Η ιστορία αυτή μας πάει πίσω, στην εποχή του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης. Μια εποχή μαγείας και κάστρων με ανυψούμενες γέφυρες, με μηχανορραφίες και ηρωικές μάχες, με δράκους μαγικούς που βγάζουν φωτιά από το στόμα και ιππότες με θαυμαστή ανδρεία και δόξα.
Ο βασιλιάς Αρθούρος είναι άρρωστος. Μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες η αρρώστια τον έχει κάνει αδύναμο, τον έχει εξαντλήσει σε σημείο που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, και μόλις και μετά βίας τρώει. Έχουν καλέσει όλους τους γιατρούς της αυλής για να θεραπεύσουν τον μονάρχη, κανένας όμως δεν έχει μπορέσει να διαγνώσει από τι πάσχει. Παρά τις φροντίδες, η κατάσταση του καλού βασιλιά χειροτερεύει.
Ένα πρωί, την ώρα που οι υπηρέτες αερίζουν το δωμάτιο όπου κοιμάται ο βασιλιάς, ένας απ’ αυτούς λέει στον άλλον λυπημένος: “Θα πεθάνει,,,,”
Στο δωμάτιο την ώρα εκείνη βρίσκεται ο σερ Γκάλαχαδ, ο πιο γενναίος και κομψός από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης που έχει συντροφεύσει τον Αρθούρο στις μεγαλύτερες μάχες.
Ακούει ο Γκάλαχαδ το σχόλιο του υπηρέτη και τινάζεται σαν αστραπή, τον αρπάζει από το λαιμό και του φωνάζει: “Ποτέ δεν θα ξαναπείς αυτή τη λέξη! Ποτέ, κατάλαβες; Ο βασιλιάς θα ζήσει, ο βασιλιάς θα γίνει καλά… Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρούμε τον γιατρό που θα διαγνώσει την αρρώστια του. Άκουσες;”
Ο υπηρέτης, τρέμοντας ολόκληρος, βρίσκει το κουράγιο ν’ απαντήσει: “Αυτό που συμβαίνει, Κύριε, είναι πως ο βασιλιάς Αρθούρος δεν είναι άρρωστος… Του έχουν κάνει μάγια.”
Εκείνη την εποχή, η μαγεία ήταν κάτι τόσο λογικό και φυσικό, όσο και ο νόμος της βαρύτητας.
“Γιατί το λες αυτό, καταραμένε;” ρωτάει ο Γκάλαχαδ.
“Έχω πολλά χρόνια στην πλάτη μου, κύριέ μου, κι έχω δει δεκάδες άντρες και γυναίκες σ’ αυτήν την κατάσταση, κι απ’ όλους αυτούς μονάχα ένας γλίτωσε.”
“Αυτό σημαίνει πως υπάρχει μια ελπίδα… Πες μου πώς τα κατάφερε αυτός που γλίτωσε απ’ το θάνατο.”
“Το θέμα είναι να καταφέρετε να βρείτε έναν μάγο πιο ισχυρό από εκείνον που έκανε μάγια στον βασιλιά. Αν δεν γίνει αυτό, ο μαγεμένος θα πεθάνει.”
“Θα πρέπει να υπάρχει στο βασίλειο ένας ισχυρός μάγος…” λέει ο Γκάλαχαδ, “αλλά κι αν δεν υπάρχει, θα ψάξω να τον βρω ως τα πέρατα της γης και θα τον φέρω.”
“Απ’ όσο ξέρω, υπάρχουν δύο άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να σώσουν τον βασιλιά Αρθούρο, σερ Γκάλαχαδ. Ο ένας είναι ο Μέρλιν, που μέχρι να του στείλετε μήνυμα και να ‘ρθει θέλει δύο βδομάδες, και δεν νομίζω πως θ’ αντέξει τόσο πολύ ο βασιλιάς μας…”
“Κι ο άλλος;”
Ο γέρος υπηρέτης σκύβει το κεφάλι κι αρχίζει να το κουνάει πέρα-δώθε αρνητικά.
“Ο άλλος είναι η μάγισσα που ζει στο βουνό… Όμως, ακόμα και να βρεθεί κάποιος αρκετά θαρραλέος για να πάει να τη βρει -που αμφιβάλλω-, εκείνη δεν πρόκειται να έρθει ποτέ να σώσει τον βασιλιά που την πέταξε από το παλάτι πριν από πολλά χρόνια.”
Η φήμη της μάγισσας ήταν πραγματικά φοβερή. Ήταν γνωστό πως μπορούσε να μεταμορφώσει σε δούλο της τον πιο ανδρείο πολεμιστή, απλώς και μόνο κοιτώντας τον στα μάτια. Λέγανε πως ένα άγγιγμά της έφτανε για να παγώσει το αίμα στις φλέβες. Υπήρχαν ιστορίες πως μαγείρευε ανθρώπους με λάδι και έτρωγε την καρδιά τους.
Ο Αρθούρος, ομως, ήταν για τον Γκάλαχαδ ο καλύτερος φίλος που είχε στη ζωή του. Είχε πολεμήσει στο πλευρό του εκατοντάδες φορές, κι είχε ακούσει τα προβλήματά του τα καθημερινά και τα πιο σοβαρά. Δεν υπήρχε κίνδυνος ικανός να τον εμποδίσει να σώσει τον βασιλιά και φίλο του, τον καλύτερο άνθρωπο που είχε γνωρίσει στη ζωή του.
Ο Γκάλαχαδ φοράει την πανοπλία του, ανεβαίνει στο άλογό του και τραβάει για το Μαύρο Βουνό όπου βρίσκεται η σπηλιά της μάγισσας.
Μόλις περνάει το ποτάμι, βλέπει τον ουρανό που αρχίζει να σκοτεινιάζει. Πυκνά μαύρα σύννεφα φαίνονται να έχουν αράξει στους πρόποδες του βουνού. Όταν φτάνει στη σπηλιά, λες κι έχει πέσει η νύχτα μέρα μεσημέρι.
Κατεβαίνει από το άλογο ο Γκάλαχαδ και πάει με τα πόδια προς την είσοδο της σπηλιάς – μια τρύπα σκοτεινή στον βράχο. Πραγματικά, το αφύσικο κρύο που βγαίνει από τη σπηλιά κι η δυσοσμία που αναδίδει το εσωτερικό της, τον αναγκάζουν να ξανασκεφτεί το τόλμημά του. Εντούτοις, ο ιππότης αντιστέκεται και προχωράει στο βαλτώδες έδαφος μέσα από το μακάβριο τούνελ. Πότε πότε, το φτεροκόπημα μιας νυχτερίδας τον κάνει ενστικτωδώς να σκύβει και να σκεπάζει το πρόσωπό του.
Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα, το τούνελ ανοίγει σε μια τεράστια σπηλιά. Η ατμόσφαιρα είναι τοσο αποπνικτική -με μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά-, όσο και υποβλητική, καθώς το χώρο φωτίζουν εκατοντάδες αναμμένα κεριά. Στο κέντρο της σπηλιάς, ανακατεύοντας μια χύτρα που αχνίζει, στέκεται η μάγισσα.
Είναι μια κανονική μάγισσα του παραμυθιού, ακριβώς όπως του την περιέγραψε η γιαγιά του σ’ εκείνες τις τρομακτικές ιστορίες που του έλεγε όταν ήταν μικρός για να κοιμηθεί, κι αυτός έμενε άυπνος να φαντάζεται τη μάχη ενάντια στο κακό που θα ξεκίναγε σαν θα μεγάλωνε και θα γινόταν ιππότης της βασιλικής αυλής.
Στέκεται εκεί, καμπουριασμένη, ντυμένη στα κατάμαυρα, τα κοκαλιάρικα χέρια της απλωμένα μπροστά, μ’ εκείνα τα μακριά και μυτερά νύχια σαν αρπακτικού όρνεου, τα μάτια μικρά, η μύτη γαμψή, το πιγούνι να προεξέχει και η στάση της ολόκληρη να σου προκαλεί τρόμο.
Με το που μπαίνει ο Γκάλαχαδ, χωρίς καν να τον κοιτάξει, του φωνάζει η μάγισσα:
“Πάρε δρόμο πριν σε κάνω βάτραχο ή τίποτα χειρότερο:”
“Μα έψαχνα να σε βρω” της λέει ο Γκάλαχαδ. “Χρειάζομαι τη βοήθειά σου για τον φίλο μου που είναι άρρωστος βαριά.”
“Χα… χα… χα… ας γελάσω!” λέει η μάγισσα με ειρωνεία. “Ο βασιλιάς είναι δεμένος με μάγια, και παρόλο που δεν είμαι εγώ αυτή που του τα έκανε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον σώσεις από τον θάνατο.”
“Εσύ όμως… εσύ είσαι πιο ισχυρή απ’ αυτόν που του έκανε τα μάγια. Εσύ θα μπορούσες να τον σώσεις” επιμένει ο Γκάλαχαδ, προσπαθώντας να την πείσει.
“Και γιατί να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα;” ρωτάει η μάγισσα ενώ θυμάται με πίκρα και κακία την προσβολή του βασιλιά.
“Θα έχεις ότι ζητήσεις” της λέει ο Γκάλαχαδ. “Σου εγγυώμαι εγώ προσωπικά ότι θα πάρεις όποια αμοιβή ζητήσεις.”
Η μάγισσα κοιτάζει τον ιππότη. Είναι πραγματικά περίεργο να έρχεται ένα τέτοιο πρόσωπο στη σπηλιά της και να ζητάει τη βοήθειά της. Ακόμη και με το φως των κεριών ο Γκάλαχαδ είναι πολύ κομψός, κι αν στην κομψότητά του προστεθεί και η ευγενική του συμπεριφορά, γίνεται η προσωποποίηση της ευγένειας και της ομορφιάς.
Η μάγισσα του ρίχνει μαι λοξή ματιά και του ανακοινώνει:
“Η αμοιβή μου είναι η εξής: αν κάνω καλά τον βασιλιά… και μόνο με την προϋπόθεση ότι θα τον κάνω καλά…”
“Ότι ζητήσεις…” λέει ο Γκάλαχαδ.
“Θέλω να με παντρευτείς!”
Ο Γκάλαχαδ κλονίζεται. Δεν μπορεί να φανταστεί πως θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του με τη μάγισσα στο πλευρό του, απ’ την άλλη όμως πρόκειται για τη ζωή του Αρθούρου. Πόσες φορές δεν του έσωσε ο φίλος του τη ζωή σε κάποια μάχη… Του χρωστάει όχι μία, αλλά εκατό ζωές… Επιπλέον, το βασίλειο χρειάζεται τον βασιλιά του.
“Έγινε!” λέει ο ιππότης. “Αν μπορέσεις να κάνεις καλά τον Αρθούρο, θα γίνεις γυναίκα μου, σου δίνω τον λόγο της τιμής μου. Σε παρακαλώ, όμως, κάνε γρήγορα! Φοβάμαι μήπως πάμε στο παλάτι και είναι ήδη πολύ αργά για να τον σώσουμε.”
Χωρίς να βγάλει λέξη, ετοιμάζει η μάγισσα το βαλιτσάκι της, βάζει μέσα κάμποσες σκόνες και ένα σωρό μπουκαλάκια με περίεργα υγρά, παίρνει και μια δερμάτινη τσάντα γεμάτη παράξενα αντικείμενα, και πάει προς την έξοδο της σπηλιάς, με τον Γκάλαχαδ να την ακολουθεί.
Μόλις φτάνουν έξω, φέρνει ο σερ Γκάλαχαδ το άλογό του, και με την προσοχή που αρμόζει σε βασίλισσα βοηθάει τη μάγισσα ν’ ανέβει στα καπούλια του αλόγου. Ανεβαίνει κι αυτός, κι αρχίζει να καλπάζει με κατεύθυνση το παλάτι του βασιλιά.
Φτάνοντας εκεί, φωνάζει στον φρουρό να κατεβάσει τη γέφυρα, κι αυτός εκτελεί σιωπηλά τη διαταγή.
Οι απλοί άνθρωποι που ζουν μέσα στο κάστρο παραμερίζουν ψιθυρίζοντας χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους, ή πασχίζουν να μη διασταυρωθεί το βλέμμα τους μ’ αυτή τη φοβερή γυναίκα. Έτσι, ο Γκάλαχαδ φτάνει γρήγορα στην είσοδο των διαμερισμάτων του βασιλιά.
Σταματάει με το χέρι τη μάγισσα που πάει να κατέβει μόνη της, και βιαστικά της προτείνει το μπράτσο του για να τη βοηθήσει. Ξαφνιάζεται αυτή και του ρίχνει μια ματιά σχεδόν σαρκαστική. Εκείνος, όμως, της λέει:
“Αν πρόκειται να γίνεις γυναίκα μου, καλό είναι να απολαμβάνεις τη συμπεριφορά που σου αξίζει.”
Στηριγμένη στο μπράτσο του, μπαίνει η μάγισσα στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά. Ο Αρθούρος έχει χειροτερέψει από τότε που έφυγε ο Γκάλαχαδ. Τώρα πια , δεν τρώει κι ούτε που ανοίγει τα μάτια του.
Ο Γκάλαχαδ διατάζει να φύγουν ολοι από το δωμάτιο του βασιλιά. Ο προσωπικός γιατρός του βασιλιά ζητάει να μείνει, κι ο Γκάλαχαδ του το επιτρέπει.
Πλησιάζει η μάγισσα το πρόσωπό της κοντά στο σώμα του Αρθούρου, το μυρίζει, λέει κάτι παράξενα λόγια και μετά ετοιμάζει ένα υγρό με απαίσιο πράσινο χρώμα που το ανακατεύει μ’ ένα καλαμάκι. Μόλις πάει να το δώσει στον άρρωστο να πιει, ο γιατρός αρπάζει απότομα το χέρι της και της λέει: “Όχι! Εγώ είμαι ο γιατρός και δεν πιστεύω στα μάγια. Φύγε αμέσως…”
Και σίγουρα θα συνέχιζε λέγοντας “…από το παλάτι.”, αλλά δεν πρόλαβε γιατί δίπλα του βρίσκεται τώρα ο Γκάλαχαδ που τον κοιτάζει αγριεμένος με το σπαθί του να πιέζει τον λαιμό του γιατρού ενώ του λέει αυστηρά:
“Κάτω τα χέρια σου απ’ αυτή τη γυναίκα! Αυτός που θα φύγει είσαι εσύ… Τώρα!”
Ο γιατρός το βάζει στα πόδια τρομαγμένος. Η μάγισσα πλησιάζει το μπουκαλάκι στα χείλη του βασιλιά και χύνει το περιεχόμενο στο στόμα του.
“Και τώρα;” ρωτάει ο Γκάλαχαδ.
“Τώρα… πρέπει να περιμένουμε” του λέει η μάγισσα.
Έρχεται το βράδυ, και ο Γκάλαχαδ βγάζει τον μανδύα του και τον στρώνει για να ξαπλώσει η μάγισσα στα πόδια του κρεβατιού του βασιλιά. Εκείνος μένει στην πόρτα για να φυλάει και τους δύο.
Το επόμενο πρωί, για πρώτη φορά εδώ και πολλές μέρες, ο βασιλιάς ανοίγει τα μάτια του.
“Φέρτε μου φαγητό! Θέλω να φάω… Πεινάω πολύ!”
“Καλημέρα σας, Μεγαλειότατε…” τον χαιρετάει ο Γκάλαχαδ με χαμόγελο, ενώ χτυπάει το κουδουνάκι για να έρθουν οι υπηρέτες.
“Αγαπημένε μου φίλε” λέει ο βασιλιάς, “έχω τέτοια πείνα, λες κι έχω να φάω βδομάδες ολόκληρες.”
“Πράγματι, δεν έχετε φάει εδώ και αρκετές εβδομάδες” επιβεβαιώνει ο Γκάλαχαδ.
Μόλις το λέει αυτό, εμφανίζεται στα πόδια του κρεβατιού η μάγισσα και τον κοιτάζει μ’ ένα μορφασμό που στο πρόσωπό της αντικαθιστά το χαμόγελο. Ο Αρθούρος νομίζει πως έχει παραισθήσεις. Κλείνει τα μάτια, μετά τα τρίβει για να δει καλύτερα, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται ότι, όντως, εκεί μπροστά του βρίσκεται η μάγισσα, μέσα στην ίδια την κρεβατοκάμαρά του.
“Σου είπα εκατό φορές πως δεν θέλω να σε βλέπω στο παλάτι. Έξω από δω!” τη διατάζει ο βασιλιάς.
“Συγχωρέστε με, μεγαλειότατε…” επεμβαίνει ο Γκάλαχαδ, “αλλά πρέπει να σας πω ότι αν διώξετε αυτήν από το παλάτι, διώχνετε μαζί κι εμένα. Είναι δικαίωμά σας να μας διώξετε και τους δύο, αν όμως φύγει εκείνη, θα φύγω κι εγώ.”
“Τρελάθηκες;” ρωτάει ο Αρθούρος. “Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτό το απαίσιο τέρας;”
“Προσέξτε, Υψηλότατε, μιλάτε για τη μέλλουσα σύζυγό μου.”
“Τι;! Τη μέλλουσα σύζυγό σου; Εγώ ήθελα να σε συστήσω στα κορίτσια της παντρειάς των καλύτερων οικογενειών του βασιλείου, στις πιο ποθητές πριγκίπισσες της περιοχής, στις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, κι εσύ τις απέρριψες όλες. Και τώρα μου λες πως θα παντρευτείς αυτήν;!!!”
Η μάγισσα έφτιαξε τα μαλλιά της και με ύφος κοροϊδευτικό είπε:
“Είναι η αμοιβή μου για τη θεραπεία σου.”
“Όχι!” φώναξε ο βασιλιάς. “Δεν μπορώ να το δεχτώ. Δεν θα σου επιτρέψω αν κάνεις αυτή την τρέλα. Προτιμώ να πεθάνω.”
“Αυτό τελείωσε, είναι πια γεγονός, Μεγαλειότατε” λέει ο Γκάλαχαδ.
“Σου απαγορεύω να την παντρευτείς !” τον διατάζει ο Αρθούρος.
“Μεγαλειότατε…” απαντάει ο Γκάλαχαδ, “υπάρχει μόνο ένα πράγμα στον κόσμο που είναι για μένα πιο σημαντικό από την προσταγή σου, κι αυτό είναι ο λόγος της τιμής μου. Έδωσα τον λόγο μου ότι θα την παντρευτώ, και πρέπει να τον κρατήσω. Αν πεθάνεις αύριο, θα συμβούν δύο γεγονότα την ίδια μέρα.”
Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να προστατεύσει τον φίλο του, από τη στιγμή που είχε δώσει τον λόγο του.
“Δεν θα μπορέσω ποτέ να σου ξεπληρώσω αυτή τη θυσία, Γκάλαχαδ. Είσαι ακόμη πιο τίμιος και ευγενής απ’ ότι νόμιζα για σένα.” Λέγοντας αυτά, σηκώνεται ο βασιλιάς, πλησιάζει τον Γκάλαχαδ και τον αγκαλιάζει. “Πες μου, σε παρακαλώ, τι μπορώ να κάνω για σένα, ότι κι αν είναι αυτό.”
Το επόμενο πρωί, κατ’ απαίτηση του ιππότη, ο ιερέας του παλατιού παντρεύει το ζευγάρι στο παρεκκλήσιο του κάστρου με μοναδικό καλεσμένο την Αυτού Μεγαλειότητα τον βασιλιά. Στο τέλος της τελετής, ο Αρθούρος δίνει στον Γκάλαχαδ την ευχή του και μια περγαμηνή όπου αναφέρει ότι παραχωρεί στο ζευγάρι τα κτήματα που βρίσκονται από την άλλη μεριά του ποταμού και την εξοχική κατοικία στην κορυφή του βουνού.
Βγαίνουν από το παρεκκλήσι στην κεντρική πλατεία, η οποία σήμερα είναι παραδόξως έρημη. Κανείς δεν ήθελε να πανηγυρίσει ή αν παρευρεθεί σ’ αυτόν τον γάμο. Στα δρομάκια του χωριού μιλούν για μάγισσες, για μάγια που μεταφέρθηκαν από τον έναν στον άλλον, για τρέλα και για δέσιμο με μαγικά…
Ο Γκάλαχαδ οδηγεί την άμαξα μέσα από άδειους δρόμους με κατεύθυνση το ποτάμι, κι από κει παίρνει τον δρόμο για το βουνό.
Μόλις φτάνουν πηδάει γρήγορα κάτω, πιάνει τη γυναίκα του τρυφερά από τη μέση και τη βοηθάει να κατέβει από την άμαξα. Της λέει ότι εκείνος θα πάει τα άλογα στον στάβλο, και την καλεί να περάσει στο καινούριο της σπίτι. Ο Γκάλαχαδ καθυστερεί λίγο παραπάνω γιατί θέλει να απολαύσει το δειλινό, ως τη στιγμή που ο ήλιος χάνεται στον ορίζοντα. Αμέσως μετά, ο σερ Γκάλαχαδ παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει στο σπίτι.
Η φωτιά στο τζάκι είναι αναμμένη και μπροστά της στέκεται μια άγνωστη φιγούρα, με την πλάτη προς την πόρτα. Είναι η σιλουέτα μιας γυναίκας ντυμένης με ένα φόρεμα λευκό, ημιδιαφανές, που αφήνει να διαγράφονται οι καμπύλες ενός ελκυστικού καλλίγραμμου σώματος.
Ο Γκάλαχαδ ψάχνει με το βλέμμα ολόγυρά του να δει τη γυναίκα που πριν από λίγο μπήκε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά δεν τη βλέπει πουθενά. Γι’ αυτό ρωτάει:
“Που είναι η γυναίκα μου;”
Γυρίζει η γυναίκα, κι ο Γκάλαχαδ αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει σαν να θέλει να βγει απ’ το στήθος του. Αυτή είναι η ωραιότερη γυναίκα που έχει δει στη ζωή του. Ψηλή, με λευκή επιδερμίδα, ανοιχτόχρωμα μάτια, πυκνά πυρόξανθα μαλλιά κι ένα πρόσωπο αισθησιακό και συγχρόνως τρυφερό. Απ’ το μυαλό του ιππότη περνάει η σκέψη ότι, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα είχε οπωσδήποτε ερωτευτεί αυτή τη γυναίκα. Ξαναρωτάει όμως, λίγο εκνευρισμένος αυτή τη φορά:
“Που είναι η γυναίκα μου;”
Τον πλησιάζει τότε η γυναίκα και του ψιθυρίζει γλυκά:
“Εγώ είμαι η γυναίκα σου, αγαπημένε μου Γκάλαχαδ.”
“Μη με πληγώνεις, ξέρω ποιαν παντρεύτηκα” της λέει ο Γκάλαχαδ, “και δεν σου μοιάζει στο ελάχιστο.”
“Ήσουν τόσο καλός μαζί μου, αγαπημένε μου, ήσουν περιποιητικός κι ευγενικός ακόμα κι όταν η εμφάνισή μου σου προκαλούσε απέχθεια… Με υπερασπίστηκες και φέρθηκες με τόσο σεβασμό όσον δεν μου έχει δείξει ποτέ κανένας, γι’ αυτό θεωρώ ότι σου αξίζει αυτή η έκπληξη… Το μισό διάστημα που θα περνάμε μαζί θα έχω την εμφάνιση που βλέπεις, και το άλλο μισό, την εμφάνιση που είχα όταν με γνώρισες…” η γυναίκα κάνει μια παύση και το βλέμμα της συναντάει το βλέμμα του σερ Γκάλαχαδ. “Κι επειδή είσαι ο άντρας μου, ο αγαπημένος μου, ο υπέροχος άντρας μου, θα έχεις το προνόμιο να αποφασίσεις εσύ: Τι προτιμάς, αγαπημένε μου σύζυγε; Θέλεις να είμαι αυτή την ημέρα και η άλλη τη νύχτα, ή η άλλη την ημέρα και αυτή που βλέπεις τη νύχτα;”
Στην ψυχή του ιππότη ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Αυτό το θεϊκό δώρο είναι παραπάνω απ’ ότι θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Αυτός είχε παραδοθεί στη μοίρα του από αγάπη για τον φίλο του τον Αρθούρο, και τώρα βρίσκεται εδώ να μπορεί να διαλέξει τη μελλοντική ζωή του. Τι πρέπει να κάνει; Να ζητήσει από τη γυναίκα του να είναι ωραία την ημέρα για να μπορεί να περπατάει περήφανα στο χωριό και να νιώθει πως τον ζηλεύουν όλοι, και τις νύχτες να υποφέρει στο πλευρό της; Ή μήπως θα είναι καλύτερα να υπομένει την κοροϊδία και τη περιφρόνηση όσων θα τον βλέπουν πλάι στη μάγισσα, με την παρήγορη σκέψη ότι μόλις θα σκοτεινιάσει θα χαίρεται, εκείνος μόνο, τη συντροφιά αυτής της ωραίας γυναίκας με την οποία ήδη νιώθει ερωτευμένος;
Ο σερ Γκάλαχερ, ο ευγενής σερ Γκάλαχερ σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται και στο τέλος σηκώνει το κεφάλι και της λέει:
“Τώρα που είσαι γυναίκα μου, η αγαπημένη μου γυναίκα, η εκλεκτή της καρδιάς μου, σου ζητώ να είσαι… αυτή που θέλεις εσύ να είσαι κάθε μέρα, κάθε στιγμή της ζωής που θα περάσουμε μαζί…”
Ο μύθος λέει πως σαν άκουσε εκείνη να της λέει αυτά ο σύζυγός της και συνειδητοποίησε πως μπορούσε η ίδια να διαλέξει ποια ήθελε να είναι, αποφάσισε να είναι πάντα η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου.
Λένε πως από τότε, όταν βρίσκουμε κάποιον που μας δίνει ολόψυχα το δικαίωμα να είμαστε αυτοί που είμαστε, μεταμορφωνόμαστε ριζικά.
Ας διώξουμε για πάντα τις φοβερές μάγισσες και τους κακούς δράκους που κατοικούν στη σκιά μας έτσι ώστε, φεύγοντας, να κάνουν χώρο για τους ωραιότερους, τους πιο τρυφερούς και γοητευτικούς ιππότες και πριγκίπισσες που βρίσκονται πολλές φορές κοιμισμένοι μέσα μας. Αυτά τα όμορφα όντα που εμφανίζονται για να προσφερθούν στο αγαπημένο πρόσωπο, καταλήγουν όμως να κυριεύσουν τη ζωή μας και να κατοικήσουν μέσα μας για πάντα.
Αυτό είναι το πολύτιμο μάθημα που αποκομίζει κανείς στην πορεία της ζωής του.