ΘΕ. χώρει σὺ καὶ ναῦν τοῖσδε πεντηκόντερον
Σιδωνίαν δὸς κἀρετμῶν ἐπιστάτας.
ΕΛ. οὔκουν ὅδ᾽ ἄρξει ναὸς ὃς κοσμεῖ τάφον;
1415 ΘΕ. μάλιστ᾽· ἀκούειν τοῦδε χρὴ ναύτας ἐμούς.
ΕΛ. αὖθις κέλευσον, ἵνα σαφῶς μάθωσί σου.
ΘΕ. αὖθις κελεύω καὶ τρίτον ‹γ᾽›, εἴ σοι φίλον.
ΕΛ. ὄναιο· κἀγὼ τῶν ἐμῶν βουλευμάτων.
ΘΕ. μή νυν ἄγαν σὸν δάκρυσιν ἐκτήξηις χρόα.
1420 ΕΛ. ἥδ᾽ ἡμέρα σοι τὴν ἐμὴν δείξει χάριν.
ΘΕ. τὰ τῶν θανόντων οὐδὲν ἀλλ᾽ ἄλλως πόνος.
ΕΛ. †ἔστιν τι κἀκεῖ κἀνθάδ᾽ ὧν ἐγὼ λέγω.†
ΘΕ. οὐδὲν κακίω Μενέλεώ μ᾽ ἕξεις πόσιν.
ΕΛ. οὐδὲν σὺ μεμπτός· τῆς τύχης με δεῖ μόνον.
1425 ΘΕ. ἐν σοὶ τόδ᾽, ἢν σὴν εἰς ἔμ᾽ εὔνοιαν διδῶις.
ΕΛ. οὐ νῦν διδαξόμεσθα τοὺς φίλους φιλεῖν.
ΘΕ. βούληι ξυνεργῶν αὐτὸς ἐκπέμψω στόλον;
ΕΛ. ἥκιστα· μὴ δούλευε σοῖς δούλοις, ἄναξ.
ΘΕ. ἀλλ᾽ εἷα· τοὺς μὲν Πελοπιδῶν ἐῶ νόμους·
1430 καθαρὰ γὰρ ἡμῖν δώματ᾽· οὐ γὰρ ἐνθάδε
ψυχὴν ἀφῆκε Μενέλεως. ἴτω δέ τις
φράσων ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς φέρειν γάμων
ἀγάλματ᾽ οἴκους εἰς ἐμούς· πᾶσαν δὲ χρὴ
γαῖαν βοᾶσθαι μακαρίαις ὑμνωιδίαις,
1435 ὑμέναιος Ἑλένης κἀμὸς ὡς ζηλωτὸς ἦι.
σὺ δ᾽, ὦ ξέν᾽, ἐλθὼν πελαγίους ἐς ἀγκάλας
τῶι τῆσδε πρίν ποτ᾽ ὄντι δοὺς πόσει τάδε
πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ᾽ ἐμὴν δάμαρτ᾽ ἔχων,
ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας ἐμοὶ
1440 στέλληι πρὸς οἴκους ἢ μένων εὐδαιμονῆις.
ΜΕ. ὦ Ζεῦ, πατήρ τε καὶ σοφὸς κλήιζηι θεός,
βλέψον πρὸς ἡμᾶς καὶ μετάστησον κακῶν.
ἕλκουσι δ᾽ ἡμῖν πρὸς λέπας τὰς συμφορὰς
σπουδῆι σύναψαι· κἂν ἄκραι θίγηις χερί,
1445 ἥξομεν ἵν᾽ ἐλθεῖν βουλόμεσθα τῆς τύχης.
ἅλις δὲ μόχθων οὓς ἐμοχθοῦμεν πάρος.
κέκλησθέ τοι, θεοί, πόλλ᾽ ἄχρηστ᾽ ἐμοῦ κλύειν
καὶ λύπρ᾽· ὀφείλω δ᾽ οὐκ ἀεὶ πράσσειν κακῶς,
ὀρθῶι δὲ βῆναι ποδί· μίαν δέ μοι χάριν
1450 δόντες τὸ λοιπὸν εὐτυχῆ με θήσετε.
***
ΘΕΟ. Εσύ ένα σκάφος της Σιδώνας δώσ᾽ τους
με λαμνοκόπους και κουπιά πενήντα.
ΕΛΕ. Στο πλοίο δεν θα ᾽ναι αυτός ο κυβερνήτης;
ΘΕΟ. Ναι· και θα τον υπακούν οι ναύτες μου όλοι.
ΕΛΕ. Να τους το πεις ξανά, για να το νιώσουν.
ΘΕΟ. Και τρεις φορές, αν θες, θα τους προστάξω.
ΕΛΕ. Να ᾽σαι καλά κι αυτά που θέλω ας γίνουν.
ΘΕΟ. Την όψη σου τα δάκρυα μη χαλάσουν.
1420 ΕΛΕ. Τη χάρη που χρωστώ θα σου ξοφλήσω.
ΘΕΟ. Μοχθείς του κάκου κι οι νεκροί ένας ίσκιος.
ΕΛΕ. Τα λόγια μου κι εμάς κι αυτούς αγγίζουν.
ΘΕΟ. Απ᾽ τον Μενέλαο πιο κακός δεν θα ᾽μαι.
ΕΛΕ. Στάθηκες τέλειος· η τύχη ας με συντρέξει.
ΘΕΟ. Θα ᾽ναι μαζί σου, αγάπη αν θα μου δείξεις.
ΕΛΕ. Ποιούς πρέπει ν᾽ αγαπάω δεν θα μου μάθεις.
ΘΕΟ. Να ᾽ρθω κι εγώ στο πλοίο να βοηθήσω;
ΕΛΕ. Όχι· στους δούλους δούλος να μη γίνεις.
ΘΕΟ. Ας είναι· δεν με νοιάζουν των Ελλήνων
1430 τα έθιμα· το σπίτι μου καθάριο·
δεν πέθανε ο Μενέλαος εδώ πέρα·
κάποιος γοργά στους άρχοντες να πάει
και να τους πει να φέρουνε του γάμου
τα δώρα στο παλάτι κι όλη η χώρα
πρέπει να αντιβουίξει απ᾽ τα τραγούδια
πως κάνω γάμο ζηλευτό και παίρνω
την ξακουσμένη Ελένη. Κι εσύ, ξένε,
πήγαινε και στο πέλαο να σκορπίσεις
ετούτα για τον πρώτο της τον άντρα.
Κατόπι γύρνα γρήγορα μαζί της,
στου γάμου να καθίσεις το τραπέζι.
Κι ύστερα, αν θες, γυρίζεις στην πατρίδα
1440 ή ζεις εδώ κοντά μου ευτυχισμένος.
(Ο Θεοκλύμενος μπαίνει στο παλάτι.)
ΜΕΝ. Ω! Δία, πατέρα και σοφό σε λέω
θεό, πονετικό βλέμμα να ρίξεις
σ᾽ εμάς, απ᾽ τα δεινά λευτέρωσέ μας.
Πάμε για τον γκρεμό, γοργά βοήθα·
με τ᾽ ακροδάχτυλό σου αν μας αγγίξεις,
θα ᾽χουμε φτάσει εκεί που λαχταρούμε.
Πλήθος οι περασμένες συμφορές μας.
Θεοί, πολλές φορές χαρές και λύπες
εγεύτηκα από σας· μα τώρα πρέπει
κι εγώ να ορθοποδήσω κι όχι πάντα
να με κυκλώνει το κακό· τη χάρη
1450 κάντε μου αυτή και θα ᾽μαι ευτυχισμένος.
(Ο Μενέλαος και η Ελένη με τη συνοδεία τους φεύγουν προς την ακτή.)
Σιδωνίαν δὸς κἀρετμῶν ἐπιστάτας.
ΕΛ. οὔκουν ὅδ᾽ ἄρξει ναὸς ὃς κοσμεῖ τάφον;
1415 ΘΕ. μάλιστ᾽· ἀκούειν τοῦδε χρὴ ναύτας ἐμούς.
ΕΛ. αὖθις κέλευσον, ἵνα σαφῶς μάθωσί σου.
ΘΕ. αὖθις κελεύω καὶ τρίτον ‹γ᾽›, εἴ σοι φίλον.
ΕΛ. ὄναιο· κἀγὼ τῶν ἐμῶν βουλευμάτων.
ΘΕ. μή νυν ἄγαν σὸν δάκρυσιν ἐκτήξηις χρόα.
1420 ΕΛ. ἥδ᾽ ἡμέρα σοι τὴν ἐμὴν δείξει χάριν.
ΘΕ. τὰ τῶν θανόντων οὐδὲν ἀλλ᾽ ἄλλως πόνος.
ΕΛ. †ἔστιν τι κἀκεῖ κἀνθάδ᾽ ὧν ἐγὼ λέγω.†
ΘΕ. οὐδὲν κακίω Μενέλεώ μ᾽ ἕξεις πόσιν.
ΕΛ. οὐδὲν σὺ μεμπτός· τῆς τύχης με δεῖ μόνον.
1425 ΘΕ. ἐν σοὶ τόδ᾽, ἢν σὴν εἰς ἔμ᾽ εὔνοιαν διδῶις.
ΕΛ. οὐ νῦν διδαξόμεσθα τοὺς φίλους φιλεῖν.
ΘΕ. βούληι ξυνεργῶν αὐτὸς ἐκπέμψω στόλον;
ΕΛ. ἥκιστα· μὴ δούλευε σοῖς δούλοις, ἄναξ.
ΘΕ. ἀλλ᾽ εἷα· τοὺς μὲν Πελοπιδῶν ἐῶ νόμους·
1430 καθαρὰ γὰρ ἡμῖν δώματ᾽· οὐ γὰρ ἐνθάδε
ψυχὴν ἀφῆκε Μενέλεως. ἴτω δέ τις
φράσων ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς φέρειν γάμων
ἀγάλματ᾽ οἴκους εἰς ἐμούς· πᾶσαν δὲ χρὴ
γαῖαν βοᾶσθαι μακαρίαις ὑμνωιδίαις,
1435 ὑμέναιος Ἑλένης κἀμὸς ὡς ζηλωτὸς ἦι.
σὺ δ᾽, ὦ ξέν᾽, ἐλθὼν πελαγίους ἐς ἀγκάλας
τῶι τῆσδε πρίν ποτ᾽ ὄντι δοὺς πόσει τάδε
πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ᾽ ἐμὴν δάμαρτ᾽ ἔχων,
ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας ἐμοὶ
1440 στέλληι πρὸς οἴκους ἢ μένων εὐδαιμονῆις.
ΜΕ. ὦ Ζεῦ, πατήρ τε καὶ σοφὸς κλήιζηι θεός,
βλέψον πρὸς ἡμᾶς καὶ μετάστησον κακῶν.
ἕλκουσι δ᾽ ἡμῖν πρὸς λέπας τὰς συμφορὰς
σπουδῆι σύναψαι· κἂν ἄκραι θίγηις χερί,
1445 ἥξομεν ἵν᾽ ἐλθεῖν βουλόμεσθα τῆς τύχης.
ἅλις δὲ μόχθων οὓς ἐμοχθοῦμεν πάρος.
κέκλησθέ τοι, θεοί, πόλλ᾽ ἄχρηστ᾽ ἐμοῦ κλύειν
καὶ λύπρ᾽· ὀφείλω δ᾽ οὐκ ἀεὶ πράσσειν κακῶς,
ὀρθῶι δὲ βῆναι ποδί· μίαν δέ μοι χάριν
1450 δόντες τὸ λοιπὸν εὐτυχῆ με θήσετε.
***
ΘΕΟ. Εσύ ένα σκάφος της Σιδώνας δώσ᾽ τους
με λαμνοκόπους και κουπιά πενήντα.
ΕΛΕ. Στο πλοίο δεν θα ᾽ναι αυτός ο κυβερνήτης;
ΘΕΟ. Ναι· και θα τον υπακούν οι ναύτες μου όλοι.
ΕΛΕ. Να τους το πεις ξανά, για να το νιώσουν.
ΘΕΟ. Και τρεις φορές, αν θες, θα τους προστάξω.
ΕΛΕ. Να ᾽σαι καλά κι αυτά που θέλω ας γίνουν.
ΘΕΟ. Την όψη σου τα δάκρυα μη χαλάσουν.
1420 ΕΛΕ. Τη χάρη που χρωστώ θα σου ξοφλήσω.
ΘΕΟ. Μοχθείς του κάκου κι οι νεκροί ένας ίσκιος.
ΕΛΕ. Τα λόγια μου κι εμάς κι αυτούς αγγίζουν.
ΘΕΟ. Απ᾽ τον Μενέλαο πιο κακός δεν θα ᾽μαι.
ΕΛΕ. Στάθηκες τέλειος· η τύχη ας με συντρέξει.
ΘΕΟ. Θα ᾽ναι μαζί σου, αγάπη αν θα μου δείξεις.
ΕΛΕ. Ποιούς πρέπει ν᾽ αγαπάω δεν θα μου μάθεις.
ΘΕΟ. Να ᾽ρθω κι εγώ στο πλοίο να βοηθήσω;
ΕΛΕ. Όχι· στους δούλους δούλος να μη γίνεις.
ΘΕΟ. Ας είναι· δεν με νοιάζουν των Ελλήνων
1430 τα έθιμα· το σπίτι μου καθάριο·
δεν πέθανε ο Μενέλαος εδώ πέρα·
κάποιος γοργά στους άρχοντες να πάει
και να τους πει να φέρουνε του γάμου
τα δώρα στο παλάτι κι όλη η χώρα
πρέπει να αντιβουίξει απ᾽ τα τραγούδια
πως κάνω γάμο ζηλευτό και παίρνω
την ξακουσμένη Ελένη. Κι εσύ, ξένε,
πήγαινε και στο πέλαο να σκορπίσεις
ετούτα για τον πρώτο της τον άντρα.
Κατόπι γύρνα γρήγορα μαζί της,
στου γάμου να καθίσεις το τραπέζι.
Κι ύστερα, αν θες, γυρίζεις στην πατρίδα
1440 ή ζεις εδώ κοντά μου ευτυχισμένος.
(Ο Θεοκλύμενος μπαίνει στο παλάτι.)
ΜΕΝ. Ω! Δία, πατέρα και σοφό σε λέω
θεό, πονετικό βλέμμα να ρίξεις
σ᾽ εμάς, απ᾽ τα δεινά λευτέρωσέ μας.
Πάμε για τον γκρεμό, γοργά βοήθα·
με τ᾽ ακροδάχτυλό σου αν μας αγγίξεις,
θα ᾽χουμε φτάσει εκεί που λαχταρούμε.
Πλήθος οι περασμένες συμφορές μας.
Θεοί, πολλές φορές χαρές και λύπες
εγεύτηκα από σας· μα τώρα πρέπει
κι εγώ να ορθοποδήσω κι όχι πάντα
να με κυκλώνει το κακό· τη χάρη
1450 κάντε μου αυτή και θα ᾽μαι ευτυχισμένος.
(Ο Μενέλαος και η Ελένη με τη συνοδεία τους φεύγουν προς την ακτή.)