσει την οργή των κυμάτων, να υπερισχύσει του τραγουδιού των σειρήνων, να αδρανοποιήσει τον δράκο φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, να μαγεύει τον κέρβερο έως και τον Πλούτωνα κατά την κάθοδό του στον Άδη.
Στον αντίστοιχο μύθο, ο Πλούτωνας ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου δέχτηκε να ελευθερώσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη, με τον όρο εκείνη να μην μιλήσει στον Ορφέα, και εκείνος να μην την κοιτάξει έως ότου βγουν στο φως του Ήλιου.
Ο Ορφέας όμως αδημονώντας να την αντικρίσει, στράφηκε λίγο πριν φτάσουν στην «έξοδο» και η σκιά της Ευρυδίκης επέστρεψε στον κόσμο των νεκρών. Ο Ορφέας περιπλανιόταν για 7 ημέρες δίχως τροφή θρηνώντας για τον δεύτερο χαμό της γυναίκας του. Από τότε έγινε αδιάφορος προς τις γυναίκες και ταπείνωνε όσες τον πλησιάζαν. Μερικοί λένε πως μη αντέχοντας τον πόνο, αυτοκτόνησε. Άλλοι λένε πως ο Διόνυσος τον τιμώρησε επειδή περιφρονούσε τα μυστήρια του και έστειλε τις Βάκχες του να διασπάσουν τα μέλη του και να τα πετάξουν μακριά. Οι Μούσες τότε μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν στα Λείβδηθρα, ενώ το κεφάλι του που το έριξαν στον Έβρο κατέληξε στη Λέσβο. Άλλοι λένε πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες της Θράκης που τον εκδικήθηκαν επειδή τις απέκλεισε από τα Μυστήρια του.
Ο Ορφέας ήταν μουσικός, «προφήτης», «δάσκαλος» που έφερε μαζί του μία νέα θρησκεία επιθυμώντας να αναμορφώσει την παλιά. Είναι η πρώτη φορά που στην Ιστορία της Ελληνικής Θρησκείας που συναντούμε τον ιδρυτή μιας Θρησκείας, ο οποίος είναι άνθρωπος αλλά συγχρόνως μυθικός ήρωας, ο οποίος πεθαίνει ως μάρτυρας της πίστης του.
Γνωρίζουμε ότι ο Ορφέας αναδιοργάνωσε και αναμόρφωσε τις τελετές του Βάκχου, σε ποιο βαθμό όμως αναδιοργάνωσε μια θρησκεία ή αναπλάστηκε ο ίδιος ποτέ δεν θα το γνωρίσουμε πλήρως.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι ο Ορφισμός υπήρξε η εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας ή ο Ορφισμός χρησιμοποίησε ως «όχημα» και μετασχημάτισε την διονυσιακή λατρεία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Ορφισμός και οι ορφικές τελετές είχαν έρθει στην Αθήνα πριν την κλασσική περίοδο. Ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου «φιλοσοφούμενα» μας λέει ότι οι «βακχικές τελετές του Ορφέα» είχαν εδραιωθεί και δοθεί στους ανθρώπους της Φλύας στην Αττική πριν την καθιέρωση των «Ελευσίνιων τελετών μύησης».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Ορφέας τροποποίησε οργάνωσε και αναδιαμόρφωσε τις βακχικές τελετές. Σε αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαμε να μην εντοπίσουμε τις ομοιότητες που μοιράζονται ο Διόνυσος και ο Ορφέας και σε αντιγραφή με τον Ιησού Χριστό, εάν και είναι γνωστές. Είναι οι «ποιμένες» και «σωτήρες» που αναμορφώνουν τις θρησκείες.
Σε όλη του η ζωή παρουσιάζεται να φέρει την τάξη και την ευπρέπεια σε ένα οργιαστικό και θορυβώδες τυπικό. Ο Ορφέας γενικά πιστεύεται ότι ήρθε από την Θράκη, αλλά ίσως και να ήρθε από τον νότο, και συγκεκριμένα από την Κρήτη. Ο Διόδωρος μάλιστα λέει ότι ο Ορφέας πήγε στην Αίγυπτο για να μάθει τις τελετές και την θεολογία του.
Το πιο πιθανό είναι να υπήρχαν πολλοί με το όνομα Ορφέας, τα ίχνη όμως του πρώτου μεγάλου διδασκάλου Ορφέα χάνονται στα βάθη της προ-ιστορίας.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Διόνυσος προηγείται του Ορφέα: «Ο Χάροψ παππούς του Ορφέα, βοήθησε το Θεό και ο Διόνυσος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης του δίδαξε τα όργια των τελετών του. Ο Χάροψ τα μετάδωσε στον γιο του Οίαγρο και ο Οίαγρος στον Ορφέα. Ο Ορφέας όντας εκ φύσεως χαρισματικός και περισσότερο εκπαιδευμένος από τον κάθε ένα, έκανε πολλές τροποποιήσεις στις οργιαστικές τελετές για αυτό ονομάζουν τις τελετές που προήλθαν από τον Διόνυσο Ορφικές».
Ο Ηράκλειτος επίσης λέει για τον Ορφέα: «Ρύθμισε την θρησκεία του Διονύσου στην Θράκη στο όρος Αίμος όπου λένε ότι υπάρχουν κάποια γραπτά σε πινακίδες του». Ο Απολλόδωρος όμως δηλώνει ότι ο Ορφέας: «επινόησε τα μυστήρια του Διονύσου». Ο Κόνων την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου αναφέρει:
«Κοντά στο Διόν είναι ένα χωρίο που ονομάζεται Πίμπλεια, όπου έζησε ο Ορφέας. Ο Ορφέας ήταν από την φυλή των Κικόνων, και ήταν άνθρωπος με μαγικές δυνάμεις όσον αφορά την μουσική και την μαντεία. Περιφερόταν τελώντας οργιαστικές τελετές, και αργότερα γεμάτος αυτοπεποίθηση απόκτησε πολλούς ακολούθους και μεγάλη επιρροή. Μερικοί τον δέχτηκαν οικειοθελώς άλλοι υποψιαζόμενοι ότι ετοιμάζει αναταραχές και συνομωσία του επιτέθηκαν και τον έσφαξαν».
Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη: «Ο Ορφέας μας δίδαξε τα μυστήρια, και πώς να λείψουμε από τον φόνο και γητειές για τις αρρώστιες και μαντολογήματα». Τέλος ο Ερατοσθένης υποστηρίζει:
«Ο Ορφέας δεν τιμούσε τον Διόνυσο αλλά θεωρούσε τον Ήλιο ως μεγαλύτερο των Θεών, τον οποίο ονόμαζε επίσης Απόλλωνα. Και ξυπνώντας νωρίς το πρωί ανέβαινε στο βουνό που ονόμαζε Παγγαίο και περίμενε την ανατολή του Ήλιου για να δει την πρώτη του αχτίδα. Για τούτο ο Διόνυσος εξοργίστηκε και έστειλε εναντίον του τις Βασσαρίδες του, όπως λέει ο ποιητής Αισχύλος. Και τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν».
Έχουμε λοιπόν αντιφατικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η αρχαία παράδοση σε πολλές περιπτώσεις ήθελε τον Ορφέα «εχθρό» του Διονύσου, και θύμα των πιστών του Θεού. Αντικειμενικά υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ του Ορφέα και του Διόνυσου.
Ο Ορφέας ποτέ δεν παίζει τον αυλό που επιφέρει την μανία ούτε χτυπά εκκωφαντικά τα κύμβαλα, στον αντίποδα ο Διόνυσος είναι ο Θεός της μέθης της έκστασης και του θορύβου.
Το μεγάλο βήμα του Ορφέα είναι ότι διατηρώντας την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη», στην «θέωση» κάτι που πριν αποτελούσε ύβρη, άλλαξε την αντίληψη του τι είναι Θεός, και επεδίωξε να αποκτήσει αυτή την Θεότητα με εντελώς διαφορετικά μέσα. Για τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του είναι μας, κρυμμένος στην ύλη και καθήκον μας είναι να τον απελευθερώσουμε από τα δεσμά των Τιτάνων.
Η «θέωση» που αναζητούσαν στο εξής δεν ήταν σωματική μέθη αλλά πνευματική έκσταση, και τα μέσα που υιοθέτησαν δεν ήταν η οινοποσία, αλλά αποχή και τελετές καθαρμού. Έως τότε αποτελούσε ύβρη ο άνθρωπος να θέλει να γίνει Θεός, ενώ οι ανθρωπινές σύμφορες από την άλλη πιστεύονταν ότι οφείλονταν στις χθόνιες δυνάμεις των νεκρών ή των ηρώων και ο εξαγνισμός γινόταν με αιματηρές θυσίες. Μερικοί υποστηρίζουν πως η σπουδαιότερη συμβολή του Διονύσου στην θρησκεία της αρχαίας Ελλάδος, ήταν η ελπίδα που έφερε για αθανασία, κάτι που οφείλετε στους Ορφικούς οι οποίοι αναμφίβολα πίστευαν στην μελλοντική ζωή.
Η επίδραση του Ορφισμού ήταν καταλυτική καθώς εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του μυστικισμού και του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και ύλη, όπως αποκαλύπτει και η χρυσή πλάκα του Ιππωνίου αναφερόμενη στην καταγωγή της ψυχής: «Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού». Πριν τους Ορφικούς και σύμφωνα με την Ομηρική άποψη η ψυχή ήταν μια σκιά που εγκατέλειπε τον νεκρό τη στιγμή του θανάτου για να οδηγηθεί στο Βασίλειο του Άδη. Οι Ορφικοί υποστήριζαν ότι η ψυχή είναι αυτό που υποκινεί τον άνθρωπο, η αρχή όλων, ενώ ο σώμα η φυλακή της ψυχής, κάτι που έκλεψε ο Χριστιανισμός. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι θεϊκή και ενσαρκώνεται λόγω ενός προγενέστερου αμαρτήματος της.
Έτσι υπάρχοντας στο σώμα εκτός το ότι φυλακίζεται, λυτρώνεται κιόλας μέσα από τον κύκλο της επαναλαμβανόμενης μετενσάρκωσης. Οι Ορφικοί πρώτοι πίστεψαν πως όχι μόνο είναι δυνατή η επιστροφή του νεκρού στον επίγειο κόσμο (μετενσάρκωση), αλλά ότι μπορεί κάποιος να βγει από τον αιώνιο κύκλο των συνεχόμενων μετενσαρκώσεων. Στην Ολβία του Ελ. Πόντου, ανακαλύφθηκαν οστέινες πλάκες, του 5ου π.χ αιώνα, με τις λέξεις: ΒΙΟΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ – ΒΙΟΣ.
Οι μυστηριακές τελετές του Ορφισμού διακρίνονταν σε δύο επίπεδα, στον εξαγνισμό και στην μύηση, και διαδραματίζονταν την νύκτα συμβολίζοντας την μετάβαση από το σκότος της άγνοιας στο φως της αλήθειας.
Δια μέσου της μύησης στα Ορφικά Μυστήρια αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο οι αρχετυπικές αλήθειες, έχοντας ως αρωγό τον Θεό Διόνυσο πού ήταν ο λυτρωτής της ανθρώπινης ψυχής, που την οδηγούσε στην αθανασία του ουρανού.
Οι Ορφικοί συγκεντρώνονταν είτε σε οικίες, είτε σε φυσικά σπήλαια για να ψάλουν ύμνους και να γνωρίσουν την διδασκαλία του Ορφέα, υπό το φως του ιερού πυρ που δεν έσβηνε πότε. Η επίδραση του Ορφισμού επηρέασε τόσο πολύ τον Πυθαγόρα, ώστε την εποχή του Πεισιστράτου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια μυστήρια. Ο Ορφισμός επέδρασε καταλυτικά στην Ελληνική φιλοσοφία για δυο λόγους:
Σύμφωνα με τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του αυτού μας, κρυμμένος στην ύλη. Ο Διονυσιακός άνθρωπος μπορεί εξ ιδίων να απελευθερωθεί από τα Τιτανικά δεσμά του και να σωθεί. Η Θεϊκή προέλευση της ψυχής ενοποιεί όλους τους ανθρώπους και τους φέρνει σε απευθείας ένωση με την Θεια ουσία.
Σύμφωνα με την Ορφική θεογονία αρχικά στο Σύμπαν υπήρχε η συνεχής ροή του Χρόνου από την οποία προήλθαν οι δύο Κοσμογονικές Ουσίες: Ύδωρ και Γη, Αιθήρ και Χάος. Διάμεσο του Φάνη Έρωτα δημιουργήθηκε το Ορφικό Ωόν, από όπου προήλθε το σύμπαν. (Στους Ορφικούς Φάνης ονομάζεται ο πρώτος Διόνυσος, ο Ζαγρέυς που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες δεύτερος Διόνυσος, ενώ ο τρίτος Διόνυσος είναι ο αναστημένος από τον Δια).
Σχετικά με το Ορφικό αυγό ο Πρόκλος γράφει (Πλάτων Τίμαιος):
«Όπως το ωόν περιελάμβανε την σπερματική αιτία του ζώου, έτσι και ο κρυφός διάκοσμος περιέχει κάθε τι το νοητό. Και όπως το ζώον έχει διαιρεμένα όσα ευρίσκοντο σαν σπέρματα στο ωόν, έτσι και ο Θεός προάγει σε εμφάνιση το άρρητον και ακατάληπτον των πρώτων αιτίων. Για τούτο ο Φάνης δοξάζεται ως θήλυς και δημιουργός».
Και ο Κλήμης: «Μέσα στην περιφέρεια του Ωού διαμορθώθηκε ένα αρρενόθηλυ ζωντανό ον, με πρόνοια του ενυπάρχοντος μέσα θεϊκού πνεύματος, το οποίο ο Ορφέας το αποκαλεί Φάνητα, διότι όταν φάνηκε, από αυτόν έλαμψε το παν, με το φέγγος του διαπρεπέστερου στοιχείου, του πυρός, εκπληρούμενο μέσα στο υγρό στοιχείο»
Το Ύδωρ ή Αιθέρας Έν, αποτελεί την πρώτη Κοσμογονική Ουσία, ή Ενεργητική Αρχή, η «Συνεχής Ουσία». Η Γη ή Χάος ή Πάσχον ή Αόριστος Δυάς ή Έτερον ή Άπειρον των Πυθαγορείων, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση αμορφίας, αταξίας, αρρυθμίας, συγχύσεως, ταραχής, αποτελεί την «Μεριστή Ουσία» η οποία έχει την ιδιότητα της κίνησης και της ζωής και διακόπτει το συνεχές της συνεχούς ουσίας.
Το Έν και η Δυάς είναι οι δύο πρώτες κοσμογονικές ουσίες, οι οποίες συνιστούν όλη την δημιουργία. Από αυτές και διάμεσο της ενέργειας του Φάνη-Ερωτά που προκαλεί την επαφή και μίξη των στοιχείων αρχίζει η πορεία του κόσμου. Ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως Ένας που πολλαπλασιάζεται εσωτερικά με τη δημιουργία των διαφόρων μορφών ζωής. Τόσο οι Θεοί, όσο και οι άνθρωποι θεωρούνται δημιουργήματα του Κόσμου, στον οποίο μετέχουν και υπάγονται στους νόμους που διέπουν τη δομή και λειτουργία του. Οι Θεοί και οι Θεές θεωρούνται θεματοφύλακες αυτών των νόμων, χωρίς όμως να εκφεύγουν αυτών.
Ντοστογιέφσκι: Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα
Ίσως, όλ' αυτά ν' αρέσανε πολύ αθώα, για τ' αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, κι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίου, μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ' στην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο.
Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε κι η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα...
Α, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα: αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, κι άρχισαν ν' απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται.
Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων.
Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες.
Μάθανε τ' είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή.
Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της.
Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ' στα δάση και τους εχθρεύτηκαν.
Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου.
Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες.
Μάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψη.
Ποθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια.
Κι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη.
Σα γίνανε κακοί, τότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέες.
Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν, κι ύστερα, για να εξασφαλίσουν το σεβασμό γι' αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο.
Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοι.
Κοροϊδεύαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο.
Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά, κι όμως, τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα!
Μ' όλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μ' όλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους,μ' όλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα.
Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ' αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θ' αρνιόνταν.
Σ' αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμε, κλαίμε κι υποφέρουμε γι' αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσει, και που ούτε τ' όνομά του δεν ξέρουμε.
Μα έχομε την επιστήμη και χάρη σ' αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια,και τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητά.
Η γνώση είναι ανώτερη απ' το συναίσθημα, κι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ' τη ζωή.
Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία.»
Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν' αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟY
- Είναι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών γιατί ο Αιθέρας πληροί ολόκληρο τον χώρο του σύμπαντος και ταυτίζεται με τον χώρο.
- Είναι ο Συνθετικός και Αποσυνθετικός Λόγος[1] των μορφών του απείρου και συνεπώς ο ατελεύτητα Μεταμορφωτικός Λόγος αυτών.
- Είναι το παγκόσμιο Πυρ, δια του οποίου ολόκληρη η φύση αναγεννιέται.
- Είναι ο άνευ διακοπής συνεχίζων το όλον των δημιουργηθέντων κόσμων στις ατελεύτητες μεταμορφώσεις των πλασμάτων τους.
- Είναι ο χορηγός και συντηρητής κάθε ζωής (που σημαίνει ότι είναι ο κύριος του Νόμου της ζωής) και ο ατελεύτητα μεταμορφωτής (που σημαίνει ότι είναι ο κύριος του νόμου του θανάτου[2]).
Το Φως δεν είναι η ψυχή του κόσμου, είναι μέρος της ψυχής του κόσμου και μάλιστα είναι η φυσική εκείνη δύναμη, η οποία έφερε την ψυχή του κόσμου εις την αντίληψη του Είναι αυτής, είναι το μέσον της προόδου της ψυχής του κόσμου είναι τέλος η δύναμη εκείνη της Φύσεως, από την οποίαν απορρέει ο νόμος της εξελίξεως.
Η ψυχή του κόσμου μετέχει και των τριών δυνάμεων της δημιουργίας: Κίνηση – Ζωή – Ενέργεια που συνιστούν την ιερή τριάδα της κατά τους Πυθαγορείους.
Πανθεϊστικές δοξασίες
Κατά τις Πανθεϊστικές δοξασίες η Ενεργός Ουσία (ή αυθυπόστατη δύναμη) δεν είναι ουσία απόλυτη και ανεξάρτητη αλλά θεωρείται ότι έχει κάποια σχέση με το απόλυτο ον (δηλαδή τον Θεό των βιβλικών θρησκειών). Πανθεϊσμός είναι η δοξασία σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι ο Θεός. Αυτό μπορεί να νοηθεί κατά δυο θεωρήσεις: ή ότι ο Θεός είναι η μόνη πραγματικότητα και η φύση είναι ένα σύνολο εκδηλώσεων ή απορροιών του Θεού (π.χ. πανθεϊσμός Spinoza) ή ότι η Φύση είναι το μόνο πραγματικό και Θεός είναι το σύνολο όλων όσων υπάρχουν στην Φύση (π.χ. πανθεϊσμός του D’ Holbach, του Diderot και του Χέγγελ). Οι δύο θεωρήσεις ονομάζονται και ως πανθεϊστικός νατουραλισμός ή ως πανθεϊστικός ματεριαλισμός αντίστοιχα.
--------------------------
[1] Η λέξη λόγος εδώ έχει την έννοια του αιτίου.
[2] Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι θάνατος στη φύση (με την βέβηλη έννοια του εξαφανισμού) δεν υπάρχει και οι μεμυημένοι με τη λέξη θάνατος νοούν τη μεταμόρφωση κάθε ύπαρξης. Ο Νόμος του θανάτου είναι Νόμος που εκπορεύεται από το Λόγο προς το σκοπό να μην αφήνει μονίμως το πνεύμα σε χαμηλές λειτουργίες και τη διάνοια καθηλωμένη στα πάθη της και τις ψευδείς της δοξασίες
Φρίντριχ Νίτσε: Η γνώση της αθλιότητας
Όσο για την τελευταία, ίσως, εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, να είμαστε, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας, αμαθείς και ματαιόδοξοι, κι αυτό από έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, της εμπειρίας πού είχε ο αιώνας του φόβου — γ μεγαλύτερη, δηλαδή, περίοδος της Ιστορίας — όταν ό άνθρωπος έπρεπε να προφυλάσσεται μονάχος του από τη βία και, γι αυτό, να γίνεται και ο ίδιος βίαιος.
Την εποχή εκείνη ο άνθρωπος έκανε ένα πάρα πολύ πλούσιο μάθημα τού σωματικού πόνου και της στέρησης. Ακόμα θεωρούσε και την σκληραγωγία και τον εκούσιο πόνο απέναντι στον εαυτό του, σαν αναγκαίο μέσο της διατήρησής του. Τότε ο άνθρωπος έκανε εξάσκηση στο να μπορεί να υπομένει τον πόνο, και πρόσθετε μεγάλη προθυμία κι άλλον πόνο, κι έφτανε στο σημείο να βλέπει τα χειρότερα μαρτύρια των άλλων χωρίς να αισθάνεται τίποτα, παρά το αίσθημα της δικής του ασφάλειας, ‘
Όσο για την ψυχική αθλιότητα, τώρα εξετάζω προσεχτικά αν ο άνθρωπος πού μιλά γι αυτήν, την γνωρίζει από πείρα ή από διάβασμα, αν νομίζει, π.χ., πώς είναι ανάγκη να κάνει πώς γνωρίζει την ψυχική αθλιότητα, για να αποδείξει έτσι στους άλλους πώς έχει κάποια μόρφωση, ή αν από τα κατάβαθα της ψυχής του αρνιέται ολότελα να πιστέψει κάθε είδος ηθικού πόνου. Αν, όταν ακούει να ονομάζουν αυτούς τούς πόνους, δεν παθαίνει μέσα του κάτι παρόμοιο με αυτό πού του συμβαίνει όταν του μιλούν για μεγάλους φυσικούς πόνους, αν του θυμίζουν τους πονόδοντους του ή τούς στομαχικούς πόνους. Μου φαίνεται πώς οι πιο πολλοί άνθρωποι έτσι αισθάνονται.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι πια εξασκημένος στους σωματικούς και στους ψυχικούς πόνους, και σπάνια συναντά κανείς κάποιον να υποφέρει. Αυτό έχει μια πολύ αξιόλογη συνέπεια: τώρα οι άνθρωποι μισούν τον πόνο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μιλούν γι’ αυτόν με τα πιο απαίσια λόγια και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μπορούν να υποφέρουν ούτε την απλούστατη ιδέα του. 'Έχουν κάνει τον πόνο ζήτημα συνείδησης και μομφής για ολόκληρη τη ζωή.
Το άνθισμα των φιλοσόφων του πεσιμισμού δεν αποτελεί καθόλου ένδειξη φοβερών απογνώσεων. Αντίθετα μάλιστα, τις ερωτήσεις αυτές για τη γενική άξια της ζωής τις θέτουν σε εποχές όπου η άνεση και η ευκολία μάς κάνουν να βρίσκουμε πολύ αιματηρά και σκληρά τα μικροτσιμπήματα των εντόμων πού ούτε το σώμα ούτε ή ψυχή μπορεί να τα αποφύγει, και θα ήθελαν πολύ —μια και απουσιάζουν οι πραγματικές οδυνηρές εμπειρίες— να εμφανίσουν την φαντασία του μαρτυρίου σαν ένα πόνο υψηλοτέρου είδους.
Υπάρχει βέβαια ένα αντίδοτο πού θα μπορούσαμε να το υποδείξουμε για τις πεσιμιστικές φιλοσοφίες και την υπερβολική ευαισθησία, πού μου φαίνεται είναι η πραγματική «αθλιότητα της σημερινής εποχής».. . αλλά ίσως και ή συνταγή αυτή θα ήταν πολύ σκληρή.
Είναι σίγουρο πώς θα κατάταζαν την συνταγή αυτή στα συμπτώματα, όπου βασίζονται τώρα, για να κρίνουν ότι ή «ζωή είναι κακό πράγμα». Ας είναι έτσι λοιπόν!
Το αντίδοτο για την αθλιότητα ονομάζεται: ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής
Η τελετή των Αμφιδρομίων
Η επίσημη αποδοχή του παιδιού από την οικογένεια γινόταν με τα “Αμφιδρόμια”, στην αρχαία Αθήνα καθώς και σε άλλες αρχαίες πόλεις. Αμφιδρόμια ονόμαζαν την μετά το τοκετό τελετή του καθαρμού. Μετά τον τοκετό πλένονταν και καθαρίζονταν η λεχώνα, το βρέφος και όλοι όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Επειδή τόσο η γέννηση όσο και ο θάνατος αποτελούσαν γεγονότα που συνδέονταν κατά τις τότε αντιλήψεις με την ακαθαρσία που έπρεπε αμέσως να εξαλειφθεί…Ο τοκετός θεωρούνταν διαδικασία μιαρή που προκαλούσε δηλαδή πνευματική μόλυνση.
Για το λόγο αυτό απαγορευόταν να πραγματοποιείται σε ιερά. Η νέα μητέρα θεωρούνταν μολυσμένη τουλάχιστον για τις δέκα πρώτες ημέρες μετά τη γέννα. Στο διάστημα αυτό ήταν περιορισμένη στο σπίτι και με ελάχιστους ανθρώπους ερχόταν σε επαφή.
Το μίασμα δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή, αλλά σε οποιονδήποτε βοήθησε στον τοκετό ή βρισκόταν στο σπίτι την ώρα του τοκετού.
Η υγεία είναι ο λόγος
Όσοι εκτέθηκαν στην μόλυνση δεν επιτρεπόταν να εισέρχονται σε ιερά ή να ασκούν τη λατρεία. Αυτή η απομόνωση των δέκα πρώτων ημερών είχε χαρακτήρα θρησκευτικό, επιπλέον όμως κάλυπτε και πρακτικές ανάγκες: τον αποκλεισμό της γυναίκας από τις δουλειές της καθημερινής ζωής και τη βιολογική προστασία της μητέρας και του βρέφους από τους κινδύνους που ελλόχευε η έκθεσή τους στον έξω κόσμο τις πρώτες αυτές κρίσιμες ημέρες.
Έτσι μετά το τοκετό εκτός της λεχώνας, του βρέφους και της μαίας θα έπρεπε να καθαρθούν και όλοι εκείνοι που ήλθαν με αυτούς σε επαφή, όπου και μόνο τότε είχαν δικαίωμα να πλησιάσουν άλλους ανθρώπους. Οπότε και άρχιζε η τελετή του γενικού καθαρμού.
Την πέμπτη ημέρα, ημέρα που οι Μοίρες δίνουν τις παραγγελίες τους στον «Δαίμονα Εαυτού» του παιδιού και καταγράφουν τα καλά και τα κακά που μέλλει αυτό να συναντήσει στο βίο του, μετά τον τοκετό αφού καθαρίζονταν και ο οίκος, τοποθετούσαν στην εξώθυρα στέφανο από κλάδο ελιάς, αν το βρέφος ήταν αγόρι ή μάλλινη ταινία, κομψά δεμένη, αν ήταν κορίτσι και άρχιζε η ιεροπραξία του καθαρμού.
Συχνά κατά τη διάρκεια αυτού του τελετουργικού, στις φτωχές οικογένειες, έδιναν και το όνομα στο βρέφος. Οι πλουσιότερες οικογένειες διάλεγαν το όνομα σε ξεχωριστή τελετή τη “Δεκάτη”, τη δέκατη ημέρα από τη γέννηση. Ακολουθούσε θυσία ζώου σε δημόσιο ιερό από τον πατέρα.
Το βρέφος, στην αγκαλιά του πατέρα αλλά και κατά άλλες πηγές πιθανώς στην αγκαλιά της τροφού, περιφέρονταν γύρω από την εστία της οικίας που παρακολουθούσαν «εν πομπή» και όλοι οι παρευρισκόμενοι συγγενείς. Η περιφορά γύρω από την εστία συμβόλιζε το επίσημο καλωσόρισμα του νεογέννητου στον οικογενειακό κύκλο και η ένταξη σε αυτόν.
Η επίσημη αποδοχή του παιδιού από την οικογένεια .
Μετά από αυτό, την 7η μέρα, γιορτάζονταν «αι εβδόμαι» ή και κατά τον Ισαίο την δέκατη μέρα ή γενέθλια θύειν, όπου και ονομάτιζαν το βρέφος ¨δεκάτην θύειν εστιάν¨» δηλαδή γινόταν η ιεροπραξία της ονοματοδοσίας του βρέφους.
Μετά την ονοματοδοσία γίνονταν θυσίες και συμπόσια, όπου παρευρίσκονταν όλοι οι συγγενείς και στενοί φίλοι της οικογένειας χωρίς να εξαιρούνται στη τελετή και αυτοί οι δούλοι της οικίας, οι οποίοι έφερναν και δώρα προς τη μητέρα και το βρέφος.
Τα Αμφιδρόμια κλείνουν με θυσία, με το κρέας της οποίας παρατίθεται το βράδυ δείπνο με σπονδές προς τους Εφέσιους Θεούς και προς τον Θεό Αμφίδρομο που αντιπροσωπεύει την διπλόδρομη σχέση προγόνου και απογόνου στην ύπαρξη και στην συνέχιση του οίκου.
Η μητέρα δείχνει στην συνέχεια το νεογέννητο στην Θεά Σελήνη και την Αρτέμιδα «Λοχεία» και τις ευχαριστεί για την ευγονία. Τέλος η ημέρα κλείνει με θυσία προβάτου προς τιμή της θεάς των τοκετών Ειλειθυία .Αυτή η τελετή πιθανότατα σηματοδοτούσε και το τέλος της περιόδου μόλυνσης για τη μητέρα και συνέστησε το βρέφος ως μέλος της ευρύτερης κοινωνίας.
Στις αναπαραστάσεις των Αμφιδρομίων των αρχαίων καλλιτεχνών περιλαμβάνεται παρόμοια σχετικά με τη γέννηση του Διονύσου όπου μια μαινάδα και ένας σάτυρος κρατούν κάνιστρο όπου αναπαύεται βρέφος και που φαίνεται να περιφέρουν με κινήσεις γρήγορες ή χορευτικές.
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ: ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟ ΗΛΙΑΚO ΡΟΛΟΪ
Είναι ένα από τα λιγοστά παγκοσμίως και δείχνει σωστή ώρα Ρώμης, Γαλλίας και Κίνας
Το ρολόι εντοπίστηκε σε κτίριο της ύστερης αρχαιότητας στο Πολύχρονο Χαλκιδικής
Ενα από τα λιγοστά παγκοσμίως ηλιακά ρολόγια των ελληνορωμαϊκών χρόνων που έχουν εντοπιστεί άθικτα ανασύρθηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη στο Πολύχρονο Χαλκιδικής. Το εύρημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς τα ηλιακά ρολόγια κατασκευάζονταν για συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος, δηλαδή ήταν ακριβή μόνο για τον τόπο στον οποίο συνήθως κατασκευάζονταν. Το ρολόι του Πολύχρονου έχει κατασκευαστεί έτσι που μπορεί να δείχνει τη σωστή ώρα της κάθε μέρας τόσο στη Χαλκιδική όσο και στη Ρώμη, τη Γαλλία ή την Κίνα.
Η αρχαιολόγος της 16ης Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Μπετίνα Τσιγαρίδα, η οποία έχει αφιερώσει την πολύχρονη επαγγελματική της δραστηριότητα στην περιοχή της Χαλκιδικής και ειδικότερα της αρχαίας Κασσάνδρειας, ανταμείφθηκε με το συγκεκριμένο εύρημα αλλά και με μοναδικά στοιχεία για την αμπελουργία και τη μελισσοκομία στη Χερσόνησο της Χαλκιδικής κατά τους αρχαίους χρόνους.
Το ρολόι εντοπίστηκε σε κτίριο της ύστερης αρχαιότητας στο Πολύχρονο και τα στοιχεία που δίνει είναι εντυπωσιακής σαφήνειας. «Το ρολόι αποτελείται από ημισφαιρική επιφάνεια, στην οποία υπάρχουν χαραγμένες έντεκα γραμμές που τη χωρίζουν σε δώδεκα τμήματα, τα οποία αντιστοιχούν στις ώρες της ημέρας. Κάθετες σε αυτές είναι τρεις άλλες εγχάρακτες γραμμές που αντιστοιχούν στο χειμερινό ηλιοστάσιο, την ισημερία και το θερινό ηλιοστάσιο. Στη μέση της ημισφαιρικής επιφάνειας είναι στερεωμένος ένας χάλκινος γνώμονας, ο οποίος ρίχνει τη σκιά του στο ημισφαίριο και ανάλογα με τη θέση της στα δώδεκα τμήματα φανερώνει την ώρα της ημέρας. Η σκιά του ρολογιού έχει ίδιο μήκος όλες τις ώρες της ημέρας, αλλάζει όμως μήκος ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Το μικρότερο μήκος παρατηρείται όταν είναι στο χειμερινό ηλιοστάσιο και σταδιακά αυξάνεται μέχρι το ανώτατό του κατά το θερινό ηλιοστάσιο.
Έτσι οι ιδιοκτήτες του ρολογιού είχαν τη δυνατότητα να υπολογίζουν όχι μόνο τις ώρες της ημέρας, αλλά και την ημερομηνία».
Για τον Δία
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο, «στη Χαλκιδική θα πρέπει να έφτασε ως ανάθημα σε κάποια ιερό, ίσως του Αμμωνα Δία».