300 ΗΛ. λέγοιμ᾽ ἄν, εἰ χρή (χρὴ δὲ πρὸς φίλον λέγειν),
τύχας βαρείας τὰς ἐμὰς κἀμοῦ πατρός.
ἐπεὶ δὲ κινεῖς μῦθον, ἱκετεύω, ξένε,
ἄγγελλ᾽ Ὀρέστηι τἀμὰ κἀκείνου κακά,
πρῶτον μὲν οἵοις ἐν πέπλοις αὐλίζομαι,
305 πίνωι θ᾽ ὅσωι βέβριθ᾽, ὑπὸ στέγαισί τε
οἵαισι ναίω βασιλικῶν ἐκ δωμάτων,
αὐτὴ μὲν ἐκμοχθοῦσα κερκίσιν πέπλους
ἢ γυμνὸν ἕξω σῶμα καὶ στερήσομαι
αὐτὴ δὲ πηγὰς ποταμίους φορουμένη.
310 ἀνέορτος ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη
ἀναίνομαι γυναῖκας οὖσα παρθένος,
αἰσχύνομαι δὲ Κάστορ᾽, ὃς πρὶν ἐς θεοὺς
ἐλθεῖν ἔμ᾽ ἐμνήστευεν, οὖσαν ἐγγενῆ.
μήτηρ δ᾽ ἐμὴ Φρυγίοισιν ἐν σκυλεύμασιν
315 θρόνωι κάθηται, πρὸς δ᾽ ἕδραισιν Ἀσίδες
δμωαὶ στατίζουσ᾽, ἃς ἔπερσ᾽ ἐμὸς πατήρ,
Ἰδαῖα φάρη χρυσέαις ἐζευγμέναι
πόρπαισιν. αἷμα δ᾽ ἔτι πατρὸς κατὰ στέγας
μέλαν σέσηπεν, ὃς δ᾽ ἐκεῖνον ἔκτανεν
320 ἐς ταὐτὰ βαίνων ἅρματ᾽ ἐκφοιτᾶι πατρί,
καὶ σκῆπτρ᾽ ἐν οἷς Ἕλλησιν ἐστρατηλάτει
μιαιφόνοισι χερσὶ γαυροῦται λαβών.
Ἀγαμέμνονος δὲ τύμβος ἠτιμασμένος
οὔπω χοάς ποτ᾽ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης
325 ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων.
μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις
ὁ κλεινός, ὡς λέγουσιν, ἐνθρώισκει τάφωι
πέτροις τε λεύει μνῆμα λάινον πατρός,
καὶ τοῦτο τολμᾶι τοὔπος εἰς ἡμᾶς λέγειν·
330 Ποῦ παῖς Ὀρέστης; ἆρά σοι τύμβωι καλῶς
παρὼν ἀμύνει; ταῦτ᾽ ἀπὼν ὑβρίζεται.
ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, ἱκετεύω σ᾽, ἀπάγγειλον τάδε.
πολλοὶ δ᾽ ἐπιστέλλουσιν, ἑρμηνεὺς δ᾽ ἐγώ,
αἱ χεῖρες ἡ γλῶσσ᾽ ἡ ταλαίπωρός τε φρὴν
335 κάρα τ᾽ ἐμὸν ξυρῆκες ὅ τ᾽ ἐκεῖνον τεκών.
αἰσχρὸν γάρ, εἰ πατὴρ μὲν ἐξεῖλεν Φρύγας,
ὁ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἕν᾽ εἷς ὢν οὐ δυνήσεται κτανεῖν,
νέος πεφυκὼς κἀξ ἀμείνονος πατρός.
ΧΟ. καὶ μὴν δέδορκα τόνδε, σὸν λέγω πόσιν,
340 λήξαντα μόχθου πρὸς δόμους ὁρμώμενον.
***
300 ΗΛΕ. Αν πρέπει, θα μιλήσω — κι έχω χρέος
να πω στους φίλους μου τις μαύρες τύχες
που βρήκαν τον πατέρα μου κι εμένα.
Κι αφού άρχισες τον λόγο, στον Ορέστη
παρακαλώ σε, ξένε, να ιστορήσεις
τις δικές μου συμφορές και του γονιού μου.
Και πρώτα κοίτα πώς είμαι ντυμένη,
πόση κακομοιριά μ᾽ έχει γεμίσει
και σε τί σπίτι κατοικώ, που εζούσα
κάποτε σε παλάτια βασιλιάδων·
μονάχη μου τα ρούχα υφαίνω, ειδάλλως
δεν θα ᾽χα φορεσιά και γυμνή θα ᾽μουν·
νερό από το ποτάμι κουβαλάω
310 και σε γιορτές δεν πάω και πανηγύρια.
Όντας παρθένα, ντρέπομαι τις άλλες
γυναίκες, ντρέπομαι τον συγγενή μου
Κάστορα, που πριν οι θεοί τον πάρουν
ήταν μαζί του να μ᾽ αρραβωνιάσουν.
Η μάνα μου όμως κάθεται σε θρόνο,
λάφυρα φρυγικά γεμάτη, δούλες
απ᾽ την Ασία στέκονται σιμά της
που εσκλάβωσε ο γονιός μου, και της Τροίας
τα πέπλα με χρυσές φορούνε πόρπες.
Το αίμα του πατέρα, μαύρο ακόμα,
σαπίζει στη σκεπή μας κι ο φονιάς του
320 στα ίδια πάνω αμάξια τριγυρίζει,
φουσκώνει απ᾽ το καμάρι του βαστώντας
στα ματωμένα χέρια του το σκήπτρο,
που το στρατό κυβέρναε των Ελλήνων
μ᾽ αυτό ο γονιός μου. Καταφρονεμένο
το μνήμα του Αγαμέμνονα, ως τα τώρα
ποτέ χοές δεν δέχτηκε ουδέ κλώνους
μυρτιάς· γυμνός ο τόπος της ταφής του,
δίχως στολίδια. Τύφλα στο μεθύσι
ο άντρας της μητέρας μου, ο σπουδαίος
όπως τον λεν, χοροπηδά στον τάφο
και τις ταφόπλακες πετροβολώντας
αυτά για μας τολμάει να λέει: «Πού είναι
ο γιος σου Ορέστης τώρα; Στέκει δίπλα
330 στον τύμβο σου κι ωραία τον προστατεύει;»
Γι᾽ αυτόν που λείπει τέτοιες ξεστομίζει
βρισιές. Όμως, ω! ξένε, σε ικετεύω
να του τα πεις. Πολλοί του παραγγέλνουν,
μα για τα λόγια τους εγώ η απόδειξη,
τα χέρια, η γλώσσα, η δύστυχη καρδιά μου,
και το κεφάλι μου το κουρεμένο,
κι ακόμη εκείνος που τον έχει σπείρει.
Γιατί ντροπή μεγάλη ᾽ναι γι᾽ αυτόν,
όντας απάνω στην ορμή της νιότης
και γιος πατέρα τόσο ξακουσμένου,
να μην μπορεί έναν άντρα να σκοτώσει,
ενώ ο γονιός του αφάνισε την Τροία.
ΧΟΡ. Μα νά τος, για τον άντρα σου μιλάω,
340 τέλειωσε τη δουλειά του και γυρίζει.
(Επιστρέφει ο γεωργός)
τύχας βαρείας τὰς ἐμὰς κἀμοῦ πατρός.
ἐπεὶ δὲ κινεῖς μῦθον, ἱκετεύω, ξένε,
ἄγγελλ᾽ Ὀρέστηι τἀμὰ κἀκείνου κακά,
πρῶτον μὲν οἵοις ἐν πέπλοις αὐλίζομαι,
305 πίνωι θ᾽ ὅσωι βέβριθ᾽, ὑπὸ στέγαισί τε
οἵαισι ναίω βασιλικῶν ἐκ δωμάτων,
αὐτὴ μὲν ἐκμοχθοῦσα κερκίσιν πέπλους
ἢ γυμνὸν ἕξω σῶμα καὶ στερήσομαι
αὐτὴ δὲ πηγὰς ποταμίους φορουμένη.
310 ἀνέορτος ἱερῶν καὶ χορῶν τητωμένη
ἀναίνομαι γυναῖκας οὖσα παρθένος,
αἰσχύνομαι δὲ Κάστορ᾽, ὃς πρὶν ἐς θεοὺς
ἐλθεῖν ἔμ᾽ ἐμνήστευεν, οὖσαν ἐγγενῆ.
μήτηρ δ᾽ ἐμὴ Φρυγίοισιν ἐν σκυλεύμασιν
315 θρόνωι κάθηται, πρὸς δ᾽ ἕδραισιν Ἀσίδες
δμωαὶ στατίζουσ᾽, ἃς ἔπερσ᾽ ἐμὸς πατήρ,
Ἰδαῖα φάρη χρυσέαις ἐζευγμέναι
πόρπαισιν. αἷμα δ᾽ ἔτι πατρὸς κατὰ στέγας
μέλαν σέσηπεν, ὃς δ᾽ ἐκεῖνον ἔκτανεν
320 ἐς ταὐτὰ βαίνων ἅρματ᾽ ἐκφοιτᾶι πατρί,
καὶ σκῆπτρ᾽ ἐν οἷς Ἕλλησιν ἐστρατηλάτει
μιαιφόνοισι χερσὶ γαυροῦται λαβών.
Ἀγαμέμνονος δὲ τύμβος ἠτιμασμένος
οὔπω χοάς ποτ᾽ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης
325 ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων.
μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις
ὁ κλεινός, ὡς λέγουσιν, ἐνθρώισκει τάφωι
πέτροις τε λεύει μνῆμα λάινον πατρός,
καὶ τοῦτο τολμᾶι τοὔπος εἰς ἡμᾶς λέγειν·
330 Ποῦ παῖς Ὀρέστης; ἆρά σοι τύμβωι καλῶς
παρὼν ἀμύνει; ταῦτ᾽ ἀπὼν ὑβρίζεται.
ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, ἱκετεύω σ᾽, ἀπάγγειλον τάδε.
πολλοὶ δ᾽ ἐπιστέλλουσιν, ἑρμηνεὺς δ᾽ ἐγώ,
αἱ χεῖρες ἡ γλῶσσ᾽ ἡ ταλαίπωρός τε φρὴν
335 κάρα τ᾽ ἐμὸν ξυρῆκες ὅ τ᾽ ἐκεῖνον τεκών.
αἰσχρὸν γάρ, εἰ πατὴρ μὲν ἐξεῖλεν Φρύγας,
ὁ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἕν᾽ εἷς ὢν οὐ δυνήσεται κτανεῖν,
νέος πεφυκὼς κἀξ ἀμείνονος πατρός.
ΧΟ. καὶ μὴν δέδορκα τόνδε, σὸν λέγω πόσιν,
340 λήξαντα μόχθου πρὸς δόμους ὁρμώμενον.
***
300 ΗΛΕ. Αν πρέπει, θα μιλήσω — κι έχω χρέος
να πω στους φίλους μου τις μαύρες τύχες
που βρήκαν τον πατέρα μου κι εμένα.
Κι αφού άρχισες τον λόγο, στον Ορέστη
παρακαλώ σε, ξένε, να ιστορήσεις
τις δικές μου συμφορές και του γονιού μου.
Και πρώτα κοίτα πώς είμαι ντυμένη,
πόση κακομοιριά μ᾽ έχει γεμίσει
και σε τί σπίτι κατοικώ, που εζούσα
κάποτε σε παλάτια βασιλιάδων·
μονάχη μου τα ρούχα υφαίνω, ειδάλλως
δεν θα ᾽χα φορεσιά και γυμνή θα ᾽μουν·
νερό από το ποτάμι κουβαλάω
310 και σε γιορτές δεν πάω και πανηγύρια.
Όντας παρθένα, ντρέπομαι τις άλλες
γυναίκες, ντρέπομαι τον συγγενή μου
Κάστορα, που πριν οι θεοί τον πάρουν
ήταν μαζί του να μ᾽ αρραβωνιάσουν.
Η μάνα μου όμως κάθεται σε θρόνο,
λάφυρα φρυγικά γεμάτη, δούλες
απ᾽ την Ασία στέκονται σιμά της
που εσκλάβωσε ο γονιός μου, και της Τροίας
τα πέπλα με χρυσές φορούνε πόρπες.
Το αίμα του πατέρα, μαύρο ακόμα,
σαπίζει στη σκεπή μας κι ο φονιάς του
320 στα ίδια πάνω αμάξια τριγυρίζει,
φουσκώνει απ᾽ το καμάρι του βαστώντας
στα ματωμένα χέρια του το σκήπτρο,
που το στρατό κυβέρναε των Ελλήνων
μ᾽ αυτό ο γονιός μου. Καταφρονεμένο
το μνήμα του Αγαμέμνονα, ως τα τώρα
ποτέ χοές δεν δέχτηκε ουδέ κλώνους
μυρτιάς· γυμνός ο τόπος της ταφής του,
δίχως στολίδια. Τύφλα στο μεθύσι
ο άντρας της μητέρας μου, ο σπουδαίος
όπως τον λεν, χοροπηδά στον τάφο
και τις ταφόπλακες πετροβολώντας
αυτά για μας τολμάει να λέει: «Πού είναι
ο γιος σου Ορέστης τώρα; Στέκει δίπλα
330 στον τύμβο σου κι ωραία τον προστατεύει;»
Γι᾽ αυτόν που λείπει τέτοιες ξεστομίζει
βρισιές. Όμως, ω! ξένε, σε ικετεύω
να του τα πεις. Πολλοί του παραγγέλνουν,
μα για τα λόγια τους εγώ η απόδειξη,
τα χέρια, η γλώσσα, η δύστυχη καρδιά μου,
και το κεφάλι μου το κουρεμένο,
κι ακόμη εκείνος που τον έχει σπείρει.
Γιατί ντροπή μεγάλη ᾽ναι γι᾽ αυτόν,
όντας απάνω στην ορμή της νιότης
και γιος πατέρα τόσο ξακουσμένου,
να μην μπορεί έναν άντρα να σκοτώσει,
ενώ ο γονιός του αφάνισε την Τροία.
ΧΟΡ. Μα νά τος, για τον άντρα σου μιλάω,
340 τέλειωσε τη δουλειά του και γυρίζει.
(Επιστρέφει ο γεωργός)