ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
§11.72. Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές).ονομάζονται οι επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δείχνουν το αποτέλεσμα ή το επακόλουθο της ενέργειας που εκπορεύεται από το ρήμα της πρότασης που προσδιορίζεται (και η οποία συνήθως προηγείται).
§11.73. Οι αποτελεσματικές προτάσεις εισάγονται με τους συμπερασματικούς συνδέσμους ὥστε, ὡς.
Πολύ συχνά στην κύρια πρόταση τίθενται λέξεις που προεξαγγέλλουν ένα συμπέρασμα, επομένως μας προετοιμάζουν ότι θα ακολουθήσει μια συμπερασματική πρόταση. Τέτοιες λέξεις είναι δεικτικές αντωνυμίες ή επιρρήματα που δηλώνουν ποσό, μέγεθος, ποιόν (π.χ. τόσος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος, τοιοῦτος, ὅσον, οὕτω).
ΔΗΜ 13.28 οἰκοδομήματα μέν γε καὶ κόσμον τῆς πόλεως, ἱερῶν καὶ λιμένων καὶ τῶν ἀκολούθων τούτοις, τοιοῦτον καὶ τοσοῦτονκατέλιπον ἐκεῖνοι ὥστε μηδενὶ τῶν ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν λελεῖφθαι || οικοδομήματα, βέβαια, και στολίδια της πόλης, των ιερών και των λιμανιών και καθενός που εξαρτάται από αυτά, τέτοιας ποιότητας και τόσης ποσότητας άφησαν εκείνοι, ώστε κανείς από τους μεταγενεστέρους να μην μπορεί να τους ξεπεράσει.
ΞΕΝ ΛακΠολ 2.5 σῖτόν γε μὴν ἔταξε τοσοῦτον ἔχοντα συμβολεύειν τὸν εἴρενα ὡς ὑπὸ πλησμονῆς μὲν μήποτε βαρύνεσθαι, τοῦ δὲ ἐνδεεστέρως διάγειν μὴ ἀπείρως ἔχειν || αλλά και τροφή όρισε τόση να συνεισφέρει κάθε έφηβος στο συσσίτιο, ώστε από τη μια από υπερβολική ποσότητα τροφής ποτέ να μη βαρύνη το στομάχι του και από την άλλη να είναι έτοιμος να ζει με στερήσεις.
ΠΛ Συμπ 215e-216a Περικλέους δὲ ἀκούων καὶ ἄλλων ἀγαθῶν ῥητόρων εὖ μὲν ἡγούμην λέγειν, τοιοῦτον δ' οὐδὲν ἔπασχον, οὐδ' ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχὴ οὐδ' ἠγανάκτει ὡς ἀνδραποδωδῶς διακειμένου, ἀλλ' ὑπὸ τουτουῒ τοῦ Μαρσύου πολλάκις δὴ οὕτω διετέθην ὥστε μοι δόξαι μὴ βιωτὸν εἶναι ἔχοντι ὡς ἔχω || όταν άκουγα τον Περικλή και τους άλλους καλούς ρήτορας, σχημάτιζα τη γνώμη ότι μιλούσαν ωραία, αλλά δεν πάθαινα τίποτα τέτοιο ούτε ταραζόταν η ψυχή μου ούτε αγανακτούσε σαν να ήμουν σε κατάσταση σκλάβου. Ενώ από τούτον εδώ το Μαρσύα, πολλές φορές, βέβαια, ήρθα σε τέτοια θέση, που μου φάνηκε πως δεν άξιζε να ζω στην κατάσταση που ήμουν.
§11.74. Οι συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται είτε (α) με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως, δηλ. οριστική, δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική (άρνηση οὐ) είτε (β) με απαρέμφατο (στην περίπτωση αυτή ονομάζονται απαρεμφατικές συμπερασματικές και παίρνουν άρνηση μή).
§11.75. Οι εγκλίσεις κρίσεως με τις οποίες εκφέρονται οι συμπερασματικές προτάσεις (παίρνοντας άρνηση οὐ) είναι:
• Οριστική, όταν το αποτέλεσμα παριστάνεται ως πραγματικό γεγονός.
ΞΕΝ Ελλ 6.3.16 ἀλλὰ μὴν οὐδ' ἐκείνους ἔγωγε ἐπαινῶ οἵτινες ἀγωνισταὶ γενόμενοι καὶ νενικηκότες ἤδη πολλάκις καὶ δόξαν ἔχοντες οὕτω φιλονεικοῦσιν ὥστε οὐ πρότερον παύονται, πρὶν ἂν ἡττηθέντες τὴν ἄσκησιν καταλύσωσιν || εγώ, τουλάχιστον, δεν επαινώ εκείνους που, μολονότι υπήρξαν αθλητές και έχουν νικήσει ήδη πολλές φορές και απέκτησαν δόξα, είναι τόσο φιλόδοξοι, ώστε δεν σταματούν την αγωνιστική δράση παρά όταν ηττηθούν.
ΞΕΝ Συμπ 4.36 αἰσθάνομαι δὲ καὶ τυράννους τινάς, οἳ οὕτω πεινῶσι χρημάτων ὥστε ποιοῦσι πολὺ δεινότερα τῶν ἀπορωτάτων || γνωρίζω εξάλλου και κάποιους τυράννους που έχουν τόση δίψα για χρήμα, ώστε διαπράττουν κακουργήματα φοβερότερα από τους φτωχότερους ανθρώπους του κόσμου·
• Δυνητική οριστική, όταν το αποτέλεσμα παριστάνεται ως κάτι που ήταν δυνατό στο παρελθόν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε.
ΞΕΝ Συμπ 9.3 εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι ἀσμένη ἤκουσε || αμέσως μόλις άκουσε κάτι τέτοιο η Αριάδνη, ενήργησε έτσι, που ο καθένας θα καταλάβαινε ότι το άκουσε με ευχαρίστηση.
ΘΟΥΚ 5.6.3 ἔστι δὲ τὸ χωρίον τοῦτο Ἀργιλίων ἐπὶ μετεώρου πέραν τοῦ ποταμοῦ͵ οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Ἀμφιπόλεως͵ καὶ κατεφαίνετο πάντα αὐτόθεν͵ ὥστε οὐκ ἂν ἔλαθεν αὐτὸν ὁρμώμενος ὁ Κλέων τῷ στρατῷ || αυτή η τοποθεσία ανήκει στους Αργίλιους, βρίσκεται σε ύψωμα πέρα από τον ποταμό και δεν απέχει πολύ από την Αμφίπολη. Από εκεί φαίνονταν τα πάντα, έτσι που ο Κλέωνας ξεκινώντας με τον στρατό του δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.
• Δυνητική ευκτική, όταν το αποτέλεσμα παριστάνεται ως κάτι που είναι δυνατό και ενδέχεται, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να πραγματοποιηθεί στο παρόν ή στο μέλλον.
ΙΣΟΚΡ 6.67 ἀντὶ δὲ τῆς ἐφ' ἡμῶν ὁμονοίας καὶ τῆς παρ' ἀλλήλων εὐπορίας εἰς τοσαύτην ἀμιξίαν ἐληλύθασιν, ὥσθ' οἱ μὲν κεκτημένοι τὰς οὐσίας ἥδιον ἂν εἰς τὴν θάλατταν τὰ σφέτερ' αὐτῶν ἐκβάλοιεν ἢ τοῖς δεομένοις ἐπαρκέσειαν, οἱ δὲ καταδεέστερον πράττοντες οὐδ' ἂν εὑρεῖν δέξαιντο μᾶλλον ἢ τὰ τῶν ἐχόντων ἀφελέσθαι || και αντί για την ομόνοια που είχαν κατά την ηγεμονία μας και την αλληλοβοήθεια στα αναγκαία για την επιβίωση, τόσο πολύ έχουν απομονωθεί μεταξύ τους, ώστε όσοι από τη μια έχουν περιουσία, πολύ πιο ευχάριστα θα πετούσαν στη θάλασσα τα υπάρχοντά τους παρά θα βοηθούσαν αυτούς που τη στερούνται, ενώ, από την άλλη, εκείνοι που είναι κάπως φτωχοί, θα προτιμούσαν μάλλον να αφαιρέσουν με τη βία την περιουσία των πλουσίων παρά εκείνοι να τους την χαρίσουν.
ΛΥΣ 2.27 Μετὰ ταῦτα δὲ Ξέρξης ὁ τῆς Ἀσίας βασιλεύς, καταφρονήσας μὲν τῆς Ἑλλάδος, […] δεκάτῳ ἔτει παρασκευασάμενος διακοσίαις μὲν καὶ χιλίαις ναυσὶν ἀφίκετο, τῆς δὲ πεζῆς στρατιᾶς οὕτως ἄπειρον τὸ πλῆθος ἦγεν, ὥστε καὶ τά ἔθνη τὰ μετ' αὐτοῦ ἀκολουθήσαντα πολὺ ἄν ἔργον εἴη καταλέξαι || μετά από αυτά ο Ξέρξης, ο βασιλιάς των Ασίας, επειδή περιφρόνησε την Ελλάδα […] μετά από προετοιμασίες δέκα χρόνων έφτασε με χίλια διακόσια πλοία, ενώ το πλήθος των πεζών που οδηγούσε ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κανείς ακόμη και τα έθνη που τον ακολουθούσαν.
• Σπάνια ενδέχεται αντί για οριστική σε εξάρτηση από ιστορικό χρόνο να χρησιμοποιείται ευκτική του πλαγίου λόγου, για να παρουσιαστεί το αποτέλεσμα ως υποκειμενικό ή αβέβαιο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η ευκτική μιας αποτελεσματικής πρότασης οφείλεται σε έλξη.
ΞΕΝ Οικ 1.13 εἰ γοῦν τις χρῷτο τῷ ἀργυρίῳ ὥστε πριάμενος οἷον ἑταίραν διὰ ταύτην κάκιον μὲν τὸ σῶμα ἔχοι͵ κάκιον δὲ τὴν ψυχήν͵ κάκιον δὲ τὸν οἶκον͵ πῶς ἂν ἔτι τὸ ἀργύριον αὐτῷ ὠφέλιμον εἴη; || αν λοιπόν κανείς χρησιμοποιούσε τα χρήματα έτσι που, αγοράζοντας, για παράδειγμα, μια εταίρα, να προκαλέσει ζημιά στο σώμα, την ψυχή και το σπίτι του, πώς θα του ήταν πια ωφέλιμα;
[η ευκτική της συμπερασματικής πρότασης οφείλεται στην έλξη της έγκλισης της υποθετικής πρότασης, δηλ. προκειμένου να υπάρξει συμφωνία με αυτήν, η οριστική της συμπερασματικής πρότασης τρέπεται σε ευκτική].
ΞΕΝ Ελλ 3.5.23 ἐλογίζοντο δὲ καὶ τὸ ἱππικὸν ὡς τὸ μὲν ἀντίπαλον πολύ͵ τὸ δὲ αὑτῶν ὀλίγον εἴη͵ τὸ δὲ μέγιστον͵ ὅτι οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο͵ ὥστε οὐδὲ κρείττοσιν οὖσι διὰ τοὺς ἀπὸ τῶν πύργων ῥᾴδιον εἴη ἀνελέσθαι || έλαβαν ακόμη υπόψη τους ότι το ιππικό των αντιπάλων ήταν πολύ, ενώ το δικό τους λιγοστό, και το σπουδαιότερο, ότι οι νεκροί κείτονταν κάτω από το τείχος, ώστε, εξαιτίας των φρουρών στους πύργους, δεν θα ήταν εύκολο να τους περισυλλέξουν, ακόμη κι αν υπερίσχυαν.
[λόγω της εξάρτησης από ιστορικό χρόνο, αντί για οριστική χρησιμοποιείται ευκτική του πλαγίου λόγου. Κάποιοι, ωστόσο, θεωρούν και αυτήν την ευκτική ως προϊόν έλξης, βλ. το εἴη των ειδικών προτάσεων].
§11.76. Απαρεμφατικές συμπερασματικές προτάσεις: λέγονται οι συμπερασματικές προτάσεις που εισάγονται με το ὥστε (αλλά και με το ὡς, όταν δηλώνεται ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο αποτέλεσμα) και εκφέρονται με απαρέμφατο. Πρόκειται για την παλαιότερη αλλά και πιο εύχρηστη εκφορά των συμπερασματικών προτάσεων. Το υποκείμενο των προτάσεων αυτών ακολουθεί τους κανόνες της ταυτοπροσωπίας-ετεροπροσωπίας. Στις προτάσεις αυτές τίθεται άρνηση μή, όταν όμως η προσδιοριζόμενη πρόταση περιέχει άρνηση, τίθεται μὴ οὐ:
ΞΕΝ Ελλ 4.8.32 πολεμήσειν ὑπισχνεῖτο τοῖς Ἀθηναίοις͵ ὥστε μὴ ἔχειν ἐκείνοις καλῶς τὰ ἐν Ἑλλησπόντῳ || υποσχόταν να πολεμήσει τους Αθηναίους, για να μην είναι για εκείνους ευνοϊκή η κατάσταση στον Ελλήσποντο.
ΣΟΦ Αντ 96-97πείσομαι γὰρ οὐτοσοῦτον οὐδὲν ὥστε μὴ οὐ καλῶς θανεῖν || γιατί δεν θα πάθω τίποτε τόσο φοβερό, ώστε να μην πεθάνω έντιμα.
Οι συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται με απαρέμφατο:
§11.77. Όταν το αποτέλεσμα παριστάνεται ως το φυσικό ή λογικό επακόλουθο αυτού που αναφέρεται στην προσδιοριζόμενη πρόταση, ως μια απλή σκέψη (με υποκειμενική χροιά) αυτού που μιλά/γράφει. Παρουσιάζεται ,με άλλα λόγια, ως κάτι το ενδεχόμενο και δυνατό και όχι ως πραγματικό γεγονός (χωρίς, βέβαια, να αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται όντως για πραγματικό γεγονός). Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που ο ομιλητής/γράφων ήθελε να τονίσει ότι το αποτέλεσμα υπήρξε ένα πραγματικό γεγονός θα προτιμούσε την οριστική έγκλιση.
ΑΝΔΟΚ 1.7 ἔτι δὲ καὶ τόδε ἐνθυμητέον, ὅτι πολλοὶ ἤδη πολλὰ καὶ δεινὰ κατηγορήσαντες παραχρῆμα ἐξηλέγχθησαν ψευδόμενοι οὕτω φανερῶς, ὥστε ὑμᾶς πολὺ ἄν ἥδιον δίκην λαβεῖν παρὰ τῶν κατηγόρων ἢ παρὰ τῶν κατηγορουμένων || επίσης πρέπει να αναλογιστείτε και αυτό, ότι δηλαδή πολλοί μέχρι τώρα διατύπωσαν πολλές και σοβαρές κατηγορίες αλλά αποδείχθηκε αμέσως ότι έλεγαν ψέματα τόσο φανερά, ώστε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα τιμωρούσατε τους κατήγορους παρά τους κατηγορούμενους.
ΘΟΥΚ 1.136.1 δεδιέναι δὲ φασκόντων Κερκυραίων ἔχειν αὐτὸν ὥστε Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις ἀπεχθέσθαι͵ διακομίζεται ὑπ' αὐτῶν ἐς τὴν ἤπειρον τὴν καταντικρύ || επειδή, όμως, οι Κερκυραίοι ισχυρίστηκαν ότι φοβούνταν να τον κρατήσουν κοντά τους, με (ενδεχόμενο) αποτέλεσμα να γίνουν μισητοί από τους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους, τον μετέφεραν στην απέναντι στεριά.
§11.78. Όταν το αποτέλεσμα παρουσιάζεται ως επιδιωκόμενο, δηλ. ουσιαστικά δηλώνεται σκοπός.
ΞΕΝ Ελλ 2.4.8 ἐκ δὲ τούτου οἱ τριάκοντα, οὐκέτι νομίζοντες ἀσφαλῆ σφίσι τὰ πράγματα, ἐβουλήθησαν Ἐλευσῖνα ἐξιδιώσασθαι, ὥστε εἶναι σφίσι καταφυγήν, εἰ δεήσειε || έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν πλέον επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα, ώστε/για να την έχουν καταφύγιο σε ώρα ανάγκης.
ΞΕΝ Ελλ 3.1.10 ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος νόσῳ ἀπέθανε͵ παρασκευαζομένου τοῦ Φαρναβάζου ἄλλῳ δοῦναι τὴν σατραπείαν͵ Μανία ἡ τοῦ Ζήνιος γυνή͵ Δαρδανὶς καὶ αὐτή͵ ἀναζεύξασα στόλον καὶ δῶρα λαβοῦσα ὥστε καὶ αὐτῷ Φαρναβάζῳ δοῦναι καὶ παλλακίσιν αὐτοῦ χαρίσασθαι καὶ τοῖς δυναμένοις μάλιστα παρὰ Φαρναβάζῳ͵ ἐπορεύετο || μετά τον θάνατο εκείνου από αρρώστια, καθώς ο Φαρνάβαζος ετοιμαζόταν να δώσει σε άλλον τη σατραπεία, η Μανία, η γυναίκα του Ζήνη, από τα Δάρδανα και η ίδια, ξεκίνησε, αφού ετοίμασε αποστολή και πήρε δώρα, για να τα χαρίσει στον ίδιο τον Φαρνάβαζο και να τα προσφέρει στις παλλακίδες του και σε όσους είχαν μεγάλη επιρροή σ' αυτόν.
§11.79. Όταν δηλώνεται όρος, προϋπόθεση, συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για κάποια συνθήκη ειρήνης ή συμφωνία και προηγείται ρήμα ή φράση με τη σημασία αυτή. Μεταφράζουμε: με τον όρο να…, με την προϋπόθεση να… κ.τ.ο.
ΘΟΥΚ 5.61.5 οἱ δὲ Ὀρχομένιοι δείσαντες τήν τε τοῦ τείχους ἀσθένειαν καὶ τοῦ στρατοῦ τὸ πλῆθος καί, ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς ἐβοήθει, μὴ προαπόλωνται, ξυνέβησαν ὥστε ξύμμαχοί τε εἶναι καὶ ὁμήρους σφῶν τε αὐτῶν δοῦναι Μαντινεῦσι καὶ οὓς κατέθεντο Λακεδαιμόνιοι παραδοῦναι || επειδή οι Ορχομένιοι φοβήθηκαν μήπως, εξαιτίας του ευάλωτου τείχους και του πλήθους των αντιπάλων και καθώς κανείς δεν τους βοηθούσε, καταστραφούν πριν έρθει βοήθεια, συνθηκολόγησαν με τον όρο να γίνουν σύμμαχοι, να δώσουν ως ομήρους κάποιους συμπολίτες τους στους Μαντινείς, καθώς και να παραδώσουν όσους είχαν τοποθετήσει εκεί οι Λακεδαιμόνιοι (ως φρουρά).
ΘΟΥΚ 3.75.1 ξύμβασίν τε ἔπρασσε καὶ πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς αἰτιωτάτους κρῖναι͵ (…)͵ τοὺς δ' ἄλλους οἰκεῖν σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους καὶ πρὸς Ἀθηναίους͵ ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν και πέτυχε συμβιβασμό και τους έπεισε να συμφωνήσουν από κοινού να δικάσουν δέκα άντρες, τους κατεξοχήν υπαίτιους, οι υπόλοιποι, ωστόσο, να παραμείνουν στις εστίες τους, αφού κάνουν συμφωνία μεταξύ τους και με τους Αθηναίους, με το όρο να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο παραπάνω παράδειγμα (ΘΟΥΚ 3.75.1) έχουμε μια χρήση του ὥστε + απαρέμφατο (πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι) που προκαλεί, όπως και άλλες παρόμοιες, διχογνωμία: κάποιοι θεωρούν ότι η πρόταση ὥστε ξυγχωρῆσαι λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα πείθει. Κάποιοι, πάλι, πιστεύουν ότι ο σύνδεσμος απλώς πλεονάζει. Παρόμοιες συζητήσεις έχουμε στην περίπτωση εξάρτησης του ὥστε + απαρέμφατο από:
(α) απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις
(β) ρήματα που δηλώνουν βούληση, πειθώ, απόφαση, επιθυμία
(γ) επίθετα.
Όσοι, λοιπόν, κάνουν λόγο για πρόταση θεωρούν ότι μια συμπερασματική πρόταση με ὥστε + απαρέμφατο λειτουργεί στις παραπάνω περιπτώσεις ως υποκείμενο, αντικείμενο ή προσδιορισμός της αναφοράς, αντίστοιχα. Θεωρώντας, ωστόσο, τις συμπερασματικές προτάσεις ως επιρρηματικές, συμφωνούμε με την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή ο ὥστε σε αυτές τις περιπτώσεις πλεονάζει.
§11.80. Προκειμένου να δηλωθεί όρος ή συμφωνία στη θέση του ὥστε μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε με απαρέμφατο.
ΞΕΝ Ελλ 6.3.18 Δοξάντων δὲ τούτων καλῶς εἰπεῖν, ἐψηφίσαντο καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι δέχεσθαι τὴν εἰρήνην, ἐφ' ᾧ τούς τε ἁρμοστὰς ἐκ τῶν πόλεων ἐξάγειν, τά τε στρατόπεδα διαλύειν καὶ τὰ ναυτικὰ καὶ τὰ πεζικά, τάς τε πόλεις αὐτονόμους ἐᾶν || επειδή οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως αυτοί είχαν μιλήσει σωστά, αποφάσισαν κι εκείνοι να δεχτούν την ειρήνη με τους όρους ν' αποσύρουν όλοι τους αρμοστές που είχαν διορίσει σ' άλλες πόλεις, να διαλύσουν τις ναυτικές και πεζικές δυνάμεις τους και ν' αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες.
ΞΕΝ Ελλ 7.4.10 συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους || συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του.
§11.81. Ορισμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν το ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε με οριστική μέλλοντα αντί για ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε με απαρέμφατο, προκειμένου να δηλωθεί όρος ή συμφωνία.
ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 34.3 τῆς εἰρήνης γενομένης αὐτοῖς ἐφ' ᾧτε πολιτεύσονται τὴν πάτριον πολιτείαν, οἱ μὲν δημοτικοὶ διασῴζειν ἐπειρῶντο τὸν δῆμον, τῶν δὲ γνωρίμων οἱ μὲν ἐν ταῖς ἑταιρείαις ὄντες καὶ τῶν φυγάδων οἱ μετὰ τὴν εἰρήνην κατελθόντες ὀλιγαρχίας ἐπεθύμουν || ενώ είχαν συνάψει ειρήνη με τον όρο να εφαρμόσουν το προγονικό τους πολίτευμα, οι δημοκρατικοί προσπαθούσαν να σώσουν τη δημοκρατία, ενώ όσοι από τους ευγενείς ήταν μέλη των πολιτικών οργανώσεων καθώς και οι φυγάδες που είχαν επιστρέψει μετά την ειρήνη, επιθυμούσαν να εγκατασταθεί ολιγαρχία.
ΘΟΥΚ 1.103 Οἱ δ' ἐν Ἰθώμῃ δεκάτῳ ἔτει͵ ὡς οὐκέτι ἐδύναντο ἀντέχειν͵ ξυνέβησαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἐφ' ᾧ ἐξίασιν ἐκ Πελοποννήσου ὑπόσπονδοι καὶ μηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς || όσοι πολιορκούνταν στην Ιθώμη, τον δέκατο χρόνο (της πολιορκίας), επειδή πλέον δεν μπορούσαν να αντέξουν, συνθηκολόγησαν με τους Λακεδαιμονίους με τον όρο να φύγουν από την Πελοπόννησο υπό την προστασία της ανακωχής και ποτέ πια να μην πατήσουν το πόδι τους σ' αυτήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι πιθανό στην περίπτωση των συμπερασματικών απαρεμφατικών προτάσεων που δηλώνουν όρο ή συμφωνία να προηγείται στην κύρια πρόταση δεικτική έκφραση, όπως ἐπὶ τούτῳ, ἐπὶ τοῖσδε κ.τ.ό. Στην περίπτωση αυτή η συμπερασματική πρόταση λειτουργεί ως επεξήγηση στον εμπρόθετο αυτό προσδιορισμό. Παράδειγμα:
ΠΛ Απολ 29c Ὦ Σώκρατες͵ νῦν μὲν Ἀνύτῳ οὐ πεισόμεθα ἀλλ' ἀφίεμέν σε͵ ἐπὶ τούτῳ μέντοι͵ ἐφ' ᾧτε μηκέτι ἐν ταύτῃ τῇ ζητήσει διατρίβειν μηδὲ φιλοσοφεῖν || Σωκράτη, προς το παρόν δεν θα πειστούμε από τον Άνυτο, αλλά με αυτόν τον όρο σε αφήνουμε ελεύθερο, με την προϋπόθεση δηλαδή να μην ασχολείσαι πλέον με αυτήν την ερευνητική εξέταση ούτε να φιλοσοφείς.
§11.82. Μια συμπερασματική απαρεμφατική πρόταση που εισάγεται με το ἢ ὥστε, ἢ ὡς χρησιμοποιείται, όταν υπάρχει συγκριτική λέξη, ως β' όρος σύγκρισης. Δηλώνει ασύμμετρη σύγκριση, δηλαδή ότι ο α' όρος σύγκρισης είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον β', επομένως το συμπέρασμα είναι αδύνατο.
ΑΝΤΙΦ 5.79 πολλὰ δ' ἐστὶ τὰ συμβαλλόμενα τοῖς βουλομένοις τῶν ἀλλοτρίων ἐφίεσθαι. γέρων μὲν ἐκεῖνος ὥστ' ἐμοὶ βοηθεῖν, νεώτερος δ' ἐγὼ πολλῷ ἢ ὥστε δύνασθαι ἐμαυτῷ τιμωρεῖν ἱκανῶς || πολλά είναι αυτά που ενθαρρύνουν εκείνους που επιθυμούν τα ξένα αγαθά: αφενός εκείνος είναι γέροντας, για να μπορεί να με βοηθήσει, αφετέρου εγώ είμαι τόσο νέος, ώστε είναι αδύνατο να υπερασπιστώ ικανοποιητικά τον εαυτό μου.
ΞΕΝ Απομν 3.5.17 ἐξ ὧν πολλὴ μὲν ἀτηρία καὶ κακία τῇ πόλει ἐμφύεται, πολλὴ δὲ ἔχθρα καὶ μῖσος ἀλλήλων τοῖς πολίταις ἐγγίγνεται, δι' ἃ ἔγωγε μάλα φοβοῦμαι ἀεί, μή τι μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακὸν τῇ πόλει συμβῇ || εξαιτίας αυτών από τη μια γεννιούνται στην πόλη μεγάλη βλάβη και κακία, κι από την άλλη δημιουργούνται πολλή έχθρα και μίσος ανάμεσα στους πολίτες, για τα οποία εγώ τουλάχιστον φοβάμαι πάντα πολύ μήπως συμβεί κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο από όσο μπορεί να υποφέρει κανείς.
§11.83. Το ὥστε μετά από τελεία ή άνω τελεία λειτουργεί παρατακτικά και εισάγει κύρια πρόταση, στην οποία το συμπέρασμα προβάλλεται με έμφαση. Η πρόταση εκφέρεται με τις εγκλίσεις κρίσεως. Το ὥστε μεταφράζεται στην περίπτωση αυτή ως: επομένως, συνεπώς, γι' αυτό κ.τ.ό.
ΞΕΝ Αγ 1.26 ἥ τε γὰρ ἀγορὰ μεστὴ ἦν παντοδαπῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππωνὠνίων, οἵ τε χαλκοτύποι καὶ οἱ τέκτονες καὶ οἱ σιδηρεῖς καὶ σκυτεῖς καὶ γραφεῖς πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον· ὥστε τὴν πόλιν ὄντως ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι || γιατί η αγορά ήταν γεμάτη με διάφορα όπλα και άλογα για πώληση, και όλοι όσοι κατεργάζονταν τον χαλκό και οι ξυλουργοί και οι σιδεράδες και οι υποδηματοποιοί και όλοι οι ζωγράφοι κατασκεύαζαν πολεμικά όπλα. Θα μπορούσες, επομένως, να θεωρήσεις ότι ολόκληρη η πόλη ήταν πράγματι ένα πολεμικό εργαστήριο.
ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.25 καὶ εἰς μὲν τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκεν· ὥσθ' οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζον || την επόμενη ημέρα δεν ήρθε· γι' αυτό οι Έλληνες ανησυχούσαν.
Παρασκευή 19 Μαΐου 2023
Μια ασφαλή σχέση με έναν… ανασφαλή σύντροφο
Πολλοί άνθρωποι έχουν παράπονα όπως:
“Δεν καταλαβαίνω γιατί ο σύντροφός μου δυσκολεύεται τόσο πολύ να ανοιχτεί και να είναι ευάλωτος μαζί μου”.
“Τι μπορώ να κάνω για να κάνω τον σύντροφό μου να με εμπιστευτεί περισσότερο;”
“Η σύντροφός μου νιώθει ότι σπάνια αναγνωρίζω τις ανάγκες της, παρόλο που νιώθω ότι είμαι αρκετά προσεκτική στη σχέση”.
Δηλώσεις όπως αυτές μπορεί να υποδηλώνουν ότι η σύντροφός σας αισθάνεται ανασφάλεια στη σχέση σας. Η συναισθηματική ασφάλεια και η ασφάλεια αποτελούν το θεμέλιο μιας υγιούς σχέσης- συμβάλλουν σε μεγαλύτερη οικειότητα, ισχυρότερη συναισθηματική ευημερία, ακόμη και καλύτερη σωματική υγεία.
Για παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Social Psychological and Personality Science διαπίστωσε ότι όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο σύντροφός τους τους εκτιμά είναι πιο πιθανό να κοιμούνται καλύτερα. Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Psychology and Aging αποκάλυψε ότι μια ανθυγιεινή σχέση μπορεί να σας κόψει χρόνια από τη ζωή σας, αυξάνοντας τον ρυθμό με τον οποίο γερνάτε.
Μερικές φορές, η ανασφάλεια του συντρόφου σας μπορεί να οφείλεται σε μη επεξεργασμένο τραύμα. Θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στις δικές σας πράξεις – πράξεις που μπορεί να μην έχετε καν συνείδηση.
Ακόμη και αν η ανασφάλεια του συντρόφου σας δεν οφείλεται σε εσάς, υπάρχουν πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να κάνετε τον σύντροφό σας να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια στη σχέση σας. Ακολουθούν τρία από αυτά.
1. Καθυστερήστε την κρίση σας
Καθώς το στάδιο του μήνα του μέλιτος φεύγει, η αγάπη που έχετε ο ένας για τον άλλον μπορεί να δοκιμαστεί με τρόπους που δεν έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν. Καθώς εσείς και η σχέση σας μεγαλώνετε, η αυξημένη άνεση και η ευπάθεια μπορεί να κάνουν τα ελαττώματα του συντρόφου σας να σας φαίνονται πιο εμφανή από ποτέ. Μπορεί ακόμη και να ανακαλύψετε άγνωστα μέχρι πρότινος και ενδεχομένως δυσάρεστα κομμάτια της προσωπικότητάς του.
Είναι σημαντικό να υπενθυμίζετε στον εαυτό σας ότι δεν χρειάζεται να διορθώνετε ή να διορθώνετε τυχόν προβλήματα που μπορεί να έχει ο σύντροφός σας. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να “κρατήσετε χώρο”. Αν ο σύντροφός σας περνάει μια στιγμή ακραίου άγχους ή θυμού (που μπορεί να αφορά περισσότερο εκείνον παρά εσάς), προσπαθήστε με κάθε τρόπο να του δώσετε να καταλάβει ότι το αντιμετωπίζετε μαζί.
Όταν έρχεστε αντιμέτωποι με μια δύσκολη κατάσταση, αντικαταστήστε τα απορριπτικά σχόλια του τύπου “Έπρεπε να ήξερες πώς να χειριστείς καλύτερα την κατάσταση” με σχόλια του τύπου “Βλέπω ότι προσπάθησες να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορούσες. Η πλοήγηση στις προκλήσεις μπορεί να είναι πραγματικά δύσκολη, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε”.
Η απλή επικύρωση και αναγνώριση μπορεί να βοηθήσει πολύ στην εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας στο σύντροφό σας. Η αποδοχή είναι ένα από τα κλειδιά για μια ευτυχισμένη σχέση.
2. Εξασφαλίστε υπευθυνότητα
Μπορεί να είναι εξαντλητικό να βρίσκεστε γύρω από κάποιον που έχει συνηθίσει να προσποιείται ότι όλα είναι εντάξει μέχρι να μην μπορεί να τα συγκρατήσει άλλο. Η επαναλαμβανόμενη ασυνεπής συμπεριφορά είναι στην πραγματικότητα μια μορφή σαμποτάζ της σχέσης.
Για να σώσετε τη σχέση σας από τη διάλυση, αρχίστε να ασκείτε τη λογοδοσία. Προσπαθήστε να είστε αξιόπιστοι και φερέγγυοι, όντας συνεπείς με τα λόγια και τις πράξεις σας. Μην λέτε πράγματα που δεν εννοείτε πραγματικά. Για να κάνετε τον σύντροφό σας να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια, πρέπει να ενεργείτε με ακεραιότητα.
Για παράδειγμα, αν έχει την τάση να υπεραντισταθμίζει μετά από έναν καυγά, φοβούμενος τι μπορεί να σκεφτείτε γι’ αυτόν, πρέπει να του δώσετε να καταλάβει ότι οι διαφωνίες είναι εντάξει και ότι το να τις έχετε δεν σημαίνει ότι ξαφνικά δεν σας αρέσει πια ο σύντροφός σας.
Επιπλέον, δείξτε ενδιαφέρον για τη ζωή του συντρόφου σας και να είστε διαθέσιμοι γι’ αυτόν. Μικρά πράγματα όπως οι γρήγορες και τακτικές βραδιές ραντεβού και οι συζητήσεις πριν πέσετε για ύπνο μπορούν να έχουν νόημα.
Μερικές φορές, το να βγαίνετε από το δρόμο σας αποδεικνύει επίσης ότι καταβάλλετε προσπάθεια και ότι είστε αφοσιωμένοι στη σχέση. Αυτά τα μικρά βήματα αθροίζονται για να οικοδομήσουν μακροχρόνια εμπιστοσύνη μεταξύ εσάς και του συντρόφου σας.
3. Κάντε συζητήσεις γύρω από τη συναισθηματική ασφάλεια
Για κάθε διαφωνία και διαφωνία που έχετε, υπάρχει μια παράλληλη ευκαιρία να κάνετε μια συμφιλιωτική συζήτηση γύρω από τη δημιουργία συναισθηματικής ασφάλειας. Οι σχέσεις συχνά δυναμώνουν μέσα από τη διαδικασία της ρήξης και της επιδιόρθωσης. Αν προσπαθούμε να παρακάμψουμε τους καβγάδες, μπορεί επίσης να χάσουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον σύντροφό μας σε βαθύτερο επίπεδο.
Χρησιμοποιήστε τον χρόνο αμέσως μετά από έναν καυγά για να ενημερώσετε τον σύντροφό σας για το πώς ακριβώς σας έκανε να νιώσετε. Μιλήστε για τους τομείς στους οποίους μπορείτε και οι δύο να εργαστείτε αντί να προσπαθείτε να επιρρίψετε ευθύνες. Ζητήστε συγγνώμη όταν είναι σκόπιμο, ή τουλάχιστον πείτε ότι αισθάνεστε άσχημα που πληγώσατε τα συναισθήματά του.
Να είστε περίεργοι και να ελέγχετε μαζί τους τι μπορείτε να κάνετε την επόμενη φορά που θα νιώσουν αγχωμένοι, ανήσυχοι ή λυπημένοι. Η γνήσια ασφάλεια προέρχεται επίσης από το να σας ακούνε και να σας καταλαβαίνουν. Μπορεί να υπενθυμίσει στον σύντροφό σας ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες, εξακολουθείτε να θέλετε να τα καταφέρετε μαζί του.
Συμπέρασμα
Είναι απολύτως φυσιολογικό αν τα συναισθήματα των συντρόφων ο ένας για τον άλλον αλλάζουν κάθε τόσο. Αυτό όμως μπορεί να είναι μια δύσκολη εμπειρία για κάποιον που είναι ανασφαλής. Στο τέλος της ημέρας, αν η σχέση σας είναι μια ασφαλής, χωρίς κρίσεις ζώνη, και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις περισσότερες δυσκολίες και να βγουν πιο δυνατοί.
“Δεν καταλαβαίνω γιατί ο σύντροφός μου δυσκολεύεται τόσο πολύ να ανοιχτεί και να είναι ευάλωτος μαζί μου”.
“Τι μπορώ να κάνω για να κάνω τον σύντροφό μου να με εμπιστευτεί περισσότερο;”
“Η σύντροφός μου νιώθει ότι σπάνια αναγνωρίζω τις ανάγκες της, παρόλο που νιώθω ότι είμαι αρκετά προσεκτική στη σχέση”.
Δηλώσεις όπως αυτές μπορεί να υποδηλώνουν ότι η σύντροφός σας αισθάνεται ανασφάλεια στη σχέση σας. Η συναισθηματική ασφάλεια και η ασφάλεια αποτελούν το θεμέλιο μιας υγιούς σχέσης- συμβάλλουν σε μεγαλύτερη οικειότητα, ισχυρότερη συναισθηματική ευημερία, ακόμη και καλύτερη σωματική υγεία.
Για παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Social Psychological and Personality Science διαπίστωσε ότι όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ο σύντροφός τους τους εκτιμά είναι πιο πιθανό να κοιμούνται καλύτερα. Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Psychology and Aging αποκάλυψε ότι μια ανθυγιεινή σχέση μπορεί να σας κόψει χρόνια από τη ζωή σας, αυξάνοντας τον ρυθμό με τον οποίο γερνάτε.
Μερικές φορές, η ανασφάλεια του συντρόφου σας μπορεί να οφείλεται σε μη επεξεργασμένο τραύμα. Θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στις δικές σας πράξεις – πράξεις που μπορεί να μην έχετε καν συνείδηση.
Ακόμη και αν η ανασφάλεια του συντρόφου σας δεν οφείλεται σε εσάς, υπάρχουν πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να κάνετε τον σύντροφό σας να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια στη σχέση σας. Ακολουθούν τρία από αυτά.
1. Καθυστερήστε την κρίση σας
Καθώς το στάδιο του μήνα του μέλιτος φεύγει, η αγάπη που έχετε ο ένας για τον άλλον μπορεί να δοκιμαστεί με τρόπους που δεν έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν. Καθώς εσείς και η σχέση σας μεγαλώνετε, η αυξημένη άνεση και η ευπάθεια μπορεί να κάνουν τα ελαττώματα του συντρόφου σας να σας φαίνονται πιο εμφανή από ποτέ. Μπορεί ακόμη και να ανακαλύψετε άγνωστα μέχρι πρότινος και ενδεχομένως δυσάρεστα κομμάτια της προσωπικότητάς του.
Είναι σημαντικό να υπενθυμίζετε στον εαυτό σας ότι δεν χρειάζεται να διορθώνετε ή να διορθώνετε τυχόν προβλήματα που μπορεί να έχει ο σύντροφός σας. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να “κρατήσετε χώρο”. Αν ο σύντροφός σας περνάει μια στιγμή ακραίου άγχους ή θυμού (που μπορεί να αφορά περισσότερο εκείνον παρά εσάς), προσπαθήστε με κάθε τρόπο να του δώσετε να καταλάβει ότι το αντιμετωπίζετε μαζί.
Όταν έρχεστε αντιμέτωποι με μια δύσκολη κατάσταση, αντικαταστήστε τα απορριπτικά σχόλια του τύπου “Έπρεπε να ήξερες πώς να χειριστείς καλύτερα την κατάσταση” με σχόλια του τύπου “Βλέπω ότι προσπάθησες να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορούσες. Η πλοήγηση στις προκλήσεις μπορεί να είναι πραγματικά δύσκολη, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε”.
Η απλή επικύρωση και αναγνώριση μπορεί να βοηθήσει πολύ στην εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας στο σύντροφό σας. Η αποδοχή είναι ένα από τα κλειδιά για μια ευτυχισμένη σχέση.
2. Εξασφαλίστε υπευθυνότητα
Μπορεί να είναι εξαντλητικό να βρίσκεστε γύρω από κάποιον που έχει συνηθίσει να προσποιείται ότι όλα είναι εντάξει μέχρι να μην μπορεί να τα συγκρατήσει άλλο. Η επαναλαμβανόμενη ασυνεπής συμπεριφορά είναι στην πραγματικότητα μια μορφή σαμποτάζ της σχέσης.
Για να σώσετε τη σχέση σας από τη διάλυση, αρχίστε να ασκείτε τη λογοδοσία. Προσπαθήστε να είστε αξιόπιστοι και φερέγγυοι, όντας συνεπείς με τα λόγια και τις πράξεις σας. Μην λέτε πράγματα που δεν εννοείτε πραγματικά. Για να κάνετε τον σύντροφό σας να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια, πρέπει να ενεργείτε με ακεραιότητα.
Για παράδειγμα, αν έχει την τάση να υπεραντισταθμίζει μετά από έναν καυγά, φοβούμενος τι μπορεί να σκεφτείτε γι’ αυτόν, πρέπει να του δώσετε να καταλάβει ότι οι διαφωνίες είναι εντάξει και ότι το να τις έχετε δεν σημαίνει ότι ξαφνικά δεν σας αρέσει πια ο σύντροφός σας.
Επιπλέον, δείξτε ενδιαφέρον για τη ζωή του συντρόφου σας και να είστε διαθέσιμοι γι’ αυτόν. Μικρά πράγματα όπως οι γρήγορες και τακτικές βραδιές ραντεβού και οι συζητήσεις πριν πέσετε για ύπνο μπορούν να έχουν νόημα.
Μερικές φορές, το να βγαίνετε από το δρόμο σας αποδεικνύει επίσης ότι καταβάλλετε προσπάθεια και ότι είστε αφοσιωμένοι στη σχέση. Αυτά τα μικρά βήματα αθροίζονται για να οικοδομήσουν μακροχρόνια εμπιστοσύνη μεταξύ εσάς και του συντρόφου σας.
3. Κάντε συζητήσεις γύρω από τη συναισθηματική ασφάλεια
Για κάθε διαφωνία και διαφωνία που έχετε, υπάρχει μια παράλληλη ευκαιρία να κάνετε μια συμφιλιωτική συζήτηση γύρω από τη δημιουργία συναισθηματικής ασφάλειας. Οι σχέσεις συχνά δυναμώνουν μέσα από τη διαδικασία της ρήξης και της επιδιόρθωσης. Αν προσπαθούμε να παρακάμψουμε τους καβγάδες, μπορεί επίσης να χάσουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον σύντροφό μας σε βαθύτερο επίπεδο.
Χρησιμοποιήστε τον χρόνο αμέσως μετά από έναν καυγά για να ενημερώσετε τον σύντροφό σας για το πώς ακριβώς σας έκανε να νιώσετε. Μιλήστε για τους τομείς στους οποίους μπορείτε και οι δύο να εργαστείτε αντί να προσπαθείτε να επιρρίψετε ευθύνες. Ζητήστε συγγνώμη όταν είναι σκόπιμο, ή τουλάχιστον πείτε ότι αισθάνεστε άσχημα που πληγώσατε τα συναισθήματά του.
Να είστε περίεργοι και να ελέγχετε μαζί τους τι μπορείτε να κάνετε την επόμενη φορά που θα νιώσουν αγχωμένοι, ανήσυχοι ή λυπημένοι. Η γνήσια ασφάλεια προέρχεται επίσης από το να σας ακούνε και να σας καταλαβαίνουν. Μπορεί να υπενθυμίσει στον σύντροφό σας ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες, εξακολουθείτε να θέλετε να τα καταφέρετε μαζί του.
Συμπέρασμα
Είναι απολύτως φυσιολογικό αν τα συναισθήματα των συντρόφων ο ένας για τον άλλον αλλάζουν κάθε τόσο. Αυτό όμως μπορεί να είναι μια δύσκολη εμπειρία για κάποιον που είναι ανασφαλής. Στο τέλος της ημέρας, αν η σχέση σας είναι μια ασφαλής, χωρίς κρίσεις ζώνη, και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις περισσότερες δυσκολίες και να βγουν πιο δυνατοί.
Ο ανασφαλής ζει προσπαθώντας να επιβιώσει από τον ίδιο του τον εαυτό
Η ανασφάλεια, μπορεί ν’ ακούγεται μια απλή και τόσο σύντομη λέξη, αλλά για εκείνους που την έχουν αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα που σίγουρα όσο περνάει ο καιρός και τα χρόνια, αν δεν το δουλέψουν, τους περιορίζει, τους δημιουργεί φθορά- ως και να τους αρρωστήσει. Πόσο επίπονη μπορεί να είναι μια ανασφάλεια, λίγο πολύ το γνωρίζουμε όλοι, όταν κοιτώντας στον καθρέφτη μας δεν μπορούμε να δούμε το σώμα ή την εικόνα που επιβραβεύουν οι γύρω μας, ή μην μπορώντας να πιστέψουμε πως αξίζουμε τη δουλειά που με κόπο πήραμε, ή τη σχέση που με αγάπη διατηρούμε.
Η αλήθεια είναι πώς η ανασφάλεια έχει την τάση να φουσκώνει τα πράγματα τόσο πολύ, που σίγουρα εκτός από το ότι καθιστά και το παρόν προβληματικό για το άτομο, καθιστά και το μέλλον, αφού προσυπογράφει μια ζωή μέσα στην καχυποψία, τα συμπλέγματα κατωτερότητας και τα κόμπλεξ. Σίγουρα είναι ένα ζοφερό συναίσθημα που ακόμα μια φορά έχει τη βάση του στην παιδική μας ηλικία, αφού σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το πόσο μας πρόσεξαν ή πόσο μας αμέλησαν, ακόμα και με το πόσο υπερπροστατευτικοί ήταν απέναντί μας.
Το άτομο που είναι ανασφαλές, έχει την τάση να προσκολλάται σε άτομα και το διακατέχει συχνά ένας φόβος για να μην τα χάσει. Επίσης, έχει συχνά την προκατάληψη ότι οι άλλοι είναι επιθετικοί, του ασκούν κριτική και σαφώς δεν αξίζει την ευτυχία και την αγάπη, αφού έχει όλα τα ελαττώματα του κόσμου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έχουν μόνο προτερήματα. Οι ανασφαλείς είναι άτομα που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εκφραστούν χωρίς αυτολογοκρισία επίσης, γιατί φυσικά έχουν το φόβο της απόρριψης μέσα τους σε βαθμό που προκαλεί παράλυση, οπότε απλώς αναμένουν από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα και μετά θα εκφράσουν το οτιδήποτε, διαλέγοντας μια πιο παθητική στάση ζωής.
Συνεπώς, είναι σε μια μόνιμη πίεση και σίγουρα μια ατελείωτη κούραση ζει στο μυαλό αλλά και στο σώμα τους. Φυσικά, είναι χαρακτήρες που δεν μπορούν ν’ αποφασίσουν τι θέλουν γιατί για όλα έχουν ένα φρένο κι εκατομμύρια σκέψεις από πίσω, γεγονός που τους κάνει αναποφάσιστους με αποτέλεσμα ν’ ασχολούνται με χίλια πράγματα μόνο και μόνο για να γεμίσουν το κενό τους. Ωστόσο, θα επιλέξουν να μην προχωρήσουν ουσιαστικά σε τίποτα, για να μη φορτωθούν τον φόβο μιας αποτυχίας.
Ακόμα ένα κομβικό σημείο, που αξίζει να ειπωθεί, είναι ότι λόγω της ανασφάλειας που γίνεται πια τρόπος ζωής, οι σχέσεις που δημιουργούν είναι τόσο εξαρτητικές που μπορούν να τους δημιουργήσουν ως κι επιθετικότητα, όταν κι αν αυτές δεν καταλήξουν στην ιδανική κατάσταση που οραματίζονται. Σε πιο ήπιες καταστάσεις, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία συνήθως θα οδηγήσει σε ερωτικές αποτυχίες που θα συμβαίνουν ξανά και ξανά ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο «δε μ’ αγαπάει κανείς, θα μείνω μόνος μου, θα μείνω μόνος μου γιατί δε μ’ αγαπάει κανείς».
Ένα ακόμα αρκετά προβληματικό σημείο των ανασφαλών ατόμων είναι πως μπροστά στην τάση που έχουμε όλοι να υποκύπτουμε σε συγκρίσεις με τους γύρω μας, το μόνο που αναγνωρίζουν είναι το πόσο γεμάτοι είναι οι άλλοι και πόσο ελλιπείς είναι οι ίδιοι. Δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους ίδιους κι αυτό μπορεί κατά περιπτώσεις να γίνει κι αιτία εκμετάλλευσης των ίδιων. Γιατί ας το παραδεχτούμε, υπάρχουν πολλοί που θέλουν κάποιον δίπλα τους που να του λέει «ναι» σε όλα ή να αισθάνεται διαρκώς υπό.
Σίγουρα τίποτα από όλα αυτά δεν είναι απόλυτο κι οπωσδήποτε μπορεί να λάβει βοήθεια για να βελτιώσει την εικόνα εαυτού του ένας ανασφαλής, με την κατάλληλη υποστήριξη. Αν προσπαθήσουμε να μπούμε λίγο στα παπούτσια τους και να το δούμε από την οπτική τους, σίγουρα είναι αρκετά επίπονο να ζεις μια τέτοια καθημερινότητα κι απόλυτα φυσιολογικό νιώθεις βεβαρημένος. Σκέψου να νιώθεις μια ζωή πως δεν είσαι αρκετά καλός για κανέναν και τίποτα. Το λες και βασανιστήριο.
Η αλήθεια είναι πώς η ανασφάλεια έχει την τάση να φουσκώνει τα πράγματα τόσο πολύ, που σίγουρα εκτός από το ότι καθιστά και το παρόν προβληματικό για το άτομο, καθιστά και το μέλλον, αφού προσυπογράφει μια ζωή μέσα στην καχυποψία, τα συμπλέγματα κατωτερότητας και τα κόμπλεξ. Σίγουρα είναι ένα ζοφερό συναίσθημα που ακόμα μια φορά έχει τη βάση του στην παιδική μας ηλικία, αφού σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το πόσο μας πρόσεξαν ή πόσο μας αμέλησαν, ακόμα και με το πόσο υπερπροστατευτικοί ήταν απέναντί μας.
Το άτομο που είναι ανασφαλές, έχει την τάση να προσκολλάται σε άτομα και το διακατέχει συχνά ένας φόβος για να μην τα χάσει. Επίσης, έχει συχνά την προκατάληψη ότι οι άλλοι είναι επιθετικοί, του ασκούν κριτική και σαφώς δεν αξίζει την ευτυχία και την αγάπη, αφού έχει όλα τα ελαττώματα του κόσμου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έχουν μόνο προτερήματα. Οι ανασφαλείς είναι άτομα που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εκφραστούν χωρίς αυτολογοκρισία επίσης, γιατί φυσικά έχουν το φόβο της απόρριψης μέσα τους σε βαθμό που προκαλεί παράλυση, οπότε απλώς αναμένουν από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα και μετά θα εκφράσουν το οτιδήποτε, διαλέγοντας μια πιο παθητική στάση ζωής.
Συνεπώς, είναι σε μια μόνιμη πίεση και σίγουρα μια ατελείωτη κούραση ζει στο μυαλό αλλά και στο σώμα τους. Φυσικά, είναι χαρακτήρες που δεν μπορούν ν’ αποφασίσουν τι θέλουν γιατί για όλα έχουν ένα φρένο κι εκατομμύρια σκέψεις από πίσω, γεγονός που τους κάνει αναποφάσιστους με αποτέλεσμα ν’ ασχολούνται με χίλια πράγματα μόνο και μόνο για να γεμίσουν το κενό τους. Ωστόσο, θα επιλέξουν να μην προχωρήσουν ουσιαστικά σε τίποτα, για να μη φορτωθούν τον φόβο μιας αποτυχίας.
Ακόμα ένα κομβικό σημείο, που αξίζει να ειπωθεί, είναι ότι λόγω της ανασφάλειας που γίνεται πια τρόπος ζωής, οι σχέσεις που δημιουργούν είναι τόσο εξαρτητικές που μπορούν να τους δημιουργήσουν ως κι επιθετικότητα, όταν κι αν αυτές δεν καταλήξουν στην ιδανική κατάσταση που οραματίζονται. Σε πιο ήπιες καταστάσεις, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία συνήθως θα οδηγήσει σε ερωτικές αποτυχίες που θα συμβαίνουν ξανά και ξανά ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο «δε μ’ αγαπάει κανείς, θα μείνω μόνος μου, θα μείνω μόνος μου γιατί δε μ’ αγαπάει κανείς».
Ένα ακόμα αρκετά προβληματικό σημείο των ανασφαλών ατόμων είναι πως μπροστά στην τάση που έχουμε όλοι να υποκύπτουμε σε συγκρίσεις με τους γύρω μας, το μόνο που αναγνωρίζουν είναι το πόσο γεμάτοι είναι οι άλλοι και πόσο ελλιπείς είναι οι ίδιοι. Δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους ίδιους κι αυτό μπορεί κατά περιπτώσεις να γίνει κι αιτία εκμετάλλευσης των ίδιων. Γιατί ας το παραδεχτούμε, υπάρχουν πολλοί που θέλουν κάποιον δίπλα τους που να του λέει «ναι» σε όλα ή να αισθάνεται διαρκώς υπό.
Σίγουρα τίποτα από όλα αυτά δεν είναι απόλυτο κι οπωσδήποτε μπορεί να λάβει βοήθεια για να βελτιώσει την εικόνα εαυτού του ένας ανασφαλής, με την κατάλληλη υποστήριξη. Αν προσπαθήσουμε να μπούμε λίγο στα παπούτσια τους και να το δούμε από την οπτική τους, σίγουρα είναι αρκετά επίπονο να ζεις μια τέτοια καθημερινότητα κι απόλυτα φυσιολογικό νιώθεις βεβαρημένος. Σκέψου να νιώθεις μια ζωή πως δεν είσαι αρκετά καλός για κανέναν και τίποτα. Το λες και βασανιστήριο.
O φόβος της ευθύνης
Καθώς πλησιάζουμε το φόβο, μειώνεται η απόσταση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Παύει να είναι κάτι το εξιδανικευμένο, παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις, εξανθρωπίζεται.
Όταν αντιλαμβανόμαστε πραγματικά τις δυνατότητες μας καταλήγουμε να προσωποποιούμε το φόβο κάνοντας διάλογο μαζί του. 'Έτσι, φτάνουμε τελικά να μην τον βλέπουμε μόνο σαν απειλή αλλά ως ένα γνήσιο συνομιλητή ο οποίος εκείνη την ώρα μας δίνει πληροφορίες χρήσιμες για τον εαυτό μας.
Πότε όμως ο φόβος τελικά μας ελευθερώνει, περνάει στην αντίπερα όχθη και γίνεται θάρρος;
Θάρρος είναι να διεκδικούμε. Διεκδικούμε όταν ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην επιθετικότητα και την παθητικότητα. Αν η διεκδίκηση γίνει υποχωρητικότητα, τότε καταλήγουμε στην παθητικότητα η οποία με την σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε καταπίεση και σε παραπάνω ένταση.
Ποια είναι λοιπόν η χρυσή τομή ανάμεσα σ αυτές τις δυο καταστάσεις;
Το θάρρος κρύβει μέσα του αυτοσεβασμό, ευθύνη, αγωνία και δέσμευση. Όλα τα αντιφατικά αυτά στοιχεία χρωματίζουν την έννοια, της δίνουν νόημα ύπαρξης και έτσι μετριάζουν το φόβο της πιθανής αποτυχίας.
Η αποτυχία τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Έχουμε αποδεσμευτεί από αυτή την αγωνία. Παύουμε πλέον να γοητευόμαστε από τη γνώριμη αίσθηση της αναβλητικότητας και της υποχωρητικότητας. Κάτι άλλο ξαφνικά μας αφυπνίζει. Ένα άγνωστο αλλά συναρπαστικό συναίσθημα το οποίο εκφράζεται χωρίς να διασπάται σε ανεξάρτητες μικρές συνιστώσες. Αντίθετα, λειτουργεί πλέον αυτόνομα.
Γίνεται ολότητα. Και σαν ολότητα μας προικίζει με γνώση , ψυχραιμία και αυτοσεβασμό για να μπορούμε να κοιτάξουμε τον απέναντι μας ως ίσο.
Για να καταφέρουμε όμως να το κάνουμε αυτό πρέπει να είμαστε και εμείς οι ίδιοι ολόκληροι. Να υπερασπιζόμαστε την κοντινότητα και όχι την αποξένωση. Γιατί η αποξένωση βαδίζει παρέα με την ασυνέπεια. Την ασυνέπεια των επιλογών, των σκέψεων, των συναισθημάτων μας, των ιδεών μας. Αυτή η ασυνέπεια οδηγεί σ 'ένα γαϊτανάκι συγκρούσεων μεταξύ των διαφορετικών μας πλευρών. Αντί αυτές να ενώνονται για να καταλήξουν κάπου, διαχέονται ανεξέλεγκτα προς κατευθύνσεις στις οποίες φοβόμαστε να πάμε.
Η ένωση αυτή είναι που όμως λειτουργεί ως αντίδοτο στην αποξένωση. Χωρίς αυτή την προστατευτική ασπίδα υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε να είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που στην ουσία μας είμαστε.
Έτσι ξεγελιόμαστε εύκολα από το προφανές, χάνουμε τον έλεγχο των πράξεων μας, γινόμαστε μοιρολάτρες και διώχνουμε την ατομική μας ευθύνη μακριά.
Αυτό έχει συνέπειες και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Ο κατακερματισμός αυτός, η διάσπαση μας σε πολλά ξεχωριστά κομμάτια, μας αφαιρεί τη δυνατότητα να μπούμε ολόκληροι να γνωρίσουμε το καινούριο ή να ξαναγνωρίσουμε το παλιό με νέους όρους.
Κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με το μη γνώριμο, αφουγκραζόμαστε με άλλο τρόπο πως αντιδράει ο εαυτός μας στη νέα αυτή κατάσταση.
Αυτή η διαδικασία μας κάνει ενεργητικούς και μας συνδέει όλο και περισσότερο τόσο με τις πολλαπλές πλευρές του εαυτού μας όσο και με τους άλλους.
'Οντας ενεργητικοί παύουμε να είμαστε έρμαια της καθημερινότητας μας.
Επιλέγουμε να τη ζούμε.
Όταν αντιλαμβανόμαστε πραγματικά τις δυνατότητες μας καταλήγουμε να προσωποποιούμε το φόβο κάνοντας διάλογο μαζί του. 'Έτσι, φτάνουμε τελικά να μην τον βλέπουμε μόνο σαν απειλή αλλά ως ένα γνήσιο συνομιλητή ο οποίος εκείνη την ώρα μας δίνει πληροφορίες χρήσιμες για τον εαυτό μας.
Πότε όμως ο φόβος τελικά μας ελευθερώνει, περνάει στην αντίπερα όχθη και γίνεται θάρρος;
Θάρρος είναι να διεκδικούμε. Διεκδικούμε όταν ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην επιθετικότητα και την παθητικότητα. Αν η διεκδίκηση γίνει υποχωρητικότητα, τότε καταλήγουμε στην παθητικότητα η οποία με την σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε καταπίεση και σε παραπάνω ένταση.
Ποια είναι λοιπόν η χρυσή τομή ανάμεσα σ αυτές τις δυο καταστάσεις;
Το θάρρος κρύβει μέσα του αυτοσεβασμό, ευθύνη, αγωνία και δέσμευση. Όλα τα αντιφατικά αυτά στοιχεία χρωματίζουν την έννοια, της δίνουν νόημα ύπαρξης και έτσι μετριάζουν το φόβο της πιθανής αποτυχίας.
Η αποτυχία τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Έχουμε αποδεσμευτεί από αυτή την αγωνία. Παύουμε πλέον να γοητευόμαστε από τη γνώριμη αίσθηση της αναβλητικότητας και της υποχωρητικότητας. Κάτι άλλο ξαφνικά μας αφυπνίζει. Ένα άγνωστο αλλά συναρπαστικό συναίσθημα το οποίο εκφράζεται χωρίς να διασπάται σε ανεξάρτητες μικρές συνιστώσες. Αντίθετα, λειτουργεί πλέον αυτόνομα.
Γίνεται ολότητα. Και σαν ολότητα μας προικίζει με γνώση , ψυχραιμία και αυτοσεβασμό για να μπορούμε να κοιτάξουμε τον απέναντι μας ως ίσο.
Για να καταφέρουμε όμως να το κάνουμε αυτό πρέπει να είμαστε και εμείς οι ίδιοι ολόκληροι. Να υπερασπιζόμαστε την κοντινότητα και όχι την αποξένωση. Γιατί η αποξένωση βαδίζει παρέα με την ασυνέπεια. Την ασυνέπεια των επιλογών, των σκέψεων, των συναισθημάτων μας, των ιδεών μας. Αυτή η ασυνέπεια οδηγεί σ 'ένα γαϊτανάκι συγκρούσεων μεταξύ των διαφορετικών μας πλευρών. Αντί αυτές να ενώνονται για να καταλήξουν κάπου, διαχέονται ανεξέλεγκτα προς κατευθύνσεις στις οποίες φοβόμαστε να πάμε.
Η ένωση αυτή είναι που όμως λειτουργεί ως αντίδοτο στην αποξένωση. Χωρίς αυτή την προστατευτική ασπίδα υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε να είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που στην ουσία μας είμαστε.
Έτσι ξεγελιόμαστε εύκολα από το προφανές, χάνουμε τον έλεγχο των πράξεων μας, γινόμαστε μοιρολάτρες και διώχνουμε την ατομική μας ευθύνη μακριά.
Αυτό έχει συνέπειες και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Ο κατακερματισμός αυτός, η διάσπαση μας σε πολλά ξεχωριστά κομμάτια, μας αφαιρεί τη δυνατότητα να μπούμε ολόκληροι να γνωρίσουμε το καινούριο ή να ξαναγνωρίσουμε το παλιό με νέους όρους.
Κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με το μη γνώριμο, αφουγκραζόμαστε με άλλο τρόπο πως αντιδράει ο εαυτός μας στη νέα αυτή κατάσταση.
Αυτή η διαδικασία μας κάνει ενεργητικούς και μας συνδέει όλο και περισσότερο τόσο με τις πολλαπλές πλευρές του εαυτού μας όσο και με τους άλλους.
'Οντας ενεργητικοί παύουμε να είμαστε έρμαια της καθημερινότητας μας.
Επιλέγουμε να τη ζούμε.
Το αυτονόητο
Το αυτονόητο συνοδεύεται από τη γλυκύτητα της οικειότητας. Ξεκουράζει. Δεν απειλείται απ' τη λήθη, αντιθέτως ζει μέσα της.
Στους τσακωμούς μας με τους ανθρώπους που αγαπάμε αν δεν υπάρχει το αυτονόητο πρέπει να σκεφτούμε για ποιο λόγο ειπώνονται συνεχώς τα ίδια πράγματα. Αυτό σημαίνει πως αν θέλουμε να αλλάξουμε το μοτίβο κάτι θα πρέπει να κάνουμε εμείς οι ίδιοι γ' αυτό. Είναι αυτονόητο πως οι σύντροφοι μας είναι εγωιστές. Είναι αυτονόητο πως οι γονείς μας δε θέλουν να μεγαλώσουμε γιατί θέλουν να ξορκίσουν τις δικές τους υπαρξιακές αγωνίες.
Η βολική οικειότητα του αυτονόητου όμως κρύβει υπόγειες παγίδες. Το αυτονόητο ζει στο μεγαλύτερο βαθμό απομονωμένο. Δείχνει να κοιτάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του πλανιέται. Ψάχνει να βρει το επόμενο υποψήφιο αδύναμο χαρακτηριστικό που φοβισμένο θα του υποταχθεί και θα του επιβεβαιώσει την ύπαρξη του. Οι σύντροφοί μας δεν είναι μόνο εγωιστές αλλά και εγωκεντρικοί. Ούτως ή άλλως αυτά πάντα μαζί δεν πάνε; Αν όμως πεταχθεί η παντοδυναμία της ταμπέλας μπορεί να αποκαλυφθεί πως δεν είναι στην πραγματικότητα εγωιστές αλλά φέρονται εγωιστικά. Αυτή η υπόθεση φαντάζει τόσο αποσταθεροποιητική όσο το να ζητήσει ένας "εγωιστής" συγγνώμη.
Φωτίζοντας ως αδύναμο σημείο την συμπεριφορά και όχι τη φαινομενική ιδιότητα του απέναντι μας προϋποθέτει κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Την παραδοχή του ότι δεν μπορούμε να έχουμε τον πλήρη έλεγχο σ' ό,τι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε. Ο έλεγχος αυτός συχνά αυτοεπιβεβαιώνεται μέσα από την ταμπέλα. Με τη βοήθεια του αυτονόητου η ταμπέλα αναβαθμίζεται και γίνεται λεζάντα. Έτσι, ό,τι εμπεριέχεται μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα ψευδών ταυτοτήτων έχει πλαισιωθεί εξ' αρχής από άκαμπτο υλικό. Μοιάζει με ατσάλι. Κατασκευασμένο πολύ προσεκτικά από εμάς τους ίδιους γιατί χωρίς αυτό διαχεόμαστε και δεν νιώθουμε ασφαλείς.
Συχνά κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πως πρόκειται για όριο. Τα λειτουργικά όρια όμως είναι ξύλινα όχι ατσάλινα. Ζεσταίνουν ,προστατεύουν και φροντίζουν. Μοιάζουν άκαμπτα αλλά στην πραγματικότητα έχουν τη δική τους κρυφή πλαστικότητα. Μας δίνουν τη δυνατότητα να φτιάχνουμε το δικό μας πλαίσιο . Μέσα σ' αυτό, εμείς είμαστε αυτοί που επιλέγουμε τι θα συμπεριλάβουμε, αγνοώντας επιδεικτικά οτιδήποτε πάει να μας επιβάλλει εξουσιαστικά το αυτονόητο.
Έτσι, απελευθερώνομαστε από τη μάταιη αγωνία του ελέγχου.
Και αν συμπεριλάβουμε κάτι που νομίζουμε πως δεν μας κάνει, δεν πειράζει.
Δικό μας είναι το πλαίσιο.
Μπορούμε αν θέλουμε να το απομακρύνουμε από μέσα.
Ή ακόμα καλύτερα να του φτιάξουμε μια καινούργια χαραμάδα από την οποία θα χωράει να μπει.
Στους τσακωμούς μας με τους ανθρώπους που αγαπάμε αν δεν υπάρχει το αυτονόητο πρέπει να σκεφτούμε για ποιο λόγο ειπώνονται συνεχώς τα ίδια πράγματα. Αυτό σημαίνει πως αν θέλουμε να αλλάξουμε το μοτίβο κάτι θα πρέπει να κάνουμε εμείς οι ίδιοι γ' αυτό. Είναι αυτονόητο πως οι σύντροφοι μας είναι εγωιστές. Είναι αυτονόητο πως οι γονείς μας δε θέλουν να μεγαλώσουμε γιατί θέλουν να ξορκίσουν τις δικές τους υπαρξιακές αγωνίες.
Η βολική οικειότητα του αυτονόητου όμως κρύβει υπόγειες παγίδες. Το αυτονόητο ζει στο μεγαλύτερο βαθμό απομονωμένο. Δείχνει να κοιτάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του πλανιέται. Ψάχνει να βρει το επόμενο υποψήφιο αδύναμο χαρακτηριστικό που φοβισμένο θα του υποταχθεί και θα του επιβεβαιώσει την ύπαρξη του. Οι σύντροφοί μας δεν είναι μόνο εγωιστές αλλά και εγωκεντρικοί. Ούτως ή άλλως αυτά πάντα μαζί δεν πάνε; Αν όμως πεταχθεί η παντοδυναμία της ταμπέλας μπορεί να αποκαλυφθεί πως δεν είναι στην πραγματικότητα εγωιστές αλλά φέρονται εγωιστικά. Αυτή η υπόθεση φαντάζει τόσο αποσταθεροποιητική όσο το να ζητήσει ένας "εγωιστής" συγγνώμη.
Φωτίζοντας ως αδύναμο σημείο την συμπεριφορά και όχι τη φαινομενική ιδιότητα του απέναντι μας προϋποθέτει κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Την παραδοχή του ότι δεν μπορούμε να έχουμε τον πλήρη έλεγχο σ' ό,τι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε. Ο έλεγχος αυτός συχνά αυτοεπιβεβαιώνεται μέσα από την ταμπέλα. Με τη βοήθεια του αυτονόητου η ταμπέλα αναβαθμίζεται και γίνεται λεζάντα. Έτσι, ό,τι εμπεριέχεται μέσα σ' αυτό το συνονθύλευμα ψευδών ταυτοτήτων έχει πλαισιωθεί εξ' αρχής από άκαμπτο υλικό. Μοιάζει με ατσάλι. Κατασκευασμένο πολύ προσεκτικά από εμάς τους ίδιους γιατί χωρίς αυτό διαχεόμαστε και δεν νιώθουμε ασφαλείς.
Συχνά κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πως πρόκειται για όριο. Τα λειτουργικά όρια όμως είναι ξύλινα όχι ατσάλινα. Ζεσταίνουν ,προστατεύουν και φροντίζουν. Μοιάζουν άκαμπτα αλλά στην πραγματικότητα έχουν τη δική τους κρυφή πλαστικότητα. Μας δίνουν τη δυνατότητα να φτιάχνουμε το δικό μας πλαίσιο . Μέσα σ' αυτό, εμείς είμαστε αυτοί που επιλέγουμε τι θα συμπεριλάβουμε, αγνοώντας επιδεικτικά οτιδήποτε πάει να μας επιβάλλει εξουσιαστικά το αυτονόητο.
Έτσι, απελευθερώνομαστε από τη μάταιη αγωνία του ελέγχου.
Και αν συμπεριλάβουμε κάτι που νομίζουμε πως δεν μας κάνει, δεν πειράζει.
Δικό μας είναι το πλαίσιο.
Μπορούμε αν θέλουμε να το απομακρύνουμε από μέσα.
Ή ακόμα καλύτερα να του φτιάξουμε μια καινούργια χαραμάδα από την οποία θα χωράει να μπει.
Έρωτας: Εξάρτηση και αυτοκαταστροφή
Η ρομαντική αγάπη είναι μια μοναδική εμπειρία του συναισθηματικού κόσμου που δίνει στο άτομο την ευκαιρία να γνωρίσει κάποιον άλλον, να δεθεί μαζί του, να αποκτήσει οικειότητα, συντροφικότητα και, πιθανόν, να εξερευνήσει τη σεξουαλικότητά του. Η ρομαντική αγάπη, είτε συνοδεύεται από σεξ είτε όχι, προάγει την προσωπική ανάπτυξη, αφού κάθε νέα σχέση επιβάλλει διαισθητικότητα και νέα γνώση του εαυτού.
Τα πρώτα στάδια του έρωτα είναι έντονα, γεμάτα εκπλήξεις και συγκινήσεις. Η πραγματική οικειότητα όμως, αυτή που χαρακτηρίζει μια σταθερή και δυνατή σχέση, είναι κάτι που έρχεται αργότερα, εξελίσσεται με το χρόνο και είναι κάτι παραπάνω από σεξουαλικό πάθος, ένταση, και ρομαντισμό.
Είναι δύσκολο για τα άτομα που ερωτεύονται και δημιουργούν σχέσεις κανονικά να καταλάβουν πώς ο έρωτας και η σεξουαλικότητα μπορεί να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης και να μεταλλαχθούν σε καταστροφικά μοτίβα συμπεριφοράς εξάρτησης και ψυχαναγκασμού.
Όμως, για το άτομο που είναι εξαρτημένο από την αγάπη και το σεξ, ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η οικειότητα, τα όμορφα συναισθήματα μιας σχέσης είναι γεμάτα παγίδες, άγχος και ψυχικό πόνο. Τα άτομα αυτά ζουν σε ένα χαοτικό συναισθηματικό κόσμο απόγνωσης κι απελπισίας, με τον μόνιμο φόβο ότι θα μείνουν μόνα ή ότι θα τα απορρίψουν οι άλλοι και κυνηγούν διαρκώς την τέλεια σχέση που θα δώσει τέλος σε όλα τους τα προβλήματα.
Καθώς το εξαρτημένο από τον έρωτα άτομο βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση συντρόφου, οι ατέλειωτες ίντριγκες, φλερτ, σεξουαλικές ή ρομαντικές σχέσεις αφήνουν τα σημάδια της καταστροφής στον ψυχικό του κόσμο.
Οι σχέσεις τις οποίες τελικά συνάπτει αυτό το άτομο δεν μπορούν να το ανακουφίσουν και να ξεκαθαρίσουν τις αρνητικές συνθήκες, οπότε αυτό ξεκινά νέο κύκλο αναζητήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο απελπισίας κι απώλειας.
Ψυχολογική εξάρτηση
Αντίθετα με τον ψυχικά υγιή άνθρωπο που ψάχνει για μια σχέση που θα του συμπληρώνει τη ζωή, το άτομο με εξάρτηση από την αγάπη και το σεξ ψάχνει για κάτι έξω από τον εαυτό του -ένα άλλο άτομο, μια σχέση ή εμπειρία- που θα του προσφέρει την συναισθηματική και ψυχολογική σταθερότητα που το ίδιο δε διαθέτει.
Έτσι, όπως ο ναρκομανής χρησιμοποιεί το ναρκωτικό και ο αλκοολικός το ποτό, ο άνθρωπος με εξάρτηση από την αγάπη και τις σχέσεις, τις χρησιμοποιεί για να 'διορθώσει' τον εαυτό του και να διασφαλίσει τη συναισθηματική του ισορροπία.
Όταν όμως ο έρωτας και η σεξουαλικότητα χρησιμοποιούνται ως τρόπος για να ανταπεξέλθει κανείς στη ζωή και όχι για προσωπική ανάπτυξη, μοίρασμα και συντροφικότητα, η επιλογή του παρτενέρ συνήθως είναι λανθασμένη. Οι αποφάσεις παίρνονται βάσει κριτηρίων όπως, 'αν θα με εγκαταλείψει ή όχι', 'πόσο καλή είναι η σεξουαλική μας ζωή', 'πώς θα καταφέρω να τον/την κρατήσω'.
Τέτοιου είδους σχέσεις δημιουργούν εξάρτηση, ενοχές και συχνά κακομεταχείρηση. Επειδή το άτομο με την εξάρτηση είναι πεπεισμένο ότι δεν αξίζει, δεν αισθάνεται ότι αγαπιέται, νιώθει ότι δεν έχει αξία και δεν πιστεύει στον εαυτό του, χρησιμοποιεί τη γοητεία, τον έλεγχο, τον δόλο για να προσελκύσει και να κρατήσει τον/τη σύντροφό του.
Πάνω στην απελπισία που του δημιουργείται στη διάρκεια αυτού του κύκλου, μπορεί να παρουσιάσει επεισόδια ανορεξίας ή βουλιμίας. Η ολική αποχή από το 'παιχνίδι των σχέσεων' χρησιμοποιείται μερικές φορές χωρίς επιτυχία, αφού δε λύνει τα ψυχολογικά προβλήματα που βρίσκονται στη βάση αυτής της συμπεριφοράς.
Χαρακτηριστικά της εξάρτησης από την αγάπη
Για τους εξαρτημένους, η αγάπη:
● Είναι έμμονη ιδέα
● Ανασταλτική
● Εμπόδιο στο να πάρουν ρίσκα και να κάνουν αλλαγές
● Δεν έχει πραγματική οικειότητα
● Είναι παραπλανητική
● Είναι εξαρτημένη και παρασιτική
Τα συμπτώματα της εξάρτησης από την αγάπη και το σεξ
● Διαρκής αναζήτηση σεξουαλικού παρτενέρ, νέας σχέσης ή συντρόφου.
● Δυσκολία ή αδυναμία να μείνει μόνος/η.
● Επιλογή συντρόφου που είναι καταπιεστικός, μη διαθέσιμος συναισθηματικά, ή προσβλητικός.
● Χρησιμοποίηση του σεξ, της γοητείας και της ίντριγκας για να κρατήσει τον/την σύντροφο.
● Χρησιμοποίηση του σεξ ή μιας σχέσης για να αντέξει άλλες δύσκολες εμπειρίες ή συναισθήματα.
● Χάνει σημαντικές οικογενειακές, επαγγελματικές ή κοινωνικές εμπειρίες προκειμένου να διατηρήσει ένα σεξουαλικό ανέβασμα ή μια ρομαντική σχέση.
● Όταν έχει μια σχέση είναι αποκομμένος ή δυσαρεστημένος, όταν δεν έχει σχέση είναι απελπισμένος και μόνος.
● Αποφεύγει τις σχέσεις και το σεξ για μεγάλα χρονικά διαστήματα για να 'λύσει το πρόβλημα'.
● Ανικανότητα να διαλύσει αρρωστημένες σχέσεις, παρά τις υποσχέσεις που δίνει στον εαυτό του ή σε άλλους.
● Επιστρέφει σε προηγούμενες άσχημες σχέσεις, παρά την υπόσχεση για το αντίθετο.
Για το άτομο που έχει εξάρτηση από τις σχέσεις ή το σεξ, τα παραπάνω συμπτώματα αποτελούν μοτίβο συναισθηματικής ανισορροπίας, που μοιραία οδηγεί στην απομόνωση, τον ψυχικό πόνο και την απώλεια.
Και βέβαια, το να συμφωνήσει κανείς με ή να έχει κάνει κάποια στιγμή στη ζωή του 2-3 από τα παραπάνω είναι φυσικό. Όταν όμως αυτά τα συμπτώματα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Τα άτομα που είναι εξαρτημένα από την αγάπη και το σεξ, όπως και τα άτομα που έχουν εξάρτηση από τα ναρκωτικά ή το ποτό, δε μαθαίνουν από τις συνέπειες των πράξεών τους και τα λάθη τους. Όταν ο πόνος από αυτές τις συμπεριφορές και καταστάσεις γίνει μεγαλύτερος από τον πόνο και την πρόκληση του να δημιουργούν αλλαγή, τότε ξεκινάει η απεξάρτησή τους.
Τα πρώτα στάδια του έρωτα είναι έντονα, γεμάτα εκπλήξεις και συγκινήσεις. Η πραγματική οικειότητα όμως, αυτή που χαρακτηρίζει μια σταθερή και δυνατή σχέση, είναι κάτι που έρχεται αργότερα, εξελίσσεται με το χρόνο και είναι κάτι παραπάνω από σεξουαλικό πάθος, ένταση, και ρομαντισμό.
Είναι δύσκολο για τα άτομα που ερωτεύονται και δημιουργούν σχέσεις κανονικά να καταλάβουν πώς ο έρωτας και η σεξουαλικότητα μπορεί να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης και να μεταλλαχθούν σε καταστροφικά μοτίβα συμπεριφοράς εξάρτησης και ψυχαναγκασμού.
Όμως, για το άτομο που είναι εξαρτημένο από την αγάπη και το σεξ, ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η οικειότητα, τα όμορφα συναισθήματα μιας σχέσης είναι γεμάτα παγίδες, άγχος και ψυχικό πόνο. Τα άτομα αυτά ζουν σε ένα χαοτικό συναισθηματικό κόσμο απόγνωσης κι απελπισίας, με τον μόνιμο φόβο ότι θα μείνουν μόνα ή ότι θα τα απορρίψουν οι άλλοι και κυνηγούν διαρκώς την τέλεια σχέση που θα δώσει τέλος σε όλα τους τα προβλήματα.
Καθώς το εξαρτημένο από τον έρωτα άτομο βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση συντρόφου, οι ατέλειωτες ίντριγκες, φλερτ, σεξουαλικές ή ρομαντικές σχέσεις αφήνουν τα σημάδια της καταστροφής στον ψυχικό του κόσμο.
Οι σχέσεις τις οποίες τελικά συνάπτει αυτό το άτομο δεν μπορούν να το ανακουφίσουν και να ξεκαθαρίσουν τις αρνητικές συνθήκες, οπότε αυτό ξεκινά νέο κύκλο αναζητήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο απελπισίας κι απώλειας.
Ψυχολογική εξάρτηση
Αντίθετα με τον ψυχικά υγιή άνθρωπο που ψάχνει για μια σχέση που θα του συμπληρώνει τη ζωή, το άτομο με εξάρτηση από την αγάπη και το σεξ ψάχνει για κάτι έξω από τον εαυτό του -ένα άλλο άτομο, μια σχέση ή εμπειρία- που θα του προσφέρει την συναισθηματική και ψυχολογική σταθερότητα που το ίδιο δε διαθέτει.
Έτσι, όπως ο ναρκομανής χρησιμοποιεί το ναρκωτικό και ο αλκοολικός το ποτό, ο άνθρωπος με εξάρτηση από την αγάπη και τις σχέσεις, τις χρησιμοποιεί για να 'διορθώσει' τον εαυτό του και να διασφαλίσει τη συναισθηματική του ισορροπία.
Όταν όμως ο έρωτας και η σεξουαλικότητα χρησιμοποιούνται ως τρόπος για να ανταπεξέλθει κανείς στη ζωή και όχι για προσωπική ανάπτυξη, μοίρασμα και συντροφικότητα, η επιλογή του παρτενέρ συνήθως είναι λανθασμένη. Οι αποφάσεις παίρνονται βάσει κριτηρίων όπως, 'αν θα με εγκαταλείψει ή όχι', 'πόσο καλή είναι η σεξουαλική μας ζωή', 'πώς θα καταφέρω να τον/την κρατήσω'.
Τέτοιου είδους σχέσεις δημιουργούν εξάρτηση, ενοχές και συχνά κακομεταχείρηση. Επειδή το άτομο με την εξάρτηση είναι πεπεισμένο ότι δεν αξίζει, δεν αισθάνεται ότι αγαπιέται, νιώθει ότι δεν έχει αξία και δεν πιστεύει στον εαυτό του, χρησιμοποιεί τη γοητεία, τον έλεγχο, τον δόλο για να προσελκύσει και να κρατήσει τον/τη σύντροφό του.
Πάνω στην απελπισία που του δημιουργείται στη διάρκεια αυτού του κύκλου, μπορεί να παρουσιάσει επεισόδια ανορεξίας ή βουλιμίας. Η ολική αποχή από το 'παιχνίδι των σχέσεων' χρησιμοποιείται μερικές φορές χωρίς επιτυχία, αφού δε λύνει τα ψυχολογικά προβλήματα που βρίσκονται στη βάση αυτής της συμπεριφοράς.
Χαρακτηριστικά της εξάρτησης από την αγάπη
Για τους εξαρτημένους, η αγάπη:
● Είναι έμμονη ιδέα
● Ανασταλτική
● Εμπόδιο στο να πάρουν ρίσκα και να κάνουν αλλαγές
● Δεν έχει πραγματική οικειότητα
● Είναι παραπλανητική
● Είναι εξαρτημένη και παρασιτική
Τα συμπτώματα της εξάρτησης από την αγάπη και το σεξ
● Διαρκής αναζήτηση σεξουαλικού παρτενέρ, νέας σχέσης ή συντρόφου.
● Δυσκολία ή αδυναμία να μείνει μόνος/η.
● Επιλογή συντρόφου που είναι καταπιεστικός, μη διαθέσιμος συναισθηματικά, ή προσβλητικός.
● Χρησιμοποίηση του σεξ, της γοητείας και της ίντριγκας για να κρατήσει τον/την σύντροφο.
● Χρησιμοποίηση του σεξ ή μιας σχέσης για να αντέξει άλλες δύσκολες εμπειρίες ή συναισθήματα.
● Χάνει σημαντικές οικογενειακές, επαγγελματικές ή κοινωνικές εμπειρίες προκειμένου να διατηρήσει ένα σεξουαλικό ανέβασμα ή μια ρομαντική σχέση.
● Όταν έχει μια σχέση είναι αποκομμένος ή δυσαρεστημένος, όταν δεν έχει σχέση είναι απελπισμένος και μόνος.
● Αποφεύγει τις σχέσεις και το σεξ για μεγάλα χρονικά διαστήματα για να 'λύσει το πρόβλημα'.
● Ανικανότητα να διαλύσει αρρωστημένες σχέσεις, παρά τις υποσχέσεις που δίνει στον εαυτό του ή σε άλλους.
● Επιστρέφει σε προηγούμενες άσχημες σχέσεις, παρά την υπόσχεση για το αντίθετο.
Για το άτομο που έχει εξάρτηση από τις σχέσεις ή το σεξ, τα παραπάνω συμπτώματα αποτελούν μοτίβο συναισθηματικής ανισορροπίας, που μοιραία οδηγεί στην απομόνωση, τον ψυχικό πόνο και την απώλεια.
Και βέβαια, το να συμφωνήσει κανείς με ή να έχει κάνει κάποια στιγμή στη ζωή του 2-3 από τα παραπάνω είναι φυσικό. Όταν όμως αυτά τα συμπτώματα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Τα άτομα που είναι εξαρτημένα από την αγάπη και το σεξ, όπως και τα άτομα που έχουν εξάρτηση από τα ναρκωτικά ή το ποτό, δε μαθαίνουν από τις συνέπειες των πράξεών τους και τα λάθη τους. Όταν ο πόνος από αυτές τις συμπεριφορές και καταστάσεις γίνει μεγαλύτερος από τον πόνο και την πρόκληση του να δημιουργούν αλλαγή, τότε ξεκινάει η απεξάρτησή τους.
Δεν χωράει αναβολή στο όνειρο. Μονάχα τόλμη
Στη ζωή μας είναι γεγονός ότι περνάμε από διάφορες φάσεις.
Πότε είναι όμορφες και ευτυχισμένες και πότε είναι άσχημες και μελαγχολικές.
Το θέμα όμως, είναι να μάθουμε να αφήνουμε πίσω μας τα “τραύματά μας” και να μετατρέπουμε κάθε δυσκολία σε μάθημα ζωής.
Να εστιάζουμε λοιπόν, σε εκείνη τη φωτεινή πλευρά που μπορεί να μας χαρίσει τα πιο ωραία της χρώματα…
Παρακάτω είναι μερικά απλά και σημαντικά μαθήματα της ζωής:
1. Η ευτυχία είναι στιγμές. Μικρές απλές στιγμές που όλοι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσουμε. Αρκεί να μη ξεχνάμε να τη βρίσκουμε πρώτα μέσα μας και μετά στους άλλους.
2. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά σε αυτή τη ζωή. Μπορεί κάποιες φορές να ακούγεται λυπηρό ή δύσκολο αυτό αλλά είναι μια βασική αλήθεια. Κάπου είχα διαβάσει, πως “Καμιά φορά οι αλλαγές που νομίζουμε ότι είναι για κακό, είναι ότι πιο σωστό μας συμβαίνει. Δεν είναι δύσκολο να αλλάξεις. Δύσκολο είναι να το θελήσεις τόσο, ώστε να προσπαθήσεις”.
3. Η φιλία είναι μια όμορφη σχέση που ο καθένας μας χρειάζεται να έχει στη ζωή του. Είναι παρέα, συντροφιά, χαρά, εμπιστοσύνη, στήριξη και πρωτίστως σεβασμός στις ανάγκες του άλλου. Όταν όμως, αυτά, πάψουν να υφίστανται η σχέση δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει.
4. Ο κόσμος πάντα θα βρίσκει λόγους να κρίνει, να βάζει ταμπέλες και να σχολιάζει κάθε επιλογή. Άλλωστε, είναι πολύ εύκολο να κρίνεις. Το δύσκολο είναι να σκέφτεσαι. Το θέμα είναι πως αντιδρούμε εμείς σε αυτό.
5. Ο Έρωτας δε έχει καμία σχέση με την Αγάπη. Είναι πάθος, είναι έλξη, είναι μια σωματική ανάγκη. Μια έντονη επιθυμία να βλέπεις συνέχεια τον άλλο. Είναι εκείνο το ανεξήγητο χαμόγελο που σε κάνει να τα βλέπεις όλα τέλεια και ιδανικά. Που δεν αντιλαμβάνεται ατέλειες και διαφορές και θέλει να ζήσει τα πάντα.
6. Η Αγάπη δε χωράει σε λέξεις. Ή μάλλον κάπου χωράει. Σε αριθμούς. Είναι η μόνη αριθμητική πράξη που δε διαιρείται. Μονάχα πολλαπλασιάζεται. Δε πρέπει να μας τρομάζει η Αγάπη. Μόνο να μας καθοδηγεί χρειάζεται. Να φωτίζει το δρόμο μας με τρυφερότητα και ασφάλεια.
7. Κάθε μέρα πρέπει να διεκδικούμε τα όνειρά μας. Να οραματιζόμαστε τους στόχους μας. Να εφαρμόζουμε στη πράξη αυτά που αγαπάμε. Δεν χωράει αναβολή στο όνειρο. Μονάχα τόλμη. Και κανείς δε έχει το δικαίωμα να μας εμποδίσει από τη πραγματοποίησή του.
8. Καμιά φορά οι προσδοκίες πληγώνουν. Γι’ αυτό όσο λιγότερα περιμένεις από τους άλλους, τόσο πιο ευτυχισμένος θα είσαι.
9. Ποτέ μη λες “ποτέ” και για “πάντα” για τίποτα και για κανέναν. Η ζωή πάντα βρίσκει ένα τρόπο να αλλάζει τα δεδομένα.
10. Η πίστη είναι η πιο μεγάλη δύναμη που υπάρχει. Αλλάζει ριζικά το τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Σε κάνει να αισθάνεσαι μεγάλη γαλήνη και ελπίδα. Γίνεται φάρος σε κάθε σκοτάδι.
Πότε είναι όμορφες και ευτυχισμένες και πότε είναι άσχημες και μελαγχολικές.
Το θέμα όμως, είναι να μάθουμε να αφήνουμε πίσω μας τα “τραύματά μας” και να μετατρέπουμε κάθε δυσκολία σε μάθημα ζωής.
Να εστιάζουμε λοιπόν, σε εκείνη τη φωτεινή πλευρά που μπορεί να μας χαρίσει τα πιο ωραία της χρώματα…
Παρακάτω είναι μερικά απλά και σημαντικά μαθήματα της ζωής:
1. Η ευτυχία είναι στιγμές. Μικρές απλές στιγμές που όλοι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσουμε. Αρκεί να μη ξεχνάμε να τη βρίσκουμε πρώτα μέσα μας και μετά στους άλλους.
2. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά σε αυτή τη ζωή. Μπορεί κάποιες φορές να ακούγεται λυπηρό ή δύσκολο αυτό αλλά είναι μια βασική αλήθεια. Κάπου είχα διαβάσει, πως “Καμιά φορά οι αλλαγές που νομίζουμε ότι είναι για κακό, είναι ότι πιο σωστό μας συμβαίνει. Δεν είναι δύσκολο να αλλάξεις. Δύσκολο είναι να το θελήσεις τόσο, ώστε να προσπαθήσεις”.
3. Η φιλία είναι μια όμορφη σχέση που ο καθένας μας χρειάζεται να έχει στη ζωή του. Είναι παρέα, συντροφιά, χαρά, εμπιστοσύνη, στήριξη και πρωτίστως σεβασμός στις ανάγκες του άλλου. Όταν όμως, αυτά, πάψουν να υφίστανται η σχέση δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει.
4. Ο κόσμος πάντα θα βρίσκει λόγους να κρίνει, να βάζει ταμπέλες και να σχολιάζει κάθε επιλογή. Άλλωστε, είναι πολύ εύκολο να κρίνεις. Το δύσκολο είναι να σκέφτεσαι. Το θέμα είναι πως αντιδρούμε εμείς σε αυτό.
5. Ο Έρωτας δε έχει καμία σχέση με την Αγάπη. Είναι πάθος, είναι έλξη, είναι μια σωματική ανάγκη. Μια έντονη επιθυμία να βλέπεις συνέχεια τον άλλο. Είναι εκείνο το ανεξήγητο χαμόγελο που σε κάνει να τα βλέπεις όλα τέλεια και ιδανικά. Που δεν αντιλαμβάνεται ατέλειες και διαφορές και θέλει να ζήσει τα πάντα.
6. Η Αγάπη δε χωράει σε λέξεις. Ή μάλλον κάπου χωράει. Σε αριθμούς. Είναι η μόνη αριθμητική πράξη που δε διαιρείται. Μονάχα πολλαπλασιάζεται. Δε πρέπει να μας τρομάζει η Αγάπη. Μόνο να μας καθοδηγεί χρειάζεται. Να φωτίζει το δρόμο μας με τρυφερότητα και ασφάλεια.
7. Κάθε μέρα πρέπει να διεκδικούμε τα όνειρά μας. Να οραματιζόμαστε τους στόχους μας. Να εφαρμόζουμε στη πράξη αυτά που αγαπάμε. Δεν χωράει αναβολή στο όνειρο. Μονάχα τόλμη. Και κανείς δε έχει το δικαίωμα να μας εμποδίσει από τη πραγματοποίησή του.
8. Καμιά φορά οι προσδοκίες πληγώνουν. Γι’ αυτό όσο λιγότερα περιμένεις από τους άλλους, τόσο πιο ευτυχισμένος θα είσαι.
9. Ποτέ μη λες “ποτέ” και για “πάντα” για τίποτα και για κανέναν. Η ζωή πάντα βρίσκει ένα τρόπο να αλλάζει τα δεδομένα.
10. Η πίστη είναι η πιο μεγάλη δύναμη που υπάρχει. Αλλάζει ριζικά το τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Σε κάνει να αισθάνεσαι μεγάλη γαλήνη και ελπίδα. Γίνεται φάρος σε κάθε σκοτάδι.
Αριστοτέλης: η ολική και η μερική αδικία
Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το Ε΄ βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» θέτει τα θεμέλια για τη διερεύνηση των εννοιών της δικαιοσύνης και της αδικίας. Με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη αποτελεί αρετή ξεκαθαρίζεται αμέσως ότι πρόκειται για μεσότητα που ισαπέχει από τα δύο άκρα: «Ενσχέσει με τη δικαιοσύνη και την αδικία πρέπει να εξετάσουμε α) μέσα σε τι είδους πράξεις κάνουν την εμφάνισή τους, β) τι είδους μεσότητα είναι η δικαιοσύνη, γ) ανάμεσα σε ποια άκρα είναι μεσότητα η δικαιοσύνη» (1129a 1, 1-4).
Κι από τη στιγμή που η αρετή είναι προϊόν έξης (εθισμού), η δικαιοσύνη δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό: «Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι λέγοντας “δικαιοσύνη” εννοούν εκείνη την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία θέλουν ό,τι είναι δίκαιο» (1129a 1, 5-8). Κατ’ επέκταση, με τον ίδιο τρόπο νοείται και η αδικία: «Το ίδιο και για την αδικία: λέγοντας “αδικία” εννοούν την έξη που τους κάνει να πράττουν το άδικο και να θέλουν ό,τι είναι άδικο» (1129a 1, 8-10).
Αυτό που μένει είναι να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της έξης, το οποίο βέβαια είναι ανάλογο με την ιδιότητα ή τη δράση ή την κατάσταση που επιφέρει. Και η βαθιά γνώση για ένα πράγμα πολλές φορές διευκολύνεται από την επίγνωση του αντίθετού του: «Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις μια έξη μάς γίνεται γνωστή και σαφής από την αντίθετή της, και σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι έξεις μάς γίνονται γνωστές και σαφείς από όλα αυτά που αποτελούν την πραγμάτωσή τους» (1129a 1, 18-20).
Το παράδειγμα της ευεξίας και της καχεξίας θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Αν ξέρουμε, πράγματι, τι είναι η ευεξία, ξέρουμε και τι είναι η καχεξία, όπως και από όλα όσα αποτελούν πραγμάτωση της ευεξίας ξέρουμε τι είναι η ευεξία. Αν, πράγματι, η ευεξία είναι η σφιχτή και πυκνή σάρκα, υποχρεωτικά η καχεξία θα είναι η μαλακή και χαλαρή σάρκα· επίσης: πραγμάτωση της ευεξίας θα είναι η πυκνότητα της σάρκας» (1129a 1, 20-25).
Αντιλαμβανόμενοι την εννοιολογική αλληλοσυμπλήρωση των αντιθέτων είναι πιο εύκολο να φτάσουμε και στις έξεις που τα επιφέρουν. Με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη είναι αποτέλεσμα εθισμού είναι φανερό ότι και η αδικία, ως αντίθετό της, είναι επίσης εθισμός, ο οποίος όμως έχει το ακριβώς αντίθετο περιεχόμενο. Όπως εθίζεται κανείς να είναι δίκαιος, έτσι εθίζεται να είναι άδικος. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα του εθισμού που θα επιφέρει το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση, όμως, του αντιθετικού ζευγαριού δικαιοσύνης και αδικίας υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση: «Η “δικαιοσύνη”, τώρα, και η “αδικία” είναι λέξεις με περισσότερες σημασίες, καθώς όμως οι διαφορετικές αυτές σημασίες βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μένουν απαρατήρητες κάτω από την κοινή λέξη και δε γίνονται τόσο φανερές όσο στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη, όπως γίνεται επιπαραδείγματι (εδώ, πράγματι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην εξωτερική μορφή) με τη χρήση της λέξης κλειδί για το κόκαλο των ζώων που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα τους και για το όργανο με το οποίο κλείνουμε τις πόρτες» (1129 a 1, 28-34).
Κι εδώ ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται μόνο στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εμπεριέχει πάρα πολλές εκφάνσεις δικαιοσύνης και αδικίας (κάθε αρετή – ανδρεία, σωφροσύνη κλπ – είναι μορφή δικαιοσύνης) και στη συνακόλουθη σκέψη ότι κάποιος μπορεί να είναι δίκαιος σε μία από αυτές και ταυτόχρονα άδικος σε κάποια άλλη, αλλά και στη λεπτότητα των καταστάσεων που μπορούν να δημιουργηθούν, ώστε άλλος να υποστηρίζει ότι είναι δίκαιη μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ενώ κάποιος άλλος όχι. Η διαφοροποίηση τόσο στην εκδήλωση όσο και στην αντίληψη του δικαίου μπορεί να επιφέρει τέτοια πληθώρα διαφορετικών οπτικών σαν να πρόκειται για άλλες έννοιες (απλά ομόηχες) όπως το κλειδί από τον αυχένα των ζώων και το κλειδί της πόρτας.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη είναι να θέσει το δίκαιο και το άδικο μέσα σε συγκεκριμένες σταθερές, ώστε να τα διαχωρίσει εννοιολογικά από τις αρετές και τις κακίες που έχει ήδη αναλύσει: «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει το νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος που σέβεται το νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο, επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα, ενώ το άδικο είναι η παράβαση του νόμου και η ανισότητα» (1129a 1, 35-37 και 1129b 1, 1-2).
Όμως, πλεονεξία δεν είναι μόνο να διεκδικεί κανείς μεγαλύτερο μερίδιο στα οφέλη από αυτό που του αναλογεί, αλλά και να προσπαθεί να αποφύγει ενδεχόμενες ζημιές φορτώνοντάς τες σε άλλους: «Ο άδικος, πάντως, άνθρωπος δεν επιλέγει για τον εαυτό του πάντοτε το περισσότερο, αλλά και το λιγότερο: είναι η περίπτωση των πραγμάτων που είναι αυτά καθαυτά κακά· επειδή, ωστόσο, και το λιγότερο κακό θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αγαθό και η πλεονεξία έχει να κάνει με το αγαθό, γι’ αυτό και ο άνθρωπος αυτός θεωρείται πλεονέκτης» (1129b 1, 7-11).
Με δυο λόγια, η αδικία είναι η πραγμάτωση της πλεονεξίας, δηλαδή της ανισότιμης συμφεροντολογικής μοιρασιάς είτε πρόκειται για κέρδη είτε για ζημιές. Και κυρίως έχει να κάνει με ζητήματα διαμοίρασης πλούτου, δηλαδή υλικών αγαθών, για τα οποία ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικές προτεραιότητες, αφού άλλος μπορεί να προτιμά την απόλαυση του ενός κι άλλος του άλλου αγαθού: «Δεδομένου ότι ο άδικος είναι πλεονέκτης, θα είναι άδικος ενσχέσει με τα αγαθά – όχι βέβαια ενσχέσει με όλα, αλλά ενσχέσει με αυτά που εξαρτώνται από την καλή ή την κακή τύχη» (1129b 1, 2-3).
Η καλή και η κακή τύχη σηματοδοτεί τα υλικά αγαθά που διαχωρίζονται από τα «καθαυτό αγαθά», όπως είναι η υγεία, η φιλία ή η ατομική ελευθερία. Γι’ αυτό και τα πρώτα (υλικά αγαθά) δεν είναι τα ίδια για όλους, ενώ τα δεύτερα (καθαυτά αγαθά) είναι. Η προτίμηση στον πλούτο είναι ο αποπροσανατολισμός του ανθρώπου σε σχέση με τις αξίες που θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία: «Αυτά τα αγαθά εύχονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και αυτά επιδιώκουν, μολονότι δε θα έπρεπε: εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εύχονται, τα πράγματα που είναι αυτά καθαυτά αγαθά να είναι αγαθά και γι’ αυτούς, και ύστερα να επιλέγουν αυτά που είναι αγαθά γι’ αυτούς τους ίδιους». (1129b 1, 4-6).
Θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος εγκλωβισμένος στα «αγαθά της τύχης» θυμάται κι εκτιμά τα «καθαυτά αγαθά» μονάχα εάν τα χάσει. Κι αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, οι περισσότεροι ασχολούνται πρωτίστως με τα αγαθά που εκτιμούν «αυτοί οι ίδιοι» βάζοντας σε δεύτερη μοίρα εκείνα που αφορούν όλους και κατ’ επέκταση «και αυτούς». Η επιθυμία για τα «αγαθά της τύχης» είναι τόσο έντονη, που κάποιοι παρασύρονται σε βαθμό να διακινδυνεύουν τα «καθαυτό αγαθά» για χάρη τους. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να εκθέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, αν ο υποσχόμενος πλούτος είναι αρκούντως δελεαστικός.
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο άνθρωπος είναι τόσο ευάλωτος στα υλικά αγαθά που μπορεί να προβεί σε κάθε αδικία και κάθε ανοσιούργημα. Κι αυτή είναι η μέριμνα του νόμου που πρέπει να λειτουργήσει αποθαρρυντικά αποσκοπώντας στην τέλεση του δικαίου προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας: «Οι νόμοι, πάλι, ορίζουν τα πάντα, με σκοπό το κοινό συμφέρον ή όλων των πολιτών ή των αρίστων ή αυτών που έχουν την εξουσία με κριτήριο την αρετή ή με κάποιο άλλο τέτοιο κριτήριο. Από μια πρώτη λοιπόν άποψη ονομάζουμε δίκαια όλα αυτά που παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία και τα μόριά της για την πολιτική κοινωνία» (1129b 1, 16-22).
Διευκρινίζοντας ότι άριστοι για τον Αριστοτέλη είναι οι άξιοι καθίσταται σαφές ότι η αναφορά στο «συμφέρον των αρίστων» δεν προκρίνει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας, αλλά τη διασφάλιση της αξιοκρατίας που θα λειτουργήσει ευεργετικά στο σύνολο της πόλης, όπως και η εξουσία που ασκείται με κριτήριο την αρετή. Η δικαιοσύνη έχει χρέος να «διαφυλάσσει την ευδαιμονία» ολόκληρης της πόλης εξασφαλίζοντας την αρμονία των σχέσεων με την απόδοση στον καθένα αυτών που του αναλογούν σύμφωνα με τους μόχθους του.
Η εξάλειψη της αδικίας είναι η πραγμάτωση της ύψιστης αρετής σε συλλογικό επίπεδο. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο νόμος έχει ως μέλημα να ωθήσει τους πολίτες προς την άσκηση της αρετής σε όλα τα επίπεδα: «Ο νόμος μάς προστάζει να ενεργούμε όπως ο ανδρείος άνθρωπος (π.χ. να μην εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη μάχη ούτε να τρεπόμαστε σε φυγή ούτε να πετούμε τα όπλα μας), όπως ο σώφρων άνθρωπος (π.χ. να μη διαπράττουμε μοιχείες ούτε να συμπεριφερόμαστε προσβλητικά), όπως ο πράος άνθρωπος (π.χ. να μη χτυπούμε κανέναν ούτε να μιλούμε άσχημα για κανέναν) – παρόμοια και ενσχέσει με τις υπόλοιπες αρετές και κακίες» (1129b 1, 22-27).
Από αυτή την άποψη δικαιοσύνη δεν είναι μόνο να μην αδικεί κανείς τον άλλο στο προσωπικό επίπεδο των ιδιωτικών υποθέσεων, αλλά στο ευρύτερο επίπεδο του συνολικού καλού για την πόλη. Ο δειλός που εγκαταλείπει τη θέση του την ώρα της μάχης μπορεί να μην αδικεί κάποιον προσωπικά, αλλά η πράξη του είναι άδικη γιατί στρέφεται ενάντια στο συμφέρον της πόλης. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί τη δικαιοσύνη «αγαθό κάποιου άλλου», δίνοντας έμφαση στην κοινωνική της διάσταση: «η δικαιοσύνη θεωρείται – μόνη αυτή από όλες τις αρετές – “κάποιου άλλου αγαθό”, επειδή έχει να κάνει με τον άλλον· γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη» (1130a 1, 3-7).
Ο αλληλοσεβασμός, το ενδιαφέρον, η ανταπόδοση μιας ευεργεσίας, το φιλότιμο, το αίσθημα της ντροπής, η αναγνώριση της ανωτερότητας του άλλου σε κάποιο τομέα, με δυο λόγια η συνείδηση της αμοιβαιότητας που ξεπερνά κάθε ατομικό συμφέρον είναι η βάση της δικαιοσύνης που αναγκαστικά μεταφράζεται σε πεμπτουσία της συνύπαρξης. Χωρίς δικαιοσύνη είναι αδύνατο να υπάρξει συλλογικότητα: «Η δικαιοσύνη είναι τέλεια –στο μέγιστο βαθμό– αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτή την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του» (1129b 1, 36-39).
Ο διπλός ρόλος της δικαιοσύνης που εμπλέκεται και στις σχέσεις με τους άλλους και στην προστασία του εαυτού καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται ούτε για παραχώρηση ούτε για διεκδίκηση, αλλά για απόδοση της μεσότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, που ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να πάρει και τις δύο μορφές (παραχώρηση – διεκδίκηση). Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει να κρατά σωστά τις ισορροπίες. Αυτός που μόνο διεκδικεί είναι άδικος, κι αυτός που μόνο παραχωρεί είναι θύμα.
Και βέβαια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη του δίκαιου ανθρώπου από την αδέκαστη άσκηση ενός αξιώματος: «Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι “το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο”· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας» (1130a 1, 1-3).
Η δικαιοσύνη αυτού του είδους είναι για τον Αριστοτέλη η ολοκληρωμένη εκδοχή της αρετής (θα έλεγε κανείς η απόλυτη αρετή), αφού εμπεριέχει όλες τις άλλες εκφράζοντας την τελειότητα: «Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία» (1130a 1, 10-12).
Όμως, ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει: «Αυτό, ωστόσο, που εμείς διερευνούμε είναι η δικαιοσύνη που είναι μέρος της αρετής· γιατί, όπως υποστηρίζουμε, μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει. Με τον ίδιο τρόπο αντικείμενο της έρευνάς μας είναι και η αδικία ως μέρος της κακίας. Ότι κάτι τέτοιο υπάρχει ιδού η απόδειξη: ο άνθρωπος που διαπράττει τις άλλες μορφές κακίας και βέβαια αδικεί, με κανέναν όμως τρόπο δε διεκδικεί για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”. Τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, οι περιπτώσεις του ανθρώπου που πέταξε από δειλία την ασπίδα του, ή αυτού που λόγω κακού χαρακτήρα μίλησε άσχημα, ή αυτού που από τσιγγουνιά δεν πρόσφερε χρηματική βοήθεια» (1130a 2, 17-22).
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να αναφερθεί στην κακία με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την κακία που οφείλεται στη δειλία, το θράσος, την τσιγγουνιά κτλ. Εξάλλου, όλες αυτές τις μορφές κακίας τις έχει ήδη εξηγήσει στο τέταρτο βιβλίο. Αυτό που τον ενδιαφέρει τώρα είναι η αδικία που αφορά τη διάθεση να κερδίσει κάποιος σε βάρος του άλλου, δηλαδή την αδικία που ασκείται λόγω πλεονεξίας ανατρέποντας την ισοκατανομή της μοιρασιάς. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο τομέα κακίας, θα έλεγε κανείς για έναν κλάδο στην άδικη συμπεριφορά, που τον αναφέρει ως «μερική» αδικία προκειμένου να τον διαχωρίσει από όλα τα υπόλοιπα είδη της «ολικής» αδικίας, που στην παρούσα φάση δε θα τον απασχολήσουν.
Αυτός είναι και λόγος που διευκρινίζει: «Όταν, αντίθετα, ενεργεί διεκδικώντας για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”, συχνά δεν ωθείται από καμιά από αυτές τις κακίες, ούτε φυσικά και από όλες μαζί, σίγουρα όμως ωθείται από κάποια κακία (αφού τον ψέγουμε) και από διάθεση αδικίας. Υπάρχει, επομένως, ένα άλλο είδος αδικίας ως μέρος της ολικής αδικίας, και ένα “άδικο” ως μέρος του ολικού “αδίκου”, δηλαδή του “αντίθετου προς το νόμο”» (1130a 2, 22-27).
Και για να γίνει πιο σαφής θα φέρει παραδείγματα: «αν κάποιος διέπραξε μοιχεία, η πράξη του ανάγεται στην ακολασία, αν εγκατέλειψε το σύντροφό του στη μάχη, τότε στη δειλία, αν χτύπησε κάποιον, τότε στην οργή· αν όμως ενήργησε όπως ενήργησε με μοναδικό του στόχο να κερδίσει, η πράξη του δεν ανάγεται σε καμιά κακία παρά μόνο στην αδικία» (1130a 2, 34-37).
Με δυο λόγια, άλλο να εγκαταλείψει κανείς κάποιον στη μάχη από καθαρή δειλία κι άλλο γιατί έχει να κερδίσει από αυτό. Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με την πραγμάτωση μιας κακίας (δειλία) που αντικατέστησε μια αρετή (ανδρεία) για το προφανές κέρδος της σωτηρίας της ζωής, ενώ η δεύτερη με το δόλο της υστεροβουλίας κάποιου επιπρόσθετου κέρδους. Κι αυτή είναι μια άλλη μορφή αδικίας, που τη διαχωρίζει αποκαλώντας τη «μερική» αδικία.
Με τον ίδιο τρόπο αποδίδεται και η δικαιοσύνη ως κάτι διαφορετικό από την ολική αρετή. Πρόκειται αντιστοίχως για τη δικαιοσύνη που δεν έχει να κάνει με την ανδρεία ή τη σωφροσύνη ή τις άλλες αρετές, αλλά με την έκφανση του δικαίου που σχετίζεται με την ισότιμη απονομή των κερδών. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τη δικαιοσύνη που επέρχεται ως αντίδοτο της πλεονεξίας: «Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη δικαιοσύνης» (πρόκειται για τις άλλες αρετές που επίσης πραγματώνουν το δίκαιο), «και ακόμη ότι υπάρχει και κάποια άλλη δικαιοσύνη δίπλα στην ολική αρετή. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι αυτή η δικαιοσύνη και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της» (1130b 2, 7-9).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Κι από τη στιγμή που η αρετή είναι προϊόν έξης (εθισμού), η δικαιοσύνη δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό: «Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι λέγοντας “δικαιοσύνη” εννοούν εκείνη την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία θέλουν ό,τι είναι δίκαιο» (1129a 1, 5-8). Κατ’ επέκταση, με τον ίδιο τρόπο νοείται και η αδικία: «Το ίδιο και για την αδικία: λέγοντας “αδικία” εννοούν την έξη που τους κάνει να πράττουν το άδικο και να θέλουν ό,τι είναι άδικο» (1129a 1, 8-10).
Αυτό που μένει είναι να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της έξης, το οποίο βέβαια είναι ανάλογο με την ιδιότητα ή τη δράση ή την κατάσταση που επιφέρει. Και η βαθιά γνώση για ένα πράγμα πολλές φορές διευκολύνεται από την επίγνωση του αντίθετού του: «Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις μια έξη μάς γίνεται γνωστή και σαφής από την αντίθετή της, και σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι έξεις μάς γίνονται γνωστές και σαφείς από όλα αυτά που αποτελούν την πραγμάτωσή τους» (1129a 1, 18-20).
Το παράδειγμα της ευεξίας και της καχεξίας θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Αν ξέρουμε, πράγματι, τι είναι η ευεξία, ξέρουμε και τι είναι η καχεξία, όπως και από όλα όσα αποτελούν πραγμάτωση της ευεξίας ξέρουμε τι είναι η ευεξία. Αν, πράγματι, η ευεξία είναι η σφιχτή και πυκνή σάρκα, υποχρεωτικά η καχεξία θα είναι η μαλακή και χαλαρή σάρκα· επίσης: πραγμάτωση της ευεξίας θα είναι η πυκνότητα της σάρκας» (1129a 1, 20-25).
Αντιλαμβανόμενοι την εννοιολογική αλληλοσυμπλήρωση των αντιθέτων είναι πιο εύκολο να φτάσουμε και στις έξεις που τα επιφέρουν. Με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη είναι αποτέλεσμα εθισμού είναι φανερό ότι και η αδικία, ως αντίθετό της, είναι επίσης εθισμός, ο οποίος όμως έχει το ακριβώς αντίθετο περιεχόμενο. Όπως εθίζεται κανείς να είναι δίκαιος, έτσι εθίζεται να είναι άδικος. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα του εθισμού που θα επιφέρει το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση, όμως, του αντιθετικού ζευγαριού δικαιοσύνης και αδικίας υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση: «Η “δικαιοσύνη”, τώρα, και η “αδικία” είναι λέξεις με περισσότερες σημασίες, καθώς όμως οι διαφορετικές αυτές σημασίες βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μένουν απαρατήρητες κάτω από την κοινή λέξη και δε γίνονται τόσο φανερές όσο στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη, όπως γίνεται επιπαραδείγματι (εδώ, πράγματι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην εξωτερική μορφή) με τη χρήση της λέξης κλειδί για το κόκαλο των ζώων που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα τους και για το όργανο με το οποίο κλείνουμε τις πόρτες» (1129 a 1, 28-34).
Κι εδώ ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται μόνο στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εμπεριέχει πάρα πολλές εκφάνσεις δικαιοσύνης και αδικίας (κάθε αρετή – ανδρεία, σωφροσύνη κλπ – είναι μορφή δικαιοσύνης) και στη συνακόλουθη σκέψη ότι κάποιος μπορεί να είναι δίκαιος σε μία από αυτές και ταυτόχρονα άδικος σε κάποια άλλη, αλλά και στη λεπτότητα των καταστάσεων που μπορούν να δημιουργηθούν, ώστε άλλος να υποστηρίζει ότι είναι δίκαιη μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ενώ κάποιος άλλος όχι. Η διαφοροποίηση τόσο στην εκδήλωση όσο και στην αντίληψη του δικαίου μπορεί να επιφέρει τέτοια πληθώρα διαφορετικών οπτικών σαν να πρόκειται για άλλες έννοιες (απλά ομόηχες) όπως το κλειδί από τον αυχένα των ζώων και το κλειδί της πόρτας.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη είναι να θέσει το δίκαιο και το άδικο μέσα σε συγκεκριμένες σταθερές, ώστε να τα διαχωρίσει εννοιολογικά από τις αρετές και τις κακίες που έχει ήδη αναλύσει: «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει το νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος που σέβεται το νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο, επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα, ενώ το άδικο είναι η παράβαση του νόμου και η ανισότητα» (1129a 1, 35-37 και 1129b 1, 1-2).
Όμως, πλεονεξία δεν είναι μόνο να διεκδικεί κανείς μεγαλύτερο μερίδιο στα οφέλη από αυτό που του αναλογεί, αλλά και να προσπαθεί να αποφύγει ενδεχόμενες ζημιές φορτώνοντάς τες σε άλλους: «Ο άδικος, πάντως, άνθρωπος δεν επιλέγει για τον εαυτό του πάντοτε το περισσότερο, αλλά και το λιγότερο: είναι η περίπτωση των πραγμάτων που είναι αυτά καθαυτά κακά· επειδή, ωστόσο, και το λιγότερο κακό θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αγαθό και η πλεονεξία έχει να κάνει με το αγαθό, γι’ αυτό και ο άνθρωπος αυτός θεωρείται πλεονέκτης» (1129b 1, 7-11).
Με δυο λόγια, η αδικία είναι η πραγμάτωση της πλεονεξίας, δηλαδή της ανισότιμης συμφεροντολογικής μοιρασιάς είτε πρόκειται για κέρδη είτε για ζημιές. Και κυρίως έχει να κάνει με ζητήματα διαμοίρασης πλούτου, δηλαδή υλικών αγαθών, για τα οποία ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικές προτεραιότητες, αφού άλλος μπορεί να προτιμά την απόλαυση του ενός κι άλλος του άλλου αγαθού: «Δεδομένου ότι ο άδικος είναι πλεονέκτης, θα είναι άδικος ενσχέσει με τα αγαθά – όχι βέβαια ενσχέσει με όλα, αλλά ενσχέσει με αυτά που εξαρτώνται από την καλή ή την κακή τύχη» (1129b 1, 2-3).
Η καλή και η κακή τύχη σηματοδοτεί τα υλικά αγαθά που διαχωρίζονται από τα «καθαυτό αγαθά», όπως είναι η υγεία, η φιλία ή η ατομική ελευθερία. Γι’ αυτό και τα πρώτα (υλικά αγαθά) δεν είναι τα ίδια για όλους, ενώ τα δεύτερα (καθαυτά αγαθά) είναι. Η προτίμηση στον πλούτο είναι ο αποπροσανατολισμός του ανθρώπου σε σχέση με τις αξίες που θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία: «Αυτά τα αγαθά εύχονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και αυτά επιδιώκουν, μολονότι δε θα έπρεπε: εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εύχονται, τα πράγματα που είναι αυτά καθαυτά αγαθά να είναι αγαθά και γι’ αυτούς, και ύστερα να επιλέγουν αυτά που είναι αγαθά γι’ αυτούς τους ίδιους». (1129b 1, 4-6).
Θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος εγκλωβισμένος στα «αγαθά της τύχης» θυμάται κι εκτιμά τα «καθαυτά αγαθά» μονάχα εάν τα χάσει. Κι αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, οι περισσότεροι ασχολούνται πρωτίστως με τα αγαθά που εκτιμούν «αυτοί οι ίδιοι» βάζοντας σε δεύτερη μοίρα εκείνα που αφορούν όλους και κατ’ επέκταση «και αυτούς». Η επιθυμία για τα «αγαθά της τύχης» είναι τόσο έντονη, που κάποιοι παρασύρονται σε βαθμό να διακινδυνεύουν τα «καθαυτό αγαθά» για χάρη τους. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να εκθέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, αν ο υποσχόμενος πλούτος είναι αρκούντως δελεαστικός.
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο άνθρωπος είναι τόσο ευάλωτος στα υλικά αγαθά που μπορεί να προβεί σε κάθε αδικία και κάθε ανοσιούργημα. Κι αυτή είναι η μέριμνα του νόμου που πρέπει να λειτουργήσει αποθαρρυντικά αποσκοπώντας στην τέλεση του δικαίου προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας: «Οι νόμοι, πάλι, ορίζουν τα πάντα, με σκοπό το κοινό συμφέρον ή όλων των πολιτών ή των αρίστων ή αυτών που έχουν την εξουσία με κριτήριο την αρετή ή με κάποιο άλλο τέτοιο κριτήριο. Από μια πρώτη λοιπόν άποψη ονομάζουμε δίκαια όλα αυτά που παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία και τα μόριά της για την πολιτική κοινωνία» (1129b 1, 16-22).
Διευκρινίζοντας ότι άριστοι για τον Αριστοτέλη είναι οι άξιοι καθίσταται σαφές ότι η αναφορά στο «συμφέρον των αρίστων» δεν προκρίνει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας, αλλά τη διασφάλιση της αξιοκρατίας που θα λειτουργήσει ευεργετικά στο σύνολο της πόλης, όπως και η εξουσία που ασκείται με κριτήριο την αρετή. Η δικαιοσύνη έχει χρέος να «διαφυλάσσει την ευδαιμονία» ολόκληρης της πόλης εξασφαλίζοντας την αρμονία των σχέσεων με την απόδοση στον καθένα αυτών που του αναλογούν σύμφωνα με τους μόχθους του.
Η εξάλειψη της αδικίας είναι η πραγμάτωση της ύψιστης αρετής σε συλλογικό επίπεδο. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο νόμος έχει ως μέλημα να ωθήσει τους πολίτες προς την άσκηση της αρετής σε όλα τα επίπεδα: «Ο νόμος μάς προστάζει να ενεργούμε όπως ο ανδρείος άνθρωπος (π.χ. να μην εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη μάχη ούτε να τρεπόμαστε σε φυγή ούτε να πετούμε τα όπλα μας), όπως ο σώφρων άνθρωπος (π.χ. να μη διαπράττουμε μοιχείες ούτε να συμπεριφερόμαστε προσβλητικά), όπως ο πράος άνθρωπος (π.χ. να μη χτυπούμε κανέναν ούτε να μιλούμε άσχημα για κανέναν) – παρόμοια και ενσχέσει με τις υπόλοιπες αρετές και κακίες» (1129b 1, 22-27).
Από αυτή την άποψη δικαιοσύνη δεν είναι μόνο να μην αδικεί κανείς τον άλλο στο προσωπικό επίπεδο των ιδιωτικών υποθέσεων, αλλά στο ευρύτερο επίπεδο του συνολικού καλού για την πόλη. Ο δειλός που εγκαταλείπει τη θέση του την ώρα της μάχης μπορεί να μην αδικεί κάποιον προσωπικά, αλλά η πράξη του είναι άδικη γιατί στρέφεται ενάντια στο συμφέρον της πόλης. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί τη δικαιοσύνη «αγαθό κάποιου άλλου», δίνοντας έμφαση στην κοινωνική της διάσταση: «η δικαιοσύνη θεωρείται – μόνη αυτή από όλες τις αρετές – “κάποιου άλλου αγαθό”, επειδή έχει να κάνει με τον άλλον· γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη» (1130a 1, 3-7).
Ο αλληλοσεβασμός, το ενδιαφέρον, η ανταπόδοση μιας ευεργεσίας, το φιλότιμο, το αίσθημα της ντροπής, η αναγνώριση της ανωτερότητας του άλλου σε κάποιο τομέα, με δυο λόγια η συνείδηση της αμοιβαιότητας που ξεπερνά κάθε ατομικό συμφέρον είναι η βάση της δικαιοσύνης που αναγκαστικά μεταφράζεται σε πεμπτουσία της συνύπαρξης. Χωρίς δικαιοσύνη είναι αδύνατο να υπάρξει συλλογικότητα: «Η δικαιοσύνη είναι τέλεια –στο μέγιστο βαθμό– αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτή την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του» (1129b 1, 36-39).
Ο διπλός ρόλος της δικαιοσύνης που εμπλέκεται και στις σχέσεις με τους άλλους και στην προστασία του εαυτού καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται ούτε για παραχώρηση ούτε για διεκδίκηση, αλλά για απόδοση της μεσότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, που ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να πάρει και τις δύο μορφές (παραχώρηση – διεκδίκηση). Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει να κρατά σωστά τις ισορροπίες. Αυτός που μόνο διεκδικεί είναι άδικος, κι αυτός που μόνο παραχωρεί είναι θύμα.
Και βέβαια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη του δίκαιου ανθρώπου από την αδέκαστη άσκηση ενός αξιώματος: «Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι “το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο”· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας» (1130a 1, 1-3).
Η δικαιοσύνη αυτού του είδους είναι για τον Αριστοτέλη η ολοκληρωμένη εκδοχή της αρετής (θα έλεγε κανείς η απόλυτη αρετή), αφού εμπεριέχει όλες τις άλλες εκφράζοντας την τελειότητα: «Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία» (1130a 1, 10-12).
Όμως, ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει: «Αυτό, ωστόσο, που εμείς διερευνούμε είναι η δικαιοσύνη που είναι μέρος της αρετής· γιατί, όπως υποστηρίζουμε, μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει. Με τον ίδιο τρόπο αντικείμενο της έρευνάς μας είναι και η αδικία ως μέρος της κακίας. Ότι κάτι τέτοιο υπάρχει ιδού η απόδειξη: ο άνθρωπος που διαπράττει τις άλλες μορφές κακίας και βέβαια αδικεί, με κανέναν όμως τρόπο δε διεκδικεί για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”. Τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, οι περιπτώσεις του ανθρώπου που πέταξε από δειλία την ασπίδα του, ή αυτού που λόγω κακού χαρακτήρα μίλησε άσχημα, ή αυτού που από τσιγγουνιά δεν πρόσφερε χρηματική βοήθεια» (1130a 2, 17-22).
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να αναφερθεί στην κακία με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την κακία που οφείλεται στη δειλία, το θράσος, την τσιγγουνιά κτλ. Εξάλλου, όλες αυτές τις μορφές κακίας τις έχει ήδη εξηγήσει στο τέταρτο βιβλίο. Αυτό που τον ενδιαφέρει τώρα είναι η αδικία που αφορά τη διάθεση να κερδίσει κάποιος σε βάρος του άλλου, δηλαδή την αδικία που ασκείται λόγω πλεονεξίας ανατρέποντας την ισοκατανομή της μοιρασιάς. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο τομέα κακίας, θα έλεγε κανείς για έναν κλάδο στην άδικη συμπεριφορά, που τον αναφέρει ως «μερική» αδικία προκειμένου να τον διαχωρίσει από όλα τα υπόλοιπα είδη της «ολικής» αδικίας, που στην παρούσα φάση δε θα τον απασχολήσουν.
Αυτός είναι και λόγος που διευκρινίζει: «Όταν, αντίθετα, ενεργεί διεκδικώντας για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”, συχνά δεν ωθείται από καμιά από αυτές τις κακίες, ούτε φυσικά και από όλες μαζί, σίγουρα όμως ωθείται από κάποια κακία (αφού τον ψέγουμε) και από διάθεση αδικίας. Υπάρχει, επομένως, ένα άλλο είδος αδικίας ως μέρος της ολικής αδικίας, και ένα “άδικο” ως μέρος του ολικού “αδίκου”, δηλαδή του “αντίθετου προς το νόμο”» (1130a 2, 22-27).
Και για να γίνει πιο σαφής θα φέρει παραδείγματα: «αν κάποιος διέπραξε μοιχεία, η πράξη του ανάγεται στην ακολασία, αν εγκατέλειψε το σύντροφό του στη μάχη, τότε στη δειλία, αν χτύπησε κάποιον, τότε στην οργή· αν όμως ενήργησε όπως ενήργησε με μοναδικό του στόχο να κερδίσει, η πράξη του δεν ανάγεται σε καμιά κακία παρά μόνο στην αδικία» (1130a 2, 34-37).
Με δυο λόγια, άλλο να εγκαταλείψει κανείς κάποιον στη μάχη από καθαρή δειλία κι άλλο γιατί έχει να κερδίσει από αυτό. Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με την πραγμάτωση μιας κακίας (δειλία) που αντικατέστησε μια αρετή (ανδρεία) για το προφανές κέρδος της σωτηρίας της ζωής, ενώ η δεύτερη με το δόλο της υστεροβουλίας κάποιου επιπρόσθετου κέρδους. Κι αυτή είναι μια άλλη μορφή αδικίας, που τη διαχωρίζει αποκαλώντας τη «μερική» αδικία.
Με τον ίδιο τρόπο αποδίδεται και η δικαιοσύνη ως κάτι διαφορετικό από την ολική αρετή. Πρόκειται αντιστοίχως για τη δικαιοσύνη που δεν έχει να κάνει με την ανδρεία ή τη σωφροσύνη ή τις άλλες αρετές, αλλά με την έκφανση του δικαίου που σχετίζεται με την ισότιμη απονομή των κερδών. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τη δικαιοσύνη που επέρχεται ως αντίδοτο της πλεονεξίας: «Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη δικαιοσύνης» (πρόκειται για τις άλλες αρετές που επίσης πραγματώνουν το δίκαιο), «και ακόμη ότι υπάρχει και κάποια άλλη δικαιοσύνη δίπλα στην ολική αρετή. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι αυτή η δικαιοσύνη και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της» (1130b 2, 7-9).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΞΕΝ Ελλ 3.5.1–3.5.15
ΞΕΝ Ελλ 3.5.1–3.5.15
Προσπάθεια για την οργάνωση αντισπαρτιατικής κίνησης
[3.5.1] Ὁ μέντοι Τιθραύστης, καταμαθεῖν δοκῶν τὸν Ἀγησίλαον
καταφρονοῦντα τῶν βασιλέως πραγμάτων καὶ οὐδαμῇ δια-
νοούμενον ἀπιέναι ἐκ τῆς Ἀσίας, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλπίδας
ἔχοντα μεγάλας αἱρήσειν βασιλέα, ἀπορῶν τί χρῷτο τοῖς
πράγμασι, πέμπει Τιμοκράτην τὸν Ῥόδιον εἰς Ἑλλάδα,
δοὺς χρυσίον εἰς πεντήκοντα τάλαντα ἀργυρίου, καὶ κελεύει
πειρᾶσθαι πιστὰ τὰ μέγιστα λαμβάνοντα διδόναι τοῖς προ-
εστηκόσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐφ’ ᾧτε πόλεμον ἐξοίσειν πρὸς
Λακεδαιμονίους. ἐκεῖνος δ’ ἐλθὼν δίδωσιν ἐν Θήβαις μὲν
Ἀνδροκλείδᾳ τε καὶ Ἰσμηνίᾳ καὶ Γαλαξιδώρῳ, ἐν Κορίνθῳ
δὲ Τιμολάῳ τε καὶ Πολυάνθει, ἐν Ἄργει δὲ Κύλωνί τε καὶ
τοῖς μετ’ αὐτοῦ. [3.5.2] Ἀθηναῖοι δὲ καὶ οὐ μεταλαβόντες τούτου
τοῦ χρυσίου ὅμως πρόθυμοι ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον, νομί-
ζοντές †τε αὐτῶν ἄρχεσθαι†. οἱ μὲν δὴ δεξάμενοι τὰ χρήματα
εἰς τὰς οἰκείας πόλεις διέβαλλον τοὺς Λακεδαιμονίους· ἐπεὶ
δὲ ταύτας εἰς μῖσος αὐτῶν προήγαγον, συνίστασαν καὶ τὰς
μεγίστας πόλεις πρὸς ἀλλήλας.
[3.5.3] Γιγνώσκοντες δὲ οἱ ἐν ταῖς Θήβαις προεστῶτες ὅτι εἰ
μή τις ἄρξει πολέμου, οὐκ ἐθελήσουσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι
λύειν τὰς σπονδὰς πρὸς τοὺς συμμάχους, πείθουσι Λοκροὺς
τοὺς Ὀπουντίους, ἐκ τῆς ἀμφισβητησίμου χώρας Φωκεῦσί
τε καὶ ἑαυτοῖς, χρήματα τελέσαι, νομίζοντες τοὺς Φωκέας
τούτου γενομένου ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Λοκρίδα. καὶ οὐκ
ἐψεύσθησαν, ἀλλ’ εὐθὺς οἱ Φωκεῖς ἐμβαλόντες εἰς τὴν
Λοκρίδα πολλαπλάσια χρήματα ἔλαβον. [3.5.4] οἱ οὖν περὶ τὸν
Ἀνδροκλείδαν ταχὺ ἔπεισαν τοὺς Θηβαίους βοηθεῖν τοῖς
Λοκροῖς, ὡς οὐκ εἰς τὴν ἀμφισβητήσιμον, ἀλλ’ εἰς τὴν
ὁμολογουμένην φίλην τε καὶ σύμμαχον εἶναι Λοκρίδα ἐμ-
βεβληκότων αὐτῶν. ἐπεὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι ἀντεμβαλόντες εἰς
τὴν Φωκίδα ἐδῄουν τὴν χώραν, εὐθὺς οἱ Φωκεῖς πέμπουσι
πρέσβεις εἰς Λακεδαίμονα καὶ ἠξίουν βοηθεῖν αὑτοῖς, δι-
δάσκοντες ὡς οὐκ ἤρξαντο πολέμου, ἀλλ’ ἀμυνόμενοι ἦλθον
ἐπὶ τοὺς Λοκρούς. [3.5.5] οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι ἄσμενοι ἔλαβον
πρόφασιν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Θηβαίους, πάλαι ὀργιζόμενοι
αὐτοῖς τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης ἐν
Δεκελείᾳ καὶ τοῦ ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ μὴ ἐθελῆσαι ἀκολουθῆσαι.
ᾐτιῶντο δ’ αὐτοὺς καὶ Κορινθίους πεῖσαι μὴ συστρατεύειν.
ἀνεμιμνῄσκοντο δὲ καὶ ὡς θύειν τ’ ἐν Αὐλίδι τὸν Ἀγησίλαον
οὐκ εἴων καὶ τὰ τεθυμένα ἱερὰ ὡς ἔρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ
καὶ ὅτι οὐδ’ εἰς τὴν Ἀσίαν Ἀγησιλάῳ συνεστράτευον.
ἐλογίζοντο δὲ καὶ καλὸν καιρὸν εἶναι τοῦ ἐξάγειν στρατιὰν
ἐπ’ αὐτοὺς καὶ παῦσαι τῆς εἰς αὐτοὺς ὕβρεως· τά τε γὰρ ἐν
τῇ Ἀσίᾳ καλῶς σφίσιν ἔχειν, κρατοῦντος Ἀγησιλάου, καὶ
ἐν τῇ Ἑλλάδι οὐδένα ἄλλον πόλεμον ἐμποδὼν σφίσιν εἶναι.
[3.5.6] οὕτω δὲ γιγνωσκούσης τῆς πόλεως τῶν Λακεδαιμονίων
φρουρὰν μὲν οἱ ἔφοροι ἔφαινον, Λύσανδρον δ’ ἐξέπεμψαν
εἰς Φωκέας καὶ ἐκέλευσαν αὐτούς τε τοὺς Φωκέας ἄγοντα
παρεῖναι καὶ Οἰταίους καὶ Ἡρακλεώτας καὶ Μηλιέας καὶ
Αἰνιᾶνας εἰς Ἁλίαρτον. ἐκεῖσε δὲ καὶ Παυσανίας, ὅσπερ
ἔμελλεν ἡγεῖσθαι, συνετίθετο παρέσεσθαι εἰς ῥητὴν ἡμέραν,
ἔχων Λακεδαιμονίους τε καὶ τοὺς ἄλλους Πελοποννησίους.
καὶ ὁ μὲν Λύσανδρος τά τε ἄλλα τὰ κελευόμενα ἔπραττε καὶ
προσέτι Ὀρχομενίους ἀπέστησε Θηβαίων. [3.5.7] ὁ δὲ Παυσανίας,
ἐπεὶ τὰ διαβατήρια ἐγένετο αὐτῷ, καθεζόμενος ἐν Τεγέᾳ
τούς τε ξεναγοὺς διέπεμπε καὶ τοὺς ἐκ τῶν περιοικίδων
στρατιώτας περιέμενεν. ἐπεί γε μὴν δῆλον τοῖς Θηβαίοις
ἐγένετο ὅτι ἐμβαλοῖεν οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν,
πρέσβεις ἔπεμψαν Ἀθήναζε λέγοντας τοιάδε.
[3.5.8] Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃ μὲν μέμφεσθε ἡμῖν ὡς ψηφισα-
μένων χαλεπὰ περὶ ὑμῶν ἐν τῇ καταλύσει τοῦ πολέμου, οὐκ
ὀρθῶς μέμφεσθε· οὐ γὰρ ἡ πόλις ἐκεῖνα ἐψηφίσατο, ἀλλ’
εἷς ἀνὴρ εἶπεν, ὃς ἔτυχε τότε ἐν τοῖς συμμάχοις καθήμενος.
ὅτε δὲ παρεκάλουν ἡμᾶς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ,
τότε ἅπασα ἡ πόλις ἀπεψηφίσατο μὴ συστρατεύειν αὐτοῖς.
δι’ ὑμᾶς οὖν οὐχ ἥκιστα ὀργιζομένων ἡμῖν τῶν Λακεδαιμονίων,
δίκαιον εἶναι νομίζομεν βοηθεῖν ὑμᾶς τῇ πόλει ἡμῶν. [3.5.9] πολὺ
δ’ ἔτι μᾶλλον ἀξιοῦμεν, ὅσοι τῶν ἐν ἄστει ἐγένεσθε, προθύμως
ἐπὶ τοὺς Λακεδαιμονίους ἰέναι. ἐκεῖνοι γὰρ καταστήσαντες
ὑμᾶς εἰς ὀλιγαρχίαν καὶ εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ, ἀφικόμενοι
πολλῇ δυνάμει ὡς ὑμῖν σύμμαχοι παρέδοσαν ὑμᾶς τῷ πλήθει·
ὥστε τὸ μὲν ἐπ’ ἐκείνοις εἶναι ἀπολώλατε, ὁ δὲ δῆμος οὑτοσὶ
ὑμᾶς ἔσωσε. [3.5.10] καὶ μὴν ὅτι μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βούλοισθ’
ἂν τὴν ἀρχὴν ἣν πρότερον ἐκέκτησθε ἀναλαβεῖν πάντες ἐπι-
στάμεθα· τοῦτο δὲ πῶς μᾶλλον εἰκὸς γενέσθαι ἢ εἰ αὐτοὶ
τοῖς ὑπ’ ἐκείνων ἀδικουμένοις βοηθοῖτε; ὅτι δὲ πολλῶν
ἄρχουσι, μὴ φοβηθῆτε, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον διὰ τοῦτο θαρ-
ρεῖτε, ἐνθυμούμενοι ὅτι καὶ ὑμεῖς ὅτε πλείστων ἤρχετε, τότε
πλείστους ἐχθροὺς ἐκέκτησθε. ἀλλ’ ἕως μὲν οὐκ εἶχον ὅποι
ἀποσταῖεν, ἔκρυπτον τὴν πρὸς ὑμᾶς ἔχθραν· ἐπεὶ δέ γε
Λακεδαιμόνιοι προὔστησαν, τότε ἔφηναν οἷα περὶ ὑμῶν ἐγί-
γνωσκον. [3.5.11] καὶ νῦν γε, ἂν φανεροὶ γενώμεθα ἡμεῖς τε καὶ
ὑμεῖς συνασπιδοῦντες ἐναντία τοῖς Λακεδαιμονίοις, εὖ ἴστε,
ἀναφανήσονται πολλοὶ οἱ μισοῦντες αὐτούς. ὡς δὲ ἀληθῆ
λέγομεν, ἐὰν ἀναλογίσησθε, αὐτίκα γνώσεσθε. τίς γὰρ
ἤδη καταλείπεται αὐτοῖς εὐμενής; οὐκ Ἀργεῖοι μὲν ἀεί
ποτε δυσμενεῖς αὐτοῖς ὑπάρχουσιν; [3.5.12] Ἠλεῖοί γε μὴν νῦν
ἐστερημένοι καὶ χώρας πολλῆς καὶ πόλεων ἐχθροὶ αὐτοῖς
προσγεγένηνται. Κορινθίους δὲ καὶ Ἀρκάδας καὶ Ἀχαιοὺς
τί φῶμεν, οἳ ἐν μὲν τῷ πρὸς ὑμᾶς πολέμῳ μάλα λιπαρού-
μενοι ὑπ’ ἐκείνων πάντων καὶ πόνων καὶ κινδύνων καὶ τῶν
δαπανημάτων μετεῖχον, ἐπεὶ δ’ ἔπραξαν ἃ ἐβούλοντο οἱ
Λακεδαιμόνιοι, ποίας ἢ ἀρχῆς ἢ τιμῆς ἢ ποίων χρημάτων
μεταδεδώκασιν αὐτοῖς; ἀλλὰ τοὺς μὲν εἵλωτας ἁρμοστὰς
ἀξιοῦσι καθιστάναι, τῶν δὲ συμμάχων ἐλευθέρων ὄντων,
ἐπεὶ ηὐτύχησαν, δεσπόται ἀναπεφήνασιν. [3.5.13] ἀλλὰ μὴν καὶ
οὓς ὑμῶν ἀπέστησαν φανεροί εἰσιν ἐξηπατηκότες· ἀντὶ γὰρ
ἐλευθερίας διπλῆν αὐτοῖς δουλείαν παρεσχήκασιν· ὑπό τε
γὰρ τῶν ἁρμοστῶν τυραννοῦνται καὶ ὑπὸ δέκα ἀνδρῶν, οὓς
Λύσανδρος κατέστησεν ἐν ἑκάστῃ πόλει. ὅ γε μὴν τῆς
Ἀσίας βασιλεὺς καὶ τὰ μέγιστ’ αὐτοῖς συμβαλλόμενος εἰς
τὸ ὑμῶν κρατῆσαι νῦν τί διάφορον πάσχει ἢ εἰ μεθ’ ὑμῶν
κατεπολέμησεν αὐτούς; [3.5.14] πῶς οὖν οὐκ εἰκός, ἐὰν ὑμεῖς αὖ
προστῆτε τῶν οὕτω φανερῶς ἀδικουμένων, νῦν ὑμᾶς πολὺ
ἤδη μεγίστους τῶν πώποτε γενέσθαι; ὅτε μὲν γὰρ ἤρχετε,
τῶν κατὰ θάλατταν μόνων δήπου ἡγεῖσθε· νῦν δὲ πάντων
καὶ ἡμῶν καὶ Πελοποννησίων καὶ ὧν πρόσθεν ἤρχετε καὶ
αὐτοῦ βασιλέως τοῦ μεγίστην δύναμιν ἔχοντος ἡγεμόνες ἂν
γένοισθε. καίτοι ἦμεν πολλοῦ ἄξιοι καὶ ἐκείνοις σύμμαχοι,
ὡς ὑμεῖς ἐπίστασθε· νῦν δέ γε εἰκὸς τῷ παντὶ ἐρρωμενε-
στέρως ὑμῖν συμμαχεῖν ἡμᾶς ἢ τότε Λακεδαιμονίοις· οὐδὲ
γὰρ ὑπὲρ νησιωτῶν ἢ Συρακοσίων οὐδ’ ὑπὲρ ἀλλοτρίων,
ὥσπερ τότε, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀδικουμένων βοηθήσο-
μεν. [3.5.15] καὶ τοῦτο μέντοι χρὴ εὖ εἰδέναι, ὅτι ἡ Λακεδαιμονίων
πλεονεξία πολὺ εὐκαταλυτωτέρα ἐστὶ τῆς ὑμετέρας γενομένης
ἀρχῆς. ὑμεῖς μὲν γὰρ ἔχοντες ναυτικὸν οὐκ ἐχόντων ἤρχετε,
οὗτοι δὲ ὀλίγοι ὄντες πολλαπλασίων ὄντων καὶ οὐδὲν χεῖρον
ὡπλισμένων πλεονεκτοῦσι. ταῦτ’ οὖν λέγομεν ἡμεῖς· εὖ
γε μέντοι ἐπίστασθε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι νομίζομεν ἐπὶ
πολὺ μείζω ἀγαθὰ παρακαλεῖν ὑμᾶς τῇ ὑμετέρᾳ πόλει ἢ τῇ
ἡμετέρᾳ.
[3.5.1] Ὁ μέντοι Τιθραύστης, καταμαθεῖν δοκῶν τὸν Ἀγησίλαον
καταφρονοῦντα τῶν βασιλέως πραγμάτων καὶ οὐδαμῇ δια-
νοούμενον ἀπιέναι ἐκ τῆς Ἀσίας, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλπίδας
ἔχοντα μεγάλας αἱρήσειν βασιλέα, ἀπορῶν τί χρῷτο τοῖς
πράγμασι, πέμπει Τιμοκράτην τὸν Ῥόδιον εἰς Ἑλλάδα,
δοὺς χρυσίον εἰς πεντήκοντα τάλαντα ἀργυρίου, καὶ κελεύει
πειρᾶσθαι πιστὰ τὰ μέγιστα λαμβάνοντα διδόναι τοῖς προ-
εστηκόσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐφ’ ᾧτε πόλεμον ἐξοίσειν πρὸς
Λακεδαιμονίους. ἐκεῖνος δ’ ἐλθὼν δίδωσιν ἐν Θήβαις μὲν
Ἀνδροκλείδᾳ τε καὶ Ἰσμηνίᾳ καὶ Γαλαξιδώρῳ, ἐν Κορίνθῳ
δὲ Τιμολάῳ τε καὶ Πολυάνθει, ἐν Ἄργει δὲ Κύλωνί τε καὶ
τοῖς μετ’ αὐτοῦ. [3.5.2] Ἀθηναῖοι δὲ καὶ οὐ μεταλαβόντες τούτου
τοῦ χρυσίου ὅμως πρόθυμοι ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον, νομί-
ζοντές †τε αὐτῶν ἄρχεσθαι†. οἱ μὲν δὴ δεξάμενοι τὰ χρήματα
εἰς τὰς οἰκείας πόλεις διέβαλλον τοὺς Λακεδαιμονίους· ἐπεὶ
δὲ ταύτας εἰς μῖσος αὐτῶν προήγαγον, συνίστασαν καὶ τὰς
μεγίστας πόλεις πρὸς ἀλλήλας.
[3.5.3] Γιγνώσκοντες δὲ οἱ ἐν ταῖς Θήβαις προεστῶτες ὅτι εἰ
μή τις ἄρξει πολέμου, οὐκ ἐθελήσουσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι
λύειν τὰς σπονδὰς πρὸς τοὺς συμμάχους, πείθουσι Λοκροὺς
τοὺς Ὀπουντίους, ἐκ τῆς ἀμφισβητησίμου χώρας Φωκεῦσί
τε καὶ ἑαυτοῖς, χρήματα τελέσαι, νομίζοντες τοὺς Φωκέας
τούτου γενομένου ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Λοκρίδα. καὶ οὐκ
ἐψεύσθησαν, ἀλλ’ εὐθὺς οἱ Φωκεῖς ἐμβαλόντες εἰς τὴν
Λοκρίδα πολλαπλάσια χρήματα ἔλαβον. [3.5.4] οἱ οὖν περὶ τὸν
Ἀνδροκλείδαν ταχὺ ἔπεισαν τοὺς Θηβαίους βοηθεῖν τοῖς
Λοκροῖς, ὡς οὐκ εἰς τὴν ἀμφισβητήσιμον, ἀλλ’ εἰς τὴν
ὁμολογουμένην φίλην τε καὶ σύμμαχον εἶναι Λοκρίδα ἐμ-
βεβληκότων αὐτῶν. ἐπεὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι ἀντεμβαλόντες εἰς
τὴν Φωκίδα ἐδῄουν τὴν χώραν, εὐθὺς οἱ Φωκεῖς πέμπουσι
πρέσβεις εἰς Λακεδαίμονα καὶ ἠξίουν βοηθεῖν αὑτοῖς, δι-
δάσκοντες ὡς οὐκ ἤρξαντο πολέμου, ἀλλ’ ἀμυνόμενοι ἦλθον
ἐπὶ τοὺς Λοκρούς. [3.5.5] οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι ἄσμενοι ἔλαβον
πρόφασιν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Θηβαίους, πάλαι ὀργιζόμενοι
αὐτοῖς τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης ἐν
Δεκελείᾳ καὶ τοῦ ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ μὴ ἐθελῆσαι ἀκολουθῆσαι.
ᾐτιῶντο δ’ αὐτοὺς καὶ Κορινθίους πεῖσαι μὴ συστρατεύειν.
ἀνεμιμνῄσκοντο δὲ καὶ ὡς θύειν τ’ ἐν Αὐλίδι τὸν Ἀγησίλαον
οὐκ εἴων καὶ τὰ τεθυμένα ἱερὰ ὡς ἔρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ
καὶ ὅτι οὐδ’ εἰς τὴν Ἀσίαν Ἀγησιλάῳ συνεστράτευον.
ἐλογίζοντο δὲ καὶ καλὸν καιρὸν εἶναι τοῦ ἐξάγειν στρατιὰν
ἐπ’ αὐτοὺς καὶ παῦσαι τῆς εἰς αὐτοὺς ὕβρεως· τά τε γὰρ ἐν
τῇ Ἀσίᾳ καλῶς σφίσιν ἔχειν, κρατοῦντος Ἀγησιλάου, καὶ
ἐν τῇ Ἑλλάδι οὐδένα ἄλλον πόλεμον ἐμποδὼν σφίσιν εἶναι.
[3.5.6] οὕτω δὲ γιγνωσκούσης τῆς πόλεως τῶν Λακεδαιμονίων
φρουρὰν μὲν οἱ ἔφοροι ἔφαινον, Λύσανδρον δ’ ἐξέπεμψαν
εἰς Φωκέας καὶ ἐκέλευσαν αὐτούς τε τοὺς Φωκέας ἄγοντα
παρεῖναι καὶ Οἰταίους καὶ Ἡρακλεώτας καὶ Μηλιέας καὶ
Αἰνιᾶνας εἰς Ἁλίαρτον. ἐκεῖσε δὲ καὶ Παυσανίας, ὅσπερ
ἔμελλεν ἡγεῖσθαι, συνετίθετο παρέσεσθαι εἰς ῥητὴν ἡμέραν,
ἔχων Λακεδαιμονίους τε καὶ τοὺς ἄλλους Πελοποννησίους.
καὶ ὁ μὲν Λύσανδρος τά τε ἄλλα τὰ κελευόμενα ἔπραττε καὶ
προσέτι Ὀρχομενίους ἀπέστησε Θηβαίων. [3.5.7] ὁ δὲ Παυσανίας,
ἐπεὶ τὰ διαβατήρια ἐγένετο αὐτῷ, καθεζόμενος ἐν Τεγέᾳ
τούς τε ξεναγοὺς διέπεμπε καὶ τοὺς ἐκ τῶν περιοικίδων
στρατιώτας περιέμενεν. ἐπεί γε μὴν δῆλον τοῖς Θηβαίοις
ἐγένετο ὅτι ἐμβαλοῖεν οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν,
πρέσβεις ἔπεμψαν Ἀθήναζε λέγοντας τοιάδε.
[3.5.8] Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃ μὲν μέμφεσθε ἡμῖν ὡς ψηφισα-
μένων χαλεπὰ περὶ ὑμῶν ἐν τῇ καταλύσει τοῦ πολέμου, οὐκ
ὀρθῶς μέμφεσθε· οὐ γὰρ ἡ πόλις ἐκεῖνα ἐψηφίσατο, ἀλλ’
εἷς ἀνὴρ εἶπεν, ὃς ἔτυχε τότε ἐν τοῖς συμμάχοις καθήμενος.
ὅτε δὲ παρεκάλουν ἡμᾶς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ,
τότε ἅπασα ἡ πόλις ἀπεψηφίσατο μὴ συστρατεύειν αὐτοῖς.
δι’ ὑμᾶς οὖν οὐχ ἥκιστα ὀργιζομένων ἡμῖν τῶν Λακεδαιμονίων,
δίκαιον εἶναι νομίζομεν βοηθεῖν ὑμᾶς τῇ πόλει ἡμῶν. [3.5.9] πολὺ
δ’ ἔτι μᾶλλον ἀξιοῦμεν, ὅσοι τῶν ἐν ἄστει ἐγένεσθε, προθύμως
ἐπὶ τοὺς Λακεδαιμονίους ἰέναι. ἐκεῖνοι γὰρ καταστήσαντες
ὑμᾶς εἰς ὀλιγαρχίαν καὶ εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ, ἀφικόμενοι
πολλῇ δυνάμει ὡς ὑμῖν σύμμαχοι παρέδοσαν ὑμᾶς τῷ πλήθει·
ὥστε τὸ μὲν ἐπ’ ἐκείνοις εἶναι ἀπολώλατε, ὁ δὲ δῆμος οὑτοσὶ
ὑμᾶς ἔσωσε. [3.5.10] καὶ μὴν ὅτι μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βούλοισθ’
ἂν τὴν ἀρχὴν ἣν πρότερον ἐκέκτησθε ἀναλαβεῖν πάντες ἐπι-
στάμεθα· τοῦτο δὲ πῶς μᾶλλον εἰκὸς γενέσθαι ἢ εἰ αὐτοὶ
τοῖς ὑπ’ ἐκείνων ἀδικουμένοις βοηθοῖτε; ὅτι δὲ πολλῶν
ἄρχουσι, μὴ φοβηθῆτε, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον διὰ τοῦτο θαρ-
ρεῖτε, ἐνθυμούμενοι ὅτι καὶ ὑμεῖς ὅτε πλείστων ἤρχετε, τότε
πλείστους ἐχθροὺς ἐκέκτησθε. ἀλλ’ ἕως μὲν οὐκ εἶχον ὅποι
ἀποσταῖεν, ἔκρυπτον τὴν πρὸς ὑμᾶς ἔχθραν· ἐπεὶ δέ γε
Λακεδαιμόνιοι προὔστησαν, τότε ἔφηναν οἷα περὶ ὑμῶν ἐγί-
γνωσκον. [3.5.11] καὶ νῦν γε, ἂν φανεροὶ γενώμεθα ἡμεῖς τε καὶ
ὑμεῖς συνασπιδοῦντες ἐναντία τοῖς Λακεδαιμονίοις, εὖ ἴστε,
ἀναφανήσονται πολλοὶ οἱ μισοῦντες αὐτούς. ὡς δὲ ἀληθῆ
λέγομεν, ἐὰν ἀναλογίσησθε, αὐτίκα γνώσεσθε. τίς γὰρ
ἤδη καταλείπεται αὐτοῖς εὐμενής; οὐκ Ἀργεῖοι μὲν ἀεί
ποτε δυσμενεῖς αὐτοῖς ὑπάρχουσιν; [3.5.12] Ἠλεῖοί γε μὴν νῦν
ἐστερημένοι καὶ χώρας πολλῆς καὶ πόλεων ἐχθροὶ αὐτοῖς
προσγεγένηνται. Κορινθίους δὲ καὶ Ἀρκάδας καὶ Ἀχαιοὺς
τί φῶμεν, οἳ ἐν μὲν τῷ πρὸς ὑμᾶς πολέμῳ μάλα λιπαρού-
μενοι ὑπ’ ἐκείνων πάντων καὶ πόνων καὶ κινδύνων καὶ τῶν
δαπανημάτων μετεῖχον, ἐπεὶ δ’ ἔπραξαν ἃ ἐβούλοντο οἱ
Λακεδαιμόνιοι, ποίας ἢ ἀρχῆς ἢ τιμῆς ἢ ποίων χρημάτων
μεταδεδώκασιν αὐτοῖς; ἀλλὰ τοὺς μὲν εἵλωτας ἁρμοστὰς
ἀξιοῦσι καθιστάναι, τῶν δὲ συμμάχων ἐλευθέρων ὄντων,
ἐπεὶ ηὐτύχησαν, δεσπόται ἀναπεφήνασιν. [3.5.13] ἀλλὰ μὴν καὶ
οὓς ὑμῶν ἀπέστησαν φανεροί εἰσιν ἐξηπατηκότες· ἀντὶ γὰρ
ἐλευθερίας διπλῆν αὐτοῖς δουλείαν παρεσχήκασιν· ὑπό τε
γὰρ τῶν ἁρμοστῶν τυραννοῦνται καὶ ὑπὸ δέκα ἀνδρῶν, οὓς
Λύσανδρος κατέστησεν ἐν ἑκάστῃ πόλει. ὅ γε μὴν τῆς
Ἀσίας βασιλεὺς καὶ τὰ μέγιστ’ αὐτοῖς συμβαλλόμενος εἰς
τὸ ὑμῶν κρατῆσαι νῦν τί διάφορον πάσχει ἢ εἰ μεθ’ ὑμῶν
κατεπολέμησεν αὐτούς; [3.5.14] πῶς οὖν οὐκ εἰκός, ἐὰν ὑμεῖς αὖ
προστῆτε τῶν οὕτω φανερῶς ἀδικουμένων, νῦν ὑμᾶς πολὺ
ἤδη μεγίστους τῶν πώποτε γενέσθαι; ὅτε μὲν γὰρ ἤρχετε,
τῶν κατὰ θάλατταν μόνων δήπου ἡγεῖσθε· νῦν δὲ πάντων
καὶ ἡμῶν καὶ Πελοποννησίων καὶ ὧν πρόσθεν ἤρχετε καὶ
αὐτοῦ βασιλέως τοῦ μεγίστην δύναμιν ἔχοντος ἡγεμόνες ἂν
γένοισθε. καίτοι ἦμεν πολλοῦ ἄξιοι καὶ ἐκείνοις σύμμαχοι,
ὡς ὑμεῖς ἐπίστασθε· νῦν δέ γε εἰκὸς τῷ παντὶ ἐρρωμενε-
στέρως ὑμῖν συμμαχεῖν ἡμᾶς ἢ τότε Λακεδαιμονίοις· οὐδὲ
γὰρ ὑπὲρ νησιωτῶν ἢ Συρακοσίων οὐδ’ ὑπὲρ ἀλλοτρίων,
ὥσπερ τότε, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀδικουμένων βοηθήσο-
μεν. [3.5.15] καὶ τοῦτο μέντοι χρὴ εὖ εἰδέναι, ὅτι ἡ Λακεδαιμονίων
πλεονεξία πολὺ εὐκαταλυτωτέρα ἐστὶ τῆς ὑμετέρας γενομένης
ἀρχῆς. ὑμεῖς μὲν γὰρ ἔχοντες ναυτικὸν οὐκ ἐχόντων ἤρχετε,
οὗτοι δὲ ὀλίγοι ὄντες πολλαπλασίων ὄντων καὶ οὐδὲν χεῖρον
ὡπλισμένων πλεονεκτοῦσι. ταῦτ’ οὖν λέγομεν ἡμεῖς· εὖ
γε μέντοι ἐπίστασθε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι νομίζομεν ἐπὶ
πολὺ μείζω ἀγαθὰ παρακαλεῖν ὑμᾶς τῇ ὑμετέρᾳ πόλει ἢ τῇ
ἡμετέρᾳ.
***
Ο Τιθραύστης ωστόσο σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του Βασιλέως κι όχι μόνο δεν είχε καθόλου στον νου του να φύγει απ' την Ασία, παρά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει τον Βασιλέα. Μην ξέροντας λοιπόν πώς ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ' όλο που δεν πήραν μερίδιο απ' αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θ' ανακτούσαν την ηγεμονία. Όσο για κείνους που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους ο καθένας στην πόλη του, κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους πληθυσμούς, βάλθηκαν να οργανώσουν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ωστόσο ότι αν δεν άρχιζε άλλος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θ' αποφάσιζαν να παραβιάσουν τις συμφωνίες τους με τους συμμάχους. Για τούτο έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα 'χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη σαν φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο, παρά βρίσκονταν σ' άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αρπάχτηκαν πρόθυμα από το πρόσχημα που τους δινόταν για εκστρατεία κατά των Θηβαίων: ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους, και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση, στη Δεκέλεια, να πάρουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα, κι επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι και τους Κορινθίους είχαν πείσει ν' αρνηθούν συμμετοχή σ' εκείνη την επιχείρηση. Δεν ξεχνούσαν κι ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια πάνω απ' τον βωμό, κι ότι ούτε στην Ασία δέχτηκαν να εκστρατεύσουν με τον Αγησίλαο. Χώρια απ' αυτά, υπολόγισαν ότι ήταν καλή η ευκαιρία για να στείλουν στρατό να τους χτυπήσει και να δώσουν τέλος στην αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους: η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι' αυτούς χάρη στις νίκες του Αγησιλάου, και στην Ελλάδα δεν είχαν άλλο πόλεμο που να τους δένει τα χέρια.
Τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων. Οι έφοροι κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση κι έστειλαν τον Λύσανδρο στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μιαν ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που θα 'ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα 'χε το γενικό πρόσταγμα. Ο Λύσανδρος εξετέλεσε τις εντολές που είχε πάρει και κατόρθωσε επιπλέον ν' αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τη Θήβα. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε την καθιερωμένη θυσία στο πέρασμα των συνόρων, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστελνε αξιωματικούς–συνδέσμους να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα περίμενε τ' αποσπάσματα από τις άλλες πόλεις της Λακεδαίμονος.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα να πουν τ' ακόλουθα:
«Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων. Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι ―νομίζουμε― να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ―τάχα σαν σύμμαχοι― και σας παρέδωσαν στον λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ' αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι ― άλλο αν τούτος δω ο λαός σας έσωσε.
»Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν' αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· με ποιον άλλο τρόπο όμως είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά βοηθώντας οι ίδιοι όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς ― που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ' αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν.
»Λογαριάστε και θα δείτε αμέσως πόσο δίκιο έχουμε. Ποιος έχει μείνει στ' αλήθεια με το μέρος τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ' όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν τον σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι' αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές ― και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν' αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους ― τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για τον Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;
»Δεν είναι λοιπόν φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους ― κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που 'χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ' όλους. Άλλωστε σταθήκαμε, καθώς ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι και για κείνους· τώρα όμως είναι φυσικό να πολεμήσουμε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση, από κάθε άποψη, παρά τότε στο πλευρό των Λακεδαιμονίων ― γιατί δεν θ' αγωνιζόμαστε όπως τότε γι' άλλους, νησιώτες ή Συρακουσίους, αλλά για μας τους ίδιους. Και τούτο όμως πρέπει να νιώσετε καλά, ότι πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ' ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους.
»Αυτά έχουμε να σας πούμε. Να το ξέρετε όμως καλά, Αθηναίοι, ότι θεωρούμε τις προτάσεις μας πολύ πιο ωφέλιμες για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
Ο Τιθραύστης ωστόσο σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του Βασιλέως κι όχι μόνο δεν είχε καθόλου στον νου του να φύγει απ' την Ασία, παρά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει τον Βασιλέα. Μην ξέροντας λοιπόν πώς ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ' όλο που δεν πήραν μερίδιο απ' αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θ' ανακτούσαν την ηγεμονία. Όσο για κείνους που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους ο καθένας στην πόλη του, κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους πληθυσμούς, βάλθηκαν να οργανώσουν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ωστόσο ότι αν δεν άρχιζε άλλος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θ' αποφάσιζαν να παραβιάσουν τις συμφωνίες τους με τους συμμάχους. Για τούτο έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα 'χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη σαν φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο, παρά βρίσκονταν σ' άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αρπάχτηκαν πρόθυμα από το πρόσχημα που τους δινόταν για εκστρατεία κατά των Θηβαίων: ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους, και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση, στη Δεκέλεια, να πάρουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα, κι επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι και τους Κορινθίους είχαν πείσει ν' αρνηθούν συμμετοχή σ' εκείνη την επιχείρηση. Δεν ξεχνούσαν κι ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια πάνω απ' τον βωμό, κι ότι ούτε στην Ασία δέχτηκαν να εκστρατεύσουν με τον Αγησίλαο. Χώρια απ' αυτά, υπολόγισαν ότι ήταν καλή η ευκαιρία για να στείλουν στρατό να τους χτυπήσει και να δώσουν τέλος στην αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους: η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι' αυτούς χάρη στις νίκες του Αγησιλάου, και στην Ελλάδα δεν είχαν άλλο πόλεμο που να τους δένει τα χέρια.
Τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων. Οι έφοροι κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση κι έστειλαν τον Λύσανδρο στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μιαν ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που θα 'ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα 'χε το γενικό πρόσταγμα. Ο Λύσανδρος εξετέλεσε τις εντολές που είχε πάρει και κατόρθωσε επιπλέον ν' αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τη Θήβα. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε την καθιερωμένη θυσία στο πέρασμα των συνόρων, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστελνε αξιωματικούς–συνδέσμους να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα περίμενε τ' αποσπάσματα από τις άλλες πόλεις της Λακεδαίμονος.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα να πουν τ' ακόλουθα:
«Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων. Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι ―νομίζουμε― να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ―τάχα σαν σύμμαχοι― και σας παρέδωσαν στον λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ' αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι ― άλλο αν τούτος δω ο λαός σας έσωσε.
»Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν' αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· με ποιον άλλο τρόπο όμως είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά βοηθώντας οι ίδιοι όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς ― που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ' αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν.
»Λογαριάστε και θα δείτε αμέσως πόσο δίκιο έχουμε. Ποιος έχει μείνει στ' αλήθεια με το μέρος τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ' όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν τον σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι' αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές ― και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν' αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους ― τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για τον Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;
»Δεν είναι λοιπόν φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους ― κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που 'χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ' όλους. Άλλωστε σταθήκαμε, καθώς ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι και για κείνους· τώρα όμως είναι φυσικό να πολεμήσουμε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση, από κάθε άποψη, παρά τότε στο πλευρό των Λακεδαιμονίων ― γιατί δεν θ' αγωνιζόμαστε όπως τότε γι' άλλους, νησιώτες ή Συρακουσίους, αλλά για μας τους ίδιους. Και τούτο όμως πρέπει να νιώσετε καλά, ότι πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ' ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους.
»Αυτά έχουμε να σας πούμε. Να το ξέρετε όμως καλά, Αθηναίοι, ότι θεωρούμε τις προτάσεις μας πολύ πιο ωφέλιμες για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)