Φανταστείτε κάποιον που σας «κλείνει» με το αυτοκίνητό του, καθώς οδηγείτε στην εθνική οδό. Αν η έμμεση σκέψη σας είναι «Το κάθαρμα!», τεράστια σημασία για την πορεία της οργής σας θα έχει το κάτα πόσον αυτή η πρώτη σκέψη θα ακολουθηθεί από περισσότερες σκέψεις οργισμένες και εκδικητικές: «Θα με χτυπούσε! Τον μπάσταρδο, δε θα τον αφήσω έτσι!».
Οι κόμποι στα δάχτυλά σας ασπρίζουν καθώς σφίγγετε το τιμόνι, υποκαθιστώντας την επιθυμία σας να τον στραγγαλίσετε. Το σώμα σας παίρνει θέση μάχης κι όχι φυγής, ο ιδρώτας γυαλίζει στο μέτωπό σας, η καρδιά σφυροκοπάει στο στήθος σας, οι μύες του προσώπου σας συσπώνται και συνοφρυώνεστε.
Θέλετε να τον σκοτώσετε τον τύπο. Αν εκείνη τη στιγμή κάποιο αυτοκίνητο από πίσω σας κορνάρει, επειδή μετά από το στρίμωγμα του άλλου αναγκαστήκατε να κόψετε ταχύτητα, είσαστε έτοιμος να ξεσπάσετε την οργή σας και σ’ αυτόν τον οδηγό. Αυτή είναι η υπερένταση, η απρόσεκτη οδήγηση, που φθάνει ακόμα και σε ένοπλες συμπλοκές στους αυτοκινητόδρομους.
Αντιπαραθέστε σ’ αυτή την κορύφωση του θυμού μια πιο ανθρωπιστική αλληλουχία σκέψεων για τον οδηγό που μπήκε στο δρόμο σας: «Ίσως δε με είδε ή ίσως είχε κάποιο σοβαρό λόγο για να οδηγεί τόσο απρόσεκτα, κάποια έκτακτη ανάγκη, ποιος ξέρει».
Αυτή η σειρά πιθανοτήτων υποκαθιστά το θυμό με τη συμπόνια, ή τουλάχιστον με ένα πιο ανοιχτό μυαλό, που τερματίζει το φαύλο κύκλο της έξαρσης του θυμού σας. Το πρόβλημα, όπως μας υπενθυμίζει η πρόκληση του Αριστοτέλη να νιώθουμε μόνο το σωστό θυμό, είναι ότι πολύ συχνά ο θυμός μας καλπάζει ανεξέλεγκτος. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το έθεσε σωστά: «Ποτέ ο θυμός δεν είναι αναίτιος, σπάνια όμως η αιτία του είναι άξια λόγου».
Υπάρχουν, φυσικά, διαφορετικά είδη θυμού. Η αμυγδαλή μπορεί να είναι μια βασική πηγή απ’ όπου αναβλύζει ξαφνικά ο θυμός που νιώθουμε για τον οδηγό, του οποίου η απροσεξία βάζει σε κίνδυνο τη ζωή μας.
Αλλά το άλλο άκρο του συγκινησιακού κυκλώματος, ο νεοφλοιός, πιθανότατα υποθάλπει πιο υπολογισμένα είδη θυμού, όπως την ψυχρή εκδίκηση ή τον οργή απέναντι στην αδικία ή την ατιμία. Αυτοί οι ενσυνείδητοι θυμοί είναι εκείνοι που πιθανότατα, όπως ακριβώς το έθεσε ο Φραγκλίνος, έχουν «μια αιτία άξια λόγου» ή μοιάζουν να έχουν.
Από όλες τις κακές διαθέσεις από τις οποίες προσπαθούν να ξεφύγουν οι άνθρωποι, ο θυμός φαίνεται να είναι η πιο αδιάλλακτη. Η Diane Tice ανακάλυψε ότι ο θυμός είναι η διάθεση εκείνη την οποία οι άνθρωποι δυσκολεύονται περισσότερο απ’ όλες να ελέγξουν. Πράγματι, ο θυμός είναι το πιο σαγηνευτικό από τα αρνητικά συναισθήματα*.
Ο εσωτερικός μονόλογος που τον υποκινεί εφευρίσκει άπειρες δικαιολογίες και γεμίζει το νου με τα πιο πειστικά επιχειρήματα για το ξέσπασμα του θυμού. Αντίθετα από τη θλίψη, ο θυμός είναι διεγερτικός, μεθυστικός καμιά φορά.
Η σαγηνευτική πειστική δύναμη του θυμού μπορεί από μόνη της να εξηγήσει γιατί μερικές απόψεις γύρω από αυτόν είναι τόσο κοινές σε όλους, όπως για παράδειγμα το ότι ο θυμός είναι ανεξέλεγκτος ή ότι, τέλος πάντων, δεν πρέπει να ελέγχεται και ότι το ξέσπασμά του, και η «κάθαρση» που ακολουθεί το ξέσπασμα αυτό, μόνο καλό μπορεί να κάνει.
Μια αντίθετη άποψη, ίσως μια αντίδραση προς τις προηγούμενες αποθαρρυντικές απόψεις, υποστηρίζει ότι ο θυμός μπορεί να προληφθεί ολοκληρωτικά. Ωστόσο, μια προσεκτική επισκόπηση των ευρημάτων διαφόρων ερευνών υποστηρίζει ότι όλες αυτές οι συνηθισμένες στάσεις απέναντι στο θυμό είναι παραπλανητικές, αν όχι εντελώς ανεδαφικές.
Η ακολουθία των θυμωμένων σκέψεων που τροφοδοτεί το θυμό αποτελεί ενδεχομένως και το κλειδί για την απομάκρυνσή του: κατ’ αρχήν υπονομεύοντας τις πεποιθήσεις που τον υποδαυλίζουν. Όσο περισσότερο αναμασάμε αυτά που μας έκαναν να θυμώσουμε, τόσο περισσότερες «ικανοποιητικές αιτίες» και δικαιολογίες για τον εαυτό μας μπορούμε να εφεύρουμε.
Ο συλλογισμός αναζωπυρώνει τις φλόγες του θυμού. Αλλά αν δούμε τα πράγματα διαφορετικά, η φλόγα μπορεί να σβήσει. Η Diane Tice ανακάλυψε ότι ο επαναπροσδιορισμός μιας κατάστασης πάνω σε πιο θετικές βάσεις ήταν ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους κατευνασμού του θυμού.
Το ξέσπασμα του θυμού
Το παραπάνω εύρημα συμβαδίζει με τα συμπεράσματα του ψυχολόγου Dolf Zillmann από το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, ο οποίος σε μια εκτεταμένη σειρά προσεκτικών πειραμάτων μέτρησε με ακρίβεια το θυμό και την ανατομία της οργής.
Με δεδομένες τις ρίζες του θυμού από το σκέλος της μάχης στην αντίδραση μάχης ή φυγής, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Zillmann καταλήγει στο συμπέρασμα πως το οικουμενικό κίνητρο του θυμού είναι η αίσθηση του κινδύνου.
Αυτή η αίσθηση του κινδύνου σηματοδοτείται όχι μόνο από μια άμεση φυσική απειλή, αλλά επίσης, όπως συχνότερα συμβαίνει, από μια συμβολική απειλή της αυτοεκτίμησης ή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου : η άδικη ή σκληρή απειλή, η προσβολή, ο εξευτελισμός ή η απογοήτευση κατά την επιδίωξη κάποιου σημαντικού στόχου.
Αυτές οι αντιλήψεις λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη σε ένα μεταιχμιακό ξέσπασμα που έχει διττή επίδραση στον εγκέφαλο. Ένα μέρος αυτού του ξεσπάσματος απελευθερώνει τις κατεχολαμίνες οι οποίες προκαλούν μια γοργή, επεισοδιακή έκρηξη ενέργειας, αρκετής για μια «δόση σθεναρής δράσης», όπως το θέτει ο Zillmann, «όπως στην αντίδραση μάχης ή φυγής».
Αυτή η έκρηξη ενέργειας κρατάει μερικά λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων το σώμα προετοιμάζεται για μια καλή μάχη ή μια γοργή φυγή, ανάλογα με το πώς ο συγκινησιακός εγκέφαλος οργανώνει την αντίστασή του.
Στο μεταξύ, ένα άλλο κύμα προερχόμενο από την αμυγδαλή, διαμέσου του επινεφριδιακού κλάδου του νευρικού συστήματος, δημιουργεί ένα γενικό τονικό υπόβαθρο ετοιμότητας για δράση, το οποίο διαρκεί πολύ περισσότερο από την έκρηξη ενέργειας των κατεχολαμινών.
Αυτή η γενικευμένη διέγερση του φλοιού των επινεφριδίων μπορεί να διαρκέσει επί ώρες, ακόμα και μέρες, διατηρώντας το συγκινησιακό εγκέφαλο σε μια ειδική κατάσταση εγρήγορσης και αποτελώντας τη βάση πάνω στην οποία μπορούν να δομηθούν συνακόλουθες αντιδράσεις με ιδιαίτερη ταχύτητα.
Γενικότερα, η κατάσταση της αντίδρασης σε απειροελάχιστα ερεθίσματα, που δημιουργείται από τη διέγερση του φλοιού των επινεφριδίων, εξηγεί γιατί οι άνθρωποι είναι πολύ περισσότερο επιρρεπείς στο θυμο, όταν έχουν ήδη προκληθεί ή εκνευριστεί ελαφρώς από κάτι άλλο.
Το κάθε είδους στρες προκαλεί διέγερση του φλοιού των επινεφριδίων, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε αυτό που προκαλεί το θυμό. Έτσι, κάποιος που πέρασε μια δύσκολη μέρα στον εργασιακό του χώρο είναι πολύ πιο εύκολο να θυμώσει αργότερα σπίτι από κάτι – λόγου χάρη, επειδή τα παιδιά κάνουν πολύ θόρυβο ή δημιουργούν ακαταστασία – , το οποίο υπό άλλες συνθήκες δε θα του προκαλούσε μια τέτοια συναισθηματική ένταση.
Ο Zillmann φθάνει σε αυτή τη βαθιά γνώση του θυμού μέσα από προσεκτικό πειραματισμό. Σε μια τυπική μελέτη, για παράδειγμα, κάποιος συνεργάτης του προκαλούσε άνδρες και γυναίκες, που είχαν προσφερθεί εθελοντικά στο πείραμα, κάνοντάς τους ύπουλες παρατηρήσεις.
Οι εθελοντές στη συνέχεια παρακολουθούσαν μια ευχάριστη ή μια δυσάρεστη ταινία. Αργότερα, οι εθελοντές είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν το συνεργάτη του ερευνητή, για τον οποίο δεν γνώριζαν ότι λειτουργούσε ηθελημένα κατ’ αυτό τον τρόπο, αξιολογώντας τον με μια βαθμολογία που νόμιζαν ότι χρησίμευε στη λήψη μιας απόφασης για το αν θα προσλαμβανόταν ή όχι.
Η ένταση της αντεκδίκησής τους ήταν ευθέως ανάλογη με το πόσο είχαν διεγερθεί από την ταινία που είχαν μόλις παρακολουθήσει. Ήταν πιο θυμωμένοι μετά την παρακολούθηση της δυσάρεστης ταινίας και έδιναν τους χειρότερους βαθμούς.
Ο θυμός θεριεύει το θυμό
Οι μελέτες του Zillmann φαίνεται ότι εξηγούν τη δυναμική που υπεισέρχεται σε ένα γνώριμο οικογενειακό δράμα, του οποίου υπήρξα μάρτυρας, μια μέρα, ενώ έκανα τα ψώνια μου. Στο διάδρομο του σούπερ μάρκετ ακούστηκαν τρεις στομφώδεις λέξεις μιας νεαρής μητέρας προς το γιό της : «Ασ’ …το …κάτω!».
«Μα το θέλω!», κλαψούρισε ο μικρός, σφίγγοντας με ακόμα περισσότερη δύναμη το κουτί με τα γαριδάκια.
«Ασ’ το κάτω!», φώναξε η μητέρα ακόμα πιο δυνατά, καθώς την κυρίευε ο θυμός.
Εκείνη τη στιγμή το παιδί, που βρισκόταν στο ειδικό καθισματάκι του καροτσιού, πέταξε το βαζάκι με το φρουτοχυμό που κρατούσε κι έπινε. Καθώς το βαζάκι γινόταν θρύψαλα στο πάτωμα, η μητέρα ούρλιαξε : «Ως εδώ!» και χαστούκισε με μανία το μωρό, του άρπαξε το κουτί με τα γαριδάκια και το εκσφενδόνισε στο κοντινότερο ράφι.
Ύστερα βούτηξε τον μικρό από τη μέση και όρμησε στο διάδρομο, ενώ το καροτσάκι του σούπερ μάρκετ έγερνε επικίνδυνα κατρακυλώντας μπροστά της και ο μικρός κλωτσούσε εγκλωβισμένος στη λαβή της μαμάς και διαμαρτυρόταν ουρλιάζοντας: «Άσε με κάτω! Άσε με κάτω!».
Ο Zillmann διαπίστωσε ότι, όταν το σώμα βρίσκεται σε οριακή κατάσταση (όπως της μητέρας) και κάτι προκαλεί μια συγκινησιακή έξαρση, το επακόλουθο συναίσθημα, είτε πρόκειται για θυμό είτε για άγχος, είναι ιδιαίτερα έντονο.
Αυτή η δυναμική μπαίνει σε λειτουργία όταν κάποιος οργίζεται. Ο Zillmann βλέπει τον «κλιμακούμενο θυμό» σαν μια «ακολουθία προκλήσεων, η καθεμιά από τις οποίες προξενεί μια διεγερτική αντίδραση που αποδυναμώνεται «αργά».
Σ’ αυτή την αλληλουχία κάθε επακόλουθη σκέψη ή αντίληψη που προκαλεί θυμό γίνεται μια μικρή πρόκληση για το ξέσπασμα των κατεχολαμινών που καθοδηγούνται από την αμυγδαλή, το οποίο προστίθεται και αυξάνει το ορμονικό κύμα όσων είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως.
Το δεύτερο έρχεται προτού το πρώτο προλάβει να κατασιγάσει, κι ένα τρίτο αμέσως μετά, και πάει λέγοντας. Κάθε κύμα ακολουθεί τα ίχνη των προηγούμενων, κι έτσι αυξάνεται το επίπεδο της φυσιολογικής διέγερσης του σώματος. Μια σκέψη που έρχεται να προστεθεί αργότερα σ’ αυτό το οικοδόμημα προκαλεί μια πολύ μεγαλύτερη διέγερση θυμού από εκείνη που έρχεται στην αρχή.
Ο θυμός θεριεύει με το θυμό. Ο συγκινησιακός εγκέφαλος υπερθερμαίνεται. Και τότε ο θυμός, απελευθερωμένος από κάθε λογική, ξεσπάει βίαια χωρίς δυσκολία.
Στο σημείο αυτό οι άνθρωποι δε συγχωρούν και σίγουρα δε σκέφτονται λογικά. Οι σκέψεις τους κλωθογυρίζουν στην εκδίκηση και στα αντίποινα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Όπως λέει ο Zillmann, αυτό το υψηλό επίπεδο διέγερσης «υποθάλπει μαι ψευδαίσθηση ισχύος και παντοδυναμίας, που μπορεί να εμπνεύσει και να διευκολύνει την επιθετικότητα», καθώς το θυμωμένο άτομο «χάνει τη γνωστική καθοδήγηση» και υποκύπτει στις πιο πρωτόγονες αντιδράσεις. Η μεταιχμιακή παραίνεση είναι ανοδική. Οι χειρότερες εμπειρίες από τη βία της ζωής γίνονται οδηγοί δράσης.
Βάλσαμο στο θυμό
Με δεδομένη αυτή την ανάλυση της ανατομίας του θυμού, ο Ζίλμαν προσδιορίζει δύο βασικούς τρόπους παρέμβασης για την εξάλειψή του. Ένας τρόπος για να υποχωρήσει ο θυμός είναι η σύλληψη και η αμφισβήτηση των σκέψεων που πυροδοτούν τις εκρήξεις θυμού, δεδομένου ότι η αρχική εκτίμηση μιας αλληλεπίδρασης εδραιώνει και ενθαρρύνει το πρώτο ξέσπασμα του θυμού, οι δε επακόλουθες επανεκτιμήσεις «ρίχνουν λάδι στη φωτιά».
Είναι θέμα χρόνου. Όσο πιο έγκαιρη είναι η παρέμβασή μας στον κύκλο του θυμού, τόσο το καλύτερο. Πράγματι, ο θυμός μπορεί να «βραχυκυκλωθεί» αν η καταπραϋντική πληροφορία φθάσει πριν αυτός αρχίσει να δρα.
Η ισχύς της κατανόησης και της αποσόβησης του θυμού γίνεται εμφανής από ένα άλλο πείραμα του Zillmann. Στο πείραμα αυτό ένας αγενής βοηθός (ένας συνένοχος του ερευνητή!) προσέβαλλε και προκαλούσε εθελοντές οι οποίοι έκαναν γυμναστική σε στατικά ποδήλατα.
Όταν οι εθελοντές βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τον αγενέστατο πειραματιστή (δίνοντάς του και πάλι μια κακή βαθμολογία που πίστευαν πως θα επηρέαζε την υποψηφιότητά του για μια θέση), το έκαναν σε κλίμα οργισμένης ικανοποίησης.
Σε μια άλλη εκδοχή του πειράματος μπήκε στο παιχνίδι μια άλλη συνεργάτιδα ακριβώς τη στιγμή που οι εθελοντές είχαν ήδη δεχθεί τις προσβολές και βρίσκονταν στη φάση της αντεκδίκησης. Είπε στον προκλητικό συνεργάτη ότι τον ζητούσαν στο τηλέφωνο στο τέρμα του διαδρόμου.
Καθώς εκείνος έφευγε, έκανε και σ’ εκείνη μια χυδαία παρατήρηση. Εκείνη όμως εξέλαβε το ζήτημα από την καλή πλευρά. Όταν εκείνος απομακρύνθηκε, η κοπέλα εξήγησε στους εθελοντές ότι ήταν πολύ πιεσμένος και ανησυχούσε για τις επικείμενες προφορικές εξετάσεις του για το πτυχίο. Μετά από αυτό, οι οργισμένοι εθελοντές, παρότι είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν, δεν το έκαναν και προτίμησαν να εκφράσουν τη συμπάθειά τους στην αγωνία του.
Αυτή η καταπραϋντική πληροφορία επιτρέπει μια επανεκτίμηση των δεδομένων που προκαλούν το θυμό. Υπάρχει όμως ένα συγκεκριμένο «παραθυράκι ευκαιρίας» γι’ αυτή την αποκλιμάκωση. Ο Zillmann θεωρεί ότι λειτουργεί καλά σε μέτρια επίπεδα θυμού.
Σε υψηλά επίπεδα οργής δεν επηρεάζει, εξαιτίας αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «γνωσιακή ανικανότητα». Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν είναι πλέον σε θέση να σκεφτούν σωστά. Όταν οι εθελοντές στο πείραμα ήταν ήδη εξαιρετικά οργισμένοι, απέρριπταν την κατευναστική πληροφορία με σχόλια του τύπου «Κακό δικό του!» ή με «τις πιο έντονες χυδαιότητες που έχει να προσφέρει η γλώσσα μας», όπως το έθεσε με λεπτότητα ο Zillmann.
Ηρεμώντας
Κάποτε, ήμουν γύρω στα δεκατρία και πολύ οργισμένος, βγήκα από το σπίτι και πήρα όρκο πως δε θα ξαναγύριζα. Ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή μέρα και περπατούσα σε πανέμορφα μονοπάτια, ώσπου κάποια στιγμή η ησυχία και η ομορφιά του τοπίου με ηρέμησαν και κατεύνασαν την οργή μου. Ύστερα από μερικές ώρες γύρισα μεταμελημένος και γεμάτος γλυκά συναισθήματα. Από τότε, όποτε θυμώνω, το κάνω αυτό αν μπορώ, και βρίσκω πως είναι η καλύτερη θεραπεία.
Το απόσπασμα προέρχεται από ένα υποκείμενο έρευνας που συμμετείχε σε μια από τις πρώτες μελέτες του θυμού, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1899. Ισχύει ακόμα ως πρότυπο του δεύτερου τρόπου αποκλιμάκωσης του θυμού:ηρεμούμε από βιοσωματική άποψη, καθυστερώντας την έκρηξη της αδρεναλίνης, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχουν πια άλλες προκλήσεις οργής.
Σε μια διαφωνία, για παράδειγμα, ο κατευνασμός του θυμού επιτυγχάνεται με την προσωρινή μας απομάκρυνση από τον αντίπαλο. Κατά τη διάρκεια της φάσης κατευνασμού, ο θυμωμένος άνθρωπος μπορεί να βάλει φρένο στις κλιμακούμενες εχθρικές του σκέψεις, αναζητώντας άλλες ευχάριστες διεξόδους.
Η διασκέδαση, κατά τον Zillmann, είναι ένα εξαιρετικό ισχυρό εργαλείο για την αντιστροφή της διάθεσης. Κι αυτό για έναν απλό λόγο: είναι δύσκολο να είμαστε θυμωμένοι ενώ διασκεδάζουμε. Το μυστικό, βέβαια, είναι να είναι τόσος ο θυμός που θέλουμε να καταπραΰνουμε, που να μας επιτρέπει να διασκεδάσουμε.
Η ανάλυση του Zillmann για τον τρόπο κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης του θυμού εξηγεί πολλά από τα ευρήματα της Diane Tice σχετικά με τις στρατηγικές που οι άνθρωποι αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν για να κατευνάσουν το θυμό τους. Μια άλλη, σίγουρα αποτελεσματική στρατηγική είναι το να μένει κανείς μόνος του για να ηρεμήσει.
Ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών το μεταφράζουν αυτό σε μια βόλτα με το αυτοκίνητο –εύρημα που προσφέρει μια ανάπαυλα την ώρα της οδήγησης (και, όπως μου είπε η Tice, την ενέπνευσε να οδηγεί πιο προσεχτικά). Ίσως, μια ασφαλέστερη μέθοδος είναι ένας μεγάλος περίπατος.
Η άσκηση επίσης βοηθάει στην περίπτωση του θυμού. Το ίδιο και οι μέθοδοι χαλάρωσης, όπως οι βαθιές εισπνοές και εκπνοές, η χαλάρωση του μυϊκού τόνου, ίσως επειδή αλλάζουν τη φυσιολογία του σώματος από την υψηλή διέγερση του θυμού σε μια κατάσταση χαμηλής διέγερσης, και επειδή αποσπούν την προσοχή από το αίτιο που προκάλεσε το θυμό.
Η άσκηση μπορεί να κατευνάσει το θυμό και για ένα λόγο που έχει την ίδια αιτία: μετά από έντονη σωματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της άσκησης, μόλις το σώμα σταματήσει, πέφτει πάλι σε χαμηλά επίπεδα.
Εντούτοις, μια περίοδος κατευνασμού του θυμού δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσματα αν ο χρόνος αυτός αναλωθεί στην έμμονη παρακολούθηση των αλυσιδωτών σκέψεων που προκαλούν το θυμό, δεδομένου ότι κάθε σκέψη από μόνη της είναι ένα μικρό κίνητρο για περισσότερες εκρήξεις θυμού.
Η δύναμη της διασκέδασης είναι αυτή που ανακόπτει το οργισμένο ποτάμι των σκέψεων. Στη μελέτη της αναφορικά με τις στρατηγικές των ανθρώπων για τον έλεγχο του θυμού, η Tice βρήκε ότι οι ποικίλοι περισπασμοί είναι αυτοί που κατ’ εξοχήν μας ηρεμούν από το θυμό : ταινίες στην τηλεόραση, διάβασμα βιβλίων και όλα τα σχετικά επενεργούν στις οργισμένες σκέψεις που αναζωπυρώνουν το θυμό.
Ωστόσο η Tice ανακάλυψε ότι το να υποκύψουμε σε ευχάριστα διαλείμματα, όπως το να ψωνίζουμε για τον εαυτό μας ή να τρώμε, δε φέρνουν και σπουδαίο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου δύσκολο για το ποτάμι των αρνητικών μας σκέψεων να εξακολουθεί να τρέχει την ώρα που κάνουμε τα ψώνια μας ή καταβροχθίζουμε ένα κέικ σοκολάτα.
Σ’ αυτές τις στρατηγικές έρχονται να προστεθούν και εκείνες που αναπτύχθηκαν από τον Redford Williams, ψυχίατρο στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ. Ο Γουίλιαμς προσπάθησε να βοηθήσει τους ευέξαπτους ανθρώπους, που κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από καρδιοπάθειες, να ελέγξουν την ευερεθιστικότητά τους.
Μια από τις συμβουλές του είναι η χρησιμοποίηση της αυτοεπίγνωσης για τη σύλληψη των κυνικών ή εχθρικών σκέψεων την ώρα που εμφανίζονται, και η καταγραφή τους. Από τη στιγμή που οι οργισμένες σκέψεις συλλαμβάνονται, μπορούν να αντικρουσθούν και να αποτιμηθούν ξανά, παρότι, όπως ανακάλυψε ο Zillmann, αυτή η προσέγγιση λειτουργεί καλύτερα πριν ο θυμός εξελιχθεί σε οργή.
Ο μύθος της κάθαρσης
Καθώς μπαίνω σ’ ένα ταξί στη Νέα Υόρκη, ένας νεαρός άνδρας διασχίζει το δρόμο και σταματάει μπροστά στο ταξί περιμένοντας να κοπάσει η ροή των αυτοκινήτων. Ο οδηγός, ανυπόμονος να ξεκινήσει, κορνάρει, παρακινώντας τον νεαρό να προχωρήσει και να βγει από τη μέση. Η απάντηση είναι μια γκριμάτσα και μια χυδαία χειρονομία.
«Α στο δ…!», ουρλιάζει ο οδηγός, κάνοντας απειλητικές μανούβρες με το αυτοκίνητο, πατώντας γκάζι και φρένο ταυτόχρονα. Σ’ αυτή τη θανάσιμη απειλή, ο νεαρός κάνει δύσθυμα στην άκρη, μόλις και μετά βίας, και χτυπάει το ταξί με τη γροθιά του καθώς αυτό προχωράει μέσα στην κίνηση. Στη φάση αυτή ο οδηγός εξαπολύει στον νεαρό ένα χείμαρρο απο ακατονόμαστες φράσεις.
Ενώ προχωράμε, ο οδηγός, ο οποίος είναι ακόμα φανερά εκνευρισμένος, μου λέει: «Δεν μπορεί ο καθένας να σου λέει ό,τι σκ… θέλει. Πρέπει να του φωνάζεις κι εσύ –τουλάχιστον νιώθεις καλύτερα έτσι!».
Η κάθαρση – η εκτόνωση της οργής- κάποιες φορές υμνείται ως τρόπος αντιμετώπισης του θυμού. Η λαϊκή σοφία ισχυρίζεται ότι «σε κάνει να νιώθεις καλύτερα». Αλλά, όπως σημειώνουν τα ευρήματα του Zillmann, υπάρχει ένα επιχείρημα ενάντια στην κάθαρση.
Είχε ήδη συζητηθεί απο τη δεκαετία του ’50, όταν οι ψυχολόγοι άρχισαν να δοκιμάζουν μέσα από πειράματα τις συνέπειες της κάθαρσης, και με τον καιρό ανακάλυψαν ότι το να δώσει κανείς διέξοδο στην οργή συμβάλλει από πολύ λίγο έως καθόλου στην εξάλειψή της (αν και, λόγω της γοητείας που ασκεί ο θυμος, μπορεί να δημιουργήσει την αίσθηση της ικανοποίησης).
Μπορεί να υπάρξουν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες το ξέσπασμα του θυμού φέρνει αποτέλεσμα: όταν εκφράζεται κατ’ ευθείαν στο πρόσωπο που είναι ο στόχος του, όταν επαναφέρει μια αίσθηση ελέγχου ή διορθώνει μαι αδικία, ή όταν επιβάλλει στον άλλο την «τιμωρία που του αξίζει» και τον εξαναγκάζει να αλλάξει την άθλια συμπεριφορά του χωρίς εκδίκηση. Αλλά, λόγω της φλογερής φύσης του θυμού, είναι, θα λέγαμε, ευκολότερο να το πει κανείς παρά να το κάνει.
Η Tice ανακάλυψε ότι η κάθαρση του θυμού είναι μια από τις χειρότερες μεθόδους για να ηρεμήσει κανείς: ξεσπάσματα οργής, κατά κανόνα, αναζωπυρώνουν τη διέγερση του συγκινησιακού εγκέφαλου, αφήνοντας τους ανθρώπους περισσότερο και όχι λιγότερο θυμωμένους.
Η Tice ανακάλυψε ότι όταν οι άνθρωποι αναφέρονται σε στιγμές κατά τις οποίες ξέσπασαν την οργή τους προς το πρόσωπο που την προκάλεσε, το τελικό αποτέλεσμα ήταν να παραταθεί η κακή τους διάθεση παρά να ξεθυμάνουν.
Πολύ πιο αποτελεσματική ήταν η διεργασία κατά την οποία οι άνθρωποι πρώτα ηρεμούσαν και ύστερα, με τρόπο πολύ πιο εποικοδομητικό και πειστικό, αντιμετώπιζαν το άτομο που τους αναστάτωσε για να λύσουν τη διαφορά τους.
Όπως άκουσα μια φορά τον Τσόγυαμ Τρούνγκπα, Θιβετιανό δάσκαλο, να απαντάει, όταν ερωτήθηκε πώς είναι καλύτερο να αντιμετωπίζεται ο θυμός : «Μην τον καταπνίγετε. Αλλά και μην τον αναμοχλεύετε».