Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Βάκχαι (1200-1232)

1200 ΧΟ. δεῖξόν νυν, ὦ τάλαινα, σὴν νικηφόρον
ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρουσ᾽ ἐλήλυθας.
ΑΓ. ὦ καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονὸς
ναίοντες, ἔλθεθ᾽ ὡς ἴδητε τήνδ᾽ ἄγραν
Κάδμου θυγατέρες θηρὸς ἣν ἠγρεύσαμεν,
1205 οὐκ ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν,
οὐ δικτύοισιν, ἀλλὰ λευκοπήχεσιν
χειρῶν ἀκμαῖσι. κἆιτ᾽ ἀκοντίζειν χρεὼν
καὶ λογχοποιῶν ὄργανα κτᾶσθαι μάτην;
ἡμεῖς δέ γ᾽ αὐτῆι χειρὶ τόνδε θ᾽ εἵλομεν
1210 χωρίς τε θηρὸς ἄρθρα διεφορήσαμεν.
ποῦ μοι πατὴρ ὁ πρέσβυς; ἐλθέτω πέλας.
Πενθεύς τ᾽ ἐμὸς παῖς ποῦ ᾽στιν; αἰρέσθω λαβὼν
πηκτῶν πρὸς οἴκους κλιμάκων προσαμβάσεις,
ὡς πασσαλεύσηι κρᾶτα τριγλύφοις τόδε
1215 λέοντος ὃν πάρειμι θηράσασ᾽ ἐγώ.

ΚΑ. ἕπεσθέ μοι φέροντες ἄθλιον βάρος
Πενθέως, ἕπεσθε, πρόσπολοι, δόμων πάρος,
οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν
φέρω τόδ᾽, εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς
1220 διασπαρακτὸν κοὐδὲν ἐν ταὐτῶι πέδου
λαβών, ἐν ὕληι κείμενον δυσευρέτωι.
ἤκουσα γάρ του θυγατέρων τολμήματα,
ἤδη κατ᾽ ἄστυ τειχέων ἔσω βεβὼς
σὺν τῶι γέροντι Τειρεσίαι βακχῶν πάρα·
1225 πάλιν δὲ κάμψας εἰς ὄρος κομίζομαι
τὸν κατθανόντα παῖδα μαινάδων ὕπο.
καὶ τὴν μὲν Ἀκταίων᾽ Ἀρισταίωι ποτὲ
τεκοῦσαν εἶδον Αὐτονόην Ἰνώ θ᾽ ἅμα
ἔτ᾽ ἀμφὶ δρυμοὺς οἰστροπλῆγας ἀθλίας,
1230 τὴν δ᾽ εἶπέ τίς μοι δεῦρο βακχείωι ποδὶ
στείχειν Ἀγαυήν, οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσαμεν·
λεύσσω γὰρ αὐτήν, ὄψιν οὐκ εὐδαίμονα.

***
ΧΟΡΟΣ
1200 Δείξε τώρα στους πολίτες, άμοιρη,
το νικηφόρο κυνήγι που έφερες.
ΑΓΑΥΗ
Εσείς που κατοικείτε την πόλη της Θήβας με τους ωραίους πύργους,
δράμετε να δείτε τούτο το κυνήγι,
το αγρίμι που πιάσαμε οι κόρες του Κάδμου,
1205 χωρίς ακόντια Θεσσαλών και χωρίς δίχτυα,
μόνο με τις λευκές αιχμές των γυμνών χεριών.
Και ύστερα τολμούν να κομπάζουν
και να οπλίζονται με λόγχες και με δόρατα; Προς τί;
1210 Εμείς, με το χέρι και μόνο,
και το πιάσαμε το αγρίμι και το διαμελίσαμε.
Πού είναι ο πατέρας μου ο γέροντας;
Να έλθει κοντά μου.
Και ο Πενθέας, ο γιος μου, πού είναι;
Ας πάρει να υψώσει στο σπίτι
το ανέβασμα στέρεης σκάλας,
να καρφώσει στα τρίγλυφα τούτο το κεφάλι του λιονταριού,
1215 που το κυνήγησα και το έφερα εγώ.

ΚΑΔΜΟΣ
Ακολουθείστε με, δούλοι που σηκώνετε το θλιβερό βάρος του Πενθέα.
Ακολουθείστε με μπροστά στο σπίτι.
Φέρνω το σώμα του.
Το βρήκα σπαραγμένο στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος.
Με μόχθο το αναζήτησα
1220 σε χίλιους τόπους.
Ένα κομμάτι του δε βρέθηκε μαζί με άλλο.
Με τον γέροντα Τειρεσία είχαμε ήδη επιστρέψει από τις βάκχες
και είχαμε μπει στα τείχη,
όταν άκουσα κάποιον να λέει
τί αποτόλμησαν οι θυγατέρες μου.
1225 Γύρισα πίσω στο βουνό και φέρνω το παιδί μας
που το σκότωσαν οι Μαινάδες.
Την Αυτονόη, που κάποτε με τον Αρισταίο γέννησε τον Ακτέωνα,
μαζί με την Ινώ, τις είδα μέσα στους δρυμούς,
χτυπημένες από τη μανία,
άθλιες.
Η Αγαύη μού είπε κάποιος ότι βαδίζει προς την πόλη
1230 με τον ρυθμό του Βάκχου στο βήμα της.
Και αυτό που άκουσα δεν ήταν ψέμα·
την βλέπω —νά την!— θέαμα θλιβερό.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί

Με τον όρο «τοπικοί» μύθοι εννοούμε αφηγήσεις που εμφανίζονται και αφορούν αποκλειστικά στον μακεδονικό χώρο λ.χ. για προσωποποιημένους ποταμούς, για την ίδρυση πόλεων, για πρόσωπα του μυθικού ή ιστορικού παρελθόντος, που όμως έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου και των οποίων η δράση και οι περιπέτειες σημαδεύουν την ιστορία μιας περιοχής, όπως λ.χ. του Ορφέα στο Δίον και στους γύρω ποταμούς.

I. Θέσεις


Διάφορες θέσεις ονομάζονται από τους ιδρυτές τους, ιστορικά πρόσωπα (Κασσάνδρεια* < Κάσσανδρος, Αντιγόνεια** < Αντίγονος Γονατάς) ή του μύθου. Οι μύθοι που αιτιολογούν ονομασίες περιοχών (Μακεδονία, Ποτίδαια, Αίνεια, Ηράκλεια, Λητή, Θέρμη, Κισσός κτλ.) και σχετίζονται με την ίδρυσή τους ονομάζονται αιτιολογικοί ή ιδρυτικοί.

Από τις ενδεικτικές αναφορές που θα επιχειρήσουμε σε διάφορες θέσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι: α) άλλα από τα ονόματα εντάσσονται στα στοιχεία που προηγούνται του β’ αποικισμού και φανερώνουν ρίζες εντοπιότητας (π.χ. Αξιός, Αίνεια, Φλέγρα)· β)  άλλα πάλι (π.χ. Λητή, Απολλωνία, Δίκαια ή Δικαία) προέκυψαν μετά τον αποικισμό και φανερώνουν ελληνική προέλευση, με την έννοια της μετά-ομηρικής πραγματικότητας. Οι γενιές μετά τη μακεδονική κυριαρχία αφενός εγκολπώθηκαν τα τοπωνύμια του παρελθόντος, ως στοιχεία της δικής τους παράδοσης, αφετέρου υιοθέτησαν τις θρησκευτικές παραδόσεις των αποίκων, οι οποίοι συνήθιζαν να ονομάζουν τις καινούριες εγκαταστάσεις από τον κυρίαρχο θεό της μητρόπολής τους. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Ποτίδαια, ο ναυτικός χαρακτήρας της οποίας έκανε δυνατή την ονομασία αυτή σε μια περιοχή, όπου ο ρόλος του θεού Ποσειδώνα ήταν από παλιά –πριν τον β’ αποικισμό– δεδομένος.
-----------------------------
*Κασσάνδρεια [Χάρτης]
Πρόκειται για την αρχαία Ποτίδαια, που ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.X. από Kορινθίους αποίκους. Ερημώθηκε το 356 π.X. από τον Φίλιππο B' και επανιδρύθηκε από τον Kάσσανδρο το 316/5 π.X., οπότε και μετονομάστηκε σε Κασσάνδρεια. Στον ισθμό που συνδέει τη χερσόνησο της Κασσάνδρας με τη Χαλκιδική ανοίχθηκε, ίσως από τον Kάσσανδρο, διώρυγα (μήκους 1.250 μ. πλάτους 40 μ., βάθους 8 μ.) για να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα.


**Αντιγόνεια [Χάρτης]
Πόλη, την οποία ίδρυσε το 280 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς Αντίγονος Γονατάς, στην περιοχή της σημερινής Ν. Καλλικράτειας, για να δοξάσει το όνομά του.

Ευτυχία σημαίνει αγάπη. Τίποτε άλλο

Το μυστικό της ευτυχίας είναι να αγαπάς τους ανθρώπους – Γιατί η ύλη, και η δόξα δεν αρκούν για να σε κάνουν ευτυχισμένο.

Η ευτυχία, λένε, είναι μια πεταλούδα που όσο την κυνηγάς σου ξεφεύγει. Και με το που θα ηρεμήσεις, θα έρθει και θα καθίσει πάνω σου. Οι ψυχολόγοι την ονομάζουν «χαμένη Ατλαντίδα των συναισθημάτων», αφού όλοι λένε ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς να ψάξει για να τη βρει. Και οι οικονομολόγοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το χρήμα μπορεί να τη δελεάσει, αλλά δεν είναι ικανό να την κατακτήσει.

Το πρόβλημα με την αναζήτηση της ευτυχίας πηγάζει από την ίδια την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης: ας υποθέσουμε ότι η ευτυχία δεν είναι ένα άπιαστο όνειρο. Πόσοι πραγματικά είναι σε θέση να την αναγνωρίσουν και να την εκτιμήσουν τη στιγμή ακριβώς που τους χτυπάει την πόρτα;

Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ευτυχισμένοι με κάτι πολύ απλό, επειδή έμειναν ξάγρυπνοι ώσπου να δουν τα φώτα του δρόμου να σβήνουν και να ξημερώνει – νιώθουν ευγνώμονες με το δώρο της ζωής σε κάθε επίγειο βήμα τους.

Άλλοι, πάλι, ότι και να τους δώσεις, τον ουρανό με τ’ άστρα να τους κατεβάσεις, θα γυρίσουν με εξωφρενική απάθεια και θα σου πουν: «Αυτό είναι όλο;». Προτού, λοιπόν, αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν είναι ευτυχισμένος, καλό είναι να σκεφτεί τι ακριβώς θέλει από τη ζωή του και τι ακριβώς ορίζει ως ευτυχία.

Τα γονίδια της χαράς

Το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, για παράδειγμα, από το 1972 ως τις μέρες μας, παρατηρούσε άνδρες και γυναίκες για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ευτυχία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες: γονίδια, γεγονότα και αξίες.

Τα γονίδια, καθορίζουν το 48% της ικανότητας ενός ανθρώπου να ευτυχήσει ή να δυστυχήσει στη ζωή του. Το 40% της ευτυχίας οφείλεται σε σημαντικά γεγονότα της ζωής σου, όπως το να κερδίσεις την εργασιακή θέση των ονείρων σου, να έχεις έναν ευτυχή γάμο, να γίνεις γονιός, να έχεις μια οικονομική άνεση κ.τ.λ.

Και πάλι, όμως, αυτό το πολυπόθητο συναίσθημα έχει τον τρόπο να ξεγλιστρά ακόμη και μέσα από τους προσωπικούς σου θριάμβους – δεν έχει να κάνει απόλυτα με τους μεγάλους στόχους της ζωής σου, οι οποίοι θα σου πάρουν χρόνο, θα σε «κουρδίσουν» προς μία κατεύθυνση, αλλά, όταν τα καύσιμα τελειώσουν, και πάλι κάτι θα σου λείπει.

Μένει, λοιπόν, ένα κρίσιμο 12%, το οποίο εξαρτάται από εσένα, από τη δουλειά που κάνεις με τον εαυτό σου, «είναι στο χέρι σου», όπως λέει το συχνά ενοχλητικό κλισέ. Αυτό το ποσοστό καλείσαι να το γεμίσεις με τις προσωπικές σου αξίες: την πίστη σου σε κάτι, την οικογένεια όπως εσύ την αντιλαμβάνεσαι, την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, αν το επιθυμείς, και τον βαθμό στον οποίο σε γεμίζει η δουλειά που κάνεις.

Η χαρά ως δακτυλικό αποτύπωμα

Το νόημα της ζωής συχνά παρουσιάζεται ως συνώνυμο της ευτυχίας. Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς έχουν γράψει αμέτρητες σελίδες αναζητώντας τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να αγγίξει την πολυπόθητη προσωπική ολοκλήρωση. Κατά τη διάρκεια της σύντομης ή μακράς ζωής του καθένας συναντά έναν αριθμό μικρών και μεγάλων απογοητεύσεων που τον οδηγούν σε διάφορους αφορισμούς: το χρήμα δεν είναι το παν, ο έρωτας δεν είναι το παν, η μητρότητα δεν είναι το παν.

Ουσιαστικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι η ευτυχία είναι το ψαχνό που μένει όταν ξεκοκαλίσεις όλες τις υπόλοιπες πιθανότητες της ζωής σου που αποδείχτηκαν προβληματικές. Και διά τής εις άτοπον απαγωγής φτάνεις σε εκείνο που κάνει εσένα ευτυχισμένο και είναι τόσο προσωπικό όσο και το δακτυλικό σου αποτύπωμα.

Ο Αργεντινός Ντέμιαν Μπουκάι, γιος του διάσημου και στη χώρα μας Χόρχε Μπουκάι, ο οποίος ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του ως ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας, όταν επισκέφθηκε τη χώρα μας, πριν από λίγο καιρό, μας μίλησε μεταξύ άλλων και για το ατέρμονο κυνήγι της ευτυχίας:
«Συχνά τα ζευγάρια κάνουν το λάθος να συγχωνεύουν τις δύο ατομικές ευτυχίες τους σε μία. Αν, όμως, ο ένας για παράδειγμα πάντα ονειρευόταν να ζήσει στο εξωτερικό, ενώ ο άλλος είναι πολύ ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως είναι στην πατρίδα του, κάποια στιγμή θα ξεσπάσει σύγκρουση. Η ρομαντική φράση “είμαστε ένα” είναι απλώς ρομαντική. Στην πραγματική ζωή, τα είδη της ευτυχίας είναι τόσα όσα και οι άνθρωποι που κατοικούν αυτή τη Γη».

Η σωστή ψυχοθεραπεία, όμως, πρέπει να επιτρέπει στον άνθρωπο την πολυτέλεια να μη νιώθει καλά 24 ώρες το 24ωρο. Δεν είναι φυσιολογικό να είσαι διαρκώς ευτυχισμένος. Η ζωή είναι σαν καρδιογράφημα. Αν δεν έχει τα πάνω και τα κάτω της, αν υπάρχει μια συνεχής ευθεία, είτε στα πάνω είτε στα κάτω, είσαι σαν ζωντανός νεκρός. Και στην πιο ευτυχισμένη μας στιγμή έρχεται το σαράκι της μελαγχολίας. Αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει, είναι στη φύση του ανθρώπου να κάνει μαύρες σκέψεις, ακόμη και στις πιο φωτεινές περιόδους του.

Η ενοχή της ευτυχίας

Ένας από τους βασικότερους εχθρούς της ευτυχίας είναι τα διάφορα ενοχικά σύνδρομα. Πίσω από την ελληνικότατη φράση «μπα, σε καλό να μας βγει», όταν μια παρέα ξεκαρδίζεται, ελλοχεύει μια σχεδόν οργανική ενοχή απέναντι στο πηγαίο γέλιο και, κατ’ επέκταση, στην ευτυχία. Αντιθέτως, όταν ξεσπάς στο κλάμα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, σου φαίνεται πιο φυσιολογικό.

Αδυνατώντας, λοιπόν, να ορίσουμε με σαφήνεια τι είναι ευτυχία, φαντάζει πολύ ευκολότερο να πούμε τι δεν είναι ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι να προσποιείσαι ότι όλα είναι καλά μέσω των social media. Οι περισσότερες έρευνες που έχουν διεξαχθεί αποδεικνύουν ότι ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος δυστυχίας είναι η μοναξιά και, δυστυχώς, το Facebook, ενώ υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε για να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, τους αποξενώνει ακόμη περισσότερο μέσα από όλη αυτή την υπερέκθεση της προσποιητής ευτυχίας.

Με τις γυναίκες να κρατούν τα ηνία στην online σκηνοθεσία της τέλειας ζωής τους, καθημερινά περνούν χιλιάδες φωτογραφίες μπροστά από τα μάτια μας: περνάω τέλεια στο νησί, περνώ και μόνη μου καλά Σάββατο βράδυ παρέα με τον σκύλο μου, ο άντρας μου με λατρεύει και με φιλάει στο στόμα και κάνει και like στη φωτογραφία που μας δείχνει να με φιλάει στο στόμα κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Αναρτήσεις-κραυγές για βοήθεια, με κάθε like να λειτουργεί σαν ένα αόρατο χάδι στην καλά εδραιωμένη μοναξιά σου. Στο Facebook δεν θα ποστάρεις φωτογραφίες που σε δείχνουν να μαλώνεις τα παιδιά σου, να χτυπάς τον σκύλο σου ή να είσαι ένα αμακιγιάριστο κουρέλι που μόλις έκλαψε γοερά μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Οι λιγότερο φωτογενείς στιγμές σου έχουν κοπεί στο μοντάζ. Σκαρώνεις μια ψεύτικη, ή, έστω, ελλιπή ζωή και την κοινοποιείς. Και, το χειρότερο, οι φίλοι σου κάνουν ακριβώς το ίδιο. Δεν υπάρχει κάτι πιο ψυχοφθόρο από το να διαλαλείς ότι είσαι πιο ευτυχισμένος απ’ ό,τι πραγματικά είσαι.

Μέσα σε αυτό το παράξενο σύμπαν, πάντως, οι άνθρωποι που τολμούν να πουν τι πραγματικά αισθάνονται, ότι για παράδειγμα είχαν μια πολύ κακή ημέρα ή ότι νιώθουν πολύ μόνοι όταν μένουν στο σπίτι βράδυ Σαββάτου, καταφέρνουν να βρουν ο ένας τον άλλον και να συνεννοηθούν, επειδή ακριβώς διαφέρουν από τη μάζα.

Τελικό συμπέρασμα: «Χρειάστηκαν 75 χρόνια και ξοδεύτηκαν 20 εκατ. δολάρια για να ολοκληρωθεί μια τόσο μεγάλη έρευνα, η οποία μας οδηγεί σε ένα ξεκάθαρο πόρισμα πέντε λέξεων: “Ευτυχία σημαίνει αγάπη. Τίποτε άλλο”».

Σκεφτείτε πόσες ζωές ξοδεύονται άσκοπα, κυνηγώντας χίμαιρες, χρήμα, δόξα, αφήνοντας την αγάπη να περνά απαρατήρητη, τους ανθρώπους να φεύγουν από κοντά μας εξαιτίας του τρόμου να τους κρατήσουμε, για να καταλήξουμε, χρόνια αργότερα, να σκεφτούμε ότι το μόνο που έχει πραγματικά σημασία είναι ένας συμβατός δότης συναισθημάτων.

Αν αγαπάς ο χρόνος σταματάει να σε τρομάζει

Σε τρομάζει καθόλου η έννοια του χρόνου; Η ιδέα του ότι ποτέ δεν παύει να κυλάει; Ό, τι και να κάνεις εσύ αυτός εξακολουθεί να τρέχει, πάντα και μόνο προς μία κατεύθυνση. Δεν μπορείς να τον σταματήσεις, δεν μπορείς να τον δαμάσεις ούτε να τον εξαγοράσεις ζητώντας του να σου προσφέρει έστω κι ένα δευτερόλεπτο παραπάνω. Δεν μπορείς να τον γυρίσεις πίσω. Δεν μπορείς να τον σταματήσεις. Ακόμη κι αν με ένα μαγικό τρόπο κατάφερνες να παγώσεις τα πάντα, να σταματήσεις τη κίνηση, τις αισθήσεις, όλο το κόσμο γύρω σου, ο χρόνος θα συνέχιζε να τρέχει. Να σε προλαβαίνει και να σε προσπερνάει.

Πόσες φορές δεν έχεις διαβάσει αποφθέγματα που ξεκινάνε με τη φράση «Η ζωή είναι πολύ μικρή για…» και πίσω από αυτό το «για» θα δεις κάθε λογής σκέψεις. «…για να κάθεσαι να στεναχωριέσαι με ανούσια πράγματα», «…για να την παίρνεις στα σοβαρά», «…για να τη σπαταλάς σε αν και μήπως», «…για κακό καφέ»,«…για μίζερους ανθρώπους», «…για να ψάχνεις να βρεις δύο ίδιες κάλτσες». Γενικότερα, μικρή η ζωή κι εμείς προσπαθούμε να χωρέσουμε μέσα της όσο περισσότερα μπορούμε. Να συλλέξουμε εμπειρίες, γνώσεις, έρωτες. Τρέχουμε να τα προλάβουμε όλα μη και μείνει κάτι αγίνωτο και μας προλάβει τελικά ο χρόνος.

Και κάπου εκεί κάνει την εμφάνισή του αυτός ο έρωτας ο αλλιώτικος από όσους είχες ζήσει. Ξέρεις, αυτός που σε έκανε επιτέλους να καταλάβεις όλα όσα έχουν γραφτεί επί του θέματος. Υπάρχει μεταξύ σας κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το μοναδικό. Λες το πολυσυζητημένο «Σ΄ αγαπώ» και σου βγαίνει αβίαστα, γιατί το νιώθεις. Το «για πάντα» όμως σε φοβίζει. Είναι πολύ. Είναι μακρινό. Και είναι και όλες αυτές οι εμπειρίες που τόσο πολύ ήθελες να προλάβεις να ζήσεις, ή μάλλον, να μην αφήσεις τον χρόνο να σε προλάβει μην αφήνοντας σε να τις γευτείς. Όλοι αυτοί οι άλλοι έρωτες που σε περιμένουν κάπου αλλού μέσα στη γραμμή του χρόνου. Πώς λες λοιπόν το «για πάντα» δηλώνοντας έτσι πως θα αφήσεις τελικά αυτή τη γραμμή να σε προλάβει σταθερό και αμετακίνητο σε κάτι;

Πολλές φορές όταν ζούμε μια στιγμή με μία μικρή παραπάνω δόση μαγείας κι έρωτα λέμε τη φράση «πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο εδώ, να ζω αυτή τη στιγμή για πάντα.» Θα έλεγες άραγε το ίδιο αν ο χρόνος συνέχιζε να τρέχει; Θα ευχόσουν να μείνεις σ’ αυτήν, την τόσο υπέροχη, στιγμή; Ή μήπως θα φοβόσουν να σπαταλήσεις το χρόνο που σού αναλογεί σε μία τόσο δυνατή κουκκίδα στη γραμμή του χρόνου, αντί να τον μοιράσεις σε άλλες έστω κι αν αυτές είναι μικρότερης έντασης κι αξίας;

Το για πάντα μας φαίνεται πολύ, ακριβώς επειδή ξέρουμε πως κάποια στιγμή θα τελειώσει. Όταν λοιπόν θες να δεις αν ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου αξίζει το δικό σου «για πάντα», σκέψου αν θα ήθελες να του αφιερώσεις ογδόντα, εκατό ή και χίλια χρόνια αν το για πάντα ήταν τελικά κυριολεκτικό. Κι όταν το κάνεις αυτό υπάρχουν δύο ενδεχόμενα.

Το πρώτο είναι να τρομάξεις. Να μην αντέξεις στην ιδέα αυτού του ατόμου δίπλα σου ογδόντα, εκατό ή χίλια και πλέον χρόνια κι ας ξέρεις πως έχεις άλλα τόσα να σε περιμένουν εμπρός σου. Ίσως σου έρθουν στο μυαλό όλες εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες που κάνει ώρες-ώρες και σε κάνουν να τρελαίνεσαι. Ίσως πάλι να μη σου έρθει και τίποτα συγκεκριμένο στον νου. Απλά το αίσθημα που θα σου δημιουργηθεί μόνο θετικό να μην μπορείς να το αποκαλέσεις. Αν λοιπόν γίνει αυτό, τότε μάλλον όσο δυνατός κι αν είναι ο έρωτας που ζεις, πρέπει να κάνεις λίγο πίσω και να μην πεις τίποτα για το οποίο δεν είσαι σίγουρος. Ίσως ο φόβος σου στη προκειμένη περίπτωση να προέρχεται και από κάτι πέραν του φόβου του «για πάντα».

Το δεύτερο ενδεχόμενο περιλαμβάνει το να νιώσεις άγχος, αλλά όχι με την αρνητική του έννοια. Η ιδέα των ογδόντα, εκατό ή και χιλίων χρόνων εδώ θα σου φανεί λίγη, ακριβώς επειδή ξέρεις πως μπροστά σου απλώνονται άλλα τόσα κι αν γίνει αυτό τότε θες και τα υπόλοιπα να τα περάσεις μαζί του. Αν λοιπόν νιώσεις έτσι τότε να ξέρεις πώς η εν λόγω έκφραση κανένα λόγο δεν έχει να σε τρομάζει. Κι αυτό επειδή το άτομο που έχεις απέναντί σου, σού βγάζει το για πάντα με τον πιο σωστό και ειλικρινή τρόπο.

Κι αν νιώσεις έτσι και η στιγμή είναι σωστή μη φοβηθείς να το μοιραστείς. Φυσικά κι όχι επειδή αν το πεις θα αλλάξει κάτι, ούτε γιατί αν το πεις θα γίνει. Οι στιγμές μας είναι μοναδικές, όπως και οι περιστάσεις και τα πάντα μπορεί να αλλάξουν πολύ γρηγορότερα απ’ όσο φαντάζεσαι. Επιλέγεις όμως να το πεις γιατί εκείνη τη δεδομένη στιγμή το νιώθεις αληθινό. Γιατί επιτέλους καταλαβαίνεις ότι το «για πάντα» δεν υποδηλώνει ότι θα χάσεις τίποτα. Σημαίνει όμως ότι είσαι διατεθειμένος να μοιραστείς πολλά.

Νίτσε: τα τέσσερα μεγάλα λάθη μας

Στο βιβλίο του «Λυκόφως των ειδώλων» ο Νίτσε αναφέρει τέσσερα μεγάλα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι. Είναι τα εξής:

Το λάθος της σύγχυσης αιτίας και αποτελέσματος. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος από το μπέρδεμα της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το ονομάζω πραγματική διαφθορά του λογικού. Κι όμως τούτο το λάθος εντάσσεται στις αρχαιότερες και στις νεότερες συνήθειες της ανθρωπότητας: είναι καθαγιασμένο και φέρει το όνομα της «θρησκείας» ή της «ηθικής». 'Οποια πρόταση διατυπωθεί από τη θρησκεία και την ηθική το περιέχει. Οι ιερείς και οι νομοθέτες ηθικών κανόνων είναι οι γεννήτορες τούτης της διαφθοράς του λογικού

Το λάθος της ψευδούς αιτιότητας. Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν ότι γνωρίζουν τί είναι μια αιτία: από που παίρναμε όμως τη γνώση μας - ή ακριβέστερα, την πίστη μας ότι είχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», από τα οποία κανένα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα πως είναι όντως γεγονός. Πιστεύαμε ότι είμασταν αιτιώδεις στην πράξη της θέλησης: νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επί το έργον. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως όλα τα προηγούμενα μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση, και πως θα βρίσκονταν εκεί αν πράγματι αναζητούνταν - με τη μορφή «κινήτρων»: αλλιώς κανείς δεν θά 'ταν ελεύθερος και υπεύθυνος για την πράξη αυτή. Τέλος, ποιος θα αρνιόταν ότι μια σκέψη προκαλείται από μια αιτία; Ότι το εγώ γίνεται αίτιο της σκέψης;

Το λάθος των φανταστικών αιτιών. Για να αρχίσουμε με τα όνειρα: κατόπιν εορτής, μια αιτία τοποθετείται λαθραία κάτω από μια αίσθηση (λόγου χάρη, την αίσθηση που δημιουργείται από το μακρινό πυροβολισμό ενός κανονιού) - συχνά η αιτία αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ακριβώς αυτός που ονειρεύεται. Η αίσθηση διαρκεί στο μεταξύ, μ' ένα είδος αντήχησης: περιμένει, ώσπου να της επιτρέψει το αιτιώδες ένστικτο νά 'ρθει στην πρώτη σειρά, όχι πια σαν τυχαίο συμβάν, αλλά σαν «νόημα». Ο πυροβολισμός του κανονιού παρουσιάζεται μ' έναν αιτιώδη τρόπο, μέσα σε μια φαινομενική αντιστροφή του χρόνου. Αυτό που είναι πραγματικά τελευταίο, το κίνητρο, βιώνεται πρώτο -συχνά με εκατοντάδες λεπτομέρειες που περνούν σαν αστραπή - και ο πυροβολισμός ακολουθεί... Τι συνέβη; Οι παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από μια ορισμένη κατάσταση θεωρήθηκαν λανθασμένα αιτίες της.

Το λάθος της ελεύθερης θέλησης. Σήμερα δε νιώθουμε καμιά λύπηση για την έννοια της «ελεύθερης θέλησης»: ξέρουμε πολύ καλά τι είναι - το πιο ολοκληρωμένο κατασκεύασμα των θεολόγων που θέλει να κάνει «υπεύθυνη» την ανθρωπότητα με τη δική τους έννοια, δηλαδή να την κάνει να εξαρτάται απ' αυτούς. Δίνω εδώ μόνο την ψυχολογία κάθε «απόπειρας υπευθυνοποίησης»

Παντού όπου αναζητούνται ευθύνες, εκείνο που λειτουργεί συνήθως είναι το ένστικτο της επιθυμίας για κρίση και για τιμωρία. Το γίγνεσθαι χάνει την αθωότητά του όταν οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης αποδίδεται στη θέληση, σε σκοπούς, σε υπεύθυνες πράξεις: η θεωρία της θέλησης επινοήθηκε ουσιαστικά για το σκοπό της τιμωρίας, δηλαδή της επιθυμίας για εύρεση ενόχων. Ολόκληρη η παλιά ψυχολογία, η ψυχολογία της θέλησης, καθορίστηκε από το γεγονός ότι οι προπάτορές της, οι ιερείς που ήταν επικεφαλής των παλιών κοινοτήτων, ήθελαν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να τιμωρούν - ή ήθελαν νά δημιουργήσουν τούτο, το δικαίωμα για το Θεό... Οι άνθρωποι θεωρούνταν «ελεύθεροι» ώστε να μπορούν να κρίνονται και να τιμωρούνται - ώστε να μπορούν να γίνονται ένοχοι: κατά συνέπεια, κάθε πράξη έπρεπε να θεωρηθεί ηθελημένη, και η καταγωγή κάθε πράξης έπρεπε να θεωρηθεί πως βρισκόταν μέσα στη συνείδηση.

Τι μπορεί νά 'ναι η θεωρία μας; Η θεωρία μας είναι ότι κανείς δεν απονέμει στον άνθρωπο τις ιδιότητες του - ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία, ούτε οι γονείς και οι πρόγονοί του, ούτε ο εαυτός του. (Η ανοησία της τελευταίας ιδέας διδάχτηκε ως «νοητή ελευθερία» από τον Καντ - ή ίσως κι από τον Πλάτωνα). Κανείς δεν είναι λοιπόν υπεύθυνος για το ότι είναι έτσι, για το ότι είναι φτιαγμένος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή για το ότι βρίσκεται σ' αυτές τις συνθήκες ή σ' αυτό το περιβάλλον. Η αδυσώπητη μοίρα της ουσίας του δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την αδυσώπητη μοίρα αυτού που υπήρξε και αυτού που θα υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ειδικής επιδίωξης, μιας θέλησης, ενός σκοπού' ούτε είναι το αντικείμενο μιας απόπειρας προσέγγισης ενός «ιδανικού ανθρώπου» ή μιας «ιδανικής ευτυχίας» ή μιας «ιδανικής ηθικής». Είναι παράλογο να θέλουμε να αναθέσουμε την ουσία κάποιου στον ένα ή στον άλλο σκοπό. Επινοήσαμε την έννοια του «σκοπού»: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοπός.

Ο καθένας μας είναι αναγκαίος, είναι κομμάτι του μοιραίου, ανήκει στο όλον, είναι μέσα στο όλον δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να συγκρίνει ή να καταδικάσει το «είναι» μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έκρινε, θα μετρούσε, θα σύγκρινε ή θα καταδίκαζε το όλον.
 
Νίτσε, Λυκόφως των ειδώλων

Οι ψευδαισθήσεις της Αντίληψης: Τι είναι αυτό που καθορίζει τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο;

Ο Lawrence LeShan, στο κλασικό του βιβλίο ‘Εναλλακτικές Πραγματικότητες: Η Αναζήτηση για το Πλήρες Ανθρώπινο Ον γράφει: Μια πραγματικότητα είναι αληθινή για σένα, όταν δρας μέσα στους δικούς της όρους. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς κουβέντες. Είναι έγκυρη πραγματικότητα όταν, χρησιμοποιώντας την, μπορείς να επιτύχεις τους στόχους που είναι αποδεκτοί σ΄ αυτή. Η κοινή λογική ορίζει κάθε πραγματικότητα και σε τελική ανάλυση αποφασίζει για την εγκυρότητά της.

Η δήλωση του LeShan αντανακλά μια ανακάλυψη που έγινε από μια ομάδα επιστημόνων που πειραματιζόντουσαν με μωρά. Ανακάλυψαν πως τις μοναδικές φορές που τα μωρά ξαφνιάζονταν ήταν όταν συνέβαινε κάτι σ’ αυτά που καταστρατηγούσε την κοινή λογική. Αυτή η ανακάλυψη θεμελίωσε το ότι ένας βαθμός αντιληπτικής προκατάληψης αποτελεί μέρος της γενετικής μας προδιάθεσης, μια προδιάθεση που ενισχύεται από τις ποικίλες ικανότητές μας και από τον εγκέφαλό μας. Εξαρτόμαστε από την ερμηνεία που δίνουμε για τη ζωή και αποδεχόμαστε τις προκαταλήψεις αυτής της αντίληψης. Μέσα από την καθημερινή ύπαρξή μας αναγνωρίζουμε μόνο ότι είμαστε προετοιμασμένοι από πριν να δούμε.

Οι εναλλακτικές πραγματικότητες και άλλες διαστάσεις δόνησης αγνοούνται ή παρακάμπτονται πολύ συχνά γιατί δεν είμαστε ενήμεροι ότι αγνοούμε ή ότι παρακάμπτουμε οτιδήποτε. Αποδεχόμαστε ότι αντιλαμβανόμαστε και φαίνεται παράλογο αν όχι αδύνατο να πράξουμε αλλιώς. Αλλά αυτό το σφικτό πλέγμα της φυσικής αντιληπτικής προκατάληψης (κάποιες φορές αναφέρεται ως περιβαλλοντική ακεραιότητα) μπορεί να είναι βασισμένο μόνο σε υποθέσεις που προέρχονται από ατομικά συστήματα πιστεύω παρά σε γενετική προδιάθεση. Με άλλα λόγια, είναι πιθανό να αποτελεί περισσότερο μια προτίμηση παρά μια προκατάληψη.

Αυτό συμβαίνει επειδή αναμειγνύουμε επίκτητες τάσεις με φυσικές αντιληπτικές δεξιότητες. Επιτρέπουμε στους αγαπημένους μας, στα σχολεία μας, στις εργασίες μας, στους συντρόφους μας, στην κοινωνία μας, στις κυβερνήσεις μας, χωρίς να συμπεριλάβουμε τις δικές μας διαισθήσεις αναφορικά με το τι νομίζουμε ότι αντιλαμβανόμαστε, να καθορίσουν και να ερμηνεύσουν τη ζωή μας. Το επιτρέπουμε αυτό επειδή είναι θεμελιωδώς ευκολότερο, πιο πρακτικό και λιγότερο επικίνδυνο, το να αποδεχτούμε παρά να αρνηθούμε τις προκαταλήψεις αμοιβαία αποδεχόμενων πεποιθήσεων. (Η κοινωνία χρωστάει την ύπαρξή της σ’ αυτήν την τάση που έχουν οι άνθρωποι να αποδέχονται την άποψη της κοινής γνώμης ως προσωπική τους αλήθεια. Οι Μεσσίες χρωστάνε το θάνατό τους στην ίδια ακριβώς αρχή.)

Για να πάμε στην καρδιά του ζητήματος αυτού θα ακολουθήσουν τρία παραδείγματα σχετικά με τη φυσική προκατάληψη της αντίληψης. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί ένα τέταρτο (στο κλείσιμο του άρθρου αυτού). Θα πρέπει να δοθεί προσοχή στις παράδοξες ψευδαισθήσεις που αποκαλύπτει κάθε τέτοιο παράδειγμα:

Παράδειγμα 1

Πηγαίνετε σε μια ταινία (παλιότερα γνωστή ως εικόνα με κίνηση) για να απολαύσετε μια ωραία παράσταση, αλλά τι είναι αυτό που βλέπετε στην πραγματικότητα; Στην κυριολεξία βλέπετε τη συνεχή προβολή μιας σειράς από ακίνητα πλάνα που διακόπτονται από περιόδους σκοταδιού. Είναι η αντίληψη του τι πιστεύετε ότι βλέπετε που ενισχύει αυτό που σας φαίνεται σαν την κίνηση ενός συνεκτικού νήματος που φτιάχνει την ιστορία. Τίποτε από όσα βλέπετε δεν είναι ικανό από μόνο του για κίνηση ή για ειρμό μέχρι που εσείς, ο θεατής, τα ενισχύετε και τα δύο με το να συνδέετε μέσα στο νου σας αυτό που δείχνει ο προβολέας. Αυτό που νομίζετε ότι βλέπετε δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Μόνο η συνεχής σειρά από ανεξάρτητες μονάδες είναι αυτό που υπάρχει. Είναι ο νους σας αυτός που τις συνδέει. Οι ταινίες είναι μια οπτική ψευδαίσθηση.

Παράδειγμα 2

Κάθεστε μπροστά από την τηλεόραση για να απολαύσετε ένα καλό πρόγραμμα, αλλά τι είναι αυτό που βλέπετε στην πραγματικότητα; Στην κυριολεξία βλέπετε ένα ηλεκτρόνιο κάθε φορά (για τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και τρία τη φορά για τις έγχρωμες) που πυροδοτείται στην πίσω πλευρά του κανονιού της τηλεόρασης και το οποίο προσκρούει στην οθόνη και ανάβει σαν μια μικρή φωτεινή τελεία. Ο συνεχής καταιγισμός από ηλεκτρόνια που μετατρέπονται σε φωτεινές τελείες δημιουργεί την εμφάνιση εικόνων, καθώς οι γραμμές σάρωσης κυλάνε από την κορφή προς τη βάση διαχωρίζοντας τις πληροφορίες που έρχονται (νέες τελείες) από τις πληροφορίες που πλέον εξαφανίζονται (παλιές τελείες). Προσαρμόζετε τον δείκτη κάθετων γραμμών στην τηλεόρασή σας όχι για να απομακρύνετε τις περίεργες μπάρες που εμφανίζονται στην εικόνα, αλλά για να τοποθετήσετε τη δραστηριότητα της οθόνης μέσα στα όρια των δικών σας αντιληπτικών προτιμήσεων. Ο σωλήνας που βρίσκεται πίσω από την τηλεόραση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κανόνι που εκτοξεύει ηλεκτρόνια στο πίσω μέρος της οθόνης. Ο νους σας συνδέει τις τελείες από τα ηλεκτρόνια σχηματίζοντας μια εικόνα που νομίζετε ότι βλέπετε, ενώ στην πραγματικότητα αγνοεί την πραγματικότητα του τι συμβαίνει. Η τηλεόραση είναι μια νοητική ψευδαίσθηση.

Παράδειγμα 3

Πηγαίνετε σε μια συναυλία για να ακούσετε καλή μουσική, αλλά τι ακούτε στην πραγματικότητα; Στην κυριολεξία ακούτε μια σειρά από νότες που χωρίζονται μεταξύ τους από διαλείμματα σιωπής. Κάθε όργανο ή φωνή μπορεί να παράγει μόνο απλούς ήχους, έναν την κάθε φορά. Είναι η αντίληψη του ακροατή που ενισχύει το μελωδικό περιεχόμενο ή την παραφωνία, αυτό που καλείται μουσική ή θόρυβος. Χωρίς τη συμμετοχή του ακροατή και την αντίληψή του σ’ αυτό που ακούει, ο ήχος από μόνος του δε θα ήταν ικανός για αυτό που εμφανίζεται ως ροή. Αυτό που ακούμε ως συνεχή ήχο είναι μια δημιουργία μέσα στο ίδιο μας το μυαλό. Η μουσική είναι μια ακουστική ψευδαίσθηση.

Επειδή δεν είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε μέσα από τις ψευδαισθήσεις της αντίληψης, αποδεχόμαστε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως μια πλήρη αλήθεια για το τι υπάρχει. Η πραγματικότητα, στην στενότερη έννοιά της, είναι ένα προϊόν που το δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι και διατηρείται από τη δική μας αντίληψη. Το ζήτημα της πραγματικότητας μπορεί ωστόσο να μας ξεγελάσει.

Βέβαια, ο μη συνειδητός νους κανονικά επεξεργάζεται δισεκατομμύρια κομμάτια πληροφορίας κάθε δευτερόλεπτο. Ας προσθέσουμε σ΄ αυτό το σχήμα ένα πρόσφατο επιστημονικό εύρημα ότι ο μέσος άνθρωπος σήμερα προσλαμβάνει 65.000 περισσότερα bits πληροφορίας και ερεθισμάτων για κάθε μέρα που είναι σε εγρήγορση απ’ όσο προσλάμβαναν οι πρόγονοί του τον αμέσως προηγούμενο αιώνα. Πράγματι, οι εγκέφαλοί μας σήμερα βομβαρδίζονται διαρκώς και λιγότερο από το ένα τοις εκατό των εισερχομένων πληροφοριών προφτάνει να φτάσει στο συνειδητό νου. Μέσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, πάνω από το 99% των πληροφοριών έχουν φιλτραριστεί.

Η περιοχή του συστήματος εγκέφαλος-νους που διεκπεραιώνει το φιλτράρισμα είναι ο δικτυωτός σχηματισμός, μια μικρή μάζα από στενά πακεταρισμένα νευρικά κύτταρα που βρίσκονται στον κεντρικό πυρήνα του εγκεφαλικού στελέχους, κάτω από το μεταιχμιακό εγκεφαλικό σύστημα. Αυτό που οδηγεί το φιλτράρισμα όμως, είναι η αντιληπτική μας προτίμηση και όχι αναγκαστικά οι γενετικά καθορισμένες αντιληπτικές προτιμήσεις μας.

Ωστόσο, ούτε η φυσική μας προδιάθεση ούτε οι προτιμήσεις που αποκτάμε καθώς ωριμάζουμε είναι αναγκαίο να μας εμποδίσουν από την πληρότητα της αληθινής αντίληψης που θα μπορούσε ο καθένας μας να επιτύχει. Αυτό που είναι αυτόματο, ακόμα και για τη βρεφική ηλικία, μπορεί να μετατραπεί, να επεκταθεί, να προαχθεί ή να αλλάξει.

Θυμάστε την παιδική ιστορία με τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα; Η ιστορία αναφέρει έναν Αυτοκράτορα που είχε ξεγελαστεί από έναν απατεώνα να αγοράσει μια αόρατη φορεσιά, που είχε προετοιμαστεί και ραφτεί στα μέτρα του με μεγάλη φροντίδα. Εφόσον ο Αυτοκράτορας είχε πειστεί με την ιστορία αυτή, κανένας από τους υπηρέτες του δεν τολμούσε να διαφωνήσει μαζί του φοβούμενος για όσα υπέθετε ότι θα του έκανε ο Αυτοκράτορας εάν τολμούσε να πει μια διαφορετική κουβέντα. Μια δημόσια παρέλαση κανονίστηκε στη συνέχεια ώστε να δείξει ο Αυτοκράτορας τη νέα του φορεσιά. Καθώς ο Αυτοκράτορας περπάτησε καμαρωτά ανάμεσα στο πλήθος, ένας μικρός αναγνώρισε την αλήθεια της όλης κατάστασης και φώναξε, “Έϊ, κοιτάξτε, ο Αυτοκράτορας είναι γυμνός!” (Τα παιδιά παρεμπιπτόντως, έχουν την ελάχιστη ποσότητα μαθημένων αντιληπτικών προκαταλήψεων που μπλοκάρουν την πραγματική αντίληψη και έτσι έχουν πιο καθαρό μυαλό. Προσεγγίζουν τις καταστάσεις άμεσα, όχι έμμεσα).

Σταδιακά, κατά τη διάρκεια των ζωών μας αποδεχόμαστε, αποφασίζουμε και ενστικτωδώς ολοκληρώνουμε δομημένα μοντέλα σκέψης αναφορικά με το τι θα πιστέψουμε και τι θα απορρίψουμε. Αυτά τα νοητικά μοντέλα (αντιληπτικές προτιμήσεις) δημιουργούν τα φίλτρα (στενά πακεταρισμένα νευρικά κύτταρα) που μας εμποδίζουν να έχουμε επίγνωση για αυτά που αρνούμαστε να μάθουμε. Όπως ο Αυτοκράτορας και οι υπηρέτες του που ο καθένας τους αποδέχτηκε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα ως αληθινή και απέρριψε οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική.

Σταδιακά, κατά τη διάρκεια των ζωών μας αποδεχόμαστε, αποφασίζουμε και ενστικτωδώς ολοκληρώνουμε δομημένα μοντέλα σκέψης αναφορικά με το τι θα πιστέψουμε και τι θα απορρίψουμε. Αυτά τα νοητικά μοντέλα (αντιληπτικές προτιμήσεις) δημιουργούν τα φίλτρα (στενά πακεταρισμένα νευρικά κύτταρα) που μας εμποδίζουν να έχουμε επίγνωση για αυτά που αρνούμαστε να μάθουμε.

Μιλώντας από την άποψη της γενετικής, αυτό το φίλτρο των εισερχομένων λειτουργεί σαν μια βαλβίδα διακοπής αφαιρώντας από τον συνειδητό νου τη δυνατότητα να πιάσει ορισμένες πληροφορίες, αγνοώντας κάποιες πληροφορίες που μπορούν να έχουν αξία. Χωρίς αυτό το φίλτρο θα ήμασταν ασφαλώς ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί, δε θα μπορούσαμε ούτε να αποκρυπτογραφήσουμε τον κόσμο ούτε και να πάρουμε αποφάσεις, αλλά ούτε ακόμα και να εστιάσουμε την προσοχή μας. Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα.

Μπορούμε να το παρακάνουμε. Να μπλοκάρουμε περισσότερα από όσα χρειάζεται. Μπορούμε να δημιουργήσουμε τόσα πολλά τυφλά σημεία, ώστε να γίνουμε σαν τυφλοί ή σε κατάσταση ύπνωσης ή μισοκοιμισμένοι ή παγιδευμένοι σε διάφορα στερεότυπα ανοησίας και φανατισμού. Μπορούμε να ξεγελάσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Ο Daniel Goleman αναφέρθηκε σ΄ αυτήν την κατάσταση στα ‘Ζωτικά Ψέματα, Απλές Αλήθειες’, όπου και σημειώνει: Το μεγαλύτερο αντίδοτο της πλάνης είναι η διορατικότητα, που είναι απλά το να βλέπεις τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όπως ο μικρός στο πλήθος φώναξε στον Αυτοκράτορα και είπε την αλήθεια που οι άλλοι είχαν επιλέξει να αγνοήσουν, μας ωφελεί όταν μας προσφέρεται μια φρέσκια οπτική και βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πρόκληση.

Χρειαζόμαστε τη φυσική γενετική μας προδιάθεση για να αντιληφθούμε τη συνέχεια της κίνησης και τη συνάφεια της μορφής έτσι ώστε να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε σχέσεις και να κάνουμε συγκρίσεις. Χρειαζόμαστε ακόμα και τις προκαταλήψεις που προέρχονται από αμοιβαία παραδεχόμενες πεποιθήσεις, εφόσον αυτές ακριβώς οι προτιμήσεις και οι προλήψεις μας παρέχουν τα φίλτρα που μας αφήνουν αρκετό χρόνο και χώρο για να αναπτύξουμε κοινωνικές δεξιότητες. Αλλά όλα αυτά τα χρειαζόμαστε με μέτρο. Αυτό σημαίνει πως θα ήταν σοφό, κάθε ένας από εμάς, να κάνουμε περιοδικό απολογισμό στα φίλτρα μας αυτά, να τα επαναξιολογούμε και συνειδητά να αποφασίζουμε εάν λειτουργούν για το καλό μας. Κάνοντας κάτι τέτοιο είναι πιθανό να βρούμε πως κάποια από αυτά δεν είναι μόνο ξεπερασμένα και απαρχαιωμένα, αλλά επίσης πως ποτέ δεν τα χρειαζόμασταν καν.

Αλλά τι γίνεται με την συμπαγή φύση της συνήθους πραγματικότητας;

Τα παραδείγματα που έχουν μέχρι στιγμής δοθεί δείχνουν πως έχουμε ικανότητες που ενδυναμώνουν την εμφάνιση μιας συμπαγούς φύσης στο περιβάλλον. Ναι, είναι πιθανό για εμάς να επαναπρογραμματίσουμε όλες τις αντιληπτικές μας ικανότητες, να τις διευρύνουμε, έτσι ώστε το παράθυρο θέασής μας να χωράει περισσότερες περιοχές. Μπορούμε να κερδίσουμε νέα πρόσβαση στις ικανότητές μας αυτές και να διώξουμε καθώς και να βελτιώσουμε προτιμήσεις και συστήματα πεποιθήσεων. Ωστόσο, όταν χτυπάει κανείς στην άκρη μιας καρέκλας το δάκτυλό του πονάει, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά που εμφανίζονται συμπαγή είναι πράγματι συμπαγή και αντιδρούν σύμφωνα με αυτήν την ιδιότητα. Άρα η ερώτηση παραμένει: Είναι η συμπαγής πραγματικότητα όντως συμπαγής;

Ο διαλογισμός και άλλες ανάλογες πρακτικές μας βοηθούν να εκγυμνάσουμε την αντίληψή μας έτσι ώστε οι ακολουθίες της κίνησης και της ακινησίας (όπως περιγράφηκαν στα 3 προηγούμενα παραδείγματα του παρόντος άρθρου) να εμφανίζονται ταυτόχρονα και ξεχωριστά την ίδια στιγμή. Μια επιθανάτια εμπειρία ή μια πνευματική αφύπνιση σπρώχνει τη δυναμικότητα του εγκεφάλου μας ακόμα πιο μακριά. Μια τέτοια εγκεφαλική μετακίνηση μπορεί να καθαρίσει τα φίλτρα, τα όρια και τις πεποιθήσεις μας με τέτοιο τρόπο που μας επιτρέπει να γλιστρήσουμε μέσα από τις ρωγμές της αντίληψης σε εναλλακτικές και συνυπάρχουσες πραγματικότητες. Αυτή η χαοτική σύγκλιση πληροφοριών στην αρχή μας αποπροσανατολίζει αλλά τελικά μπορούμε να οδηγηθούμε στην πηγή της καθαρότητας και της διαίσθησης που είχε σκεπαστεί λόγω προκαταλήψεων που καλλιεργήσαμε από τη γέννησή μας και λόγω των επίκτητων φίλτρων της αντίληψής μας. Καθώς η συνείδηση μπαίνει σε μια άλλη κατάσταση, όπως μπορεί να συμβεί σε κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, αλλάζει η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Ο κόσμος μοιάζει σα να επανασυντάσσεται και η συμπαγής φύση της πραγματικότητας μοιάζει πλέον να μην είναι τόσο συμπαγής. Αυτό αποτελεί μια δραματική αλλαγή της αντίληψης.

Στη νευτώνεια φυσική θεωρείται ότι η εκδήλωση της ενέργειας δημιουργεί τον χρόνο λόγω της ταλάντωσής της και τον χώρο λόγω των ξεχωριστών μηκών κύματος, δηλαδή ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν ιδιότητες της ενέργειας. Όπου δεν υπάρχει ενέργεια δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε και χρόνος. Δεν υπάρχει τίποτε. Μια κλασική προτεινόμενη εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι η ακόλουθη: οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι που αντιστοιχούν στην ταλάντωση της ενέργειας δημιουργούν αυτό που ονομάζουμε χρόνο. Όταν η ενέργεια ταλαντώνεται με συνεχή τρόπο οι δυνάμεις που εμπεριέχονται σ’ αυτή διαχωρίζονται σε δύο πόλους έλξης. Η έλξη μεταξύ των πόλων κάνει την ενέργεια να κινείται προς τον έναν και τον άλλο πόλο σε μια παλμική κίνηση. Αυτή η παλμική κίνηση δημιουργεί ένα ημιτονοειδές κύμα και το μήκος αυτού του κύματος μεταξύ των πόλων είναι αυτό που καλούμε χώρο. Καθώς η ενέργεια ταλαντώνεται μπρος και πίσω μεταξύ των πόλων μοιάζει σα να στέκεται σε κάθε πόλο πριν ξεκινήσει τη νέα ταλάντωση. Έτσι η ενέργεια φαίνεται ότι είναι είτε σε κίνηση είτε σε ακινησία καθώς συμπεριφέρεται με αυτόν τον παλμικό τρόπο. Μπρος και πίσω, κίνηση και ακινησία.

Καθώς η αιώρηση μεταξύ των πόλων αυξάνει την ταχύτητά της, οι πόλοι υποχωρούν προς τα πίσω μέχρι που να συγκλίνουν σε μια κατάσταση όπως αυτή που υπήρχε πριν διαχωριστούν. Όμως αντίστροφα, όταν η ταχύτητα της αιώρησης μεταξύ των πόλων μειώνεται οι πόλοι διαχωρίζονται και τραβιούνται μακριά, δημιουργώντας όλο και περισσότερο χώρο καθώς η απόσταση της αιώρησης αυξάνει σε μήκος και πλάτος. Εάν η ενέργεια δεν είχε αυτήν την ιδιότητα της ταλάντωσης η δημιουργία όπως την ξέρουμε δε θα υπήρχε.

Η παρατήρηση και η μελέτη του φαινομένου αυτού είναι ωστόσο αρκετά περίπλοκη, γιατί σύμφωνα με τους επιστήμονες δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει την κίνηση και την ακινησία ταυτόχρονα, ακόμα και δεδομένου του γεγονότος πως αποτελούν πτυχές της ίδιας βασικής δραστηριότητας. Στην κβαντική φυσική οι αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg δηλώνει ότι κάθε προσπάθεια παρατήρησης του μικρόκοσμου μπορεί να επιδράσει σε αυτό που παρατηρείται. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος δεν μας είναι δυνατό να αποδείξουμε ότι υπάρχει πλήρης κίνηση ή πλήρης ακινησία. Ούτε υπάρχει κάποιος τρόπος για να γνωρίσουμε με σιγουριά εάν οι προσπάθειες για να μετρήσουμε αντικείμενα ή γεγονότα μεταβάλλει κατά οποιονδήποτε τρόπο αυτό το οποίο μετράται. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός, ότι αυτά που φαίνονται βέβαια στην πραγματικότητα είναι αβέβαια. Κάτι που μοιάζει με ένα άλλο παράδοξο: ο φυσικός μας κόσμος ενώ φαίνεται ότι είναι συμπαγής στην πραγματικότητα δεν είναι.

Έτσι, όταν κάποιος κάθεται ακίνητος στην καρέκλα του, τα μόρια του σώματός του δονούνται, όλη η ύλη του περιβάλλοντος δονείται, η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον ήλιο και ακόμα και το ίδιο το σύμπαν όπως το καταλαβαίνουμε, συνεχώς διαστέλλεται. Παρόλο που νομίζουμε πως αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει ακινησία, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να το συλλάβουμε γιατί κάθε ακινησία είναι γεμάτη με κίνηση.

Μόνο αν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε κάποιες πτυχές από το όλον θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι για το εάν αυτό που νομίζουμε ότι υπάρχει πράγματι υπάρχει, τότε θα μπορούσαμε να το μελετήσουμε, να το εξετάσουμε, να το παρατηρήσουμε, να το αναλύσουμε και να το μετρήσουμε. Αλλά δεν μπορούμε ποτέ να μετρήσουμε ταυτόχρονα όλες τις πτυχές του όλου, ούτε μπορούμε να μετρήσουμε με βεβαιότητα και ν αποδείξουμε, αυτό που μας φαίνεται αληθινό. Ο διαχωρισμός θα μας βοηθούσε να είμαστε αντικειμενικοί, αλλά μόνο το όλο ως όλο μπορεί να μας βοηθήσει να διατηρήσουμε προοπτική και συνάφεια με το περιβάλλον. Αυτό που μοιάζει να είναι όλο στην πραγματικότητα αποτελείται από μυριάδες μονάδες. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται πως αποτελείται από μυριάδες μονάδες δεν είναι τίποτε άλλο από συσχετιζόμενα τμήματα ενός συνδεδεμένου όλου. Τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάτι άλλο, δεν μπορούμε όμως να αλληλεπιδράσουμε ταυτόχρονα με τις δύο αυτές πτυχές. Κι εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση. Λόγω του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι δεξιότητές μας και λόγω του τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται την πληροφορία, είμαστε προετοιμασμένοι να αντιλαμβανόμαστε καθετί ως ολόκληρο και ως συμπαγές ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτή η πραγματικότητα που πιστεύουμε ότι υπάρχει φαίνεται πραγματική εξαιτίας του τρόπου που οι πληροφορίες συνδέονται μεταξύ τους μέσα στα όρια του εγκεφάλου μας.

Παράδειγμα 4

Η κβαντική φυσική λέει πως οτιδήποτε υπάρχει, στην πραγματικότητα ταλαντεύεται μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας περίπου ένα δισεκατομμύριο φορές το δευτερόλεπτο. Κατά τη διάρκεια ενός στιγμιότυπου η ύπαρξη φωτίζεται και καθετί είναι εμφανές και κατά τη διάρκεια του αντίθετου στιγμιότυπου υπάρχει μόνο σκοτάδι και τίποτε δεν μπορεί να είναι ορατό. Ύπαρξη και μη ύπαρξη, μπρος και πίσω, κίνηση και ακινησία. Η αντιληπτική προκατάληψη που έχουμε σταδιακά δομήσει είναι αυτή που μας δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε καθετί ως συνεχόμενο και συμπαγές. Αυτή η φυσική προκατάληψη μας προστατεύει από το γεγονός ότι η κίνηση και η ακινησία αποτελούν διαδοχικές περιπτώσεις. Βλέπουμε συμπαγή αντικείμενα και συνεχόμενες κινήσεις και νομίζουμε πως τα βλέπουμε και τα δύο ταυτόχρονα, όταν αυτό δεν συμβαίνει στην ουσία. Ο κόσμος γύρω μας υπάρχει όπως τον αντιλαμβανόμαστε εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τον αντιλαμβανόμαστε. Η δημιουργία, όπως νομίζουμε ότι υπάρχει, είναι μια φυσική ψευδαίσθηση.

Χάσαμε τα κότσια μας και κρυβόμαστε πίσω από οθόνες. Τελικά είμαστε άξιοι της μοίρας μας

Έγιναν οι ζωές μας εμμονικές και φταίμε εμείς γι’ αυτό. Με ένα “hi” φλερτάρουμε, με ένα κλεμμένο απόφθεγμα αγαπάμε και με ένα διαβάστηκε που δεν απαντήθηκε ποτέ ξε-φλερτάρουμε και ξε-αγαπάμε, αγενέστατοι, εγωιστές και κομπλεξικοί. «Το είδα και έκανα τρεις ώρες να απαντήσω για να μάθει», και τι ακριβώς την έμαθες ρε φίλε; Να χάσει την πίστη της στον έρωτα και στην τελική στους ανθρώπους; Συγχαρητήρια, είσαι «τεράστιος»

Κάθε συνεδρία πλέον σε ό,τι αφορά ερωτικές σχέσεις έχει να κάνει με: Έκανε like, με έκανε block, τον έκανα unblock, είδε το story μου, έκανε καρδούλα, έκλεισε το προφίλ του, ήταν online, το έκανε seen, απάντησε φατσούλα και ούτω καθεξής…

Τι μας συμβαίνει; Που ακριβώς το χάσαμε;

Κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Υποκρινόμαστε συναισθήματα ή την έλλειψη αυτών αντί να πούμε ή να δείξουμε αυτό που πραγματικά νιώθουμε ή δεν νιώθουμε ξεκάθαρα με πράξεις και ξηγημένα δεν γουστάρω ή σε θέλω.

Χάσαμε τα κότσια μας και κρυβόμαστε πίσω από οθόνες. Έγιναν οι ζωές μας εμμονικές και φταίμε εμείς γι’ αυτό. Με ένα “hi” φλερτάρουμε, με ένα κλεμμένο απόφθεγμα αγαπάμε και με ένα διαβάστηκε που δεν απαντήθηκε ποτέ ξε-φλερτάρουμε και ξε-αγαπάμε, αγενέστατοι, εγωιστές και κομπλεξικοί. «Το είδα και έκανα τρεις ώρες να απαντήσω για να μάθει», και τι ακριβώς την έμαθες ρε φίλε; Να χάσει την πίστη της στον έρωτα και στην τελική στους ανθρώπους; Συγχαρητήρια, είσαι «τεράστιος».

Χωρίζουμε με μηνύματα και ερωτευόμαστε με φωτογραφίες που πολλές φορές καμία σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν. Ποστάρουμε τραγούδια και γεμίζουμε «ελπίδα» με ένα ποστάρισμα, άσχετο αν δεν αφορά εμάς ή αν μας έχει κομματιάσει η προηγούμενη απροσδιόριστη συμπεριφορά ή και αδιαφορία. Κάνουμε τους αναλυτές και ζούμε στο ψέμα και την υποκρισία μας πίσω από τα «έξυπνα τηλέφωνα» που έκαναν εμάς ηλίθιους και δειλούς.

Μας χάσαμε. Χάσαμε τα κότσια μας και βρίσκουμε τις εύκολες λύσεις πίσω από συσκευές. Είμαστε πραγματικά άξιοι της μοίρας μας συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου. Τολμήστε γιατί μας έχουν πνίξει στα απωθημένα μας.

ΧΙΟΥΜΟΡ, ΓΕΛΙΟ & ΑΥΤΟΕΞΑΠΑΤΗΣΗ

Σύμφωνα με μια σημαντική πρόσφατη ανακάλυψη, το χιούμορ και το γέλιο συσχετίζονται θετικά με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Μάλιστα, το χιούμορ θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος αντιδότου έναντι της αυτοεξαπάτησης. Πολλά χιουμοριστικά σχόλια αναδεικνύουν τις αντιφάσεις που επιχειρούν να κρύψουν οι μηχανισμοί εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης. Πολύ συχνά, η ανάδειξη τέτοιων αντιφάσεων φαντάζει αστεία. Τα παθήματα που σχετίζονται με την αυτοεξαπάτηση – το να βλέπεις, λόγου χάριν, κάποιον που κοκορεύται να τρώει τα μούτρα του- είναι ικανά να προκαλέσουν πηγαίο γέλιο.

Μια από τις χαρακτηριστικές κωμικές σκηνές του βωβού κινηματογράφου αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, μια σχεδόν τέλεια οπτική απεικόνιση της αυτοεξαπάτησης: ο ακριβοντυμένος άνδρας που περπατά καμαρωτός στον δρόμο σαν παγόνι, με το κεφάλι ψηλά, τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε δεν βλέπει την μπανανοφλούδα στο διάβα του. Η συμπεριφορά του άνδρα είναι επικεντρωμένη στον εντυπωσιασμό των άλλων· το βλέμμα του είναι στραμμένο στον ουρανό. Έτσι, ο άνδρας δεν δίνει την παραμικρή προσοχή στα βήματά του και, ως αποτέλεσμα, καταλήγει φαρδύς πλατύς στο έδαφος. Όλη η πόζα του – το καμαρωτό βάδισμα, το υπεροπτικό βλέμμα, τα ακριβά ρούχα- καταστρέφεται από μία και μοναδική αντίφαση.

Στο πλαίσιο ενός πειράματος στο οποίο μετρήθηκε η ροπή των ανθρώπων προς την αυτοεξαπάτηση (όπως εκτιμήθηκε από τη συμπλήρωση ενός απλού ερωτηματολογίου) σε συνάρτηση με την ικανότητά τους να εκτιμούν το χιούμορ (όπως μετρήθηκε από τις εκφράσεις του προσώπου τους κατά την παρακολούθηση κωμικών σκηνών), διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που δεν αρέσκονται να κοροΪδεύουν τον εαυτό τους έχουν πιο ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ απ’ ό,τι όσοι ρέπουν έντονα προς την αυτοεξαπάτηση. Παράλληλα, όσοι έχουν ισχυρές άδηλες μεροληψίες κατά των μαύρων ή υπέρ των παραδοσιακών ρόλων των δύο φύλων βρίσκουν τα ανέκδοτα με ρατσιστική ή σεξιστική χροιά περισσότερο αστεία απ’ ό,τι εκείνοι με λιγότερο ισχυρές άδηλες μεροληψίες γύρω από τα ίδια θέματα. Άραγε η έντονη εσωτερική αντίφαση που βιώνουν οι πρώτοι βρίσκει διέξοδο στο χιούμορ, με αποτέλεσμα τα ανέκδοτα να φαντάζουν περισσότερο αστεία;

Το γέλιο αποτελεί ένα αρχαίο χαρακτηριστικό των θηλαστικών· έχει παρατηρηθεί στους χιμπατζήδες αλλά και στους επίμυς. Όταν τους γαργαλούν, οι επίμυες βγάζουν ήχους παρόμοιους με το ανθρώπινο γέλιο. Μάλιστα , δείχνουν να απολαμβάνουν το γαργαλητό και να το επιζητούν ενεργά. Οι χιμπατζήδες, από την άλλη, παίζουν συχνά ένα είδος κυνηγητού, κατά τη διάρκεια του οποίου βγάζουν ήχους που μοιάζουν με συνδυασμό γέλιου και χαχανητού – μια αντίδραση η οποία φανερώνει ότι το κυνηγητό δεν έχει απειλητικό αλλά παιγνιώδη χαρακτήρα.

Το χιούμορ δίνει τη δυνατότητα να θίγονται απαγορευμένα θέματα και να αναδεικνύονται οι απόψεις αδύναμων ομάδων. Επιτρέπει επίσης να αναδειχτεί ο αναπόσπαστος ρόλος που παίζει η αυτοεξαπάτηση στη ζωή μας, παρά τις δαπανηρές, δυσμενείς επιπτώσεις της. Έτσι, το χιούμορ μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο αυτοσαρκασμού· στο κάτω κάτω, όλοι είμαστε θύματα του απατεώνα εαυτού μας. Τέλος, το χιούμορ μας δίνει τη δυνατότητα να ασκήσουμε ένα είδος κεκαλυμμένης κοινωνικής κριτικής, χωρίς να φέρουμε σε αμήχανη θέση τους αποδέκτες της – «μην το παίρνετε στα σοβαρά, ένα αστείο κάναμε».

Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας

Δύσκολα μπορεί κάποιος να αντλήσει από τους διαλόγους του Πλάτωνα πραγματικά ιστορικά στοιχεία για τον Σωκράτη, τον άντρα που περιφερόταν ξυπόλυτος στην αθηναϊκή αγορά φορώντας έναν πεντακάθαρο χιτώνα και έθετε επίμονα ερωτήματα των οποίων η ουσία δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή, καταφέρνοντας να δημιουργήσει γύρω του ένα πλήθος από περίεργους, καθώς ανέτρεπε κάθε απάντηση που του έδιναν. Ήταν ένας πλανόδιος της διαλεκτικής, ένας φιλόσοφος-αντάρτης της πόλης.

Ο Πλάτωνας βέβαια δεν είναι ο μόνος Αθηναίος που έγραψε σωκρατικούς διαλόγους μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Είναι, όμως, ο μόνος συγγραφέας σωκρατικών διαλόγων που υπήρξε, συνάμα, και φιλοσοφική ιδιοφυία. Η στάση του Πλάτωνα απέναντι στον «δικό» του Σωκράτη δεν παραμένει στάσιμη κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν παρακολουθήσουμε τις μεταβολές στη στάση του απέναντι στον φιλόσοφο, του οποίου ο θάνατος έκανε τον ίδιο φιλόσοφο, ίσως καταφέρουμε να πλησιάσουμε περισσότερο το πρόσωπο της απόμακρης μορφής του Πλάτωνα.

Είναι δύσκολο, για να μην πω ανάρμοστο, να προσεγγίσουμε τον Πλάτωνα ως πρόσωπο. Κανείς άλλος φιλόσοφος δεν αποθαρρύνει τόσο πολύ μια τέτοια προσέγγιση. Ο Πλάτωνας φαινόταν να συμπαθεί ελάχιστα ό,τι ήταν προσωπικό. Θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας. Ότι γινόμαστε καλύτεροι όσο περισσότερο κατανοούμε το Σύμπαν, όσο περισσότερο αναλογιζόμαστε το μεγαλείο του και όσο λιγότερο τη δική μας μικρότητα. Ο Πλάτωνας εκδηλώνει συχνά τρόμο μπροστά στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρεί πλησιέστερη προς εκείνη του ζώου παρά του Θεού. Η ανθρώπινη φύση είναι ένα ηθικό και πολιτικό πρόβλημα προς επίλυση, και μόνο το Σύμπαν φαντάζει επαρκές για την απεραντοσύνη του εγχειρήματος.

Η ζοφερή απόγνωση του Πλάτωνα για το «γένος μας» έγινε μάλλον πιο φανερή στα τελευταία του χρόνια, ωστόσο, διαισθάνομαι πως είχε άσχημη γνώμη για την ανθρωπότητα ακόμη και όταν ήταν πιο νέος. Η μοίρα του Σωκράτη στα χέρια της δημοκρατίας -η θανατική καταδίκη του, όπως και η ετυμηγορία της ενοχής του, ήταν αποτέλεσμα λαϊκής ψήφου- ίσως σχετίζεται τόσο με την άσχημη εικόνα που είχε διαμορφώσει για την ανθρωπότητα, όσο και με την εξαρχής στροφή του στη φιλοσοφία. Ενώ ο Σωκράτης γελούσε δυνατά με τα κακόγουστα αστεία των κωμικών συγγραφέων, ακόμη και όταν γινόταν ο ίδιος αντικείμενο διακωμώδησης, η χαρακτηριστική αντίδραση του Πλάτωνα στις ταραχώδεις και γελοίες πτυχές της ανθρώπινης φύσης θα ήταν, υποψιάζομαι, ένα ρίγος ανατριχίλας. Η αγάπη του για τον Σωκράτη τον βοήθησε να απωθήσει το ρίγος. Ο Σωκράτης στάθηκε γι’ αυτόν ένα μέσον για να συμφιλιώσει τον εαυτό του με την παραμορφωμένη από τις ασχήμιες και τις αντιφάσεις ανθρώπινη ζωή. Μάλιστα, ο Σωκράτης, ως πολύ ανθρώπινος -όπως ο Πλάτωνας πασχίζει να μας δείξει-ενσαρκώνει ο ίδιος αυτές τις αντιφάσεις.

Απλώς επειδή υπήρξε ένας άνθρωπος όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας θα μπορούσε να πειστεί ότι τελικά αξίζει να νοιάζεται κάποιος για την ανθρώπινη ζωή.

Με τα γραπτά του ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα αδιέξοδο και μια ερμηνευτική σύγχυση. ‘Όμως, δημιούργησε επίσης και τη φιλοσοφία, καθιστώντας την ζωντανό μνημείο του Σωκράτη. Η λέξη φιλοσοφία δηλώνει την αγάπη για τη σοφία. Και η αγάπη για τη σοφία είναι ένα απρόσωπο είδος αγάπης. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι μια πολύ προσωπική αγάπη -η αγάπη του Πλάτωνα για τον Σωκράτη- ενεργούσε μέσα στον άνθρωπο που δημιούργησε τη φιλοσοφία όπως την γνωρίζουμε.

Όλα αυτά προσθέτουν ένα στοιχείο παραδόξου στο ύφος με το οποίο έγραψε ο Πλάτωνας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη όσα θα πει για τον φιλοσοφικό έρωτα, που αντικαθιστά τον προσωπικό έρωτα (από εδώ πηγάζει η στρεβλωμένη ιδέα μας για τον «πλατωνικό έρωτα»). Όμως, ακόμη και αυτή η ένταση χρησιμοποιείται από τη φιλοσοφία. Στόχος του Πλάτωνα -ή, τουλάχιστον, έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι να μην αφήσει ποτέ τη σκέψη να γίνει υπερβολικά αυτόματη, να μην επαναπαυθεί. Στόχος του, με άλλα λόγια, είναι ο άνθρωπος να σκέφτεται διαρκώς, να μην περιπίπτει σε νοητική αδράνεια, και γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αρνητικός απέναντι στις αποσταθεροποιητικές επιδράσεις του παραδόξου.

Η επικαιρότητά του οφείλεται αποκλειστικά στα ερωτήματα που έθεσε και στην επιμονή του ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα απ’ αυτά, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. ‘Ένα από τα περίεργα χαρακτηριστικά των φιλοσοφικών ερωτημάτων είναι η προθυμία με την οποία δίνουν πολλοί απαντήσεις οι οποίες δεν συλλαμβάνουν την ουσία των ερωτημάτων. Μερικές φορές οι λανθασμένες απαντήσεις δίνονται από επιστήμονες, άλλοτε στο πλαίσιο θρησκειών, άλλοτε βασισμένες σε αυτό που ονομάζουμε απλή, κοινή λογική. Ο Πλάτωνας διατύπωσε μερικά από τα πιο οριστικά αντεπιχειρήματα απέναντι σε απαντήσεις που αποτυγχάνουν να συλλάβουν την ουσία του φιλοσοφικού ερωτήματος.

Ο ίδιος σπανίως παρουσιαζόταν σαν να δίνει τις τελικές απαντήσεις. Αυτό που τόνιζε ήταν η απειθαρχία την οποία επιδεικνύουν τα ερωτήματα απέναντι στην προσπάθεια να τους δώσει κάποιος ρηχές απαντήσεις.

Αν έχετε περάσει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή σας, δεν σημαίνει πως πρέπει να υποφέρετε για πάντα

Οι περισσότερες καθημερινές δυσκολίες της ενήλικης ζωής δεν είναι απλώς περαστικές, είναι και χρήσιμες. Η πείνα σάς κάνει να τρώτε. Η κακή διάθεση λόγω της έλλειψης ύπνου σάς κάνει να πάτε στο κρεβάτι. Το τσίμπημα ενός αγκαθιού σάς κάνει να τραβήξετε το δάχτυλό σας και ο πόνος ενός στραμπουληγμένου αστραγάλου σάς αναγκάζει να ξεκουραστείτε για να περάσει. Κάθε σοβαρός σωματικός πόνος υπάρχει σαν μια μορφή μηνύματος ανάμεσα στο νευρικό μας σύστημα και στο περιβάλλον μας. Χωρίς τον πόνο που μας βοηθά να αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους, θα κάναμε ένα σωρό πράγματα που θα μας έκαναν κακό, και δεν θα επιβιώναμε.

Ωστόσο, πονάμε – και θεραπευόμαστε. Καίτε το δάχτυλό σας, βάζετε λίγο πάγο πάνω και είστε έτοιμοι. Μόλις ο ιστός αρχίσει να θεραπεύεται και να υποχωρεί ο ερεθισμός, ο πόνος έχει κάνει τη δουλειά του. Το μυαλό δεν νιώθει πια την ανάγκη να προστατεύει την τραυματισμένη περιοχή, γι’ αυτό καταπνίγει τα σημάδια του πόνου. Γι’ αυτό, λοιπόν, αν εξαιρέσουμε κάποιο σοβαρό τραυματισμό ή μια χρόνια πάθηση, ο σωματικός πόνος γενικά δεν αποτελεί εμπόδιο για την ευτυχία.

Μπορεί να είναι λιγότερο προφανές, αλλά ο καθημερινός συναισθηματικός πόνος χρησιμεύει επίσης στην επιβίωσή μας. Αν μείνει πολλή ώρα μόνο του ένα μωρό, ίσως κινδυνεύσει. Έτσι η παρατεταμένη μοναξιά το τρομάζει και το κάνει να κλαίει για να καλέσει τον άνθρωπο που το φροντίζει. Στην ενήλικη ζωή, το επώδυνο αίσθημα της απομόνωσης, γνωστό και ως μοναξιά, μας δείχνει ότι ίσως πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας, να ανοιχτούμε και να προσπαθήσουμε περισσότερο να επικοινωνούμε με τους άλλους. Το επώδυνο συναίσθημα του άγχους μπορεί να μας κάνει να προετοιμαστούμε σοβαρά για τις επικείμενες εξετάσεις ή μια παρουσίαση. Το αίσθημα ενοχής ή ντροπής μάς κάνει να ζητάμε συγγνώμη και να τα βρίσκουμε με τους άλλους, αποκαθιστώντας τους σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς μας.

Όταν βιώνετε κάποια συναισθηματική δυσφορία, νιώθετε λίγο πεσμένοι για μερικά λεπτά, ώρες ή μέρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της εμπειρίας. Μόλις, όμως, σταματήσετε να το σκέφτεστε, το αίσθημα του πόνου εξαφανίζεται αμέσως. Όταν περάσει καιρός και η ανάμνηση θολώσει, μπορείτε να αναλογιστείτε και να αποδεχτείτε αυτό που βιώσατε, να πάρετε όποιο μάθημα μπορείτε και να προχωρήσετε. Μόλις ο πόνος δεν είναι πια απαραίτητος, εξαφανίζεται φυσικά.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο όταν υποφέρουμε.

Όταν του το επιτρέψουμε, ο συναισθηματικός πόνος, ακόμα πιο επουσιώδης, έχει την ικανότητα να παραμονεύει και να επανεμφανίζεται ξανά και ξανά, ενώ η φαντασία μας επαναφέρει ασταμάτητα τις αίτιες που τον προκάλεσαν. Όταν επιλέγουμε να επιτρέψουμε να συμβεί κάτι τέτοιο, τότε επιλέγουμε να υποφέρουμε άσκοπα.

Η ζωηρή μας φαντασία μάς επιτρέπει επίσης να μεγαλοποιήσουμε την κατάσταση αυτή, αν το επιλέγουμε, προσθέτοντας έναν δικό μας τεχνητό πόνο: «Είμαι ανόητος που πλήγωσα τον φίλο μου. Είμαι άχρηστος. Μου αξίζει να τιμωρηθώ και να υποφέρω». Ο αυξανόμενος εσωτερικός διάλογος οδηγεί απλώς σε όλο και βαθύτερο πόνο, επαναφέροντας συνεχώς την ιστορία, μέχρι να νιώσουμε δυστυχισμένοι. Μην ξεγελιέστε, όμως. Η δυστυχία που νιώθουμε τότε δεν είναι αποτέλεσμα του κόσμου γύρω μας – το γεγονός έχει ήδη τελειώσει όσο εμείς συνεχίζουμε να υποφέρουμε. Είναι αποτέλεσμα του εγκεφάλου μας.

Όλη η σκέψη στον κόσμο, μέχρι να μετατραπεί σε πράξη, δεν έχει καμία επιρροή στην πραγματικότητα της ζωής μας. Δεν αλλάζει τα γεγονότα με κανέναν τρόπο. Η μόνη επιρροή που έχει είναι μέσα μας, με τη μορφή του άσκοπου πόνου και της θλίψης. Περιμένοντας να συμβούν φρικτά πράγματα στο μέλλον μας ή αναμασώντας τις απαίσιες στιγμές του παρελθόντος, δεν βιώνουμε τη χρήσιμη, διδακτική και αναπόφευκτη εμπειρία του καθημερινού πόνου. Αυτή η παράταση του πόνου είναι ένας σοβαρός ιός στο σύστημά μας.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, όπως έχουμε την ικανότητα να υποφέρουμε κατά βούληση, έχουμε επίσης την ικανότητα να αφαιρέσουμε τον ιό από το σύστημα του πόνου μας, αν το αποφασίσουμε. Δεν κάνουμε, όμως, πάντα αυτή την επιλογή.

Φανταστείτε ότι πρέπει να κάνετε μια απονεύρωση και ο οδοντίατρος σας προτείνει είτε (α) τη συνηθισμένη διαδικασία με την ολιγοήμερη ανάρρωση είτε (β) μια απονεύρωση με επιπλέον μέρες φρικτού πόνου. Για ποιο λόγο θα διαλέγατε ποτέ το (β);

Δυστυχώς, κάθε μέρα, εκατομμύρια άνθρωποι κάνουν ακριβώς αυτό: επιλέγουν την απονεύρωση με τις έξτρα μέρες πόνου. Όλα αρχίζουν όταν αποδέχεσαι τη σκέψη που περνά από το μυαλό σου ως την απόλυτη αλήθεια. Όσο περισσότερο επιμένεις σε αυτή τη σκέψη, τόσο περισσότερο παρατείνεις τον πόνο.

Τη μέρα που έφυγε ο υπέροχος γιος μου, όλα σκοτείνιασαν. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει το δικαίωμα να υποφέρω για την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να κλείσω την πόρτα μου και να μαραζώσω. Στην πραγματικότητα, όμως, μου δόθηκαν δύο επιλογές: (α) Μπορούσα να επιλέξω να υποφέρω για την υπόλοιπη ζωή μου και αυτό δεν θα έφερνε πίσω τον Αλί, ή (β) Μπορούσα να επιλέξω να πονάω, αλλά να σταματήσω να κάνω αυτές τις μαύρες σκέψεις, και να κάνω ό,τι μπορώ για να τιμήσω τη μνήμη του, πράγματα που επίσης δεν θα έφερναν πίσω τον Αλί – αν και θα έκαναν τον κόσμο λίγο πιο υποφερτό. Δύο επιλογές. Ποια θα προτιμούσατε;

Εγώ επέλεξα τη (β).

Σας παρακαλώ, μη με παρεξηγήσετε. Ο Αλί μού λείπει κάθε λεπτό της κάθε μέρας. Μου λείπει το χαμόγελό του και η παρηγορητική αγκαλιά του όταν τα χρειάζομαι περισσότερο. Ο πόνος είναι πολύ αληθινός και ξέρω πως θα κρατήσει. Δεν αντιστέκομαι, όμως. Δεν κάνω αδιάκοπα μαύρες σκέψεις για να τον μεγεθύνω. Δεν καταριέμαι τη ζωή, ούτε λειτουργώ σαν θύμα. Δεν νιώθω ότι με έχουν εξαπατήσει. Δεν νιώθω μίσος ή θυμό απέναντι στο νοσοκομείο ή στον γιατρό, και δεν κατηγορώ τον εαυτό μου που τον πήγα εκεί. Τέτοιες σκέψεις δεν έχουν νόημα. Επιλέγω να μην υποφέρω. Με βοηθάει να δω τη ζωή στη σωστή της βάση και να προχωρήσω θετικά προς τα μπρος, στέλνοντας στον Αλί την αγάπη μου και διατηρώντας ζωντανή την ευτυχισμένη ανάμνησή του.

Θα κάνατε αυτή την επιλογή σε μια δύσκολη στιγμή; Αν υποθέσουμε ότι είχατε αυτή τη δυνατότητα. Θα κάνατε την επιλογή να πάψετε να υποφέρετε; Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να έχετε περάσει δυσκολίες στη ζωή σας, τον πόνο της απώλειας, της ασθένειας ή της στέρησης. Σας παρακαλώ, όμως, μην επιτρέψετε σε αυτές τις σκέψεις να σας πείσουν ότι πρέπει να υποφέρετε, ότι δεν σας αξίζει να είστε ευτυχισμένοι.

MO GAWDAT, Η εξίσωση της ευτυχίας

Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που δεν πίστευε στην αγάπη

Ο σοφός άντρας συνέχισε να απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους πίστευε ότι η αγάπη δεν υπάρχει και είπε «Τα έχω ζήσει όλα αυτά. Δεν θα αφήσω πια κανέναν να χειραγωγήσει τον νου μου και να ελέγξει τη ζωή μου στο όνομα της αγάπης».

Τα επιχειρήματά του ήταν αρκετά λογικά και τα λόγια του έπεισαν πολλούς. Δεν υπάρχει αγάπη.

Τότε, μια μέρα, καθώς περπατούσε στο πάρκο, είδε μια πανέμορφη γυναίκα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κλαίει. Ένιωσε περιέργεια. Κάθισε δίπλα της και ρώτησε αν μπορούσε να τη βοηθήσει. Τη ρώτησε γιατί έκλαιγε. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή του όταν του είπε ότι έκλαιγε επειδή δεν υπάρχει αγάπη. Τότε είπε: «Εκπληκτικό – μια γυναίκα που δεν πιστεύει ότι υπάρχει αγάπη!» Φυσικά, ήθελε να μάθει περισσότερα για κείνη.

«Γιατί λες ότι δεν υπάρχει αγάπη;» τη ρώτησε.

«Είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε εκείνη. «Παντρεύτηκα πολύ μικρή, με όλη αυτή την αγάπη, όλες τις αυταπάτες, γεμάτη ελπίδα ότι θα μοιραζόμουν τη ζωή μου με τον σύντροφό μου. Ορκιστήκαμε ότι θα έχουμε πίστη, σεβασμό και εκτίμηση, και κάναμε οικογένεια. Σύντομα, όμως, όλα άλλαξαν. Εγώ ήμουν η αφοσιωμένη σύζυγος που φρόντιζε τα παιδιά και το σπίτι. Ο άντρας μου συνέχισε να προχωρά στην καριέρα του και η επιτυχία και η εικόνα του εκτός σπιτιού ήταν για κείνον σημαντικότερα από την οικογένειά μας. Έχασε τον σεβασμό που μου είχε και εγώ το ίδιο. Πληγώσαμε ο ένας τον άλλο και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν τον αγαπούσα και πως ούτε εκείνος με αγαπούσε» Όμως, τα παιδιά χρειάζονταν έναν πατέρα και αυτή ήταν η δικαιολογία που με έκανε να μένω μαζί του και να κάνω ό,τι μπορούσα για να τον στηρίξω. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφυγαν. Δεν έχω πια λόγο να μένω κοντά του. Δεν υπάρχει σεβασμός και καλοσύνη. Ξέρω ότι ακόμη και αν βρω κάποιον άλλο, θα είναι το ίδιο, γιατί δεν υπάρχει αγάπη. Δεν έχει νόημα να αναζητάς κάτι που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό κλαίω».

Καταλαβαίνοντάς την απόλυτα, την αγκάλιασε και της είπε. «Έχεις δίκιο· δεν υπάρχει αγάπη. Την αναζητάμε, ανοίγουμε την καρδιά μας και γινόμαστε ευάλωτοι, και το μόνο που βρίσκουμε είναι εγωισμός. Κι αυτό μας πληγώνει ακόμη κι αν δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να πληγωθούμε. Δεν έχει σημασία πόσες σχέσεις κάνουμε- το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά. Γιατί, λοιπόν, να αναζητάμε πια την αγάπη;»

Έμοιαζαν τόσο που έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν μια υπέροχη σχέση. Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και δεν κατέκρινε ποτέ ο ένας τον άλλο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσαν μαζί ήταν χαρούμενοι. Δεν υπήρχε φθόνος ή ζήλια, δεν υπήρχε έλεγχος και κτητικότητα. Η σχέση τους εξελισσόταν συνεχώς. Τους άρεσε πολύ να κάνουν παρέα, γιατί όταν ήταν μαζί διασκέδαζαν πολύ. Όταν δεν ήταν μαζί, έλειπε ο ένας στον άλλο.

Μια μέρα, ενώ εκείνος ταξίδευε, του ήρθε στο μυαλό η πιο παράλογη ιδέα. Σκέφτηκε: «Χμ, ίσως αυτό που αισθάνομαι για κείνη να είναι αγάπη. Όμως, είναι τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι έχω νιώσει στο παρελθόν. Δεν είναι αυτό που περιγράφουν οι ποιητές και οι θρησκείες, γιατί δεν είμαι υπεύθυνος για κείνη. Δεν αποκομίζω κάτι από αυτή- δεν έχω την ανάγκη να με φροντίζει- δεν την κατηγορώ για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω, ούτε της λέω τον πόνο μου. Περνάμε υπέροχα μαζί και απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Σέβομαι τον τρόπο που σκέφτεται και αυτό που αισθάνεται. Δεν με ντροπιάζει- δεν με ενοχλεί καθόλου. Δεν αισθάνομαι ζήλια όταν είναι με άλλους ανθρώπους- δεν τη φθονώ όταν πετυχαίνει κάτι. Ίσως, τελικά, να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην είναι αυτό που πιστεύει ο κόσμος».

Ανυπομονούσε να γυρίσει και να της μιλήσει, να της πει την παράλογη ιδέα του. Με το που άρχισε να μιλά, εκείνη του είπε: «Ξέρω ακριβώς τι εννοείς. Σκέφτηκα κι εγώ το ίδιο καιρό τώρα, αλλά δεν ήθελα να σου πω τίποτα, γιατί ξέρω ότι δεν πιστεύεις στην αγάπη. Ίσως να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην είναι αυτό που πιστεύαμε». Αποφάσισαν να γίνουν εραστές και να ζήσουν μαζί, και ήταν θαυμάσια, γιατί τα πράγματα δεν άλλαξαν καθόλου. Συνέχισαν να σέβονται και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο και η αγάπη τους αυξανόταν. Ακόμη και τα απλούστερα πράγματα γέμιζαν την καρδιά τους αγάπη, γιατί ήταν τόσο ευτυχισμένοι.

Η καρδιά του άντρα ήταν τόσο γεμάτη με την αγάπη που ένιωθε ώστε κάποιο βράδυ έγινε ένα θαύμα. Κοιτούσε τα αστέρια και βρήκε το πιο όμορφο και η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη που αυτό άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό και σύντομα το κρατούσε στα χέρια του. Ύστερα συνέβη κι άλλο θαύμα και η ψυχή του έγινε ένα με το αστέρι. Ένιωσε τεράστια χαρά και ανυπομονούσε να πάει στη γυναίκα και να της δώσει το αστέρι για να της αποδείξει την αγάπη του.Όταν της πρόσφερε το αστέρι, εκείνη ένιωσε για μια στιγμή αμφιβολία. Η αγάπη ήταν τόση που την τρόμαξε και, τότε, το αστέρι τής έπεσε από τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια.

Τώρα υπάρχει ένας ηλικιωμένος άντρας που περιφέρεται στον κόσμο και πιστεύει πλέον ακράδαντα ότι δεν υπάρχει αγάπη και μια όμορφη ηλικιωμένη γυναίκα που περιμένει τον άντρα της στο σπίτι κλαίγοντας για τον παράδεισο που κάποτε είχε στα χέρια της και που, σε μια στιγμή αμφιβολίας, άφησε να της φύγει. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που δεν πίστευε στην αγάπη.

Ποιος έκανε το λάθος; Θέλετε να μαντέψετε τι πήγε στραβά; Το λάθος ήταν του άντρα που νόμισε ότι μπορούσε να δώσει την ευτυχία του στη γυναίκα. Το αστέρι ήταν η ευτυχία του, και το λάθος του ήταν ότι την εναπόθεσε στα χέρια της. Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ από έξω. Και οι δύο ήταν χαρούμενοι λόγω της αγάπης που πήγαζε από μέσα τους. Όμως, με το που της έδωσε την ευτυχία του, εκείνη έσπασε το αστέρι, γιατί δεν μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την ευτυχία του.

Όσο κι αν τον αγαπούσε, δεν μπορούσε να τον κάνει ποτέ ευτυχισμένο, γιατί δεν ήξερε τι σκεφτόταν. Δεν μπορούσε να ξέρει τις προσδοκίες του, γιατί δεν γνώριζε τα όνειρά του.

Αν πάρετε την ευτυχία σας και την εναποθέσετε στα χέρια του άλλου, αργά ή γρήγορα, θα σπάσει. Αν δώσετε την ευτυχία σας σε κάποιον, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να σας τη στερήσει. Αν, λοιπόν, η ευτυχία προέρχεται μόνο από μέσα σας και είναι αποτέλεσμα της αγάπης σας, αυτό σημαίνει ότι εσείς είστε υπεύθυνοι για αυτή. Δεν μπορείτε να κάνετε υπεύθυνο κάποιον άλλο για τη δική σας ευτυχία. Όταν, όμως, πηγαίνουμε στην εκκλησία να παντρευτούμε, το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να ανταλλάξουμε βέρες. Βάζουμε το αστέρι μας στα χέρια του άλλου, περιμένοντας ότι θα κάνει ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Όσο κι αν αγαπάτε κάποιον, δεν θα γίνετε ποτέ το άτομο που επιθυμεί.

Αυτό είναι το λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι εξαρχής. Εναποθέτουμε την ευτυχία μας στον σύντροφό μας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Δίνουμε όλες αυτές τις υποσχέσεις που δεν μπορούμε να κρατήσουμε και δημιουργούμε τις συνθήκες της ίδιας μας της αποτυχίας.

Ας διώξουμε για πάντα τις φοβερές μάγισσες και τους κακούς δράκους που κατοικούν στη σκιά μας

Η ιστορία αυτή μας πάει πίσω, στην εποχή του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης. Μια εποχή μαγείας και κάστρων με ανυψούμενες γέφυρες, με μηχανορραφίες και ηρωικές μάχες, με δράκους μαγικούς που βγάζουν φωτιά από το στόμα και ιππότες με θαυμαστή ανδρεία και δόξα.

Ο βασιλιάς Αρθούρος είναι άρρωστος. Μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες η αρρώστια τον έχει κάνει αδύναμο, τον έχει εξαντλήσει σε σημείο που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, και μόλις και μετά βίας τρώει. Έχουν καλέσει όλους τους γιατρούς της αυλής για να θεραπεύσουν τον μονάρχη, κανένας όμως δεν έχει μπορέσει να διαγνώσει από τι πάσχει. Παρά τις φροντίδες, η κατάσταση του καλού βασιλιά χειροτερεύει.

Ένα πρωί, την ώρα που οι υπηρέτες αερίζουν το δωμάτιο όπου κοιμάται ο βασιλιάς, ένας απ’ αυτούς λέει στον άλλον λυπημένος: “Θα πεθάνει,,,,”

Στο δωμάτιο την ώρα εκείνη βρίσκεται ο σερ Γκάλαχαδ, ο πιο γενναίος και κομψός από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης που έχει συντροφεύσει τον Αρθούρο στις μεγαλύτερες μάχες.

Ακούει ο Γκάλαχαδ το σχόλιο του υπηρέτη και τινάζεται σαν αστραπή, τον αρπάζει από το λαιμό και του φωνάζει: “Ποτέ δεν θα ξαναπείς αυτή τη λέξη! Ποτέ, κατάλαβες; Ο βασιλιάς θα ζήσει, ο βασιλιάς θα γίνει καλά… Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρούμε τον γιατρό που θα διαγνώσει την αρρώστια του. Άκουσες;”

Ο υπηρέτης, τρέμοντας ολόκληρος, βρίσκει το κουράγιο ν’ απαντήσει: “Αυτό που συμβαίνει, Κύριε, είναι πως ο βασιλιάς Αρθούρος δεν είναι άρρωστος… Του έχουν κάνει μάγια.”

Εκείνη την εποχή, η μαγεία ήταν κάτι τόσο λογικό και φυσικό, όσο και ο νόμος της βαρύτητας.

“Γιατί το λες αυτό, καταραμένε;” ρωτάει ο Γκάλαχαδ.

“Έχω πολλά χρόνια στην πλάτη μου, κύριέ μου, κι έχω δει δεκάδες άντρες και γυναίκες σ’ αυτήν την κατάσταση, κι απ’ όλους αυτούς μονάχα ένας γλίτωσε.”

“Αυτό σημαίνει πως υπάρχει μια ελπίδα… Πες μου πώς τα κατάφερε αυτός που γλίτωσε απ’ το θάνατο.”

“Το θέμα είναι να καταφέρετε να βρείτε έναν μάγο πιο ισχυρό από εκείνον που έκανε μάγια στον βασιλιά. Αν δεν γίνει αυτό, ο μαγεμένος θα πεθάνει.”

“Θα πρέπει να υπάρχει στο βασίλειο ένας ισχυρός μάγος…” λέει ο Γκάλαχαδ, “αλλά κι αν δεν υπάρχει, θα ψάξω να τον βρω ως τα πέρατα της γης και θα τον φέρω.”

“Απ’ όσο ξέρω, υπάρχουν δύο άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να σώσουν τον βασιλιά Αρθούρο, σερ Γκάλαχαδ. Ο ένας είναι ο Μέρλιν, που μέχρι να του στείλετε μήνυμα και να ‘ρθει θέλει δύο βδομάδες, και δεν νομίζω πως θ’ αντέξει τόσο πολύ ο βασιλιάς μας…”

“Κι ο άλλος;”

Ο γέρος υπηρέτης σκύβει το κεφάλι κι αρχίζει να το κουνάει πέρα-δώθε αρνητικά.

“Ο άλλος είναι η μάγισσα που ζει στο βουνό… Όμως, ακόμα και να βρεθεί κάποιος αρκετά θαρραλέος για να πάει να τη βρει -που αμφιβάλλω-, εκείνη δεν πρόκειται να έρθει ποτέ να σώσει τον βασιλιά που την πέταξε από το παλάτι πριν από πολλά χρόνια.”

Η φήμη της μάγισσας ήταν πραγματικά φοβερή. Ήταν γνωστό πως μπορούσε να μεταμορφώσει σε δούλο της τον πιο ανδρείο πολεμιστή, απλώς και μόνο κοιτώντας τον στα μάτια. Λέγανε πως ένα άγγιγμά της έφτανε για να παγώσει το αίμα στις φλέβες. Υπήρχαν ιστορίες πως μαγείρευε ανθρώπους με λάδι και έτρωγε την καρδιά τους.

Ο Αρθούρος, ομως, ήταν για τον Γκάλαχαδ ο καλύτερος φίλος που είχε στη ζωή του. Είχε πολεμήσει στο πλευρό του εκατοντάδες φορές, κι είχε ακούσει τα προβλήματά του τα καθημερινά και τα πιο σοβαρά. Δεν υπήρχε κίνδυνος ικανός να τον εμποδίσει να σώσει τον βασιλιά και φίλο του, τον καλύτερο άνθρωπο που είχε γνωρίσει στη ζωή του.

Ο Γκάλαχαδ φοράει την πανοπλία του, ανεβαίνει στο άλογό του και τραβάει για το Μαύρο Βουνό όπου βρίσκεται η σπηλιά της μάγισσας.

Μόλις περνάει το ποτάμι, βλέπει τον ουρανό που αρχίζει να σκοτεινιάζει. Πυκνά μαύρα σύννεφα φαίνονται να έχουν αράξει στους πρόποδες του βουνού. Όταν φτάνει στη σπηλιά, λες κι έχει πέσει η νύχτα μέρα μεσημέρι.

Κατεβαίνει από το άλογο ο Γκάλαχαδ και πάει με τα πόδια προς την είσοδο της σπηλιάς – μια τρύπα σκοτεινή στον βράχο. Πραγματικά, το αφύσικο κρύο που βγαίνει από τη σπηλιά κι η δυσοσμία που αναδίδει το εσωτερικό της, τον αναγκάζουν να ξανασκεφτεί το τόλμημά του. Εντούτοις, ο ιππότης αντιστέκεται και προχωράει στο βαλτώδες έδαφος μέσα από το μακάβριο τούνελ. Πότε πότε, το φτεροκόπημα μιας νυχτερίδας τον κάνει ενστικτωδώς να σκύβει και να σκεπάζει το πρόσωπό του.

Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα, το τούνελ ανοίγει σε μια τεράστια σπηλιά. Η ατμόσφαιρα είναι τοσο αποπνικτική -με μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά-, όσο και υποβλητική, καθώς το χώρο φωτίζουν εκατοντάδες αναμμένα κεριά. Στο κέντρο της σπηλιάς, ανακατεύοντας μια χύτρα που αχνίζει, στέκεται η μάγισσα.

Είναι μια κανονική μάγισσα του παραμυθιού, ακριβώς όπως του την περιέγραψε η γιαγιά του σ’ εκείνες τις τρομακτικές ιστορίες που του έλεγε όταν ήταν μικρός για να κοιμηθεί, κι αυτός έμενε άυπνος να φαντάζεται τη μάχη ενάντια στο κακό που θα ξεκίναγε σαν θα μεγάλωνε και θα γινόταν ιππότης της βασιλικής αυλής.

Στέκεται εκεί, καμπουριασμένη, ντυμένη στα κατάμαυρα, τα κοκαλιάρικα χέρια της απλωμένα μπροστά, μ’ εκείνα τα μακριά και μυτερά νύχια σαν αρπακτικού όρνεου, τα μάτια μικρά, η μύτη γαμψή, το πιγούνι να προεξέχει και η στάση της ολόκληρη να σου προκαλεί τρόμο.

Με το που μπαίνει ο Γκάλαχαδ, χωρίς καν να τον κοιτάξει, του φωνάζει η μάγισσα:

“Πάρε δρόμο πριν σε κάνω βάτραχο ή τίποτα χειρότερο:”

“Μα έψαχνα να σε βρω” της λέει ο Γκάλαχαδ. “Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για τον φίλο μου που είναι άρρωστος βαριά.”

“Χα… χα… χα… ας γελάσω!” λέει η μάγισσα με ειρωνεία. “Ο βασιλιάς είναι δεμένος με μάγια, και παρόλο που δεν είμαι εγώ αυτή που του τα έκανε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον σώσεις από τον θάνατο.”

“Εσύ όμως… εσύ είσαι πιο ισχυρή απ’ αυτόν που του έκανε τα μάγια. Εσύ θα μπορούσες να τον σώσεις” επιμένει ο Γκάλαχαδ, προσπαθώντας να την πείσει.

“Και γιατί να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα;” ρωτάει η μάγισσα ενώ θυμάται με πίκρα και κακία την προσβολή του βασιλιά.

“Θα έχεις ότι ζητήσεις” της λέει ο Γκάλαχαδ. “Σου εγγυώμαι εγώ προσωπικά ότι θα πάρεις όποια αμοιβή ζητήσεις.”

Η μάγισσα κοιτάζει τον ιππότη. Είναι πραγματικά περίεργο να έρχεται ένα τέτοιο πρόσωπο στη σπηλιά της και να ζητάει τη βοήθειά της. Ακόμη και με το φως των κεριών ο Γκάλαχαδ είναι πολύ κομψός, κι αν στην κομψότητά του προστεθεί και η ευγενική του συμπεριφορά, γίνεται η προσωποποίηση της ευγένειας και της ομορφιάς.

Η μάγισσα του ρίχνει μαι λοξή ματιά και του ανακοινώνει:

“Η αμοιβή μου είναι η εξής: αν κάνω καλά τον βασιλιά… και μόνο με την προϋπόθεση ότι θα τον κάνω καλά…”

“Ότι ζητήσεις…” λέει ο Γκάλαχαδ.

“Θέλω να με παντρευτείς!”

Ο Γκάλαχαδ κλονίζεται. Δεν μπορεί να φανταστεί πως θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του με τη μάγισσα στο πλευρό του, απ’ την άλλη όμως πρόκειται για τη ζωή του Αρθούρου. Πόσες φορές δεν του έσωσε ο φίλος του τη ζωή σε κάποια μάχη… Του χρωστάει όχι μία, αλλά εκατό ζωές… Επιπλέον, το βασίλειο χρειάζεται τον βασιλιά του.

“Έγινε!” λέει ο ιππότης. “Αν μπορέσεις να κάνεις καλά τον Αρθούρο, θα γίνεις γυναίκα μου, σου δίνω τον λόγο της τιμής μου. Σε παρακαλώ, όμως, κάνε γρήγορα! Φοβάμαι μήπως πάμε στο παλάτι και είναι ήδη πολύ αργά για να τον σώσουμε.”

Χωρίς να βγάλει λέξη, ετοιμάζει η μάγισσα το βαλιτσάκι της, βάζει μέσα κάμποσες σκόνες και ένα σωρό μπουκαλάκια με περίεργα υγρά, παίρνει και μια δερμάτινη τσάντα γεμάτη παράξενα αντικείμενα, και πάει προς την έξοδο της σπηλιάς, με τον Γκάλαχαδ να την ακολουθεί.

Μόλις φτάνουν έξω, φέρνει ο σερ Γκάλαχαδ το άλογό του, και με την προσοχή που αρμόζει σε βασίλισσα βοηθάει τη μάγισσα ν’ ανέβει στα καπούλια του αλόγου. Ανεβαίνει κι αυτός, κι αρχίζει να καλπάζει με κατεύθυνση το παλάτι του βασιλιά.

Φτάνοντας εκεί, φωνάζει στον φρουρό να κατεβάσει τη γέφυρα, κι αυτός εκτελεί σιωπηλά τη διαταγή.

Οι απλοί άνθρωποι που ζουν μέσα στο κάστρο παραμερίζουν ψιθυρίζοντας χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους, ή πασχίζουν να μη διασταυρωθεί το βλέμμα τους μ’ αυτή τη φοβερή γυναίκα. Έτσι, ο Γκάλαχαδ φτάνει γρήγορα στην είσοδο των διαμερισμάτων του βασιλιά.

Σταματάει με το χέρι τη μάγισσα που πάει να κατέβει μόνη της, και βιαστικά της προτείνει το μπράτσο του για να τη βοηθήσει. Ξαφνιάζεται αυτή και του ρίχνει μια ματιά σχεδόν σαρκαστική. Εκείνος, όμως, της λέει:

“Αν πρόκειται να γίνεις γυναίκα μου, καλό είναι να απολαμβάνεις τη συμπεριφορά που σου αξίζει.”

Στηριγμένη στο μπράτσο του, μπαίνει η μάγισσα στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά. Ο Αρθούρος έχει χειροτερέψει από τότε που έφυγε ο Γκάλαχαδ. Τώρα πια , δεν τρώει κι ούτε που ανοίγει τα μάτια του.

Ο Γκάλαχαδ διατάζει να φύγουν ολοι από το δωμάτιο του βασιλιά. Ο προσωπικός γιατρός του βασιλιά ζητάει να μείνει, κι ο Γκάλαχαδ του το επιτρέπει.

Πλησιάζει η μάγισσα το πρόσωπό της κοντά στο σώμα του Αρθούρου, το μυρίζει, λέει κάτι παράξενα λόγια και μετά ετοιμάζει ένα υγρό με απαίσιο πράσινο χρώμα που το ανακατεύει μ’ ένα καλαμάκι. Μόλις πάει να το δώσει στον άρρωστο να πιει, ο γιατρός αρπάζει απότομα το χέρι της και της λέει: “Όχι! Εγώ είμαι ο γιατρός και δεν πιστεύω στα μάγια. Φύγε αμέσως…”

Και σίγουρα θα συνέχιζε λέγοντας “…από το παλάτι.”, αλλά δεν πρόλαβε γιατί δίπλα του βρίσκεται τώρα ο Γκάλαχαδ που τον κοιτάζει αγριεμένος με το σπαθί του να πιέζει τον λαιμό του γιατρού ενώ του λέει αυστηρά:

“Κάτω τα χέρια σου απ’ αυτή τη γυναίκα! Αυτός που θα φύγει είσαι εσύ… Τώρα!”

Ο γιατρός το βάζει στα πόδια τρομαγμένος. Η μάγισσα πλησιάζει το μπουκαλάκι στα χείλη του βασιλιά και χύνει το περιεχόμενο στο στόμα του.

“Και τώρα;” ρωτάει ο Γκάλαχαδ.

“Τώρα… πρέπει να περιμένουμε” του λέει η μάγισσα.

Έρχεται το βράδυ, και ο Γκάλαχαδ βγάζει τον μανδύα του και τον στρώνει για να ξαπλώσει η μάγισσα στα πόδια του κρεβατιού του βασιλιά. Εκείνος μένει στην πόρτα για να φυλάει και τους δύο.

Το επόμενο πρωί, για πρώτη φορά εδώ και πολλές μέρες, ο βασιλιάς ανοίγει τα μάτια του.

“Φέρτε μου φαγητό! Θέλω να φάω… Πεινάω πολύ!”

“Καλημέρα σας, Μεγαλειότατε…” τον χαιρετάει ο Γκάλαχαδ με χαμόγελο, ενώ χτυπάει το κουδουνάκι για να έρθουν οι υπηρέτες.

“Αγαπημένε μου φίλε” λέει ο βασιλιάς, “έχω τέτοια πείνα, λες κι έχω να φάω βδομάδες ολόκληρες.”

“Πράγματι, δεν έχετε φάει εδώ και αρκετές εβδομάδες” επιβεβαιώνει ο Γκάλαχαδ.

Μόλις το λέει αυτό, εμφανίζεται στα πόδια του κρεβατιού η μάγισσα και τον κοιτάζει μ’ ένα μορφασμό που στο πρόσωπό της αντικαθιστά το χαμόγελο. Ο Αρθούρος νομίζει πως έχει παραισθήσεις. Κλείνει τα μάτια, μετά τα τρίβει για να δει καλύτερα, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται ότι, όντως, εκεί μπροστά του βρίσκεται η μάγισσα, μέσα στην ίδια την κρεβατοκάμαρά του.

“Σου είπα εκατό φορές πως δεν θέλω να σε βλέπω στο παλάτι. Έξω από δω!” τη διατάζει ο βασιλιάς.

“Συγχωρέστε με, μεγαλειότατε…” επεμβαίνει ο Γκάλαχαδ, “αλλά πρέπει να σας πω ότι αν διώξετε αυτήν από το παλάτι, διώχνετε μαζί κι εμένα. Είναι δικαίωμά σας να μας διώξετε και τους δύο, αν όμως φύγει εκείνη, θα φύγω κι εγώ.”

“Τρελάθηκες;” ρωτάει ο Αρθούρος. “Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτό το απαίσιο τέρας;”

“Προσέξτε, Υψηλότατε, μιλάτε για τη μέλλουσα σύζυγό μου.”

“Τι;! Τη μέλλουσα σύζυγό σου; Εγώ ήθελα να σε συστήσω στα κορίτσια της παντρειάς των καλύτερων οικογενειών του βασιλείου, στις πιο ποθητές πριγκίπισσες της περιοχής, στις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, κι εσύ τις απέρριψες όλες. Και τώρα μου λες πως θα παντρευτείς αυτήν;!!!”

Η μάγισσα έφτιαξε τα μαλλιά της και με ύφος κοροϊδευτικό είπε:

“Είναι η αμοιβή μου για τη θεραπεία σου.”

“Όχι!” φώναξε ο βασιλιάς. “Δεν μπορώ να το δεχτώ. Δεν θα σου επιτρέψω αν κάνεις αυτή την τρέλα. Προτιμώ να πεθάνω.”

“Αυτό τελείωσε, είναι πια γεγονός, Μεγαλειότατε” λέει ο Γκάλαχαδ.

“Σου απαγορεύω να την παντρευτείς !” τον διατάζει ο Αρθούρος.

“Μεγαλειότατε…” απαντάει ο Γκάλαχαδ, “υπάρχει μόνο ένα πράγμα στον κόσμο που είναι για μένα πιο σημαντικό από την προσταγή σου, κι αυτό είναι ο λόγος της τιμής μου. Έδωσα τον λόγο μου ότι θα την παντρευτώ, και πρέπει να τον κρατήσω. Αν πεθάνεις αύριο, θα συμβούν δύο γεγονότα την ίδια μέρα.”

Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να προστατεύσει τον φίλο του, από τη στιγμή που είχε δώσει τον λόγο του.

“Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου ξεπληρώσω αυτή τη θυσία, Γκάλαχαδ. Είσαι ακόμη πιο τίμιος και ευγενής απ’ ότι νόμιζα για σένα.” Λέγοντας αυτά, σηκώνεται ο βασιλιάς, πλησιάζει τον Γκάλαχαδ και τον αγκαλιάζει. “Πες μου, σε παρακαλώ, τι μπορώ να κάνω για σένα, ότι κι αν είναι αυτό.”

Το επόμενο πρωί, κατ’ απαίτηση του ιππότη, ο ιερέας του παλατιού παντρεύει το ζευγάρι στο παρεκκλήσιο του κάστρου με μοναδικό καλεσμένο την Αυτού Μεγαλειότητα τον βασιλιά. Στο τέλος της τελετής, ο Αρθούρος δίνει στον Γκάλαχαδ την ευχή του και μια περγαμηνή όπου αναφέρει ότι παραχωρεί στο ζευγάρι τα κτήματα που βρίσκονται από την άλλη μεριά του ποταμού και την εξοχική κατοικία στην κορυφή του βουνού.

Βγαίνουν από το παρεκκλήσι στην κεντρική πλατεία, η οποία σήμερα είναι παραδόξως έρημη. Κανείς δεν ήθελε να πανηγυρίσει ή αν παρευρεθεί σ’ αυτόν τον γάμο. Στα δρομάκια του χωριού μιλούν για μάγισσες, για μάγια που μεταφέρθηκαν από τον έναν στον άλλον, για τρέλα και για δέσιμο με μαγικά…

Ο Γκάλαχαδ οδηγεί την άμαξα μέσα από άδειους δρόμους με κατεύθυνση το ποτάμι, κι από κει παίρνει τον δρόμο για το βουνό.

Μόλις φτάνουν πηδάει γρήγορα κάτω, πιάνει τη γυναίκα του τρυφερά από τη μέση και τη βοηθάει να κατέβει από την άμαξα. Της λέει ότι εκείνος θα πάει τα άλογα στον στάβλο, και την καλεί να περάσει στο καινούριο της σπίτι. Ο Γκάλαχαδ καθυστερεί λίγο παραπάνω γιατί θέλει να απολαύσει το δειλινό, ως τη στιγμή που ο ήλιος χάνεται στον ορίζοντα. Αμέσως μετά, ο σερ Γκάλαχαδ παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει στο σπίτι.

Η φωτιά στο τζάκι είναι αναμμένη και μπροστά της στέκεται μια άγνωστη φιγούρα, με την πλάτη προς την πόρτα. Είναι η σιλουέτα μιας γυναίκας ντυμένης με ένα φόρεμα λευκό, ημιδιαφανές, που αφήνει να διαγράφονται οι καμπύλες ενός ελκυστικού καλλίγραμμου σώματος.

Ο Γκάλαχαδ ψάχνει με το βλέμμα ολόγυρά του να δει τη γυναίκα που πριν από λίγο μπήκε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά δεν τη βλέπει πουθενά. Γι’ αυτό ρωτάει:

“Που είναι η γυναίκα μου;”

Γυρίζει η γυναίκα, κι ο Γκάλαχαδ αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει σαν να θέλει να βγει απ’ το στήθος του. Αυτή είναι η ωραιότερη γυναίκα που έχει δει στη ζωή του. Ψηλή, με λευκή επιδερμίδα, ανοιχτόχρωμα μάτια, πυκνά πυρόξανθα μαλλιά κι ένα πρόσωπο αισθησιακό και συγχρόνως τρυφερό. Απ’ το μυαλό του ιππότη περνάει η σκέψη ότι, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα είχε οπωσδήποτε ερωτευτεί αυτή τη γυναίκα. Ξαναρωτάει όμως, λίγο εκνευρισμένος αυτή τη φορά:

“Που είναι η γυναίκα μου;”

Τον πλησιάζει τότε η γυναίκα και του ψιθυρίζει γλυκά:

“Εγώ είμαι η γυναίκα σου, αγαπημένε μου Γκάλαχαδ.”

“Μη με πληγώνεις, ξέρω ποιαν παντρεύτηκα” της λέει ο Γκάλαχαδ, “και δεν σου μοιάζει στο ελάχιστο.”

“Ήσουν τόσο καλός μαζί μου, αγαπημένε μου, ήσουν περιποιητικός κι ευγενικός ακόμα κι όταν η εμφάνισή μου σου προκαλούσε απέχθεια… Με υπερασπίστηκες και φέρθηκες με τόσο σεβασμό όσον δεν μου έχει δείξει ποτέ κανένας, γι’ αυτό θεωρώ ότι σου αξίζει αυτή η έκπληξη… Το μισό διάστημα που θα περνάμε μαζί θα έχω την εμφάνιση που βλέπεις, και το άλλο μισό, την εμφάνιση που είχα όταν με γνώρισες…” η γυναίκα κάνει μια παύση και το βλέμμα της συναντάει το βλέμμα του σερ Γκάλαχαδ. “Κι επειδή είσαι ο άντρας μου, ο αγαπημένος μου, ο υπέροχος άντρας μου, θα έχεις το προνόμιο να αποφασίσεις εσύ: Τι προτιμάς, αγαπημένε μου σύζυγε; Θέλεις να είμαι αυτή την ημέρα και η άλλη τη νύχτα, ή η άλλη την ημέρα και αυτή που βλέπεις τη νύχτα;”

Στην ψυχή του ιππότη ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Αυτό το θεϊκό δώρο είναι παραπάνω απ’ ότι θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Αυτός είχε παραδοθεί στη μοίρα του από αγάπη για τον φίλο του τον Αρθούρο, και τώρα βρίσκεται εδώ να μπορεί να διαλέξει τη μελλοντική ζωή του. Τι πρέπει να κάνει; Να ζητήσει από τη γυναίκα του να είναι ωραία την ημέρα για να μπορεί να περπατάει περήφανα στο χωριό και να νιώθει πως τον ζηλεύουν όλοι, και τις νύχτες να υποφέρει στο πλευρό της; Ή μήπως θα είναι καλύτερα να υπομένει την κοροϊδία και τη περιφρόνηση όσων θα τον βλέπουν πλάι στη μάγισσα, με την παρήγορη σκέψη ότι μόλις θα σκοτεινιάσει θα χαίρεται, εκείνος μόνο, τη συντροφιά αυτής της ωραίας γυναίκας με την οποία ήδη νιώθει ερωτευμένος;

Ο σερ Γκάλαχερ, ο ευγενής σερ Γκάλαχερ σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται και στο τέλος σηκώνει το κεφάλι και της λέει:

“Τώρα που είσαι γυναίκα μου, η αγαπημένη μου γυναίκα, η εκλεκτή της καρδιάς μου, σου ζητώ να είσαι… αυτή που θέλεις εσύ να είσαι κάθε μέρα, κάθε στιγμή της ζωής που θα περάσουμε μαζί…”

Ο μύθος λέει πως σαν άκουσε εκείνη να της λέει αυτά ο σύζυγός της και συνειδητοποίησε πως μπορούσε η ίδια να διαλέξει ποια ήθελε να είναι, αποφάσισε να είναι πάντα η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου.

Λένε πως από τότε, όταν βρίσκουμε κάποιον που μας δίνει ολόψυχα το δικαίωμα να είμαστε αυτοί που είμαστε, μεταμορφωνόμαστε ριζικά.

Ας διώξουμε για πάντα τις φοβερές μάγισσες και τους κακούς δράκους που κατοικούν στη σκιά μας έτσι ώστε, φεύγοντας, να κάνουν χώρο για τους ωραιότερους, τους πιο τρυφερούς και γοητευτικούς ιππότες και πριγκίπισσες που βρίσκονται πολλές φορές κοιμισμένοι μέσα μας. Αυτά τα όμορφα όντα που εμφανίζονται για να προσφερθούν στο αγαπημένο πρόσωπο, καταλήγουν όμως να κυριεύσουν τη ζωή μας και να κατοικήσουν μέσα μας για πάντα.

Αυτό είναι το πολύτιμο μάθημα που αποκομίζει κανείς στην πορεία της ζωής του.

Τι είναι ο Νεοπλατωνισμός;

Η νεοπλατωνική φιλοσοφία χτες και σήμερα

     1. Νεοπλατωνισμός ή νεοπλατωνική φιλοσοφία. Είναι μια σύγχρονη ονομασία για να δηλωθεί εκείνη η κατεύθυνση του φιλοσοφικού στοχασμού της ελληνικής αρχαιότητας που άρχισε να πρωτο-διαμορφώνεται στην Αλεξάνδρεια, αλλά προσέλαβε μια ολοκληρωμένη μορφή στη Ρώμη κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Όπως υποδηλώνει και ο συγκεκριμένος όρος, αυτή η φιλοσοφία ανήκει στην παράδοση της πλατωνικής φιλοσοφίας και έχει για κύριο αρχηγέτη της τον Αμμώνιο Σακκά (περίπου 175-242 μ.Χ). Αυτός που Πήρε την προσωνυμία Σακκάς, γιατί στην αρχή εργαζόταν, λόγω φτώχειας, ως σακοφόρος, ως αχθοφόρος. Δεν άφησε δικά του γραπτά και περιορίστηκε να διδάσκει προφορικά. Ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτόν, ως εισηγητή του νεοπλατωνισμού, προέρχονται από πληροφορίες άλλων. Σε κάθε περίπτωση, ο κορυφαίος φιλόσοφος του νεοπλατωνισμού ήταν ο Πλωτίνος.

     2. Ο Αμμώνιος Σακκάς ταν δάσκαλος του Πλωτίνου, αλλά και ορισμένων άλλων, όπως του Λογγίνο ή του Ωριγένη του νεοπλατωνικού [: δεν είναι ο ίδιος με τον χριστιανό Ωριγένη]. Ως προς τις φιλοσοφικές του θεωρήσεις, από ό,τι είναι γνωστό, προσπάθησε να συνθέσει τις διδασκαλίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με θρησκευτικο-φιλοσοφικές διδασκαλίες από πολιτισμούς, για τους οποίους είχε ιδίαν άποψη και με τους οποίους ήταν οικειωμένος. Διακρινόταν για τη φιλομάθειά του, για την οποία τον επαινούσαν, και για τον αυστηρό, ασκητικό του βίο. Σύμφωνα με τον Πορφύριο (232/4-304/5 μ.Χ.), που, πέραν των άλλων έργων του, έγραψε τη βιογραφία του Πλωτίνου και επιμελήθηκε τις Εννεάδες του τελευταίου, έλκει την καταγωγή του από χριστιανική οικογένεια, έλαβε χριστιανική ανατροφή, συγχρόνως όμως ασπάστηκε και τον εθνισμό, στο πλαίσιο της φιλοσοφικής του δραστηριότητας και του φιλοσοφικού του βίου.

3. Ο νεοπλατωνισμός, υπό ένα γενικό πρίσμα, σχετίζεται ουσιωδώς με μεθερμηνεύσεις κυρίως πλατωνικών κειμένων και θέσεων, δευτερευόντως δε κειμένων του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου και άλλων κλασικών φιλοσόφων. Συγκρότησε τις εννοιολογικές του δομές, με βάση ένα ευρύ φάσμα θρησκευτικών παραδόσεων του ελληνορωμαϊκού κόσμου κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ., και υπερασπίστηκε, με συστηματικό τρόπο, τον πλατωνισμό, μα και γενικότερα τη φιλοσοφία, από τις επιθέσεις του γνωστικισμού, του χριστιανισμού, του μανιχαϊσμού, αλλά και διαφόρων άλλων θρησκευτικών κινημάτων. Η νοητή, θεωρητική γραμμή, που χαρακτηρίζει τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, είναι εκείνη της υπερβατικής θεϊκής αρχής, που βρίσκεται σε άρρηκτο δεσμό με τον ίδιο τον άνθρωπο και την πραγματικότητά του. Εκκινεί από την αρχή, οικεία στην παράδοση του πλατωνισμού, πως οποιαδήποτε θεωρία γύρω από το Είναι, αλλά και την ψυχή του ανθρώπου, είναι δυνατή μόνο στο επίπεδο του νου και του Λόγου, δηλαδή σε νοητικό-λογικό επίπεδο.

    4. Το ζητούμενο είναι πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποσπαστεί από την απορρόφησή του μέσα στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και να αναχθεί στη μελέτη του υπεραισθητού και του νοητού κόσμου. Προς τούτο πρέπει να δια-μορφώνεται μέσα από τη γνώση και την άσκηση, έτσι ώστε να καταστεί ικανός να έλθει σε ενότητα με την αιώνια, τη μοναδική αρχή, τη θεότητα, που αποτελεί την αρχέγονη πηγή και την αιτία κάθε αισθητού και υπεραισθητού όντος. Κατ’ αυτό τον προσανατολισμό, η νεοπλατωνική φιλοσοφία δομείται πάνω σε μια έντονα μεταφυσική βάση, ακολουθώντας γενικώς και τις επιταγές των καιρών για μια ενότητα πάνω από τα συντρίμμια του εμπειρικού-αισθητού κόσμου, χωρίς ο τελευταίος ως αισθητή πραγματικότητα να αγνοείται. Δικαιώνεται και πάλι ο Χέγκελ, που έλεγε για τη φιλοσοφία ότι είναι η σύλληψη της εκάστοτε εποχής της μέσα από τη γλώσσα της έννοιας, μια γλώσσα που ανα-συγκροτεί την ολότητα ως ολότητα της έννοιας σε εσωτερική ανταπόκριση με την ενεργό πραγματικότητα. Ακριβώς αυτό συμβαίνει και με τον νεοπλατωνισμό. Σημειωτέο πως ο Χέγκελ δέχτηκε σημαντικές επιδράσεις από την εν λόγω φιλοσοφία, ιδίως σε θέματα της φιλοσοφίας του πνεύματος.

    5. Η βασική σκέψη του νεοπλατωνισμού συνοψίζεται στα ακόλουθα: όλα τα όντα εκπορεύονται από τις Ιδέες, κατά το πρότυπο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Αυτές οι Ιδέες απαρτίζουν εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις, που συνιστούν την αρχέγονη αιτία όλων των πραγμάτων. Στο πλαίσιο της αυστηρά φιλοσοφικής τους γλώσσας, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι εισάγουν τον όρο, την έννοια: απορροή, για να θεμελιώσουν την προέλευση του υλικού κόσμου από τον πνευματικό. Με βάση την τεχνική τους γλώσσα, η υπερβατική, ύψιστη αρχή είναι το Εν ή, με την πλατωνική ορολογία, το αγαθόν, από το οποίο απορρέει το Είναι. Κατά μια τέτοια αντιστοιχία απορροής σχηματίζονται τα διάφορα επίπεδα: Εν, νους, ψυχή, αισθητός κόσμος, διαβαθμισμένα από τα νοητά, ως τα πρώτα προς τα κάτω, τα αισθητά, ως τα δεύτερα: το καθένα δημιουργείται από το προηγούμενό του δυνάμει της απορροής.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1376b-1377b)

Αἱ δὲ βάσανοι μαρτυρίαι τινές εἰσιν, ἔχειν δὲ δοκοῦσι τὸ πιστόν, ὅτι ἀνάγκη τις πρόσεστιν. οὔκουν χαλεπὸν οὐδὲ περὶ τούτων εἰπεῖν τὰ ἐνδεχόμενα, ἐξ ὧν ἐάν τε ὑπάρχωσιν οἰκεῖαι αὔξειν ἔστιν, ὅτι ἀληθεῖς μόναι τῶν μαρτυριῶν εἰσιν

[1377a] αὗται, ἐάν τε ὑπεναντίαι ὦσι καὶ μετὰ τοῦ ἀμφισβητοῦντος, διαλύοι ἄν τις τἀληθῆ λέγων καθ᾽ ὅλου τοῦ γένους τῶν βασάνων· οὐδὲν γὰρ ἧττον ἀναγκαζόμενοι τὰ ψευδῆ λέγουσιν ἢ τἀληθῆ, καὶ διακαρτεροῦντες μὴ λέγειν τἀληθῆ, καὶ ῥᾳδίως καταψευδόμενοι ὡς παυσόμενοι θᾶττον. δεῖ δὲ ἔχειν ἐπαναφέρειν ἐπὶ τοιαῦτα γεγενημένα παραδείγματα ἃ ἴσασιν οἱ κρίνοντες. [δεῖ δὲ λέγειν ὡς οὐκ εἰσὶν ἀληθεῖς αἱ βάσανοι· πολλοὶ μὲν γὰρ παχύφρονες [οἱ] καὶ λιθόδερμοι καὶ ταῖς ψυχαῖς ὄντες δυνατοὶ γενναίως ἐγκαρτεροῦσι ταῖς ἀνάγκαις, οἱ δὲ δειλοὶ καὶ εὐλαβεῖς πρὸ τοῦ τὰς ἀνάγκας ἰδεῖν αὐτῶν καταθαρροῦσιν, ὥστε οὐδὲν ἔστι πιστὸν ἐν βασάνοις.]

Περὶ δ᾽ ὅρκων τετραχῶς ἔστι διελεῖν· ἢ γὰρ δίδωσι καὶ λαμβάνει, ἢ οὐδέτερον, ἢ τὸ μὲν τὸ δ᾽ οὔ, καὶ τούτων ἢ δίδωσιν μὲν οὐ λαμβάνει δέ, ἢ λαμβάνει μὲν δίδωσιν δὲ οὔ. ἔτι ἄλλως παρὰ ταῦτα, εἰ ὀμώμοσται οὗτος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἢ ὑπ᾽ ἐκείνου. οὐ δίδωσιν μὲν οὖν, ὅτι ῥᾳδίως ἐπιορκοῦσιν, καὶ ὅτι ὁ μὲν ὀμόσας οὐκ ἀποδίδωσιν, τοὺς δὲ μὴ ὀμόσαντος οἴεται καταδικάσειν, καὶ ὡς οὗτος ὁ κίνδυνος κρείττων, ὁ ἐν τοῖς δικασταῖς· τοῖς μὲν γὰρ πιστεύει τῷ δ᾽ οὔ. οὐ λαμβάνει δ᾽, ὅτι ἀντὶ χρημάτων ὅρκος, καὶ ὅτι εἰ ἦν φαῦλος, κατωμόσατο ἄν· κρεῖττον γὰρ ἕνεκά του φαῦλον εἶναι ἢ μηδενός· ὀμόσας μὲν οὖν ἕξει, μὴ ὀμόσας δ᾽ οὔ· οὕτως δὲ δι᾽ ἀρετὴν ἂν εἴη, ἀλλ᾽ οὐ δι᾽ ἐπιορκίαν, τὸ μή. καὶ τὸ τοῦ Ξενοφάνους ἁρμόττει, ὅτι «οὐκ ἴση πρόκλησις αὕτη τἀσεβεῖ πρὸς εὐσεβῆ», ἀλλ᾽ ὁμοία καὶ εἰ ἰσχυρὸς ἀσθενῆ πατάξαι ἢ πληγῆναι προκαλέσαιτο.

Εἰ δὲ λαμβάνει, ὅτι πιστεύει αὑτῷ, ἐκείνῳ δ᾽ οὔ. καὶ τὸ τοῦ Ξενοφάνους μεταστρέψαντα φατέον οὕτως ἴσον εἶναι ἂν ὁ μὲν ἀσεβὴς διδῷ, ὁ δ᾽ εὐσεβὴς ὀμνύῃ· δεινόν τε τὸ μὴ θέλειν αὐτόν, ὑπὲρ ὧν ἐκείνους ἀξιοῖ ὀμόσαντας δικάζειν. εἰ δὲ δίδωσιν, ὅτι εὐσεβὲς τὸ θέλειν τοῖς θεοῖς ἐπιτρέπειν, καὶ ὅτι οὐδὲν δεῖ αὐτὸν ἄλλων δικαστῶν δεῖσθαι· τούτῳ γὰρ δίδωσι κρίσιν. καὶ ὅτι ἄτοπον τὸ μὴ θέλειν ὀμνύναι περὶ ὧν ἄλλους ἀξιοῦσιν ὀμνύναι.

Ἐπεὶ δὲ καθ᾽ ἕκαστον δῆλον ὅπως λεκτέον, καὶ συνδυαζομένων πῶς λεκτέον δῆλον, οἷον εἰ αὐτὸς μὲν θέλει λαμβάνειν διδόναι δὲ μή, καὶ εἰ δίδωσι μὲν λαμβάνειν δὲ μὴ θέλει, καὶ εἰ λαμβάνειν καὶ διδόναι

[1377b] θέλει εἴτε μηδέτερον· ἐκ γὰρ τῶν εἰρημένων ἀνάγκη συγκεῖσθαι, ὥστε καὶ τοὺς λόγους συγκεῖσθαι ἐκ τῶν εἰρημένων. ἐὰν δὲ ᾖ γεγενημένος ὑφ᾽ αὑτοῦ καὶ ἐναντίος, ὅτι οὐκ ἐπιορκία· ἑκούσιον γὰρ τὸ ἀδικεῖν, τὸ δ᾽ ἐπιορκεῖν ἀδικεῖν ἐστι, τὰ δὲ βίᾳ καὶ ἀπάτῃ ἀκούσια. ἐνταῦθα οὖν συνακτέον καὶ τὸ ἐπιορκεῖν, ὅτι ἔστι τὸ τῇ διανοίᾳ ἀλλ᾽ οὐ τῷ στόματι. ἐὰν δὲ τῷ ἀντιδίκῳ ᾖ ὑπεναντίος καὶ ὀμωμοσμένος, ὅτι πάντα ἀναιρεῖ μὴ ἐμμένων οἷς ὤμοσεν· διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τοῖς νόμοις χρῶνται ὀμόσαντες. καὶ «ὑμᾶς μὲν ἀξιοῦσιν ἐμμένειν οἷς ὀμόσαντες δικάζετε, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἐμμένουσιν». καὶ ὅσα ἂν ἄλλα αὔξων τις εἴπειεν. περὶ μὲν οὖν τῶν ἀτέχνων πίστεων εἰρήσθω τοσαῦτα.

***
Οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια είναι ένα είδος μαρτυρίας και θεωρούνται αξιόπιστες, επειδή χρησιμοποιείται κάποιος εξαναγκασμός. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να δούμε ποιά είναι και σ᾽ αυτήν την περίπτωση τα πιθανά επιχειρήματα, με τα οποία μπορούμε, στην περίπτωση που είναι υπέρ του ομιλούντος, να ενισχύσουμε το κύρος αυτών των ομολογιών λέγοντας ότι είναι το μόνο αληθινό αποδεικτικό και υποστηρικτικό υλικό.

[1377a] Αν όμως είναι κατά του ομιλούντος και υπέρ του αντιδίκου, ο ομιλών μπορεί να καταρρίψει το κύρος τους λέγοντας αυτό που είναι αλήθεια συνολικά για το είδος των ομολογιών που πετυχαίνονται με βασανιστήρια· γιατί καθόλου δεν λένε λιγότερα ψέματα από ό,τι αλήθειες κάτω από την πίεση του εξαναγκασμού, είτε γιατί είναι αποφασισμένοι να αντέξουν τα πάντα παρά να πουν την αλήθεια είτε λέγοντας με μεγάλη ευκολία ψέματα για να γλιτώσουν μια ώρα αρχύτερα. Πρέπει, επίσης, να μπορεί ο ομιλών να αναφέρει ανάλογα παραδείγματα από το παρελθόν γνωστά στους δικαστές. [Πρέπει επίσης να λέει ότι οι ομολογίες που πετυχαίνονται με βασανιστήρια δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί πολλοί χοντρόμυαλοι και σκληρόπετσοι άνθρωποι, άνθρωποι με δυνατή ψυχή, δείχνουν μεγάλη αντοχή στα βασανιστήρια, ενώ οι δειλοί και οι συνεσταλμένοι άνθρωποι δείχνουν θάρρος ως τη στιγμή που αντικρίζουν τα όργανα των βασανιστηρίων. Δεν μπορεί, επομένως, να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια.]

Ενσχέσει με τους όρκους μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις περιπτώσεις: ή ο ένας διάδικος επάγει όρκο στον αντίδικό του και αυτός το δέχεται, ή δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, ή συμβαίνει το ένα, όχι όμως και το άλλο, και στην τελευταία αυτή περίπτωση ή ο ένας διάδικος επάγει όρκο, ο αντίδικός του όμως δεν δέχεται να ορκισθεί, ή ο ένας δέχεται να ορκισθεί, ο αντίδικός του όμως δεν του επάγει όρκο. Πέρα από αυτά εξετάζουμε και κάτι άλλο ακόμη: αν ο όρκος δόθηκε ήδη στο παρελθόν από τον έναν ή από τον άλλον διάδικο.

Στην περίπτωση που κάποιος δεν επάγει όρκο στον αντίδικό του, μπορεί να λέει ότι οι άνθρωποι παίρνουν εύκολα ψεύτικους όρκους· επίσης ότι αυτός που ορκίστηκε δεν προχωρεί πάντοτε σε αποκατάσταση, ενώ αν δεν ορκιστεί, οι δικαστές σίγουρα θα τον καταδικάσουν· ακόμη ότι ο κίνδυνος αυτός, να αφήσει δηλαδή την απόφαση στους δικαστές, είναι προτιμότερος, επειδή έχει εμπιστοσύνη σ᾽ αυτούς, όχι όμως στον αντίδικό του.

Στην περίπτωση, πάλι, που δεν αποδέχεται τον όρκο που του επάγει ο αντίδικος, μπορεί να λέει ότι πρόκειται για υποβιβασμό του όρκου σε θέμα χρημάτων, και ότι αν ήταν φαύλος άνθρωπος, θα ορκιζόταν· γιατί είναι προτιμότερο να είναι κανείς φαύλος για κάποιο όφελος παρά για το τίποτε· αν λοιπόν ορκισθεί, θα κερδίσει, αν όμως δεν ορκισθεί, όχι· και έτσι, ο λόγος που δεν αποδέχεται τον όρκο είναι η αρετή του, όχι ο φόβος της ψευδορκίας. Και ο λόγος του Ξενοφάνη, ότι δεν είναι ίδια η πρόκληση, όταν γίνεται από ασεβή άνθρωπο προς άνθρωπο ευσεβή, βρίσκει εδώ απόλυτη εφαρμογή: είναι σαν ένας ρωμαλέος άντρας να προκαλεί έναν αδύναμο άνθρωπο να χτυπηθούν.

Στην περίπτωση, τώρα, που αποδέχεται τον όρκο που του επάγει ο αντίδικός του, μπορεί να λέει ότι έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, όχι όμως στον αντίδικό του. Και μεταστρέφοντας τον λόγο του Ξενοφάνη μπορεί να λέει ότι ισότητα υπάρχει με αυτόν τον τρόπο: αν ο ασεβής επάγει τον όρκο και ο ευσεβής (τον δέχεται και) ορκίζεται. Ακόμη ότι θα ήταν φοβερό να μην είναι πρόθυμος να αποδεχτεί τον όρκο σε μια υπόθεση στην οποία ο ίδιος το βρίσκει σωστό για εκείνους να δικάσουν, αφού πρώτα ορκιστούν. Στην περίπτωση που επάγει όρκο στον αντίδικό του, μπορεί να λέει ότι είναι δείγμα ευσέβειας το να είναι πρόθυμος να αναθέσει το θέμα στους θεούς· και ότι, επίσης, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη ο αντίδικος να ζητάει άλλους κριτές, αφού ο ίδιος αναθέτει σ᾽ αυτόν την κρίση. Και ότι θα ήταν άτοπο να μην είναι πρόθυμος να ορκιστεί σε μια υπόθεση στην οποία ο ίδιος το βρίσκει σωστό για άλλους να ορκιστούν.

Τώρα που έχει γίνει φανερό τί πρέπει να λέει κανείς στην κάθε επιμέρους περίπτωση, είναι φανερό τί πρέπει επίσης να λέει όταν οι περιπτώσεις συνδυάζονται, αν π.χ. ο ίδιος είναι πρόθυμος να δεχτεί τον όρκο, όχι όμως και να τον επαγάγει στον αντίδικό του· επίσης αν είναι πρόθυμος να επαγάγει όρκο στον αντίδικό του, όχι όμως και να δώσει ο ίδιος τον όρκο που ο αντίδικός του του επάγει· επίσης αν είναι πρόθυμος και να δώσει όρκο και να τον επαγάγει στον αντίδικό του·

[1377b] τέλος αν δεν είναι πρόθυμος ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Όλοι, πράγματι, αυτοί οι συνδυασμοί προκύπτουν κατανάγκην από τις περιπτώσεις που ήδη είπαμε· άρα και τα επιχειρήματα θα είναι συνδυασμός των επιχειρημάτων που ήδη είπαμε.

Αν ένας όρκος έχει ήδη δοθεί από τον ομιλούντα στο παρελθόν και το περιεχόμενό του έρχεται σε αντίφαση με όσα ο ίδιος λέει σήμερα, πρέπει να πει ότι δεν υπάρχει ψευδορκία· γιατί το αδίκημα είναι πράξη εκούσια, και η ψευδορκία είναι αδίκημα, ό,τι όμως γίνεται με βία και με δόλο είναι ακούσιο. Πρέπει λοιπόν εδώ να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η ψευδορκία έχει να κάνει με το μυαλό, όχι με τη γλώσσα. Αν όμως ο παλαιότερος όρκος έγινε από τον αντίδικο και είναι αντίθετος με όσα αυτός λέει σήμερα, ο ομιλών να λέει ότι όποιος δεν μένει σταθερός σε όσα βεβαίωσε με όρκο, ανατρέπει τα πάντα· αυτός είναι και ο λόγος που οι δικαστές προχωρούν σε εφαρμογή των νόμων, αφού πρώτα ορκιστούν. Να λέει επίσης: «Για σας το βρίσκουν σωστό να μένετε σταθεροί στους όρκους με τους οποίους ορκιστήκατε ότι θα δικάσετε, οι ίδιοι όμως δεν μένουν σταθεροί» — μαζί και όσα άλλα μπορεί να πει κανείς προκειμένου να δώσει μέγεθος στο πράγμα.

Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα είπαμε για τις άτεχνες αποδείξεις.