Το κέιμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το – ανέκδοτο στα ελληνικά – βιβλίο
του Wilhelm Reich με τίτλο
Die Funktion des
orgasmus (1927) το οποίο κυκλοφορεί στα αγγλικά με τον τίτλο
Genitality, in the theory and therapy of neurosis. Το απόσπασμα που μεταφράζεται
– πρόχειρα – εδώ, αναφέρεται στη συσχέτιση σεξουαλικής ικανοποίησης και
ικανότητας για εργασία. Αν και αποτελεί ένα από τα πρώιμα κείμενα του Ράιχ, ήδη
παρατηρείται μια απόσταση από την ψυχανάλυση (στα πλαίσια της οποίας βρίσκεται
αυτή η εργασία) και τίθεται υπό συζήτηση η υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση.
Εδώ θα εξετάσουμε τη δυνατότητα για εργασία, ανεξάρτητα από το είδος αυτής.
Οι λειτουργίες του ψυχικού μηχανισμού καθορίζονται από την αλληλεπίδραση μεταξύ
διαφόρων αναγκών και εντάσεων, από τη μια πλευρά, και κοινωνικών
επιδράσεων-επιρροών από την άλλη. Το ακριβές περιεχόμενο και η μορφή της
δραστηριότητας μέσω της οποίας οι βιολογικές ανάγκες πιέζουν για ικανοποίηση
καθορίζονται τόσο από τις άμεσες όσο και από τις ευρύτερες κοινωνικές
συνθήκες.
Συνεπώς, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πως λειτουργεί ο ψυχικός μηχανισμός,
πρέπει να διαχωρίσουμε εκείνες τις ανάγκες που στηρίζονται σε φυσιολογικές και
βιολογικά σημαντικές διαδικασίες από τις αλλοτριωμένες, εκείνες τις ποσοτικές
και ποιοτικές μεταβολές των βασικών ανθρωπίνων αναγκών, που επιβάλλονται από την
κοινωνική ζωή.
Η
“ευχαρίστηση στην εργασία” και η
“ικανότητα για
εργασία” είναι απλές συσχετίσεις των κυρίαρχων οικονομικών δυναμικών.
“Ευχαρίστηση σε ποιά εργασία;” “Ικανοποίηση για εργασία σε ποιο κλάδο των
κοινωνικών αναγκών;” Αυτά είναι ερωτήματα καθαρά κοινωνικής φύσης. Η κοινωνική
κατάσταση – κυρίως η οικογενειακή κατάσταση στην οποία το άτομο αναπτύσσεται –
καθορίζει το ιδιαίτερο περιεχόμενο που θα δεσμέυσει τις υπάρχουσες ορμές.
Για παράδειγμα, το αν μια ισχυρή καταστροφική ορμή θα βρει ικανοποίηση στις
δραστηριότητες ενός χασάπη, ενός στρατιώτη ή ενός χειρούργου δεν αποφασίζεται
από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ίδιας της ορμής αλλά από οικονομικές,
κοινωνικές και οικογενειακές περιστάσεις στις οποίες αυτή η ορμή αναπτύσσεται. Η
δομή της αγοράς εργασίας είναι η πιο αποφασιστική.
Αυτή καθορίζει το αν μια κλίση μπορεί να πραγματωθεί ή όχι. Ούτε πρέπει να
ξεχνιέται ότι ένα μέλος της καταπιεζόμενης τάξης πρέπει να υπακούσει αυτές τις
οικονομικές αναγκαιότητες αντί για τις ατομικές του κλίσεις. Μόνο μεταξύ της
ανώτερης αστικής τάξης και σε ορισμένους κύκλους μικροαστών διανοούμενων δίνεται
ένα ορισμένο ποσοστό ελευθερίας κινήσεων στις ατομικές κλίσεις.
Συνεπώς, ανεξάρτητα του αν το ερώτημα της ικανότητας για εργασία αναφέρεται
σε εργασία σε ένα εργοστάσιο, ένα γραφείο ή ένα πολιτικό κόμμα, ο θεμελιώδης
κανόνας που καθορίζει τη ψυχική δομή “ικανότητα για εργασία” (που δεν πρέπει να
συγχέεται με την “ευχαρίστηση στην εργασία”) παραμένει ίδιος εκεί όπου
επικρατούν όμοιες κοινωνικές συνθήκες. Μόνο η ευχαρίστηση στην εργασία θα
διαφέρει, αναλόγος του αν η οικονομική αναγκαιότητα εναρμονίζεται ή όχι με τις
ατομικές κλίσεις.
Δοσμένης της σημερινής κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας και της
επικρατούσας ανεργίας, το ζήτημα της ικανότητας για εργασία είναι μεγάλης
σημασίας για τους εργάτες και τους υπαλλήλους: ο ψυχικός τους μηχανισμός πρέπει
να τους παρέχει την εργασιακή ενέργεια που απαιτεί η οικονομική κατάσταση,
διαφορετικά θα βυθιστούν στην αθλιότητα. Αυτό το θέμα είναι πολύ μακριά από κάθε
ζήτημα κλίσεων· αυτό δύσκολα λαμβάνεται υπόψιν. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
εδώ η υγιείς ρύθμιση της σεξουαλικής ενέργειας είναι κρίσιμη.
Χάρην σαφήνειας, πρέπει να κάνουμε διαχωρισμό μεταξύ σεξουαλικής ενέργειας η
οποία μπορεί να εξιδανικευτεί και εκείνης η οποία όχι. Αυτός ο διαχωρισμός είναι
αρκετά χαλαρός, λαμβανομένου υπόψιν ότι η συνοριακή γραμμή ποικίλει με τα άτομα
και ακόμη και στο ίδιο άτομο σε διαφορετικές στιγμές. Η ποσότητα του υπολοίπου
που δεν μπορεί να εξιδανικευτεί και πιέζει για άμεση ικανοποίηση ποικίλει και
εξαρτάται από τη φύση της υπάρχουσας ψυχικής σύγκρουσης του ατόμου, την
οικονομική κατάσταση, τη κοινωνική θέση και πολλούς πρόσθετους παράγοντες για να
περιληφθούν σε μια γενίκευση. Η ηλικία επίσης παίζει κάποιο ρόλο.
Αν και οι ποσότητες της σεξουαλικής ενέργειας που δεν μπορεί να εξιδανικευτεί
είναι απροσδιόριστες για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, μπορεί να υποστηριχτεί
ότι, ποιοτικός η ενέργεια είναι κυρίως γενετήσια ενέργεια. Αυτό φαίνεται από την
αντίστροφη σχέση μεταξύ της σεξουαλικής δραστηριότητας και την κοινωνική
παραγωγικότητα του ατόμου.
1. Η χαμηλή κοινωνική παραγωγικότητα αυξάνει την σεξουαλική διέγερση. Οι
δηλώσεις ανέργων εργατών που έχουν καταδικαστεί σε μεγάλες περιόδους αδράνειας,
αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Κατά τη περίοδο που είναι άνεργοι υποφέρουν
πολύ πιο έντονα από σεξουαλική διέγερση απ’ ότι όταν εργάζονται. Όταν ένα άτομο
είναι δεσμευμένο σε έντονη κοινωνική δραστηριότητα, η ενέργεια αποσύρεται από
σεξουαλικές ιδέες και φαντασιώσεις.
Οι περισσότεροι σεξολόγοι έχουν βγάλει το λανθασμένο συμπέρασμα ότι η
εντατική εργασία επιτρέπει σε κάποιον να εγκαταλείψει εξ’ ολοκλήρου την
σεξουαλική δραστηριότητα. Ωστόσο, αυτό είναι αλήθεια μόνο σε ορισμένο βαθμό και
μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο ποικίλει από άτομο σε άτομο.
Στην πραγματικότητα στην Κλινική Εργασιακών Διαταραχών, το ακριβώς αντίθετο
αποδείχτηκε.
2. Η σεξουαλική ικανοποίηση αυξάνει την ικανότητα για εργασία. Αυτή η σχέση
μεταξύ ικανοποίησης της μη-εξιδανικευμένης σεξουαλικής ενέργειας και της
παραγωγικής εξιδανίκευσης δεν είναι γενικά γνωστή αλλά σίγουρα είναι το πιο
σπουδαίο ζήτημα. Επίσης, δεν είναι εύκολα κατανοητό με τη πρώτη ματιά. Μια
παρατήρηση η οποία μπορεί να γίνει και να ξαναγίνει είναι ότι κάποιος νιώθει
περισσότερη ή λιγότερη απροθυμία να εργαστεί μετά από μη ικανοποιητική συνουσία,
ενώ η χαρά στην εργασία ξαφνικά αυξάνει έπειτα από μια ικανοποιητική σεξουαλική
εμπειρία.
Το πρώτο φαινόμενο είναι εύκολα κατανοητό, βάση όσων προείπαμε: επειδή η
σεξουαλικότητα είναι ανικανοποίητη, το ενδιαφέρον παραμένει αγγιστρωμένο κύρια
σε σεξουαλικές ιδέες και παρεμποδίζει την εργασία. Το δεύτερο φαινόμενο μπορεί
να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, μετά την ικανοποίηση, οι σεξουαλικές ιδέες
χάνουν προσωρινά την ενέργεια κάθεξης, έτσι η εργασία δεν διαταράσεται από
σεξουαλική ένταση.
Αλλά από που προέρχεται η αύξηση της ικανότητας για εργασία; Εδώ πρέπει να
εξετάσουμε τι έχει γίνει η σεξουαλική ενέργεια μετά την επίτευξη της
ικανοποίησης. Καταρχήν μετατρέπεται από την κατάσταση της έντασης σε αυτή της
χαλάρωσης. Τώρα τί της συμβαίνει; Μια τυπική παρατήρηση μας δίνει την απάντηση.
Από απλή φαινομενική οπτική, μετά από μια ικανοποιητική σεξουαλική εμπειρία, μια
αυξανόμενη αίσθηση αυτοπεποίθησης μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και μια πιο πλήρης
αίσθηση δύναμης μπορεί να παρατηρηθεί.
Αντιθέτως, μετά από μια μη ικανοποιητική σεξουαλική εμπειρία, οι άνθρωποι
παραμένουν πιεσμένοι από στενοχώρια, ανησυχία και μειωμένη αυτοπεποίθηση. Αυτό
επιτρέπει το συμπέρασμα ότι, όταν οι σεξουαλικές ιδέες έχουν ικανοποιηθεί, η
ελέυθερη, μη εξιδανικευμένη σεξουαλική ενέργεια μετατρέπεται σε ναρκισιστική
libido, δηλαδή, σε μια ποιοτικά διαφορετική κατάσταση. Η αυξημένη αίσθηση
δύναμης και αυτοπεποίθησης προέρχεται από αυτό και είναι η αιτία της αυξημένης
παραγωγικότητας.
Η σεξουαλική ικανοποίηση λοιπόν, συνεπάγεται ξαλάφρωμα του σεξουαλικού
μηχανισμού και ταυτόχρονα ενδυνάμωση του συστήματος εξιδανίκευσης.
Σε κάθε εξιδανίκευση μπορούν να διακριθούν
τρία ενστικτικά επίπεδα:
α) Μόνιμη απόκλιση της καταστροφικής επιθετικότητας από αποδοκιμασία
καταστροφής (κοινοτική συνείδηση, γενικό ενδιαφέρον σε κοινωνικά σημαντικά
επιτεύγματα, κοινωνική συνείδηση και δράση).
β)
Μόνιμη απόκλιση προγενετήσιων ορμών από αυτοερωτικούς σκοπούς (ορισμένοι τύποι
κοινωνικής δράσης, πολιτιστικά ενδιαφέροντα, επιστήμη, τέχνη, οικονομικά
συμφέροντα, φιλοδοξίες κλπ)
γ) Μη εξιδανικευμένα γενετήσιο ενδιαφέρον που
συντηρείται μόνιμα, τρυφερές σχέσεις και περιοδικές εναλλαγές με παρορμήσεις
οργαστικής εξάρτησης.
Η ακόλουθη αποδέσμευση στον
οργασμό, προσκολείται στις υπάρχουσες εξιδανικευμένες τάσεις.
Αν και ίσως η ψυχαναλυτική θέση ότι η αχρησιμοποίητη σεξουαλική ενέργεια
μετατρέπεται σε εργασιακή ενέργεια είναι σωστή, περιλαμβάνει μια άκαμπτη και
μηχανιστική οπτική της ενεργειακής μετατροπής, αν αυτό σημαίνει μια μείωση της
ποσότητας της σεξουαλικής ενέργειας και μια ταυτόχρονη αύξηση της ικανότητας για
εργασία. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αυτή η άποψη θα οδηγήσει στο παράλογο
συμπέρασμα ότι όσο περισσότερη είναι η εργασία που πρέπει να γίνει, τόσο
μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο σεξουαλικός περιορισμός.
Είναι εύκολο να φτάσουμε σε διατυπώσεις όπως αυτή αν η θέση “ο πολιτισμός και
η κουλτούρα αναπτύσονται εις βάρος της ικανοποίησης των ορμών” παρθεί
αποσπασματικά και μηχανιστικά. Η αδυναμία διαχωρισμού μεταξύ γενετήσιας και
προγενετήσιας σεξουαλικότητας οδηγεί σε τέτοιες μηχανιστικές αντιλήψεις της
εξιδανίκευσης (“όσο λιγότερη σεξουαλική δραστηριότητα, τόσο μεγαλύτερη η απόδοση
στην εργασία”) και είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της καταναγκαστικής
σεξουαλικής ηθικής που εξακολουθεί να εξουσιάζει την επιστήμη της
σεξουαλικότητας.
Η σχέση της σεξουαλικής ικανοποίησης προς την παραγωγικότητα της εργασίας
είναι διαλεκτική και έτσι πρέπει να διατυπωθεί διαλεκτικά. Σε ένα ορισμένο
ποσοστό, το οποίο θα ποικίλει από άτομο σε άτομο, ο περιορισμός της σεξουαλικής
δραστηριότητας θα υποδαυλίσει εργασιακή παραγωγικότητα. Συνεχιζόμενη, όμως, πέρα
από ένα ορισμένο σημείο, η διαδικασία αντιστρέφεται. Το ενδιαφέρον δεν μπορεί
πια να μετατραπεί και η σεξουαλική ενέργεια που ούτε μετατρέπεται ούτε
ικανοποιείται αλλά μόνο καταπιέζεται, διαταράσσει την ικανότητα για εργασία. Η
ελέυθερη, περιοδικά ικανοποιούμενη γενετησιότητα είναι το προαπαιτούμενο για μια
χωρίς προβλήματα μετατροπή του ενδιαφέροντος. Έτσι, είναι σημαντικό να
σημειώσουμε τα ακόλουθα γεγονότα:
α) Η μη γενετήσια ενέργεια είναι σε μεγάλη ποσότητα επιρρεπής στην
εξιδανίκευση· η γενετήσια ενέργεια είναι μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Αλλά
και η δεκτικότητα της μη γενετήσιας ενέργειας στην εξιδανίκευση καθορίζεται από
την κατάσταση της γενετήσιας ενέργειας.
β) Όταν λιγότερη ενέργεια βρίσκεται σε κάθεξη σε επιδιώξης μη γενετήσιων
ορμών, η ικανότητα εξιδανίκευσης αυξάνει· όταν υπάρχει περισσότερη ενέργεια
κάθεξης, αυτή η ικανότητα μειώνεται.
γ) Υπό συνθήκες υψηλής έντασης, η γενετήσια ενέργεια επιδεικνύει μια
διαφορετική σχέση προς την εξιδανίκευση (προκαλεί αναστάτωση) απ’ ότι αυτή της
ενέργειας υπό συνθήκες χαλαρότητας και ικανοποίησης.
3. Μακροπρόθεσμα, η ανικανοποίητη σεξουαλικότητα διαταράσει την ικανότητα για
εργασία. Ας σκεφτούμε την κατάσταση ενός ανθρώπου που ζει σε εγκράτεια και στον
οποίο σημαντικές ποσότητες σεξουαλικής ενέργειας διοχετεύεται σε κοινωνική
παραγωγικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ενέργειες κάθεξης συνδέονται με μη σεξουαλικές
δραστηριότητες ενώ το υπόλοιπο της libido που δεν μπορεί να εξειδανικευτεί μένει
αχρησιμοποίητο.
Αυτή η μη αποφορτισμένη libido είναι σε μια κατάσταση έντασης, γεγονός που
παραμένει ασήμαντο για όσο καιρό η ένταση δεν ξεπερνά ορισμένα όρια. Ωστόσο, δύο
αξιοσημείωτα φαινόμενα αποδεικνύουν ότι η σεξουαλική ένταση αυξάνει σταθερά παρά
την εντατική εργασία: πρώτον, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία και ισχυροποίηση των
συνειδητών και ασύνειδων σεξουαλικών φαντασιώσεων· δεύτερον, υπάρχει μια ένταση
της εργασιακής δραστηριότητας η οποία πηγάζει από μια εσωτερική πίεση παρά από
εξωτερική ανάγκη.
Η κοινωνική εκπλήρωση συνήθως πέρνει τρομερή ποιότητα· το άτομο που
εξετάζουμε είναι ανίκανο να επιτρέψει στον εαυτό του οποιαδήποτε ξεκούραση. Η
ανάλυση δείχνει αμέσως ότι αυτοί οι άνθρωποι εμποδίζουν την ξεκούραση γιατί την
φοβούνται· η ξεκούραση ίσως οδηγήσει σε σεξουαλικές φαντασιώσεις.
Αυτή η διαδικασία της από αντίδραση κατάπνιξης της αισθησιακής επιθυμίας
είναι βαθμιαία αυξανόμενη. Γι’ αυτό το λόγο, η “τρομερή επιθυμία για εργασία”
διαρκώς δυναμώνει, μέχρι που κάποια μέρα η υποκατάσταση κάνει απότομα νερά. Η
διαδικασία αυτή είναι επίσης βαθμιαία αυξανόμενη. Η σεξουαλική λίμναση, η οποία
έχει γίνει τελικά τόσο μεγάλη που δεν μπορεί πια να τοποθετηθεί στην εργασία,
σχίζει μια τρύπα στην υποκατάσταση και η σεξουαλική ενέργεια αρχίζει να
ξεχυλίζει, μεγαλώνοντας προοδευτικά το σχίσιμο.
Αλλά αυτή η αναταραχή δεν προκύπτει χωρίς να ανανεώνει τις προσπάθειες για
υποκατάσταση. Η όλη διαδικασία ίσως πάρει βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια, αλλά
το τελικό αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο: νευρωτική εργασιακή διαταραχή.
Μια σεξουαλική ζωή στην οποία η ικανοποίηση των προγενετήσιων τάσεων παίζουν
μεγαλύτερο ρόλο από την γενετήσια υπεροχή, είναι επομένος αντιοικονομική και μη
ικανοποιητική και θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις
υπάρχει μια αναχαίτηση της γενετήσιας αγάπης και της γενετήσιας λειτουργίας
(σεξουαλική δυσλειτουργία στους άντρες και μειωμένη ή ανύπαρκτη ικανότητα
γενετήσιας εμπειρίας στις γυναίκες), η οποία ενδυναμώνει τις μη γενετήσιες
τάσεις.
Αυτή η ενδυνάμωση, ειδωμένη απλά με όρους οικονομίας της σεξουαλικής
ενέργειας, είναι βλαβερή· οι προγενετήσιες ορμές δημιουργούν περισότερη
σεξουαλική διέγερση από αυτή που μπορεί να ανακουφιστεί μέσω της ικανοποίησης
αυτών των ορμών μόνο. Για παράδειγμα, ο στοματικός ερωτισμός εξουσιάζει τη
σεξουαλική ζωή πολλών γυναικών και το φιλί είναι πολύ πιο σημαντικό σε αυτές απ’
ότι η σεξουαλική επαφή. Μολονότι αυτή η στοματική-ερωτική σεξουαλική
δραστηριότητα θα κινητοποιήσει όλη την ελεύθερη libido, ταυτόχρονα κολπική
αναισθησία θα απαγορεύσει την ικανοποίηση.
Αυτό είναι αλήθεια για όλων των ειδών τις σεξουαλικές δραστηριότητες που δεν
τελειώνουν με αποκορύφωση στην σεξουαλική πράξη. Το να υποστηρίζεις ότι ο
καθένας επιτυγχάνει σεξουαλική ικανοποίηση με τον δικό του τρόπο είναι σωστό
μόνο εξετάζοντας την διέγερση στα προκαταρκτικά ερωτικά παιχνίδια. Εδώ η
ατομικότητα έχει τον πρώτο λόγο. Αλλά η τελική ικανοποίηση είναι από τη φύση,
δηλαδή, φυσιολογικά, δεσμευμένη στον γενετήσιο μηχανισμό· μόνο ο γενετήσιος
μηχανισμός μπορεί να προσφέρει οργαστική ικανοποίηση.
Με όρους της μακροπρόθεσμης ικανότητας για εργασία, η ανεπαρκής σεξουαλική
ικανοποίηση συχνά οδηγεί σε σεξουαλική καταπίεση και νευρωτική αρρώστια πιο
γρήγορα απ’ ότι η ολοκληρωτική αποχή όταν είναι παρόν ένα ισχυρό κίνητρο. Οι
σεξουαλικές φαντασιώσεις είναι πιο συνειδητές, πιο άφθονες και πιο ενοχλητικές,
επειδή η από αντίδραση υποκατάσταση είναι λιγότερο επιτυχής. Αλλά κάποιες φορές
ένα άτομο απελευθερώνει τον εαυτό του από την οδυνηρή σεξουαλική διέγερση με μια
καταναγκαστική πράξη, θέτοντας σε κίνηση τον ίδιο μηχανισμό που λειτουργεί στο
άτομο που έχει ζήσει σε εγκράτεια για εξωτερικούς λόγους.
Η υποκατάσταση δια μέσω κοινωνικών
επιτευγμάτων γίνεται τότε πιο επιτυχής.
Η ικανότητα για εργασία δεν διαταράσεται μόνο από την άμεση
σύγκρουση-καταπίεση των σεξουαλικών φαντασιώσεων· η ενέργεια αποσύρεται επίσης
από το σύστημα εξιδανίκευσης με τον ακόλουθο τρόπο: Όπως είπαμε προηγούμενα, η
ενέργεια που παρέχεται σε κοινωνικά επιτεύγματα προέρχεται κύρια από
προγενετήσιες και επιθετικές ορμές που έχουν εκτραπεί απ’ τους σκοπούς τους. Αν
δεν επιτρέπεται στην μη εξειδανικευμένη libido περιοδική ικανοποίηση, πρώτα θα
περιοριστεί και στη συνέχεια θα ξεχυθεί σαν χείμαρος στις προγενετήσιες και
επιθετικές ορμές, ενισχύοντάς τες χωρίς να προσελκύει τα επιτεύγματα.
Αντιθέτως,
η σεξουαλική ενέργεια που ήδη δεσμεύεται σε κοινωνικά επιτεύγματα εύκολα
απελευθερώνει τον εαυτό της από τη διαδικασία εξιδανίκευσης όταν οι αρχικοί
σκοποί αναζωογονούνται από την εισροή μη εξιδανικευμένης libido στα συστήματά
τους· ως αποτέλεσμα, η διαδικασία εξιδανίκευσης και οι αντίστοιχες νηπιακές
(προγενετήσιες) επιδιώξεις αρχίζουν τότε να συναγωνίζονται μεταξύ τους.
Επιπλέον, καθώς οι νηπιακές απαιτήσεις γίνονται πιο έντονες σε αναλογία με
τον βαθμό έλλειψης της πραγματικής σεξουαλικής ικανοποίησης και καθώς, ακόμη
περισσότερο, οι εξειδανικεύσεις είναι κοινωνικά επιβαλόμενες δραστηριότητες της
libido, είναι φανερό ότι ολόκληρο το περήφανο οικοδόμημα των εξειδανικεύσεων
μπορεί πολύ εύκολα να καταρρεύσει, όπως μπορούμε να δούμε σε τόσες πολλές
ξαφνικές οξείες εργασιακές διαταραχές.
Σαν συμπέρασμα, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι διαφορετικά κοινωνικά
επιτεύγματα έχουν διαφορετικό ψυχικό ή, ανάλογα με την περίπτωση, ναρκισιστικό
σθένος. Είναι ξεκάθαρο ότι, σαν εξειδανικεύσεις, επιστημονικά και καλλιτεχικά
επιτεύγματα έχουν μεγαλύτερη ναρκισιστική-ικανοποιητική αξία. Δεν έχει ποτέ
αναληφθεί μια συστηματική έρευνα για να διακρίνει το αν ένας ανθρακωρύχος
χρησιμοποιεί περισσότερη ή λιγότερη ψυχική ενέργεια απ’ ότι ένας
επιστήμονας.
Αλλά ο ναρκισιστικός-ικανοποιητικός παράγοντας της εργασίας των ανθρακωρύχων
– υποθέτοντας ίδια κατανάλωση ενέργειας – είναι αναμφίβολα πολύ πιο κάτω απ’
αυτή των επιστημόνων. Αυτό δεν μπορεί να είναι αδιάφορο ζήτημα από την άποψη της
σεξουαλικής οικονομίας. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για “εργασία
ανθρακωρύχων” γενικά· το ζήτημα των εργασιακών επιτευγμάτων δεν μπορεί ποτέ να
ανακοπεί από τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες.