Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (37-68)

ΛΥ. περὶ τῶν Ἀθηνῶν δ᾽ οὐκ ἐπιγλωττήσομαι
τοιοῦτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ὑπονόησον σύ μοι.
ἢν δὲ ξυνέλθωσ᾽ αἱ γυναῖκες ἐνθάδε,
40 αἵ τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν αἵ τε Πελοποννησίων
ἡμεῖς τε, κοινῇ σώσομεν τὴν Ἑλλάδα.
ΚΛ. τί δ᾽ ἂν γυναῖκες φρόνιμον ἐργασαίατο
ἢ λαμπρόν, αἳ καθήμεθ᾽ ἐξηνθισμέναι,
κροκωτοφοροῦσαι καὶ κεκαλλωπισμέναι
45 καὶ Κιμβερίκ᾽ ὀρθοστάδια καὶ περιβαρίδας;
ΛΥ. ταῦτ᾽ αὐτὰ γάρ τοι κἄσθ᾽ ἃ σώσειν προσδοκῶ,
τὰ κροκωτίδια καὶ τὰ μύρα χαἰ περιβαρίδες
χἤγχουσα καὶ τὰ διαφανῆ χιτώνια.
ΚΛ. τίνα δὴ τρόπον ποθ᾽; ΛΥ. ὥστε τῶν νῦν μηδένας
50 ἀνδρῶν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν αἴρεσθαι δόρυ—
ΚΛ. κροκωτὸν ἄρα νὴ τὼ θεὼ ᾽γὼ βάψομαι.
ΛΥ. μηδ᾽ ἀσπίδα λαβεῖν— ΚΛ. Κιμβερικὸν ἐνδύσομαι.
ΛΥ. μηδὲ ξιφίδιον. ΚΛ. κτήσομαι περιβαρίδας.
ΛΥ. ἆρ᾽ οὐ παρεῖναι τὰς γυναῖκας δῆτ᾽ ἐχρῆν;
55 ΚΛ. οὐ γὰρ μὰ Δί᾽ ἀλλὰ πετομένας ἥκειν πάλαι.
ΛΥ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὄψει τοι σφόδρ᾽ αὐτὰς Ἀττικάς,
ἅπαντα δρώσας τοῦ δέοντος ὕστερον.
ἀλλ᾽ οὐδὲ Παράλων οὐδεμία γυνὴ πάρα,
οὐδ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος. ΚΛ. ἀλλ᾽ ἐκεῖναί γ᾽ οἶδ᾽ ὅτι
60 ἐπὶ τῶν κελήτων διαβεβήκασ᾽ ὄρθριαι.
ΛΥ. οὐδ᾽ ἃς προσεδόκων κἀλογιζόμην ἐγὼ
πρώτας παρέσεσθαι δεῦρο τὰς Ἀχαρνέων
γυναῖκας, οὐχ ἥκουσιν. ΚΛ. ἡ γοῦν Θεογένους
ὡς δεῦρ᾽ ἰοῦσα τἀκάτειον ᾔρετο.
65 ἀτὰρ αἵδε καὶ δή σοι προσέρχονταί τινες.
ΛΥ. αἵδ᾽ αὖθ᾽ ἕτεραι χωροῦσί τινες. ΚΛ. ἰοὺ ἰού,
πόθεν εἰσίν; ΛΥ. Ἀναγυρουντόθεν. ΚΛ. νὴ τὸν Δία·
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ.

***
ΛΥΣ. Για την Αθήνα δε βαστάει η γλώσσα μου
να πει κακό. Φαντάσου το μονάχη!…
Αν του Μοριά οι γυναίκες μαζευτούνε
40 και της Ρούμελης σήμερον εδώ
κι ενωθούνε μ᾽ εμάς τις Αθηνιώτισσες,
θα σώσουμε, όλες ένα, την Ελλάδα.
ΚΛΕ. Και τί μπορούμε γνωστικό κι αξιόλογο
να κάνουμε οι γυναίκες, που ᾽μαστε όλο
καθισιό και πομάδες και φουστάνια
κροκωτά, ρόμπες ξώπλατες, πασούμια!…
ΛΥΣ. Αυτά ακριβώς θα σώσουν την Ελλάδα!
Αυτά ᾽ναι τ᾽ άρματά μας: οι πομάδες,
τα κροκωτά, τα ξώπλατα, τα διάφανα…
ΚΛΕ. Αυτά; Και πώς; Ξηγήσου! ΛΥΣ. Δω και πέρα
άντρας δε θα σηκώνει ενάντια σ᾽ άλλον
50 το κοντάρι. ΚΛΕ. Μα τότε θα φορέσω
διάφανο μπούστο. ΛΥΣ. Μήτε και θα πιάνει
στο χέρι ασπίδα. ΚΛΕ. Τότε θα φορέσω
ξώπλατη ρόμπα! ΛΥΣ. Μήτε και σπαθί!
ΚΛΕ. Πάω χρυσά ν᾽ αγοράσω πασουμάκια.
ΛΥΣ. Λοιπόν δεν έπρεπε όλες να ᾽ν᾽ εδώ;
ΚΛΕ. Μονάχα; Έπρεπε να ᾽ρθουνε πετώντας.
ΛΥΣ. Μα, καημένη μου, βλέπεις, οι Αθηνιώτισσες
καμιά δουλειά δεν κάνουνε στην ώρα της.
Και μήτε απ᾽ τα παράλια ήρθε καμιά
μηδέ απ᾽ τη Σαλαμίνα. ΚΛΕ. Μα το ξέρω
πως έχουν ξεκινήσει απ᾽ τα χαράματα
60 κατά δω, στα καΐκια τους καβάλα!
ΛΥΣ. Και μάιδε οι Μενιδιάτισσες φανήκαν,
που ᾽λεγα πως θα φτάσουν απ᾽ τις πρώτες.
ΚΛΕ. Δεν το κουνά η γυναίκα του Θεαγένη,
αν πρώτα δεν αδειάσει την κανάτα.
Νά! βλέπω και ζυγώνουν μερικές.
ΛΥΣ. Κι άλλες έρχονται πίσω τους. ΚΛΕ. Πουφ! πουφ!
Ποιές είν᾽ αυτές; ΛΥΣ. Από τη βρομο-Βάρη.
ΚΛΕ. Θαρρείς κι ανακατώθηκε λαγούμι.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ελληνική λέξη θεός συνδέεται στενά με την τέχνη της μαντικής: ένα ερμηνευμένο σημείο είναι θέσφατον, η τέχνη του μάντη ονομάζεται θειάζειν ή ἐνθεάζειν, ο προλέγων τα μέλλοντα, ο οιωνιστής, θεοπρόπος, θεοπροπία είναι η προφητεία, η μαντεία, θεοπροπέω σημαίνει προφητεύω, θεωρός λέγεται αυτός που πάει να ζητήσει χρησμό από μαντείο, ο Κάλχας είναι γιος του Θέστορος, ο μάντης που έβλεπε οπτασίες στην Οδύσσεια ονομάζεται Θεοκλύμενος και οι Θεσπρωτοί φύλασσαν το νεκρομαντείο στην Ήπειρο.
 
Το κυριότερο προσόν ενός μάντη ήταν η καταγωγή του από γένος μάντεων με απώτατο γενάρχη τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα. Επρόκειτο μάλλον για έναν κλειστό κύκλο ομοτέχνων, όπου κυριαρχούσαν ορισμένες οικογένειες. Με αυτόν τον τρόπο μεταδιδόταν η γνώση από γενιά σε γενιά και παρέμενε μυστική, όπως συνέβαινε και σε άλλες συντεχνίες. Ενίοτε, οι μάντεις ήταν πολεμιστές και οικιστές. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας κατονομάζει μυθολογικούς μάντεις:
 
«Ερμῆς τε ὁ Θηβαῖος καὶ Ἀσκληπιὸς ὁ Μεμφίτης, Τειρεσίας τε αὖ καὶ Μαντὼ ἐν Θήβαις, ὥς φησιν Εὐριπίδης, Ἕλενος ἤδη καὶ Λαοκόων καὶ Οἰνώνη Κεβρῆνος ἐν Ἰλίῳ· † Κρῆνος γὰρ εἷς τῶν Ἡρακλειδῶν ἐπιφανὴς φέρεται μάντις καὶ Ἴαμος ἄλλος ἐν ῎Ηλιδι, ἀφ᾽ οὗ οἱ Ἰαμίδαι, Πολύιδός τε ἐν Ἄργει καὶ ἐν Μεγάροις, οὗ μέμνηται ἡ τραγῳδία. τί μοι Τήλεμον καταλέγειν, ὃς Κυκλώπων μάντις ὢν Πολυφήμῳ θεσπίζει τὰ κατὰ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην, ἢ τὸν Ἀθήνησιν Ὀνομάκριτον ἢ τὸν Ἀμφιάρεων τὸν σὺν τοῖς ἑπτὰ τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατεύσασι μιᾷ γενεᾷ τῆς Ἰλίου ἁλώσεως πρεσβύτερον φερόμενον ἢ Θεοκλύμενον ἐν Κεφαλληνίᾳ ἢ Τελμησσὸν ἐν Καρίᾳ ἢ Γαλεὸν ἐν Σικελίᾳ; εἶεν δ᾽ ἂν καὶ ἕτεροι πρὸς τούτοις, Ἴδμων ὁ σὺν τοῖς Ἀργοναύταις, Φημονόη Δελφίς, Μόψος ὁ Ἀπόλλωνος καὶ Μαντοῦς ἐν Παμφυλίᾳ καὶ Κιλικίᾳ, Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου ἐν Κιλικίᾳ, Ἀλκμέων ἐν Ἀκαρνᾶσιν, Ἄνιος ἐν Δήλῳ Ἀρίστανδρός τε ὁ Τελμησσεὺς ὁ σὺν Ἀλεξάνδρῳ γενόμενος. ἤδη δὲ καὶ Ὀρφέα Φιλόχορος μάντιν ἱστορεῖ γενέσθαι ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ μαντικῆς. Θεόπομπος δὲ καὶ Ἔφορος καὶ Τίμαιος Ὀρθαγόραν τινὰ μάντιν ἀναγράφουσι, καθάπερ ὁ Σάμιος Πυθοκλῆς ἐν τετάρτῳ Ἰταλικῶν Γάιον Ἰούλιον Νέπωτα. ἀλλ᾽ οἳ μὲν "κλέπται πάντες καὶ λῃσταί," ὥς φησιν ἡ γραφή, τὰ πλεῖστα ἐκ παρατηρήσεως καὶ ἐξ εἰκότων προειρηκότες, καθάπερ οἱ φυσιογνωμονοῦντες ἰατροί τε καὶ μάντεις, οἳ δὲ καὶ ὑπὸ δαιμόνων κινηθέντες ἢ ὑδάτων καὶ θυμιαμάτων καὶ ἀέρος ποιοῦ ἐκταραχθέντες·» (Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 1.21.134.1.2-135.3.1)
 
Οι μάντεις λειτουργούσαν διαμεσολαβητικά ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των θεών, ερμηνεύοντας διάφορα σημεία (έντεχνη μαντεία) ή διατυπώνοντας διάφορους χρησμούς, έμμετρα, (εμπνευσμένη μαντική) ύστερα από ερώτημα που έθετε με διαζευκτικό τρόπο («να κάνω αυτό ή εκείνο;» «θα γίνει αυτό ή εκείνο;») αυτός που επιθυμούσε τη μαντεία. Ήταν πλανόδιοι ή συνδεδεμένοι με κάποιο μαντείο, επηρέαζαν την προσωπική ζωή των ανθρώπων -κατευνάζοντας πάθη, εξανθρωπίζοντας ήθη, ελέγχοντας και περιορίζοντας τις βίαιες αντιδράσεις, καθώς τις εκτόνωναν μέσα από τις τελετουργίες-, αλλά και την πολιτική πόλεων και ηγετών -το μαντείο των Δελφών έπαιξε σημαντικό ρόλο στον πρώτο και τον δεύτερο αποικισμό· άλλα μαντεία διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της νομοθεσίας και των πολιτευμάτων ή και στην οικονομική ζωή. Διαμεσολαβητικό ερμηνευτικό ρόλο έπαιζαν οι χρησμολόγοι, οι οποίοι ερμήνευαν τους ακατάληπτους χρησμούς.
 
Τα κυριότερα μαντεία ήταν αφιερωμένα στον Δία (Δωδώνη, Αίγυπτος*) ή στον Απόλλωνα (Δελφοί**, Δίδυμα της Μιλήτου, Κλάρος*** κ.ά.), κάποια είχαν διεθνή ακτινοβολία, και αυτό προδηλωνόταν από τους θησαυρούς που αφιέρωναν σε αυτά ηγέτες ισχυρών δυνάμεων. Γνωστά ήταν και το Αμφιάραο στον Ωρωπό, όπου εφαρμοζόταν η ονειρομαντεία, το Τροφώνιο στη Λειβαδιά, τα Ασκληπιεία στο μεταίχμιο θεραπευτηρίων και μαντείων με κοινό στοιχείο των δυο το νερό.
 
Κάμψη εμφάνισαν τα μαντεία μετά τους περσικούς πολέμους, κυρίως σε επίπεδο πολιτικό, καθώς το μαντείο των Δελφών δεν είχε προβλέψει τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών και είχε συμβουλεύσει υποταγή, αλλά και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Πλήγμα δέχτηκαν και από τα διδάγματα των σοφιστών και την ορθολογιστική κριτική, για παράδειγμα από τον Θουκυδίδη****.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα μαντεία ήταν ότι επέβαλλαν και προϋπέθεταν καθαρμούς τόσο αυτού που ζητούσε τον χρησμό όσο και αυτού που τον έδινε. Στην Κλάρο υπήρχε θόλος που οδηγούσε κάτω από τον ναό στην ιερή πηγή, που κατά τη μυθολογία, ανέβλυσε από τα δάκρυα της κόρης του Τειρεσία Μαντώς. Από αυτήν έπινε ο θεσπιωδός και γινόταν ένθεος. Ιερή πηγή υπήρχε και στο μαντείο του Απόλλωνα στη Μ. Ασία, στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο. Ο ιερός χώρος του Τροφωνείου χωριζόταν από την πόλη της Λιβαδειάς από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό. Διηγούνται ότι, καθώς η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας, έπαιζε με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που από το κορίτσι ονομάστηκε Έρκυνας. Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ἑρμαῖ, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε (Παυσ. 9.39.2-14).
 
Στους Δελφούς υπήρχε η Κασταλία***** πηγή. Σε αυτήν καθαίρονταν οι ιερείς του μαντείου και η Πυθία, πριν μπουν στον ιερό χώρο ή στον ναό για θυσίες και για άλλες τελετές (Παυσ. 10.8.9. Πίνδ., Απ. 52f). Σε σχόλιο στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (στ. 222-225) αναφέρεται: Κασταλία ἐστί πηγή ἐν Πυθίᾳ, εἰς ἥν λέγουσι τὰς ἱεροδούλους παρθένους λούεσθαι, μελλούσας θεοπρόπιον φθέγγεσθαι παρά τῷ τρίποδι. Από το νερό αυτής της πηγής έπινε η Πυθία και προφήτευε: «Η προφήτισσα στους Δελφούς, μόλις πιει από τ' αγίασμα, γίνεται στη στιγμή θεόπνευστη και χρησμοδοτεί σ' εκείνους που πάνε στο μαντείο» (Λουκ., Ερμότ. 60). Ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας δίδαξε την προφητική τέχνη στον Μελάμποδα στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Κοντά στην πηγή κοιμήθηκε ο Πελίας και είδε σε όνειρο την ψυχή του Φρίξου που τον παρακινούσε να φέρει πίσω το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ., Πυθιον. ΙV, 163). Όταν πλέον επικράτησε η νέα θρησκεία, το τέλος της παλαιάς δηλώθηκε με τον εξής χρησμό (362 μ.Χ.): σεσίγηται γοῦν ἡ Κασταλίας πηγὴ καὶ Κολοφῶνος ἄλλη πηγὴ καὶ τὰ ἄλλα ὁμοίως τέθνηκε νάματα μαντικά (Κλ. Αλεξ., Προτρ., ΙΙ, 11, 10).
 
Άλλο χαρακτηριστικό κοινό των μαντείων, γενικά των ιερών τόπων και των θεοτήτων (Η Αθηνά ήταν συνδεδεμένη με την ελιά, η Ήρα στη Σάμο με τη λυγαριά, η Λητώ με τον φοίνικα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε στη Δήλο για να γεννήσει. Το ξόανο της Αθηνάς στην Αθήνα ήταν από ξύλο ελιάς, της Ήρας στην Τίρυνθα από αγριαχλαδιά, το ειδώλιο του Διόνυσου από ξύλο ελάτου (σε έλατο βρήκε τον θάνατο ο Πενθέας). Στην Ολυμπία κυριαρχούσε η αγριελιά (κότινος), με την οποία στέφονταν οι νικητές των αγώνων. Πανάρχαιο έθιμο ήταν να κρεμούν οι άνθρωποι προσφορές στα δέντρα, όπως τα δέρματα των θηραμάτων, δίσκους, αιώρες που τις κουνούσε ο αέρας. Για τη μυθική φαντασία αυτά ήταν απαγχονισμοί-θυσίες), ήταν η παρουσία και η σημασία δέντρων στη μαντική και παρέπεμπαν σε ένα παλαιότερο λατρευτικό σύστημα δενδρολατρείας. Στη Δωδώνη από το θρόισμα των φύλλων της ιερής φηγού, της δρυός, οι ιερείς μάντευαν και ερμήνευαν τις βουλές του Δία, ενώ στα μαντεία του Απόλλωνα το φυτό δάφνη έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μαντείας.
 
Ξεχωριστό είδος μαντείων ήταν τα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια), και συνδέονταν με εισόδους στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή με σπήλαια ή λίμνες. Με αυτή τη λογική, κάθε πόλη είχε τη δική της είσοδο στον Κάτω Κόσμο και το δικό της νεκυιμαντείο. Ωστόσο, γνωστά και καθιερωμένα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια) ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν στον Αχέροντα****** της Θεσπρωτίας, κοντά στην Εφύρα (Οδ. κ 530 κ.ε.*******, λ 11-50********· Ηρ. 5, 92· Λουκ., Μένιππος 9.10.15· Παυσ. 1.17.5, 9.30· Πλούτ., Θησεύς 31.4). Δεν αποκλείεται τα νεκυιομαντεία γενικά, και ειδικότερα του Αχέροντα, να συνέβαλαν στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα (Πολιτεία 514a-520e)*********.
 
Τα νεκυιομαντεία δεν ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις και δεν υποστηρίζονταν από προσοδοφόρα ιερά. Οι πληροφορίες γι' αυτά δεν προέρχονται από επιγραφές, όπως για το μαντείο των Δελφών, αλλά από την επική και τραγική ποίηση και την πεζογραφία, κάτι που καθιστά δύσκολο τον ακριβή εντοπισμό τους αλλά και προκαλούνται αμφιβολίες για την ακρίβεια των πληροφοριών.
----------------------------
*Τα μαντεία του Δία στη Δωδώνη και του Άμμωνα Δία στην Αίγυπτο
«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά,
την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί οι δικοί σου
προφήτες».
(Ιλ., Π 233-235)
Στην Ήπειρο αναγνωρίζονται δύο λατρευτικά στρώματα: α) ένα τοπικό με τη λατρεία της Γης, του Δία, της Διώνης, της Περσεφόνης (Πρώιμη Εποχή Χαλκού), της δρυός, και β) ένα νοτιοελληνικό (αποικιακό) με τη λατρεία του Άδη, της Θέμιδος, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, της Εκάτης, της Εστίας. Αντίστοιχα, και στη Δωδώνη το πρώτο και παλαιότερο λατρευτικό στρώμα είναι της Γης, όπως ακριβώς στους Δελφούς και την Ολυμπία, ενώ το δεύτερο και νεότερο είναι του Δία, ο οποίος λατρεύτηκε στη Δωδώνη από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. Οι ιέρειες του χώρου, οι Πελειάδες, έψαλλαν: «Ζεὺς ἦν, Ζεὺς ἐστίν, Ζεὺς ἔσσεται· ὦ μεγάλε Ζεῦ. Γᾶ καρποὺς ἀνίει, διὸ κλῄζετε Ματέρα γαῖαν» (Παυσ. 10.12.10.10-11). Αυτός ο Δίας δεν είναι ουράνιος αλλά χθόνιος -νάιος (των νερών) ή φηγωνάιος.
Η λατρεία στη Δωδώνη ήταν καταρχάς υπαίθρια (δεντρολατρεία), μάλιστα ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ο Δίας δεν είχε ναό στη Δωδώνη. Ακόμη και το γεγονός ότι ο πρώτος ναός του θεού ήταν περίκλειστος και όχι ναός με εξωτερική κιονοστοιχία (ιερά οικία) καταδηλεί τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας, όπως και το γεγονός ότι η δρυς συνδέεται με χθόνιες θεότητες: τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα, τις Ερινύες.
Ο ιδρυτικός μύθος του μαντείου προδηλώνει την ανατολική καταγωγή του μοτίβου του ιερού δέντρου. Φοίνικες απήγαγαν από το ιερό των Θηβών δύο ιέρειες, τις οποίες μετέφεραν στη Λιβύη. Η μία ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνα Δία και η άλλη στη Δωδώνη το μαντείο του Δωδωναίου Δία. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι δυο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τις Θήβες για τη Λιβύη και τη Δωδώνη. Αν σκεφτεί κανείς ότι πελία είναι το περιστέρι, που όμως σημαίνει και γραία, και ότι Πελιάδες ονομάζονταν οι ιέρειες του μαντείου, που ήταν τρεις (πρβ. το χρυσό δαχτυλίδι των Μυκηνών με τα τρία περιστέρια αλλά και τα τρία περιστέρια στον ναό της Κνωσού), εύκολα μπορεί κανείς να προχωρήσει σε συσχετισμούς. Σημειωτέον ότι το περιστέρι ήταν σύμβολο της θεάς Γης και της Αφροδίτης αργότερα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους διαπλάστηκαν και άλλοι ιδρυτικοί μύθου για το μαντείο, η αφετηρία των οποίων ήταν πολιτική. Σε μια περίπτωση ο μύθος θέλει να αποδείξει ότι ο ιδρυτής του μαντείου ήταν Θεσσαλός: ο δρυτόμος Ελλός, γιος του Θεσσαλού, εμποδίστηκε από ένα περιστέρι να κόψει την ιερή δρυ, με αποτέλεσμα από δρυτόμος να γίνει ιερέας του Δία· σύμφωνα με άλλη εκδοχή, που παραδίδει ο Πρόξενος, ήταν ο Μολοσσός Μαρδύλας που προσπάθησε να κόψει τη δρυ κι έγινε τελικά ο πρώτος ιερέας του Δία. Και στις δύο εκδοχές, το δέντρο είναι παλαιότερο του μαντείου και ο επίδοξος υλοτόμος μετασχηματίζεται σε φύλακα του δέντρου και ιδρυτή του μαντείου, σε αντίθεση με τον Λυκούργο που προχώρησε στο κόψιμο του δέντρου και την τελική τιμωρία.
Γιατί όμως δρυς και όχι κάποιο άλλο δέντρο;
Είναι γνωστό ότι οι δρυς, δέντρα ψηλά, τραβούν τον κεραυνό που εκλαμβάνεται ως επιφάνεια του θεού, οπότε ο τόπος εκλαμβάνεται ως ενηλύσιος. Αυτό μπορούμε να το εκλάβουμε ως την απαρχή της λατρείας στην περιοχή, που στη συνέχεια ενισχύθηκε από ένα ισχυρότατο μυθολογικό πλέγμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους μύθους, δρυς είναι το δέντρο, επάνω στο οποίο ο Ζας (ή Ζαν = ο Δίας) άπλωσε το πέπλο που θα χάριζε στη γυναίκα του Χθονίη για τους γάμους τους:
 
Και την τρίτη ημέρα του γάμου ο Ζας φτιάχνει ένα μεγάλο και ωραίο φόρεμα και το στολίζει με τη Γη και τον Ωγηνό και τα δώματα του Ωγηνού «με τούτο εδώ σε τιμώ, θέλοντας τούτοι οι γάμοι να είναι δικοί σου. Χαίρε και γίνε ταίρι μου». Και λένε ότι αυτά ήταν τα πρώτα ανακαλυπτήρια: έτσι γεννήθηκε αυτό το έθιμο και για τους θεούς και για τους ανθρώπους. (Greek Papyri)
 
Για να μάθουν τι είναι η φτερωτή βαλανιδιά και το στολισμένο φόρεμα που έχει πάνω της… (Ισίδωρος ο Γνωστικός)
 
Για την ερμηνεία του αποσπάσματος οι επιμελητές της έκδοσης των Προσωκρατικών Φιλοσόφων σημειώνουν:
Ο κορμός και τα κλαδιά της [δρυός] είναι το στήριγμα και οι ρίζες της γης. Σύμφωνα με το λαϊκό κοσμοείδωλο η γη έχει ρίζες, και τον χειμώνα τα κλαδιά ενός δέντρου μοιάζουν με μεγάλες αναποδογυρισμένες ρίζες. Η βαλανιδιά είναι φτερωτή εξαιτίας της εμφάνισης των κλαδιών της, που απλώνονται σαν φτερούγες. Πάνω σε αυτά τα κλαδιά ο Ζας απόθεσε το φόρεμα, στολισμένο με τη Γη και τον Ωγηνό, που αντιπροσωπεύουν την επιφάνεια της γης. Η βαλανιδιά διαλέχτηκε, επειδή συνδεόταν, περισσότερο από κάθε άλλο δέντρο, με τον Δία. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία που προτείνω, ο Ζας διάλεξε ή έκανε να φυτρώσει μαγικά μια μεγάλη βαλανιδιά, για να γίνει θεμέλιο της γης ή κάλεσε από μακριά μια βαλανιδιά, που πέταξε με μαγικό τρόπο ως αυτόν, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της για φτερούγες. Κατόπιν ο Ζας υφαίνει ένα ρούχο, το στολίζει με τη γη και τον ωκεανό και το αποθέτει πάνω στα απλωμένα κλαδιά της βαλανιδιάς, για να σχηματίσει έτσι την επιφάνεια της γης.
Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εδώ περιγράφεται το σύνολο της φύσης και ότι η πτώση του κεραυνού πάνω στη βαλανιδιά αντανακλά την ένωση του ουράνιου θεού με τη γη, όπως αυτή διασώζεται και στον μύθο της ένωσης του Δία με τη Σεμέλη.
Σε αυτόν τον Δία τον Δωδωναίο τον Πελασγικό προσεύχεται ο Αχιλλέας κάνοντας αναφορά στο ιερατείο του, γνωστό μόνο από την Ιλιάδα. Οι ιερείς ονομάζονταν Σελλοί, έμεναν «ἂλουτοι» και κοιμόντουσαν στη γη, για να βρίσκονται σε διαρκή επαφή μαζί της και να αντλούν από αυτή τη δύναμή τους (Ιλ., Π, 233-235). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη τακτική των μαντείων, να προηγείται καθαρμός στις πηγές που βρίσκονταν κοντά τόσο στους χρησμωδούς όσο και σε αυτούς που δέχονταν τον χρησμό.
Όσοι ενδιαφέρονταν να πάρουν χρησμό έγραφαν το ερώτημά τους σε χάλκινο έλασμα. Οι υποφήτες Σελλοί και οι σκοτεινές προφήτισσες του μαντείου, οι Πέλειες, χρησμοδοτούσαν από το θρόισμα των φύλλων της φηγού, το πέταγμα και τους κρωγμούς των περιστεριών, τον ήχο των λεβήτων που περιέβαλλαν την ιερή φηγό, την κερκυραϊκή μάστιγα κτλ. Ήχοι, φτερωτές οντότητες και το σταθερό δέντρο συνέβαλαν στη διαδικασία της μαντικής.
 
**Η ίδρυση του μαντείου των Δελφών
Εξίσου παλιά με του μαντείου της Δωδώνης είναι η καταβολή του μαντείου των Δελφών, για το οποίο ο ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα (στ. 393) παραδίδει ότι οι πρώτοι πιστοί που φέρνει ο Απόλλωνας στο ιερό του έρχονται από την Κρήτη, όπου η δεντρολατρεία είχε γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση. Ο μύθος του θεού που κυνηγάει τη νύμφη Δάφνη που μετατρέπεται στο ομώνυμο δέντρο έρχεται να στηρίξει την υπόθεση της παλαιότερης στον τόπο δενδρολατρείας1 που υποτάσσεται στον νέο θεό αλλά παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο στη λατρεία του: με δάφνη καθάρθηκε ο ίδιος ο θεός, όταν σκότωσε το φίδι των Δελφών· με δάφνη εξάγνισε τον Ορέστη από τον φόνο της μητέρας του· με φύλλα δάφνης επιτυγχανόταν η ένωση της Πυθίας με τον θεό και η χρησμοδότηση· φύλλα δάφνης από τα θεσσαλικά Τέμπη χρησιμοποιούνταν για να κατασκευάζονται τα στεφάνια των νικητών στους Πυθικούς αγώνες…

1. Εξάλλου, στον τόπο που ο Απόλλωνας ίδρυσε το δικό του μαντείο, είχε το μαντείο της η Θέμιδα.
 
***Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στην Κλάρο
Κολοφώνιοι δὲ τὸ μὲν ἱερὸν τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ μαντεῖον ἐκ παλαιοτάτου γενέσθαι νομίζουσιν· ἐχόντων δὲ ἔτι τὴν γῆν Καρῶν ἀφικέσθαι φασὶν ἐς αὐτὴν πρώτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κρῆτας, Ῥάκιον καὶ ὅσον εἵπετο ἄλλο τῷ Ῥακίῳ [καὶ ὅσον τι] πλῆθος, ἔχον τὰ ἐπὶ θαλάσσῃ καὶ ναυσὶν ἰσχῦον· τῆς δὲ χώρας τὴν πολλὴν ἐνέμοντο ἔτι οἱ Κᾶρες. Θερσάνδρου δὲ τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἀργείων ἑλόντων Θήβας [καὶ] ἄλλοι τε αἰχμάλωτοι καὶ ἡ Μαντὼ τῷ Ἀπόλλωνι ἐκομίσθησαν ἐς Δελφούς· Τειρεσίαν δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ χρεὼν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Ἁλιαρτίᾳ. ἐκπέμψαντος δὲ σφᾶς ἐς ἀποικίαν τοῦ θεοῦ, περαιοῦνται ναυσὶν ἐς τὴν Ἀσίαν, καὶ ὡς κατὰ τὴν Κλάρον ἐγένοντο, ἐπεξίασιν αὐτοῖς οἱ Κρῆτες μετὰ ὅπλων καὶ ἀνάγουσιν ὡς τὸν Ῥάκιον· ὁ δὲ-μανθάνει γὰρ παρὰ τῆς Μαντοῦς οἵτινές τε ἀνθρώπων ὄντες καὶ κατὰ αἰτίαν ἥντινα ἥκουσι- λαμβάνει μὲν γυναῖκα τὴν Μαντώ, ποιεῖται δὲ καὶ τοὺς σὺν αὐτῇ συνοίκους. (Παυσ. 7.3.1.1 -7.3.2.8)
[Οι Κολοφώνιοι πιστεύουν ότι το ιερό και το μαντείο στην Κλάρο ιδρύθηκαν στα πολύ παλιά χρόνια. Ισχυρίζονται ότι, όταν ακόμη είχαν έρθει στη χώρα οι Κάρες, οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εκεί ήταν Κρήτες με αρχηγό τον Ράκιο που τον ακολουθούσε και άλλο μεγάλο πλήθος. Αυτοί κατέλαβαν τα παραθαλάσσια και είχαν ισχυρό στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εξακολουθούσαν να το κατέχουν οι Κάρες. Όταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, και οι Αργείοι κατέλαβαν τη Θήβα, μεταξύ των άλλων αιχμαλώτων που έφεραν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν και η Μαντώ. Τον Τειρεσία τον βρήκε ο θάνατος κατά την πορεία στην Αλιαρτία. Και όταν ο θεός τους έστειλε μακριά να ιδρύσουν αποικία, διαπεραιώθηκαν με τα πλοία στην Ασία, αλλά όταν ήρθαν στην Κλάρο, οι Κρήτες τους επιτέθηκαν με όπλα και τους οδήγησαν στον Ράκιο. Αυτός, μαθαίνοντας από τη Μαντώ ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει, πήρε για γυναίκα του τη Μαντώ και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη χώρα του και να συγκατοικήσουν.]
 
****Ο Θουκυδίδης για τα μαντεία, τους μάντεις και τους χρησμολόγους
«Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις μετέωρον κατάστασιν, εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις χείρας. Και πολλά μεν μαντικά λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς έψαλλαν οι χρησμολόγοι, όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και καθ' όλην την Ελλάδα. Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων, έπαθε σεισμόν, ενώ δεν είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει η μνήμη των Ελλήνων. Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός ήτο ο προάγγελος των επικειμένων γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον, το οποίον ελάμβανε χώραν, εξητάζετο με πολλήν προσοχήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους, αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών.» (Β, 8 και 21)
«Όταν αι εκ Σικελίας ειδήσεις έφθασαν εις τας Αθήνας, επί πολύν χρόνον εδυσπίστουν εις το μέγεθος της πανωλεθρίας, παρ' όλας τας θετικάς πληροφορίας των πλέον αξιοπίστων στρατιωτών που είχαν διαφύγει από το θέατρον της καταστροφής. Αλλ' όταν εβεβαιώθησαν περί τούτου εμαίνοντο κατά των ρητόρων, οι οποίοι τους είχαν εξωθήσει εις την εκστρατείαν, ως να μη την είχαν ψηφίσει οι ίδιοι, και συγχρόνως ηγανάκτουν εναντίον των χρησμολόγων και των μάντεων και όλων εκείνων, οι οποίοι διά των προφητειών των είχαν διεγείρει τότε την ελπίδα κατακτήσεως της Σικελίας.» (Η, 1)
 
*****Η νύμφη Κασταλία
Η Κασταλία ήταν μια νέα από τους Δελφούς που την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας. Ο θεός την κυνήγησε και αυτή έπεσε στην πηγή που από τότε πήρε το όνομά της και αφιερώθηκε στον θεό. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Κασταλία ήταν κόρη του Αχελώου και γυναίκα του βασιλιά Δέλφου. Απέκτησε μαζί του ένα γιο, τον Καστάλιο, που έγινε βασιλιάς στη χώρα των Δελφών μετά τον θάνατο του πατέρα του.
 
******Το νεκρομαντείο στον Αχέροντα
Ο ανασκαφέας του νεκρομαντείου αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης περιέγραψε τον χώρο:
«εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»:
«Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων.
Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»
Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο.
 
*******Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1
Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι
μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση,
όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες.
Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι,
και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο,
που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος
κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος
κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν.
Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,
άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.
Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες,
σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι.
Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,
σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,
γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,
και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.
Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν,
και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν
τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι,
κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις
τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν
καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία.
Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης
κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,
και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας
(Οδ. κ 530-540)
 
********Ο Οδυσσέας στον Άδη
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,
μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
Εκεί ήρθαμε κι αράξαμε, και παίρνοντας μαζί μας
τ' αρνιά, τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμα,
ωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος που 'πε η Κίρκη.
Ο Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσαν,
Τράβηξα τότε απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου
κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.
Κι έταζα στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες
στέρφα δαμάλα, όταν βρεθώ στο Θιάκι, να τους σφάξω,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσω,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξω, το καλύτερο που θα ᾽χω στο κοπάδι.
Κι αφού στα πλήθη των νεκρών με τάματα κι ευχές μου
δεήθηκα, πήρα τ' αρνιά και τα ᾽σφαξα στο λάκκο
και πότισε το αίμα τους τη γη· κι απ' το σκοτάδι
των πεθαμένων οι ψυχές συνάχτηκαν σε λίγο,
κορίτσια, αγόρια λεύτερα, βασανισμένοι γέροι,
παρθένες απαλόκορμες με νιόθωρη τη λύπη,
κι άλλοι που με τα χάλκινά τους χτύπησαν κοντάρια,
με τ' άρματα αιματόβρεχτα και πολεμοσφαγμένοι.
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε, άλλοι απ' αλλού χιλιάδες,
μ' αλαλαγμούς ανείπωτους που κέρωσα απ' το φόβο.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
τ' αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Έπειτα βγάζω απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου,
και κάθισα, μήδ' άφηνα καθόλου να ζυγώσουν
κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες,
προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία.
(Οδ. λ 11-50)
 
*********Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα και τα νεκυιομαντεία
Γνωστά και παραδεδομένα στους ακροατές σχήματα και θέματα από τη θρησκεία και την τελετουργία φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ο Πλάτων και στην αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία 514a-520e). Επισημαίνουμε ορισμένα στοιχεία στην αφήγηση:
1. Η όλη ιστορία εκτυλίσσεται σε σπήλαιο («εν καταγείωι οικήσει σπηλαιώδει», 514a), σε ένα άνοιγμα της γης, όπως και με την περίπτωση του Γύγη, έναν τόπο επικοινωνίας των δύο κόσμων, του πάνω και του κάτω, έναν οριακό τόπο.
2. Η ανάβαση από το σπήλαιο στον έξω κόσμο γίνεται από έναν κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο. Τον ίδιο δρόμο, προς τα κάτω αυτή τη φορά, θα ακολουθήσει αυτός που θα θελήσει να επιστρέψει στο σπήλαιο, για να κάνει κοινωνούς της αλήθειας τους άλλους δεσμώτες (516a).
3. Η ανάβαση γίνεται με τη βοήθεια κάποιου (516a).
4. Ό,τι έβλεπαν οι δεσμώτες ήταν οι σκιές των αληθινών όντων (515c-d).
5. Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν «κατασκευές» σαν των θαυματοποιών απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» (514b-515a).
6. Η ανάβαση στον επάνω κόσμο είναι ένα πνευματικό ταξίδι από τον κόσμο των φαινομένων στον πραγματικό κόσμο των ιδεών (515d).
Πόσο οικεία ήταν αυτά στον Αθηναίο πολίτη; Η γνώμη μας είναι ότι η τοπογραφία και τα διαδραματιζόμενα μέσα στο σπήλαιο ανακαλούσαν στη μνήμη την τοπογραφία του Άδη, τελετουργικά που διαδραματίζονταν σε σπήλαια, πολύ γνωστούς μύθους σχετικούς με καταβάσεις στον κάτω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα:
1. Έξι, τουλάχιστον, καταβάσεις ζωντανών στον κάτω κόσμο ήταν γνωστές στους Αθηναίους από τη μυθολογία: του Θησέα και του Πειρίθου, του Ηρακλή, του Ορφέα, της Άλκηστης (η ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη παραστάθηκε μάλλον το 438), του Διόνυσου που κατεβαίνει στον Άδη και αναγάγει τη μητέρα του Σεμέλη, του Διόνυσου με τον Ξανθία στους Βατράχους του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 405 π.Χ. (θυμίζουμε ότι η συγγραφή της Πολιτείας θα πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ.). Η κάθοδος περιγράφεται ως δύσκολο εγχείρημα και ο τόπος ως σκοτεινός και πολλές φορές βρομερός (Βάτραχοι, 273). Οι νεκροί περιγράφονται ως σκιές· όταν, για παράδειγμα, ο Ηρακλής ετοιμάζεται να επιτεθεί στη Γόργη, την αδελφή του Μελέαγρου, σαν να ήταν ζωντανή, ο Ερμής τον συγκρατεί λέγοντάς του ότι οι μορφές ήταν μόνο σκιές· η Ευρυδίκη πάλι θα διατηρούσε «τα απόκοσμα και φοβερά γνωρίσματα των υπάρξεων του κάτω κόσμου, ώσπου να την περιβάλει το φως του ήλιου». Και ακόμη: οι ζωντανοί συνοδεύουν τους νεκρούς στην πορεία τους προς τον επάνω κόσμο -ο Ηρακλής τον Θησέα και την Άλκηστη, ο Ορφέας την Ευρυδίκη, ο Διόνυσος τη Σεμέλη, ο Διόνυσος τον Αισχύλο· αντίστοιχα, όσοι απέκτησαν συνείδηση της αλήθειας θα οδηγήσουν τους δεσμώτες του σπηλαίου στο φως του ήλιου. Τέλος, ο Κέρβερος, ασυνήθιστος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε από τη λάμψη του και έβγαλε από το στόμα του χολή· το ίδιο θαμπώνονται και οι δεσμώτες, τόσο που επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω, θεωρώντας όσα βλέπουν ως μη αληθινά.
2. Η ομηρική παράδοση, άλλα κείμενα της αρχαίας γραμματείας και τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στην υπόθεση πως ό,τι περιγράφεται στην αλληγορία του σπηλαίου είναι ένα νεκυιομαντείο· ότι η πορεία προς τα πάνω, προς τον κόσμο της αλήθειας, είναι η αντιστροφή της πορείας του πιστού, ύστερα από ειδική προετοιμασία με τη βοήθεια των ιερέων, από τον κόσμο των ζωντανών προς τον κόσμο των νεκρών και από τον κόσμο του φωτός στον κόσμο του σκότους, όπου κανείς εναγκαλίζεται από τις δυνάμεις του σκότους.
Γνωστά νεκυιομαντεία στην αρχαιότητα ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, η σπηλιά του οποίου θεωρούνταν «κατάβαση» στον Άδη, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα (Οδ. κ 500 κ.ε.)· Ηρ. 5, 92· Παυσ. 1, 17, 5· 9, 30, 6· Λουκ., Μένιππος 7 κ.ε.).
Ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης, λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει την περιοχή με τους Ἁΐδάου δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεγονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, 14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
Η κατατοπιστικότατη περιγραφή του χώρου από τον ανασκαφέα μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Πλάτωνας θα πρέπει να είχε ως σημείο αναφοράς τα δρώμενα στο συγκεκριμένο νεκυιομαντείο, στο σημείο όπου ο Πυριφλεγέθων (Βουβός) και ο Κωκυτός (Μαύρος), που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, «εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»: «Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες. Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»
Ποια είναι τα κοινά σημεία με την πλατωνική αφήγηση;
1. Οι δεσμώτες θυμίζουν τις ψυχές των νεκρών που ήταν όμοιες με σκιές, «είδωλα καμόντων», από τις οποίες έλειπε η συνείδηση.
2. Κατοικούν σ' ένα σπήλαιο, όπως οι θεοί του κάτω κόσμου κατοικούσαν σε υπόγεια αίθουσα.
3. Η ανάβαση θα γίνει με τη βοήθεια κάποιου, προφανώς του επαΐοντα-φιλοσόφου, όπως επαΐων στον τομέα του ήταν και ο ιερέας που οδηγούσε τον πιστό στον λαβύρινθο.
4. Δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου και πιστοί του νεκυιομαντείου βλέπουν σκιές, είδωλα, και ακούν ήχους που προέρχονται από αυτά. Πιο συγκεκριμένα:
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων. Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»
Χωρίς να ξεχνούμε ότι η περιγραφή αυτή αφορά στον 3ο αι. π.Χ., εντυπωσιάζουν οι ομοιότητες με τη λιτότατη αναφορά του Πλάτωνα σε «κατασκευές» μέσα στο σπήλαιο σαν των θαυματοποιών, απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» και από τη λίγο εκτενέστερη περιγραφή τους; «Όρα τοίνυν παρά τούτο το τειχίον φέροντας ανθρώπους σκεύη τε παντοδαπά υπερέχοντα του τειχίου και ανδριάντας και άλλα ζώια λίθινά τε και ξύλινα και παντοία ειργασμένα, οίον εικός τους μεν φθεγγομένους, τους δε σιγώντας των παραφερόντων.» (515a). Και λίγο παρακάτω: «Τι δ' ει και ηχώ το δεσμωτήριον εκ του καταντικρύ έχοι; Οπότε τις των παριόντων φθέγξαιτο, οίει αν άλλο τι αυτούς ηγείσθαι το φθεγγόμενον ή την παριούσαν σκιάν.» (515b).
5. Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο. Ο Πλάτων έχει εμπειρία της δυσκολίας από τον δάσκαλό του Σωκράτη.
Για τον Πλάτωνα το σπήλαιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των αισθήσεων που εξαπατούν. Οι ενοικούντες σε αυτό μοιάζουν με τις ψυχές των νεκρών που είναι όμοιες με σκιές, είδωλα καμόντων, με υπεράνθρωπες ιδιότητες χωρίς όμως συνείδηση. Αντίθετα, ο κόσμος ο φωτισμένος από τον ήλιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ιδεών, την αλήθεια που προσεγγίζεται με τη λογική και όχι με τα τεχνάσματα. Είναι δηλαδή η ακριβώς αντίθετη κατάσταση από αυτή που περιγράφει ο Στράβων για το νεκυιομαντείο της Κύμης (5,4,5): «Είναι δε τοις περί το χρηστήριον έθος πάτριον, μηδένα τον ήλιον οράν, αλλά της νυκτός έξω πορεύεσθαι των χασμάτων· και διά τούτο τον ποιητήν περί αυτών ειπείν, ως άρα ουδέ ποτ' αυτούς / Ηέλιος φαέθων επιδέρκεται· ύστερον δε διαφθαρήναι τους ανθρώπους υπό βασιλέως τινός, ουκ αποβάντος αυτώ του χρησμού, το δε μαντείον έτι συμμένειν, μεθεστηκός εις έτερον τόπον». Αν εμείς αλλάζαμε λίγο της φράση του Σράβωνα λέγοντας ύστερον δε «διαφθαρήναι» τους ανθρώπους υπό βασιλέως φιλοσόφου, χρησιμοποιώντας το «διαφθαρήναι» κατ' ευφημισμόν και εννοώντας τον φωτισμό των ανθρώπων, την απομάκρυνσή τους από τον κόσμο των σκιών και των αισθήσεων και την είσοδό τους στον κόσμο του φωτός και των ιδεών, δεν θα βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλατωνική φιλοσοφία;

Σωκράτης και ρητορική τέχνη

Μπρος στην αλήθεια και στο ψέμα ο ρήτορας δείχνεται αδιάφορος· το μόνο πού επιθυμεί είναι η πειθώ (πειθούς δημιουργός έστιν η ρητορική), δηλαδή η υποταγή του άλλου με όπλο τον λόγο. Μπορεί, όταν μιλά για το δίκαιο και το άδικο, να κάνει τον άλλο υπάκουο και υπήκοο· δεν διδάσκει όμως, με αποτέλεσμα η δημαγωγία να είναι η πιο μεγάλη του ικανότητα. Νικά με τα λόγια (νικώντας τάς γνώμας), έχει τη δύναμη του λαοπλάνου και του τυφλοσούρτη (μηχανήν δέ τινα πειθούς ηυρηκέναι, ώστε φαίνεσθαι τοις ουκ ειδόσι μάλλον ειδέναι τών ειδότων, Γοργίας, 459 b-c)· Μα, σαν δύναμη και αυτή, έχει ανάγκη την οικονομία της. Παρόμοια με τον πυγμάχο και τον παγκρατιαστή, o ρήτορας δεν χτυπά αδιάκριτα φίλους και εχθρούς, οικείους και ξένους, παρά φροντίζει να διαλέγει τα θύματά του. «Τώρα, λοιπόν, προτού προχωρήσουμε, θα πρέπει να σκεφτούμε αν ο ρήτορας, σχετικά με το δίκαιο και το άδικο, το αισχρό και το καλό, το αγαθό και το κακό, είναι στην ίδια μοίρα σε σχέση με την υγεία και τις άλλες τέχνες και, δίχως να γνωρίζει τί είναι το αγαθό και το κακό, το καλό και το αισχρό, το δίκαιο και το άδικο, επειδή διαθέτει το όπλο της πειθούς (πειθώ περί αυτών μεμηχανημένος), καταφέρνει να φαίνεται στους ανήξερους πιο σοφός και από τούς σοφούς» (459 d).

Αυτονόητη αρχικά, η λέξη πειθώ μπορεί να σχιστεί στα δύο· από τη μια, αυτή πού χαρίζει την πίστη δίχως τη γνώση (ρητορική) και, από την άλλη, εκείνη πού, μαζί με την πίστη, προσφέρει και την επιστήμη (φιλοσοφία). Αντίστοιχες παρουσιάζονται και οι ζευγαρωτές σωκρατικές διακρίσεις· ο άνθρωπος χωρίζεται σε σώμα και ψυχή, επιφέροντας τη σύστοιχη διάκριση των τεχνών πού καταγίνονται με αυτές τις δύο περιοχές. Η πολιτική έχει να κάνει με την ψυχή, ενώ στο σώμα ανήκουν η γυμναστική και η ιατρική. Ό,τι είναι η κομμωτική προς τη γυμναστική, είναι και η μαγειρική προς την ιατρική. Σαφέστερα: το αντιθετικό ζεύγος κομμωτική/γυμναστική αναλογεί με το ζεύγος σοφιστική/νομοθετική· παρόμοια και η μαγειρική/ιατρική αναλογεί με τη ρητορική/δικαιοσύνη. Παρακολουθώντας αυτούς τούς δυϊσμούς, εύκολα βλέπουμε ότι το βασικό κριτήριο είναι η προσήλωση στην υγεία, ψυχική και σωματική. Η πολιτική του, αποβλέπει στην εξυγίανση[1]. Και η εξυγίανση της ψυχής δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τον συστηματικό εκπολιτισμό της.

Αδιάφορη για κάθε λογής υγεία, η ρητορική, όντας για την ψυχή ό,τι η μαγειρική για το σώμα, αποβλέπει στο σπάσιμο των νομικών εμποδίων, για να κερδίσει την παντοδυναμία, το μέγα δύνασθαι, την αναίρεση κάθε συμβατικής ηθικο-πολιτικής τάξης. «Μέσα στην κατάμεστη αγορά, Πώλε, μπορώ να πάρω ένα μαχαίρι στον κόρφο μου, έχω έτσι στα χέρια μου μια νέα δύναμη, εξαιρετικό όργανό τυραννίας, πού μου δίνει τη δυνατότητα, στη στιγμή, να σκοτώσω τον οποιονδήποτε, να σπάσω το κεφάλι ενός περαστικού ή να σχίσω τα ρούχα του...» (469 d). Αντιμέτωπος με την εκδοχή αυτής της ασύδοτης δύναμης πού οδηγεί στην αποχαλίνωση του εγκλήματος, δηλαδή στην καταστροφή της πόλης, o Σωκράτης έχει να αντιπροτείνει την απόλυτη «παθητικότητα» του πολίτη:

Πώλος: Σὺ ἄρα βούλοιο ἂν ἀδικεῖσθαι μᾶλλον ἢ ἀδικεῖν;

Σωκράτης: Βουλοίμην μὲν ἂν ἔγωγε οὐδέτερα· εἰ δ' ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι (469 b-c).

Στο όνομα της δίκης καταργεί ακόμη και τις ανθρώπινες σχέσεις, μια και, καταπώς πιστεύει, είναι αδύνατο να βιωθεί μια «ανθρώπινη» κατάσταση μέσα στην αδικία. Το σαράκι της άδικης πράξης κατατρώει την ψυχή· όταν το απαιτεί η περίσταση, όπως ακριβώς και ο Ευθύφρονας, πού δεν δίστασε να προσαγάγει στο δικαστήριο τον ίδιο τον πατέρα του, πρέπει να γινόμαστε κατήγοροι ακόμη και των πιο κοντινών μας ανθρώπων. Ο πολιτικός δεσμός με την πόλη ξεπερνά κάθε δεσμό αίματος και αισθήματος: πάνω απ’ όλα στέκει η επιβολή της δικαιοσύνης. Οι πόνοι της τιμωρίας πού επιβάλλει το δικαστήριο -με άλλα λόγια, η απόλυτη ηθική συνείδηση- είναι οι πόνοι της ψυχής πού, πίνοντας το φάρμακο του γιατρού-δικαστή, θεραπεύεται από την αρρώστια της (ιατρική γίνεται πονηρίας η δίκη). Με κλειστά μάτια, λοιπόν, καθώς και ο ασθενής στον θεραπευτή του, πρέπει να παραδίνεται ο ένοχος στο δικαστήριο (ὁ δὲ ὀρθῶς κολάζων δικαίως κολάζει. Γοργίας, 476 e). Στο όνομα του αγαθού και του καλού ας τον τυραννήσουν, ας τον χτυπήσουν, ας τον σκοτώσουν αν χρειαστεί· το δίκαιο και η αξιολογική τάξη υπερβαίνουν τη ζωή.

Σε τούτη την περίπτωση, η μόνη ρητορική την όποια θα μπορούσε να δεχτεί ο Σωκράτης είναι η ικανότητα πού, ευνοώντας τη δίκη, θα φανέρωνε το αδίκημα και θα συντόμευε έτσι τη διαδικασία της τιμωρίας. Μόλις ο βιαστής βιαστεί όπως βίασε, το κοινωνικό σώμα ξαναβρίσκει τη χαμένη του ισορροπία.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: Πατρίδος εγκώμιον

"Τίποτα δεν είναι γλυκύτερο από την πατρίδα, αυτό είναι ήδη κοινός τόπος. Αν τίποτα λοιπόν δεν είναι γλυκύτερο, υπάρχει μήπως κάτι άλλο πιο σεβαστό και θείο;

Πραγματικά, αιτία και δάσκαλος όλων όσων οι άνθρωποι θεωρούν σεβαστά και θεία είναι η πατρίδα, αφού αυτή τα γέννησε, τα ανέθρεψε και τα καλλιέργησε.

Πολλοί βέβαια θαυμάζουν πόλεις για το μέγεθος τους, τη λαμπρότητα και την πολυτέλεια των δημόσιων έργων τους, την πατρίδα όμως την αγαπούν όλοι.

Και κανείς, ακόμα και από αυτούς που καταβάλλονται από την απόλαυση των ματιών, δεν εξαπατήθηκε τόσο, ώστε από το μεγάλο πλήθος των θαυμαστών πραγμάτων των άλλων χωρών να λησμονήσει την πατρίδα του.

Όποιος πάλι καυχιέται ότι είναι πολίτης ευημερούσας πόλης μου φαίνεται πως αγνοεί ποια τιμή πρέπει να απονέμει στην πατρίδα, κι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι φανερό πως θα στενοχωριόταν, αν τύχαινε να έχει πατρίδα του πόλη λιγότερο προνομιούχα.

Για μένα όμως είναι πιο ευχάριστο να τιμώ ακόμα και αυτό το όνομα της πατρίδας.

Όταν κάποιος προσπαθεί να συγκρίνει τις πόλεις, πρέπει να εξετάζει το μέγεθος τους, την ομορφιά τους και την αφθονία των αγαθών.

Όταν όμως το θέμα είναι να διαλέξει ανάμεσα τους, κανείς δεν θα προτιμούσε την πιο λαμπρή παρατώντας την πατρίδα του.

Θα ευχόταν βέβαια να είναι και η πατρίδα του παρόμοια με τις ευημερούσες, ωστόσο θα τη διάλεγε, όπως και να 'ταν.

Ακριβώς το ίδιο κάνουν τα δίκαια παιδιά και οι καλοί πατέρες.

Ούτε κάποιος καλός και σωστός νέος θα προτιμούσε ποτέ άλλον εκτός από τον πατέρα του ούτε και ο πατέρας, περιφρονώντας το παιδί του, θ' αγαπούσε άλλον νέο.

Στην πραγματικότητα οι πατέρες, επηρεασμένοι από την αγάπη τους, τόσα πολλά χαρίζουν επιπλέον στα παιδιά τους, ώστε αυτά τους φαίνονται τα ομορφότερα, το πιο ψηλά και τα πιο άριστα προικισμένα σε κάθε τομέα.

Όποιος δεν κρίνει τον γιο του με αυτό τον τρόπο δεν πιστεύω ότι έχει μάτια πατέρα.

Πρώτα πρώτα λοιπόν το όνομα της πατρίδας είναι το πιο οικείο από κάθε άλλο, γιατί δεν υπάρχει τίποτα οικειότερο από τον πατέρα.

Αν κάποιος παρέχει στον πατέρα του την πρέπουσα τιμή, όπως προστάζουν και ο νόμος και η φύση, τότε θα έπρεπε πρώτιστα να τιμά την πατρίδα- γιατί και ο ίδιος ο πατέρας του ανήκει στην πατρίδα, καθώς και ο πατέρας του πατέρα του και όλοι οι προγονοί τους, και το όνομα του πατέρα πάει πολύ πίσω, μέχρι που φτάνει ως τους πατέρες-θεούς.

Ακόμα και οι θεοί έχουν πατρίδες και χαίρονται γι’ αυτό κι ενώ επιβλέπουν όλα τα ανθρωπινά πράγματα, όπως είναι φυσικό, και θεωρούν ιδιοκτησία τους κάθε ξηρά και θάλασσα, παρ' όλα αυτά καθένας τους προτιμά την πόλη που γεννήθηκε περισσότερο απ' όλες τις άλλες.

Οι πόλεις, που αποτελούν πατρίδες θεών, είναι πιο ιερές, και τα νησιά, που σύμφωνα με τους μύθους υπήρξαν τόποι γέννησης θεών, είναι πιο θεϊκά.

Έχουν λοιπόν θεσπιστεί θυσίες για χάρη των θεών, κάθε φορά που κάποιος πάει στις πατρίδες τους για να τελέσει μια ιερουργία.

Αν λοιπόν οι θεοί τιμούν το όνομα της πατρίδας, δεν θα έπρεπε το ίδιο και πολύ περισσότερο να κάνουν οι άνθρωποι;

Ο καθένας μας είδε για πρώτη φορά τον ήλιο από την πατρίδα του, κι έτσι αυτός ο θεός, αν και είναι κοινός σε όλους, θεωρείται από τον καθένα μας πατρώος εξαιτίας του τόπου από τον οποίο τον είδαμε για πρώτη φορά.

Ακόμα, καθένας μας εκεί άρχισε να μιλά, μαθαίνοντας πρώτα τη μητρική του γλώσσα, κι εκεί άρχισε να γνωρίζει τους θεούς.

Αν σε κάποιον έλαχε τέτοια πατρίδα, ώστε να χρειάζεται κάποια άλλη για την ανώτερη εκπαίδευση του, θα έπρεπε και πάλι να χρωστά ευγνωμοσύνη στην πατρίδα του γι' αυτές τις πρώτες γνώσεις διότι δεν θα γνώριζε ούτε καν τι σημαίνει η λέξη πόλη, αν δεν του δίδασκε η πατρίδα του ότι υπάρχει η πόλη.

Όλες τις διδασκαλίες και τις γνώσεις τις συλλέγουν, πιστεύω, οι άνθρωποι για να γίνουν με αυτές χρησιμότεροι για την πατρίδα τους. Αλλά και χρήματα αποκτούν εξαιτίας της φιλοδοξίας τους να συμβάλλουν στις δημόσιες δαπάνες της.

Δικαιολογημένα, νομίζω- διότι δεν πρέπει να είναι αγνώμονες όσοι έτυχαν των μεγαλύτερων ευεργεσιών.

Αντίθετα, αν κάποιος επιστρέφει τη χάρη σε κάποιον άλλον, σε περίπτωση που ευεργετηθεί από αυτόν, κάτι που είναι δίκαιο, είναι πολύ περισσότερο πρέπον να ανταμείβει την πατρίδα του με ό,τι αρμόζει.

Υπάρχουν νόμοι στις πόλεις που απαγορεύουν την κακομεταχείριση των γονέων και η πατρίδα πρέπει να θεωρείται κοινή μητέρα όλων, να της αποδίδονται ευχαριστήριες προσφορές για την ανατροφή μας και για τη γνώση μας γι' αυτούς τους ίδιους τους νόμους.

Κανένας δεν βρέθηκε ποτέ να έχει τόσο πολύ λησμονήσει την πατρίδα του, ώστε να μη νοιάζεται καθόλου γι' αυτή, όταν βρίσκεται σε άλλη πόλη.

Αντίθετα, όσοι δυστυχούν σε ξένους τόπους δεν σταματούν να επαναλαμβάνουν πως η πατρίδα είναι το μεγαλύτερο αγαθό, όσοι πάλι ευημερούν, όσο ευτυχισμένοι κι αν είναι στα άλλα, ωστόσο πιστεύουν ότι τους λείπει ένα πράγμα τουλάχιστον, και μάλιστα μεγίστης σημασίας, το ότι δεν ζουν στην πατρίδα τους, αλλά είναι ξενιτεμένοι- γιατί η ξενιτιά είναι ντροπή.

Και άνθρωποι που κατά τον καιρό της απουσίας τους από την πατρίδα έγιναν επιφανείς, είτε εξαιτίας της απόκτησης περιουσίας, είτε εξαιτίας της δόξας, από τιμές είτε εξαιτίας μαρτυρίας για τη μόρφωση τους, είτε εξαιτίας επαίνου για την ανδρεία τους, μπορεί να τους δει καθένας να βιάζονται γενικά για να γυρίσουν στην πατρίδα τους, σαν να πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού καλύτεροι άνθρωποι στους οποίους να παρουσιάσουν τις επιτυχίες τους.

Όσο περισσότερο εκτιμάται κάποιος από τους άλλους, τόσο περισσότερο βιάζεται να επανέλθει στην πατρίδα του. Ακόμα και οι νέοι αγαπούν την πατρίδα τους.

Οι ηλικιωμένοι πάλι, όσο περισσότερο συνετοί είναι από τους νέους, άλλο τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγάπη τους για την πατρίδα. Καθένας λοιπόν από τους ηλικιωμένους λαχταρά και εύχεται να πεθάνει στην πατρίδα του, έτσι ώστε, εκεί όπου άρχισε τη ζωή του, εκεί πάλι να παραδώσει το σώμα του, στη γη που τον έθρεψε, και να μοιραστεί τους τάφους των προγόνων του.

Γιατί είναι φοβερό για τον καθένα να βρεθεί ξένος και μετά θάνατον, θαμμένος σε ξένη χώρα.

Πόσο πολύ αγαπούν την πατρίδα τους οι πραγματικά γνήσιοι πολίτες μπορεί να το καταλάβει κανείς από τους ανέκαθεν αυτόχθονες.

Αντίθετα, οι έποικοι, ως νόθοι πολίτες, μεταναστεύουν εύκολα, εφόσον δεν γνωρίζουν ούτε. αγαπούν το όνομα της πατρίδας, αλλά πιστεύουν ότι θα βρουν τα αναγκαία προς το ζην παντού, θεωρώντας ως μέτρο ευδαιμονίας την απόλαυση της κοιλιάς.

Από την άλλη μεριά αυτοί, για τους οποίους η πατρίδα υπήρξε και μητέρα, αγαπούν τη γη που τους γέννησε και τους ανέθρεψε, ακόμα κι αν- κατέχουν λίγη μόνο κι αν είναι τραχιά και άγονη.

Ακόμα κι αν δεν μπορούν να επαινέσουν την αρετή του εδάφους, σίγουρα δεν θα τους λείψουν τα εγκώμια για την πατρίδα τους.

Αλλά κι αν δουν άλλους να υπερηφανεύονται για τις ανοιχτές πεδιάδες τους και τα λιβάδια τα διάσπαρτα με λογιών λογιών φυτά, και αυτοί δεν ξεχνούν να εγκωμιάσουν την πατρίδα τους, αδιαφορώντας μπροστά στην ανικανότητα της γης ν' αναθρέψει άλογα για να επαινέσουν την καταλληλότητα της ν' αναθρέφει ανθρώπους.

Καθένας αδημονεί να γυρίσει στην πατρίδα, ακόμα κι αν είναι νησιώτης, ακόμα κι αν μπορεί να έχει καλή ζωή αλλού, ακόμα κι αν του δοθεί αθανασία, δεν θα τη δεχτεί, προτιμώντας την ταφή στην πατρίδα, και ο καπνός από αυτή φαίνεται στα μάτια του λαμπρότερος από τη φωτιά σε άλλα μέρη.

Έτσι λοιπόν, τόσο πολύτιμη φαίνεται να είναι για όλους η πατρίδα, ώστε μπορεί καθένας να δει ότι και οι απανταχού νομοθέτες έχουν ορίσει την εξορία ως τη σκληρότερη τιμωρία για τα μεγαλύτερα αδικήματα.

Και δεν μπορεί κανένας να πει ότι από αυτή την άποψη οι νομοθέτες διαφέρουν από τους στρατηγούς.

Αντίθετα, στις μάχες το σπουδαιότερο παράγγελμα προς τους άνδρες που παρατάσσονται είναι ότι μάχονται για την πατρίδα τους και κανείς απ' όσους ακούν αυτό δεν θέλει να φανεί ανάξιος, γιατί το όνομα της πατρίδας κάνει τον δειλό ανδρείο".

***
Ὅτι μὲν οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος, φθάνει προτεθρυλημένον. ἆρ' οὖν ἥδιον μὲν οὐδέν, σεμνότερον δέ τι καὶ θειότερον ἄλλο; καὶ μὴν ὅσα σεμνὰ καὶ θεῖα νομίζουσιν ἄνθρωποι, τούτων πατρὶς αἰτία καὶ διδάσκαλος, γεννησαμένη καὶ ἀναθρεψαμένη καὶ παιδευσαμένη. πόλεων μὲν οὖν μεγέθη καὶ λαμπρότητας καὶ πολυτελείας κατασκευῶν θαυμάζουσι πολλοί, πατρίδας δὲ στέργουσι πάντες· καὶ τοσοῦτον οὐδεὶς ἐξηπατήθη τῶν καὶ πάνυ κεκρατημένων ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν θέαν ἡδονῆς, ὡς ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς τῶν παρ' ἄλλοις θαυμάτων λήθην ποιήσασθαι τῆς πατρίδος. Ὅστις μὲν οὖν σεμνύνεται πολίτης ὢν εὐδαίμονος πόλεως, ἀγνοεῖν μοι δοκεῖ τίνα χρὴ τιμὴν ἀπονέμειν τῇ πατρίδι, καὶ ὁ τοιοῦτος δῆλός ἐστιν ἀχθόμενος ἄν, εἰ μετριωτέρας ἔλαχε τῆς πατρίδος· ἐμοὶ δὲ ἥδιον αὐτὸ τιμᾶν τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα. πόλεις μὲν γὰρ παραβαλεῖν πειρωμένῳ προσήκει μέγεθος ἐξετάζειν καὶ κάλλος καὶ τὴν τῶν ὠνίων ἀφθονίαν· ὅπου δ' αἵρεσίς ἐστι πόλεων, οὐδεὶς ἂν ἕλοιτο τὴν λαμπροτέραν ἐάσας τὴν πατρίδα, ἀλλ' εὔξαιτο μὲν ἂν εἶναι καὶ τὴν πατρίδα ταῖς εὐδαίμοσι παραπλησίαν, ἕλοιτο δ' ἂν τὴν ὁποιανοῦν. Τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ οἱ δίκαιοι τῶν παίδων πράττουσιν καὶ οἱ χρηστοὶ τῶν πατέρων· οὔτε γὰρ νέος καλὸς κἀγαθὸς ἄλλον ἂν προτιμήσαι τοῦ πατρὸς οὔτε πατὴρ καταμελήσας τοῦ παιδὸς ἕτερον ἂν στέρξαι νέον, ἀλλὰ τοσοῦτόν γε οἱ πατέρες νικώμενοι προσνέμουσι τοῖς παισίν, ὥστε καὶ κάλλιστοι καὶ μέγιστοι καὶ τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν. ὅστις δὲ μὴ τοιοῦτός ἐστι δικαστὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὐ δοκεῖ μοι πατρὸς ὀφθαλμοὺς ἔχειν. Πατρίδος τοίνυν τὸ ὄνομα πρῶτον οἰκειότατον πάντων· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τοῦ πατρὸς οἰκειότερον. εἰ δέ τις ἀπονέμει τῷ πατρὶ τὴν δικαίαν τιμήν, ὥσπερ καὶ ὁ νόμος καὶ ἡ φύσις κελεύει, προσηκόντως ἂν τὴν πατρίδα προτιμήσαι· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτὸς τῆς πατρίδος κτῆμα καὶ ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ καὶ οἱ ἐκ τούτων οἰκεῖοι πάντες ἀνωτέρω, καὶ μέχρι θεῶν πατρῴων πρόεισιν ἀναβιβαζόμενον τὸ ὄνομα. Χαίρουσι καὶ θεοὶ πατρίσι καὶ πάντα μέν, ὡς εἰκός, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν, ἐφ' ἧς δὲ ἕκαστος αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. καὶ πόλεις σεμνότεραι θεῶν πατρίδες καὶ νῆσοι θειότεραι παρ' αἷς ὑμνεῖται γένεσις θεῶν. ἱερὰ γοῦν κεχαρισμένα ταῦτα νομίζεται τοῖς θεοῖς, ἐπειδὰν εἰς τοὺς οἰκείους ἕκαστος ἀφικόμενος ἱερουργῇ τόπους. εἰ δὲ θεοῖς τίμιον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα, πῶς οὐκ ἀνθρώποις γε πολὺ μᾶλλον; Καὶ γὰρ εἶδε τὸν ἥλιον πρῶτον ἕκαστος ἀπὸ τῆς πατρίδος, ὡς καὶ τοῦτον τὸν θεόν, εἰ καὶ κοινός ἐστιν, ἀλλ' οὖν ἑκάστῳ νομίζεσθαι πατρῷον διὰ τὴν πρώτην ἀπὸ τοῦ τόπου θέαν· καὶ φωνῆς ἐνταῦθα ἤρξατο τὰ ἐπιχώρια πρῶτα λαλεῖν μανθάνων καὶ θεοὺς ἐγνώρισεν. εἰ δέ τις τοιαύτης ἔλαχε πατρίδος, ὡς ἑτέρας δεηθῆναι πρὸς τὴν τῶν μειζόνων παιδείαν, ἀλλ' οὖν ἐχέτω καὶ τούτων τῶν παιδευμάτων τῇ πατρίδι τὴν χάριν· οὐ γὰρ ἂν ἐγνώρισεν οὐδὲ πόλεως ὄνομα μὴ διὰ τὴν πατρίδα πόλιν εἶναι μαθών.

Πάντα δέ, οἶμαι, παιδεύματα καὶ μαθήματα συλλέγουσιν ἄνθρωποι χρησιμωτέρους αὑτοὺς ἀπὸ τούτων ταῖς πατρίσι παρασκευάζοντες· κτῶνται δὲ καὶ χρήματα φιλοτιμίας ἕνεκεν τῆς εἰς τὰ κοινὰ τῆς πατρίδος δαπανήματα. καὶ εἰκότως, οἶμαι· δεῖ γὰρ οὐκ ἀχαρίστους εἶναι τοὺς τῶν μεγίστων τυχόντας εὐεργεσιῶν. ἀλλ' εἰ τοῖς καθ' ἕνα τις ἀπονέμει χάριν, ὥσπερ ἐστὶ δίκαιον, ἐπειδὰν εὖ πάθῃ πρός τινος, πολὺ μᾶλλον προσήκει τὴν πατρίδα τοῖς καθήκουσιν ἀμείβεσθαι· κακώσεως μὲν γὰρ γονέων εἰσὶ νόμοι παρὰ ταῖς πόλεσι, κοινὴν δὲ προσήκει πάντων μητέρα τὴν πατρίδα νομίζειν καὶ χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι καὶ τῆς τῶν νόμων αὐτῶν γνώσεως. Ὤφθη δὲ οὐδεὶς οὕτως ἀμνήμων τῆς πατρίδος, ὡς ἐν ἄλλῃ πόλει γενόμενος ἀμελεῖν, ἀλλ' οἵ τε κακοπραγοῦντες ἐν ταῖς ἀποδημίαις συνεχῶς ἀνακαλοῦσιν ὡς μέγιστον τῶν ἀγαθῶν ἡ πατρίς, οἵ τε εὐδαιμονοῦντες, ἂν καὶ τὰ ἄλλα εὖ πράττωσιν, τοῦτο γοῦν αὐτοῖς μέγιστον ἐνδεῖν νομίζουσιν τὸ μὴ τὴν πατρίδα οἰκεῖν, ἀλλὰ ξενιτεύειν· ὄνειδος γὰρ τὸ τῆς ξενιτείας. καὶ τοὺς κατὰ τὸν τῆς ἀποδημίας χρόνον λαμπροὺς γενομένους ἢ διὰ χρημάτων κτῆσιν ἢ διὰ τιμῆς δόξαν ἢ διὰ παιδείας μαρτυρίαν ἢ δι' ἀνδρείας ἔπαινον ἔστιν ἰδεῖν εἰς τὴν πατρίδα πάντας ἐπειγομένους, ὡς οὐκ ἂν ἐν ἄλλοις βελτίοσιν ἐπιδειξαμένους τὰ αὑτῶν καλά· καὶ τοσούτῳ γε μᾶλλον ἕκαστος σπεύδει λαβέσθαι τῆς πατρίδος, ὅσῳπερ ἂν φαίνηται μειζόνων παρ' ἄλλοις ἠξιωμένος. Ποθεινὴ μὲν οὖν καὶ νέοις ἡ πατρίς· τοῖς δὲ ἤδη γεγηρακόσιν ὅσῳ πλεῖον τοῦ φρονεῖν ἢ τοῖς νέοις μέτεστι, τοσούτῳ καὶ πλείων ἐγγίνεται πόθος τῆς πατρίδος· ἕκαστος γοῦν τῶν γεγηρακότων καὶ σπεύδει καὶ εὔχεται καταλῦσαι τὸν βίον ἐπὶ τῆς πατρίδος, ἵν', ὅθεν ἤρξατο βιοῦν, ἐνταῦθα πάλιν καὶ τὸ σῶμα παρακατάθηται τῇ γῇ τῇ θρεψαμένῃ καὶ τῶν πατρῴων κοινωνήσῃ τάφων· δεινὸν γὰρ ἑκάστῳ δοκεῖ ξενίας ἁλίσκεσθαι καὶ μετὰ θάνατον, ἐν ἀλλοτρίᾳ κειμένῳ γῇ. Ὅσον δὲ τῆς εὐνοίας τῆς πρὸς τὰς πατρίδας μέτεστιν τοῖς ὡς ἀληθῶς γνησίοις πολίταις μάθοι τις ἂν ἐκ τῶν αὐτοχθόνων· οἱ μὲν γὰρ ἐπήλυδες καθάπερ νόθοι ῥᾳδίας ποιοῦνται τὰς μεταναστάσεις, τὸ μὲν τῆς πατρίδος ὄνομα μήτε εἰδότες μήτε στέργοντες, ἡγούμενοι δ' ἁπανταχοῦ τῶν ἐπιτηδείων εὐπορήσειν, μέτρον εὐδαιμονίας τὰς τῆς γαστρὸς ἡδονὰς τιθέμενοι. οἷς δὲ καὶ μήτηρ ἡ πατρίς, ἀγαπῶσι τὴν γῆν ἐφ' ἧς ἐγένοντο καὶ ἐτράφησαν, κἂν ὀλίγην ἔχωσι, κἂν τραχεῖαν καὶ λεπτόγεων· κἂν ἀπορῶσι τῆς γῆς ἐπαινέσαι τὴν ἀρετήν, τῶν γε ὑπὲρ τῆς πατρίδος οὐκ ἀπορήσουσιν ἐγκωμίων. ἀλλὰ κἂν ἴδωσιν ἑτέρους σεμνυνομένους πεδίοις ἀνειμένοις καὶ λειμῶσι φυτοῖς παντοδαποῖς διειλημμένοις, καὶ αὐτοὶ τῶν τῆς πατρίδος ἐγκωμίων οὐκ ἐπιλανθάνονται, τὴν δὲ ἱπποτρόφον ὑπερορῶντες τὴν κουροτρόφον ἐπαινοῦσι.


Καὶ σπεύδει τις εἰς τὴν πατρίδα, κἂν νησιώτης ᾖ, κἂν παρ' ἄλλοις εὐδαιμονεῖν δύνηται, καὶ διδομένην ἀθανασίαν οὐ προσήσεται, προτιμῶν τὸν ἐπὶ τῆς πατρίδος τάφον, καὶ ὁ τῆς πατρίδος αὐτῷ καπνὸς λαμπρότερος ὀφθήσεται τοῦ παρ' ἄλλοις πυρός. Οὕτω δὲ ἄρα τίμιον εἶναι δοκεῖ παρὰ πᾶσιν ἡ πατρίς, ὥστε καὶ τοὺς πανταχοῦ νομοθέτας ἴδοι τις ἂν ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἀδικήμασιν ὡς χαλεπωτάτην ἐπιβεβληκότας τὴν φυγὴν τιμωρίαν. καὶ οὐχ οἱ νομοθέται μὲν οὕτως ἔχουσιν, οἱ δὲ πιστευόμενοι τὰς στρατηγίας ἑτέρως, ἀλλ' ἐν ταῖς μάχαις τὸ μέγιστόν ἐστι τῶν παραγγελμάτων τοῖς παραταττομένοις, ὡς ὑπὲρ πατρίδος αὐτοῖς ὁ πόλεμος, καὶ οὐδεὶς ὅστις ἂν ἀκούσας τούτου κακὸς εἶναι θέλῃ· ποιεῖ γὰρ τὸν δειλὸν ἀνδρεῖον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα.

Ένα σύμπαν γεννιέται – Μια σύντομη περιδιάβαση στην ιστορία του κόσμου μας

Το σύμπαν ήταν ένα πολύ δραστήριο μέρος κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών λεπτών. Ο Κόσμος που σήμερα βλέπουμε, εξαπλώθηκε από μια πολύ μικρή κουκκίδα σε ένα μέγεθος πολύ κοντά στη σημερινή του μάζα. Εμφανίστηκαν τα στοιχειώδη σωμάτια και πρωτόνια με νετρόνια συνδυάστηκαν στους πρώτους πυρήνες, πληρώντας το σύμπαν με τους πρόδρομους των στοιχείων. Με την ανάπτυξη ευφυών θεωριών και εκτελώντας πειράματα με επιταχυντές σύγκρουσης σωματιδίων, τηλεσκόπια και δορυφόρους, οι φυσικοί έχουν καταφέρει να γυρίσουν το φιλμ του σύμπαντος δισεκατομμύρια χρόνια πριν – να ρίχνουν μια ματιά στις πολύ πρώτες στιγμές στην ιστορία του κοσμικού μας σπιτιού. Ας κάνουμε μια σύντομη περιδιάβαση αυτής της ιστορίας:

Η εποχή Planck (Χρόνος: <10^-43 δευτερόλεπτα)
Η εποχή αυτή ονομάστηκε έτσι από το όνομα της μικρότερης κλίμακας δυνατών μετρήσεων στην σημερινή σωματιδιακή φυσική. Είναι αυτήν την περίοδο η πλησιέστερη «απόσταση» που οι επιστήμονες μπορούν να πάνε κοντά στην αρχή του χρόνου. Οι θεωρητικοί φυσικοί δεν γνωρίζουν πολλά σχετικά με τις πρώιμες στιγμές του σύμπαντος. Από τότε που η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης κέρδισε τη δημοτικότητα, οι επιστήμονες θεωρούν ότι στις πρώτες στιγμές, ο κόσμος ήταν στην θερμότερη και πυκνότερη κατάστασή του και ότι όλες οι τέσσερις θεμελιακές δυνάμεις – η ηλεκτρομαγνητική, η ασθενής και ισχυρή πυρηνική και η βαρυτική – συνδυάζονταν σε μια μόνο ενοποιημένη δύναμη. Όμως το σημερινό κυρίαρχο θεωρητικό πλαίσιο για την αρχή του σύμπαντός μας δεν απαιτεί απαραίτητα αυτές τις συνθήκες.

Το σύμπαν απλώνεται (Χρόνος: Από 10^-43 δευτερόλεπτα έως περίπου 10^-36 δευτερόλεπτα)
Σε αυτό το στάδιο, το οποίο ξεκίνησε είτε στο χρόνο Planck ή ελάχιστα μετά από αυτόν, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το σύμπαν υπέστη μια υπερταχεία, εκθετική επέκταση σε μια διαδικασία που είναι γνωστή ως «πληθωρισμός». Οι φυσικοί πρότειναν για πρώτη φορά τη θεωρία του πληθωρισμού στη δεκαετία του 1980 για να διευθετήσει τα ψεγάδια της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, που, παρά τη δημοφιλία της, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί το σύμπαν ήταν τόσο επίπεδο και ομοιόμορφο και γιατί τα διάφορα μέρη του άρχισαν να διευρύνονται ταυτόχρονα.
Κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού, κβαντικές διακυμάνσεις θα μπορούσαν να έχουν απλωθεί για να παράγουν ένα μοτίβο όπου αργότερα προσδιορίστηκαν οι θέσεις των γαλαξιών. Μπορεί να ήταν μόνο μετά από αυτήν την περίοδο του πληθωρισμού που το σύμπαν έγινε μια θερμή, πυκνή θερμομπάλλα όπως περιγράφεται στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης.

Γεννιούνται τα στοιχειώδη σωμάτια (Χρόνος: περίπου 10^-36 δευτερόλεπτα)
Όταν το σύμπαν ήταν ακόμη πολύ θερμό, ο κόσμος έμοιαζε με έναν γιγάντιο επιταχυντή, πολύ ισχυρότερο από τον LHC (τον Large Hadron Collider στο CERN), που λειτουργούσε σε εξαιρετικά υψηλές ενέργειες. Σε αυτόν, γεννήθηκαν τα στοιχειώδη σωμάτια που είναι σήμερα γνωστά. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρώτα προέκυψαν εξωτικά σωμάτια, που ακολουθήθηκαν από τα πιο συνηθισμένα, όπως ηλεκτρόνια, νετρίνα και κουάρκ. Θα μπορούσε να είναι περίπου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που προέκυψαν τα σωμάτια της σκοτεινής ύλης.

Τα κουάρκ σύντομα συνδυάστηκαν, σχηματίζοντας τα οικεία πρωτόνια και νετρόνια, τα οποία συλλογικά είναι γνωστά ως βαρυόνια. Τα νετρίνα μπόρεσαν να δραπετεύσουν από αυτό το πλάσμα των φορτισμένων σωματιδίων και άρχισαν να ταξιδεύουν ελεύθερα μέσα στο διάστημα, ενώ τα φωτόνια συνέχισαν να είναι παγιδευμένα στο πλάσμα.

Αναδύονται οι πρώτοι πυρήνες (Χρόνος: περίπου 1 δευτερόλεπτο μέχρι 3 λεπτά)
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι όταν το σύμπαν ψύχθηκε αρκετά για να καταλαγιάσουν οι βίαιες συγκρούσεις, πρωτόνια και νετρόνια συγκεντρώθηκαν μαζί σε πυρήνες των ελαφρών στοιχείων – υδρογόνο, ήλιο και λίθιο – σε μια διαδικασία γνωστή ως νουκλεοσύνθεση Μεγάλης Έκρηξης. Τα πρωτόνια, είναι περισσότερο σταθερά από τα νετρόνια, λόγω της μικρότερης μάζας τους. Στην πραγματικότητα, ένα ελεύθερο νετρόνιο διασπάται με χρόνο ημιζωής 15 λεπτά, ενώ τα πρωτόνια μπορεί να μη διασπώνται καθόλου, όπως γνωρίζουμε μέχρι τώρα.

Έτσι, καθώς συνδυάζονταν τα σωμάτια, πολλά πρωτόνια παρέμειναν ασύζευχτα. Ως αποτέλεσμα, το υδρογόνο – τα πρωτόνια που ποτέ δεν βρήκαν ταίρι – αποτελούν περίπου 74% της μάζας της «κανονικής» ύλης του κόσμου μας. Το δεύτερο σε μεγαλύτερη αφθονία στοιχείο είναι το ήλιο, το οποίο αποτελεί κατά προσέγγιση το 24%, που ακολουθείται κατά τα ποσά που εντοπίζονται, το δευτέριο, το λίθιο και το ήλιο-3 (ήλιο με πυρήνα τρία-βαρυόνια).

Οι επιστήμονες έχουν μπορέσει να μετρήσουν με ακρίβεια την πυκνότητα των βαρυονίων του σύμπαντός μας. Οι περισσότερες από αυτές τις μετρήσεις ευθυγραμμίζονται με εκτιμήσεις θεωρητικών σχετικά με τις ποσότητες που θα έπρεπε να υπάρχουν, όμως υπάρχει ένα επίμονο ζήτημα: Οι υπολογισμοί για το λίθιο αποκλίνουν κατά έναν παράγοντα του τρία. Θα μπορούσε να είναι ότι οι μετρήσεις εκφεύγουν, όμως θα μπορούσε επίσης να είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε ακόμη σχετικά με το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής για να αλλάξει την αφθονία του λιθίου.

Το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο γίνεται ορατό (Χρόνος: 380.000 χρόνια)
Εκατοντάδες χιλιάδων χρόνια μετά τον πληθωρισμό, η σούπα σωματιδίων είχε ψυχθεί αρκετά για να συνδεθούν τα ηλεκτρόνια με τους πυρήνες για να σχηματίσουν ηλεκτρικώς ουδέτερα άτομα. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι επίσης γνωστή ως ανασυνδυασμός, τα φωτόνια κατέστησαν ελεύθερα να διασχίσουν το σύμπαν, δημιουργώντας το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο (στο εξής CMB).

Σήμερα, το CMB είναι ένα από τα πιο αξιόπιστα εργαλεία για τους κοσμολόγους, που διερευνούν το βάθος του στην αναζήτηση των απαντήσεων για τα περισσότερα από τα επίμονα μυστικά του σύμπαντος, συμπεριλαμβανομένων της φύσης του πληθωρισμού και της αιτίας της ασυμμετρίας ύλης-αντιύλης. Λίγο μετά από τότε που το CMB κατέστη ανιχνεύσιμο, ουδέτερα σωματίδια υδρογόνου διαμόρφωσαν ένα αέριο που γέμισε το σύμπαν. Χωρίς κανένα αντικείμενο να εκπέμπει υψηλής ενέργειας φωτόνια, ο κόσμος βυθίστηκε σε σκοτεινά χρόνια για εκατομμύρια χρόνια.

Τα πρώτα άστρα λάμπουν (Χρόνος: περίπου 100 εκατομμύρια χρόνια)
Οι σκοτεινοί χρόνοι τελείωσαν με το σχηματισμό των πρώτων άστρων και του συμβάντος του επαναϊονισμού, μιας διαδικασίας μέσω της οποίας φωτόνια υψηλής ενέργειας απογύμνωσαν ηλεκτρόνια από ουδέτερα άτομα υδρογόνου. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ιονισμένων φωτονίων προέκυψε από τα πρώτα άστρα. Όμως άλλες διεργασίες, όπως συγκρούσεις μεταξύ σωματίων σκοτεινής ύλης, πρέπει να έχουν επίσης παίξει ρόλο. Αυτή τη στιγμή, η ύλη άρχισε να διαμορφώνει τους πρώτους γαλαξίες. Ο δικός μας Γαλαξίας, περιέχει άστρα που γεννήθηκαν όταν το σύμπαν είχε ηλικία μόνο μερικά εκατομμύρια χρόνια.

Ο Ήλιος μας γεννιέται (Χρόνος: 9,2 δισεκατομμύρια χρόνια)
Ο Ήλιος είναι ένα από τις πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια άστρα του Γαλαξία μας. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι σχηματίστηκε από ένα γιγάντιο νέφος αερίου που συνίστατο κυρίως από υδρογόνο και ήλιο.

Σήμερα (Χρόνος: 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια)
Σήμερα, ο κόσμος μας βρίσκεται στους 2,7 βαθμούς Κέλβιν (-270,42 βαθμοί Κελσίου). Το σύμπαν επεκτείνεται με έναν αυξανόμενο ρυθμό, με έναν τρόπο παρόμοιο (αλλά πολλές τάξεις μεγέθους πιο αργό) με τον πληθωρισμό. Οι φυσικοί θεωρούν ότι η σκοτεινή ενέργεια – μια μυστήρια απωστική δύναμη που σήμερα αντιπροσωπεύει του 70% της ενέργειας του σύμπαντός μας – είναι η πιο πιθανή κινητήριος αιτία της επιταχυνόμενης επέκτασης.

Περί διαβάσματος και φιλαναγνωσίας

Γίνεται να παρηγορηθείς με ένα καλό βιβλίο. Η δουλειά των καλλιτεχνών είναι, μεταξύ άλλων, να ανακουφίζουν τον πόνο. Στην καθημερινότητά μας, ακόμα και οι άνθρωποι που δεν λένε ιστορίες, σκαρφίζονται κάτι όταν παρηγορούν, όταν κάνουν παρέα σε κάποιον που υποφέρει, όταν δρουν ως ερασιτέχνες θεραπευτές.

Έτσι και με τα καλά βιβλία, είναι σύντροφοι που σε στηρίζουν να αντέξεις τα πιο ανθρώπινα συναισθήματα, τον πόνο, το φόβο, τη μελαγχολία, την απώλεια. Γίνεται κάτι πολύ κακό και τα πράγματα μετατοπίζονται − μια καλή ιστορία δεν θα τα βάλει πίσω στη θέση τους, αλλά θα κάνει τα πάντα λιγότερο ξένα, λιγότερο εχθρικά.

Μια καλή ιστορία σού δείχνει ότι το ανθρώπινο μυαλό έχει υπερδυνάμεις. Μπορεί να εστιάζει στην ιστορία που του λένε κι έτσι να ακυρώνει την ασχήμια γύρω του. Μπορεί να το νοιάζει εάν η Μαντάμ Μποβαρί θα ζήσει στο Παρίσι ή στην επαρχία κι έτσι να μην τρώγεται από κάτι που το βασανίζει.

Σε καιρούς που δεν χρειάζεσαι παρηγοριά, ένα καλό βιβλίο μπορεί να σε μεθύσει. Πρέπει όμως να του αφεθείς, να συγκεντρωθείς χωρίς ανυπομονησία. Δηλαδή να καθίσεις να ακούσεις τι έχει να σου πει. Να του θέσεις τα ερωτήματα που σε απασχολούν. Τα καλά βιβλία μπορείς να τα ρωτάς τα πιο δύσκολα πράγματα, όπως «πώς να ζήσω;». Δεν θα σου πουν ακριβώς. Μπορούν, όμως, να σε πάνε σ’ αυτήν τη διάσταση όπου όλα ανοίγουν και απλώνουν και όπου πολλά απ’ αυτά που θες γίνονται.

Όταν δεν έχεις ανάγκη απ’ αυτά, μπορείς να αφεθείς σε μια γαλήνια περιπλάνηση. Εγώ για τέτοιες περιπτώσεις επιλέγω έργα πολλών τόμων. Τα προτιμώ απ’ την ψυχαναγκαστική βόλτα σε σελίδες που σου γεμίζουν τον ύπνο ασυνάρτητο κουτσομπολιό, γκρίνια και σαχλαμάρα.

Όταν νιώθεις ότι βάλτωσες, ένα σωστά διαβασμένο βιβλίο μπορεί να σε ενεργοποιήσει, να σε επαναφέρει στο θαύμα της ζωής σου. Μπορεί να σε κάνει να θες να μυρίσεις κορμούς δέντρων, να θες να κολυμπήσεις σε λίμνες, να θες να ξαπλώσεις σε γρασίδια και να ρουφάς τις ηλιαχτίδες.

Εμένα πιο πολύ μ’ αρέσουν τα βιβλία που σε κάνουν να θες να διαβάσεις κι άλλα βιβλία. Όμως, μου αρέσουν και τα βιβλία που δείχνουν τη ζωή ως μια αλληλουχία επιλογών. Κάποια πράγματα σου τυχαίνουν, άλλα τα επιλέγεις. Μου αρέσουν οι ιστορίες όπου ο ήρωας ξεπέφτει, χάνει τον εαυτό του και τελικά όλα καταστρέφονται. Και μου αρέσουν κι αυτές που ούτε ξεπέφτει, ούτε πετυχαίνει, αλλά ζει τη ζωή του κανονικά, με αποτέλεσμα άλλοτε να πετυχαίνει κι άλλοτε να ξεπέφτει, ενώ η ιστορία αρθρώνεται με μαστοριά ως ένα σύνολο από επιλογές και τυχαιότητες.

Όταν ξεκινάς το διάβασμα, δεν χρειάζεται να ξέρεις κάτι. Και όσοι λένε το αντίθετο, μιλούν από μια δική τους ανάγκη να παραστήσουν πως κάνουν κάτι που «δεν είναι για όλους».

Όμως, το διάβασμα είναι σαν το τρέξιμο. Χρειάζεται, για αρχή, μόνο να θέλεις να το κάνεις. Να ξέρεις να κουνάς τα πόδια σου και ν’ ανασαίνεις. Δεν θα γίνουν όλοι δρομείς. Δεν χρειάζεται. Αλλά κανείς δεν έχασε ποτέ επειδή έτρεξε ένα εικοσάλεπτο το πρωί. Και κανείς δεν συμπάθησε ποτέ αυτούς τους περίεργους στα πάρκα που σου υποδεικνύουν τη βέλτιστη διαδρομή, το βέλτιστο κολάν και τον σωστό τρόπο να βάζεις το ένα πόδι μπροστά από τ’ άλλο.

Τα καλά γραμμένα βιβλία σε βάζουν στους κόσμους τους, δεν σε εξετάζουν ούτε σε αποκλείουν χωρίς λόγο. Αν είναι και καλά και δύσκολα, θα έχουν τους λόγους τους και τότε γίνονται προκλήσεις, αιτίες για να βελτιωθείς αναγνωστικά και να φτάσεις στο επίπεδο όπου μπορείς να τα απολαύσεις, αν θέλεις.

Δεν είχα στόχο να γράψω ένα εγκώμιο των βιβλίων. Τα κείμενα για τη «φιλαναγνωσία» και τον «χώρο του βιβλίου» μπορούν να ξεκάνουν και τον πιο καλόπιστο, μετρίως έξυπνο αναγνώστη.

Ήθελα να γράψω κάτι για τη ζωή με νόημα. Στο τέλος ενός καλού βιβλίου τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κι αυτό με κάνει να σκέφτομαι ότι ίσως η απάντηση στην ερώτηση «τι έχει νόημα τελικά» να βρίσκεται στον ξανακερδισμένο χρόνο, στον χρόνο που τον κάνεις κάτι, ενώ περνά, στη σωστή εστίαση της προσοχής, σε μια σειρά από περήφανες αρνήσεις σε χίλια δυο πράγματα που διεκδικούν το ενδιαφέρον μας και μας αδειάζουν. Οι ώρες θα περάσουν έτσι κι αλλιώς. Όμως είναι επιλογή μας πώς θα ‘μαστε στο τέλος διαφόρων μικρών διαδρομών στον χρόνο.

Όψεις του προσωπείου: Προσωπείο καρναβαλιού

Το καρναβάλι είναι η μεγάλη αγροτική τελετουργία που εορτάζει την ανακύκληση των εποχών και την αναγέννηση, εορταστική διαλεκτική του θανάτου και της ζωής. Το καρναβάλι συνδέεται με νεκρικές τελετές, καθώς με τη λήξη του αρχίζουν τελετές για τους νεκρούς. Στη Βραζιλία, λ.χ., το καρναβάλι, τόσο ερωτικό, τελειώνει με τη μεγάλη μετάνοια της Τετάρτης των Τεφρών. Στη Νικαράγουα, και γενικότερα στον καθολικό κόσμο, τη Μεγάλη Παρασκευή οι πιστοί ξορκίζουν τη θλίψη ντύνοντας με χρώμα τους δρόμους και τους εαυτούς τους, δίχως να καταστρέφουν το νόημα της ημέρας. Κάθε χρόνο αυτήν τη μέρα φορούν πολύχρωμες μάσκες και κυκλοφορούν στους δρόμους μεταφέροντας ηθοποιό που παριστά τον Χριστό, δημιουργώντας ένα περίεργο πανηγύρι χαρμολύπης. Και όπως στον Σοχό οι κουδουνοφόροι, εμφανή κατάλοιπα του σατυρικού χορού, βγαίνουν αμέσως μετά τα Θεοφάνεια, έτσι και στην Ιταλία οι μάσκες εμφανίζονται την Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνεια, στις 17.1., ημέρα του Αγίου Αντωνίου.

Στο καρναβάλι, είτε αυτό αποκρύπτει το σώμα, είτε το αποκαλύπτει (Βραζιλία), αναστέλλονται οι καθημερινές απαγορεύσεις, ενώ εξαίρεται η γονιμότητα με συμβολικές πράξεις (φαλλοφορία, βωμολοχίες, ταυτόχρονη μίμηση του γάμου και του θανάτου, χοροί, σκώμματα, βιαιοπραγίες, φαγοπότι, μέθη, τρέλα, αντιμετάθεση των κοινωνικών ρόλων, μασκάρεμα). Η γιορτή, το γέλιο, η μάσκα χειραφετούν τον άνθρωπο, ελευθερώνουν το πνεύμα και τον λόγο του από το επίσημο σύστημα με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του, αντικαθιστούν τη σοβαρότητα με τον ηδονισμό και την κραιπάλη, την άκαμπτη επισημότητα με την άκρα οικειότητα, ξεμασκαρεύουν το ψέμα, την υποκρισία, την απάτη των άλλων και του εαυτού, δεν σέβονται τον θάνατο, αλλά τον γελοιοποιούν, τον αντιμετωπίζουν με το γέλιο και τον ταυτίζουν τελικά με τη ζωή.Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το εξής: Η πανώλη που έπληξε την Ευρώπη το 1373 έγινε αφορμή ενός μυστικιστικού χορού που λεγόταν το Καρναβάλι της Απελπισίας. Οι πιστοί ξεκινούσαν μια θλιβερή λιτανεία. σε όλη τη διαδρομή αυτομαστιγώνονταν, ενώ άλλοι χόρευαν και αυτοσχεδίαζαν. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι εξιλεώνονταν και απέτρεπαν το κακό. Συχνά μάλιστα η μακάβρια πομπή μετατρεπόταν σε χορευτική ευφορία. Όταν η ένταση έφτανε στο αποκορύφωμα, κάποιος έπεφτε κάτω και παρίστανε τον νεκρό. Τότε άρχιζε ένας πένθιμος χορός και ακολουθούσε το φιλί της ζωής. Με το φιλί ο νεκρός είτε ανασταινόταν είτε όχι, γιατί αυτός που τον φιλούσε μπορεί να έφερε το μικρόβιο της αρρώστιας που μετέδιδε το φιλί. Αν έμενε νεκρός, η συντροφιά με αστεία και κωμικές κινήσεις προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει και να αναρρώσει.

Το καρναβάλι είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο κανονικό και το «άλλο», το αντίθετό του, ανάμεσα στο «πάνω» και το «κάτω» που αφορά την τοπογραφία του σώματος, αλλά και τις δομές και τις αξιολογικές ιεραρχίες της κοινωνίας. Εδώ, τα αντίθετα αντιμετωπίζονται σαν να είναι ανάλογα και οι αντιθέσεις τρέπονται σε ταυτότητες. Στην ουσία, πρόκειται για την πιο βαθιά κατάφαση προς την εσωτερική τάξη του κόσμου, στο μέτρο που η τάξη αυτή θεωρείται ταυτόσημη με την ανανέωση κάθε φθαρμένης μορφής της ζωής και της κοινωνίας. Το καρναβάλι καταργεί τη μονολογική και μονολιθική θεώρηση του ανθρώπου, για να φωτίσει τις αντιφάσεις του, την εσωτερική του πολλαπλότητα και την εγγενή του σχετικότητα.