ΚΛ. ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων τόδε,
οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους
λέξαι πρὸς ὑμᾶς· ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει
τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν. οὐκ ἄλλων πάρα
μαθοῦσ᾽, ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον
860 τοσόνδ᾽ ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ᾽ Ἰλίῳ.
τὸ μὲν γυναῖκα πρῶτον ἄρσενος δίχα
ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον κακόν,
πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους·
καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ᾽ ἐπεσφέρειν κακοῦ
865 κάκιον ἄλλο, πῆμα λάσκοντας δόμοις.
καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν
ἀνὴρ ὅδ᾽, ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο
φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν.
εἰ δ᾽ ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι,
870 τρισώματός τἄν, Γηρυὼν ὁ δεύτερος,
[πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω,]
χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν,
ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι.
τοιῶνδ᾽ ἕκατι κληδόνων παλιγκότων
875 πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης
ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν λελημμένης.
ἐκ τῶνδέ τοι παῖς ἐνθάδ᾽ οὐ παραστατεῖ,
ἐμῶν τε καὶ σῶν κύριος πιστωμάτων,
ὡς χρῆν, Ὀρέστης· μηδὲ θαυμάσῃς τόδε.
880 τρέφει γὰρ αὐτὸν εὐμενὴς δορύξενος
Στροφίος ὁ Φωκεύς, ἀμφίλεκτα πήματα
ἐμοὶ προφωνῶν, τόν θ᾽ ὑπ᾽ Ἰλίῳ σέθεν
κίνδυνον, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία
βουλὴν καταρρίψειεν, ὥς τε σύγγονον
885 βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον.
τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει.
ἔμοιγε μὲν δὴ κλαυμάτων ἐπίσσυτοι
πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ᾽ ἔνι σταγών.
ἐν ὀψικοίτοις δ᾽ ὄμμασιν βλάβας ἔχω
890 τὰς ἀμφί σοι κλαίουσα λαμπτηρουχίας
ἀτημελήτους αἰέν. ἐν δ᾽ ὀνείρασιν
λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην
ῥιπαῖσι θωύσσοντος, ἀμφί σοι πάθη
ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου.
895νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ᾽, ἀπενθήτῳ φρενὶ
λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα,
σωτῆρα ναὸς πρότονον, ὑψηλῆς στέγης
στῦλον ποδήρη, μονογενὲς τέκνον πατρί,
καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοις παρ᾽ ἐλπίδα,
900 κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος,
ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος.
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν.
τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν.
φθόνος δ᾽ ἀπέστω. πολλὰ γὰρ τὰ πρὶν κακὰ
905 ἠνειχόμεσθα. νῦν δέ μοι, φίλον κάρα,
ἔκβαιν᾽ ἀπήνης τῆσδε, μὴ χαμαὶ τιθεὶς
τὸν σὸν πόδ᾽, ὦναξ, Ἰλίου πορθήτορα.
δμῳαί, τί μέλλεθ᾽, αἷς ἐπέσταλται τέλος
πέδον κελεύθου στορνύναι πετάσμασιν;
910 εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος
ἐς δῶμ᾽ ἄελπτον ὡς ἂν ἡγῆται Δίκη.
τὰ δ᾽ ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ νικωμένη
θήσει — δικαίως σὺν θεοῖς εἱμαρμένα.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Γέροντες σεβαστοί, μες στο Άργος πρώτοι απ᾽ όλους,
δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση αγάπη
που αιστάνομαι του αντρός μου· γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει
τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο· δεν τα ᾽χω ακούσει
απ᾽ άλλους, τα δικά μου θενα πω τα πάθη
860 τόσον καιρό πόλειπ᾽ αυτός κάτω στην Τροία:
Και πρώτα δίχως άντρα κι έρμη μες στο σπίτι
είναι φριχτό κακό να κάθεται η γυναίκα
κι όλο ν᾽ ακούει πολλά συφοριασμένα λόγια,
που μόλις μπαίνει ο ένας με κακά μαντάτα,
χειρότερη άλλη συμφορά να φέρνει ο άλλος·
κι αν τόσες ήταν οι λαβωματιές του, όσες
καθημερνά μας έφερνε στο σπίτι η φήμη,
θα ᾽ταν να πεις πιο τρύπιος κι από δίχτυ αλήθεια·
κι αν ήταν, όσες φορές το ᾽παν, σκοτωμένος,
870 τρίδιπλο ντύμα γης πως πήρε θα καυχιόνταν
πεθαίνοντας και μια φορά στο κάθε σχήμα.
Γι᾽ αυτές λοιπόν και για τις τέτοιες κακιές φήμες
πολλές κρεμάθρες άλλοι γύρ᾽ απ᾽ το λαιμό μου
με το στανιό μου λύσανε που είχα σφιγμένες·
γι᾽ αυτό δε βρίσκεται κι εμπρός σου εδώ κι ο γιος σου,
ο εγγυητής της πίστης μου και της δικής σου,
ο Ορέστης, καθώς έπρεπε· και μη απορήσεις·
880 γιατί τον θρέφει καλοθελητής μας φίλος
απ᾽ τη Φωκίδα ο Στρόφιος, προλέγοντάς μου
διπλά ενδεχόμενα κακά: και το δικό σου
κάτω στην Τροία κίντυνο, ή μήπως ρίξει
κάποια αναρχία του λαού τη Γερουσία,
ως καθώς το ᾽χουν φυσικό οι άνθρωποι πάντα
πιότερο να ποδοπατούν έναν που πέσει.
Μια τέτοια βέβαια πρόφαση δεν κρύβει απάτη·
μα εμένα οι άφθονες πηγές των δάκρυών μου
έχουν στερέψει κι ουδέ στάλα πια δε μένει·
και τ᾽ αργοκοίμητα μού βλάβηκαν τα μάτια
890 να κλαίω τις παραμελημένες φωταψίες
που πρόσμεν᾽ από σένα· και στα ονείρατά μου
από τ᾽ ανάλαφρο του κουνουπιού ξυπνούσα
φτεροσουσούρισμα, γιατ᾽ έβλεπα για σένα
πιότερα πάθη κι απ᾽ του ύπνου μου τις ώρες.
Τώρα πια ξέγνοιαστη, που πέρασ᾽ όλα τούτα,
πώς να μη λέω τον άντρα αυτό: σκύλο της στάνης,
άγκυρα σωτηρίας του πλοίου, και ψηλής στέγης
στύλο στερεό, μονάκριβο παιδί πατέρα,
στεριά που βλέπει ανέλπιστα ο θαλασσομάχος,
900 μέρα λαμπρότατη ύστερ᾽ από κακοσύνη,
τρεχάμενο νερό στο δρομομαχισμένο;
Χαρά στον, που ό,τι αφεύγατο κακό ξεφύγει!
Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει
κι ας λείπει ο φθόνος. φτάνουνε τα περασμένα
που τραβήξαμε! — Τώρα, αγαπητό κεφάλι,
κατέβαιν᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι σου, δίχως να ᾽γγίξεις
το πόδι καταγής, που ανάτρεψε την Τροία.
Δούλες, τί στέκεστε; πὄχω το χρέος προστάξει
να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα;
910 Ευτύς ας γίνει πορφυρόστρωτος ο δρόμος
κι ας τον φέρει στ᾽ ανέλπιστα παλάτια η Δίκη!
Για τ᾽ άλλα, η έγνοια μου άγρυπνη θενα οδηγήσει
σε δίκιο τέλος, πρώτα ο θεός, τα πεπρωμένα.
οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους
λέξαι πρὸς ὑμᾶς· ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει
τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν. οὐκ ἄλλων πάρα
μαθοῦσ᾽, ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον
860 τοσόνδ᾽ ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ᾽ Ἰλίῳ.
τὸ μὲν γυναῖκα πρῶτον ἄρσενος δίχα
ἧσθαι δόμοις ἔρημον ἔκπαγλον κακόν,
πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους·
καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ᾽ ἐπεσφέρειν κακοῦ
865 κάκιον ἄλλο, πῆμα λάσκοντας δόμοις.
καὶ τραυμάτων μὲν εἰ τόσων ἐτύγχανεν
ἀνὴρ ὅδ᾽, ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο
φάτις, τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν.
εἰ δ᾽ ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι,
870 τρισώματός τἄν, Γηρυὼν ὁ δεύτερος,
[πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω,]
χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν,
ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι.
τοιῶνδ᾽ ἕκατι κληδόνων παλιγκότων
875 πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ἐμῆς δέρης
ἔλυσαν ἄλλοι πρὸς βίαν λελημμένης.
ἐκ τῶνδέ τοι παῖς ἐνθάδ᾽ οὐ παραστατεῖ,
ἐμῶν τε καὶ σῶν κύριος πιστωμάτων,
ὡς χρῆν, Ὀρέστης· μηδὲ θαυμάσῃς τόδε.
880 τρέφει γὰρ αὐτὸν εὐμενὴς δορύξενος
Στροφίος ὁ Φωκεύς, ἀμφίλεκτα πήματα
ἐμοὶ προφωνῶν, τόν θ᾽ ὑπ᾽ Ἰλίῳ σέθεν
κίνδυνον, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία
βουλὴν καταρρίψειεν, ὥς τε σύγγονον
885 βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον.
τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει.
ἔμοιγε μὲν δὴ κλαυμάτων ἐπίσσυτοι
πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ᾽ ἔνι σταγών.
ἐν ὀψικοίτοις δ᾽ ὄμμασιν βλάβας ἔχω
890 τὰς ἀμφί σοι κλαίουσα λαμπτηρουχίας
ἀτημελήτους αἰέν. ἐν δ᾽ ὀνείρασιν
λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην
ῥιπαῖσι θωύσσοντος, ἀμφί σοι πάθη
ὁρῶσα πλείω τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου.
895νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ᾽, ἀπενθήτῳ φρενὶ
λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα,
σωτῆρα ναὸς πρότονον, ὑψηλῆς στέγης
στῦλον ποδήρη, μονογενὲς τέκνον πατρί,
καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοις παρ᾽ ἐλπίδα,
900 κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος,
ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος.
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν.
τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν.
φθόνος δ᾽ ἀπέστω. πολλὰ γὰρ τὰ πρὶν κακὰ
905 ἠνειχόμεσθα. νῦν δέ μοι, φίλον κάρα,
ἔκβαιν᾽ ἀπήνης τῆσδε, μὴ χαμαὶ τιθεὶς
τὸν σὸν πόδ᾽, ὦναξ, Ἰλίου πορθήτορα.
δμῳαί, τί μέλλεθ᾽, αἷς ἐπέσταλται τέλος
πέδον κελεύθου στορνύναι πετάσμασιν;
910 εὐθὺς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος
ἐς δῶμ᾽ ἄελπτον ὡς ἂν ἡγῆται Δίκη.
τὰ δ᾽ ἄλλα φροντὶς οὐχ ὕπνῳ νικωμένη
θήσει — δικαίως σὺν θεοῖς εἱμαρμένα.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Γέροντες σεβαστοί, μες στο Άργος πρώτοι απ᾽ όλους,
δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση αγάπη
που αιστάνομαι του αντρός μου· γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει
τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο· δεν τα ᾽χω ακούσει
απ᾽ άλλους, τα δικά μου θενα πω τα πάθη
860 τόσον καιρό πόλειπ᾽ αυτός κάτω στην Τροία:
Και πρώτα δίχως άντρα κι έρμη μες στο σπίτι
είναι φριχτό κακό να κάθεται η γυναίκα
κι όλο ν᾽ ακούει πολλά συφοριασμένα λόγια,
που μόλις μπαίνει ο ένας με κακά μαντάτα,
χειρότερη άλλη συμφορά να φέρνει ο άλλος·
κι αν τόσες ήταν οι λαβωματιές του, όσες
καθημερνά μας έφερνε στο σπίτι η φήμη,
θα ᾽ταν να πεις πιο τρύπιος κι από δίχτυ αλήθεια·
κι αν ήταν, όσες φορές το ᾽παν, σκοτωμένος,
870 τρίδιπλο ντύμα γης πως πήρε θα καυχιόνταν
πεθαίνοντας και μια φορά στο κάθε σχήμα.
Γι᾽ αυτές λοιπόν και για τις τέτοιες κακιές φήμες
πολλές κρεμάθρες άλλοι γύρ᾽ απ᾽ το λαιμό μου
με το στανιό μου λύσανε που είχα σφιγμένες·
γι᾽ αυτό δε βρίσκεται κι εμπρός σου εδώ κι ο γιος σου,
ο εγγυητής της πίστης μου και της δικής σου,
ο Ορέστης, καθώς έπρεπε· και μη απορήσεις·
880 γιατί τον θρέφει καλοθελητής μας φίλος
απ᾽ τη Φωκίδα ο Στρόφιος, προλέγοντάς μου
διπλά ενδεχόμενα κακά: και το δικό σου
κάτω στην Τροία κίντυνο, ή μήπως ρίξει
κάποια αναρχία του λαού τη Γερουσία,
ως καθώς το ᾽χουν φυσικό οι άνθρωποι πάντα
πιότερο να ποδοπατούν έναν που πέσει.
Μια τέτοια βέβαια πρόφαση δεν κρύβει απάτη·
μα εμένα οι άφθονες πηγές των δάκρυών μου
έχουν στερέψει κι ουδέ στάλα πια δε μένει·
και τ᾽ αργοκοίμητα μού βλάβηκαν τα μάτια
890 να κλαίω τις παραμελημένες φωταψίες
που πρόσμεν᾽ από σένα· και στα ονείρατά μου
από τ᾽ ανάλαφρο του κουνουπιού ξυπνούσα
φτεροσουσούρισμα, γιατ᾽ έβλεπα για σένα
πιότερα πάθη κι απ᾽ του ύπνου μου τις ώρες.
Τώρα πια ξέγνοιαστη, που πέρασ᾽ όλα τούτα,
πώς να μη λέω τον άντρα αυτό: σκύλο της στάνης,
άγκυρα σωτηρίας του πλοίου, και ψηλής στέγης
στύλο στερεό, μονάκριβο παιδί πατέρα,
στεριά που βλέπει ανέλπιστα ο θαλασσομάχος,
900 μέρα λαμπρότατη ύστερ᾽ από κακοσύνη,
τρεχάμενο νερό στο δρομομαχισμένο;
Χαρά στον, που ό,τι αφεύγατο κακό ξεφύγει!
Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει
κι ας λείπει ο φθόνος. φτάνουνε τα περασμένα
που τραβήξαμε! — Τώρα, αγαπητό κεφάλι,
κατέβαιν᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι σου, δίχως να ᾽γγίξεις
το πόδι καταγής, που ανάτρεψε την Τροία.
Δούλες, τί στέκεστε; πὄχω το χρέος προστάξει
να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα;
910 Ευτύς ας γίνει πορφυρόστρωτος ο δρόμος
κι ας τον φέρει στ᾽ ανέλπιστα παλάτια η Δίκη!
Για τ᾽ άλλα, η έγνοια μου άγρυπνη θενα οδηγήσει
σε δίκιο τέλος, πρώτα ο θεός, τα πεπρωμένα.