Υπάρχει μια διαδεδομένη στάση αντιμετώπισης των πραγμάτων της ζωής
στα τέλη του 5ου αιώνα που εμφανίζεται στον διάλογο των Μηλίων του
Θουκιδίδη: πρέπει να κυβερνά όποιος μπορεί, γιατί αυτό αποτελεί φυσική
αναγκαιότητα και ταυτόχρονα αιώνιο νόμο. Το κριτήριο αυτό έχει την
βάση του στο ζωικό βασίλειο το οποίο χρησιμοποιεί και σαν πρότυπο. Ο
Ηρόδοτος αναφέροντας όμως ένα τέτοιο παράδειγμα εξαιρεί ρητά τους
Έλληνες, ενώ ο Αριστοφάνης παρωδεί συχνά τέτοιες αντιλήψεις.
Ο Καλλικλής συνεχίζοντας την έκθεση των επιχειρημάτων του τονίζει
πως η κοινωνία προφυλάσσεται με συγκεκριμένες μεθόδους από τους
ισχυρούς πολύ συχνά χωρίς αποτέλεσμα:
«Διαπλάθοντας τους καλύτερους και ισχυρότερους ανάμεσα μας
παίρνοντάς τους από νεαρή ηλικία, σαν τα λιοντάρια με μυστικά άσματα
και γητέματα τους υποτάσσουμε, λέγοντας πως πρέπει να έχουν ίσα με
τους άλλους και πως τούτο είναι το ωραίο και το δίκαιο. Αν λοιπόν
υπάρξει άνδρας με φύση ανώτερη, αφού αποσείσει όλα τούτα και τα
καταστρέψει και ξεφύγει καταπατώντας τα δικά μας θεσπίσματα και τις
μαγγανείες και τα άσματα και όλους τους πάρα φύση νόμους
ανασηκώνεται και παρουσιάζεται ο δούλος δικός μας κύριος, και στην
περίπτωση αυτή έχουμε έκλαμψη του δικαίου της φύσης.»
Κατόπιν αναφέρεται στο άσμα του Πινδάρου που συνηγορεί με τις
πεποιθήσεις του: «ο νόμος των όλων βασιλιάς θνητών και αθανάτων….
δικαιώνει το πιο βίαιο έργο με το πανίσχυρο χέρι του.»
Επί πλέον η ίδια η φιλοσοφική σκέψη αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη
των ανθρώπων και λειτουργεί καταστρεπτικά. Είναι μεν χρήσιμη αν
κάποιος ασχοληθεί με μέτρο και στην κατάλληλη ηλικία. Αυτός που
πρόκειται να γίνει χρηστός ,ενάρετος και ευυπόληπτος άνδρας αν
εξακολουθήσει να φιλοσοφεί πέρα από την περίοδο της νεότητας θα
στερηθεί την γνώση των νόμων της πόλης και των λόγων με τους
οποίους συναλλάσσονται οι άνθρωποι στην ιδιωτική και την δημόσια
ζωή. Ακόμα θα αγνοήσει τις ηδονές και τις ανθρώπινες επιθυμίες, σε
τελευταία ανάλυση ,τα ανθρώπινα ήθη. Όταν χρειαστεί να επιχειρήσει
κάποια ιδιωτική ή δημόσια πράξη θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Βέβαια
προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και οι πολιτικοί στις συναναστροφές των
φιλοσόφων.
Η φιλοσοφία σύμφωνα με την θεωρία του Καλλικλή είναι χρήσιμη για την
απόκτηση παιδείας: «βλέποντας κάποιον νεαρό να ασχολείται με την
φιλοσοφία ,ευχαριστιέμαι και μου φαίνεται αρμόζον ,και θεωρώ ότι ο
άνθρωπος τούτος είναι ελεύθερος……όταν όμως δω κάποιον μεγαλύτερο
να ασχολείται ακόμα με την φιλοσοφία και να μην απαλλάσσεται από
αυτήν, νομίζω Σωκράτη πως ο άνθρωπος αυτός αξίζει να τιμωρηθεί με
μαστίγωμα.» «Εάν δε περαιτέρω του δέοντος ενδιατρίψη, διαφθορά των
ανθρώπων (εστίν η φιλοσοφία).
Η άρνηση της φιλοσοφίας ισοδυναμεί με θάνατό και καταδίκη της
ελεύθερης σκέψης.
Ο άνθρωπος αυτός ακόμα και στην περίπτωση που είναι ιδιαίτερα ευφυής
γίνεται άνανδρος γιατί αποφεύγει τα κεντρικά σημεία της πόλης και τις
αγορές, όπου οι πολιτικοί άνδρες αναδεικνύουν την προσωπικότητά
τους, δεν κατορθώνει ποτέ να αρθρώσει λόγο ελεύθερου ανθρώπου ωραίο
και ικανοποιητικό.
Ο Καλλικλής απευθύνει προς τον Σωκράτη στην πορεία της
επιχειρηματολογίας του την προφητική διαπίστωση ότι και ο ίδιος θα
ήταν εντελώς ανυπεράσπιστος αν συνέβαινε να βρεθεί κατηγορούμενος
σε δικαστήριο: «αν κάποιος πιάσει εσένα και σε οδηγήσει στην φυλακή
λέγοντας πως διέπραξες αδικίες ενώ δεν διέπραξες,…..αν τύχαινε να
έχεις κατήγορο ιδιαίτερα φαύλο και μοχθηρό, θα καταδικαζόσουν σε
θάνατο αν ήθελε να σου επιβάλλει θανατική ποινή».
Σοφό δεν είναι το πράγμα που παραλαμβάνει έναν έξυπνο άνθρωπο και
τον κάνει χειρότερο τονίζει ο Καλλικλής, με την έννοια ότι ο άνθρωπος
διαπλάθεται κατά την άποψη του από την φιλοσοφία αδύναμος να
υπερασπιστεί τον εαυτό του από τους μεγαλύτερους κινδύνους. Ένας
τέτοιος άνθρωπος θα δει την περιουσία του να αρπάζεται και τον εαυτό
του να γίνεται θύμα των επιτήδειων. Ο Σωκράτης οφείλει να εγκαταλείψει
την θεωρία και να επιδοθεί στην ομορφιά των πραγμάτων. Δεν πρέπει να
ζηλεύει κανείς τους οπαδούς της θεωρίας αλλά εκείνους που έχουν
φήμη, δόξα και πολλά αγαθά.
Ο Σωκράτης προσπαθεί να πείσει τον Καλλικλή να συμφωνήσει πως στη
δημοκρατία οι ισχυρότεροι και καλύτεροι είναι οι πολλοί ,επειδή
θεσπίζουν και επιβάλλουν τους νόμους. Κάτι ανάλογο εκφράζεται και στις
απόψεις του Θρασύμαχου. Οι πολλοί είναι αυτοί που επιμένουν ότι
δικαιοσύνη σημαίνει ίσα δικαιώματα για όλους και συνεπώς ότι
αποφασίζουν είναι σύμφωνο με την φύση.
Ο Καλλικλής απαντά οργισμένα ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να τον
μπερδέψει με τα λόγια. Οι ισχυρότεροι είναι οι καλύτεροι ως προς τη φύση
και όχι ασήμαντος και δουλικός όχλος.
Οι καλύτεροι και σοφότεροι πρέπει να γίνουν κύριοι της πόλης και αυτοί
πρέπει να επιβάλλουν την θέλησή τους εφόσον δείχνουν θάρρος και καλή
πρακτική αντίληψη στις υποθέσεις του κράτους. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει
να κυβερνούν και είναι δίκαιο αυτοί που εξουσιάζουν να είναι σε καλύτερη
μοίρα από τους άλλους. Η ιδέα να κυβερνούν οι άνθρωποι αυτοί τους
εαυτούς τους, με άλλα λόγια να δείχνουν αυτοκυριαρχία δεν έχει κανένα
νόημα για αυτούς. Η φυσική καλοσύνη και δικαιοσύνη επιβάλλουν ο
άνθρωπος που θέλει να ζει δίκαια να μην πρέπει να ελέγχει τις επιθυμίες
του, αλλά να τις αφήνει ελεύθερες στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και με
το θάρρος και το πρακτικό του πνεύμα να είναι σε θέση να τις ικανοποιεί
στο ακέραιο.
«Τούτο όμως είναι το σύμφωνα με την φύση ωραίο και δίκαιο, το οποίο
σου αναφέρω τώρα με θάρρος, ότι δηλαδή αυτός που εννοεί να ζήσει
σωστά πρέπει να αφήνει τις επιθυμίες του να γίνουν όσο μεγαλύτερες και
να μην τις εμποδίζει και να μπορεί να τις υπηρετεί, καθώς είναι μεγάλες
χάρη στην ανδρεία και την φρόνησή του και να ικανοποιεί αυτά που κάθε
φορά αφορούν την επιθυμία του…»
Άλλωστε για αυτούς που είναι εξαρχής γιοί βασιλιάδων ή από την φύση
τους ικανοί να κατακτήσουν κάποια εξουσία, βασιλική ή τυραννική, η
δικαιοσύνη και η σωφροσύνη αποτελούν τροχοπέδη. Αυτό συμβαίνει γιατί
τα άτομα αυτά ενώ έχουν την δυνατότητα να απολαμβάνουν όλα τα
αγαθά και κανείς να μην τους εμποδίζει, θέτουν οι ίδιοι στον εαυτό τους
περιορισμούς, αν δεχτούν τον νόμο των πολλών. Ο νόμος εμποδίζει τους
ηγέτες αυτούς να προσφέρουν στους φίλους τους περισσότερα από ότι
στους εχθρούς και μάλιστα ενώ κυβερνούν την πόλη.
«…η τρυφηλότητα, η ακολασία και η ελευθερία, αν κάποιος έχει την
δυνατότητα, αυτά είναι αρετή και ευδαιμονία, και τα υπόλοιπα τούτα τα
στολίδια, οι αντίθετες προς την φύση ανθρώπινες συμβάσεις, είναι
ανοησίες και πράγματα ανάξια λόγου.»
Η σχετικότητα της αλήθειας στην θεωρία της γνώσης ήταν επόμενο να
μεταφερθεί στην πολιτική και ηθική θεωρία και πράξη. Έτσι ο σχετικισμός
βρήκε μια πρόσθετη θεμελίωση και εφαρμογή στην αντίθεση :νόμος –
φύσις.
Όταν οι νόμοι των πολλών δεν γίνονται σεβαστοί ,η φύση εκδηλώνει την
δύναμή της και ο ανθρώπινος νόμος υποτάσσεται στον φυσικό. Η πολιτεία
μεταβάλλεται σε φυσικό κράτος, η φύση αναλαμβάνει τα ηνία και
αποφασίζει να πράξει με στόχο μόνον το όφελος.
Οι κοινοί άνθρωποι καταδικάζουν αυτή την ικανοποίηση των επιθυμιών
από ντροπή ή γιατί οι ίδιοι αδυνατούν να την προσεγγίσουν. Για τον
άνθρωπο που έχει εξουσία πάνω σε άλλους τίποτα δεν είναι πιο ατιμωτικό
από την μομφή των συμπολιτών του.
Η πολυτέλεια, η ακολασία και η έλλειψη περιορισμού ,όταν συνοδεύονται
από δύναμη, συνιστούν την αρετή και την ευτυχία.
Ο Σωκράτης με τα επιχειρήματά του αντικρούει την θεωρία του Καλλικλή
ως άκρατο ηδονισμό αφού ταυτίζει την ηδονή με το αγαθό. Στην συνέχεια
προσπαθεί να διαχωρίσει τις καλές από τις κακές ηδονές.
Ο Καλλικλής θέτει για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη την
αντιπαράθεση φύσης και νόμου.
Η φυσική δικαιοσύνη έγκειται στο ότι το δίκαιο είναι με το μέρος της
δύναμης. Ο ισχυρός πρέπει να ζει κάνοντας χρήση των δυνάμεών του στο
έπακρο και να αφήνει ελεύθερες τις επιθυμίες του. Ο πραγματικά δίκαιος
άνθρωπος δεν είναι ούτε ο δημοκράτης ,ούτε ο συνταγματικός μονάρχης
αλλά ο αδίστακτος τύραννος. Οι υπάρχοντες ανθρώπινοι νόμοι
αντιτίθενται στην φύση και το δίκαιο της αφού αποτελούν εφεύρημα των
πολλών που ζητούν να προστατευθούν από τον ισχυρό και να τον
εμποδίσουν να επικρατήσει.
O ανθρώπινος νόμος είναι ένα αντίδοτο στον φυσικό νόμο, στον νόμο του
ισχυρού. Από την φύση τους όμως τα πράγματα είναι έτσι, ώστε ο πιο
δυνατός να έχει πιο πολλά από τον αδύνατο. Αυτό που ονομάζεται σε μία
πολιτεία νόμος και δίκαιο είναι εύρημα των αδυνάτων φύσεων για να
προστατεύονται από τους δυνατούς και να περιορίζουν την δύναμή
τους. Οι νόμοι παρουσιάζονται με αυτό τον τρόπο ως αυθαίρετες
κατασκευές, που η πολιτεία διατηρεί ιερές και απαραβίαστες προς το
συμφέρον της πλειονότητας. Αν όμως παρουσιαστεί ο ισχυρός άνδρας και
αναλάβει την εξουσία, καταστρέφει όλους αυτούς τους νόμους των
αδυνάτων και οικοδομεί θεσπίζοντας νέους νόμους μία δικαιοσύνη της
δύναμης.
Για τον δυνατό, όπως και για τον αδύνατο δίκαιο είναι εκείνο που τον
ωφελεί.
Το κράτος είναι ο χώρος της διαμάχης ισχυρών και ασθενών για
επικράτηση, την οποία τελικά επιτυγχάνουν και οι δύο παρατάξεις αλλά με
διαφορετικό τρόπο. Ο ένας ,ο κυρίαρχος, έχει την δύναμη να πραγματώσει
την βούλησή του, ο λαός οι πολλοί, είναι τυπικά αδύνατοι, εκφράζοντας
όμως την βούλησή τους με νόμους γίνονται ισχυροί. Η φύση προικοδοτεί
επί μέρους άτομα ενός είδους και ποτέ το πλήθος. Αυτό το γεγονός,
πιστεύει ο Καλλικλής , υπάρχει κατά κύριο λόγο στο ανθρώπινο γένος.
Τα εξαιρετικά άτομα επιβάλλεται να ζουν με τις δαπάνες του
κράτους. Την ευημερία του κυρίαρχου δεν την νομιμοποιεί το αξίωμά
του, αλλά η εσωτερική ιδιότητα, η φυσική ικανότητα δυνάμει της οποίας
και πέτυχε το αξίωμα.
Η προφανής υπεροχή του αντισταθμίζεται με το πλήθος των ελάχιστων
φυσικών ικανοτήτων του λαού.
Είναι για τους σοφιστές νόμος της φύσης να αναπτύσσει ο άνθρωπος μέσα
στο κράτος τέτοια συνείδηση με γνώμονα την αναγνώριση και την
ασφάλεια ώστε να μιμείται αρχικά τον τύραννο: «ότι ούτος ο μιμούμενος
τον μη μιμούμενον εκείνον αποκτενεί, εάν βούληται και αφαιρέσηται τα
όντα», λέει ο Καλλικλής στον Σωκράτη.
Ο άνθρωπος οργανώνεται εναντίον των ομοειδών του, συγκροτώντας την
πόλη-κράτος, αλλά ουσιαστικά είναι αφύλακτος στην ευκαιριακή
εκδήλωση της φύσης. Εάν προκύψει για παράδειγμα μία ψευδής
κατηγορία, ο πολίτης όχι απλά θα οδηγηθεί σε δίκη αλλά και θα
καταδικαστεί σε περίπτωση που δεν διαθέτει ρητορική ικανότητα. Αυτό που αποφασίζει για την ζωή του είναι η τύχη και όχι ο νόμος.
Η εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας όλων των πολιτών υπερβαίνει
τις δυνατότητες της οργάνωσης του κράτους.
Η φύση παίζει ένα αθέατο παιχνίδι στο οποίο εμπλέκονται και τα
μοναρχικά και τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Η φύση πιέζει το κράτος για
αλλαγές. Η φύση και όχι οι ανθρώπινοι νόμοι αποτελούν την αιτία του
κράτους. Ό,τι αντιπαραβάλλεται στο κράτος είναι η φύση.
Εκείνη οδηγεί τον τύραννο κατά του λαού και διχάζει τους πολίτες. Ο
διχασμός αυτός όμως δεν οδηγεί στην απώλεια του κράτους. Αντίθετα
στοιχειοθετεί την ύπαρξή του εφόσον η εχθρότητα μεταξύ των ατόμων
τρέφει και συντηρεί το κράτος. Το κράτος εγγυάται την ασφάλεια του
συνόλου, εμποδίζοντας τις μεταξύ τους συγκρούσεις.
Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπηρετεί σκοπιμότητες. Ο Σωκράτης
υποστηρίζει ότι δεν είναι ίδιον του δίκαιου ανθρώπου να κάνει κακό σε
κανέναν ούτε σε φίλο ούτε σε εχθρό, αλλά αυτή η συμπεριφορά ανήκει
στον άδικο άνθρωπο. Γιατί δεν μπορεί ποτέ ο δίκαιος να κάνει με την
δικαιοσύνη άδικους άλλους ανθρώπους ή οι αγαθοί με την αρετή τους να
κάνουν άλλους κακούς.
Περισσότερο το δίκαιο θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ψυχική ποιότητα και
νοοτροπία, παρά ως τεχνική δεξιότητα που αποκτάται με την εμπειρία και
την εξάσκηση. Ο Σωκράτης διδάσκει ότι όποιος ενεργεί δίκαια ενεργεί
πάντοτε στρεφόμενος προς μία κατεύθυνση και δεν μπορεί παρά να
ωφελεί και ποτέ να βλάπτει.
Υπάρχει επιπλέον και μία περίεργη θεωρία ότι ο Πλάτων ένιωθε μια κρυφή
συμπάθεια προς τον Καλλικλή, που εκπροσωπούσε κάτι βαθιά κρυμμένο
στην δική του φύση, που μόνο η γνωριμία με τον Σωκράτη μπόρεσε να
καταπνίξει. Ο Καλλικλής είναι μία εικόνα του απωθημένου εαυτού του
Πλάτωνα. Αν και είναι βασικά αντίθετος προς τις απόψεις του Καλλικλή
τις εκθέτει με την άνεση και την συμπάθεια κάποιου που τις έχει
καταπιέσει ο ίδιος μέσα του ή όπως διατυπώνει ο G.Rensi «η σύγκρουση
Σωκράτη-Καλλικλή στον Γοργία δεν είναι σύγκρουση ανάμεσα σε δύο
άτομα αλλά σύγκρουση που γίνεται μέσα στο ίδιο το μυαλό.»
Στην ηθική αυτή ο Πλάτων αντιτίθεται αποφασιστικά στους Νόμους
του, και επειδή η ηθική αυτή έχει τις ρίζες της στην φυσική επιστήμη της
εποχής, δημιούργησε ο ίδιος την ιδιαίτερη δική του κοσμογονία στον
Τίμαιο.
Επικρατούσε παλαιότερα η αντίληψη ότι οι σοφιστές ήταν οι ηθικοί
αυτουργοί κατά κάποιο τρόπο, για την έξαρση της αναξιοπιστίας και της
ηθικής κρίσης που επιτείνεται από τα δεινά του πελοποννησιακού
πολέμου. Η αντίληψη αυτή έχει έρεισμα και αφετηρία την απροσχημάτιστα
επικριτική στάση του Πλάτωνα, απέναντι στην σοφιστική στο σύνολό
της. Την βίαιη αποχαλίνωση των παθών όμως και την συνακόλουθη
κατάπτωση των ηθικών ερεισμάτων, προκάλεσε ο πόλεμος και οι
συνακόλουθες πράξεις βίας.
Η κρίση των θεσμών μίας κοινωνίας, ταλαιπωρημένης από πολιτικά πάθη
και συγκρούσεις ιδεολογικές, γίνεται το αντικείμενο της κριτικής των
σοφιστών στην δεύτερη φάση του σοφιστικού κινήματος, που χρονολογικά
συμπίπτει με την δεύτερη περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή
μετά το 420 πχ. Η κριτική του συστήματος όπως ασκήθηκε από τους
σοφιστές που ακολουθούν τον Πρωταγόρα και τον Γοργία,(Ιππίας, Αντιφών, Θρασύμαχος, Καλλικλής) είναι ριζοσπαστικότερη και διευρύνει
την θεματική των αμφισβητήσεων. Οι σοφιστές αυτοί στρέφουν την
κριτική τους εναντίον των θεσμών, που έχουν υποστεί την φθορά των
κοινωνικών συγκρούσεων κατά την δεύτερη περίοδο του πολέμου. Οι
κοινωνικές διεργασίες είναι έντονες και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος
για ανάλογες θεωρίες.
Ο Σωκράτης και ο Πώλος έδειξαν να έχουν παραπλήσιες αντιλήψεις για
την δικαιοσύνη, τουλάχιστον στο βαθμό που αυτή αφορά στην δίκαιη και
στην άδική συμπεριφορά. Διατύπωσαν ωστόσο αντίθετες γνώμες πάνω στο
ζήτημα του αν η δικαιοσύνη με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται
φέρνει ευτυχία ή όχι. Όταν παρεμβάλλεται στην συζήτησή τους ο
Καλλικλής, εισάγει αμέσως μία νέα έννοια της δικαιοσύνης και της
αρετής που την ονομάζει «φύσει δικαιοσύνη», η οποία έρχεται σε αντίθεση
με εκείνη που συμμερίζονται ο Σωκράτης και ο Πώλος και την αποκαλούν
«νόμω δικαιοσύνη». Ο νέος συνομιλητής δείχνει να συμφωνεί με την
έννοια της ευτυχίας έτσι όπως την παραδέχτηκε ο Πώλος, η οποία
ανάγεται στον ηδονισμό εφόσον βασίζεται στην παραδοχή ότι το καλό και
το ευχάριστο ταυτίζονται. Συμφωνεί με τον Πώλο και διαφωνεί με τον
Σωκράτη αναφορικά με την σχέση της δικαιοσύνης που εδράζεται στον
ανθρώπινο νόμο, και στην ευτυχία.
Επιφανειακά ο Καλλικλής συμφωνεί με τον Σωκράτη στο γεγονός ότι η
«φύσει δικαιοσύνη» φέρνει την ευτυχία.
Ωστόσο η «φύσει δικαιοσύνη» που πρεσβεύει ο Καλλικλής, είναι ακριβώς
το αντίθετο της δικαιοσύνης του Σωκράτη, και η αντίστοιχη ευτυχία
του, δεν συνιστά κατάσταση που ο Σωκράτης θα μπορούσε να ονομάσει
ευτυχή.
Οι αντιλήψεις του Καλλικλή αξίζει τον κόπο να μελετηθούν, γιατί
αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των αντιδράσεων, που ο Σωκράτης
και ο Πλάτων συναντούσαν σε όλη την διάρκεια της ζωής
τους, αντιδράσεις που επαναλαμβάνονται από τον Θρασύμαχο στην
Πολιτεία, άρρηκτα συνδεδεμένες με κάποια μορφή ηδονισμού, καθώς και με
την θεώρηση της ευτυχισμένης ζωής, ως ζωής γεμάτη από ηδονές.
Οι απόψεις του Καλλικλή παρουσιάζουν ενδιαφέρον γιατί σε αντιπαραβολή
με αυτές, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις αντίστοιχες απόψεις
του Σωκράτη για την αρετή και την ευτυχία.
Ο Καλλικλής συμφωνεί με τον Σωκράτη και τον Πώλο στον γενικό
χαρακτηρισμό της ευτυχίας: η ευτυχία συνίσταται στην απόκτηση καλών
πραγμάτων και στην απουσία κακών, ενώ ο βαθμός της ευτυχίας κάθε
ανθρώπου εξαρτάται από το πόσα καλά πράγματα διαθέτει σε ανάλογα
μεγάλο χρονικό διάστημα και πόσο λίγα κακά.
Ο Καλλικλής όμως διαφωνεί με τον Σωκράτη στην ποσότητα και την
ουσία των καλών πραγμάτων. Πιστεύει ότι οι ηδονές αποτελούν τα
μοναδικά πράγματα που είναι καλά, και αντίστοιχα τα έργα που οδηγούν
στην κατάκτηση των ηδονών είναι τα μοναδικά αποδεκτά μέσα.
Οπότε η λύπη ως αντίθετο της ηδονής αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό
κακό. Ο Καλλικλής φαίνεται να πιστεύει ότι η ηδονή παράγεται από την
ικανοποίηση διαφόρων επιθυμιών ή ορέξεων, όσο δε πιο ισχυρές ή έντονες
εμφανίζονται αυτές οι επιθυμίες, μεταβαλλόμενες σε επώδυνες
καταστάσεις λόγω της εντάσεώς τους, τόσο μεγαλύτερη ηδονή γεννιέται
από την ικανοποίησή τους.
Έτσι συνοπτικά η εκτίμηση του Καλλικλή για την ευτυχία είναι ότι
ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που δοκιμάζει ηδονές και όχι
λύπες, και ότι όσο περισσότερες ηδονές δοκιμάζει σε τακτά χρονικά
διαστήματα και με έντονο τρόπο, τόσο πιο ευτυχισμένος γίνεται.
Κατά συνέπεια ένας άνθρωπος σαν τον Σωκράτη που έχει λίγες
και μέτριες σε ένταση επιθυμίες, είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας, είτε λόγω
συνήθειας, διαθέτει λίγες και μέτριες ηδονές άρα ελάχιστη ευτυχία.
Αν και ο Καλλικλής δείχνει να υπολογίζει για τις εκτιμήσεις του πρώτιστα
τις επιθυμίες και τις ορέξεις του σώματος, δεν παραβλέπει και εκείνες της
ψυχής: την εξουσία, την φιλία, τον θαυμασμό, τον σεβασμό. Αν
αναλογιστούμε σε τελευταία ανάλυση, το μέγεθος και το εύρος των
ανθρώπινων επιθυμιών, τα μέσα για την ικανοποίησή τους είναι
τεράστια.
Για τον λόγο αυτό ο Καλλικλής υιοθετεί την απεριόριστη
πολιτική ισχύ, ως το καλύτερο μέσο για την επίτευξη του δικού του τύπου
ευτυχίας. Η δύναμη να κυβερνά κανείς τους άλλους και να έχει
περισσότερα από αυτούς, το «άρχειν» και το «πλέον έχειν», συνιστούν
απαραίτητους παράγοντες για την απόκτηση της ευτυχίας.
Ο Καλλικλής και ο Σωκράτης συμφωνούν πως πρέπει να υφίσταται κάποια
ουσιαστική σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την αρετή. Η αρετή προκαλεί
και συμβάλλει σε ουσιαστικό βαθμό στην ευτυχία. Αναλογικά προς όλα
τούτα, ο Καλλικλής ονομάζει αρετή και δικαιοσύνη την ικανότητα ενός
ανθρώπου να εξουσιάζει άλλους, και να έχει περισσότερα πράγματα από
αυτούς ,ακόμα και πράγματα που τους ανήκουν. Άλλωστε οι καλύτεροι
πάντοτε δικαιούνται να έχουν περισσότερα από τους χειρότερους, ή
μάλλον οι καλύτεροι δικαιούνται να κυβερνούν τους χειρότερους.
Οι νομοθέτες αποτελούν το πιο αδύναμο είδος ανθρώπων και το πιο
πολυπληθές, δεδομένου ότι επιχειρούν να έχουν ίσα πράγματα με τους
άλλους. Σε ένα ομηρικό βασίλειο βέβαια, δεν είναι δυνατό να ισχύει κάτι
τέτοιο, ούτε σε ένα τυραννικό, ολιγαρχικό ή τυραννικό καθεστώς, όπου οι
νομοθέτες αποτελούν την ισχυρή και ολιγάριθμη μερίδα του
πληθυσμού. Το πιο πιθανό είναι η φύση και ο νόμος να έρχονται σε
αντίθεση στα δημοκρατικά πολιτεύματα όπου οι νόμοι είναι εξισωτικοί
και η δικαιοσύνη συνίσταται στα ίσα δικαιώματα των πολιτών και στην
ισότητά τους απέναντι στον νόμο.
Ο Καλλικλής μπορεί άνετα να υποστηρίξει σε πλήρη συνέπεια με τον
ηδονισμό του ότι η ανδρεία και η σωφροσύνη συγκαταλέγονται ανάμεσα
στα καλά, επειδή ακριβώς συνιστούν υποβοηθητικά μέσα για την
απόκτηση καθ’εαυτά καλών πραγμάτων και την αποφυγή
κακών, συγκαταλέγονται επίσης ανάμεσα στα ευχάριστα επειδή αποτελούν
μέσα για την απόκτηση των ηδονών και την αποφυγή λύπης.
Και ο ίδιος ο Καλλικλής συμφωνεί επίσης ότι τουλάχιστον οι αρετές της
ανδρείας και της φρόνησης, όσο είναι παρούσες στον χαρακτήρα ενός
ανθρώπου τον καθιστούν καλό.
Τα καλά πράγματα ,τα οποία καθιστούν έναν άνθρωπο καλό, περιορίζονται
στα υποσύνολα εκείνων των καλών που ονομάζονται αρετές.
Ο Καλλικλής είναι ηδονιστής σχετικά με το καλό και τελολογιστής
σχετικά με το ορθό, δηλαδή με το τι είναι «φύσει» δίκαιο. Η πολιτική ισχύς
και η απόκτηση κάθε είδους πλούτου, είναι καλά, αναγκαία και ικανά, για να
ζήσει κάποιος την ζωή του, γεμάτη ευτυχία και μεγάλες ηδονές, χωρίς
καθόλου λύπες.
Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να κατέχουν τα παραπάνω καλά, γιατί
μέσα σε μία κοινωνική ομάδα ελάχιστοι έχουν την ικανότητα να άρχουν
επάνω στους υπολοίπους και να κατέχουν περισσότερα πράγματα από
αυτούς. Για τον σκοπό αυτόν απαιτούνται ιδιαίτερα φυσικά
προσόντα, όπως μεγάλη ευφυία και γενναιότητα, τους ανθρώπους μάλιστα
που διαθέτουν τις ικανότητες αυτές αποκαλεί ο Καλλικλής
«καλύτερους» και «ισχυρότερους».
Ο Σωκράτης και ο Πλάτων τοποθετούν τον Καλλικλή να υπερασπίζεται ως
ιδιότητες, που καθιστούν τους ανθρώπους καλούς τις δύο μόνο που έχει
την δυνατότητα να προβάλλει και να εξηγήσει με βάση την θεωρία
του: την πρακτική σοφία-φρόνηση, και την ανδρεία.
Ο Σωκράτης στην συνέχεια με τα επιχειρήματά του δείχνει
Ότι οι άνθρωποι που είναι καλοί με την έννοια των εν λόγω αρετών, θα
έχουν στην ζωή τους περισσότερες χαρές και λιγότερες λύπες από ότι οι
άφρονες και οι δειλοί. Ωστόσο η Καλλίκλεια φρόνηση είναι η γνώση ή η
ικανότητα του ατόμου να γνωρίζει ποιες πράξεις μπορούν πραγματικά να
μεγιστοποιήσουν τις ηδονές του και να ελαχιστοποιήσουν τις λύπες
του, ενώ η Καλλίκλεια ανδρεία είναι η αντίστοιχη ικανότητά του, όταν
βρίσκεται αντιμέτωπο με κινδύνους να ενεργεί έτσι ώστε να επιτυγχάνει
τον ίδιο στόχο. Η αντίληψη του Καλλικλή για τον καλό άνθρωπο μειώνει
τον άνθρωπο σε ένα πλάσμα που δεν κατανοεί την έννοια της ισότητας
και της δίκαιης μεταχείρισης σε μία κοινωνία, που δεν έχει καμία
μέριμνα για τους συνανθρώπους του, και του οποίου η φρόνηση και η
ανδρεία εξαντλούνται στην ικανοποίηση των ατομικών απιθυμιών στο
έπακρο.
Από την στιγμή όμως που οι άνθρωποι έχουν αποφασίσει να συμβιώσουν
συγκροτώντας κοινωνικά σύνολα, η συνεργασία θεωρείται απαραίτητα για
να προωθήσουν την ανάπτυξή τους και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Η αρετή
του χαρακτήρα των ανθρώπων οφείλει να περικλείει συγκεκριμένες
ιδιότητες οι οποίες αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους ως αδελφούς, ως
ανθρώπινα όντα που συμβιώνουν σε ισότιμη βάση. Η θεωρία του
Καλλικλή αποκλείει εντελώς τις ενέργειες και συμπεριφορές, οι οποίες
είναι κοινώς παραδεκτό ότι αντιστοιχούν σε καλούς ανθρώπους και
διαστρεβλώνει τις υπόλοιπες.
Η έννοια του ανθρώπου, με τον τρόπο που διαγράφεται στην θεωρία του
Καλλικλή δεν συνάδει με ένα κοινωνικό όν.
Σημαντική είναι επομένως για τον Σωκράτη η διάκριση ανάμεσα στις
καλές και κακές ηδονές, όπως και η αντιστοιχία ανάμεσα στις καλές
καταστάσεις του σώματος, όπως η υγεία και η δύναμη, και στις καλές
καταστάσεις της ψυχής όπως η αρετή και η ευτυχία.
Ο Σωκράτης ίσως να συμφωνούσε με τον Καλλικλή στο ότι οι άνθρωποι
που είναι σώφρονες στα δημόσια πράγματα της πόλης, θα πρέπει να είναι
εκείνοι που την κυβερνούν. Αυτή η συμφωνία είναι περισσότερο
φαινομενική παρά αληθινή, καθώς με την φράση «φρόνηση για τα δημόσια
πράγματα ο Σωκράτης εννοεί την σοφία ως προς το τι είναι καλό, ενώ ο
Καλλικλής την γνώση που μπορεί κανείς να έχει προκειμένου να
αποκτήσει και να διατηρήσει καλύτερα την πολιτική εξουσία. Η φρόνηση
κατά τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο φιλόσοφος συνιστά θεμιτό
λόγο για να κρατά κάποιος τα ηνία της διακυβέρνησης μίας πόλης εφόσον
ο πολιτικός που διαθέτει αυτή την αρετή θα μπορέσει να διοικήσει
καλά, δηλαδή προς το συμφέρον της πόλης.
Η άποψη του Καλλικλή δεν μπορεί να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι είναι
δίκαιο κάποιος να διαθέτει περισσότερα από τους άλλους, από την στιγμή
που κανένα άλλο είδος σοφίας ή γνώσης σε άλλους τομείς τεχνών και
επιστημών δεν παρέχει παρόμοιο δικαίωμα, παρά μονάχα στην πολιτική
επιστήμη.
Οι σοφιστές ήταν σε θέση να γνωρίζουν από τις περιηγήσεις τους ότι ο
νόμος, τα ήθη και τα έθιμα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των
ανθρώπων, διαφέρουν από τόπο σε τόπο και ότι η διαφορά και ποικιλία
αυτή εξηγεί τον συμβατικό χαρακτήρα του νόμου. Ο νόμος δεν μπορεί να
είναι ούτε αιώνιος, ούτε καθολικά και άνευ όρων έγκυρος. Η δικαιοσύνη
είναι διττή φυσική και συμβατική, η ισχύουσα δικαιοσύνη και κοινωνική
ηθική είναι απλώς αποτέλεσμα ανθρώπινης παραδοχής.
Ο νόμος αναγκάζει τους ανθρώπους να ενεργούν πολύ συχνά αντίθετα
από την φύση τους. Με αφετηρία την εμπειρία συνάγεται το συμπέρασμα
πως η φύση ενώνει τους ανθρώπους ενώ ο νόμος τους χωρίζει.
Προκύπτει με άλλα λόγια το επίμονο ερώτημα: είναι δεδομένοι οι κανόνες
που προσδιορίζουν την σκέψη και την συμπεριφορά των ανθρώπων ή είναι
μόνο συμβατικά πλάσματα που επιβάλλονται μέσα από την παράδοση;
Ο νόμος της πολιτείας συμφωνεί με τον φυσικό νόμο ή έρχεται σε
αντίθεση προς αυτόν; Ποια συμφέροντα εξυπηρετεί ο φυσικός νόμος και
ποια ο πολιτικός;
Κατά συνέπεια πώς ερμηνεύονται τα όρια ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο ωφέλιμο και στο βλαβερό, και ποιά είναι τα όρια των διακρίσεων
ανάμεσα στα διάφορα άτομα; Με άλλα λόγια πως ορίζεται το κύρος της
ηθικής;
Το άτομο που έχει δεδομένη εκ φύσεως μια προσωπικότητα σχετίζεται με
κάποιον ιδιαίτερο τρόπο με την κοινότητα στην οποία ζει. Οι σοφιστές
διατυπώνουν ακόμα την απορία εάν είναι όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως
όμοιοι και συγγενείς ή υπάρχουν εκ φύσεως ισχυρότεροι και
ασθενέστεροι. Τελικά αναρωτιούνται αν είναι εφικτή μια γενικώς
ισχύουσα ηθική εφόσον τα πάντα είναι ρευστά και ο άνθρωπος το μέτρο
όλων των ηθικών αξιών. Οι θεωρίες που αναπτύσσονται από τους
σοφιστές προς απάντηση των ερωτημάτων αυτών, αποδεικνύουν ότι στην
περίοδο της ύστερης σοφιστικής ο πολιτισμός, οι πολιτικές και
κοινωνικές μορφές, οι ηθικές και θρησκευτικές αξίες, οι νόμοι και τα έθιμα
τίθενται μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα: εδράζονται αυτά στη φύση και
είναι «φύσει» έγκυρα, ή είναι προϊόντα συμβατικότητας δηλαδή
αυθαίρετες δημιουργίες των ανθρώπων; Η κριτική του νόμου και των
κοινωνικών μορφών οργάνωσης οδήγησε στις θεωρίες περί κράτους, που
έχουν μεγάλη σημασία για την μεταγενέστερη φιλοσοφία, και έθεσε πολλά
κοινωνιολογικά προβλήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για
το σύγχρονο πνεύμα.
Η πρώτη μεταβολή στην αντίληψη του δικαίου, αφορά την σχετικότητα
και την ρευστότητα των εννοιών του νόμου και του δικαίου. Το πρώτο
βήμα είναι η αποδέσμευση του δικαίου από μεταφυσικές εξαρτήσεις. Οι
νόμοι δεν έχουν αφετηρία την θεϊκή επίνευση ,ούτε έχουν ενιαία
πηγή, είναι έργα ανθρώπων και επομένως απηχούν τις αντιλήψεις τους σε
μία δεδομένη ιστορική και σε ορισμένο κοινωνικό χώρο.
Η σχετικότητα του δικαίου είναι ανάλογη προς τις μεταβολές των
νόμων, που και αυτές με την σειρά τους αντανακλούν τις πολιτικές, τις
κοινωνικές, και τις οικονομικές συσχετίσεις και ανακατατάξεις στα
πλαίσια της πόλεως κράτους. Το δίκαιο εκφράζει την βούληση και την
πάλη των κοινωνικών ομάδων, εντέλει βέβαια της ισχυρότερης ή αυτής
που κατορθώνει να επικρατήσει. Το δίκαιο είναι έργο των ανθρώπων έχει
πηγή και προέλευση την βούλησή τους. Οι σοφιστές βρίσκονται στο
επίκεντρο αυτής της προβληματικής όχι μόνο γιατί προσκομίζουν νέες
αντιλήψεις για το δίκαιο και για τον νόμο, αλλά επειδή βρίσκονται
αντιμέτωποι με την κοινωνική κρίση γενικότερα και υποχρεώνονται από
τα πράγματα να την αντιμετωπίσουν.
Ο Θρασύμαχος και ο Καλλικλής αντλούν τους συλλογισμούς τους από την
τρέχουσα πολιτική πρακτική. Ο Καλλικλής ισχυρίζεται σε αντίθεση με τον
Θρασύμαχο (ο οποίος πρεσβεύει πως το δίκαιο είναι το συμφέρον της
καθεστηκυίας τάξεως κάτι που συνιστά πραγματιστική ερμηνεία),ότι οι
νόμοι είναι έκφραση της βούλησης των πολλών και αδυνάτων σε αντίθεση
προς τους ολίγους και κρείττονες: “αλλ’οίμαι οι τιθέμενοι τους νόμους οι
ασθενείς άνθρωποι εισίν και οι πολλοί.”
Και για τον Καλλικλή οι νόμοι κατοχυρώνουν απλώς τα συμφέροντα μίας
μερίδας, αυτής που επικρατεί, και επειδή βέβαια στην δημοκρατία
επικρατούν οι πολλοί, ο δήμος που συγκεντρώνει τους περισσότερους
αλλά και πιο αδύναμους πολίτες, αυτοί χρίζονται ισχυροί και θέτουν τους
νόμους. Αυτό είναι κατάσταση αφύσικη για τον Καλλικλή εφόσον η φύση
άλλα διδάσκει: η δε γε φύσις οίμαι, αυτή αποφαίνει αυτό, ότι δίκαιον εστί
τον αμείνω του χείρονος πλέον έχειν και τον δυνατότερο του
αδυνατωτέρου.
Με αυτή την συλλογιστική προβάλλει η περίφημη θεωρία που διακηρύσσει
το δίκαιο του ισχυρότερου ή το δίκαιο της πυγμής. Η θεωρία αυτή απηχεί
αντιλήψεις της εποχής των αρχών του 4ου αιώνα π.χ. Το δίκαιο και σε αυτή
την περίπτωση ταυτίζεται με τον θετό νόμο, είναι όμως προέκταση του
δικαίου που επικρατεί στη φύση: “κατά νόμον γε τον της φύσεως ,το της
φύσεως δίκαιον”.